H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

"Η ξεχωριστή Τρίτη της Φραντζέσκας Δαμόφλη" (Φωτοσυγγραφική Σκυτάλη #4)

Πηγή: PIXABAY


Η Ξεχωριστή Τρίτη της Φραντζέσκας Δαμόφλη

Από το ξημέρωμα ένας δυνατός Γραίγος κατέβαινε ορμητικός προς τον κόλπο της Πωσειδωνίας. Κινούσε φουριόζος απέναντι απ την Τήνο, έπαιρνε δύναμη πάνω από το βουνό στη Βήσσα, και πλάγιαζε σφυριζοντας μπροστά στον μικρό κόλπο τραβώντας τη θάλασσα προς τα πέρα.  Φθινοπώριαζε στη Σύρα και ο καιρός άρχιζε να ψυχραίνει. Οκτώβρης του 1910 δα για τα καλά του. Στον ουρανό ταξίδευαν πια όλο και πιο πυκνά μαύρα σύννεφα. Τα πρώτα νερά της βροχής είχαν δώσει έναν αναστεναγμό λύτρωσης στο κατάξερο χώμα της γης. Οι καλοκαιρινοί επισκέπτες στην Ντελαγκράτσια είχαν πια αφήσει τις μεγάλες βίλες τους και κινούσαν πίσω στη χώρα να ξεχειμωνιάσουν. Έμεναν πια οι μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής πιστοί στη γαλήνη και στην ηρεμία τους.

Το μεγάλο αρχοντικό των Δαμόφληδων έστεκε περήφανο ακριβώς στην άκρη της θάλασσας, στη μέση του κόλπου. Πέρα στο βάθος στο πέλαγος έβλεπες αχνά το στενό ανάμεσα στη Σέριφο και στην Κύθνο. Στα δεξιά του είχε τον Φοίνικα και στα αριστερά του την παραλία στις Αγκαθοπές. Επιβλητικό, όμορφο, με τους κλασικούς κίονές του, τις καμάρες του, κληροδότημα των καπεταναίων της οικογένειας από τα μέσα του 1860. Η είσοδός του έστεκε στον επαρχιακό δρόμο που ερχόταν απ τον Φοίνικα. Στο πάνω πάτωμα του σπιτιού που έμοιαζε με μικρό πύργο ήταν μια μεγάλη αυλή που λούζονταν στο φως που έστελνε το λιόγερμα στο τέλος κάθε μέρας. Και τα πόδια του σπιτιού μούλιαζαν στην αρμύρα της θάλασσας που έσκαγε λίγα μέτρα μπροστά του σε ένα πέτρινο μικρό μώλο που το προστάτευε απ τη μανία του Γαρμπή.

Η Φραντζέσκα Δαμόφλη τράβηξε τις μεγάλες κουρτίνες από το σαλόνι στο πάνω πάτωμα. Το φως του μεσημεριού μπήκε ανεμπόδιστο στο μεγάλο δωμάτιο με την λεπτή διακόσμηση. Εκείνη, η κυρά του αρχοντικού, ακούμπησε τα χέρια της στην ξύλινη κουπαστή του μεγάλου παραθύρου. Άφησε το φως του ήλιου να γλυκάνει το κορμί της. Σαν να το ήθελε βάλσαμο σε εκείνη τη στιγμή. 
“Κυρία, να μαζέψω το τραπέζι;” έσπασε τη σιωπή η φωνή της νεαρής οικιακής βοηθού που μπήκε στο δωμάτιο.
“Ναι Κατερίνα, δεν θα χρειαστώ κάτι άλλο” της απάντησε ζεστά.
“Να ετοιμάσω τον καφέ σας ή είναι νωρίς;” ρώτησε ξανά η νεαρή κοπέλα.
“Όχι δα από τώρα. Θα τον πιω, όπως πάντα, όταν γυρίσω στη βεράντα το απόγευμα”
“Θα βγείτε Κυρία;”
“Κατερίνα… Τρίτη σήμερα. Να στο θυμίσω καλή μου για το λησμόνησες”
Η νεαρή κοπέλα έδειξε λίγο άβολα αλλά συνήλθε άμεσα.
“Συγγνώμη κυρία, έχετε δίκιο” της είπε και αποχώρησε διακριτικά και ήσυχα προς το εσωτερικό του σπιτιού.

Στα πενήντα της πια χρόνια η Φραντζέσκα Δαμόφλη δεν είχε χάσει πολλά από τη γοητευτική της ακτινοβολία που κατείχε ανέκαθεν από τα χρόνια της νιότης της. Ψηλή, αδύνατη, με καστανά μαλλιά στα οποία τα πρώτα λευκά έκαναν διακριτικά την παρουσία τους. Πρόσωπο καθάριο με εκφραστικά μάτια. Μόνο που ένας προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε πια να δει τα σημάδια μιας κούρασης ολόγυρά τους. Ακόμα και μια θλίψη να πλανιέται και να αγκαλιάζει το πρόσωπό της. Μια βαθιά μελαγχολία που έδενε γλυκύτατα στο παρουσιαστικό της επηρέαζε ακόμα και τη χροιά της φωνής της. 

“Θα πάτε πάλι εκεί;” διέκοψε τις σκέψεις της η φωνή ενός ώριμου άντρα που είχε ήδη μπει στο σαλόνι και στάθηκε πίσω της. 
“Ιάκωβε πότε μπήκες; τελευταία κυκλοφορείς τόσο αθόρυβα που είναι φορές που με τρομάζεις...” του είπε χαριτολογώντας.
Ο ώριμος άντρας ανταποκρίθηκε στο διακριτικό της χαμόγελο. Οικονόμος του σπιτιού, κοντά τους για πάνω από είκοσι χρόνια, είχε γίνει πια πρόσωπο τόσο οικείο και τόσο έμπιστο που μίκραινε τις αποστάσεις μεταξύ τους. Πήρε πάλι το σοβαρό της ύφος και συνέχισε:
“Ναι θα πάω, πρώτη φορά είναι ή τελευταία; Τι σας ήρθε σήμερα και με ρωτάτε;”
Εκείνος το προσπέρασε προχωρώντας στην ερώτησή του.
“Να πω στο Θόδωρο να ετοιμάσει την άμαξα;”
“Ναι σε παρακαλώ”
“Να σας ρωτήσω κάτι; Μήπως…”, εκείνη γύρισε και τον κοίταξε στο πρόσωπο, “...μήπως να το σταματούσατε αυτό; είναι τώρα τόσα χρόνια...” 
Τον κοίταξε με το αγέρωχο ύφος της. Έκανε κάποια βήματα προς το κέντρο του δωματίου δείχνοντας προς το διάδρομο.
“Ιάκωβε, δεν πας καλύτερα να ειδοποιήσεις το Θόδωρο;” του είπε αποστομωτικά αναγκάζοντάς τον να κινήσει προς την έξοδο αφήνοντάς την μόνη.

Σε λίγα λεπτά ήταν έτοιμη. Αρχοντική και επιβλητική όπως ήταν πάντα τα τελευταία χρόνια. Παρά το σφιγμένο της πρόσωπο, η γλυκύτητα ήταν χαρακτηριστική. Μαζί με τη γοητεία της. Εσωτερικά φορούσε το σομόν φόρεμά της. Έριξε πάνω της ένα μακρύ μαντό στις αποχρώσεις του μπεζ και του καφέ. Έτσι κι αλλιώς η ψύχρα είχε ήδη αρχίσει να την ενοχλεί. Πήρε την ομπρέλα της, αχώριστο αξεσουάρ δίπλα της, έβαλε στο κεφάλι της το εξαίρετο πλατύγυρο καπέλο της ασορτί στο χρώμα του μαντό, με τη μεγάλη κορδέλα στο πλάι. Έριξε μια ματιά από το παράθυρο κάτω στην είσοδο. Η Άμαξα την περίμενε. Πήρε αργά τα βήματά της στη μεγάλη κυκλική σκάλα. Καθώς στριφογύριζε προς την έξοδο, οι αναλαμπές του ήλιου φώτιζαν τα μελαγχολικά της μάτια. Αν κάποιος μπορούσε να την δει από κοντά θα έλεγε ότι ήταν υγρά.

Ο Θόδωρος, ο αμαξάς την υποδέχτηκε ευγενικά υποβοηθώντας την να ανέβει. 
“Στο υποστατικό Θόδωρε!” του είπε, εκείνος υποκλίθηκε.
“Ξέρω κυρία”

Ξεκίνησαν. Ο ήλιος είχε μεσιάσει πια στον ουρανό, προχωρημένο μεσημέρι. Τα πρώτα σκούρα σύννεφα είχαν αρχίσει να φτάνουν. Η άμαξα με τα δύο άλογα πήρε το δρόμο προς τις Αγκαθοπές. Η Φραντζέσκα Δαμόφλη είχε γείρει το πρόσωπό της προς το παράθυρο. Το βλέμμα της απλώθηκε στη θάλασσα που χρύσιζε στο φως του ήλιου. Πέρασαν τον μικρό κόλπο και πήραν τον ανήφορο προς το Κόμητο. Το βλέμμα της απλώθηκε κουρασμένο πέρα στα όρια του πελάγους. Στο βάθος προς τα δεξιά της απλώνονταν ήδη ο κόλπος στην αμμουδερή παραλία. Και εκεί, λίγα μέτρα πίσω απ την ακτή, άρχισε ήδη να βλέπει τα πρώτα κτίσματα. 

Το υποστατικό. Ένας αναστεναγμός βαθύς με αρκετό πόνο ανέβηκε από βαθιά μέσα στην καρδιά της. Ήρθε στο στόμα της λυτρωτικός. Έπαιξε λίγο με τη σκέψη της που παγωμένη ταξίδευε στα κτίσματα του μεγάλου υποστατικού της οικογένειας. Εκεί που ήταν το μεγάλο κτήμα, ο στάβλος, το ποτοποιείο. Οι παλμοί της καρδιάς της γίνηκαν πιο έντονοι καθώς πλέον η άμαξα έπαιρνε την τελική ευθεία προς την εξωτερική πύλη. Σε λίγα λεπτά ο Θόδωρος την βοηθούσε να κατέβει.
“Θα σας περιμένω εδώ κυρία”, της είπε.
“Ναι Θόδωρε, όπως πάντα...”

Πήρε τα βήματά της σταθερά προς τα κτίρια στο εσωτερικό. Εκείνη την ώρα το κτήμα ήταν άδειο. Ήταν άλλωστε προχωρημένο μεσημέρι για το οτιδήποτε. Πέρασε μπροστά απ τον κήπο. Έφτασε στο κεντρικό κτίριο με τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στο επάνω πάτωμα. Δεξιά-αριστερά της σκάλας δύο κατακόκκινοι ιβίσκοι έστεκαν εκεί σαν παραστάτες. Τα βήματά της ήταν λες μηχανικά. Σαν να τα είχε πια μάθει με κλειστά μάτια. Ανέβηκε στο μπαλκόνι και πέρασε στο πίσω κτίριο. Το βλέμμα της έδειχνε ότι αναζητούσε κάτι. Στο βάθος το είδε. Η μεγάλη στέρνα. Εκεί που φυλάγονταν το νερό για το κτήμα και τις άλλες αγροτικές δουλειές. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε ακριβώς απέναντί του. Σαν να ανεμετριώταν μαζί με τον όγκο του. Και εκεί ακριβώς τη βρήκε η κραυγή!

Μια νεανική γυναικεία κραυγή απόγνωσης έσκισε στα δυό τον αέρα με τα ηχητικά της κύματα να σπάνε την ηρεμία της.
“Βοήθεια!” ακούστηκε. Κάποιος στη στέρνα.
“Θεέ μου!”, σκέφτηκε. 
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η Φραντζέσκα είχε γίνει νεώτερη και το σώμα της σαν να έσπαγε τα δεσμά του χρόνου και τις δυνάμεις της. Έτρεξε προς το μέρος της κραυγής.
“Στη στέρνα Θεέ μου!” μουρμούρισε. Έφτασε εκεί, ανέβηκε τα σκαλιά και στάθηκε στην πέτρινη κουπαστή. Τότε την είδε! Μια νεαρή κοπέλα μέσα στο νερό πάσχιζε απεγνωσμένα να κρατηθεί στην επιφάνεια. Βλέπεις ο πέτρινος βυθός ήταν γλιστερός και ήταν αδύνατον στον καθένα να ισορροπήσει. 
“Βοήθεια πνίγομαι!” ακούστηκε ξανά η νεαρή κοπέλα με τα μάτια της στα δικά της ικετευτικά.
“Κρατήσου παιδί μου, έρχομαι!” κατάφερε να απαντήσει.
Έτρεξε κοντά της. Αψηφώντας τα πάντα, δρασκέλισε την πέτρινη κουπαστή με αξιοθαύμαστη ένταση. Πήρε στο χέρι της μια κουλούρα απ το χοντρό σχοινί που ήταν πιασμένο εκεί.
“Κρατήσου από εδώ!” κραύγασε απ την αγωνία. Πέταξε την άκρη του σχοινιού στην κοπέλα. Εκείνη κατάφερε να το κρατήσει. Η Φραντζέσκα προσπάθησε με το ένα της χέρι να κρατηθεί ενώ με το άλλο άρχισε να τραβά την νεαρή κοπέλα. Γλίστρισε, έπεσε, πήγε να της φύγει το σχοινί. Η κοπέλα έδινε μάχη να μείνει στην επιφάνεια. Ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.
“Θα τα καταφέρω!” μούγκρισε μέσα απ τα δόντια της με ένα απίστευτο βλέμμα τραβώντας την κοπέλα προς την άκρη της στέρνας.

“Θα ζήσεις…. Θα ζήσεις….” της ξέφυγαν οι λέξεις καθώς πλέον έλεγχε την κατάσταση. Λίγο ακόμα…. Δύναμη ως το τέλος και η νεαρή κοπέλα είχε φτάσει στην άκρη και είχε πιαστεί απ την πέτρινη κουπαστή και το χέρι της Φραντζέσκας που την είχε αρπάξει. Ένα χέρι που είχε γίνει γέφυρά της με τη ζωή. Χύθηκε στην κουπαστή της στέρνας. Σύρθηκε, μάτωσε, άπλωσε τα χέρια της, πάλεψε με το κορμί και τις δυνάμεις της. Αγκομαχούσε λες και έδινε την ύστατη μάχη της. Την τράβηξε εντελώς έξω απ τη στέρνα. Η νεαρή κοπέλα ένιωσε εκεί τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Τα μάτια της άρχισαν να γεμίζουν σκοτάδι καθώς οι αισθήσεις της την εγκατέλειπαν. Στα μάτια της έμεινε η εικόνα απ το πρόσωπο της Φραντζέσκας και εκείνο το απερίγραπτο αίσθημα  στο δακρυσμένο της βλέμμα. Κάτι σαν κραυγή, σαν κλάμα λύτρωσης. Λες και μια ζωή κρατιόταν στο φως. 

“Συνέρχεται σώπα!”
“Λένα!”
Η Νεαρή κοπέλα, άνοιξε τα μάτια της. Το βλέμμα της διασταυρώθηκε με τα μάτια δύο ώριμων γυναικών.
“Μαμά!”
Μία από τις δύο ώριμες γυναίκες έσκυψε στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Την έκλεισε τρυφερά στην αγκαλιά της.
“Κορίτσι μου, τι λαχτάρα ήταν αυτή!”
“Κυρία Ευγενία...” έκανε η νεαρή κοπέλα και στην άλλη γυναίκα στο θάλαμο που την κοιτούσε με αγωνία.
“Όλα καλά; πως νιώθεις;” την ρώτησε η μητέρα της καθώς κάθισε κοντά στο προσκεφάλι της.
“Καλά Μαμά, πονάω μόνο στα πλευρά, τι είπαν οι γιατροί;”
“Γλίτωσες το κάταγμα. Καθώς έπεσες στη στέρνα το νερό απορρόφησε την ορμή”
“Δεν γλίτωσα όμως αυτήν την αηδία την πλύση στομάχου...”
“Έπρεπε κορίτσι μου, μέσα σε στέρνα έπεσες…. Μα… ήθελα νάξερα πως τα ...κατάφερες ειλικρινά”, της είπε η μητέρα της.
“Δεν ξέρω πως έγινε. Χάζευα τα ερείπια εκεί… τόσο εντυπωσιακός χώρος… κάποια στιγμή ανέβηκα προς τα πάνω, είχε μια παράξενη ατμόσφαιρα ο χώρος. Μπροστά μου είδα τη στέρνα. Πλησίασα και….”
“Δεν θέλει πολύ να γίνει το κακό παιδάκι μου”, ακούστηκε η άλλη κυρία κοντά τους. 
“Ο Άλκης σε πήρε πολλές φορές, τρελάθηκε το παιδί σαν έμαθε τα νέα. Ήρθε μου λέει διακοπές στη Σύρο να ...σκοτωθεί...”
Η μητέρα της άπλωσε το χέρι της και της έδωσε το κινητό της.
“Να εδώ θα βρεις και τα μηνύματά του, θα ξαναπάρει”
Η Λένα, ανασηκώθηκε πια στο προσκεφάλι του κρεβατιού. Πήρε στα χέρια της το κινητό της. Είδε την ημερομηνία. Τετάρτη 21 Ιουλίου 2019.
“Λένα αυτό εδώ το κλειδί βρέθηκε δίπλα σου. Το βρήκαμε εκεί με τον πατέρα σου. Το βρήκες πουθενά δεν το έχω ξαναδεί¨, της είπε η μητέρα της δείχνοντάς της ένα μεγάλο σιδερένιο κλειδί πολυκαιρισμένο και βασανισμένο στο χρόνο. Η Λένα το κράτησε με απορία στα χέρια της.
“Όχι δεν ξέρω, δεν πήρα εγώ τίποτα..”
“Τέλος πάντων. Ήσουνα τυχερή παιδί μου”, της είπε η μητέρα της.
“Χρωστάω τη ζωή μου σ’ αυτή τη γυναίκα! Αλήθεια πόσο παράξενη!” έκανε η Λένα με ένα απλανές βλέμμα. Οι δύο γυναίκες στο θάλαμο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους παράξενα. Η Λένα συνέχισε. Το βλέμμα της σαν να χάθηκε σε εκείνη τη στιγμή.
“Ήταν τόσο απόκοσμη. Όμορφη μέσα στην ωριμότητά της, αλλά…. Λες και… τα ρούχα της…. Τι παράξενα ρούχα ήταν αυτά… αρχοντικά αλλά ...παλιά….”
Η μητέρα της αποφάσισε να την διακόψει.
“Για ποια γυναίκα μιλάς κόρη μου;” 
Η Λένα την κοίταξε στα μάτια σαν να άκουγε μια ανούσια ερώτηση.
“Για εκείνη που με έσωσε μαμά! Μόλις έπεσα στη στέρνα, με είδε. Πρέπει να ήταν κάπου κοντά. Φώναξα βοήθεια και έτρεξε...”, η Λένα βυθίστηκε πάλι στην αγωνία των στιγμών.
“Πάλεψε σαν το θεριό μαμά! Εκείνη με τράβηξε με τα χέρια της έξω απ τη στέρνα… μετά ήρθατε εσείς”
“Παιδί μου, δεν βρήκαμε καμιά γυναίκα κοντά σου!” έκανε η μητέρα της σκεπτική, “ακούσαμε τις φωνές σου με τον πατέρα σου, τρέξαμε σαν τρελοί και σε βρήκαμε στο πλάι έξω απ τη στέρνα λιπόθυμη. Προφανώς είχες βγει και έχασες τις αισθήσεις σου...”
Η Λένα ανέβασε την ένταση της φωνής της.
“Όχι Μαμά! Πριν χάσω τις αισθήσεις μου ήταν εκείνη που με τράβηξε. Σ’ αυτήν χρωστώ τη ζωή μου...”
“Μα….” έκανε η μητέρα της ανταλλάσσοντας ματιές με την φιλενάδα της στο θάλαμο.

Τη συζήτηση διέκοψε η είσοδος στο θάλαμο της ομάδας της γιατρού που παρακολουθούσε τη Λένα. Οι συνοδοί γυναίκες βγήκαν έξω για να προχωρήσει η ιατρική ομάδα στο δικό της έλεγχο.
“Μια χαρά Λένα! Σήμερα μεσημέρι βγαίνεις!” της είπε, “δεν θα σε κρατήσουμε άλλο, μας αρκεί η χθεσινή διαμονή, όλα είναι τέλεια..”
Η Λένα ανάσανε γεμάτη ανακούφιση. Συνέχισε την κουβέντα της με τη γιατρό  και λίγο πριν εκείνοι αποχωρήσουν τη ρώτησε:
“Να σας ρωτήσω κάτι; εκεί που έγινε το ατύχημα τι ήταν;”
“Στο Κόμητο; το παλιό υποστατικό του αρχοντικού των Δαμόφληδων”
“Που σημαίνει;”
“Από τις παλιές ξακουστές οικογένειες της Σύρας. Το αρχοντικό τους είναι ακόμα στην Πωσειδωνία, εκεί που πήγες ήταν το υποστατικό”
“Ζει εκεί κανείς; μια γυναίκα; έτσι παράξενη;”
“Α… κοίτα λεπτομέρειες δεν ξέρω, αυτά μπορεί να στα πουν στο Πνευματικό κέντρο του Δήμου. Έχουμε τον Νταρζάνο εκεί που είναι εξπέρ...”
“Πότε μπορώ να τον βρω;”
“Αχιλλέας Νταρζάνος. Στο κλασικό δημόσιο ωράριο θα τον αναζητήσεις. Είναι υπεύθυνος του πνευματικού κέντρου”
Η Λένα ευχαρίστησε διπλά την ιατρική ομάδα και κράτησε στη σκέψη της την έντονη προσμονή. Ήθελε να μάθει. Ήθελε τόσο να γνωρίσει αυτή τη γυναίκα που της έσωσε τη ζωή.

Ο Αχιλλέας Νταρζάνος ήταν ένας καλοστεκούμενος ώριμος άντρας κοντά στα εξήντα του. Ευγενικός και δεκτικός στους τρόπους και στη διάθεση. Υποδέχτηκε τη Λένα με κάθε διάθεση να απαντήσει στα ερωτήματά της.
“Κύριε Νταρζάνο ξέρετε κάποια γυναίκα να μένει ή να έχει κάποια σχέση με το παλιό υποστατικό των Δαμόφληδων στο Κόμητο;”
“Ωωω κοπέλα μου, οι Δαμόφληδες ήταν από τις πιο λαμπερές και ευγενικές οικογένειες στη Σύρα του 1880...”
Η Λένα άρχισε να απορεί.
“Δεν λέω για τότε, για σήμερα λέω...”
“Όχι παιδί μου, δεν ζει κανείς πια εκεί. Αφού είδες είναι ερείπια. Δεν υπάρχει κανείς από την οικογένεια αυτή. Έλα να σου δείξω κάθισε”, της είπε δείχνοντας ένα μεγάλο γραφείο στη βιβλιοθήκη. Σε λίγο επέστρεψε με ένα παλιό χοντρό βιβλίο στα χέρια. Έκατσε κοντά της.
“Κοίτα εδώ αυτές τις παλιές εικόνες, το σπίτι τους...” άρχισε να ξεφυλλίζει, κάποια στιγμή στάθηκε στην φωτογραφία μιας γυναίκας. Η καρδιά της Λένας πήγε να σπάσει.
“Σταθείτε! Ποια είναι αυτή η γυναίκα!” πετάχτηκε στον τρομαγμένο Νταρζάνο. Η φωνή του μαλάκωσε.
“Η Φραντζέσκα Δαμόφλη. Η κυρά του σπιτιού...”
“Δεν είναι δυνατόν…. Αυτή η ομοιότητα….” έκανε η Λένα αποσβολωμένη, “πείτε μου για αυτήν!”

“Η Φρανζέσκα Δαμόφλη ήταν η αρχόντισσα της οικογένειας. Γοητευτική, καλόκαρδη, δεκτική αλλά και τραγική. Στα 45 της χρόνια την χτύπησε η πρώτη τραγωδία...”
“Δηλαδή….”
“Έχασε τη κόρη της! Την μοναχοκόρη τους!”
“Πως;”
“Ένα τραγικό δυστύχημα κορίτσι μου. Η κοπέλα πνίγηκε!”
“Τι;” έκανε η Λένα έκπληκτη, “Μα πως έγινε;”
“Κανείς δεν ξέρει… έπεσε στη στέρνα...”, η Λένα ανατρίχιασε… “προσπάθησε να την σώσει, ήταν εκεί κοντά, δεν τα κατάφερε. Η κόρη της έσβησε στα χέρια της, ήταν μόλις είκοσι ετών, μια κοπέλα λένε σαν τα κρύα νερά, καλή ώρα σαν εσένα… “
“Πότε έγινε αυτό;”
“Μια Τρίτη καλοκαίρι λέει το ημερολόγιο της οικογένειας. Το έγραφε με τα χέρια της. Από εκείνη τη μέρα, κάθε Τρίτη έπαιρνε το δρόμο βουβή για εκεί. Στεκόταν μπροστά στη στέρνα για ώρα πολύ. Χρόνια ολάκερα. Κάθε Τρίτη…. Πέθανε με αυτόν τον καημό. Δεν μπόρεσε να προλάβει την κόρη της. Όμως ακόμα και στα στερνά της ήταν μια αρχόντισσα.

Η Λένα έπιασε το κεφάλι της. Αυτό που ζούσε ήταν έξω απ τις δυνάμεις της.
“Έχεις κάτι κορίτσι μου;” τη ρώτησε εκείνος.
Η Λένα πήρε το βιβλίο κοντά της σαν να ήθελε να βουλιάξει στις σελίδες του. Τα μάτια της στάθηκαν στην εντυπωσιακή φωτογραφία της. Ένιωθε τα χέρια της να τρέμουν.
“Μήπως δεν αισθάνεστε καλά;” την ρώτησε ο Νταρζάνος. 
“Πότε είναι αυτή η φωτογραφία;” τον ρώτησε.
“Εδώ είναι πια αρκετά χρόνια μετά το δυστύχημα με την κόρη της. 

Η Λένα άργησε να απαντήσει. Προσπαθούσε να βρει μια λογική εξήγηση σε όλα αυτά. Ο δεκτικός και ευγενικός άνθρωπος συνέχισε την ενημέρωσή του πάνω στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Η Λένα ένιωθε πια να έχει ενώσει σχεδόν όλα τα κομμάτια σε  αυτό το ξεχωριστό παζλ. Ευχαρίστησε τον Νταρζάνο και έφυγε.

Ήθελε να περπατήσει μόνη. Πήρε το δρόμο κάτω στην Ερμούπολη. Βγήκε στην παραλία και τράβηξε προς το Τελωνείο. Εκεί στη μεγάλη προκυμαία άρχισε να τακτοποιεί τις σκέψεις της.
Είχε δίλημμα αν έπρεπε να μεταφέρει όλα όσα έμαθε στους δικούς της. Δεν ήξερε αν είχε νόημα, δεν μπορούσε άλλωστε να εξηγήσει.

Κοίταξε κάποια στιγμή το κινητό της. Ήταν Πέμπτη. Όλα όσα έζησε, αυτή της η ακροβασία στο θάνατο είχαν γίνει την Τρίτη. Όπως και τότε. Τόσα χρόνια πριν. 
Άπλωσε το βλέμμα της στο πέλαγος που ξανοίγονταν μπροστά της έξω απ το λιμάνι. Έκλεισε τα μάτια και έφερε στη μνήμη της το πρόσωπο εκείνης της γυναίκας που την είχε ή νόμιζε τουλάχιστον ότι την είχε τραβήξει απ την στέρνα την τελευταία στιγμή λίγο πριν το τέλος. 

Δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ αυτήν την εικόνα της λυτρωτικής ανακούφισης που είδε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της αποκαμωμένη εντελώς. Ήταν ένα πρόσωπο που λες και έσπαγε τα δεσμά της απελπισίας, λες και αναμετρήθηκε με τον θάνατο και βγήκε νικητής. 
Αυτήν την παράξενη Τρίτη που χαράχτηκε στη ζωή της.

.....................................

Οι ξύλινες μπαλκονόπορτες του μεγάλου σαλονιού στο αρχοντικό των Δαμόφληδων έτριξαν από την αύρα του δειλινού. Η απόλυτη εγκατάλειψη στο ερειπωμένο σπίτι ντύθηκε σε μενεξεδί χρώματα.  Ένα παράξενο λεπτό άρωμα όμως γέμισε το χώρο και κάποια βήματα έκαναν το σαπισμένο ξύλινο πάτωμα να τρίξει επικίνδυνα. Η σκιά της γοητευτικής γυναίκας τράβηξε προς το παράθυρο. Το μαντό της, η ομπρέλα, το πλατύγυρο καπέλο της. Ένα ζευγάρι μάτια στάθηκαν. Το βλέμμα  απλώθηκε γαλήνιο πέρα στο λιόγερμα. Γεμάτο ηρεμία και θάλεγε κανείς χαμόγελο.

Για μια στιγμή λες και ο χρόνος άλλαξε θέση. Όλα πήραν ζωή και χρώμα. Όπως τότε.

“Κυρά πάνε τόσα χρόνια που σε βλέπω να χαμογελάς τόσο ήρεμα”, ακούστηκε πίσω της η φωνή του Ιάκωβου. Γύρισε και τον κοίταξε με αυτή τη γλύκα του προσώπου της, φωτεινό μετά από χρόνια.
“Ιακωβε, είπες στο Θόδωρο να παραγγείλει στον κλειδαρά άλλο κλειδί; Το δικό μου κάπου μου έπεσε”, του είπε...

Ο ήλιος χρύσιζε τη θάλασσα πίσω απ το λόφο στις Αγκαθοπές. Η παράξενη αυτή Τρίτη της Φραντζέσκας Δαμόφλη έσβηνε αργά  στο γέρμα του ήλιου. 


Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
το μικρό αυτό διήγημα ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο καταξιωμένο και αγαπημένο πλέον δικτυακό μας δρώμενο:
"Γήινη ματιά"-Φωτοσυγγραφική σκυτάλη #4 που διοργανώνει η φίλη μας Mary Pertax.

H Φωτογραφία και η λέξη πάνω στην οποία εμπνεύστηκα και δούλεψα ήταν από την Άννα μας στην δική της δημοσίευση εδώ:



Η Επιλογή του χώρου και του χρόνου

Οφείλω να συμπληρώσω κάτι που ξέχασα. Η Επιλογή του χώρου δράσης για αυτό μου το διήγημα είναι φυσικά, όπως καταλαβαίνετε, η Σύρος. Αυτό το μαγικό νησί, δεύτερη πατρίδα μου στην κυριολεξία, πηγή έμπνευσης σε πολλά γραπτά μου. 
Η Εικόνα της Άννας με παρέπεμψε σε διήγημα εποχής. Χώρος και ντύσιμο ανάλογης προέλευσης. Η επιλογή του ονόματος της ηρωίδας φυσικά και δεν είναι τυχαία. Αποτελεί κλασικά Συριανής καταγωγής ονοματεπώνυμο. Το σπιτικό της στην Πωσειδωνία ήταν για μένα επίσης πηγή έμπνευσης καθώς εκεί υπάρχει μια εγκαταλειμμένη βίλα φορτωμένη ιστορία περασμένου αιώνα. Η διαδρομή από εκεί στην παραλία στο Κόμητο επίσης μαγευτική και το παλιό υποστατικό, όντως υπάρχει εκεί. Σε πρώτη φάση δεσμεύομαι να σας δείξω τις εικόνες αυτές. Η Εναλλαγή χρόνων, παρελθόν-παρόν, αποτελεί ένα αγαπημένο "παιχνίδι" αφήγησης και συνάμα κινηματογραφικής δράσης που αγαπώ. 

Σειρά μου να δώσω τη δική μου σκυτάλη στην αγαπημένη Μάνια μας και στο blog της εδώ:

Η Φωτογραφία που επέλεξα είναι αυτή:

Πηγή: PIXABAY

Η λέξη για την Μάνια μας είναι:

"Προσμονή"


Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι θα τιμήσει και τα δύο με τον δικό της μοναδικό, ιδιαίτερο και εκφραστικό τρόπο. 
Καλή έμπνευση Μάνια μου!

Τέλος να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Μαίρη για την έμπνευση και διοργάνωση αυτού του όμορφου δρώμενου αλλά και όλους εσάς που συμμετέχετε άμεσα ή έμμεσα σε αυτό. Ξέρω ότι η συνέχεια θα είναι υπέροχη. Να το ζήσουμε λοιπόν.