Εναγώνιο
κάλεσμα
Το χρόνο τον έσπασα σε κομμάτια ακανόνιστα,
Το λογισμό του ερήμαξα και στα μπρος και στα
πίσω,
Ακανόνιστα να σιάξω ταξίδια στις μνήμες.
Της λησμονιάς έκρουσα τις χαραγμένες θύρες,
Τα μάνταλα σπάζοντας ευθύς για να ανοίξω.
Κομμάτια και θρύψαλα το παρόν μου το έκανα,
Ν’αναιρέσω το τώρα με σκιές ξεχασμένες,
Τι στ’ αλήθεια γυρεύοντας μες της λήθης τη
στράτα;
Ταξίδι αναπόλησης, σκέφτηκα ευθύς να κινήσω,
Μα στο δρόμο μετέπεσε σε προσώπων την κλήση;
Μήτε εγώ καταστάλαξα τί φορεσιά θα του βάλω.
Μπροστά στην παλιά σιδερένια την πόρτα,
Αυλής έρημης το καμβά το ζωγράφισα,
Πινέλα και χρώματα, παλέτες, μολύβια.
Λες να γίνονταν άραγες τα κάδρα εικόνες;
Ζωή να αποκτούσανε, ανάσα και όψη.
Χατήρι μού έκανε της φαντασίας το βήμα,
Μπροστά μου σαν έστησε στιγμές ξεχασμένες.
Αλλά
αυτή ήταν που διάλεξε, τι σκηνή θα μού φτιάξει,
Και με παίδεψε σφόδρα στα αισθήματα πρώτα.
Στο τέλος με πήγε, στης αυλαίας το κλείσιμο.
Στο στερνό το αντίο, στης ερημιάς την εικόνα.
Αγκαλιά
με τις θύμησες, τις σκιές και τα ξόδια,
Εκείνων, που πνοή ύπαρξης εδώ απλόχερα
δώσανε.
Τα χέρια μου άπλωσα, ανοιγμένα στο χώρο,
Σαν δεντρόκλαδα άγουρα τον αγέρα να σώσουν.
Σκιές ψηλαφίζοντας, μορφή να τους δώσω.
Αγκαλιασμένοι να στέκουμε στις
γωνιές και στις θύρες.
Κοίτα πώς γίνεται το κάλεσμα πράξη!
Κοίτα πως στέκουνε οι μορφές εδώ γύρω!
Αχ πόσο θα ‘θελα τη φωνή τους ν’ ακούσω!
Των χεριών τους τη θέρμη στο κορμί μου επάνω.
Φως γλυκοπόρφυρο και χαμόγελο πλέριο.
Ώρα να φύγω αδυσώπητη, ο χρόνος εσήμανε,
Στης μνήμης τη χώρα το πέρασμα έκλεινε,
Κι οι χώροι βαραίνανε με θάμπος ατέρμονο.
Τα σημάδια του χρόνου τη σκληράδα τους
έδειξαν,
Τη φθορά τους επέβαλαν μ’ ανεξίτηλο τρόπο,
Δες!
Οι ρωγμές επληγώσανε κάθε δοκάρι και τοίχο,
Και η μούχλα απλώθηκε σαν σκιά στο σκοτάδι.
Πήρα τα βήματα, μακριά πια να φύγω,
Άλλωστε τίποτα όρθιο ξωπίσω δεν έμεινε.
Όλα πια πέρασαν στης λήθης τους θρόνους
Φωτογραφίες γινήκανε σε άλμπουμ επώδυνο.
Μονάχα εκείνοι, ολοζώντανοι έμειναν,
φάροι ακλόνητοι την καρδιά να φωτίζουν.
Επιστροφής σήμαντρο
Στου κορμιού σου τον ερωτικό βωμό,
Σπονδή μεγάλη έρχομαι, ευθύς να αποθέσω
Φωτιά για ν’ ανάψω, στη λάγνα της φλόγα σαν
κεράκι να λιώσω.
Κι ύστερα στο τελείωμα με υγρές των πόθων τις
στάλες
ξέπνοα να σβήσω προσπάθησα, πολλαπλές τις φωτιές
σου.
Η αγκαλιά σου,
φωλιά θα γενεί να κουρνιάσω,
τα χέρια σου, τα σώμα μου γλυκά φυλακίζουν,
τα χείλη σου, τρυφερά μονοπάτια χαράζουνε στο
δέρμα μου επάνω.
Τα χέρια σου απλώνονται σφιχτά να μ’
αγγίξουν,
και ν’ αγκαλιάσουν επάνω μου κάθε πόρο αχόρταγα.
Κείνο που με πονά, άκου με! Δεν είναι παρά
ένα!
Της φαντασίας πλάσμα μου ή της ζωής μου θε να
‘σαι;
Μην είναι η λήθη που έπαιξε σκληρά το λογισμό
μου;
Μην τάχα κενό δύσβατο, ανάμεσά μας ετρύπωσε;
Πώς έγινε και θόλωσε η κραταιή η μορφή σου;
ποια λάθη
επώδυνα, ανάμεσά μας ριζώσανε;
Ώρα ο στοχασμός στον έρωτα νέα ζωή να τού
δώσει,
Είναι ώρα πια τρανή, μια επιστροφή να
σημάνει.
Φίλες και φίλοι
να ευχηθώ ολόψυχα σε όλες και όλους
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ