Διαβάστε τα προηγούμενα:
Κεφάλαια 5-6
Κεφάλαια 7-8
Κεφάλαια 9-10-11
Κεφάλαια 12-13
Μπορείτε να κάνετε log-in στην πλατφόρμα χρησιμοποιώντας τον google account ή τον facebook account σας, ως αναγνώστες.
Κεφάλαια 7-8
Κεφάλαια 9-10-11
Κεφάλαια 12-13
Κεφάλαιο 14 Στα χέρια του Νόμου
Ο Ισίδωρος με την Ουρανία βημάτιζαν νευρικά σε κάποιον προθάλαμο της ιδιωτικής κλινικής του φίλου του Γρηγόρη Καραμάνου. Η Κατερίνα ήταν πλέον στα χέρια τα δικά του και των νοσηλευτών του. Δεν πέρασαν από κανονική εισαγωγή σεβόμενοι το απόρρητο που ζήτησε ο Ποινικολόγος.
Τα φώτα της Αθήνας σχημάτιζαν μια θάλασσα από λαμπιόνια στο άνοιγμα του παραθύρου όπου στεκόταν όρθιος ο Ισίδωρος. Η αγωνία τόσο η δική του όσο και της Ουρανίας ήταν φανερές. Σε λίγο πρόβαλε από την πόρτα μια νοσηλεύτρια.
“Έρχεστε σας παρακαλώ ;” τους κάλεσε, “Ο κ. Καραμάνος σας περιμένει”.
Πήγαν και οι δύο. Σε λίγο περίμεναν στο γραφείο του καθηγητή. Εμφανίστηκε σκεπτικός και προβληματισμένος.
“Λοιπόν η κοπέλα έφερε κακώσεις από χτυπήματα στο πρόσωπο ευτυχώς όχι σπουδαία αλλά και μια εμφανή απόπειρα στραγγαλισμού….”
Ο Διοφάντους διασταύρωσε το βλέμμα του με την Ουρανία δίπλα.
“Τι εννοείς Γρηγόρη ;” ρώτησε το φίλο του.
“Εννοώ Ισίδωρε ότι κάποιος προσπάθησε να την πνίξει...”
“Θεέ μου !” πετάχτηκε η Ουρανία.
“Το πως και τις συνθήκες δεν τις γνωρίζω” συνέχισε ο καθηγητής, “όμως τα σοβαρότερα είναι τα μετά”, τους είπε με βλέμμα βλοσυρό.
“Λέγε Γρηγόρη !” συμπλήρωσε ο Διοφάντους.
“Η Κοπέλα έχει κρίση νεφρικής ανεπάρκειας. Είδα ότι έχει ένα νεφρό. Και αυτό δεν είναι σε καλή κατάσταση. Η λειτουργία του έχει επιβαρυνθεί. Αν δεν μπούμε σε θεραπεία ίσως….” κόμπιασε.
“Ίσως τι γιατρέ μου ;” ρώτησε με αγωνία η θεία της.
“Η Πορεία της είναι προγραμμένη κυρία μου. Αν μείνει έτσι κάποια κρίση ίσως να είναι μοιραία”
“Μάλιστα….” ψέλλισε ο Διοφάντους.
“Και κάτι άλλο Ισίδωρε”, είπε ο καθηγητής κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
“Τι ;”
“Νομίζω πως πρέπει να ενημερώσεις την αστυνομία !”
Ο Ποινικολόγος τον κοίταξε στα μάτια, ο Καραμάνος συνέχισε: “Δεν θέλω να το κάνω εγώ. Νομίζω είναι δική σου δουλειά. Το κορίτσι κινδύνεψε και θέλει μακροχρόνια νοσηλεία και θεραπεία. Αυτά δεν μπορούν να γίνουν ανώνυμα. Θεωρώ χρέος μου να στο πω”, του είπε.
“Τι θα κάνουμε απόψε ;” τον ρώτησε ο Διοφάντους.
“Πρέπει να την κρατήσω, ακόμα και πρόχειρα πρέπει να μείνει μία-δύο μέρες, καταλαβαίνεις...”
Ευχαρίστησαν τον καθηγητή και οι δύο. Πήγαν στο θάλαμο να την δουν.
Η κοπέλα ήταν στο κρεβάτι πιο ήρεμη αλλά πάντα χλωμή. Την κοίταξε στα μάτια με ένα γαλήνιο βλέμμα. Κατάλαβε ότι ήθελε από αυτόν μια εξήγηση.
“Ελουάζ...” της είπε με ένα τρυφερό χαμόγελο συνεχίζοντας “Βλέπεις ε ; ακόμα κρατώ το όνομα που μου συστήθηκες”, της είπε τρυφερά, “Όλα είναι υπό έλεγχο. Όμως είναι σειρά σου να με εμπιστευθείς ! Απόψε δεν ξέρουμε πως γλίτωσες και δεν σε πιέζω αυτή τη στιγμή έτσι όπως είσαι να μου πεις τι συνέβη, όμως αυτό το κρυφτό πρέπει να σταματήσει..”
Έμεινε λίγο ακόμα κοντά της, άφησε στο πλάι της τη θεία της και θα ήταν κοντά μεσάνυχτα σαν έφυγε από την κλινική για το σπίτι του. Η αυριανή μέρα θα ήταν πολύ σημαντική και είχε ανάγκη λίγης ξεκούρασης για να σχεδιάσει τις κινήσεις του.
Ο Ανακριτής Μηνιάδης τον περίμενε κατά τις δέκα στο γραφείο του. Πιστός και έτοιμος για αυτό το ραντεβού ο Διοφάντους έκατσε απέναντί του. Ο Φίλος του, τον καλωσόρισε, ανέσυρε κάποια χαρτιά απ το γραφείο και μπήκε στην ουσία.
“Πήρα τα πρώτα στοιχεία για την δολοφονία του Αρμάγου”, του είπε.
“Σ’ ακούω Γεράσιμε...”
“Οι κάμερες ασφαλείας αλλά και το προσωπικό που ήταν εκεί στις εννέα το βράδυ δεν είδαν κανέναν να μπαίνει ή να βγαίνει...”
“Παράξενο...” σχολίασε ο Διοφάντους.
“Ναι, αυτό λέει και η Αστυνομία. Ο δράστης χτύπησε τον Αρμάγο με ένα μεγάλο μαχαίρι. Στο χώρο είχε προηγηθεί πάλη. Ευρήματα δεν βρέθηκαν από κάτι άλλο..”
“Το μαχαίρι ;”
“Άφαντο ! Και κανένα αποτύπωμα. Ο δράστης φρόντισε να τα εξαφανίσει”
“Ποιος τον βρήκε, τι ώρα ;”
“Τον βρήκε ένας από το νοσηλευτικό προσωπικό βάρδιας. Αργούσε να φύγει και πήγε στο γραφείο του να δει. Ήταν γύρω στις δέκα και μισή”
“Τι λέει η αστυνομία Γεράσιμε ;” ρώτησε όλο αγωνία ο Διοφάντους.
“Είναι επιφυλακτικοί προς το παρόν. Ψάχνουν την κλινική στο πως μπήκε και βγήκε ο δράστης”
“Άντρας ή γυναίκα ;” ρώτησε ο Ποινικολόγος νιώθοντας το βλέμμα του ανακριτή να μένει παγωμένο επάνω του.
“Εσύ τι λες Ισίδωρε ; έχεις νέα από την νεαρή πελάτισσά σου ;”
Ο ποινικολόγος τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Ο Ανακριτής συνέχισε “Η Αστυνομία βρήκε την διεύθυνση της θείας της. Ουρανία Ρενέση. Πετρούπολη. Σου λέει τίποτα Ισίδωρε ;”
Εκείνος παρέμενε σκεπτικός και σιωπηρός. Ο Μηνιάδης είπε ξανά με ήρεμο αλλά αποφασιστικό τόνο.
“Είναι καλύτερα για όλους και κύρια για την κοπέλα να μιλήσουμε με ανοιχτά χαρτιά Ισίδωρε, σ’ ακούω”.
“Εντάξει Γεράσιμε. Η Κατερίνα Ιατροπούλου, νομίζω πλέον ξέρεις το όνομά της, βρίσκεται στο νοσοκομείο. Χθες την μετέφερα εγώ ο ίδιος με τη θεία της εκεί...”
“Έτσι εξηγείται λοιπόν ότι η αστυνομία δεν βρήκε κανέναν στο σπίτι. Τι θέλει στο νοσοκομείο ;”
“Έχει κρίση νεφρικής ανεπάρκειας. Ο Εκλεκτός μακαρίτης, της έχει αφαιρέσει ένα νεφρό, εν αγνοία της, για να το πουλήσει. Όμως η κοπέλα, από την ανυπαρξία ιατρικής υποστήριξης, παρουσίασε πρόβλημα που έχει επιδεινωθεί επικίνδυνα. Είναι στη διάθεσή σας Γεράσιμε” του είπε ξεφυσώντας λες και έβγαλε ένα βάρος από μέσα του.
“Χαίρομαι Ισίδωρε. Πρέπει να την δούμε άμεσα. Είναι σε θέση να καταθέσει ;”
“Θα πάω από εκεί τώρα, να μιλήσω με το γιατρό και θα σε ενημερώσω”, του είπε και σηκώθηκε.
“Ισίδωρε !”
“Σ’ ακούω...”
“Θα με έφερνες σε πολύ δύσκολη θέση αν κατά κάποιο τρόπο εμπόδιζες να την δούμε..καταλαβαίνεις”
“Δεν θα το κάνω !” απάντησε κατηγορηματικά εκείνος και άφησε το γραφείο του με κατεύθυνση το νοσοκομείο.
Λίγες μέρες μετά…
“Σκεπτικό σας βλέπω κ. Διοφάντους”, σχολίασε η Έλενα μπαίνοντας στο γραφείο του το πρωινό εκείνης της μέρας.
“Ναι Έλενα, προσπαθώ να τακτοποιήσω τις σκέψεις μου και να δω που ακριβώς βρισκόμαστε και τι μας περιμένει από εδώ και μπρος...”
“Λέτε για την υπόθεση της νεαρής κοπέλας φυσικά”
“Ναι, δεν υπάρχει κάτι άλλο τώρα”
Η Νεαρή γραμματέας αφού του έδωσε ένα φάκελο έκατσε απέναντί του στην πολυθρόνα.
“Τι περιμένουμε τώρα ;”, τον ρώτησε με αγωνία.
“Όπως ξέρεις η Κατερίνα προσήχθη στην Ασφάλεια μετά την έξοδό της από την κλινική. Στην κατάθεσή της ανέλαβε την ευθύνη για το θάνατο του Δεβέλογλου την νύχτα που δραπέτευσε, κάτω από συνθήκες υπεράσπισης της ζωής της...”
“Φαντάζομαι είναι καλό ελαφρυντικό αυτό”
“Αν το δεχτεί ο Εισαγγελέας ναι”
“Για τα άλλα ;”
“Κατέθεσε για την δολοφονία της Δαμασκηνού. Το βράδυ του φόνου είδε τον Αρμάγο να βγαίνει από το σπίτι της και αμέσως μετά η ίδια την βρήκε νεκρή”
“Για αυτό το κάθαρμα τι είπε ;”
“Την αλήθεια Έλενα… ότι τον επισκέφτηκε, της επετέθη, πήγε να την πνίξει και από εκεί και πέρα για το μυστήριο της συνέχειας….”
“Αλήθεια κ. Διοφάντους τι πιστεύετε για αυτό ;”
“Προφανώς κάποιος ή κάποια άλλη Έλενα, την έσωσε εκείνο το βράδυ. Αλλά το πως σκοτώθηκε ο Αρμάγος δεν ξέρουμε τίποτα, κανένα ίχνος, κανένα στοιχείο. Σαν να υπάρχει κάποιος ή κάποια που λειτούργησε στο σκοτάδι..”
“Τι περιμένουμε σήμερα ;”, τον ρώτησε με ιδιαίτερη προσοχή.
Ο Διοφάντους σηκώθηκε απ την πολυθρόνα του. Στάθηκε όρθιος σκεπτικός και είπε:
“Είναι στον Εισαγγελέα σήμερα και στον Ανακριτή Έλενα. Θα αποφασιστεί αν θα προφυλακιστεί ή όχι”
“Εντάξει πιστεύω ότι ο ανακριτής, ο Μηνιάδης δεν θα ζητήσει προφυλάκιση”
“Ένα πράγμα ξέρω Έλενα και είμαι σίγουρος για αυτό. Ο Μηνιάδης, στην απόφασή του, να είσαι σίγουρη ότι δεν θα λογαριάσει στο παραμικρό την γνωριμία μας και την εμπλοκή μου στην υπόθεση. Η ακεραιότητα του χαρακτήρα του δεν παζαρεύεται με γνωριμές”
“Πότε θα ξέρουμε...”
“Το μεσημέρι αργά. Φεύγω τώρα εγώ γιατί θα παρίσταμαι εκεί. Στείλε μου και τον Ζήση μόλις επιστρέψει”
“Εντάξει”, απάντησε η Έλενα και σηκώθηκε για να συνεχίσει και εκείνη τη δουλειά της.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Διοφάντους ήταν καθ’ οδόν για την Ευελπίδων. Η ώρα για την κρίσιμη απόφαση ζύγωνε. Αναρωτιόταν αν η Κατερίνα θα μπορούσε να αντέξει μια προφυλάκιση. Ύστερα από όλη αυτήν την κόλαση που είχε ζήσει, του ήταν αδύνατον να πιστέψει ότι θα μπορούσε ψυχολογικά να την δεχτεί.
Κεφάλαιο 15 Κάποιος άλλος στο κάδρο
Ο Διοφάντους οδηγούσε. Δίπλα του ο Ζήσης έριχνε κλεφτές ματιές στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Η Κατερίνα ήταν εκεί. Δίπλα η θεία της, η Ουρανία. Κρατούσε τρυφερά το χέρι της νεαρής ανιψιάς της.
Ο Εισαγγελέας με τον ανακριτή την είχαν θεωρήσει ένοχη για την δολοφονία του Δεβέλογλου με το ελαφρυντικό της άμυνας προστασίας της ζωής της. Οι άλλες υποθέσεις παρέμεναν ανοιχτές καθώς η ανάκριση συνεχίζονταν και η δικογραφία ήταν ανοιχτή. Και οι δύο είχαν διατάξει να αφεθεί ελεύθερη με περιοριστικούς όρους καθώς και την καταβολή εγγύησης. Για αυτήν την τελευταία είχε ήδη φροντίσει ο Ισίδωρος Διοφάντους.
Η Ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο ήταν βουβή. Τα μάτια της Κατερίνας ήταν καρφωμένα έξω. Σε μια πρώτη ματιά φαινόταν ανέκφραστα. Όμως αν κάποιος μπορούσε να δει κάτω από αυτό το βλέμμα θα μπορούσε να αντικρίσει τις σκέψεις της ψυχής της.
“Ελεύθερη με περιοριστικούς όρους….”
Ηχούσε κάπως αντιφατικά ο όρος και η εξέλιξη στο νου της. Η Λογική της έλεγε να είναι ευχαριστημένη. Όμως η λογική, εδώ και καιρό, είχε εγκαταλείψει τις σκέψεις της Κατερίνας. Ο Κόσμος των παθιασμένων συναισθημάτων ήταν αυτός που κρατούσε τα σκήπτρα στον λογισμό της. Και τα συναισθήματά της, έπλαθαν εικόνες, αναζητούσαν απαντήσεις σε τεράστια ερωτήματα. Έψαχναν μεθοδικά μέσα της τους ενόχους.
Ο Φώτης Δεβέλογλου, ο δεσμοφύλακάς της και, κατ’ ουσίαν, βασανιστής της, είχε πληρώσει με το δικό της χέρι. Η Μπέτυ Δαμασκηνού πέθανε από το ίδιο το χέρι του αφεντικού της και εκείνος, το “πολιτισμένο” κτήνος, που μετέτρεψε το σώμα της σε αντικείμενο πειραμάτων, πλιάτσικου και ύστερα το πέταξε στα σκουπίδια, ήταν και αυτός νεκρός. Ένας θάνατος μυστήριο. Από συνθήκες που ήταν βουτηγμένες στο σκοτάδι.
Αναστέναξε βαθιά…
Υπήρχε όμως και κάποιος άλλος. Ένα ακόμα πρόσωπο που το χέρι του ήταν αυτό που άνοιξε την πόρτα να την σπρώξει σε αυτόν τον εφιάλτη. Ο Ζωγράφος της. Ο Άντρας που αγάπησε, που του δόθηκε με ψυχή και σώμα απόλυτα χωρίς επιφυλάξεις και όρια. Αυτός που στα χέρια και την αγκαλιά του περίμενε ότι θα έδιωχνε από μέσα της τα σκοτάδια των παιδικών της τραυμάτων. Ο καλλιτέχνης που της έδωσε το όνομα του πίνακα, για τον οποίο ποζάρισε στην αρχή της παθιασμένης τους αγάπης.
“Ελουάζ”
Και αυτός που την έσπρωξε βήμα-βήμα στον κατήφορο της εκπόρνευσης, των εξευτελισμών, της βαριάς κατάθλιψης, της μετατροπής της σε ένα παρακμιακό αντικείμενο ηδονής των άρρωστων πόθων του ευγενούς του κύκλου. Για να γίνουν αυτοί το σκαλί του στην κοινωνική του αναρρίχηση.
Τον έφερε στη μνήμη της καθώς οι εικόνες πέρναγαν γρήγορα καρέ απ το παράθυρο του αυτοκινήτου.
Που να βρίσκονταν άραγε ο Σέργιος Ζέριγκας ;
Ο Διοφάντους καθόταν απέναντι από τον Γεράσιμο Μηνιάδη. Μία ακόμα από τις πολλοστές φορές που μιλούσαν ή συνεργάζονταν για την συγκεκριμένη υπόθεση.
“Η Αστυνομία ερεύνησε τους εγκαταλειμμένους χώρους του εργοστασίου”, τον ενημέρωσε.
“Βρέθηκε κάποιο στοιχείο για τον άνθρωπο που σκότωσε τον Αρμάγο ;”
“Όχι ! Τίποτα που να μαρτυρά την παρουσία ή το πέρασμα κάποιου από εκεί. Θα μπορούσαν να είχαν μείνει ίχνη από βήματα, παπούτσια. Αλλά οι βροχές των τελευταίων ημερών και οι διαρροές εξαφάνισαν κάθε ίχνος”
“Λογικά ποιος θα ήθελε το θάνατό του Γεράσιμε ; κάποιος από αυτούς που μαρτύρησαν στα χέρια του”
“Αυτό λέει η λογική. Αλλά άντε να ψάξεις στοιχεία από ανθρώπινα ερείπια που μάζευε ο Αρμάγος. Άνθρωποι από τα αζήτητα της κοινωνίας. Που δεν τους εμφάνιζε πουθενά. Μια λίστα του τρόμου βουτηγμένη στην ανωνυμία”
“Δύσκολο”, του απάντησε ο Διοφάντους.
“Τι κάνει η πελάτισσά σου ;” τον ρώτησε ο ανακριτής.
“Προσπαθώ όσο μου επιτρέπει η θέση μου να έχω μια επίβλεψη”
“Να την προσέχεις Ισίδωρε !” του είπε ο ανακριτής.
“Τι θέλεις να πεις ;”
“Κρύβει πολύ οργή μέσα της αυτό το πλάσμα” σχολίασε σκεπτικός ο Μηνιάδης.
“Η πελάτισσά σου...”
Ακούστηκε κάπως αυτή η έκφραση στο μυαλό του Ισίδωρου. Από τα χρόνια που η κόρη του είχε φύγει για το μεταπτυχιακό της στο Παρίσι, έμενε μόνος του στο σπίτι τους στην Παλλήνη. Τα δέκα χρόνια που είχαν περάσει απ τη δολοφονία της γυναίκας του δεν ήταν αρκετά για να βυθίσουν στη λήθη εκείνη την τραγωδία. Η Αντιγόνη τότε. Η Κατερίνα σήμερα.
“Ελουαζ”, σκέφτηκε φωναχτά, καθισμένος μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Το ποτήρι με το ουίσκι ήταν δίπλα του ενώ ο αρωματικός καπνός από την πίπα του αρμένιζε ξέγνοιαστος στο ταβάνι.
Τι ήταν για αυτόν η Κατερίνα ; γιατί δέθηκε τόσο σ’ αυτήν την υπόθεση ; αναρωτιόταν κι αυτός. Ένα υποκατάστατο της γυναίκας του από εκείνα τα παλιά χρόνια ; τα μαρτύρια που σημάδεψαν τα νιάτα της και οι δολοφόνοι που ασέλγησαν πάνω της. Όπως τότε ! Με τη γυναίκα του.
Τι ήταν αυτό που ένιωθε σαν έβλεπε το βλέμμα αυτής της κοπέλας. Τι του θύμιζε ; τι του ξυπνούσε ; ποια κρυμμένα συναισθήματα τριγυρνούσαν μέσα του. Τι τον έκανε, μία ακόμα φορά, να σηκώσει το τηλέφωνο και να καλέσει την Ουρανία, να ρωτήσει, να μάθει.
Ζήτησε να μιλήσει μαζί της. Το άκουσμα της φωνής της έβαλε ξανά τα συναισθήματά του σε κίνηση.
“Σας ευχαριστώ που πήρατε. Έχετε κάνει για μένα πολλά”, του είπε εκείνη τη ζεστή σιγανή φωνή της.
“Κατερίνα… είδες ; δεν μπορώ να σε συνηθίσω με αυτό το όνομα”, της είπε με χαμόγελο.
“Είναι το πραγματικό μου όνομα”, απάντησε.
“Πως είσαι ; πως νιώθεις ; πάει καλά η θεραπεία ;”
“Στο κορμί ; ναι, ο κ. Καραμάνος είναι εξαίρετος άνθρωπος και γιατρός”
“Η Διάθεσή σου ; πως νιώθεις ;”
“Δεν ξέρω. Είναι στιγμές που… θέλω να ξεφύγω. Όμως νιώθω κάτι να έχει μείνει πίσω μου. Και αυτό το κάτι με κυνηγά. Ίσως να με κυνηγά για πάντα. Σαν να γυρεύει μια εξήγηση. Μια απάντηση”
“Κατερινα, είμαι εδώ πάντα σε ότι χρειάζεσαι”, της είπε με φόρτιση συνεχίζοντας:
“Αν νιώθεις ότι θέλεις να μοιραστείς κάποια σου σκέψη θέλω να με θεωρείς δικό σου άνθρωπο. Δεν είμαι μόνο δικηγόρος σου… Θέλω να πω...”, κόμπιασε.
“Να είστε καλά...”
Έκλεισαν μετά από λίγο με κάποιες άλλες κουβέντες από εκείνον που αφορούσαν νομικά θέματα.
Άδειασε το ουίσκι στο στόμα του και ένιωσε τη φωτιά να τον καίει.
Ζήτησε να μιλήσει μαζί της. Το άκουσμα της φωνής της έβαλε ξανά τα συναισθήματά του σε κίνηση.
“Σας ευχαριστώ που πήρατε. Έχετε κάνει για μένα πολλά”, του είπε εκείνη τη ζεστή σιγανή φωνή της.
“Κατερίνα… είδες ; δεν μπορώ να σε συνηθίσω με αυτό το όνομα”, της είπε με χαμόγελο.
“Είναι το πραγματικό μου όνομα”, απάντησε.
“Πως είσαι ; πως νιώθεις ; πάει καλά η θεραπεία ;”
“Στο κορμί ; ναι, ο κ. Καραμάνος είναι εξαίρετος άνθρωπος και γιατρός”
“Η Διάθεσή σου ; πως νιώθεις ;”
“Δεν ξέρω. Είναι στιγμές που… θέλω να ξεφύγω. Όμως νιώθω κάτι να έχει μείνει πίσω μου. Και αυτό το κάτι με κυνηγά. Ίσως να με κυνηγά για πάντα. Σαν να γυρεύει μια εξήγηση. Μια απάντηση”
“Κατερινα, είμαι εδώ πάντα σε ότι χρειάζεσαι”, της είπε με φόρτιση συνεχίζοντας:
“Αν νιώθεις ότι θέλεις να μοιραστείς κάποια σου σκέψη θέλω να με θεωρείς δικό σου άνθρωπο. Δεν είμαι μόνο δικηγόρος σου… Θέλω να πω...”, κόμπιασε.
“Να είστε καλά...”
Έκλεισαν μετά από λίγο με κάποιες άλλες κουβέντες από εκείνον που αφορούσαν νομικά θέματα.
Άδειασε το ουίσκι στο στόμα του και ένιωσε τη φωτιά να τον καίει.
Ήξερε που θα τον αναζητούσε. Τουλάχιστον ήξερε που ήταν τα παλιά του στέκια πριν την ρουφήξει η κόλαση της κλινικής.
Η Κατερίνα γνώριζε ότι ο Σέργιος Ζέριγκας, λίγο καιρό πριν πετάξει την ίδια, ένα ψυχολογικό σκουπίδι, στο δρόμο, είχε κάνει τις πρώτες του διασυνδέσεις με το Κολωνάκι και τον γνωστό κύκλο πέριξ της περιβόητης πλατείας του.
Ήταν μέρες τώρα που, μόνη της, χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν, γυρόφερνε μεθοδικά στην περιοχή. Σαν τα λαγωνικά που αναζητούν σε κάθε εκατοστό το θήραμά τους. Από το παλιό σπίτι, στο οποίο έμεναν μαζί, είχε φύγει. Η Παλιά του γκαλερί είχε κλείσει. Ρωτώντας όμως στα παλιά στέκια την παρέπεμψαν στα καινούργια του. Ο ζωγράφος “της” ήταν πλέον σημαίνον πρόσωπο στην καλλιτεχνική ζωή της ελίτ της Αθήνας. Έτσι της είπαν. Αυτές ήταν οι πληροφορίες που μάζεψε.
Άραγε πόσων ετών να ήταν τώρα. Ναι, ήταν στα σαράντα του. Οκτώ χρόνια μεγαλύτερος από εκείνη. Πως να ήταν άραγε ; οι τελευταίες εικόνες που έμειναν μέσα της ήταν ένα αποκρουστικό σκληρό πρόσωπο. Αλλαγμένο. Γλοιώδες στον κύκλο του και τυραννικό στην ίδια. Βίαιος, χυδαίος, είρωνας απέναντί της. Δουλικός απέναντι στους διαπλεκόμενους γνωστούς του. Καμία σχέση με τον τρυφερό άντρα που γνώρισε τότε στα εικοσιτρία της χρόνια και ακούμπησε την ψυχή και το κορμί της στα χέρια του.
Πήγε στην πλατεία στο Κολωνάκι, συστημένη πλέον από τις πληροφορίες που της είχαν δώσει διάφοροι. Ένιωθε αδύναμη σωματικά, πονούσε αλλά μέσα η ψυχή της ήταν δεμένη ένα ανέκφραστο ατσάλι.
Στην πλατεία σε ένα βιβλιοπωλείο είδε την Αφίσα:
“Σάββατο βράδυ στις 9 μμ, στην “Galerie Art Frame”, έκθεση ζωγραφικής του ζωγράφου Σέργιου Ζέριγκα”.
Ένα παράξενο συναίσθημα την κυρίεψε. Είδε στην αφίσα κάποια από τα έργα του. Τα μάτια της κράτησαν καλά την διεύθυνση της γκαλερί. Ήταν προς την Οδό Βουκουρεστίου στο πιο εμπορικό κομμάτι της περιοχής. Ένιωσε σαν να φτάνει στην κορυφή ενός βουνού. Σάββατο λοιπόν. Έκθεση ζωγραφικής. Πήρε το δρόμο της επιστροφής με τη σκέψη της να ταξιδεύει πίσω στο χρόνο.
“Κατερίνα μου, είσαι πολύ όμορφη κορίτσι μου !” φώναξε με μια έκπληξη χαράς που έβγαινε απ την καρδιά της η θεία της. Απέναντί της η νεαρή κοπέλα έστεκε μπροστά της, σαν να ήθελε να την δει. Ήταν ντυμένη απλά αλλά κομψά. Μια γκρίζα μπλούζα και μια σκούρα φούστα προς το μαύρο. Ήθελε και η ίδια να είναι περιποιημένη απόψε. Ήθελε να έχει μια περήφανη όψη. Ο προορισμός της απαιτούσε μια εμφάνιση γεμάτη αξιοπρέπεια, δύναμη και επιβολή. Για πρώτη φορά η Ουρανία είδε την ανιψιά της να έχει περιποιηθεί τον εαυτό της. Ένα “άλλο” πρόσωπο, κάπως απαλλαγμένο από την χλωμάδα και την ταλαιπωρία, την κοίταζε στα μάτια.
“Επιτέλους ! Πως το έπαθες και πήρες ένα ρούχο ! Κάτσε, κάτσε να σε καμαρώσω κόρη μου, Θεέ μου, πόσο καιρό έχω να σε δω έτσι ;” την ρώτησε η Ουρανία με την ελπίδα να φουντώνει μέσα της.
“Ευχαριστώ θεία της είπε….”
“Θα βγεις ;” την ρώτησε εκείνη.
“Ναι...”
“Τι έχεις προγραμματίσει ; συγχώρα με κόρη μου, που ρωτάω. Δεν με συνερίζεσαι έτσι ; απόψε θα έχουμε πολύ άσχημο καιρό”.
“Λέω να πάω ένα σινεμά θεία, μην ανησυχείς, θα προσέχω” της απάντησε.
“Εντάξει Κατερίνα μου, να πας ! Και να διασκεδάσεις. Να ανοίξει λίγο η καρδιά σου”, της είπε γεμάτη χαρά.
Η Κατερίνα πήρε το παλτό και την τσάντα της, έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και γύρισε προς τη θεία της.
“Σε ευχαριστώ πολύ για όλα θεία ! Και συγχώρεσέ με αν σε πίκρανα”.
Η ώριμη γυναίκα δεν άντεξε και ρίχτηκε στην αγκαλιά της.
“Τι είναι αυτά που λες παλιοκόριτσο ; σε παρακαλώ !” της είπε.
Έγιναν για λίγο ένα, εκεί στο κέντρο του σαλονιού. Ύστερα άνοιξε την πόρτα και βγήκε.
Έξω η νύχτα του χειμώνα ήταν απόψε βαριά και άγρια. Μια δυνατή βροχή συνόδευε έναν Βοριά που οι ριπές του λυσσομανούσαν. Η Κατερίνα κοντοστάθηκε στην άκρη του δρόμου. Άνοιξε την ομπρέλα της και τα μάτια της έψαξαν για ταξί. Άρχισε να περπατά στο πεζοδρόμιο στην ευθεία του δρόμου προς τα κάτω.
Λίγα μέτρα πιο πίσω μια σκιά την ακολουθούσε διακριτικά αλλά προσεκτικά. Καλά κρυμμένη στο σκοτάδι της νύχτας αλλά και τη δύναμη της βροχής. Γλιστρούσε πίσω της αθέατη από την ίδια. Αν κάποιος διαβάτης κοίταζε από απόσταση, όπως ήταν ο καιρός και η δύναμη της βροχής, δύσκολα θα ξεχώριζε αν ήταν άντρας ή γυναίκα.
Αρκετά πιο κάτω η Κατερίνα κατάφερε να βρει ένα ταξί. Μπήκε μέσα βιαστικά. Ο Οδηγός την ρώτησε για τον προορισμό τους.
“Στην Οδό Βουκουρεστίου, στην Gallerie Art Frame παρακαλώ”, του είπε και βούλιαξε το κορμί της στο πίσω κάθισμα βυθισμένη στις σκέψεις της.
Την Νουβέλα, συνολικά και ενιαία, μπορείτε, όπως πάντα να την έχετε εδώ:
Μπορείτε να κάνετε log-in στην πλατφόρμα χρησιμοποιώντας τον google account ή τον facebook account σας, ως αναγνώστες.