H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης

 ** Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης **

(Δικτυακό δρώμενο)

Μια ματιά στο χρόνο που σχεδόν πέρασε


Στα βήματα ενός διαφορετικού αλλά συνάμα εξελισσόμενου, με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, δικτυακού δρώμενου, που η αγαπημένη μας φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή, δημιούργησε για φέτος και οργανώνει στο προσωπικό της blog, Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή, έρχομαι, με τη σειρά μου, να μιλήσω για το δικό μου πέρασμα στη χρονιά, που φεύγει σιγά-σιγά.

Είχα πιστέψει και εγώ αλλά και όλοι μας ότι το 2022, θα ήταν μια καλύτερη χρονιά σε συλλογικό επίπεδο. Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες μας με τρόπο οικτρό. Τόσο οι διεθνείς εξελίξεις, πόλεμοι, ανταγωνισμοί, προσφυγιά, όσο και οι εξελίξεις στην πατρίδα μας, διαμόρφωσαν μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά με σοβαρές γκρίζες αποχρώσεις. Και σκιές που κηλιδώνουν το κορμί και του νέου χρόνου, που ανατέλλει σε λίγο.

Το ίδιο ακριβώς είχα πιστέψει και σε προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο. Και εκεί όμως η πραγματικότητα μάς διέψευσε. Έτσι βιώσαμε μια πολύ δύσκολη χρονιά, ασφυκτική, πιεστική, στα όρια του καθολικού ραπίσματος ακόμα και με κρίσεις πανικού. Ευτυχώς, η πίεση αυτή δεν αφορούσε θέματα υγείας, κάτι που είναι και το υπέρτατο σημαντικό αγαθό. Αφορούσε θέματα διαβίωσης, κάτι πλέον, που αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερη μερίδα του λαού μας. 

Όμως, αυτή η διαδρομή δεν ήταν μόνο τα προβλήματα. Ήταν και ευγνωμοσύνη, που νιώθει κανείς στο διάβα των ημερών. Μια ευγνωμοσύνη, που έχει ανάγκη να εκφραστεί, να καταγραφεί, να μοιραστεί. Γιατί αποτελεί και τη φωτεινή πλευρά της ίδιας της ζωής μας.

Ξεκινώ λοιπόν το ξεφύλλισμα αυτού του ετήσιου απολογισμού, μήνα το μήνα

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιανουάριο: Απουσία

Γιατί: Στις 6 του Γενάρη, ανήμερα των Φώτων, η πεθερά μου, για μένα, μάνα μου, έκλεισε ένα ολάκερο χρόνο απουσίας. Ένα ολάκερο χρόνο πριν, τη βρήκα, γαλήνια στο κρεβάτι της. Της πήγαινα, όπως κάθε χρόνο αγιασμό αλλά εκείνη τη μέρα της έκλεισα τα μάτια.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιανουάριο είναι: η φλόγα εκείνη, που κρατά συνεκτικά τον άμεσο κύκλο μιας οικογένειας, εξακολουθούσε να καίει και να ζεσταίνει την καρδιά μου. Η παρουσία των "δικών της" ανθρώπων στο μνημόσυνό της ήταν για μένα μια επιβεβαίωση ότι μένει ζωντανή ανάμεσά μας.


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Φεβρουάριο: Άγχος

Γιατί: μπορεί να φαντάζει κοινότυπο πλέον στη ζωή μας, καθώς αποτελεί καθημερινό μας βίωμα. Όμως όταν παίρνει διαστάσεις αποκρουστικές γίνεται πρόβλημα. Μια βασική μας εκκρεμότητα, που έχει να κάνει με το πατρικό μου σπίτι, κρίσιμης σημασίας, αρχίζει και πλατιάζει επικίνδυνα.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Φεβρουάριο είναι: η αλληλεγγύη της οικογένειας. Η αγάπη των δικών μου ανθρώπων. Η στήριξή τους, το χαμόγελό τους, η παρουσία τους καθολική και καταλυτική


ΜΑΡΤΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάρτιο: Κρύο

Γιατί: ο πιο κρύος και παγωμένος Μάρτης των τελευταίων χρόνων. Μέρες τυλιγμένες στην παγωνιά και στο κρύο. Χωρίς κεντρική θέρμανση στο σπίτι. Ένα απέραντο, διαπεραστικό κρύο παντού. Ρίγη στο κορμί και στην ψυχή. Για πρώτη φορά ένιωσα ρίγη να οργώνουν το κορμί μου για ώρες ολάκερες.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Μάρτη είναι: ένα ζευγάρι παπούτσια! Ναι! Ένα ζευγάρι παπούτσια, δώρο από τις κόρες μου γιατί δεν μπορούσαν πλέον να με βλέπουν "σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα", καθώς είπε η μεγάλη. Η αγάπη τους, η έγνοια τους, η ...συνωμοτική τους συνεννόηση για την αγορά τους.


ΑΠΡΙΛΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Απρίλιο: Συγκίνηση

Γιατί: Πάντα οι μέρες και το κλίμα της Μεγάλης Βδομάδας, ασκούν μέσα μου πολύ μεγάλη επιρροή. Με γεμίζουν συγκίνηση και συναισθηματική φόρτιση. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο ζωής, ιδιαίτερα πιεσμένη έως ασφυκτική. 

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Απρίλη είναι: ότι μετά από δύο ολάκερα χρόνια απουσίας, βρεθήκαμε τρεις άμεσα συγγενικές οικογένειες, να γιορτάσουμε το Πάσχα, εκεί που παραδοσιακά το κάναμε. Στην μεγάλη αυλή του παλιού σπιτιού της πεθεράς μου. Ήταν μια πραγματική σπονδή στη μνήμη της και μια ημέρα γεμάτη φως, χαμόγελο και ξεγνοιασιά.


ΜΑΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Μάη: Ανησυχία

Γιατί: έντονα προβληματικές εξετάσεις της συζύγου μου, ανέδειξαν σοβαρότατο πρόβλημα σακχάρου, χοληστερίνης και πίεσης. Ένα τρίπτυχο, που αποτελεί κατάρα για τη σύγχρονη ζωή μας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Μάη είναι: ότι οργανωθήκαμε άμεσα απέναντι στο ιατρικό αυτό ζήτημα, ξεκίνησε ιατρική θεραπεία και αγωγή. Μια αίσθηση βάσιμης αισιοδοξίας εγκαταστάθηκε στη σκέψη μας. 


ΙΟΥΝΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούνη: Τρυφερότητα

Γιατί: 30 χρόνια γάμου! Δεν το λες και ασήμαντο για να το προσπεράσεις; Μια ολάκερη πορεία ζωής. Είναι που νιώθεις μια τρυφερότητα, μια αίσθηση σεβασμού και αγάπης. Βέβαια, θα μπορούσε να "τιμηθεί" πιο εμφαντικά, όπως της αξίζει μια τέτοια επέτειος. Όμως, πολλές φορές, η ζωή δεν σε αφήνει να χαρείς αυτά που δικαιούσαι.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιούνη είναι: η θεραπεία της συζύγου μου αλλά και η ιατρική παρακολούθηση εξελίχτηκαν άριστα, παρά τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και την οικονομική ασφυξία, που εμπόδιζε τη χρησιμοποίηση ιδιωτικών κέντρων υγείας. Ένιωσα ευγνωμοσύνη για το προσωπικό των δημοσίων φορέων υγείας, που ανταποκρίνονται με το ανθρώπινο χαμόγελο στα εξεταστικά κέντρα, με δύσκολες συνθήκες και δίνουν το καλύτερο στους πολίτες. Κέντρα υγείας και Νοσοκομεία, λοιπόν. Ευγνωμοσύνη και αναγνώριση.


ΙΟΥΛΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούλη: Οργή

Γιατί: το τέρας της διοικητικής γραφειοκρατίας είναι ο "δράκος" εκείνος, που μπορεί να σε ωθήσει στα όρια της καταστροφής. Έπρεπε να "αντιμετωπίσουμε", για τρίτη φορά, το ...Κτηματολόγιο. Σας εξορκίζω να μην βρεθείτε ποτέ στην ανάγκη του! Μαύρο φίδι που σάς έφαγε! Φροντίστε να έχετε έγκαιρα διεκπεραιώσει τυχόν εκκρεμότητές σας γιατί θα τις βρείτε κάποια στιγμή μπροστά σας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιούλη είναι: η αλληλεγγύη των φίλων. Όχι των συγγενών αλλά των φίλων. Ναι, εκείνοι ήταν που έβαλαν τη δική τους "πλάτη" να μάς στηρίξουν στο οικονομικό έρεβος, που είχαμε περιπέσει. Και γι' αυτούς θα νιώθω ευγνωμοσύνη.


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Αύγουστο:  Μαγεία

Γιατί: είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω δύο συναυλίες, που διοργάνωσε ο Δήμος της περιοχής μας σε ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, στη λίμνη του δάσους μας. Μία με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και μία με το Μίλτο Πασχαλίδη. 

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Αύγουστο είναι: έστω αυτές οι λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα, καλοκαιρινές στιγμές μικρής δραπέτευσης, που έδωσαν μια άλλη εικόνα στην καθημερινότητα. Αυτό ακριβώς που περιέγραψα παραπάνω δηλαδή. Το μόνο στενάχωρο ήταν που ήμουν μόνος. Ναι, ήταν ένα θέμα. Κανείς δεν με ακολούθησε. Η Αθήνα τον Αύγουστο λειτουργεί εν μέρει ιαματικά.


ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Σεπτέμβρη: Χαμόγελο

Γιατί: η μικρή μας κόρη, μετά από αναζήτηση, βρήκε επιτέλους δουλειά. Εντάξει 4ωρη ημιαπασχόληση σε σούπερ-μάρκετ! Δεν το λες και "θρίαμβο". Το λες όμως μια αφετηρία για να μπορέσει να πατήσει πάνω της και το κυριότερο να εξασφαλίσει την ασφάλισή της.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Σεπτέμβρη είναι: για μια ακόμα φορά, η ευγνωμοσύνη και η αγάπη των παιδιών μου. Ένα μικρό ιδιόχειρο σημείωμα σε ένα πρόχειρο χαρτί, αφημένο μπροστά στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή: "Μπαμπάκο σ' αγαπώ πολύ". Από τις πιο φωτεινές στιγμές της προσωπικής μου ζωής με ένα ατέλειωτο "ευχαριστώ".


ΟΚΤΩΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Οκτώβρη: Ασφυξία

Γιατί: τα οικονομικά προβλήματα πλέον έχουν αποκτήσει πρωτοφανή πίεση. Ποτέ δεν περίμενα, εν έτει 2022, να ζήσουμε στιγμές χειρότερες της δεκαετίας του 1970. Πραγματικά δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Οκτώβρη είναι: η ουσιαστική βοήθεια των φίλων. Είναι κάτι, που το επισημαίνω δεύτερο φορά και είναι μεγάλο και σημαντικό


ΝΟΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Νοέμβρη: Προσμονή

Γιατί: ο μεγάλος αναθεωρημένος στόχος, που είχαμε βάλει, ως οικογένεια, ήταν μια ανάσα πριν την ολοκλήρωσή του. Οπότε η αγωνία και η προσμονή ήταν στα κόκκινα. Σαν να νιώθεις να βαστάς μια απεγνωσμένη γραμμή άμυνας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Νοέμβρη είναι: Μπορώ να αποδώσω τα εύσημα λίγο στον εαυτό μου. Παλεύω συνέχεια να διατηρώ τη φυσική μου κατάσταση καλή, για λόγους υγείας. Νομίζω το κατάφερα, δίνοντας στη διάθεσή μου μια ευγνωμοσύνη, θα έλεγα.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Δεκέμβρη: Ανακούφιση και τέλος ενός ονείρου

Γιατί: θα είμαι λίγο εκτενέστερος εδώ για να το εξηγήσω αυτό καθώς ακούγεται και είναι αντικρουόμενο. Ανακούφιση ναι! Και μάλιστα πανηγυρική! Στα όρια της λύτρωσης και της προσωρινής σωτηρίας. Όμως απ' την άλλη έχουμε και την κατάρρευση οριστικά ενός ονείρου χρόνων, που χτίστηκε με πολύ όμορφες αναφορές και παραστάσεις. Και μιλάω για την τύχη του πατρικού μου σπιτιού, το οποίο χάθηκε! Μια απώλεια, που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί αλλά συναισθηματικά αφήνει πίσω της μια πολύ επώδυνη και αιματηρή μαχαιριά.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Δεκέμβρη είναι: ότι αντέξαμε! Ναι! Ήταν για μάς μια ανυπολόγιστα δύσκολη χρονιά. Βαδίσαμε σε μονοπάτια πρωτόγνωρα. Όμως αντέξαμε! Και για αυτή τη μεγάλη κατάκτηση, νιώθω απέριττη ευγνωμοσύνη.



Φίλες και φίλοι μου, θα κλείσω αυτό το ημερολόγιο μ' αυτό το θρυλικό εμβληματικό τραγούδι,μιας και το τέλος αυτού του χρόνου, κλείνει ένα κεφάλαιο και γυρίζει μια καινούργια σελίδα. Μια σελίδα, την οποία ελπίζουμε οικογενειακά, με την εμπειρία που συνολικά προστίθεται αλλά και με δεδομένη την αγάπη, την αλληλεγγύη και το δέσιμο, να τη γράψουμε με όμορφα γράμματα.

Το "μετατραυματικό σοκ" όλης αυτής της εξέλιξης, μού έχουν αφήσει "κουσούρια" μεγάλα στο ψυχολογικό θέμα. Κρίσεις πανικού και φοβίες κάνουν μόνιμα τις επισκέψεις τους, κάτι που οφείλω να αντιμετωπίσω και να παλέψω. 

Εύχομαι σε όλες και όλους, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ. Μάς περιμένει δουλειά και αγώνας να γυρίσουμε τον ήλιο σε φωτεινή πλευρά. Η δικτυακή μας συντροφιά αποτελεί μια μεγάλη εγγύηση για αυτό το όμορφο που ζούμε και πιστεύουμε.

Τέλος, να πω ένα μεγάλο "ευχαριστώ" στην αγαπημένη μας Μαρίνα που εμπνεύστηκε, σχεδίασε, οργάνωσε, στήριξε αυτό το πρωτότυπο και όμορφο δικτυακό δρώμενο-ημερολόγιο. Να της ευχηθώ νέες εμπνεύσεις από το άπλετο φως της καρδιάς της.






Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 27η δημοσίευση

 

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

 

Στην 26η δημοσίευση, κλείνει το κεφάλαιο 3.6. Μαζί του πέφτει η αυλαία των τραγικών γεγονότων της αλληλοσφαγής των δύο αδελφών, Πολυνείκη και Ετεοκλή, έξω απ' τα τείχη της Θήβας. Σε μια αναμέτρηση, που θα πάρει μαζί της και την πολυθρήνητη Ιοκάστη, χαροκαμένη μάνα, η οποία δεν μπορεί να αντέξει τον αφανισμό και των αγοριών της.

Ο επίλογος της μάχης θα γραφεί με το σαρωτικό θρίαμβο των Θηβαίων, οι οποίοι θα επιτεθούν κατά του στρατού των Αργείων, σαρώνοντάς τους ως πέρα στο ποτάμι. Στην αιματηρή αυτή φυγή, θα βρει τραγικό θάνατο και ο Αμφιάραος, καθώς ο Δίας θα τον γλιτώσει απ' την ατίμωση της καταδίωξης, βυθίζοντας το άρμα του, βαθιά στη γη. 



Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να συνοδεύει την ανάγνωσή μας, προσφέροντας έντονη συγκίνηση, βάζοντας τη δική της πινελιά στο έργο.
 

 27η δημοσίευση

3.7 Οι μέρες μετά τον όλεθρο

Ο Δήλιος με χίλια ζόρια και με τη βοήθεια ενός ακόμα φύλακα των ανακτόρων, κατάφερε να σύρει στην κυριολεξία την Αντιγόνη στο εσωτερικό της πόλης. Ολόγυρά της οι κάτοικοι της Θήβας είχαν αρχίσει να πανηγυρίζουν για το θρίαμβό και της σωτηρία τους. Όμως για εκείνη, όλα τούτα ήταν παντελώς ξένα. Σαν να μην την αφορούσαν. Σιγά-σιγά, άρχισε και η ίδια να συνειδητοποιεί το μέγεθος του ολέθρου. Η μητέρα της και τα δύο της αδέλφια πέθαναν μπρος στα μάτια της. Με τρόπο τραγικό. Ένα βίωμα που θα την σημάδευε για ολάκερη τη ζωή της. Αν έμενε πια ζωή στις φλέβες και στα σωθικά της. Κάποια στιγμή ξέμεινε από δυνάμεις και έμενε άβουλη και βουβή, σαν άψυχο σώμα στα χέρια του Δήλιου. Ο υπασπιστής του παλατιού την μετέφερε στο εσωτερικό του.

Η Αναγγελία μιας απόφασης

“Έρχεται ο Άκτωρας ο στρατηγός” ανήγγειλαν οι φρουροί.

Ο Θηβαίος πολέμαρχος μπήκε στην αίθουσα. Πάνω του ήταν εμφανή τα σημάδια της σκληρής μάχης. Στο πρόσωπό του ακόμα ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση της σύγκρουσης.

“Τι έχεις να μας πεις Άκτωρα;” τον ρώτησε ο Δήλιος.

“Καλό είναι που σας βρίσκω εδώ”

“Σε ακούμε λοιπόν” τού είπε η Αντιγόνη.

“Όλα τέλειωσαν έξω. Η Θήβα έμεινε όχι μόνο όρθια αλλά τσάκισε αυτούς που τόλμησαν να την επιβουλευτούν. Όσοι Αργείοι γλίτωσαν έφυγαν πανικόβλητοι. Ο Κρέων με στέλνει ειδικά σε σας…”

“Σε μας ειδικά; Γιατί;” ρώτησε η Αντιγόνη.

“Όπως προβλέπεται, είναι της μοίρας γραφτό ή θέλημα των Θεών, σε κάθε δύσκολη στιγμή της πόλης, ο Κρέων να παίρνει αυτός τα σκήπτρα. Ο βασιλιάς μας ο Ετεοκλής χάθηκε με δόξα τιμώντας την πατρίδα του…”

“Δεν χάθηκε μόνο εκείνος στρατηγέ!” αντέκρουσε με πείσμα η Αντιγόνη.

Ο Άκτωρας ήταν σκληρός.

“Εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές του βασιλιά, ο Κρέων, μού ανέθεσε να σας πω τα εξής. Οι Θηβαίοι νεκροί θα ταφούν με τιμές όπως προβλέπεται αλλά και με ιδιαίτερο τρόπο. Έδωσαν τη ζωή τους για να ζήσουμε λεύτεροι, υπερασπίστηκαν τα χώματα της πατρίδας μας. Οι άλλοι! Οι επιδρομείς, όσοι τόλμησαν να σηκώσουν το αρπαχτικό τους βλέμμα στην πόλη θα μείνουν εκεί έξω! Άταφοι! Καμιά γη ή φωτιά δεν θα πάρει τα κορμιά τους!”

Ο Δήλιος με την Αντιγόνη αντάλλαξαν ματιές που φανέρωναν απόγνωση και οργή.

“Ποιος παραλογισμός βγαίνει απ το στόμα σου;” τον αποπήρε η Αντιγόνη.

“Αυτό ήταν το θέλημα και η εντολή του αδελφού σου του Ετεοκλή…”

“Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό!” επέμεινε με πάθος η Αντιγόνη.

“Δεν έχω καιρό για χάσιμο! Αυτή την είδηση σας φέρνω από τον νέο βασιλιά. Κανείς δεν θα τολμήσει χώμα να ρίξει ή σπονδή στα κουφάρια των Δαναών. Αλλιώς η οργή μας θα πέσει στο κεφάλι του!” κραύγασε ο Άκτωρας.

“Διακρίνω στο ύφος της φωνής του την αμετροέπεια που απεχθάνομαι και την έπαρση που μόνο πόνο και βάσανα φέρνει, στρατηγέ. Πού είναι ο θείος μου; Θέλω να του μιλήσω κατά πρόσωπο” είπε η Αντιγόνη. Ο Δήλιος την κοίταξε με καμάρι. Ανέκαθεν αυτή η γυναίκα είχε το θάρρος της γνώμης και δεν υπέκυπτε μπροστά σε τίποτα.

“Θα είναι στο κεντρικό παλάτι, δεν ξέρω πότε”

“Σύρε και πες του θα έρθω να τον δω!” του φώναξε εκείνη καθώς ο πολέμαρχος έκανε μεταβολή και αποχωρούσε.


Έμειναν μόνοι και πάλι. Η Αντιγόνη έμεινε να κάνει βήματα ολόγυρα.

“Άκουσες Δήλιε διαταγή του νέου βασιλιά; Άταφοι οι νεκροί Αργείοι. Και μαζί μ’ αυτούς και ο αδελφός μου! Πιο ανόσια προσβολή και ύβρη στους νόμους των Θεών δεν έχω ακούσει μα την Ήρα!”

“Άκουσα Κυρά μου και τολμώ να πω σε καμάρωσα. Μα τι μπορούμε να κάνουμε κόντρα στη διαταγή του βασιλιά;” αποκρίθηκε ο Δήλιος

Το βλέμμα της Αντιγόνης σκλήρυνε. Οι γροθιές στα χέρια της σφίχτηκαν. Η φωνή της βγήκε αποφασισμένη.

“Και τα δυό μου αδέλφια μαζί με τη μάνα θα ταφούν όπως ορίζουν οι νόμοι των Θεών και της ζωής. Όπως θάφτηκε και η Ισμήνη. Όπως και ο πατέρας μου, όπως κάθε άνθρωπος. Αιώνες τώρα κυβερνάει το γένος των ανθρώπων αυτή η μοίρα. Αυτό ορίζουν οι νόμοι Θεών και της φύσης. Και κανείς δεν θα το σταματήσει αυτό. Τα όρνια δεν θα φάνε το σώμα του Πολυνείκη, όπως δεν πρέπει να το κάνουν και σε κανέναν νεκρό, όποιος κι αν είναι”

“Τι μπορείς να κάνεις μια αδύναμη γυναίκα;” τη ρώτησε ο Δήλιος.

“Το ποιος είναι δυνατός κι αδύνατος, Δήλιε, το ορίζει η στάση μας μέσα στη ζωή και όχι τα στερεότυπα και οι διαταγές. Θα κάνω αυτό που με προστάζει το δίκιο και η ανθρωπιά!”


Οι νεκροί μας πρέπει να ταφούν

Όσοι Αργείοι είχαν καταφέρει να γλιτώσουν συγκεντρώθηκαν αρκετά πέρα από τις όχθες του Ισμηνού. Υποχώρησαν με τα άλογα με κατεύθυνση τον Ασωπό. Εκεί ο Άδραστος προσπάθησε να τούς συγκεντρώσει και να τούς οργανώσει. Όσοι αξιωματικοί είχαν σωθεί ανέλαβαν να οργανώσουν τυπικά τους διασωθέντες σε ομάδες. Ο βασιλιάς είδε κάποια στιγμή έναν νεαρό άντρα εκεί να κατευθύνει και να δίνει εντολές. Τον πλησίασε.

“Νομίζω εσένα σε ξέρω, κάπου σε έξω ξαναδεί, ποιος είσαι;” τον ρώτησε.

“Είμαι ο Ίαμος βασιλιά μου, ένας από τους δύο υπασπιστές του Τυδέα”

“Ναι! Ήσουν μαζί του σαν ήρθατε πρώτοι εδώ πρεσβευτές…” θυμήθηκε ο Άδραστος.

“Δυστυχώς ναι….” απάντησε εκείνος.

“Μείνε μαζί μου, έχουμε δύσκολη επιστροφή μπροστά μας. Αλλά πριν απ όλα έχουμε κάτι πολύ πιο μεγάλο να σκεφτούμε”

“Τι έχεις κατά νου βασιλιά;”

Ο Άδραστος κούνησε λυπημένα το κεφάλι του.

“Βασιλιά…. άραγε ακόμα; Σε τι; Πάνω σε ποια καταστροφή και θάνατο;” μονολόγησε.

“Οι ώρες, όπως είπες θα είναι δύσκολες. Πρέπει να κρατηθούμε στις αρχές και στις αξίες μας” είπε ο Ίαμος.

“Άκου! Αυτό που με νοιάζει τώρα είναι οι σύντροφοί μας. Πίσω μας αφήσαμε νεκρούς Ίαμε! Άντρες γενναίους που πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για μας. Εμείς ζήσαμε, γλιτώσαμε. Πώς θα γυρίσουμε πίσω; Τι θα πούμε στις γυναίκες και στα παιδιά τους; Ότι τους παρατήσαμε άθαφτους εδώ στον κάμπο της Θήβας, βορά στα όρνια και φύγαμε;”

“Τι έχεις κατά νου βασιλιά μου;”

“Θα γυρίσω πίσω! Άοπλος. Ικέτης. Θα κάνουμε μια ομάδα και θα πάμε. Όσοι θέλουν. Θα ζητήσουμε να θάψουμε και να τιμήσουμε χώρια τους νεκρούς μας και να φύγουμε. Τίποτα άλλο”

“Δεν το βρίσκεις επικίνδυνο; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μας σεβαστούν”

Ο Άδραστος τον κοίταξε με ένα βλέμμα αποφασισμένο.

“Εγώ θα κάνω αυτό που πρέπει. Δεν με νοιάζει ότι κι αν κάνουν. Για αυτό όσοι με ακολουθήσουν θέλω να το κάνουν με τη θέλησή τους, χωρίς διαταγή”

“Είμαι μαζί σου βασιλιά χωρίς δεύτερη κουβέντα” απάντησε εκείνος.

“Πόση τιμή δείχνουν τα λόγια σου Ίαμε. Όμως πρέπει να μείνεις εδώ. Αναλαμβάνεις καθήκοντα αξιωματικού. Αν τύχει κάτι σε μένα και δεν επιστρέψω, να είναι κάποιος να τους γυρίσει οργανωμένα στο Άργος. Φώναξέ τους να τούς μιλήσω”

Ο Άδραστος ενημέρωσε όλους τους υπόλοιπους για την απόφασή του. Δεν βρέθηκε ένας να την αντικρούσει. Ζήτησε εθελοντικά δέκα άντρες να τον ακολουθήσουν άοπλοι. Προσφέρθηκαν περισσότεροι. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας τούς βρήκε να παίρνουν το δρόμο πάλι προς τη Θήβα. Αυτή τη φορά όχι ως στρατιώτες δυνατοί και παθιασμένοι αλλά ως ικέτες για να ζητήσουν να τιμήσουν τους συμπολεμιστές τους.


Μπροστά στον Κρέοντα

“Ζήτησες να με δεις Αντιγόνη” είπε ο Κρέων καθώς τη δέχτηκε μπροστά του στην αίθουσα του κεντρικού παλατιού που μέχρι τώρα ήταν ο χαμένος αδελφός της ο Ετεοκλής. Εκείνη τον κοίταξε ίσια στα μάτια και χωρίς δισταγμό του μίλησε.

“Έμαθα έβγαλες μια διαταγή βασιλιά και θείε μου!”

“Η θέση σου δεν είναι εδώ. Των γυναικών οι έγνοιες τούτη την ώρα οφείλουν να είναι άλλες…”

“Οι έγνοιες των ανθρώπων δεν αλλάζουν ανάλογα με το φύλο τους…”

“Δεν βρήκες καλή ώρα να πολεμήσεις το λόγο μου”

“Δεν ήρθα εδώ να πολεμήσω τίποτα Κρέοντα, ήρθα να μάθω απ σένα τον ίδιο. Ήρθα να το ακούσω από το δικό σου στόμα. Κοιτώντας σε στα μάτια.”

“Δεν κάνεις καλά να με προκαλείς! Μην επωφελείσαι απ της συγγένειας την κάλυψη”

“Έβγαλες μια διαταγή για τους νεκρούς έμαθα, σωστά;”

“Σωστά έμαθες! Τι ζητάς λοιπόν;”

“Εκεί έξω, ο κάμπος είναι γεμάτος άψυχα κορμιά ανθρώπων. Οι ψυχές τους κατεβαίνουν στον Άδη και τα κορμιά τους είναι έκθετα στη φθορά και στα αρπαχτικά…”

“Οι Θηβαίοι θα τιμηθούν και θα θαφτούν κατά τα προβλεπόμενα. Πρώτος απ όλους ο αδελφός σου ο Ετεοκλής και η αδελφή μου και μάνα σου, η Ιοκάστη...τι θες λοιπόν;”

“Ένας νεκρός άνθρωπος δεν έχει ταυτότητα φυλής ή πόλης. Είναι άνθρωπος σε κάθε περίπτωση..”

“Μιλάς για αυτούς που σήκωσαν το σπαθί στα αδέλφια μας; για αυτούς νοιάζεσαι; μιλάς για εκείνους που είναι υπεύθυνοι για το θάνατο τόσων Θηβαίων;”

“Ο εχθρός και ο αντίμαχος είναι τέτοιοι όσο είναι ζωντανοί βασιλιά. Όσο έχουν τη δύναμη να κραδαίνουν το σπαθί και να υπερασπίζονται τη ζήση τους. Σαν όμως χαθεί η ζωή τους, όλα τούτα δεν έχουν νόημα. Δεν είναι πια εχθροί αλλά άνθρωποι. Ο Άδης δεν ξεχωρίζει ξένους για δικούς βασιλιά μου. Δεν χωρίζει Θηβαίους ή Αργείους. Ίδια τούς έχει όλους και στην ίδια αγκαλιά θα τους κλείσει. ”

“Του λόγου σου η αψάδα σέβαση στην εξουσία δεν δείχνει” αντέκρουσε τα λόγια της ο Κρέων.

“Η αρχή βασιλιά μου δεν κερδίζεται με το φόβο και το σπαθί. Αλλά με την πειθώ και την αναγνώριση”

“Στα άσπρα μου μαλλιά μάθημα θέλεις να δώσεις γνώση; Εσύ; Τι ζητάς Αντιγόνη;”

“Να τιμήσω τον νεκρό αδελφό μου τον Πολυνείκη! Και μαζί μ’ αυτόν να φροντίσεις να καούν και τα σώματα των Αργείων νεκρών, χωριστά αν θες αλλά να το κάνεις!”

Ο Κρέων κατέβηκε απ τη θέση του και την κοίταξε αυστηρά.

“Δεν νομίζεις ότι ξεπέρασες τα πρεπούμενα Αντιγόνη; Εκτελώ διαταγή του αδελφού σου του Ετεοκλή! Εκείνος με όρκισε για τούτο!”

“Το κάνεις γιατί το πιστεύεις ή γιατί στο διέταξε;”

“Το πιστεύω και συμφώνησα μπροστά του τη στιγμή που το είπε”

“Είναι ανόσιο αυτό που πας να κάνεις θείε μου!”

“Αρκετά! Ως εδώ! Ανέχομαι τόση ώρα την αυθάδειά σου χωρίς να αντιμιλώ όπως θα έπρεπε. Σου έδωσα το δικαίωμα να έρχεσαι μπροστά μου. Μην πατάς στο ότι θα γίνεις γυναίκα του γιου μου του Αίμονα και να εκμεταλλεύεσαι την ανοχή μου!”

“Το τι θα γίνω ή όχι δεν έχει να κάνει με αυτό που σου ζητώ, αν δεν το κάνεις εσύ θα τιμήσω εγώ τον Πολυνείκη με τα χέρια μου!”

Ο Κρέων ξέσπασε οργισμένος πάνω της. Με κόπο συγκρατούσε τον εαυτό του για να μην χειροδικήσει.

“Φτάνει! Δεν ανέχομαι άλλο του θράσους σου την αυθάδεια! Φύγε από μπροστά μου! Θα πρέπει να μάθεις να σέβεσαι τους νόμους και την ιεραρχία όπως αυτές εκφράζονται νόμιμα. Όποιος τολμήσει να δώσει σπονδές νεκρού είτε στον Πολυνείκη είτε σε οποιοδήποτε άλλον Αργείο η ποινή θα είναι θάνατος!”

“Έμαθα στη ζωή μου να σέβομαι τους νόμους που ορίζουν οι Θεοί. Τις αρχές και τις αξίες που σημαδεύουν τη ζωή και τον θάνατό μας. Το σεβασμό που οφείλουμε στην αρχή και στο τέλος μας. Έμαθα να αποδέχομαι αυτή την προαιώνια αξία και όχι την αρχή των ανθρώπων σεβαστέ μου βασιλιά. Γιατί είναι άλλο πράγμα η αρχή όπως εσύ την εκφράζεις και άλλο οι αξίες του γένους των ανθρώπων όπως ισχύουν από τότε που οι Θεοί φύσηξαν την ανάσα μέσα μας. Για αυτές τις αξίες μορφώθηκα και είμαι περήφανη. Για αυτές θα λογοδοτήσω στην κρίση των Θεών. Γιατί αυτοί θα με κρίνουν Κρεόντα και όχι ο νόμος σου”


Την άρπαξε από το χέρι.

“Μην τολμήσεις, μόνο αυτό θα σου πω”

“Δεν αναρωτιέσαι Κρέοντα πού θα σε βγάλει της ύβρης σου η απρέπεια; Προσβάλλεις έναν νεκρό, καθυβρίζεις όλους τους άλλους. Ας σταματήσει εδώ ο κύκλος του αίματος. Θα είσαι εσύ που θα το κάνεις. Εσύ θα κατέχεις αυτή τη χάρη. Δώσε τέλος στον κύκλο της κατάρας αλλιώς θα σε πάρει μαζί της. Δεν διδάχτηκε κανείς σας τίποτα απ’ αυτόν τον καταραμένο κύκλο; Μήτε ο πατέρας μου με τις κατάρες του, μήτε τ’ αδέλφια μου;”

“Δεν είσαι σε θέση να μού κάνεις μαθήματα. Φύγε τώρα από μπροστά μου και μην δοκιμάζεις της υπομονής μου τα όρια! Φύγε!”


Η Αντιγόνη δεν πίστευε αυτά που ζούσε και άκουγε. Ένας ολάκερος κόσμος βούλιαζε μέσα της. Όλα αυτά που θεωρούσε σαν σταθερές γύρω της. Πρόσωπα και πράγματα σκορπούσαν δίπλα της σαν μαρμάρινα ομοιώματα και γίνονταν αμέτρητα κομμάτια. Δεν είπε κουβέντα. Έριξε μια αυστηρή κριτική ματιά στο θείο και νέο βασιλιά και βγήκε βιαστικά απ την αίθουσα. Τα βήματα και οι προθέσεις της δεν θα μπορούσαν να έχουν παρά μονάχα έναν προορισμό. Και μάλιστα άμεσα πριν προλάβουν και γίνουν τετελεσμένα τα ανίερα λόγια του.


Εριφύλη

Η Φθινοπωρινή νύχτα στο Άργος είχε μια παράξενη σιωπή εκείνο το βράδυ. Ο Ύπνος είχε πάρει στην αγκαλιά του ολάκερη την πόλη με τους ανθρώπους της. Μονάχα το φως του φεγγαριού στο μισό του έριχνε λίγο από το ασημένιο του φως στα σπίτια δημιουργώντας παράξενους αργούς χορούς με τις σκιάσεις καθώς κατέβαινε το ταξίδι του στον σκοτεινό ουρανό. Η ακρόπολη φάνταζε σαν παράξενος σκούρος όγκος μέσα στο σκοτάδι. Πόσο σιωπηρός είναι ο κόσμος της νύχτας και τι μπορεί να κρύβει.

Η γυναίκα ένιωσε αυτό το παράξενο “κάτι” να γεμίζει το χώρο ολόγυρά της. Έξω στις αυλές, στο αίθριο, να μπαίνει μέσα στο σπίτι της. Να απλώνεται παράξενα στο δωμάτιό της. Μια παρουσία. Αυτό κατάλαβε, μια ξένη παρουσία. Κάτι βαρύ της πλάκωνε το στήθος. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιο από τα χέρια της. Τα καταλάβαινε τόσο βαριά στο σώμα της που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μάτια της. Έπρεπε να ανοίξει τα βλέφαρά της. Ένας παράξενος φόβος άρχισε να την καταβάλει σύγκορμη. Προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατον να ανοίξει τα μάτια της. Λες και μια παράξενη δύναμη τα κρατούσε εκεί σφαλιστά. Όμως έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτό το “κάτι” είχε μπει πια απρόσκλητο στο δωμάτιό της. Με το άγχος να την πνίγει άνοιξε απότομα τα μάτια της και σηκώθηκε στο κρεβάτι της ακουμπώντας πίσω με τα χέρια της. Γύρω της απόλυτη σιωπή. Κι όμως, ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν μόνη! Ναι! Εκεί στο βάθος του δωματίου, κοντά στην πόρτα, μια παράξενη ομίχλη τυλιγμένη στο ελάχιστο φως του φεγγαριού σχημάτιζε μια άμορφη φιγούρα απέναντί της. Ο φόβος ένιωθε να την πνίγει. Πλέον μπορούσε να βλέπει καθαρά. Λίγα βήματα απέναντί της οι σκιές, η ομίχλη που ήρθε από το πουθενά έπαιρναν σχήμα και μορφή. Μια νεαρή γυναίκα άρχισε να πλάθεται μπροστά της. Πάγωσε στην κυριολεξία στο κρεββάτι της. Πήγε κάτι να πει, να ρωτήσει, να φωνάξει. Μάταια όμως. Όλα μέσα της είχαν ατονίσει.


Και τότε την είδε. Η γυναικεία μορφή γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη. Τα πόδια της, το σώμα της, τα μαλλιά, το κεφάλι της. Το πρόσωπό τής ακόμα ήταν άγνωστο σαν κάτι να την εμπόδιζε να το ξεχωρίσει. Ξάφνου ένιωσε όμορφα. Η νεαρή γυναίκα απέναντί της φορούσε ένα κατάλευκο χιτώνα και στο πάνω μέρος από τους ώμους της ξεχώριζε ένα πανέμορφο πέπλο. Κάτι της θύμιζε αυτό το πέπλο, σαν να το είχε ξαναδεί. Όμως μέσα στο σκοτάδι άρχισε γύρω από το λαιμό της γυναίκας να φέγγει αχνά στην αρχή και μετά να λαμπυρίζει έντονα κάτι άλλο. Μα ναι! Το είδε! Ήταν ένα περιδέραιο! Ένα χρυσοποίκιλτο περιδέραιο. Που έλαμπε με τη λεπτότητα και την ομορφιά του. Έβλεπε στον κορμό του ένα φίδι που το διαπερνούσαν πολλά άστρα, που κατέληγε σε δύο κεφάλια με ανοιχτά τα στόματά τους αντικριστά. Ήταν φιλοτεχνημένο με πετράδια πολύτιμα που έλαμπαν στο σχήμα του φιδιού, του αητού και του αστεριού. Αυτό το περιδέραιο το ήξερε! Το θυμήθηκε. Μαζί με το πέπλο ήταν τα δώρα που έδωσαν οι Θεοί στο γάμο της Αρμονίας. Ήταν τα δώρα που πήρε η ίδια από τα χέρια του Πολυνείκη.

Η Εριφύλη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά ανεξέλεγκτα. Τι ήταν αυτό που ζούσε; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα απέναντί της με τα δώρα στο κορμί της; Ένας ξαφνικός χαμός από ριπή ανέμου, ήρθε από το πουθενά να προκαλέσει πάταγο στο δωμάτιο. Ένας απροσδόκητος μικρός στρόβιλος εισέβαλε στο σπίτι και στο δωμάτιό της. Και σαν καθάρισε την ομίχλη που θόλωνε το πρόσωπο της γυναίκας απέναντί της, η μορφή της άρχιζε να καθαρίζει στα μάτια της. Ω ναι! Ανατρίχιασε σύγκορμη! Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στο σεντόνι του κρεβατιού και όλο το κορμί της μαζί σε μια πρωτόφαντη αγωνία. Απέναντί της στεκόταν η ίδια! Έβλεπε την μορφή της, την Εριφύλη. Την κοίταζε με ένα βλέμμα απόκοσμο, λίγο μελαγχολικό μα τρυφερό. Πήγε κάτι να πει, να μιλήσει όμως ήταν μάταιο. Ένα δεύτερο κύμα ξαφνικού στρόβιλου στο δωμάτιο μέσα, έκανε τα μάτια της να σφιχτούν από φόβο και συνάμα από σταδιακό τρόμο. Το βλέμμα στη μορφή της γυναίκας που την κοιτούσε απέναντι, άρχισε να αλλάζει. Ένας φόβος την κατέλαβε, που σύντομα έγινε παγωνιά, έγινε ένα ανέκφραστο πρόσωπο. Έβλεπε τον εαυτό της απέναντι σαν προσωπείο. Και τότε ξαφνικά το είδε! Στην αρχή ελάχιστο. Μια σταγόνα, μετά δύο, μετά περισσότερες. Κόκκινες σαν φωτιά. Αίμα! Αίμα που άρχισε να βγαίνει από το περιδέραιο που φορούσε και να μουσκεύει γρήγορα το πέπλο. Και καθώς το βλέμμα της ...ίδιας απέναντι έπαιρνε το χρώμα του νεκρού, το αίμα απλώνονταν όλο και πιο πολύ στο υπόλοιπο σώμα της, ως κάτω στα πόδια της. Γίνηκε λίμνη μικρή, μετά μεγαλύτερη, που απλώνονταν να τυλίξει το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν. Η Εριφύλη προσπάθησε να φωνάξει, να λυτρωθεί, να φύγει. Αλλά το αίμα προχωρούσε, τύλιξε το κρεβάτι της, το δωμάτιό της, η στάθμη του ανέβαινε να την πνίξει. Έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά της, τα τράβηξε με δύναμη, σαν να ήθελε να ξεσκίσει το πρόσωπό της. Την ίδια στιγμή τα ματωμένα χέρια της ίδιας της μορφής της απέναντι απλώθηκαν να την πιάσουν, να την αγκαλιάσουν.

Η κραυγή της, γεμάτη τρόμο και αγωνία, έσκισε στα δύο το πέπλο σιωπής στη νύχτα. Ούρλιαξε σπαρακτικά έχοντας τα χέρια της στο κεφάλι της.

“Κυρά μου, τι έπαθες!”

Η παρακοιμώμενη υπηρέτριά της, εισέβαλε ορμητικά στο δωμάτιό της. Η Εριφύλη αφέθηκε να τρέμει με κλάμα γοερό στα χέρια της προσπαθώντας να αποδιώξει τον τρόμο.

“Κυρά μου, ησύχασε, όνειρο ήταν!” επανέλαβε η γυναίκα που την κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά της προσπαθώντας να την συνεφέρει.

Η Εριφύλη, από την ημέρα της φυγής του Αμφιάραου στην εκστρατεία στη Θήβα, κοιμόταν μόνη της με την παρακοιμώμενή της, μια πιστή γυναίκα δίπλα στο δωμάτιό της. Τα δύο της παιδιά, ο Αλκμαίων και ο Αμφίλοχος από τη μέρα εκείνη της φυγής του πατέρα τους στέκονταν μακριά της. Απόμακροι, μάλλον εχθρικοί απέναντί της. Ήταν κάτι που την γέμιζε αφόρητη θλίψη μέρα με τη μέρα.

“Όνειροι ναι! Από τις πύλες του Άδη Ευρυδάμεια… αλλά από ποια όμως. Προμήνυμα ή πλάνη; 1

Έπεσε στην αγκαλιά της με το κορμί της να τρέμει από το φόβο και την αγωνία που ακόμα δεν έφευγε από μέσα της. Το μυαλό και η σκέψη της πήγε στον άντρα της.

“Ευρυδάμεια”

“Ναι κυρά μου”

“Αύριο να κάνουμε σπονδές στο Δία και μια ικεσία για τους ανθρώπους μας που είναι εκεί στη μακρινή Θήβα”

“Προσπάθησε να ηρεμήσεις Εριφύλη. Στο φως της μέρας όλα θα είναι διαφορετικά. Θα φροντίσω να γίνει αυτό είπες. Θα το κάνουμε μαζί. Κοίταξε να ησυχάσεις, θα μείνω δίπλα σου”

Η Εριφύλη έγειρε στο πλάι κοντά της. Γαντζώθηκε λες από πάνω της. Πόσο θα ήθελε εκείνη τη στιγμή κοντά της τον άντρα της ή τα παιδιά της. Αλήθεια πόσο.


Παράκληση χωρίς αντίκρυσμα

Ο βασιλιάς του Άργους γύριζε πίσω με σκυμμένο το κεφάλι, τυλιγμένος από μαύρα αισθήματα. Αυτό το βίωμα της υποταγής και της ήττας ήταν τόσο απόλυτο πάνω του, που ένιωθε μικρός, ασήμαντος, ταπεινωμένος. Μαζί του σιωπηροί και κάποιοι Αργείοι στρατιώτες που τον συνόδεψαν ως τα τείχη της Θήβας. Είχαν ξεκινήσει άοπλοι, νικημένοι, ικέτες στους Θηβαίους πολέμαρχους. Σκοπός τους ένας! Να θάψουν τους νεκρούς τους. Τι πιο ιερή υποχρέωση! Προχωρώντας τον κάμπο προς τις πύλες της πόλης δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν ποτέ το φριχτό θέαμα που αντίκριζαν μπροστά τους. Αυτή τη φορά ο καλπασμός των αλόγων τους ήταν αργός. Δεν είχε σε τίποτα να θυμίσει την πολεμική τους ορμή των προηγούμενων ημερών, τότε που κάλπαζαν σαν τη φωτιά σαρώνοντας στο διάβα τους κάθε αντίσταση. Αυτή τη φορά έμοιαζαν με θλιβερή νεκρική πομπή. Την πολεμική έπαρση είχε αντικαταστήσει το σκυμμένο κεφάλι. Καθώς προχωρούσαν διάβαιναν ανάμεσα από νεκρούς συντρόφους τους. Οι Θηβαίοι είχαν σταδιακά αρχίσει να περισυλλέγουν τους δικούς τους.

Η αντιμετώπιση που είχαν από τους Θηβαίους πολέμαρχους ήταν φορτωμένη απαξίωση, περιφρόνηση αλλά και απειλή:

“Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;” τους ρώτησε ο Λασθένης, εκπροσωπώντας τον βασιλιά και τις αρχές της Θήβας. Ο Άδραστος μίλησε αργά και κουρασμένα.

“Ήρθαμε άοπλοι να ζητήσουμε να θάψουμε τους νεκρούς μας στρατηγέ της Θήβας. Η νίκης σας δεν αμφισβητείται. Αλλά μετά του πολέμου την αντάρα έρχεται η ώρα της σύνεσης και της ανθρωπιάς. Ολόγυρα στον κάμπο εδώ είναι γεμάτο από νεκρούς συντρόφους μας. Αφήστε να τους θάψουμε όπως τους αρμόζει…”

Ο Λασθένης τους κοίταξε με ύφος υπεροπτικό.

“Πριν λίγες μέρες ήρθατε εδώ απ το μακρινό Άργος να ρίξετε με τα δόρατά σας τις πύλες μας. Τώρα είναι ώρα να δρέψετε τους καρπούς της ανομίας σας. Ο βασιλιάς Κρέων έδωσε ρητή εντολή. Μην τολμήσετε να μαζέψετε μήτε έναν δικό σας. Θα έχουν την τύχη που τούς αξίζει. Φύγετε! Γυρίστε ταπεινωμένοι στην πατρίδα σας κουβαλώντας μαζί σας τις ενοχές για την καταστροφή σας»

Ο Άδραστος κοιτάχτηκε με τους συντρόφους του, ύστερα απάντησε:

“Θα φύγουμε Θηβαίε στρατηγέ όπως διέταξες καθώς η μάχη κρίθηκε στη ματωμένη γη που πατάμε. Ήρθαμε σαν ικέτες να ζητήσουμε αυτό που θα έκανε κάθε πολεμιστής. Να σηκώσει απ τη γη τους νεκρούς του. Όμως προφανώς έρχεστε να αλλάξατε νόμους και αρχές χρόνων. Ας είναι. Ελπίζω με φρόνηση να σκεφτείτε ξανά αυτή σας την απόφαση”

Ο Λασθένης με τους Θηβαίους δεν αποκρίθηκαν. Μάλιστα κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους. Ο Λασθένης με μια κίνηση του χεριού του, τούς σταμάτησε, λέγοντας:

«Αφήστε τους! Σαν γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους έτσι και βρεθούν μπροστά στα μάτια των δικών τους, και στις κατάρες τους, θα ‘λεγαν κάλλιο να ‘χαν σκοτωθεί στο κάμπο εδώ της Θήβας»

Το βλέμμα τους τα έλεγε όλα. Ο Άδραστος και οι ακόλουθοί του έστρεψαν τα άλογά τους ξανά στο δρόμο της επιστροφής.


Είχαν ξεμακρύνει πολύ απ το σημείο της συνάντησης. Τη σιωπή έκοψαν τα λόγια ενός από τη συνοδεία.

“Τι θα κάνουμε βασιλιά μου; Δεν θα έχουμε τόπο να σταθούμε αν αφήσουμε τους δικούς μας στη μανία των αρπαχτικών”

“Φεύγουμε όσο δυνατόν γρηγορότερα! Όσο μαύρα κι αν είναι τα μαντάτα έχω το χρέος να τα ανακοινώσω σε αυτούς που περιμένουν. Οι άρχοντες δεν είναι μόνο για την έπαρση και τις παράτες της νίκης αλλά και για την ώρα της ήττας και της απώλειας. Αμέσως μετά θα πάμε ικέτες στην Αθήνα”

“Τι θα κάνουμε εκεί;”

“Να παρακαλέσουμε! Τι άλλο άραγε μπορούμε να κάνουμε; Είναι η στιγμή να καταλάβουμε σωστά τη θέση μας. Όσο πικρό και ταπεινό κι αν είναι αυτό. Θα πάμε στον βασιλιά Θησέα. Θα ζητήσουμε να μας βοηθήσουν να πείσουμε τους Θηβαίους να τιμήσουμε τους δικούς μας”

“Γιατί να το κάνει αυτό ο βασιλιάς της Αθήνας;”

“Γιατί είναι δίκαιος! Γιατί η ιστορία του και οι πράξεις του με κάνουν να πιστεύω ότι δεν μπορεί να αφήσει τέτοια ανίερη πράξη να γίνει. Θα παρακαλέσουμε, θα ταπεινωθούμε, μία ακόμα φορά. Ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει πότε είναι η στιγμή να αφήνει μακριά του την αλαζονεία και την έπαρση. Πιστεύω ότι ο βασιλιάς Θησέας θα στέρξει στην παράκλησή μας”

Ενημερώθηκαν όλοι για τις επόμενες κινήσεις τους. Δεν είχαν ώρα για να θρηνήσουν για την αποτυχία τους να πείσουν τους Θηβαίους. Χωρίς ανάσα επιστράτευσαν κάθε ικμάδα δύναμης που τους απέμενε για να κινήσουν το θλιβερό δρόμο της επιστροφής.


1Οι Όνειροι ήταν παιδιά του Ύπνου. Ο Μορφέας, ο Ικελος, ο Φοβήτωρ και ο Φάντασος. Θεότητες των ονείρων. Κατοικούσαν στις ακτές του Ωκεανού στη Δύση σε ένα σπήλαιο στα σύνορα του Άδη. Έστελναν τα όνειρά τους στους ανθρώπους. Από τη μία πύλη έστελναν τα αληθινά όνειρα σαν προμήνυμα και από την άλλη τα ψεύτικα όνειρα.

(Συνεχίζεται...)

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 26η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 23 

Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25


Στην προηγούμενη δημοσίευση, τελειώσαμε το κεφάλαιο 3.5. Ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του Κρέοντα, μαθαίνει τον εφιαλτικό χρησμό του Τειρεσία, που αποζητά το θάνατό του για να σωθεί η Θήβα από την επίθεση των Αργείων. Ο πατέρας του, προσπαθεί να τον φυγαδεύσει στη Δωδώνη για να επιβιώσει μέχρι να περάσει η μεγάλη αυτή κρίση. Όμως ο νεαρός γιος έχει μέσα του άλλες σκέψεις. 

Θα τον δούμε να αποχαιρετά τη μητέρα του και να παίρνει, ο ίδιος, το δρόμο του μαρτυρίου, για να βάλει τέρμα στη ζωή του ακριβώς στην πηγή του Άρη.

Το τραγικό νέο του θανάτου του Μενοικέα βρίσκει τους γονείς του σοκ πραγματικό. Ο Κρέων λυσσομανά κατά του Πολυνείκη, θεωρώντας τον ηθικά υπεύθυνο για τα δεινά που απλώνονται ολόγυρά τους, η δε γυναίκα του, η Ευρυδίκη, καταριέται με σκληρό ανάθεμα όλους εκείνους, που οδήγησαν στον πόλεμο και στο θάνατο τόσο το παιδί της όσο και όλους τους άλλους.

Στη συνέχεια ξεκίνησε το κεφάλαιο 3.6 στο οποίο έχουμε τη μεγάλη μάχη στα τείχη της πόλης. Οι Αργείοι με τους συμμάχους τους, θα επιτεθούν λυσσαλέα αλλά η άμυνα των Θηβαίων θα αντέξει και θα προκαλέσει μεγάλες απώλειες σε ζωές ακόμα και επιφανών στρατηγών.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Άλλωστε δεν έχει πάψει ποτέ να ντύνει το μυθιστόρημα με επική συγκλονιστική μουσική.



26η Δημοσίευση


Κεφάλαιο 3.6 (Μέρος Β')

Ο αδελφός τον αδελφό

Κάποια στιγμή από τους ψηλούς πύργους, μέσα στην πρόσκαιρη ηρεμία λίγο πριν ξαναρχίσει πάλι η μάχη, πρόβαλε η μορφή του Ετεοκλή. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφισμένη την έπαρση και τη σιγουριά της νίκης. Χωρίς να υπολογίσει τίποτα ακούστηκε επιβλητική η φωνή του:

“Ε Αργείοι στρατηγοί και στρατιώτες. Όσοι απομείνατε πια ζωντανοί και δεν σας σκέπασε το σκοτάδι του Άδη, πού είναι κρυμμένος αυτός ο Πολυνείκης; Δείτε μωρέ για ποιον πολεμάτε και τρέχετε στο θάνατο! Δεν έχετε γλιτωμό και το βλέπετε! Παρατήστε λοιπόν την επίθεση και πείτε σε εκείνον το δειλό τον αδελφό μου να βγει μπροστά μου εδώ να μετρηθούμε. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πολυνείκη! Πού είσαι;”

Μεγάλο σούσουρο και αναταραχή προκάλεσε αυτή η ωμή πρόκληση του βασιλιά της Θήβας τόσο προς τον Αργίτικο στρατό όσο και προς τον αδελφό του. Την ίδια έκπληξη όμως προκάλεσε και στους ίδιους τους Θηβαίους, που είδαν το βασιλιά τους να εκτίθεται στον άμεσο κίνδυνο και να ξεφεύγει σε μια ακραία παρορμητική στάση. Ο ένας στρατιώτης κοίταζε τον άλλο, τόσο στους Δαναούς όσο και στους Θηβαίους.

“Τι πάει να κάνει μα τον Δία!” ξέσπασε ανήσυχος ο Κρέων πιο πίσω καθώς τον άκουσε από έναν διπλανό πύργο. Ο Ετεοκλής ήταν ασταμάτητος, άρχισε πάλι να φωνάζει:

“Πείτε του να βγει. Εδώ μπροστά μου. Να μετρηθούμε οι δυό μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Και αν τον σκοτώσω τότε ας έρθει να με αντικαταστήσει, αν όχι τότε θα φύγετε όλοι για τα σπίτια σας όπως ήρθατε”

Οι Θηβαίοι πανηγύρισαν με κάθε τρόπο τα λόγια του βασιλιά τους χτυπώντας δόρατα και σπαθιά πάνω στις ασπίδες τους με πολεμικές κραυγές.

Ο Άδραστος έτρεξε δίπλα στον Πολυνείκη που έδειχνε τόσο οργισμένος ώστε με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει σωστά.

“Μην πας! Είναι παγίδα!” τού είπε ο βασιλιάς.

“Δεν τον ακούς; Το επίορκο φίδι! Τολμά να με ταπεινώνει μπροστά σε δύο στρατούς…” άφριζε απ’ την έντασή του ο Πολυνείκης. Έμοιαζε θηρίο σε κλουβί.

“Δεν κρίνονται οι πόλεμοι στον εγωισμό γιε μου! Μήτε στα πείσματα μιας μονομαχίας! Οι μάχες θέλουν μυαλό καθαρό, χέρι που δεν θα τρέμει απ’ την οργή και την παρόρμηση”

“Και θα τον αφήσω να διαπομπεύει το όνομά μου;”

“Θυμάσαι τι έκανε με τον Τυδέα την πρώτη φορά; Τού έστησε παγίδα στο ποτάμι για να τον αφανίσει, έτσι θα κάνει και με σένα. Θα τού δώσεις τέτοια ευκαιρία;” έγινε πιο πιεστικός ο Άδραστος.

“Αυτή μοιάζει να είναι η δική μας ώρα βασιλιά! Η ώρα να αναμετρηθώ μαζί του. Καιρό τώρα μού έδωσε αφορμές και δεν είχα την ευκαιρία. Και να τώρα! Μού τη δίνει ο ίδιος….”

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, καβάλησε το άρμα του και μονάχος όρμησε μπροστά προς τα τείχη της Θήβας.

“Πολυνείκη στάσου!” ακούστηκε η φωνή του Άδραστου ανήμπορη όμως να τον σταματήσει. Ήδη το άρμα του, τυλιγμένο στη σκόνη, ζύγωνε φτάνοντας κάτω απ τον πύργο του Ετεοκλή. Αυτός έδωσε εντολή στους Θηβαίους να πάψουν κάθε κίνηση. Ο Πολυνείκης ήρθε και στάθηκε με το άρμα του μπροστά από τις Νήιστες πύλες. Η φωνή του ακούστηκε εξ ίσου δυνατή και επιβλητική με αυτή του αδελφού του.

“Μεγάλα και κούφια τα λόγια σου μπροστά σε όλους. Γιατί, εκτός από επίορκος και άτιμος στις συμφωνίες σου, είσαι και αλαζόνας. Ήρθα λοιπόν Ετεοκλή αδελφέ μου εδώ μπροστά σου. Σε περιμένω καθώς είπες. Και δεν στο κρύβω πως τούτο εδώ είναι το καλύτερο. Να λύσουμε εμείς οι δύο τις διαφορές μας. Αρκεί να βαστάξεις το λόγο σου αυτή τη φορά γιατί το συνηθίζεις, κατά το πώς σε βολεύει να τα γυρίζεις. Έλα λοιπόν! Σε καρτερώ!”

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των στρατιωτών του Άργους να αποθεώσουν τον στρατηγό τους. Με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο πάθος και ένταση.

Ο Ετεοκλής τίναξε το βλέμμα του προς τον αδελφό του και άρχισε να κατεβαίνει. Η μεγάλη ώρα που τα δύο αδέλφια θα βρίσκονταν το ένα αντιμέτωπο στο άλλο είχε πια ζυγώσει. Η ώρα που η κατάρα του Οιδίποδα θα γινόταν πράξη μπροστά στα μάτια όλων έξω απ τις πύλες της πόλης.

“Κυρά μου! Βασίλισσα τρέχα!

Η, γεμάτη αγωνία, φωνή του Δήλιου, του αξιωματικού του παλατιού, ακούστηκε σπαρακτική στα δώματα της Ιοκάστης. Μπήκε με την ανάσα του να κοντεύει να σπάσει από το τρέξιμο να βρεθεί κοντά της. Είδε την Ιοκάστη και δίπλα της την Αντιγόνη. Ήταν όλες μαζί για να δίνει η μία κουράγιο στην άλλη τις μαύρες αυτές ώρες του πολέμου.

“Τι συμβαίνει Δήλιε;” τον ρώτησε ανήσυχη η Ιοκάστη.

“Τα παιδιά σου κυρά μου!”

Και οι δυό τους έκαναν σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι.

“Τι εννοείς τα παιδιά μου;” απάντησε η Ιοκάστη.

“Τι έγινε με τα αδέλφια μας;” ρώτησε η Αντιγόνη με αγωνία.

Ο Δήλιος προσπαθούσε να βρει την ανάσα του για να μιλήσει. Η Αντιγόνη πήγε κοντά του, τον άρπαξε από τους ώμους.

“Θα μιλήσεις επιτέλους;”

“Κυράδες μου, καλύτερα που σας βρίσκω εδώ το λοιπόν. Για να το ακούσετε. Βουίζει έξω ολάκερη η Θήβα”

“Λέγε άνθρωπέ μου” τον πίεσε η Ιοκάστη.

“Κυρά μου, πώς να το αντέξω όλο τούτο; Ποια κατάρα μας κυνηγάει και γιατί; Τα παιδιά σου Ιοκάστη. Θα μονομαχήσουν έξω από τις Νήιστες πύλες”

“Ω συμφορά μας” έσκουξαν και οι δύο, “Μα πώς;” ρώτησε η Ιοκάστη.

“Ο γιος σου ο βασιλιάς, προκάλεσε τον αδελφό του με λόγια βαριά και ταπεινωτικά. Και ο άλλος δεν ήταν δυνατόν να μην απαντήσει…”

“Πως έγινε όλο αυτό Δήλιε;”

“Δεν είναι ώρα κυράδες μου να σάς εξηγήσω. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε άλλη φορά. Τώρα πρέπει να τρέξετε! Να κάνετε κάτι, να τους προλάβετε πριν είναι αργά! Πριν ο Άδης στήσει χορό ακόμα μεγαλύτερο σήμερα απ όσα έχουν δει τα μάτια μου”

Η Ιοκάστη γύρισε αλαφιασμένη στην κόρη της.

“Θα έρθεις μαζί μου;” ρώτησε συνεχίζοντας.

“Πόσα ακόμα θα δουν τα μάτια μου η δόλια και θα ακούσουν τα αυτιά μου! Το ότι πλάγιαζα ομόκλινη με το παιδί μου; Το ότι είδα τον άντρα μου και γιο μου να τυφλώνεται με τα χέρια του μπροστά μου; Το ότι έθαψα την ίδια τη μικρή μου κόρη. Και τώρα, να δω τώρα τα δυό μου αγόρια να αλληλοσφάζονται ο ένας αντίκρυ στον άλλον; Πάμε Αντιγόνη. Πάμε μήπως προλάβουμε! Αθηνά Παλλάδα προστάτιδά μας, κάνε το δικό σου θαύμα μην μας βρει άλλη συμφορά!”

Ο Δήλιος βγήκε πρώτος από τα δώματα βιαστικός. Πίσω του η Ιοκάστη με την Αντιγόνη να ακολουθούν τυλιγμένες στην θανάσιμη αγωνία.

Ο Ετεοκλής κατέβηκε αργά και αποφασιστικά από τον πύργο. Ολόγυρά του τον συνόδευαν οι επευφημίες των Θηβαίων στρατιωτών. Δεν τους άκουγε. Μπροστά στα μάτια μου έστεκε μονάχα αδρά η φιγούρα του αδελφού του, εισβολέα στην πατρική γη, του Πολυνείκη. Βγήκε από τα τείχη. Πέρασε τις Νήιστες πύλες. Ολόγυρά του έστεκαν σωροί νεκρών στρατιωτών στη μέχρι τώρα σκληρή μάχη. Κορμιά νεκρά ανάκατα με σπασμένα και αναποδογυρισμένα άρματα. Άλλα διαλυμένα και άλλα να σιγοκαίγονται από τα πύρινα βέλη. Στο χέρι του κρατούσε την ασπίδα του. Το σπαθί του ήταν περασμένο στο θηκάρι του και στο δεξί του χέρι βάσταγε το μακρύ χάλκινο δόρυ του. Στη μνήμη του ακόμα νωπός ο θάνατος της αδελφής του. Στην συνείδησή του έτρεχε γοργά να συναντήσει τον ένοχο αυτής της καταστροφής. Το μίσος για εκδίκηση θέριευε μέσα του.

Ο Πολυνείκης κατέβηκε από το άρμα με την ίδια αρματωσιά, που έφερνε και ο αδελφός του. Λίγα μέτρα πιο πέρα έστεκε μια αντρική φιγούρα. Ο Ετεοκλής. Για εκείνον, δεν ήταν ο αδελφός του. Το αίμα του. Δεν τον ένωνε με αυτόν τον άνθρωπο τίποτα. Αντίθετα τον χώριζαν πολλά. Η παράβαση του όρκου του, η ατιμία του, οι συνεχείς προσβολές του. Δεν χωρούσαν τούτη την ώρα άλλες σκέψεις πέραν από αυτές. Δεν χωρούσαν αυτή την ώρα συναισθήματα. Θα ήταν καταστροφικά.

Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Ολόγυρα στον κάμπο δεν ακούγονταν τίποτα. Μια παγερή σιωπή είχε τυλίξει όλους εκείνους τους θεατές της επερχόμενης σύγκρουσης. Που θα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Κανείς δε λογάριαζε να φτάσουν τα πράγματα εδώ. Και σε πάρα πολλών τη σκέψη, αυτή τους η απόφαση, φαινόταν λυτρωτική καθώς αυτή τους η ύστατη αμάχη θα έβαζε τέλος στο θανατικό του πολέμου, που παρέσερνε και τους ίδιους. Γι αυτό τα μάτια όλων ήταν ακουμπισμένα πάνω τους με σεβασμό και δέος. Ήταν τρομερό μπροστά τους, δυο αδέλφια να ήταν έτοιμα να αλληλοσφαχτούν.

“Ήρθε η ώρα λοιπόν να λογοδοτήσεις Ετεοκλή!” φώναξε ο Πολυνείκης.

“Θλιβερό κουφάρι στα όρνια θα γίνεις σε λίγο ...ανάξιε αδελφέ μου” απάντησε εκείνος.

“Νομίζεις οι προσβολές σου θα μείνουν χωρίς απάντηση; Για πόσο καιρό θα στέκεις αλώβητος θαρρείς;”

“Πριν σταθείς απέναντί μου πρέπει να μάθεις για την μικρή σου αδελφή, για να νιώσεις το μέγεθος του θανάτου που έφερες στην πατρίδα σου” πέταξε στα μούτρα του ο Ετεοκλής.

Ο Πολυνείκης πάγωσε.

“Τι θες να πεις; Μίλα καθαρά; Ποια αδελφή μου; Τι συνέβη;”

“Δεν τόλμησαν να στα πουν οι εκλεκτοί σου συμπολεμιστές ή δεν είχαν το θάρρος σαν άντρες να το κάνουν…”

“Μίλα ξεκάθαρα και πάψε των λόγων τα παιχνίδια!” απάντησε οργισμένος ο Πολυνείκης.

Ο Ετεοκλής κάρφωσε το βλέμμα του γεμάτο μίσος.

“Η Ισμήνη…..δεν τόλμησαν να σκεφτώ να σού πουν…”
“Τι έπαθε η Ισμήνη καταραμένε μίλα!”

Είχαν πλησιάσει επικίνδυνα ο ένας κοντά στον άλλον. Με πολύ κόπο συγκρατούσαν την οργή τους.

“Η Ισμήνη βρέθηκε νεκρή, σφαγμένη μέσα στο ναό της Αθηνάς! Δεν το έμαθες;”

Ο Πολυνείκης έκανε δυό βήματα πίσω σαν να τον χτύπησε κεραυνός.

“Τι είναι τούτα που μού λες αχρείε; Ποιος τόλμησε; Γιατί;”

“Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος έβαψε άνανδρα τα χέρια του στο αίμα μιας ιέρειας, στης Θεάς το ναό μέσα. Αλλά τι λέω; Για όλα είστε ικανοί!”

“Πάψε…..! Γιατί να ‘ναι δικό μας αυτό το ανόσιο έργο;” ούρλιαξε ο Πολυνείκης με βλέμμα θολό από δάκρυα.

“Σε ταράζει η αλήθεια; Τι ζητάω από έναν που ζώστηκε το σπαθί και το δόρυ για να κάψει την ίδια του την πόλη. Εσύ είσαι ένοχος για το θάνατο της αδελφής σου! Εσύ τα έκανες όλα! Αν δεν ήσουν εδώ τίποτα από όλο αυτό το θανατικό δεν θα είχε ξεκινήσει…”

“Πάψε! Γεμίζεις το στόμα σου ύβρεις και ψέμματα και το ξέρεις. Μην μου φορτώνεις κρίματα που γι αυτά, μήτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις τον φταίχτη. Δεν ήξερα τίποτα για την Ισμήνη….”

“Θα το πληρώσεις αδελφέ μου το αίμα της! Θα το πληρώσεις τώρα εδώ με το δικό σου και όλων εκείνων που σύρθηκαν κοντά σου ερπετά στης πατρίδας το χαμό…”

“Ω Θεοί! Ακούστε τον! Πόσο ιταμός μπορεί κάποιος να γίνει στης εξουσίας το σφετερισμό, πόσο εύκολα δικές του ευθύνες σε ξένες πλάτες γυρεύει να αποθέσει…”

“Καλό ταξίδι στον Άδη αδελφέ μου! Ήρθε η ώρα σου!” κραύγασε ο Ετεοκλής.

Πήραν και οι δύο στο δεξί χέρι τα δόρατά τους, σήκωσαν τις ασπίδες τους για κάλυψη. Και άρχισαν με μικρά και συντονισμένα βήματα να πορεύονται κυκλικά ο ένας απέναντι στον άλλο. Σαν εκείνα τα θηρία που αναμετριούνται με το βλέμμα λίγο πριν την τελική αναμέτρηση. Ο χορός του θανάτου είχε ήδη ξεκινήσει. Αργός, ρυθμικός. Ένας κύκλος αίματος. Βήμα το βήμα, βλέμμα το βλέμμα. Βουτηγμένοι στην απέραντη σιωπή που είχε σκεπάσει τα πάντα λες και όλοι βαστούσαν τις ανάσες τους βαθιά στα στήθια. Μονάχα αραιά και που μια χοή αγέρα έσερνε σκόνη και μικρές πέτρες στο χώμα.

Στάθηκαν και οι δύο σε αμυντικές στάσεις καλά καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους. Ξάφνου ο Πολυνείκης έκανε απότομα στροφή στην κυκλική του πορεία και κραδαίνοντας το δόρυ επιτέθηκε κατά μέτωπο στον αδελφό του. Το δόρυ έφυγε από το χέρι του με δύναμη. Μόλις την τελευταία στιγμή ο Ετεοκλής μπόρεσε να το αποκρούσει με την ασπίδα του. Αυτό έπεσε αρκετά μακριά του στη γη. Ο Πολυνείκης οπισθοχώρησε για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του Ετεοκλή. Πράγματι ήταν σειρά του αδελφού του με το δόρυ σε θέση βολής να τον γυροφέρνει. Για μια στιγμή βλέποντας ένα κενό στην άμυνά του , εξαπέλυσε με δύναμη και τέχνη το δικό του δόρυ. Η μεταλλική λεπίδα έφυγε με μεγάλη δύναμη. Γέρνοντας δεξιά ο Πολυνείκης παραμέρισε με το μυτερό δόρυ να περνά ξυστά γδέρνοντας τον αριστερό του ώμο. Το πρώτο αίμα λέρωσε το χέρι του, το πρώτο σημάδι. Κοντοστάθηκαν για λίγο να πάρουν ανάσες. Σχεδόν ταυτόχρονα τράβηξαν τα σπαθιά από τα θηκάρια τους.

Οι αντίπαλοι, Θηβαίοι και Αργείοι, τους παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα και με διάφορα πνιχτά επιφωνήματα αγωνίας. Στην αρχή οι κινήσεις τους ήταν προσεκτικές. Κινούνταν σαν θεριά που καραδοκούσαν το θύμα τους λίγο πριν επιτεθούν. Έγραφαν κυκλικές κινήσεις κάτω στο χώμα. Με τις ασπίδες να καλύπτουν το σώμα τους τα σπαθιά τους έριχναν διαδοχικές αναλαμπές από τις ακτίνες του ήλιου, που άστραφτε πάνω τους. Πρώτος ξεκίνησε την επίθεση ο Ετεοκλής για να συναντήσει την σθεναρή και αποφασιστική άμυνα του αδελφού του. Τα σώματά τους άλλαζαν συνεχώς θέση στο έδαφος ενώ ο ήχος από τα ξίφη που διασταυρώνονταν άρχισε να γίνεται ανατριχιαστικός. Η μάχη ήταν εντελώς αμφίρροπη, τα χτυπήματα δυνάμωναν. Άλλα κόβονταν από το αντίπαλο σπαθί και άλλα συναντούσαν την χάλκινη ασπίδα που αντηχούσε υπόκωφα στην κρούση. Το ένα χτύπημα πιο δυνατό και πιο μανιασμένο από το άλλο. Κάποια στιγμή οι δυό τους βρέθηκαν τόσο κοντά που με μια περιστροφή ο Ετεοκλής βρήκε με την άκρη του σπαθιού του τον ώμο του αδελφού του καθώς αυτός δεν πρόλαβε να καλυφτεί. Το χτύπημα έδωσε θάρρος στον Ετεοκλή αλλά και χαλάρωσε λίγο την άμυνά του. Ο Πολυνείκης ορμώντας μπροστά εξαπέλυσε τη δική του απάντηση. Το σπαθί του πέρασε λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι του αδελφού του. Πόση ειρωνεία! Σε κάθε επιθετική τους κίνηση, σε κάθε σπαθιά, σε κάθε κρούση της ασπίδας, σε κάθε τίναγμα των χεριών, όλο και κάποια εικόνα από τα ευτυχισμένα παιδικά και νεανικά τους χρόνια φώτιζε μέσα στο μυαλό τους. Λες και μια μοιραία τραγική μοίρα δυνάμωνε το κάθε επόμενο χτύπημα. Το ένα σπαθί πάνω στο άλλο, και μέσα από εκεί και στων δύο τα μάτια έρχονταν οι εικόνες που έπαιζαν παιδιά με ξύλινα σπαθιά. Μόνο που τότε χαμογελούσαν και φώναζαν κάνοντας φασαρία ενώ τώρα οι κραυγές τους ήταν γεμάτες απόγνωση. Και ο κρότος από τις ασπίδες που γδέρνονταν η μία πάνω στην άλλη τους έφερναν αστραπιαία στα μάτια τις στιγμές που μετά τους καυγάδες τους παιδιά, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χαμογελώντας για να γυρίσουν και πάλι αγαπημένοι στο σπίτι.

Ο Πολυνείκης απέκρουσε με το σπαθί του ένα χτύπημα ευθύβολο του αδελφού του και στη συνέχεια η ασπίδα του τον βρήκε με δύναμη στο πλάι. Ο Ετεοκλής παραπάτησε και γκρεμίστηκε στο χώμα λίγα μέτρα πιο πέρα. Κραυγές και οιμωγές φόβου ακούστηκαν από τους Θηβαίους. Για δευτερόλεπτα έμεινε κάτω ακάλυπτος με τον Πολυνείκη να χυμάει επάνω του. Στα μάτια τους για δευτερόλεπτα ήρθε η εικόνα να σηκώνει κάποτε τον αδελφό του που είχε πέσει καταγής χτυπώντας το πόδι του σαν ήταν μικρά παιδιά. Με μια κραυγή τραβήχτηκε πέρα.

“Σήκω!” τού φώναξε με δάκρυα στα μάτια, “Ορθός θέλω να πεθάνεις απ το σπαθί μου!”

Ο Ετεοκλής σηκώθηκε. H αντεπίθεσή του ήταν αφηνιασμένη αλλά η μονομαχία τους είχε πάρει χαρακτηριστικά ενός τραγικού αλληλοσπαραγμού. Λες και το αρχικό μίσος είχε αφήσει τη θέση του στην απόγνωση και στην τραγική τους μοίρα. Κάθε λεπτό που περνούσε τα βήματά τους γινόταν όλο και πιο ασταθή και οι άμυνές τους όλο και πιο απρόσεκτες. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει κάθε εκατοστό από το σώμα τους ενώ ο ένας σχεδόν δεν ξεχώριζε τη μορφή του άλλου. Σαν να πολεμούσαν κάτι “ξένο”, κάτι “άλλο”, έξω από αυτούς. Μια παραζάλη μάχης τούς είχε συνεπάρει θανάσιμη και καταστροφική.

Η μοιραία κίνηση ήταν θέμα χρόνου να γίνει. Ο Πολυνείκης δεν πρόλαβε να καλυφθεί με την ασπίδα του σε ένα χτύπημα του αδελφού του. Έτσι το κοφτερό σπαθί τον βρήκε στα αριστερά του πλευρά, θανάσιμα. Η λάμα του χάλκινου σπαθιού διαπέρασε το προστατευτικό δέρμα και βυθίστηκε στα σπλάχνα του. Τα πλευρά του Πολυνείκη γέμισαν με το αίμα του, που πότιζε πια ως κάτω τη γη. Τρέκλισε προς τα πίσω. Αυτός που ξαφνιάστηκε περισσότερο ήταν ο Ετεοκλής που θέλοντας να ξεσπάσει και να ανταποκριθεί στην αποθέωση του αλλαλάζοντος πλήθους των Θηβαίων, γύρισε το βλέμμα του προς αυτούς, υψώνοντας ανοιχτά τα χέρια του στον ουρανό κραδαίνοντας ασπίδα και σπαθί. Ήταν η μοιραία εκείνη στιγμή που ο Πολυνείκης πριν πέσει έκανε το ύστατο βήμα μπροστά βυθίζοντας το σπαθί του στο πλάι του αδελφού του. Το χάλκινο μέταλλο διαπέρασε τη ζώνη και κομμάτιασε τα νεφρά του Ετεοκλή με το αίμα του να λούζει τα πόδια του.

Και ήταν εκείνη η τραγική ώρα, η ώρα που τα αρπαχτικά όρνια, πέταξαν πάνω απ τον κάμπο της Θήβας, που οι στρατιώτες που βρίσκονταν κοντά σιώπησαν απότομα σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Μια βουερή κραυγή ακούστηκε στο πεδίο. Τα δύο αδέλφια, οι αντίμαχοι γύρισαν ο ένας απέναντι στον άλλο τρεκλίζοντας. Το αίμα είχε ήδη βάψει εκτός απ τα κορμιά τους και τη γη, τη δική τους γη. Στο χώμα που κάποτε έπαιζαν παιδιά, στο χώμα που κυλιόντουσαν ανέμελα τα παλιά εκείνα χρόνια, σε αυτό το χώμα έπεσαν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο.


Μια μάνα κοντά στα παιδιά της

“Παιδιά μου!”

Πόσο τρομακτικά αντήχησε αυτή η κραυγή της απελπισίας ολόγυρα στον κάμπο και πόση ανατριχίλα προκάλεσε παντού. Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη, αψηφώντας γνώμες και φωνές, παρακλήσεις και προσπάθειες, είχαν σαρώσει κάθε τι μπροστά τους και έφτασαν και οι δυο τους εκεί. Στο μέρος που οι γιοι και τα αδέλφια της είχαν ξεκινήσει το φτερούγισμά τους στον σκοτεινό Άδη.

“Παιδιά μου! Δεν πρόλαβα η δύστυχη γιατί;” έσκουξε σαν λαβωμένο θεριό γονατίζοντας ανάμεσα στα ματωμένα κορμιά τους, η μάνα τους. Το ίδιο και η αδελφή τους από πίσω.

“Τι να αντικρίσω τώρα η δόλια και τι να πω; Ποια παρηγοριά και ποιο χάδι να σας δώσω;”

Κοίταζε τα κορμιά τους, τα χέρια της έτρεμαν από την αγωνία. Η Αντιγόνη προσπαθούσε να δει αν θα μπορούσε να κάνει κάτι.

Ο Ετεοκλής με το αίμα να τρέχει από το στόμα του έγειρε στα δεξιά το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια γαλήνη άλλου κόσμου. Τα ύστατα λόγια του βγήκαν τρεμάμενα και αχνά από το μελανιασμένο του στόμα:

“Μάνα… δεν πρόλαβες… κανέναν μας… μένει μονάχα η γη και η πατρίδα μας… δική σας”

Τα μάτια του έμειναν ακίνητα καρφωμένα ίσια επάνω στον ουρανό της Θήβας. Η Αντιγόνη είχε σκύψει λίγο πιο πέρα στον Πολυνείκη, έστρεψε προς τα κει το βλέμμα της και η Ιοκάστη. Ο Πολυνείκης άπλωσε λίγο το χέρι του, η Αντιγόνη το άρπαξε σαν να ήθελε να του δώσει κάθε ικμάδα απ τη δική της ζωή. Σαν να ήθλε να το τραβήξει απ’ το ταξίδι του θανάτου. Να τον κρατήσει κοντά της.

“Αδελφή μου… μάνα μου… φεύγω… γλυκόπικρος ο θάνατος απ’ το χέρι του αδελφού μου… και όχι ξένου… μαζί στη ζωή… μαζί και τώρα…”

“Παιδί μου Πολυνείκη!” κρεμάστηκε η συντριμμένη μητέρα του απ τα χείλη του.

“Μάνα… Αδελφή μου… αγκαλιά στη γη της Θήβας βάλτε με… αυτό μονάχα… αυτό σας ζητώ. Δεν χάρηκα να τη ζήσω... ας τη χαρώ πεθαμένος στο χώμα της...”

Ένας τελευταίος σπασμός του και το βλέμμα του πάγωσε κι αυτό σαν του αδελφού του. Η Αντιγόνη ρίχτηκε ξεσπώντας σε λυγμούς στην αγκαλιά του φωνάζοντας το όνομά του. Λυγμοί, που έγιναν κραυγές, ουρλιαχτά, θρήνος.

Η Ιοκάστη βγαλμένη λες από άλλο κόσμο, σηκώθηκε μόνη στα πόδια της. Παραπατώντας έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Έριξε μια ματιά ολόγυρα. Έβλεπε να ζυγώνουν προς το μέρος τους Θηβαίοι και Αργείοι στρατιώτες αργά σαν νεκρική πομπή έναν κύκλο ολόγυρά τους. Ύστερα έριξε το βλέμμα της στη γη. Είδε τα δυό παιδιά της σφαγμένα νεκρά να κείτονται στα πόδια της. Πήγε στον Ετεοκλή, τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Ύστερα στον Πολυνείκη κάνοντας το ίδιο στα μαλλιά του. Μετά έσκυψε, πήρε το ένα από τα σπαθιά που ήταν πεσμένα καταγής και διαπέρασε το κορμί της με την κοφτερή του λεπίδα πέρα ως πέρα. Έπεσε νεκρή χωρίς να βγάλει άχνα ή λέξη καμία ανάμεσά τους.

Αν μπορούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή να έβλεπε το βλέμμα και την όψη του προσώπου της Αντιγόνης δεν θα μπορούσε να περιγράψει με λόγια αυτό που αντίκριζε. Ένα βλέμμα παραλογισμού και οδύνης μαζί. Απελπισίας και πόνου. Απορίας και απόγνωσης. Πήγε να κινηθεί αλλά ένιωσε δύο χέρια στιβαρά να την τραβάνε προς τα πίσω. Παρά τη λυσσασμένη της προσπάθεια να γαντζωθεί εκεί στη γη, ο Δήλιος, με άλλους στρατιώτες, την έσερναν προ τα πίσω για να την βάλουν ασφαλή πίσω πάλι στα τείχη. Ήξεραν ότι το κακό δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και είχαν χρέος να τη σώσουν. Αυτήν, την τελευταία ζωντανή κόρη του Οιδίποδα, του πάλαι ποτέ ένδοξου βασιλιά τους.


Το τραγικό τέλος της μάχης-Αμφιάραος

Μεγάλη αντάρα και αναταραχή ακολούθησε τα συμβάντα της μονομαχίας. Θηβαίοι και Αργείοι στρατηγοί φιλονικούσαν για το τι πρόκειται να γίνει στη συνέχεια ύστερα απ το θάνατο των δύο αδελφών. Ο Υπέρβιος με τον Λασθένη και τους άλλους Θηβαίους πολέμαρχους πήραν την απόφαση χωρίς δεύτερη σκέψη. Επίθεση με κάθε μέσο!

Το Ιππικό των Θηβαίων με σάλπισμα ξεχύθηκε από τις πλαϊνές πύλες της πόλης και πλευροκόπησε τους Δαναούς επιτυγχάνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό. Το δε πεζικό τους, οργανωμένο και συντεταγμένο κινήθηκε άμεσα και άρχισε να πέφτει με μανία πάνω στους πεζούς αντιπάλους. Τα άρματα πήραν φωτιά, τα σπαθιά κινήθηκαν φονικά. Ο Άδραστος είδε τον πανικό στις γραμμές του στρατού του και προσπάθησε να συγκροτήσει μια αμυντική γραμμή. Όμως ήταν αργά. Οι περισσότεροι πολέμαρχοι των Δαναών είχαν σκοτωθεί. Έμεναν μόνο, εκτός από το βασιλιά, ο Αμφιάραος με τον Ιππομέδοντα. Ο τελευταίος έδινε δυνατές μάχες προσπαθώντας να υποχωρήσει οργανωμένα αλλά σύντομα κυκλώθηκε από το Ιππικό των Θηβαίων. Οι άντρες του έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Ο Υπέρβιος, ο στρατηγός των Θηβαίων, τον είδε απομονωμένο. Τον εγκλώβισε ανάμεσα σε πολλές εχθρικές δυνάμεις και τον σκότωσε.1

Οι Αργείοι είχαν αρχίσει πανικόβλητοι να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης άτακτοι. Ο Άδραστος έδινε μάχες οπισθοφυλακής καλώντας τους στρατιώτες του να υποχωρήσουν τακτικά πίσω από τον Ισμηνό αλλά οι κινήσεις του ήταν μάταιες. Το μάτι του στην άκρη έπιασε το άρμα του Αμφιάραου με τον Βάτωνα στα ηνία να εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης πανικόβλητος.

Ο μάντης από ένα σημείο και μετά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτή τη μάχη. Μέσα του ξύπνησε η δύναμη που ασκούσε ο χρησμός στο μυαλό του. Ένιωσε να παραλύει και να μην μπορεί καν να πολεμήσει. Η μαντεία τον είχε χειραγωγήσει εντελώς και είχε ευνουχίσει τη σκέψη και την πάλαι ποτέ μεγάλη του μαχητικότητα.

“Βάτωνα, δεν ωφελεί! Φεύγουμε! Εγκαταλείπουμε να σωθούμε!” φώναξε κάποια στιγμή στον ηνιόχό του. Εκείνος τού έριξε μια απελπισμένη ματιά και έστρεψε τα άλογα του άρματος προς τα πίσω, στη φυγή. Ο Περικλύμενος από τους Θηβαίους είδε το άρμα του μάντη και τον πήρε αποφασιστικά στο κατόπι με μανία. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε να εξιλεωθεί μετά τη ντροπή του για την εγκατάλειψη της αγαπημένης του στη σφαγή. Ο Άδραστος παρακολουθούσε με το βλέμμα του, όσο τού επέτρεπαν οι συνθήκες, τον Αμφιάραο να εγκαταλείπει πανικόβλητος το πεδίο και πίσω του το άρμα του Θηβαίου στρατηλάτη να τον καταδιώκει σε απόσταση βολής. Η εικόνα που έβλεπε ήταν σοκαριστική για αυτόν. Ποτέ δεν πίστευε ότι ο γενναίος μαχητής και πολεμιστής Αμφιάραος θα εγκατέλειπε μια τέτοια μάχη με τέτοιο ατιμωτικό τρόπο. Ο Περικλύμενος πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον διωκόμενο και τα ακόντια που έριχνε πέρναγαν ξυστά από τους δύο μπροστά.

Ταπείνωση! Η καταρράκωση ενός μύθου. Ένα τέλος που δεν άρμοζε στον άνθρωπο αυτό. Το τέλος του μάντη ήταν πια δεδομένο. Ο Περικλύμενος2 είχε πια φτάσει σχεδόν δίπλα στο άρμα του. Ο ηνίοχός του κρατούσε σταθερή πορεία. Οι τροχοί των δύο αρμάτων στρίγγλιζαν από την τριβή μεταξύ τους. Ο Θηβαίος πολέμαρχος, γιος του Ποσειδώνα, ζύγισε ένα ακόμα δόρυ στο χέρι του. Σε λίγα δευτερόλεπτα το φονικό δόρυ θα έφευγε με στόχο την πλάτη του Αμφιάραου. Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος.

Όμως μια τέτοια ταπείνωση δεν ήταν ανεκτή απ τον κύρη του Ολύμπου για τον αγαπημένο του μάντη. Τη στιγμή που το ακόντιο έφευγε από το χέρι του Περικλύμενου, λίγο πριν τις όχθες του ποταμού Ισμηνού, η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους. Ένα μεγάλο χάσμα από καθίζηση άνοιξε μπροστά από το άρμα του Αμφιάραου. Σε κλάσματα χρόνου το άρμα του μάντη με τον Βάτωνα μαζί βυθίστηκε στο μαύρο σκοτάδι της γης που άνοιξε κάτω από τα πόδια τους παρασύροντάς τους στην μαύρη αγκαλιά της. Την ίδια στιγμή το δόρυ πέρασε ίσια πάνω από το κεφάλι του μάντη, ενώ ο ηνίοχος του Περικλύμενου μόλις που πρόλαβε να στρίψει το άρμα για να μην ακολουθήσει και αυτό το δρόμο προς τα έγκατα της γης.

Ο Άδραστος είδε σαν χαμένος τον τρόπο που χάθηκε για πάντα ο Αμφιάραος μέσα στο χάσμα. Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους αντιθέσεις και συγκρούσεις, δεν έπαυε να είναι ο άντρας της αδελφής του, ο άνθρωπος που δέθηκε μαζί του με όρκους και συμφωνίες. Πλέον δεν υπήρχε κοντά τους. Κάτι απρόσμενο, κάτι εξωπραγματικό, κάτι έξω από τις δυνάμεις των ανθρώπων, τράβηξε τον μάντη στα σωθικά της γης για να μείνει εκεί για πάντα. Προσπάθησε να κρατήσει τους λυγμούς που τον έπνιξαν. Η μαντεία του Αμφιάραου είχε πλέον εκπληρωθεί. Ο Άδραστος έριξε μια ματιά γύρω του. Το θέαμα που έβλεπε ήταν εφιαλτικό. Ο στρατός του διαλύονταν και οι στρατιώτες του έπεφταν νεκροί ποτίζοντας με το αίμα τους το χώμα του Θηβαϊκού κάμπου. Και οι επτά στρατηγοί, που μπήκαν μπροστά σε αυτήν την εκστρατεία είχαν χαθεί. Έμενε μονάχα ο ίδιος, ζωντανός νεκρός να αναμετριέται με τις τύψεις, τις ενοχές, το φόβο και την απόγνωση. Η μαντεία του Αμφιάραου δικαιωνόταν πανηγυρικά.

“Βασιλιά μου πρέπει να φύγουμε γρήγορα πέρα από τον Ισμηνό, όσοι λίγοι γλιτώσαμε από τον αφανισμό!” φώναξε ένας στρατιώτης με αίματα στο πρόσωπο παρακινώντας τον να καλπάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο δρόμο της φυγής.

Ο βασιλιάς τον κοίταξε με μάτια κόκκινα και τον ακολούθησε περισσότερο μηχανικά παρά με τη θέλησή του. Μέσα του ντρεπόταν την ώρα της επιστροφής, μόνος, νικημένος, ντροπιασμένος, με την ευθύνη να λογοδοτήσει για όλη αυτήν την καταστροφή. Πέρασε καλπάζοντας τις όχθες του Ισμηνού έχοντας πλέον απομακρυνθεί αρκετά από το πεδίο της μάχης. Οι Θηβαίοι είχαν πάψει να τους καταδιώκουν. Είχαν αφοσιωθεί πλέον να τιμήσουν τη νίκη τους. Ο Άδραστος με κάποιες δεκάδες καβαλάρηδες Αργείους που είχαν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί, οι περισσότεροι πληγωμένοι, σταμάτησαν εξουθενωμένοι πια αρκετά μακριά από τον Ισμηνό. Σχεδόν έπεσαν όλοι στη γη ή στηρίχτηκαν στους κορμούς των δέντρων για να πάρουν μια ανάσα.

Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα είχε τραγικό τέλος για τους Αργείους και τους συμμάχους τους αλλά άφησε και το στίγμα του τραγικού θανάτου και στην εφτάπυλη πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας. Τα δύο αδέλφια πλήρωσαν με το αίμα τους την κατάρα του πατέρα τους. Ένας ακόμα τραγικός κύκλος τύλιξε με αίμα τη γενιά του Οιδίποδα, καταδικασμένη να βαδίζει ανάμεσα στα σκοτάδια και στο θάνατο. Ένα μόνο απ τα τέσσερα παιδιά του έμενε ζωντανό. Η Αντιγόνη. Για πόσο όμως ακόμα.



1Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, “Άπαντα 2”, ο Ίσμαρος ήταν εκείνος που σκότωσε τον Ιππομέδοντα

2Ο Περικλύμενος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Χλωρίδας, επίσης κόρης του μάντη Τειρεσία.

Συνεχίζεται...