H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 28 Μαΐου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα) Ανάρτηση 3

"Τα δώρα της Αρμονίας"

Ανάρτηση 3


 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος ("Περί Θεών και κόσμου")

Μια ματιά στα προηγούμενα:

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2


Στα προηγούμενα είδαμε τον Κάδμο και την Αρμονία, στα έσχατα του βίου τους, να θυμούνται τις πρώτες μέρες τους. Την ίδρυση της Καδμείας, τη γνωριμία τους, το θρυλικό θεϊκό τους γάμο αλλά και τα πανάκριβα και σημαντικά εκείνα δώρα που δόθηκαν στην Αρμονία. Το πέπλο και το υπέρλαμπρο περιδέραιο. Δώρα, που σημάδεψαν την ύστερη ζωή τους και αυτή των παιδιών τους. Τέλος γίναμε μάρτυρες του τέλους της ζωής τους εκεί ψηλά στην Εγχέλεια, όπου, πάντα αγαπημένοι και λατρεμένοι, στα Ιλίσια πεδία με μεσολάβηση του άρχοντα Δία έχοντας πρώτα μεταμορφωθεί σε φίδια.


Ανάρτηση 3


Κεφάλαιο 1.2  Η κληρονομιά μιας κατάρας

 

1.2.1 Ο κύκλος των βασιλέων

 

Το λιοπύρι έκαιγε στο κάμπο της Βοιωτίας. Το καλοκαίρι τούτο ήταν καυτό. Ο κάματος στα ζώα και στους ανθρώπους ήταν πολύ μεγάλος. Το ΄βλεπες στον ιδρώτα των ανθρώπων που πάλευαν με τη γη. Το κοίταζες στα ζώα, που αγκομαχούσαν να τραβήξουν τα κάρα και τις άμαξες. Ένα παράξενο καλοκαίρι.  Το μικρό καραβάνι των εμπόρων πορεύονταν στο δρόμο για τη Θήβα. Η διαδρομή μεγάλη απ' την Αττική και δύσβατη. Ευτυχώς τα μεγάλα και δύσκολα μέρη είχαν τελειώσει. Τώρα είχαν πάρει τη στράτα στο τέλος της διαδρομής.

 

Στο βάθος φάνταζαν πια τα ψηλά τείχη της Θήβας, της εφτάπυλης. Έζωναν την πόλη ολόγυρα στην ακρόπολή της με τεράστιες πέτρες και ύψος.

«Κάθε φορά που θα έρθω στην πόλη για πραμάτεια πάντα θαυμάζω αυτά τα τείχη στην πόλη σας», έσπασε την πρόσκαιρη σιωπή η φωνή ενός ώριμου άντρα, που ήταν πάνω στην άμαξα. Μια άμαξα με έναν συνεπιβάτη φορτωμένη.

«Δεν έχεις άδικο, έτσι πάντα δείχνει από εδώ. Μεγαλόπρεπη, μυθική» απάντησε ο νεαρότερος συνεπιβάτης του.

«Μένεις χρόνια στην πόλη Θηρέα;»

«Ναι εδώ είναι η γεννέτειρά μου Αρχύτα!»

«Έχω ακούσει τόσα και τόσα για αυτήν!»

«Λες για τη Θήβα;»

«Ναι, είχα ακούσει για τον ιδρυτή της τον Κάδμο και τη γυναίκα του την Αρμονία»

«Πας πολύ πίσω, στα βάθη του χρόνου. Περίπου πέντε γενιές πίσω», συμπλήρωσε ο συνεπιβάτης του.

«Έχουν περάσει τόσα χρόνια ε;»

«Και τόσα γενόμενα»

«Ποιος είναι τώρα βασιλιάς;»

«Ο Οιδίποδας, ο γιος του Λάιου»

«Πριν απ' αυτόν;»

Ο νεαρότερος Θηβαίος τον κοίταξε στα μάτια.

«Σου αρέσει να μαθαίνεις την ιστορία των τόπων ε;»

«Πολύ! Έμπορος είμαι Θηρέα, μην το ξεχνάς. Και ένας καλός έμπορος πρέπει να γνωρίζει την ιστορία των τόπων, που δουλεύει το μόχθο του. Και να τον σέβεται»

«Σαν έφυγαν απ την πόλη ο Κάδμος με την γυναίκα του την Αρμονία που ανέφερες, άφησαν πίσω τους βασιλιά τον Πενθέα αλλά η ασέβειά του στον Διόνυσο τού στοίχισε το θρόνο. Στη θέση του έγινε βασιλιάς ο Πολύδωρος»

«Αυτός δεν ήταν γιος τους;»

«Ναι, αλλά ήταν άτυχος γιατί πέθανε νωρίς. Και ο διάδοχος και γιος του ο Λάβδακος ήταν παιδί»

«Έσπασε η διαδοχή;»

«Ο Πολύδωρος είχε αφήσει κάτι σαν επίτροπο τον Νυκτέα...»

«Λες για αυτόν που αυτοκτόνησε νομίζω;»

«Ναι, γιατί η κόρη του η Αντιόπη παντρεύτηκε τον Επωπέα, τον βασιλιά της Σικυώνας»

«Και;»

«Ανέλαβε ο Λύκος, ο αδελφός του. Σεβάσμιος άνθρωπος. Σαν μεγάλωσε ο Λάβδακος του παρέδωσε την αρχή. Αλλά κι αυτός χάθηκε νέος!»

«Φυσικό θάνατο;»

«Ναι»

«Άκληρος;»

«Όχι. Είχε ένα γιο, τον Λάιο, ήταν ο διάδοχος αλλά ήταν παιδί. Τότες την εξουσία στην πόλη ανέλαβαν τα παιδιά της Αντιόπης. Ο Ζήθος και ο Αμφίωνας»

«Ακουστά τούς έχω. Λέγανε για αυτούς στην Αθήνα»

«Στην αρχή ήρθανε στη Θήβα σαν κατακτητές. Ύστερα όμως της έδωσαν ζωή. Ένωσαν τα δυό της κομμάτια, τη Θίσβη και την παλιά πόλη που είχε χτίσει ο Κάδμος, την Καδμεία και έτσι είναι αυτό που ξέρεις σήμερα»

«Από εκεί τους ξέρω. Τους μνημονεύουν για τα τείχη»

«Ακριβώς Αρχύτα! Πήραν τα παλιά τείχη της πόλης και τα μεγάλωσαν. Έτσι έγινε αυτό που είναι σήμερα με τις εφτά πύλες».

Ο Θηρέας άνοιξε λίγο το παγούρι του να πιει λίγο νερό.

«Κοντεύουμε»,  του είπε ο Αρχύτας, ο άλλος συνέχισε αφού προσέφερε νερό και στον συνταξιδιώτη του.

«Ύστερα ήταν η ώρα του Λάιου να γίνει βασιλιάς. Και εκεί άρχισε το μεγάλο κακό...», το πρόσωπό του σκοτείνιασε απότομα. Ο Αρχύτας τον κοίταξε.

«Κάτι λέγανε για κείνον στην Αθήνα, κάτι βαρύ και ανόσιο»

«Ναι! Σ’ αυτόν ανήκει η αρχή της μεγάλης κατάρας!»

«Δηλαδή;»

«Ανούσια έργα των θνητών! Αμαρτίες δικές τους στο δικό μας το αίμα»

«Τι έκανε;»

«Ο βασιλιάς γνωρίστηκε με τον νεαρό τον Χρύσιππο, νόθο γιό του Πέλοπα και της Αξιόπης. Σε κάποιους αγώνες λέγανε, στη Νεμέα. Τον ερωτεύτηκε και ο μικρός σφάχτηκε με το σπαθί του απ τη ντροπή»

«Ο δύσμοιρος...»

«Δεν ξέρω ποιος πραγματικά ήταν ο δύσμοιρος σε αυτήν την ιστορία Αρχύτα. Ή αν ήταν όλοι. Μα πάνω απ όλα οι επόμενες γενιές και εμείς οι αθώοι»

«Γιατί;»

«Η οργή των Θεών έφερε την καταστροφή στη Θήβα και μελλούμενα μαύρα. Κατάρες, χρησμοί. [1]

“Ανάθεμα τα κρίματα των ανθρώπων, μα τι φταίνε οι αθώοι; Τι έγινε στην πόλη;”

“Και τι δεν έγινε. Η εφτάπυλη έγινε πηγή αρρώστιας και θανάτου”

“Με τρομάζεις…”

“Άρα δεν ξέρεις. Για το τέρας, για την τραγουδίστρα τη Σφίγγα και τους γρίφους του θανάτου”[2]

“Ακουστά σαν μύθο το είχαμε εμείς στις άλλες πόλεις”

“Μακάρι να ήταν μύθος Αρχύτα. Αλλά ήταν μια αλήθεια, μια φριχτή αλήθεια. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας με κεφάλι ωραίας γυναίκας και σώμα φιδιού, που έστειλε η Ήρα κατάρα στο Λάιο και στη γενιά του”

“Μα λένε ότι κάποιος την ξέκανε και ελεύθερη είναι τώρα η πόλη..”

Ο Θηρέας κοίταξε κατάματα τον συνταξιδιώτη του.

“Πως φαίνονται τα χρόνια που σε χωρίζουν απ’ εδώ!”

“Τι θες να πεις;”

“Της χώρας τώρα ο βασιλιάς την ξέκανε τη Σφίγγα, αυτός που ‘ναι τώρα δα κλεισμένος στα πιο βαθιά δώματα του παλατιού, ο Οιδίποδας”

Ο Αρχύτας ένιωσε να ανατριχιάζει. Σταμάτησε το διάλογο και άπλωσε ένα γύρω το βλέμμα του. Με τη δύναμη της κουβέντας δεν είχαν λογαριάσει πόσο κοντά πια ήταν στα τείχη της πόλης. Λίγα μέτρα τους χώριζαν απ την πύλη.

“Φτάσαμε”, του είπε ο Θηρέας.

Η άμαξα με τις άλλες μαζί και αρκετούς καβαλάρηδες συνοδεία περνούσε μια απ τις πύλες της Θήβας. Η εικόνα ήταν εντυπωσιακή. Δέος κάτω από τα μεγάλα τείχη που λες και έκλειναν στην στιβαρή αγκαλιά τους ολόγυρα την πόλη. Μα μέσα οι άνθρωποι βουβοί, με βλέμματα παράταιρα. Βουτηγμένα στη σιωπή. Και πρόσωπα σκυμμένα να συνοδεύουν τα βήματά τους χωρίς πολλά-πολλά. Ο Θηρέας καθώς πια περνούσαν μέσα απ τα πρώτα στενά της πόλης σχεδόν μονολόγησε στον διπλανό του

“Αυτήν είναι τώρα η μεγάλη Θήβα. Κοίτα την απόγνωση στα μάτια τους! Τον πόνο στην καρδιά τους”

“Σαν κάτι να τους βασανίζει λες, πόσο δίκιο έχεις”, απάντησε ο Αρχύτας κοιτώντας με σέβαση και προσοχή ολόγυρά του.

“Ποιο άγος και μίασμα πέφτει δα στις στράτες της Θήβας, Θηρέα;”

“Θα το μάθεις… θα το δεις με τα μάτια σου… πόσο καιρό θα μείνεις;” τον ρώτησε ο Θηρέας.

“Όσο να πουλήσω τη πραμάτεια μου, να πάρω κι αυτά που λογαριάζω για το γυρισμό. Θα είναι κάποιες μέρες…”

“Τότε έχεις χρόνο να τα ξαναπούμε αν ανταμώσουμε ξανά”.

Ο Αρχύτας τον κοίταξε κατάματα.

“Θα το ήθελα πολύ. Και χάρηκα αλήθεια που κάναμε μαζί αυτό μας το ταξίδι. Κοντά σου, απ την Αθήνα, έμαθα πολλά…”

“Και εγώ επίσης άλλα τόσα” αποκρίθηκε εκείνος.

Με τους λογισμούς και τις σκέψεις να καταλαγιάζουν στο νου τους σιώπησαν για λίγο. Λίγα στενά τους χώριζαν από την αγορά. Και κάμποσα θλιμμένα και παράξενα μάτια ενώθηκαν στα δικά τους βλέμματα.

Χωρισμός Ιοκάστης και Οιδίποδα-Πίνακας του Alexandre Cabanel-1843


 

1.2.2  Στο παλάτι της Θήβας

 

“Αντιγόνη! Φώναξες τα αδέλφια σου;”

“Ναι, μητέρα, τους μήνυσα, όπου να ‘ναι θα φανούν”

Η Ιοκάστη σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. Το όμορφο πρόσωπό της έδειχνε αυλακωμένο από τον εσωτερικό πόνο. Ήταν επιβλητική γυναίκα. Κάποτε ο αδελφός της ο Κρέων την είχε καμάρι στην πόλη και στο βασίλειο της Θήβας. Πριγκηποπούλα επιβλητική κι αρχοντική. Την είχε εκείνος τάξει βασίλισσα να γενεί στο πλάι εκείνου που θα απάλλασσε την πόλη από τη μάστιγα της Σφίγγας.  Χήρα του Λάιου η αδελφή του έμενε κενή η κλίνη της μετά το θάνατο του άντρα της σε εκείνο το παράξενο τρίστρατο έξω απ την πόλη. Σε εκείνο το καταραμένο τρίστρατο, που η μοίρα έπαιξε το δικό της παιχνίδι για να πληρωθεί ο χρησμός. Σε εκείνο τον τόπο, που ο άντρας της μπλέχτηκε σε συμπλοκή με κάποιον και έπεσε νεκρός.

 

Ο αδελφός της, ο Κρέων, δεν έμαθε ποτέ ότι η Ιοκάστη κι ο άντρας της ο Λάιος, στων ηδονών τους τα ταξίδια, παράκουσαν το χρησμό και απέκτησαν παιδί. Ένα γιο. Έναν γιο που, οι δυό τους, απεγνωσμένα και πανικόβλητοι προσπάθησαν να αφανίσουν ξεφορτώνοντάς τον ως μωρό στου Κιθαιρώνα της πλαγιές.

 

Τώρα το σώμα της είχε βαρύνει νοσηρά. Λες και δεν άντεχε τον μαύρο φόρτο της καρδιάς της. Ποιος θα μπορούσε να σηκώσει τέτοια αλήθεια. Ποιος! Το όμορφο πρόσωπό της είχε τη χλωμάδα της νύχτας, τα μαλλιά της είχαν χάσει τη λάμψη τους και τα δυό εκφραστικά της μάτια είχαν κρυφτεί στο μέτωπό της σαν να προσπαθούσαν να μην βλέπουν του ήλιου τα γενόμενα.

 

“Ο πατέρας τι κάνει; Γαλήνεψε καθόλου;” Έκοψε τις σκέψεις της η Αντιγόνη, η μεγάλη της κόρη.

“Όχι, καθόλου! Κάθε μέρα που περνά γίνεται όλο και χειρότερα!”

“Αλίμονο”

“Από τότε που έμαθε την αλήθεια και τα ανόσια ήρθαν στο φως προτίμησε να αφανίσει το δικό του φως με τα ίδια του τα χέρια”[3]

“Πώς μπόρεσε μητέρα! Πώς το αντεξε!” Είπε η Αντιγόνη αφήνοντας το κορμί της να φωλιάσει τρυφερά στην αγκαλιά της μητέρας της.

“Ποιο απ' όλα να αντέξει κόρη μου; Ποιο; Το ότι πλάγιαζε στο ίδιο κρεβάτι με την ίδια του τη μάνα; Ότι τα τέσσερα παιδιά του είναι κι αδέλφια του;”

“Ω Θεοί γιατί;”

“Τι απ' όλα αυτά να μπορέσει να βαστάξει στο μυαλό και στην καρδιά του! Ποιος ανθρώπινος νους μπορεί να τα χωρέσει όλα αυτά! Ω καταραμένη ήταν η ώρα που αφέθηκα στης ηδονής τη κλίνη με τον πρώτο μου άντρα τον Λάιο!”

“Πάψε μητέρα!”

“Καταραμένη παιδί μου η στιγμή που παραδόθηκα στη φλόγα της δικής του αγκαλιάς. Αλλά δεν η ήξερα η δύσμοιρη!”

“Δεν σου είχε πει τίποτα πριν;”

“Τίποτα! Μήτε λέξη! Μόνο σαν έμαθε για το χρησμό άρχισε να με αποφεύγει. Δεν ήθελε να μένει μαζί μου, δεν άπλωνε το χέρι του τρυφερά στο διψασμένο μου κορμί. Μόλις έκανα να τον αγγίξω αποτραβιόταν. Δεν ήξερα!”[4]

“Άβουλη και μέσα στην άγνοια έμενες δύσμοιρη μητέρα”

“Δεν άντεχα να ζούμε έτσι. Ήμουνα νέα. Ήθελα να ζήσω. Τον αγαπούσα. Και τότε έγινε το κακό. Εκείνη τη νύχτα που τον μέθυσα για να γίνω δική του. Μη γνωρίζοντας ότι άνοιξα τις πόρτες της καταστροφής”

“Ηρέμησε Μάνα! Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τώρα πια των Θεών την απόφαση μήτε των Μοιρών τα τερτίπια. Από εδώ και μπρος να δούμε τι θα κάνουμε. Μάζεψε τον πόνο σου, στύλωσε το κορμί σου, κάνε πέτρα την καρδιά σου”

“Το θαρρείς εύκολο θυγατέρα μου;”

“Όχι! Αλλά έχεις τον άντρα σου να δεις, να τού σταθείς”

“Τον άντρα μου και ...γιο μου!” αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας σύγκορμη “Δεν τολμώ μήτε να το πω”

“Έχεις και μας, τα τέσσερά σου παιδιά. Μαζί σου θα μείνουμε για πάντα μητέρα. Μαζί σας. Ως το τέλος!’

“Δεν έχει ζωή εδώ ο πατέρας σας παιδιά μου. Δεν τον σηκώνει ο τόπος. Πρέπει να φύγει”

“Να πάει που;”

“Νομίζω πως θα σκέφτεται να πάει ικέτης στην Αθήνα. Αλλά μόνος του είναι αδύνατον, καταλαβαίνετε. Πρέπει κάποιος να τον συνοδεύσει εκεί”

Οι δύο αδελφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Σαν να προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Τη σιωπή έλυσε η Αντιγόνη.

“Αν χρειαστεί κάτι τέτοιο θα τον πάμε εμείς μητέρα...”

 

Αγκαλιάστηκαν μέσα σε έναν σπαραγμό που έβγαινε απ την καρδιά τους με λυγμούς. Μέχρι που τα βήματα και ο ερχομός του Ετεοκλή χώρισε την αγκαλιά τους.

“Μάνα μάς φώναξες! Ήρθα, τι μάς γυρεύεις;”

Εκείνη σηκώθηκε στα πόδια της, προσπάθησε να ανακτήσει και πάλι την εξωτερική της δύναμη.

“Έλα παιδί μου Ετεοκλή, περιμένω και σένα και τον αδελφό σου τον Πολυνείκη”

“Τι έτρεξε πάλι;”

“Ο Πατέρας σας, σάς αναζητά επίμονα!”

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μεγάλο δώμα και ο Πολυνείκης. Άκουσε την τελευταία φράση της μητέρας του και αποκρίθηκε εκείνος:

“Τι θέλει πάλι; Τι ζητά; Δεν βλέπει τι έχει γίνει;”

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και η Ισμήνη. Έσμιξαν όλοι μια οικογένεια, μια σκέψη.

“Πάμε μέσα σας ζητά, φωνάζει εδώ και μέρες”

Τα δύο αδέλφια απαντούν με θυμό στο λόγο τους και αποφασιστικότητα.

“Είναι ώρα λοιπόν να ξεδιαλύνουμε την κατάσταση. Δεν μπορεί να τραβήξει άλλο όλο αυτό. Πάμε μητέρα!”

“Αντιγόνη, Ισμήνη, μείνετε εσείς εδώ, μην φύγετε. Πρέπει να μιλήσουμε μετά”

Οι δύο αδελφές έμειναν στο μεγάλο δώμα την ίδια στιγμή που τα αδέλφια τους με την μητέρα τους την Ιοκάστη χάνονταν στο βάθος του διαδρόμου για να συναντήσουν τον πατέρα τους.

 

Το δώμα που έμενε κλεισμένος ο Οιδίποδας ήταν στο βάθος του παλατιού. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τη μαύρη και τραγική εκείνη ημέρα που τυφλώθηκε με τα ίδια του τα χέρια και το δωμάτιο αυτό είχε γίνει κάτι σαν φυλακή του. Ο πάλαι ποτέ μεγάλος και τραγουδισμένος βασιλιάς της εφτάπυλης Θήβας. Το κορμί του, μέσα σε λίγο χρόνο, είχε διπλώσει από το βάρος της δυστυχίας που τον βάραινε αδυσώπητο. Αντί για τα βασιλικά του ρούχα και τα διαδήματα ένας απλός λευκόγκριζος χιτώνας έντυνε το σώμα του. Τα χέρια του, τα τρεμάμενα χέρια του, λυγισμένα από το άγος, προσπαθούσαν να βρουν στήριξη σε ένα μεγάλο ξύλινο ραβδί. Και το πρόσωπό του, αχ αυτό το πρόσωπό του. Με τα μάτια του δεμένα δυο ορθάνοιχτες πληγές φορτωμένες τρόμο, ντροπή και πόνο.

 

Στηρίχτηκε στο ξύλινο ραβδί του και προσπάθησε να ψηλαφίσει το χώρο μέσα στο δώμα. Έψαχνε με αγωνία το άνοιγμα ενός παραθύρου. Πόσο είχε ανάγκη από εκείνο το φρέσκο ζωογόνο αγέρα που φύσαγε στη Βοιωτική γη. Άρχισε εκεί, μόνος του, να μονολογεί με φωνή που πνιγόταν στην συγκίνηση.

 

“Μεγάλε βασιλιά Οιδίποδα! Ιδού η κατάντια σου! Γέρος, τυφλός, αδύναμος, καταραμένος και φυλακισμένος από τα ίδια σου τα παιδιά. Βυθισμένος στο σκοτάδι. Μεγάλε βασιλιά Οιδίποδα. Γιε του Λάιου και της Ιοκάστης, απόγονε του μεγάλου Κάδμου και της Θεοκόρης Αρμονίας. Που είναι η δόξα σου; Ακούς άραγε εκείνες τις ιαχές θριάμβου του λαού σου σαν τους λευτέρωσες από την δολοφόνα Σφίγγα; Θυμάσαι την αψάδα και την παλικαριά σου, τη ρώμη αλλά και τη μοναδική ευστροφία του μυαλού σου να λύσεις το γρίφο που κρατούσε τη πόλη και το λαό της έρμαιο στα νύχια της κόρης των Τιτάνων; Τότε που σε σήκωσαν στα χέρια για να σε τιμήσουν σαν το σωτήρα τους. Τότε που ο Κρέων σε έχρισε βασιλιά εκπληρώνοντας το τάμα του, δίνοντας γυναίκα σου την αδελφή του την Ιοκάστη, αλίμονο! [5] Δες τώρα και μέτρα τα χρόνια σου. Εδώ φυλακισμένος από τους γιούς σου, ανόσια επιλογή.

 

Τις σκέψεις του διέκοψε ο θόρυβος από τα βήματα των γιων του και της Ιοκάστης που έφταναν στο δώμα. Μπήκαν μέσα. Εκείνος ένιωσε την παρουσία τους.

“Ποιος είναι στη σκοτεινή μου φυλακή;” ρώτησε.

“Εγώ και οι δύο σου γιοί Οιδίποδα” απάντησε η Ιοκάστη.

“Ήρθατε επιτέλους!” τούς είπε.

“Ναι πατέρα, μάς ζήτησες, είμαστε εδώ”, απάντησε ο Ετεοκλής. Στάθηκαν όλοι ολόγυρά του.

“Ως πότε θα κρατάτε το δύστυχο πατέρα σας φυλακισμένο εδώ; Δεν με φτάνουν τα δικά μου σκοτάδια πρέπει να ζω αποκλεισμένος; Τι είναι τώρα αυτή σας η απόφαση; Γιατί δεν μ’ αφήνετε να βγω από εδώ;”

“Πατέρα διανοείσαι τι γίνεται έξω στη πόλη;” τον ρώτησε ο Πολυνείκης.

“Σαν τι να γίνεται δηλαδή;” έκανε ο Οιδίποδας με υψωμένη τη φωνή.

“Μια άρρωστη ατμόσφαιρα έχει γεμίσει απ άκρου σε άκρου την πόλη. Δεν το καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να σταθείς πουθενά;” τού απάντησε.

“Γιατί; Δεν στάθηκε ικανή η δική μου η τύφλωση; Η ταπείνωση; Το χάσιμο του θρόνου μου; Τι άλλο προσμένετε από μένα;”

“Πατέρα! Έχεις αναρωτηθεί τι έχεις κάνει στην πόλη;” Τον ρώτησε σκληρά ο Ετεοκλής.

“Το τι έχω κάνει και δεν έχω κάνει το ξέρω καλύτερα εγώ και η μάνα σας που στέκει εδώ μπροστά μου σιωπηλή. Και το βάρος που κουβαλάμε κι οι δυό μας δεν μπορείτε να το λογαριάσετε”

“Δεν είσαι επιθυμητός στη Θήβα πατέρα!” πετάχτηκε ο Πολυνείκης.

“Πως; Το λες εσύ αυτό;” Ήταν η οργισμένη του απόκριση.

“Εμείς το λέμε ναι!” Συμπλήρωσε ο Ετεοκλής για να συνεχίσει ο αδελφός του.

“Η πόλη βοά, δεν έχεις τόπο εδώ! Ζητάνε όλοι να φύγεις, να απαλλαγεί η Θήβα απ το μίασμα”

“Αλίμονο, ανόσια απαίτηση” Διέκοψε ο Οιδίποδας.

“Ποιος να σε δει, ποιος να σε αντικρίσει! Πού να περιφέρεις τούτο το κορμί σου” έκανε ο Πολυνείκης.
“Σταματήστε!” Μπήκε στη μέση η Ιοκάστη καθώς άναβε η φωτιά της έριδας ανάμεσά τους.

“Άφησέ τους! Μην τους σταματάς. Ας συνεχίσουν το δηλητήριο των λόγων τους. Λες και εγώ ή εσύ είμαστε οι φταίχτες της συμφοράς”

“Αλλά ποιος είναι πατέρα;” Έσκουξαν και οι δυο.

“Γιατί; Μα γιατί μου καταλογίζετε τούτο το δόλο; Την αλήθεια τη μάθατε καλύτερα απ τον καθένα.  Σε τι έφταιξα εγώ στου χρησμού την κατάρα;” Ακούστηκε ο λόγος του γεμάτος οδύνη.

“Τα γενόμενα μιλάνε μονάχα πατέρα!” φώναξε ο Ετεοκλής, “Τα γενόμενα! Και αυτά λένε ότι η στάση σου έφερε στη πόλη συμφορά, θάνατο και καταστροφή. Και εσύ τώρα ζητάς να βγεις έξω στο φως, να πατήσεις ξανά τη γη της Θήβας, να σε φυσήξει του Αίολου τ’ αγέρι στον κάμπο. Δεν σε θέλει κανείς. Όλοι ζητούν τη φυγή σου και τη δική τους λύτρωση”

“Ω παιδιών λέξεις! Ω του αίμα μου γεννήματα λαβωματιές στην καρδιά μου, στο δόλιο σας πατέρα! Ως που θα το συνεχίσετε αυτό;”

“Ως εκεί που θα αποφασίσουμε εμείς!” απάντησε ο Πολυνείκης.

Ο Οιδίποδας σήκωσε τα χέρια του ψηλά κρατώντας στο ένα το ξύλινο ραβδί του. Η φωνή του ακούστηκε σκληρή, βγαλμένη απ' της ψυχής του τα σκοτεινιασμένα τρίσβαδα:

 

“Τότες φύγετε από μπροστά μου! Χαθείτε και οι δυο σας! Ετεοκλή και Πολυνείκη. Τα παιδιά μου αλίμονο! Δυνάστες του πατέρα τους! Χαθείτε από μπρος μου!”

Όλοι παρακολουθούσαν το ξέσπασμα του γέρου Οιδίποδα. Η Ιοκάστη έχοντας τα χέρια της στο πρόσωπό της προσπαθώντας να το σκίσει αν μπορούσε. Εκείνος συνέχισε:

“Με έχετε εδώ, εγκαταλειμμένο σε ένα δωμάτιο, στα τρίσβαθα του παλατιού…”

Άρχισε να κάνει κάποια ασταθή βήματα μπροστά χωρίς να ξέρει προς τα που να βαδίσει. Το πρόσωπό του ήταν φοβερό στην όψη…

“Σας ντροπιάζω να νιώθω το φως της μέρας! Να ακούω τους ήχους των πουλιών, να νιώθω και εγώ το φύσημα του ανέμου….”

Κάτι σαν δάκρυα άρχισε να τρέχει από τις δύο σκούρες πληγές που σημάδευαν τα μάτια του.

“Δεν το περίμενα ποτέ από τους γιους μου αυτό! Το ανάθεμά μου να έχετε!”

“Όχι Οιδίποδα σταμάτα!” ούρλιαξε η Ιοκάστη χωρίς γλιτωμό. Τα παιδιά της κοιτάζονταν μεταξύ τους μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Εκείνος πια, κοιτώντας στο άπειρο, με απλωμένο το ένα του χέρι ψηλά με τα δάχτυλα ανοιχτά, με το άλλο να στηρίζεται στο ξύλινο ραβδί του. Η φωνή του ακούστηκε ακόμα πιο βροντερή λες και έρχονταν από τα βάθη του Άδη. Αντήχησαν μια προς μια οι λέξεις σε όλο το παλάτι σαν βοή αντάρας.

 

“Θα σας κάνω λοιπόν τη χάρη. Θα φύγω απ' τη γη μου κι απ' της πατρίδας μου τον άνεμο. Ικέτης και πρόσφυγας σε ξένη πόλη φιλόξενη. Να γείρω εκεί το κουρασμένο μου κορμί και πληγωμένο νου μου. Να αναζητήσω εκεί το άσυλο και τη γαλήνη στις συμφορές και στις αντάρες μου. Και ναι, να αναμετρηθώ με τους Θεούς και τον εαυτό μου. Τι έκανα τι δεν έκανα. Σε τι φταίω και σε τι όχι. Όμως εσείς γιοι μου! Ναι εσείς! (Το βλέμμα του ήταν βουτηγμένο στο σκοτάδι). Σε σας τους δυο θα αφήσω τούτο. Να μοιράσετε το βασίλειο και το θρόνο του με αίμα! Να το σφραγίσετε με την κόψη των σπαθιών σας! Έτσι να γενεί! Μ’ αυτόν τον τρόπο να ορίσετε τη βασιλεία σας στη Θήβα”

“Όχι Θεοί!” έσκισε τον αγέρα η κραυγή της Ιοκάστης μην μπορώντας να σταματήσει τους λυγμούς της.

“Πατέρα τι … λες!” έκανε ο Ετεοκλής!

“Φύγετε από μπρος μου το λοιπόν. Χαθείτε! Και αφήστε με στα δικά μου αιώνια σκοτάδια της καταδίκης μου. Δεν θα σας βαρύνω πολύ με την παρουσία μου. Θα μαζέψω τα λίγα μου υπάρχοντα και θα φύγω”

 

Ο Οιδίποδας καταριέται τον Πολυνείκη-Έργο του John Perry, 1826, Bρετανικό μουσείο

Οι φωνές τους είχαν ξεσηκώσει το παλάτι. Η Αντιγόνη με την Ισμήνη έτρεξαν προς το δώμα.

“Πάμε αδελφέ μου, δεν έχουμε θέση εδώ μπροστά σε τούτον τον γέροντα! Τυφλός στα μάτια, τυφλός και στην καρδιά!” Είπε ο Πολυνείκης τραβώντας τον αδελφό του.

“Πάψτε πια!” Ακούστηκε τραγική η φωνή της Ιοκάστης, “Πάψτε! Δεν σας έφτανε τόση δυστυχία, τόσος πόνος και οδύνη. Θέλετε κι άλλα δεινά στις ζωές μας; Σε αυτό που λέμε ζωές μας δηλαδή;”

“Μα δεν τον άκουσες; Της κατάρας του την αντάρα δεν την ένιωσες;” απάντησε ο Ετεοκλής.

“Τι συμβαίνει, τι γίνεται; Γιατί τόσες φωνές;” ακούστηκε η φωνή της Αντιγόνης μπαίνοντας στο δώμα. Ο Οιδίποδας είχε κάτσει στην άκρη της κλίνης του με το σώμα του διπλωμένο στα δύο τρέμοντας.

“Πατέρα τι έχεις;” έκανε εκείνη τρέχοντας προς το μέρος του.

“Πήγαινε να σου πει!” της απάντησε ο Πολυνείκης με ειρωνεία. “Πήγαινε να σου πει πως προικίζει τους γιους του για να βαδίσουν στο δικό του το ποδάρι”

“Πάμε!” είπε ο Πολυνείκης στον αδελφό του με βροντερή φωνή, που ακολούθησε και εκείνος οργισμένος.

 

Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη έσμιξαν δίπλα του. Προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν.

“Δεν έχουμε γλιτωμό….” Ψιθύρισε εκείνος τρέμοντας., “δεν το βλέπετε; δεν έχουμε γλιτωμό…. Η κατάρα που σέρνει η γενιά του Λάβδακου περνάει απ' τις δικές μου πλάτες. Και εκείνα τα δώρα που στεφάνωσαν το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας, ευτυχία δεν έδωσαν, παρά πόνο και φαρμάκι. Θα φύγω κόρη μου. Δρόμο μακρύ θα πάρω σε άλλα χώματα και γη. Μήπως και απαλλάξω τη Θήβα απ' του άγους μου το βάρος. Μήπως και βρω εκεί λίγη γαλήνη να μερέψω τη φωτιά που με καίει”.

“Πατέρα, μόνος σου δεν θα πας πουθενά!” τού είπε αποφασιστικά η Αντιγόνη.

“Τι λες κόρη μου; Να κάνεις τι μαζί μου; Ποια ζωή; Ποιο μέλλον;”

“Δεν ξέρω τι λες και δεν με νοιάζει για το μακρινό αύριο. Κείνο που με νοιάζει είναι ότι δεν θα σ΄ αφήσουμε μονάχο σε τέτοιο ταξίδι.

“Έχει δίκιο η αδελφή μου πατέρα!” πρόσθεσε και η Ισμήνη δίπλα του.

Ο Οιδίποδας άνοιξε τα χέρια του στοργικά και έκλεισε μέσα τους τις δυο του κόρες.

“Πολυαγαπημένες μου… βάρος στις ζωές θα είμαι πάλι”

“Μην βιάζεσαι να κρίνεις πατέρα, θα φύγουμε μαζί για όπου εσύ αποφασίσεις. Και θα δούμε. Μπορεί όλα να αλλάξουν, κανείς δεν μπορεί το αύριο να προδικάσει”  είπε η Αντιγόνη.

“Θα έρθω και εγώ μαζί σας” είπε η Ισμήνη αποφασιστικά.

“Οιδίποδα; Που σκοπεύεις να πάτε;” ρώτησε η Ιοκάστη με αγωνία, “τουλάχιστον να ξέρω…”

“Ο Απόλλωνας με οδηγεί μονάχα σε ένα μέρος. Και αυτό δεν γίνεται τυχαία. Εκεί, ορίζει ο Φοίβος να βρω τη λύτρωση, τον εξευμενισμό αλλά και το τέλος μου. Στην Αθήνα άσυλο να βρω και ικέτης να προσπέσω λογαριάζω. Στη γη του Θησέα, του γιου του Αιγαία και της Αίθρας, του δίκαιου βασιλιά”

Έγειρε στα χέρια της γυναίκας και μάνας του, της τραγικής Ιοκάστης και στις δύο του κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Ένα παράξενο κουβάρι τυλιγμένο στον πόνο και στην οδύνη. Η απόφαση είχε παρθεί. Ήταν η μόνη μοιραία κατάληξη. Μονάχα ο χρόνος και οι λεπτομέρειες της φυγής έμεναν να καθοριστούν.



[1]     Η Ήρα καταράστηκε τη γενιά του Λάιου. Ο χρησμός έλεγε ότι αν κάνει παιδί θα θανατωθεί από το ίδιο.

[2]     Η Σφίγγα, άλλοι λέγανε κόρη της Χίμαιρας και του Όρθου, άλλοι της  Έχιδνας και του Τυφωέα. Την έλεγαν “τραγουδίστρα” γιατί έλεγε τα θανατηφόρα της αινίγματα τραγουδιστά.

[3]     Όταν ο Οιδίποδας έμαθε από τον Τειρεσία την αλήθεια για την καταγωγή του και τη σχέση του με την Ιοκάστη, τυφλώθηκε με τα ίδια του τα χέρια.

[4]     Το Μαντείο των Δελφών είχε ειδοποιήσει τον Λάιο ότι αν έκανε παιδί με την Ιοκάστη τη γυναίκα του, τότε αυτό θα τον σκότωνε αργότερα.

[5]     Ο Κρέων, βασίλευε στη Θήβα προσωρινά μετά το θάνατο του Λάιου. Είχε υποσχεθεί ότι ο άνθρωπος που θα λύσει το γρίφο της Σφίγγας και λευτερώσει τη Θήβα, θα χρισθεί βασιλιάς και θα του δώσει την αδελφή του Ιοκάστη σαν γυναίκα του. Πράγμα που έκανε με τον Οιδίποδα.



Όπως βλέπετε, αγαπημένες φίλες και φίλοι, μπήκαμε πλέον στα γεγονότα του Θηβαϊκού τραγικού κύκλου, τα οποία είναι καθοριστικά για τη συνέχεια, όπως θα δούμε. Για μια ακόμα φορά να σας ευχαριστήσω που είστε εδώ, με τον πολύτιμο χρόνο και τη συμμετοχή σας. Συνεχίζουμε το ταξίδι μας.

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Ιστορικό-μυθολογικό μυθιστόρημα) 2η Ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"

Ανάρτηση 2


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

(Σαλούστιος: Περί Θεών και κόσμου)

Μια ματιά στα προηγούμενα:

1η Ανάρτηση

Ο Κάδμος με τη γυναίκα του, την Αρμονία, στο βασίλειο της Εγχέλειας, όπου περνούν τα ύστατα χρόνια τους, παίρνουν το δρόμο στις μνήμες της ζωής τους. Ο Κάδμος, Τύριος εκ Φοινίκης, στην καταγωγή, γιος του Αγήνορα, σύμφωνα με την ιστορία, κάνει το μεγάλο ταξίδι αποικισμού στην Ελλαδική γη μαζί με πολλούς ακόλουθους. Αναζητά την αδελφή του, την Ευρώπη, την οποία απήγαγαν Κρήτες ναύτες και την μετέφεραν στο νησί τους. (Σύμφωνα με το μύθο, η Ευρώπη απήχθη από το Δία, που την μετέφερε ως ταύρος στο βουνό της Ίδης στην Κρήτη).

Ο Κάδμος θυμάται την περιπλάνησή του στη Βοιωτική γη και την ενέδρα του μεγάλου δράκου, γιου του Άρη, τον οποίο και σκότωσε με τα χέρια του σε σκληρή μάχη. Ακολουθεί η γένεση της μεγάλης πόλης της Θήβας στην οποία θα είναι ο πρώτος βασιλιάς.


1.1.4  Η γνωριμία

 

Η ζέστη εκείνη τη μέρα του καλοκαιριού ήταν αφόρητη. Ο Ελικώνας έδινε μεν άφθονη τη δροσιά του αλλά η γης έκαιγε. Ευτυχώς η σκιά που έδιναν τα δέντρα στο βουνό των Μουσών ήταν ένα πολύτιμο καταφύγιο για κάθε διαβάτη.

Η συνοδεία του βασιλιά Κάδμου επέστρεφε στη Θήβα. Με τον ήλιο να καίει στο καταμεσήμερο όλοι έδειχναν καταπονημένοι απ’ το ταξίδι.

“Σταθείτε εδώ να ξαποστάσουμε, στη συστάδα με τα δέντρα!” Ακούστηκε η φωνή του βασιλιά Κάδμου. Η συνοδεία του σταμάτησε.

“Βάλτε τα άλογα λίγο στη σκιά!” φώναξε ξανά καθώς ξεπέζεψε. Οι άνθρωποί του, στρατιώτες και άλλοι ακόλουθοι ακολούθησαν τη συμβουλή του. Σε λίγο όλοι είχαν κάνει ένα κύκλο κάτω από τα μεγάλα σκιερά δέντρα. Είχαν δρόμο ακόμα πολύ ως τη Θήβα και η απόφασή τους ήταν απόλυτα σωστή.

Σε λίγο ακούστηκαν άλογα από μακριά και σκόνη λίγο πιο πέρα. Οι στρατιώτες σηκώθηκαν.

“Ποιός είναι;” ρώτησε ο Κάδμος.

“Μια συνοδεία από καβαλάρηδες άρχοντά μου”

Δεν πέρασε πολύ ώρα και η συνοδεία φάνηκε να έρχεται κατά το μέρος τους.

“Είναι και γυναίκες ανάμεσά τους” ακούστηκε η φωνή ενός από τους ανθρώπους του Κάδμου.

Εκείνος σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα όλων έπεσε στην συνοδεία, που πλέον είχε ζυγώσει κοντά τους. Μια συνοδεία παράξενη, που δεν την είχαν ξαναδεί στην περιοχή.

 

Μπροστά τους ήταν τέσσερις αστραφτεροί πολεμιστές. Πίσω τους μια άμαξα που την έσερναν δύο κατάλευκα άλογα. Τα μάτια όλων και κύρια του Κάδμου έπεσαν πάνω στην νεαρή κοπέλα που καθόταν δίπλα στον ηνίοχο της άμαξας. Τα βλέμματα όλων γέμισαν θαυμασμό και του Κάδμου έμειναν να κοιτάζουν, σαν μαγεμένα, την όμορφη εκείνη νεαρή γυναίκα. Στο πρόσωπό της μπορούσε κανείς να δει τις ομορφιές της φύσης και της ψυχής να γίνονται ένα. Αλλά στο βλέμμα της έβλεπες και την αστραπή της απόφασης και της σιγουριάς.

Οι συνοδοί της φάνηκαν να ξέρουν τον Κάδμο και απέτισαν τιμές.

“Τις τιμές και το σεβασμό μας στο βασιλιά της Θήβας” ακούστηκε από έναν καβαλάρη αρματωμένο που έδειχνε να είναι ο επικεφαλής.

“Καλώς τους” αποκρίθηκε εκείνος, “Ποιοι είστε;”

“Στη πόλη σου βασιλιά μου πηγαίνουμε, συνοδοί της  κυράς μας”

Ο Κάδμος πλησίασε την άμαξα με βλέμμα χαμένο. Έκθαμβος δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από την νεαρή γυναίκα, που τον κοίταζε και εκείνη με τη σειρά της ίσια στα μάτια.

“Καλώς όρισες κυρά μου στη γη της Θήβας” της είπε κλίνοντας το σώμα.

“Καλώς σε βρήκα βασιλιά Κάδμε”, αποκρίθηκε εκείνη με περισσή σιγουριά που προκάλεσε ψιθύρους.

“Με γνωρίζεις;”

“Πώς θα ‘ταν δυνατό να μην έχω ακουστά το γιό του Αγήνορα και ιδρυτή της πόλης;”

“Και ποιο το όνομά σου;” τη ρώτησε χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.

“Αρμονία με λένε βασιλιά!” αποκρίθηκε εκείνη λάμποντας.

“Τίνος κόρη είσαι κυρά μου;”

Εκείνη χαμογέλασε αινιγματικά και απάντησε:

“Θα μάθεις γρήγορα άρχοντά μου, τώρα ας μας επιτρέψεις να φύγουμε….” είπε κάνοντας νεύμα στους αρματωμένους συνοδούς να ξεκινήσουν.

 

Ο Κάδμος συναίνεσε μην αφήνοντας τα μάτια του από πάνω της ώσπου το αμάξι με τη συνοδεία χάθηκε στο βάθος παίρνοντας τον ίδιο δρόμο που θα ακολουθούσαν και οι ίδιοι σε λίγο. Ήταν σαν να άφησε πίσω, στο πέρασμά της, μια παράξενη λάμψη, ένα θάμπος σαν αυτό, που βγάζει ο ήλιος την αυγή.

 

Είχαν περάσει μέρες από εκείνη τη συνάντηση και ο Κάδμος δεν μπορούσε να βγάλει απ τη σκέψη του τη μορφή εκείνης της παράξενης γυναίκας. Ένιωθε σαν να του είχε κερδίσει τη ψυχή και τη σκέψη. Η φωνή ενός ακόλουθου στα δώματα του παλατιού τον διέκοψε.

“Βασιλιά μου όλα είναι έτοιμα για το αποψινό συμπόσιο και τη γιορτή».

 Ο Κάδμος ετοίμαζε γι’ απόψε έναν ακόμα εξευμενισμό στο όνομα του θεού Άρη, ύστερα από εκείνη τη μέρα, που σκότωσε το δράκοντα, το γιο του. Δεν έφτανε η ασκητική που έκανε ένα χρόνο μετά από τότε για χάρη του, ένιωθε ακόμα φοβισμένος. [1]

 

Οι ιερείς το βράδυ έκαναν τις θυσίες και τις σπονδές προς τιμήν του Θεού. Οι καλεσμένοι, λίγοι και σε σεβάσμια ατμόσφαιρα έμειναν στο παλάτι της πόλης να τιμήσουν λίγο και το βασιλιά πριν αποχωρήσουν. Εκεί κάπου  ανάμεσα το βλέμμα του Κάδμου πάγωσε πραγματικά.

“Ω Θεοί και Μούσες του Ελικώνα!” αναφώνησε ρίχνοντας το βλέμμα του στην είσοδο. Ήταν εκείνη! Η γυναίκα του δάσους! Η γυναίκα της άμαξας! Η Αρμονία! Άφησε κάθε καλεσμένο και πήγε προς το μέρος της. Δίπλα της έστεκαν συνοδές, δύο όμορφες νεαρές παρθένες και πίσω η ίδια αρματωμένη συνοδεία της. Στάθηκε απέναντί τους. Υποκλίθηκαν εκείνοι ελαφρά.

“Εσύ εδώ και πάλι; Ποιες νύμφες του Ελικώνα λησμόνησαν το δρόμο της επιστροφής τους στο ιερό βουνό και βρίσκονται ανάμεσά μας” της είπε. Εκείνη χαμογέλασε και αντέτεινε το χέρι της προς το δικό του σαν χαιρετισμό. Την ίδια στιγμή ένας από τους αρματωμένους ήρθε στο πλάι μπροστά τους, υποκλίθηκε στον Κάδμο και τα λόγια του ακούστηκαν λες και πέρασαν τους πύργους και τα τείχη της πόλης

“Να γνωρίσεις την Αρμονία βασιλιά Κάδμε, την στέλνει ο πατέρας της με τιμή και σκοπό κοντά σου”

Ο Κάδμος ένιωσε να ταράζεται αλλά δεν ήξερε το γιατί.

“Ποιοι είναι οι γονείς της κυράς που έχουμε την τιμή να βρίσκεται κοντά μας;”

Ο αρματωμένος απάντησε αργά τονίζοντας μία προς μια τις λέξεις:

“Είναι η Αρμονία άρχοντα Κάδμε. Κόρη Θεών έχεις τιμή να βρίσκεται μπροστά σου! Γι αυτό απόκριση ανάλογη από σένα εκείνοι περιμένουν”

Όλοι έμειναν άφωνοι από έκπληξη ίσως και φόβο στην αίθουσα. Μόνο εκείνη έστεκε εκεί επιβλητική με το αυθόρμητο χαμόγελο στο φωτεινό της πρόσωπο.

Ο αρματωμένος άντρας συνέχισε:

“Έχεις μπροστά σου την κόρη του Άρη και της Αφροδίτης βασιλιά! Καρπός τους είναι η κυρά μας”

Λες και μια απόλυτη σιωπή πήρε τις λαλιές όλων εκεί στο άκουσμα της μεγάλης κουβέντας. Ο Κάδμος εμφανώς συγκινημένος, έκανε ένα βήμα κοντά στην Αρμονία. Γονάτισε μπροστά της.

“Κυρά μου, φαίνεται ότι ο Άρης ο τρομερός, μοίρα ακλόνητη βάζει στη ζωή μου με τα παιδιά του. Καλώς όρισες στη Θήβα”

 

΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄΄

“Έτσι έμαθα και την καταγωγή σου τότε!” είπε ο Κάδμος δίπλα του στην Αρμονία, καθώς ο στοχασμός τους επέστρεφε στο σήμερα.

“Ναι  και ένιωθα το βλέμμα σου να μαρτυράει τον πόθο σου αλλά και το θαυμασμό σου” απάντησε εκείνη με ένα γλυκό μειδίαμα.

“Λες και οι γονείς σου ήξεραν και έγινε το θέλημά τους. Βρεθήκαμε μαζί….”

“Και ο έρωτας μάς ένωσε, θεός ακαταμάχητος…”

“Σε μια ζωή, σε ένα σώμα..”

“Σε μια ψυχή” του είπε εκείνη.

Ένας όμορφος διάλογος από δύο ανθρώπους που, παρά τα στερνά της ζωής τους, έδειχναν να είναι τόσο μα τόσο αγαπημένοι. Η Αρμονία συνέχισε:

“Θυμάσαι τους γάμους μας αλήθεια;” τον ρώτησε.

“Ποιος δεν θυμάται αυτούς του γάμους! Πως είναι δυνατόν να ξεχαστεί αυτός μας ο γάμος!”

“Δεν το περίμενα ποτέ!”

“Μήτε εγώ, κι όμως! Δεν ακούστηκαν ποτέ τέτοιοι γάμοι στο γένος των Αθανάτων και των θνητών, δεν μαθεύτηκε ποτέ τέτοια σύναξη, τόσο φως, τόσο τραγούδι και χαρά….”

Εκείνη έγειρε μία ακόμα φορά στον ώμο του.

“Να!  Έρχονται στη θύμησή μου τα τείχη της ακρόπολης της Θήβας. Εκεί με έφερε η άμαξα κοντά σου, νύφη!”

Το βλέμμα, η σκέψη τους, η καρδιά τους ταξίδεψε πάλι πίσω σε εκείνες τις στιγμές.



[1]     Ο Κάδμος ποτέ δεν έπαψε να κουβαλά το φόβο από τον θάνατο του δράκοντα, γιου του Άρη. Θεωρούσε ότι πάντα θα κουβαλούσε αυτή την οργή του Θεού πάνω του. Έτσι στην αρχή, για ένα περίπου χρόνο έμεινε σαν ασκητής στην ακολουθία του.

Ο Κάδμος χτίζει τη Θήβα-Πίνακας μητροπολιτικό μουσείο Ν. Υόρκης


1.1.5  Ένας γάμος στη σκιά των Θεών

 

Ολάκερη η πόλη της Θήβας είχε ξεσηκωθεί εκείνη τη μεγάλη μέρα. Τα πάντα ζούσαν στο μεγάλο ερχομό. Γιατί δεν ήταν μονάχα ο γάμος του βασιλιά Κάδμου. Ήταν ένας γάμος θεϊκός και έτσι ετοιμάστηκε για μια τελετή πρωτόγνωρη για την πόλη. Πρώτη φορά και ψηλά στον Όλυμπο, στην κατοικία των Θεών είχαμε ετοιμασίες. Η Θήβα ήταν αγαπημένη πόλη του Δία, ο Άρης πάντρευε την κόρη του όπως και η Αφροδίτη. Κάποιοι Θεοί ετοίμαζαν δώρα μεγάλα και τρανά. Ο Ήφαιστος είχε πάρει εντολή να φροντίσει ο ίδιος για τα γαμήλια δώρα που θα έκαναν οι Θεοί στο γάμο. Όμως, δεν έπαυαν εκεί μεταξύ τους ακόμα και σε αυτήν την προετοιμασία να υπήρχαν μύχιες σκέψεις και ματιές.

 

Η Ήρα κάποια στιγμή ξέκοψε από τη γιορταστική ατμόσφαιρα. Βρέθηκε μόνη, σκεπτική όπως συνήθως. Ο Κάδμος! Αδελφός της Ευρώπης! Εκείνης που μισούσε πολύ. Ήξερε και ένιωθε την αδυναμία του Δία απέναντί του και μέσα της φούντωνε μια πύρινη ζήλια από αυτές, που κατά καιρούς την κυρίευαν, έχοντας κατά νου τα ερωτικά ...παραστρατήματα του άντρα της. Όμως, σκέφτηκε ξανά “Γιατί εγώ η Ήρα να σκέφτομαι άσχημα για τον Κάδμο; Τι μου έκανε ο ενάρετος αυτός άντρας; Όχι! Όχι!” έκανε και απέδιωξε από το μυαλό της όσα νοσηρά την γυρόφερναν.

Αντίθετα ο Ήφαιστος, στην άλλη άκρη, στο εργαστήριο του Ολύμπου, ήταν έτοιμος και περιτύλιγε τα δώρα που προορίζονταν για το ζευγάρι. Μέσα του σιγόκαιγε ο έρωτάς του για τη Θεά που στόλιζε με την ερωτική της παρουσία τον Όλυμπο. Η Αφροδίτη ήταν στιγμές που του έκαιγε το μυαλό στην κυριολεξία. Δεν άντεχε να ξέρει για τους κρυφούς της έρωτες δίπλα σε κάποιον που δεν μπορούσε ο ίδιος να ανταγωνιστεί. Και ο Άρης ήταν ένας από αυτούς. Γεροδεμένος, επιβλητικός, σκληρός και γοητευτικός. Η αίσθηση ότι ετοίμαζε δώρο για την Αρμονία, την κόρη τους, καρπό των καυτών ερωτικών τους στιγμών, τού έφερνε ένα τρομερό σφίξιμο αλλά πολύ σκοτεινές σκέψεις για τα δώρα αυτά. Θα μπορούσε άραγε να χαλιναγωγήσει το πάθος του; Ποιος ξέρει;

 

Ήταν και ο Άρης! Ένιωθε παράξενα. Ξεπροβόδιζε την κόρη του, την Αρμονία για νύφη. Μια κόρη βέβαια άνομου γάμου. Τέκνο μιας φλογερής ερωτικής στιγμής. Από αυτές που οι αθάνατοι δεν δίσταζαν να έχουν. Για αυτό ένιωθε χαρά. Μεγάλη, λαμπερή. Όμως, απ την άλλη ο Κάδμος, ναι ο Κάδμος. Το κοφτερό σπαθί του ήταν αυτό που βυθίστηκε στο λαιμό του ασημένιου εκείνου δράκοντα που φύλαγε την Άρεια πηγή στη Θήβα. Του δράκοντα εκείνου που ήταν αίμα του. Ήταν κι αυτή η δολερή σκέψη που τον βασάνιζε. Που δεν τον άφηνε να ησυχάσει ακόμα και εκείνη τη χαρούμενη μέρα.

 

Ο Κάδμος βγήκε ψηλά στο κάστρο με τον αγέρα απ τα βουνά να δροσίζει την ανάσα του. Η γυναίκα της καρδιάς του ήταν έτοιμη να ενώσει τη ζωή της μαζί του. Μια ψυχή, ένα σώμα. Και η χαρμόσυνη μέρα ήρθε. Μια μέρα ξέχωρη για την πόλη.

“Βασιλιά μου να έχεις τις ευχές όλου του λαού σου”, του είπε ένας από τους ψηλούς ακόλουθούς του.

“Σ’ ευχαριστώ! Θα ήθελα να είχα κοντά μου κάποιον δικό μου. Αλλά μήτε ο πατέρας μου είναι εδώ μήτε η αγαπημένη μου η μάνα η Τηλεφάεσσα. Ήθελε τόσο να είναι κοντά μου αυτές τις ώρες”

“Έχεις όμως τις ευχές της”

 

Θα ‘χε πια σουρουπώσει όταν ξεκίνησε η γαμήλια τελετή. Χιλιάδες πυρσοί άναψαν στη πόλη δίνοντας με το φως τους ένα υπέροχο θέαμα. Ο ίδιος ο Δίας, ο κύριος των Θεών και των ανθρώπων βάδιζε αργά στους δρόμους της πόλης. Του άρεσε η Θήβα, η θέση και η ομορφιά της. Λες και ήταν χτισμένη σε πλάτωμα για χορό. Απ το βάθος φάνηκε το περίλαμπρο άρμα, που το έσερναν δύο παράξενα ζώα. Ένα λιοντάρι και ένας κάπρος. Τι μυστήριο ταίριασμα. Δύο εντελώς αντίθετα ζώα, διαφορετικά. Όμως οι Θεοί έδιναν το δικό τους συμβολισμό. Το όνομα της νύφης ήταν η απάντηση. Αρμονία! Το ταίριασμα των αντιθέτων. Το ήμερο και το άγριο σε μια τέλεια ισορροπία. Αρμονία!

 

*************************

 

“Αυτό ήσουν πάντα!” της είπε χαμογελαστά, κόβοντας τη διήγηση εκείνης της μέρας.

“Τι θες να πεις;” τον ρώτησε.

“Είχες πάνω σου, μέσα σου, το σκοτάδι και το φως, τη θάλασσα και τη στεριά, το άγριο και το ήμερο. Όλα εκείνα τα αντίθετα, που σε σένα δένονταν με μια τέλεια συνύπαρξη. Αρμονία!” της είπε με έμφαση.

“Πάμε αγαπημένε να συνεχίσουμε εκείνη τη μέρα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τις μουσικές….”

Συνέχισαν πάλι το νοσταλγικό τους ταξίδι.

 

************************

 

Η μουσική από τη λύρα του Απόλλωνα δίπλα στο άρμα περνούσε σε κάθε ψυχή και σώμα παντού στην πόλη. Έφτασαν στο συμπόσιο και έκατσαν όλοι μαζί. Σε λαμπερούς χρυσούς θρόνους. Ο Δίας στο πλάι του Κάδμου. Τι τιμή! Κοιτούσε το γιό του Αγήνορα με τα μάτια ενός φίλου που κράτησε την υπόσχεσή του. Και το γλέντι του γάμου καλά κρατούσε. Δίπλα στον γαμπρό η Αρμονία, πιο όμορφη από ποτέ. Επιβλητική μα και συνάμα γαλήνια.

 

Και σαν ο δράκοντας σπαρτάρησε στον ξάστερο ουρανό τότε σήμανε η ιερή εκείνη ώρα για να συνοδεύσουν το ζευγάρι στο νυφικό τους κρεββάτι. Ήταν η ώρα των δώρων. Μια ιδιαίτερη και φορτισμένη στιγμή. Πρώτος ο Δίας. Με ένα δώρο παράξενο, διαφορετικό. Χάρισε στον Κάδμο “κάθε τι το τέλειο”. Ένας προς έναν οι Θεοί άφηναν τα δικά τους δώρα. Και εκεί ήρθε η ιερή στιγμή της μάνας!  Η Αφροδίτη πλησίασε την κόρη της, την Αρμονία.

“Αυτό κόρη μου είναι για σένα” της είπε με την γαλήνια και συγκινημένη φωνή της.

Στα χέρια της κρατούσε ένα περιδέραιο που έλαμπε. Ένα μαγικό περιδέραιο που το πέρασε στο λαιμό της κόρης της. Ένα αξιοθαύμαστο έργο φτιαγμένο απ τα χέρια του ίδιου του Ήφαιστου που το είχε κάνει στα γενέθλια του Έρωτα.

“Μητέρα σε ευχαριστώ” της είπε εκείνη ευλαβικά έχοντας κοκκινίσει από συγκίνηση. Το δέρμα της έτρεμε κάτω από το βάρος του. Μια παγωμένη ανατριχίλα πέρασε το κορμί της. Γιατί άραγε;

 

Το περιδέραιο εικόνιζε ένα φίδι που το διαπερνούσαν τα άστρα, με δύο κεφάλια στις άκρες που άνοιγαν τα στόματά τους το ένα απέναντι στο άλλο. Χωρίς όμως να μπορούν να δαγκωθούν. Ανάμεσα στα στόματά τους, χαραγμένα από τα δόντια τους πρόβαλλαν δύο χρυσοί αετοί με απλωμένα τα φτερά. Όπως ήταν τοποθετημένοι στο διπλό λαιμό του φιδιού χρησίμευαν σαν θηλύκι. Τα πετράδια ήταν φίδι, αετός, αστέρι. Ενώ το φως τους τρεμούλιαζε στον αέρα όπως τα κύματα της θάλασσας. Σε αυτό το περιδέραιο λοιπόν όπου ο κόσμος και τα στολίδια συνυπήρχαν αρμονικά σαν την νύφη.[1]

 

Το δεύτερο δώρο ήταν ένα υπέροχο πέπλο. Ένα πέπλο που πολλά λέγονταν για αυτό. Να ήταν άραγε αυτό που Δίας ήθελε να απλώσει πάνω στο κορμί της Ευρώπης σαν λογάριαζε να την αρπάξει; Να ήταν, καθώς λέγανε μερικοί, αυτό που έκαναν οι τρεις Χάριτες και το έδωσαν στην Θεά Αθηνά. Μάλιστα λέγανε πολλοί πως το παράξενο και υπέροχο εκείνο πέπλο ήταν δηλητηριασμένο απ’ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο σαν εκδίκηση για την Αφροδίτη και τον έρωτά της με τον Άρη.

 

Το περιδέραιο έλαμπε γύρω από το λαιμό της Αρμονίας και το πέπλο τύλιγε τους χυτούς της ώμους. Αλλά εκείνη η παράξενη παγωνιά δεν έλεγε να φύγει από το σώμα της λες και κάτι το είχε διαπεράσει. Ήταν κάτι τόσο έντονο, που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ήταν η αρχή. Η αρχή για αυτά τα δύο υπέροχα μα και συνάμα μοιραία δώρα που το πέρασμά τους στο χρόνο θα έγραφε τη δική τους ιστορία και αποτύπωμα.

 

Ο γάμος είχε φουντώσει για τα καλά. Στο γαμήλιο τραπέζι βρέθηκαν και οι Μούσες και οι Χάριτες. Μα ποια αλήθεια τιμή για το νιόνυμφο ζευγάρι. Μέχρι κι ο Απόλλωνας θυμήθηκε την παντοτινή του αγάπη για τη μουσική και ανέλαβε το ρόλο του μαέστρου σε εκείνη την πανδαισία. Πολλά χρόνια μετά, αιώνες ολάκερους, ο Παυσανίας στα γραπτά του έλεγε ότι μπορούσες να δεις το σημείο στη Θήβα όπου ακούστηκε το τραγούδι απ τις Μούσες.

 

Έτσι ήρθε η νύχτα. Σκέπασε με τα πέπλα της την ολοφώτιστη πόλη. Σιγά-σιγά οι πυρσοί έσβησαν και το γλυκολάλημα των Μουσών σταμάτησε. Οι χορευτές απόκαμαν και οι Θεοί με τη σειρά τους αποσύρθηκαν. Το νιόπαντρο ζευγάρι ανυπομονούσε να ζήσει τις δικές του ώρες. Τις δικές τους προσωπικές στιγμές. Μια νέα ζωή ξεκινούσε για αυτούς.

 

******************************

 

“Αλήθεια που βρίσκονται τα γαμήλια δώρα μου Κάδμε;” τον ρώτησε ξαφνικά η Αρμονία κόβοντας το ταξίδι τους στις αναμνήσεις.

“Δεν πήρα τίποτα από αυτά μαζί μας”

“Γιατί; Ήταν για μένα, για το γάμο μας”

“Δεν είδα δα να μας έφεραν και μεγάλη ευτυχία στις ζωές μας. Έμειναν όλα πίσω, στη Θήβα. Κληρονομιά στα παιδιά μας. Στον Πολύδωρο”[2]

“Τα παιδιά μας Κάδμο! Τι απέγιναν τα παιδιά μας;” το ρώτησε με εμφανή συγκίνηση εκείνη, συνεχίζοντας. “Ο γιος μας εντάξει, έμεινε στο πόδι σου, βασιλιάς της Θήβας. Τουλάχιστον να μείνει η γενιά μας πίσω. Όμως οι κόρες μας….”

“Τέσσερα λουλούδια!” απάντησε σαν χαμένος εκείνος.

“Η Σεμέλη, η Ινώ, η Αγαύη και η Αυτονόη μας, γιατί τέτοια τύχη στα κορίτσια μας άντρα μου; Τι έκαναν; Σε τι έφταιξαν και τιμωρήθηκαν έτσι;”

“Όταν η μοίρα και το διάβα των θνητών μπλέκεται με τις  προθέσεις των Θεών τότε πολλές φορές τα κρίματα τα πληρώνουν πάντα οι αθώοι…” της σχολίασε.

“Σαν τα κορίτσια μας…. Θυμάμαι τη Σεμέλη, τη μεγάλη”

“Μάνα Θεού έγινε Αρμονία! Του Διόνυσου, άλλες φορές αυτό θα έμοιαζε ευλογία, όμως…”

“Όμως συνάντησε τη μοχθηρία της Ήρας!”

“Πάψε! Βλασφημείς γυναίκα!”

“Μιλάω σαν γυναίκα, γιατί να φταίει η κόρη μου σαν ο κύρης των Θεών ζαλίστηκε απ την ομορφιά της και πλάγιασε μαζί της; Ποιο το δικό της κρίμα; Γιατί να πληρώσει;”

“Γιατί πάντα οι αδύναμοι πληρώνουν των μεγάλων τα λάθη” [3]

“Ας είναι δοξασμένο το παιδί της, ο Διόνυσος. Την πήρε απ τον Άδη και την έφερε πίσω στον κόσμο των Θεών”

“Με άλλο όνομα! Θυώνη!” είπε εκείνος κουνώντας το κεφάλι του γεμάτος σκέψεις.

“Και η Ινώ μας! Δύσμοιρη κόρη…”

“Καλό είχε άντρα, τον Αθάμαντα, βασιλιά στις Μυκήνες”

“Τα εγγόνια μας τα θυμάσαι Κάδμε; Όμορφα σαν την Ινώ…”

“Ο Λέαρχος  και ο Μελικέρτης… πόσα παιχνίδια μαζί τους σαν τα βλέπαμε μωρά”

Ξαφνικά η Αρμονία σκοτείνιασε λέγοντας: “Τους τρέλανε και πάλι εκείνη! [4]

“Ω τι φριχτό και ανούσιο τέλος! Ο Λέαρχος σφαγμένος απ τον ίδιο τον πατέρα του και η Ινώ μας στον γκρεμό αγκαλιά με τον Μελικέρτη…”

“Η Λευκοθέα!” έκανε η Αρμονία.

“Η Λευκοθέα! Λύτρωσε την Ινώ μας ο Δίας κάνοντάς την θεότητα της θάλασσας… Αλλά σε άλλους κόσμους, όχι για μας”

“Τουλάχιστον γλίτωσαν η Αυτονόη και η Αγαύη μας” ψιθύρισε εκείνη με έναν βαθύ αναστεναγμό.

“Ναι, μπορεί να είναι ζωντανές αλλά πώς όμως; Ξεχνάς;” γύρισε και τη ρώτησε.

“Όχι, ποιος μπορεί να ξεχάσει! Να βλέπεις το γιο σου και το εγγόνι μας τον Ακταίωνα να τον κατασπαράζουν τα σκυλιά. Πόσο φριχτό! Και γιατί; τι έφταιξε; [5]

“Ζήσαμε να δούμε τα εγγόνια μας να πεθαίνουν Κάδμε. Έτσι χάθηκε και το άλλο μας εγγόνι, ο Πενθέας. Με ανομολόγητο ανίερο θάνατο[6]

 

“Για αυτό κι αποφάσισα να φύγουμε. Να φύγουμε! Όσο το δυνατόν πιο μακριά απ τη Θήβα! Μακριά από εκεί που λες όλες του κόσμου οι συμφορές ζητούσαν εμάς για να φανούν…”

Σήκωσε τα τρεμάμενα χέρια του στον ουρανό

“Ω Άρη, πατέρα της γυναίκας μου, ήθελα νάξερα δεν εξευμενίστηκες ποτέ για εκείνον εκεί το δράκοντα; Πόσο ακόμα θα με κυνηγάς;” ακούστηκε η φωνή του.

“Ευτυχώς και βρέθηκαν οι Εγχελάνες, ας είναι καλά που μας δέχτηκαν στη γη τους, στέγη για μας, καταφύγιο στην ξενιτιά μας”

“Μην ξεχνάς ότι τους βοήθησα, πολέμησα μαζί τους, τους Ιλλυριούς”

“Και εκείνοι σε έκαναν βασιλιά τους…”

“Στις τελευταίες σκηνές του δράματος γυναίκα μου…”

‘Τι θες να πεις καλέ μου;”

Ο Κάδμος προσπάθησε να ανασηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε, άπλωσε τα χέρια του μπροστά για να της δείξει

“Κοίτα!”, της είπε συγκινημένος ίσως και τρομαγμένος, “Πόσο μαύρισε ο ουρανός κατά τη δύση. Κοίτα τις αστραπές που αυλακώνουν τον ουρανό. Δες πως ο Αίολος άνοιξε τον ασκό του.. το νιώθεις;” έκανε ανατριχιάζοντας.

Εκείνη στριμώχτηκε κοντά του.

“Είναι η ώρα για το τέλος! Τίποτα πια δεν μπορεί να το σταματήσει. Σαν να ακούω εκείνη τη φωνή την ώρα που σκότωνα το δράκο…”

Άρχισε να ζει μια έξαψη, που όλο και γίνονταν πιο έντονη και πιο άναρχη.



[1]     Η περιγραφή των δώρων υπάρχει στο βιβλίο του Ρομπέρτο Καλάσσο “Τα δώρα του Κάδμου και της Αρμονίας

[2]     Ο Πολύδωρος ήταν το μοναδικό αγόρι τους

[3]     Η Ήρα παρότρυνε δόλια τη νεαρή Σεμέλη να ζητήσει απ το Δία να εμφανιστεί μπροστά της με όλο του το μεγαλείο. Αυτό προκάλεσε την τύφλωσή της.

[4]     Στην Ήρα αναφέρεται και πάλι. Καθώς ο Δίας ανέθεσε στο ζευγάρι να μεγαλώσουν τον Διόνυσο, η Ήρα αντέδρασε τρελαίνοντάς τους.

[5]     Η Αυτονόη παντρεύτηκε τον Αρισταίο. Ο γιος τους Ακταίων κατασπαράχθηκε από τα σκυλιά της Αρτέμιδας καθώς έτυχε να δει τη Θεά γυμνή στο δάσος. Η Αυτονόη για να λυτρωθεί έφυγε στην Ερήνεια κοντά στη Μεγαρίδα.

[6]     Η Αγαύη σκότωσε τον Πενθέα το γιο της και γιο του Εχίωνα, με τα ίδια της τα χέρια, παρασυρμένη από τον Διόνυσο σε μια οργιαστική τελετή καθώς τον εξέλαβε για ζώο.


1.1.6  Το τέλος

 

Η Αρμονία ανατρίχιασε σύγκορμη. Ένιωθαν και οι δύο γύρω τους τον κόσμο να χάνεται και κάτι άρρωστο να συμβαίνει. Η Καταιγίδα είχε πια ζυγώσει, ένας αλλόκοτος άνεμος τους τύλιξε μέσα στη δική του δίνη. Όλα άστραφταν ολόγυρα. Ο ουρανός είχε ντυθεί σε σκούρα πέπλα που κόβονταν σαν μαχαίρι απ τα αστροπελέκια. Μέσα στα βάθη του ουρανού, ανάμεσα στα πηχτά του σκοτάδια, θα μπορούσε υπερβατικά κάποιος να δει άραγε ένα διαπεραστικό βλέμμα να κοιτάζει το ζευγάρι; Κρύβονταν μέσα στα σύννεφα, γινόταν ένα με την καταιγίδα που ζύγωνε. Αλλά εκεί στο εκτυφλωτικό φως ναι, το βλέμμα του Άρη ήταν αυτό που φάνηκε πεντακάθαρα.

 

Ο Κάδμος έβλεπε και ένιωθε σιγά-σιγά τα μέλη του να παραμορφώνονται, να μακραίνουν και να παίρνουν τη μορφή φιδιού. Όλα ακολουθούσαν τον χρησμό. Την τρομερή οργή να γίνεται πράξη. Το τέλος του. Το δέρμα του άρχισε να σκληραίνει, να σκεπάζεται με λέπια. Η Αρμονία έβλεπε τον σύντροφό της να πέφτει στη γη, να σέρνεται. Τον είδε με μιας να απλώνει τρεμάμενα τα δυό του χέρια σε εκείνη! [1]

Οι κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό με οργή. Το βλέμμα του Άρη έδειχνε από ψηλά να παρακολουθεί τα γενόμενα κάτω στη γη.

“Πλησίασε ω γυναίκα μου! Πλησίασε βαριόμοιρη! Άγγιξέ με! Πάρε αυτό το χέρι, όσο μου μένει ακόμα λίγο χέρι και δεν με έχει τυλίξει το φίδι για πάντα. Σ’ αγάπησα Αρμονία μου, σε λάτρεψα μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Ήρθε η ώρα της μοίρας”.

 

Ο Κάδμος προσπαθεί να της μιλήσει μα δεν μπορεί. Προσπαθεί να κλάψει μα δεν μπορεί. Αντί για φωνή ακούγεται σύριγμα φιδιού. Είναι ο μοναδικός ήχος που τού αφήνει η φύση στα στερνά του. Και μαζί του, ακολουθεί η αγαπημένη του γυναίκα, η Αρμονία. Τον ακολουθεί και εκείνη αχώριστα και αγόγγυστα κοντά του.

 

Και την ώρα, που εκείνη η απόκοσμη καταιγίδα ξεσπούσε, έδειχναν οι δυό τους δύο φίδια κουλουριασμένα στην ίδια αγκαλιά όπως έζησαν πάντα! Ακόμα και σε αυτές τις έσχατες στιγμές τους ήταν μαζί ενωμένοι στη ζωή αλλά και στο θάνατο.

 

Ένας τρομερός κεραυνός ψηλά στο στερέωμα μπόρεσε να αποδώσει εκεί ανάμεσα στα σύννεφα το δάκρυ του Θεού Άρη που έπεφτε στη Γη ορμητικό σαν το νερό που αυλάκωνε το χώμα με την ορμή του. Ένα δάκρυ για τα αντιφατικά αισθήματα που πάλευαν μέσα του. Η εκδίκηση απ τη μιά αλλά και η απώλεια της κόρης του απ την άλλη. Ίσως κάποιες ενοχές να άρχιζαν να ταλανίζουν την αθάνατη ψυχή του. Το τίμημα της εκδίκησης είναι πάντα μεγάλο και για Θεούς και για θνητούς. Είναι το δηλητήριο που στάζει αργά και βασανιστικά στην ψυχή μας κάνοντάς την κτήμα του.

 

Μα ο βασιλιάς των Θεών λύγισε στο δράμα τους. Και δεν μπόρεσε να μείνει απαθής μπροστά σε αυτό το τραγικό τους τέλος. Και όσοι μπόρεσαν τα μάτια εκεί ψηλά να σηκώσουν για να περιγράψουν τι μεγάλο γίνονταν θα έβλεπαν ένα εκτυφλωτικό φως απ τον ουρανό να κατεβαίνει εκεί κάθετα στα δύο κουλουριασμένα φίδια. Και ξαφνικά και τα δυό τους, απέκτησαν ξανά ανθρώπινη μορφή, άυλη, υπερβατική, λες και άλλαζαν τα πάντα μέσα τους. Έτσι ταξίδεψαν, με τη στοργή του Δία, οι δύο τους, ο Κάδμος και η Αρμονία, αντάμα όπως έζησαν στη ζωή έτσι και στο θάνατο στον  όμορφο κόσμο των αθανάτων. Στα Ηλύσια πεδία. Υπόδειγμα αγαπημένων συντρόφων.

 

Αυτό ήταν το τέλος του Κάδμου, γιου του Αγήνορα από την Τύρο, του ανθρώπου, που έφερε το Φοινικικό αλφάβητο στην Ελλάδα και την τέχνη της μεταλλουργίας. Μαζί του και η Αρμονία. Η πανέμορφη και αγαπημένη του γυναίκα. Έτσι έκλεισε η πρώτη αυτή μεγάλη σελίδα που άνοιξε τον Θηβαϊκό κύκλο. Ένας κύκλος που ξεκίνησε με τον γάμο τους αλλά κύρια με τα θρυλικά εκείνα δώρα της Αρμονίας που έμειναν πίσω στα χέρια των παιδιών τους για να γράψουν μετά τη δική τους ιστορία.


Η μεταμόρφωση του Κάδμου και της Αρμονίας σε φίδια-Πίνακας Βρετανικού μουσείου




[1]     Ο Οβίδιος στο έργο του “Μεταμορφώσεις” αφηγείται το τέλος του ζευγαριού

Τέλος 2ης ανάρτησης (Συνεχίζεται...)

Ευχαριστώ πολύ, φίλες και φίλοι, που είστε εδώ μαζί στο μεγάλο αυτό ταξίδι. Φτάσαμε εδώ στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου. Είδαμε την αρχή όλων. Και τώρα είμαστε έτοιμοι να πατήσουμε στο πέρασμα του χρόνου και των γεγονότων εκείνων, που σφραγίζουν τα δώρα του μεγάλου εκείνου γάμου.