"Τα δώρα της Αρμονίας"
Ανάρτηση 3
Σαλούστιος ("Περί Θεών και κόσμου")
Μια ματιά στα προηγούμενα:
Στα προηγούμενα είδαμε τον Κάδμο και την Αρμονία, στα έσχατα του βίου τους, να θυμούνται τις πρώτες μέρες τους. Την ίδρυση της Καδμείας, τη γνωριμία τους, το θρυλικό θεϊκό τους γάμο αλλά και τα πανάκριβα και σημαντικά εκείνα δώρα που δόθηκαν στην Αρμονία. Το πέπλο και το υπέρλαμπρο περιδέραιο. Δώρα, που σημάδεψαν την ύστερη ζωή τους και αυτή των παιδιών τους. Τέλος γίναμε μάρτυρες του τέλους της ζωής τους εκεί ψηλά στην Εγχέλεια, όπου, πάντα αγαπημένοι και λατρεμένοι, στα Ιλίσια πεδία με μεσολάβηση του άρχοντα Δία έχοντας πρώτα μεταμορφωθεί σε φίδια.
Ανάρτηση 3
Κεφάλαιο 1.2 Η κληρονομιά μιας κατάρας
1.2.1 Ο κύκλος των βασιλέων
Το λιοπύρι έκαιγε στο κάμπο της Βοιωτίας. Το καλοκαίρι τούτο ήταν καυτό. Ο κάματος στα ζώα και στους ανθρώπους ήταν πολύ μεγάλος. Το ΄βλεπες στον ιδρώτα των ανθρώπων που πάλευαν με τη γη. Το κοίταζες στα ζώα, που αγκομαχούσαν να τραβήξουν τα κάρα και τις άμαξες. Ένα παράξενο καλοκαίρι. Το μικρό καραβάνι των εμπόρων πορεύονταν στο δρόμο για τη Θήβα. Η διαδρομή μεγάλη απ' την Αττική και δύσβατη. Ευτυχώς τα μεγάλα και δύσκολα μέρη είχαν τελειώσει. Τώρα είχαν πάρει τη στράτα στο τέλος της διαδρομής.
Στο βάθος φάνταζαν πια τα ψηλά τείχη της Θήβας, της εφτάπυλης. Έζωναν την πόλη ολόγυρα στην ακρόπολή της με τεράστιες πέτρες και ύψος.
«Κάθε φορά που θα έρθω στην πόλη για πραμάτεια πάντα θαυμάζω αυτά τα τείχη στην πόλη σας», έσπασε την πρόσκαιρη σιωπή η φωνή ενός ώριμου άντρα, που ήταν πάνω στην άμαξα. Μια άμαξα με έναν συνεπιβάτη φορτωμένη.
«Δεν έχεις άδικο, έτσι πάντα δείχνει από εδώ. Μεγαλόπρεπη, μυθική» απάντησε ο νεαρότερος συνεπιβάτης του.
«Μένεις χρόνια στην πόλη Θηρέα;»
«Ναι εδώ είναι η γεννέτειρά μου Αρχύτα!»
«Έχω ακούσει τόσα και τόσα για αυτήν!»
«Λες για τη Θήβα;»
«Ναι, είχα ακούσει για τον ιδρυτή της τον Κάδμο και τη γυναίκα του την Αρμονία»
«Πας πολύ πίσω, στα βάθη του χρόνου. Περίπου πέντε γενιές πίσω», συμπλήρωσε ο συνεπιβάτης του.
«Έχουν περάσει τόσα χρόνια ε;»
«Και τόσα γενόμενα»
«Ποιος είναι τώρα βασιλιάς;»
«Ο Οιδίποδας, ο γιος του Λάιου»
«Πριν απ' αυτόν;»
Ο νεαρότερος Θηβαίος τον κοίταξε στα μάτια.
«Σου αρέσει να μαθαίνεις την ιστορία των τόπων ε;»
«Πολύ! Έμπορος είμαι Θηρέα, μην το ξεχνάς. Και ένας καλός έμπορος πρέπει να γνωρίζει την ιστορία των τόπων, που δουλεύει το μόχθο του. Και να τον σέβεται»
«Σαν έφυγαν απ την πόλη ο Κάδμος με την γυναίκα του την Αρμονία που ανέφερες, άφησαν πίσω τους βασιλιά τον Πενθέα αλλά η ασέβειά του στον Διόνυσο τού στοίχισε το θρόνο. Στη θέση του έγινε βασιλιάς ο Πολύδωρος»
«Αυτός δεν ήταν γιος τους;»
«Ναι, αλλά ήταν άτυχος γιατί πέθανε νωρίς. Και ο διάδοχος και γιος του ο Λάβδακος ήταν παιδί»
«Έσπασε η διαδοχή;»
«Ο Πολύδωρος είχε αφήσει κάτι σαν επίτροπο τον Νυκτέα...»
«Λες για αυτόν που αυτοκτόνησε νομίζω;»
«Ναι, γιατί η κόρη του η Αντιόπη παντρεύτηκε τον Επωπέα, τον βασιλιά της Σικυώνας»
«Και;»
«Ανέλαβε ο Λύκος, ο αδελφός του. Σεβάσμιος άνθρωπος. Σαν μεγάλωσε ο Λάβδακος του παρέδωσε την αρχή. Αλλά κι αυτός χάθηκε νέος!»
«Φυσικό θάνατο;»
«Ναι»
«Άκληρος;»
«Όχι. Είχε ένα γιο, τον Λάιο, ήταν ο διάδοχος αλλά ήταν παιδί. Τότες την εξουσία στην πόλη ανέλαβαν τα παιδιά της Αντιόπης. Ο Ζήθος και ο Αμφίωνας»
«Ακουστά τούς έχω. Λέγανε για αυτούς στην Αθήνα»
«Στην αρχή ήρθανε στη Θήβα σαν κατακτητές. Ύστερα όμως της έδωσαν ζωή. Ένωσαν τα δυό της κομμάτια, τη Θίσβη και την παλιά πόλη που είχε χτίσει ο Κάδμος, την Καδμεία και έτσι είναι αυτό που ξέρεις σήμερα»
«Από εκεί τους ξέρω. Τους μνημονεύουν για τα τείχη»
«Ακριβώς Αρχύτα! Πήραν τα παλιά τείχη της πόλης και τα μεγάλωσαν. Έτσι έγινε αυτό που είναι σήμερα με τις εφτά πύλες».
Ο Θηρέας άνοιξε λίγο το παγούρι του να πιει λίγο νερό.
«Κοντεύουμε», του είπε ο Αρχύτας, ο άλλος συνέχισε αφού προσέφερε νερό και στον συνταξιδιώτη του.
«Ύστερα ήταν η ώρα του Λάιου να γίνει βασιλιάς. Και εκεί άρχισε το μεγάλο κακό...», το πρόσωπό του σκοτείνιασε απότομα. Ο Αρχύτας τον κοίταξε.
«Κάτι λέγανε για κείνον στην Αθήνα, κάτι βαρύ και ανόσιο»
«Ναι! Σ’ αυτόν ανήκει η αρχή της μεγάλης κατάρας!»
«Δηλαδή;»
«Ανούσια έργα των θνητών! Αμαρτίες δικές τους στο δικό μας το αίμα»
«Τι έκανε;»
«Ο βασιλιάς γνωρίστηκε με τον νεαρό τον Χρύσιππο, νόθο γιό του Πέλοπα και της Αξιόπης. Σε κάποιους αγώνες λέγανε, στη Νεμέα. Τον ερωτεύτηκε και ο μικρός σφάχτηκε με το σπαθί του απ τη ντροπή»
«Ο δύσμοιρος...»
«Δεν ξέρω ποιος πραγματικά ήταν ο δύσμοιρος σε αυτήν την ιστορία Αρχύτα. Ή αν ήταν όλοι. Μα πάνω απ όλα οι επόμενες γενιές και εμείς οι αθώοι»
«Γιατί;»
«Η οργή των Θεών έφερε την καταστροφή στη Θήβα και μελλούμενα μαύρα. Κατάρες, χρησμοί. [1]”
“Ανάθεμα τα κρίματα των ανθρώπων, μα τι φταίνε οι αθώοι; Τι έγινε στην πόλη;”
“Και τι δεν έγινε. Η εφτάπυλη έγινε πηγή αρρώστιας και θανάτου”
“Με τρομάζεις…”
“Άρα δεν ξέρεις. Για το τέρας, για την τραγουδίστρα τη Σφίγγα και τους γρίφους του θανάτου”[2]
“Ακουστά σαν μύθο το είχαμε εμείς στις άλλες πόλεις”
“Μακάρι να ήταν μύθος Αρχύτα. Αλλά ήταν μια αλήθεια, μια φριχτή αλήθεια. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας με κεφάλι ωραίας γυναίκας και σώμα φιδιού, που έστειλε η Ήρα κατάρα στο Λάιο και στη γενιά του”
“Μα λένε ότι κάποιος την ξέκανε και ελεύθερη είναι τώρα η πόλη..”
Ο Θηρέας κοίταξε κατάματα τον συνταξιδιώτη του.
“Πως φαίνονται τα χρόνια που σε χωρίζουν απ’ εδώ!”
“Τι θες να πεις;”
“Της χώρας τώρα ο βασιλιάς την ξέκανε τη Σφίγγα, αυτός που ‘ναι τώρα δα κλεισμένος στα πιο βαθιά δώματα του παλατιού, ο Οιδίποδας”
Ο Αρχύτας ένιωσε να ανατριχιάζει. Σταμάτησε το διάλογο και άπλωσε ένα γύρω το βλέμμα του. Με τη δύναμη της κουβέντας δεν είχαν λογαριάσει πόσο κοντά πια ήταν στα τείχη της πόλης. Λίγα μέτρα τους χώριζαν απ την πύλη.
“Φτάσαμε”, του είπε ο Θηρέας.
Η άμαξα με τις άλλες μαζί και αρκετούς καβαλάρηδες συνοδεία περνούσε μια απ τις πύλες της Θήβας. Η εικόνα ήταν εντυπωσιακή. Δέος κάτω από τα μεγάλα τείχη που λες και έκλειναν στην στιβαρή αγκαλιά τους ολόγυρα την πόλη. Μα μέσα οι άνθρωποι βουβοί, με βλέμματα παράταιρα. Βουτηγμένα στη σιωπή. Και πρόσωπα σκυμμένα να συνοδεύουν τα βήματά τους χωρίς πολλά-πολλά. Ο Θηρέας καθώς πια περνούσαν μέσα απ τα πρώτα στενά της πόλης σχεδόν μονολόγησε στον διπλανό του
“Αυτήν είναι τώρα η μεγάλη Θήβα. Κοίτα την απόγνωση στα μάτια τους! Τον πόνο στην καρδιά τους”
“Σαν κάτι να τους βασανίζει λες, πόσο δίκιο έχεις”, απάντησε ο Αρχύτας κοιτώντας με σέβαση και προσοχή ολόγυρά του.
“Ποιο άγος και μίασμα πέφτει δα στις στράτες της Θήβας, Θηρέα;”
“Θα το μάθεις… θα το δεις με τα μάτια σου… πόσο καιρό θα μείνεις;” τον ρώτησε ο Θηρέας.
“Όσο να πουλήσω τη πραμάτεια μου, να πάρω κι αυτά που λογαριάζω για το γυρισμό. Θα είναι κάποιες μέρες…”
“Τότε έχεις χρόνο να τα ξαναπούμε αν ανταμώσουμε ξανά”.
Ο Αρχύτας τον κοίταξε κατάματα.
“Θα το ήθελα πολύ. Και χάρηκα αλήθεια που κάναμε μαζί αυτό μας το ταξίδι. Κοντά σου, απ την Αθήνα, έμαθα πολλά…”
“Και εγώ επίσης άλλα τόσα” αποκρίθηκε εκείνος.
Με τους λογισμούς και τις σκέψεις να καταλαγιάζουν στο νου τους σιώπησαν για λίγο. Λίγα στενά τους χώριζαν από την αγορά. Και κάμποσα θλιμμένα και παράξενα μάτια ενώθηκαν στα δικά τους βλέμματα.
Χωρισμός Ιοκάστης και Οιδίποδα-Πίνακας του Alexandre Cabanel-1843 |
1.2.2 Στο παλάτι της Θήβας
“Αντιγόνη! Φώναξες τα αδέλφια σου;”
“Ναι, μητέρα, τους μήνυσα, όπου να ‘ναι θα φανούν”
Η Ιοκάστη σήκωσε ψηλά το κεφάλι της. Το όμορφο πρόσωπό της έδειχνε αυλακωμένο από τον εσωτερικό πόνο. Ήταν επιβλητική γυναίκα. Κάποτε ο αδελφός της ο Κρέων την είχε καμάρι στην πόλη και στο βασίλειο της Θήβας. Πριγκηποπούλα επιβλητική κι αρχοντική. Την είχε εκείνος τάξει βασίλισσα να γενεί στο πλάι εκείνου που θα απάλλασσε την πόλη από τη μάστιγα της Σφίγγας. Χήρα του Λάιου η αδελφή του έμενε κενή η κλίνη της μετά το θάνατο του άντρα της σε εκείνο το παράξενο τρίστρατο έξω απ την πόλη. Σε εκείνο το καταραμένο τρίστρατο, που η μοίρα έπαιξε το δικό της παιχνίδι για να πληρωθεί ο χρησμός. Σε εκείνο τον τόπο, που ο άντρας της μπλέχτηκε σε συμπλοκή με κάποιον και έπεσε νεκρός.
Ο αδελφός της, ο Κρέων, δεν έμαθε ποτέ ότι η Ιοκάστη κι ο άντρας της ο Λάιος, στων ηδονών τους τα ταξίδια, παράκουσαν το χρησμό και απέκτησαν παιδί. Ένα γιο. Έναν γιο που, οι δυό τους, απεγνωσμένα και πανικόβλητοι προσπάθησαν να αφανίσουν ξεφορτώνοντάς τον ως μωρό στου Κιθαιρώνα της πλαγιές.
Τώρα το σώμα της είχε βαρύνει νοσηρά. Λες και δεν άντεχε τον μαύρο φόρτο της καρδιάς της. Ποιος θα μπορούσε να σηκώσει τέτοια αλήθεια. Ποιος! Το όμορφο πρόσωπό της είχε τη χλωμάδα της νύχτας, τα μαλλιά της είχαν χάσει τη λάμψη τους και τα δυό εκφραστικά της μάτια είχαν κρυφτεί στο μέτωπό της σαν να προσπαθούσαν να μην βλέπουν του ήλιου τα γενόμενα.
“Ο πατέρας τι κάνει; Γαλήνεψε καθόλου;” Έκοψε τις σκέψεις της η Αντιγόνη, η μεγάλη της κόρη.
“Όχι, καθόλου! Κάθε μέρα που περνά γίνεται όλο και χειρότερα!”
“Αλίμονο”
“Από τότε που έμαθε την αλήθεια και τα ανόσια ήρθαν στο φως προτίμησε να αφανίσει το δικό του φως με τα ίδια του τα χέρια”[3]
“Πώς μπόρεσε μητέρα! Πώς το αντεξε!” Είπε η Αντιγόνη αφήνοντας το κορμί της να φωλιάσει τρυφερά στην αγκαλιά της μητέρας της.
“Ποιο απ' όλα να αντέξει κόρη μου; Ποιο; Το ότι πλάγιαζε στο ίδιο κρεβάτι με την ίδια του τη μάνα; Ότι τα τέσσερα παιδιά του είναι κι αδέλφια του;”
“Ω Θεοί γιατί;”
“Τι απ' όλα αυτά να μπορέσει να βαστάξει στο μυαλό και στην καρδιά του! Ποιος ανθρώπινος νους μπορεί να τα χωρέσει όλα αυτά! Ω καταραμένη ήταν η ώρα που αφέθηκα στης ηδονής τη κλίνη με τον πρώτο μου άντρα τον Λάιο!”
“Πάψε μητέρα!”
“Καταραμένη παιδί μου η στιγμή που παραδόθηκα στη φλόγα της δικής του αγκαλιάς. Αλλά δεν η ήξερα η δύσμοιρη!”
“Δεν σου είχε πει τίποτα πριν;”
“Τίποτα! Μήτε λέξη! Μόνο σαν έμαθε για το χρησμό άρχισε να με αποφεύγει. Δεν ήθελε να μένει μαζί μου, δεν άπλωνε το χέρι του τρυφερά στο διψασμένο μου κορμί. Μόλις έκανα να τον αγγίξω αποτραβιόταν. Δεν ήξερα!”[4]
“Άβουλη και μέσα στην άγνοια έμενες δύσμοιρη μητέρα”
“Δεν άντεχα να ζούμε έτσι. Ήμουνα νέα. Ήθελα να ζήσω. Τον αγαπούσα. Και τότε έγινε το κακό. Εκείνη τη νύχτα που τον μέθυσα για να γίνω δική του. Μη γνωρίζοντας ότι άνοιξα τις πόρτες της καταστροφής”
“Ηρέμησε Μάνα! Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τώρα πια των Θεών την απόφαση μήτε των Μοιρών τα τερτίπια. Από εδώ και μπρος να δούμε τι θα κάνουμε. Μάζεψε τον πόνο σου, στύλωσε το κορμί σου, κάνε πέτρα την καρδιά σου”
“Το θαρρείς εύκολο θυγατέρα μου;”
“Όχι! Αλλά έχεις τον άντρα σου να δεις, να τού σταθείς”
“Τον άντρα μου και ...γιο μου!” αποκρίθηκε ανατριχιάζοντας σύγκορμη “Δεν τολμώ μήτε να το πω”
“Έχεις και μας, τα τέσσερά σου παιδιά. Μαζί σου θα μείνουμε για πάντα μητέρα. Μαζί σας. Ως το τέλος!’
“Δεν έχει ζωή εδώ ο πατέρας σας παιδιά μου. Δεν τον σηκώνει ο τόπος. Πρέπει να φύγει”
“Να πάει που;”
“Νομίζω πως θα σκέφτεται να πάει ικέτης στην Αθήνα. Αλλά μόνος του είναι αδύνατον, καταλαβαίνετε. Πρέπει κάποιος να τον συνοδεύσει εκεί”
Οι δύο αδελφές κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Σαν να προσπαθούσαν να βρουν μια λύση. Τη σιωπή έλυσε η Αντιγόνη.
“Αν χρειαστεί κάτι τέτοιο θα τον πάμε εμείς μητέρα...”
Αγκαλιάστηκαν μέσα σε έναν σπαραγμό που έβγαινε απ την καρδιά τους με λυγμούς. Μέχρι που τα βήματα και ο ερχομός του Ετεοκλή χώρισε την αγκαλιά τους.
“Μάνα μάς φώναξες! Ήρθα, τι μάς γυρεύεις;”
Εκείνη σηκώθηκε στα πόδια της, προσπάθησε να ανακτήσει και πάλι την εξωτερική της δύναμη.
“Έλα παιδί μου Ετεοκλή, περιμένω και σένα και τον αδελφό σου τον Πολυνείκη”
“Τι έτρεξε πάλι;”
“Ο Πατέρας σας, σάς αναζητά επίμονα!”
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο μεγάλο δώμα και ο Πολυνείκης. Άκουσε την τελευταία φράση της μητέρας του και αποκρίθηκε εκείνος:
“Τι θέλει πάλι; Τι ζητά; Δεν βλέπει τι έχει γίνει;”
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και η Ισμήνη. Έσμιξαν όλοι μια οικογένεια, μια σκέψη.
“Πάμε μέσα σας ζητά, φωνάζει εδώ και μέρες”
Τα δύο αδέλφια απαντούν με θυμό στο λόγο τους και αποφασιστικότητα.
“Είναι ώρα λοιπόν να ξεδιαλύνουμε την κατάσταση. Δεν μπορεί να τραβήξει άλλο όλο αυτό. Πάμε μητέρα!”
“Αντιγόνη, Ισμήνη, μείνετε εσείς εδώ, μην φύγετε. Πρέπει να μιλήσουμε μετά”
Οι δύο αδελφές έμειναν στο μεγάλο δώμα την ίδια στιγμή που τα αδέλφια τους με την μητέρα τους την Ιοκάστη χάνονταν στο βάθος του διαδρόμου για να συναντήσουν τον πατέρα τους.
Το δώμα που έμενε κλεισμένος ο Οιδίποδας ήταν στο βάθος του παλατιού. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τη μαύρη και τραγική εκείνη ημέρα που τυφλώθηκε με τα ίδια του τα χέρια και το δωμάτιο αυτό είχε γίνει κάτι σαν φυλακή του. Ο πάλαι ποτέ μεγάλος και τραγουδισμένος βασιλιάς της εφτάπυλης Θήβας. Το κορμί του, μέσα σε λίγο χρόνο, είχε διπλώσει από το βάρος της δυστυχίας που τον βάραινε αδυσώπητο. Αντί για τα βασιλικά του ρούχα και τα διαδήματα ένας απλός λευκόγκριζος χιτώνας έντυνε το σώμα του. Τα χέρια του, τα τρεμάμενα χέρια του, λυγισμένα από το άγος, προσπαθούσαν να βρουν στήριξη σε ένα μεγάλο ξύλινο ραβδί. Και το πρόσωπό του, αχ αυτό το πρόσωπό του. Με τα μάτια του δεμένα δυο ορθάνοιχτες πληγές φορτωμένες τρόμο, ντροπή και πόνο.
Στηρίχτηκε στο ξύλινο ραβδί του και προσπάθησε να ψηλαφίσει το χώρο μέσα στο δώμα. Έψαχνε με αγωνία το άνοιγμα ενός παραθύρου. Πόσο είχε ανάγκη από εκείνο το φρέσκο ζωογόνο αγέρα που φύσαγε στη Βοιωτική γη. Άρχισε εκεί, μόνος του, να μονολογεί με φωνή που πνιγόταν στην συγκίνηση.
“Μεγάλε βασιλιά Οιδίποδα! Ιδού η κατάντια σου! Γέρος, τυφλός, αδύναμος, καταραμένος και φυλακισμένος από τα ίδια σου τα παιδιά. Βυθισμένος στο σκοτάδι. Μεγάλε βασιλιά Οιδίποδα. Γιε του Λάιου και της Ιοκάστης, απόγονε του μεγάλου Κάδμου και της Θεοκόρης Αρμονίας. Που είναι η δόξα σου; Ακούς άραγε εκείνες τις ιαχές θριάμβου του λαού σου σαν τους λευτέρωσες από την δολοφόνα Σφίγγα; Θυμάσαι την αψάδα και την παλικαριά σου, τη ρώμη αλλά και τη μοναδική ευστροφία του μυαλού σου να λύσεις το γρίφο που κρατούσε τη πόλη και το λαό της έρμαιο στα νύχια της κόρης των Τιτάνων; Τότε που σε σήκωσαν στα χέρια για να σε τιμήσουν σαν το σωτήρα τους. Τότε που ο Κρέων σε έχρισε βασιλιά εκπληρώνοντας το τάμα του, δίνοντας γυναίκα σου την αδελφή του την Ιοκάστη, αλίμονο! [5] Δες τώρα και μέτρα τα χρόνια σου. Εδώ φυλακισμένος από τους γιούς σου, ανόσια επιλογή.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο θόρυβος από τα βήματα των γιων του και της Ιοκάστης που έφταναν στο δώμα. Μπήκαν μέσα. Εκείνος ένιωσε την παρουσία τους.
“Ποιος είναι στη σκοτεινή μου φυλακή;” ρώτησε.
“Εγώ και οι δύο σου γιοί Οιδίποδα” απάντησε η Ιοκάστη.
“Ήρθατε επιτέλους!” τούς είπε.
“Ναι πατέρα, μάς ζήτησες, είμαστε εδώ”, απάντησε ο Ετεοκλής. Στάθηκαν όλοι ολόγυρά του.
“Ως πότε θα κρατάτε το δύστυχο πατέρα σας φυλακισμένο εδώ; Δεν με φτάνουν τα δικά μου σκοτάδια πρέπει να ζω αποκλεισμένος; Τι είναι τώρα αυτή σας η απόφαση; Γιατί δεν μ’ αφήνετε να βγω από εδώ;”
“Πατέρα διανοείσαι τι γίνεται έξω στη πόλη;” τον ρώτησε ο Πολυνείκης.
“Σαν τι να γίνεται δηλαδή;” έκανε ο Οιδίποδας με υψωμένη τη φωνή.
“Μια άρρωστη ατμόσφαιρα έχει γεμίσει απ άκρου σε άκρου την πόλη. Δεν το καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να σταθείς πουθενά;” τού απάντησε.
“Γιατί; Δεν στάθηκε ικανή η δική μου η τύφλωση; Η ταπείνωση; Το χάσιμο του θρόνου μου; Τι άλλο προσμένετε από μένα;”
“Πατέρα! Έχεις αναρωτηθεί τι έχεις κάνει στην πόλη;” Τον ρώτησε σκληρά ο Ετεοκλής.
“Το τι έχω κάνει και δεν έχω κάνει το ξέρω καλύτερα εγώ και η μάνα σας που στέκει εδώ μπροστά μου σιωπηλή. Και το βάρος που κουβαλάμε κι οι δυό μας δεν μπορείτε να το λογαριάσετε”
“Δεν είσαι επιθυμητός στη Θήβα πατέρα!” πετάχτηκε ο Πολυνείκης.
“Πως; Το λες εσύ αυτό;” Ήταν η οργισμένη του απόκριση.
“Εμείς το λέμε ναι!” Συμπλήρωσε ο Ετεοκλής για να συνεχίσει ο αδελφός του.
“Η πόλη βοά, δεν έχεις τόπο εδώ! Ζητάνε όλοι να φύγεις, να απαλλαγεί η Θήβα απ το μίασμα”
“Αλίμονο, ανόσια απαίτηση” Διέκοψε ο Οιδίποδας.
“Ποιος να σε δει, ποιος να σε
αντικρίσει! Πού να περιφέρεις τούτο το κορμί σου” έκανε ο Πολυνείκης.
“Σταματήστε!” Μπήκε στη μέση η Ιοκάστη καθώς άναβε η φωτιά της έριδας ανάμεσά
τους.
“Άφησέ τους! Μην τους σταματάς. Ας συνεχίσουν το δηλητήριο των λόγων τους. Λες και εγώ ή εσύ είμαστε οι φταίχτες της συμφοράς”
“Αλλά ποιος είναι πατέρα;” Έσκουξαν και οι δυο.
“Γιατί; Μα γιατί μου καταλογίζετε τούτο το δόλο; Την αλήθεια τη μάθατε καλύτερα απ τον καθένα. Σε τι έφταιξα εγώ στου χρησμού την κατάρα;” Ακούστηκε ο λόγος του γεμάτος οδύνη.
“Τα γενόμενα μιλάνε μονάχα πατέρα!” φώναξε ο Ετεοκλής, “Τα γενόμενα! Και αυτά λένε ότι η στάση σου έφερε στη πόλη συμφορά, θάνατο και καταστροφή. Και εσύ τώρα ζητάς να βγεις έξω στο φως, να πατήσεις ξανά τη γη της Θήβας, να σε φυσήξει του Αίολου τ’ αγέρι στον κάμπο. Δεν σε θέλει κανείς. Όλοι ζητούν τη φυγή σου και τη δική τους λύτρωση”
“Ω παιδιών λέξεις! Ω του αίμα μου γεννήματα λαβωματιές στην καρδιά μου, στο δόλιο σας πατέρα! Ως που θα το συνεχίσετε αυτό;”
“Ως εκεί που θα αποφασίσουμε εμείς!” απάντησε ο Πολυνείκης.
Ο Οιδίποδας σήκωσε τα χέρια του ψηλά κρατώντας στο ένα το ξύλινο ραβδί του. Η φωνή του ακούστηκε σκληρή, βγαλμένη απ' της ψυχής του τα σκοτεινιασμένα τρίσβαδα:
“Τότες φύγετε από μπροστά μου! Χαθείτε και οι δυο σας! Ετεοκλή και Πολυνείκη. Τα παιδιά μου αλίμονο! Δυνάστες του πατέρα τους! Χαθείτε από μπρος μου!”
Όλοι παρακολουθούσαν το ξέσπασμα του γέρου Οιδίποδα. Η Ιοκάστη έχοντας τα χέρια της στο πρόσωπό της προσπαθώντας να το σκίσει αν μπορούσε. Εκείνος συνέχισε:
“Με έχετε εδώ, εγκαταλειμμένο σε ένα δωμάτιο, στα τρίσβαθα του παλατιού…”
Άρχισε να κάνει κάποια ασταθή βήματα μπροστά χωρίς να ξέρει προς τα που να βαδίσει. Το πρόσωπό του ήταν φοβερό στην όψη…
“Σας ντροπιάζω να νιώθω το φως της μέρας! Να ακούω τους ήχους των πουλιών, να νιώθω και εγώ το φύσημα του ανέμου….”
Κάτι σαν δάκρυα άρχισε να τρέχει από τις δύο σκούρες πληγές που σημάδευαν τα μάτια του.
“Δεν το περίμενα ποτέ από τους γιους μου αυτό! Το ανάθεμά μου να έχετε!”
“Όχι Οιδίποδα σταμάτα!” ούρλιαξε η Ιοκάστη χωρίς γλιτωμό. Τα παιδιά της κοιτάζονταν μεταξύ τους μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Εκείνος πια, κοιτώντας στο άπειρο, με απλωμένο το ένα του χέρι ψηλά με τα δάχτυλα ανοιχτά, με το άλλο να στηρίζεται στο ξύλινο ραβδί του. Η φωνή του ακούστηκε ακόμα πιο βροντερή λες και έρχονταν από τα βάθη του Άδη. Αντήχησαν μια προς μια οι λέξεις σε όλο το παλάτι σαν βοή αντάρας.
“Θα σας κάνω λοιπόν τη χάρη. Θα φύγω απ' τη γη μου κι απ' της πατρίδας μου τον άνεμο. Ικέτης και πρόσφυγας σε ξένη πόλη φιλόξενη. Να γείρω εκεί το κουρασμένο μου κορμί και πληγωμένο νου μου. Να αναζητήσω εκεί το άσυλο και τη γαλήνη στις συμφορές και στις αντάρες μου. Και ναι, να αναμετρηθώ με τους Θεούς και τον εαυτό μου. Τι έκανα τι δεν έκανα. Σε τι φταίω και σε τι όχι. Όμως εσείς γιοι μου! Ναι εσείς! (Το βλέμμα του ήταν βουτηγμένο στο σκοτάδι). Σε σας τους δυο θα αφήσω τούτο. Να μοιράσετε το βασίλειο και το θρόνο του με αίμα! Να το σφραγίσετε με την κόψη των σπαθιών σας! Έτσι να γενεί! Μ’ αυτόν τον τρόπο να ορίσετε τη βασιλεία σας στη Θήβα”
“Όχι Θεοί!” έσκισε τον αγέρα η κραυγή της Ιοκάστης μην μπορώντας να σταματήσει τους λυγμούς της.
“Πατέρα τι … λες!” έκανε ο Ετεοκλής!
“Φύγετε από μπρος μου το λοιπόν. Χαθείτε! Και αφήστε με στα δικά μου αιώνια σκοτάδια της καταδίκης μου. Δεν θα σας βαρύνω πολύ με την παρουσία μου. Θα μαζέψω τα λίγα μου υπάρχοντα και θα φύγω”
Ο Οιδίποδας καταριέται τον Πολυνείκη-Έργο του John Perry, 1826, Bρετανικό μουσείο
Οι φωνές τους είχαν ξεσηκώσει το παλάτι. Η Αντιγόνη με την Ισμήνη έτρεξαν προς το δώμα.
“Πάμε αδελφέ μου, δεν έχουμε θέση εδώ μπροστά σε τούτον τον γέροντα! Τυφλός στα μάτια, τυφλός και στην καρδιά!” Είπε ο Πολυνείκης τραβώντας τον αδελφό του.
“Πάψτε πια!” Ακούστηκε τραγική η φωνή της Ιοκάστης, “Πάψτε! Δεν σας έφτανε τόση δυστυχία, τόσος πόνος και οδύνη. Θέλετε κι άλλα δεινά στις ζωές μας; Σε αυτό που λέμε ζωές μας δηλαδή;”
“Μα δεν τον άκουσες; Της κατάρας του την αντάρα δεν την ένιωσες;” απάντησε ο Ετεοκλής.
“Τι συμβαίνει, τι γίνεται; Γιατί τόσες φωνές;” ακούστηκε η φωνή της Αντιγόνης μπαίνοντας στο δώμα. Ο Οιδίποδας είχε κάτσει στην άκρη της κλίνης του με το σώμα του διπλωμένο στα δύο τρέμοντας.
“Πατέρα τι έχεις;” έκανε εκείνη τρέχοντας προς το μέρος του.
“Πήγαινε να σου πει!” της απάντησε ο Πολυνείκης με ειρωνεία. “Πήγαινε να σου πει πως προικίζει τους γιους του για να βαδίσουν στο δικό του το ποδάρι”
“Πάμε!” είπε ο Πολυνείκης στον αδελφό του με βροντερή φωνή, που ακολούθησε και εκείνος οργισμένος.
Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη έσμιξαν δίπλα του. Προσπάθησαν να τον ηρεμήσουν.
“Δεν έχουμε γλιτωμό….” Ψιθύρισε εκείνος τρέμοντας., “δεν το βλέπετε; δεν έχουμε γλιτωμό…. Η κατάρα που σέρνει η γενιά του Λάβδακου περνάει απ' τις δικές μου πλάτες. Και εκείνα τα δώρα που στεφάνωσαν το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας, ευτυχία δεν έδωσαν, παρά πόνο και φαρμάκι. Θα φύγω κόρη μου. Δρόμο μακρύ θα πάρω σε άλλα χώματα και γη. Μήπως και απαλλάξω τη Θήβα απ' του άγους μου το βάρος. Μήπως και βρω εκεί λίγη γαλήνη να μερέψω τη φωτιά που με καίει”.
“Πατέρα, μόνος σου δεν θα πας πουθενά!” τού είπε αποφασιστικά η Αντιγόνη.
“Τι λες κόρη μου; Να κάνεις τι μαζί μου; Ποια ζωή; Ποιο μέλλον;”
“Δεν ξέρω τι λες και δεν με νοιάζει για το μακρινό αύριο. Κείνο που με νοιάζει είναι ότι δεν θα σ΄ αφήσουμε μονάχο σε τέτοιο ταξίδι.
“Έχει δίκιο η αδελφή μου πατέρα!” πρόσθεσε και η Ισμήνη δίπλα του.
Ο Οιδίποδας άνοιξε τα χέρια του στοργικά και έκλεισε μέσα τους τις δυο του κόρες.
“Πολυαγαπημένες μου… βάρος στις ζωές θα είμαι πάλι”
“Μην βιάζεσαι να κρίνεις πατέρα, θα φύγουμε μαζί για όπου εσύ αποφασίσεις. Και θα δούμε. Μπορεί όλα να αλλάξουν, κανείς δεν μπορεί το αύριο να προδικάσει” είπε η Αντιγόνη.
“Θα έρθω και εγώ μαζί σας” είπε η Ισμήνη αποφασιστικά.
“Οιδίποδα; Που σκοπεύεις να πάτε;” ρώτησε η Ιοκάστη με αγωνία, “τουλάχιστον να ξέρω…”
“Ο Απόλλωνας με οδηγεί μονάχα σε ένα μέρος. Και αυτό δεν γίνεται τυχαία. Εκεί, ορίζει ο Φοίβος να βρω τη λύτρωση, τον εξευμενισμό αλλά και το τέλος μου. Στην Αθήνα άσυλο να βρω και ικέτης να προσπέσω λογαριάζω. Στη γη του Θησέα, του γιου του Αιγαία και της Αίθρας, του δίκαιου βασιλιά”
Έγειρε στα χέρια της γυναίκας και μάνας του, της τραγικής Ιοκάστης και στις δύο του κόρες, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Ένα παράξενο κουβάρι τυλιγμένο στον πόνο και στην οδύνη. Η απόφαση είχε παρθεί. Ήταν η μόνη μοιραία κατάληξη. Μονάχα ο χρόνος και οι λεπτομέρειες της φυγής έμεναν να καθοριστούν.
[1] Η Ήρα καταράστηκε τη γενιά του Λάιου. Ο χρησμός έλεγε ότι αν κάνει παιδί θα θανατωθεί από το ίδιο.
[2] Η Σφίγγα, άλλοι λέγανε κόρη της Χίμαιρας και του Όρθου, άλλοι της Έχιδνας και του Τυφωέα. Την έλεγαν “τραγουδίστρα” γιατί έλεγε τα θανατηφόρα της αινίγματα τραγουδιστά.
[3] Όταν ο Οιδίποδας έμαθε από τον Τειρεσία την αλήθεια για την καταγωγή του και τη σχέση του με την Ιοκάστη, τυφλώθηκε με τα ίδια του τα χέρια.
[4] Το Μαντείο των Δελφών είχε ειδοποιήσει τον Λάιο ότι αν έκανε παιδί με την Ιοκάστη τη γυναίκα του, τότε αυτό θα τον σκότωνε αργότερα.
[5] Ο Κρέων, βασίλευε στη Θήβα προσωρινά μετά το θάνατο του Λάιου. Είχε υποσχεθεί ότι ο άνθρωπος που θα λύσει το γρίφο της Σφίγγας και λευτερώσει τη Θήβα, θα χρισθεί βασιλιάς και θα του δώσει την αδελφή του Ιοκάστη σαν γυναίκα του. Πράγμα που έκανε με τον Οιδίποδα.