Όταν έφτασα στην τελευταία συγκλονιστική σκηνή, με την οποία έκλεισε η μεγάλη εκείνη τηλεοπτική σειρά "PENNY DREADFUL", δεν ήξερα ότι θα βρεθώ να ακούω την απαγγελία των στίχων στην εισαγωγή μιας ποιητικής ωδής, που έχει αφήσει τη δική της ανεξίτηλη ιστορία στη ρομαντική ποίηση.
William Wordsworth |
Έτσι ήρθε στη ζωή μου, φίλες και φίλη, η θρυλική Ωδή ενός μεγάλου Άγγλου ποιητή, όπου το έργο του αποτέλεσε το πέρασμα στη ρομαντική σχολή. Ήταν τέτοιο το συναισθηματικό σοκ για τον κόσμο μου που, ένιωσα την ανάγκη να σταθώ σ' αυτόν και να παρουσιάσω αυτό το μοναδικό ποίημα, αυτήν την Ωδή που το άκουσμά της προκαλεί ρίγη συγκίνησης.
Πριν όμως προχωρήσω, θεωρώ απαραίτητο να πούμε δυο λόγια για τον δημιουργό της.
Γουίλλιαμ Γουόρντσγουορθ
7 Απρίλη 1770-23 Απρίλη 1850, έφυγε σε ηλικία 80 ετών
Ήταν ο ποιητής εκείνος που, μαζί με τον Samuel Taylor Coleridge, ίδρυσαν τη μεγάλη ρομαντική σχολή στην Αγγλική λογοτεχνία, με το κοινό τους έργο "Λυρικές μπαλάντες" το 1798. Γεννήθηκε στο Cockermouth, Cumberland σήμερα γνωστό ως Cumbria.
Ο πατέρας του τον ώθησε να μελετήσει λογοτεχνία και ποίηση καθώς είχε και μεγάλη βιβλιοθήκη. Σπούδασε σε διάφορα σχολεία τα στάδια της εκπαίδευσής του. Το 1787, σε ηλικία 17 ετών, έκανε το συγγραφικό του ντεμπούτο με ένα σονέτο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "The European magazine".
Η ζωή, οι απόψεις του, η δράση του αλλά φυσικά και το έργο του, παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Έχει μια πλούσια δημιουργία με σειρά έργων.
Το 1798 δημοσιεύτηκε η πρώτη σειρά από τις Λυρικές μπαλάντες του, με 7 ποιήματα. Το 1800 ακολούθησε μια δεύτερη μεγάλη σειρά από λυρικές μπαλάντες με ακόμα 13 ποιήματα. Και στη συνέχεια ακολούθησε μεγάλος αριθμός ποιημάτων σε όλες τις μορφές.
Ο William Wordsworth (1770-1850) είναι ένας από τους κορυφαίους ποιητές του αγγλικού ρομαντισμού και, μαζί με τον Samuel Taylor Coleridge και τον Robert Southey, θεωρείται ένας από τους «ποιητές της λίμνης»: οι ποιητές που ονομάστηκαν έτσι λόγω των σχέσεών τους με την περιοχή της λίμνης στην Cumbria στη βόρεια Αγγλία.
Τα μεγάλα του έργα γράφτηκαν τέλη της δεκαετίας του 1790 στην Νότια Αγγλία, σε συνεργασία με τον Samuel Goleridge. Μαζί έγραψαν τις "Λυρικές μπαλάντες" το 1798, οι οποίες και αποθέωσαν το ρομαντισμό.
Η θεματολογία του Wordsworth είναι πάνω στη φύση και στην υπέροχη Αγγλική εξοχή. Κύρια θέση εκεί έχει ο άνθρωπος και οι μνήμες. Κύρια οι παιδικές μνήμες, αυτές που καθορίζουν και την ύπαρξή μας στη συνέχεια. Τα παιδικά μας χρόνια είναι ο καταλύτης για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας. Ο ποιητής θα ανατρέχει συνέχεια στην ηλικία με βάση κύρια το ποίημά του "Το πρελούδιο" (1805 και 1850), που είναι κατά βάση κάτι σαν αυτοβιογραφία του.
"Υπαινιγμός στην Αθανασία"
Το συγκεκριμένο μεγαλειώδες ποίημα του ποιητή, είναι κατ΄ ουσία μία ΩΔΗ. Γράφτηκε το 1807 και αποτελεί μέρος της συλλογής του: "Poems in two volume". Αποτελείται από 203 στίχους.
Βλέπε πρωτότυπα κείμενα:
Ode: Intimations of immortality from recollections of early childhood
Poetry foundation: Ode intimations of immortality
Διαβάστε τη λογοτεχνική απόδοση της Ωδής όπως δίνεται στον ιστότοπο που ακολουθεί:
The mermaid tavern.gr Wiiliam Wordsworth, Ωδή
Ελεύθερη απόδοση του ποιήματος: Φίλες και φίλοι, έκανα μια ταπεινή απόπειρα, να αποδώσω το αρχαίο ελληνικό κείμενο, στη σύγχρονη λογοτεχνική μας γλώσσα. Ζητώ την επιείκιά σας, αρκετά προχωρημένη, στο τελικό αποτέλεσμα. Πάμε να διαβάσουμε το συγκλονιστικό ποίημα, ακούγοντας μαζί τη συγκλονιστική μουσική του Abel Korzeniowski, με την οποία εγώ το άκουσα για πρώτη φορά.
"Παῖς τὸν Ἄνθρωπο γεννάει·
θὰ εὐχόμουν οἱ ἡμέρες μου νὰ εἶναι
ἀλληλοδέσμιες μὲ φυσικὸ σέβας "
Ι.
Ήταν κάποτε καιρός όταν ο λειμώνας, το σύδεντρο και το ρυάκι,
η γη και κάθε θέαμα κοινό,
μου φαίνονταν λουσμένα στο ουράνιο φως.
Η δόξα και η φρεσκάδα ενός ονείρου,
δεν είναι πλέον όπως παλιά.
Οπουδήποτε και αν στρέψω το βλέμμα μου,
νύχτα ή μέρα, τα πράγματα που αντίκρισα, δεν μπορώ να αντικρίσω πλέον.
Υπάρχει όμως ένα δέντρο, ένα απ' τα πολλά,
ένα μοναχικό λιβάδι στο οποίο ατένισα.
Αμφότερα μου μίλησαν για αυτό που χάθηκε.
Ο πανσές στα πόδια μου την ίδια ιστορία επαναλάμβανε.
Σε ποιο μέρος δραπέτευσε το λαμπρό όραμα;
Που βρίσκεται τώρα η δόξα και το όνειρο;
ΙΙ.
Το ουράνιο τόξο εκείθε και δώθε διαβαίνει
και είναι αγαπητό το τριαντάφυλλο.
Το φεγγάρι μ' ευθυμία περισκοπεί στα γυμνά τα ουράνια.
Νάματα, ωραία και καλά, σε νύχτα γεμάτη αστέρια.
Του ήλιου η θερμότητα γέννημα όμορφο.
Όμως ξέρω ακόμα, όπου πάω, παρήλθε η δόξα απ' τη γη.
ΙΙΙ.
Τώρα, την ώρα που τα πουλιά ψάλλουν τραγούδι χαρωπό
και τα πρόβατα πηδούν, στου τυμπάνου τον ήχο,
σε μένα μόνο, μια σκέψη ήρθε στενάχωρη.
Αλλά μια λέξη χαρούμενη με λύτρωσε απ΄ αυτή
και να 'μαι πάλι δυνατός.
Οι καταρράκτες φυσούν από ψηλά τις σάλπιγγες
η θλίψη μου άδικο μη δώσει πια στον καιρό.
Την ηχώ ακούω της συνόδου των βουνών,
τα φυσήματα και τις πνοές των ανέμων, να 'ρχονται απ' τη χώρα του ύπνου.
Κι είναι όλη η γη εύθυμη και μαζί και η θάλασσα, αφημένες στη χαρά.
Με την καρδιά του Μάη κάθε θηρίο ξεμακραίνει.
Ω εσύ παιδί ευτυχισμένο, φώναξε τριγύρω μου,
κι άσε με εσύ, βοσκόπουλο, στη φύση να ακούσω τις χαρούμενες κραυγές σου.
IV.
Μακάρια πλάσματα, το δικό σας κάλεσμα άκουσα μεταξύ σας,
βλέπω να γελούν τα επουράνια σε αυτήν σας την επέτειο.
Η καρδιά μου είναι στη γιορτή,
το κεφάλι μου στεφάνι φορά.
Την πλήρωση της ευδαιμονίας σας νιώθω και τα νιώθω όλα.
Ω μέρα κακή! Αν ήμουν σκυθρωπός καθώς η γη στολίζει
το γλυκό αυτό Μαγιάτικο πρωί,
και τα παιδιά τρυγούν μες τις χίλιες κοιλάδες άνθη θαλερά,
όσο ο ήλιος λαμπρός καίει
και το μωρό αναπηδά στην αγκαλιά της μάνας.
Ακούω, ακούω με χαρά!
Όμως υπάρχει ένα δέντρο, ένα απ' τα πολλά,
ένα μοναχικό λιβάδι στο οποίο ατένισα.
Αμφότερα μου μίλησαν για αυτό που χάθηκε.
Ο πανσές στα πόδια μου την ίδια ιστορία επαναλάμβανε.
Σε ποιο μέρος δραπέτευσε το λαμπρό όραμα;
Που βρίσκεται τώρα η δόξα και το όνειρο;
V.
H γέννα μας δεν είναι παρά ύπνος και λησμοσύνη.
Η ψυχή που ανεβαίνει μαζί μας, της ζωής μας άστρο,
αλλού πρωτοξεκίνησε και έρχεται σιμά μας,
όχι στην πλήρη λησμονιά μα ούτε ξάστερα γυμνή.
Μόνο, απ' το Θεό ερχόμαστε, που είναι η πατρίδα μας,
με σύννεφα δόξας στον ουρανό ολόγυρά μας.
Όμως σκιές μιας φυλακής αρχίζουν να κλείνουν
πάνω στου αγοριού την άγουρη εφηβεία,
καθώς κοιτάει το φως μέσα στην ευτυχία του,
να βλέπει αυτό να ρέει.
Ο νιος, που κάθε μέρα του, να πορευθεί πρέπει, στης ανατολής τα όρια,
στέκει ακόμα της φύσης ιερέας.
Και η λαμπερή όραση στο δρόμο συντροφιά του.
Μόνο που φθίνει μες στο χρόνο
και σβήνει αργά στο φως της μέρας.
VI.
Η γη τον κόλπο της γεμίζει με τις δικές της ηδονές,
πόθοι δικοί της με φυσικό τον τρόπο της.
Και ακόμα μια σκέψη μητρική χωρίς ανάξιο σκοπό,
η απλή τροφός, το θρέμμα της θέλει να κάνει
άντρα εφέστιο, να λησμονήσει τις δόξες που γνώρισε
και το ανάκτορο το βασιλικό απ' όπου και ξεκίνησε.
VII.
Και να το μικρό παιδί ανάμεσα στα νιογέννητα,
στα έξι του τα χρόνια, χαριτωμένο και μικρό!
Κοίτα τα χέρια του πως τα κουνά,
πως τρίβεται στης μάνας τα φιλιά,
λάμπει κάτω απ' το βλέμμα του πατέρα του!
Κοίτα στα πόδια του, το σχέδιο ή το χάρτη,
κάποιο, του ονείρου το, κομμάτι για την ανθρώπινη ζωή του,
που το ίδιο έπλασε με νεόκτητη την τέχνη.
Κάποιο γάμο ή γιορτή,
κάποιο πένθος ή ταφή,
την καρδιά του κατέχει.
Και μ' αυτό συνθέτει το τραγούδι του.
Του εμπορίου η γλώσσα του, θα μάθει τους διαλόγους,
αυτούς του έρωτα και της φιλονικίας,
αλλά δεν θα καθυστερήσει καθόλου αυτό να το αποδιώξει.
Και με νέα χαρά και φρόνημα, ο μικρός μίμος κάτι άλλο θα τεχνάσει,
καθώς πάντα θα τελεύει τη "γελοία του σκηνή"
όλων των προσώπων, σαν ασθενή ηλικία,
που κουβαλάει μαζί της η ζωή, σαν να 'ναι αποσκευή,
λες και όλο του το επιτήδευμα ήταν μια αέναη μίμηση.
VIII.
Εσύ, που, της ψυχής σου το μέγεθος διαψεύδει την έξω σου εικόνα.
Εσύ άριστε φιλόσοφε, που ακόμα φυλάς τα πατρώα σου,
βλέποντας ανάμεσα σε τυφλούς.
Και που, κουφός και σιωπηρός, μιλάς για τα αιώνια βάθη,
εσένα στοιχειώνει για πάντα ο αιώνιος Νους.
Παντοδύναμε προφήτη, ευτυχισμένε μάντη!
όπου οι αλήθειες αναπαύονται, που γι' αυτές παλεύουμε
σ' όλη μας τη ζωή μας, να βρούμε.
Χαμένοι στο ζόφο και στο ζόφο του τάφου.
Εσύ που η αθανασία σου στέκει κυρίαρχη σαν τη μέρα,
μια παρουσία όχι για απόθεση, μα για κυριαρχία.
Εσύ μικρό παιδί, ακόμα ένδοξο στη δύναμη
που κλείνει η δύναμη της λευτεριάς και της φύσης σου.
Γιατί προκαλείς τους καιρούς, με τέτοιο έντιμο πόνο,
να φέρουν τον δύσμοιρο ζυγό,
έτσι τυφλά με την εναγώνια ευτυχία σου;
Πλήρης η ψυχή σου, γρήγορα θα νιώσει το γήινο βάρος,
βαρύ σαν κρύσταλλο, βαθύ, σχεδόν σαν βίο.
IX.
Ω χαρά! Για αυτό που ακόμα μένει ζωντανό μέσα στις στάχτες μας,
για αυτό που η φύση θυμάται, το τόσο φευγαλέο!
Οι αναμνήσεις των περασμένων χρόνων σε μένα γεννούν
αιώνια ευλογία,
όχι πράγματι για εκείνο που αξίζει να είναι ευτυχισμένο,
τέρψη και ελευθερία, την απλή πίστη της παιδικής ηλικίας,
είτε είναι άσχολες είτε σε αναπαμό.
Και που μια νιογέννητη ελπίδα σειέται ακόμα στο στέρνο του.
Δεν εγκωμιάζω για χάρη τους τον ευχαριστήριο παιάνα,
αλλά για χάρη εκείνων των αυθάδικων ερωτημάτων
για αισθητά και αλλόκοσμα πράγματα.
Για τις απώλειές μας και τους αφανισμούς
και τους κενούς φόβους για κάποιο πλάσμα,
που περιστρέφεται σε κόσμους μη πραγματικούς,
για προαισθήματα ψηλά που μπροστά τους,
η θνητή μας φύση έτρεμε σαν ένοχο έκπληκτο πράγμα.
Μα για κείνα τα πρώτα πάθη, κείνες τις σκιερές μνήμες,
όποιες κι αν είναι τάχα.
Είναι όμως η πηγή φωτός της κάθε μας μέρας,
είναι το κύριο φως της κάθε μας οπτασίας.
Να μας σώσει, να μας θρέψει. Και να έχει τη δύναμη να ευχαριστήσει
τα θορυβώδη χρόνια μας, όμοια με τις στιγμές
μες στην αιώνια σιωπή.
Αλήθειες που σηκώνονται μα ουδέποτε λέγονται.
Πηγή που, μήτε η ραστώνη, μήτε κάποιο μαγικό,
μήτε άντρας, μήτε νέος, μήτε κάτι εχθρικό στη χαρά,
μπορεί να καταλύσει ή να καταστρέψει.
Έτσι, σ' απάνεμο καιρό πορευόμαστε,
οι ψυχές μας βλέπουν τ' αθάνατο εκείνο πέλαγος
που μας έφερε εδώ.
Κι άξαφνα ας πορευτούμε προς τα εκεί,
να βλέπουμε τα παιδιά που παίζουν στο γυαλό
μένοντας στο άκουσμα αλμύρας κραταιάς, που τα πάντα ανταριάζει.
X.
Λοιπόν, πουλιά ψάλλετε! Άσμα χαρωπό!
κι αφήστε τα πρόβατα να πηδούν
στου τυμπάνου τον ήχο!
Με σκέψεις κι εμείς κοντά σ' όλο τούτο,
σεις που αυλείτε και παίζετε,
σεις που, με τις καρδιές σας σήμερα, έχετε του Μαγιού τη χαρά!
Τι κι αν η ανταύγεια των ματιών μου, κάποτε τόσο λαμπερή,
έχει αργόσυρτα σβήσει.
τι κι αν τίποτα δεν γυρίζει ξανά της χλόης τη λάμψη,
και των ανθέων το κλέος,
δεν θα θρηνήσουμε, μα θα βρούμε μάλλον το σθένος σ' ότι πίσω μένει,
σ' εκείνη την αρχέγονη συμπάθεια ότι όλα, για πάντα θα μένουν.
Στις απατηλές εκείνες σκέψεις που βγάζει ο ανθρώπινος πόνος,
στην πίστη που κοιτάει να κοντράρει το θάνατο,
στους χρόνους που φέρνει του φιλοσόφου ο νους.
ΧΙ.
Και, ω εσείς πηγές, λιβάδια, λόφοι και άλση,
τίποτα δεν μας προφτάσατε για των πόθων τη στάση!
Όμως, μες στην καρδιά των καρδιών, νιώθω δική σας τη δύναμη.
Μια ευχαρίστηση άφησα μόνο να ζήσει, στη δική σας αντάρα.
Αγαπώ τα ρυάκια στις όχθες να ρέουν
πιότερο, απ' όταν, σαν αυτά, ελαφρώς ταξιδεύω.
Η άδολη αυγή της καινούργιας της μέρας
αγάπη ακόμα σε μένα αφήνει.
Τα σύννεφα ολόγυρα στον ήλιο που δύει,
νηφάλιο παίρνουν και πάλι το χρώμα,
στο βλέμμα μπροστά που αψήφησε τη φθορά του θνητού.
Ένας ακόμα άθλος έγινε, κι άλλα έπαθλα έτυχαν.
Χάρη στην ανθρώπινη καρδιά που μας χαρίζει τη ζήση,
χάρη στην ηδυπάθειά της, στις χαρές και τους φόβους της.
Το άνθος εκείνο, το πιο ταπεινό,
δίνεις τις σκέψεις εκείνες που βαθιά θα δακρύσεις.