H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 34η δημοσίευση-Το τέλος

  


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 30

Ανάρτηση 31

Ανάρτηση 32

Ανάρτηση 33


Στην προηγούμενη 33η δημοσίευση: Ο Θησέας με τους Αθηναίους επιστρέφουν στην Ελευσίνα με όσα σώματα νεκρών μπόρεσαν να περισώσουν. Ένας βουβός θρήνος και σπαραγμός ακολουθεί στη διαδικασία της παραλαβής των σωρών. Αποφασίστηκε τα σώματα να ταφούν έξω απ' την Ελευσίνα, κοντά στα Μέγαρα, στην τοποθεσία Άνθιο, στο ιστορικό πηγάδι, που βρέθηκε μεταμφιεσμένη η Θεά Δήμητρα από τις κόρες του Κελεού.

Η Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, κόρη του Ίφη, θα θρηνήσει τον αγαπημένο της. Ο θρήνος της θα κλείσει με την τραγική της αυτοκτονία καθώς πέφτει από έναν βράχο ψηλά στην πυρά του σωρού του αγαπημένου της. 

Ένας τραγικός επίλογος σε έναν θρήνο.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Ένα ακόμα υπέροχο μουσικό θέμα από τη φίλη μας για το μεγάλο φινάλε.

4.5 Με το βλέμμα στο αύριο

 

4.5.1 Να κλείσουν οι πληγές

 Οι επόμενοι μήνες στις δύο πόλεις που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο τον τραγικό αυτό κύκλο ήταν δύσκολες. Τα απομεινάρια της εκστρατείας των Επτά στη Θήβα και όσα ακολούθησαν μετά τη σύγκρουση με τους Αθηναίους είχαν αφήσει βαριά τη σκιά τους στα δρώμενα της πόλης. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη ζωή τους σε κανονικούς ρυθμούς. Είχαν την τύχη να μην πειραχτεί καθόλου η πόλη άρα και τα σπίτια με το βιός τους. Ο φόρος όμως που είχαν πληρώσει σε ανθρώπινες ζωές σε αυτές τις μάχες ήταν μεγάλος. Κάθε σπιτικό προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές, που άφησε ο πόλεμος σε θύματα και σακατεμένους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που στα καπηλειά και στους δημόσιους χώρους συζητούσαν στο γιατί τελικά έγινε όλο αυτό. Οι πολίτες θεωρούν ότι οι ηγέτες τους οφείλουν να είναι τέτοιοι, που να τους χαρίζουν μια ήρεμη και ευημερούσα ζωή. Μακριά από έριδες, φιλονικίες, σκοτωμούς και καταστροφές. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που έριχναν μεγάλο ανάθεμα στην αλαζονεία και στη φιλαρχία του βασιλιά τους Ετεοκλή που δεν τήρησε τον όρκο τιμής με τον αδελφό του. Αρκετοί ήταν αυτοί που ήξεραν την αλήθεια της αδελφοκτόνας αυτής σύγκρουσης που τελικά αφάνισε ολάκερη τη γενιά του Οιδίποδα. Ήταν όμως και άλλοι που απορούσαν για το πως ο Πολυνείκης, γέννημα θρέμμα της γης τους, έφτασε στο σημείο να σηκώσει το σπαθί του κατά της ίδιας του της πόλης.

 Ο Κρέων ήταν εκείνος όμως που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της αποστροφής των Θηβαίων. Η στάση του στα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο των δύο αδελφών αλλά και της ίδιας της μνηστής του γιου του, προκάλεσε αποτροπιασμό μέσα στη πόλη. Οι αποφάσεις του δεν βρήκαν ποτέ σύμφωνους μήτε τους πολέμαρχους της Θήβας, αυτούς που στην ουσία θριάμβευσαν στο πεδίο της μάχης με τους Αργείους. Τον Άκτωρα, το Λασθένη, τον Υπέρβιο, τον Μεγαρέα και τόσους ακόμα άλλους. Βέβαια η τυραννία πάντα αποτελεί φόβητρο για την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Η εξουσία του Κρέοντα ήταν βασισμένη στη βία και στην απολυταρχία. Με αυτόν τον τρόπο οι φωνές και οι αντιρρήσεις πνίγονταν.

 Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Ο Κρέων ήταν ένας βασιλιάς σκιά. Η ήττα του από τον Θησέα άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Οι Θεοί πλήρωσαν ακριβά και σκληρά τις επιλογές του. Με την μέλλουσα νύφη του νεκρή, τα δύο του παιδιά χαμένα μαζί με την γυναίκα του την Ευρυδίκη, αποτελούσε πια μια θλιβερή μορφή στην πόλη.

 “Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε ότι ο Λαοδάμαντας θα φέρει μια άλλη αύρα στη ζωή μας;” ρώτησε ο Βίων το φίλο του καθώς απολάμβαναν λίγο κρασί σε ένα από τα καπηλειά.

“Λες για το γιο του Ετεοκλή ε;” απάντησε ο Εύμαιος.

“Ναι, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος στο θρόνο, αλλά ακόμα είναι μικρός” σχολίασε ο Βίων.

“Και έτσι θα αναγκαστούμε να υποστούμε τον Κρέοντα για πόσο ακόμα;” μονολόγησε σκεπτικός ο φίλος του.

“Δεν είναι πια αυτός που ήταν. Το μάθημα που του έδωσαν οι Θεοί και οι Ερινύες ήταν σκληρό. Σκιά του εαυτού του λένε ότι είναι. Περιφέρεται αδρανής, άβουλος στο παλάτι με τις αναμνήσεις να τον τυλίγουν” είπε ο Βίων.

“Και ποιος κυβερνάει;”

“Σε επιτροπεία είναι Εύμαιε. Στην ουσία το συμβούλιο των πολέμαρχων βαστά τις αποφάσεις και ετοιμάζουν τον νεαρό να αναλάβει”

“Ας ικετέψουμε τους Θεούς να δώσουν συνέχεια ευλογημένη στην πόλη μας. Να βρούμε γαλήνη και εμείς και τα παιδιά μας…”

 Οι ευχές τους ήταν βγαλμένες απ την καρδιά τους. Συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους και να συζητούν για ένα πολυπόθητο ανθρώπινο αύριο που τόσο είχαν ανάγκη.

 ***********************

 “Ολάκεροι άντρες έγιναν, τους βλέπεις;” ακούστηκε η φωνή της Δηιπύλης προς την Αργεία.

“Μέσα τους ναι! Μεγάλωσαν σε μια μέρα! Από εκείνη τη στιγμή που έμαθαν για το θάνατο των πατεράδων τους…” απάντησε η χήρα πια του Πολυνείκη.

“Λες και χωρίστηκε η ζωή τους στα δύο. Όταν ο Άδραστος έφερε την είδηση κάτι έγινε μέσα τους. Το είδα στον Διομήδη. Ξαφνικά άλλαξε! Βάρυνε. Το πρόσωπό του, η σκέψη του ακόμα και η φωνή του. Τίποτα δεν έμεινε όπως πριν…”

Με τα μάτια τους παρακολουθούσαν από το αίθριο του σπιτιού της Αργείας τους δύο γιους τους να κατηφορίζουν το δρόμο για την αγορά. Οι δύο μικροί τους έφηβοι είχαν πάρει πια τα πρώτα χαρακτηριστικά του άντρα.

“Αυτός εκεί που συναντήθηκε μαζί τους ποιος είναι;” ρώτησε η Δηιπύλη.

“Νομίζω ο Σθένελος, ο γιος του Καπανέα. Έχουν γίνει αχώριστοι. Λες και ο θάνατος των πατεράδων τους, τούς έδεσε σε μια ψυχή…”

“Αυτό το παιδί έμεινε εντελώς ορφανό, αλήθεια που ζει;”

“Με τον παππού του τον Ίφι. Σαν έχασε και την κόρη του δεν γύρισαν ποτέ στην Ώλενο. Μένουν εδώ πια. Έτσι κι αλλιώς ο Ίφις έχει δικαιώματα στο θρόνο του Άργους νομίζω μαζί με τον πατέρα μας”

 

Η Δηιπύλη άπλωσε τα χέρια της σε αυτά της Αργείας. Τα δάχτυλά τους δέθηκαν ένας δυνατός κόμπος αλληλεγγύης και ζεστασιάς.

“Θα μπορέσουμε άραγε να γιατρέψουμε τις πληγές μας Αργεία;”

Εκείνη την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα της συνάντησε το σπασμένο πρόσωπό της και τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ο πόνος ήταν πολύ πρόσφατος για να απαλυνθεί.

“Να ξεχάσουμε όχι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ. Μόνο τα παιδιά μας είναι αυτά που μπορούν να μας πάρουν μαζί τους στο δικό τους αύριο. Και να παρακαλάμε τους Θεούς να είναι γαλήνιο χωρίς πολέμους και χαλασμούς”

Η Δηιπύλη αφέθηκε στην αγκαλιά της αδελφής της. Οι μοίρες τις ένωσαν σε κοινές στράτες.

 

“Τι σκέφτεσαι;” ρώτησε η Αμφιθέη τον άντρα της τον Άδραστο. Εκείνος άπλωσε το βλέμμα του πέρα προς τον Ίναχο ποταμό.

“Έρχονται στιγμές που τα αν και τα μήπως μπαίνουν στο μυαλό σου από παντού. Σε βασανίζουν με συνεχή ερωτήματα. Και αλλάζουν συνέχεια τη σκέψη σου. Αν με ρωτούσες πριν, ήξερες την απάντηση που θα σου έδινα. Έπρεπε να γίνει αυτή η εκστρατεία. Να αποδοθεί το δίκιο στο γαμπρό μας. Και είχα χρέος να τον στηρίξω, να μείνω κοντά του. Ήταν κάτι που του το υποσχέθηκα απ την αρχή. Αν όμως με ρωτήσεις τι θα έκανα τώρα θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο”

“Έχεις ενοχές άντρα μου;”

“Κανείς δεν πιέστηκε με το ζόρι να πάρει μέρος σ’ αυτήν την εκστρατεία. Όλοι δήλωσαν συμμετοχή απ την αρχή. Όμως… αυτό δεν παύει να με αναστατώνει σαν έχω μπροστά μου τα μάτια των γονιών και των γυναικών αυτών που έφυγαν. Ο πόλεμος πάντα φέρνει θάνατο και προκαλεί πόνο. Πριν τα βιώσουμε όλα αυτά δεν τα λογαριάζουμε. Μετά όμως…”

Δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Τον άφησε να ταξιδεύει με τη σκέψη του πίσω στις μέρες που ξεκινούσαν θριαμβευτές απ’ τον Αργίτικο κάμπο.

 

4.5.2  Έξι μήνες μετά

 Ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού είχε ήδη αρχίσει να μετριάζεται καθώς το Αυγουστιάτικο δείλι έκλεινε σιγά-σιγά τη μέρα. Ως πέρα στη δύση στα βουνά της γης του Πέλοπα τα χρώματα είχαν γίνει κατακόκκινα στον ορίζοντα. Η θάλασσα, στο βάθος άρχισε ήδη να σκουραίνει. Ψηλά στην ακρόπολη του Άργους ο μπάτης που έμπαινε από τον κόλπο του Ναυπλίου ήταν μια ανάσα δροσιάς για τα ηλιοκαμμένα πρόσωπα του μεσημεριού.

 “Έχω κάποια νέα να σου πω!” είπε γεμάτος έπαρση ο νεαρός προς τον συνομήλικο φίλο του που περπατούσαν.

“Έχω πολύ καιρό να ακούσω ένα ευχάριστο νέο Θέρσανδρε” απάντησε εκείνος.

“Λοιπόν Διομήδη, ο εκγυμναστής μου σήμερα με άφησε μόνο μου να κάνω την πρώτη μου μικρή βόλτα πάνω στο άλογο!” είπε εκείνος γεμάτος χαρά.

“Πόσο καλά! Μπράβο!” είπε με χαρά ο Διομήδης.

Τα παιδιά του Πολυνείκη και του Τυδέα ακολούθησαν τη σχέση του πατέρα τους. Άλλωστε χρόνια οι οικογένειές τους ζούσαν μαζί. Η μία κοντά στην άλλη. Τώρα οι δύο γιοι, ώριμοι έφηβοι πια έκαναν τα πρώτα δικά τους όνειρα στη ζωή. Αλλά και τις πρώτες σκέψεις.

 “Λες να τα καταφέρω και εγώ;” ρώτησε ο Διομήδης.

“Είμαι σίγουρος, γιατί όχι. Και το θέλω πολύ. Να βιαστείς! Δεν ξέρεις πόσο περιμένω την ώρα που θα τρέχουμε οι δυό μας στον κάμπο πάνω στα άλογα” απάντησε ο γιος του Πολυνείκη ο Θέρσανδρος.

“Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ κοντά μας, να μας δουν…” είπε με μια δόση μελαγχολίας ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα.

“Σου λείπει;” Τον ρώτησε ο φίλος του.

“Πολύ, έφυγαν τόσο γρήγορα…” απάντησε ο Διομήδης.

“Τον βλέπω στα όνειρά μου… με πιστεύεις; Τον βλέπω πολλές φορές να έρχεται καβάλα στο λευκό του άλογο, με την ασπίδα του. Βλέπω μια ζωγραφιά πάνω της, ένα περήφανο λιοντάρι. Και μια ομίχλη που σέρνεται στα πόδια του. Μέχρι που κάποια στιγμή τον τυλίγει ολάκερο. Απλώνω λες τα χέρια να τον πιάσω αλλά χάνεται. Τον φωνάζω με το όνομά του αλλά τίποτα.. και τότε, μέσα στην απελπισία μου βλέπω αυτό το λιοντάρι που ήταν ζωγραφιστό στην ασπίδα του να ζωντανεύει και να έρχεται ήρεμο και αρχοντικό προς το μέρος μου. Εγώ… να τρέμω απ’ το φόβο μου αλλά εκείνο λες και είναι ήρεμο με πλησιάζει σαν να με καλεί κοντά του… και…”

Είχε μια έντονη έξαψη ο νεαρός έφηβος εξιστορώντας το όνειρό του, σαν να ζούσε απόλυτα τις στιγμές.

“Και;” τον ρώτησε ο Διομήδης.

“Τίποτα…. Πάντα ξυπνώ, πάντα κάτι εκεί με φέρνει πίσω”

Σταμάτησαν να μιλούν. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο για λίγο σιωπηροί γεμάτοι σκέψεις.

 “Πού θα μας περιμένουν;” ρώτησε ο Θέρσανδρος.

“Στο ποτάμι εκεί που ξεκινά ο δρόμος για τις Μυκήνες”

“Έχω καιρό να τους δω”

“Ο Αλκμαίων είναι νομίζω στην ηλικία μας, ο αδελφός του είναι λίγο πιο μικρός” σχολίασε ο Διομήδης.

“Σου είπαν τι μάς θέλουν;”

“Όχι αλλά δεν νομίζεις ότι μάς ενώνουν τόσα πολλά;” είπε ο Διομήδης στο φίλο του. Λες και οι μήνες που πέρασαν είχαν αφήσει φέρει πάνω τους μια πρώιμη ωριμότητα.

 

“Προς τα πού κοιτάζεις;” ρώτησε ο νεαρός Αμφίλοχος τον αδελφό του τον Αλκμαίωνα. Στα δεκατέσσερα ο γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης. Τα πρώτα στοιχεία του άντρα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο σώμα του. Ψηλός, όμορφος, με καστανά μαλλιά και μάτια. Ο νεαρότερος αδελφός του τον έβλεπε να κοιτάζει προσεκτικά πίσω Βορειοανατολικά, μακριά πίσω από τα ψηλά βουνά που ξεκινούσαν εκεί στις Μυκήνες και έφταναν στην Κόρινθο. Χωρίς να πάρει το μάτι του από εκεί απάντησε στον αδελφό του:

“Μακάρι να μπορούσα να δω ως πέρα εκεί μακριά. Να ταξιδέψει το βλέμμα και η καρδιά μου πίσω απ τα βουνά, μακριά από εδώ. Να ανέβω το βουνό των Μουσών, τον Ελικώνα. Να κατέβω στον Θηβαϊκό κάμπο και να φτάσω ως εκεί, τις πύλες της πόλης.

Ο λόγος του σαν να έβγαζε έναν ποιητικό οίστρο. Παιδί που εκτός από το γυμνασμένο σώμα ήταν διαβασμένο και μελετημένο με όσα του άφησε πίσω ο πατέρας του ο Αμφιάραος.

“Σου λείπει καθόλου;” τον ρώτησε λυπημένα ο αδελφός του.

“Ναι! Μου λείπει πολύ! Η παρουσία του, η σκέψη του, η αγάπη του. Όσα μας έλεγε, όσα ήθελε να μας πει και δεν πρόλαβε…”

“Και μένα!” πρόσθεσε ο Αμφίλοχος.

“Τον αναζητώ πέρα από εκείνα τα βουνά αδελφέ μου. Άραγε πού να βρίσκεται ακριβώς το μέρος της γης που αγκάλιασε το σώμα του;”

“Οι τελευταίες του στιγμές… όπως μας τις είπε ο βασιλιάς”

“Θέλω τόσο πολύ να πάω εκεί! Να πατήσω τη γη που τον τράβηξε στα σωθικά της. Να δω το μέρος που πολέμησε για ύστατη φορά. Να κάνω σπονδές στη μνήμη του, να του πω ότι θυμάμαι πάντα τα λόγια που μας άφησε παρακαταθήκη”, το τελευταίο το είπε με σκληρό βλέμμα. Ο αδελφός του τον κοίταξε φοβισμένα.

“Μιλάς για….” τον ρώτησε με εμφανές το υπονοούμενο.

“Ναι! Μιλάω για εκείνη! Για όσους τον πρόδωσαν! Και, με την απόφασή τους, τον έστειλαν εκεί. Δεν το ξεχνάω αυτό ποτέ Αμφίλοχε! Μ’ ακούς;” γύρισε προς τον αδελφό του κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.

“Είναι μάνα μας αδελφέ μου!”

“Εκείνη φταίει! Δική της ήταν η απόφαση που τους έστειλε εκεί. Στο θάνατο και τη καταστροφή”

 Ο νεαρός Αμφίλοχος τρόμαξε με το σκοτάδι που αντίκρισε σε αυτό το βλέμμα. Δεν είπε τίποτα. Μονάχα κατάλαβε ότι στο μυαλό του μεγάλου του αδελφού γυρόφερναν τα μαύρα λόγια του πατέρα του. Προσπάθησε να το ξεπεράσει λέγοντας:

“Θα ήθελα κάποτε να πάμε εκεί Αλκμαίωνα!”

“Και εγώ! Αλλά δεν το θέλω μ’ αυτόν τον τρόπο”

“Τι εννοείς, τι έχεις στο μυαλό σου; Τι ήθελες;”

“Δεν ξέρω… δεν θέλω ο θάνατος του πατέρα μας εκεί, στη Θήβα, να περάσει έτσι…”

Ο Αμφίλοχος ρώτησε ανήσυχος:

“Δηλαδή τι ζητάς αδελφέ μου;”

“Μια δικαίωση για τον πατέρα μας, κάτι! Για αυτούς που τον οδήγησαν στο θάνατο…”

“Εκδίκηση;”

“Δεν ξέρω, μην με ρωτάς. Δεν μπορώ ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Όμως θέλω να βρεθώ εκεί. Να αγγίξω αυτό το χώμα… Ίσως… Κάποτε…” είπε με το μυαλό του να χάνεται σε όλες τούτες τις εικόνες που γυρόφερναν στον νου του.

“Ίσως με τη Θήβα δεν κλείσαμε τους λογαριασμούς μας αδελφέ μου” του είπε κοιτάζοντας πάλι τον ορίζοντα προς το Βοριά”

 *********************

 “Δεν κουράστηκες κόρη μου να με κουβαλάς όλα αυτά τα χρόνια;” ρώτησε ο Τειρεσίας την κόρη του την Μαντώ. Γύριζαν στη Θήβα από τον ναό της Αθηνάς. Εκεί που βρήκε τραγικό θάνατο η Ισμήνη.

“Πατέρα, τι είναι αυτά που λες! Δεν νιώθω να σε κουβαλώ. Νιώθω να είμαι κοντά σου, συνειδητά, με τη θέλησή μου και την καρδιά μου”

“Το ξέρω κόρη μου και σε ευχαριστώ…”

“Δεν μάθαμε ποτέ ποιος ήταν αυτός που έσφαξε την μικρή κόρη του Οιδίποδα μέσα στο ναό” τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.

“Όχι κόρη μου! Ο Περικλύμενος μας είπε ότι περνώντας απ’ τον ναό την βρήκε νεκρή. Αλλά…”

“Γιατί αναστενάζεις;”

“Γιατί μέσα μου πιστεύω ότι κάτι κρύβει. Ότι ξέρει…”

“Και γιατί δεν μας μίλησε ποτέ;”

“Αυτό δεν το ξέρω θυγατέρα μου…”

“Δεν έχει σημασία πατέρα τώρα πια. Άλλωστε όλα τελείωσαν…”

“Μα τελείωσαν πράγματι;” έκανε εκείνος προκαλώντας το αγωνιώδες ερώτημα της Μαντούς.

“Τι θέλεις να πεις πατέρα; Είναι κάτι που βλέπεις;”

“Κόρη μου…  αναρωτήθηκες όλον αυτόν τον καιρό τι είδαμε; Πόσα έγιναν; Δεν βλέπω η Θήβα να έχει απαλλαγεί από όλο αυτό. Είδαμε ότι οι νόμοι των Θεών είναι αυτοί που φέρνουν ευτυχία . Και όσοι κομπορρημονούν με μεγάλα λόγια πληρώνονται με μεγάλες συμφορές. Άραγε θα υπάρξει φρόνηση στους ανθρώπους; Θα μάθουν απ’ τα λάθη τους; Ή το πέρασμα του χρόνου θα τους ρίξει πάλι στη λήθη. Εύχομαι η πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας να βρουν τη γαλήνη που έχουν ανάγκη”

 Έριξε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό. Διάβηκε κοιτώντας ολόγυρα τον ορίζοντα. Ως πέρα στον Ισμηνό ποταμό. Ύστερα στηρίχτηκε στο μπράτσο της κόρης του. Κίνησαν τα βήματά τους αργά-αργά προς τις πύλες της πόλης. Έγερνε ο ήλιος στη δύση. Μια απόκοσμη ομίχλη άρχισε να τυλίγει τον κάμπο. Παράξενα σχήματα και μορφές άλλαζαν συνέχεια όψη. Σάλευαν αλλόκοτα πάνω στη γη. Σέρνονταν παντού και στο τέλος μια ακαθόριστη φωτεινή μορφή πέρασε τον Ισμηνό και ήρθε και σταμάτησε στην ιερή κρήνη του Άρη εκεί που ο Θεός είχε ορίσει φύλακά της το γιο του το Δράκοντα. Πιο μακριά από εκεί ήταν ένα μέρος γης με αρκετές πέτρες. Γυμνό από δέντρα. Το μέρος όπου ο Αμφιάραος με τον ηνίοχό του χάθηκαν στα βάθη της αγκαλιάς της. Το μέρος έδειχνε νεκρό χωρίς ζωή. Μήτε πουλιά κάθονταν στα δέντρα ολόγυρα μήτε χόρτα φύτρωναν ποτέ. Μια παράξενη μακρινή βουή ερχόταν από τα βάθη εκείνα χωρίς κανείς να ξέρει την προέλευσή και το μήνυμά της.

 Τέλος




Επίλογος:

Αγαπημένες φίλες και φίλοι. Εδώ ο πρώτος κύκλος από τα "Δώρα της Αρμονίας" τελειώνει. Όλη αυτή η τεράστια χρονική περίοδος από την ίδρυση της Θήβας, από το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας, ως το γένος των Λαβδακιδών, τη γενιά του Οιδίποδα, την εκστρατεία των Επτά στη Θήβα, το τραγικό της τέλος.
Ανάμεσα σε όλη αυτή τη διαδρομή, τα πολυθρύλητα νυφικά δώρα της Αρμονίας, έπαιξαν, καταλυτικά, το δικό τους ρόλο στην εξέλιξή της.

Η τραγική τους ιστορία όμως δεν σταματά εδώ. Ιστορικά ακολουθεί ο δεύτερος μεγάλος κύκλων γεγονότων. Είναι η ιστορία των "Επιγόνων", όπως ονομάζονται τα παιδιά των επτά ηγεμόνων, που εκστράτευσαν στη γη του Κάδμου. Ένας μεγάλος φαύλος κύκλος, που σημαδεύεται πάλι από αυτά τα νυφικά δώρα, που κάθε άλλο από ευτυχία έφεραν στους λοιπούς κατόχους τους.

Ο δεύτερος αυτός κύκλος είναι η επόμενη υπόσχεσή μου. Η συγγραφή της και η απόδοσή της σε όλους εσάς. Ένα ακόμα δυσκολότερο έργο, καθώς οι ιστορικές πηγές και αναφορές περιορίζονται κατά πολύ. Ας είμαστε καλά λοιπόν. Είναι μια ανοιχτή δουλειά για το μέλλον.

Σκοπός αυτού του μυθιστορήματος ήταν να κάνει δύο πράγματα: Πρώτον, να ενώσει διάσπαρτες ιστορίες και μυθολογικές αφηγήσεις, να τα συναρμολογήσει μέσα στη ροή του χρόνου για να μπορέσει να τους δώσει ενιαία αφήγηση και πλοκή. Δεύτερον, να αποδώσει όλον αυτόν τον τραγικό ιστορικό και μυθολογικό κύκλο με σύγχρονη γλώσσα και ρυθμό, χωρίς να αλλοιώσει τίποτα έτσι ώστε να γίνει κτήμα στον οποιοδήποτε από εμάς αναγνώστη, με απλό και μυθιστορηματικό τρόπο. Εσείς θα κρίνετε, αν τα κατάφερα.

*********************

Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω, με όλη μου την καρδιά, την αγαπημένη μας φίλη, τη Γλαύκη, για τη μουσική επιμέλεια του έργου. Τα μουσικά της χαλιά, οι επιλογές της έδωσαν ένα υπέροχο άρωμα στις δημοσιεύσεις και στην ατμόσφαιρα της ανάγνωσης. Γλαύκη μου, σε ευχαριστώ πολύ! Κάθε σου επιλογή, σημάδεψε την ανάγνωση κάθε κεφαλαίου και δημοσίευσης. Έδωσε ένα υπέροχο υπόβαθρο και πολλαπλασίασε τα ήδη υπάρχοντα συναισθήματα.

*********************

Θέλω τέλος, προσωπικά, με όλη μου την καρδιά, να σάς ευχαριστήσω συλλογικά αλλά και έναν-έναν για τον πολύτιμο χρόνο σας, να διαβάσετε αυτό το έργο. Να συμμετάσχετε τόσο ενεργά, τόσο ουσιαστικά. Και με τα σχόλιά σας και τις σκέψεις σας να τού δώσετε ακόμα μεγαλύτερη ζωή και υπόσταση. Για μένα ένα πανάκριβο δώρο, για το οποίο σάς υποβάλω την ευγνωμοσύνη μου. 


Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 33η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 30

Ανάρτηση 31

Ανάρτηση 32


Στην προηγούμενη 32η δημοσίευση: Είδαμε την κορύφωση της τραγωδίας στη Θήβα με τον Κρέοντα, τραγικό πρωταγωνιστή της καταστροφής, που έσπειρε γύρω του με τις αποφάσεις του.

Η Αντιγόνη, θα αυτοκτονήσει μέσα στη σπηλιά-φυλακή. Ο Αίμων, ο μνηστήρας της και γιος του βασιλιά, θα βάλει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του σε μια έκρηξη απελπισίας. 

Και ο τραγικός κύκλος θα κλείσει με την αυτοκτονία της Ευρυδίκης, συζύγου του Κρέοντα, μην μπορώντας να αντέξει το θάνατο και του δεύτερου γιου της, μετά από αυτόν του Μενοικέα. 

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Η Γλαύκη, διάλεξε πάλι για μάς, ένα ανάλογο μουσικό θέμα, για να συνοδεύσει την ατμόσφαιρα του κεφαλαίου και να στηρίξει την ανάγνωσή μας.

 33η ανάρτηση

Κεφάλαιο 4.4  Η Επιστροφή στην Αθήνα

 

4.4.1  Η αγωνία της προσμονής

 

Ο χρόνος που περνούσε αποτελούσε για τις Ικέτιδες από το Άργος ένα πραγματικό μαρτύριο. Είχαν δεχθεί την φιλοξενία και το άσυλο των Αθηναίων κοντά στο ιερό της Θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί, ο Άδραστος, ο Ίφις και οι μανάδες με τις γυναίκες δεν είχαν παρά να περιμένουν. Η  Αίθρα φρόντισε για να κάνει την παραμονή τους εκεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος της παρουσίας τους ήταν, από μόνος του, επώδυνος και βαρύς.

 

Η Ευάδνη δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα. Άραγε θα είχε την ευκαιρία να αποτίσει τον ύστατο χαιρετισμό στον καλό της; Ή τα θηρία και τα όρνια του Θηβαϊκού κάμπου θα είχαν προλάβει το μακάβριο έργο τους. Μαζί της και οι άλλες μανάδες και γυναίκες. Του Ετέοκλου, του Ιππομέδοντα και του Παρθενοπαίου.

 

Ο Άδραστος παρακολουθούσε και αυτός βουβός το δράμα και την αγωνία των ανθρώπων αυτών. Στο μυαλό του έρχονταν οι στιγμές, που έφευγε με όλο το στρατό από το Άργος. Τότε που, στο πέρασμά τους, σείονταν η γη και η σκόνη από την περπατησιά τους, ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Αυτές τις στιγμές ήρθαν άπειρες φορές στο νου του τα λόγια του άντρα της αδελφής του, της Εριφύλης. Του μάντη Αμφιάραου η τρομερή πρόβλεψη:  “Η εκστρατεία αυτή θα είναι η καταστροφή μας! Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός παρά μονάχα ένας!”. Και αποδείχτηκε περίτρανα και αυτή του η μαντεία. Αυτός ο ένας, ο ζωντανός, ήταν εκείνος! Εκείνος όμως ήταν θεατής του ολέθρου αλλά και των στιγμών αυτών. Και δεν ήξερε αν αυτή του η σωτηρία ήταν δώρο ή κατάρα των Θεών.

 

Ο Ίφις είχε συνεχώς τα μάτια του στην κόρη του. Η αγωνία για την ψυχολογία της δεν έλεγε να φύγει από μέσα του. Σαν να τον πλάκωνε συνεχώς. Και αυτή η νύχτα δεν έλεγε να ξημερώσει. Λες και ο ήλιος κρατούσε το άρμα του κρυμμένο και δεν έλεγε να ξεχυθεί με τη λάμψη του στη φύση. Το σκούρο του ουρανού είχε πια αρχίσει να σπάει κατά την ανατολή. Προς τη μεριά της Πεντέλης, ο ουρανός άρχισε να χάνει το γκρίζο του.

 

“Έρχονται καβαλάρηδες από το βουνό!”

Η κραυγή ενός Αθηναίου στρατιώτη που έστεκε εκεί κοντά τους έσπασε τη παγερή σιωπή. Όλοι, με μιας, σάλεψαν από τη θέση τους. Σηκώθηκαν και ζύγωσαν κοντά του γυρεύοντας μια εξήγηση.

“Να κοιτάξτε πέρα στο δρόμο λίγο ψηλά!” έδειξε την κατεύθυνση ο στρατιώτης. Ο Άδραστος με το έμπειρο βλέμμα του κατάλαβε.

“Καβαλάρηδες! Κατεβαίνουν από το βουνό. Έρχονται κατά εδώ!” φώναξε με την καρδιά του να σπάει από την προσμονή. Σούσουρο μεγάλο ακούστηκε δίπλα του καθώς οι ικέτιδες έσμιξαν όλες έναν κύκλο ολόγυρά του.

“Να έρχονται άραγε για μας;” ρώτησαν αρκετές γυναίκες.

“Κάντε υπομονή, σύντομα θα μάθουμε” αποκρίθηκε εκείνος.

Πράγματι η σκόνη που σηκωνόταν  στον ουρανό σε λίγο αποκάλυψε τις μορφές δύο καβαλάρηδων που έτρεχαν πια προς το μέρος τους.

“Για μας είναι! Ω Θεοί! Μακάρι να έχουμε μαντάτα!” ακούστηκαν τα λόγια από κάποιες άλλες γυναίκες ολόγυρα. Οι καρδιές όλων κόντευαν να σπάσουν στα στήθη τους. Οι δύο καβαλάρηδες όλο και ζύγωναν προς το μέρος τους. Κάποια στιγμή έφτασαν σχεδόν κοντά τους. Πριν προλάβουν να ξεπεζέψουν όλο εκείνο το σμάρι από τις μαυροφορεμένες γυναίκες έτρεξε προς το μέρος τους. Κανείς πια δεν είχε το κουράγιο να περιμένει. Ο Άδραστος, έσπρωξε μερικές από αυτές και έσπευσε πρώτος να τους προϋπαντήσει.

“Ποιος είναι ο βασιλιάς Άδραστος;” φώναξε βροντερά ο ένας από τους δύο καβαλάρηδες με φωνή σπασμένη από το λαχάνιασμα. Το άλογό του κόντευε να σκάσει.

“Εγώ Αθηναίε! Πες μου! Καρτερώ το μήνυμά σου”

“Είμαστε αγγελιοφόροι από το βασιλιά Θησέα. Μήνυμα στέλνει για εσάς προσωπικό”

“Κρέμομαι από τα χείλη σου στρατιώτη” απάντησε εκείνος με φωνή τρεμάμενη. Κρεμασμένες σχεδόν δίπλα του όλες οι ικέτιδες.

“Ο στρατός μας έφτασε στον κάμπο της Θήβας. Τους νεκρούς ζήτησε για περισυλλογή αλλά ο Κρέων, ο βασιλιάς τους, αρνήθηκε με πείσμα. Μάχη έγινε μπρος στα τείχη της πόλης και στον ποταμό…”

“Και το αποτέλεσμα;”

“Τι άλλο βασιλιά του Άργους παρά τη θριαμβευτική  νίκη των όπλων μας. Οι Θηβαίοι κατατροπώθηκαν έξω απ τα τείχη. Ο Θησέας πήρε αυτό που σας είχε υποσχεθεί! Ο στρατός επιστρέφει”

“Ω Δία ύψιστε! Και τα παιδιά μας;”

“Έρχονται τα σώματα όσων νεκρών βρήκαμε και ξεχώρισαν οι δικοί σας που ήταν μαζί μας. Οι άλλοι θάφτηκαν, κατά πως ορίζουν οι Θεοί, κοντά στο βουνό”

 

Κλάματα ανακούφισης και βογγητά γέμισαν τον αέρα ολόγυρά τους. Οι μανάδες με τις γυναίκες έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης με τα δάκρυά τους να ξεχύνονται χωρίς σταματημό.

“Ω Θεοί! Ευχαριστούμε! Τουλάχιστον μας αξιώνετε να τιμήσουμε τα παιδιά μας. Και εσείς Αθηναίοι! Αιώνια θα είναι η ευγνωμοσύνη μας για σας” είπε ο Άδραστος.

“Τώρα πια μπορείτε ήρεμα να περιμένετε” του είπε ο δεύτερος Αθηναίος αγγελιοφόρος, “ολάκερος ο στρατός ακολουθεί. Στο φως της μέρας θα έχουν φτάσει”

Οι αγγελιοφόροι έφυγαν για να ξαποστάσουν τα άλογά τους. Οι ικέτιδες πότιζαν η μία την αγκαλιά της άλλης με τη συγκίνηση και το ξέσπασμα της αγωνίας τους. Μια νέα προσμονή ξεκινούσε. Μια νέα βαριά στιγμή καρτερούσε. Η ώρα των νεκρών.

4.4.2  Επιτάφιος και τραγωδία

 Το φως της καινούργιας μέρας έδινε πια μορφές και σχήματα στη φύση ολόγυρα. Ο καιρός έδειχνε καλός αλλά κάποια σύννεφα γκρίζα λες και περίμεναν εκεί κάπου στο νότο. Στο βουνό φάνηκε πια η φάλαγγα της επιστροφής. Καβαλάρηδες, άρματα και αμάξια. Οι γυναίκες ικέτιδες έγιναν όλες ένα σμάρι γύρω από τον Άδραστο, τον Ίφι και σε μερικούς άλλους γέροντες. Τα μάτια τους έμειναν εκεί στις παρυφές του βουνού όπου ζύγωναν οι Αθηναίοι μαζί με τους δικούς τους.

 Η απόσταση όλο και μίκραινε σε βαθμό που τώρα πια έβλεπαν καθαρά. Μπροστά βάδιζε ο Θησέας με τους πολέμαρχούς του. Τον Φόρβα και τους άλλους, πιο πίσω οι Αργείοι που τον είχαν συνοδέψει. Πίσω τους κάποιες άμαξες και στη συνέχεια όλος ο στρατός πάνω στα άλογα. Έβλεπες σε αυτές τις χαροκαμένες μάνες και γυναίκες μια αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια και έναν βουβό θρήνο. Σφιγμένα χείλη, από τα οποία ξέφευγαν κάποιοι λυγμοί. Πανιασμένα χέρια. Πρόσωπα με τον πόνο αποτυπωμένο στα χαρακτηριστικά τους. Μια σιωπή παράξενη απλώθηκε ολόγυρα και μια αμηχανία χαρακτηριστική που κάποιος έπρεπε να την σπάσει.

 Αυτός ήταν ο Άδραστος που κίνησε προς το μέρος του Θησέα σαν έφτασαν πια δίπλα τους. Ο βασιλιάς της Αθήνας κατέβηκε από το άλογό του.

“Θησέα, ευλογημένε απ’ τους Θεούς γιε της Αίθρας, τέκνο της περήφανης αυτής πόλης, στα πόδια σου προσπέφτω ταπεινά να σε ευχαριστήσω…” είπε ο Άδραστος με έντονη συγκίνηση γονατιστός στα πόδια του. Ο Θησέας άπλωσε τα δύο του χέρια και τον σήκωσε στα πόδια του.

“Έκανα αυτό που προστάζουν οι Θεοί για τους Ικέτες, τίποτα παραπάνω. Έκανα αυτό που έπρεπε για να εξαγνιστεί μια ανομία και να βρει το καθαρό του αγέρι και ο κάμπος της Θήβας και οι ψυχές των δικών σας ανθρώπων. Πάρτε τους. Είναι πίσω στην άμαξα”

Κινήθηκαν αργά προς τα εκεί μαζί με τις μανάδες και τις γυναίκες. Τρεμάμενα χέρια, λυγμοί που γίνονταν όλο και πιο έντονοι, ωδίνες που ξέφευγαν απ την ψυχή τους.

 “Να τους πάρουμε στο Άργος” είπε ο  Άδραστος.

“Δεν προλαβαίνετε, είναι σε άσχημη κατάσταση…” διέκοψε ο Θησέας, “θα ταφούν εδώ στη γη μας….ακολουθείστε με όλοι”

Έδωσε εντολές να αποσυρθεί ο στρατός που ερχόταν πίσω, πήρε μαζί του κάποιους άντρες και ξεκίνησε.

“Πού πάμε βασιλιά;” τον ρώτησε ο Άδραστος.

“Θα πάρουμε για λίγο αυτό το δρόμο που οδηγεί στα Μέγαρα… ελάτε”

 Οι άμαξες με τα σώματα των νεκρών, ξεκίνησαν από πίσω. Μαζί όλοι μια νεκρική πομπή. Ένα στερνό ταξίδι. Ένας αποχαιρετισμός. Δεν προχώρησαν πολύ. Έφτασαν σε ένα πηγάδι, το Άνθιο. Ένα εμβληματικό μέρος εκεί όπου η Θεά Δήμητρα κάθισε με τη μορφή μιας γριάς ύστερα από την αρπαγή της κόρης της. Σε εκείνο το πηγάδι την είχαν βρει οι κόρες του Κελεού νομίζοντάς την για Αργεία. Την πήγαν στην μητέρα τους την Μετάνειρα και εκείνη της έδωσε το παιδί της να το αναθρέψει.

 Εδώ!” είπε ο Θησέας, λίγο πιο πέρα από το πηγάδι. Ήταν η στιγμή που επιτέλους περίμεναν. Τα σώματα των νεκρών κατέβηκαν από την άμαξα και οι ικέτιδες ξεχύθηκαν κοντά τους. Μάνες, γυναίκες και αδελφές έγιναν ένα μαύρο κουβάρι δίπλα στους δικούς τους. Το πένθιμο έργο της ταφής ξεκίνησε. Ήρθε νερό από το πηγάδι, ετοιμάστηκαν οι χοές, το μέλι, το κρασί. Στήθηκε η μεγάλη πυρά για να ανάψει, να αγκαλιάσει και να εξαγνίσει τα σώματα των νεκρών για το ύστατο ταξίδι τους. Και οι αμφορείς για τη στάχτη και τα οστά. Όλα καθώς έπρεπε, καθώς άρμοζε στους νόμους των Θεών.  Άκουγες μονάχα το μοιρολόι των γυναικών να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, ξόδι πικρό και πονεμένο.

4.4.3  Ευάδνη και Καπανέας

 Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια για τα καλά. Μαζί μ’ αυτόν όμως πλησίαζαν και τα γκρίζα σύννεφα από τον Νοτιά. Η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά στο κέντρο της μεγάλης πυράς. Όλα ήταν έτοιμα για την ύστατη σκηνή. Σε λίγο τα σώματα των νεκρών παραδίνονταν στην ιερή φλόγα, ένα προς ένα.

“Πού είναι η κόρη μου; Είδε κανείς την Ευάδνη;” ρώτησε με αγωνία ο Ίφις ολόγυρά του το πλήθος των γυναικών αλλά και τον Άδραστο.

“Την είδαμε προηγουμένως… εκεί κοντά στον άντρα της” ακούστηκαν κάποιες φωνές από τις γυναίκες. Ο Ίφις κοίταξε ανήσυχος τον Άδραστο που ήταν δίπλα του.

“Και πού είναι τώρα; Δεν τη βλέπω πουθενά!”

Έριξε μια ματιά ολόγυρα μήπως και μπορέσει να την βρει. Όμως η κόρη του ήταν άφαντη.

“Εκεί πάνω είναι!” ακούστηκε μια στεντόρεια γυναικεία κραυγή γεμάτη αγωνία και φόβο. Τα μάτια όλων γύρισαν ψηλά προς το μέρος που έδειχνε η γυναίκα. Ο Ίφις είδε την κόρη του να στέκεται ψηλά στην κορυφή του βράχου πάνω ακριβώς από το κέντρο της μεγάλης φωτιάς. Πανικόβλητος έκανε να τρέξει κοντά της. Η φωνή της τους καθήλωσε όλους:

“Πατέρα μην κάνεις τον κόπο! Σε παρακαλώ!”

“Κόρη μου τι πας να κάνεις εκεί πάνω; Σε ικετεύω, κατέβα!” σπάραξε ο Ίφις. Όλοι κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα.

“Φεύγω με τον άντρα μου πατέρα! Ο Καπανέας με καλεί κοντά του. Η φωτιά από το Θείο αστροπελέκι που έκαψε το κορμί του θα κάνει το ίδιο και στο δικό μου…” έκανε εκείνη με ένα βλέμμα απλανές. Ο νοτιάς είχε ζωντανέψει πια τις φλόγες στην πυρά.

“Ευάδνη! Για τους Θεούς κόρη μου άκουσέ με!” φώναξε ξανά ο Ίφις κάνοντας βήματα να ανέβει στο βράχο.

“Κόρη μου κατέβα!” φώναξε και ο Άδραστος. Τα βλέμματα όλων ήταν γεμάτα τρόμο.

“Με περιμένει… δεν τον βλέπετε;  Δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο στο στερνό του ταξίδι… δεν έχω δρόμο πέραν από το να είμαι κοντά στον αγαπημένο μου… Πατέρα, ο Σθένελος ο γιος μας θα είναι πια για σας… αυτό που αφήνουμε πίσω μας… θέλω να τον προσέχεις. Να μάθει για τον πατέρα του”

 Ο πατέρας της συνέχιζε μαζί με τον Άδραστο να την καλούν, με όση πειθώ μπορούσαν να έχουν, να κατέβει, να σταματήσει. Εκείνη όμως φαινόταν σαν να μην άκουγε. Λες και όλο της το «είναι» ακροβατούσε ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Ο αγέρας, εκεί ψηλά, έκανε κυματισμούς στο πέπλο της. Σαν να  ήθελε να την αρπάξει στον ουρανό με τη δύναμή του. Γύρισε το βλέμμα της ολόγυρα στον ορίζοντα, τα μάτια της συνάντησαν την τραγική όψη του αγαπημένου της πατέρα, έκανε κάτι σαν μια χειρονομία αποχαιρετισμού. Ύστερα έριξε το βλέμμα της προς τα κάτω. Οι φλόγες είχαν πια αγκαλιάσει τα σώματα όλων και πρώτο αυτό του αγαπημένου της. Άφησε το σώμα της να γείρει μπροστά και να πέσει με γδούπο πάνω στις φλόγες που την τύλιξαν αμέσως.

 “Ευάδνη!” ούρλιαξε ο Ίφις τρέχοντας προς την πυρά. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν σπαρακτικές. Ο Άδραστος χύμηξε μπροστά, άρπαξε με έναν στρατιώτη τον Ίφι λίγο πριν ριχτεί στις φλόγες που είχαν πλέον θεριέψει. Ο Θησέας είχε μείνει άφωνος βουτηγμένος στον πόνο και στο δέος.

 Οι φωνές του Ίφι καλούσαν την κόρη του που καίγονταν στις φλόγες σε ένα τραγικό τέλος αγκαλιά με τον άντρα της τον Καπανέα και τους άλλους πολέμαρχους από τους επτά που έμελε να κάνουν το μοιραίο ταξίδι και την εκστρατεία στην εφτάπυλη Θήβα.

 Τα μαύρα σύννεφα που ήρθαν απ’ τον Νοτιά είχαν πια αγκαλιάσει ολάκερο τον ουρανό. Ο ήλιος είχε κρυφτεί στο μελανό τους χρώμα. Κάπου μακριά προς την Κόρινθο άστραφτε, σημάδι της καταιγίδας που έφτανε. Στο δρόμο, έξω από τα Μέγαρα, προς τις Σκειρωνίδες πέτρες, μπορούσε να δει κανείς τα άλογα με τις ικέτιδες που επέστρεφαν πια στο Άργος. Λιγότερες κατά μία. Κανείς δεν μιλούσε στην επιστροφή. Ο Άδραστος συλλογιζόταν το αν έπρεπε να είχε γίνει όλο αυτό ή όχι. Οι άλλες γυναίκες ένιωθαν μια πένθιμη λύτρωση καθώς είχαν ξεπληρώσει τον αποχαιρετισμό στους δικούς τους ανθρώπους. Και ο Ίφις έκλαιγε βουβά με πόνο εκτός από το γαμπρό του και την κόρη του την Ευάδνη, που διάλεξε τον πιο τραγικό τρόπο να ακολουθήσει τη στράτα του άντρα της στον κάτω κόσμο.

 Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα για την αποκατάσταση της αδικίας και του σφετερισμού του θρόνου τελείωνε εδώ με τον αφανισμό τους. Πολλές φορές, δυστυχώς, το δίκιο δεν συναντά και το εφικτό στον κόσμο αυτό. Οι πράξεις των ανθρώπων είναι αυτές που οδηγούν το δράμα. Κάθε πρόσωπο αυτής της τραγωδίας αντάμωσε τη δική του μοίρα, όπως την όρισαν οι Θεοί. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο κύκλος αυτός έκλεισε κάπου εδώ. Ήταν όμως έτσι; 

(Στην επόμενη 34η δημοσίευση το τέλος)



Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες), 32η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 30

Ανάρτηση 31


Στην προηγούμενη 31η δημοσίευση: Ο στρατός της Αθήνας, με επικεφαλής το βασιλιά Θησέα φτάνει στο κάμπο έξω απ' τα τείχη της Θήβας. Οι απεσταλμένοι των Αθηναίων στο βασιλιά Κρέοντα, επιστρέφουν άπρακτοι καθώς ο γηραιός βασιλιάς, αρνείται κάθε συζήτηση για επιστροφή των νεκρών και είναι απόλυτα επιθετικός και εριστικός απέναντι στους Αθηναίους. 

Ακολουθεί, έξω απ' τα τείχη της πόλης μια περιορισμένη μάχη, στην οποία οι Θηβαίοι ηττώνται απόλυτα και μπρος στο φάσμα της ολικής καταστροφής εγκαταλείπουν κάθε συνέχεια της σύγκρουσης.

Οι Αθηναίοι μαζεύουν όσα σώματα των άταφων νεκρών μπορούν και παίρνουν το δρόμο της επιστροφής.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Ένα υπέροχο μουσικό θέμα, από την αγαπημένη μας φίλη, συνοδεύει σήμερα την ανάγνωσή μας.

32η δημοσίευση


Κεφάλαιο 4.3  Αυλαία στη Θήβα


Στη Θήβα προσπαθούσαν να διαχειριστούν την κατάσταση αμέσως μετά τη μάχη με τους Αθηναίους έξω από τα τείχη της πόλης. Η ήττα ήρθε ηχηρό χαστούκι να τους προσγειώσει αμέσως μετά το αίσθημα του θριάμβου που τους κατείχε. Το κύρος του Κρέοντα ήταν σε αμφισβήτηση. Κρυφή και βουβή αλλά δεν έπαυε να υπάρχει. Την ένιωθε στα μάτια των πολέμαρχων και των συμβούλων του. Ευτυχώς οι Αθηναίοι αποχώρησαν γρήγορα την ίδια μέρα. Επέστρεψε στο παλάτι σκεφτικός και εμφανώς προβληματισμένος. Η επιστροφή του εκεί θα του θύμιζε σε λίγο, με τραγικά οδυνηρό τρόπο, το μεγάλο θέμα που είχε δημιουργήσει μια απόφασή του. Μια απόφαση που, σύντομα θα καλούνταν να υποστεί τις τραγικές συνέπειες.

 

4.3.1  Αντιγόνη


“Βασιλιά μου!” ακούστηκε δυνατή η φωνή του Άκτορα καθώς μπήκε με ορμή μέσα στην αίθουσα.

“Τι τρέχει στρατηγέ και με κομμένα ανάσα φτάνεις μπροστά μου;” απάντησε ο Κρέων.

“Πρέπει να με ακολουθήσεις γρήγορα”

“Τι είναι αυτό που την παρουσία μου με τόση βιάση ζητάει;”

“Στη σπηλιά της γης πρέπει να πάμε γρήγορα βασιλιά μου, μήνυμα έχω από εκεί για σένα  να φτάσεις αμέσως!”

Κάτι άσχημο άρχισε να αιωρείται στο νου του Κρέοντα αλλά δεν το έβγαλε προς τα έξω.

“Πάμε γρήγορα”

 

Ανέβηκαν στα άλογά τους. Ο γρήγορος καλπασμός τους σήκωσε σκόνη στους δρόμους της πόλης κατεβαίνοντας από το παλάτι. Ο Κρέων, ο Άκτωρ, πολλοί αξιωματικοί και καβαλάρηδες συνοδοί τους. Η σπηλιά της γης ήταν έξω απ τα τείχη της πόλης κοντά στον Ισμηνό ποταμό. Ήταν το μέρος που είχε οδηγηθεί η Αντιγόνη για να κλειστεί ζωντανή στο εσωτερικό της μετά από τη διαταγή του. Σε ολάκερη τη διαδρομή, σκέψεις και ερωτήματα τριγύριζαν στο μυαλό του. Τι να είχε άραγε συμβεί για να τον καλέσουν με τόση βιάση. Καλπάζοντας μέσα στην πόλη έβλεπε πολλά μάτια συμπολιτών του ανήσυχα και κάποια απ’ αυτά ταραγμένα. Όταν βγήκαν από τα τείχη είδε τα απομεινάρια της προηγούμενης μάχης με το στρατό του Θησέα. Τα δεινά για τους πολίτες της πόλης δεν είχαν σταματημό. Κάποια στιγμή έφτασαν στα ριζά του λόφου. Στη βάση του, ανάμεσα σε πυκνά δέντρα και φυλλώματα έχασκε το στόμιο της σπηλιάς. Η φυλακή της Αντιγόνης. Είδε απ’ έξω πολλούς στρατιώτες να τριγυρίζουν ανήσυχοι. Μόλις αυτοί είδαν το βασιλιά και τους άλλους καβαλάρηδες να φτάνουν έτρεξαν αμέσως να πιάσουν συντεταγμένοι τις θέσεις τους.

 

Ο Κρέων έφτασε εκεί κοντά. Ξεπέζεψε μαζί με τον Άκτωρα και τους άλλους συνοδούς του. Ανάμεσα στους στρατιώτες και αξιωματικούς είδε το Λασθένη να τρέχει κοντά του. Η όψη του ήταν ωχρή και έδειχνε εμφανώς ανήσυχος.

“Τι συμβαίνει Λασθένη; Για να σε βρίσκω εδώ μπροστά μου, σίγουρα κάτι σοβαρό τρέχει. Μίλα λοιπόν!’

“Βασιλιά μου …” έκανε εκείνος, προσπαθώντας να κρατήσει μια ψύχραιμη αφήγηση, “είχαμε αφήσει λίγους στρατιώτες να φυλάνε την κρατούμενη, την Αντιγόνη εδώ”

“Αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνουν, να επιτηρούν το χώρο, λοιπόν;”

“Η διαταγή σου εκτελέστηκε βασιλιά μου…”

“Πολύ ωραία. Τι είναι αυτό λοιπόν που σε φέρνει σε τέτοια κατάσταση, ανάστατο και ταραγμένο;”

Βάδιζαν με αργά βήματα προς το στόμιο της σπηλιάς ανάμεσα στα δέντρα και στα φυλλώματα.

 

Ο Λασθένης άρχισε να περιγράφει:

“Αμέσως μετά την απόφασή σου μια ομάδα από τη φρουρά έφερε την κρατούμενη ως εδώ. Σύμφωνα με το πρόσταγμά σου την οδήγησαν στο εσωτερικό της σπηλιάς, όσο μπορούσαν βαθύτερα. Την είσοδο την έκλεισαν με μεγάλα κλαδιά από δέντρα, αφήνοντας ένα σημείο ελέγχου κατά πως έπρεπε”

Είχαν φτάσει έξω από την είσοδο της σπηλιάς. Με το ζόρι μπορούσαν να χωρέσουν δύο άνθρωποι μαζί.

“Εγώ δεν βλέπω σφαλισμένη την είσοδο Λασθένη, τι έτρεξε;”

Εκείνος πήρε μια δύο κοφτές ανάσες και αποφάσισε να συνεχίσει.

“Τα υπόλοιπα να σού δώσει την περιγραφή ο επικεφαλής που ορίσαμε να φυλάει το χώρο…”

Έκανε νόημα σε έναν αξιωματικό που έστεκε παράμερα. Εκείνος ήρθε αμέσως μπροστά τους, υποκλίθηκε στον Κρέοντα με φόβο.

“Μίλα λοιπόν, καιρό για χάσιμο δεν έχουμε…” είπε ο βασιλιάς.

“Οδηγήσαμε την κρατούμενη στο βάθος της σπηλιάς. Μόνη και χωρίς τίποτα κοντά της. Έστεκε παράξενα αγέρωχη, γαλήνια και ήρεμη…”

“Δεν σε φωνάξαμε να μας περιγράψεις μιας προδότρας τα συναισθήματα, τελείωνε!”

“Κρατώντας δάδες, εγώ και τρεις ακόμα στρατιώτες μπήκαμε ο ένας πίσω απ τον άλλο στο εσωτερικό της σπηλιάς. Φτάσαμε μέχρι εκεί που μπορούσαμε. Μέχρι εκεί που το φέγγος του ήλιου λιγόστεψε. Πιο μέσα ήταν όλα στο σκοτάδι. Αφήσαμε τη γυναίκα εκεί κατά πως όριζες και βγήκαμε. Κλείσαμε τη σπηλιά αφήνοντας μονάχα μια ελάχιστη είσοδο να μπορούμε να επιθεωρούμε το χώρο…”

Έδειχνε φοβισμένος.

“Μίλα τι στάθηκες!” είπε ο Άκτωρας από δίπλα.

Ο αξιωματικός με περισσότερο φόβο συνέχισε την αφήγησή του:

“Μετά από λίγο ακούγαμε τις φωνές της. Σκόρπια λόγια. Αναφιλητά. Έρχονταν σε μας μέσα απ τη βοή που δίνει το βάθος της γης. Λες και ήταν άλλου κόσμου φωνές. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίζουμε τι έλεγε. Μονολογούσε. Ένας αλλόκοτος θρήνος έβγαινε απ της σπηλιάς το σκοτάδι. Ύστερα σιώπησε. Τίποτα δεν έφτανε στα αυτιά μας. Αφουγκραστήκαμε απ έξω μήπως και μπορέσουμε κάτι να ξεχωρίσουμε. Πέρασε χρόνος πολύς. Και σε λίγο μια παράξενη και υπόκωφη βουή έβγαινε λες από τα σπλάχνα της γης μέσα απ τη σπηλιά. Δεν ήταν δυνατή αλλά την νιώθαμε, την ακούγαμε. Σαν το θεριό που βρυχάται. Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα, να δούμε τι γίνεται. Ανάψαμε δαδιά και τέσσερις από μας, ο ένας πίσω απ τον άλλο μπήκαμε στη σπηλιά. Μέχρι που φτάσαμε εκεί που είχαμε αφήσει την κρατούμενη…”

Ο αξιωματικός σταμάτησε σκύβοντας το κεφάλι.

“Λοιπόν;” έσκουξε ο Κρέων. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και αργά-αργά του είπε:

“Την είδαμε…. Πιο μέσα από εκεί που την είχαμε αφήσει”

“Ακούω!”

“Βασιλιά μου…” υποκλίθηκε εκείνος φοβισμένα, “Πέρασε μέσα να δεις με τα μάτια σου…”

Ο Κρέων αλληλοκοιτάχτηκε με τον Λασθένη και τον Άκτωρα. Φάνηκε καθαρά ότι εκείνοι ήξεραν. Είχαν μάθει.

“Δώσε μου μια δάδα και ακολουθείστε με” φώναξε δυνατά. Μπροστά κίνησε ο αξιωματικός, ακολούθησε ο Κρέων και πίσω του ο Λασθένης με τον Άκτωρα. Άρχισαν να προχωρούν στο βάθος της σπηλιάς προσεκτικά. Ένας πίσω απ τον άλλο. Καθώς προχωρούσαν το φως όλο και λιγόστευε. Ένιωθαν τα ξερόχορτα να εμποδίζουν τα βήματά τους. Και σε κάθε τους βήμα πέτρες μεγάλες πλήγωναν τα πόδια τους. Η σπηλιά στο εσωτερικό της μεγάλωνε και η στοά της απλώνονταν περιμετρικά. Οι δάδες φώτιζαν τα βήματά τους. Προχώρησαν αρκετά.

 

Ο αξιωματικός μπροστά σταμάτησε. Η σπηλιά σε εκείνο το μέρος στένευε. Στα δεξιά του ξεκινούσε μια μεγαλύτερη στοά. Γύρισε και κοίταξε τον Κρέοντα παραμερίζοντας. Σαν να τον καλούσε να προχωρήσει μονάχος. Ο βασιλιάς κρατώντας τη δάδα του τον προσπέρασε. Μπήκε στο άνοιγμα και έκανε λίγα βήμα στο μεγάλο άνοιγμα. Κατάλαβε ότι ήταν μόνος. Άρχισε η καρδιά του να χτυπά δυνατά. Απόλυτη σιωπή πάγωνε τα πάντα και η υγρασία κόλλαγε στα ρούχα πάνω του.

 

Στον απέναντι τοίχο τότε είδε μια μεγάλη σκιά, που η φλόγα απ τις δάδες την έκανε να τρέμει. Προσπαθούσε να καταλάβει το σχήμα αυτής της σκιάς που τρεμόπαιζε στον απέναντι βράχο. Έκανε λίγα βήματα ακόμα ανάμεσα σε σκληρές πέτρες. Το σχήμα απέναντί του μεγάλωνε, έπαιρνε μορφή. Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το σχήμα όλο και πιο πολύ έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Μόνο που έβλεπε τη σκιά να τρεμοπαίζει και να πάλλεται αργά. Ανατρίχιασε. Έστρεψε το πρόσωπό του στα δεξιά αργά, βασανιστικά. Και τότε!

 

Τότε αντίκρισε στη μυτερή εξοχή ενός ψηλού βράχου το σώμα της! Το μαύρο της πέπλο, στη μία του άκρη ήταν τυλιγμένο στο πάνω μέρος του βράχου. Το άλλο μέρος του ήταν δεμένο στο λαιμό της. Το σώμα της αιωρούνταν αργά στον αέρα. Τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη και τα χέρια της έπεφταν ανοιχτά δίπλα στο σώμα της. Τα μάτια του Κρέοντα συναντήθηκαν με τα ανοιχτά μάτια της Αντιγόνης. Ένιωσε κάτι σαν μαχαίρι να βυθίζεται στην καρδιά του. Το παγωμένο της βλέμμα διασταυρώθηκε με το δικό του. Τον κοιτούσε αγέρωχα, ανέκφραστα, παγωμένα. Κρεμασμένη με τα ίδια της τα χέρια, έστεκε μπροστά του σαν να τον μετρούσε, ίσια στα μάτια. Έβγαλε κάτι σαν  μουγκρητό. Δεν έβγαινε καλά απ το λαιμό του, τον έπνιγε, τον έκαιγε. Ως μέσα στα σωθικά του. Άπλωσε το ένα χέρι του στο πρόσωπό του χωρίς να το καταλάβει. Σαν να προσπαθούσε να την διώξει από μπροστά του. Σαν να πίστευε ότι ήταν ένας φριχτός εφιάλτης και αν κουνούσε το χέρι του θα ξυπνούσε από αυτόν. Πισωπάτησε, κόντεψε να τσακιστεί στις πέτρες. Έτρεξαν να τον βαστάξουν. Ο Λασθένης έτρεξε κοντά του.

“Θα έχει ήδη μαθευτεί στην πόλη…” τού είπε. Ο Κρέων γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν είχε την παραμικρή σχέση με αυτό που τον ήξεραν μέχρι τώρα. Ένα άλλο εντελώς πρόσωπο έχασκε εκεί μπροστά τους.

 

4.3.2  Αίμων

 

Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να σταθεί στα πόδια του κυρίαρχος. Έριξε μια ματιά γύρω του. Εκείνοι απέφευγαν να τον κοιτάξουν στα μάτια.

“Δεν περίμενα να γίνει έτσι” τούς είπε μέσα από τα δόντια του, συνεχίζοντας: “Ακόμα και τώρα αυτό το καταραμένο πείσμα της! Στα βήματα του πατέρα της! Αναθεματισμένη φύτρα! Περίμενα να υποταχτεί. Να τρομοκρατηθεί. Να σέρνεται μέσα στα σκοτάδια παρακαλώντας για τη ζωή της. Ταπεινωμένη και τσακισμένη από τις επιλογές της. Όμως προτίμησε να μου πετάξει κατά πρόσωπο τη ζωή της. Ακόμα μια πρόκληση και μια προσβολή…”

“Βασιλιά μου…” τον διέκοψε ο Λασθένης καθώς κοιτάχτηκε στα μάτια με τον Άκτωρα.

“Τι άλλο θέλεις να μου πεις;” έκανε ο Κρέων.

Ο πολέμαρχος δίστασε. Ο άλλος δίπλα τού έκανε νόημα να προχωρήσει.

“Υπάρχει και κάτι άλλο Κρέοντα που πρέπει να μάθεις…”

“Λέγε λοιπόν!”

“Ο γιος σου ο Αίμων!”

Τον κοίταξε άγρια στα μάτια.

“Τι συμβαίνει με το γιο μου;” τον άρπαξε από το χιτώνα.

“Έμαθε! Ήταν εδώ! Την είδε!”

Ο Κρέων έκανε σαν να δέχτηκε δεύτερο χτύπημα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

“Που είναι τώρα;”

“Σε γυρεύει βασιλιά μου! Ήταν σε έξαλλη κατάσταση”

 

Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να συνειδητοποιήσει ο Κρέων το νόημα της φράσης όταν μια άγρια φωνή ακούστηκε σαν βροντή στο εσωτερικό της σπηλιάς. Μια φωνή ανάμεσα σε άνθρωπο και θηρίο. Με έναν ήχο που έκανε όλους να ανατριχιάσουν.

“Βασιλιά! Πού είσαι κραταιέ άρχοντα της Θήβας;”

Στο φως που έκαναν οι δάδες μαζί με τις σκιές στα τοιχώματα και τους βράχους της σπηλιάς πρόβαλε η μορφή του Αίμονα. Το πρόσωπό του, τίποτε δεν θύμιζε αυτό το όμορφο, νεανικό, γοητευτικό πρόσωπο του νεαρού άντρα που ήξεραν όλοι. Μια απίστευτη οργή και θρήνος είχαν αποτυπωθεί σε κάθε εκατοστό του. Τα μάτια, τα χείλη και το στόμα του ήταν παραμορφωμένα από την ένταση και τα χέρια του έτρεμαν ασυγκράτητα. Μπήκε και στάθηκε κοντά στον πατέρα του.

“Γιε μου!” τού είπε ο Κρέων. Εκείνος του έριξε μια δολοφονική ματιά. Ύστερα γύρισε στους υπόλοιπους. Τον έδειξε με το δάχτυλό του.

“Ο βασιλιάς της Θήβας! Ο σοφός και μετριόφρων Κρέων, ο γιος του Μενοικέα. Με τη μεγάλη του καταγωγή από το σπουδαίο γένος των Σπαρτών. Τρεις φορές βασιλιάς της Θήβας! Θαυμάστε άρχοντες και πολέμαρχοι το κατόρθωμά του! Στέκεται άκαμπτος και θριαμβευτής μπροστά σε μια κρεμασμένη γυναίκα που αποφάσισε το ίδιος να τη θάψει ζωντανή στα έγκατα της γης…”

“Αίμονα τι είναι αυτά που λες!” ανταπάντησε ο βασιλιάς.

Εκείνος συνέχισε στον ίδιο τόνο:

“Ο ισχυρός και σώφρων τιμημένος πατέρας μου! Που τα ώριμα χρόνια του αντί να τού δώσουν γαλήνη και ψυχραιμία ψυχής άφησαν μέσα του το στίγμα της προσβολής και της ύβρης”

Ο βασιλιάς αντιλήφθηκε ότι η κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένιωθε ντροπιασμένος και ταπεινωμένος από τον ίδιο του το γιο. Γύρισε με μιας στον Λασθένη.

“Βγείτε έξω, περιμένετέ με έξω απ τη σπηλιά. Έχω να πω δυό κουβέντες με το γιο μου”

Οι άλλοι τον κοίταζαν προβληματισμένοι.

“Τι με κοιτάτε; Δεν ακούσατε τις σας είπα; Βγείτε όλοι έξω”

Ακολούθησαν τις οδηγίες του και αποχώρησαν βιαστικά από τη σπηλιά. Το φως λιγόστεψε στο χώρο καθώς οι δάδες έφυγαν με τους στρατιώτες. Έμειναν δυο τους στο εσωτερικό της σπηλιάς δίπλα από το κρεμασμένο σώμα της Αντιγόνης.

 

Ο Αίμων πήγε κοντά της. Με μια ιερή λεπτότητα, τράβηξε ένα μικρό μαχαίρι από τη ζώνη του και έκοψε το χιτώνα που κρατούσε την αγαπημένη του μνηστή από την άκρη του βράχου.

“Τι κάνεις εκεί;” τού είπε ο Κρέων

“Σκοπεύεις να την αφήσεις κι αυτή άθαφτη όπως όλους τους άλλους;” τού είπε με φωνή που έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του. Χωρίς να τον κοιτάζει, πήρε το σώμα της στην αγκαλιά του και το απόθεσε δίπλα στο βράχο σαν να κρατούσε κάτι ιερό. Έσκυψε πάνω της με σεβασμό και θρήνο. Γονάτισε. Άπλωσε τα χέρια του στα μαλλιά της και στο παγωμένο της πρόσωπο. Το χάιδεψε με προσοχή λες και άγγιζε κάτι εύθραυστο. Την φίλησε απαλά στο μέτωπο και σηκώθηκε αργά αργά γυρίζοντας προς τον πατέρα του, που τον κοιτούσε ανέκφραστος.

“Απολαμβάνεις πατέρα τα κατορθώματά σου; Ορίστε! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα καλά! Βλέπεις; Του λόγου σου το αποτέλεσμα. Θάνατος και καταστροφή”

Η μορφή του προσώπου του Αίμονα έδειχνε να αλλάζει τη στάση του Κρέοντα.

“Δεν ήθελα να πεθάνει…” ψέλλισε.

“Αλλά τι ακριβώς ήθελες;”

“Έλπιζα να αλλάξει γνώμη, να συνέλθει και να συμμορφωθεί…”

“Ακόμα και τώρα πατέρα κρύβεσαι πίσω από των έργων σου τις επιλογές. Όταν στα είπα όλα τούτα   έβραζες από οργή και το μίσος σου ξεχείλιζε”

“Δεν είναι έτσι…”

“Ακόμα και τώρα δείχνεις τη μικρότητά σου! Τα χρόνια και τα άσπρα σου μαλλιά δεν έδωσαν τη σοφία και την ανθρωπιά στην καρδιά σου. Το άρρωστο εγώ σου υπερασπίζεις και της εξουσίας σου τη δύναμη. Αυτή είναι ολάκερη η ζωή σου. Τώρα δες! Η μνηστή του γιου σου, η γυναίκα που θα σου έδινε αύριο τα εγγόνια στα ύστερά σου χρόνια είναι εδώ μπροστά σου, δολοφονημένη απ το ίδιο σου το χέρι!”

“Έπρεπε των νόμων, παιδί μου, να βαστάξω την τάξη. Αυτή είναι η θέση μου και η αρχή μου. Βγαίνουμε από ένα πόλεμο και μας καρτεράει ένας ακόμα. Πολλές φορές, η μοίρα των αρχόντων είναι να ξεπερνούν με πόνο τα αισθήματά τους για να υπερασπίσουν την τάξη. Είμαστε σε μάχη. Αν έδειχνα να λυγίζω δεν θα είχαμε επιστροφή. Αυτό έπρεπε να κάνω”

Ο Αίμων στράφηκε οργισμένος προς το μέρος του. Τον άρπαξε από τους ώμους.

“Ακόμα και τώρα δεν ντρέπεσαι να αναμασάς τα ίδια λόγια; Ακόμα και τώρα ίδιος; Ποια αρχή να υπερασπιστείς; Αν ακολουθούσες το δρόμο των νόμων των Θεών όλα θα είχαν τελειώσει. Τίποτα δεν θα απειλούσε πια την πατρίδα μας. Σαν τι φοβόσουν; Τους νεκρούς; Αλλά το πάθος και η αρχομανία σου ήταν τέτοια που σε οδήγησε εδώ. Αυτήν την αλαζονεία των τυράννων υπερασπίζεις βασιλιά. Τίποτα άλλο!”

Ο Αίμονας τράνταζε τον πατέρα του με δύναμη απ τους ώμους σαν παιχνίδι. Εκείνος φοβισμένος προσπαθούσε να σταθεί ορθός, ο γιος του συνέχισε:

“Αλλά, να ξέρεις βασιλιά ότι η τυραννία έναν τρόπο έχει να πέφτει. Την τιμωρία και το θάνατο. Αυτό είναι πάντα το τέλος της. Όσο ισχυρός και να είναι, όσο δυνατός και να νιώθει, έρχεται η ώρα που ο τύραννος γκρεμίζεται στα σκοτάδια, ακούς;”

 

Η τελευταία λέξη βγήκε από μέσα του με μια κραυγή και μια φωτιά παραμορφωμένη. Με το ένα του χέρι τράβηξε το σπαθί του απ το θηκάρι του. Με το άλλο κρατούσε στιβαρά τον πατέρα του. Τον ταρακουνούσε σαν παιχνιδάκι. Ύψωσε το χέρι με το σπαθί πάνω από το κεφάλι του βασιλιά.

“Γιε μου τι πας να κάνεις!” φώναξε εκείνος.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγες στιγμές. Στιγμές γεμάτες φωτιά. Το χέρι του Αίμονα με το σπαθί στο χέρι αιωρούνταν τρεμάμενο πάνω απ το κεφάλι του πατέρα του. Ο θάνατος έπαιζε το δικό του παιχνίδι.

 

Ύστερα, για μια στιγμή, σαν να χτύπησε τον Αίμονα αστροπελέκι, τίναξε πέρα τον πατέρα του μακριά όσο μπορούσε. Και ο ίδιος έκανε παραπατώντας βήματα προς τα πίσω. Με το ένα του χέρι έπιασε το κεφάλι του. Κάτι βγήκε από μέσα του σαν κραυγή, σαν θρήνος. Που μπλέχτηκε με τα ίδια του λόγια:

“Δες που με οδήγησαν οι πράξεις σου! Ω Γαιοσείστη Δία, τι πήγα να κάνω; Ευχαριστώ που την τελευταία στιγμή βάσταξες το χέρι μου από το να βυθίσω το σπαθί μου στο στήθος του…”

Ο Κρέων τον κοίταζε γεμάτος τρόμο. Ο Αίμονας ύψωσε το κεφάλι του προς το μέρος του. Τα μάτια του γύρεψαν τα δικά του. Σήκωσε το ελεύθερο χέρι του, η φωνή του ακούστηκε μέσα στον πόνο.

“Ως εκεί οδήγησες το γιο σου με τις πράξεις σου… να γίνω πατροκτόνος… ως εκεί έφτασες… παρακάτω δεν έχει… ντρέπομαι για σένα… αλλά ντρέπομαι και για μένα, για τη σκέψη που έστω για λίγο πέρασε απ το μυαλό μου…”

“Αίμων παιδί μου λογικέψου!” τον κάλεσε με δραματικό τόνο.

“Δεν θέλω να σε ξέρω… δεν υπάρχεις για μένα… δεν υπάρχετε κανείς σας… πηγαίνετε να δρέψετε της νίκης σας τους καρπούς… η αποφορά των άθαφτων νεκρών σας προσμένει θριαμβευτές… “

Γύρισε πίσω του, έριξε μια ματιά στο σώμα της Αντιγόνης. Τα ακροδάχτυλά του διάβηκαν αργά στο κρύο και άκαμπτο πρόσωπό της. Συνάντησαν τα μαλλιά της, ταξίδεψαν στα μάγουλά της, διάβηκαν ευλαβικά τα εφτασφράγιστα χείλη της. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν λέξεις, που τις άκουσαν μονάχα τα τρίσβαθα της ψυχής του. Ένας βουβός θρήνος αποχαιρετισμού στη γυναίκα που αγάπησε και ονειρεύτηκε να ζήσει  μαζί της. Το πρόσωπό του πήρε για λίγο μια ήρεμη έκφραση.

«Καλή αντάμωση αγαπημένη μου», πρόλαβε να πει.

 

Το χέρι με το σπαθί υψώθηκε στον αέρα απειλητικό. Η κάθοδος της κοφτερής λεπίδας του συνάντησε την απεγνωσμένη ματιά του Κρέοντα αλλά και τα βήματά του να προλάβει. Να προλάβει το κατέβασμά της στο στήθος του γιου του. Οι κραυγές τους υψώθηκαν στο βάθος της σπηλιάς, τού καθενός για διαφορετικό λόγο. Ο Κρέων είδε το σώμα του γιου του να γέρνει αργά προς τα μπρος, τα γόνατά του να λυγίζουν. Και καθώς η κόψη του σπαθιού έμπαινε βαθιά στο στήθος του, το αίμα του έβαφε με άλικο χρώμα τα βράχια μπροστά στα πόδια του. Ο βασιλιάς έντρομος τον έσφιξε στην αγκαλιά του τυλιγμένος στην απόγνωση καθώς πίσω του έμπαιναν ανάστατοι όσους προηγουμένως είχε διώξει.

 

Κυλίστηκε χάμω στα βράχια της σπηλιάς έχοντας τον νεκρό γιο του στην αγκαλιά του σπαράζοντας από την απόγνωση και τον τρόμο. Όλα έσβηναν ολόγυρα από το βλέμμα του. Ένα πηχτό σκοτάδι τύλιγε τα πάντα γύρω του καθώς έπεφτε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις του.

 

Σαν άνοιξε αργά τα μάτια του ένιωθε να είναι σε έναν άλλο κόσμο. Γύρω του επικρατούσε μια παράξενη γαλήνη. Το βλέμμα του ήταν θολό και ολόγυρά του στην αρχή έβλεπε μορφές να πηγαινοέρχονται. Ένιωσε πως ήταν ξαπλωμένος κάπου με την πλάτη του να ακουμπά στον κορμό ενός δέντρου. Κάποιοι ήταν δίπλα του αλλά ακόμα δεν μπορούσε να ξεχωρίσει. Αργά-αργά το βλέμμα του καθάριζε μέχρι που άρχισε να διακρίνει αρκετά καλύτερα ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται. Ήταν έξω από τη σπηλιά. Κάποιοι τον είχαν τραβήξει και τον είχαν αποθέσει εκεί για να συνέλθει. Θυμήθηκε! Και αμέσως ο τρόμος και ο θρήνος τον πλάκωσε σαν πέτρα.

“Βασιλιά μου νιώθεις καλύτερα;” άκουσε τη φωνή του Άκτορα δίπλα του. Δεν έδωσε σημασία. Είχε πια σηκωθεί. Τράβηξε τα χέρια του πολέμαρχου από πάνω του και έκανε κάποια βήματα μπροστά. Την ίδια στιγμή που στρατιώτες έβγαιναν με δυσκολία από το στόμιο της σπηλιάς. Οι πρώτοι δύο βαστούσαν το σώμα του Αίμονα απλωμένο πάνω σε κάποια κλαδιά και φυλλώματα δέντρων. Πιο πίσω ακολουθούσαν κάποιοι άλλοι με το σώμα της Αντιγόνης.

“Που θα τους πάμε;” ακούστηκε το ερώτημα ενός αξιωματικού προς τον Άκτορα.

“Στο παλάτι, για ταφή” είπε εκείνος ρίχνοντας μια επίμονη ματιά στον Κρέοντα που έστεκε εκεί σαν άγαλμα χωρίς ζωή. Παρακολουθούσε αργά τους στρατιώτες να περνούν από μπροστά του με τους δύο νεκρούς. Στο νου του ακούστηκαν για μία ακόμα φορά τα σκληρά λόγια του Τειρεσία:

 

“Τρέμει η γης κάτω από τα πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα”

 

4.3.3  Η τραγική αυλαία για έναν βασιλιά

 

Η Ευρυδίκη άκουσε τις φωνές και τις κραυγές καθώς ήταν στο κεντρικό δώμα της. Από τότε που έφυγε από εκεί ο γιος της ο Αίμων αλλά και ο άντρας της, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Άσχημες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της που, όσο περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν κανείς, τόσο θέριευαν μέσα της. Οι φωνές έξω από το παλάτι δυνάμωναν και κάτι σαν θρήνος έφτανε στα αυτιά της. Βγήκε στο αίθριο να δει. Έβλεπε κουρνιαχτό από άλογα με καβαλάρηδες να έρχονται προς το παλάτι και κόσμο να πηγαινοέρχεται. Μια τρομερή είδηση κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Οι υπηρέτριές της βγήκαν δίπλα της να νοιαστούν για αυτήν. Οι καβαλάρηδες όλο και πλησίαζαν προς το παλάτι. Έβλεπε στο βάθος κάτι να κουβαλούν.

“Ο βασιλιάς! Έρχεται ο βασιλιάς!” έφταναν κραυγές στα αυτιά της.

Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Γύρισε ξαφνικά και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες για να βγει στην μεγάλη αυλή του παλατιού. Παρά τα χρόνια της ηλικίας της τίποτα δεν την κρατούσε αδρανή.

Τη στιγμή που πρόβαλλε στην είσοδο του παλατιού, η πομπή με τους καβαλάρηδες είχαν ήδη φτάσει. Αρκετοί από αυτούς είχαν ξεπεζέψει. Είδε τον άντρα της , τον Κρέοντα να έρχεται προς το μέρος της υποβασταζόμενος από τον Άκτορα. Πιο πίσω τους είδε πεζούς πια στρατιώτες να κουβαλούν δύο νεκρά σώματα πάνω σε κλαριά. Κανείς δεν μιλούσε. Μονάχα προχωρούσαν αργά στο εσωτερικό της αυλής. Όλο αυτό της φαινόταν σαν νεκρική πομπή. Ένιωσε να πνίγεται. Με μια απότομη κίνηση άρχισε να βαδίζει προς το μέρος τους παρά την προσπάθεια των γυναικών δίπλα της. Εκείνοι σταμάτησαν. Βάδιζε ακόμα γρηγορότερα. Το βλέμμα της συναντήθηκε με αυτό του Κρέοντα. Για λίγο κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια. Εκείνος κατέβασε συντριμμένος τα δικά του. Η Ευρυδίκη κατάλαβε. Έτρεξε προς το μέρος των στρατιωτών με τα σώματα. Έφτασε δίπλα τους. Πρώτα είδε την Αντιγόνη, την επίδοξη νύφη της, χλωμή, νεκρή. Πισωπάτησε. Τα μάτια της προχώρησαν πιο δίπλα. Έμειναν εκεί να ανοίγουν διάπλατα, με έναν ανείπωτο τρόμο να ζωγραφίζεται πάνω τους όταν είδε το νεκρό σώμα του γιου της του Αίμονα βουτηγμένο στο αίμα του. Λύγισε! Ήταν η δεύτερη φορά που αντίκριζε την ίδια ακριβώς σκηνή. Πρώτα με τον μικρό γιο της τον Μενοικέα και τώρα με τον μεγάλο της. Μια μάνα μπροστά στο νεκρό σώμα και των δύο σπλάχνων της.

 

Όλοι περίμεναν να ξεσπάσει, να εκραγεί. Να φωνάξει στα πέρατα της Θήβας, να θρηνήσει. Την κοίταζαν όλοι. Όμως εκείνη έμεινε άφωνη. Με σπασμένο από τον πόνο πρόσωπό της, βουβή και σιωπηρή. Μονάχα τα δάχτυλά της ήταν τόσο σφιγμένα που τα νύχια της πλήγωναν τα ίδια της τα χέρια. Έμεινε για λίγο εκεί. Ο Κρέων έκανε δυό βήματα να την πλησιάσει. Λες και το είδε γύρισε και του έριξε μια ματιά γεμάτη φωτιά που τον καθήλωσε να μείνει στη θέση του. Ύστερα γύρισε ξανά το βλέμμα της στα δύο σώματα. Άπλωσε το χέρι της πρώτα στο πρόσωπο της Αντιγόνης και ύστερα στο πρόσωπο του γιου της. Μετά σηκώθηκε. Γύρισε προς τα πίσω, προς το εσωτερικό του παλατιού. Οι δικές της γυναίκες έτρεξαν κοντά της να την στηρίξουν και να την συνοδεύσουν. Πέρασε αργά και σιωπηρά μπροστά από τον Κρέοντα χωρίς καν να τον κοιτάξει και σε λίγο η μορφή της χάθηκε στο εσωτερικό.

 

Ο Κρέων έκανε να πάει κοντά της. Ύστερα σταμάτησε. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του παλατιού. Ένιωθε να μην έχει δύναμη. Άφησε το σώμα του να ακουμπήσει σε ένα πέτρινο κράσπεδο. Κοίταξε ολόγυρά του σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τα γενόμενα. Οι στρατιώτες άρχισαν να αποχωρούν καθώς οι πολέμαρχοι έδιναν τις αντίστοιχες οδηγίες. Έμειναν κοντά μονάχα ο Άκτωρ με τον Λασθένη. Έριξε μια ματιά και στους δυό τους.

“Τι με κοιτάτε!” τους είπε, “αυτή είναι η μοίρα των ηγεμόνων”

Οι δύο Θηβαίοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν τα λόγια του ήταν αποτέλεσμα λογικής ή κάποια παραίσθηση σάλευε πια το μυαλό του.

 

Κάποιες γυναικείες κραυγές ήρθαν στα αυτιά τους ανατριχιαστικά από το εσωτερικό του παλατιού. Έπεσαν στα αυτιά τους προκαλώντας τρόμο. Ο Κρέων σηκώθηκε απότομα όρθιος.

“Απόλλωνα! Ποια άλλη ακόμα συμφορά μένει να μας δώσεις!”

Ακούστηκαν βήματα από το εσωτερικό και μια γυναίκα από τις υπηρέτριες της Ευρυδίκης πρόβαλε στην είσοδο. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένος ένας ανείπωτος τρόμος. Κρεμάστηκαν όλοι απ τα χείλη της. Ο Λασθένης χωρίς να περιμένει έτρεξε στο εσωτερικό του παλατιού με έναν φρουρό της πύλης.

“Βασιλιά μου!”

“Πες μου, μίλα!” πρόσταξε ο Κρέων τρέμοντας.

“Η βασίλισσα, η Ευρυδίκη….”

“Τι;” έκανε εκείνος σβησμένα.

“Φαρμακώθηκε με δηλητήριο άρχοντά μου, είναι…. Είναι νεκρή!”

 

Την ίδια στιγμή βγήκε από μέσα αλαφιασμένος ο Λασθένης με τον στρατιώτη πίσω του. Κοίταξε τον Κρέοντα στα μάτια. Εκείνος κατάλαβε, δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Έμενε όρθιος ανέκφραστος, κάτι σαν ξόανο εγκαταλειμμένο σε ερημικό ναό. Ο ήλιος είχε αρχίσει πια να γέρνει στο δεύτερο μισό του ουρανού. Μια άρρωστη σιωπή έπεσε ολόγυρά τους. Μια σιωπή την οποία κανείς δεν τολμούσε να σπάσει.

 

Ο Κρέων έμεινε να τους κοιτάζει.Πόσο είχαν αλλάξει όλα σε λίγες ώρες. Πόσο ξένα και μάταια έδειχνε τώρα η σκληρότητα και η αλαζονεία του. Ο κόσμος του κατέρρεε ολοκληρωτικά μαζί με τις αξίες του. Παρασύροντας κάθε τι δικό του. Τίποτα δεν έμεινε ορθό στο γένος του παρά μονάχα εκείνος. Ένα θλιβερό απομεινάρι, έρημο, βουβό, νικημένο.

 

Μακριά από το παλάτι, στις παρυφές της πόλης, σε ένα ταπεινό σπίτι ανάμεσα σε δέντρα, η φωτιά ενός βωμού έκαιγε για τα καλά. Το λίπος απ το σφάγιο έσταζε στα πλάγια ενός σπίθες πετάγονταν με κρότο απ το καμένο ξύλο. Η μορφή ενός παράξενου και επιβλητικού γέροντα έστεκε πίσω απ τον καπνό. Στο ένα του χέρι βαστούσε ένα μεγάλο ξύλινο ραβδί να στηρίζεται. Ο Τειρεσίας κοίταξε με σέβαση και προσοχή τις φλόγες.

“Έφυγε και η τελευταία του κόρη…” είπε αργά με ένα παράξενο τόνο στη φωνή του συνεχίζοντας: “Η στερνή θυγατέρα του Οιδίποδα… έκλεισε ο κύκλος της γενιάς του… Ήρα μεγαλόκορμη σεβάσμια, Απόλλωνα του ήλιου φως, κλείσατε τον κύκλο της κατάρας σας… μαζί με του παλιού βασιλιά το γένος αδράξατε και του Κρέοντα τα βλαστάρια μαζί και τη μάνα τους… “

 

Ο ουρανός όλο και μαύριζε από το Νότο. Από μακριά μύριζε η καταιγίδα.

(Συνεχίζεται...)