Ένα υπέροχο μουσικό θέμα, από την αγαπημένη μας φίλη, συνοδεύει σήμερα την ανάγνωσή μας.
Κεφάλαιο 4.3 Αυλαία στη Θήβα
Στη Θήβα προσπαθούσαν να
διαχειριστούν την κατάσταση αμέσως μετά τη μάχη με τους Αθηναίους έξω από τα
τείχη της πόλης. Η ήττα ήρθε ηχηρό χαστούκι να τους προσγειώσει αμέσως μετά το αίσθημα
του θριάμβου που τους κατείχε. Το κύρος του Κρέοντα ήταν σε αμφισβήτηση. Κρυφή
και βουβή αλλά δεν έπαυε να υπάρχει. Την ένιωθε στα μάτια των πολέμαρχων και
των συμβούλων του. Ευτυχώς οι Αθηναίοι αποχώρησαν γρήγορα την ίδια μέρα.
Επέστρεψε στο παλάτι σκεφτικός και εμφανώς προβληματισμένος. Η επιστροφή του
εκεί θα του θύμιζε σε λίγο, με τραγικά οδυνηρό τρόπο, το μεγάλο θέμα που είχε
δημιουργήσει μια απόφασή του. Μια απόφαση που, σύντομα θα καλούνταν να υποστεί
τις τραγικές συνέπειες.
4.3.1 Αντιγόνη
“Βασιλιά μου!” ακούστηκε δυνατή η
φωνή του Άκτορα καθώς μπήκε με ορμή μέσα στην αίθουσα.
“Τι τρέχει στρατηγέ και με
κομμένα ανάσα φτάνεις μπροστά μου;” απάντησε ο Κρέων.
“Πρέπει να με ακολουθήσεις
γρήγορα”
“Τι είναι αυτό που την παρουσία
μου με τόση βιάση ζητάει;”
“Στη σπηλιά της γης πρέπει να
πάμε γρήγορα βασιλιά μου, μήνυμα έχω από εκεί για σένα να φτάσεις αμέσως!”
Κάτι άσχημο άρχισε να αιωρείται
στο νου του Κρέοντα αλλά δεν το έβγαλε προς τα έξω.
“Πάμε γρήγορα”
Ανέβηκαν στα άλογά τους. Ο
γρήγορος καλπασμός τους σήκωσε σκόνη στους δρόμους της πόλης κατεβαίνοντας από
το παλάτι. Ο Κρέων, ο Άκτωρ, πολλοί αξιωματικοί και καβαλάρηδες συνοδοί τους. Η
σπηλιά της γης ήταν έξω απ τα τείχη της πόλης κοντά στον Ισμηνό ποταμό. Ήταν το
μέρος που είχε οδηγηθεί η Αντιγόνη για να κλειστεί ζωντανή στο εσωτερικό της
μετά από τη διαταγή του. Σε ολάκερη τη διαδρομή, σκέψεις και ερωτήματα
τριγύριζαν στο μυαλό του. Τι να είχε άραγε συμβεί για να τον καλέσουν με τόση
βιάση. Καλπάζοντας μέσα στην πόλη έβλεπε πολλά μάτια συμπολιτών του ανήσυχα και
κάποια απ’ αυτά ταραγμένα. Όταν βγήκαν από τα τείχη είδε τα απομεινάρια της
προηγούμενης μάχης με το στρατό του Θησέα. Τα δεινά για τους πολίτες της πόλης
δεν είχαν σταματημό. Κάποια στιγμή έφτασαν στα ριζά του λόφου. Στη βάση του,
ανάμεσα σε πυκνά δέντρα και φυλλώματα έχασκε το στόμιο της σπηλιάς. Η φυλακή
της Αντιγόνης. Είδε απ’ έξω πολλούς στρατιώτες να τριγυρίζουν ανήσυχοι. Μόλις
αυτοί είδαν το βασιλιά και τους άλλους καβαλάρηδες να φτάνουν έτρεξαν αμέσως να
πιάσουν συντεταγμένοι τις θέσεις τους.
Ο Κρέων έφτασε εκεί κοντά.
Ξεπέζεψε μαζί με τον Άκτωρα και τους άλλους συνοδούς του. Ανάμεσα στους
στρατιώτες και αξιωματικούς είδε το Λασθένη να τρέχει κοντά του. Η όψη του ήταν
ωχρή και έδειχνε εμφανώς ανήσυχος.
“Τι συμβαίνει Λασθένη; Για να σε
βρίσκω εδώ μπροστά μου, σίγουρα κάτι σοβαρό τρέχει. Μίλα λοιπόν!’
“Βασιλιά μου …” έκανε εκείνος,
προσπαθώντας να κρατήσει μια ψύχραιμη αφήγηση, “είχαμε αφήσει λίγους στρατιώτες
να φυλάνε την κρατούμενη, την Αντιγόνη εδώ”
“Αυτό ακριβώς έπρεπε να κάνουν,
να επιτηρούν το χώρο, λοιπόν;”
“Η διαταγή σου εκτελέστηκε
βασιλιά μου…”
“Πολύ ωραία. Τι είναι αυτό λοιπόν
που σε φέρνει σε τέτοια κατάσταση, ανάστατο και ταραγμένο;”
Βάδιζαν με αργά βήματα προς το
στόμιο της σπηλιάς ανάμεσα στα δέντρα και στα φυλλώματα.
Ο Λασθένης άρχισε να περιγράφει:
“Αμέσως μετά την απόφασή σου μια
ομάδα από τη φρουρά έφερε την κρατούμενη ως εδώ. Σύμφωνα με το πρόσταγμά σου την
οδήγησαν στο εσωτερικό της σπηλιάς, όσο μπορούσαν βαθύτερα. Την είσοδο την
έκλεισαν με μεγάλα κλαδιά από δέντρα, αφήνοντας ένα σημείο ελέγχου κατά πως
έπρεπε”
Είχαν φτάσει έξω από την είσοδο
της σπηλιάς. Με το ζόρι μπορούσαν να χωρέσουν δύο άνθρωποι μαζί.
“Εγώ δεν βλέπω σφαλισμένη την
είσοδο Λασθένη, τι έτρεξε;”
Εκείνος πήρε μια δύο κοφτές
ανάσες και αποφάσισε να συνεχίσει.
“Τα υπόλοιπα να σού δώσει την
περιγραφή ο επικεφαλής που ορίσαμε να φυλάει το χώρο…”
Έκανε νόημα σε έναν αξιωματικό
που έστεκε παράμερα. Εκείνος ήρθε αμέσως μπροστά τους, υποκλίθηκε στον Κρέοντα
με φόβο.
“Μίλα λοιπόν, καιρό για χάσιμο
δεν έχουμε…” είπε ο βασιλιάς.
“Οδηγήσαμε την κρατούμενη στο
βάθος της σπηλιάς. Μόνη και χωρίς τίποτα κοντά της. Έστεκε παράξενα αγέρωχη,
γαλήνια και ήρεμη…”
“Δεν σε φωνάξαμε να μας
περιγράψεις μιας προδότρας τα συναισθήματα, τελείωνε!”
“Κρατώντας δάδες, εγώ και τρεις
ακόμα στρατιώτες μπήκαμε ο ένας πίσω απ τον άλλο στο εσωτερικό της σπηλιάς.
Φτάσαμε μέχρι εκεί που μπορούσαμε. Μέχρι εκεί που το φέγγος του ήλιου
λιγόστεψε. Πιο μέσα ήταν όλα στο σκοτάδι. Αφήσαμε τη γυναίκα εκεί κατά πως
όριζες και βγήκαμε. Κλείσαμε τη σπηλιά αφήνοντας μονάχα μια ελάχιστη είσοδο να
μπορούμε να επιθεωρούμε το χώρο…”
Έδειχνε φοβισμένος.
“Μίλα τι στάθηκες!” είπε ο
Άκτωρας από δίπλα.
Ο αξιωματικός με περισσότερο φόβο
συνέχισε την αφήγησή του:
“Μετά από λίγο ακούγαμε τις φωνές
της. Σκόρπια λόγια. Αναφιλητά. Έρχονταν σε μας μέσα απ τη βοή που δίνει το
βάθος της γης. Λες και ήταν άλλου κόσμου φωνές. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίζουμε
τι έλεγε. Μονολογούσε. Ένας αλλόκοτος θρήνος έβγαινε απ της σπηλιάς το σκοτάδι.
Ύστερα σιώπησε. Τίποτα δεν έφτανε στα αυτιά μας. Αφουγκραστήκαμε απ έξω μήπως
και μπορέσουμε κάτι να ξεχωρίσουμε. Πέρασε χρόνος πολύς. Και σε λίγο μια
παράξενη και υπόκωφη βουή έβγαινε λες από τα σπλάχνα της γης μέσα απ τη σπηλιά.
Δεν ήταν δυνατή αλλά την νιώθαμε, την ακούγαμε. Σαν το θεριό που βρυχάται.
Αποφασίσαμε να μπούμε μέσα, να δούμε τι γίνεται. Ανάψαμε δαδιά και τέσσερις από
μας, ο ένας πίσω απ τον άλλο μπήκαμε στη σπηλιά. Μέχρι που φτάσαμε εκεί που
είχαμε αφήσει την κρατούμενη…”
Ο αξιωματικός σταμάτησε σκύβοντας
το κεφάλι.
“Λοιπόν;” έσκουξε ο Κρέων.
Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και αργά-αργά του είπε:
“Την είδαμε…. Πιο μέσα από εκεί
που την είχαμε αφήσει”
“Ακούω!”
“Βασιλιά μου…” υποκλίθηκε εκείνος
φοβισμένα, “Πέρασε μέσα να δεις με τα μάτια σου…”
Ο Κρέων αλληλοκοιτάχτηκε με τον
Λασθένη και τον Άκτωρα. Φάνηκε καθαρά ότι εκείνοι ήξεραν. Είχαν μάθει.
“Δώσε μου μια δάδα και
ακολουθείστε με” φώναξε δυνατά. Μπροστά κίνησε ο αξιωματικός, ακολούθησε ο
Κρέων και πίσω του ο Λασθένης με τον Άκτωρα. Άρχισαν να προχωρούν στο βάθος της
σπηλιάς προσεκτικά. Ένας πίσω απ τον άλλο. Καθώς προχωρούσαν το φως όλο και
λιγόστευε. Ένιωθαν τα ξερόχορτα να εμποδίζουν τα βήματά τους. Και σε κάθε τους
βήμα πέτρες μεγάλες πλήγωναν τα πόδια τους. Η σπηλιά στο εσωτερικό της μεγάλωνε
και η στοά της απλώνονταν περιμετρικά. Οι δάδες φώτιζαν τα βήματά τους.
Προχώρησαν αρκετά.
Ο αξιωματικός μπροστά σταμάτησε.
Η σπηλιά σε εκείνο το μέρος στένευε. Στα δεξιά του ξεκινούσε μια μεγαλύτερη
στοά. Γύρισε και κοίταξε τον Κρέοντα παραμερίζοντας. Σαν να τον καλούσε να
προχωρήσει μονάχος. Ο βασιλιάς κρατώντας τη δάδα του τον προσπέρασε. Μπήκε στο
άνοιγμα και έκανε λίγα βήμα στο μεγάλο άνοιγμα. Κατάλαβε ότι ήταν μόνος. Άρχισε
η καρδιά του να χτυπά δυνατά. Απόλυτη σιωπή πάγωνε τα πάντα και η υγρασία
κόλλαγε στα ρούχα πάνω του.
Στον απέναντι τοίχο τότε είδε μια
μεγάλη σκιά, που η φλόγα απ τις δάδες την έκανε να τρέμει. Προσπαθούσε να
καταλάβει το σχήμα αυτής της σκιάς που τρεμόπαιζε στον απέναντι βράχο. Έκανε
λίγα βήματα ακόμα ανάμεσα σε σκληρές πέτρες. Το σχήμα απέναντί του μεγάλωνε,
έπαιρνε μορφή. Και τότε άρχισε να συνειδητοποιεί ότι το σχήμα όλο και πιο πολύ
έμοιαζε με ανθρώπινο σώμα. Μόνο που έβλεπε τη σκιά να τρεμοπαίζει και να
πάλλεται αργά. Ανατρίχιασε. Έστρεψε το πρόσωπό του στα δεξιά αργά, βασανιστικά.
Και τότε!
Τότε αντίκρισε στη μυτερή εξοχή
ενός ψηλού βράχου το σώμα της! Το μαύρο της πέπλο, στη μία του άκρη ήταν
τυλιγμένο στο πάνω μέρος του βράχου. Το άλλο μέρος του ήταν δεμένο στο λαιμό
της. Το σώμα της αιωρούνταν αργά στον αέρα. Τα πόδια της δεν πατούσαν στη γη
και τα χέρια της έπεφταν ανοιχτά δίπλα στο σώμα της. Τα μάτια του Κρέοντα
συναντήθηκαν με τα ανοιχτά μάτια της Αντιγόνης. Ένιωσε κάτι σαν μαχαίρι να βυθίζεται
στην καρδιά του. Το παγωμένο της βλέμμα διασταυρώθηκε με το δικό του. Τον
κοιτούσε αγέρωχα, ανέκφραστα, παγωμένα. Κρεμασμένη με τα ίδια της τα χέρια,
έστεκε μπροστά του σαν να τον μετρούσε, ίσια στα μάτια. Έβγαλε κάτι σαν μουγκρητό. Δεν έβγαινε καλά απ το λαιμό του,
τον έπνιγε, τον έκαιγε. Ως μέσα στα σωθικά του. Άπλωσε το ένα χέρι του στο
πρόσωπό του χωρίς να το καταλάβει. Σαν να προσπαθούσε να την διώξει από μπροστά
του. Σαν να πίστευε ότι ήταν ένας φριχτός εφιάλτης και αν κουνούσε το χέρι του
θα ξυπνούσε από αυτόν. Πισωπάτησε, κόντεψε να τσακιστεί στις πέτρες. Έτρεξαν να
τον βαστάξουν. Ο Λασθένης έτρεξε κοντά του.
“Θα έχει ήδη μαθευτεί στην πόλη…”
τού είπε. Ο Κρέων γύρισε και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν είχε την
παραμικρή σχέση με αυτό που τον ήξεραν μέχρι τώρα. Ένα άλλο εντελώς πρόσωπο έχασκε
εκεί μπροστά τους.
4.3.2 Αίμων
Με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να
σταθεί στα πόδια του κυρίαρχος. Έριξε μια ματιά γύρω του. Εκείνοι απέφευγαν να
τον κοιτάξουν στα μάτια.
“Δεν περίμενα να γίνει έτσι” τούς
είπε μέσα από τα δόντια του, συνεχίζοντας: “Ακόμα και τώρα αυτό το καταραμένο
πείσμα της! Στα βήματα του πατέρα της! Αναθεματισμένη φύτρα! Περίμενα να
υποταχτεί. Να τρομοκρατηθεί. Να σέρνεται μέσα στα σκοτάδια παρακαλώντας για τη
ζωή της. Ταπεινωμένη και τσακισμένη από τις επιλογές της. Όμως προτίμησε να μου
πετάξει κατά πρόσωπο τη ζωή της. Ακόμα μια πρόκληση και μια προσβολή…”
“Βασιλιά μου…” τον διέκοψε ο
Λασθένης καθώς κοιτάχτηκε στα μάτια με τον Άκτωρα.
“Τι άλλο θέλεις να μου πεις;”
έκανε ο Κρέων.
Ο πολέμαρχος δίστασε. Ο άλλος
δίπλα τού έκανε νόημα να προχωρήσει.
“Υπάρχει και κάτι άλλο Κρέοντα
που πρέπει να μάθεις…”
“Λέγε λοιπόν!”
“Ο γιος σου ο Αίμων!”
Τον κοίταξε άγρια στα μάτια.
“Τι συμβαίνει με το γιο μου;” τον
άρπαξε από το χιτώνα.
“Έμαθε! Ήταν εδώ! Την είδε!”
Ο Κρέων έκανε σαν να δέχτηκε
δεύτερο χτύπημα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
“Που είναι τώρα;”
“Σε γυρεύει βασιλιά μου! Ήταν σε
έξαλλη κατάσταση”
Δεν είχε προλάβει καλά-καλά να
συνειδητοποιήσει ο Κρέων το νόημα της φράσης όταν μια άγρια φωνή ακούστηκε σαν
βροντή στο εσωτερικό της σπηλιάς. Μια φωνή ανάμεσα σε άνθρωπο και θηρίο. Με
έναν ήχο που έκανε όλους να ανατριχιάσουν.
“Βασιλιά! Πού είσαι κραταιέ άρχοντα
της Θήβας;”
Στο φως που έκαναν οι δάδες μαζί
με τις σκιές στα τοιχώματα και τους βράχους της σπηλιάς πρόβαλε η μορφή του
Αίμονα. Το πρόσωπό του, τίποτε δεν θύμιζε αυτό το όμορφο, νεανικό, γοητευτικό
πρόσωπο του νεαρού άντρα που ήξεραν όλοι. Μια απίστευτη οργή και θρήνος είχαν
αποτυπωθεί σε κάθε εκατοστό του. Τα μάτια, τα χείλη και το στόμα του ήταν
παραμορφωμένα από την ένταση και τα χέρια του έτρεμαν ασυγκράτητα. Μπήκε και
στάθηκε κοντά στον πατέρα του.
“Γιε μου!” τού είπε ο Κρέων.
Εκείνος του έριξε μια δολοφονική ματιά. Ύστερα γύρισε στους υπόλοιπους. Τον
έδειξε με το δάχτυλό του.
“Ο βασιλιάς της Θήβας! Ο σοφός
και μετριόφρων Κρέων, ο γιος του Μενοικέα. Με τη μεγάλη του καταγωγή από το
σπουδαίο γένος των Σπαρτών. Τρεις φορές βασιλιάς της Θήβας! Θαυμάστε άρχοντες
και πολέμαρχοι το κατόρθωμά του! Στέκεται άκαμπτος και θριαμβευτής μπροστά σε
μια κρεμασμένη γυναίκα που αποφάσισε το ίδιος να τη θάψει ζωντανή στα έγκατα
της γης…”
“Αίμονα τι είναι αυτά που λες!”
ανταπάντησε ο βασιλιάς.
Εκείνος συνέχισε στον ίδιο τόνο:
“Ο ισχυρός και σώφρων τιμημένος
πατέρας μου! Που τα ώριμα χρόνια του αντί να τού δώσουν γαλήνη και ψυχραιμία
ψυχής άφησαν μέσα του το στίγμα της προσβολής και της ύβρης”
Ο βασιλιάς αντιλήφθηκε ότι η
κατάσταση ξέφευγε από κάθε έλεγχο. Ένιωθε ντροπιασμένος και ταπεινωμένος από
τον ίδιο του το γιο. Γύρισε με μιας στον Λασθένη.
“Βγείτε έξω, περιμένετέ με έξω απ
τη σπηλιά. Έχω να πω δυό κουβέντες με το γιο μου”
Οι άλλοι τον κοίταζαν
προβληματισμένοι.
“Τι με κοιτάτε; Δεν ακούσατε τις
σας είπα; Βγείτε όλοι έξω”
Ακολούθησαν τις οδηγίες του και
αποχώρησαν βιαστικά από τη σπηλιά. Το φως λιγόστεψε στο χώρο καθώς οι δάδες
έφυγαν με τους στρατιώτες. Έμειναν δυο τους στο εσωτερικό της σπηλιάς δίπλα από
το κρεμασμένο σώμα της Αντιγόνης.
Ο Αίμων πήγε κοντά της. Με μια
ιερή λεπτότητα, τράβηξε ένα μικρό μαχαίρι από τη ζώνη του και έκοψε το χιτώνα
που κρατούσε την αγαπημένη του μνηστή από την άκρη του βράχου.
“Τι κάνεις εκεί;” τού είπε ο
Κρέων
“Σκοπεύεις να την αφήσεις κι αυτή
άθαφτη όπως όλους τους άλλους;” τού είπε με φωνή που έβγαινε από τα βάθη της
καρδιάς του. Χωρίς να τον κοιτάζει, πήρε το σώμα της στην αγκαλιά του και το
απόθεσε δίπλα στο βράχο σαν να κρατούσε κάτι ιερό. Έσκυψε πάνω της με σεβασμό
και θρήνο. Γονάτισε. Άπλωσε τα χέρια του στα μαλλιά της και στο παγωμένο της
πρόσωπο. Το χάιδεψε με προσοχή λες και άγγιζε κάτι εύθραυστο. Την φίλησε απαλά
στο μέτωπο και σηκώθηκε αργά αργά γυρίζοντας προς τον πατέρα του, που τον
κοιτούσε ανέκφραστος.
“Απολαμβάνεις πατέρα τα
κατορθώματά σου; Ορίστε! Άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα καλά! Βλέπεις; Του λόγου
σου το αποτέλεσμα. Θάνατος και καταστροφή”
Η μορφή του προσώπου του Αίμονα
έδειχνε να αλλάζει τη στάση του Κρέοντα.
“Δεν ήθελα να πεθάνει…” ψέλλισε.
“Αλλά τι ακριβώς ήθελες;”
“Έλπιζα να αλλάξει γνώμη, να
συνέλθει και να συμμορφωθεί…”
“Ακόμα και τώρα πατέρα κρύβεσαι
πίσω από των έργων σου τις επιλογές. Όταν στα είπα όλα τούτα έβραζες από οργή και το μίσος σου ξεχείλιζε”
“Δεν είναι έτσι…”
“Ακόμα και τώρα δείχνεις τη
μικρότητά σου! Τα χρόνια και τα άσπρα σου μαλλιά δεν έδωσαν τη σοφία και την
ανθρωπιά στην καρδιά σου. Το άρρωστο εγώ σου υπερασπίζεις και της εξουσίας σου
τη δύναμη. Αυτή είναι ολάκερη η ζωή σου. Τώρα δες! Η μνηστή του γιου σου, η
γυναίκα που θα σου έδινε αύριο τα εγγόνια στα ύστερά σου χρόνια είναι εδώ
μπροστά σου, δολοφονημένη απ το ίδιο σου το χέρι!”
“Έπρεπε των νόμων, παιδί μου, να
βαστάξω την τάξη. Αυτή είναι η θέση μου και η αρχή μου. Βγαίνουμε από ένα
πόλεμο και μας καρτεράει ένας ακόμα. Πολλές φορές, η μοίρα των αρχόντων είναι
να ξεπερνούν με πόνο τα αισθήματά τους για να υπερασπίσουν την τάξη. Είμαστε σε
μάχη. Αν έδειχνα να λυγίζω δεν θα είχαμε επιστροφή. Αυτό έπρεπε να κάνω”
Ο Αίμων στράφηκε οργισμένος προς
το μέρος του. Τον άρπαξε από τους ώμους.
“Ακόμα και τώρα δεν ντρέπεσαι να
αναμασάς τα ίδια λόγια; Ακόμα και τώρα ίδιος; Ποια αρχή να υπερασπιστείς; Αν
ακολουθούσες το δρόμο των νόμων των Θεών όλα θα είχαν τελειώσει. Τίποτα δεν θα
απειλούσε πια την πατρίδα μας. Σαν τι φοβόσουν; Τους νεκρούς; Αλλά το πάθος και
η αρχομανία σου ήταν τέτοια που σε οδήγησε εδώ. Αυτήν την αλαζονεία των
τυράννων υπερασπίζεις βασιλιά. Τίποτα άλλο!”
Ο Αίμονας τράνταζε τον πατέρα του
με δύναμη απ τους ώμους σαν παιχνίδι. Εκείνος φοβισμένος προσπαθούσε να σταθεί
ορθός, ο γιος του συνέχισε:
“Αλλά, να ξέρεις βασιλιά ότι η
τυραννία έναν τρόπο έχει να πέφτει. Την τιμωρία και το θάνατο. Αυτό είναι πάντα
το τέλος της. Όσο ισχυρός και να είναι, όσο δυνατός και να νιώθει, έρχεται η
ώρα που ο τύραννος γκρεμίζεται στα σκοτάδια, ακούς;”
Η τελευταία λέξη βγήκε από μέσα
του με μια κραυγή και μια φωτιά παραμορφωμένη. Με το ένα του χέρι τράβηξε το
σπαθί του απ το θηκάρι του. Με το άλλο κρατούσε στιβαρά τον πατέρα του. Τον
ταρακουνούσε σαν παιχνιδάκι. Ύψωσε το χέρι με το σπαθί πάνω από το κεφάλι του
βασιλιά.
“Γιε μου τι πας να κάνεις!”
φώναξε εκείνος.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγες
στιγμές. Στιγμές γεμάτες φωτιά. Το χέρι του Αίμονα με το σπαθί στο χέρι
αιωρούνταν τρεμάμενο πάνω απ το κεφάλι του πατέρα του. Ο θάνατος έπαιζε το δικό
του παιχνίδι.
Ύστερα, για μια στιγμή, σαν να
χτύπησε τον Αίμονα αστροπελέκι, τίναξε πέρα τον πατέρα του μακριά όσο μπορούσε.
Και ο ίδιος έκανε παραπατώντας βήματα προς τα πίσω. Με το ένα του χέρι έπιασε
το κεφάλι του. Κάτι βγήκε από μέσα του σαν κραυγή, σαν θρήνος. Που μπλέχτηκε με
τα ίδια του λόγια:
“Δες που με οδήγησαν οι πράξεις
σου! Ω Γαιοσείστη Δία, τι πήγα να κάνω; Ευχαριστώ που την τελευταία στιγμή
βάσταξες το χέρι μου από το να βυθίσω το σπαθί μου στο στήθος του…”
Ο Κρέων τον κοίταζε γεμάτος
τρόμο. Ο Αίμονας ύψωσε το κεφάλι του προς το μέρος του. Τα μάτια του γύρεψαν τα
δικά του. Σήκωσε το ελεύθερο χέρι του, η φωνή του ακούστηκε μέσα στον πόνο.
“Ως εκεί οδήγησες το γιο σου με
τις πράξεις σου… να γίνω πατροκτόνος… ως εκεί έφτασες… παρακάτω δεν έχει…
ντρέπομαι για σένα… αλλά ντρέπομαι και για μένα, για τη σκέψη που έστω για λίγο
πέρασε απ το μυαλό μου…”
“Αίμων παιδί μου λογικέψου!” τον
κάλεσε με δραματικό τόνο.
“Δεν θέλω να σε ξέρω… δεν
υπάρχεις για μένα… δεν υπάρχετε κανείς σας… πηγαίνετε να δρέψετε της νίκης σας
τους καρπούς… η αποφορά των άθαφτων νεκρών σας προσμένει θριαμβευτές… “
Γύρισε πίσω του, έριξε μια ματιά
στο σώμα της Αντιγόνης. Τα ακροδάχτυλά του διάβηκαν αργά στο κρύο και άκαμπτο
πρόσωπό της. Συνάντησαν τα μαλλιά της, ταξίδεψαν στα μάγουλά της, διάβηκαν
ευλαβικά τα εφτασφράγιστα χείλη της. Τα χείλη του τρεμόπαιξαν λέξεις, που τις άκουσαν
μονάχα τα τρίσβαθα της ψυχής του. Ένας βουβός θρήνος αποχαιρετισμού στη γυναίκα
που αγάπησε και ονειρεύτηκε να ζήσει μαζί
της. Το πρόσωπό του πήρε για λίγο μια ήρεμη έκφραση.
«Καλή αντάμωση αγαπημένη μου», πρόλαβε
να πει.
Το χέρι με το σπαθί υψώθηκε στον
αέρα απειλητικό. Η κάθοδος της κοφτερής λεπίδας του συνάντησε την απεγνωσμένη
ματιά του Κρέοντα αλλά και τα βήματά του να προλάβει. Να προλάβει το κατέβασμά
της στο στήθος του γιου του. Οι κραυγές τους υψώθηκαν στο βάθος της σπηλιάς, τού
καθενός για διαφορετικό λόγο. Ο Κρέων είδε το σώμα του γιου του να γέρνει αργά
προς τα μπρος, τα γόνατά του να λυγίζουν. Και καθώς η κόψη του σπαθιού έμπαινε
βαθιά στο στήθος του, το αίμα του έβαφε με άλικο χρώμα τα βράχια μπροστά στα
πόδια του. Ο βασιλιάς έντρομος τον έσφιξε στην αγκαλιά του τυλιγμένος στην
απόγνωση καθώς πίσω του έμπαιναν ανάστατοι όσους προηγουμένως είχε διώξει.
Κυλίστηκε χάμω στα βράχια της
σπηλιάς έχοντας τον νεκρό γιο του στην αγκαλιά του σπαράζοντας από την απόγνωση
και τον τρόμο. Όλα έσβηναν ολόγυρα από το βλέμμα του. Ένα πηχτό σκοτάδι τύλιγε
τα πάντα γύρω του καθώς έπεφτε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις του.
Σαν άνοιξε αργά τα μάτια του
ένιωθε να είναι σε έναν άλλο κόσμο. Γύρω του επικρατούσε μια παράξενη γαλήνη.
Το βλέμμα του ήταν θολό και ολόγυρά του στην αρχή έβλεπε μορφές να
πηγαινοέρχονται. Ένιωσε πως ήταν ξαπλωμένος κάπου με την πλάτη του να ακουμπά
στον κορμό ενός δέντρου. Κάποιοι ήταν δίπλα του αλλά ακόμα δεν μπορούσε να
ξεχωρίσει. Αργά-αργά το βλέμμα του καθάριζε μέχρι που άρχισε να διακρίνει
αρκετά καλύτερα ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται. Ήταν έξω από τη σπηλιά.
Κάποιοι τον είχαν τραβήξει και τον είχαν αποθέσει εκεί για να συνέλθει.
Θυμήθηκε! Και αμέσως ο τρόμος και ο θρήνος τον πλάκωσε σαν πέτρα.
“Βασιλιά μου νιώθεις καλύτερα;”
άκουσε τη φωνή του Άκτορα δίπλα του. Δεν έδωσε σημασία. Είχε πια σηκωθεί.
Τράβηξε τα χέρια του πολέμαρχου από πάνω του και έκανε κάποια βήματα μπροστά.
Την ίδια στιγμή που στρατιώτες έβγαιναν με δυσκολία από το στόμιο της σπηλιάς.
Οι πρώτοι δύο βαστούσαν το σώμα του Αίμονα απλωμένο πάνω σε κάποια κλαδιά και
φυλλώματα δέντρων. Πιο πίσω ακολουθούσαν κάποιοι άλλοι με το σώμα της
Αντιγόνης.
“Που θα τους πάμε;” ακούστηκε το
ερώτημα ενός αξιωματικού προς τον Άκτορα.
“Στο παλάτι, για ταφή” είπε
εκείνος ρίχνοντας μια επίμονη ματιά στον Κρέοντα που έστεκε εκεί σαν άγαλμα
χωρίς ζωή. Παρακολουθούσε αργά τους στρατιώτες να περνούν από μπροστά του με
τους δύο νεκρούς. Στο νου του ακούστηκαν για μία ακόμα φορά τα σκληρά λόγια του
Τειρεσία:
“Τρέμει η γης κάτω από τα
πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα”
4.3.3 Η τραγική αυλαία για έναν βασιλιά
Η Ευρυδίκη άκουσε τις φωνές και
τις κραυγές καθώς ήταν στο κεντρικό δώμα της. Από τότε που έφυγε από εκεί ο
γιος της ο Αίμων αλλά και ο άντρας της, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Άσχημες
σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της που, όσο περνούσε η ώρα και δεν φαινόταν
κανείς, τόσο θέριευαν μέσα της. Οι φωνές έξω από το παλάτι δυνάμωναν και κάτι
σαν θρήνος έφτανε στα αυτιά της. Βγήκε στο αίθριο να δει. Έβλεπε κουρνιαχτό από
άλογα με καβαλάρηδες να έρχονται προς το παλάτι και κόσμο να πηγαινοέρχεται.
Μια τρομερή είδηση κυκλοφορούσε από στόμα σε στόμα. Οι υπηρέτριές της βγήκαν
δίπλα της να νοιαστούν για αυτήν. Οι καβαλάρηδες όλο και πλησίαζαν προς το
παλάτι. Έβλεπε στο βάθος κάτι να κουβαλούν.
“Ο βασιλιάς! Έρχεται ο βασιλιάς!”
έφταναν κραυγές στα αυτιά της.
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει.
Γύρισε ξαφνικά και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες για να βγει στην μεγάλη αυλή
του παλατιού. Παρά τα χρόνια της ηλικίας της τίποτα δεν την κρατούσε αδρανή.
Τη στιγμή που πρόβαλλε στην
είσοδο του παλατιού, η πομπή με τους καβαλάρηδες είχαν ήδη φτάσει. Αρκετοί από
αυτούς είχαν ξεπεζέψει. Είδε τον άντρα της , τον Κρέοντα να έρχεται προς το
μέρος της υποβασταζόμενος από τον Άκτορα. Πιο πίσω τους είδε πεζούς πια
στρατιώτες να κουβαλούν δύο νεκρά σώματα πάνω σε κλαριά. Κανείς δεν μιλούσε.
Μονάχα προχωρούσαν αργά στο εσωτερικό της αυλής. Όλο αυτό της φαινόταν σαν
νεκρική πομπή. Ένιωσε να πνίγεται. Με μια απότομη κίνηση άρχισε να βαδίζει προς
το μέρος τους παρά την προσπάθεια των γυναικών δίπλα της. Εκείνοι σταμάτησαν.
Βάδιζε ακόμα γρηγορότερα. Το βλέμμα της συναντήθηκε με αυτό του Κρέοντα. Για
λίγο κοιτάχτηκαν ίσια στα μάτια. Εκείνος κατέβασε συντριμμένος τα δικά του. Η
Ευρυδίκη κατάλαβε. Έτρεξε προς το μέρος των στρατιωτών με τα σώματα. Έφτασε
δίπλα τους. Πρώτα είδε την Αντιγόνη, την επίδοξη νύφη της, χλωμή, νεκρή.
Πισωπάτησε. Τα μάτια της προχώρησαν πιο δίπλα. Έμειναν εκεί να ανοίγουν
διάπλατα, με έναν ανείπωτο τρόμο να ζωγραφίζεται πάνω τους όταν είδε το νεκρό
σώμα του γιου της του Αίμονα βουτηγμένο στο αίμα του. Λύγισε! Ήταν η δεύτερη
φορά που αντίκριζε την ίδια ακριβώς σκηνή. Πρώτα με τον μικρό γιο της τον
Μενοικέα και τώρα με τον μεγάλο της. Μια μάνα μπροστά στο νεκρό σώμα και των
δύο σπλάχνων της.
Όλοι περίμεναν να ξεσπάσει, να
εκραγεί. Να φωνάξει στα πέρατα της Θήβας, να θρηνήσει. Την κοίταζαν όλοι. Όμως
εκείνη έμεινε άφωνη. Με σπασμένο από τον πόνο πρόσωπό της, βουβή και σιωπηρή.
Μονάχα τα δάχτυλά της ήταν τόσο σφιγμένα που τα νύχια της πλήγωναν τα ίδια της
τα χέρια. Έμεινε για λίγο εκεί. Ο Κρέων έκανε δυό βήματα να την πλησιάσει. Λες
και το είδε γύρισε και του έριξε μια ματιά γεμάτη φωτιά που τον καθήλωσε να
μείνει στη θέση του. Ύστερα γύρισε ξανά το βλέμμα της στα δύο σώματα. Άπλωσε το
χέρι της πρώτα στο πρόσωπο της Αντιγόνης και ύστερα στο πρόσωπο του γιου της.
Μετά σηκώθηκε. Γύρισε προς τα πίσω, προς το εσωτερικό του παλατιού. Οι δικές
της γυναίκες έτρεξαν κοντά της να την στηρίξουν και να την συνοδεύσουν. Πέρασε
αργά και σιωπηρά μπροστά από τον Κρέοντα χωρίς καν να τον κοιτάξει και σε λίγο
η μορφή της χάθηκε στο εσωτερικό.
Ο Κρέων έκανε να πάει κοντά της.
Ύστερα σταμάτησε. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο του
παλατιού. Ένιωθε να μην έχει δύναμη. Άφησε το σώμα του να ακουμπήσει σε ένα
πέτρινο κράσπεδο. Κοίταξε ολόγυρά του σαν να προσπαθούσε να μετρήσει τα
γενόμενα. Οι στρατιώτες άρχισαν να αποχωρούν καθώς οι πολέμαρχοι έδιναν τις αντίστοιχες
οδηγίες. Έμειναν κοντά μονάχα ο Άκτωρ με τον Λασθένη. Έριξε μια ματιά και στους
δυό τους.
“Τι με κοιτάτε!” τους είπε, “αυτή
είναι η μοίρα των ηγεμόνων”
Οι δύο Θηβαίοι κοιτάχτηκαν μεταξύ
τους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν αν τα λόγια του ήταν αποτέλεσμα λογικής ή
κάποια παραίσθηση σάλευε πια το μυαλό του.
Κάποιες γυναικείες κραυγές ήρθαν
στα αυτιά τους ανατριχιαστικά από το εσωτερικό του παλατιού. Έπεσαν στα αυτιά
τους προκαλώντας τρόμο. Ο Κρέων σηκώθηκε απότομα όρθιος.
“Απόλλωνα! Ποια άλλη ακόμα συμφορά
μένει να μας δώσεις!”
Ακούστηκαν βήματα από το
εσωτερικό και μια γυναίκα από τις υπηρέτριες της Ευρυδίκης πρόβαλε στην είσοδο.
Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένος ένας ανείπωτος τρόμος. Κρεμάστηκαν όλοι απ
τα χείλη της. Ο Λασθένης χωρίς να περιμένει έτρεξε στο εσωτερικό του παλατιού
με έναν φρουρό της πύλης.
“Βασιλιά μου!”
“Πες μου, μίλα!” πρόσταξε ο Κρέων
τρέμοντας.
“Η βασίλισσα, η Ευρυδίκη….”
“Τι;” έκανε εκείνος σβησμένα.
“Φαρμακώθηκε με δηλητήριο άρχοντά
μου, είναι…. Είναι νεκρή!”
Την ίδια στιγμή βγήκε από μέσα
αλαφιασμένος ο Λασθένης με τον στρατιώτη πίσω του. Κοίταξε τον Κρέοντα στα
μάτια. Εκείνος κατάλαβε, δεν χρειάστηκε τίποτα παραπάνω. Έμενε όρθιος
ανέκφραστος, κάτι σαν ξόανο εγκαταλειμμένο σε ερημικό ναό. Ο ήλιος είχε αρχίσει
πια να γέρνει στο δεύτερο μισό του ουρανού. Μια άρρωστη σιωπή έπεσε ολόγυρά
τους. Μια σιωπή την οποία κανείς δεν τολμούσε να σπάσει.
Ο Κρέων έμεινε να τους
κοιτάζει.Πόσο είχαν αλλάξει όλα σε λίγες ώρες. Πόσο ξένα και μάταια έδειχνε
τώρα η σκληρότητα και η αλαζονεία του. Ο κόσμος του κατέρρεε ολοκληρωτικά μαζί
με τις αξίες του. Παρασύροντας κάθε τι δικό του. Τίποτα δεν έμεινε ορθό στο γένος
του παρά μονάχα εκείνος. Ένα θλιβερό απομεινάρι, έρημο, βουβό, νικημένο.
Μακριά από το παλάτι, στις
παρυφές της πόλης, σε ένα ταπεινό σπίτι ανάμεσα σε δέντρα, η φωτιά ενός βωμού
έκαιγε για τα καλά. Το λίπος απ το σφάγιο έσταζε στα πλάγια ενός σπίθες
πετάγονταν με κρότο απ το καμένο ξύλο. Η μορφή ενός παράξενου και επιβλητικού
γέροντα έστεκε πίσω απ τον καπνό. Στο ένα του χέρι βαστούσε ένα μεγάλο ξύλινο
ραβδί να στηρίζεται. Ο Τειρεσίας κοίταξε με σέβαση και προσοχή τις φλόγες.
“Έφυγε και η τελευταία του κόρη…”
είπε αργά με ένα παράξενο τόνο στη φωνή του συνεχίζοντας: “Η στερνή θυγατέρα
του Οιδίποδα… έκλεισε ο κύκλος της γενιάς του… Ήρα μεγαλόκορμη σεβάσμια,
Απόλλωνα του ήλιου φως, κλείσατε τον κύκλο της κατάρας σας… μαζί με του παλιού
βασιλιά το γένος αδράξατε και του Κρέοντα τα βλαστάρια μαζί και τη μάνα τους… “
Ο ουρανός όλο και μαύριζε από το
Νότο. Από μακριά μύριζε η καταιγίδα.
(Συνεχίζεται...)