"Το Παγκάκι της μνήμης"
(Διήγημα)
ΣΚΗΝΗ 1
Τα βήματά της αντηχούσαν στα πατώματα του δωματίου καθώς έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τα ποδαράκια της χόρευαν στα διάφορα υλικά του πατώματος. Από τα πέτρινα τής κουζίνας και της σάλας στα ξύλινα της κρεβατοκάμαρας. Μαζί με το γέλιο της. Φαινόταν σαν μικρή πεταλούδα που πετάριζε γεμάτη χρώμα και ζωή από λουλούδι σε λουλούδι. Και πίσω της ο παππούς της. Ένα ανέμελο κυνηγητό μέσα στο σπίτι. Με τις φωνές της άλλοτε πνιγμένες στο ξέφρενο γέλιο και άλλοτε πνιχτές λαχανιασμένες. Και εκείνος από πίσω της με περπατησιά αστεία. Εκεί που πήγαινε να την φτάσει όλο τάχα μου εύρισκε σε κάποιο εμπόδιο του σπιτιού και την έχανε. Και μετά να σου πάλι το ίδιο. Να την ζυγώνει να την αρπάξει και μετά να την αφήνει. Στο τραπέζι το μεγάλο, το μικρό, στην ξύλινη πολυθρόνα την κουνιστή που της άρεσε να την βάζει να θραμπαλίζεται. Στο μεγάλο τζάκι που έβγαζε ως πάνω την ξύλινη οροφή. Η γιαγιά της από μέσα απ την κουζίνα τάχα μου να φωνάζει: “Θα κάνετε ζημιά βρε…. Προσέξτε λίγο…”
Εκείνη όμως, μικρή και καπάτσα στα τέσσερα χρόνια της, όλο ξέφευγε. Και να την τώρα να βγαίνει απ την πόρτα και να ξεχύνεται στην αυλή με τον δύστυχο τον παππού από πίσω. Όμως εκείνος, με μια δρασκελιά, την ζυγώνει και καθώς εκείνη προσπαθεί να βρει καταφύγιο στο μεγάλο ξύλινο παγκάκι της αυλής, την αρπάζει με τα χέρια του.
“Σ’ έπιασα μικρή πεταλούδα!” έκανε με ύφος θριαμβευτικό εκείνος καθώς με τα χέρια του την έβαλε να κάτσει πάνω στο παγκάκι. Εκείνη προσπαθούσε να φέρει στα ίσια της τις αναπνοές της.
“Παππού… είσαι μεγάλος για αυτό… αλλιώς δεν θα με έπιανες…” απάντησε με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια να μην την σφίξεις στην αγκαλιά σου.
“Κούκλα μου! Γλυκιά μου. ναι σε άρπαξα! Τώρα δεν μου ξεφεύγεις….”
Την πήρε αγκαλιά. Ύστερα την έβαλε να κάτσει κανονικά στο παγκάκι. Σηκώθηκε, ίσιωσε λίγο τα μαλλιά του και έσιαξε τα γυαλιά στο πρόσωπό του. Έκανε να κινηθεί προς το σπίτι. Η μικρή σήκωσε το κεφαλάκι της. Ένα ζευγάρι μάτια ενώθηκαν με τα δικά του. Και μια γλυκιά φωνή συνόδευσε την ερώτησή της:
“Εμένα εδώ θα μ’ αφήσεις παππού;”
Δεν είπε τίποτα. Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Είδε μονάχα τα κόκκινα πέταλα της βουκαμβίλιας να πέφτουν απαλά από το μεγάλο φυτό, να στροβιλίζονται στον αέρα και να αναπαύονται ολόγυρά της, στο παγκάκι και στην μικρή της φούστα.
ΣΚΗΝΗ 2
Σιωπή. Απέραντη και ήρεμη. Της νύχτας το σκοτάδι απλωμένο στις φυσικές του ώρες. Έξω στη φύση, στο εσωτερικό του χωριάτικου σπιτιού. Το φεγγάρι παίζει κρυφτό με κάποια λευκά σύννεφα που φωτίζονται έντονα με το ασημί του χρώμα. Όλα βυθισμένα στην αγκαλιά του ύπνου και της γαλήνης. Οι πόρτες, τα παράθυρα εσωτερικά του σπιτιού. Το άρωμα του ξύλου και του βερνικιού της συντήρησης. Όλα να κινούνται θολά, ακανόνιστα. Το ταβάνι να γυρίζει σαν να στροβιλίζεται, οι τοίχοι να χάνουν τη γεωμετρία τους. Και ύστερα πάλι να ηρεμούν. Κάτω το πάτωμα, πότε η καλογυαλισμένη πέτρα του, με τους αρμούς καλοφτιαγμένους, πότε τα ξύλα με το σκούρο τους χρώμα και τη μυρωδιά τους. Απ το παράθυρο της κουζίνας τρεμόπαιζε το ασημί του φεγγαριού, διεκδικούσε με πάθος την είσοδό του στο δωμάτιο να λούσει με το φέγγος του τις γωνίες του σπιτιού.
Και τότε αχνά, ακαθόριστα, λες και έρχονταν από μακριά ένα βουητό. Ένα παράξενο βουητό βγαλμένο από τα βάθη της γης σαν να αναστέναζαν τα σωθικά της. Ένα πρώτο τρίξιμο στα ξύλα, ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο πάτωμα, μια βουή σαν να δοκιμάζει να βγάλει τον βρυχηθμό της. Ύστερα πιο δυνατή, πιο ανατριχιαστική. Και ύστερα το τρέμουλο πιο δυνατό. Και μετά ακόμα δυνατότερο. Τα τζάμια να αρχίζουν να τρέμουν, τα φωτιστικά να κινούνται σαν εκκρεμές, οι καρέκλες να χοροπηδούν στο πάτωμα. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο δυνατά. Όλα να χορεύουν σε έναν ανατριχιαστικό χορό. Ήχοι, τζάμια που έσπαγαν, σκεύη που έπεφταν, ξύλα που έσπαγαν, τοίχοι που ράγιζαν.
Και ύστερα η φωνή, οι φωνές, οι κραυγές, οι στριγγλιές. Καταμεσής της νύχτας.
“Σεισμός! Τα παιδιά!” έσχισε στα δυό τη νύχτα το κάλεσμα της γυναικείας φωνής.
ΣΚΗΝΗ 3
Το ένιωθε. Παντού. Ολόγυρά της. Σε ένα ακαθόριστο θολό χώρο. Προσπαθούσε να τον αναγνωρίσει. Κάτι της ξυπνούσε μα όχι! Δεν ήξερε τι ήταν. Ένα σπίτι, σίγουρα ένα σπίτι. Όμως ποιο; τι ήταν αυτό; Σε ποιο μέρος; Όλα ήταν τόσο θολά! Προσπαθούσε να κινηθεί μα της ήταν αδύνατον. Σκοτάδι; Φως; Όλα μπερδεμένα. Ένιωθε παρουσίες αλλά δεν έβλεπε τίποτα, πουθενά και κανέναν. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Οι παλμοί της καρδιάς της όλο και πιο έντονοι σαν αργαλειός. Προσπαθούσε να βρει τον εαυτό της, το σώμα της μέσα σε όλο αυτό αλλά ένιωθε σαν κάτι να την φυλακίζει, να την κρατά και να την περιφέρει αόρατη.
Και τότε η γη άρχισε να τρέμει. Στην αρχή σιγά μα μετά όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο άναρχα. Και πάλι προσπαθούσε να ξεχωρίσει τι ήταν και που αλλά μάταια. Όλα χόρευαν γύρω, οι τοίχοι έχαναν το σχήμα τους, οι χώροι αναποδογύριζαν χωρίς τελειωμό. Κόντευε να πνιγεί. Της τελείωνε ο αέρας, πνιγόταν, δεν ένιωθε χέρια ή πόδια. Μόνο φωνή, μια φωνή ναι, που όλο και δυνάμωνε. Προσπαθούσε να ακούσει. Δυσκολευόταν. Όμως η φωνή δυνάμωνε, πήρε χρώμα, πήρε χροιά γυναικεία αλλά άγνωστη, έσπασε στα δύο, μικρή και μεγάλη. Έγινε λέξεις, φράση, κάλεσμα:
“Εμένα θα μ’ αφήσεις εδώ;”
Το άκουσε, ήταν μια ικεσία, μια παράκληση. Γεμάτη φόβο και απόγνωση. Και όλο και μεγάλωνε, δυνάμωνε. “Εμένα θα μ’ αφήσεις εδώ;”. Έγινε κραυγή, της τρυπούσε τ’ αυτιά, το κεφάλι. Πονούσε. Η ίδια συνεχώς ερώτηση. Προσπαθούσε να καλύψει τα αυτιά της αλλά δεν είχε χέρια.
Πετάχτηκε καθιστή στο κρεββάτι της με μια κραυγή απελπισμένη! Μέσα στη νύχτα, λουσμένη στον ιδρώτα. Προσπαθούσε να πάρει αναπνοές, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, χτυπούσε σαν τρελή. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Η μητέρα της φάνηκε στην πόρτα σοκαρισμένη.
“Έλλη! Τι συμβαίνει παιδί μου; Τι έπαθες;” της είπε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Το χέρι της έπιασε το δικό της που έτρεμε. Η νεαρή κοπέλα έδειχνε να συνέρχεται. Αργά, δειλά μα σταθερά. Έκλεισε τα μάτια της και έγειρε στην αγκαλιά της μητέρας της. Η φιγούρα ενός άντρα φάνηκε στην πόρτα του δωματίου.
“Έλλη τι έγινε;” ρώτησε με αγωνία καθώς πλησίασε. Η κοπέλα τους κοίταξε έναν προς έναν έχοντας ανακτήσει την ανάσα της:
“Ένας άσχημος εφιάλτης… αυτό…όλα…” ξαφνικά άρχισε πάλι να ταράζεται, “….όλα έτρεμαν...κάτι σαν σεισμός….και η φωνή….. η φωνή….”
“Ησύχασε παιδί μου” έκανε η μητέρα της. Το πρόσωπό της γύρισε και αντίκρισε αυτό του άντρα της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα όλο νόημα.
ΣΚΗΝΗ 4
“Πως κοιμήθηκε;” ρώτησε ο Ανδρέας. Είχε ήδη βάλει την πρώτη γουλιά στο στόμα του από την κούπα του Γαλλικού καφέ που συνήθιζε να πίνει λίγο πριν φύγει για τη δουλειά. Στα σαράντα έξι χρόνια του, δεν έπαυε μήτε στιγμή να εκφράζει την αγάπη και τη λατρεία του στις δύο γυναίκες της ζωής του. Την εικοσιδυάχρονη κόρη του Έλλη και την κατά τρία χρόνια μικρότερή από εκείνον γυναίκα του, την Τζένη.
“Έμεινα κοντά της όλη τη νύχτα…” απάντησε εκείνη.
“Καλά έκανες, το είδα. Πάντα νιώθω την απουσία σου από δίπλα μου”
“Ήταν ταραγμένη.. μια-δυό φορές την ένιωσα να τρέμει αλλά ευτυχώς ως εκεί”
“Τώρα πως είναι;”
“Ευτυχώς κοιμάται ήρεμα. Δεν έχει και σχολή σήμερα”
“Καλύτερα να ξεκουραστεί…”
Μεσολάβησε μια μικρή σιωπή ανάμεσά τους. Με κάπως μηχανικές κινήσεις έπαιρναν το πρωινό τους. Η γυναίκα του έσπασε τη σιωπή:
“Άκουσες τι είπε χθες;”
“Εννοείς τη νύχτα όταν…”
“Ναι όταν πετάχτηκε, ο εφιάλτης…”
“Αυτό ακριβώς! Όλα έτρεμαν είπε… ο σεισμός”
Ο Ανδρέας πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Μήπως πρέπει να της πούμε κάποια πράγματα;”
“Δεν είναι επίφοβο;”
“Αν συνεχιστεί αυτό…”
“Εννοείς που επαναλαμβάνεται…”
“Ναι, νομίζω αν μάθει θα απομυθοποιήσει τα γεγονότα. Είναι πια ολάκερος άνθρωπος. Σπουδάζει γιατρός, βλέπει τον κόσμο θετικά. Να βάλει το φόβο στη σωστή του θέση…”
“Πρέπει να βρούμε μια ευκαιρία Ανδρέα. Κάτι που να ταιριάξει, να λειτουργήσει όμορφα”
Εκείνος έδειξε να σκέφτεται. Της απάντησε κατηγορηματικά.
“Νομίζω ξέρω τον τρόπο! Και πιστεύω είναι ο καλύτερος”
“Δηλαδή;”
“Ο μηχανικός έχει έτοιμα τα σχέδια του σπιτιού στο χωριό…”
“Θες να πεις ότι…”
“Αυτό ακριβώς Τζένη! Έτσι κι αλλιώς πρέπει να πάμε εκεί. Σε λίγο θα έχουμε τις τελικές ρυθμίσεις για να ξεκινήσουμε τη ριζική ανοικοδόμηση του πατρικού σου. Για μας έργο ζωής”
“Και η Έλλη;” τον ρώτησε με αγωνία.
“Η Έλλη ξέρει για το σπίτι. Ότι είναι ερειπωμένο εδώ και 17 χρόνια”
“Δεν γνωρίζει όμως τι συνέβη ακριβώς εκείνον τον Ιούλη…”
“Ακριβώς. Ήρθε η ώρα να μάθει την ιστορία αυτού του σπιτιού. Την αφορά άλλωστε άμεσα. Και θα απαλύνει πιστεύω αυτό που υποσυνείδητα τη βασανίζει”
ΣΚΗΝΗ 5 Το ίδιο βράδυ στο σπίτι.
Το τζάκι έκαιγε στην άκρη του σαλονιού. Οι φλόγες ζωηρές έστελναν φωτεινά μηνύματα μέσα στο δωμάτιο. Και το άρωμα του ξύλου μια μεθυστική ομορφιά. Ήταν καθισμένοι όλοι έναν κύκλο εκεί κοντά. Ο Ανδρέας έριχνε σκόρπιες ματιές σε κάτι βιβλία, η Τζένη κυλούσε το βλέμμα της με τις εναλλαγές του browser στο λαπ τοπ της και η Έλλη προσπαθούσε να βολέψει το σώμα της στον μεγάλο καναπέ.
“Πότε αρχίζει η εξεταστική;” την ρώτησε ο Ανδρέας.
“Σε δύο βδομάδες”
“Άρα κλείσατε να υποθέσω;”
“Ναι! Τέλος το εξάμηνο. Πάμε για τα καθιερωμένα”
“Ωραία” της απάντησε προσπαθώντας κάπου να χωρέσει την πρότασή του. Έριξε μια ματιά στη γυναίκα του και είδε το θετικό της βλέμμα.
“Έλλη, το Σάββατο λέμε να πάμε στο χωριό”
“Που στο χωριό; Τι να κάνετε;”
“Σου έχουμε μια έκπληξη”
“Δηλαδή;” έκανε εκείνη με προσμονή να ακούσει.
“Το πατρικό σπίτι της μαμάς σου, τα σχέδια του μηχανικού είναι έτοιμα!”
Το νεανικό της πρόσωπο έλαμψε.
“Για την ανακατασκευή;”
“Ναι! Πρέπει να πάμε να δούμε από κοντά τις τελευταίες λεπτομέρειες για να ξεκινήσει η έκδοση της άδειας”
Η Έλλη γέμισε νοσταλγία.
“Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς ε μαμά;”
Η Τζένη βρήκε ευκαιρία να μπει στην κουβέντα.
“Ναι κορίτσι μου. Ήρθε ο καιρός να το δούμε να ζωντανεύει, πέρασαν τόσα χρόνια από τότε…”
Ο άντρας της την κοίταξε κατάματα.
“Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα… μόνο κάτι έτσι αχνό στο μυαλό μου αλλά… και πάλι τίποτα… ούτε τον παππού ή τη γιαγιά” σχολίασε η Έλλη.
“Λογικό παιδί μου, ήσουν πολύ μικρή όταν πέθαναν…” απάντησε ο πατέρας της.
“Θα ήθελα πολύ να τους θυμηθώ. Να τους νιώσω στο δικό τους σπίτι. Είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τις διηγήσεις. Μου λείπει ένα κομμάτι στην ψυχή μου από την παρουσία τους. Μου έχετε πει τόσα για εκείνο το σπίτι, τις ομορφιές του, την αυλή του, τα δέντρα…”
“Σ’ αγαπούσαν πολύ…” συμπλήρωσε η μητέρα της.
“Το σπίτι εκεί… πως ξέμεινε έτσι; Γιατί το αφήσατε να διαλυθεί;” τους ρώτησε.
“Βρε Έλλη δεν είχαμε παλιότερα τη δυνατότητα να το φροντίσουμε, θέλω να πω να κάνουμε κάτι. Ύστερα ήταν και κάποια θέματα που έπρεπε να διευθετήσει η μάνα σου με την αδελφή της, τη θεία σου. Όμως ήταν και είναι το όνειρό μας. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Τώρα που έχουμε την οικονομική δυνατότητα, το ξεκινήσαμε. Και να που ήρθε η ευλογημένη ώρα να βγει άδεια”
“Τι θα γίνει; Πως το σκέφτεστε;” τους ρώτησε.
“Α αυτό δεν θα στο πούμε εδώ, θα το δεις θεωρητικά επί τόπου εκεί!” πετάχτηκε η μητέρα της.
“Έλλη είναι ώρα να γνωρίσεις το σπίτι που, σαν μικρή πεταλούδα, έκανες τα πρώτα σου βήματα. Εκεί που η γιαγιά και ο παππούς σε κράτησαν στην αγκαλιά τους” είπε ο πατέρας της.
“Μέχρι τώρα τους γνώριζες από φωτογραφίες. Και εκείνους και το σπίτι και σένα εκεί ανάμεσα. Λοιπόν; Τι λες; Θα έρθεις;” πρόσθεσε η μητέρα της.
“Με πείσατε! Εντάξει. Θα μείνουμε πουθενά; Να ξέρω”
“Όχι, οι Αλκυονίδες είναι εδώ δίπλα, μια μέρα θα μας φτάσει άνετα”
“Θαυμάσια λοιπόν!” σχολίασε η Έλλη με χαμόγελο.
“Πάω να σας φτιάξω πίτσα! Έχω όρεξη απόψε” έκλεισε την κουβέντα με μια γευστική πρόταση η Τζένη γνωρίζοντας θερμή υποδοχή από τους άλλους δύο. Η βραδιά είχε ντυθεί σε ένα όμορφο χαμόγελο για τη συνέχεια.
ΣΚΗΝΗ 6 Βράδυ δύο μέρες πριν την αναχώρησή τους
Το φως από το μικρό πορτατίφ στο κομοδίνο της Έλλης έριχνε σκόρπιες τις ανταύγειές του στον τοίχο απέναντι του δωματίου. Στην ηρεμία της προχωρημένης νύχτας το χρώμα του τοίχου άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά. Πολύχρωμες ανταύγειες από όμορφα χρώματα ντυμένα με το ημίφως ξεκίνησαν να παίζουν μια όμορφη προβολή. Λες και η ύλη ολόγυρα έχανε τη δομή και την πυκνότητά της. Διαφάνειες, σκιές, εκλάμψεις, ψίθυροι.
Τα μάτια της ήταν κλειστά βυθισμένα στο ταξίδι του ύπνου όμως ολόγυρά της στήνονταν ένας χορός στο υποσυνείδητο. Μέσα από το χρώμα του τοίχου πέρασε κάτι σαν σκιά, διάφανη, ακαθόριστη στην αρχή. Περιπλανήθηκε μέσα στο δωμάτιο αγγίζοντας το κάθε τι με προσοχή και επιμέλεια. Και κάθε που περνούσε ο χρόνος αυτή η σκιά άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή που παρά τη διαφάνειά της ήταν φανερό ότι ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Που σε λίγο ήταν το περίγραμμα ενός ηλικιωμένου άντρα. Έδειχνε απόκοσμος εντελώς όμως πολύ φιλικός. Λες και η παρουσία του δεν ήθελε να ταράξει το οτιδήποτε. Βουτηγμένος σε μια πανδαισία χρωμάτων και λάμψης περπάτησε σιγανά στον αέρα μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε σε πράγματα λες και ήθελε να τα αγγίξει. Ύστερα κοίταξε προς το κρεβάτι. Πλησίασε αργά την Έλλη που κοιμόταν με μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό της. Ο ηλικιωμένος άνδρας εστίασε το βλέμμα του στα κλειστά της μάτια. Στο πρόσωπό του, που λαμπύριζε σε χρώματα και σκιές, σχηματίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο.
“Χαιρόμαστε που δεν μας ξέχασες…” βγήκε η φράση λες από μέσα του χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του. Τα μάτια της Έλλης τρεμόπαιξαν.
“Θα είμαστε και οι δύο εκεί γλυκιά μου…” συνέχισε στον ίδιο τόνο. Κάτι σαν ομίχλη είχε μπει στο δωμάτιο και αιωρούνταν στο εσωτερικό του.
“Θα σε περιμένουμε… μας έχεις λείψει τόσο πολύ…” η φωνή συνέχισε να βγαίνει από τα χείλη της μορφής αυτής του ηλικιωμένου άντρα χωρίς καν να κινείται. Η Έλλη άνοιξε με μιας τα μάτια της. Για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο το απόκοσμο ονειρικό βλέμμα του απέναντί της. Γεμάτη έκσταση ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της.
“Παππού!” τον προσφώνησε απλώνοντας τα χέρια της προς την κατεύθυνσή του. Το πρόσωπο εκείνου λες και φωτίστηκε από μια ανείπωτη ζεστασιά. Της χαμογέλασε γλυκά και άρχισε να απομακρύνεται και να χάνεται από κοντά της. Έσβηνε η μορφή του μέσα στο ημίφως του χώρου, γινόταν όλο και πιο διάφανη.
“Παππού!” είπε πάλι η Έλλη γεμάτη συγκίνηση και ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γαλήνης. Σαν να γέμιζε και κατέκλυζε την ψυχή της με απίστευτη τρυφερότητα.
Ο χώρος στο δωμάτιο τίποτα δεν θύμιζε ότι αυτή του η ηρεμία είχε ταραχτεί ή μεταβληθεί. Όλα ήταν όπως πριν. Ακριβώς στη θέση τους. Μόνο η Έλλη ένιωθε την καρδιά της πιο ήρεμη, με μεγαλύτερη προσμονή και συγκίνηση. Άφησε το σώμα της να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι. Ελεύθερο, χαλαρό. Ένιωθε ότι αυτή η παρουσία που πέρασε από δίπλα της ήταν για αυτήν πολύ προστατευτική και ανθρώπινη με οικείο τρόπο. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον νου της να πλανηθεί. Πίσω στο χρόνο, στις όποιες μνήμες. Στο χωριό που ερχόταν. Και έτσι ξανά ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά της για να την ταξιδέψει ως το πρωί.
ΣΚΗΝΗ 7
Το σπίτι του Νικηφόρου και της Μελπομένης Φωκά ήταν χτισμένο στην εξωτερική περίμετρο του χωριού. Εκεί που αμφιθεατρικά έβλεπε κανείς το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών αλλά πέρα μακριά το μάτι του ταξιδιώτη αποζημιωνόταν από το γαλάζιο της θάλασσας στον όμορφο κόλπο.
Όταν έφτασαν, ο Ανδρέας οδήγησε το αυτοκίνητο προς το μέρος του σπιτιού. Η Έλλη είχε μια παράξενη αγωνία να επισκεφτεί το μέρος όπου πέρασε πολλές από τις πρώτες βρεφικές και παιδικές στιγμές της. Για έναν λόγο που δεν της είχε αιτιολογηθεί αλλά μήτε εκείνη τον έψαξε, είχε σταματήσει να γίνεται κουβέντα για την κατάσταση αυτού του σπιτιού. Οι όποιες αναφορές στην οικογένειά της ήταν πολλές μεν για τον παππού Νικηφόρο και τη γιαγιά Μελπομένη αλλά καμία για την τύχη του σπιτιού. Το ήξερε μόνο ως αναφορά από τους γονείς της σαν ένα από τα μελλοντικά τους όνειρα να το αναστήσουν.
Το αυτοκίνητο του πατέρα της σταμάτησε. Με τη μητέρα της βγήκαν πρώτοι από το αυτοκίνητο. Ακολούθησε και εκείνη. Έριξε το βλέμμα της ολόγυρα αναζητώντας κάποιο σπίτι από αυτά τα κλασικά του χωριού όπως θεωρητικά το είχε στο μυαλό της. Ο πατέρας της στεκόταν μπροστά σε μια ξύλινη αυλόπορτα μεγάλη με φανερά τα ίχνη της εγκατάλειψης. Δεξιά και αριστερά της μια ψηλή πέτρινη ξερολιθιά έκλεινε το εσωτερικό του οικοπέδου. Μπροστά στην είσοδο δύο μεγάλα πεύκα έκρυβαν τη θέα για το τι ακολουθούσε.
“Ο μηχανικός θα έρθει εδώ; πού έχετε δώσει ραντεβού;” τον ρώτησε η Τζένη.
“Σε μία ώρα από τώρα εδώ, άλλωστε το ξέρει” απάντησε εκείνος προσθέτοντας “Ελάτε περάστε!”
Στάθηκε στην ξύλινη αυλόπορτα και την μετακίνησε για να περάσουν η γυναίκα με την κόρη του. Διάβηκαν και οι δύο με τον ίδιο να ακολουθεί τελευταίος. Η Έλλη έμπαινε σε μια μεγάλη αυλή που τα σημάδια της φανέρωναν ότι κάποτε θα έπρεπε να ήταν ένας όμορφος κήπος. Μια εγκαταλειμμένη πέτρινη βρύση στα δεξιά του μονοπατιού οδηγούσε στο βάθος του οικοπέδου. Αγριόχορτα και θάμνοι κατοικούσαν τώρα εκεί που κάποτε όλα έδειχναν μια απόμακρη ομορφιά. Περπάτησαν αρκετά μέτρα που τα χαρακτήριζε η σιωπή και τα βλέμματα που αντάλλασσαν ο Ανδρέας με την Τζένη. Σαν να προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για κάτι.
Είχαν πια διανύσει αρκετά μέτρα όταν τα δέντρα και οι θάμνοι άνοιξαν δεξιά και αριστερά τους. Τα μάτια της Έλλης έπεσαν στη θέα του παλιού σπιτιού που ανοίγονταν μπροστά της. Η έκπληξή της ήταν πολύ μεγάλη όταν το θέαμα που αντίκρισε παρουσίαζε μπροστά της ένα μισοερειπωμένο οίκημα. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό ήταν ερείπια. Που όμως δεν φανέρωναν το πέρασμα ενός φυσιολογικού χρόνου αλλά κάτι άλλο, κάτι βίαιο. Ένα παράξενο συναίσθημα ήρθε να την επισκεφτεί και μια ανεξήγητη θλίψη που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Σαν η τύχη αυτού του σπιτιού να την πλήγωνε έντονα.
“Μα… αυτό είναι το μισό ερειπωμένο!” είπε καθώς πλησίαζε ακόμα περισσότερο.
“Πράγματι είναι χάλια” απάντησε ο πατέρας της πλησιάζοντας κοντά της.
Η Έλλη άρχισε να εξετάζει πιο προσεκτικά το ερειπωμένο σπίτι που δεν μπορούσε να κρύψει την παλιά ομορφιά του έστω και σε αυτήν την κατάσταση.
“Μα τόσα χαλάσματα πατέρα; Γιατί όλο αυτό; Έγινε κάτι;” ρώτησε.
“Θα ακούσεις…” της απάντησε η μητέρα της.
Η Έλλη πλησίασε πολύ κοντά.
“Πρόσεχε γιατί αυτό το κομμάτι του σπιτιού είναι ασταθές και επικίνδυνο” της είπε ο πατέρας της.
“Μόνο ασταθές; Εδώ δείχνει σαν να πέρασε κάτι βίαια…”
Προχώρησε στο πλάι. Προς το μέρος των ερειπίων ένιωσε κάποιο δέος και μια συγκίνηση που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μια συγκίνηση που έγινε πολύ μεγαλύτερη όταν τα μάτια της έπεσαν σε ένα μεγάλο παγκάκι εκεί δίπλα. Ο μεταλλικός σκελετός του έδειχνε ακόμα στιβαρός. Το υπόλοιπο ήταν ξύλα σε σκούρο χρώμα αλλά πολλά από αυτά είχαν εμφανή την εικόνα της φθοράς. Ολόγυρα του ήταν θάμνοι και ξερόχορτα αλλά και μια βουκαμβίλια που έδειχνε παλιοκαιρισμένη αλλά ήταν το μόνο ζωντανό σχετικά φυτό εκεί μέσα. Έστεκε εκεί μεγάλη σαν δέντρο. Τα κόκκινα άνθη της πλημμύριζαν το χώρο.
“Κοίτα να δεις τώρα!” είπε σιγανά η Έλλη καθώς πλησίασε το παγκάκι. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Κάτι μέσα της φώναζε με έναν ιδιαίτερο τρόπο αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ένα βίωμα ένιωθε να προσπαθεί να ζωντανέψει και να βγει στην επιφάνεια. Μια συγκίνηση. Η σκέψη του παππού της άρχισε να θεριεύει μέσα της. Μνήμες άγνωστες, μορφές, γεγονότα. Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το ξύλινο παγκάκι. Οι γονείς της πιο πίσω διακριτικά παρακολουθούσαν με ανάλογη συγκίνηση. Η Έλλη ένιωθε έναν κόμπο να ανεβαίνει από μέσα της και να στέκεται στο λαιμό της ενώ κάποιες φωνές γυρόφερναν ακαθόριστα στο μυαλό της μέσα. Γύρισε απότομα προς του γονείς της:
“Τι έγινε εδώ! Πείτε μου τι συνέβη με το σπίτι!” ρώτησε με φωνή δυνατή και έντονη φόρτιση, “Κάτι έγινε έτσι δεν είναι; Στο παγκάκι αυτό! Το νιώθω! Είναι μέσα μου! Μάνα! Πες μου! Πατέρα σε παρακαλώ!” έτρεξε προς το μέρος τους.
“Το όνειρο! Ναι! Ο εφιάλτης που με βασάνιζε τόσες φορές τις νύχτες. Εδώ λοιπόν είναι η εξήγηση;” είπε ξανά. Σαν να ήθελε να χυθεί στην αγκαλιά τους. Οι γονείς της έδειχναν συγκινημένοι με τα μάτια της μητέρας της υγρά.
“Ησύχασε παιδί μου θα σου πούμε…” είπε εκείνη και άρχισε τη διήγησή της. Με φωνή σπασμένη από συγκίνηση αργά αργά, μία προς μία τις φράσεις δείχνοντας προς το χώρο.
“Ένα όμορφο καλοκαίρι. Από αυτά που περνούσες στο χωριό στα πρώτα σου χρόνια όταν συνήθως ερχόμασταν εδώ. Έτσι και τότε… Δεκαεπτά χρόνια πριν! Ήμασταν και τότε εδώ. Ο παππούς ο Νικηφόρος, η γιαγιά Μελπομένη, οι γονείς μου δηλαδή… Και εμείς. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας σου έλειπε γιατί από το πρωί γύρισε στο νοσοκομείο, είχε έκτακτη εφημερία. Ένα όμορφο βράδυ που έμελε να γίνει τραγικό…”
Έκανε μια μικρή διακοπή. Έσφιξε το χέρι της Έλλης και συνέχισε με την κόρη της να ρουφάει κάθε της λέξη.
“Περάσαμε όμορφα εκείνο το βράδυ. Η γιαγιά σου είχε κάνει μια υπέροχη σπανακόπιτα. Φάγαμε έξω εδώ στην αυλή. Να εκεί. Κάποτε ήταν το τραπέζι. Όμως η νύχτα εγκυμονούσε στα σπλάχνα της κάτι μεγάλο και εφιαλτικό… Θα ήταν οι πρώτες ώρες το ξημέρωμα όταν μια υπόκωφη βοή από τα έγκατα της γης μας ανατρίχιασε. Ύστερα από λίγο η γη άρχισε να τρέμει… τα πάντα άρχισαν να χορεύουν ένα χορό τρόμου και καταστροφής… Σε είχα μικρή, κοιμόμασταν αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι. Ο Παππούς με τη γιαγιά σου στο δικό τους. Άρχισαν να πέφτουν πράγματα από τα έπιπλα. Ξυπνήσαμε φωνάζοντας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κραυγή της συγχωρεμένης της μάνας μου. ‘Τα παιδιά!’ ούρλιαξε. Σε άδραξα στην αγκαλιά μου αλλά το σπίτι άρχισε να καταρρέει… Σοβάδες, και κομμάτια της στέγης άρχισαν να πέφτουν επάνω μας. Τα κρατούσε προς στιγμή η βαριά σερβάντα δίπλα στο κρεβάτι. Είδα τον παππού σου τον Νικηφόρο να ορμάει στο δωμάτιό μας. Πάνω του έπεφταν διάφορα μα δεν έδινε σημασία. ‘Το παιδί’ του είπα. ‘Σώσε την Έλλη’. ‘Μη φοβάσαι’ μου είπε. Δεν μπορούσα να κινηθώ, είχα εγκλωβιστεί στα ερείπια. Σε άδραξε στην αγκαλιά του. Έκλαιγες υστερικά… τον είδα να καταφέρνει να βγαίνει απ το δωμάτιο. Κατάφερα να απεγκλωβιστώ από τα χαλάσματα και χύθηκα προς τα έξω. Σε είχε αφήσει σε ετούτο εδώ το παγκάκι, λέγοντας σου να μην κουνηθείς από εκεί.
‘Παππού… εμένα θα με αφήσεις εδώ;’ του είπες!
‘Θα έρθω πάλι μικρή μου μη φοβάσαι…’ σου απάντησε.
Η Έλλη ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν, κάτι έβγαινε από μέσα της λυτρωτικά. Η μητέρα της με τον πατέρα της δίπλα βίωναν την ίδια συγκίνηση. Η Τζένη συνέχισε την αφήγηση:
“Γύρισε πίσω… είχα πέσει ανάμεσα στην πόρτα και στο δωμάτιο. Μέσα η γιαγιά σου τον φώναζε με το όνομά του… δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την κραυγή….ποτέ!… με έσυρε πληγωμένη έξω εδώ δίπλα σου… μετά… μετά όρμησε πάλι μέσα για μια ακόμα φορά…”
Η Τζένη σταμάτησε. Σαν να τα ζούσε όλα αυτά, όπως εκείνο το βράδυ.
“Μετά; Τι έγινε μετά μαμά;” την ρώτησε η Έλλη με αγωνία. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε ίσια στα μάτια. Κράτησε σφιχτά τα δύο της χέρια.
“Δεν πρόλαβε κόρη μου… δεν…. Το δωμάτιό τους κατέρρευσε… τον βρήκαμε αγκαλιά με τη γιαγιά σου τη Μελπομένη… είχε και εκείνη παγιδευτεί στα χαλάσματα και δεν μπορούσε να βγει. Έστεκε σαν φύλακας άγγελος πάνω απ το κορμί της. Η στέγη έπεσε… έφυγαν μαζί όπως έζησαν…”
Η Τζένη δεν άντεξε άλλη συνέχεια. Έπεσε στην αγκαλιά του Ανδρέα. Η Έλλη σηκώθηκε. Περπάτησε αργά προς τα χαλάσματα. Στο πεσμένο μέρος του σπιτιού. Προσπαθούσε να δει, να ψηλαφίσει.
“Παππού! Γιαγιά! Αυτή λοιπόν ήταν η αλήθεια;”
Η φωνή του πατέρα πίσω της απάντησε.
“Ναι Έλλη! Έτσι έφυγαν ο Νικηφόρος με την Μελπομένη. Εκείνος σου έσωσε τη ζωή μαζί με της μητέρας σου. Δεν πρόλαβε όμως να γλιτώσει τη γυναίκα του μήτε τον εαυτό του. Έβαλε πρώτη προτεραιότητα εσάς! Εκεί σε εκείνα τα ερείπια ήταν το δωμάτιό τους. Φυσικά τα έπιπλα και τα πράγματα άδειασαν. Έμειναν, όπως βλέπεις, μονάχα οι πέτρες και οι ...αναμνήσεις”
Η Έλλη ξαναγύρισε στο παγκάκι. Το περιεργάστηκε με το βλέμμα της. Άγγιξε με ευλάβεια τα παλιοκαιρισμένα ξύλα του. Τα χάιδεψε.
“Δεν με άφησες τελικά μόνη παππού! Με γλίτωσες!”
Γύρισε προς τους γονείς της σκουπίζοντας τα μάτια της
“Πατέρα! Τώρα που το σπίτι θα χτιστεί ξανά, θέλω αυτό το παγκάκι να φτιαχτεί και να μείνει εδώ, στη θέση του, σε παρακαλώ…”
“Ναι παιδί μου. Αυτό είχαμε σκοπό να κάνουμε. Θα μείνει εδώ, δίπλα στην βουκαμβίλια. Μια νέα ζωή καρτερά αυτό το σπιτικό. Ήρθε η στιγμή να ζωντανέψει ξανά, να αντηχήσουν ξανά τα βήματά σου στα πατώματά του. Όπως τότε…”
Η Έλλη ανασαίνοντας καθαρά έβαλε στη χούφτα της όσα κόκκινα λουλούδια μπορούσε που είχαν πέσει από το δέντρο. Έσφιξε τη γροθιά της στο στήθος της. Πήγε αργά προς το ερειπωμένο σπίτι.
“Δεν σας αφήσω ποτέ… θα είμαι εδώ… κοντά σας…”
Άνοιξε τη χούφτα της και άφησε τα κόκκινα φύλλα ελεύθερα. Αυτά στροβιλίστηκαν λίγο στον αέρα και απλώθηκαν ολόγυρα ανάμεσα στα σκόρπια χαλάσματα.
Τέλος
Φίλες και Φίλοι,
το διήγημα αυτό ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο λογοτεχνικό εικαστικό δρώμενο "Φωτοσυγγραφική σκυτάλη #6" που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax στο προσωπικό της blog "Γήινη ματιά"
Μπορείτε να διαβάζετε τις συμμετοχές εδώ: Λίστα παρακολούθησης της σκυτάλης
Την πανέμορφη φωτογραφία με το παγκάκι διάλεξε για μένα η αγαπητή μας Μαριάννα στο δικό της blog "Onirokosmos" Που πήγαν όλοι όπως και τη λέξη "Αγκαλιά"
Με τη σειρά μου, παραδίνω την εικόνα που ακολουθεί στην αγαπημένη μας φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή για να συνεχίσει την υπέροχη αυτή σκυτάλη μέσα από το blog της "Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"