H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες), 31η δημοσίευση

   


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 31


Στην προηγούμενη 30η δημοσίευση: Ο βασιλιάς Κρέων, θα βρεθεί, μία ακόμα φορά, μπροστά στις αυστηρές προειδοποιήσεις του μάντη Τειρεσία, που τον καλεί να βάλει τέλος στο μίασμα των άταφων νεκρών καθώς μεγάλη καταστροφή παραμονεύει ξανά στην πόλη της Θήβας. 

Στο Άργος, η τραγική πορεία των Ικετών στην πόλη της Αθήνας, είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Ανάμεσά τους και μια νεαρή γυναίκα, η Ευάδνη, σύζυγος του νεκρού πλέον Καπανέα, η οποία θέλει να φτάσει και να αποδώσει το θρήνο της στον αγαπημένο της.

Οι ικέτες θα φτάσουν στην Ελευσίνα, όπου θα συναντήσουν την Αίθρα, τη μητέρα του Θησέα, στην οποία εξιστορούν τα παθήματά τους. Ο βασιλιάς Θησέας έρχεται να ενημερωθεί και βρίσκεται πλέον μπροστά στη λήψη της απόφασης αν θα βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς ή όχι. Με την παραίνεση της μητέρας του και της δικής του σκέψης, αποφασίζει να βοηθήσει του Ικέτες να πάρουν πίσω τα σώματα των δικών τους.

Ο Θησέας επικεφαλής δύναμης Αθηναίων, ξεκινά για τη Θήβα, άμεσα.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Η αγαπημένη μας φίλη επέλεξε σήμερα ένα υπέροχο μουσικό θέμα του Μεξικάνου Jorge Mendez "Cold", για να συνοδεύσει την ανάγνωσή μας. 

31η δημοσίευση

4-2 Μπροστά σε έναν νέο πόλεμο


4.2.1 Το κάλεσμα των Αθηναίων


Το Ιππικό και τα άρματα απ’ την Αθήνα έφυγαν με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσαν. Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το δείλι. Μια μεγάλη ομάδα με οδηγούς αποτελούσαν τους προπομπούς της δύναμης. Με αναμμένες δάδες προπορεύονταν για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Οι φωτοδότες πυρσοί άρχισαν να φέγγουν ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας που ερχόταν. Ένα φωτεινό μονοπάτι φαίνονταν από μακριά που ανέβαινε σαν το φίδι το βουνό. Με το φως του ήλιου έπρεπε να είναι εκεί.


Οι τρεις Αθηναίοι αγγελιοφόροι είχαν καλπάσει στην κυριολεξία με όση δύναμη είχαν στα ποδάρια των αλόγων τους. Είχαν διαβεί τον Ισμηνό ποταμό και έφτασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στις πύλες της Θήβας. Λίγο πιο κάτω συνάντησαν τα πρώτα φυλάκια των Θηβαίων στρατιωτών. Τους ανήγγειλαν την προέλευσή τους και τους ενημέρωσαν ότι φέρνουν μηνύματα από την Αθήνα για το βασιλιά Κρέοντα. Τώρα έστεκαν ανυπόμονοι στην κεντρική αίθουσα του παλατιού καρτερώντας τον ίδιο το βασιλιά. Εκείνος μπήκε φουριόζος για μια ακόμα φορά και στάθηκε στο θρόνο του. Οι αγγελιοφόροι χαιρέτισαν αποδίδοντας τις πρέπουσες τιμές.

“Έμαθα πως απ’ την Αθήνα, του βασιλιά Θησέα την πόλη, έρχεστε μήνυμα κουβαλώντας θαρρώ”

“Κρέοντα βασιλιά μου, σωστά πληροφορημένος είσαι. Του βασιλιά μας του Θησέα φέρνουμε σεβάσμιο χαιρετισμό στην πόλη και σε σένα προσωπικά. Με τις ευχές του ο ύψιστος Δίας να βαστά το καλύτερο για την εφτάπυλη”

“Χαίρομαι μα το Δία, για τα λόγια σας. Σας ακούω λοιπόν καρτερώντας το μήνυμά του”

“Βασιλιά άρχοντά μου, ο βασιλιάς Θησέας αλλά και η Αθήνα ολάκερη, χάρη μεγάλη ζητάει από σένα. Γνωρίζοντας το σέβας που έχουν τα ώριμα χρόνια σου, καρτερά να γίνει και πράξη”

“Και ποια χάρη είναι τούτη που αυτές τις στιγμές μου ζητάει ο ρήγας των Ερεχθείδων;1

“Κρέοντα. δώσε τη δυνατότητα στους ηττημένους Αργίτες να έρθουν να σηκώσουν των νεκρών τους τα κουφάρια. Ικεσία ταπεινή, έκαναν ήδη με το βασιλιά τους τον Άδραστο αλλά απάντηση δεν βρήκαν ανάλογη. Παράκληση στέλνει ο γιος του Αιγέα να τους δεχτείς. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσουν, παρά μονάχα τους νεκρούς τους να πάρουν μακριά απ τον κάμπο της Θήβας. Αν μείνουν εδώ άθαφτοι στων θηρίων και των όρνεων τα νύχια, μίασμα μεγάλο στη πόλη θα φέρουν. Οι συγγενείς τους με τον Άδραστο καρτερούν το κάλεσμά σου”


Ο Κρέων τους κοίταξε αγέρωχα και σκληρά.

“Ώστε για αυτό φουσκώσατε των αλόγων σας τα πνευμόνια; Για αυτό σας το μήνυμά κάνατε δρόμο μεγάλο Αθηναίοι;”

“Αυτό βασιλιά μου. Ικέτες στη γη μας έφτασαν οι Αργείοι, βουτηγμένοι στην απόγνωση και στον πόνο. Σύμφωνα με τα πανάρχαια έθιμα και τις αξίες, που γνωρίζουμε ότι τιμάς και δέχεσαι, έπρεπε να τρέξουμε εδώ γυρεύοντας τη γνωμη σου. Καρτερούμε λοιπόν την απόκρισή σου. Ο χρόνος πιέζει και οι νεκροί παγωμένοι κι άθαφτοι ήδη χαλιούνται”

“Ακούστε λοιπόν σεβαστοί αγγελιοφόροι της Αθήνας. Τούτα να πείτε στο βασιλιά σας. Ο Άδραστος, ο ηγέτης εκείνων που ξεκίνησαν απ τη χώρα του Πέλοπα, θάνατο μαύρο στη Θήβα να σκορπίσουν, δεν έχει πόδι εδώ ξανά. Και μην τολμήσει να εμφανιστεί στη γη μας, μήτε αυτός μήτε κανείς από δάφτους! Όποιος και να είναι! Και ειλικρινά με λυπεί το γεγονός ότι η Αθήνα, τούτη τη σεβάσμια πόλη, θαυμαστή από όλες, φιλοξενεί στη γη της τους επίορκους εκείνους που σήκωσαν δόρυ και σπαθί κατά της πατρίδας μας. Εκείνοι είναι υπεύθυνοι για το θάνατο που προκάλεσαν και τις συμφορές που μας βρήκαν όλους. Και σαν τέτοιοι θα πληρώσουν με την οργή μας”

“Βασιλιά μου, αναγνωρίζουμε το δίκιο των λόγων σου. Και δεν ήρθαμε εδώ να αμφισβητήσουμε της Θήβας την ακεραιότητα. Ακμαία και δυνατή τη θέλουμε και εμείς άλλωστε. Ο πόλεμος τέλειωσε. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα σας. Ο Άδραστος και οι συνοδοί του δεν είναι στην Αθήνα με τίτλους. Είναι σαν απλοί άνθρωποι. Είναι ικέτες. Οι νεκροί δεν έχουν δύναμη μήτε απειλή είναι. Ανήκουν στη γη και στους Θεούς του κάτω κόσμου. Δώσε λοιπόν τη δική σου άδεια στο δικό μας το κάλεσμα”

“Φτάνει ως εδώ κήρυκες του Θησέα! Στη Θήβα κουμάντο κάνει ο Κρέων. Και η διαταγή μου για την τιμωρία των εχθρών της πατρίδας μου, είναι βγαλμένη πρωτύτερα από του βασιλιά Ετεοκλή τα χείλη. Δική του διαταγή πριν σκοτωθεί απ’ του προδότη αδελφού του το χέρι αλλά και δική μου επιθυμία μαζί. Πηγαίνετε λοιπόν την απάντησή μου στον σεβαστό βασιλιά Θησέα. Τα κουφάρια των εχθρών θα τα φάνε τα όρνια. Αυτή είναι η καταδίκη τους. Και έχοντας το δικαίωμα ένα λόγο παραπάνω να πω, οφείλει ο βασιλιάς Θησέας να διώξει αμέσως τον Άδραστο και τη θλιβερή του ακολουθία απ την Αθήνα. Αυτά ήταν τα λόγια μου”


Οι αγγελιοφόροι στάθηκαν ανήσυχοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ομολογουμένως τους ξένεψε της σκληρότητας η ένταση, που έβγαζε ο Κρέων. Μαζί και τους έθλιβε.

“Τότε, πριν φύγουμε, βασιλιά μου, οφείλουμε να σού κοινοποιήσουμε και το δεύτερο μήνυμα που ο βασιλιάς μάς έδωσε”

“Τελειώνετε λοιπόν σας ακούω”

“Σκέψου λίγο καλύτερα Κρέοντα βασιλιά μου. Στην αντίθετη περίπτωση θα είμαστε εδώ, μπροστά στις πύλες της Θήβας, ο στρατός της Αθήνας, με το Θησέα μπροστά, να διεκδικήσουμε τα σώματα των νεκρών. Ας μην φτάσουμε λοιπόν ως εκεί”

Ο Κρέων κοκκίνισε απ το θυμό του.

“Ώστε έτσι λοιπόν; Η Αθήνα γίνεται ένα με τους εχθρούς μας; Αυτό ορίζετε;”

“Δεν γινόμαστε, βασιλιά μου, με κανέναν σύνολο απέναντί σου. Τα κουφάρια ανθρώπων ζητάμε να δοθούν στους δικούς τους. Ας είναι όμως. Δεν είμαστε, βασιλιά μου, εξουσιοδοτημένοι κάτι άλλο να κουβεντιάσουμε. Τα άλλα μπορείς να τα πεις πρόσωπο με πρόσωπο με το βασιλιά μας”

“Φύγετε λοιπόν! Ήμουν πολύ ξεκάθαρος στο λόγο μου. Αν οι Αθηναίοι θέλετε να παραβείτε τις διαταγές μου και με πολέμου κλαγγές να βλάψετε την πόλη μου, τότε δεν έχετε παρά να το κάνετε. Δεν πρόκειται να μιλήσω με κανέναν ξανά. Την απάντηση και την οργή των όπλων μας να καρτεράτε”

Οι αγγελιοφόροι χαιρέτισαν και έφυγαν από την αίθουσα του παλατιού εμφανώς προβληματισμένοι. Ο Κρέων έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Αμέτρητες σκέψεις περνούσαν συνεχώς στο μυαλό του. Οι αποφάσεις του δεν είχαν γυρισμό. Θα πήγαινε μέχρι το τέλος.

“Φρούραρχε! Φωνάξτε μου το φρούραρχο αμέσως”

Σε λίγα λεπτά ο επικεφαλής της φρουράς μπήκε στην αίθουσα αλαφιασμένος. Ο Κρέων του απηύθυνε το λόγο:

“Κάλεσε αμέσως όλους τους πολέμαρχους εδώ σε συμβούλιο, πριν νυχτώσει. Και δώσε διαταγή στο στρατό να είναι σε επιφυλακή”

Ο φρούραρχος έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο Κρέων έμεινε εκεί στην αίθουσα. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει απ τον πόνο. Και τα λόγια του Τειρεσία ακούγονταν όλο και πιο δυνατά και αποκρουστικά στο κεφάλι του:

“ Τρέμει η γης κάτω από τα πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα”


Μέχρι το πρωί όλη η δύναμη των Αθηναίων είχε κατέβει στον κάμπο της Θήβας. Διάβηκαν κοντά στις Πλαταιές καρτερώντας τον ερχομό των αγγελιοφόρων και την απάντηση που έλαβαν από τον Κρέοντα στη Θήβα. Οι δύο αγγελιοφόροι συναντήθηκαν με τη δύναμη λίγο μετά αφού διάβηκαν τον Ασωπό ποταμό. Ο Θησέας είχε την πίστη να τελειώσουν όλα με τη δύναμη της λογικής και του ανθρωπισμού.


4.2.2 Πολέμου μαντάτα


“Βασιλιά Θησέα, ήρθαν οι αγγελιοφόροι!” ο Αθηναίος αξιωματικός τον ενημέρωσε στο μέρος που είχαν σταθεί προσωρινά περιμένοντας την άφιξή τους.

“Οδήγησέ τους εδώ, μακάρι τα νέα που φέρνουν να είναι καλά.

Ύστερα από λίγο οι δύο αγγελιοφόροι ήταν μπροστά στο βασιλιά. Έμειναν για λίγο να πάρουν κάποιες ανάσες γιατί έτρεχαν με όση δύναμη μπορούσαν για να προλάβουν το χρόνο.

“Λοιπόν σας ακούω κήρυκες” τους είπε ο Θησέας.

Εκείνοι έριξαν μια ματιά ο ένας στον άλλο. Ξεκίνησε να μιλά ο ένας από αυτούς.

“Είδαμε το βασιλιά Κρέοντα όπως ήταν στην αποστολή μας…”

“Λοιπόν;”

“Μεταφέραμε το μήνυμά σου όπως όριζες…”

“Και ποια ήταν η απάντηση;”

Οι δύο αγγελιοφόροι κοιτάχτηκαν και πάλι. Ο Θησέας άρχισε να καταλαβαίνει. Περίμενε και την τυπική του επιβεβαίωση.

“Δεν δέχεται τίποτα ο βασιλιάς της Θήβας. Η απάντησή του ήταν αρνητική. Με πολύ επιθετικό τόνο μάλιστα”

“Του εξηγήσατε τις συνέπειες της άρνησής του; Και τις τελικές μας προθέσεις;”

“Με κάθε σαφήνεια. Δυστυχώς, ο Κρέων δίνει το λόγο στην κόψη των σπαθιών”


Ο Θησέας οργίστηκε. Είχε, από πρώτο χέρι, γνωρίσει τον αυταρχισμό και το θράσος του Κρέοντα, σαν τόλμησε, πριν καιρό, να φτάσει στην Αθήνα για να απαγάγει τον Οιδίποδα και τις κόρες του. Όμως μέσα του κάτι έλεγε πως η γεύση της νίκης του κατά των Αργείων θα συνέτιζε τη σκέψη του. Θα έδειχνε το πρέπον σέβας στους αντίπαλους νεκρούς και δεν θα προχωρούσε σε ανόσια έργα.

“Να που λάθεψα λοιπόν!” μονολόγησε με πάθος, “περίμενα ότι ο σεβασμός στους νόμους των Θεών θα ήταν πιο μεγάλος από το τυφλό μίσος της εκδίκησης και της αλαζονείας. Αλλά είναι προφανές ότι ο γέρος βασιλιάς της Θήβας φοβάται ακόμα και τους νεκρούς και γαλήνη δεν θέλει να τους δώσει…”

Σταμάτησε τις μεγαλόφωνες σκέψεις του. Με μιας έπιασε τα γκέμια του αλόγου του. Ανέβηκε επάνω. Έφτασε με το άλογο μπροστά στη φάλαγγα των στρατιωτών. Ύψωσε δυναμικά τη φωνή του για να ακουστεί σε όλους.

“Αθηναίοι συμπολεμιστές μου! Ο βασιλιάς της Θήβας μάς μήνυσε ότι αρνείται να δώσει τα σώματα των νεκρών Αργείων. Φαίνεται ότι ο Κρέων, έχει την εντύπωση ότι ο λόγος του μετράει περισσότερο από αυτόν των Θεών. Αρνείται να τιμήσει ανθρώπους που δεν ζουν, γίνεται βλάσφημος, υβριστής. Μια τέτοια στάση δεν είναι αποδεκτή όχι μονάχα από εμάς αλλά από κανέναν ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε μια τέτοια ύβρη δεν μπορούμε να σωπάσουμε! Προχωράμε! Σε πλήρη διάταξη και ετοιμότητα. Στην Αθήνα μάθαμε να είμαστε αλληλέγγυοι σε ανθρώπινα αισθήματα . Να σεβόμαστε τον πόνο αλλά και το θάνατο. Να τιμάμε τους Θεούς του κάτω κόσμου. Εμείς εκείνο που θέλουμε είναι να σηκώσουμε απ τη γη τα σώματα των νεκρών, άλλα να θάψουμε και άλλα να τα φέρουμε στις μανάδες και τις γυναίκες που καρτεράνε ικέτιδες στην πόλη μας. Τίποτα άλλο δεν ζητάμε. Μήτε τη Θήβα ήρθαμε να κατακτήσουμε, μήτε τα τείχη της να γκρεμίσουμε, μήτε τη γη της να κουρσέψουμε. Αν τολμήσουν να μας εμποδίσουν τότε θα απαντήσουμε. Εμπρός! Ξεκινάμε! Το δίκιο είναι με το μέρος μας! Με το μέρος των Θεών και των νόμων τους”


Ιαχές επιδοκιμασίας ακούστηκαν με σθένος και με πάθος. Οι Αθηναίοι καβαλάρηδες δήλωσαν το πάθος τους με τα δόρατα να χτυπούν τις ασπίδες τους και τις φωνές τους πραγματικές κραυγές. Η μεγάλη φάλαγγα άρχισε να κινείται γοργά και οργανωμένα σε πορεία μάχης. Σε λίγο είχε διαβεί τον Ασωπό ποταμό. Μπροστά της ξεχύνονταν ο κάμπος της Θηβας.


Στο παλάτι της πόλης επικρατούσε σχετικός αναβρασμός. Τα μαντάτα για την πορεία των Αθηναίων στον Θηβαϊκό κάμπο ήταν ήδη γνωστά. Ο Κρέων πριν λίγο είχε διώξει του αγγελιοφόρους του Θησέα αρνούμενος να δεχτεί οτιδήποτε. Όλα οδηγούσαν σε μια νέα πολεμική σύγκρουση. Αυτή τη φορά με νέους εχθρούς. Με τους Αθηναίους. Είχαν δοθεί εντολές για γενικό συναγερμό στο στρατό. Οι πολέμαρχοι είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν οδηγίες για το πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

“Βασιλιά Κρέοντα!” ήχησε η φωνή του κήρυκα που μπήκε φουριόζος στην αίθουσα που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι.

“Μίλα σε ακούμε!” του μήνυσε εκείνος.

“Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν σε πλήρη ανάπτυξη. Το ιππικό τους μαζί με άρματα. Ήδη πέρασαν τον Ασωπό και πλησιάζουν στον Ισμηνό. Έδιωξαν μάλιστα και κάποιες δικές μας περιπόλους.

“Ώστε έτσι λοιπόν ο Θησέας!” βρυχήθηκε ο Κρέων, “αποφάσισε να στηρίξει τους Αργείους, αυτούς που ήρθαν ενάντια στην πόλη μας. Μα το Δία, δεν την περίμενα τέτοια στάση. Η Αθήνα λοιπόν διάλεξε στρατόπεδο…”. Γύρισε στον επικεφαλής της φρουράς με φωνή στιβαρή:

“Σήμανε συναγερμό, ο στρατός να είναι έτοιμος να βγει απ τα τείχη”

“Βασιλιά μου!” ακούστηκε η φωνή του Άκτωρα, του Θηβαίου στρατηγού.

“Ακόμα δεν έχουμε πάρει ανάσες από τη μεγάλη μάχη με τους Αργείους! Ακόμα, καλά-καλά, δεν έχουμε μαζέψει και τους δικούς μας νεκρούς. Μια νέα μετωπική σύγκρουση με έναν νέο αντίπαλο, ισχυρό και συντεταγμένο και μάλιστα στα ανοιχτά του κάμπου, κρύβει μεγάλους κινδύνους…”

“Τι είναι αυτά που λες;” κραύγασε ο Κρέων. “Για ποια κούραση μου μιλάς; Δεν θα πολεμούσαμε ακόμα αν συνεχίζονταν οι μάχες με τους Αργείους;”

“Βασιλιά μου, οι Αθηναίοι δεν είναι Αργείοι. Μήτε ένα ετερόκλητο στράτευμα. Γνωρίζεις καλά τη δύναμή τους. Μήπως πρέπει, να μείνουμε στα τείχη; Να μην εκτεθούμε σε ανοιχτή μάχη στον κάμπο. Γιατί να το κάνουμε αυτό; Δεν έχουμε λόγο τακτικής!” πρόσθεσε ο Περικλύμενος για να συναντήσει και αυτός την άρνηση στα λόγια του Κρέοντα.

“Έχουμε λόγο σοβαρότερο! Έρχεται εδώ στη δική μας γη ένας ξένος εισβολέας και αψηφά με θράσος τις διαταγές και τις δικές μας αποφάσεις. Μα τον πολεμόχαρο Άρη, εμείς θα κλειστούμε σαν τα ποντίκια πίσω απ τα τείχη για να αλωνίζει ο Θησέας με το στρατό του απ έξω; Κάθε μας συζήτηση σταματάει εδώ. Καθένας στη θέση του!”


Οι πολέμαρχοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους όλο νόημα. Ήταν φανερό ότι δεν συμμερίζονταν την ορθότητα της απόφασης του βασιλιά τους. Όμως δεν είχαν πολλές επιλογές. Η τυραννική του άποψη ήταν αυτή που θα έκρινε τα πάντα. Ετοιμάστηκαν ο καθένας για τη θέση τους. Τα μαντάτα ενός νέου πολέμου ηχούσαν για μια ακόμα φορά στη πόλη της Θήβας.


4.2.3 Η μάχη για τους νεκρούς


Ο στρατός των Αθηναίων έφτασε στις όχθες του Ισμηνού ποταμού σε πλήρη παράταξη μάχης. Ο Θησέας έστεκε επικεφαλής των δυνάμεων. Η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Θα πορεύονταν προς τον κάμπο. Οι Αργείοι που τους συνόδευαν ήξεραν καλά το πεδίο της μάχης και γνώριζαν που θα έπρεπε να αναζητήσουν τους δικούς τους. Ο Ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Όμως η αποφορά από τα παρατημένα σώματα γίνονταν όλο και πιο έντονη καθώς πλησίαζαν στις όχθες του ποταμού. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό. Μια παράξενη και νοσηρή ομίχλη κιτρίνιζε το χώρο. Το πέταγμα και οι κρωγμοί των όρνιων στον ουρανό μαζί με άγρια θηρία, που γυρόφερναν λαίμαργα τα νεκρά σώματα, έμοιαζαν με τον πιο εφιαλτικό κόσμο στα άγρια Τάρταρα.

Τα πρώτα άρματα των Αθηναίων κινήθηκαν μπροστά με την κάλυψη του ιππικού. Σκοπός τους ήταν να βολιδοσκοπήσουν τις αντιδράσεις των Θηβαίων χωρίς να τους προκαλέσουν. Αντικείμενο της παρουσίας τους δεν ήταν η μάχη. Δεν θα ήταν εκείνοι που θα το ξεκινούσαν όλο αυτό. Αντίκρυ τους από κάποιες πύλες της Θήβας είχαν ξεκινήσει να βγαίνει οργανωμένο το Ιππικό των Καδμείων.


“Βασιλιά Θησέα έρχονται καταπάνω μας!”

Οι Αθηναίοι είχαν περάσει τον Ισμηνό ποταμό και βαστούσαν το λόφο αμέσως μπροστά του.

“Στήνουμε γραμμή άμυνας στην κορυφή, ανοίξτε το ιππικό στα πλάγια και τα άρματα μπροστά. Εγώ θα κρατήσω το δεξί μέρος”

Το ιππικό των Αθηναίων ανοίχτηκε σαν βεντάλια κοντά στην κρήνη του Άρη. Επικεφαλής τους ο φοβερός και τρομερός στην τέχνη των πολεμικών αλόγων Φόρβας. Τα υπόλοιπα άρματα παρατάχθηκαν κοντά στο ιερό του Αμφίονα.


Η επίθεση των Θηβαίων ήταν πολύ μεγάλη σε ένταση και πάθος. Η μάχη φούντωσε φονική και σκληρή. Οι Θηβαίοι ανέβηκαν στο λόφο του Ισμηνού προσπαθώντας να απωθήσουν τους Αθηναίους και να τους ρίξουν στον ποταμό. Μια κίνηση που θα ήταν αποφασιστική για τη νίκη τους. Ο Θησέας καρτερούσε με μεγάλη δύναμη στο δεξιό άκρο για την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει ενώ και το ιππικό με τον Φόρβα περίμενε στα πλάγια. Οι Θηβαίοι με όλη τους την ορμή κατάφεραν να πιέσουν έντονα τη γραμμή άμυνας των Αθηναίων και να κερδίσουν έδαφος σε βάθος αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Για μια ακόμα φορά ο κάμπος της Θήβας γέμισε από την αντάρα μιας φονικής μάχης. Για μια ακόμα φορά η ανθρώπινη αλαζονεία και η εμμονή στην αμετροέπεια και την έλλειψη σεβασμού γίνονταν η αιτία για να χυθεί ανθρώπινο αίμα. Οι Αθηναίοι παρά την μερική τους υποχώρηση κρατούσαν καλά.


Τότε ήρθε η στιγμή του γιου του Αιγέα να εφορμήσει για να αλλάξει εντελώς το σκηνικό της μάχης. Κραδαίνοντας στο χέρι του το φοβερό ρόπαλο του Περιφήτη του ληστή, που είχε πάρει λάφυρο όταν τον είχε σκοτώσει στην Επίδαυρο, σήμανε την αντεπίθεση των Αθηναίων. Μαζί και οι καβαλάρηδες του Φόρβα εφόρμησαν για να πλευροκοπήσουν τους Θηβαίους. Η αντεπίθεση ήταν σαρωτική. Η μορφή του Θησέα δέσποζε πλέον στη μάχη όπου άρχισε αποφασιστικά να γέρνει στο μέρος τους. Οι Θηβαίοι ξαφνιάστηκαν και έχοντας εξαντλήσει κάθε τους όριο άρχισαν να υποχωρούν. Στο τέλος η υποχώρησή τους μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή και εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης. Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν να τους καταδιώκουν οργανωμένα καθώς εκείνοι για να αποφύγουν τον απόλυτο όλεθρο άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη από τις πλαϊνές πύλες. Σε λίγο η κυριαρχία του Θησέα στον κάμπο μπροστά στη Θήβα ήταν απόλυτη.


Έδωσε εντολή να σταματήσουν. Με γραμμές άμυνας επιτηρούσαν ολόγυρα τα τείχη της Θήβας. Δεν είχαν σκοπό να χτυπήσουν την πόλη. Δεν ήρθαν εκεί με τη μανία της κατάκτησης αλλά της ανθρωπιάς. Μιας ανθρώπινης αλληλεγγύης που όμως, μία ακόμα φορά, μάτωσε για να κυριαρχήσει, λες και κάθε καλό στην ανθρωπότητα πρέπει να βαφτίζεται στο αίμα του θανάτου.


Με τη βοήθεια των Αργείων συνοδών τους ξεκίνησαν το μακάβριο έργο της περισυλλογής των νεκρών. Ένα έργο εφιαλτικό και δύσκολο καθώς δεν μπορούσαν πια να αναγνωρίσουν όλους τους νεκρούς. Οι Θηβαίοι δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν από τα τείχη της πόλης. Για αυτούς αυτή η μάχη είχε κριθεί οριστικά. Μέχρι αργά το βράδυ, όσο το φως της μέρας επέτρεπε να βλέπουν, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν τους Αργείους. Από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της στολής. Εκεί κάπου κοντά στα τείχη βρέθηκε και το σώμα του νεκρού Καπανέα όπως και των άλλων πολέμαρχων. Τα περιποιήθηκαν όπως μπορούσαν και τα φόρτωσαν σε αμάξια για να τα παραδώσουν στην Αθήνα στις Ικέτιδες. Στο λιόγερμα, στα ριζά του Κιθαιρώνα, η γη του, έμελε να αποτελέσει το τελευταίο σπίτι για τους νεκρούς Αργείους που μπόρεσαν οι Αθηναίοι να περισυλλέξουν και να θάψουν εκεί. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χαιρετούσαν σαν νεκρικές σπονδές εκείνους που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Μαζί με τις φλόγες από τις πυρές που άναψαν για να εξαγνίσουν τα νεκρά σώματα. Ένα μουντό, θλιβερό δειλινό. Τα μάτια των Αργείων που συνόδευαν τους Αθηναίους είχαν δακρύσει απ τη συγκίνηση καθώς αποχαιρετούσαν τους δικούς τους συντρόφους. Μαζί και ο Θησέας, τιμητικός παραστάτης σε αυτή τη νεκρική τελετή. Η αύρα της νύχτας καθάριζε την ατμόσφαιρα. Όλοι ένιωθαν λυτρωμένοι από το ανόσιο που κυρίευε μέχρι τώρα τον Θηβαϊκό κάμπο. Σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος απ την καρδιά τους. Και εκεί ολόγυρα, λες και η φύση έστελνε και εκείνη το δικό της χαιρετισμό, ένας καθάριος αγέρας καθάριζε τον κάμπο.


“Βασιλιά μου είμαστε έτοιμοι να φύγουμε” ανήγγειλε ο Φόρβας στο Θησέα, κάποιες ώρες μετά.

“Φορτώσατε τα σώματα;” ρώτησε εκείνος.

“Όσα καταφέραμε να μαζέψουμε ναι”

“Δώσε εντολή να ξεκινήσουμε, έχουμε το δρόμο της επιστροφής Φόρβα. Κάναμε το καθήκον μας όπως το νιώθαμε και όπως ταίριαζε σε αυτά που πιστεύουμε σαν άνθρωποι…”

Ο Φόρβας κίνησε με το άλογό του πίσω να συντάξει τα τμήματά του. Όλα ήταν έτοιμα για την επιστροφή. Ο ήλιος είχε πια γύρει στον κάμπο της Θήβας. Σε λίγο η φάλαγγα των Αθηναίων φάνταζε από μακριά σαν ένα φωτεινό ποτάμι με τους αναμμένους πυρσούς να ανεβαίνει στο βουνό.

“Στείλε δύο αγγελιοφόρους να κινηθούν πιο γρήγορα στην Αθήνα να μηνύσουν την επιστροφή μας” είπε ο Θησέας σε κάποιον αξιωματικό δίπλα του. Εκείνος ανταποκρίθηκε χωρίς καθυστέρηση. Οι Ικέτιδες καρτερούσαν και έπρεπε να μάθουν.


Στην πόλη της Θήβας τα συναισθήματα άλλαξαν γρήγορα μέσα σε λίγες μέρες. Από την αίσθηση του θριάμβου της μεγάλης πρώτης νίκης απέναντι στους επτά από το Άργος ήρθε η σημερινή οδυνηρή ήττα από τους Αθηναίους να βαρύνει την ατμόσφαιρα. Ευτυχώς οι στρατηγοί των Θηβαίων αντιλήφθηκαν γρήγορα την κακή τροπή της μάχης και έδωσαν τις εντολές τους να αναδιπλωθούν οι δικοί τους πριν η καταστροφή μεγαλώσει. Με την οπισθοχώρησή τους κατάφεραν να μετριάσουν τις απώλειες από την καταστροφική απόφαση του Κρέοντα να πάει σε μια αναμέτρηση μόνο και μόνο για να υπηρετήσει την προσωπική του αλαζονεία και αυταρχισμό. Ο ίδιος είχε γίνει θεατής αυτής της θλιβερής εικόνας. Ψηλά πάνω στα τείχη ένιωθε προσωρινά αλώβητος την ώρα που οι συμπατριώτες του έτρεχαν να αποφύγουν το θάνατο από τις αποφάσεις του. Για μια ακόμα φορά τα λόγια του Τειρεσία άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο έντονα στο μυαλό του. Η ώρα για την τελική κορύφωση του προσωπικού του δράματος δεν θα αργούσε.


1Η Ερεχθηίς ήταν μία από τις δέκα αρχαιότατες φυλές της Αττικής. Πήρε το όνομά της από τον βασιλιά Ερεχθέα. Συνεκδοχικά, πολλές φορές, αποκαλούσαν έτσι όλους τους Αθηναίους.


Συνεχίζεται...

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

Των ονείρων η πτώσις (Ποίημα συμμετοχή στην "Μίνι σκυτάλη #5)

 "Των ονείρων η πτώσις"




Κραταιών ημερών εδιαβήκαμεν ώρες

και τα σκότη της νύχτας πλημμυρίσαμε φως,

σε εικόνα ντύσαμε σκέψεις μακρόχρονες

που περήφανα αρμένιζαν χωρίς να ξέρουμε πώς.


Αναμετάξυ τους έσμιγαν τα μικρά τα κομμάτια,

ακανόνιστου σχήματος κι ασαφούς εντολής,

αντάρα σηκώσανε στα δικά τους παλάτια,

αμάχη κηρύξανε στη ροή της ζωής.


Το “πρέπει”, στο “θέλω” αντιγύριζε λόγια,

-πάψε να ανάβεις στους ανθρώπους φωτιές,

τα ονείρατα βάστα τα, χαμηλά στα κατώγια,

μην αλλιώς ανταμώσουνε, με οδύνες, πληγές.


Μα το “θέλω” ανύψωσε το βλέμμα εμπρός του,

κι ίσια στα μάτια με στόμφο αντιλέγει:

-Πάψε στο δρόμο μου να σηκώνεις ορμήνιες

δεν αφήνω το όνειρο θλιβερά να ξεφεύγει.


-Κάλλιο στα σίγουρα η ζωή να διαβαίνει,

ταπεινά να εκτίθεται στων πόθων το σθένος.

Παρά βάρβαρα αργότερα τραγικά να πεθαίνει

στων ανθρώπων αντίδρασης προκαλώντας το μένος.


Έτσι αντιγύριζε το ένα στο άλλο,

τον κύκλο ανοίγοντας σκέψης μακράς.

Όμως τ’ όνειρο πήρε δρόμο μεγάλο,

θέρμη προσφέροντας μεγάλης χαράς.


Μα ήταν αδύνατον μονάχο ν’ αφήσω

του ονείρου τη στράτα συνεχώς να μακραίνει,

αποφάσισα τότε και εγώ να κινήσω,

μ’ ακατάσχετη θέληση να δω τι συμβαίνει.


-Φυλάξου στο πέρασμα, πλάνες γροικούνε,

μαζί και ερωτήματα θολά και μεγάλα,

φοβάμαι για σένα κακά μη σε βρούνε,

κι όλα ύστερα αλλάξουνε και γίνουν σαν άλλα.


Έτσι εγόγγυξε στο μυαλό μου το “πρέπει”,

προσταγή να μου δώσει στο σκοτάδι μην μπω.

Όμως η καρδιά μου δεν ήθελε κάτι άλλο να βλέπει,

την εκλογή της την έκανε να βγει στο φευγιό.


Και να ‘μαι στη στράτα τυλιγμένος στο θάμπος,

ίσια στο βάθος σε υπόγειο βουβό,

νοτισμένο στη μούχλα λες κι έβρεχε σάμπως

να σταθώ προσπαθούσα με βλέμμα σκυφτό.


Κοστούμι βαθυγάλαζο στο κορμί μου φορούσα

και στα χέρια κρατούσα αναμνήσεις σωρό,

των ελπίδων εκπλήρωση με πάθος ζητούσα,

μπρος στων φόβων τα σκιάχτρα ν’ αδιαφορώ.


Και μπροστά μου αχνίζανε εικόνες ωραίες,

στιγμές ολογάργαρες να βλέπω ευθύς,

των ονείρων οι θέρμες δεν θα ‘ναι μοιραίες,

δεν γίνεται ο δρόμος να μην είναι πλατύς.


Χορό είχε στήσει ο ουρανός στα ρουμάνια,

και τα λουλούδια λικνίζονταν στου αγέρα τη δίνη,

μαγεμένος τη ζούσα αυτή τη ζωντάνια,

δεν θα τολμούσε κάτι, τη ζωή να τη σβήνει.


Όμως ο δρόμος, άλλη στράτα λογάριαζε,

κι όλα γύρω ξαφνικά θε ν’ αλλάζουν,

ο ουρανός πάνωθέ μου ολοένα συννέφιαζε,

του φωτός τις ανταύγειες τα σκοτάδια σκεπάζουν.


Πώς αναπάντεχα ένιωσα να περπατώ στα σκοτάδια,

σε τοίχους ανήλιαγους στριμωγμένος να τρέχω,

πώς με τρόμο στα πόδια μου ήταν όλα ρημάδια,

και με δάκρυα το πρόσωπο αρχινώ να το βρέχω.


Οι σκιές αντιφέγγιζαν στου τσιμέντου τα τείχη,

μια σκοτάδι, ένα φως, τη καρδιά βασανίζουν,

πώς στη σκέψη μου έρχονταν αναπάντεχα στίχοι

και τα πόδια μου άρχισαν ξαφνικά να λυγίζουν.


Πού πήγαν τα όνειρα, πού θαφτήκαν τα πάντα;

προσμονές, καρτερέματα, πώς γινήκανε σκόνη;

“Μη λυγίζεις!” σού φώναξα, στάσου τώρα κι αγνάντα,

δες πέρα στο βάθος το φως να ζυγώνει!


Αλήθεια το λες, το βλέπω και εγώ τώρα,

και ταχύνω το βήμα μου σταθερά για να φτάσω,

σιμά είναι πια του λυτρωμού μου η ώρα,

την ελπίδα πια βλέπω και ποθώ μην τη χάσω.


Κραταιών ημερών εδιαβήκαμεν ώρες

και τα σκότη της νύχτας πλημμυρίσαμε φως,

μπορεί τα όνειρα όλα να μουσκέψανε μπόρες

ζωοδότης μάς κράτησε, λυτρωμού ο θυμός.


Των ονείρων η πτώσις μετέφερε σκόνη,

και οδύνες αβάσταχτες στην ψυχή σημαδεύει,

Σελίδες καινές όμως θριάμβου σηκώνει,

καθώς το φρόνημα, η ελπίδα θεριεύει.


Η ζωή συνεχίζεται νέους δρόμους χαράζει,

αδιάλειπτα στέκεται μπρος στου φόβου το σχήμα,

κανένα σκοτάδι δεν μπορεί να τρομάζει,

κραταιό νιώθω εντός μου, της ελπίδας το βήμα.


Φίλες και φίλοι, το παραπάνω ποίημά μου, είναι η προσωπική μου συμμετοχή, στο δικτυακό δρώμενο, που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax στο προσωπικό της ιστολόγιο. Μπορείτε να δείτε την αναγγελία όπως και όλες τις συμμετοχές εδώ:

"Γήινη ματιά" / Μίνι σκυτάλη #5

Το παραπάνω ποίημα είναι η δική μου έμπνευση πάνω στη συγκεκριμένη εικόνα, που επέλεξα. Να ευχαριστήσω τη Μαίρη για τη διοργάνωση αυτού του εξαίρετου δρώμενου, τη χαρά που μάς δίνει η πρωτοβουλία της. Όπως να ευχαριστήσω επίσης και όλους και όλες όσες κατέθεσαν τη ψυχή τους με τις δικές τους συμμετοχές.



Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες), 30η δομοσίευση

    


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29


Στην προηγούμενη 29η δημοσίευση: Τα γεγονότα μετά την καταστροφή των Αργείων και των συμμάχων τους, μπροστά τις πύλες της Θηβας, τρέχουν ανεξέλεγκτα και συνάμα τραγικά. Η διαταγή του βασιλιά Κρέοντα να μείνουν άταφοι οι νεκροί Αργείοι και πρωτίστως ο Πολυνείκης, έχει προκαλέσει ήδη την αντίδραση της Αντιγόνης, η οποία θάβει τον νεκρό αδελφό της και ήδη αντιμετωπίζει τη θανάσιμη οργή του βασιλιά και θείου της.

Ο Αίμων, γιος του Κρέοντα και μνηστήρας της Αντιγόνης θα βρεθεί και εκείνος, με τη σειρά του, απέναντι στις αποφάσεις του πατέρα του και μια νέα ρήξη έρχεται να βαρύνει το εσωτερικό της οικογένειας. 

Η Αντιγόνη σύρεται υπόδικη μπροστά στο βασιλιά. Η σύγκρουση μεταξύ τους γράφει ιστορία ανά τους αιώνες. Η Αντιγόνη καταρρίπτει, με τη στάση και τα επιχειρήματά της, κάθε θέση του Κρέοντα, προκαλώντας νέα ένταση στην οργή του.

Τέλος, ο Αίμων, μαθαίνοντας την απόφαση του πατέρα του για θανατική καταδίκη της μνηστής του, έρχεται μπροστά του στην ύστατη δραματική του προσπάθεια να πείσει τον πατέρα του να αναθεωρήσει την απόφασή του.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η αγαπημένη μας φίλη, επέλεξε σήμερα για μουσικό χαλί στο κεφάλαιο, την υπέροχη μουσική του Ludovico Einaudi στο μουσικό του θέμα "Low mist var 2"




3.9.4  Μπροστά στου μάντη τις ορμήνιες

 Ο Κρέων γύρισε στα βασιλικά δώματα στο παλάτι. Η γυναίκα του η Ευρυδίκη ήταν αναστατωμένη.

“Σε περίμενα! Ανησυχώ!”

Εκείνος, με την οργή εμφανώς ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, κοντοστάθηκε.

“Τι άλλο με περιμένει ακόμα σήμερα γυναίκα; Τι συμβαίνει;” της είπε αυστηρά.

“Ο γιος μας Κρέων, ο Αίμονας. Δεν ξέρω τι έμαθε, γύρισε σπίτι φορτωμένος οργή”

“Τι σου είπε δηλαδή;”

“Δεν κατάφερα να του πάρω λόγο. Όμως κάτι έλεγε ανάμεσα στα δόντια για την Αντιγόνη και σένα. Τι έγινε;”

Ο Κρέων ακούμπησε το κουρασμένο του κορμί σε ένα ανάκλιντρο.

“Ο γιος μας! Τυλιγμένος στα φουστάνια μιας γυναίκας. Και τι γυναίκας! Εκείνης που παίρνει το μέρος του επίορκου αδελφού της”

Προσπάθησε κάτι να του πει όμως ένας άνθρωπος της φρουράς τους διέκοψε.

“Ο Τειρεσίας γυρεύει να σε δει τώρα αμέσως βασιλιά μου”

Ο Κρέων ξαφνιάστηκε.

“Τι θέλει πάλι από μένα ο μάντης, πες του να περάσει. Άμποτε να δω πότε θα βρω λίγο ησυχία μετά από τόση ταραχή”

 Ύστερα από λίγο ο μάντης Τειρεσίας μπήκε στο δώμα με τη βοήθεια ενός νεαρού αγοριού. Στάθηκε στο μέσο χωρίς να καθίσει. Η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή σαν μορφή και παρουσία.

“Τι είναι αυτό σεβαστέ μάντη που σε κάνει να με γυρέψεις με τέτοια έγνοια!” ρώτησε πρώτος ο Κρέων.

“Καλώς σε βρίσκω ελπίζω βασιλιά. Κάτι σοβαρό έχω να σου ανακοινώσω”

Ο Κρέων πήρε μια βαθιά ανάσα και με ένα μελαγχολικό ύφος απάντησε:

“Την τελευταία φορά, που γύρεψες να μου μιλήσεις για να μου αναγγείλεις κάτι γέροντα ήταν η απαίτηση να θυσιαστεί ο γιος μου ο Μενοικέας. Τι είναι λοιπόν αυτό το καινούργιο; Δεν πιστεύω πάλι να ‘ρχεσαι για κάτι ίδιο”, είπε λυπημένα.

Ο γέροντας τυφλός έκανε λίγα μικρά βήματα μέσα στο δώμα προς το μέρος του. Άνοιξε τα τρεμάμενα χέρια του. Ο Κρέων είδε σε εκείνα τα παγωμένα μάτια του πάλι κάτι που τον ανησύχησε βαθιά.

 “Βασιλιά, δεν είμαι εγώ εκείνος που ορίζει τις τύχες αλλά οι Θεοί. Εκείνων τις βουλές προσπαθώ να διαβάσω και να μεταφέρω στους ανθρώπους και το ξέρεις. Κάθε λοιπόν χρησμό που κουβαλώ είναι αυτός που αφήνουν εκείνοι να σταλεί στους θνητούς. Μην με κακολογείς λοιπόν για το θάνατο του Μενοικέα. Λυπήθηκα για αυτόν, έκλαψα και το ξέρεις. Του μάντη η θέση είναι δεινή πολλές φορές γιατί ο λόγος του δεν είναι κοντά στων ανθρώπων τις βουλές και επιθυμίες αλλά ενάντιά τους”

“Μη με κακολογείς γέροντα. Ο πόνος του πατέρα είναι αβάσταχτος. Και δεν είχα καν το χρόνο να κλάψω το γιο μου. Σ’ ακούω λοιπόν”

“Δεν έχω νέα καλά και τούτη τη φορά βασιλιά…”

Ο Κρέων γέλασε αμήχανα μάλλον ειρωνικά.

“Έχω μάθει τελευταία κακά μαντάτα να με τριγυρίζουν, Τειρεσία αλλά και πολλές επιβουλές να με τυλίγουν…  Συνέχισε λοιπόν, τι άλλο κουβαλούν οι Μοίρες στην πραμάτεια τους για την αφεντιά μου”

“Όταν οι κλαγγές των όπλων σταμάτησαν και η νίκη στεφάνωσε τα όπλα μας, όπως όφειλα, των πουλιών τα μηνύματα πήγα να δω στους βωμούς μου. Και των σφαχτών τις φωτιές να διαβάσω. Όμως μάθε πως κάτι παράξενο συμβαίνει. Η συμπεριφορά των πουλιών είναι αλλόκοτη. Το πέταγμά τους τρομαγμένο, οι φωνές του απόκοσμες και άγριες. Σαν κάτι να τα φοβίζει, σκορπούν στον αέρα, στις φωλιές τους δεν μένουν. Και οι φωτιές στα σφαχτάρια δεν στέκονται. Σβήνουν! Ότι και να κάνω, όσο κι αν προσπαθήσω οι φλόγες δεν εξαγνίσουν τα μεριά απ τα ζώα”

“Και τι ερμηνεία δίνεις σε τούτο γέροντα μάντη;”

“Βλέπω τα πουλιά που πετούν στων άθαφτων σκοτωμένων τα κουφάρια και κρώζουν Κρέοντα”

“Τι είναι αυτό που θέλεις να πεις, γιατί κάπου πάει ο νους μου και δεν μ αρέσει καθόλου”

“Τα κουφάρια των σκοτωμένων βασιλιά εμποδίζουν τις θυσίες!”

“Φτάνει! Και εσύ λοιπόν;”

“Περίμενε ν’ ακούσεις Κρέοντα. Το μένος των άθαφτων νεκρών μάς πνίγει. Και οι θεοί του Κάτω κόσμου βοούν ενάντιά μας!”

“Γιατί τάχα γέροντα; Τιμήσαμε τους νεκρούς μας κατά πως έπρεπε”

“Όχι όλους βασιλιά. Όσοι κείτονται άθαφτοι έξω στο χώμα, αγριεύουν τη γη μας. Γαλήνη ζητούν και εξαγνισμό. Και τέτοιο δεν έχουν. Αντίθετα τη μολεύουν και την ποτίζουν με την αποστροφή τους”

“Και ούτε θα έχουν Τειρεσία! Γιατί ίσως δεν ξέρεις, αυτή είναι η απόφασή μου”

“Να μείνουν άθαφτοι βορά στα όρνια;”

“Ακριβώς! Για να θυμούνται όλοι πως  των επίορκων το μένος τιμωρία θα βρίσκει”

“Μαύρες ειδήσεις μού έφεραν Κρέοντα και γυρεύω από σένα αλήθεια αν είναι”

“Φαντάζομαι τι είναι αυτές μάντη…”

“Ζωντανή έστειλες, στου Κάτω κόσμου τα σκοτάδια, την στερνοκόρη του Οιδίποδα! Αληθεύει;”

“Ναι μάντη! Εκείνη το διάλεξε με τις πράξεις της”

Ο γέροντας ταράχτηκε σύγκορμος. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά.

“Σταμάτα το τώρα βασιλιά! Σταμάτα το μίασμα! Ταράζεται η γαία απ τις αποφάσεις σου και γροικάνε άγρια οι Ερινύες με την Εκάτη. Δώσε ταφή στους νεκρούς να φύγει το άγος και λευτέρωσε τη γυναίκα απ τα δεσμά της. Τώρα! Πριν είναι αργά!”

Ο Κρέων ύψωσε και πάλι τη φωνή του αγριεμένος ξανά.

“Και εσύ λοιπόν με κάποιους άλλους; Παίρνεις το μέρος τους; Στων εχθρών την πλευρά βαστάει ο λόγος σου;”

“Κρέοντα! Έχεις ήδη αργήσει. Στης Θήβας την πόλη η μυρωδιά των νεκρών αρχίζει να βαραίνει. Και το ουρλιαχτό απ τα αγρίμια στα αυτιά μας απλώνεται. Οι κρωγμοί των όρνιων, τον ουρανό μας σκεπάζει. Και την παρθένα κόρη, μνηστή του γιου σου, οδηγείς ζωντανή νεκρή στα σκοτάδια του Άδη. Συνετίσου πριν είναι αργά. Πριν μεγάλες συμφορές πέσουν πάλι στη γη μας. Πράξε τα ανθρώπινα να φύγει το κακό. Αλλιώς…”

“Αλλιώς τι γέροντα; Ποια απειλή και πάλι θα ξεστομίσεις αυτή τη φορά;” έκανε οργισμένος ο Κρέων. Ο Τειρεσίας άπλωσε το παγωμένο βλέμμα του ίσια εκεί που ακούστηκε η φωνή του. Γύρεψε τα μάτια του.

 “Αλλιώς μεγάλο κακό θα σε βρει. Και όλεθρος μαύρος θα πλήξει το σπίτι σου. Αυτό έχω να σου πω και σκέψου το καλά. Οι Θεοί δεν δέχονται πια από μας θυσίες και αφιερώματα. Είναι οργισμένοι. Με τα μυαλά που κουβαλάς φέρνεις στο γένος σου καταστροφή. Άλλαξε γνώμη πριν είναι αργά. Θάψε τους ξένους νεκρούς και λευτέρωσε τη μνηστή του γιου σου. Σε εξορκίζω στο όνομα του Απόλλωνα όσο είναι ώρα. Δεν είναι αντρειοσύνη να σκοτώνεις τους πεθαμένους και να τους προσβάλλεις. Αυτό που ήταν να πάθουν το έπαθαν”

“Σε ποιον απευθύνεις τέτοια λόγια, το θυμάσαι γέροντα ή παραλογίστηκες; Στο βασιλιά μιλάς και όχι σε κανέναν του δρόμου, ποιον διατάζεις;”

“Δεν διατάζω κανέναν, Κρέοντα. Και για μένα, η παρουσία σου έιναι ίση πάνω σε τούτη τη γη και στον κόσμο μας, σαν όλων τις ζωές. Δεν διαφέρει πουθενά για να την ξεχωρίσω. Έμαθα και διδάχτηκα, σεβασμό να δείχνω στ’ ανώτερα και στα θεία. Σε εκείνα, που ορίζουν οι δυνάμεις της πλάσης κι όχι τα σκήπτρα των ανθρώπων. Το λοιπόν, ότι ήταν να πω στο είπα Κρέοντα. Τρέμει η γης κάτω από τα πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα. Προτού πάρεις και την πόλη στο λαιμό σου ξέρεις τι πρέπει να κάνεις…”

Γύρισε να φύγει, καλώντας το νεαρό αγόρι να τον σύρει έξω απ την πόρτα.

 Ο Κρέων έμεινε σαν στήλη άλατος στο μέσο του δώματος. Η Ευρυδίκη, που όλη αυτήν την ώρα δεν έβγαλε λέξη, ήρθε κοντά του και τον άδραξε απ τον ώμο. Ο βασιλιάς προσπαθούσε απ τη μιά να διαχειριστεί την οργή του που ξεχείλιζε από θυμό κι απ την άλλη να αναλογιστεί τη σημασία των λόγων του Τειρεσία καθώς τον έβλεπε να βγαίνει αργά-αργά, επιβλητική φιγούρα από το δώμα.

“Άντρα μου κάνε κάτι, έστω και την τελευταία στιγμή, πριν είναι αργά για όλους μας”

 Για πρώτη φορά  εκείνος ένιωθε να μην μπορεί να διαχειριστεί όλη αυτήν την πίεση. Για πρώτη φορά φαινόταν πολύ δύσκολα να ελέγξει την κατάσταση. Όμως οι απόψεις και οι αποφάσεις δεν άλλαζαν στο μυαλό του. Θα πορευόταν μαζί τους ως το τέλος. Είχε εμπιστοσύνη στην κρίση του.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Στο δρόμο της Ικεσίας

Κεφάλαιο 4.1  Ικέτες στην Αθήνα

 4.1.1  Η ύστατη ελπίδα για το Άργος

 “Είναι όλα έτοιμα Ηρόδικε;” ρώτησε ο Άδραστος. Είχε καταφέρει να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Η αποστολή που είχε μπροστά του ήταν ιερή και δεν συγχωρούσε λιγοψυχία.

“Ναι βασιλιά μου, έχουν ενημερωθεί όλοι, είναι ήδη εδώ…”

“Οι στενοί συγγενείς των αρχηγών μας; Όπως είπαμε;”

“Ναι...θα έρθει μαζί ο Ίφις…”

“Γιατί;”

“Σε αυτή τη δύσκολη ώρα θέλει να είναι δίπλα στην κόρη του την Ευάδνη, την γυναίκα του Καπανέα”

Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι του.

“Οι κόρες σας θα έρθουν;” ρώτησε ο Ηρόδικος.

“Όχι. Τον Τυδέα μπορέσαμε τον θάψαμε. Ο Πολυνείκης έπεσε μαζί με τον αδελφό του. Η οικογένειά του θα έχει φροντίσει πιστεύω”

“Ποιος το περίμενε βασιλιά μου! Πριν λίγες μέρες όλα ήταν τόσο διαφορετικά, πως είχαμε ξεκινήσει τότε”

“Τίποτα δεν μένει το ίδιο στη ζωή Ηρόδικε. Όλα αλλάζουν. Ακόμα και αυτά που μοιάζουν τόσο ακλόνητα. Όταν μπαίνεις στου πολέμου τη φωτιά τότε οφείλεις να τα περιμένεις όλα”

Έπαψε. Προσπάθησε να αποδιώξει τις μαύρες σκέψεις, που πλέον τον κυρίευαν μόνιμα.

“Τα άλογα είναι έτοιμα; δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να φύγουμε πριν πέσει το βράδυ” γύρισε και είπε στον Ηρόδικο.

 “Πατέρα είμαι έτοιμη” γύρισε η Ευάδνη προς τον ηλικιωμένο πατέρα της τον Ίφι. Εκείνος προσπάθησε για μια τελευταία φορά να την μεταπείσει.

“Κόρη μου, σε παρακαλώ. Μήπως πρέπει να το σκεφτείς; Θα πάω εγώ. Είναι το παιδί σας πίσω, πως θα μείνει μόνο;”

“Ο Σθένελος πατέρα ωρίμασε μέσα σε λίγες μέρες. Δεν είναι πια παιδάκι. Μπαίνει στην εφηβεία του. Έμαθε. Έζησε με τον πατέρα του στιγμές, πήρε τις αρχές και τις αξίες του. Είναι πληροφορημένος για την εκστρατεία από τότε που ξεκίνησαν να την συζητούν. Άρα μην ανησυχείς. Άλλωστε θα γυρίσουμε έτσι δεν είναι;” του απάντησε με έντονη τη φόρτιση στα τελευταία της λόγια. Εκείνος δεν μίλησε.

 Όταν όλα ετοιμάστηκαν ξεκίνησαν. Διέσχισαν τους δρόμους του Άργους. Μια παράξενη πομπή. Εντελώς διαφορετική από αυτή της μάχης. Από την πανηγυρική εκείνη πομπή με την οποία οι στρατιώτες ξεκινούσαν για την εκστρατεία στη Θήβα. Μια εκστρατεία που αποδείχτηκε θανάσιμα καταστροφική για όλους. Ο Άδραστος μπροστά με δέκα άντρες από το στρατό και πίσω του γυναίκες και κάποιοι ηλικιωμένοι άντρες. Μανάδες, γυναίκες και πατεράδες. Μια νεκρική πορεία βουτηγμένη στο θρήνο αλλά και στην αγωνία. Έπρεπε να προλάβουν. Οι άνθρωποί τους, νεκροί, παγωμένοι, εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσης και στα άγρια θεριά της. Η Αθήνα του βασιλιά Θησέα. Του μεγάλου αυτού ήρωα. Η ύστατη ελπίδα τους. Να προσπέσουν ικέτες για τη βοήθειά του, να ζητήσουν αυτό που η απανθρωπιά του Κρέοντα τους στερούσε.

4.1.2  Ευάδνη

 Η σκέψη της έτρεχε μαζί με την άμαξα μέσα στην οποία ήταν με άλλες γυναίκες του Άργους. Το βλέμμα της ανέκφραστο περιφέρονταν άναρχα στο βάθος του ορίζοντα. Σαν η πόλη χάθηκε από μπροστά της περιπλανήθηκε στα βουνά και στα δάση ολόγυρα. Είδε τον εαυτό της πριν δεκατρία χρόνια. Νέα και όμορφη. Στα δεκαεπτά της χρόνια. Θυμήθηκε όταν πρωτοείχε συναντήσει τον Καπανέα σε μια πηγή λίγο έξω απ την πόλη. Πόσο όμορφος ήταν, πόσο επιβλητικός. Γεμάτος φως. Το βλέμμα της δεν έλεγε να ξεκολλήσει από πάνω του σε σημείο να προκαλέσει τα γέλια και τα πειράγματα από τις άλλες φίλες της που την συνόδευαν τότε. Το πρώτο του βλέμμα! Σαν το φως του Απόλλωνα να την τύφλωνε με μιας και τα βέλη του έρωτα να την βρήκαν κατάστηθα. Χαμογέλασε. Ύστερα η σκέψη της περιπλανήθηκε λίγο καιρό μετά. Είχαν πια γνωριστεί. Είχαν βιώσει την πρώτη τους συνάντηση. Πάλι τυχαία. Εκείνη με τον πατέρα της τον Ίφι, εκείνος μόνος του με άρχοντες από την Ώλενο. Είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν ήρθε για πρώτη φορά κοντά της, μένοντας μαζί της, να μιλήσουν, να γελάσουν. Αχ αυτό του το γέλιο. Σαν την ροδόχρωμη αυγή. Και εκείνη η κορμοστασιά του. Ένας γίγαντας στα μάτια της, όχι από αυτούς που πήραν μέρος στην γιγαντομαχία, εκείνοι λέγανε ήταν αποκρουστικοί. Αλλά ένας γοητευτικός και αυθόρμητος γίγαντας. Το πρώτο του άγγιγμα στο χέρι της ήταν σαν ένα κύμα φωτιάς να πυροδότησε το σώμα της.

 Δεν πέρασε καιρός που ήρθε να την γυρέψει για γυναίκα του από τον Ίφι. Τον είδε να μπαίνει στο σπίτι τους με μια απαστράπτουσα ενδυμασία. Γυναίκα του! Ούτε στα πιο τρελά της όνειρα. Ο άντρας που αγαπούσε, αυτός που ξύπνησε τέτοια αισθήματα μέσα της, στην πόρτα του σπιτιού της. Ακόμα θυμάται το χαμόγελο του πατέρα της. Κάτι είχαν καταλάβει και εκείνος και η μητέρα της για τα κρυφά της αισθήματα. Και έτσι ο Καπανέας, ο γιος του Ιππόνοου και της Αστυνόμης, ανιψιός του βασιλιά του Άργους, Άδραστου, έγινε άντρας της.

 Ήταν τότε που έφυγαν για την Ώλενο.[1] Εκεί που ο αγαπημένος της έγινε ο κύρης και βασιλιάς της πόλης. Ω! Εκείνες οι όμορφες μέρες της νιότης της. Της πρώτης εκείνης εποχής. Έγινε γυναίκα στην αγκαλιά του με τη θέρμη του έρωτα που έκρυβε μέσα της για εκείνον. Και αυτός την τιμούσε όπως της έπρεπε. Βασίλισσα της καρδιάς του. Το παιδί τους ήρθε γρήγορα, ο μικρός Σθένελος. Ένα στολίδι της ζωής τους που μεγάλωσε όμορφα, ήρεμα, δημιουργικά.

 Όλα κυλούσαν καλά στη ζωή τους για δεκατρία ολάκερα χρόνια. Μέχρι που τα σύννεφα του πολέμου έφτασαν στην πόρτα τους. Ήξερε τον άντρα της. Αψύς, ατρόμητος, πιστός σε φιλίες και με την έννοια της αλληλεγγύης ριζωμένη καλά μέσα του. Μα συνάμα και ασυγκράτητος, παρορμητικός, σε σημείο πολλές φορές να τυφλώνεται και να παρασύρεται από τη έπαρση που τον διέκρινε. Όταν ο θείος του, ο Άδραστος, τον κάλεσε να τού ανακοινώσει την ανάγκη να στηρίξουν τον Πολυνείκη στην εκστρατεία του να γυρίσει ξανά δικαιωμένος στην πατρίδα του, δεν δίστασε πρώτος και καλύτερος να ενθουσιαστεί με την ιδέα και να κάνει την υπόθεση αυτή κύριο μέλημα του.

 Η Ευάδνη θυμήθηκε τη μέρα του αποχωρισμού τους. Ήταν η πρώτη φορά που χώριζαν κάτω από τέτοιες συνθήκες. Εκείνος, αγέρωχος, δεν έβλεπε την ώρα να ορμήσει στον κάμπο της Θήβας και να τα σαρώσει όλα στο διάβα του. Εκείνη όμως… Εκείνη, σαν γυναίκα, στο πίσω μέρος του μυαλού και της καρδιάς της είχε και τη φρίκη του πολέμου. Το θάνατο και την καταστροφή. Κάπως προσπάθησε να τον μεταπείσει να μην πάρει μέρος αλλά η στάση του ήταν απόλυτη. Λες και η Θήβα έστεκε εκεί να τον προκαλεί σε αναμέτρηση. Λες και οι Μοίρες είχαν κάνει τις επιλογές τους και τον καλούσαν να βαδίσει εκεί. Ένιωσε τα δυνατά του χέρια να την σφίγγουν στην αγκαλιά του σαν τους αποχαιρετούσε. Και τον έφηβο Σθένελο μετά, με την ίδια θέρμη. Δεν έδειχνε ανήσυχος. Το έβλεπε σαν πρόκληση.

 Το τελευταίο τους φιλί! Εκεί στο αίθριο του σπιτιού της. Εκείνη την αυγή, που έμελε να είναι η τελευταία που τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στην ανάμνηση της στιγμής. Τον έβλεπε ξανά μπροστά της, να εδώ απέναντί της, πάνω στο κατάλευκο άτι του. Να καλπάζει στο δρόμο με τα όπλα του να φεγγοβολούν στις ακτίνες του ήλιου. Τον παρακολουθούσε λες ακόμα μια φορά να χάνεται πέρα μακριά αφήνοντας πίσω του τον κουρνιαχτό από τον καλπασμό του αλόγου του. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδε. Η μοίρα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι. Και σε εκείνη και σε χιλιάδες άλλες γυναίκες και μάνες σαν κι αυτήν. Είχε το γιό της, το παλικάρι της. Τον Σθένελο. Μα ο Καπανέας ήταν για αυτήν η ζωή της, το παρόν και το μέλλον της.

 Τώρα, ντυμένη στα μαύρα, φορτωμένη σε μια άμαξα, έτρεχε με τις άλλες χαροκαμένες να γυρέψουν την φιλευσπλαχνία του βασιλιά Θησέα για να μπορέσουν να θάψουν τους δικούς τους.

Να θάψουν! Ανατρίχιασε σε αυτήν τη σκέψη. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Αχ Άρη πολεμόχαρε, πόσες συμφορές στις ζωές των ανθρώπων φέρνεις με τους πολέμους σου. Και πόσο μάταια δείχνουν, πολλές φορές, τα σχέδια των ανθρώπων στη φωτιά της έριδας σαν πέφτουν.

 “Έρχομαι αγαπημένε μου!” ψιθύρισε μέσα της. “Ήρα, του γάμου προστάτιδα, βοήθα μας να πάρουμε στην αγκαλιά μας τους δικούς μας. Έστω και για μια ύστατη φορά”

“Τι έχεις κόρη μου; Προς τα πού φεύγει ο λογισμός σου;” την έκοψε από τις σκέψεις της ο Ίφις. Ταξίδευαν μαζί, στην ίδια άμαξα. Είχε γυρίσει προς το μέρος της. Η αντίδρασή της στην είδηση του θανάτου του άντρα της ήταν τέτοια που τον έκανε να τρομάζει και να ανησυχεί. Δεν ξέσπασε, δεν ούρλιαξε, δεν λούστηκε στα δάκρυά της. Εδώ και μέρες έμενε βουβή, σιωπηρή και λιγόλογη. Σαν κάτι μέσα της να βάραινε χωρίς έλεος.

“Σκέφτομαι πατέρα μου…” του απάντησε ήρεμα προσπαθώντας να σκουπίσει το πρόσωπό της. Περήφανη γυναίκα δεν ήθελε να δείχνει ευάλωτη. Προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα:

“Που είμαστε άραγε;”

“Έχουμε μπει στην Αττική, σε λίγο φτάνουμε στην Ελευσίνα”

“Άραγε θα πείσουμε το βασιλιά Θησέα να μας βοηθήσει;”

“Είναι ένας εμβληματικός ήρωας κόρη μου…”

“Ναι, έχω ακούσει γι αυτόν ότι ξεκίνησε από την Τροιζήνα”

“Η επιστροφή του στην Αθήνα είναι ένας ολάκερος θρύλος. Ο Άδραστος πιστεύει ότι θα μας βοηθήσει, θα πείσει τους Θηβαίους να μας δώσουν τους δικούς μας”

“Και αν δεν το κάνουν πατέρα;”

Το πρόσωπο του Ίφι σκοτείνιασε.

“Γιατί κόρη μου; Ποιο λόγο να έχουν; Δεν τους αρκεί η νίκη τους;”

“Πατέρα αν ήθελαν να το κάνουν θα το έκαναν ήδη”

“Τότε… δεν ξέρω… ο Θησέας με τους Αθηναίους έχουν τον τρόπο να τους πείσουν φαντάζομαι”
“Πάλι με πόλεμο; Πάλι με θάνατο πατέρα;”

“Κόρη μου, ας μην βιαζόμαστε. Πλέον τώρα πια, δεν είμαστε εμείς αυτοί που μπορούμε να διαμορφώνουμε τα γεγονότα αλλά απλά να τα ακολουθούμε”



[1]     Η Ώλενος ήταν πόλη στην Αχαία, χτισμένη ανάμεσα στην Πάτρα και την Δύμη, δίπλα στον ποταμό Πείρο. 80 στάδια από την Πάτρα και 40 από την Δύμη. Το όνομά της το πήρε από τον Ώλενο, γιο του Ποσειδώνα.


4.1.3  Στην Αθήνα

 Μόλις έφτασαν στην Ελευσίνα στα Ιερά της πόλης, αποφάσισαν να κάνουν ένα σταθμό να τιμήσουν τη μεγάλη Θεά Δήμητρα και την Κόρη. Να παρακαλέσουν για την ικεσία τους. Να εισακουστεί το αίτημά τους από τους Θεούς. Να εξευμενιστούν και να μπορέσουν να τιμήσουν τους ανθρώπους τους όπως αρμόζει. Δύο αγγελιοφόροι έφυγαν καλπάζοντας για την Αθήνα, προπομποί στο βασιλιά Θησέα να του αναγγείλουν την πρόθεσή τους. Σε λίγο θα ήταν εκεί. Δεν είχαν παρά να τους περιμένουν με αγωνία. Κατέβηκαν από τα αμάξια και τα άφησαν έξω από τον ιερό χώρο. Γρήγορα η παρουσία τους έγινε αντιληπτή από τους ανθρώπους του ναού της Δήμητρας. Είδαν τις γυναίκες με τα μικρά κλαδιά ελιάς στις φορεσιές τους και τις λευκές κορδέλες. Το σημάδι που χαρακτήριζε κάθε ικέτη που γύρευε καταφύγιο στον ανθρωπισμό του άλλου. Από τον ναό κατέβηκαν  ιέρειες αλλά και άνθρωποι κάτοικοι ολόγυρα που ζύγωσαν να μάθουν τι γίνεται.

 “Ποιες είστε κυράδες μου που με θλιμμένα τα πρόσωπα καταφεύγετε ικέτιδες στο ναό της Θεάς;” ρώτησε μια επιβλητική γυναίκα με αρχοντική μορφή.

“Από το Άργος ερχόμαστε ικέτιδες στη πόλη της Αθήνας…”

Η Γυναίκα ταράχτηκε από τη θλίψη των ανθρώπων αυτών και πλησίασε πιο κοντά τους.

“Τι γυρεύετε; Ποια κακιά μοίρα βάρυνε στις πλάτες σας;” ρώτησε.

Ο βασιλιάς Άδραστος έφτασε εκεί. Ταπεινός και απλός, χωρίς τίποτα να διαφέρει από όλους ολόγυρα. Υποκλίθηκε στην παρουσία της Αθηναίας και απάντησε.

“Καλώς σε βρίσκουμε Αθηναία κυρά. Είμαι ο Άδραστος, ο βασιλιάς του Άργους…”
Η γυναίκα απόρησε.

“Συ ο βασιλιάς; Τίποτα στη μορφή σου δεν το δηλώνει, πως αυτό;”

“Στην καταστροφή και στο θάνατο σαν είσαι βουτηγμένος κυρά μου δεν έχεις και ούτε μπορείς να έχεις κάτι να διαφέρεις από τους άλλους συνανθρώπους σου. Στον πόνο η ζωή μας κάνει ίδιους όλους. Όπως αρμόζει να είμαστε. Χωρίς τα σημάδια εκείνα που διαλέξαμε για να μας χωρίζουν”

“Τι ζητάτε ακριβώς στην Αθήνα;”

“Στο βασιλιά Θησέα ικέτες για βοήθειά του προσπέφτουμε, εσύ ποια είσαι αρχόντισσα;”

“Αίθρα το όνομά μου, είμαι η μάνα του Θησέα”

Ο Άδραστος αλλά και οι άλλοι ολόγυρα έδειξαν να εντυπωσιάζονται. Υποκλίθηκαν σιωπηρά στην Αθηναία αρχόντισσα.

“Τι ζητάτε από το γιό μου Αργείοι;”

“Την ευσπλαχνία και τη στήριξή του, τίποτα παραπάνω από αυτό… στείλαμε αγγελιοφόρους και τον καρτεράμε να του μηνύσουμε την ικεσία μας”

 Η Αίθρα έδειξε να συμμερίζεται την αγωνία και τον έκδηλο πόνο αυτών των ανθρώπων. Πήγε κοντά τους, έγινε ένα μαζί τους. Διάβασε στα μάτια τους το θρήνο της καρδιάς τους. Μάνα και εκείνη μπορούσε να καταλάβει. Έδωσε εντολή στις ιέρειες του ναού να προστρέξουν φέρνοντας νερό και ότι άλλο μπορούσε να τονώσει αυτούς τους ανθρώπους.

Άκουσε την εξιστόρηση των γεγονότων από το βασιλιά Άδραστο. Έμαθε ακριβώς το λόγο που πάτησαν στα χώματα της Αθήνας.

 “Αλήθεια μπορεί ο άνθρωπος σε τέτοια αγριότητα να φτάνει;” μονολόγησε ρωτώντας κάποια στιγμή.

“Ο πόλεμος Αίθρα κάνει τον άνθρωπο αλαζόνα. Τα φτερά της νίκης στης μάχης το πεδίο γεμίζουν εκδίκηση και μίσος τις καρδιές των θριαμβευτών…”

“Πως γίνεται τέτοια απόφαση να παρθεί; Μεγάλη ασέβεια σε Θεούς και αξίες” είπε εκείνη ξανά.

Άνοιξαν τις καρδιές τους. Και εκείνη έγινε κάτι σαν Μάνα όλων τους. Δεκτική, σεβάσμια, ανθρώπινη και ζεστή. Συγκινήθηκε από τα πάθη των δικών τους, ένιωσε την αγωνία και τον πόνο τους. Άνοιξε την καρδιά της και έβαλε όλες αυτές τις χαροκαμένες μάνες και γυναίκες στην αγκαλιά της.   Πίστεψε στην ειλικρίνειά τους και ένιωσε έτοιμη συνειδητά να το υποστηρίξει μπροστά στο παιδί της και βασιλιά Θησέα. 

4.1.4  Ο Θησέας και η απόφαση

 

Δεν ήταν πολύ η ώρα που περίμεναν. Ο Θησέας επικεφαλής μιας ομάδας καβαλάρηδων στρατιωτών έφτασε στην Ελευσίνα και σύντομα ήταν κοντά τους στον περίβολο του ιερού ναού όπου και περίμεναν. Η μητέρα του η Αίθρα κίνησε και έφτασε πρώτη κοντά του. Εκείνος ξαφνιάστηκε σαν την είδε να ξεχωρίζει μέσα από εκείνους τους ικέτες που προσέτρεξαν στην πόλη του.

“Μάνα εσύ εδώ; Τι κάνεις;” ρώτησε με αγωνία ο Θησέας.

“Προσκύνημα έκανα στο βωμό της Θεάς γιε μου και έπεσα πάνω σε τούτους τους ικέτες από το Άργος. Θαρρώ ότι και εσύ είσαι εδώ για τον ίδιο λόγο απ’ ότι μού είπαν. Κόπιασε παιδί μου να ακούσεις των ανθρώπων τον πόνο και την ικεσία τους.

“Ποιος από σας είναι ο βασιλιάς Άδραστος;” φώναξε.

Εκείνος γύρισε και πλησίασε αμέσως στον Θησέα που έμενε ακόμα πάνω στο άλογό του. Ο Άδραστος έκανε μια σεβάσμια υπόκλιση.

“Εγώ είμαι βασιλιά της Αθήνας, ένδοξε και ξακουστέ”

“Ικέτες έρχεστε στην πόλη μας άκουσα από τους αγγελιοφόρους σου”

“Σωστά άκουσες άρχοντά μου”

“Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;” τον ρώτησε.

“Βασιλιά Θησέα, νομίζω ξέρεις για την εκστρατεία μας στη Θήβα”

“Ναι, το γνώριζα από την πρώτη στιγμή. Με είχαν ζώσει, δεν στο κρύβω, οι ανησυχίες από τότε που ο ένδοξος Οιδίποδας, ήρθε στη γη μας τυφλός, στου Κολωνού το ιερό το άλσος. Ύστερα ακολουθησαν τα γεγονότα με τον Κρέοντα και την απαγωγή των θυγατέρων του. Ήμουνα σίγουρος ότι ήταν θέμα χρόνου ο πόλεμος”

“Άρα γνωρίζεις και τις αιτίες που μας έκαναν να εκστρατεύσουμε στη Θήβα”

“Από πρώτο χέρι το έμαθα κι αυτό”

“Ο ίδιος ο Κρέων είναι βασιλιά μου αυτός που μας απαγόρευσε, με ποινή θανάτου, να θάψουμε και να τιμήσουμε τους νεκρούς μας μετά το τέλος του πολέμου”

 

Ο Θησέας ξεπέζεψε από το άλογό του. Ήρθε και στάθηκε αντίκρυ στον Άδραστο.

“Αυτό που ξεστομίζεις τώρα, μεγάλη ύβρις στους Θεούς είναι, μού λες αλήθεια;”

“Είναι κάτι που μπορείς και μόνος σου να το μάθεις, όρισε για τιμωρία μας να χαθούν οι δικοί μας στων όρνεων και των θηρίων τη μανία”

“Ω Θεοί! Πόσο ο πόλεμος αγριεύει τους ανθρώπους. Και πόσο ασεβείς τους κάνει. Τι ζητάτε από εμένα  Άδραστε;”

Ο τελευταίος πλησίασε γονυπετής.

“Θησέα βασιλιά μου. Την Αθήνα παρακαλούμε να μας βοηθήσει να πάρουμε τα σώματα των νεκρών μας, να τα θάψουμε και να φύγουμε αμέσως για τον τόπο μας. Έτσι κι αλλιώς δεν μένει πια τίποτα σε μας να διεκδικήσουμε ηττημένοι και χαμένοι, όσοι ζήσαμε”

Στο άκουσμα των λόγων του, ένα σμάρι από τις γυναίκες της Θήβας προσέτρεξαν κοντά του και τα παρακάλια τους ενώθηκαν με αυτά του βασιλιά τους.

“Γιε του Αιγέα, της αρχόντισσας τούτης της Αίθρας γέννημα, δέξου την ικεσία μας. Δεν έχουμε άλλη ελπίδα παρά εσένα και την πόλη σου. Μόνο αυτό ζητάμε. Την μεσολάβησή σου να πάρουμε τα σώματα των δικών μας που μένουν βορά στα όρνια…”

“Δύσκολο τούτο που ζητάτε! Καθώς οι Θηβαίοι έτσι αποφάσισαν, πίσω δεν θα κάνουν”

“Εσένα και την Αθήνα μπορεί να την ακούσουν, εμείς στην κατάστασή μας πειθώ άλλη δεν έχουμε μα μήτε και ισχύ”

“Κι αν αρνηθούν; Σκέφτεστε τι μού ζητάτε να κάνω;”

 

Εκείνη τη στιγμή η Αίθρα πήρε το λόγο.

“Γιε μου Θησέα, ποτέ στη σκέψη σου λόγια έριδας και πολέμου δεν θα έβαζα. Μια μάνα αυτό δύσκολα το κάνει. Όμως σκέψου τη μοίρα και τον πόνο τούτων των γυναικών. Δεν μπορούν να τιμήσουν το θάνατο των δικών τους. Ποιοι είναι αυτοί που θα ξεγράψουν τους νόμους των Θεών και μια τέτοια ανόσια απόφαση θα πάρουν. Εσύ, γιε μου, πέρασες μέσα από τους άθλους σου στη θέωση και στον εξαγνισμό. Πώς θα αφήσουμε τέτοια ύβρη να γίνει δίπλα στης πόλης μας τη γη;”

“Ποια είναι η πρότασή σου μάνα;” ρώτησε ο Θησέας.

“Παιδί μου, πηγαίνετε στη Θήβα και προσπαθήστε να πείσετε τους άρχοντες εκεί να σας δώσουν τους νεκρούς. Πράξη σεβάσμια θα κάνεις στους Θεούς αλλά και σε ετούτους εδώ τους δύσμοιρους. Και μια φορά ακόμα το όνομά σου θα δεθεί με λαμπερές των ανθρώπων στιγμές”

 

Ο Θησέας έριξε το βλέμμα του στις μαυροντυμένες γυναίκες απ το Άργος και στο βασιλιά του, που μόνο τέτοιον δεν θύμιζε η όψη του. Κοίταξε τη μητέρα του βαθιά στα μάτια. Είδε τη σιγουριά και την έκφραση του προσώπου της. Με μια απόλυτη φωνή γύρισε στον αξιωματικό δίπλα του.

“Φεύγουμε το συντομότερο για τη Θήβα! Σήμανε συναγερμό στο στρατό”, γύρισε προς την Αίθρα.

“Θα γίνει μητέρα! Όπως το είπες! Και εσύ και αυτών των δυστυχισμένων ικετών η παράκληση. Θα στείλω από τώρα αγγελιοφόρους στον Κρέοντα να του μηνύσω το αίτημά μας. Πιστεύω ότι θα επικρατήσουν οι αξίες της ζωής και όχι οι κλαγγές των όπλων”

“Παιδί μου σε ευχαριστώ! Για μια ακόμα φορά είμαι περήφανη για σένα. Και εγώ και ο λαός μας”

Ο Άδραστος σηκώθηκε, πήγε κοντά του.

“Οι Θεοί να φέρνουν ευλογία στη στράτα σου βασιλιά Θησέα. Το Άργος θα σε ευγνωμονεί για αυτό. Να έρθουμε μαζί σου;”

“Όχι! Πρέπει να βιαστούμε, δεν έχουμε χρόνο. Δεν είναι φρόνιμος ο ερχομός σας μαζί μας. Θα περιμένετε εδώ. Θα σας φιλοξενήσουμε μέχρι να γυρίσουμε”

Έριξε μια ματιά στη μητέρα του, γύρισε απότομα προς την ομάδα των καβαλάρηδων που τον συνόδευε και άρχισαν να καλπάζουν προς την πόλη. Ο Άδραστος και όλοι οι Αργείοι έμειναν να τον κοιτούν πάνω στο κατάλευκο άτι του να χάνεται πέρα στο βάθος σε ένα σύννεφο σκόνης.

 

Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη κρούσης ετοιμάστηκε στην Αθήνα. Καβαλάρηδες και αρματολάτες με επικεφαλής τον ίδιο το Θησέα ξεκινούσαν με πορεία όσο το δυνατόν γρηγορότερη για τη Θήβα. Λίγο πριν κάποιοι δύο αγγελιοφόροι με τα μηνύματα των Αθηναίων προς τον Κρέοντα, το βασιλιά της Θήβας έφευγαν καλπάζοντας ως προπομποί.

 

Το δείλι ζύγωνε στην Αθήνα. Ο ουρανός πέρα στη Δύση στα βουνά της Κορινθίας άρχισε να γέρνει στην αγκαλιά της γης. Χρυσοκόκκινα χρώματα ομόρφυναν τον ουρανό. Ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι έπεφτε στην Ελευσίνα, στον ναό της Δήμητρας και της Κόρης. Η Αίθρα είχε ορίσει στις ιέρειες να φέρουν μανδύες και άλλα ρούχα μαζί με τροφή και νερό για να φιλοξενήσουν κάπου πρόχειρα τις Ικέτιδες. Ο Ίφις, για μια ακόμα φορά, παρακολούθησε την κόρη του την Ευάδνη να στέκεται και να  αγναντεύει πάνω στις βουνοκορφές της Πάρνηθας.

(Συνεχίζεται...)

Ετυμολογία

Σθένελος: Από το ρήμα "Σθένω"=είμαι δυνατός, έχω ισχύ. Αυτός που έχει δύναμη και ισχύ