Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Στην προηγούμενη 30η δημοσίευση: Ο βασιλιάς Κρέων, θα βρεθεί, μία ακόμα φορά, μπροστά στις αυστηρές προειδοποιήσεις του μάντη Τειρεσία, που τον καλεί να βάλει τέλος στο μίασμα των άταφων νεκρών καθώς μεγάλη καταστροφή παραμονεύει ξανά στην πόλη της Θήβας.
Στο Άργος, η τραγική πορεία των Ικετών στην πόλη της Αθήνας, είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Ανάμεσά τους και μια νεαρή γυναίκα, η Ευάδνη, σύζυγος του νεκρού πλέον Καπανέα, η οποία θέλει να φτάσει και να αποδώσει το θρήνο της στον αγαπημένο της.
Οι ικέτες θα φτάσουν στην Ελευσίνα, όπου θα συναντήσουν την Αίθρα, τη μητέρα του Θησέα, στην οποία εξιστορούν τα παθήματά τους. Ο βασιλιάς Θησέας έρχεται να ενημερωθεί και βρίσκεται πλέον μπροστά στη λήψη της απόφασης αν θα βοηθήσει τους ανθρώπους αυτούς ή όχι. Με την παραίνεση της μητέρας του και της δικής του σκέψης, αποφασίζει να βοηθήσει του Ικέτες να πάρουν πίσω τα σώματα των δικών τους.
Ο Θησέας επικεφαλής δύναμης Αθηναίων, ξεκινά για τη Θήβα, άμεσα.
4-2 Μπροστά σε έναν νέο πόλεμο
4.2.1 Το κάλεσμα των Αθηναίων
Το Ιππικό και τα άρματα απ’ την Αθήνα έφυγαν με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσαν. Είχε ήδη αρχίσει να πέφτει το δείλι. Μια μεγάλη ομάδα με οδηγούς αποτελούσαν τους προπομπούς της δύναμης. Με αναμμένες δάδες προπορεύονταν για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιποι. Οι φωτοδότες πυρσοί άρχισαν να φέγγουν ανάμεσα στο σκοτάδι της νύχτας που ερχόταν. Ένα φωτεινό μονοπάτι φαίνονταν από μακριά που ανέβαινε σαν το φίδι το βουνό. Με το φως του ήλιου έπρεπε να είναι εκεί.
Οι τρεις Αθηναίοι αγγελιοφόροι είχαν καλπάσει στην κυριολεξία με όση δύναμη είχαν στα ποδάρια των αλόγων τους. Είχαν διαβεί τον Ισμηνό ποταμό και έφτασαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στις πύλες της Θήβας. Λίγο πιο κάτω συνάντησαν τα πρώτα φυλάκια των Θηβαίων στρατιωτών. Τους ανήγγειλαν την προέλευσή τους και τους ενημέρωσαν ότι φέρνουν μηνύματα από την Αθήνα για το βασιλιά Κρέοντα. Τώρα έστεκαν ανυπόμονοι στην κεντρική αίθουσα του παλατιού καρτερώντας τον ίδιο το βασιλιά. Εκείνος μπήκε φουριόζος για μια ακόμα φορά και στάθηκε στο θρόνο του. Οι αγγελιοφόροι χαιρέτισαν αποδίδοντας τις πρέπουσες τιμές.
“Έμαθα πως απ’ την Αθήνα, του βασιλιά Θησέα την πόλη, έρχεστε μήνυμα κουβαλώντας θαρρώ”
“Κρέοντα βασιλιά μου, σωστά πληροφορημένος είσαι. Του βασιλιά μας του Θησέα φέρνουμε σεβάσμιο χαιρετισμό στην πόλη και σε σένα προσωπικά. Με τις ευχές του ο ύψιστος Δίας να βαστά το καλύτερο για την εφτάπυλη”
“Χαίρομαι μα το Δία, για τα λόγια σας. Σας ακούω λοιπόν καρτερώντας το μήνυμά του”
“Βασιλιά άρχοντά μου, ο βασιλιάς Θησέας αλλά και η Αθήνα ολάκερη, χάρη μεγάλη ζητάει από σένα. Γνωρίζοντας το σέβας που έχουν τα ώριμα χρόνια σου, καρτερά να γίνει και πράξη”
“Και ποια χάρη είναι τούτη που αυτές τις στιγμές μου ζητάει ο ρήγας των Ερεχθείδων;1”
“Κρέοντα. δώσε τη δυνατότητα στους ηττημένους Αργίτες να έρθουν να σηκώσουν των νεκρών τους τα κουφάρια. Ικεσία ταπεινή, έκαναν ήδη με το βασιλιά τους τον Άδραστο αλλά απάντηση δεν βρήκαν ανάλογη. Παράκληση στέλνει ο γιος του Αιγέα να τους δεχτείς. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσουν, παρά μονάχα τους νεκρούς τους να πάρουν μακριά απ τον κάμπο της Θήβας. Αν μείνουν εδώ άθαφτοι στων θηρίων και των όρνεων τα νύχια, μίασμα μεγάλο στη πόλη θα φέρουν. Οι συγγενείς τους με τον Άδραστο καρτερούν το κάλεσμά σου”
Ο Κρέων τους κοίταξε αγέρωχα και σκληρά.
“Ώστε για αυτό φουσκώσατε των αλόγων σας τα πνευμόνια; Για αυτό σας το μήνυμά κάνατε δρόμο μεγάλο Αθηναίοι;”
“Αυτό βασιλιά μου. Ικέτες στη γη μας έφτασαν οι Αργείοι, βουτηγμένοι στην απόγνωση και στον πόνο. Σύμφωνα με τα πανάρχαια έθιμα και τις αξίες, που γνωρίζουμε ότι τιμάς και δέχεσαι, έπρεπε να τρέξουμε εδώ γυρεύοντας τη γνωμη σου. Καρτερούμε λοιπόν την απόκρισή σου. Ο χρόνος πιέζει και οι νεκροί παγωμένοι κι άθαφτοι ήδη χαλιούνται”
“Ακούστε λοιπόν σεβαστοί αγγελιοφόροι της Αθήνας. Τούτα να πείτε στο βασιλιά σας. Ο Άδραστος, ο ηγέτης εκείνων που ξεκίνησαν απ τη χώρα του Πέλοπα, θάνατο μαύρο στη Θήβα να σκορπίσουν, δεν έχει πόδι εδώ ξανά. Και μην τολμήσει να εμφανιστεί στη γη μας, μήτε αυτός μήτε κανείς από δάφτους! Όποιος και να είναι! Και ειλικρινά με λυπεί το γεγονός ότι η Αθήνα, τούτη τη σεβάσμια πόλη, θαυμαστή από όλες, φιλοξενεί στη γη της τους επίορκους εκείνους που σήκωσαν δόρυ και σπαθί κατά της πατρίδας μας. Εκείνοι είναι υπεύθυνοι για το θάνατο που προκάλεσαν και τις συμφορές που μας βρήκαν όλους. Και σαν τέτοιοι θα πληρώσουν με την οργή μας”
“Βασιλιά μου, αναγνωρίζουμε το δίκιο των λόγων σου. Και δεν ήρθαμε εδώ να αμφισβητήσουμε της Θήβας την ακεραιότητα. Ακμαία και δυνατή τη θέλουμε και εμείς άλλωστε. Ο πόλεμος τέλειωσε. Η νίκη στεφάνωσε τα όπλα σας. Ο Άδραστος και οι συνοδοί του δεν είναι στην Αθήνα με τίτλους. Είναι σαν απλοί άνθρωποι. Είναι ικέτες. Οι νεκροί δεν έχουν δύναμη μήτε απειλή είναι. Ανήκουν στη γη και στους Θεούς του κάτω κόσμου. Δώσε λοιπόν τη δική σου άδεια στο δικό μας το κάλεσμα”
“Φτάνει ως εδώ κήρυκες του Θησέα! Στη Θήβα κουμάντο κάνει ο Κρέων. Και η διαταγή μου για την τιμωρία των εχθρών της πατρίδας μου, είναι βγαλμένη πρωτύτερα από του βασιλιά Ετεοκλή τα χείλη. Δική του διαταγή πριν σκοτωθεί απ’ του προδότη αδελφού του το χέρι αλλά και δική μου επιθυμία μαζί. Πηγαίνετε λοιπόν την απάντησή μου στον σεβαστό βασιλιά Θησέα. Τα κουφάρια των εχθρών θα τα φάνε τα όρνια. Αυτή είναι η καταδίκη τους. Και έχοντας το δικαίωμα ένα λόγο παραπάνω να πω, οφείλει ο βασιλιάς Θησέας να διώξει αμέσως τον Άδραστο και τη θλιβερή του ακολουθία απ την Αθήνα. Αυτά ήταν τα λόγια μου”
Οι αγγελιοφόροι στάθηκαν ανήσυχοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ομολογουμένως τους ξένεψε της σκληρότητας η ένταση, που έβγαζε ο Κρέων. Μαζί και τους έθλιβε.
“Τότε, πριν φύγουμε, βασιλιά μου, οφείλουμε να σού κοινοποιήσουμε και το δεύτερο μήνυμα που ο βασιλιάς μάς έδωσε”
“Τελειώνετε λοιπόν σας ακούω”
“Σκέψου λίγο καλύτερα Κρέοντα βασιλιά μου. Στην αντίθετη περίπτωση θα είμαστε εδώ, μπροστά στις πύλες της Θήβας, ο στρατός της Αθήνας, με το Θησέα μπροστά, να διεκδικήσουμε τα σώματα των νεκρών. Ας μην φτάσουμε λοιπόν ως εκεί”
Ο Κρέων κοκκίνισε απ το θυμό του.
“Ώστε έτσι λοιπόν; Η Αθήνα γίνεται ένα με τους εχθρούς μας; Αυτό ορίζετε;”
“Δεν γινόμαστε, βασιλιά μου, με κανέναν σύνολο απέναντί σου. Τα κουφάρια ανθρώπων ζητάμε να δοθούν στους δικούς τους. Ας είναι όμως. Δεν είμαστε, βασιλιά μου, εξουσιοδοτημένοι κάτι άλλο να κουβεντιάσουμε. Τα άλλα μπορείς να τα πεις πρόσωπο με πρόσωπο με το βασιλιά μας”
“Φύγετε
λοιπόν! Ήμουν πολύ ξεκάθαρος στο λόγο
μου. Αν οι Αθηναίοι θέλετε να παραβείτε
τις διαταγές μου και με πολέμου κλαγγές
να βλάψετε την πόλη μου, τότε δεν έχετε
παρά να το κάνετε. Δεν πρόκειται να
μιλήσω με κανέναν ξανά. Την απάντηση
και την οργή των όπλων μας να καρτεράτε”
Οι αγγελιοφόροι χαιρέτισαν και έφυγαν από την αίθουσα του παλατιού εμφανώς προβληματισμένοι. Ο Κρέων έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Αμέτρητες σκέψεις περνούσαν συνεχώς στο μυαλό του. Οι αποφάσεις του δεν είχαν γυρισμό. Θα πήγαινε μέχρι το τέλος.
“Φρούραρχε! Φωνάξτε μου το φρούραρχο αμέσως”
Σε λίγα λεπτά ο επικεφαλής της φρουράς μπήκε στην αίθουσα αλαφιασμένος. Ο Κρέων του απηύθυνε το λόγο:
“Κάλεσε αμέσως όλους τους πολέμαρχους εδώ σε συμβούλιο, πριν νυχτώσει. Και δώσε διαταγή στο στρατό να είναι σε επιφυλακή”
Ο φρούραρχος έφυγε σχεδόν τρέχοντας. Ο Κρέων έμεινε εκεί στην αίθουσα. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει απ τον πόνο. Και τα λόγια του Τειρεσία ακούγονταν όλο και πιο δυνατά και αποκρουστικά στο κεφάλι του:
“ Τρέμει η γης κάτω από τα πόδια σου και μεγάλες συμφορές κρέμονται στου σπιτιού σου την πόρτα”
Μέχρι το πρωί όλη η δύναμη των Αθηναίων είχε κατέβει στον κάμπο της Θήβας. Διάβηκαν κοντά στις Πλαταιές καρτερώντας τον ερχομό των αγγελιοφόρων και την απάντηση που έλαβαν από τον Κρέοντα στη Θήβα. Οι δύο αγγελιοφόροι συναντήθηκαν με τη δύναμη λίγο μετά αφού διάβηκαν τον Ασωπό ποταμό. Ο Θησέας είχε την πίστη να τελειώσουν όλα με τη δύναμη της λογικής και του ανθρωπισμού.
4.2.2 Πολέμου μαντάτα
“Βασιλιά Θησέα, ήρθαν οι αγγελιοφόροι!” ο Αθηναίος αξιωματικός τον ενημέρωσε στο μέρος που είχαν σταθεί προσωρινά περιμένοντας την άφιξή τους.
“Οδήγησέ τους εδώ, μακάρι τα νέα που φέρνουν να είναι καλά.
Ύστερα από λίγο οι δύο αγγελιοφόροι ήταν μπροστά στο βασιλιά. Έμειναν για λίγο να πάρουν κάποιες ανάσες γιατί έτρεχαν με όση δύναμη μπορούσαν για να προλάβουν το χρόνο.
“Λοιπόν σας ακούω κήρυκες” τους είπε ο Θησέας.
Εκείνοι έριξαν μια ματιά ο ένας στον άλλο. Ξεκίνησε να μιλά ο ένας από αυτούς.
“Είδαμε το βασιλιά Κρέοντα όπως ήταν στην αποστολή μας…”
“Λοιπόν;”
“Μεταφέραμε το μήνυμά σου όπως όριζες…”
“Και ποια ήταν η απάντηση;”
Οι δύο αγγελιοφόροι κοιτάχτηκαν και πάλι. Ο Θησέας άρχισε να καταλαβαίνει. Περίμενε και την τυπική του επιβεβαίωση.
“Δεν δέχεται τίποτα ο βασιλιάς της Θήβας. Η απάντησή του ήταν αρνητική. Με πολύ επιθετικό τόνο μάλιστα”
“Του εξηγήσατε τις συνέπειες της άρνησής του; Και τις τελικές μας προθέσεις;”
“Με κάθε σαφήνεια. Δυστυχώς, ο Κρέων δίνει το λόγο στην κόψη των σπαθιών”
Ο Θησέας οργίστηκε. Είχε, από πρώτο χέρι, γνωρίσει τον αυταρχισμό και το θράσος του Κρέοντα, σαν τόλμησε, πριν καιρό, να φτάσει στην Αθήνα για να απαγάγει τον Οιδίποδα και τις κόρες του. Όμως μέσα του κάτι έλεγε πως η γεύση της νίκης του κατά των Αργείων θα συνέτιζε τη σκέψη του. Θα έδειχνε το πρέπον σέβας στους αντίπαλους νεκρούς και δεν θα προχωρούσε σε ανόσια έργα.
“Να που λάθεψα λοιπόν!” μονολόγησε με πάθος, “περίμενα ότι ο σεβασμός στους νόμους των Θεών θα ήταν πιο μεγάλος από το τυφλό μίσος της εκδίκησης και της αλαζονείας. Αλλά είναι προφανές ότι ο γέρος βασιλιάς της Θήβας φοβάται ακόμα και τους νεκρούς και γαλήνη δεν θέλει να τους δώσει…”
Σταμάτησε τις μεγαλόφωνες σκέψεις του. Με μιας έπιασε τα γκέμια του αλόγου του. Ανέβηκε επάνω. Έφτασε με το άλογο μπροστά στη φάλαγγα των στρατιωτών. Ύψωσε δυναμικά τη φωνή του για να ακουστεί σε όλους.
“Αθηναίοι συμπολεμιστές μου! Ο βασιλιάς της Θήβας μάς μήνυσε ότι αρνείται να δώσει τα σώματα των νεκρών Αργείων. Φαίνεται ότι ο Κρέων, έχει την εντύπωση ότι ο λόγος του μετράει περισσότερο από αυτόν των Θεών. Αρνείται να τιμήσει ανθρώπους που δεν ζουν, γίνεται βλάσφημος, υβριστής. Μια τέτοια στάση δεν είναι αποδεκτή όχι μονάχα από εμάς αλλά από κανέναν ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε μια τέτοια ύβρη δεν μπορούμε να σωπάσουμε! Προχωράμε! Σε πλήρη διάταξη και ετοιμότητα. Στην Αθήνα μάθαμε να είμαστε αλληλέγγυοι σε ανθρώπινα αισθήματα . Να σεβόμαστε τον πόνο αλλά και το θάνατο. Να τιμάμε τους Θεούς του κάτω κόσμου. Εμείς εκείνο που θέλουμε είναι να σηκώσουμε απ τη γη τα σώματα των νεκρών, άλλα να θάψουμε και άλλα να τα φέρουμε στις μανάδες και τις γυναίκες που καρτεράνε ικέτιδες στην πόλη μας. Τίποτα άλλο δεν ζητάμε. Μήτε τη Θήβα ήρθαμε να κατακτήσουμε, μήτε τα τείχη της να γκρεμίσουμε, μήτε τη γη της να κουρσέψουμε. Αν τολμήσουν να μας εμποδίσουν τότε θα απαντήσουμε. Εμπρός! Ξεκινάμε! Το δίκιο είναι με το μέρος μας! Με το μέρος των Θεών και των νόμων τους”
Ιαχές επιδοκιμασίας ακούστηκαν με σθένος και με πάθος. Οι Αθηναίοι καβαλάρηδες δήλωσαν το πάθος τους με τα δόρατα να χτυπούν τις ασπίδες τους και τις φωνές τους πραγματικές κραυγές. Η μεγάλη φάλαγγα άρχισε να κινείται γοργά και οργανωμένα σε πορεία μάχης. Σε λίγο είχε διαβεί τον Ασωπό ποταμό. Μπροστά της ξεχύνονταν ο κάμπος της Θηβας.
Στο παλάτι της πόλης επικρατούσε σχετικός αναβρασμός. Τα μαντάτα για την πορεία των Αθηναίων στον Θηβαϊκό κάμπο ήταν ήδη γνωστά. Ο Κρέων πριν λίγο είχε διώξει του αγγελιοφόρους του Θησέα αρνούμενος να δεχτεί οτιδήποτε. Όλα οδηγούσαν σε μια νέα πολεμική σύγκρουση. Αυτή τη φορά με νέους εχθρούς. Με τους Αθηναίους. Είχαν δοθεί εντολές για γενικό συναγερμό στο στρατό. Οι πολέμαρχοι είχαν συγκεντρωθεί και περίμεναν οδηγίες για το πως θα αντιμετωπίσουν την κατάσταση.
“Βασιλιά Κρέοντα!” ήχησε η φωνή του κήρυκα που μπήκε φουριόζος στην αίθουσα που ήταν συγκεντρωμένοι όλοι.
“Μίλα σε ακούμε!” του μήνυσε εκείνος.
“Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν σε πλήρη ανάπτυξη. Το ιππικό τους μαζί με άρματα. Ήδη πέρασαν τον Ασωπό και πλησιάζουν στον Ισμηνό. Έδιωξαν μάλιστα και κάποιες δικές μας περιπόλους.
“Ώστε έτσι λοιπόν ο Θησέας!” βρυχήθηκε ο Κρέων, “αποφάσισε να στηρίξει τους Αργείους, αυτούς που ήρθαν ενάντια στην πόλη μας. Μα το Δία, δεν την περίμενα τέτοια στάση. Η Αθήνα λοιπόν διάλεξε στρατόπεδο…”. Γύρισε στον επικεφαλής της φρουράς με φωνή στιβαρή:
“Σήμανε συναγερμό, ο στρατός να είναι έτοιμος να βγει απ τα τείχη”
“Βασιλιά μου!” ακούστηκε η φωνή του Άκτωρα, του Θηβαίου στρατηγού.
“Ακόμα δεν έχουμε πάρει ανάσες από τη μεγάλη μάχη με τους Αργείους! Ακόμα, καλά-καλά, δεν έχουμε μαζέψει και τους δικούς μας νεκρούς. Μια νέα μετωπική σύγκρουση με έναν νέο αντίπαλο, ισχυρό και συντεταγμένο και μάλιστα στα ανοιχτά του κάμπου, κρύβει μεγάλους κινδύνους…”
“Τι είναι αυτά που λες;” κραύγασε ο Κρέων. “Για ποια κούραση μου μιλάς; Δεν θα πολεμούσαμε ακόμα αν συνεχίζονταν οι μάχες με τους Αργείους;”
“Βασιλιά μου, οι Αθηναίοι δεν είναι Αργείοι. Μήτε ένα ετερόκλητο στράτευμα. Γνωρίζεις καλά τη δύναμή τους. Μήπως πρέπει, να μείνουμε στα τείχη; Να μην εκτεθούμε σε ανοιχτή μάχη στον κάμπο. Γιατί να το κάνουμε αυτό; Δεν έχουμε λόγο τακτικής!” πρόσθεσε ο Περικλύμενος για να συναντήσει και αυτός την άρνηση στα λόγια του Κρέοντα.
“Έχουμε λόγο σοβαρότερο! Έρχεται εδώ στη δική μας γη ένας ξένος εισβολέας και αψηφά με θράσος τις διαταγές και τις δικές μας αποφάσεις. Μα τον πολεμόχαρο Άρη, εμείς θα κλειστούμε σαν τα ποντίκια πίσω απ τα τείχη για να αλωνίζει ο Θησέας με το στρατό του απ έξω; Κάθε μας συζήτηση σταματάει εδώ. Καθένας στη θέση του!”
Οι πολέμαρχοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους όλο νόημα. Ήταν φανερό ότι δεν συμμερίζονταν την ορθότητα της απόφασης του βασιλιά τους. Όμως δεν είχαν πολλές επιλογές. Η τυραννική του άποψη ήταν αυτή που θα έκρινε τα πάντα. Ετοιμάστηκαν ο καθένας για τη θέση τους. Τα μαντάτα ενός νέου πολέμου ηχούσαν για μια ακόμα φορά στη πόλη της Θήβας.
4.2.3 Η μάχη για τους νεκρούς
Ο στρατός των Αθηναίων έφτασε στις όχθες του Ισμηνού ποταμού σε πλήρη παράταξη μάχης. Ο Θησέας έστεκε επικεφαλής των δυνάμεων. Η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Θα πορεύονταν προς τον κάμπο. Οι Αργείοι που τους συνόδευαν ήξεραν καλά το πεδίο της μάχης και γνώριζαν που θα έπρεπε να αναζητήσουν τους δικούς τους. Ο Ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό. Όμως η αποφορά από τα παρατημένα σώματα γίνονταν όλο και πιο έντονη καθώς πλησίαζαν στις όχθες του ποταμού. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό. Μια παράξενη και νοσηρή ομίχλη κιτρίνιζε το χώρο. Το πέταγμα και οι κρωγμοί των όρνιων στον ουρανό μαζί με άγρια θηρία, που γυρόφερναν λαίμαργα τα νεκρά σώματα, έμοιαζαν με τον πιο εφιαλτικό κόσμο στα άγρια Τάρταρα.
Τα πρώτα άρματα των Αθηναίων κινήθηκαν μπροστά με την κάλυψη του ιππικού. Σκοπός τους ήταν να βολιδοσκοπήσουν τις αντιδράσεις των Θηβαίων χωρίς να τους προκαλέσουν. Αντικείμενο της παρουσίας τους δεν ήταν η μάχη. Δεν θα ήταν εκείνοι που θα το ξεκινούσαν όλο αυτό. Αντίκρυ τους από κάποιες πύλες της Θήβας είχαν ξεκινήσει να βγαίνει οργανωμένο το Ιππικό των Καδμείων.
“Βασιλιά Θησέα έρχονται καταπάνω μας!”
Οι Αθηναίοι είχαν περάσει τον Ισμηνό ποταμό και βαστούσαν το λόφο αμέσως μπροστά του.
“Στήνουμε γραμμή άμυνας στην κορυφή, ανοίξτε το ιππικό στα πλάγια και τα άρματα μπροστά. Εγώ θα κρατήσω το δεξί μέρος”
Το ιππικό των Αθηναίων ανοίχτηκε σαν βεντάλια κοντά στην κρήνη του Άρη. Επικεφαλής τους ο φοβερός και τρομερός στην τέχνη των πολεμικών αλόγων Φόρβας. Τα υπόλοιπα άρματα παρατάχθηκαν κοντά στο ιερό του Αμφίονα.
Η επίθεση των Θηβαίων ήταν πολύ μεγάλη σε ένταση και πάθος. Η μάχη φούντωσε φονική και σκληρή. Οι Θηβαίοι ανέβηκαν στο λόφο του Ισμηνού προσπαθώντας να απωθήσουν τους Αθηναίους και να τους ρίξουν στον ποταμό. Μια κίνηση που θα ήταν αποφασιστική για τη νίκη τους. Ο Θησέας καρτερούσε με μεγάλη δύναμη στο δεξιό άκρο για την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσει ενώ και το ιππικό με τον Φόρβα περίμενε στα πλάγια. Οι Θηβαίοι με όλη τους την ορμή κατάφεραν να πιέσουν έντονα τη γραμμή άμυνας των Αθηναίων και να κερδίσουν έδαφος σε βάθος αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Για μια ακόμα φορά ο κάμπος της Θήβας γέμισε από την αντάρα μιας φονικής μάχης. Για μια ακόμα φορά η ανθρώπινη αλαζονεία και η εμμονή στην αμετροέπεια και την έλλειψη σεβασμού γίνονταν η αιτία για να χυθεί ανθρώπινο αίμα. Οι Αθηναίοι παρά την μερική τους υποχώρηση κρατούσαν καλά.
Τότε ήρθε η στιγμή του γιου του Αιγέα να εφορμήσει για να αλλάξει εντελώς το σκηνικό της μάχης. Κραδαίνοντας στο χέρι του το φοβερό ρόπαλο του Περιφήτη του ληστή, που είχε πάρει λάφυρο όταν τον είχε σκοτώσει στην Επίδαυρο, σήμανε την αντεπίθεση των Αθηναίων. Μαζί και οι καβαλάρηδες του Φόρβα εφόρμησαν για να πλευροκοπήσουν τους Θηβαίους. Η αντεπίθεση ήταν σαρωτική. Η μορφή του Θησέα δέσποζε πλέον στη μάχη όπου άρχισε αποφασιστικά να γέρνει στο μέρος τους. Οι Θηβαίοι ξαφνιάστηκαν και έχοντας εξαντλήσει κάθε τους όριο άρχισαν να υποχωρούν. Στο τέλος η υποχώρησή τους μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή και εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης. Οι Αθηναίοι ξεκίνησαν να τους καταδιώκουν οργανωμένα καθώς εκείνοι για να αποφύγουν τον απόλυτο όλεθρο άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη από τις πλαϊνές πύλες. Σε λίγο η κυριαρχία του Θησέα στον κάμπο μπροστά στη Θήβα ήταν απόλυτη.
Έδωσε εντολή να σταματήσουν. Με γραμμές άμυνας επιτηρούσαν ολόγυρα τα τείχη της Θήβας. Δεν είχαν σκοπό να χτυπήσουν την πόλη. Δεν ήρθαν εκεί με τη μανία της κατάκτησης αλλά της ανθρωπιάς. Μιας ανθρώπινης αλληλεγγύης που όμως, μία ακόμα φορά, μάτωσε για να κυριαρχήσει, λες και κάθε καλό στην ανθρωπότητα πρέπει να βαφτίζεται στο αίμα του θανάτου.
Με τη βοήθεια των Αργείων συνοδών τους ξεκίνησαν το μακάβριο έργο της περισυλλογής των νεκρών. Ένα έργο εφιαλτικό και δύσκολο καθώς δεν μπορούσαν πια να αναγνωρίσουν όλους τους νεκρούς. Οι Θηβαίοι δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν από τα τείχη της πόλης. Για αυτούς αυτή η μάχη είχε κριθεί οριστικά. Μέχρι αργά το βράδυ, όσο το φως της μέρας επέτρεπε να βλέπουν, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν τους Αργείους. Από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της στολής. Εκεί κάπου κοντά στα τείχη βρέθηκε και το σώμα του νεκρού Καπανέα όπως και των άλλων πολέμαρχων. Τα περιποιήθηκαν όπως μπορούσαν και τα φόρτωσαν σε αμάξια για να τα παραδώσουν στην Αθήνα στις Ικέτιδες. Στο λιόγερμα, στα ριζά του Κιθαιρώνα, η γη του, έμελε να αποτελέσει το τελευταίο σπίτι για τους νεκρούς Αργείους που μπόρεσαν οι Αθηναίοι να περισυλλέξουν και να θάψουν εκεί. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες χαιρετούσαν σαν νεκρικές σπονδές εκείνους που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Μαζί με τις φλόγες από τις πυρές που άναψαν για να εξαγνίσουν τα νεκρά σώματα. Ένα μουντό, θλιβερό δειλινό. Τα μάτια των Αργείων που συνόδευαν τους Αθηναίους είχαν δακρύσει απ τη συγκίνηση καθώς αποχαιρετούσαν τους δικούς τους συντρόφους. Μαζί και ο Θησέας, τιμητικός παραστάτης σε αυτή τη νεκρική τελετή. Η αύρα της νύχτας καθάριζε την ατμόσφαιρα. Όλοι ένιωθαν λυτρωμένοι από το ανόσιο που κυρίευε μέχρι τώρα τον Θηβαϊκό κάμπο. Σαν να έφυγε ένα μεγάλο βάρος απ την καρδιά τους. Και εκεί ολόγυρα, λες και η φύση έστελνε και εκείνη το δικό της χαιρετισμό, ένας καθάριος αγέρας καθάριζε τον κάμπο.
“Βασιλιά μου είμαστε έτοιμοι να φύγουμε” ανήγγειλε ο Φόρβας στο Θησέα, κάποιες ώρες μετά.
“Φορτώσατε τα σώματα;” ρώτησε εκείνος.
“Όσα καταφέραμε να μαζέψουμε ναι”
“Δώσε εντολή να ξεκινήσουμε, έχουμε το δρόμο της επιστροφής Φόρβα. Κάναμε το καθήκον μας όπως το νιώθαμε και όπως ταίριαζε σε αυτά που πιστεύουμε σαν άνθρωποι…”
Ο Φόρβας κίνησε με το άλογό του πίσω να συντάξει τα τμήματά του. Όλα ήταν έτοιμα για την επιστροφή. Ο ήλιος είχε πια γύρει στον κάμπο της Θήβας. Σε λίγο η φάλαγγα των Αθηναίων φάνταζε από μακριά σαν ένα φωτεινό ποτάμι με τους αναμμένους πυρσούς να ανεβαίνει στο βουνό.
“Στείλε δύο αγγελιοφόρους να κινηθούν πιο γρήγορα στην Αθήνα να μηνύσουν την επιστροφή μας” είπε ο Θησέας σε κάποιον αξιωματικό δίπλα του. Εκείνος ανταποκρίθηκε χωρίς καθυστέρηση. Οι Ικέτιδες καρτερούσαν και έπρεπε να μάθουν.
Στην πόλη της Θήβας τα συναισθήματα άλλαξαν γρήγορα μέσα σε λίγες μέρες. Από την αίσθηση του θριάμβου της μεγάλης πρώτης νίκης απέναντι στους επτά από το Άργος ήρθε η σημερινή οδυνηρή ήττα από τους Αθηναίους να βαρύνει την ατμόσφαιρα. Ευτυχώς οι στρατηγοί των Θηβαίων αντιλήφθηκαν γρήγορα την κακή τροπή της μάχης και έδωσαν τις εντολές τους να αναδιπλωθούν οι δικοί τους πριν η καταστροφή μεγαλώσει. Με την οπισθοχώρησή τους κατάφεραν να μετριάσουν τις απώλειες από την καταστροφική απόφαση του Κρέοντα να πάει σε μια αναμέτρηση μόνο και μόνο για να υπηρετήσει την προσωπική του αλαζονεία και αυταρχισμό. Ο ίδιος είχε γίνει θεατής αυτής της θλιβερής εικόνας. Ψηλά πάνω στα τείχη ένιωθε προσωρινά αλώβητος την ώρα που οι συμπατριώτες του έτρεχαν να αποφύγουν το θάνατο από τις αποφάσεις του. Για μια ακόμα φορά τα λόγια του Τειρεσία άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο έντονα στο μυαλό του. Η ώρα για την τελική κορύφωση του προσωπικού του δράματος δεν θα αργούσε.
1Η Ερεχθηίς ήταν μία από τις δέκα αρχαιότατες φυλές της Αττικής. Πήρε το όνομά της από τον βασιλιά Ερεχθέα. Συνεκδοχικά, πολλές φορές, αποκαλούσαν έτσι όλους τους Αθηναίους.