H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τρίτη 26 Απριλίου 2022

Τα βιβλία του μήνα: Μάρτης 2022 και Δωρο-εκπλήξεις

 Πάει καιρός που ο φετινός Μάρτης του 2022 ανήκει στην ιστορία. Έφυγε μέσα σε έναν ορυμαγδό ψύχους, παγωνιάς και μυριάδων προβλημάτων, που έφερε στην ανοχύρωτη, από κάθε άποψη ζωή μας. Ο πιο κρύος Μάρτης των τελευταίων δεκαετιών μάς έσπρωξε στα όριά μας, για μια ακόμα φορά. Η έλλειψη ουσιαστικής θέρμανσης στα λαϊκά σπίτια, μετέτρεψε τη ζωή μας σε ένα ...ψυγείο και χάρισε ανείπωτα ρίγη στο ταλαίπωρο κορμί μας.

Έτσι, για μια ακόμα φορά, το βιβλίο ήταν ένα από εκείνα, που γέμισε ζεστασιά και συγκίνηση κάποιες στιγμές περισυλλογής μας. Συνεχίζοντας τη διαδρομή του θέματος "Τα βιβλία του μήνα" είναι η στιγμή να σάς παρουσιάσω, ποια ήταν τα βιβλία που διάβασα το Μάρτη που μάς πέρασε. Πάμε λοιπόν.


Τα βιβλία του Μάρτη

Δύο ήταν τα βιβλία, που συνόδευσαν τις ώρες μου μέσα στο μήνα που έχει περάσει. Και τα δύο είναι του ίδιου συγγραφέα. Και τα δύο αποτέλεσαν ένα πολύ μεγάλο γνωστικό αλλά και συγκινησιακό σοκ για μένα.

Γράφτηκαν από τον ΜΕΝΕΛΑΟ ΛΟΥΝΤΕΜΗ. Τον συγγραφέα και πνευματικό άνθρωπο, που σημαδεύει στη ζωή και τη σκέψη μου τον τελευταίο καιρό. Σε μια, άνευ προηγουμένου, συναισθηματική φόρτιση, με μια γραφή, που αποτελεί αποθέωση της ίδιας της λογοτεχνίας στην κλασική και παραδοσιακή λαϊκή της μορφή.

Το Φλεβάρη είχα ξεκινήσει το "Ένα παιδί μετράει τα άστρα". Στην ουσία δηλαδή, ξεκίνησα τη μεγάλη τετραλογία του Μέλιου. Μια κατ' ουσίαν αυτοβιογραφία του μεγάλου μας αυτού συγγραφέα, που σημαδεύει τη γραφή και την ιστορία του λαού μας. Εκεί συνάντησα και γνώρισα τον Μέλιο Καδρά. Το νεαρό αυτό παιδί που γύρευε, με υπαρξιακή αγωνία, ένα βιβλίο να διαβάσει αλλά και ένα σχολείο να μάθει τα γράμματα που τόσο αγαπούσε. Αυτό ήταν το δεύτερο βιβλίο της περιβόητης τετραλογίας. Ήταν σειρά όμως να ξεκινήσω την τετραλογία από την αρχή. Και η τύχη μου το  έφερε, να έχω το βιβλίο από το Μάη του 1997 στη βιβλιοθήκη μου

"Συννεφιάζει"


Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε το 1946 και αποτελεί το πρώτο βιβλίο της περίφημης "Τετραλογίας του Μέλιου". Χρόνος δράσης είναι η εποχή αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης και της ανταλλαγής πληθυσμών, χριστιανών και μουσουλμάνων. Χώρος δράσης είναι η κεντρική Μακεδονία και συγκεκριμένα, οι περιοχές γύρω στην Έδεσσα.

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: 

Βγαλμένο μέσα από ανεξίτηλα προσωπικά βιώματα των πρώτων παιδικών χρόνων του συγγραφέα, που ο καημός δεν μπόρεσε να σκεπάσει τη ζωηράδα τους με το θαμπό πέπλο της λησμοσύνης, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη, είναι ένα από τα καλύτερα έργα της πεζογραφίας του. Μέσα απ' τα βαλτοτόπια και τις ρεματιές, τα λακώματα και τους σγουρούς κάμπους της Μακεδονίτικης φύσης, ξωμάχοι, χωριάτες και λασπιάδες, συνθέτουν συγκινητικά και παραστατικά μια ποιητική  ζωγραφιά της ζωής των ανθρώπων του μόχθο στο Βλάδοβο της Έδεσσας.

Το βιβλίο είναι λουσμένο στην συγκλονιστικά λυρική λογοτεχνική γλώσσα του Μενέλαου Λουντέμη, γεγονός που αποτελεί μόνιμη διδαχή καλολογικών στοιχείων. Οι παρομοιώσεις είναι τόσο ποιητικές, που πολλές φορές μοιάζουν με έργα ζωγραφικής, με έργα τέχνης. Επίσης η απλή λαϊκή γλώσσα της εποχής, συνοδεύει πάντα τη γλώσσα της αφήγησης. Ο αναγνώστης διαβάζει ακριβώς όπως μιλούσαν οι άνθρωποι και οι πρωταγωνιστές του έργου.

Το "Συννεφιάζει" ξεκινάει σοκαριστικά και μάς μεταφέρει στις τραγικές στιγμές του ξεριζωμού κατοίκων από τα σπίτια, τη γη και το βιος τους για να εφαρμοστεί η περιβόητη ανταλλαγή πληθυσμών χριστιανών και μουσουλμάνων, αμέσως μετά τη συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. 

Η πρώτη σκηνή μάς γνωρίζει τον μικρό μουσουλμάνο, το Σουκρή και τη φαμίλια του αλλά και το φίλο του, έναν νεαρό μικροπωλητή που τριγυρίζει με την πραμάτεια του στο σταθμό του τραίνου. Ένα μήνα τώρα, είναι έτοιμοι για να τους παραλάβει το τραίνο εκείνο της φυγής στην Ιστανμπούλ, όπου καλούνται να μετοικήσουν. Η περιβόητη σκηνή του Σουκρή, που έμεινε στη λογοτεχνική ιστορία, για να διδάσκεται ως τραγωδία, που ματώνει την ψυχή, που λυγάει τα συναισθήματα σαν πυρωμένο σίδερο, που αφήνει τα δάκρυα να κυλήσουν ακράτητα στα μάτια.

"Σε παρακαλώ, παππού Θεέ... α δεις να τριγυρνάει όξω απ' το παλάτι σου ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Πάρ' το μέσα. Σε περικαλώ και να το συχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το κακορδίζεις γι' αυτό. Σε περικαλάει ένας μικρός μικροπουλητής του σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο. Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ' ευχαριστώ..."

Από εκείνο το γεγονός, που σημαδεύει τη ζωή του νεαρού παιδιού, ξεκινάει η μεγάλη προσωπική του "Οδύσσεια" στη γη της Μακεδονίας, όπου γυρεύει το δικό του φως στην ταραγμένη του ζωή. Θα συναντήσουμε χαρακτηριστικούς χαρακτήρες στα χωριά και τις πόλεις της περιοχής, μέχρι που το νεαρό αγόρι θα βρει ρίζες σε ένα υπαίθριο εργοστάσιο εποχής. Στους θρυλικούς λασπιάδες και την κοινωνία τους.

Ο Μπίσκα Πέτερ, ο Γιοβάνης, ο Κρίστας, ο Τόλε. Οι εργάτες, που απ' τα λασπωμένα χέρια και την πεντακάθαρη καρδιά τους, έβγαιναν τα τούβλα εκείνης της εποχής. 

Το "Συννεφιάζει" είναι η απαρχή της μυθιστορηματικής αφήγησης μιας ολάκερης ζωής του συγγραφέα, δοσμένη με μια πλοκή, που θα συνταράξει κάθε στοιχείο του συναισθηματικού σας κόσμου. Βιβλίο και έργο στολίδι με μεγάλη κοινωνική και ιστορική αξία. Σε ένα δε κόσμο ιμπεριαλιστικών πολέμων, ξεριζωμών, προσφυγιάς, καθίσταται διαχρονικά επίκαιρο ως "Ευαγγέλιο" ανθρωπιάς και συναδέλφωσης.

Ο μικρός μουσουλμάνος, ο Σουκρής, είναι φίλος του Μέλιου Καδρά, ορφανό προσφυγάκι και εκείνο από την Κωνσταντινούπολη, που έρχεται στην κεντρική Μακεδονία, με το κύμα των προσφύγων, έρημος και εξαθλιωμένος, προσπαθώντας να επιβιώσει και να βρει το δρόμο του. Έναν δρόμο, άγριο, σκληρό, μέσα στις δομές ενός κράτους απόλυτα μισερού απέναντι σε κάθε τι πονεμένο, κατατρεγμένο και διαφορετικό. Θα βρεθεί στη φωτιά της τραγωδίας της ανταλλαγής πληθυσμών όπου Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, θα εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, για να πεταχτούν εκεί που όρισαν οι "συμφωνίες των μεγάλων" Οι λαοί ξεριζώνονται και μια μεγάλη φιλία δύο μικρών παιδιών, στέκει στη μέση μετέωρη, κυνηγημένη καθώς δεν γνωρίζει μήτε από πόλεμο μήτε από σύνορα μήτε από πολιτικές. Αυτό είναι το "Συννεφιάζει"



"Οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν"



Όταν τον Οκτώβρη του 1949, τα τότε "δημοκρατικά" κόμματα της βουλής του μοναρχοφασιστικού κράτους, ψήφισαν με "ενθουσιασμό" το ΟΓ' Ψήφισμα, μετά από εισήγηση του "ενδόξου" Γενικού Επιτελείου του Εθνικού μας στρατού, για την ίδρυση του περιβόητου Οργανισμούς Αναμορφώσεως Μακρονήσου, κανείς δεν ήξερε ότι ένα νέο Νταχάου θα ιδρύονταν στη χώρα, που ο λαός της μάτωσε και θυσιάστηκε για να πολεμήσει τους Ναζί φασίστες και τους συνεργάτες της. Έτσι οι μέχρι πρότινος δοσίλογοι και συνεργάτες των Γερμανών έγιναν το κράτος που ίδρυσε τον εφιάλτη της Μακρονήσου. Ω τι ύβρις! θα έλεγαν περίτρανα οι αρχαίοι τραγωδοί! Οι αγωνιστές της αντίστασης, οι άνθρωποι που όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές, απλοί φαντάροι, έγιναν ένα σμάρι κατάδικων σε ένα κολαστήρι που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αποκάλεσε "Παρθενώνα της συγχρόνου Ελλάδος"! Ναι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. και μετέπειτα "σεβάσμιος" δημοκράτης πολιτικός που βαφτίστηκε κι αυτός ..."αντιστασιακός" γιατί η χούντα τον ...βασάνισε οικτρά ως ... έγκλειστο σε ένα σπίτι.

Ο Μενέλαος Λουντέμης, έζησε την κόλαση της Μακρονήσου από μέσα. Όντας κρατούμενος. Μαζί με δεκάδες άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Τα οικτρά του βιώματα σε εκείνον τον ανείπωτο Γολγοθά, οδήγησαν στην συγγραφή της "Οδού Αβύσσου, αριθμός μηδέν", βιβλίο που δόθηκε σε έκδοση, το 1962. 

Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκρατούμενός του, έγραφε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

"Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου. Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν αλλά οδός Ανθρώπου, αριθμός ένα. Δε χρειάζεται να χτυπήσεις. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μπορείς να μπεις. Μ' αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα! Περάστε, αδέλφια! Το σπίτι του όλους μάς χωράει. Εδώ μένει ένας άνθρωπος, που καίγεται απ' τον ήλιο της καρδιάς του και φωτίζει"

Σ' αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα, καθρεφτίζεται η ντροπή ενός κράτους, σε μια εποχή, που θα μείνει ανεξίτηλα στιγματισμένη στη μνήμη της ανθρωπότητας και που συμβολίζεται, ως τις μέρες μας, με μια μοναδική λέξη: "ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ" (Μετάνοιωσαν άραγε ποτέ;)

Οι διεστραμμένοι εγκέφαλοι, που επινόησαν τα ιδεολογικά και σωματικά κολαστήρια της Μακρονήσου, θα παραμείνουν για πάντα καταδικασμένοι στη συνείδηση του λαού μας. (Ισχύει άραγε;)

Οι κυνηγημένες ιδέες και τα βασανισμένα κορμιά, που σε βάρος τους διαπράχθηκαν οι πιο απεχθείς, διεστραμμένοι, ανελέητοι διωγμοί (όμοιοι μ' αυτούς των πρώτων Χριστιανών), εμπνέουν τον συγγραφέα, που γνώρισε α ξερονήσια και κατάπιε τα φαρμάκια, δίνοντας τον αγώνα για την ιδέα και τον άνθρωπο.

"Κείνο το βράδι σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ουρλιάζανε άνθρωποι" 

Μ.Λ.

Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Αυτά που θα μάς τραβήξουν μαζί τους στην ανάγνωση των δικών τους Παθών και στη στράτα του δικού τους Γολγοθά. Ο Γιώργος Καρυστινός και ο Παναγής Ζαγκλίφας, κρατούμενοι του στρατοπέδου. Μαζί τους ένα άλλο πρόσωπο, καθοριστικό, σημαντικό. Ο Στελάρας ο "Μελιτζάνας", ένας δεσμοφύλακας που τραβήχτηκε από τα κάγκελα της φυλακής, ως ποινικός ισοβίτης, για να "εκτίσει λυτρωτικά" την ποινή του, ως δεσμοφύλακας στην Μακρόνησο. Μέχρι τέλους, αυτή τη διαδρομή θα παρακολουθήσουμε μαζί με πολλά άλλα πρόσωπα, που θα περάσουν από την πλοκή με συγκλονιστικό τρόπο, δοκιμάζοντας την συναισθηματική και ψυχολογική μας αντοχή, φορτώνοντάς μας με μεγάλα ερωτήματα, σκέψεις και απόψεις.

Κλείνοντας να παραθέσω μια παράγραφο από τις σκέψεις του συγγραφέα, που αποτελεί "ευαγγέλιο" αλήθειας για τον τόπο μας και την ιστορία του λαού μας:

"Τα τελευταία τούτα χρόνια, στον τόπο αυτόν, ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της ιστορίας του. Ειπώθηκαν ψέματα, που ντράπηκαν και τα ίδια μιας και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα 'λεγαν"


Τα δώρα που έλαβα-Έκπληξη

Και να κλείσω το σημερινό θέμα, με κάτι ευχάριστο, κάτι όμορφο. Λίγες μέρες πριν το Πάσχα, έφτασε στο σπίτι ένα δέμα. Ναι, ένα θέμα με αποστολέα την αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax!
Τι ήταν; Μα τα δώρα μου από το λογοτεχνικό δρώμενο "Μια εικόνα, έξι λέξεις #1"


Ω ναι, ήρθαν τα δωράκια μου για την ψηφοφορία του διαγωνισμού μας! Και ιδού, φίλες και φίλοι, τι γέμισε με φως τον ταπεινό μας χώρο στο σπίτι, από τις δημιουργίες της Μαίρης, με τα ίδια της τα χέρια:

Ένα μπουκάλι με εξαίρετη ανάγλυφη διακόσμηση, από αυτές που λατρεύω


Ένα υπέροχο κουτί, ανάλογα διακοσμημένο, μαντέψτε για ποια χρήση;


Ω ναι! Είναι μια υπέροχη θήκη για τσάι! Κάτι που δεν είχα ποτέ μου!



Ένα μεγάλο μπουκάλι με άριστη διακόσμηση και ανάλογο ντεκουπάζ



Εδώ το βλέπουμε στην πίσω όψη



Και τέλος, το μικρό μπουκάλι σε ακόμα μία εικόνα. 


Μαίρη μου, σε ευχαριστώ μέσα απ' την καρδιά μου για τα υπέροχα δωράκια σου, την τέχνη, την αγάπη σου και το μεράκι σου. Όπως και για τις ευχές σου μέσα απ' την καρτούλα σου. Επίσης ευχαριστώ όλες και όλους τους φίλους για την τιμή που έκαναν στην συμμετοχή μου σε αυτό το εξαίρετο δρώμενο. Απολαμβάνω κάθε στιγμή αυτής της συλλογικής μας δράσης και δημιουργίας.

Χριστός Ανέστη σε όλες και όλους.


Κυριακή 17 Απριλίου 2022

"Σκέψεις στον καπνό" (Αντιπολεμικό 28ο "Συμπόσιο Ποίησης")

 

Πηγή εικόνας: Pixabay

Σκέψεις στον καπνό

 Κοίτα πώς μούχλιασε ο ουρανός

στης κάπνας το πηχτό το χρώμα!

Κι αυτές οι πυγολαμπίδες αυλακώνουν τον ουρανό σαν πύρινα φίδια.

Άκου τους κρότους του χαμού, των κανονιών τα βόλια,

ολόγυρα μάς ζώσανε σαν πένσας τη λαβίδα.


Άλλαξαν όλα ξαφνικά

σαν να το ‘χαν τάμα να ταράξουν της αφασίας το βάλτο.

Μέσα σε λίγες ώρες οι ζωές μας γκρεμίστηκαν με πάταγο,

κάθε όνειρο, κάθε πρόσταγμα βούλιαξε στη φλόγα του πολέμου.


Φίλε μου, ο άνθρωπος έμαθε να βολεύεται στο μικρόκοσμό του,

στήνει δικά του βασίλεια και παραδίνεται στην αυταπάτη του.

Λογίζαμε πως εμάς ο πόλεμος ξανά δεν θα μάς εύρει!

Ο θάνατος και το κακό, για άλλους είν’ ορισμένα.


Πόσο ψεύτικα φάνηκαν όλα αυτά Ολέγκ!

Εγώ στο λέω, ο παλιός σου φίλος, ο Ιβάν!

Θα μου πεις, σημασία δεν έχει πως μας λένε,

από πού είμαστε, τι γλώσσα μιλάμε, σε ποιο Θεό πιστεύουμε.

Σημασία έχει ότι το παθαίνουμε.


Μοιραστήκαμε τον ίδιο ιδρώτα στο χωράφι Ολέγκ!

Χρόνια τώρα οι φαμίλιες μας μαζί αντάμα.

Τον ίδιο μόχθο στο γιαπί, στη φάμπρικα και στο γραφείο.

Στων μαγαζιών τις βιτρίνες παρέα χαζέψαμε.


Σταθήκαμε μαζί σ΄ αγώνες για το δίκιο,

στις ιστορίας τις στιγμές αγκαλιασμένοι πεθάναμε στο ίδιο αμπρί.

Στις ίδιες αλάνες ματώσανε τα γόνατά μας,

στο ίδιο χώμα κόψαμε μαργαρίτες για τα στεφάνια του Μαγιού.


Σε κοινά θρανία ακουμπήσαμε Ολέγκ

και να! Θυμάσαι; τα ίδια κορίτσια μάς χαμογέλασαν,

δες εκεί απέναντι, στο αλσάκι αυτό μουσκέψαμε με δάκρυα τους πρώτους έρωτές μας.


Κοίτα το τώρα, να αντίκρυ σου!

Με δέντρα μισοκαμμένα, κουφάρια νεκρά, στων κανονιών τη φλόγα.

Και οι αιώρες που προσπαθούσαμε μ’ αυτές τον ουρανό ν΄ αγγίξουμε,

κείτονται τώρα κάρβουνα στο χώμα πεθαμένες.


Οι αφεντάδες μας, διατάξανε πώς πρέπει να ζούμε χώρια!

Χωρίς να μάς ρωτήσουνε, τη ζήση μας ορίσαν.

Μακριά ο ένας απ’ τον άλλον.

Βάλανε τα όνειρά μας σε οικόπεδα,

συρμάτινα τα κάνανε σύνορα, ανάμεσά μας.


Άλλες καινούργιες φορεσιές στο σώμα μάς εντύσαν,

ζωγράφισαν καινούργιες σημαίες σχίζοντας την παλιά μας.

Ανάμεσά μας σκόρπισαν δαιμόνους και Θεούς να μάς χωρίσουν.


Κάνανε τη γλώσσα μας παντιέρα μισεμού

και τη πίστη μας όπλο του θανάτου.

Στραβοκοίταξαν το χρώμα του προσώπου μας και των ματιών το βλέμμα.

Ω πόσο εύκολα Ολέγκ παραδοθήκαμε στων λόγων τους την πλάνη.


Εγώ στο λέω, ο Ιβάν, φίλος κι ανάδελφός σου!

παλιός σου γείτονας, γνωστός.

Αχ τα όμορφα κουστούμια τους με τα λευκά κολάρα,

οι πλουμιστές γραβάτες τους και τα χρυσά κοσμήματα.

Ηγέτες φρέσκους ανεχτήκαμε, σαν λυτρωτές καινούργιους

“Νοικοκυραίοι” λέγαμε, αρχοντολόι μεγάλο.


Το βλέπεις; Το βλέπω κι εγώ, μισητέ μου “εχθρέ” καινούργια ορισμένε,

όμως της πλάνης μου τη πλάκα,

απ’ την καρδιά μου γιατί δεν μπορώ να κινήσω;

Τι με κρατά και τι μ’ ορίζει; Πες; Απόκριση δεν έχεις;


Σε βλέπω αντίκρυ εκεί ψηλά κουλουριασμένο στο φυλάκιό σου,

βλέπω τη σκούρα τρύπα της κάνης του όπλου σου να με μετρά,

θάνατο να σερβίρει.

Εκεί στη μάντρα που στον τοίχο της σκαλίζαμε τα ονόματα των κοριτσιών μας.

Εκεί που καρδιές με βέλη κάναμε, του έρωτα σημάδι.

Τώρα οι τρύπες χάσκουνε, της σφαίρας τα σημάδια.


Ποια είναι θέση μας εδώ και τι θα καρτεράμε;

σε ποιών ενόχων προσταγές θάνατο θα σκορπάμε;

γιατί εχθρούς μάς βάφτισαν φίλε και γείτονά μου;

Θα τα σκεφτούμε όλα αυτά, απόφαση να βρούμε;

Μαριονέτες θλιβερές στον πόλεμό τους γίναμε!


Ολέγκ μ’ ακούς; Εγώ είμαι, ο Ιβάν!

Ουκρανός εσύ, Ρώσος εγώ.

Εβραίος και Παλαιστίνιος ο άλλος.

Τούρκος και Έλληνας εκείνοι,

Σύροι κι Ιρακινοί αντίκρυ παραπέρα,

Κορεάτες, Κινέζοι, Γιάπωνες στου ωκεανού τις άκρες.

Εργάτες και ξωμάχοι στον ίδιο μόχθο αγκαλιασμένοι,

μισεμό θανάσιμο μάς βάλανε να ζούμε,

της ιστορίας γυρίζοντας γρανάζια προς τα πίσω.


Μπορούμε να αλλάξουμε ξανά τη ρότα πάλι τούτη!

Σκέψου!

Στα σκόπευτρα των όπλων μας, τα βλέμματά μας ένα.

Δάχτυλα στην σκανδάλη έτοιμα, θάνατο να σκορπίσουν.

-Ολέγκ φυλάξου!

-Ιβάν πρόσεχε!



Φίλες και φίλοι μου, το ποίημα αυτό ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο 28ο δικτυακό "Συμπόσιο ποίησης", που αυτή τη φορά είχε σαφέστατο ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ μήνυμα.

Όπως ξέρετε, διοργανώνεται στο blog "Η ζωή είναι ωραία" από την αγαπημένη μας φίλη και blogger, Airis.

23 bloggers παρουσίασαν 27 ποιήματα, αληθινά μικρά και μεγάλα διαμάντια με αντιπολεμικό μήνυμα στο πνεύμα των δύσκολων καιρών μας.

Σας καλώ να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές αρχίζοντας από τον σύνδεσμό εδώ:

28ο Συμπόσιο ποίησης/οι συμμετοχές

Τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας καθώς και την όμορφη γιορτή λήξης μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ:

28ο Συμπόσιο ποίησης/ Λήξη και γιορτή

Νικήτρια στον διαγωνισμό η αγαπημένη μας φίλη Σταυρούλα Δεκούλου με το ποίημά της:

"Άνθρωποι ή στοιχειά"

Τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια και το ευχαριστώ μου, σε όλες και όλους. Ήταν μια ακόμα εξαίρετη εμπειρία σε αυτό το δρώμενο, που αγκαλιάζει με τρυφερότητα την ποίηση και μέσα από αυτό, έχουμε ζήσει υπέροχες και αλησμόνητες στιγμές και δημιουργίες. Και φυσικά στην διοργανώτρια, την Αριστέα.

Με το ποίημά μου αυτό θέλησα να δώσω μια οπτική στην κοινωνική-πολιτική πλευρά ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου, σαν αυτόν που βιώνουμε σήμερα στην Ουκρανία. Νομίζω έχουμε καθήκον να δώσουμε τις αιτίες που γεννούν αυτούς τους πολέμους, να δείξουμε και να φωνάξουμε ότι οι εθνικιστικοί, φυλετικοί και θρησκευτικοί διαχωρισμοί δεν αφορούν τους λαούς της γης αλλά τα μεγαλόσχημα αφεντικά της εξουσίας των εκμεταλλευτών στις κοινωνίες των ανθρώπων. 

Δεν υπάρχει καμία αντίθεση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους,  Ρώσους και Ουκρανούς. Οι αντιθέσεις είναι ανάμεσα σε εκείνους, που νέμονται και σφετερίζονται τον ιδρώτα και το μόχθο τους για να τούς βάλουν να σκοτωθούν.

ΟΧΙ στον ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ 



Κυριακή 10 Απριλίου 2022

"Σκέψεις για δύο" (Διήγημα συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Εικόνα και φράση #2")

 "Σκέψεις για δύο"


Το ποτό στο ποτήρι μου έκανε μικρές, ανεπαίσθητες αντανακλάσεις στις πρισματικές γωνίες, που έκανε ο πάγος στο εσωτερικό του. Ένιωθα να βυθίζομαι στον παράξενο αυτό μικρόκοσμο. Μπροστά στο βλέμμα μου, το εσωτερικό του ποτηριού, έγινε μια μεγάλη λίμνη. Μια απαστράπτουσα επιφάνεια που γυάλιζε στο φως του λαμπερού ήλιου. Ένιωθα τον εαυτό μου κάπου εκεί, να προσπαθεί να επιπλεύσει σε μια ακίνητη υδάτινη επιφάνεια, που ήταν γεμάτη άπειρα αστραφτερά διαμαντάκια. 

Η είσοδός της στην κεντρική αίθουσα του ξενοδοχείου έμοιαζε με εισβολή ενός φωτεινού άστρου σε νυχτερινό ουρανό. Λες και μια παράξενη αύρα πλημμύρισε το χώρο αναγκάζοντας πολλά ζευγάρια μάτια να στραφούν στο μέρος της. Πώς να μην το έκαναν άλλωστε. Αρσενικά αλλά και θηλυκά μάτια. Εντυπωσιακή και επιβλητική βάδισε με το κόκκινο της φωτιάς, εφαρμοστό της φόρεμα κατά μήκος της μεγάλης αίθουσας. Τα μαύρα της μαλλιά, έπεφταν όμορφα και ανέμελα στους γυμνούς της ώμους ενώ το πίσω μέρος του φορέματός της έκανε ένα αβυσσαλέο άνοιγμα φτάνοντας βαθιά στη μέση της εκεί που οι καμπύλες των γοφών της έδειχναν ανάγλυφα το τορνευτό τους σχήμα. Η κίνησή της ανέδειξε μικρό αλλά ικανό μέρος από τις χυτές της γάμπες που ξεχύνονταν μέσα από δύο κατάμαυρες ψηλοτάκουνες γόβες. Τα αργά αλλά σίγουρα βήματά της προκαλούσαν μικρά ηδονικά κύματα στους γοφούς της και πρόστυχες σκέψεις σε κάμποσα ζευγάρια αντρικά μάτια που την ατένιζαν με περισσό θαυμασμό.

Όλα πάνω της ήταν λες και φώναζαν “Μείνε μακριά! Κίνδυνος!”.  Ήρθε προς τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου. Την παρατηρούσα, λίγα μέτρα δεξιότερα στη μπάρα του μικρού χαριτωμένου μπιστρό. Στάθηκε ακριβώς μπροστά στη ρεσεψιόν. Γύρισε το πρόσωπό της στο δικό μου. Η ίδια πάντα ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί. Αυτή η συγκεκριμένη ανατριχίλα, που ένιωθα κάθε φορά που την αντίκριζα στα δικά μας ραντεβού. Η ίδια ανατριχίλα, που ένιωθα κάθε φορά που τα μάτια μου φυλακίζονταν στα δικά της. Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο έκφραση  ενώ η φωνή της στράφηκε προς την ρεσεψιονίστ.

“Μου δίνετε σάς παρακαλώ το κλειδί του δωματίου μου;”

“Παρακαλώ κυρία μου, όνομα και αριθμός;”

“Διώνη Καλομοίρη, δωμάτιο 434”

…………………….

(Πέντε μήνες πριν)

“Είμαι η Διώνη Καλομοίρη, χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω από κοντά…”

“Ω ευχαριστώ πολύ…” της απάντησα με ένα ελαφρύ ξάφνιασμα.

Το χέρι της ήταν ήδη απλωμένο στο δικό μου, τα μάτια της, γεμάτα ευγένεια και ομορφιά είχαν ήδη κλειδώσει το βλέμμα μου. Ένιωσα τρυφερά τα δάχτυλά της, το θερμό και εγκάρδιο σφίξιμό της. Και τα όμορφα λόγια της που συνέχιζαν:

“Έχουμε μιλήσει στο τηλέφωνο από το help-desk, είμαι από το κατάστημα του Πειραιά. Όλοι έχουν να το λένε με τη διάθεση που δείχνεις να μας βοηθήσεις…”

“Σε ευχαριστώ πολύ” 

Αυτή ήταν η πρώτη μας συνάντηση. Ήρθε ξαφνικά στη ζωή μου. Λες και άνοιξες ένα παράθυρο ξαφνικά σε ένα κλεισμένο σπίτι και ξεχύθηκε με μιας το φως  σε κάθε του γωνιά, σε κάθε του διάδρομο. Χαμογελαστή, όμορφη και γλυκιά. Με εκείνο το βλέμμα της, αχ εκείνα τα καστανά της εκφραστικά μάτια. Πόση ζεστασιά και θαλπωρή έβγαζαν, να στη δώσουν απλόχερα, χωρίς να χρειαστεί να σκεφτείς, να διστάσεις.

Και θα ήταν αυτό το βλέμμα που άρχιζε αργά μα ουσιαστικά να μιλάει στην καρδιά μου. Μα δεν έμεινε εκεί. Διάβηκε την άμυνα του κορμιού μου. Άγγιξε κάθε μου αίσθηση, ρίγησε τις σκέψεις μου, βάθυνε τα όνειρά μου. Στην αρχή δεν ήθελα να το πιστέψω μα σιγά-σιγά το έβλεπα να ερχόταν. Αργά αλλά όμορφα. Όπως η αύρα της μαγείας απλώνεται ολόγυρά σου και σε συνεπαίρνει. Για να φτάσει σε εκείνο το κρίσιμο σημείο, στο σημείο χωρίς επιστροφή.

…………………..

(Λίγες μέρες πριν)

Ω Θεέ μου πόσο όμορφη ήταν. Πόσο έλαμπε η ημίγυμνη μορφή της στο φως του φεγγαριού. Το δωμάτιό μας είχε πνιγεί στη θέρμη του έρωτα και απεγνωσμένα τα κορμιά μας γύρευαν ένα δρόσο να πάρουν την ανάσα τους. Για να συνεχίσουν ξανά και ξανά στο κάψα των ηδονών. Δεν ξέρω πώς άφησα τον εαυτό μου σε αυτό το ταξίδι. Τι ήταν εκείνο που με τράβηξε κοντά της.

“Τι φοβάσαι;” με ρώτησε με εκείνη την ψιθυριστή της φωνή την ώρα που το κεφάλι της έγερνε στο στήθος μου τρυφερά. Ο βωμός του έρωτά μας, κρατούσε τα γυμνά κορμιά μας αγκαλιά.

“Δεν έπρεπε να γίνει αυτό…” είπα χωρίς να ξέρω καλά-καλά το γιατί.

Με κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια. Το βλέμμα της έβγαλε απορία αλλά και μια πίκρα μαζί.

“Γιατί γεμίζεις τις στιγμές σου με ενοχές;”

“Δεν είμαστε μόνοι μας Διώνη και το ξέρεις, δεν βλέπεις ότι δεν είμαστε κάτι συνηθισμένο;…”

“Εκείνο που ξέρω είναι το πώς ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς σου, πως έκαιγαν τα χείλη σου, ποια λάβα έβγαζε το κορμί σου”

“Ναι αλλά… έχουμε ζητήματα πίσω μας”

Ανασηκώθηκε λίγο για να με ρωτήσει με σαφήνεια.

“Ένιωσες κάτι κακό από μένα; Ζήτησα κάτι; Με βλέπεις σαν πειρατή στη ζωή σου; Διεκδίκησα τίποτα πέραν απ’ αυτές τις στιγμές; Ακριβές σαν εκείνο το άρωμα κλεισμένο στο μικρό γυάλινο μπουκαλάκι…”

“Όχι δεν είπα κάτι τέτοιο… για μένα μιλάω… Τι θα πω στους δικούς μου;”

“Το κορμί δεν λέει ποτέ ψέματα καρδιά μου…” απάντησε αποστομώνοντάς με. 

Είχε το χάρισμα να διαβάζει την ψυχή μου, να μπαίνει στις πόρτες του μυαλού μου. Να ανοίγει τα αισθήματά μου, να βλέπει τα κενά, τις άδειες και σκοτωμένες ώρες. Ήξερε να περπατάει μέσα στις ομίχλες της αποξένωσής μου, να μού δίνει τη δική της πυξίδα για να βγω, να νιώσω, να προσανατολιστώ. Κοντά της θυμήθηκα την έννοια της τρυφερότητας. Το νοιάξιμο. Το τρυφερό χάδι. Τη σημασία, το νόημα. Γέμισε τις στιγμές μου μ’ αυτή τη γλυκιά αναμονή της νέας συνάντησης. 

“Ξέρεις με τι ανησυχώ μαζί σου Διώνη; Το ότι δεν μπορώ να πω όχι”

“Το ζήτημα είναι θέλεις να το πεις ή πρέπει να το πεις;”

“Έχει σημασία;”

“Φυσικά και έχει σημασία! Αυτό κι αν έχει σημασία! Μένεις στο πρέπει, κρέμεσαι απ’ αυτό, το μεγαλώνεις. Το κάνεις δικαστή”

“Μα δεν είναι;”

“Δεν ήρθα να χαλάσω τη ζωή σου… ήρθα για σένα μόνο, για λίγες στιγμές… για ένα πέταγμα στο ρίγος της καρδιάς… αν μπορέσω να σε πάρω να ταξιδέψουμε λίγο ψηλά, ως τον ουρανό, στα όνειρα και στη φαντασία των δικών μας στιγμών… και ύστερα να σε γυρίσω πίσω, εκεί που ανήκεις…”

“Ως που θα κρατήσει όλο αυτό; Κάπου δεν πρέπει να έχει ένα τέλος;”

Άφησε το βλέμμα της να καρφωθεί στο ταβάνι ψηλά.

“Ένα τέλος… αυτό γυρεύεις λοιπόν… να ορίσεις το τέλος… ξεκινάς μια διαδρομή και θες να ορίσεις τον τερματισμό… ποιοι είμαστε να ορίσουμε το μυστήριο της ζωής…”

“Φοβάμαι…”

“Πες μου αν θες να σταματήσουμε! Δεν θα σταθώ εμπόδιο σε όποια σου απόφαση…”

Σηκώθηκε ήρεμα, άρχισε να ντύνεται.

“Την Παρασκευή θα είμαι πάλι εδώ. Θα σε περιμένω, στο ίδιο δωμάτιο… ότι και να κάνεις να ξέρεις ότι θα το σεβαστώ… αυτό θέλω να το έχεις καλά στο μυαλό σου. Δεν είμαστε αντικείμενα να ανήκουμε ο ένας στον άλλον. Μοιραζόμαστε οικειοθελώς τις στιγμές μας χωρίς πίσω σκέψεις και δεύτερες επιλογές. Ήρεμα να πάρεις την απόφασή σου”

………………………..

Τώρα…

Πήρε το κλειδί από την ρεσεψιονίστ. Γύρισε, μία ακόμα φορά, στο μέρος μου. Το βλέμμα της αναζήτησε το δικό μου. Προχώρησε στο βάθος του φουαγιέ του ξενοδοχείου. Εκεί, σταμάτησε για λίγο μπροστά στον ολόσωμο μεγάλο καθρέφτη με το χρυσό πλαίσιο. Για ένα δευτερόλεπτο, είδα την αντανάκλασή της στον καθρέφτη. Ήρεμη, γαλήνια. 

Ναι! Σηκώθηκα αργά, έδωσα ένα ακριβό φιλοδώρημα στον μπάρμαν και χωρίς να απαντήσω στις θερμές του ευχαριστίες κίνησα προς το μέρος της. Είχε ήδη μπει στο ασανσέρ και έμεινα εκεί μπροστά να παρακολουθώ τις ενδείξεις των ορόφων που αναβόσβηναν. Ήταν αδύνατον να αντισταθώ. Ήταν μια παράξενη σειρήνα. Όχι από αυτές που ήταν τυλιγμένες στην πλάνη και στο φόβο. Είχα πάρει την απόφασή μου. Πάτησα αποφασιστικά το κουμπί του ασανσέρ και οι ενδείξεις των ορόφων άρχισαν να μετρούν ανάποδα. Τέταρτος… τρίτος… ισόγειο.

Το χέρι μου έπιασε το πόμολο της πόρτας. Δωμάτιο 434. Έβαλα δύναμη, η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μπήκα με την καρδιά μου να έχει ήδη ανεβάσει σφυγμούς. Το δωμάτιο ήταν μισοφωτισμένο. Την αναζήτησα με τα μάτια μου. Ήταν εκεί απέναντι. Καθόταν ελκυστικά στο κρεβάτι. Τα μάτια της ήταν πάντα εκεί. Για κάποια δευτερόλεπτα μεσολάβησε μια αμήχανη σιωπή, που γρήγορα όμως κόπηκε απ’ το ζεστό της κάλεσμα.

“Ήρθες Χαρά;” με ρώτησε

“Ναι…” της απάντησα πλησιάζοντας. Άπλωσε το χέρι της προσεκτικά

“Τελικά ναι γλυκιά μου! Είναι όμορφη η απλή ζωή, μα μήπως το μυστήριο και το πάθος την κάνουν ομορφότερη;…    τι λες;” μου είπε.

Αφέθηκα στην αγκαλιά της, τα χέρια μας έκαναν κύκλο γύρω από τα σώματά μας που ήδη άρχισαν να ετοιμάζονται για το δικό τους χορό της φωτιάς. 

“Ναι Διώνη… το μυστήριο και το πάθος…  αυτή η αρμονία και των δύο τους είναι που κάνουν τη ζωή ομορφότερη” απάντησα την ώρα που ένιωθα τα δυο της χέρια να τραβούν τη φούστα μου χαμηλά προς τα πόδια μου.

“Καλά μας ταξίδια λοιπόν Χαρά μου…” 

Τέλος



Φίλες και φίλοι μου,

το διήγημα αυτό, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο δεύτερο κύκλο του εξαίρετου δικτυακού δρώμενου, που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax εδώ:

"Εικόνα και φράση #2"

Επέλεξα την αρχική δοσμένη εικόνα για να με οδηγήσει στην έμπνευση για αυτό το διήγημα καθώς και τη φράση που την συνοδεύει, η οποία παρουσιάζεται με κόκκινη γραφή. Για μια ακόμα φορά, να ευχαριστήσω την αγαπημένη μας φίλη για τη δυνατότητα που μάς δίνει στο να εμπνευστούμε και να δημιουργήσουμε. Επίσης όλες και όλους τους φίλους για τις εξαίρετες επίσης συμμετοχές-δημιουργίες τους, τις οποίες μπορείτε να αναζητήσετε, μέσω των αντίστοιχων λινκ, στην ιστοσελίδα που σας ανέφερα.

Σας ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σας.


Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

Καλό ταξίδι αγαπημένη Ελένη Κοτσιρούλα μας

 Είναι εξαιρετικά δύσκολο, όλες τις φορές, να γράψεις κάποια λόγια, για να αποχαιρετίσεις κάποιον αγαπημένο και γνωστό σου, στο στερνό του ταξίδι.

Πόσο μάλλον, όταν με αυτήν, έχεις συνδεθεί μαζί με μια όμορφη παρέα, σε ωραίες και ανθρώπινες εκφραστικές στιγμές.



Ελένη Πανταζή


Εμείς, οι φίλοι της και συνοδοιπόροι της στον όμορφο κόσμο των bloggers, την γνωρίζαμε χρόνια πολλά. Για μας ήταν η δική μας, η:

Ελένη, η Κοτσιρούλα μας

Στην εποχή του pathfinder και των blogs εκείνης της εποχής, ήταν η αγαπημένη μας φίλη.

Το ρομαντικό, τρυφερό, δοτικό και εκφραστικό εκείνο κορίτσι, που η δική της "καλημέρα" αποτελούσε για την παρέα μας, μια καθημερινή όμορφη επικοινωνία και αύρα.

Δυστυχώς ο ερχομός του Απρίλη, ήρθε να την πάρει από κοντά μας, να την τραβήξει ψηλά στον ουρανό. Στην αγκαλιά του αγαπημένου της πατέρα, που αποτελούσε για εκείνη ξεχωριστή μορφή.

Μια άδικη και τραχειά απώλεια για όλους μας! Τους δικούς της συγγενείς και φίλους, τους δικούς της ανθρώπους στη ζωή της αλλά και για μας του δικτυακούς της φίλους και φίλες.

Μια απώλεια που κοστίζει, στον καθένα από τον περίγυρό της, πολύ και με ξεχωριστό τίμημα.

Το blog της μένει εδώ, δίπλα μας. 

Όνειρα

Έχει τα λόγια της, το δικό της αποτύπωμα, τις σκέψεις, τη γραφή της, τα δικά της όνειρα, τις ξεχωριστές στιγμές της.

Είναι μια κληρονομιά μνήμης, αγάπης, παρουσίας καθώς είναι το δικό της μοίρασμα με τους δικτυακούς της φίλους και φίλες.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, την αγωνία της, τότε που έκλεισε η πλατφόρμα του pathfinder και έχασε "τα νερά της". Στην αγωνία της να μη χάσει αυτήν την όμορφη συντροφιά των δικτυακών φίλων. Την προσμονή της να στηθεί το νέο μπλογκο-σπιτάκι της με όλες εκείνες τις καινούργιες δυσκολίες.

Ειλικρινά δεν έχω κάτι παραπάνω να πω.

Θέλω να εκφράσω τα πιο θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά της και στους δικούς της ανθρώπους.

Και θέλω, ταπεινά, να την αποχαιρετίσω στο στερνό της ταξίδι, τολμώντας να πω, εκ μέρους

ΟΛΩΝ των bloggers φίλων της.

Ελένη μας

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ αγαπημένη μας

Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ!

Σε ευχαριστούμε για το χαμόγελο και την ψυχούλα σου, που μάς έδωσες όλα αυτά τα χρόνια!

Οι bloggers ακόλουθοί σου