Πάει καιρός που ο φετινός Μάρτης του 2022 ανήκει στην ιστορία. Έφυγε μέσα σε έναν ορυμαγδό ψύχους, παγωνιάς και μυριάδων προβλημάτων, που έφερε στην ανοχύρωτη, από κάθε άποψη ζωή μας. Ο πιο κρύος Μάρτης των τελευταίων δεκαετιών μάς έσπρωξε στα όριά μας, για μια ακόμα φορά. Η έλλειψη ουσιαστικής θέρμανσης στα λαϊκά σπίτια, μετέτρεψε τη ζωή μας σε ένα ...ψυγείο και χάρισε ανείπωτα ρίγη στο ταλαίπωρο κορμί μας.
Έτσι, για μια ακόμα φορά, το βιβλίο ήταν ένα από εκείνα, που γέμισε ζεστασιά και συγκίνηση κάποιες στιγμές περισυλλογής μας. Συνεχίζοντας τη διαδρομή του θέματος "Τα βιβλία του μήνα" είναι η στιγμή να σάς παρουσιάσω, ποια ήταν τα βιβλία που διάβασα το Μάρτη που μάς πέρασε. Πάμε λοιπόν.
Τα βιβλία του Μάρτη
Δύο ήταν τα βιβλία, που συνόδευσαν τις ώρες μου μέσα στο μήνα που έχει περάσει. Και τα δύο είναι του ίδιου συγγραφέα. Και τα δύο αποτέλεσαν ένα πολύ μεγάλο γνωστικό αλλά και συγκινησιακό σοκ για μένα.
Γράφτηκαν από τον ΜΕΝΕΛΑΟ ΛΟΥΝΤΕΜΗ. Τον συγγραφέα και πνευματικό άνθρωπο, που σημαδεύει στη ζωή και τη σκέψη μου τον τελευταίο καιρό. Σε μια, άνευ προηγουμένου, συναισθηματική φόρτιση, με μια γραφή, που αποτελεί αποθέωση της ίδιας της λογοτεχνίας στην κλασική και παραδοσιακή λαϊκή της μορφή.
Το Φλεβάρη είχα ξεκινήσει το "Ένα παιδί μετράει τα άστρα". Στην ουσία δηλαδή, ξεκίνησα τη μεγάλη τετραλογία του Μέλιου. Μια κατ' ουσίαν αυτοβιογραφία του μεγάλου μας αυτού συγγραφέα, που σημαδεύει τη γραφή και την ιστορία του λαού μας. Εκεί συνάντησα και γνώρισα τον Μέλιο Καδρά. Το νεαρό αυτό παιδί που γύρευε, με υπαρξιακή αγωνία, ένα βιβλίο να διαβάσει αλλά και ένα σχολείο να μάθει τα γράμματα που τόσο αγαπούσε. Αυτό ήταν το δεύτερο βιβλίο της περιβόητης τετραλογίας. Ήταν σειρά όμως να ξεκινήσω την τετραλογία από την αρχή. Και η τύχη μου το έφερε, να έχω το βιβλίο από το Μάη του 1997 στη βιβλιοθήκη μου
"Συννεφιάζει"
Το μυθιστόρημα αυτό γράφτηκε το 1946 και αποτελεί το πρώτο βιβλίο της περίφημης "Τετραλογίας του Μέλιου". Χρόνος δράσης είναι η εποχή αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης και της ανταλλαγής πληθυσμών, χριστιανών και μουσουλμάνων. Χώρος δράσης είναι η κεντρική Μακεδονία και συγκεκριμένα, οι περιοχές γύρω στην Έδεσσα.
Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο:
Βγαλμένο μέσα από ανεξίτηλα προσωπικά βιώματα των πρώτων παιδικών χρόνων του συγγραφέα, που ο καημός δεν μπόρεσε να σκεπάσει τη ζωηράδα τους με το θαμπό πέπλο της λησμοσύνης, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη, είναι ένα από τα καλύτερα έργα της πεζογραφίας του. Μέσα απ' τα βαλτοτόπια και τις ρεματιές, τα λακώματα και τους σγουρούς κάμπους της Μακεδονίτικης φύσης, ξωμάχοι, χωριάτες και λασπιάδες, συνθέτουν συγκινητικά και παραστατικά μια ποιητική ζωγραφιά της ζωής των ανθρώπων του μόχθο στο Βλάδοβο της Έδεσσας.
Το βιβλίο είναι λουσμένο στην συγκλονιστικά λυρική λογοτεχνική γλώσσα του Μενέλαου Λουντέμη, γεγονός που αποτελεί μόνιμη διδαχή καλολογικών στοιχείων. Οι παρομοιώσεις είναι τόσο ποιητικές, που πολλές φορές μοιάζουν με έργα ζωγραφικής, με έργα τέχνης. Επίσης η απλή λαϊκή γλώσσα της εποχής, συνοδεύει πάντα τη γλώσσα της αφήγησης. Ο αναγνώστης διαβάζει ακριβώς όπως μιλούσαν οι άνθρωποι και οι πρωταγωνιστές του έργου.
Το "Συννεφιάζει" ξεκινάει σοκαριστικά και μάς μεταφέρει στις τραγικές στιγμές του ξεριζωμού κατοίκων από τα σπίτια, τη γη και το βιος τους για να εφαρμοστεί η περιβόητη ανταλλαγή πληθυσμών χριστιανών και μουσουλμάνων, αμέσως μετά τη συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η πρώτη σκηνή μάς γνωρίζει τον μικρό μουσουλμάνο, το Σουκρή και τη φαμίλια του αλλά και το φίλο του, έναν νεαρό μικροπωλητή που τριγυρίζει με την πραμάτεια του στο σταθμό του τραίνου. Ένα μήνα τώρα, είναι έτοιμοι για να τους παραλάβει το τραίνο εκείνο της φυγής στην Ιστανμπούλ, όπου καλούνται να μετοικήσουν. Η περιβόητη σκηνή του Σουκρή, που έμεινε στη λογοτεχνική ιστορία, για να διδάσκεται ως τραγωδία, που ματώνει την ψυχή, που λυγάει τα συναισθήματα σαν πυρωμένο σίδερο, που αφήνει τα δάκρυα να κυλήσουν ακράτητα στα μάτια.
"Σε παρακαλώ, παππού Θεέ... α δεις να τριγυρνάει όξω απ' το παλάτι σου ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Πάρ' το μέσα. Σε περικαλώ και να το συχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το κακορδίζεις γι' αυτό. Σε περικαλάει ένας μικρός μικροπουλητής του σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο. Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ' ευχαριστώ..."
Από εκείνο το γεγονός, που σημαδεύει τη ζωή του νεαρού παιδιού, ξεκινάει η μεγάλη προσωπική του "Οδύσσεια" στη γη της Μακεδονίας, όπου γυρεύει το δικό του φως στην ταραγμένη του ζωή. Θα συναντήσουμε χαρακτηριστικούς χαρακτήρες στα χωριά και τις πόλεις της περιοχής, μέχρι που το νεαρό αγόρι θα βρει ρίζες σε ένα υπαίθριο εργοστάσιο εποχής. Στους θρυλικούς λασπιάδες και την κοινωνία τους.
Ο Μπίσκα Πέτερ, ο Γιοβάνης, ο Κρίστας, ο Τόλε. Οι εργάτες, που απ' τα λασπωμένα χέρια και την πεντακάθαρη καρδιά τους, έβγαιναν τα τούβλα εκείνης της εποχής.
Το "Συννεφιάζει" είναι η απαρχή της μυθιστορηματικής αφήγησης μιας ολάκερης ζωής του συγγραφέα, δοσμένη με μια πλοκή, που θα συνταράξει κάθε στοιχείο του συναισθηματικού σας κόσμου. Βιβλίο και έργο στολίδι με μεγάλη κοινωνική και ιστορική αξία. Σε ένα δε κόσμο ιμπεριαλιστικών πολέμων, ξεριζωμών, προσφυγιάς, καθίσταται διαχρονικά επίκαιρο ως "Ευαγγέλιο" ανθρωπιάς και συναδέλφωσης.
Ο μικρός μουσουλμάνος, ο Σουκρής, είναι φίλος του Μέλιου Καδρά, ορφανό προσφυγάκι και εκείνο από την Κωνσταντινούπολη, που έρχεται στην κεντρική Μακεδονία, με το κύμα των προσφύγων, έρημος και εξαθλιωμένος, προσπαθώντας να επιβιώσει και να βρει το δρόμο του. Έναν δρόμο, άγριο, σκληρό, μέσα στις δομές ενός κράτους απόλυτα μισερού απέναντι σε κάθε τι πονεμένο, κατατρεγμένο και διαφορετικό. Θα βρεθεί στη φωτιά της τραγωδίας της ανταλλαγής πληθυσμών όπου Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί, θα εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, για να πεταχτούν εκεί που όρισαν οι "συμφωνίες των μεγάλων" Οι λαοί ξεριζώνονται και μια μεγάλη φιλία δύο μικρών παιδιών, στέκει στη μέση μετέωρη, κυνηγημένη καθώς δεν γνωρίζει μήτε από πόλεμο μήτε από σύνορα μήτε από πολιτικές. Αυτό είναι το "Συννεφιάζει"
"Οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν"
Όταν τον Οκτώβρη του 1949, τα τότε "δημοκρατικά" κόμματα της βουλής του μοναρχοφασιστικού κράτους, ψήφισαν με "ενθουσιασμό" το ΟΓ' Ψήφισμα, μετά από εισήγηση του "ενδόξου" Γενικού Επιτελείου του Εθνικού μας στρατού, για την ίδρυση του περιβόητου Οργανισμούς Αναμορφώσεως Μακρονήσου, κανείς δεν ήξερε ότι ένα νέο Νταχάου θα ιδρύονταν στη χώρα, που ο λαός της μάτωσε και θυσιάστηκε για να πολεμήσει τους Ναζί φασίστες και τους συνεργάτες της. Έτσι οι μέχρι πρότινος δοσίλογοι και συνεργάτες των Γερμανών έγιναν το κράτος που ίδρυσε τον εφιάλτη της Μακρονήσου. Ω τι ύβρις! θα έλεγαν περίτρανα οι αρχαίοι τραγωδοί! Οι αγωνιστές της αντίστασης, οι άνθρωποι που όρθωσαν το ανάστημά τους στους κατακτητές, απλοί φαντάροι, έγιναν ένα σμάρι κατάδικων σε ένα κολαστήρι που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αποκάλεσε "Παρθενώνα της συγχρόνου Ελλάδος"! Ναι, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αρχηγός της Ε.Ρ.Ε. και μετέπειτα "σεβάσμιος" δημοκράτης πολιτικός που βαφτίστηκε κι αυτός ..."αντιστασιακός" γιατί η χούντα τον ...βασάνισε οικτρά ως ... έγκλειστο σε ένα σπίτι.
Ο Μενέλαος Λουντέμης, έζησε την κόλαση της Μακρονήσου από μέσα. Όντας κρατούμενος. Μαζί με δεκάδες άλλους πνευματικούς ανθρώπους. Τα οικτρά του βιώματα σε εκείνον τον ανείπωτο Γολγοθά, οδήγησαν στην συγγραφή της "Οδού Αβύσσου, αριθμός μηδέν", βιβλίο που δόθηκε σε έκδοση, το 1962.
Ο Γιάννης Ρίτσος, συγκρατούμενός του, έγραφε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
"Εδώ είναι το σπίτι του Μενέλαου. Όχι οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν αλλά οδός Ανθρώπου, αριθμός ένα. Δε χρειάζεται να χτυπήσεις. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Μπορείς να μπεις. Μ' αναμμένο το φανάρι της καρδιάς μου μες στη νύχτα φωτίζω την πόρτα σου, Μενέλαε. Σε βρήκα! Περάστε, αδέλφια! Το σπίτι του όλους μάς χωράει. Εδώ μένει ένας άνθρωπος, που καίγεται απ' τον ήλιο της καρδιάς του και φωτίζει"
Σ' αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα, καθρεφτίζεται η ντροπή ενός κράτους, σε μια εποχή, που θα μείνει ανεξίτηλα στιγματισμένη στη μνήμη της ανθρωπότητας και που συμβολίζεται, ως τις μέρες μας, με μια μοναδική λέξη: "ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ" (Μετάνοιωσαν άραγε ποτέ;)
Οι διεστραμμένοι εγκέφαλοι, που επινόησαν τα ιδεολογικά και σωματικά κολαστήρια της Μακρονήσου, θα παραμείνουν για πάντα καταδικασμένοι στη συνείδηση του λαού μας. (Ισχύει άραγε;)
Οι κυνηγημένες ιδέες και τα βασανισμένα κορμιά, που σε βάρος τους διαπράχθηκαν οι πιο απεχθείς, διεστραμμένοι, ανελέητοι διωγμοί (όμοιοι μ' αυτούς των πρώτων Χριστιανών), εμπνέουν τον συγγραφέα, που γνώρισε α ξερονήσια και κατάπιε τα φαρμάκια, δίνοντας τον αγώνα για την ιδέα και τον άνθρωπο.
"Κείνο το βράδι σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ουρλιάζανε άνθρωποι"
Μ.Λ.
Δύο είναι τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου. Αυτά που θα μάς τραβήξουν μαζί τους στην ανάγνωση των δικών τους Παθών και στη στράτα του δικού τους Γολγοθά. Ο Γιώργος Καρυστινός και ο Παναγής Ζαγκλίφας, κρατούμενοι του στρατοπέδου. Μαζί τους ένα άλλο πρόσωπο, καθοριστικό, σημαντικό. Ο Στελάρας ο "Μελιτζάνας", ένας δεσμοφύλακας που τραβήχτηκε από τα κάγκελα της φυλακής, ως ποινικός ισοβίτης, για να "εκτίσει λυτρωτικά" την ποινή του, ως δεσμοφύλακας στην Μακρόνησο. Μέχρι τέλους, αυτή τη διαδρομή θα παρακολουθήσουμε μαζί με πολλά άλλα πρόσωπα, που θα περάσουν από την πλοκή με συγκλονιστικό τρόπο, δοκιμάζοντας την συναισθηματική και ψυχολογική μας αντοχή, φορτώνοντάς μας με μεγάλα ερωτήματα, σκέψεις και απόψεις.
Κλείνοντας να παραθέσω μια παράγραφο από τις σκέψεις του συγγραφέα, που αποτελεί "ευαγγέλιο" αλήθειας για τον τόπο μας και την ιστορία του λαού μας:
"Τα τελευταία τούτα χρόνια, στον τόπο αυτόν, ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της ιστορίας του. Ειπώθηκαν ψέματα, που ντράπηκαν και τα ίδια μιας και δεν ντράπηκαν τα στόματα που τα 'λεγαν"
Ένα μπουκάλι με εξαίρετη ανάγλυφη διακόσμηση, από αυτές που λατρεύω |
Ένα υπέροχο κουτί, ανάλογα διακοσμημένο, μαντέψτε για ποια χρήση; |
Ω ναι! Είναι μια υπέροχη θήκη για τσάι! Κάτι που δεν είχα ποτέ μου! |
Ένα μεγάλο μπουκάλι με άριστη διακόσμηση και ανάλογο ντεκουπάζ |
Εδώ το βλέπουμε στην πίσω όψη |
Και τέλος, το μικρό μπουκάλι σε ακόμα μία εικόνα. |
Μαίρη μου, σε ευχαριστώ μέσα απ' την καρδιά μου για τα υπέροχα δωράκια σου, την τέχνη, την αγάπη σου και το μεράκι σου. Όπως και για τις ευχές σου μέσα απ' την καρτούλα σου. Επίσης ευχαριστώ όλες και όλους τους φίλους για την τιμή που έκαναν στην συμμετοχή μου σε αυτό το εξαίρετο δρώμενο. Απολαμβάνω κάθε στιγμή αυτής της συλλογικής μας δράσης και δημιουργίας.
Χριστός Ανέστη σε όλες και όλους.