H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Οι μεγάλες ώρες μιας άλλης Μεγάλης Παρασκευής

Οι μεγάλες ώρες μιας άλλης Μεγάλης Παρασκευής


Προσωπικό διήγημα του Γιάννη Πιταροκοίλη




Από νωρίς το πρωί πέρα ο Βοριάς στον ορίζοντα άρχισε να παίρνει χρώμα μπλαβί. Που και που ο αγέρας δυνάμωνε στέλνοντας τα σύννεφα να τρέχουν διαβαίνοντας προς το Νότο. Το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα έσπαγε την παγερή σιωπή που απλώνονταν πάνω στην πόλη. Το άρωμα απ τα αγριολούλουδα σε όποια κομμάτια γης είχαν μείνει ζωντανά έφτανε σε λίγους τυχερούς διαβάτες που βιαστικά τάχυναν το βήμα τους στην περιορισμένη και οροθετημένη τους έξοδο στον ανοιχτό χώρο.

Πρωινό Μεγάλης Παρασκευής…

Μια εντελώς διαφορετική Μεγάλη Παρασκευή από αυτές που ζούσαμε. Μια παράξενη σιωπή απλώνονταν στην πόλη. Άλλοτε βουερή μια τέτοια μέρα, με ένα αλλοπαρμένο μελίσσι ανθρώπινο βουτηγμένο στον ύστερο καταναλωτισμό να κουβαλάει τις πραμάτειες του. Υπήρχαν όμως και μνήμες ή στιγμές ανθρώπων που παρέπεμπαν σε άλλες αναφορές. Η λειτουργιά της αποκαθήλωσης δεν είχε δα τελειώσει ακόμα στις εκκλησιές. Παλιές νοικοκυρές αλλά και νέοι άνθρωποι ετοιμάζονταν για το μεσημεριανό οδοιπορικό στα κοιμητήρια. Ήταν η δική τους μέρα σήμερα. Η μέρα των νεκρών. Των δικών που είχαν φύγει. Μέρα αναφορά σε φυσικούς αλλά και παράταιρους χαμούς, σε απώλειες λογικές μα και εκτρωματικές μαζί. 

Το χτύπημα της καμπάνας αργό, βαρύ, πένθιμο. Σηματοδοτούσε τη μέρα. Μεσημέρι. Οι πασχαλιές μοσχοβολούσαν στα περιβόλια. Ο ουρανός άρχιζε να βαραίνει συμμετέχοντας και αυτός σε ένα βουβό θρήνο. Οι λίστες με τα χαρτάκια των δικών του άλλου κόσμου ετοιμάζονταν γεμάτα συγκίνηση. Η θύμηση, η νοσταλγία, ο πόνος, το άδικο, το φυσικό. Το πάντα αφόρητο του θανάτου που κάθε άνθρωπος αδυνατεί να διαχειριστεί. Και γέμιζε η λίστα της μνήμης. Ο πατέρας, η μάνα, η γιαγιά, ο παππούς, ο αδελφός, το παιδί… Εκεί κόμπιαζε το χέρι για να γράψει. Δίσταζε, αδυνατούσε. Δεν το πίστευε πως ένας γονιός θα έγραφε σε αυτή τη λίστα της μνήμης της Μεγάλης Παρασκευής το όνομα του παιδιού του. Έμοιαζε εφιάλτης γεμάτο πόνο.

Και ύστερα, ξεκινούσε εκείνο το μεγάλο οδοιπορικό. Βήματα ανθρώπων. Στην αρχή μόνοι. Μετά δύο-δύο. Ύστερα ο αριθμός μεγάλωνε καθώς ο δρόμος ζύγωνε στο κοιμητήριο με τα θλιμμένα βουβά κυπαρίσσια. Γίνονταν ποταμός ανθρώπων, μια μεγάλη πομπή που έτρεχε να τους συναντήσει. Να τους μνημονεύσει, να τους χαιρετίσει και να ευχηθεί μαζί τους μια Ανάσταση που θα τη ζούσαν χωριστά. 

Βουβά κλάματα, σφιγμένα στόματα, μελανιασμένα δάχτυλα από το σφίξιμο, χέρια γεμάτα λουλούδια, χοές με λιβάνια και καπνό που ανέβαινε το δικό του ταξίδι στον ουρανό. Και ύστερα ο Επιτάφιος. Η μεγάλη εκείνη πομπή. Η υμνωδία από το “Αι γενεαί νυν πάσαι…”, ο Σταυρός Του, η περιφορά, η εξόδιος τελετή. Το πέρασμά Του ανάμεσα στους τάφους ελπίδα ενός ύστατου χαιρετισμού. Όλα κάπως έτσι.

Και μετά η επιστροφή. Το απόγευμα με καφέ και η προσμονή για την απογευματινή λειτουργία. Τα εγκώμια, οι στάσεις και ύστερα η έξοδος και η περιφορά. Όλα κάπως έτσι. 

Μόνο που σήμερα, αυτή ειδικά τη Μεγάλη Παρασκευή όλα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Όλα θα ήταν παράξενα. Παράταιρα, αλλόκοτα. Βλέπεις, το αναγκαστικό κλείσιμο των ανθρώπων στα σπίτια, ο φόβος, η σκιά ενός περιφερόμενου άλλου θανάτου θύμιζε πολλά στον άνθρωπο. Κανείς δεν το περίμενε. Ήρθε ξαφνικά, αναπάντεχα. 

Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Ο συννεφιασμένος βαριά ουρανός έριχνε το βάρος του ασήκωτο παντού. Οι εκκλησιές κλειστές, ο μόνος ήχος ήταν αυτός των φύλλων στα δέντρα απ το Βοριά που φυσούσε. Οι καμπάνες έστεκαν βουβές, ακίνητες. Και οι πόρτες στα κοιμητήρια, ήταν ερμητικά κλειστές. Το βράδυ σαν ήρθε τα κεριά δεν άναψαν ενώ οι στράτες έμειναν έρημες. Και σαν το φως της μέρας έδωσε τη θέση του στη νύχτα εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής, το γένος των ανθρώπων έμεινε μέσα σφραγισμένο στα τσιμεντένια τους σπίτια συντροφιά με αυτό το πρωτόφαντο αίσθημα της ήττας. Πως ήταν άραγες δυνατό ένας ανθρώπινος “πολιτισμός”, με τόση τεχνολογία, με τόσα επιστημονικά θαύματα να ηττηθεί από μια αθέατη, απειροελάχιστη μορφή ζωής. Πως ήταν δυνατόν;

Να περνούσε άραγε απ το μυαλό κάποιων ότι, κάποια στιγμή η φύση, η ζωή θα έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο στους ανθρώπους; Να πιθανολογούσαν ότι, κάποια άλλη δύναμη θα απειλούσε τη δική τους ευτελή κυριαρχία στη γη; 

Τέτοιες σκέψεις γυρόφερναν στα μυαλά των κατοίκων της πόλης σαν έπεσε το σκοτάδι. Και οι δρόμοι έμεναν βουβοί, άδειοι, χωρίς την περιφορά, χωρίς τα εγκώμια, και τα αναμμένα κεριά.


Και τότε, ώρα ενάτη, ήταν που το είδαν οι πρώτοι που τα σπίτια τους ήταν κοντά εκεί! Ξεκίνησε με ένα ανατριχιαστικό θρόισμα μέσα στη νύχτα. Ένα γλυκό αχνό φως τρεμάμενο, που όλο και μεγάλωνε σιγά σιγά. Έβγαινε από το κοιμητήριο, από τα σπίτια εκείνων που αυτή τη Μεγάλη Παρασκευή έμειναν χωρίς λουλούδια ή το παραδοσιακό τρισάγιο. Να που το φως δυνάμωνε σιγά-σιγά. Και μέσα στην ηρεμία της νύχτας, εκεί δα φάνηκαν οι πρώτες σκιές. Ανάλαφρες, σιωπηρές. Με μικρά συρτά βήματα.

Ήταν οι μορφές γυναικών. Όμορφες, φεγγοβολούσαν μέσα στη νύχτα. Φορούσαν χλαμύδες ριχτές σε όλο τους το σώμα. Είχαν ξέπλεκα μαλλιά λυμένα στους ώμους. Ένα πρασινωπό υπέροχο φως τύλιγε την ανέκφραστη παρουσία τους. Στα χέρια τους κρατούσαν κεριά και  βάδιζαν λες στον αέρα. Μια απίστευτη ηρεμία ήταν ζωγραφισμένη στα γλυκά πρόσωπά τους. Και μια διακριτική θλίψη βάρυνε το βλέμμα τους καθώς εκείνο απλωνόταν πέρα μακριά. Οι λευκές τους χλαμύδες θρόιζαν και αυτές στο χάδι του ανέμου ζωγραφίζοντας απίθανα σχήματα στο φως εκείνο που τις περιέβαλλε. 

Ήταν οι αναμνήσεις και οι νοσταλγίες. Αμέτρητες, εκφραστικές. Οι ελπίδες. Τα ανεκπλήρωτα όνειρα, οι απωθημένες σκέψεις, οι στιγμές που δεν μπήκαν στη φωτιά της ζήσης, οι αποχαιρετισμοί που δεν δόθηκαν, οι καλημέρες που δεν ειπώθηκαν. Οι αγκαλιές που δεν άνοιξαν, τα “σ’ αγαπώ” που έμειναν μισοτελειωμένα στα χείλη. Ήταν όλες εκεί, η μία πίσω απ την άλλη.

Και τότε καθώς το φωτεινό εκείνο ποτάμι είχε ξεχυθεί στο δρόμο ακούστηκε ο ύμνος. Αχνά στην αρχή, πιο δυνατά στη συνέχεια. “Αι γενεαί νυν πάσαι, ύμνον τη ταφή σου, προσφέρουσι Χριστέ μου….”

Θα μπορούσες να δεις τα έντρομα πρόσωπα στην αρχή των έγκλειστων ανθρώπων. Με πόσο τρόμο και φόβο υποδέχονταν κλειδαμπαρωμένοι στα σπιτικά τους εκείνη την παράταιρη πομπή. Κάτι που για πρώτη φορά απαντούσαν στη ζωή τους και στα βιώματά τους.

Μα η πομπή δεν είχε τελειωμό. Απλώθηκε στο δρόμο με κατεύθυνση προς τα σπίτια. Και τότε… πίσω από τις φεγγοβολούσες μορφές θα μπορούσες να δεις κάποιες άλλες να τις ακολουθούν. 

Ήταν εκείνοι! Ένας ολάκερος χαμένος κόσμος, άντρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, παιδιά, έκαναν τη δική τους έξοδο γυρεύοντας να δώσουν τη δική τους θέση στην περιφορά που δεν έγινε. Να βαστάξουν εκείνοι το Σταυρό Του, να σηκώσουν στους ώμους τον δικό Του Επιτάφιο. 

Η πομπή των νεκρών. Με ήρεμα τα πρόσωπά τους, ανέκφραστα, αχνά, σχεδόν διάφανα. Μονάχα τα πρόσωπά τους σχηματίζονταν μέσα σε μια ομίχλη που τους συνόδευε. Πρέπει να βάσταγαν μικρά κεριά. Γιατί φαίνονταν μέσα στη νύχτα σαν μικρά αστεράκια φλόγας. Ένα μικρό ποτάμι, φωτεινό, σιωπηρό από μορφές που έλαμπαν μέσα στη νύχτα.

Σαν ζύγωσαν κοντά στα σπίτια, σαν μπήκαν πια στο δρόμο προς το κέντρο της πόλης, μπορούσες να τους διακρίνεις καλύτερα. Πρόσωπα απόκοσμα, ήρεμα, γαλήνια. Βλέμματα απλανή, παγωμένα. Και καθώς οι φλόγες απ τα κεριά στα χέρια τους τρεμόπαιζαν σχημάτιζαν ένα φωτεινό μονοπάτι προς το κέντρο της πολιτείας.

Τότε, ώρα δεκάτη, ο φόβος στα μάτια των έγκλειστων ανθρώπων γίνηκε σφίξιμο στην καρδιά, θλίψη, δάκρυ στα μάτια, αναφιλητό, κλάμα γοερό. Που προσπαθούσε να ενωθεί με την παρουσία εκείνων εκεί έξω. Έβλεπες κάτι το τόσο παράξενο και απόκοσμο. Κλεισμένα πρόσωπα μέσα στα σπίτια. Αμέτρητα πρόσωπα και σώματα κολλημένα στα τζάμια των θυρών και των παραθύρων. Με πονεμένα βλέμματα. Την ίδια ακριβώς στιγμή που η μεγάλη τούτη πομπή βάδιζε αργά στον αέρα έξω ακριβώς απ τα σπιτικά τους. Οι μορφές των γυναικών, τα βλέμματα των ανθρώπων του άλλου κόσμου.

Και μετά, λες να στο πίσω μέρος της πομπής, πιο πίσω απόμερα, κάτι άλλο, κάτι φοβερό, κάτι που προξενούσε τρόμο στην αρχή μα μετά πανικό. Άλλες μορφές ακολουθούσαν τη μεγάλη περιφορά. Μονάχα που εκείνες ήταν απειλητικές. Ήταν φοβερές. Τα μάτια τους ήταν πύρινα, τα χέρια τους μακριά και κινούνταν εχθρικά μέσα στην θαμπάδα της ομίχλης. Στα χέρια τους βαστούσαν δάδες με δυνατή φλόγα που απειλούσε να κάψει και να χαλάσει.

Ήταν οι ενοχές, οι τύψεις, η συγχώρεση που δεν δόθηκε ποτέ, τα “εγώ” που δεν συγκινήθηκαν, η αλαζονεία που δεν πτοήθηκε, η πρόκληση που δεν μετριάστηκε, η μισαλλοδοξία με το μίσος που δεν γαλήνεψαν. Ο Φόνος, ο δόλος, η εξαπάτηση. Εκεί, στο τέλος της μεγάλης πορείας που πια είχε απλωθεί σε κάθε δρόμο, σε κάθε σοκάκι, σε κάθε πλατεία και στενό και είχε καταλάβει την πόλη ολάκερη. Μορφές που πάγωναν τα βλέμματα των ανθρώπων, που έδειχναν καθαρά τη δική τους υπεροχή απέναντι στην ανθρώπινη ματαιοδοξία και αυταπάτη.

Δύο κόσμοι, ένας φωτεινός γαλήνιος και ένας πύρινος εφιαλτικός. Τα δύο πρόσωπα της αλήθειας κάτω από τη σκέπη Του. Εκείνου που στ όνομά Του γίνηκαν και γίνονται ειδεχθή εγκλήματα, που στο όνομά Του χτίστηκε η μεγαλύτερη καπηλεία και το πιο πρόστυχο εμπόριο. 

Ο κόσμος των ανθρώπων έλειπε από εκείνη την περιφορά. Ήταν κλεισμένος ερμητικά στα δωμάτια των σπιτιών του, που τώρα πολλά έμοιαζαν με κλουβιά τυλιγμένα στα σκοτάδια. Με τους ίδιους να ουρλιάζουν από φόβο και πανικό. Να γυρεύουν να φύγουν καθώς οι πύρινες φλόγες με τις αλλόκοτες μορφές ζύγωναν πια στις αυλές τους.

Μαζί με τους νεκρούς και τους χαμένους ήρθαν να ανταμώσουν οι μνήμες και οι στιγμές. Και σιγα-σιγά τα κρίματα και τα άδικα. Οι τύψεις, οι ενοχές και όλα τα τέρατα που το γένος των ανθρώπων γέννησε. Η κακία, η μοχθηρία, η εκμετάλλευση.

Δεν είχε τέλος αυτό το πέρασμα. Γιατί ακόμα μια άλλη πομπή ακολουθούσε. Αυτή των πεινασμένων, των ρακένδυτων, των αποδιωγμένων ξένων, των νεκρών  παιδιών που πνίγηκαν και τσακίστηκαν στις βραχώδεις και απόκρημνες ακτές. Των γονιών που έφυγαν ξεχασμένοι σε παγωμένα γηροκομεία και γκρεμισμένα σπίτια. Κάθε αδύνατη, ευάλωτη και διαφορετική, ψυχή, ξεχασμένη για τους ανθρώπους, κουβαλώντας τη δική της ετικέτα και τους χαρακτηρισμούς.

Κάθε πομπή ξεχωριστά, κάθε περιφορά στη δική της στράτα. Κάθε φως στο δικό του καντήλι. Κάθε νόημα στο δικό του σκεπτικό. Κάθε μορφή στο δικό της σχήμα.

Μόνο εκεί πιο ψηλά στον ουρανό στεκόταν Εκείνος! Λες και κατέβαινε από την “επί του όρους ομιλία”. Λες και ακόμα η στεντόρεια φωνή Του ακούγονταν στα αυτιά μας “Ουαί υμίν γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές”. Φωνή ξεχασμένη, αλλοτριωμένη, αλλαγμένη, ξεπουλημένη, απ τον κόσμο των ανθρώπων, που εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή είχε εκείνος μεταβληθεί σε αδρανής φυλακισμένος θεατής των μεγάλων Ωρών εκείνης της μέρας. 

Μια Μεγάλη Παρασκευή εντελώς αλλαγμένη και διαφορετική. 

Και περί ώρα δωδεκάτη οι παράξενες εκείνες πομπές χάθηκαν στην έξοδο της πόλης. Όπως ακριβώς ήρθαν. Τα κεριά έσβηναν σιγά-σιγά, το υπέροχο αυτό ζεστό φέγγος χάθηκε, οι πύρινες δάδες ξεμάκρυναν. Η ομίχλη διαλύθηκε. Αφήνοντάς την πόλη ξανά στην παγερή σιωπή. Και οι ανάσες στα στήθια των έγκλειστων ανθρώπων άρχισαν να γίνονται ξανά κανονικές.

Όλοι, πριν φέξει το φως της επόμενης μέρας,  αναρωτιόνταν, αν το μήνυμα που άφησαν οι παράξενες εκείνες μορφές για να διαβούν τα όρια αυτού του κόσμου, αν το Μεγάλο Σάββατο ξημέρωμα θα έδιναν σχήμα σε σκέψεις για έναν άλλο κόσμο καλύτερο ή χειρότερο. 



Καλή Πασχαλιά σε όλες και όλους