Τα δώρα της Αρμονίας
"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"
Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Ανάρτηση 1
Ανάρτηση 2
Ανάρτηση 3
Ανάρτηση 4
Ανάρτηση 5
Η δράση της προηγουμένης ανάρτησης, μάς μεταφέρει στο Άργος, στο σπίτι του Αμφιάραου, γιου του Οικλή, εγγονού του περίφημου μάντη Μελάμποδα, ο οποίος έχει μυήσει και τον εγγονό του στο χάρισμα της μαντικής ικανότητας. Ο Αμφιάραος ζει με τη γυναίκα του Εριφύλη, αδελφή του βασιλιά Άδραστου και τα τέσσερα παιδιά τους, τον Αλκμαίωνα, τον Αμφίλοχο, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Μια παλιά μεγάλη έχθρα ανάμεσα στον ίδιο και το βασιλιά Άδραστο, λύθηκε με μεγάλους αμοιβαίους όρκους ότι, κάθε μεταξύ τους διαφωνία θα λύνεται με την υπερίσχυση της γνώμης και απόφασης της Εριφύλης. Ο μάντης και πολεμιστής Αμφιάραος, βασανίζεται τελευταία από επώδυνους εφιάλτες, που λειτουργούν μέσα του σαν κάποιας μορφής προειδοποίηση.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της 5ης ανάρτησης θα μεταφερθούμε στο παλάτι του βασιλιά Άδραστου. Ο ίδιος επιστρέφει από τους Δελφούς, όπου είχε αναζητήσει χρησμό για το μέλλον των παιδιών του. Ο Άδραστος ανακοινώνει στη σύζυγό του, Αμφιθέη, έναν περίεργο χρησμό ότι οι δύο κόρες του, Αργεία και Δηιπύλη θα παντρευτούν ένα κάπρο και ένα λιοντάρι. Τα παιδιά τους είναι τέσσερις κόρες (Αργεία, Δηιπύλη, Ιπποδάμεια) και δύο γιοι (Αιγιαλέας, Κυάνιππος). Το βασιλικό ζευγάρι, προσπαθεί να δώσει μιας κάποιας μορφής ερμηνεία στο χρησμό που έλαβε.
Ανάρτηση 6
2.3 Κάπρος
και λιοντάρι
2.3.1 Στην αυλή του παλατιού
Το καλοκαίρι προχωρούσε στο
Άργος. Ήταν μέρες που ο κάμπος ολόγυρα έβραζε από εκείνη την υγρή θέρμη, που
χαρακτήριζε ολάκερη την περιοχή. Η γη έκαιγε, το χώμα υπέφερε από τις καυτές
ακτίνες του ήλιου. Ανάσες στην πόλη και στους κατοίκους έδινε πολλές φορές η
αύρα της θάλασσας από τον Αργολικό κόλπο αλλά και ο Ίναχος ποταμός. Ακόμα και
οι νύχτες αυτού του καλοκαιριού ήταν ιδιαίτερα ζεστές και υγρές. Κυλούσαν χωρίς
ίχνος αγέρα, χωρίς να κουνιέται καν φύλλο στα δέντρα. Και ο ιδρώτας μούσκευε τα
κορμιά των ανθρώπων ακόμα και τη νύχτα.
Εκείνη η νύχτα ήταν μια από αυτές
τις συνηθισμένες ζεστές και πνιγηρές στην πόλη. Η ώρα είχε για τα καλά
προχωρήσει. Κανείς δεν διάβαινε πια τους χωμάτινους δρόμους και τα σοκάκια της
πόλης. Στο παλάτι επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Οι οπλίτες της φρουράς ήταν ήδη
στις θέσεις τους όπως πάντα ενώ ελάχιστο ήταν το φως που έδιναν κάποιες δάδες
στην πύλη και στα τείχη.
Ο ήχος από τις οπλές ενός
μοναχικού αλόγου έσπασε αυτή τη χαρακτηριστική ησυχία. Βάδιζε ήσυχα, σχεδόν
κουρασμένα. Ένα πανέμορφο περήφανο λευκό άτι με μαύρες αποχρώσεις στο σώμα του.
Το ίδιο κουρασμένος έστεκε και στη σέλα ο αναβάτης του. Στις αναλαμπές από το
λίγο φως, που έριχναν οι δάδες μπορούσες να διακρίνεις έναν όμορφο νεαρό άντρα,
γεροδεμένο και επιβλητικό. Τα άρματά του φανέρωναν κάποια ιδιαίτερη προέλευσή
του. Η στρογγυλή του ασπίδα κρεμόταν από το πλάι του αλόγου ενώ το σπαθί του,
περασμένο στο θηκάρι ήταν ζωσμένο στη ζώνη του. Έμοιαζε και βάδιζε ολότελα
ξένος προς την πόλη. Ήταν ολοφάνερο ότι αναζητούσε ένα φιλικό και δεκτικό μέρος
να σταματήσει καθώς το ζώο του έδειχνε κουρασμένο. Βάδιζε αργά στην οδό που
οδηγούσε ίσια στην πύλη των ανακτόρων. Αν κάποιος μπορούσε να δει το βλέμμα του
αναβάτη του θα έβλεπε ότι κατέβαλε προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.
Δεν θα έκανε πολλά βήματα ακόμα
όταν από τα πίσω στενά των δρόμων ακούστηκε καλπασμός έντονος. Καλπασμός που
καθώς τον ζύγωνε γινόταν όλο και πιο δυντός. Ο νεαρός αναβάτης δεν φαινόταν να
έδειχνε και μεγάλη προσοχή. Ο καλπασμός αυτός φάνηκε να εντείνεται επικίνδυνα
και έτσι στην διασταύρωση του κεντρικού δρόμου με ένα κάθετο στενό, ένα άλογο
σε καφέ ανταύγειες ξεπετάχτηκε κόβοντας τη στράτα του. Τα δύο άλογα σαν
βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ξαφνιάστηκαν επικίνδυνα. Σχεδόν έπεσαν το ένα πάνω
στο άλλο. Και τα δύο από αυτά, όπως ήταν φυσικό σηκώθηκαν χλιμιντρίζοντας στα
πίσω τους πόδια. Ο αναβάτης του νεοφερμένου με τις καφέ ανταύγειες μπορεί να
αιφνιδιάστηκε από αυτό το απρόσμενο αντάμωμα αλλά κατάφερε να κρατήσει τα
γκέμια από το άλογό του και να μείνει εκεί. Αντίθετα ο αναβάτης του πρώτου
αλόγου έχασε παντελώς τον έλεγχο και βρέθηκε με ένα γδούπο να πέφτει στο
έδαφος.
Εκεί κατάφερε να ελέγξει το σώμα
του και να σηκωθεί προσπαθώντας να διώξει από πάνω του τη σκόνη. Κοίταξε
αλαφιασμένος τον άλλο αναβάτη και η φωνή του ακούστηκε βροντερή και θυμωμένη:
“Δεν θα μπορούσες να είσαι πιο
προσεκτικός; Καλπάζεις ξέφρενα στα στενά της πόλης. Για όνομα του Άρη! Δεν
βλέπεις μπροστά σου;”
“Ποιος είσαι εσύ ο θρασύς που
υψώνεις έτσι τον τόνο της φωνής σου” απάντησε με την ίδια αψάδα εκείνος.
Ο άλλος μάζεψε το άλογό του κοντά
του και συνέχισε:
“Περίμενα περισσότερη ευγένεια
στα λόγια σου και μεγαλύτερη σύνεση ξένε. Αλλά βλέπω ότι λάθος έκανα”
“Και συνεχίζεις να με
προσβάλεις!” απάντησε ο άλλος.
“Δεν έχω ακούσει μια κουβέντα ως
τώρα δική σου, που να ζητάς μια συγγνώμη, κόντεψες να με σκοτώσεις”
“Ας ήσουν πιο προσεκτικός, όταν
ιππεύουμε δεν κοιμόμαστε”
Ο πεζός τον κοίταξε ίσια στα
μάτια, τέντωσε το δείκτη από το χέρι του.
“Το στόμα σου φανερώνει αλαζονεία
το ξέρεις; Αλαζονεία και αμετροέπεια”
“Ποιος είσαι εσύ που θα με
κρίνεις;” Απάντησε ο άλλος.
Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους έδειχνε
όλο και να ηλεκτρίζεται περισσότερο. Οι φωνές τους άρχισαν πλέον να ακούγονται
δυνατά παντού.
“Μου φαίνεται χρειάζεσαι ένα
μάθημα ξένε” Είπε ο πεζός και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο αναβάτης
κατέβηκε από το άλογο. Ήταν ένας επιβλητικός άντρας ψηλός, εξαιρετικά
γεροδεμένος και έδειχνε δυνατός.
“Περιμένω να μου το δώσεις λοιπόν!”
Απάντησε προς τον αντιμαχόμενό του.
Σε λίγο οι δύο άντρες ήταν στα
χέρια. Η αμάχη μεταξύ τους ήταν στην αρχή αργή αλλά μετά έπαιρνε χαρακτηριστικά
σκληράδας απρόσμενης. Στο τέλος παράτησαν τα χέρια και τα πόδια τους, οι πληγές
από τα αμοιβαία χτυπήματα είχαν ήδη αφήσει τα σημάδια τους. Σε λίγο κράδαιναν
στα χέρια τους τα άρματά τους, χτυπιόνταν μέσα στο δρόμο με τα σπαθιά και τις
ασπίδες τους και χωρίς να το καταλάβουν είχαν σχεδόν φτάσει στην κεντρική πύλη
των ανακτόρων. Ήδη είχαν γίνει αντιληπτοί από τη φρουρά και η αντάρα
γενικεύονταν μπροστά στο παλάτι.
Ο θόρυβος απ’ τα χτυπήματα των
σπαθιών και των ασπίδων καθώς και από τις φωνές τόσο αυτών όσο και των φρουρών
που ήδη έσπευδαν εναντίον τους έφτασε ως μέσα στο μεγάλο δώμα όπου κοιμόταν ο
βασιλιάς. Σηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Βγήκε στο αίθριο ενώ τον ακολούθησε και η
γυναίκα του.
Ο Άδραστος φώναξε προς τον
αξιωματικό του, που τον είδε να κινείται προς την έξοδο.
“Τι συμβαίνει Ηρόδικε! Τι φασαρία
είναι αυτή; Ποιος χτυπιέται στο δρόμο;”
“Δύο άντρες οπλισμένοι βασιλιά
μου μονομαχούν, δεν ξέρω το λόγο, τρέχω εκεί με τη φρουρά”
“Φέρε μου εδώ μέσα αμέσως αυτούς
τους αναιδείς Ηρόδικε!” Πρόσταξε.
Σε λίγο αρκετοί οπλίτες της
φρουράς είχαν κυκλώσει ασφυκτικά τους δύο μαινόμενους αντίμαχους. Αναγκάστηκαν
να σταματήσουν στη θέα των βλοσυρών φρουρών. Τα δόρατά τους απείχαν λίγα
εκατοστά από τα κορμιά τους.
Ο Ηρόδικος φάνηκε απειλητικός
απέναντί τους.
“Βάλτε τα σπαθιά στα θηκάρια σας
και ακολουθείστε με! Ποιοι τολμάτε μέσα στη νύχτα να χτυπιέστε; Ποιοι είστε.
Ακολουθείστε με χωρίς να κάνετε τίποτα, σας θέλει ο βασιλιάς Άδραστος”
Οι δύο άντρες έβαλαν τα σπαθιά
στα θηκάρια, πέρασαν κρεμαστά τις ασπίδες τους στο πλάι και σφούγγισαν τον
ιδρώτα και τη σκόνη απ τα κορμιά τους.
“Τα χέρια σας πίσω απ το κεφάλι,
προχωρήστε ίσια μπροστά λοιπόν!” Πρόσταξε μια ακόμα φορά ο Ηρόδικος.
Ο Άδραστος είχε ήδη κατέβη
οργισμένος στο πρόσθιο αίθριο του παλατιού. Έστεκε εκεί πάνω καρτερώντας. Σε
λίγο φάνηκε μπροστά του η ακολουθία με τους δύο άντρες μπροστά και τους
φρουρούς από πίσω.
“Αυτοί οι δύο είναι βασιλιά μου!
Απ ότι δείχνουν είναι ξένοι στο Άργος” μίλησε ο Ηρόδικος.
Για έναν λόγο, που δεν μπορούσε
να εξηγήσει έβλεπε το βλέμμα του βασιλιά του να στέκεται έκπληκτο καθώς κοίταζε
τους δύο άντρες, που έστεκαν σιωπηροί μπροστά του. Ο Ηρόδικος ξαφνιάστηκε, δεν
μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα μάτια του Άδραστου ήταν ακίνητα παγωμένα και
έκπληκτα στις ασπίδες των δύο νεαρών αντρών.
Ο Άδραστος άρχισε να ψιθυρίζει
έκπληκτος.
“Ο Κάπρος και το λιοντάρι!”
Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στις
δύο ζωγραφισμένες παραστάσεις από τις ασπίδες των δύο αντρών. Στην μία ήταν
ζωγραφισμένο ανάγλυφα το κεφάλι ενός λευκού λιονταριού ενώ στην άλλη το
ανάγλυφο ενός μαύρου κάπρου ξεχώριζε επάνω της.
“Ο κάπρος και το λιοντάρι!”
ψιθύρισε ξανά ο Άδραστος προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Αμφιθέη
ακούστηκε πίσω του έχοντας ήδη πλησιάσει.
“Τι συμβαίνει άντρα μου;” ρώτησε
βλέποντας την αγωνία του.
“Ο κάπρος και το λιοντάρι…”
Συνέχιζε εκείνος σαν να παραληρούσε, “….ο χρησμός, δυό άντρες! Ένας κάπρος και
ένα λιοντάρι….”
Όλοι ολόγυρα σιωπούσαν
απορημένοι. Οι δύο ξένοι πρώην μονομάχοι έμοιαζαν και αυτοί να ξαφνιάζονται.
Ο Άδραστος κατέβηκε με μιας και
στάθηκε λίγα μέτρα απέναντί τους.
“Ποιοί είστε; Πως σας λένε;”
“Είμαι ο Πολυνείκης, ο γιος του
Οιδίποδα του παλιού βασιλιά της Θήβας” Αποκρίθηκε ο ένας με το λιοντάρι στην
ασπίδα του.
“Εσύ;” Απευθύνθηκε ο Άδραστος
στον άλλο.
“Τυδέας, γιος του Οινέα από την
Καλυδώνα της Αιτωλίας” Αποκρίθηκε εκείνος.
Ο Άδραστος τους περιεργάστηκε
σχολαστικά. Είχε μπροστά του δυό παλικάρια επιβλητικά. Όμορφα, δυνατά. Γεμάτα
αψάδα και φωτιά.
“Τι γυρεύατε στο Άργος;” τους
ρώτησε με αγωνία.
“Ένα μέρος να ξαποστάσω τη νύχτα
μου και το άλογό μου” αποκρίθηκε ο Πολυνείκης.
“Και εγώ το ίδιο” απάντησε ο
Τυδέας.
Ο Άδραστος τους κοίταξε αυστηρά.
“Και ήρθατε εδώ στο Άργος για να
σκοτωθείτε; Ηρόδικε… οι ξένοι θα μείνουν εδώ απόψε. Δώσε τους στέγη για
εκείνους και φροντίδα για τα άλογά τους. Πάρε τα όπλα τους. Αύριο το πρωί θα
τους παρουσιάσεις μπροστά μου!”
“Όπως ορίσατε βασιλιά μου!”
Απάντησε πειθαρχημένα ο αξιωματικός του.
Ο Άδραστος τους κοίταξε με
προσοχή.
“Εμείς θα μιλήσουμε αύριο το
πρωί. Πηγαίνετε τώρα να ξαποστάσετε τη νύχτα σας και ελπίζω να μην τολμήσετε να
επαναλάβετε την αμάχη σας. Χρωστάτε χάρη που πέσατε στην αυλή μου και όχι κάπου
αλλού”
Εκείνοι χαμήλωσαν το βλέμμα
συναισθανόμενοι τη θέση τους. Ο Άδραστος πήρε το δρόμο της επιστροφής στα
ανακτορικά δώματα μαζί με την Αμφιθέη. Στο δρόμο της είπε:
“Τους είδες γυναίκα;” της είπε με
ένταση στα συναισθήματά του.
“Τι θες να πεις άντρα μου;”
“Ο Απόλλωνας παίζει μαζί μας
μεγάλα παιχνίδια απόψε Αμφιθέη!”
“Γιατί; Τι συμβαίνει;”
“Ο χρησμός γυναίκα! Θυμάσαι ποιος
ήταν ο χρησμός, που μου έδωσε ο Λοξίας στο μαντείο την τελευταία φορά που
πήγα;”
“Για τις δύο μεγάλες κόρες μας…” έκανε
εκείνη.
“Ακριβώς! Θα κάνω γαμπρούς έναν
κάπρο και ένα λιοντάρι! Είδες τις ασπίδες τους;” τα μάτια του έλαμπαν από την
ένταση. “Να ο χρησμός γυναίκα! Ολοφάνερος μπροστά μας!”
Σταμάτησε και έβαλε τα δυό του
χέρια στο πρόσωπό του σφιχτά.
“Ω Φοίβε! Ο χρησμός σου… το
θέλημά σου… ας είναι ευλογημένες οι στιγμές”
Έμειναν οι δυό τους αγκαλιασμένοι
εκεί στο δώμα τους σε μια νύχτα παράξενη και σημαδιακή για τη ζωή τους. Εκείνη
τη ζεστή και υγρή νύχτα του καλοκαιριού. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε μια άλλη
καινούργια μέρα. Για τη ζωή τη δική τους αλλά και των παιδιών τους. Ίσως όμως
και μια άλλη μέρα για το ίδιο το Άργος.
2.3.2 Η επόμενη μέρα
Από τα χαράματα σχεδόν ο βασιλιάς
του Άργους ήταν στο πόδι. Του ήταν αδύνατον να μένει άλλο στο κρεβάτι. Μόλις το
πρώτο φως της μέρας έριξε τις ανταύγειές του στα δώματα του παλατιού τίποτα δεν
τον κρατούσε. Σηκώθηκε γεμάτος σκέψεις και αγωνία. Πέρασε τις πρώτες ώρες
τακτοποιώντας κάποια πράγματα και ύστερα πρόσταξε τον Ηρόδικο να φέρει τους
απρόσμενους επισκέπτες μπροστά του στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Κάθε αναμονή
έμοιαζε πια να τον πνίγει ολάκερο.
Σε λίγο τέσσερις οπλίτες της
φρουράς με τον Ηρόδικο επικεφαλής έφερναν μέσα τους δύο νεαρούς άντρες που χθες
βράδυ έφτασαν ως τη πόρτα του παλατιού παλεύοντας ο ένας τον άλλον. Έδειχναν
ήρεμοι. Ο Άδραστος τους καλωσόρισε.
“Λοιπόν και τώρα νομίζω είναι η
σειρά μου να μάθω κάποια πράγματα για σας. Και να αρχίσω από σένα. Χθες μου
είπες πως το όνομά σου είναι Τυδέας. Ποιος είσαι;” ξεκίνησε πρώτος τη συζήτηση
προς έναν από τους δύο νεαρούς άντρες.
“Είμαι ο γιος του Οινέα βασιλιά μου” απάντησε εκείνος
με μια σεβάσμια υπόκλιση.
“Δεν έχω ακουστά τον πατέρα σου,
από πού έρχεσαι;”
“Από την Καλυδώνα άρχοντά μου, ο
πατέρας μου ήταν βασιλιάς στην πόλη”
“Λες για την Καλυδώνα της
Αιτωλίας;” τον ρώτησε ο Άδραστος.
“Ναι!”
“Τι σε έφερε στο Άργος Τυδέα;”
“Βασιλιά Άδραστε, ο πατέρας μου
βασίλευε στην Καλυδώνα ώσπου ο θείος μου ο Άγριος, σφετερίστηκε το θρόνο αμέσως
μετά το θάνατό του”
“Λυπάμαι για τον πατέρα σου…”
“Και έτσι βρέθηκα κυνηγημένος
μακριά απ τη πόλη μου και τη γη μου. Οι άνθρωποι του θείου μου ρίχτηκαν πίσω
μου με λύσσα. Με κυνήγησαν παντού. Με κάθε τρόπο. Στόχος τους ήταν η εξόντωσή
μου. Μέχρι που κατάφερα να περάσω στην Αττική, ύστερα στα Μέγαρα. Εκεί με
βρήκαν ξανά. Αναγκάστηκα να φύγω . Βρέθηκα στο Άργος μόλις χθες. Γύρευα ένα
μέρος να μπορέσω να μείνω, να ξαποστάσω, μέχρι που….”
Ο Άδραστος τον σταμάτησε με ένα
νεύμα του.
“Κατάλαβα παιδί μου”
Στη συνέχεια στράφηκε στα δεξιά
του. Εκεί έστεκε ο Πολυνείκης.
“Εσύ είσαι ο Πολυνείκης, γιος του
Οιδίποδα της Θήβας;”
“Μάλιστα βασιλιά μου”
“Ακουστά έχω τον ένδοξο παλιό
βασιλιά της πόλης. Αυτόν που τη γλίτωσε από τη Σφίγγα!”
“Η μία πλευρά της αλήθειας
βασιλιά Άδραστε” απάντησε ο Πολυνείκης.
“Ναι, δυστυχώς έχω ακουστά για
την βαριά τραγωδία που ακολούθησε στη συνέχεια. Είσαι ένας απ’ τους γιους του.
Ποιος βασιλεύει τώρα στη πόλη;”
“Ο αδελφός μου ο Ετεοκλής, στέκει
παράνομα στο θρόνο άρχοντά μου!” απάντησε με θυμό και οργή στη φωνή του.
“Γιατί παράνομα;”
“Αυτός είναι και ο λόγος που
βρέθηκα εδώ βασιλιά Άδραστε”
“Τι συνέβη δηλαδή;”
“Είχαμε συμφωνήσει να αλλάζουμε
τη βασιλεία κάθε χρόνο. Ένας τη φορά. Αρνήθηκε να μου παραδώσει την εξουσία
όπως όριζε η συμφωνία μας. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω και εγώ απ τη γη μου,
θλιβερός εξόριστος σε ξένα χώματα”
Ο Άδραστος σηκώθηκε από το θρόνο του και έκανε βήματα στη μεγάλη
αίθουσα.
“Τα πάθη και οι ανομίες των
ανθρώπων. Η εξουσία και η αρπαγή της. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Αυτή
δηλητηριάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Τους κάνει άρπαγες, τους μεταβάλλει σε
θηρία έτοιμα να ξεχάσουν τα πάντα και το μόνο που θα νοιαστούν είναι η δύναμη
και η αρχή”
Τους κοίταξε καλά.
“Με λίγα λόγια είστε και δυό
ξενιτεμένοι, κυνηγημένοι, με άδικες αποφάσεις δικών σας ανθρώπων . Εδώ, στο
Άργος…”
Σταμάτησε για λίγο και ύστερα
συνέχισε: “Και ήρθατε εδώ για να σκοτωθείτε μπροστά στην πύλη μου”
“Μια κακιά ώρα ήταν βασιλιά μου”
Μπήκε στη μέση ο Τυδέας.
Ο Άδραστος τους κοίταξε στα μάτια
με ύφος αυστηρό.
“Και τώρα; Τι απέγινε η αντάρα
αυτής της κακιάς ώρας; Πού να την λογαριάσω;”
Έσκυψαν και οι δύο το κεφάλι.
“Βασιλιά μου έχεις δίκιο, εγώ σου ζητώ συγχώρεση” πρόλαβε ο Πολυνείκης. Ο
Άδραστος κοίταξε βλοσυρά τον Τυδέα.
“Έχετε μοίρα κοινή δεν ξέρω αν το
βλέπετε;”είπε εκείνος.
Ο Τυδέας έτεινε το χέρι του δίπλα
στον Πολυνείκη. Μια πολύ εγκάρδια χειραψία έσπασε εντελώς κάθε ψυχρότητα
ανάμεσά τους.
“Θαυμάσια!” Επισφράγισε την
χειρονομία ο Άδραστος, “Καλώς ορίσατε νέοι μου στο Άργος! Από σήμερα και πέρα
θα είναι η καινούργια σας πατρίδα. Ίσως και μια καινούργια ζωή”
Οι δύο μέχρι τώρα άσπονδοι
μονομάχοι ένιωσαν κάτι παραπάνω από έκπληξη και ανακούφιση. Ο βασιλιάς
συνέχισε:
“Ηρόδικε, φροντίστε για τη
διαμονή τους. Σε δυό μέρες από σήμερα θα διοργανώσω ένα συμπόσιο προς τιμήν
σας. Εδώ.
“Βασιλιά μου….” Έκανε ο
Πολυνείκης.
“Είστε και οι δύο από βασιλικούς
οίκους. Έπρεπε να είστε τώρα εκεί που σας άρμοζε. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε
αργότερα. Σε δυό μέρες λοιπόν εδώ στο παλάτι”
“Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι δύο
που κόντεψαν να σκοτωθούν στην πύλη μας άντρα μου;” Ρώτησε στην πρώτη ευκαιρία
η Αμφιθέη αρκετά αργότερα.
“Ο Πολυνείκης, γιος του παλιού
βασιλιά Οιδίποδα της Θήβας ο ένας και ο Τυδέας, γιος του παλιού βασιλιά της
Καλυδώνας ο άλλος”
“Και τι κοινό τους έφερε στα μέρη
μας;”
“Και οι δύο διωγμένοι απ τη γη
τους γυναίκα! Παράξενο μα τους Θεούς!”
“Τι σε κάνει να το λες;”
“Τούτοι εδώ είναι οι άντρες του
χρησμού. Δύο διωγμένα βασιλόπουλα για τις κόρες μας Αμφιθέη. Μακριά απ τη γη
τους. Έρχονται εδώ, στην αυλή μας, λες και πρόκειται για ικέτες”
“Να παρακαλέσουν γιατί;”
“Ο χρησμός τούς σημαδεύει σαν
επίδοξους γαμπρούς μας! Καταλαβαίνεις; Δενόμαστε με τη μοίρα αυτών των αντρών
γυναίκα! Τούς δίνουμε τις κόρες μας, την Αργεία και την Δηιπύλη και η μοίρα μας
ταυτίζεται με τη δική τους”
“Είσαι σίγουρος ότι αυτοί οι
είναι οι γαμπροί που προσμέναμε Άδραστε;”
“Μα δεν βλέπεις τον συμβολισμό;
Το ταίριασμα;” Κόμπιασε με μιας και συνέχισε: “Μόνο που τώρα καινούργιες
προκλήσεις ξεκινάνε για μας”
“Τι εννοείς;”
“Είμαι σίγουρος ότι θα γυρέψουν
να επιστρέψουν στη γη τους όπως τους αξίζει. Αυτό σημαίνει πολλά”
“Τι κανόνισες μαζί τους άντρα
μου;”
“Θα τους φιλοξενήσουμε εδώ. Και
σε δυό μέρες θα κάνουμε ένα συμπόσιο εδώ στο παλάτι. Θέλω να μιλήσεις στην
Αργεία και στην Δηιπύλη”
“Ότι είναι να γίνει ας είναι
καλώς καμωμένο Άδραστε” απάντησε εκείνη.
2.3.3 Ένα συμπόσιο στη σκιά των χρησμών
Οι προετοιμασίες για το Συμπόσιο-γιορτή,
που αποφάσισε ο βασιλιάς είχαν προβλέψει κάθε λεπτομέρεια. Το παλάτι είχε
φορέσει τα γιορτινά του. Στολισμένο με όμορφα λουλούδια, φωτισμένο με πρόσθετες
δάδες. Οι καλεσμένοι πολλοί. Πέρα από τη βασιλική οικογένεια του Άργους,
αξιωματούχους της πόλης, ήταν άρχοντες από τις γειτονικές Μυκήνες, ιερείς των
ναών και άλλοι ξένοι καλεσμένοι. Μουσικοί με λύρες και αυλούς φρόντιζαν εκείνη
την καλοκαιρινή νύχτα να ντύνουν το μεγάλο ανακτορικό δώμα αλλά και το αίθριο
έξω από αυτό με όμορφη μουσική.
Τα τραπέζια πλούσια σε όλα τα
ελέη. Σφαχτάρια, φρούτα, πολλά άλλα εδέσματα αλλά και κρασί. Ικανό για να
ανεβάσει το κέφι και τη διάθεση σε όλους.
Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας, εδώ
και μέρες, είχαν πλέον εγκατασταθεί στα δικά τους σπίτια, σύμφωνα με τις
προσταγές και τις οδηγίες του Άδραστου. Προσπαθούσαν οι δύο τώρα φίλοι και
σχεδόν συγκάτοικοι, πρώην άσπονδοι μονομάχοι, να αφομοιώσουν την ευχάριστη αλλά
και παράξενα απρόσμενη τροπή, που είχε πάρει η ζωή τους και η παραμονή τους
στην πόλη. Ένιωθαν αυτήν την εύνοια και τη στήριξη, που πήραν από το βασιλιά
αλλά δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν.
Η παρουσία τους στην αποψινή
γιορταστική βραδιά ήταν, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακή. Λυγερόκορμοι, δυνατοί,
γοητευτικοί άντρες και οι δύο, κύρια ο Τυδέας, ξεχώριζαν μέσα στους
καλεσμένους. Επιβλητικοί και αρχοντικοί. Προσπαθούσαν διακριτικά και οι δύο να
κρύψουν λίγο την αμηχανία, που τους συνόδευε καθώς ένιωθαν ξένοι στη μεγάλη
αυτή πόλη. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα επάνω τους όταν ο Άδραστος έκανε την
πρώτη εμφάνισή του με τους αξιωματικούς του δίπλα του.
“Αγαπητοί καλεσμένοι, θα ήθελα
αφού σας καλωσορίσω, να σας γνωρίσω το λόγο του αποψινού μας συμπόσιου, δύο νέα
πρόσωπα στην πόλη μας…”
Σιωπή και ηρεμία έπεσε στη μεγάλη
ανακτορική αίθουσα. Οι μουσικοί σταμάτησαν και όλοι περίμεναν. Ο Άδραστος έκανε
νόημα στους δύο καλεσμένους του να πλησιάσουν.
“Ο Τυδέας λοιπόν, γιος του Οινέα,
νόμιμου βασιλιά της Καλυδώνας από την Αιτωλία… και ο Πολυνείκης, γιος του
Οιδίποδα από τη Θήβα…”
Στο άκουσμα του ονόματος του
Οιδίποδα στην αίθουσα ακούστηκαν κάποιοι κρυφοί ψίθυροι. Ήταν σίγουρο ότι η
τραγική ιστορία του τυφλωμένου βασιλιά ήταν σε πολλούς γνωστή. Οι δύο άντρες
υποκλίθηκαν με τιμή στο σύνολο των καλεσμένων. Σε λίγο όλα είχαν πάρει την
προηγούμενη εικόνα με χαλαρή ατμόσφαιρα. Οι περισσότεροι είχαν πλέον βγει στο
εξωτερικό αίθριο για να απολαύσουν τα εδέσματα αλλά, το εξαιρετικό κρασί στον
έναστρο ουρανό της Αργολίδας αλλά και να σχολιάσουν και την παρουσίαση των δύο
νεοφερμένων αντρών.
Ο Πολυνείκης κάποια στιγμή
πλησίασε μαζί με τον Τυδέα το βασιλιά.
“Θα ήθελα ειλικρινά να σας
ευχαριστήσουμε για αυτήν την υποδοχή και τη στήριξη”
Ο Άδραστος τον άκουγε χωρίς να
σχολιάζει. Εκείνος συνέχισε:
“Είναι κάτι που μας γεμίζει
ευθύνη, δεν ξέρω αν μπορούμε να το διαχειριστούμε”
Ο βασιλιάς γύρισε και τον κοίταξε
με ένα βαθύ στοχαστικό βλέμμα.
“Η μοίρα των ανθρώπων ακολουθεί
τις προσταγές και το λόγο των Θεών. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτούς.
Ζητάμε τη γνώμη τους, θέλουμε τη συμπαράστασή τους. Οφείλουμε να σεβαστούμε κάθε τους κατεύθυνση, όποια και να
είναι”
Ο Πολυνείκης δεν μπορούσε να
ξέρει το βάθος των λόγων του βασιλιά. Πήγε να εκφράσει την απορία του αλλά
εκείνος τον καθησύχασε
“Μερικά πράγματα καλύτερα είναι
να τα δεχόμαστε όπως έρχονται, πίστεψέ με!”
Την κουβέντα τους διέκοψε ένας
από τους ανθρώπους του παλατιού. Πλησίασε το βασιλιά και κάτι του ανήγγειλε
διακριτικά. Εκείνος ένευσε θετικά, γύρισε στους δύο φιλοξενούμενους του:
“Α τώρα νομίζω έχουμε κάτι πιο
ενδιαφέρον….”
Τους άφησε, βγήκε στο αίθριο και
φώναξε δυνατά:
“Αγαπητοί προσκεκλημένοι, να σας
αναγγείλω την άφιξη της βασίλισσας και των παιδιών μου”
Κάθε τι σταμάτησε στη στιγμή, ο
Άδραστος πήγε προς την είσοδο της αίθουσας του θρόνου.
Δίπλα του η Αμφιθέη ήταν ώριμη
και εντυπωσιακή σαν γυναίκα. Με το χαμόγελο και τη γλυκιά της παρουσία δίπλα
στο βασιλιά και σύζυγό της. Τα βλέμματα όλων όμως έμειναν πάνω στις δύο λυγερόκορμες
μεγάλες κόρες τους. Η Αργεία και η Δηιπύλη.
Η Αργεία ήταν ψηλή
μελαχρινή με σκούρα καστανά μαλλιά αρκετά κάτω από τους ώμους της. Το πρόσωπό
της ήταν γλυκύτατο με γαλανά μάτια και ζωγραφιστά μικρά χείλη. Δεξιά και
αριστερά από το πρόσωπό της κρέμονταν πλεγμένες δύο μακριές μπούκλες που
έπεφταν μπροστά στο στήθος της. Στο μέτωπό της ήταν ένα λεπτό υπέροχο κόσμημα
σαν στεφάνι. Τα μάτια του Πολυνείκη έμειναν έκθαμβα στην εμφάνισή της κάτι που
δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Άδραστο, που ένιωσε την ευχαρίστηση να τον
κατακλύζει μέσα του.
Την ίδια ευχαρίστηση ένιωσε σαν
είδε επίσης, την ίδια στιγμή, το βλέμμα του Τυδέα πάνω στην άλλη κόρη του, την
Δηιπύλη. Τα δικά της κόκκινα μαλλιά, σαν της φωτιάς, μαγνήτισαν τον επιβλητικό
νεαρό άντρα. Ελεύθερα μαλλιά ριγμένα στους ώμους της όπως και της αδελφής της.
Μόνο που τα δικά της μάτια ήταν βαθιά καστανά και τα χείλη της πιο πλατιά και
πλούσια. Το λαιμό της στόλιζε μια διπλή αλυσίδα από ένα υπέροχο κόσμημα με
κρυστάλλινες πέτρες που έλαμπαν.
Πιο πίσω ακολουθούσαν τα τρία
άλλα παιδιά τους. Οι δύο νεαροί τους, ο Αιγιαλέας ο μεγαλύτερος, ο Κυάνιππος
και τέλος η μικρή Ιπποδάμεια. Ο θαυμασμός των παρευρισκομένων για τις δύο
λαμπερές κόρες ήταν έκδηλος. Ο βασιλιάς έκανε την αναγγελία των δικών του στους
καλεσμένους του αλλά άφησε στο τέλος και για συγκεκριμένο λόγο τους δύο νεαρούς
να τους γνωρίσει στις κόρες του. Μια σύσταση και γνωριμία που τα έμπειρα μάτια
του είδαν αμέσως τις μύχιες σκέψεις τόσο του Πολυνείκη όσο και του Τυδέα. Όπως
επίσης και τα κρυφά βλέμματα της γυναίκας του της Αμφιθέης δίπλα του. Το βράδυ
ήταν γλυκό και κυλούσε πλέον με χαρούμενες νότες.
Ένας από τους ακόλουθους στην
αίθουσα ενημέρωσε πάλι το βασιλιά για μια καινούργια άφιξη
“Βασιλιά μου έφτασε ο γαμπρός σας
ο Αμφιάραος με την αδελφή σας την Εριφύλη”
“Α πολύ ωραία…” έκανε ο Άδραστος
και πήγε προς την πόρτα να τους υποδεχτεί.
“Καλώς ορίσατε! Χαίρομαι πολύ για
την παρουσία σας πάντα και το ξέρετε” ήταν η πρώτη του κουβέντα.
“Καλώς σε βρίσκουμε αδελφέ μου”
αποκρίθηκε η Εριφύλη και έμεινε πιο πίσω, την ίδια στιγμή που ο Αμφιάραος με
την ευγενική του παρουσία χαιρετούσε το βασιλιά. Πέρασαν στο εσωτερικό και στη
συνέχεια στο αίθριο. Ο Αμφιάραος ήταν ευρύτατα γνωστός σε ολάκερο το Άργος, τις
Μυκήνες και την Τύρινθα. Έτσι δεν ήταν αναγκαία καμία σύσταση για την παρουσία
του εκεί.
“Λοιπόν θα με γνωρίσεις με τους
καλεσμένους σου για τους οποίους έκανες αυτή τη ξεχωριστή βραδιά Άδραστε;” Τον
ρώτησε.
“Φυσικά γαμπρέ μου, εδώ
είναι…ακολούθησέ με”
Ο Άδραστος έψαξε με το βλέμμα στο
αίθριο τον Πολυνείκη και τον Τυδέα. Τους βρήκε κοντά σε αυτό που ήθελε. Τις δύο
κόρες του. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί.
Ο Αμφιάραος είδε τον Τυδέα αλλά
αυτό που του προκάλεσε αμέσως την προσοχή ήταν ο Πολυνείκης. Προχωρώντας προς
το μέρος του, για έναν ανεξήγητο λόγο, η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο δυνατά
και παράξενα συναισθήματα άρχισαν να γεννούνται μέσα του. Δεν μπορούσε αλλά και
δεν προλάβαινε να τα ερμηνεύσει. Σε λίγο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους δύο
νεαρούς άντρες. Ο Άδραστος ανέλαβε τις συστάσεις:
“Να σας γνωρίσω τον Αμφιάραο το
γαμπρό μου!” Στράφηκε στον ίδιο, “Από εδώ ο Τυδέας και ο Πολυνείκης” του είπε.
Ο Αμφιάραος αντάλλαξε χειραψία με
τον Τυδέα και στράφηκε με το βλέμμα προς
τον Πολυνείκη. Η ταραχή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη σαν άκουσε την προέλευσή
τους. Στο άκουσμα της Θήβας ένιωσε να χλωμιάζει, να παγώνει. Κάτι του έσφιξε
την καρδιά.
“Είσαι ο Πολυνείκης, ο γιος του
Οιδίποδα;” τον ρώτησε.
“Ναι” Είπε εκείνος δίνοντάς του
εγκάρδια το χέρι.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες
που κατέβαλε ο Αμφιάραος δεν μπόρεσε να κρύψει την παράξενη ταραχή του. Κάτι
που πρόσεξαν όλοι και η γυναίκα του η Εριφύλη.
“Συμβαίνει κάτι;” Τον ρώτησε ο
Άδραστος κάποια στιγμή που βρέθηκαν μόνοι.
“Όχι, τίποτα, μην δίνεις σημασία”
Του απάντησε εκείνος.
“Σε έναν εμπνευσμένο άνθρωπο της
σκέψης και μάντη πρέπει πάντα να δίνουμε σημασία” τού απάντησε ο βασιλιάς
καρτερώντας από αυτόν μια πιο πειστική απάντηση, “Γνωρίζεις κάποιον από τους
δύο;” τον ρώτησε ευθέως.
“Όχι Άδραστε! Απόψε τούς βλέπω
για πρώτη φορά!”
Συνέχισαν να συζητούν για τις
προθέσεις του Άδραστου απέναντί τους. Άφησε στο γαμπρό του τις πρώτες σκέψεις
και αιχμές για τις κόρες του χωρίς φυσικά να εξηγήσει το λόγο. Αυτόν θα τον
κρατούσε για στενό λογαριασμό της οικογένειάς του.
Όλα κύλησαν όμορφα μέχρι το τέλος
του συμποσίου. Οι ώρες πέρασαν, οι καλεσμένοι έφυγαν όλοι. Καθένας πήρε το δικό
του δρόμο κουβαλώντας τις δικές του παραστάσεις, εικόνες και προσδοκίες. Ο
Τυδέας με τον Πολυνείκη έχοντας γεμίσει την καρδιά και το βλέμμα τους με τις
δύο κόρες του βασιλιά, την Δηιπύλη και την Αργεία. Οι δύο νεαρές κοπέλες
ένιωθαν εκείνο το παράξενο σκίρτημα που ο Θεός Έρωτας φτεροκοπά στις καρδιές
των ανθρώπων. Ο βασιλιάς Άδραστος, μένοντας μόνος, επικαλέστηκε το Λοξία
Απόλλωνα στη σκέψη του για την επιβεβαίωση του χρησμού, που είχε πάρει και που τον έβλεπε μπροστά του
να γίνεται πράξη. Έτσι θα μπορούσε να αναζητήσει την εύνοια των Θεών στη ζωή
του.
Μόνο ο Αμφιάραος ένιωθε να μένει
στην καρδιά και στον λογισμό του αυτό το βράδυ ένα παράξενο ρίγος και ένα βάρος
που εστιαζόταν στο πρόσωπο του Πολυνείκη. Σε ένα πρόσωπο που πίσω του
κουβαλούσε μια ολάκερη πόλη, την εφτάπυλη Θήβα. Αυτήν ακριβώς την πόλη ήξερε
πολύ καλά γιατί την φοβόταν ο ευγενικός λόγιος μάντης μα και τρανός πολεμιστής.
Και οι λόγοι που του έφερναν ένα τέτοιο ρίγος ήταν βουτηγμένοι σε ένα άλικο
κατακόκκινο χρώμα. Αυτό του αίματος και του θανάτου. Στη σκέψη του βρίσκονταν εκείνοι οι
συνεχόμενοι εφιάλτες στα τείχη μιας πόλης με εφτά πύλες. Σε έναν μαύρο άνοιγμα
στη γη που οδηγούσε στα σκοτάδια. Αλλά και σε πρόσωπα. Σε μια γυναίκα που
άρχισε όλο και περισσότερο να του μοιάζει πιο οικεία, έναν νεαρό αρχοντικό
άντρα από βασιλική καταγωγή. Και μέσα στη δίνη του ονείρου μια σειρά κρύσταλλα
να λάμπουν στο φως.
Τέλος κεφαλαίου-Συνεχίζεται
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, τα βέλη του έρωτα στην πόλη του Ίναχου, έρχονται να συναντήσουν το χρησμό του Φοίβου. Δύο όμορφα ζευγάρια ένιωσαν τις νεανικές τους καρδιές να χτυπούν και τις αγκαλιές τους να καρτερούν το σμίξιμό τους.
Στον αντίποδα μια σκοτεινή ανατριχίλα πλησιάζει όλο και πιο πολύ τον σπουδαίο μάντη Αμφιάραο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το λόγο.
Στο επόμενο κεφάλαιο, φίλες και φίλοι, έχουμε ...Γάμους! Ετοιμαστείτε, χαρείτε! Βάλτε τα γιορτινά σας, γιατί θα ταξιδέψουμε πολύ μακριά στο χρόνο, καλεσμένοι στις χαρές της πόλης του Άργους.
Σας ευχαριστώ πολύ για την αγάπη και τη συμμετοχή.