H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 7η ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ο βασιλιάς του Άργους, Άδραστος, θα γνωρίσει, με έναν αναπάντεχο τρόπο τον Τυδέα και τον Πολυνείκη. Τον "κάπρο" και το "λιοντάρι" του χρησμού της Πυθίας, οι οποίοι μέλει να γίνουν οι άντρες εκείνοι, που θα παντρευτούν οι δύο του κόρες, η Δηιπύλη και η Αργεία. Οι δύο χαραγμένες απεικονίσεις στις ασπίδες τους είναι ο συμβολισμός που φέρνει τα λόγια του χρησμού στο λογισμό του βασιλιά. Η μοίρα και η θέληση των Θεών, έστειλε τα δύο νεαρά παλικάρια στην αυλή του και μάλιστα ως αντίμαχους σε μια παρεξήγηση, που λίγο έλειψε να γίνει μοιραία.
Ένα λαμπερό συμπόσιο, που διοργάνωσε ο Άδραστος, θα γίνει η αφορμή της γνωριμίας των δύο νεαρών τόσο με το ευρύτερο βασιλικό περιβάλλον της πόλης όσο και με επιφανείς ανθρώπους του Άργους. Φυσικά, στο επίκεντρο, οι δύο όμορφες κόρες του, για των οποίων τα μάτια ήδη ο Πολυνείκης με τον Τυδέα έδειξαν τις προτιμήσεις και την έλξη τους. Υπήρξε όμως και ένα άλλο βαρυσήμαντο πρόσωπο της πόλης, που τους γνώρισε αλλά ένιωσε μια παράξενη ανατριχίλα στην επαφή του μαζί τους. Κύρια με το πρόσωπο του Πολυνείκη. Και αυτός ήταν ο σεβάσμιος μάντης αλλά και ικανός πολεμιστής, ο Αμφιάραος, ο οποίος για λόγους, που δεν μπορούσε να εξηγήσει, ένιωσε έντονο το βάρος στην καρδιά του από αυτή τη γνωριμία.

Ανάρτηση 7η


2.4  Μια καινούργια ζωή

 Γάμοι

 Η Άνοιξη είχε φορέσει τα γιορτινά της για τα καλά στον Αργίτικο κάμπο. Μέσα στις αυλές και στις στράτες, ως κάτω στη θάλασσα, στις όχθες του Ίναχου, πέρα στους πρόποδες του Αραχναίου, ένα υπέροχο πολύχρωμο χαλί είχε αγκαλιάσει ολάκερη τη γη. Τα δέντρα είχαν ήδη ξεκινήσει να δίνουν τους καρπούς τους και τα ζώα τα δικά τους γεννήματα. Κάτω στο λιμάνι, τα Αργίτικα καράβια πηγαινοέρχονταν στις Κυκλάδες και στην Κρήτη κουβαλώντας κάθε λογής αγαθά.

 Μαζί με τον ερχομό της Άνοιξης η πόλη θα γιόρταζε ακόμα και κάτι άλλο. Κάτι λαμπερό. Διπλή μάλιστα γιορτή που έμελλε να γίνει λίγους μήνες μετά από εκείνο το συμπόσιο στα ανάκτορα του παλατιού. Ο Άδραστος πάντρευε τις κόρες του και όλα στο παλάτι ετοιμάζονταν για τη μεγάλη διπλή γιορτή.

 Στο δώμα της Αργείας επικρατούσε αναβρασμός και κινητικότητα, όπως ακριβώς το ίδιο συνέβαινε και σε εκείνο το διπλανό της αδελφής της. Μαζί με την Δηιπύλη σήμερα ο πατέρας τους, ο ευσεβής βασιλιάς Άδραστος, θα τις παρέδιδε και τις δύο στα χέρια του Πολυνείκη και του Τυδέα.

 “Κάντε γρήγορα κορίτσια! Αργούμε!” πρόσταξε η Ευρυνόμη, η γηραιά  ψυχομάνα των δύο κοριτσιών, που είχε το ρόλο της νυμφεύτριας. Έτρεχε να προφτάσει από δώμα σε δώμα, από διάδρομο σε διάδρομο. Στο δώμα της Αργείας, τρία κορίτσια έφτασαν κουβαλώντας τις κεραμικές στάμνες.

“Φέρατε το νερό;” ρώτησε η Ευρυνόμη. Εκείνες υποκλίθηκαν.

“Από τα νερά του Ίναχου ποταμού κυρά!” Απάντησαν.

“Θαυμάσια” Έκανε η γηραιά γυναίκα και πήγε προς τις στάμνες, “Ετοιμάστε το λουτρό για τη νύφη!” Έδωσε την εντολή της. Αμέσως έβαλε διακριτικά τα δάχτυλα του χεριού της μέσα στην πρώτη στάμνα με το νερό.

“Καλόβολο και γόνιμο να είναι τούτο το νερό κόρη μου! Στου γάμου σου δώρημα και ευλογία των Θεών” ανάδευσε με το χέρι της το νερό στη στάμνα. Σε λίγο πρόβαλε η Αργεία ντυμένη μονάχα με έναν λευκό χιτώνα. Έστεκε στο μέσο του δώματός της τυλιγμένη στο φως.

“Ψυχοκόρη μου Αργεία! Οι Θεοί με αξίωσαν να ρίξω εγώ το νερό του ιερού μας ποταμού στο λουτρό σου για το γάμο σου. Είμαι τόσο συγκινημένη να το ζήσω…” της είπε σχεδόν με δάκρυα στα μάτια. Η Αργεία την κοίταζε στο πρόσωπο ανταποκρινόμενη στα αισθήματά της.

“Το λουτρό είναι έτοιμο Κυρά!”ακούστηκε η φωνή μιας από τις νεαρές κοπέλες.

“Αργεία κόρη μου, το λουτρό σου σε προσμένει… Πήγαινε και τα κορίτσια θα φέρουν το νερό, όπως προστάζουν τα έθιμα και η παράδοσή μας”

 Η Αργεία χαμογέλασε και πήγε προς τα μέσα. Τα νεαρά κορίτσια βγήκαν. Η Ευρυνόμη σήκωσε την πρώτη στάμνα και οι άλλες ακολούθησαν. Σε λίγο το νερό του Ίναχου έβρεχε το γυμνό κορμί της μέλλουσας νύφης όπως όριζαν οι πανάρχαιες εκείνες τελετές. Η Ευρυνόμη συνόδευε το λούσιμό της με ευχές και λόγια  ενώ τα κορίτσια χάριζαν με τις φωνές τους διακριτικά ένα όμορφο γαμήλιο τραγούδι. Ύστερα από λίγο το λουτρό τέλειωσε και η Αργεία έμεινε να προσμένει. Η Ευρυνόμη έφερε ένα μικρό πήλινο αγγείο με μύρο. Με χέρι που έτρεμε από συγκίνηση άρχιζε να την ράνει με το ακριβό νυφικό μύρο.

“Το έκανα πριν και στην αδελφή σου, τώρα και σε σένα! Γόνιμες και καρπερές γυναίκες να γίνετε στο πλάι των αντρών σας”

Ο εξαγνισμός της νύφης είχε πια ολοκληρωθεί.

 Όμορφες στιγμές που έμεναν χαραγμένες για πάντα στη μνήμη των κοριτσιών. Στιγμές και μνήμες για τον καθένα ξεχωριστά μα και για όλους στο σύνολο. Όλα ήταν έτοιμα. Οι θυσίες για τον εξευμενισμό των Θεών είχαν γίνει. Όπως επίσης και τα αναθέματα από τις δύο αδελφές. Η Αργεία είχε αφιερώσει στην Αφροδίτη ένα δίχτυ που κρατούσε τα μαλλιά της από νεαρή κοπέλα, ενώ η Δηιπύλη στην Ήρα, την πρώτη ζώνη που φόρεσε σαν ήταν κοντά έφηβη. Μαζί με δύο από τα αγαπημένα τους παιδικά παιχνίδια. Από τη στιγμή του γάμου τους και μετά θα γίνονταν πια ολοκληρωμένες γυναίκες. Έτσι τα Πρωτέλεια είχαν τελειώσει.[1]

 Η τελετή θα γινόταν στο κεντρικό αίθριο των ανακτόρων. Οι προσκεκλημένοι ήταν πολλοί. Αλίμονο άλλωστε. Ο αγαπημένος βασιλιάς της πόλης πάντρευε τις κόρες του με δύο παλικάρια. Όλος ο χώρος του παλατιού προς τα νυφικά δώματα ήταν διακοσμημένος με κλαδιά δάφνης και ελιάς ενώ πολλές δάδες είχαν ήδη ανάψει δίνοντας σε εκείνο το ανοιξιάτικο ηλιοβασίλεμμα όψη νυφικής γιορτής. [2]

 Όλα είχαν ξεκινήσει. Η νυφική πομπή. Μπροστά ο πατέρας των δύο κοριτσιών, ο Άδραστος και δίπλα του η γυναίκα του η Αμφιθέη. Ο πατέρας συνόδευε τις δύο κόρες του με φανερή τη συγκίνησή του . Οι δύο νεαρές γυναίκες με τα πρόσωπα σκεπασμένα με το νυφικό πέπλο ζούσαν τη μεγάλη στιγμή της ζωής τους ανάλογα. Πίσω ακολουθούσαν τα άλλα παιδιά του Άδραστου, ο Αμφιάραος με την γυναίκα του την Εριφύλη, η Ευρυνόμη σαν νυμφεύτρια[3] και πλήθος καλεσμένων. Πολλοί κρατούσαν αναμμένες λαμπάδες γάμου και τραγουδούσαν νυφικά τραγούδια.

 Αμέσως μετά την τελετή, στην άλλη άκρη των ανακτόρων, στην πύλη των νυφικών δωμάτων περίμεναν οι δύο γαμπροί. Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας. Ο Άδραστος κοντοστάθηκε λίγα μέτρα μπροστά τους. Οι γυναίκες τους πλέον, τράβηξαν τα πέπλα που διακοσμούσαν το πρόσωπό τους. Ο χώρος γέμισε από φως από την ομορφιά και τα χαμόγελά τους. Ένα φως που απλώθηκε και στα πρόσωπα των αγαπημένων τους.

 Ο Πολυνείκης κράτησε την ανάσα του μπροστά στη θέα της γυναίκας του. Είχαν όλα τελειώσει. Ο γάμος, η τελετή. Ο Ηρόδικος, φίλος τους πια στενός, λίγο πριν τους είχε χαιρετίσει, βγήκε από το δωμάτιό τους αφού τους ευχήθηκε κατά τα έθιμα και έκλεισε την πόρτα τους πίσω του. Απ έξω ακούγονταν για λίγο χαρούμενα τραγούδια για τους νιόνυμφους. Κάτι που συνέβαινε και με τον Τυδέα και την Δηιπύλη.

 Σε λίγο ήταν μόνοι τους, μέσα στην ηρεμία. Η Αργεία έστεκε απέναντί του. Φορούσε ένα κατάλευκο νυφικό φόρεμα σταυρωτό διαγώνια στο λυγερό κορμί της. Ένα φόρεμα χωρίς μανίκια που έκοβε με ένα όμορφο άνοιγμα ψηλά στο λαιμό της. Τα μαλλιά της έπεφταν δεξιά και αριστερά στους γυμνούς της ώμους μπούκλες ενώ στο κεφάλι της φορούσε ένα εξαίρετο διάδημα, κεντημένο με χρυσό σε ελαφρύ κράμα μετάλλου. Ο Πολυνείκης έμενε σιωπηρός μπροστά της εκστασιασμένος από την ομορφιά της αλλά και τη συγκίνηση των στιγμών. Σε μια ξένη πόλη, διωγμένος από τους δικούς του, εξόριστος, ικέτης στο Άργος, εύρισκε ένα καινούργιο λιμάνι και μια γυναικεία αγκαλιά που ήταν έτοιμη να τον δεχτεί με θέρμη. Έκανε μερικά βήματα πίσω. Πάνω στο ξύλινο σκαλιστό τραπέζι ήταν ένα κουτί. Εκείνο το κουτί που πήρε μαζί του ο Πολυνείκης απ τη Θήβα με τα γαμήλια δώρα των προγόνων του. Ένα κουτί που μετρούσε αιώνες ζωής και γενιών ιστορία. Τα δώρα της Αρμονίας, της πρώτης νύφης της Θήβας. Άνοιξε το κουτί με τα πιο πολύτιμα βαρύτιμα δώρα της πατρίδας του με τρεμάμενη συγκίνηση. Κράτησε στο χέρι του το ανεκτίμητο περιδέραιο και το πέρασε στην γυναίκα του πια, την Αργεία. Έσκυψε μπροστά της, την πήρε στην αγκαλιά του και εκεί, στο κάλεσμα της ανοιξιάτικης νύχτας ο Πολυνείκης με την Αργεία γεύτηκαν το πρώτο τους φιλί που σημάδευε το γάμο τους. Ένα φιλί ήρεμο στην αρχή μα στην συνέχεια τολμηρό, ερωτικό και καυτό.

 Πίσω τους  η νυφική κλίνη, ένα μεγάλο ξύλινο κρεβάτι με σκαλιστές άκρες. Στο κεφαλάρι του είχε παραστάσεις με την Θεά Αφροδίτη και τη γέννησή της ενώ στο ποδαρικό του είχε ανάγλυφη τη μορφή της Ήρας της Θεάς του γάμου και της Εστίας, της Θεάς του σπιτιού. Η κλίνη τους ανέδυε ένα εξαίρετο άρωμα και ήταν στρωμένη με όμορφα υφάσματα σε γαλάζιο και λευκό χρώμα.

 Σε λίγο τα χέρια του Πολυνείκη αφαιρούσαν, πρώτα το πέπλο της Αργείας και ύστερα με αργές, τρυφερές κινήσεις τον εξωτερικό της χιτώνα και μετά το φόρεμα. Σε λίγο η νεαρή γυναίκα του έστεκε μπρος του ολόγυμνη. Πίσω στο ανοιχτό τους παράθυρο ο ήλιος έστελνε τη δική του καληνύχτα στο νεαρό ζευγάρι κοκκινίζοντας τον ουρανό ακριβώς όπως είχαν κοκκινίσει τα πρόσωπά τους από τις πρώτες ηδονές του έρωτά τους. Το νυφικό τους κρεβάτι αγκάλιασε τα ολόγυμνα κορμιά τους, που παραδόθηκαν στη θέρμη του έρωτα και των ηδονών, που ξεκινούσε το παρθενικό τους ταξίδι στο σμίξιμό τους. Έκαναν έρωτα όπως η ίδια η ζωή ξέρει να τον ορίζει στους ανθρώπους. Σαν να τον έχουν οι άνθρωποι ορμηνεμένο μέσα στο αίμα τους και στην καρδιά τους. Γαλήνια στην αρχή αλλά μετά με πάθος και αναστεναγμούς. Η Αργεία γίνονταν γυναίκα εκείνη την  όμορφη νύχτα που ξεκινούσε στα χέρια του άντρα της, που είχε μπει μέσα στο κορμί της και στην καρδιά της. Ριγούσε στον κυματισμό της ερωτικής τους επαφής και τα υγρά τους σώματα ταξίδευαν στα μονοπάτια του Θεού Έρωτα στη σκιά της δικής του ιέρειας της Αφροδίτης. Έτσι, μέσα στους υγρούς αναστεναγμούς τους, η νύχτα και ο ύπνος μετά τούς τράβηξαν στην αγκαλιά τους μαζί και τους δυό. Όπως ακριβώς έμελε να ταξιδέψουν από εδώ και πέρα στη ζωή τους.

 Την ώρα που ένας γαλήνιος ύπνος τους είχε πάρει αγκαλιασμένους μετά των οργασμών τους τη δύναμη, πιο πέρα, στο τραπέζι, στο ασημένιο ποτάμι απ το φως του φεγγαριού που έμπαινε από το παράθυρό τους, λαμπύριζε το νυφικό περιδέραιο της Αρμονίας. Στραφτάλιζε με τρόπο παράξενο σαν κάποιες εικόνες από ένα αδιόρατο μέλλον να καθρεφτίζονταν επάνω του. Σαν μια κόκκινη αιμάτινη αναλαμπή να φάνηκε εκεί στο μεγάλο κρύσταλλο που δέσποζε στο κέντρο του.



[1]     Πρωτέλεια ήταν η πρώτη φάση πριν τον γάμο

[2]     Η γαμήλια τελετή γινόταν την ώρα της δύσης του ήλιου

[3]     “Νυμφεύτρια” Υπεύθυνη για το γάμο


Αναμνήσεις και Νοσταλγία

 

Η Αργεία ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στο ανάκλιντρό της. Έξω στο αίθριο από το σπίτι τους η ζέστη του Αυγούστου ήταν έντονη ακόμα και τις νύχτες. Η νεαρή γυναίκα προσπαθούσε να δροσιστεί με μια ιδιότυπη βεντάλια για να νιώσει καλύτερα. Ο Πολυνείκης φάνηκε κρατώντας στα χέρια του μια πήλινη κανάτα γεμάτη νερό και δύο κούπες.

“Έφερα νεράκι να δροσιστείς” της είπε με χαμόγελο.

“Ω ευχαριστώ, το χρειαζόμουν τόσο” απάντησε.

Άφησε την κανάτα πάνω στο τραπέζι και γέμισε και τις δύο κούπες. Της πρόσφερε το ένα. Η Αργεία το πήρε στα χέρια της και ήπιε με βουλιμία βγάζοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης.

“Νιώθεις καλύτερα;” την ρώτησε. Εκείνη έγνεψε θετικά. Κάθισε δίπλα της φέρνοντας και το δικό του ανάκλιντρο κοντά της. Άπλωσε το χέρι του τρυφερά και έσμιξε με το δικό της. Κοιτάχτηκαν στα μάτια εκφραστικά.

“Πως είναι;” την ρώτησε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη.

Του ανταπέδωσε το βλέμμα του με τον ίδιο τρόπο.

“Σε έξι μήνες θα φέρω στον κόσμο το παιδί μας Πολυνείκη!”

Εκείνος στο άκουσμα έκλεισε τα μάτια του.

“Πες το πάλι να το ακούσω” της είπε.

“Το παιδί μας! Δεν είναι υπέροχο; Είναι ένα αίσθημα που νιώθω που… δεν μπορώ να στο περιγράψω, δεν έχει λόγια και ορισμό…”

“Και εγώ δεν μπορώ να το πιστέψω, να το συνειδητοποιήσω ακόμα”

“Ίσως γιατί είναι ακόμα στην αρχή” του απάντησε.

Ο Πολυνείκης έδειξε να αφήνεται στις δικές του σκέψεις. Σαν κάτι να τον βασάνιζε, να τον απασχολούσε. Η Αργεία το πρόσεξε.

“Τι έχεις;” τον ρώτησε.

“Τίποτα!” απάντησε εκείνος επανερχόμενος στο τώρα.

“Είναι μέρες τώρα που σε παρατηρώ άντρα μου. Μια γυναίκα, έστω και νέα δεν γελιέται”

“Τι βλέπεις δηλαδή;” τη ρώτησε.

Η Αργεία ανασηκώθηκε λίγο πιο πολύ στο ανάκλιντρό της.

“Να, είναι φορές που σε βλέπω να χάνεσαι. Να μελαγχολείς. Κάτι αόριστο και αδιόρατο τραβάει τη σκέψη σου μακριά. Άνοιξέ μου την καρδιά σου. Μίλα μου. Τι είναι αυτό που σκουραίνει το πρόσωπό σου;”

“Δεν είναι κάτι σχετικό, θέλω να με πιστέψεις”

“Για να σε πιστέψω πρέπει να μου ανοίξεις την καρδιά σου, εδώ είμαι λοιπόν να ακούσω”

 

Ο Πολυνείκης κινήθηκε αμήχανα από τη θέση του. Σαν να το σκεφτόταν. Ήπιε λίγο νερό, την κοίταξε και μετά άπλωσε το βλέμμα του ψηλά στον έναστρο ουρανό.

“Να… είναι….” προσπάθησε να ξεκινήσει εκείνος.

“Μίλα μου άντρα μου!”

“Ήρθα εδώ στο Άργος Αργεία. Διωγμένος. Ξένος. Με δέχτηκε ο πατέρας σου, γνώρισα τον Τυδέα, έκανα φίλους, γνώρισα εσένα. Κάναμε οικογένεια. Ότι πιο ευλογημένο απ τους Θεούς….”

Τον παρακολουθούσε με φανερή αγωνία να τον ακούσει. Εκείνος συνέχισε:

“Παντρεύτηκα, άνοιξα το σπιτικό μου, τώρα, με το θέλημα των Θεών, θα γίνω πατέρας….κι όμως”

“Όμως;”

“Έχω ένα κομμάτι στην καρδιά μου άδειο Αργεία! Κάποιο κενό με τρώει συνέχεια και κάποιες φορές γίνεται όλο και πιο δυνατό”

“Τι είναι αυτό;” τον ρώτησε ανήσυχη.

“Οι δικοί μου άνθρωποι! Που ήταν η μητέρα μου η Ιοκάστη στις πιο όμορφες στιγμές της ζωής μου; Πού ήταν οι γλυκές μου αδελφές; Η Αντιγόνη μου και η μικρή μου η Ισμήνη. Ακόμα και ο πατέρας μου, ναι αυτός, ο τραγικός Οιδίποδας. Δεν λέω για τον αδελφό μου γιατί για αυτόν είμαι κάτι μισερό”

Η Αργεία έδειχνε να καταλαβαίνει.

“Σε νιώθω άντρα μου. Αυτές τις μεγάλες ώρες της ζωής μας πάντα αναζητούμε τους δικούς μας ανθρώπους”

“Δεν ξέρουν καν που είμαι Αργεία! Πόσο μάλλον ότι παντρεύτηκα ότι περιμένω παιδί, δεν ξέρουν τίποτα!”

“Τουλάχιστον έχεις εδώ σαν δικούς σου τους δικούς μου γονείς” του απάντησε.

“Δεν αντιλέγω. Ο πατέρας και η μητέρα σου άνοιξαν με μιας την αγκαλιά τους. Με τέτοια μάλιστα θέρμη που ακόμα δεν μπορώ να την εξηγήσω”

“Τι μπορώ να κάνω για να απαλύνω αυτό σου το κενό; Σκέφτηκες ποτέ σου Πολυνείκη να τους ειδοποιήσεις που βρίσκεσαι, τι κάνεις. Μήπως πρέπει να το κάνεις;”

“Το σπίτι μου, η πατρίδα μου, η Θήβα…”

Εκείνη έδειξε να πικραίνεται. Το κατάλαβε.

“Συγγνώμη! Οι Θεοί θα με καταδικάσουν αν πω κάτι άσχημο για το Άργος και όλους εσάς, απλά τη δύναμη της νοσταλγίας ήθελα να τονίσω”

“Σου έκανα την πρότασή μου Πολυνείκη. Βρες ένα τρόπο να ειδοποιήσεις την μητέρα και τις αδελφές σου. Στείλε έναν αγγελιοφόρο, τουλάχιστον για αρχή να μάθουν ότι είσαι εδώ”

“Θα το σκεφτώ ναι” της είπε, “Σε ευχαριστώ που συμμερίζεσαι τα συναισθήματά μου”

“Ότι νιώθεις είναι και δικό μου” του είπε.

“Έλα, ας αλλάξουμε κουβέντα” πρόσθεσε εκείνος. Της προσέφερε ένα δροσερό φρούτο. “Κοίτα πόσο υπέροχος είναι ο ουρανός απόψε” είπε προσπαθώντας να καθυποτάξει αυτά τα πικρά νοσταλγικά συναισθήματα που τελευταία είχαν θεριέψει μέσα του. Τα λόγια και η παραίνεση της γυναίκας του ήχησαν στα αυτιά του ενισχυτικά στη σκέψη να βρει μια λύση.

(Συνεχίζεται...)


Εδώ κλείνει η 7η δημοσίευση, αγαπημένες φίλες και φίλοι. Μια καινούργια ζωή έχει ανατείλει για τους δύο, διωγμένους απ' τη γη τους, νέους. Σε μια μεγάλη πόλη, που άνοιξε την αγκαλιά της να τούς δεχτεί. Ένα καινούργιο σίγουρο λιμάνι γι' αυτούς. Η Αργεία, παρά το νεαρό της ηλικίας της, στέκεται, με περισσή ωριμότητα και ευθύνη, δίπλα στην νοσταλγία του άντρα της, προσφέροντάς του εκείνη, μια πρόταση-λύση για την αγωνία του.

Όλα αυτά θα τα δούμε στη συνέχεια, που ακολουθεί. Σας ευχαριστώ αμέριστα για τον πολύτιμο χρόνο και τη διάθεσή σας να αγκαλιάσετε αυτό εδώ το έργο.

Ετυμολογία των ονομάτων

Σήμερα, σας έχω έξτρα "δώρο" στην ανάρτηση. Θα σας παρουσιάσω την ετυμολογία των ονομάτων των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Γνωρίζετε ότι τα αρχαία Ελληνικά ονόματα είχαν σαφή ετυμολογία σε σύνθετες περιγραφές. Για να δούμε λοιπόν τι το ενδιαφέρον κρύβουν:

Κάδμος: Κατά τον Ησύχιο σήμαινε την “ασπίδα” και το “δόρυ”


Αρμονία: Συμμετρία στη σχέση των μερών ενός συνόλου με το ίδιο το σύνολο.


Οιδίπους: “Οιδέω” + “Πους” Ο φέρων πρησμένα πόδια


Ιοκάστη: “Ίον” + “Κάζω” Μενεξές + στολίζω, δηλαδή η μενεξεδοστόλιστη


Αντιγόνη: “Αντί” + “Γίγνομαι”. Αυτή που αντιτίθεται. Σε ευρεία έννοια, αυτή που αμφισβητεί ή είναι ισάξια με τον γεννήτορά της


Ισμήνη: Άγνωστης ετυμολογίας. Κατά μία άποψη, σύνθεση των “Ίσμεν” + “Οίδα” δηλαδή η συνετή


Πολυνείκης: “Πολύ” + “Νείκος” (Φιλονικία) Αυτός που είναι πολύ εριστικός


Ετεοκλής: “Ετεός” + “κλέος” αληθής + δόξα. Αυτός που έχει αληθινή δόξα


Άδραστος: “α” + “διδράσκω” (δραπτετεύω) Αυτός που δεν μπορεί να ξεφύγει


Αμφιάραος: “Αμφί” + “αρά” ευχή. Αυτός που περιβάλλεται από ευχές


Εριφύλη: “έρι” + “φύλον” η έξοχη των γυναικών. Κλειστή και αγέρωχη, δεν την πλησιάζεις εύκολα. Δίνεται με πάθος σε όποιον αγαπά.


Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 6η ανάρτηση

 Τα δώρα της Αρμονίας



 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Η δράση της προηγουμένης ανάρτησης, μάς μεταφέρει στο Άργος, στο σπίτι του Αμφιάραου, γιου του Οικλή, εγγονού του περίφημου μάντη Μελάμποδα, ο οποίος έχει μυήσει και τον εγγονό του στο χάρισμα της μαντικής ικανότητας. Ο Αμφιάραος ζει με τη γυναίκα του Εριφύλη, αδελφή του βασιλιά Άδραστου και τα τέσσερα παιδιά τους, τον Αλκμαίωνα, τον Αμφίλοχο, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Μια παλιά μεγάλη έχθρα ανάμεσα στον ίδιο και το βασιλιά Άδραστο, λύθηκε με μεγάλους αμοιβαίους όρκους ότι, κάθε μεταξύ τους διαφωνία θα λύνεται με την υπερίσχυση της γνώμης και απόφασης της Εριφύλης. Ο μάντης και πολεμιστής Αμφιάραος, βασανίζεται τελευταία από επώδυνους εφιάλτες, που λειτουργούν μέσα του σαν κάποιας μορφής προειδοποίηση.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της 5ης ανάρτησης θα μεταφερθούμε στο παλάτι του βασιλιά Άδραστου. Ο ίδιος επιστρέφει από τους Δελφούς, όπου είχε αναζητήσει χρησμό για το μέλλον των παιδιών του. Ο Άδραστος ανακοινώνει στη σύζυγό του, Αμφιθέη, έναν περίεργο χρησμό ότι οι δύο κόρες του, Αργεία και Δηιπύλη θα παντρευτούν ένα κάπρο και ένα λιοντάρι. Τα παιδιά τους είναι τέσσερις κόρες (Αργεία, Δηιπύλη, Ιπποδάμεια) και δύο γιοι (Αιγιαλέας, Κυάνιππος). Το βασιλικό ζευγάρι, προσπαθεί να δώσει μιας κάποιας μορφής ερμηνεία στο χρησμό που έλαβε.


Ανάρτηση 6

2.3  Κάπρος και λιοντάρι

 

2.3.1  Στην αυλή του παλατιού

 

Το καλοκαίρι προχωρούσε στο Άργος. Ήταν μέρες που ο κάμπος ολόγυρα έβραζε από εκείνη την υγρή θέρμη, που χαρακτήριζε ολάκερη την περιοχή. Η γη έκαιγε, το χώμα υπέφερε από τις καυτές ακτίνες του ήλιου. Ανάσες στην πόλη και στους κατοίκους έδινε πολλές φορές η αύρα της θάλασσας από τον Αργολικό κόλπο αλλά και ο Ίναχος ποταμός. Ακόμα και οι νύχτες αυτού του καλοκαιριού ήταν ιδιαίτερα ζεστές και υγρές. Κυλούσαν χωρίς ίχνος αγέρα, χωρίς να κουνιέται καν φύλλο στα δέντρα. Και ο ιδρώτας μούσκευε τα κορμιά των ανθρώπων ακόμα και τη νύχτα.

 

Εκείνη η νύχτα ήταν μια από αυτές τις συνηθισμένες ζεστές και πνιγηρές στην πόλη. Η ώρα είχε για τα καλά προχωρήσει. Κανείς δεν διάβαινε πια τους χωμάτινους δρόμους και τα σοκάκια της πόλης. Στο παλάτι επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Οι οπλίτες της φρουράς ήταν ήδη στις θέσεις τους όπως πάντα ενώ ελάχιστο ήταν το φως που έδιναν κάποιες δάδες στην πύλη και στα τείχη.

 

Ο ήχος από τις οπλές ενός μοναχικού αλόγου έσπασε αυτή τη χαρακτηριστική ησυχία. Βάδιζε ήσυχα, σχεδόν κουρασμένα. Ένα πανέμορφο περήφανο λευκό άτι με μαύρες αποχρώσεις στο σώμα του. Το ίδιο κουρασμένος έστεκε και στη σέλα ο αναβάτης του. Στις αναλαμπές από το λίγο φως, που έριχναν οι δάδες μπορούσες να διακρίνεις έναν όμορφο νεαρό άντρα, γεροδεμένο και επιβλητικό. Τα άρματά του φανέρωναν κάποια ιδιαίτερη προέλευσή του. Η στρογγυλή του ασπίδα κρεμόταν από το πλάι του αλόγου ενώ το σπαθί του, περασμένο στο θηκάρι ήταν ζωσμένο στη ζώνη του. Έμοιαζε και βάδιζε ολότελα ξένος προς την πόλη. Ήταν ολοφάνερο ότι αναζητούσε ένα φιλικό και δεκτικό μέρος να σταματήσει καθώς το ζώο του έδειχνε κουρασμένο. Βάδιζε αργά στην οδό που οδηγούσε ίσια στην πύλη των ανακτόρων. Αν κάποιος μπορούσε να δει το βλέμμα του αναβάτη του θα έβλεπε ότι κατέβαλε προσπάθεια να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά.

 

Δεν θα έκανε πολλά βήματα ακόμα όταν από τα πίσω στενά των δρόμων ακούστηκε καλπασμός έντονος. Καλπασμός που καθώς τον ζύγωνε γινόταν όλο και πιο δυντός. Ο νεαρός αναβάτης δεν φαινόταν να έδειχνε και μεγάλη προσοχή. Ο καλπασμός αυτός φάνηκε να εντείνεται επικίνδυνα και έτσι στην διασταύρωση του κεντρικού δρόμου με ένα κάθετο στενό, ένα άλογο σε καφέ ανταύγειες ξεπετάχτηκε κόβοντας τη στράτα του. Τα δύο άλογα σαν βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο ξαφνιάστηκαν επικίνδυνα. Σχεδόν έπεσαν το ένα πάνω στο άλλο. Και τα δύο από αυτά, όπως ήταν φυσικό σηκώθηκαν χλιμιντρίζοντας στα πίσω τους πόδια. Ο αναβάτης του νεοφερμένου με τις καφέ ανταύγειες μπορεί να αιφνιδιάστηκε από αυτό το απρόσμενο αντάμωμα αλλά κατάφερε να κρατήσει τα γκέμια από το άλογό του και να μείνει εκεί. Αντίθετα ο αναβάτης του πρώτου αλόγου έχασε παντελώς τον έλεγχο και βρέθηκε με ένα γδούπο να πέφτει στο έδαφος.

 

Εκεί κατάφερε να ελέγξει το σώμα του και να σηκωθεί προσπαθώντας να διώξει από πάνω του τη σκόνη. Κοίταξε αλαφιασμένος τον άλλο αναβάτη και η φωνή του ακούστηκε βροντερή και θυμωμένη:

“Δεν θα μπορούσες να είσαι πιο προσεκτικός; Καλπάζεις ξέφρενα στα στενά της πόλης. Για όνομα του Άρη! Δεν βλέπεις μπροστά σου;”

“Ποιος είσαι εσύ ο θρασύς που υψώνεις έτσι τον τόνο της φωνής σου” απάντησε με την ίδια αψάδα εκείνος.

Ο άλλος μάζεψε το άλογό του κοντά του και συνέχισε:

“Περίμενα περισσότερη ευγένεια στα λόγια σου και μεγαλύτερη σύνεση ξένε. Αλλά βλέπω ότι λάθος έκανα”

“Και συνεχίζεις να με προσβάλεις!” απάντησε ο άλλος.

“Δεν έχω ακούσει μια κουβέντα ως τώρα δική σου, που να ζητάς μια συγγνώμη, κόντεψες να με σκοτώσεις”

“Ας ήσουν πιο προσεκτικός, όταν ιππεύουμε δεν κοιμόμαστε”

Ο πεζός τον κοίταξε ίσια στα μάτια, τέντωσε το δείκτη από το χέρι του.

“Το στόμα σου φανερώνει αλαζονεία το ξέρεις; Αλαζονεία και αμετροέπεια”

“Ποιος είσαι εσύ που θα με κρίνεις;” Απάντησε ο άλλος.

Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους έδειχνε όλο και να ηλεκτρίζεται περισσότερο. Οι φωνές τους άρχισαν πλέον να ακούγονται δυνατά παντού.

“Μου φαίνεται χρειάζεσαι ένα μάθημα ξένε” Είπε ο πεζός και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Ο αναβάτης κατέβηκε από το άλογο. Ήταν ένας επιβλητικός άντρας ψηλός, εξαιρετικά γεροδεμένος και έδειχνε δυνατός.

“Περιμένω να μου το δώσεις λοιπόν!” Απάντησε προς τον αντιμαχόμενό του.

Σε λίγο οι δύο άντρες ήταν στα χέρια. Η αμάχη μεταξύ τους ήταν στην αρχή αργή αλλά μετά έπαιρνε χαρακτηριστικά σκληράδας απρόσμενης. Στο τέλος παράτησαν τα χέρια και τα πόδια τους, οι πληγές από τα αμοιβαία χτυπήματα είχαν ήδη αφήσει τα σημάδια τους. Σε λίγο κράδαιναν στα χέρια τους τα άρματά τους, χτυπιόνταν μέσα στο δρόμο με τα σπαθιά και τις ασπίδες τους και χωρίς να το καταλάβουν είχαν σχεδόν φτάσει στην κεντρική πύλη των ανακτόρων. Ήδη είχαν γίνει αντιληπτοί από τη φρουρά και η αντάρα γενικεύονταν μπροστά στο παλάτι.

 

Ο θόρυβος απ’ τα χτυπήματα των σπαθιών και των ασπίδων καθώς και από τις φωνές τόσο αυτών όσο και των φρουρών που ήδη έσπευδαν εναντίον τους έφτασε ως μέσα στο μεγάλο δώμα όπου κοιμόταν ο βασιλιάς. Σηκώθηκε αμέσως ανήσυχος. Βγήκε στο αίθριο ενώ τον ακολούθησε και η γυναίκα του.

Ο Άδραστος φώναξε προς τον αξιωματικό του, που τον είδε να κινείται προς την έξοδο.

“Τι συμβαίνει Ηρόδικε! Τι φασαρία είναι αυτή; Ποιος χτυπιέται στο δρόμο;”

“Δύο άντρες οπλισμένοι βασιλιά μου μονομαχούν, δεν ξέρω το λόγο, τρέχω εκεί με τη φρουρά”

“Φέρε μου εδώ μέσα αμέσως αυτούς τους αναιδείς Ηρόδικε!” Πρόσταξε.

 

Σε λίγο αρκετοί οπλίτες της φρουράς είχαν κυκλώσει ασφυκτικά τους δύο μαινόμενους αντίμαχους. Αναγκάστηκαν να σταματήσουν στη θέα των βλοσυρών φρουρών. Τα δόρατά τους απείχαν λίγα εκατοστά από τα κορμιά τους.

Ο Ηρόδικος φάνηκε απειλητικός απέναντί τους.

“Βάλτε τα σπαθιά στα θηκάρια σας και ακολουθείστε με! Ποιοι τολμάτε μέσα στη νύχτα να χτυπιέστε; Ποιοι είστε. Ακολουθείστε με χωρίς να κάνετε τίποτα, σας θέλει ο βασιλιάς Άδραστος”

Οι δύο άντρες έβαλαν τα σπαθιά στα θηκάρια, πέρασαν κρεμαστά τις ασπίδες τους στο πλάι και σφούγγισαν τον ιδρώτα και τη σκόνη απ τα κορμιά τους.

“Τα χέρια σας πίσω απ το κεφάλι, προχωρήστε ίσια μπροστά λοιπόν!” Πρόσταξε μια ακόμα φορά ο Ηρόδικος.

 

Ο Άδραστος είχε ήδη κατέβη οργισμένος στο πρόσθιο αίθριο του παλατιού. Έστεκε εκεί πάνω καρτερώντας. Σε λίγο φάνηκε μπροστά του η ακολουθία με τους δύο άντρες μπροστά και τους φρουρούς από πίσω.

“Αυτοί οι δύο είναι βασιλιά μου! Απ ότι δείχνουν είναι ξένοι στο Άργος” μίλησε ο Ηρόδικος.

Για έναν λόγο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει έβλεπε το βλέμμα του βασιλιά του να στέκεται έκπληκτο καθώς κοίταζε τους δύο άντρες, που έστεκαν σιωπηροί μπροστά του. Ο Ηρόδικος ξαφνιάστηκε, δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τα μάτια του Άδραστου ήταν ακίνητα παγωμένα και έκπληκτα στις ασπίδες των δύο νεαρών αντρών.

 

Ο Άδραστος άρχισε να ψιθυρίζει έκπληκτος.

“Ο Κάπρος και το λιοντάρι!”

Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στις δύο ζωγραφισμένες παραστάσεις από τις ασπίδες των δύο αντρών. Στην μία ήταν ζωγραφισμένο ανάγλυφα το κεφάλι ενός λευκού λιονταριού ενώ στην άλλη το ανάγλυφο ενός μαύρου κάπρου ξεχώριζε επάνω της.

“Ο κάπρος και το λιοντάρι!” ψιθύρισε ξανά ο Άδραστος προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του. Η Αμφιθέη ακούστηκε πίσω του έχοντας ήδη πλησιάσει.

“Τι συμβαίνει άντρα μου;” ρώτησε βλέποντας την αγωνία του.

“Ο κάπρος και το λιοντάρι…” Συνέχιζε εκείνος σαν να παραληρούσε, “….ο χρησμός, δυό άντρες! Ένας κάπρος και ένα λιοντάρι….”

Όλοι ολόγυρα σιωπούσαν απορημένοι. Οι δύο ξένοι πρώην μονομάχοι έμοιαζαν και αυτοί να ξαφνιάζονται.

Ο Άδραστος κατέβηκε με μιας και στάθηκε λίγα μέτρα απέναντί τους.

“Ποιοί είστε; Πως σας λένε;”

“Είμαι ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα του παλιού βασιλιά της Θήβας” Αποκρίθηκε ο ένας με το λιοντάρι στην ασπίδα του.

“Εσύ;” Απευθύνθηκε ο Άδραστος στον άλλο.

“Τυδέας, γιος του Οινέα από την Καλυδώνα της Αιτωλίας” Αποκρίθηκε εκείνος.

 

Ο Άδραστος τους περιεργάστηκε σχολαστικά. Είχε μπροστά του δυό παλικάρια επιβλητικά. Όμορφα, δυνατά. Γεμάτα αψάδα και φωτιά.

“Τι γυρεύατε στο Άργος;” τους ρώτησε με αγωνία.

“Ένα μέρος να ξαποστάσω τη νύχτα μου και το άλογό μου” αποκρίθηκε ο Πολυνείκης.

“Και εγώ το ίδιο” απάντησε ο Τυδέας.

Ο Άδραστος τους κοίταξε αυστηρά.

“Και ήρθατε εδώ στο Άργος για να σκοτωθείτε; Ηρόδικε… οι ξένοι θα μείνουν εδώ απόψε. Δώσε τους στέγη για εκείνους και φροντίδα για τα άλογά τους. Πάρε τα όπλα τους. Αύριο το πρωί θα τους παρουσιάσεις μπροστά μου!”

“Όπως ορίσατε βασιλιά μου!” Απάντησε πειθαρχημένα ο αξιωματικός του.

Ο Άδραστος τους κοίταξε με προσοχή.

“Εμείς θα μιλήσουμε αύριο το πρωί. Πηγαίνετε τώρα να ξαποστάσετε τη νύχτα σας και ελπίζω να μην τολμήσετε να επαναλάβετε την αμάχη σας. Χρωστάτε χάρη που πέσατε στην αυλή μου και όχι κάπου αλλού”

 

Εκείνοι χαμήλωσαν το βλέμμα συναισθανόμενοι τη θέση τους. Ο Άδραστος πήρε το δρόμο της επιστροφής στα ανακτορικά δώματα μαζί με την Αμφιθέη. Στο δρόμο της είπε:

“Τους είδες γυναίκα;” της είπε με ένταση στα συναισθήματά του.

“Τι θες να πεις άντρα μου;”

“Ο Απόλλωνας παίζει μαζί μας μεγάλα παιχνίδια απόψε Αμφιθέη!”

“Γιατί; Τι συμβαίνει;”

“Ο χρησμός γυναίκα! Θυμάσαι ποιος ήταν ο χρησμός, που μου έδωσε ο Λοξίας στο μαντείο την τελευταία φορά που πήγα;”

“Για τις δύο μεγάλες κόρες μας…” έκανε εκείνη.

“Ακριβώς! Θα κάνω γαμπρούς έναν κάπρο και ένα λιοντάρι! Είδες τις ασπίδες τους;” τα μάτια του έλαμπαν από την ένταση. “Να ο χρησμός γυναίκα! Ολοφάνερος μπροστά μας!”

Σταμάτησε και έβαλε τα δυό του χέρια στο πρόσωπό του σφιχτά.

“Ω Φοίβε! Ο χρησμός σου… το θέλημά σου… ας είναι ευλογημένες οι στιγμές”

Έμειναν οι δυό τους αγκαλιασμένοι εκεί στο δώμα τους σε μια νύχτα παράξενη και σημαδιακή για τη ζωή τους. Εκείνη τη ζεστή και υγρή νύχτα του καλοκαιριού. Σε λίγες ώρες θα ξημέρωνε μια άλλη καινούργια μέρα. Για τη ζωή τη δική τους αλλά και των παιδιών τους. Ίσως όμως και μια άλλη μέρα για το ίδιο το Άργος.

 

2.3.2  Η επόμενη μέρα

 

Από τα χαράματα σχεδόν ο βασιλιάς του Άργους ήταν στο πόδι. Του ήταν αδύνατον να μένει άλλο στο κρεβάτι. Μόλις το πρώτο φως της μέρας έριξε τις ανταύγειές του στα δώματα του παλατιού τίποτα δεν τον κρατούσε. Σηκώθηκε γεμάτος σκέψεις και αγωνία. Πέρασε τις πρώτες ώρες τακτοποιώντας κάποια πράγματα και ύστερα πρόσταξε τον Ηρόδικο να φέρει τους απρόσμενους επισκέπτες μπροστά του στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Κάθε αναμονή έμοιαζε πια να τον πνίγει ολάκερο.

 

Σε λίγο τέσσερις οπλίτες της φρουράς με τον Ηρόδικο επικεφαλής έφερναν μέσα τους δύο νεαρούς άντρες που χθες βράδυ έφτασαν ως τη πόρτα του παλατιού παλεύοντας ο ένας τον άλλον. Έδειχναν ήρεμοι. Ο Άδραστος τους καλωσόρισε.

 

“Λοιπόν και τώρα νομίζω είναι η σειρά μου να μάθω κάποια πράγματα για σας. Και να αρχίσω από σένα. Χθες μου είπες πως το όνομά σου είναι Τυδέας. Ποιος είσαι;” ξεκίνησε πρώτος τη συζήτηση προς έναν από τους δύο νεαρούς άντρες.

“Είμαι ο  γιος του Οινέα βασιλιά μου” απάντησε εκείνος με μια σεβάσμια υπόκλιση.

“Δεν έχω ακουστά τον πατέρα σου, από πού έρχεσαι;”

“Από την Καλυδώνα άρχοντά μου, ο πατέρας μου ήταν βασιλιάς στην πόλη”

“Λες για την Καλυδώνα της Αιτωλίας;” τον ρώτησε ο Άδραστος.

“Ναι!”

“Τι σε έφερε στο Άργος Τυδέα;”

“Βασιλιά Άδραστε, ο πατέρας μου βασίλευε στην Καλυδώνα ώσπου ο θείος μου ο Άγριος, σφετερίστηκε το θρόνο αμέσως μετά το θάνατό του”

“Λυπάμαι για τον πατέρα σου…”

“Και έτσι βρέθηκα κυνηγημένος μακριά απ τη πόλη μου και τη γη μου. Οι άνθρωποι του θείου μου ρίχτηκαν πίσω μου με λύσσα. Με κυνήγησαν παντού. Με κάθε τρόπο. Στόχος τους ήταν η εξόντωσή μου. Μέχρι που κατάφερα να περάσω στην Αττική, ύστερα στα Μέγαρα. Εκεί με βρήκαν ξανά. Αναγκάστηκα να φύγω . Βρέθηκα στο Άργος μόλις χθες. Γύρευα ένα μέρος να μπορέσω να μείνω, να ξαποστάσω, μέχρι που….”[1]

Ο Άδραστος τον σταμάτησε με ένα νεύμα του.

“Κατάλαβα παιδί μου”

Στη συνέχεια στράφηκε στα δεξιά του. Εκεί έστεκε ο Πολυνείκης.

“Εσύ είσαι ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα της Θήβας;”

“Μάλιστα βασιλιά μου”

“Ακουστά έχω τον ένδοξο παλιό βασιλιά της πόλης. Αυτόν που τη γλίτωσε από τη Σφίγγα!”

“Η μία πλευρά της αλήθειας βασιλιά Άδραστε” απάντησε ο Πολυνείκης.

“Ναι, δυστυχώς έχω ακουστά για την βαριά τραγωδία που ακολούθησε στη συνέχεια. Είσαι ένας απ’ τους γιους του. Ποιος βασιλεύει τώρα στη πόλη;”

“Ο αδελφός μου ο Ετεοκλής, στέκει παράνομα στο θρόνο άρχοντά μου!” απάντησε με θυμό και οργή στη φωνή του.

“Γιατί παράνομα;”

“Αυτός είναι και ο λόγος που βρέθηκα εδώ βασιλιά  Άδραστε”

“Τι συνέβη δηλαδή;”

“Είχαμε συμφωνήσει να αλλάζουμε τη βασιλεία κάθε χρόνο. Ένας τη φορά. Αρνήθηκε να μου παραδώσει την εξουσία όπως όριζε η συμφωνία μας. Έτσι αναγκάστηκα να φύγω και εγώ απ τη γη μου, θλιβερός εξόριστος σε ξένα χώματα”

 

Ο Άδραστος σηκώθηκε από το  θρόνο του και έκανε βήματα στη μεγάλη αίθουσα.

“Τα πάθη και οι ανομίες των ανθρώπων. Η εξουσία και η αρπαγή της. Με κάθε τρόπο και κάθε μέσο. Αυτή δηλητηριάζει τις ψυχές των ανθρώπων. Τους κάνει άρπαγες, τους μεταβάλλει σε θηρία έτοιμα να ξεχάσουν τα πάντα και το μόνο που θα νοιαστούν είναι η δύναμη και η αρχή”

Τους κοίταξε καλά.

“Με λίγα λόγια είστε και δυό ξενιτεμένοι, κυνηγημένοι, με άδικες αποφάσεις δικών σας ανθρώπων . Εδώ, στο Άργος…”

Σταμάτησε για λίγο και ύστερα συνέχισε: “Και ήρθατε εδώ για να σκοτωθείτε μπροστά στην πύλη μου”

“Μια κακιά ώρα ήταν βασιλιά μου” Μπήκε στη μέση ο Τυδέας.

Ο Άδραστος τους κοίταξε στα μάτια με ύφος αυστηρό.

“Και τώρα; Τι απέγινε η αντάρα αυτής της κακιάς ώρας; Πού να την λογαριάσω;”

Έσκυψαν και οι δύο το κεφάλι. “Βασιλιά μου έχεις δίκιο, εγώ σου ζητώ συγχώρεση” πρόλαβε ο Πολυνείκης. Ο Άδραστος κοίταξε βλοσυρά τον Τυδέα.

“Έχετε μοίρα κοινή δεν ξέρω αν το βλέπετε;”είπε εκείνος.

Ο Τυδέας έτεινε το χέρι του δίπλα στον Πολυνείκη. Μια πολύ εγκάρδια χειραψία έσπασε εντελώς κάθε ψυχρότητα ανάμεσά τους.

 

“Θαυμάσια!” Επισφράγισε την χειρονομία ο Άδραστος, “Καλώς ορίσατε νέοι μου στο Άργος! Από σήμερα και πέρα θα είναι η καινούργια σας πατρίδα. Ίσως και μια καινούργια ζωή”

Οι δύο μέχρι τώρα άσπονδοι μονομάχοι ένιωσαν κάτι παραπάνω από έκπληξη και ανακούφιση. Ο βασιλιάς συνέχισε:

“Ηρόδικε, φροντίστε για τη διαμονή τους. Σε δυό μέρες από σήμερα θα διοργανώσω ένα συμπόσιο προς τιμήν σας. Εδώ.

“Βασιλιά μου….” Έκανε ο Πολυνείκης.

“Είστε και οι δύο από βασιλικούς οίκους. Έπρεπε να είστε τώρα εκεί που σας άρμοζε. Αλλά αυτό θα το συζητήσουμε αργότερα. Σε δυό μέρες λοιπόν εδώ στο παλάτι”

 

“Ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι δύο που κόντεψαν να σκοτωθούν στην πύλη μας άντρα μου;” Ρώτησε στην πρώτη ευκαιρία η Αμφιθέη αρκετά αργότερα.

“Ο Πολυνείκης, γιος του παλιού βασιλιά Οιδίποδα της Θήβας ο ένας και ο Τυδέας, γιος του παλιού βασιλιά της Καλυδώνας ο άλλος”

“Και τι κοινό τους έφερε στα μέρη μας;”

“Και οι δύο διωγμένοι απ τη γη τους γυναίκα! Παράξενο μα τους Θεούς!”

“Τι σε κάνει να το λες;”

“Τούτοι εδώ είναι οι άντρες του χρησμού. Δύο διωγμένα βασιλόπουλα για τις κόρες μας Αμφιθέη. Μακριά απ τη γη τους. Έρχονται εδώ, στην αυλή μας, λες και πρόκειται για ικέτες”

“Να παρακαλέσουν γιατί;”

“Ο χρησμός τούς σημαδεύει σαν επίδοξους γαμπρούς μας! Καταλαβαίνεις; Δενόμαστε με τη μοίρα αυτών των αντρών γυναίκα! Τούς δίνουμε τις κόρες μας, την Αργεία και την Δηιπύλη και η μοίρα μας ταυτίζεται με τη δική τους”

“Είσαι σίγουρος ότι αυτοί οι είναι οι γαμπροί που προσμέναμε Άδραστε;”

“Μα δεν βλέπεις τον συμβολισμό; Το ταίριασμα;” Κόμπιασε με μιας και συνέχισε: “Μόνο που τώρα καινούργιες προκλήσεις ξεκινάνε για μας”

“Τι εννοείς;”

“Είμαι σίγουρος ότι θα γυρέψουν να επιστρέψουν στη γη τους όπως τους αξίζει. Αυτό σημαίνει πολλά”

“Τι κανόνισες μαζί τους άντρα μου;”

“Θα τους φιλοξενήσουμε εδώ. Και σε δυό μέρες θα κάνουμε ένα συμπόσιο εδώ στο παλάτι. Θέλω να μιλήσεις στην Αργεία και στην Δηιπύλη”

“Ότι είναι να γίνει ας είναι καλώς καμωμένο Άδραστε” απάντησε εκείνη.



[1]     Ο Τυδέας δεν ομολογεί και το άλλο μέρος της αλήθειας της καταδίωξής του. Από ατύχημα στο κυνήγι έχει σκοτώσει τον θείο του τον Αλκάθοο.

2.3.3  Ένα συμπόσιο στη σκιά των χρησμών

 Οι προετοιμασίες για το Συμπόσιο-γιορτή, που αποφάσισε ο βασιλιάς είχαν προβλέψει κάθε λεπτομέρεια. Το παλάτι είχε φορέσει τα γιορτινά του. Στολισμένο με όμορφα λουλούδια, φωτισμένο με πρόσθετες δάδες. Οι καλεσμένοι πολλοί. Πέρα από τη βασιλική οικογένεια του Άργους, αξιωματούχους της πόλης, ήταν άρχοντες από τις γειτονικές Μυκήνες, ιερείς των ναών και άλλοι ξένοι καλεσμένοι. Μουσικοί με λύρες και αυλούς φρόντιζαν εκείνη την καλοκαιρινή νύχτα να ντύνουν το μεγάλο ανακτορικό δώμα αλλά και το αίθριο έξω από αυτό με όμορφη μουσική.

Τα τραπέζια πλούσια σε όλα τα ελέη. Σφαχτάρια, φρούτα, πολλά άλλα εδέσματα αλλά και κρασί. Ικανό για να ανεβάσει το κέφι και τη διάθεση σε όλους.

 

Ο Πολυνείκης και ο Τυδέας, εδώ και μέρες, είχαν πλέον εγκατασταθεί στα δικά τους σπίτια, σύμφωνα με τις προσταγές και τις οδηγίες του Άδραστου. Προσπαθούσαν οι δύο τώρα φίλοι και σχεδόν συγκάτοικοι, πρώην άσπονδοι μονομάχοι, να αφομοιώσουν την ευχάριστη αλλά και παράξενα απρόσμενη τροπή, που είχε πάρει η ζωή τους και η παραμονή τους στην πόλη. Ένιωθαν αυτήν την εύνοια και τη στήριξη, που πήραν από το βασιλιά αλλά δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν.

 Η παρουσία τους στην αποψινή γιορταστική βραδιά ήταν, αν μη τι άλλο, εντυπωσιακή. Λυγερόκορμοι, δυνατοί, γοητευτικοί άντρες και οι δύο, κύρια ο Τυδέας, ξεχώριζαν μέσα στους καλεσμένους. Επιβλητικοί και αρχοντικοί. Προσπαθούσαν διακριτικά και οι δύο να κρύψουν λίγο την αμηχανία, που τους συνόδευε καθώς ένιωθαν ξένοι στη μεγάλη αυτή πόλη. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα επάνω τους όταν ο Άδραστος έκανε την πρώτη εμφάνισή του με τους αξιωματικούς του δίπλα του.

“Αγαπητοί καλεσμένοι, θα ήθελα αφού σας καλωσορίσω, να σας γνωρίσω το λόγο του αποψινού μας συμπόσιου, δύο νέα πρόσωπα στην πόλη μας…”

Σιωπή και ηρεμία έπεσε στη μεγάλη ανακτορική αίθουσα. Οι μουσικοί σταμάτησαν και όλοι περίμεναν. Ο Άδραστος έκανε νόημα στους δύο καλεσμένους του να πλησιάσουν.

“Ο Τυδέας λοιπόν, γιος του Οινέα, νόμιμου βασιλιά της Καλυδώνας από την Αιτωλία… και ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα από τη Θήβα…”

Στο άκουσμα του ονόματος του Οιδίποδα στην αίθουσα ακούστηκαν κάποιοι κρυφοί ψίθυροι. Ήταν σίγουρο ότι η τραγική ιστορία του τυφλωμένου βασιλιά ήταν σε πολλούς γνωστή. Οι δύο άντρες υποκλίθηκαν με τιμή στο σύνολο των καλεσμένων. Σε λίγο όλα είχαν πάρει την προηγούμενη εικόνα με χαλαρή ατμόσφαιρα. Οι περισσότεροι είχαν πλέον βγει στο εξωτερικό αίθριο για να απολαύσουν τα εδέσματα αλλά, το εξαιρετικό κρασί στον έναστρο ουρανό της Αργολίδας αλλά και να σχολιάσουν και την παρουσίαση των δύο νεοφερμένων αντρών.

 Ο Πολυνείκης κάποια στιγμή πλησίασε μαζί με τον Τυδέα το βασιλιά.

“Θα ήθελα ειλικρινά να σας ευχαριστήσουμε για αυτήν την υποδοχή και τη στήριξη”

Ο Άδραστος τον άκουγε χωρίς να σχολιάζει. Εκείνος συνέχισε:

“Είναι κάτι που μας γεμίζει ευθύνη, δεν ξέρω αν μπορούμε να το διαχειριστούμε”

Ο βασιλιάς γύρισε και τον κοίταξε με ένα βαθύ στοχαστικό βλέμμα.

“Η μοίρα των ανθρώπων ακολουθεί τις προσταγές και το λόγο των Θεών. Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτούς. Ζητάμε τη γνώμη τους, θέλουμε τη συμπαράστασή τους. Οφείλουμε να  σεβαστούμε κάθε τους κατεύθυνση, όποια και να είναι”

Ο Πολυνείκης δεν μπορούσε να ξέρει το βάθος των λόγων του βασιλιά. Πήγε να εκφράσει την απορία του αλλά εκείνος τον καθησύχασε

“Μερικά πράγματα καλύτερα είναι να τα δεχόμαστε όπως έρχονται, πίστεψέ με!”

 Την κουβέντα τους διέκοψε ένας από τους ανθρώπους του παλατιού. Πλησίασε το βασιλιά και κάτι του ανήγγειλε διακριτικά. Εκείνος ένευσε θετικά, γύρισε στους δύο φιλοξενούμενους του:

“Α τώρα νομίζω έχουμε κάτι πιο ενδιαφέρον….”

Τους άφησε, βγήκε στο αίθριο και φώναξε δυνατά:

“Αγαπητοί προσκεκλημένοι, να σας αναγγείλω την άφιξη της βασίλισσας και των παιδιών μου”

Κάθε τι σταμάτησε στη στιγμή, ο Άδραστος πήγε προς την είσοδο της αίθουσας του θρόνου.

 Δίπλα του η Αμφιθέη ήταν ώριμη και εντυπωσιακή σαν γυναίκα. Με το χαμόγελο και τη γλυκιά της παρουσία δίπλα στο βασιλιά και σύζυγό της. Τα βλέμματα όλων όμως έμειναν πάνω στις δύο λυγερόκορμες μεγάλες κόρες τους. Η Αργεία και η Δηιπύλη.

 Η Αργεία ήταν ψηλή μελαχρινή με σκούρα καστανά μαλλιά αρκετά κάτω από τους ώμους της. Το πρόσωπό της ήταν γλυκύτατο με γαλανά μάτια και ζωγραφιστά μικρά χείλη. Δεξιά και αριστερά από το πρόσωπό της κρέμονταν πλεγμένες δύο μακριές μπούκλες που έπεφταν μπροστά στο στήθος της. Στο μέτωπό της ήταν ένα λεπτό υπέροχο κόσμημα σαν στεφάνι. Τα μάτια του Πολυνείκη έμειναν έκθαμβα στην εμφάνισή της κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Άδραστο, που ένιωσε την ευχαρίστηση να τον κατακλύζει μέσα του.

 Την ίδια ευχαρίστηση ένιωσε σαν είδε επίσης, την ίδια στιγμή, το βλέμμα του Τυδέα πάνω στην άλλη κόρη του, την Δηιπύλη. Τα δικά της κόκκινα μαλλιά, σαν της φωτιάς, μαγνήτισαν τον επιβλητικό νεαρό άντρα. Ελεύθερα μαλλιά ριγμένα στους ώμους της όπως και της αδελφής της. Μόνο που τα δικά της μάτια ήταν βαθιά καστανά και τα χείλη της πιο πλατιά και πλούσια. Το λαιμό της στόλιζε μια διπλή αλυσίδα από ένα υπέροχο κόσμημα με κρυστάλλινες πέτρες που έλαμπαν.

 Πιο πίσω ακολουθούσαν τα τρία άλλα παιδιά τους. Οι δύο νεαροί τους, ο Αιγιαλέας ο μεγαλύτερος, ο Κυάνιππος και τέλος η μικρή Ιπποδάμεια. Ο θαυμασμός των παρευρισκομένων για τις δύο λαμπερές κόρες ήταν έκδηλος. Ο βασιλιάς έκανε την αναγγελία των δικών του στους καλεσμένους του αλλά άφησε στο τέλος και για συγκεκριμένο λόγο τους δύο νεαρούς να τους γνωρίσει στις κόρες του. Μια σύσταση και γνωριμία που τα έμπειρα μάτια του είδαν αμέσως τις μύχιες σκέψεις τόσο του Πολυνείκη όσο και του Τυδέα. Όπως επίσης και τα κρυφά βλέμματα της γυναίκας του της Αμφιθέης δίπλα του. Το βράδυ ήταν γλυκό και κυλούσε πλέον με χαρούμενες νότες.

 Ένας από τους ακόλουθους στην αίθουσα ενημέρωσε πάλι το βασιλιά για μια καινούργια άφιξη

“Βασιλιά μου έφτασε ο γαμπρός σας ο Αμφιάραος με την αδελφή σας την Εριφύλη”

“Α πολύ ωραία…” έκανε ο Άδραστος και πήγε προς την πόρτα να τους υποδεχτεί.

“Καλώς ορίσατε! Χαίρομαι πολύ για την παρουσία σας πάντα και το ξέρετε” ήταν η πρώτη του κουβέντα.

“Καλώς σε βρίσκουμε αδελφέ μου” αποκρίθηκε η Εριφύλη και έμεινε πιο πίσω, την ίδια στιγμή που ο Αμφιάραος με την ευγενική του παρουσία χαιρετούσε το βασιλιά. Πέρασαν στο εσωτερικό και στη συνέχεια στο αίθριο. Ο Αμφιάραος ήταν ευρύτατα γνωστός σε ολάκερο το Άργος, τις Μυκήνες και την Τύρινθα. Έτσι δεν ήταν αναγκαία καμία σύσταση για την παρουσία του εκεί.

“Λοιπόν θα με γνωρίσεις με τους καλεσμένους σου για τους οποίους έκανες αυτή τη ξεχωριστή βραδιά Άδραστε;” Τον ρώτησε.

“Φυσικά γαμπρέ μου, εδώ είναι…ακολούθησέ με”

 Ο Άδραστος έψαξε με το βλέμμα στο αίθριο τον Πολυνείκη και τον Τυδέα. Τους βρήκε κοντά σε αυτό που ήθελε. Τις δύο κόρες του. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί.

Ο Αμφιάραος είδε τον Τυδέα αλλά αυτό που του προκάλεσε αμέσως την προσοχή ήταν ο Πολυνείκης. Προχωρώντας προς το μέρος του, για έναν ανεξήγητο λόγο, η καρδιά του άρχισε να χτυπά πιο δυνατά και παράξενα συναισθήματα άρχισαν να γεννούνται μέσα του. Δεν μπορούσε αλλά και δεν προλάβαινε να τα ερμηνεύσει. Σε λίγο βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τους δύο νεαρούς άντρες. Ο Άδραστος ανέλαβε τις συστάσεις:

“Να σας γνωρίσω τον Αμφιάραο το γαμπρό μου!” Στράφηκε στον ίδιο, “Από εδώ ο Τυδέας και ο Πολυνείκης” του είπε.

Ο Αμφιάραος αντάλλαξε χειραψία με τον Τυδέα και στράφηκε με το βλέμμα  προς τον Πολυνείκη. Η ταραχή του έγινε ακόμα μεγαλύτερη σαν άκουσε την προέλευσή τους. Στο άκουσμα της Θήβας ένιωσε να χλωμιάζει, να παγώνει. Κάτι του έσφιξε την καρδιά.

“Είσαι ο Πολυνείκης, ο γιος του Οιδίποδα;” τον ρώτησε.

“Ναι” Είπε εκείνος δίνοντάς του εγκάρδια το χέρι.

Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε ο Αμφιάραος δεν μπόρεσε να κρύψει την παράξενη ταραχή του. Κάτι που πρόσεξαν όλοι και η γυναίκα του η Εριφύλη.

“Συμβαίνει κάτι;” Τον ρώτησε ο Άδραστος κάποια στιγμή που βρέθηκαν μόνοι.

“Όχι, τίποτα, μην δίνεις σημασία” Του απάντησε εκείνος.

“Σε έναν εμπνευσμένο άνθρωπο της σκέψης και μάντη πρέπει πάντα να δίνουμε σημασία” τού απάντησε ο βασιλιάς καρτερώντας από αυτόν μια πιο πειστική απάντηση, “Γνωρίζεις κάποιον από τους δύο;” τον ρώτησε ευθέως.

“Όχι Άδραστε! Απόψε τούς βλέπω για πρώτη φορά!”

 Συνέχισαν να συζητούν για τις προθέσεις του Άδραστου απέναντί τους. Άφησε στο γαμπρό του τις πρώτες σκέψεις και αιχμές για τις κόρες του χωρίς φυσικά να εξηγήσει το λόγο. Αυτόν θα τον κρατούσε για στενό λογαριασμό της οικογένειάς του.

 Όλα κύλησαν όμορφα μέχρι το τέλος του συμποσίου. Οι ώρες πέρασαν, οι καλεσμένοι έφυγαν όλοι. Καθένας πήρε το δικό του δρόμο κουβαλώντας τις δικές του παραστάσεις, εικόνες και προσδοκίες. Ο Τυδέας με τον Πολυνείκη έχοντας γεμίσει την καρδιά και το βλέμμα τους με τις δύο κόρες του βασιλιά, την Δηιπύλη και την Αργεία. Οι δύο νεαρές κοπέλες ένιωθαν εκείνο το παράξενο σκίρτημα που ο Θεός Έρωτας φτεροκοπά στις καρδιές των ανθρώπων. Ο βασιλιάς Άδραστος, μένοντας μόνος, επικαλέστηκε το Λοξία Απόλλωνα στη σκέψη του για την επιβεβαίωση του χρησμού,  που είχε πάρει και που τον έβλεπε μπροστά του να γίνεται πράξη. Έτσι θα μπορούσε να αναζητήσει την εύνοια των Θεών στη ζωή του.

 Μόνο ο Αμφιάραος ένιωθε να μένει στην καρδιά και στον λογισμό του αυτό το βράδυ ένα παράξενο ρίγος και ένα βάρος που εστιαζόταν στο πρόσωπο του Πολυνείκη. Σε ένα πρόσωπο που πίσω του κουβαλούσε μια ολάκερη πόλη, την εφτάπυλη Θήβα. Αυτήν ακριβώς την πόλη ήξερε πολύ καλά γιατί την φοβόταν ο ευγενικός λόγιος μάντης μα και τρανός πολεμιστής. Και οι λόγοι που του έφερναν ένα τέτοιο ρίγος ήταν βουτηγμένοι σε ένα άλικο κατακόκκινο χρώμα. Αυτό του αίματος και του θανάτου.  Στη σκέψη του βρίσκονταν εκείνοι οι συνεχόμενοι εφιάλτες στα τείχη μιας πόλης με εφτά πύλες. Σε έναν μαύρο άνοιγμα στη γη που οδηγούσε στα σκοτάδια. Αλλά και σε πρόσωπα. Σε μια γυναίκα που άρχισε όλο και περισσότερο να του μοιάζει πιο οικεία, έναν νεαρό αρχοντικό άντρα από βασιλική καταγωγή. Και μέσα στη δίνη του ονείρου μια σειρά κρύσταλλα να λάμπουν στο φως.

Τέλος κεφαλαίου-Συνεχίζεται


Αγαπητοί φίλοι και φίλες, τα βέλη του έρωτα στην πόλη του Ίναχου, έρχονται να συναντήσουν το χρησμό του Φοίβου. Δύο όμορφα ζευγάρια ένιωσαν τις νεανικές τους καρδιές να χτυπούν και τις αγκαλιές τους να καρτερούν το σμίξιμό τους. 

Στον αντίποδα μια σκοτεινή ανατριχίλα πλησιάζει όλο και πιο πολύ τον σπουδαίο μάντη Αμφιάραο, χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το λόγο.

Στο επόμενο κεφάλαιο, φίλες και φίλοι, έχουμε ...Γάμους! Ετοιμαστείτε, χαρείτε! Βάλτε τα γιορτινά σας, γιατί θα ταξιδέψουμε πολύ  μακριά στο χρόνο, καλεσμένοι στις χαρές της πόλης του Άργους. 

Σας ευχαριστώ πολύ για την αγάπη και τη συμμετοχή.


Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες, 5η ανάρτηση)

 Τα δώρα της Αρμονίας


 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ο Πολυνείκης, ο δεύτερος γιος του Οιδίποδα, επιστρέφει μετά από έντεκα μήνες πίσω στη γη του, στη Θήβα. Έρχεται να αναλάβει τη βασιλεία της πόλης από τον αδελφό του, τον Ετεοκλή. Εναλλαγή στο θρόνο, που είχαν συμφωνήσει πριν ένα χρόνο όλοι μαζί στην οικογένεια, μετά το τραγικό ανάθεμα του πατέρα τους ενάντιά τους, με την τρομερή κατάρα να μοιραστούν το θρόνο με αίμα.

Ο Ετεοκλής, αρνείται με πάθος να εφαρμόσει τη συμφωνία και να παραδώσει το θρόνο στον αδελφό του, καταπατώντας κατάφωρα τη συμφωνία τους. Η μητέρα τους, η Ιοκάστη, προσπαθεί δραματικά να πείσει τον Ετεοκλή να τηρήσει το λόγο του, κάτι που τελικά αποδεικνύεται μάταιο.

Ο Πολυνείκης, για δεύτερη φορά, παίρνει το δρόμο της τραγικής φυγής απ' τη Θήβα για άγνωστη κατεύθυνση με το μυαλό και την καρδιά του βυθισμένα στην απόγνωση αλλά και στην οργή, έχοντας κατά νου την επιστροφή του.

Ανάρτηση 5

ΜΕΡΟΣ 2ο

Άργος

2.1  Ένας εφιάλτης, χρησμός για το αύριο

 

Μικρές στάλες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο μέτωπο του ώριμου άντρα που κοιμόταν στο κρεβάτι του. Πάντα στις ώρες πριν το χάραμα, ο ύπνος είναι βαρύς και τα βλέφαρα δύσκολα ανοίγουν παρά τα όποια ερεθίσματα. Όμως και αυτή τη φορά, στον κοιμώμενο άντρα  ήταν βαθιά μέσα στο υποσυνείδητό του. Στη σκέψη του. Στις χαρισματικές μαντικές του ικανότητες για τις οποίες είχε γίνει πια γνωστός σε όλο το Άργος. Πέραν του ότι ήταν κάποτε ο βασιλιάς της πόλης.

 

Τα τελευταία βράδια ο ύπνος του Αμφιάραου ήταν συνέχεια ταραγμένος. Πολύ τακτικά τον επισκέπτονταν άσχημα οράματα τα οποία τον τάραζαν πάρα πολύ, θα έλεγε κανείς εφιαλτικά. Κάτι τον βασάνιζε. Κάτι που πάλευε με τον γνωστό του διαλογισμό να βρει, να ξεχωρίσει, να διακρίνει. Όμως εκείνο έρχονταν τυλιγμένο στην ομίχλη. Κάτι σαν απειλή. Σαν μια θανάσιμη απειλή που προσπαθούσε να βρει την προέλευσή της. Έρχονταν στα όνειρά του πότε με τη μορφή μιας πόλης. Έβλεπε τον εαυτό του σαν αέρινη σκιά να τρέχει πάνω σε κάποια θεόρατα πέτρινα τείχη. Να τρέχει, να τρέχει, γεμάτος αγωνία. Και εκεί κάτι να ξεπετιέται μπροστά του λες και ήθελε να πάρει τη ζωή του. Άλλες φορές έβλεπε τον ίδιο πάλι μόνο να τρέχει στον κάμπο αυτής της πόλης με το άρμα του ζωσμένος όπλα. Πίσω του πάλι τα μεγάλα τείχη αυτής της άγνωστης πόλης. Και γύρω του αίμα και θάνατος! Η γη παντού ήταν σκεπασμένη με κουφάρια ανθρώπων. Κάποιες μορφές του φαίνονταν γνωστές, κάποιες όχι. Κάποιες από αυτές προσπαθούσαν να πάρουν μορφή. Άλλες έπαιρναν το σχήμα γνωστών του προσώπων εδώ στο Άργος αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιων. Και εκείνος να τρέχει αλλόφρων με το άρμα του ανάμεσα σε μια κόκκινη από αίμα και θάνατο πεδιάδα. Και πίσω του να τον κυνηγούν άμορφα σχήματα ανθρώπων και τεράτων. Άλλες φορές έβλεπε εδώ στο σπιτικό του να τον επισκέπτεται μια μορφή. Τυλιγμένη στο θάνατο και στην ομίχλη. Δεν μπορούσε και εδώ να διακρίνει. Άντρας ήταν; Γυναίκα ήταν; κάποιο άλλο ον; Και ερχόταν πίσω του απειλητικό, άπλωνε τα χέρια του προς το μέρος του. Δύο χέρια τυλιγμένα στο αίμα.

 

Πόσες και πόσες φορές είχε πεταχτεί στον ύπνο του λουσμένος στην αγωνία και στον τρόμο ξυπνώντας τη γυναίκα του στο συζυγικό τους κρεβάτι. Είχε πια χάσει το λογαριασμό.

 

Έτσι κι απόψε ο Αμφιάραος ένιωσε το ίδιο όνειρο να τον τυλίγει. Τον ίδιο εφιάλτη να τον επισκέπτεται ξανά. Μόνο που απόψε ειδικά η επίσκεψη αυτή έπαιρνε τα χαρακτηριστικά σαφούς εικόνας. Μια μαντεία! Ναι, μια μαντεία! Έτσι του φανερώνονταν απόψε. Έβλεπε τον εαυτό του σε κάποιο μεγάλο τραπέζι με πολλούς ανθρώπους. Άρχοντες, αρχηγούς. Εδώ της πόλης του Άργους. Της πόλης του. Κάτι σαν συμβούλιο ναι! Ένα συμβούλιο. Και εκεί ένας άγνωστος άντρας, αυτός ο άντρας με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα, αυτή τη φορά είχε καθαρίσει η μορφή του. Και ξεκινούσαν όλοι μαζί για έναν πόλεμο που ο ίδιος όμως δεν ήθελε. Σερνόταν σε αυτή τη μάχη δεμένος! Χωρίς τη θέλησή του. Προσπαθούσε να δει τι ήταν αυτό που τον τύλιγε. Τον έπνιγε. Ένιωθε σταδιακά να χάνει την ανάσα του. Κάτι μεταλλικό αλλά όμορφο είχε τυλιχτεί γύρω απ το λαιμό του. Κάτι με παράξενα πετράδια. Μια γυναίκα, ναι. Μια γυναίκα που κρατούσε κάτι. Αλλά δεν μπορούσε να δει μήτε ποια ήταν μήτε τι ήταν αυτό. Και μετά δεμένος πάνω στο άρμα του πολεμούσε αλλά με τι πιθανότητες. Αυτό το βράδυ στο όνειρό του η πόλη πίσω του σ’αυτήν τη ματωμένη πεδιάδα είχε πιο ξεκάθαρα χαρακτηριστικά. Ήταν μια μεγάλη πόλη με πολλούς άρχοντες και με θεόρατα τείχη. Είχε μετρήσει τις πύλες της πόλης. Τις βρήκε επτά! Αυτή η εικόνα  χαράχτηκε στο μυαλό του ανεξίτηλη. Ύστερα καθώς έτρεχε να σωθεί με το άρμα του, έβλεπε όλους τους άντρες που ήταν πριν μαζί του σε εκείνο το τραπέζι να είναι στα πόδια του μπροστά νεκροί. Όλοι εκτός από έναν. Έναν που ήταν βασιλιάς!  Και τέλος ο ίδιος άρχισε πάλι να τρέχει με το άρμα του. Τα δύο άλογα κόντευαν να σκάσουν απ την αγωνία ενώ τα δικά του μάτια ήταν γεμάτα τρόμο. Και τότε, ναι τότε, άνοιξε ξάφνου η γης μπροστά του στα δύο! Και ένα πελώριο χάσμα μέσα στο μαύρο σκοτάδι τύλιξε το άρμα του, τα άλογά του αλλά και τον ίδιο. Και ένιωθε να μην μπορεί να ανασαίνει, να πεθαίνει, με το μαύρο σκοτάδι από το σκίσιμο της γης να τον τυλίγει σε μια κάθοδο χωρίς επιστροφή.

 

Ο Αμφιάραος πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι του λουσμένος στον ιδρώτα. Η απεγνωσμένη του κραυγή ξύπνησε δίπλα του τη γυναίκα του την Εριφύλη, η οποία πετάχτηκε και εκείνη τρομαγμένη.

“Άντρα μου τι έχεις!” τού είπε με φόβο

“Μην ανησυχείς! Ένας εφιάλτης! Δεν είναι τίποτα, ησύχασε”

Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή άναρχα ενώ ένας πόνος στο στήθος τον είχε καταβάλει. Ανακάθισε στο κρεβάτι του, το ίδιο και η γυναίκα του.

“Πάλι το ίδιο;” τον ρώτησε. Γιατί ήξερε. Γιατί την είχε ενημερώσει και τις προηγούμενες φορές.

“Ναι! Αυτός ο καταραμένος εφιάλτης!”

“Τι θα γίνει επιτέλους με όλο αυτό;”

“Δεν ξέρω… σε παρακαλώ πέσε κοιμήσου” Την προέτρεψε ήρεμα ενώ εκείνος σηκωνόταν.

“Που θα πας;” τον ρώτησε.

“Λίγο έξω, να πάρω λίγο καθαρό αέρα”

“Μα είναι νύχτα”

“Χάραξε πέρα στην ανατολή” της είπε και κινήθηκε προς την πόρτα. Η Εριφύλη έπεσε πάλι στο κρεβάτι προβληματισμένη όσο ποτέ.

 

Ο Αμφιάραος βγήκε στο αίθριο του σπιτιού τους. Ήταν καλοκαίρι και χάραζε μια ζεστή μέρα. Οι καλοκαιρινές νύχτες στο Άργος ήταν ασφυκτικά ζεστές. Πήρε την πήλινη κανάτα από το τραπέζι. Έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του και ένιωσε καλύτερα. Άφησε το δροσερό νερό χωρίς να το σκουπίσει. Βγήκε στον εξωτερικό χώρο. Είχε ήδη πια χαράξει για τα καλά. Ο ουρανός προς τις κορυφές του Αραχναίου άρχισε να ξανοίγει. Η δροσιά από τα νερά του Ίναχου ποταμού γιάτρεψαν την αντάρα του κορμιού του. Όχι όμως και της σκέψης του.

 

“Φοίβε Απόλλωνα με τι με βασανίζεις! Ποιον χρησμό ρίχνεις στο λογισμό μου; Γιατί νιώθω έτσι φοβισμένος και ανήσυχος; Τι είναι αυτό το μεγάλο που μας απειλεί; Πόλεμος! Με έντονα τα σημάδια πλέον. Διώξε μακριά αυτούς μου τους φόβους”

 

Είχε πια σηκωθεί αρκετά ο ήλιος στην καινούργια μέρα που είχε ξημερώσει. Όλα έδειχναν ότι θα ήταν πολύ ζεστή. Έξω στο αίθριο ο Αμφιάραος καθόταν στο ξύλινο τραπέζι. Στις τέσσερις γωνιές του μεγάλα πιθάρια με όμορφα χρώματα ήταν γεμάτα ανθισμένα φυτά που υψώνονταν σε ένα ξύλινο σκέπαστρο με αραιά δοκάρια. Οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με διάφορα κεραμικά πρόσθετα που έφεραν όμορφες ζωγραφιές. Μία από τις κοπέλες υπηρέτριες του σπιτιού είχε φέρει κοντά του την πήλινη κούπα με το γάλα του μαζί με ψωμί και μέλι. Το σπιτικό τους ήταν από τα πλούσια αρχοντικά του Άργους. Άλλωστε η γυναίκα του η Εριφύλη ήταν αδελφή του βασιλιά Άδραστου. [1] Στο μυαλό του ακόμα ήταν έντονες οι εικόνες του χθεσινοβραδινού του ονείρου. Έτσι βυθισμένο σε σκέψεις τον βρήκε η γυναίκα του, η οποία ήρθε και κάθισε δίπλα του.

“Ακόμα δεν το ξεπέρασες Αμφιάραε;” τον ρώτησε.

Εκείνος άφησε το βλέμμα του να απλωθεί πέρα στον ορίζοντα, στις κορυφές του Αραχναίου αλλά και ως κάτω τον Αργίτικο κάμπο ως τη θάλασσα που λαμπύριζε στον ήλιο.

“Χρησμό μεγάλο μού στέλνει ο Απόλλωνας γυναίκα! Αυτά είναι τα μηνύματά του όλες αυτές τις μέρες με τα όνειρα που βλέπω. Είναι πια ξεκάθαρο”

Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια.

“Δεν θα αμφισβητήσω τις μαντικές σου ικανότητες σύζυγέ μου. Άλλωστε ξακουστός ήταν ο παππούς σου ο Μελάμποδας σαν μάντης. Είναι φυσικό να σου έδωσε τις γνώσεις του και την ικανότητά του”[2]

“Καλά το λες γυναίκα. Και μακάρι να μην της έδινε στ αλήθεια, μακάρι…”

“Γιατί το λες αυτό;”

“Γιατί όσα βλέπω δεν είναι καθόλου καλά. Μαύρα σκοτάδια προμηνύουν. Αίμα προμαντεύουν. Θάνατο αναγγέλλουν”

“Άντρα μου! Στο όνομα των Θεών, τι είναι αυτά που λες;”

“Την αλήθεια. Και η αλήθεια δεν είναι καλή. Κάτι θα γίνει άσχημο. Κάτι που θα μας τυλίξει στην καταστροφή και στον αφανισμό”

“Σταμάτα σε παρακαλώ”

“Θα το δεις! Και μάλιστα γρήγορα. Τα σημάδια περιμένω Εριφύλη. Και τα πρόσωπα! Ένα προς ένα για να παίξουν το ρόλο τους σε τούτα τα μελλούμενα”

 

Εκείνη τη στιγμή, ένας όμορφος έφηβος βγήκε στο αίθριο μπροστά τους. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος με γαλήνια όψη και δυνατή κορμοστασιά.  Ο Αμφιάραος τον είδε πρώτος:

“Αλκμαίων γιε μου, κόπιασε κατά δω, κάθισε λίγο κοντά μας”

Η Εριφύλη τον κοίταξε και εκείνη. Ο νεαρός έκατσε για λίγο κοντά τους. Η αρχοντική κορμοστασιά του ήταν εντυπωσιακή, παρά τα άγουρα χρόνια του. Έπιασε ένα σύκο στα χέρια του από την πιατέλα στο τραπέζι και απόλαυσε τη γλύκα στη γεύση του.

“Γλύκισμα του κάμπου μας τα γεννήματα” έκανε.

“Καλοκαίρι γιε μου, η φύση πήρε της άνοιξης τα χρώματα και τα ωριμάζει στου ήλιου τη θέρμη. Τι έχει η μέρα σου σήμερα;” τον ρώτησε ο πατέρας του.

“Έχουμε γύμναση στο στίβο πατέρα, ζυγώνουν οι αγώνες και θέλω να είμαι έτοιμος”

“Θα τα καταφέρεις;” τον ρώτησε η Εριφύλη.

“Σημασία έχει η συμμετοχή Αλκμαίων. Η διάκριση έρχεται μετά. Να το θυμάσαι αυτό” τού είπε ο πατέρας του.

Ο νεαρός σηκώθηκε αφού γεύτηκε και τα τελευταία φρούτα.

“Φεύγω, ο εκγυμναστής μας περιμένει”

“Στο καλό παιδί μου” τον συνόδευσαν οι χαιρετισμοί και των δύο γονιών του. Τον έβλεπαν που δρασκέλισε τις πέτρινες σκάλες, διάβηκε την πύλη του σπιτιού και με γοργά βήματα χάνονταν σιγά-σιγά στο δρόμο κάτω. Ο Αμφιάραος είπε με έναν αναστεναγμό:

“Μεγάλωσε! Έγινε σωστός άντρας!”

“Ναι!” συμφώνησε η Εριφύλη δίπλα του.

“Τα παιδιά μας… Ο Αλκμαίων και ο Αμφίλοχος…”

“Και οι δυό μας κόρες…” συνηγόρησε δίπλα εκείνη, “η Ευρυδίκη και η Δημώνασσα…”

“Να μ’ αξιώσουν οι Θεοί να χαρώ τις μέρες μου κοντά τους, να τα δω στο αύριο που τους ανήκει…” είπε με μιας προκαλώντας την αντίδρασή της:

“Σταμάτα! Δεν ωφελεί αυτό! Θα σε διαλύσει! Σταμάτα!” του είπε έντονα. Εκείνος προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα.

“Ο αδελφός σου τι κάνει; ηρέμησε καθόλου;”

Εκείνη τον κοίταξε λίγο ενοχλημένη.

“Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς; Σε τι να ηρεμήσει;”

“Δεν ξέρω, ησυχασμό δεν έχει. Συνέχεια τρώγεται. Μερικές φορές με κοιτάζει παράξενα…”

“Ακόμα αυτά θυμάσαι Αμφιάραε; Έχουν περάσει χρόνια! Ολάκερα χρόνια. Πάνε κοντά δεκαέξι χρόνια από τότε σου έδωσε την αδελφή του για γυναίκα σου, τι γυρεύεις;”

“Τίποτα…. Δεν ξέρω, μια κουβέντα είπα….”

“Έχει κι αυτός τα δίκια του. Τον είχες διώξει απ το Άργος άντρα μου, τον έστειλες εξόριστο στη Σικυώνα. Στον παππού μας τον Πόλυβο…”

“Ναι γιατί η μανία του για αρχή και εξουσία δεν είχε τέλος…”

“Μην τα βλέπεις όλα δικά σου. Αν ήταν έτσι δεν θα ζητούσε την συμφιλίωσή σας. Όμως εκείνος γύρεψε να μονιάσετε και το ξέρεις…” του είπε.

Την κοίταξε στα μάτια.

“Ναι και μπήκες εσύ ανάμεσά μας να διαφεντεύεις κάθε διαφορά που θα μας τύχαινε. Με όρκο βαρύ μπροστά στους Θεούς! Όσες φορές εγώ κι ο Άδραστος μπαίναμε σε διαμάχη ή έριδα, πάντα θα ίσχυε η δική σου γνώμη. Σύζυγος για μένα, αδελφή για εκείνον…”

“Έχεις κάποιο παράπονο τόσα χρόνια; Δεν στάθηκα επάξια στο πλάι σου;”

“Ναι…”

“Τότε πάψε να σκαλίζεις πράγματα από το παρελθόν” τού είπε.

“Ίσως να έχεις δίκιο. Μπορεί να φταίει και η άσχημη ψυχολογία μου αυτόν τον τελευταίο καιρό”

“Είναι βέβαιο” απάντησε εκείνη. Το χέρι της τρυφερό άγγιξε τα μαλλιά του. Αμέσως μετά μπήκε στα εσωτερικά του σπιτιού τους .

Εκείνος σηκώθηκε αργά-αργά. Προσπαθούσε να διώξει απ το μυαλό του τα πολλά εκείνα σύννεφα των τελευταίων ημερών.



[1]     Η Εριφύλη ήταν αδελφή του Άδραστου, βασιλιά του Άργους. Πατέρας τους ήταν ο Ταλαός και η Λυσιμάχη και παππούς τους ο Πόλυβος, βασιλιάς της Σικυώνας.

[2]     Ο Αμφιάραος ήταν γιος του Οικλή και εγγονός του Μελάμποδα, ο οποίος και του έδωσες τις μαντικές του ικανότητες.


2.2  Άδραστος

 

“Ανοίξτε δρόμο, έρχεται ο βασιλιάς!” Ακούστηκε η στεντόρεια και αυστηρή φωνή ενός αξιωματικού στην πύλη των ανακτόρων του Άργους. Αμέσως οι φρουροί της πύλης παραμέρισαν συντεταγμένοι ανοίγοντας διάδρομο στο λιθόστρωτο. Το άρμα σταμάτησε φουριόζο έξω από την πύλη. Κάποιος οπλίτης πλησίασε να βοηθήσει. Ο Άδραστος, τον αγνόησε. Κατέβηκε μόνος του. Άλλωστε ούτε καν είχε την ανάγκη υποβοήθησης για να κατέβει από το δικό του άρμα. Ώριμος σε ηλικία. Ψηλός, σωματώδης, δυνατή κορμοστασιά, καστανά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους του σχηματίζοντας μικρούς κυματισμούς. Ο αξιωματικός του έσπευσε να τον χαιρετίσει υποδέχοντάς τον.

“Καλώς ορίσατε βασιλιά μου!” Του είπε με σεβασμό.

“Καλώς σε βρήκα Ηρόδικε, όλα τα βρίσκω καλά;”

Προχωρούσαν πλέον με τα πόδια στις μεγάλες πέτρινες σκάλες που οδηγούσαν στα ενδότερα του παλατιού.

“Όλα εν τάξει άρχοντά μου” Πέρασαν μέσα από ένα πανέμορφο πέτρινο λιθόστρωτο. Δεξιά και αριστερά υψώνονταν τα τείχη του παλατιού. Όμορφες  παραστάσεις γεμάτες έντονο χρώμα με χαρούμενες μορφές διακοσμούσαν το χώρο. Παράλληλα στο λιθόστρωτο ήταν μεγάλα πήλινα πιθάρια με όμορφες ανθισμένες τριανταφυλλιές σε διάφορα χρώματα.  Έφτασαν στο επάνω επίπεδο του παλατιού. Εκεί σε ένα μεγάλο πλάτωμα από πέτρες χώρισαν οι δρόμοι τους.

“Θα σε δω αργότερα Ηρόδικε” τού είπε ο Άδραστος και διάβηκε στη μεγάλη είσοδο στα δώματα του παλατιού. Στην μετόπη δύο πήλινοι αμφορείς, δεξιά-αριστερά σε ανθρώπινο ύψος ήταν για να φωτίζουν τη νύχτα με το φως από δάδες. Οι δύο φρουροί της κεντρικής πύλης παραμέρισαν τιμητικά. Διέσχισε τον εσωτερικό διάδρομο. Δεξιά και αριστερά κίονες διακοσμούσαν το χώρο ενώ πανέμορφα δελφίνια και ζώα της θάλασσας σε έντονα χρώματα ήταν ζωγραφισμένα στους τοίχους.

Στο τέλος του διαδρόμου, σε μια μεγάλη δεύτερη πόρτα, υποκλίθηκαν μπροστά του δύο νεαρές υπηρέτριες του παλατιού. Περνώντας την πόρτα μπήκε στο κεντρικό μεγάλο δώμα. Ήταν κυκλικό, αρκετά ευρύχωρο με ικανό ύψος. Ολόγυρα διακοσμημένο με ζωγραφιστούς τοίχους, πέτρινες προθήκες με πήλινα αγγεία γεμάτα σχέδια και χρώματα και κίονες που έκλειναν σε κύκλο μέσα στην αίθουσα.

“Καλώς όρισες άντρα μου!” ακούστηκε η φωνή της Αμφιθέης, της γυναίκας του Άδραστου.

“Καλώς σε βρήκα βασίλισσά μου!” απάντησε εκείνος καλοσυνάτα σπεύδοντας κοντά της.

Εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του παραξενεύοντάς τον.

“Αμφιθέη! Λίγες μέρες έλειψα, στο μαντείο πήγα για χρησμό όπως με κάλεσε η Ιέρειά του. Δεν έλειψα δα και στον ...πόλεμο!” Αποκρίθηκε εκείνος με ένα διακριτικό χαμόγελο. Έκατσε κάπου εκεί σε κάποιο ανάκλιντρο. Η Αμφιθέη ήρθε κοντά του και κάθισε δίπλα του.

“Και λίγο να λείψεις είναι αρκετό για την οικογένειά σου άντρα μου”, αποκρίθηκε.

 

Την ίδια στιγμή ακούστηκαν φωνές στο διάδρομο και σε λίγο μια φουριόζα και εκδηλωτική ομάδα από πέντε νεαρά άτομα μπήκαν στο κεντρικό δώμα. Δύο νεαρές κοπέλες, που έδειχναν και μεγαλύτερες, δύο πιο νεαρά αγόρια και μια πέμπτη μικρή. Έσπευσαν κοντά του με χαρά και χαμόγελα.

“Καλώς όρισες πατέρα!” Του είπαν όλα με το δικό τους εκφραστικό τρόπο.[1]

Αγκάλιασε ένα προς ένα τα παιδιά του. Αντάλλαξαν λίγες όμορφες και απλές κουβέντες καθημερινές και κάποια στιγμή εκείνα αποχώρησαν. Mια από τις υπηρέτριες είχε ήδη φέρει μια πήλινη κανάτα με δύο χάλκινα ποτήρια. Γέμισε τα ποτήρια και αποχώρησε αμέσως. Ο Άδραστος δοκίμασε τη γεύση του δροσερού νερού που ήταν ότι έπρεπε μετά την κάψα μιας ολάκερης διαδρομής μέσα στο καλοκαιρινό λιοπύρι.

“Καίει ο τόπος στο Άργος!” είπε.

“Ναι, εδώ και μέρες”, συμφώνησε και η γυναίκα του.

“Και στις Μυκήνες χειρότερα! Εκεί να δεις. Φωτιά”

Η Αμφιθέη τον κοίταξε ίσια στα μάτια με προσμονή:

“Λοιπόν; Τι χρησμό προστάζει ο Φοίβος Άδραστε; Γιατί κάτι σοβαρό πρέπει να ήταν για να σου μηνύσουν έτσι”

“Ναι, κάπως έτσι είναι. Θα μιλήσουμε το βράδυ μετά το δείπνο γυναίκα, ας πάρω τώρα μια ανάσα ξεκούρασης, τη χρειάζομαι. Το λουτρό είναι έτοιμο;”

Η Αμφιθέη σηκώθηκε να καλέσει τις γυναίκες του σπιτιού για το λουτρό. Ο Άδραστος είχε την ευκαιρία να συνέλθει λίγο.

 

Το βράδυ έπεσε ζεστό. Το δείπνο είχε τελειώσει και ο βασιλιάς του Άργους βγήκε στο μεγάλο αίθριο που ήταν συνέχεια του βασιλικού δώματος. Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος. Αμέτρητα αστέρια κεντούσαν στο στερέωμα μια εκπληκτική εικόνα. Πήρε βαθιές ανάσες. Το βλέμμα του έφτασε ως κάτω στη θάλασσα. Η αύρα της μαζί με τη δροσιά, που έδιναν τα νερά του Ίναχου ποταμού ήταν σκέτο ίαμα. Στο πέτρινο πλαίσιο μπροστά στο αίθριο τα ζουμπούλια σκορπούσαν ολόγυρά τους ένα βαρύ αλλά θεσπέσιο άρωμα. Ο Άδραστος άπλωσε το κορμί του νωχελικά στο μεγάλο ξύλινο ανάκλιντρο. Σε λίγο φάνηκε κοντά του και η Αμφιθέη, έκανε και εκείνη μια βόλτα στο αίθριο να απολαύσει τη γαλήνη και την ομορφιά της νύχτας.

“Κάτσε κοντά μου” της είπε εκείνος. Υπάκουσε στα λόγια του και έκατσε δίπλα του σε ένα άλλο ανάκλιντρο.

“Είμαστε χρόνια μαζί Αμφιθέη, ζούσαμε και ζούμε χρόνια όμορφα”. Εκείνη τον κοίταξε λίγο αινιγματικά προσμένοντας τη συνέχεια.

“Ο λόγος του χρησμού του Λοξία[2] γυναίκα μου αφορούσε τις δύο κόρες μας”

“Ω! δηλαδή;” ρώτησε εκείνη με μια κάποια αγωνία, “Τι προβλέπει ο Θεός για τα κορίτσια μας, με κάνεις να ανησυχώ”

“Όχι κάτι κακό! Ησύχασε! Κάτι το φυσιολογικό”

“Σε ακούω άντρα μου”

“Οι δύο μας μεγάλες κόρες, η Αργεία και η Δηιπύλη, έφτασαν σε ηλικία γάμου”

“Και όρισε ο Θεός Άδραστε τι ακριβώς για αυτό;”

“Δεν όρισε κάτι γυναίκα…”

“Άλλα;”

Γύρισε προς το μέρος της

“Κοίτα, ο χρησμός που είχα ζητήσει είχε να κάνει με το μέλλον της οικογένειάς μας…”

“Δεν μου είχες πει τίποτα για αυτό” του είπε.

“Ναι, γιατί ανησυχούσα, είχα αγωνία για κάποια πράγματα και ήθελα να ακούσω τη συμβουλή και το λόγο του Φοίβου”

“Τι προβλέπει λοιπόν;”

“Κάτι ...παράξενο! Δεν ξέρω πως να το ερμηνεύσω ειλικρινά. Να… μου είπε ότι η Αργεία με την Διηπύλη, οι δυό μεγάλες μας κόρες, οι πρωτότοκες θα παντρευτούν έναν κάπρο και ένα λιοντάρι!”

Η Αμφιθέη τον κοίταξε ξαφνιασμένη.

“Δεν καταλαβαίνω!’

“Μήτε εγώ γυναίκα”

“Τι είναι αυτό τώρα; Θα κάνουμε γαμπρούς ένα κάπρο και ένα λιοντάρι;”

“Ξέρεις, πάντα οι χρησμοί του Λοξία δεν έχουν εύκολη εξήγηση. Η Ιέρεια μιλάει συμβολικά. Με γρίφους, με κρυφά μυστικά μηνύματα…”

Τον κοίταξε με απορία.

“Το ξέρω, το καταλαβαίνω. Δεν έχουμε δηλαδή παρά να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα γενόμενα για να κρίνουμε αυτά που θα αποφασίσουμε τελικά”

“Αυτό πιστεύω και εγώ, δεν ξέρω τι ακριβώς μπορεί να είναι ένας κάπρος και ένα λιοντάρι για να παντρευτούν τις κόρες μας αλλά θαρρώ πρέπει να έχουμε στο νου τα σημάδια”

“Δύσκολα σημεία του Δήλιου αθάνατου. Και ελπίζω αυτά να κρύβουν καλό μέλλον για τα κορίτσια μας”

“Ας το ευχηθούμε στους Θεούς γυναίκα. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε. Και να μπορούμε να δούμε τα σημάδια, να τα ξεχωρίζουμε. Ας έχουμε δυνατή κρίση και νόηση”

“Είθε….” συμφώνησε μαζί του.

 

Αφέθηκαν και οι δύο εκεί δίπλα στον γαλήνιο κόσμο της νύχτας. Τα χέρια τους ενώθηκαν σφίγγοντας το ένα το άλλο τρυφερά και εκδηλωτικά. Τα δυο τους πρόσωπα έγειραν εκφραστικά αφήνοντας τα βλέμματά τους λεύτερα στον ουρανό. Σε έναν ουρανό που λαμπύριζαν αμέτρητα αστέρια. Η φωτιά από τις δάδες στο αίθριο έκαναν παράξενα σχήματα στους τοίχους. Σαν μια ιδιάιτερη ιεροτελεστία έδειχναν εκεί με τις καρδιές και τη σκέψη τους παραδομένες στη μοίρα των Θεών που δεν θα αργούσαν να απλώσουν στο δρόμο τους τα δικά τους σημάδια.



[1]     Παιδιά του Άδραστου και της Αμφιθέης ήταν η Αργεία με την Δηιπύλη, ο Αιγιαλέας με τον Κυάνιππο και η μικρότερη η Ιπποδάμεια.

[2]     Λοξίας αποκαλούνταν ο Απόλλωνας. Από τη λέξη “λοξός”. Αιτία οι δυσνόητοι και παράξενοι χρησμοί που έδινε μέσω της Ιέρειας του Μαντείου.

Συνεχίζεται...


Όπως βλέπετε, φίλες και φίλοι, με την 5η ανάρτηση, μπήκαμε στο 2ο μέρος του βιβλίου. Και συγκεκριμένα με κεντρικό σημείο και χώρο δράσης την ιστορική πόλη του Άργους. Σας ευχαριστώ, μία ακόμα φορά, που είστε εδώ, ακόλουθοι, αναγνώστες και συμμέτοχοι σε αυτό το έργο.