Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Στην προηγούμενη δημοσίευση, είδαμε τη μεγάλη απόφαση της Αντιγόνης να προσφέρει χοές και στα δύο νεκρά της αδέλφια, παραβιάζοντας ρητά την αυστηρή εντολή του Κρέοντα. Τιμά και παραδίδει και το σώμα του Πολυνείκη στην πυρά αλλά συλλαμβάνεται από στρατιώτες για να οδηγηθεί ενώπιον του νέου βασιλιά.
Στο μεταξύ οι εναπομείναντες διασωθέντες Αργείοι με τους συμμάχους τους, επιστρέφουν ηττημένοι στο Άργος, όπου στην πόλη ανοίγει ένας τεράστιος θρήνος για την καταστροφή και τον όλεθρο των δικών τους ανθρώπων.
Ο Άδραστος θα φτάσει στο σπίτι του, όπου εκεί θα βρεθεί σε τραγική θέση, ενώπιον των δικών του για να πει την τρομερή αλήθεια για το θάνατο των γαμπρών του αλλά και την καταστροφή του στρατού του.
Τέλος, η Εριφύλη, προστίθεται και αυτή στον κύκλο των τραγικών χαρακτήρων. Καλείται τώρα να αντιμετωπίσει την οργή και περιφρόνηση των παιδιών της, τα οποία, ευθέως, της καταλογίζουν άμεση ευθύνη και συνέργεια για το θάνατο του πατέρα τους.
Ο Άδραστος αναγγέλλει στο περιβάλλον του την επικείμενη αναχώρησή τους για την Αθήνα, ως ικέτες για να διεκδικήσουν την ταφή των δικών τους έξω απ' τη Θήβα.
Κεφάλαιο 3.9 Η τελευταία κόρη του Οιδίποδα
“Βασιλιά μου, οι καπνοί απ τις νεκρικές πυρές με τη δύναμη του ανέμου μας τύφλωναν. Παρά το ότι παρακολουθούσαμε στενά το χώρο, μόλις αντιληφθήκαμε τη γυναίκα, το σώμα του επίορκου Πολυνείκη ήταν ήδη επάνω στην πυρά. Τρέξαμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα εκεί αλλά ήταν πλέον αργά”
“Μια γυναίκα, μια ...έφηβη, να τολμά να αψηφά τη διαταγή του βασιλιά. Και να το κάνει με τον πιο προσβλητικό τρόπο! Μα την Ήρα, αυτό δεν θα μείνει έτσι. Δεν ανέχομαι το παραμικρό” ούρλιαξε.
“Άντρα μου, μην ξεχνάς ότι είναι η μνηστή του γιου μας, του Αίμονα, είναι κόρη της αδελφής σου”
Η φωνή της γυναίκας του, Ευρυδίκης προσπάθησε να καταλαγιάσει την οργή μέσα του. Εκείνος έδειξε να γίνεται χειρότερα.
“Δεν πρόκειται να δώσω στο γιο μας αυτό το φίδι! Μέχρι εδώ
ήταν η μνηστεία. Δεν είναι δυνατόν να σταθεί στο σπιτικό μου εκείνη που με
πρόσβαλε σε ολάκερη τη Θήβα. Αυτό που έκανε θα το πληρώσει πολύ ακριβά”
“Κρέων! Το παιδί μας! Δεν μπορείς να αγνοήσεις τη γνώμη του”είπε εκείνη.
“Εγώ είμαι ο βασιλιάς Ευρυδίκη! Εγώ η αρχή! Εγώ θα ορίσω τι θα γίνει και τι όχι. Αυτό δα έλειπε να αφήσω στα νεαρούδια να ορίζουν τις τύχες της πόλης”
“Τι σκέφτεσαι να κάνεις;”
“Ήδη αυτή τη στιγμή που μιλάμε θα πρέπει να την έχουν συλλάβει. Έδωσα εντολή να την φέρουν μπροστά μου. Να δω ως που φτάνει η αυθάδεια και η αγνωμοσύνη της. Η άτιμη στάση της. Η ύβρις ενάντια στην ίδια της την πατρίδα”
“Θα την δικάσετε;” ρώτησε ανήσυχη πια για τις εξελίξεις.
“Έχει ήδη δικάσει τον εαυτό της γυναίκα. Και μόνη της έβγαλε την απόφαση. Ήξερε πολύ καλά τις διαταγές μου. Είχε απόλυτη επίγνωση της πράξης της”
“Άντρα μου, τον αδελφό της τίμησε, μόνο αυτό. Δικός της άνθρωπος, αίμα της. Αλλά και δικός σου συγγενής. Ποιος μπορεί να την ψέξει για αυτό; Και ύστερα σκέψου, είναι ο Αίμων, ο γιος μας. Την αγαπά, θα γίνει γυναίκα του…”
Στο άκουσμα της λέξης ο Κρέων έκανε σαν φίδι που το πατούν.
“Μήτε στα σκοτάδια του Άδη δεν πρόκειται ποτέ να βάλω αυτό το φίδι στον κόρφο μας. Εκτός αν έμπρακτα δηλώσει δημόσια τη μετάνοιά της. Και αυτό σαν χάρη. Τ’ ακούς; Ποτέ!”
“Ποιο είναι αυτό το φίδι πατέρα που επιβουλεύεται το σπιτικό μας;”
Ο Αίμων πρόβαλε στο κατώφλι της εισόδου. Η φωνή του ακούστηκε κρυστάλλινη, δυνατή. Στάθηκε εκεί. Ψηλός, όμορφος, επιβλητικός. Η Ευρυδίκη τον είδε και μια γκριμάτσα ανησυχίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Ο Κρέων γύρισε προς το μέρος του.
“Καλώς όρισες γιε μου! Οι στιγμές είναι δύσκολες. Η πατρίδα μας γλίτωσε από τον όλεθρο. Έχουμε δρόμο να μαζέψουμε τους νεκρούς μας. Είναι ώρα για αποφάσεις, για πειθαρχία, για αυστηρότητα σε εκείνους που αψηφούν τους νόμους αλλά και προσεταιρίζονται όσους πήγαν να κάψουν την ίδια τους την πατρίδα.
“Τα ξέρω λίγο πολύ αυτά πατέρα, αλλά σε ποιον αναφερόμαστε”
“Αναφέρομαι στην Αντιγόνη, την αδελφή του νεκρού βασιλιά μας”
Ο Αίμων πετάχτηκε ανήσυχος.
“Και λοιπόν; Τι το τραγικό και τόσο δολερό αποδίδεις πατέρα στην Αντιγόνη; Μην ξεχνάς ότι είναι μνηστή μου!”
“Εγώ γιε μου δεν ξεχνώ τίποτα! Εκείνη λησμόνησε τα πάντα! Την καταγωγή της, την πατρίδα της τη Θήβα, την επιθυμία του νεκρού αδελφού της και βασιλιά Ετεοκλή και τέλος τη δική μου διαταγή”
“Και τι είναι αυτό το τρομερό που της καταλογίζεις ώστε να φουσκώσει τόσο ανεξέλεγκτα η οργή σου;”
“Διαταγή έδωσα μεγάλη και αυστηρή, οι νεκροί των εχθρών μας, όσοι κείτονται τώρα έξω απ τα τείχη, να μείνουν εκεί άθαφτοι. Άνθρωπος κανείς να μην αποδώσει τιμές σε αυτούς που επιβουλεύτηκαν τη γη μας. Και καμία φλόγα να μην εξαγνίσει το σώμα τους. Και αυτή η διαταγή ξεκινούσε απ’ αυτόν που έφερε το θάνατο στο ίδιο του σπίτι, τον Πολυνείκη”
Ο Αίμωνας έδειξε να ανατριχιάζει στο άκουσμα των λόγων του.
“Πατέρα! Τι είναι αυτά που λες; Ο πόλεμος τελείωσε, η μάχη κρίθηκε. Οι άνθρωποι αυτοί πλήρωσαν με τη ζωή τους, το ατόπημά τους. Δεν έχεις το παραμικρό δικαίωμα να τους αφήσεις βορά στα όρνια και στα θηρία του κάμπου”
“Ποιος είναι αυτός που θα με εμποδίσει γιε μου;” Απάντησε εκείνος με έπαρση.
“Η Αντιγόνη τι έκανε;”
“Τόλμησε να αποδώσει τιμές νεκρικές στον Πολυνείκη και κατάφερε να τον ρίξει στη νεκρική πυρά δίπλα στη σωρό του αδελφού της”
Ο Αίμωνας γέμισε με ένα αίσθημα υπερηφάνειας. Το πρόσωπό του φώτισε ξαφνικά.
“Για έναν παραπάνω λόγο λοιπόν είναι άξια της αγάπης μου!”
“Πως τολμάς;” φώναξε ο Κρέων. Ο Αίμωνας επέμεινε.
“Αυτό που είπα πατέρα! Η πράξη της αυτή με κάνει να την αγαπώ, να τη σέβομαι και να είμαι περήφανος για εκείνη για έναν παραπάνω λόγο”
“Πάψε! Γίνεσαι ένα με αυτό της το ανοσιούργημα!”
“Το ανοσιούργημα είναι δικό σου πατέρα!” ήχησε ο λόγος του σαν κεραυνός στο δώμα.
“Παιδί μου!” πετάχτηκε η Ευρυδίκη μήπως και προλάβει την καταιγίδα που ζύγωνε στο σπιτικό της.
“Άσε με μητέρα! Έβγαλε διαταγή να μείνουν άθαφτοι οι νεκροί! Πού ακούστηκε και πότε;”
“Δεν έχεις την υπόσταση να κρίνεις τον πατέρα σου, η ασέβειά σου είναι προσβολή”
“Και η δική σου τι είναι πατέρα; Κανένας Θεός, μήτε του κόσμου τούτου μήτε χθόνιος, τόλμησε να ορίσει τέτοιο νόμο. Ποιος είσαι εσύ λοιπόν που θα το ανατρέψεις; Δεν σε προβλημάτισε όλο αυτό που ζήσαμε αυτές τις μέρες; Τίποτα δεν σου είπε; Που μας οδήγησε η φιλαρχία; ο σπαραγμός; Ο αδελφός μου, ο μικρός σου γιος σφάχτηκε με το ίδιο του το χέρι στα τείχη…”
“Για να τιμήσει και να σώσει την πόλη του και όχι να την κάψει όπως ο άλλος…” πετάχτηκε ο Κρέων.
“Ο Οιδίποδας πέθανε εξόριστος με δική σου προσταγή…”
“Όχι δική μου, του Ετεοκλή!”
“Στην οποία εσύ συναίνεσες. Η αδελφή σου η Ιοκάστη αυτοκτόνησε μπροστά στα δυό της παιδιά που σφάχτηκαν με τα ίδια τους τα χέρια. Για ένα θρόνο. Η Ισμήνη σκοτώθηκε μέσα στον ίδιο το ναό. Δεν χορτάσατε αίμα; Τι άλλο θέλεις λοιπόν να γίνει για να σταματήσει όλο αυτό; Δεν το βλέπεις ότι δεν οδηγεί πουθενά; Κι άλλη καταστροφή περιμένεις; Τίποτα δεν σε σταματά;”
Ο Κρέων τον κοίταξε με οργή και απέχθεια, τίποτα δεν έδειχνε να τον συνετίζει.
“Να λοιπόν ο μεγάλος μου γιος, υπονομευτής του ίδιου του πατέρα του αλλά και των νόμων της πόλης. Αυτή, θα αντιμετωπίσει την οργή και την απόφασή μου. Εγώ θα αποφασίσω τι θα κάνω. Κάνε τόπο τώρα να φύγω, δεν βλέπω την ώρα να την δω μπροστά μου σιδηροδέσμια να με παρακαλάει…”
Ο Αίμωνας έγινε πιο πιεστικός.
“Πατέρα, σε παρακαλώ δώσε ένα τέλος σε όλο αυτό. Η πόλη σώθηκε. Αυτοί που επιβουλεύτηκαν την ακεραιότητά της είναι πια νεκροί ή όσοι γλίτωσαν έφυγαν νικημένοι. Τιμωρήθηκαν σκληρά, πλήρωσαν…”
“Είδες πόσοι Θηβαίοι πότισαν με το αίμα τους την ανομία τους;” του φώναξε.
“Δεν ωφελεί πατέρα να συνεχίσουμε το μίσος. Θα φέρει κι άλλο στο πέρασμα των χρόνων. Το δηλητήριο του πολέμου δεν καταλαγιάζει με σκληρότητα αλλά με υπέρβαση. Οι πληγές να κλείσουν, να γιατρευτούν. Να μην ξαναγίνουν. Να φύγει το δηλητήριο της εκδίκησης. Οι άνθρωποι που έφυγαν έτσι πατέρα έχουν παιδιά. Κι αυτά θα μεγαλώσουν. Σκέψου το! Γίνε εσύ εκείνος που θα κλείσεις αυτόν τον κύκλο. Η Ιστορία δεν σταματά στο σήμερα. Τώρα θριαμβολογούμε νικητές, όμως η σπορά της εκδίκησης, δεν θα σε γλιτώσει από το να συναντήσουμε μια άλλη στρατιά εχθρών έξω απ’ τα τείχη της πόλης μας. Μπορεί να μην είμαστε εμείς εδώ όμως θα είναι κάποιοι άλλοι. Φώναξε τους Αργείους να θάψουν τους νεκρούς τους και άσε την Αντιγόνη να θρηνήσει. Είναι η τελευταία της γενιάς της”
“Άσε με να φύγω” του είπε ο Κρέων, μία ακόμα φορά.
“Πατέρα. Η Αντιγόνη είναι μνηστή μου. Την αγαπώ. Αν όσα είπες πριν είναι η τελευταία σου σκέψη τότε να θυμάσαι πολύ καλά και τη δική μου”
3.9.2 Η Αντιγόνη μπροστά στον Κρέοντα
Η σκέψη της πήγε πίσω, στα χρόνια εκείνα της νιότης της, τότε που η οικογένεια του Οιδίποδα απολάμβανε την ευτυχία και τις χαρές της ζωής. Ο πατέρας, η μάνα της, τα δύο της αδέλφια,εκείνη και η μικρή της αδελφή. Τώρα έστεκε εδώ δέσμια και μόνη.
Στην αίθουσα επικράτησε αναταραχή. Οι φρουροί κινήθηκαν. Κάποιοι αξιωματούχοι που δεν τους ήξερε περίμεναν την άφιξη του νέου βασιλιά. Ο Κρέων μπήκε ορμητικός στην αίθουσα. Τον συνόδευαν ένοπλοι φρουροί. Πριν κάτσει στο θρόνο το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το δικό της. Ένιωσε μέσα του το μίσος και την απέχθεια. Πέρασε λίγη ώρα να μιλήσει σιωπηρά με κάποιους από την ακολουθία του. Ύστερα γύρισε και την κοίταξε. Η φωνή του ακούστηκε σκληρή και επιβλητική.
“Δεν πέρασαν πολλές μέρες από τότε που σε προειδοποίησα να μην δοκιμάσεις της υπομονής μου τα όρια. Το θυμάσαι;”
Η Αντιγόνη τον κοίταξε με περισσό θάρρος.
“Το θυμάμαι βασιλιά μου” του είπε.
“Και παρ’ όλα αυτά το θράσος σου ξεπέρασε κάθε όριο προσβάλλοντας τη διαταγή μου αλλά και την πόλη ολάκερη”
“Τότε και εσύ Κρέοντα δεν θυμάσαι πως σου είπα ότι μορφώθηκα και ακολούθησα τις αξίες των ανθρώπων και των Θεών. Και αυτές με έμαθαν να σέβομαι τους νεκρούς”
“Ακόμα το θράσος σου μέτρο δεν έχει, ακόμα και τώρα, που στέκεσαι μπρος μου υπόλογη”
“Θα λογοδοτήσω στην κρίση των Θεών. Αυτοί θα με κρίνουν σαν
ο περαματάρης με παραδώσει στον Άδη”
Ο Κρέων σηκώθηκε οργισμένος απ το θρόνο του.
“Ω πόσο μέσα σου έχεις κρυμμένη τη θρασύτητα του πατέρα σου. Έτσι κι αυτός με τα ανοσιουργήματά του μας τύλιξε στον εφιάλτη του λιμού”
“Δεν τα έλεγες τούτα όμως βασιλιά μου σαν λύτρωσε τη Θήβα από τον εφιάλτη της Σφίγγας. Συ, με το χέρι σου τον τίμησες, δίνοντάς του την αδελφή σου για γυναίκα του για αυτό του το σωτήριο κατόρθωμα. Πόσο αντιφατικές είναι οι τοποθετήσεις σου λοιπόν. Πόσο εύκολα αλλάζεις γνώμη! Πότε είχες δίκιο; Τότε ή τώρα;”
“Ω μακάρι ποτέ μου να μην το έκανα! Μακάρι κάτι να είχε εμποδίσει αυτή μου τη πράξη. Αλλά τι λέω; Την ακούτε άρχοντες Θηβαίοι; Περίμενα ένα λόγο μετάνοιας και συγγνώμης και αντί για αυτό ακούω τα χειρότερα!”
“Δεν έκανα κάτι ανόσιο να με δικάσεις. Και πάψε να θεωρείς την άποψη των ανθρώπων γύρω σου ότι ασπάζεται τη δική σου, πριν τους ακούσεις”
“Έκανες την απόφαση του νόμου κομμάτια με την προσβολή σου! Πως θα κοιτάξεις τους συμπολίτες σου στα μάτια σαν εσύ, αρχόντισσα του παλατιού, τιμάς τους εχθρούς της πατρίδας;”
“Τα είδα τα μάτια των συμπατριωτών μου Κρέοντα, τα είδα εκεί, στο πεδίο του θανάτου. Τα είδα σαν κουβάλαγαν τους νεκρούς τους για να τους τιμήσουν. Και μέσα στο βλέμμα τους συνάντησα την ίδια οδύνη μπροστά στο χαμό και στην καταστροφή. Δεν είχαν τίποτα να χωρίσουν τα κουφάρια των πεθαμένων”
“Ο Νόμος ισχύει για όλους. Νόμιζες ότι θα γλίτωνες για χάρη μου; Αυτό πίστευες ότι θα σε σώσει κόρη του Οιδίποδα; Το ότι είσαι του γιου μου μνηστή;”
“Πόσο μικρόψυχη είναι η σκέψη σου βασιλιά μου. Αν τέτοια γνώμη φωλιάζει στο νου σου τότε σφάλμα μεγάλο κάνεις. Δεν φταίω εγώ αν δεν μπορείς να ερμηνεύσεις της στάσης μου το νόημα”
“Άκουσέ με καλά! Δεν θα με κάνεις υποχείριό σου! Καιρό τώρα σαλεύεις στα σκοτάδια με των εχθρών μου τις επιλογές. Στα σκοτάδια βαδίζεις για να πλήξεις την εξουσία. Σαν τον κλέφτη που νύχτα διαβαίνει καρτερώντας την ώρα που θα κάνει το κρίμα του…”
“Παραλογίζεσαι βασιλιά!”
Ο Κρέων είχε αγριέψει για τα καλά. Ένα διαπεραστικό ύφος έντασης και μίσους τον είχε κυριέψει ολάκερο. Συνέχισε στον ίδιο τόνο.
“Λόγια, λόγια! Με όμορφα λόγια και θεωρίες περίτεχνες σκεπάζεις τις ενοχές σου. Με των εχθρών του θρόνου, το σμήνος ταυτίζεσαι και, μα το Δία, ποιος ξέρει ποιες πλεκτάνες απεργάζεσαι και εσύ και κάποιοι άλλοι!”
“Τίποτα δεν έχεις καταλάβει κραταιέ βασιλιά μου! Στο λέω ξανά, λυπάμαι!”
“Πάψε θρασίμι που ακόμα και τώρα μπροστά στης οργής μου τη φλόγα αυθαδιάζεις!”
“Λυπάμαι Κρέοντα που η σκέψη σου μπορεί να δει τόσο λίγο μπροστά σου. Τίποτα δεν κατάλαβες ή, ακόμα χειρότερα, τίποτα δεν θέλεις να καταλάβεις. Κανένα δεν έχω διάφορο για τη δική σου εξουσία μήτε κανενός! Ποτέ μου δεν με ένοιαξαν των κραταιών τα σχέδια και οι μηχανορραφίες. Σαν άνθρωπος έκανα το χρέος μου σε ένα δικό μου. Αυτό μονάχα! Τίμησα ένα νεκρό που άφησες να τον φάνε τα όρνια όπως άφησες τόσους άλλους στον κάμπο απ τον Αργίτικο στρατό. Αν είχα δύναμη θα έκανα το ίδιο και για αυτούς και για τον καθένα. Δικό ή ξένο. Πόσο μακρινό είναι αυτό για να το νιώσεις”
“Θα σε κάνω να πληρώσεις πολύ ακριβά για αυτό γυναίκα!”
“Αδιαφορώ για κάθε σου απόφαση Κρέοντα, είναι δική σου η ευθύνη για τις επιλογές σου! Εγώ τελείωσα και είμαι ήρεμη με τη συνείδησή μου”
“Θα σε έβαζα μέσα στο σπίτι μου, δολερή ψυχή, να μολύνεις του γιου μου την ίδια τη ζωή. Τι πήγαινα να κάνω λοιπόν!”
“Της αγάπης και του έρωτα την αγνότητα ποτέ σου δεν κατάλαβες. Μονάχα την εξουσία του σκήπτρου σου νοιάζεσαι και τίποτα άλλο. Έμαθα να αγαπώ και να αγαπιέμαι. Όπως κάθε απλός και καθημερινός άνθρωπος. Να μοιράζομαι την αγάπη, να την δίνω αλλά και να την παίρνω απ τους άλλους. Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής. Να σεβόμαστε την ίδια την πνοή μας αλλά και του πικρού θανάτου την ώρα”
“Δεν ξέρω κανένα Θηβαίο να σκέφτεται όπως εσύ, ειλικρινά δεν ντρέπεσαι για αυτό;”
“Δεν είσαι σε θέση να εκφράσεις το λαό σου Κρέοντα, δικό σου συμπέρασμα είναι τούτο”
“Τολμάς! Περίμενα να μετανιώσεις! Είχα μια ύστατη ελπίδα ότι θα το έκανες εδώ μπροστά στων αρχόντων το βλέμμα. Όμως βλέπω το αντίθετο. Χειρότερη είναι η προσβολή σου με των εχθρών το μέρος να παίρνεις”
“Δεν πήρα κανενός εχθρού το μέρος. Λες ψέμματα! Έναν νεκρό πήγα να τιμήσω, πεθαμένο, αδύναμο να κάνει το παραμικρό κακό”
“Το έκανε όμως!”
“Οι νεκροί πιάνουν το ίδιο στον κόσμο του Άδη, Κρέοντα. Τέλειωσε το πέρασμά τους εδώ. Και ο αποχαιρετισμός τους γίνεται με τον ίδιο τρόπο για όλους. Παντού! Όπου υπάρχουν άνθρωποι και όχι κήρυκες του μίσους. Στις αίθουσες του Άδη, τα αδέλφια μου θα είναι αντάμα, ο ένας στο πλάι του άλλου. Τα ανθρώπινα, δεν θα τους χωρίζουν πια”
“Φρουροί!” ακούστηκε πάλι η φωνή του γεμάτη οργή. Αμέσως έτρεξαν κοντά του οι παριστάμενοι της φρουράς.
“Πάρτε την! Κανένας ποτέ δεν τόλμησε μπροστά μου να αμφισβητήσει και να διαβάλλει των λόγων μου τη δύναμη. Πόσο μάλλον μια γυναίκα. Πάρτε την είπα! Στα βάθη της σπηλιάς είναι ο προορισμός της. Εκεί, στα μαύρα σκοτάδια και στα έγκατα της γης θα την κλείσετε…”
Ένα δυνατό σούσουρο με ψιθύρους γέμισε την αίθουσα, εκείνος συνέχισε:
“Τράβα λοιπόν στα σκοτάδια του κάτω κόσμου και κάνε ότι θέλεις εκεί. Γιατί εκεί ανήκεις”
Μια ομάδα από στρατιώτες πλησίασαν την Αντιγόνη. Δεν άφησε να την αγγίξουν. Έριξε ένα τελευταίο βλέμμα στο βασιλιά, ένα βλέμμα αγέρωχο αλλά ήρεμο και άφησε τον εαυτό της να την οδηγήσουν εκεί που είχαν σκοπό.
Ακόμα δεν είχε καταλαγιάσει η ταραχή που επικρατούσε στην αίθουσα του παλατιού καθώς ο Κρέων κουβέντιαζε με τους άλλους αξιωματούχους της πόλης. Γνώμες υπήρχαν πολλές αλλά κανείς δεν είχε την τόλμη να αντικρούσει τη δύναμη και την εξουσία του.
Η φωνή του Αίμονα έπεσε μέσα στην αίθουσα σαν βροντή που απλώνεται σε ολάκερη τη γη απ τον ουρανό. Όλοι γύρισαν προς το μέρος του. Απόλυτη σιωπή έπεσε στη μεγάλη αίθουσα. Ο Αίμων πλησίασε προς τον Κρέοντα. Κοντοστάθηκε λίγα μέτρα απέναντί του.
“Γιε μου τι ζητάς; Γιατί είσαι αναστατωμένος τόσο; Τι συμβαίνει;”
“Εσύ θα μου πεις αν είναι αλήθεια όσα άκουσα στον ερχομό μου εδώ”
“Σαν τι άκουσες δηλαδή γιε μου;”
“Βασιλιά. Ξέρεις το σεβασμό μου για σένα και το σκήπτρο σου. Όμως πες μου, τι συνέβη στην μνηστή μου; Που είναι η Αντιγόνη;”
“Α! για αυτήν λοιπόν η αντάρα στη σκέψη σου;”
“Φυσικά πατέρα! Αν είναι αλήθεια όσα λέγονται στους δρόμους και στα στενά της πόλης, τότε η αντάρα στο νου μου είναι το λιγότερο, πες μου!”
“Σαν τι λένε δηλαδή οι Θηβαίοι; Πες μας να ακούσουμε και εμείς οι άρχοντες” του είπε με εμφανή την ειρωνεία στα λόγια του.
“Βασιλιά μου, κάθε εξουσία που πατάει πάνω στην επιβολή δεν έχει μέλλον μήτε δρόμο μπροστά της…”
“Τι θες να πεις; Μόλις πριν λίγο τέλειωσε ένας πόλεμος νεαρέ γιε μου. Μόλις πριν λίγο σώθηκε η Θήβα απ των Αχαιών τις επιβουλές. Τέτοιες ώρες ο νόμος, η τάξη και η εξουσία πρέπει να είναι στιβαρές, απόλυτες, κυρίαρχες για να σταθούμε στα πόδια μας. Της νιότης σου η απειρία αυτό λογικό το βλέπω να μην το ξέρει”
“Καταδίκασες την Αντιγόνη, σε ποιο τόπο οδήγησες την μνηστή μου, θέλω να ξέρω!”
“Αμετανόητη στις πράξεις της, δολερή, θρασύς και προκλητική. Με λίγα λόγια επικίνδυνη, στο είχα πει απ την αρχή. Δεν έχει θέση ανάμεσά μας. Οι πράξεις της μια μονάχα ποινή έχουν”
“Την οποία έβγαλες εσύ;”
“Εγώ είμαι ο βασιλιάς Αίμονα! Εγώ ο νόμος και η αρχή!”
“Ολάκερη η πόλη βοά βασιλιά. Στα στόματα όλων είναι αυτή σου η αντιμετώπιση. Όλοι οι Θηβαίοι αναγνωρίζουν και τιμάνε τη στάση της”
“Ποιος είσαι τώρα εσύ που θα μιλήσεις εξ ονόματός τους; Δεν νομίζεις ότι ψηλά σηκώνεις το μπόι σου;”
“Οι Θηβαίοι σε φοβούνται πατέρα και πολύ φοβάμαι ότι δεν σε σέβονται. Άκου των λόγων τους την αύρα. Προχωράς σαν το ξύλο, αλύγιστο απέναντι σε όλα. Θα σπάσει πατέρα!”
“Ακούτε άρχοντες! Δεύτερο μάθημα σήμερα βλέπω να λαβαίνω. Ήρθαν τα παιδαρέλια να μας διδάξουν για τη ζωή” κάγχασε περιπαιχτικά.
“Το δίκιο δεν έχει χρόνια πατέρα! Δεν έχω σκοπό να σε υπονομεύσω, μήτε να σε αμφισβητήσω. Αλλά αυτό που κάνεις είναι κατάφωρα άδικο, στο λέω πάλι εδώ μπροστά σε όλους!”
“Σε έπεισαν και σένα τα λόγια της ε; Σε συνεπήραν τάχα μου τα συναισθήματά της! Ω Θεοί! Δεν ήξερα ότι είχα στην πόλη τέτοια πλανεύτρα γυναίκα”
“Πάψε να προσβάλεις πατέρα! Τη γνώμη μου απ την αρχή στην είπα. Αυτό που κάνεις είναι απέναντι σε κάθε αξία και ηθική”
“Φτάνει! Δεν θα ανεχτώ κι άλλη αμφισβήτηση”
“Η Αντιγόνη πατέρα είναι μνηστή μου, δεν είναι τυχαία κοντά μου…”
“Ναι, αυτό τώρα το βλέπω καλά γιατί ήταν κοντά σου. Γιατί τη διάλεξες. Γυναίκας δούλος καταντάς και θέλεις να σταθείς σε θρόνου δίπλα τη δύναμη”
“Μην μ’ αναγκάζεις να ξεχάσω πως είσαι πατέρας μου, δεν έχει ίχνος λογικής ο λόγος σου”
“Άκου για να τελειώνουμε. Ξέχνα την από δίπλα σου. Ζωντανή δεν θα την παντρευτείς!”
Ο Αίμονας έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του.
“Τι πας να κάνεις; Τα χέρια σου στο θάνατο θα βάλεις;”
“Αυτό είναι το τέλος που της αξίζει! Στης σπηλιάς τα έγκατα θα κλειστεί. Και να παρακαλάς να συνετιστεί γρήγορα μήπως και δείξω κάποιο έσχατο οίκτο για αυτή. Αλλιώς θα μείνει εκεί για πάντα. Φυλακισμένη παρέα με τα μαύρα σκοτάδια. Εκεί θα ζει, μακριά απ το φως του ήλιου. Να γλιτώσει η πόλη απ το μίασμά της. Και εκεί ας παρακαλέσει τους Θεούς του κάτω κόσμου να την λυπηθούν. Ίσως έτσι να ξεφύγει απ’ το θάνατο. Αλλιώς την ίδια στράτα με τον επίορκο αδελφό της θα περπατήσει. Αυτή είναι η διαταγή μου και λέξη δεν ακούω πια καθώς δεν έχω άλλο χρόνο για χάσιμο”
Ο Αίμων είχε γίνει κόκκινος από την ένταση που τον κυρίευε.
“Δεν θα σ΄ αφήσω να το κάνεις αυτό μ’ ακούς; Είσαι άρρωστος βαριά στη ψυχή. Μακάρι οι Θεοί να δείξουν οίκτο για τις επιλογές σου βασιλιά, να το παρακαλάς αυτό!”
Έφυγε με την φουρτούνα να κυριεύει κάθε κύτταρο του κορμιού και της ψυχής του. Ο Κρέων του έριξε μια απαξιωτική σκληρή ματιά. Είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Ήταν σίγουρος για αυτές όσο ποτέ. Έφυγε από την αίθουσα βάζοντας τέλος σε όλη αυτή τη συνάντηση στο παλάτι. Ένιωθε την ανάγκη να ξεκουραστεί.
(Συνεχίζεται...)