H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης

 ** Ετήσιος απολογισμός ευγνωμοσύνης **

(Δικτυακό δρώμενο)

Μια ματιά στο χρόνο που σχεδόν πέρασε


Στα βήματα ενός διαφορετικού αλλά συνάμα εξελισσόμενου, με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, δικτυακού δρώμενου, που η αγαπημένη μας φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή, δημιούργησε για φέτος και οργανώνει στο προσωπικό της blog, Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή, έρχομαι, με τη σειρά μου, να μιλήσω για το δικό μου πέρασμα στη χρονιά, που φεύγει σιγά-σιγά.

Είχα πιστέψει και εγώ αλλά και όλοι μας ότι το 2022, θα ήταν μια καλύτερη χρονιά σε συλλογικό επίπεδο. Η πραγματικότητα όμως διέψευσε τις ελπίδες μας με τρόπο οικτρό. Τόσο οι διεθνείς εξελίξεις, πόλεμοι, ανταγωνισμοί, προσφυγιά, όσο και οι εξελίξεις στην πατρίδα μας, διαμόρφωσαν μια πάρα πολύ δύσκολη χρονιά με σοβαρές γκρίζες αποχρώσεις. Και σκιές που κηλιδώνουν το κορμί και του νέου χρόνου, που ανατέλλει σε λίγο.

Το ίδιο ακριβώς είχα πιστέψει και σε προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο. Και εκεί όμως η πραγματικότητα μάς διέψευσε. Έτσι βιώσαμε μια πολύ δύσκολη χρονιά, ασφυκτική, πιεστική, στα όρια του καθολικού ραπίσματος ακόμα και με κρίσεις πανικού. Ευτυχώς, η πίεση αυτή δεν αφορούσε θέματα υγείας, κάτι που είναι και το υπέρτατο σημαντικό αγαθό. Αφορούσε θέματα διαβίωσης, κάτι πλέον, που αντιμετωπίζει όλο και μεγαλύτερη μερίδα του λαού μας. 

Όμως, αυτή η διαδρομή δεν ήταν μόνο τα προβλήματα. Ήταν και ευγνωμοσύνη, που νιώθει κανείς στο διάβα των ημερών. Μια ευγνωμοσύνη, που έχει ανάγκη να εκφραστεί, να καταγραφεί, να μοιραστεί. Γιατί αποτελεί και τη φωτεινή πλευρά της ίδιας της ζωής μας.

Ξεκινώ λοιπόν το ξεφύλλισμα αυτού του ετήσιου απολογισμού, μήνα το μήνα

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιανουάριο: Απουσία

Γιατί: Στις 6 του Γενάρη, ανήμερα των Φώτων, η πεθερά μου, για μένα, μάνα μου, έκλεισε ένα ολάκερο χρόνο απουσίας. Ένα ολάκερο χρόνο πριν, τη βρήκα, γαλήνια στο κρεβάτι της. Της πήγαινα, όπως κάθε χρόνο αγιασμό αλλά εκείνη τη μέρα της έκλεισα τα μάτια.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιανουάριο είναι: η φλόγα εκείνη, που κρατά συνεκτικά τον άμεσο κύκλο μιας οικογένειας, εξακολουθούσε να καίει και να ζεσταίνει την καρδιά μου. Η παρουσία των "δικών της" ανθρώπων στο μνημόσυνό της ήταν για μένα μια επιβεβαίωση ότι μένει ζωντανή ανάμεσά μας.


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Φεβρουάριο: Άγχος

Γιατί: μπορεί να φαντάζει κοινότυπο πλέον στη ζωή μας, καθώς αποτελεί καθημερινό μας βίωμα. Όμως όταν παίρνει διαστάσεις αποκρουστικές γίνεται πρόβλημα. Μια βασική μας εκκρεμότητα, που έχει να κάνει με το πατρικό μου σπίτι, κρίσιμης σημασίας, αρχίζει και πλατιάζει επικίνδυνα.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Φεβρουάριο είναι: η αλληλεγγύη της οικογένειας. Η αγάπη των δικών μου ανθρώπων. Η στήριξή τους, το χαμόγελό τους, η παρουσία τους καθολική και καταλυτική


ΜΑΡΤΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Μάρτιο: Κρύο

Γιατί: ο πιο κρύος και παγωμένος Μάρτης των τελευταίων χρόνων. Μέρες τυλιγμένες στην παγωνιά και στο κρύο. Χωρίς κεντρική θέρμανση στο σπίτι. Ένα απέραντο, διαπεραστικό κρύο παντού. Ρίγη στο κορμί και στην ψυχή. Για πρώτη φορά ένιωσα ρίγη να οργώνουν το κορμί μου για ώρες ολάκερες.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Μάρτη είναι: ένα ζευγάρι παπούτσια! Ναι! Ένα ζευγάρι παπούτσια, δώρο από τις κόρες μου γιατί δεν μπορούσαν πλέον να με βλέπουν "σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα", καθώς είπε η μεγάλη. Η αγάπη τους, η έγνοια τους, η ...συνωμοτική τους συνεννόηση για την αγορά τους.


ΑΠΡΙΛΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Απρίλιο: Συγκίνηση

Γιατί: Πάντα οι μέρες και το κλίμα της Μεγάλης Βδομάδας, ασκούν μέσα μου πολύ μεγάλη επιρροή. Με γεμίζουν συγκίνηση και συναισθηματική φόρτιση. Πόσο μάλλον σε μια περίοδο ζωής, ιδιαίτερα πιεσμένη έως ασφυκτική. 

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Απρίλη είναι: ότι μετά από δύο ολάκερα χρόνια απουσίας, βρεθήκαμε τρεις άμεσα συγγενικές οικογένειες, να γιορτάσουμε το Πάσχα, εκεί που παραδοσιακά το κάναμε. Στην μεγάλη αυλή του παλιού σπιτιού της πεθεράς μου. Ήταν μια πραγματική σπονδή στη μνήμη της και μια ημέρα γεμάτη φως, χαμόγελο και ξεγνοιασιά.


ΜΑΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Μάη: Ανησυχία

Γιατί: έντονα προβληματικές εξετάσεις της συζύγου μου, ανέδειξαν σοβαρότατο πρόβλημα σακχάρου, χοληστερίνης και πίεσης. Ένα τρίπτυχο, που αποτελεί κατάρα για τη σύγχρονη ζωή μας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Μάη είναι: ότι οργανωθήκαμε άμεσα απέναντι στο ιατρικό αυτό ζήτημα, ξεκίνησε ιατρική θεραπεία και αγωγή. Μια αίσθηση βάσιμης αισιοδοξίας εγκαταστάθηκε στη σκέψη μας. 


ΙΟΥΝΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούνη: Τρυφερότητα

Γιατί: 30 χρόνια γάμου! Δεν το λες και ασήμαντο για να το προσπεράσεις; Μια ολάκερη πορεία ζωής. Είναι που νιώθεις μια τρυφερότητα, μια αίσθηση σεβασμού και αγάπης. Βέβαια, θα μπορούσε να "τιμηθεί" πιο εμφαντικά, όπως της αξίζει μια τέτοια επέτειος. Όμως, πολλές φορές, η ζωή δεν σε αφήνει να χαρείς αυτά που δικαιούσαι.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιούνη είναι: η θεραπεία της συζύγου μου αλλά και η ιατρική παρακολούθηση εξελίχτηκαν άριστα, παρά τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και την οικονομική ασφυξία, που εμπόδιζε τη χρησιμοποίηση ιδιωτικών κέντρων υγείας. Ένιωσα ευγνωμοσύνη για το προσωπικό των δημοσίων φορέων υγείας, που ανταποκρίνονται με το ανθρώπινο χαμόγελο στα εξεταστικά κέντρα, με δύσκολες συνθήκες και δίνουν το καλύτερο στους πολίτες. Κέντρα υγείας και Νοσοκομεία, λοιπόν. Ευγνωμοσύνη και αναγνώριση.


ΙΟΥΛΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Ιούλη: Οργή

Γιατί: το τέρας της διοικητικής γραφειοκρατίας είναι ο "δράκος" εκείνος, που μπορεί να σε ωθήσει στα όρια της καταστροφής. Έπρεπε να "αντιμετωπίσουμε", για τρίτη φορά, το ...Κτηματολόγιο. Σας εξορκίζω να μην βρεθείτε ποτέ στην ανάγκη του! Μαύρο φίδι που σάς έφαγε! Φροντίστε να έχετε έγκαιρα διεκπεραιώσει τυχόν εκκρεμότητές σας γιατί θα τις βρείτε κάποια στιγμή μπροστά σας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Ιούλη είναι: η αλληλεγγύη των φίλων. Όχι των συγγενών αλλά των φίλων. Ναι, εκείνοι ήταν που έβαλαν τη δική τους "πλάτη" να μάς στηρίξουν στο οικονομικό έρεβος, που είχαμε περιπέσει. Και γι' αυτούς θα νιώθω ευγνωμοσύνη.


ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Αύγουστο:  Μαγεία

Γιατί: είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω δύο συναυλίες, που διοργάνωσε ο Δήμος της περιοχής μας σε ένα υπέροχο φυσικό περιβάλλον, στη λίμνη του δάσους μας. Μία με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και μία με το Μίλτο Πασχαλίδη. 

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Αύγουστο είναι: έστω αυτές οι λίγες, μετρημένες στα δάχτυλα, καλοκαιρινές στιγμές μικρής δραπέτευσης, που έδωσαν μια άλλη εικόνα στην καθημερινότητα. Αυτό ακριβώς που περιέγραψα παραπάνω δηλαδή. Το μόνο στενάχωρο ήταν που ήμουν μόνος. Ναι, ήταν ένα θέμα. Κανείς δεν με ακολούθησε. Η Αθήνα τον Αύγουστο λειτουργεί εν μέρει ιαματικά.


ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Σεπτέμβρη: Χαμόγελο

Γιατί: η μικρή μας κόρη, μετά από αναζήτηση, βρήκε επιτέλους δουλειά. Εντάξει 4ωρη ημιαπασχόληση σε σούπερ-μάρκετ! Δεν το λες και "θρίαμβο". Το λες όμως μια αφετηρία για να μπορέσει να πατήσει πάνω της και το κυριότερο να εξασφαλίσει την ασφάλισή της.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Σεπτέμβρη είναι: για μια ακόμα φορά, η ευγνωμοσύνη και η αγάπη των παιδιών μου. Ένα μικρό ιδιόχειρο σημείωμα σε ένα πρόχειρο χαρτί, αφημένο μπροστά στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή: "Μπαμπάκο σ' αγαπώ πολύ". Από τις πιο φωτεινές στιγμές της προσωπικής μου ζωής με ένα ατέλειωτο "ευχαριστώ".


ΟΚΤΩΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Οκτώβρη: Ασφυξία

Γιατί: τα οικονομικά προβλήματα πλέον έχουν αποκτήσει πρωτοφανή πίεση. Ποτέ δεν περίμενα, εν έτει 2022, να ζήσουμε στιγμές χειρότερες της δεκαετίας του 1970. Πραγματικά δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ όλο αυτό.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη τον Οκτώβρη είναι: η ουσιαστική βοήθεια των φίλων. Είναι κάτι, που το επισημαίνω δεύτερο φορά και είναι μεγάλο και σημαντικό


ΝΟΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε τον Νοέμβρη: Προσμονή

Γιατί: ο μεγάλος αναθεωρημένος στόχος, που είχαμε βάλει, ως οικογένεια, ήταν μια ανάσα πριν την ολοκλήρωσή του. Οπότε η αγωνία και η προσμονή ήταν στα κόκκινα. Σαν να νιώθεις να βαστάς μια απεγνωσμένη γραμμή άμυνας.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Νοέμβρη είναι: Μπορώ να αποδώσω τα εύσημα λίγο στον εαυτό μου. Παλεύω συνέχεια να διατηρώ τη φυσική μου κατάσταση καλή, για λόγους υγείας. Νομίζω το κατάφερα, δίνοντας στη διάθεσή μου μια ευγνωμοσύνη, θα έλεγα.


ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ

Η λέξη που χαρακτήρισε το Δεκέμβρη: Ανακούφιση και τέλος ενός ονείρου

Γιατί: θα είμαι λίγο εκτενέστερος εδώ για να το εξηγήσω αυτό καθώς ακούγεται και είναι αντικρουόμενο. Ανακούφιση ναι! Και μάλιστα πανηγυρική! Στα όρια της λύτρωσης και της προσωρινής σωτηρίας. Όμως απ' την άλλη έχουμε και την κατάρρευση οριστικά ενός ονείρου χρόνων, που χτίστηκε με πολύ όμορφες αναφορές και παραστάσεις. Και μιλάω για την τύχη του πατρικού μου σπιτιού, το οποίο χάθηκε! Μια απώλεια, που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί αλλά συναισθηματικά αφήνει πίσω της μια πολύ επώδυνη και αιματηρή μαχαιριά.

Ένα πράγμα, για το οποίο ένιωσα ευγνωμοσύνη το Δεκέμβρη είναι: ότι αντέξαμε! Ναι! Ήταν για μάς μια ανυπολόγιστα δύσκολη χρονιά. Βαδίσαμε σε μονοπάτια πρωτόγνωρα. Όμως αντέξαμε! Και για αυτή τη μεγάλη κατάκτηση, νιώθω απέριττη ευγνωμοσύνη.



Φίλες και φίλοι μου, θα κλείσω αυτό το ημερολόγιο μ' αυτό το θρυλικό εμβληματικό τραγούδι,μιας και το τέλος αυτού του χρόνου, κλείνει ένα κεφάλαιο και γυρίζει μια καινούργια σελίδα. Μια σελίδα, την οποία ελπίζουμε οικογενειακά, με την εμπειρία που συνολικά προστίθεται αλλά και με δεδομένη την αγάπη, την αλληλεγγύη και το δέσιμο, να τη γράψουμε με όμορφα γράμματα.

Το "μετατραυματικό σοκ" όλης αυτής της εξέλιξης, μού έχουν αφήσει "κουσούρια" μεγάλα στο ψυχολογικό θέμα. Κρίσεις πανικού και φοβίες κάνουν μόνιμα τις επισκέψεις τους, κάτι που οφείλω να αντιμετωπίσω και να παλέψω. 

Εύχομαι σε όλες και όλους, ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ. Μάς περιμένει δουλειά και αγώνας να γυρίσουμε τον ήλιο σε φωτεινή πλευρά. Η δικτυακή μας συντροφιά αποτελεί μια μεγάλη εγγύηση για αυτό το όμορφο που ζούμε και πιστεύουμε.

Τέλος, να πω ένα μεγάλο "ευχαριστώ" στην αγαπημένη μας Μαρίνα που εμπνεύστηκε, σχεδίασε, οργάνωσε, στήριξε αυτό το πρωτότυπο και όμορφο δικτυακό δρώμενο-ημερολόγιο. Να της ευχηθώ νέες εμπνεύσεις από το άπλετο φως της καρδιάς της.






Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 27η δημοσίευση

 

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

 

Στην 26η δημοσίευση, κλείνει το κεφάλαιο 3.6. Μαζί του πέφτει η αυλαία των τραγικών γεγονότων της αλληλοσφαγής των δύο αδελφών, Πολυνείκη και Ετεοκλή, έξω απ' τα τείχη της Θήβας. Σε μια αναμέτρηση, που θα πάρει μαζί της και την πολυθρήνητη Ιοκάστη, χαροκαμένη μάνα, η οποία δεν μπορεί να αντέξει τον αφανισμό και των αγοριών της.

Ο επίλογος της μάχης θα γραφεί με το σαρωτικό θρίαμβο των Θηβαίων, οι οποίοι θα επιτεθούν κατά του στρατού των Αργείων, σαρώνοντάς τους ως πέρα στο ποτάμι. Στην αιματηρή αυτή φυγή, θα βρει τραγικό θάνατο και ο Αμφιάραος, καθώς ο Δίας θα τον γλιτώσει απ' την ατίμωση της καταδίωξης, βυθίζοντας το άρμα του, βαθιά στη γη. 



Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να συνοδεύει την ανάγνωσή μας, προσφέροντας έντονη συγκίνηση, βάζοντας τη δική της πινελιά στο έργο.
 

 27η δημοσίευση

3.7 Οι μέρες μετά τον όλεθρο

Ο Δήλιος με χίλια ζόρια και με τη βοήθεια ενός ακόμα φύλακα των ανακτόρων, κατάφερε να σύρει στην κυριολεξία την Αντιγόνη στο εσωτερικό της πόλης. Ολόγυρά της οι κάτοικοι της Θήβας είχαν αρχίσει να πανηγυρίζουν για το θρίαμβό και της σωτηρία τους. Όμως για εκείνη, όλα τούτα ήταν παντελώς ξένα. Σαν να μην την αφορούσαν. Σιγά-σιγά, άρχισε και η ίδια να συνειδητοποιεί το μέγεθος του ολέθρου. Η μητέρα της και τα δύο της αδέλφια πέθαναν μπρος στα μάτια της. Με τρόπο τραγικό. Ένα βίωμα που θα την σημάδευε για ολάκερη τη ζωή της. Αν έμενε πια ζωή στις φλέβες και στα σωθικά της. Κάποια στιγμή ξέμεινε από δυνάμεις και έμενε άβουλη και βουβή, σαν άψυχο σώμα στα χέρια του Δήλιου. Ο υπασπιστής του παλατιού την μετέφερε στο εσωτερικό του.

Η Αναγγελία μιας απόφασης

“Έρχεται ο Άκτωρας ο στρατηγός” ανήγγειλαν οι φρουροί.

Ο Θηβαίος πολέμαρχος μπήκε στην αίθουσα. Πάνω του ήταν εμφανή τα σημάδια της σκληρής μάχης. Στο πρόσωπό του ακόμα ήταν ζωγραφισμένη η έκφραση της σύγκρουσης.

“Τι έχεις να μας πεις Άκτωρα;” τον ρώτησε ο Δήλιος.

“Καλό είναι που σας βρίσκω εδώ”

“Σε ακούμε λοιπόν” τού είπε η Αντιγόνη.

“Όλα τέλειωσαν έξω. Η Θήβα έμεινε όχι μόνο όρθια αλλά τσάκισε αυτούς που τόλμησαν να την επιβουλευτούν. Όσοι Αργείοι γλίτωσαν έφυγαν πανικόβλητοι. Ο Κρέων με στέλνει ειδικά σε σας…”

“Σε μας ειδικά; Γιατί;” ρώτησε η Αντιγόνη.

“Όπως προβλέπεται, είναι της μοίρας γραφτό ή θέλημα των Θεών, σε κάθε δύσκολη στιγμή της πόλης, ο Κρέων να παίρνει αυτός τα σκήπτρα. Ο βασιλιάς μας ο Ετεοκλής χάθηκε με δόξα τιμώντας την πατρίδα του…”

“Δεν χάθηκε μόνο εκείνος στρατηγέ!” αντέκρουσε με πείσμα η Αντιγόνη.

Ο Άκτωρας ήταν σκληρός.

“Εκτελώντας κατά γράμμα τις εντολές του βασιλιά, ο Κρέων, μού ανέθεσε να σας πω τα εξής. Οι Θηβαίοι νεκροί θα ταφούν με τιμές όπως προβλέπεται αλλά και με ιδιαίτερο τρόπο. Έδωσαν τη ζωή τους για να ζήσουμε λεύτεροι, υπερασπίστηκαν τα χώματα της πατρίδας μας. Οι άλλοι! Οι επιδρομείς, όσοι τόλμησαν να σηκώσουν το αρπαχτικό τους βλέμμα στην πόλη θα μείνουν εκεί έξω! Άταφοι! Καμιά γη ή φωτιά δεν θα πάρει τα κορμιά τους!”

Ο Δήλιος με την Αντιγόνη αντάλλαξαν ματιές που φανέρωναν απόγνωση και οργή.

“Ποιος παραλογισμός βγαίνει απ το στόμα σου;” τον αποπήρε η Αντιγόνη.

“Αυτό ήταν το θέλημα και η εντολή του αδελφού σου του Ετεοκλή…”

“Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτό!” επέμεινε με πάθος η Αντιγόνη.

“Δεν έχω καιρό για χάσιμο! Αυτή την είδηση σας φέρνω από τον νέο βασιλιά. Κανείς δεν θα τολμήσει χώμα να ρίξει ή σπονδή στα κουφάρια των Δαναών. Αλλιώς η οργή μας θα πέσει στο κεφάλι του!” κραύγασε ο Άκτωρας.

“Διακρίνω στο ύφος της φωνής του την αμετροέπεια που απεχθάνομαι και την έπαρση που μόνο πόνο και βάσανα φέρνει, στρατηγέ. Πού είναι ο θείος μου; Θέλω να του μιλήσω κατά πρόσωπο” είπε η Αντιγόνη. Ο Δήλιος την κοίταξε με καμάρι. Ανέκαθεν αυτή η γυναίκα είχε το θάρρος της γνώμης και δεν υπέκυπτε μπροστά σε τίποτα.

“Θα είναι στο κεντρικό παλάτι, δεν ξέρω πότε”

“Σύρε και πες του θα έρθω να τον δω!” του φώναξε εκείνη καθώς ο πολέμαρχος έκανε μεταβολή και αποχωρούσε.


Έμειναν μόνοι και πάλι. Η Αντιγόνη έμεινε να κάνει βήματα ολόγυρα.

“Άκουσες Δήλιε διαταγή του νέου βασιλιά; Άταφοι οι νεκροί Αργείοι. Και μαζί μ’ αυτούς και ο αδελφός μου! Πιο ανόσια προσβολή και ύβρη στους νόμους των Θεών δεν έχω ακούσει μα την Ήρα!”

“Άκουσα Κυρά μου και τολμώ να πω σε καμάρωσα. Μα τι μπορούμε να κάνουμε κόντρα στη διαταγή του βασιλιά;” αποκρίθηκε ο Δήλιος

Το βλέμμα της Αντιγόνης σκλήρυνε. Οι γροθιές στα χέρια της σφίχτηκαν. Η φωνή της βγήκε αποφασισμένη.

“Και τα δυό μου αδέλφια μαζί με τη μάνα θα ταφούν όπως ορίζουν οι νόμοι των Θεών και της ζωής. Όπως θάφτηκε και η Ισμήνη. Όπως και ο πατέρας μου, όπως κάθε άνθρωπος. Αιώνες τώρα κυβερνάει το γένος των ανθρώπων αυτή η μοίρα. Αυτό ορίζουν οι νόμοι Θεών και της φύσης. Και κανείς δεν θα το σταματήσει αυτό. Τα όρνια δεν θα φάνε το σώμα του Πολυνείκη, όπως δεν πρέπει να το κάνουν και σε κανέναν νεκρό, όποιος κι αν είναι”

“Τι μπορείς να κάνεις μια αδύναμη γυναίκα;” τη ρώτησε ο Δήλιος.

“Το ποιος είναι δυνατός κι αδύνατος, Δήλιε, το ορίζει η στάση μας μέσα στη ζωή και όχι τα στερεότυπα και οι διαταγές. Θα κάνω αυτό που με προστάζει το δίκιο και η ανθρωπιά!”


Οι νεκροί μας πρέπει να ταφούν

Όσοι Αργείοι είχαν καταφέρει να γλιτώσουν συγκεντρώθηκαν αρκετά πέρα από τις όχθες του Ισμηνού. Υποχώρησαν με τα άλογα με κατεύθυνση τον Ασωπό. Εκεί ο Άδραστος προσπάθησε να τούς συγκεντρώσει και να τούς οργανώσει. Όσοι αξιωματικοί είχαν σωθεί ανέλαβαν να οργανώσουν τυπικά τους διασωθέντες σε ομάδες. Ο βασιλιάς είδε κάποια στιγμή έναν νεαρό άντρα εκεί να κατευθύνει και να δίνει εντολές. Τον πλησίασε.

“Νομίζω εσένα σε ξέρω, κάπου σε έξω ξαναδεί, ποιος είσαι;” τον ρώτησε.

“Είμαι ο Ίαμος βασιλιά μου, ένας από τους δύο υπασπιστές του Τυδέα”

“Ναι! Ήσουν μαζί του σαν ήρθατε πρώτοι εδώ πρεσβευτές…” θυμήθηκε ο Άδραστος.

“Δυστυχώς ναι….” απάντησε εκείνος.

“Μείνε μαζί μου, έχουμε δύσκολη επιστροφή μπροστά μας. Αλλά πριν απ όλα έχουμε κάτι πολύ πιο μεγάλο να σκεφτούμε”

“Τι έχεις κατά νου βασιλιά;”

Ο Άδραστος κούνησε λυπημένα το κεφάλι του.

“Βασιλιά…. άραγε ακόμα; Σε τι; Πάνω σε ποια καταστροφή και θάνατο;” μονολόγησε.

“Οι ώρες, όπως είπες θα είναι δύσκολες. Πρέπει να κρατηθούμε στις αρχές και στις αξίες μας” είπε ο Ίαμος.

“Άκου! Αυτό που με νοιάζει τώρα είναι οι σύντροφοί μας. Πίσω μας αφήσαμε νεκρούς Ίαμε! Άντρες γενναίους που πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους για μας. Εμείς ζήσαμε, γλιτώσαμε. Πώς θα γυρίσουμε πίσω; Τι θα πούμε στις γυναίκες και στα παιδιά τους; Ότι τους παρατήσαμε άθαφτους εδώ στον κάμπο της Θήβας, βορά στα όρνια και φύγαμε;”

“Τι έχεις κατά νου βασιλιά μου;”

“Θα γυρίσω πίσω! Άοπλος. Ικέτης. Θα κάνουμε μια ομάδα και θα πάμε. Όσοι θέλουν. Θα ζητήσουμε να θάψουμε και να τιμήσουμε χώρια τους νεκρούς μας και να φύγουμε. Τίποτα άλλο”

“Δεν το βρίσκεις επικίνδυνο; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα μας σεβαστούν”

Ο Άδραστος τον κοίταξε με ένα βλέμμα αποφασισμένο.

“Εγώ θα κάνω αυτό που πρέπει. Δεν με νοιάζει ότι κι αν κάνουν. Για αυτό όσοι με ακολουθήσουν θέλω να το κάνουν με τη θέλησή τους, χωρίς διαταγή”

“Είμαι μαζί σου βασιλιά χωρίς δεύτερη κουβέντα” απάντησε εκείνος.

“Πόση τιμή δείχνουν τα λόγια σου Ίαμε. Όμως πρέπει να μείνεις εδώ. Αναλαμβάνεις καθήκοντα αξιωματικού. Αν τύχει κάτι σε μένα και δεν επιστρέψω, να είναι κάποιος να τους γυρίσει οργανωμένα στο Άργος. Φώναξέ τους να τούς μιλήσω”

Ο Άδραστος ενημέρωσε όλους τους υπόλοιπους για την απόφασή του. Δεν βρέθηκε ένας να την αντικρούσει. Ζήτησε εθελοντικά δέκα άντρες να τον ακολουθήσουν άοπλοι. Προσφέρθηκαν περισσότεροι. Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας τούς βρήκε να παίρνουν το δρόμο πάλι προς τη Θήβα. Αυτή τη φορά όχι ως στρατιώτες δυνατοί και παθιασμένοι αλλά ως ικέτες για να ζητήσουν να τιμήσουν τους συμπολεμιστές τους.


Μπροστά στον Κρέοντα

“Ζήτησες να με δεις Αντιγόνη” είπε ο Κρέων καθώς τη δέχτηκε μπροστά του στην αίθουσα του κεντρικού παλατιού που μέχρι τώρα ήταν ο χαμένος αδελφός της ο Ετεοκλής. Εκείνη τον κοίταξε ίσια στα μάτια και χωρίς δισταγμό του μίλησε.

“Έμαθα έβγαλες μια διαταγή βασιλιά και θείε μου!”

“Η θέση σου δεν είναι εδώ. Των γυναικών οι έγνοιες τούτη την ώρα οφείλουν να είναι άλλες…”

“Οι έγνοιες των ανθρώπων δεν αλλάζουν ανάλογα με το φύλο τους…”

“Δεν βρήκες καλή ώρα να πολεμήσεις το λόγο μου”

“Δεν ήρθα εδώ να πολεμήσω τίποτα Κρέοντα, ήρθα να μάθω απ σένα τον ίδιο. Ήρθα να το ακούσω από το δικό σου στόμα. Κοιτώντας σε στα μάτια.”

“Δεν κάνεις καλά να με προκαλείς! Μην επωφελείσαι απ της συγγένειας την κάλυψη”

“Έβγαλες μια διαταγή για τους νεκρούς έμαθα, σωστά;”

“Σωστά έμαθες! Τι ζητάς λοιπόν;”

“Εκεί έξω, ο κάμπος είναι γεμάτος άψυχα κορμιά ανθρώπων. Οι ψυχές τους κατεβαίνουν στον Άδη και τα κορμιά τους είναι έκθετα στη φθορά και στα αρπαχτικά…”

“Οι Θηβαίοι θα τιμηθούν και θα θαφτούν κατά τα προβλεπόμενα. Πρώτος απ όλους ο αδελφός σου ο Ετεοκλής και η αδελφή μου και μάνα σου, η Ιοκάστη...τι θες λοιπόν;”

“Ένας νεκρός άνθρωπος δεν έχει ταυτότητα φυλής ή πόλης. Είναι άνθρωπος σε κάθε περίπτωση..”

“Μιλάς για αυτούς που σήκωσαν το σπαθί στα αδέλφια μας; για αυτούς νοιάζεσαι; μιλάς για εκείνους που είναι υπεύθυνοι για το θάνατο τόσων Θηβαίων;”

“Ο εχθρός και ο αντίμαχος είναι τέτοιοι όσο είναι ζωντανοί βασιλιά. Όσο έχουν τη δύναμη να κραδαίνουν το σπαθί και να υπερασπίζονται τη ζήση τους. Σαν όμως χαθεί η ζωή τους, όλα τούτα δεν έχουν νόημα. Δεν είναι πια εχθροί αλλά άνθρωποι. Ο Άδης δεν ξεχωρίζει ξένους για δικούς βασιλιά μου. Δεν χωρίζει Θηβαίους ή Αργείους. Ίδια τούς έχει όλους και στην ίδια αγκαλιά θα τους κλείσει. ”

“Του λόγου σου η αψάδα σέβαση στην εξουσία δεν δείχνει” αντέκρουσε τα λόγια της ο Κρέων.

“Η αρχή βασιλιά μου δεν κερδίζεται με το φόβο και το σπαθί. Αλλά με την πειθώ και την αναγνώριση”

“Στα άσπρα μου μαλλιά μάθημα θέλεις να δώσεις γνώση; Εσύ; Τι ζητάς Αντιγόνη;”

“Να τιμήσω τον νεκρό αδελφό μου τον Πολυνείκη! Και μαζί μ’ αυτόν να φροντίσεις να καούν και τα σώματα των Αργείων νεκρών, χωριστά αν θες αλλά να το κάνεις!”

Ο Κρέων κατέβηκε απ τη θέση του και την κοίταξε αυστηρά.

“Δεν νομίζεις ότι ξεπέρασες τα πρεπούμενα Αντιγόνη; Εκτελώ διαταγή του αδελφού σου του Ετεοκλή! Εκείνος με όρκισε για τούτο!”

“Το κάνεις γιατί το πιστεύεις ή γιατί στο διέταξε;”

“Το πιστεύω και συμφώνησα μπροστά του τη στιγμή που το είπε”

“Είναι ανόσιο αυτό που πας να κάνεις θείε μου!”

“Αρκετά! Ως εδώ! Ανέχομαι τόση ώρα την αυθάδειά σου χωρίς να αντιμιλώ όπως θα έπρεπε. Σου έδωσα το δικαίωμα να έρχεσαι μπροστά μου. Μην πατάς στο ότι θα γίνεις γυναίκα του γιου μου του Αίμονα και να εκμεταλλεύεσαι την ανοχή μου!”

“Το τι θα γίνω ή όχι δεν έχει να κάνει με αυτό που σου ζητώ, αν δεν το κάνεις εσύ θα τιμήσω εγώ τον Πολυνείκη με τα χέρια μου!”

Ο Κρέων ξέσπασε οργισμένος πάνω της. Με κόπο συγκρατούσε τον εαυτό του για να μην χειροδικήσει.

“Φτάνει! Δεν ανέχομαι άλλο του θράσους σου την αυθάδεια! Φύγε από μπροστά μου! Θα πρέπει να μάθεις να σέβεσαι τους νόμους και την ιεραρχία όπως αυτές εκφράζονται νόμιμα. Όποιος τολμήσει να δώσει σπονδές νεκρού είτε στον Πολυνείκη είτε σε οποιοδήποτε άλλον Αργείο η ποινή θα είναι θάνατος!”

“Έμαθα στη ζωή μου να σέβομαι τους νόμους που ορίζουν οι Θεοί. Τις αρχές και τις αξίες που σημαδεύουν τη ζωή και τον θάνατό μας. Το σεβασμό που οφείλουμε στην αρχή και στο τέλος μας. Έμαθα να αποδέχομαι αυτή την προαιώνια αξία και όχι την αρχή των ανθρώπων σεβαστέ μου βασιλιά. Γιατί είναι άλλο πράγμα η αρχή όπως εσύ την εκφράζεις και άλλο οι αξίες του γένους των ανθρώπων όπως ισχύουν από τότε που οι Θεοί φύσηξαν την ανάσα μέσα μας. Για αυτές τις αξίες μορφώθηκα και είμαι περήφανη. Για αυτές θα λογοδοτήσω στην κρίση των Θεών. Γιατί αυτοί θα με κρίνουν Κρεόντα και όχι ο νόμος σου”


Την άρπαξε από το χέρι.

“Μην τολμήσεις, μόνο αυτό θα σου πω”

“Δεν αναρωτιέσαι Κρέοντα πού θα σε βγάλει της ύβρης σου η απρέπεια; Προσβάλλεις έναν νεκρό, καθυβρίζεις όλους τους άλλους. Ας σταματήσει εδώ ο κύκλος του αίματος. Θα είσαι εσύ που θα το κάνεις. Εσύ θα κατέχεις αυτή τη χάρη. Δώσε τέλος στον κύκλο της κατάρας αλλιώς θα σε πάρει μαζί της. Δεν διδάχτηκε κανείς σας τίποτα απ’ αυτόν τον καταραμένο κύκλο; Μήτε ο πατέρας μου με τις κατάρες του, μήτε τ’ αδέλφια μου;”

“Δεν είσαι σε θέση να μού κάνεις μαθήματα. Φύγε τώρα από μπροστά μου και μην δοκιμάζεις της υπομονής μου τα όρια! Φύγε!”


Η Αντιγόνη δεν πίστευε αυτά που ζούσε και άκουγε. Ένας ολάκερος κόσμος βούλιαζε μέσα της. Όλα αυτά που θεωρούσε σαν σταθερές γύρω της. Πρόσωπα και πράγματα σκορπούσαν δίπλα της σαν μαρμάρινα ομοιώματα και γίνονταν αμέτρητα κομμάτια. Δεν είπε κουβέντα. Έριξε μια αυστηρή κριτική ματιά στο θείο και νέο βασιλιά και βγήκε βιαστικά απ την αίθουσα. Τα βήματα και οι προθέσεις της δεν θα μπορούσαν να έχουν παρά μονάχα έναν προορισμό. Και μάλιστα άμεσα πριν προλάβουν και γίνουν τετελεσμένα τα ανίερα λόγια του.


Εριφύλη

Η Φθινοπωρινή νύχτα στο Άργος είχε μια παράξενη σιωπή εκείνο το βράδυ. Ο Ύπνος είχε πάρει στην αγκαλιά του ολάκερη την πόλη με τους ανθρώπους της. Μονάχα το φως του φεγγαριού στο μισό του έριχνε λίγο από το ασημένιο του φως στα σπίτια δημιουργώντας παράξενους αργούς χορούς με τις σκιάσεις καθώς κατέβαινε το ταξίδι του στον σκοτεινό ουρανό. Η ακρόπολη φάνταζε σαν παράξενος σκούρος όγκος μέσα στο σκοτάδι. Πόσο σιωπηρός είναι ο κόσμος της νύχτας και τι μπορεί να κρύβει.

Η γυναίκα ένιωσε αυτό το παράξενο “κάτι” να γεμίζει το χώρο ολόγυρά της. Έξω στις αυλές, στο αίθριο, να μπαίνει μέσα στο σπίτι της. Να απλώνεται παράξενα στο δωμάτιό της. Μια παρουσία. Αυτό κατάλαβε, μια ξένη παρουσία. Κάτι βαρύ της πλάκωνε το στήθος. Προσπάθησε να κουνήσει κάποιο από τα χέρια της. Τα καταλάβαινε τόσο βαριά στο σώμα της που δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Το ίδιο συνέβαινε και με τα μάτια της. Έπρεπε να ανοίξει τα βλέφαρά της. Ένας παράξενος φόβος άρχισε να την καταβάλει σύγκορμη. Προσπάθησε να δει μέσα στο σκοτάδι. Ήταν αδύνατον να ανοίξει τα μάτια της. Λες και μια παράξενη δύναμη τα κρατούσε εκεί σφαλιστά. Όμως έπρεπε να τα καταφέρει. Δεν είχε άλλη επιλογή. Αυτό το “κάτι” είχε μπει πια απρόσκλητο στο δωμάτιό της. Με το άγχος να την πνίγει άνοιξε απότομα τα μάτια της και σηκώθηκε στο κρεβάτι της ακουμπώντας πίσω με τα χέρια της. Γύρω της απόλυτη σιωπή. Κι όμως, ήταν σίγουρη ότι δεν ήταν μόνη! Ναι! Εκεί στο βάθος του δωματίου, κοντά στην πόρτα, μια παράξενη ομίχλη τυλιγμένη στο ελάχιστο φως του φεγγαριού σχημάτιζε μια άμορφη φιγούρα απέναντί της. Ο φόβος ένιωθε να την πνίγει. Πλέον μπορούσε να βλέπει καθαρά. Λίγα βήματα απέναντί της οι σκιές, η ομίχλη που ήρθε από το πουθενά έπαιρναν σχήμα και μορφή. Μια νεαρή γυναίκα άρχισε να πλάθεται μπροστά της. Πάγωσε στην κυριολεξία στο κρεββάτι της. Πήγε κάτι να πει, να ρωτήσει, να φωνάξει. Μάταια όμως. Όλα μέσα της είχαν ατονίσει.


Και τότε την είδε. Η γυναικεία μορφή γινόταν όλο και πιο ξεκάθαρη. Τα πόδια της, το σώμα της, τα μαλλιά, το κεφάλι της. Το πρόσωπό τής ακόμα ήταν άγνωστο σαν κάτι να την εμπόδιζε να το ξεχωρίσει. Ξάφνου ένιωσε όμορφα. Η νεαρή γυναίκα απέναντί της φορούσε ένα κατάλευκο χιτώνα και στο πάνω μέρος από τους ώμους της ξεχώριζε ένα πανέμορφο πέπλο. Κάτι της θύμιζε αυτό το πέπλο, σαν να το είχε ξαναδεί. Όμως μέσα στο σκοτάδι άρχισε γύρω από το λαιμό της γυναίκας να φέγγει αχνά στην αρχή και μετά να λαμπυρίζει έντονα κάτι άλλο. Μα ναι! Το είδε! Ήταν ένα περιδέραιο! Ένα χρυσοποίκιλτο περιδέραιο. Που έλαμπε με τη λεπτότητα και την ομορφιά του. Έβλεπε στον κορμό του ένα φίδι που το διαπερνούσαν πολλά άστρα, που κατέληγε σε δύο κεφάλια με ανοιχτά τα στόματά τους αντικριστά. Ήταν φιλοτεχνημένο με πετράδια πολύτιμα που έλαμπαν στο σχήμα του φιδιού, του αητού και του αστεριού. Αυτό το περιδέραιο το ήξερε! Το θυμήθηκε. Μαζί με το πέπλο ήταν τα δώρα που έδωσαν οι Θεοί στο γάμο της Αρμονίας. Ήταν τα δώρα που πήρε η ίδια από τα χέρια του Πολυνείκη.

Η Εριφύλη ένιωσε την καρδιά της να χτυπά ανεξέλεγκτα. Τι ήταν αυτό που ζούσε; Ποια ήταν αυτή η γυναίκα απέναντί της με τα δώρα στο κορμί της; Ένας ξαφνικός χαμός από ριπή ανέμου, ήρθε από το πουθενά να προκαλέσει πάταγο στο δωμάτιο. Ένας απροσδόκητος μικρός στρόβιλος εισέβαλε στο σπίτι και στο δωμάτιό της. Και σαν καθάρισε την ομίχλη που θόλωνε το πρόσωπο της γυναίκας απέναντί της, η μορφή της άρχιζε να καθαρίζει στα μάτια της. Ω ναι! Ανατρίχιασε σύγκορμη! Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στο σεντόνι του κρεβατιού και όλο το κορμί της μαζί σε μια πρωτόφαντη αγωνία. Απέναντί της στεκόταν η ίδια! Έβλεπε την μορφή της, την Εριφύλη. Την κοίταζε με ένα βλέμμα απόκοσμο, λίγο μελαγχολικό μα τρυφερό. Πήγε κάτι να πει, να μιλήσει όμως ήταν μάταιο. Ένα δεύτερο κύμα ξαφνικού στρόβιλου στο δωμάτιο μέσα, έκανε τα μάτια της να σφιχτούν από φόβο και συνάμα από σταδιακό τρόμο. Το βλέμμα στη μορφή της γυναίκας που την κοιτούσε απέναντι, άρχισε να αλλάζει. Ένας φόβος την κατέλαβε, που σύντομα έγινε παγωνιά, έγινε ένα ανέκφραστο πρόσωπο. Έβλεπε τον εαυτό της απέναντι σαν προσωπείο. Και τότε ξαφνικά το είδε! Στην αρχή ελάχιστο. Μια σταγόνα, μετά δύο, μετά περισσότερες. Κόκκινες σαν φωτιά. Αίμα! Αίμα που άρχισε να βγαίνει από το περιδέραιο που φορούσε και να μουσκεύει γρήγορα το πέπλο. Και καθώς το βλέμμα της ...ίδιας απέναντι έπαιρνε το χρώμα του νεκρού, το αίμα απλώνονταν όλο και πιο πολύ στο υπόλοιπο σώμα της, ως κάτω στα πόδια της. Γίνηκε λίμνη μικρή, μετά μεγαλύτερη, που απλώνονταν να τυλίξει το κρεβάτι στο οποίο βρισκόταν. Η Εριφύλη προσπάθησε να φωνάξει, να λυτρωθεί, να φύγει. Αλλά το αίμα προχωρούσε, τύλιξε το κρεβάτι της, το δωμάτιό της, η στάθμη του ανέβαινε να την πνίξει. Έβαλε τα χέρια της στα μάγουλά της, τα τράβηξε με δύναμη, σαν να ήθελε να ξεσκίσει το πρόσωπό της. Την ίδια στιγμή τα ματωμένα χέρια της ίδιας της μορφής της απέναντι απλώθηκαν να την πιάσουν, να την αγκαλιάσουν.

Η κραυγή της, γεμάτη τρόμο και αγωνία, έσκισε στα δύο το πέπλο σιωπής στη νύχτα. Ούρλιαξε σπαρακτικά έχοντας τα χέρια της στο κεφάλι της.

“Κυρά μου, τι έπαθες!”

Η παρακοιμώμενη υπηρέτριά της, εισέβαλε ορμητικά στο δωμάτιό της. Η Εριφύλη αφέθηκε να τρέμει με κλάμα γοερό στα χέρια της προσπαθώντας να αποδιώξει τον τρόμο.

“Κυρά μου, ησύχασε, όνειρο ήταν!” επανέλαβε η γυναίκα που την κρατούσε προστατευτικά στην αγκαλιά της προσπαθώντας να την συνεφέρει.

Η Εριφύλη, από την ημέρα της φυγής του Αμφιάραου στην εκστρατεία στη Θήβα, κοιμόταν μόνη της με την παρακοιμώμενή της, μια πιστή γυναίκα δίπλα στο δωμάτιό της. Τα δύο της παιδιά, ο Αλκμαίων και ο Αμφίλοχος από τη μέρα εκείνη της φυγής του πατέρα τους στέκονταν μακριά της. Απόμακροι, μάλλον εχθρικοί απέναντί της. Ήταν κάτι που την γέμιζε αφόρητη θλίψη μέρα με τη μέρα.

“Όνειροι ναι! Από τις πύλες του Άδη Ευρυδάμεια… αλλά από ποια όμως. Προμήνυμα ή πλάνη; 1

Έπεσε στην αγκαλιά της με το κορμί της να τρέμει από το φόβο και την αγωνία που ακόμα δεν έφευγε από μέσα της. Το μυαλό και η σκέψη της πήγε στον άντρα της.

“Ευρυδάμεια”

“Ναι κυρά μου”

“Αύριο να κάνουμε σπονδές στο Δία και μια ικεσία για τους ανθρώπους μας που είναι εκεί στη μακρινή Θήβα”

“Προσπάθησε να ηρεμήσεις Εριφύλη. Στο φως της μέρας όλα θα είναι διαφορετικά. Θα φροντίσω να γίνει αυτό είπες. Θα το κάνουμε μαζί. Κοίταξε να ησυχάσεις, θα μείνω δίπλα σου”

Η Εριφύλη έγειρε στο πλάι κοντά της. Γαντζώθηκε λες από πάνω της. Πόσο θα ήθελε εκείνη τη στιγμή κοντά της τον άντρα της ή τα παιδιά της. Αλήθεια πόσο.


Παράκληση χωρίς αντίκρυσμα

Ο βασιλιάς του Άργους γύριζε πίσω με σκυμμένο το κεφάλι, τυλιγμένος από μαύρα αισθήματα. Αυτό το βίωμα της υποταγής και της ήττας ήταν τόσο απόλυτο πάνω του, που ένιωθε μικρός, ασήμαντος, ταπεινωμένος. Μαζί του σιωπηροί και κάποιοι Αργείοι στρατιώτες που τον συνόδεψαν ως τα τείχη της Θήβας. Είχαν ξεκινήσει άοπλοι, νικημένοι, ικέτες στους Θηβαίους πολέμαρχους. Σκοπός τους ένας! Να θάψουν τους νεκρούς τους. Τι πιο ιερή υποχρέωση! Προχωρώντας τον κάμπο προς τις πύλες της πόλης δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν ποτέ το φριχτό θέαμα που αντίκριζαν μπροστά τους. Αυτή τη φορά ο καλπασμός των αλόγων τους ήταν αργός. Δεν είχε σε τίποτα να θυμίσει την πολεμική τους ορμή των προηγούμενων ημερών, τότε που κάλπαζαν σαν τη φωτιά σαρώνοντας στο διάβα τους κάθε αντίσταση. Αυτή τη φορά έμοιαζαν με θλιβερή νεκρική πομπή. Την πολεμική έπαρση είχε αντικαταστήσει το σκυμμένο κεφάλι. Καθώς προχωρούσαν διάβαιναν ανάμεσα από νεκρούς συντρόφους τους. Οι Θηβαίοι είχαν σταδιακά αρχίσει να περισυλλέγουν τους δικούς τους.

Η αντιμετώπιση που είχαν από τους Θηβαίους πολέμαρχους ήταν φορτωμένη απαξίωση, περιφρόνηση αλλά και απειλή:

“Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;” τους ρώτησε ο Λασθένης, εκπροσωπώντας τον βασιλιά και τις αρχές της Θήβας. Ο Άδραστος μίλησε αργά και κουρασμένα.

“Ήρθαμε άοπλοι να ζητήσουμε να θάψουμε τους νεκρούς μας στρατηγέ της Θήβας. Η νίκης σας δεν αμφισβητείται. Αλλά μετά του πολέμου την αντάρα έρχεται η ώρα της σύνεσης και της ανθρωπιάς. Ολόγυρα στον κάμπο εδώ είναι γεμάτο από νεκρούς συντρόφους μας. Αφήστε να τους θάψουμε όπως τους αρμόζει…”

Ο Λασθένης τους κοίταξε με ύφος υπεροπτικό.

“Πριν λίγες μέρες ήρθατε εδώ απ το μακρινό Άργος να ρίξετε με τα δόρατά σας τις πύλες μας. Τώρα είναι ώρα να δρέψετε τους καρπούς της ανομίας σας. Ο βασιλιάς Κρέων έδωσε ρητή εντολή. Μην τολμήσετε να μαζέψετε μήτε έναν δικό σας. Θα έχουν την τύχη που τούς αξίζει. Φύγετε! Γυρίστε ταπεινωμένοι στην πατρίδα σας κουβαλώντας μαζί σας τις ενοχές για την καταστροφή σας»

Ο Άδραστος κοιτάχτηκε με τους συντρόφους του, ύστερα απάντησε:

“Θα φύγουμε Θηβαίε στρατηγέ όπως διέταξες καθώς η μάχη κρίθηκε στη ματωμένη γη που πατάμε. Ήρθαμε σαν ικέτες να ζητήσουμε αυτό που θα έκανε κάθε πολεμιστής. Να σηκώσει απ τη γη τους νεκρούς του. Όμως προφανώς έρχεστε να αλλάξατε νόμους και αρχές χρόνων. Ας είναι. Ελπίζω με φρόνηση να σκεφτείτε ξανά αυτή σας την απόφαση”

Ο Λασθένης με τους Θηβαίους δεν αποκρίθηκαν. Μάλιστα κάποιοι κινήθηκαν απειλητικά εναντίον τους. Ο Λασθένης με μια κίνηση του χεριού του, τούς σταμάτησε, λέγοντας:

«Αφήστε τους! Σαν γυρίσουν πίσω στην πατρίδα τους έτσι και βρεθούν μπροστά στα μάτια των δικών τους, και στις κατάρες τους, θα ‘λεγαν κάλλιο να ‘χαν σκοτωθεί στο κάμπο εδώ της Θήβας»

Το βλέμμα τους τα έλεγε όλα. Ο Άδραστος και οι ακόλουθοί του έστρεψαν τα άλογά τους ξανά στο δρόμο της επιστροφής.


Είχαν ξεμακρύνει πολύ απ το σημείο της συνάντησης. Τη σιωπή έκοψαν τα λόγια ενός από τη συνοδεία.

“Τι θα κάνουμε βασιλιά μου; Δεν θα έχουμε τόπο να σταθούμε αν αφήσουμε τους δικούς μας στη μανία των αρπαχτικών”

“Φεύγουμε όσο δυνατόν γρηγορότερα! Όσο μαύρα κι αν είναι τα μαντάτα έχω το χρέος να τα ανακοινώσω σε αυτούς που περιμένουν. Οι άρχοντες δεν είναι μόνο για την έπαρση και τις παράτες της νίκης αλλά και για την ώρα της ήττας και της απώλειας. Αμέσως μετά θα πάμε ικέτες στην Αθήνα”

“Τι θα κάνουμε εκεί;”

“Να παρακαλέσουμε! Τι άλλο άραγε μπορούμε να κάνουμε; Είναι η στιγμή να καταλάβουμε σωστά τη θέση μας. Όσο πικρό και ταπεινό κι αν είναι αυτό. Θα πάμε στον βασιλιά Θησέα. Θα ζητήσουμε να μας βοηθήσουν να πείσουμε τους Θηβαίους να τιμήσουμε τους δικούς μας”

“Γιατί να το κάνει αυτό ο βασιλιάς της Αθήνας;”

“Γιατί είναι δίκαιος! Γιατί η ιστορία του και οι πράξεις του με κάνουν να πιστεύω ότι δεν μπορεί να αφήσει τέτοια ανίερη πράξη να γίνει. Θα παρακαλέσουμε, θα ταπεινωθούμε, μία ακόμα φορά. Ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει πότε είναι η στιγμή να αφήνει μακριά του την αλαζονεία και την έπαρση. Πιστεύω ότι ο βασιλιάς Θησέας θα στέρξει στην παράκλησή μας”

Ενημερώθηκαν όλοι για τις επόμενες κινήσεις τους. Δεν είχαν ώρα για να θρηνήσουν για την αποτυχία τους να πείσουν τους Θηβαίους. Χωρίς ανάσα επιστράτευσαν κάθε ικμάδα δύναμης που τους απέμενε για να κινήσουν το θλιβερό δρόμο της επιστροφής.


1Οι Όνειροι ήταν παιδιά του Ύπνου. Ο Μορφέας, ο Ικελος, ο Φοβήτωρ και ο Φάντασος. Θεότητες των ονείρων. Κατοικούσαν στις ακτές του Ωκεανού στη Δύση σε ένα σπήλαιο στα σύνορα του Άδη. Έστελναν τα όνειρά τους στους ανθρώπους. Από τη μία πύλη έστελναν τα αληθινά όνειρα σαν προμήνυμα και από την άλλη τα ψεύτικα όνειρα.

(Συνεχίζεται...)