H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 16η ανάρτηση

  "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7









Στην 15η δημοσίευση, έκλεισε το κεφάλαιο 2.9. Ο Τυδέας με τους δύο συνοδούς του, Ίαμο και Γαληνό έχουν φτάσει στην Ελευσίνα. Διανυκτερεύουν στην ιερή πόλη και ξεκινούν τη δύσκολη πορεία τους προς τη Βοιωτική γη. Θα φτάσουν στις Πλαταιές όπου ο Τυδέας θα διατάξει τους συνοδούς του να τον περιμένουν εκεί. Ο ίδιος θα συνεχίσει προς τη Θήβα, παρά την έντονη διαφωνία τους.
Στο δρόμο, πριν τον ποταμό Ασωπό, ο Τυδέας θα βιώσει μια τρομερή εξω-λογική εμπειρία. Η μορφή της Θεάς Αθηνάς θα εμφανιστεί μπροστά του επιβλητικά και θα του ζητήσει να είναι άκρως προσεκτικός με τον Ετεοκλή γιατί θα προκληθεί στα όριά του. Εκείνος αποχωρεί δηλώνοντας τη συμφωνία του.
Το κεφάλαιο 2.10 θα ανοίξει με την κρίσιμη συνάντηση Τυδέα-Ετεοκλή, στα ανάκτορα της Θήβας. Ο Τυδέας, ως πρεσβευτής του Άργους θα κάνει γνωστές τις σκέψεις και προτάσεις του στο βασιλιά, του οποίου όμως η αντίδραση είναι ακραία επιθετική. Ο Τυδέας καλείται άρον-άρον να εγκαταλείψει την πόλη ενώ την ίδια στιγμή ο βασιλιάς σχεδιάζει κάτι σκοτεινό γι' αυτόν.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Ακολουθεί το μουσικό επικό θέμα, που επέλεξε σήμερα η αγαπημένη μας φίλη και θα συνοδεύσει, όπως πάντα, με τον πλέον αρμονικό τρόπο την ανάγνωσή μας.



16η Ανάρτηση

Κεφάλαιο 2.10 (Συνέχεια)

 “Κυρά μου, έμαθες;” έτρεξε ασθμαίνουσα η γηραιά τροφός προς την αρχόντισσα Ιοκάστη στο μεγάλο της δώμα.

“Τι είναι Κινύρα; Τι να μάθω;”

“Από την αίθουσα του θρόνου έμαθα ότι ήρθε σήμερα από το Άργος πρεσβευτής να δει το γιό σου, το βασιλιά Ετεοκλή!”

Η Ιοκάστη γύρισε με έντονο ενδιαφέρον.

“Έμαθες τι τον ήθελε;”

Η γηραιά γυναίκα έμοιαζε χαμένη, δεν ήξερε πως να το πει.

“Δεν ξέρω κυρά! Κάποιος από τους υπηρέτες που πήγε νερό, άκουσε να λένε ότι αυτός ο άνδρας είναι με το γιο σου τον Πολυνείκη στο Άργος και κάποιο μήνυμα κουβάλαγε στο βασιλιά”

Η Ιοκάστη πετάχτηκε κοντά της. Παρά τα χρόνια της, η είδηση αυτή, έστω και έτσι στον αέρα πρόχειρη, την έκανε σαν νέο πετάμενο πουλί. Άρχισε να τρέμει από συγκίνηση.

“Τι λες Κινύρα! Ω Απόλλωνα προστάτη μας! Το παιδί μου ο Πολυνείκης! Είναι καλά ο δεύτερός μου γιος. Αφροδίτη λατρεμένη μου, ευλόγησε την ώρα να το δω, έστω και μετά από χρόνια!”

“Ναι κυρά μου, μακάρι! Ν’ άκουσαν οι Θεοί τα παρακαλετά σου και να πόνεσαν τα δάκρυά σου τόσα χρόνια”

Έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης.

“Θα μάθω Κινύρα! Θα φροντίσω να μάθω και θα σου πω” της είπε και έμειναν εκεί να μοιραστούν λίγο τη μεγάλη είδηση.

“Θα το πεις στις κόρες σου κυρά;” την ρώτησε η Κινύρα.

“Φυσικά και θα τους το πω”. Το βλέμμα της έμεινε για λίγο μετέωρο “...άραγε ο Ετεοκλής πως να το πήρε;” ρώτησε περισσότερο τον ίδιο της τον εαυτό.

“Δεν τολμώ καν να σκεφτώ κυρά” της απάντησε η γηραιά τροφός.

“Θα το φροντίσω εγώ αυτό Κινύρα, ας μείνουμε ψύχραιμες. Τουλάχιστον η χαρά είναι τόσο μεγάλη μέσα μου. Πηγαίνω να το πω στις κόρες μου” της είπε και χώρισαν κάθε μία κουβαλώντας τη δική της ξεχωριστή συγκίνηση. Η Κινύρα ήταν κοντά στην Ιοκάστη χρόνια ολάκερα. Είχε μοιραστεί το προσωπικό της δράμα όλα αυτά τα χρόνια και στα χέρια της πέρασαν ολάκερες ώρες από βρέφη τα παιδιά της.

 Ο Μαίωνας με τον Πολυφόντη έφτασαν βιαστικοί μπροστά στο βασιλιά τους.

“Βασιλιά μου μάς ζήτησες!” ρώτησε ο πρώτος.

“Ακούστε με καλά! Πάρτε μια ομάδα από καμιά τριανταριά άντρες και ακολουθήστε τον ξένο που φεύγει..” τούς είπε με μάτια που πέταγαν φωτιά.

“Τι ακριβώς προστάζεις βασιλιά μου;”

“Δεν θέλω ο Τυδέας να περάσει τον Ασωπό ζωντανός! Ακούσατε;” φώναξε με οργή. “Πριν περάσει στις Πλαταιές θέλω το κουφάρι του να γίνει βορά στα όρνεα, τρέξτε!”

Οι δυό τους κοιτάχτηκαν στα μάτια. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με γοργά βήματα έτρεξαν προς το στρατόπεδο. Ακούστηκαν οργισμένες φωνές, διαταγές, κλαγγές όπλων και οχλαγωγή αλόγων από τους στάβλους. Σε λίγη ώρα από τις Ήλεκτρες πύλες μια ομάδα από τριάντα πάνοπλους Θηβαίους στρατιώτες καβάλα στα άλογά τους με επικεφαλής τον Μαίωνα και τον Πολυφόντη ξεχύνονταν στον κάμπο της Θήβας για να στήσουν την ενέδρα τους πριν περάσει ο Τυδεάς τον Ασωπό.

 Η Ιοκάστη αναζήτησε με αγωνία τις δυο κόρες της, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Για καλή της τύχη βρήκε και τις δύο στο δώμα της πρώτης. Η ορμητική της είσοδος ξάφνιασε τις νεαρές γυναίκες.

“Τι είναι μάνα; Τι συμβαίνει και είσαι τόσο ταραγμένη;” ρώτησε πρώτη η Αντιγόνη.

Η Ιοκάστη δεν ήξερε πως να αρχίσει. Σαν κάποια δύναμη να μπλόκαρε τον ειρμό στις σκέψεις της και διέλυε τη λαλιά της. Ανάμικτα συναισθήματα άλλαζαν συνεχώς την όψη της.

“Μάνα θα μας πεις τι σε ταράζει τόσο;” ρώτησε και η Ισμήνη.

Ήρθε κοντά τους, τις έπιασε από τους ώμους. Συγκίνηση και χαρά έδερναν αλύπητα το πρόσωπό της.

“Παιδιά μου, κόρες μου! ...δεν ξέρω πώς να σας το πω”

“Μίλα μάνα για όνομα των Θεών!”

“Ο αδελφός σας ο Πολυνείκης….” δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, ρίχτηκαν πάνω της.

“Τι έμαθες για τον αδελφό μας;” πετάχτηκαν με ένα στόμα και οι δυο.

“Ήρθε το πρωί ένας ξένος στον αδελφό σας το βασιλιά, δεν ξέρω το όνομά του, ήρθε απ το Άργος σαν πρεσβευτής…. Δεν έμαθα πολλά… αλλά σίγουρα είπε στον Ετεοκλή ότι ο Πολυνείκης ζει εκεί!”

Έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης ένα αλλόκοτο κουβάρι με κλάματα και συναισθήματα αλλόκοτα.

“Ω Βάκχε προστάτη της πόλης μας, Ω Φοίβε με το φως σου! Έδωσες στις ελπίδες μας ζωή! Μαθαίνουμε νέα για τον αδελφό μας μετά από τόσα χρόνια” έκανε η Αντιγόνη.

“Το ήξερα! Το ήξερα ότι κάπου θα είναι καλά, δεν μπορεί, δεν θα μπορούσαν οι Θεοί να μας δώσουν κι άλλο τόσο κακό” συμπλήρωσε η Ισμήνη.

Έμειναν για λίγο έτσι προσπαθώντας να αφομοιώσουν και να καταλάβουν τι ακριβώς είχαν μάθει. Μέχρι που κάποια στιγμή ηρέμησαν. Τότε η Ιοκάστη μίλησε ήρεμα μετά από ώρα.

“Ας ηρεμήσουμε, πρέπει να μάθουμε τώρα. Θα κοιτάξω να πάω στον αδελφό σας το βασιλιά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Τι ήθελε αυτός ο ξένος; Θα προσπαθήσω να μιλήσω μαζί του για να μάθουμε”

Έτσι συμφώνησαν καρτερώντας την ευκαιρία να μάθουν για εκείνο που τους έκαιγε την ψυχή χρόνια ολάκερα.

Ο Τυδέας έφυγε από το παλάτι αμέσως μετά την αδιέξοδη συνάντηση με τον Ετεοκλή, προσπαθώντας να τιθασεύσει τη φωτιά που είχε φουντώσει μέσα του. Λίγο ακόμα και θα μετέτρεπε την αίθουσα του θρόνου σε πεδίο μάχης από τις προκλήσεις του βασιλιά. Τώρα έπρεπε να βιαστεί. Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν καθόλου εύκολος αλλά το κυριότερο θα ήταν γεμάτος κινδύνους. Μέσα του ένιωθε ότι ο αλαζόνας Ετεοκλής δεν είχε πει την τελευταία του λέξη σ’ αυτή τη συνάντηση. Και κάτι τού έκαιγε τα σωθικά ότι αυτή η λέξη θα ήταν αιματηρή.

Με τις αισθήσεις του πάνω από τα επίπεδα του συναγερμού και της εγρήγορσης, κάλπαζε ολοταχώς με το άλογό του προς τον Ασωπό. Θα ένιωθε ασφαλής μόνο αν περνούσε στο σύνορο των Πλαταιών. Και έπρεπε να προλάβει πριν τον βρει η νύχτα. Πάνω στο άλογό του έριχνε συνεχώς ματιές ολόγυρα στον ορίζοντα. Πλησίαζε προς το δάσος λίγο πριν τις όχθες του ποταμού εκεί όπου υπήρχε το πέρασμα για να περάσει. Το κρίσιμο σημείο. Καθώς μπήκε μέσα στα πρώτα δέντρα του δάσους η αγωνία άρχισε να κορυφώνεται μέσα του. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε πάλι γύρω του, μέσα του, μια παρουσία. Στην αρχή εκδηλώθηκε σαν φωνή, κάτι προσπαθούσε να τού πει. Να του φωνάξει. “….Πρόσεχε…. Πρόσεχε….”. Και τότε μπροστά στα μάτια του, δίπλα του, άρχισε να βλέπει μέσα σε σκόνη και μια παράξενη ομίχλη ένα άρμα! Ένα πολεμικό άρμα να το σέρνουν δύο κατάλευκα άλογα που λες και δεν πατούσαν στη γη αλλά κάλπαζαν ξέφρενα στον αέρα. Και μια μορφή πάνω τους. Που ξεχώριζε σιγά-σιγά. Και, για μια ακόμα φορά, στα έκπληκτα μάτια του, στο άρμα εκείνο επάνω, είδε τη μορφή της Παλλάδας Αθηνάς να παίρνει σχήμα και όψη. Γύρισε για μια στιγμή και τον κοίταξε μεγαλόπρεπα. Είχε φορέσει την πολεμική της αρματωσιά και το βλέμμα της ήταν σκληρό. Πήγαν να του φύγουν τα γκέμια απ τα χέρια προς στιγμή αλλά η φωνή της ήχησε κατευναστικά.

“Τυδέα…. Πρόσεχε…. Πρόσεχε…. Στο δάσος… στο πέρασμα του ποταμού… λίγο πριν… Εκεί σε περιμένουν…. Σε περιμένουν…. Ενέδρα….”

“Παλλάδα Αθηνά μου προστάτιδά μου!” έκανε εκείνος χωρίς να αφήσει τα μάτια του από τη στράτα μπροστά του. Η φωνή της πάλι αντήχησε επιβλητική μέσα στην ομίχλη που τύλιγε το δάσος

“Θα είμαι εκεί…. Έχε το νου σου… θα είμαι κοντά σου….” τού είπε και είδε το άρμα της να χάνεται ξαφνικά έτσι όπως ήρθε.

Ένιωσε τα νεύρα του να τεντώνονται στο έπακρο. Λίγα μέτρα τον χώριζαν πια από το πέρασμα στην όχθη του ποταμού. Ο ήλιος είχε γύρει κατά πολύ στη δύση και το φως κρυφόπαιζε στα πυκνά φυλλώματα του δάσους. Η ροή του νερού του ποταμού ήταν το μόνο που έσπαγε εκείνη την παράξενη σιωπή. Και τότε! Σε ένα μεγάλο ξέφωτο που οδηγούσε στο πέρασμα τούς είδε!

Από κάθε γωνιά γύρω του, πίσω από τα δέντρα, τα μονοπάτια και τα ξέφωτα ξεπετάγονταν καβαλάρηδες Θηβαίοι ένοπλοι. Το άλογό του ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε ανταριασμένο στα δυο του πόδια, τράβηξε το σπαθί του απ το θηκάρι.

“Για πού νομίζεις ότι θα πας ξένε!” άκουσε τη φωνή ενός επιβλητικού πολεμιστή. Ήταν ο Πολυφόντης που είχε κλείσει το δρόμο μπροστά του λίγα μέτρα μακριά.

“Αφήστε με να περάσω! Δεν έχω διάφορο μαζί σας!” τούς απάντησε ψύχραιμα.

“Έχουμε όμως εμείς!” του είπε μια φωνή πίσω του που τον ανάγκασε να γυρίσει το άλογό του. Ήταν ο Μαίωνας που τον είχε κυκλώσει μαζί με άλλους. Ένας από αυτούς τον πλησίασε από τα πλάγια με το δόρυ του. Το χτύπημα ήταν δυνατό αλλά η αντίδραση του Τυδέα ακόμα καλύτερη. Τράβηξε το άλογό του πλάγια αποφεύγοντας ξυστά το δόρυ του Θηβαίου ιππέα ενώ γυρίζοντας πάλι αριστερά βρέθηκε στο πλάι του. Το σπαθί του διέγραψε μια φονική τροχιά πάνω στο κορμί του σωριάζοντας τον νεκρό στο χώμα. Η σύγκρουση γενικεύτηκε πάνω στα άλογα σε στριμωγμένο χώρο που εμπόδιζε τις τακτικές κινήσεις. Ο Τυδέας έριξε νεκρό καταγής έναν ακόμα ιππέα προκαλώντας του φονικό χτύπημα. Η μάχη αγρίευε όλο και πιο πολύ. Με αλαλαγμούς και χτυπήματα χωρίς προηγούμενο. Ο Τυδέας με λύσσα έπεφτε με μανία πάνω στους επιτιθέμενους με κινήσεις του αλόγου του προκαλώντας αιματοχυσία αλλά και συνάμα άθροισμα ανεξέλεγκτης οργής από τους υπόλοιπους Θηβαίους που έβλεπαν τους δικούς τους να σωριάζονται στη γη.

Κάποιο χτύπημα, για να το αποφύγει, τον οδήγησε να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί κάτω από το άλογό του στη γη. Με μιας κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου με πίσω του την κοίτη του ποταμού. Είχε προλάβει να αδράξει την ασπίδα του και έτσι πεζός ήταν το καλύτερο πεδίο μάχης για αυτόν. Οι Θηβαίοι ξεπέζεψαν και αυτοί. Η μάχη έπαιρνε πια χαρακτηριστικά εξόντωσης. Αλλεπάλληλα χτυπήματα, σπαθιές, συγκρούσεις των ασπίδων. Ο Τυδέας χόρευε στην κυριολεξία είτε στη γη είτε στον αέρα μοιράζοντας θάνατο ολόγυρά του όμως οι αντίπαλοί του ήταν πάρα μα πάρα πολλοί για αυτόν. Άρχισε να κουράζεται και το βλέμμα του να γίνεται θολό. Από τα χέρια και τα πόδια του αρκετές λαβωματιές είχαν αρχίσει να αιμορραγούν. Δέχτηκε ένα διπλό χτύπημα, πισωπάτησε σε μια πέτρα και σωριάστηκε στη γη. Τους είδε να εφορμούν κατά πάνω του όταν….. ένα πολεμικό άρμα εμφανίστηκε από το πουθενά εφορμώντας στους Θηβαίους. Τα άλογα από το άρμα παρέσυραν πάρα πολλούς από αυτούς ενώ κάποιοι άλλοι ένιωθαν την κοφτερή λεπίδα του σπαθιού του αναβάτη να τους παίρνει τις ζωές. Η γυναικεία μορφή πάνω στο άρμα μοίραζε θάνατο!

“Αθηνά θεά μου!” ψιθύρισε ο Τυδέας, πήρε θάρρος και ανασηκώθηκε. Όρμησε πάνω τους και οι Θηβαίοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο εχθρούς. Έναν που τους προκαλούσε τρόμο με την απόκοσμη παρουσία του και έναν άλλο ανθρώπινο που λύγισαν στη μανία του. Τα πρώτα σημάδια του πανικού στους επιτιθέμενους έφεραν το τέλος της φονικής ενέδρας. Ένας προς έναν έπεφταν νεκροί στο χώμα αλλά και στο ποτάμι. Κάποια στιγμή ο Πολυφόντης ξέφυγε από τη συμπλοκή ανέβηκε στο άλογό του πιο πέρα και απομακρύνθηκε καλπάζοντας στο δρόμο της φυγής. Οι λίγοι που είχαν απομείνει Θηβαίοι προσπάθησαν το ίδιο αλλά μάταια. Ο δρόμος τους αποκόπηκε και τα κορμιά τους γέμισαν πληγές.

Ο Τυδέας ξεμονάχιασε τον τελευταίο που είχε απομείνει πια ζωντανός! Τον έριξε στο χώμα πληγωμένο και με μια κίνηση έβαλε την άκρη του σπαθιού του στο λαιμό του. Ήταν ο Μαίωνας! Ο τελευταίος επιζών. Που τον κοιτούσε με ένα βλέμμα τρόμου. Ποιος ήταν αυτός ο Τυδέας που εξόντωσε τόσους συμπολεμιστές του! Και σε ποιαν ανήκε αυτή η απόκοσμη μορφή πάνω στο άρμα που τον βοήθησε; Ο Τυδέας τον κοίταζε με βλέμμα γεμάτο θάνατο. Ο άλλος περίμενε το τέλος του.

“Ποιο είναι το όνομά σου;” έσκουξε ο Τυδέας.

Ο άλλος ψέλλισε: “Μαίωνας”

Ο Τυδέας τράβηξε το σπαθί απ το λαιμό του.

“Σήκω! Τσακίσου!” τον πρόσταξε.

Δεν πίστευε στην σωτηρία του αλλά σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν μένοντας με τα χέρια ανοιχτά.

“Είσαι τυχερός για σήμερα Μαίωνα…” τού είπε ο Τυδέας “Σύρε πίσω στο παλάτι στο βασιλιά σου να πεις τα κατορθώματά σας! Τράβα να τού πεις τι τον περιμένει τον ίδιο και τι εσάς όλους έναν προς έναν από τον Αργίτικο στρατό που θα έρθει στα τείχη σας! Πήγαινε να του περιγράψεις με ποιους θα σταθεί αντιμέτωπος!”

Ο Μαίωνας έτρεμε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι.

“Τράβα!” τού φώναξε ο Τυδέας.

Εκείνος έκανε μερικά βήματα πίσω του. Ολόγυρά του σκόνταφτε στα σφαγμένα πτώματα των συμπολεμιστών του που κείτονταν μέσα στο αίμα παντού. Ανέβηκε στο πρώτο άλογο που βρήκε και ξεκίνησε να καλπάζει προς τη Θήβα χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω του.

Σαν ο Τυδέας ένιωσε ότι είχε απομακρυνθεί κάθε αίσθηση κινδύνου έπεσε γονατιστός στο χώμα. Τα χέρια του ήρθαν στο στήθος του προσπαθώντας δύσκολα να βαστάξει τη συγκίνησή του.

“Αθηνά ύψιστη Θεά, προστάτιδά μου, σε ευχαριστώ. Στέκω ευλαβικά μπροστά στην παρουσία σου για μια ακόμα φορά ευγνώμων που μού έσωσες τη ζωή! Χρωστάω τόσα αλήθεια στη χάρη σου…”

Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μια από τις πληγές του στον ώμο του αιμορραγούσε πολύ. Μια δυνατή ζάλη άρχισε να τον κυριεύει. Τα μάτια του θόλωσαν, λύγισαν τα γόνατά του στη γη. Και ένα μαύρο πέπλο άρχισε σιγά-σιγά να σκεπάζει το βλέμμα του ώσπου τον κυρίευσε ολάκερο βυθίζοντάς τον σε κάτι στο οποίο καταλάβαινε ότι χάνονταν.

 “Βασιλιά μου σάς ζητούν!” ανήγγειλε ένας από τους αξιωματικούς της φρουράς της αίθουσας του θρόνου στον Ετεοκλή.

“Ποιος είναι; Είπα ότι δεν θέλω να δω κανέναν” είπε εκείνος απότομα.

“Είναι η μητέρα σας, επιμένει να σάς δει” απάντησε εκείνος.

“Πες της να περάσει” πρόσταξε εκείνος κάνοντας έναν μορφασμό δυσφορίας.

Η Ιοκάστη μπήκε στην αίθουσα. Τον είδε να στέκεται και να την κοιτά με βλέμμα όχι και τόσο δεκτικό.

“Πες μου τι θέλεις μάνα, η ώρα είναι δύσκολη και δεν έχω χρόνο μπροστά μου. Αν είναι κάτι σοβαρό πες το μου. Αν όμως όχι σε παρακαλώ να έρθεις κάποια άλλη στιγμή”

Εκείνη τον είδε εμφανώς ανήσυχο. Κινήθηκε λίγο προς το μέρος του.

“Γιε μου τι σού συμβαίνει;” τον ρώτησε.

“Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις, πες μου σε παρακαλώ”

“Έμαθα ότι ήρθε κάποιος πρεσβευτής από το Άργος…” Την κοίταξε με έντονο βλέμμα.

“Ποιος στο πρόλαβε;”

“Τον είδα που πέρναγε την πύλη με του συνοδούς μας” τού είπε προφανώς ψέμματα, “ποιος ήταν;”

“Απεσταλμένος από το βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο. Ένα θρασίμι που ήρθε να με προκαλέσει μέσα στο παλάτι μου! Που ήρθε να απειλήσει ολάκερη την πόλη” της είπε με μεγάλη ένταση.

Η Ιοκάστη καταλάβαινε ότι θα ήταν δύσκολο να βρει ανώδυνο τρόπο να ρωτήσει και τελικά αποφάσισε να είναι ειλικρινής.

“Παιδί μου πες μου αν έμαθες για τον αδελφό σου” τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε απότομα στο μέρος της. Την πλησίασε με μάτια που έκαιγαν.

“Για αυτόν νοιάζεσαι λοιπόν; Για αυτόν το ενδιαφέρον σου. Τότε μάθε ότι ο λατρεμένος σου γιος μαζεύει στρατό να έρθει να κάψει τη γη που τον μεγάλωσε!”

Η Ιοκάστη έμεινε άναυδη. Προσπάθησε να ψελλίσει :

“Δεν είναι δυνατόν. Μα πώς γιατί; ποιος στο είπε;”

“Αυτός ο Τυδέας! Από εκεί ήρθε. Να μού φέρει μαντάτο ότι αν δεν τού δώσουμε το θρόνο τότε θα φέρει στρατό από το Άργος να μάς χτυπήσει. Αυτός είναι ο εκλεκτός σου γιος μάνα!”

Η Ιοκάστη δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τα νέα, έδειχνε να πλημμυρίζει με ανάμικτα αισθήματα.

“Γιε μου τι είναι αυτά που λες! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε γι’ αυτό. Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι η γνώμη του αδελφού σου; Κι αν είναι τρίτων λόγια;”

“Δεν είναι μάνα! Ο πρεσβευτής ήταν σαφής! Τούς μάζεψε ο βασιλιάς του Άργους εδώ και χρόνια, παντρεύτηκαν τις κόρες του και τώρα θέλει να γυρέψει αυτό που ποτέ δεν δικαιούται. Και πρόσταξε ότι αν δεν τού το δώσω τότε θα πλημμυρίσει τον κάμπο μας με στρατό να μάς χτυπήσει. Άκουσες; Απειλεί! Ναι απειλεί και ζητάει σαν τρόπαιο τη γη του. Αυτός είναι ο εκλεκτός αδελφός μου”

Η Ιοκάστη έβαλε τα χέρια της στο στήθος της, ταραγμένη και τρομαγμένη μαζί. Ακούστηκαν τα λόγια της σιγανά μα απόμακρα.

“Η κατάρα του πατέρα σου λοιπόν…”

“Τι λες μέσα απ τα δόντια σου μάνα;”

“Το ανάθεμα του πατέρα σου! Δεν το βλέπεις; Να μοιράσετε τη βασιλεία με το σπαθί και την κοφτερή του λεπίδα. Αυτό δεν είχε ξεστομίσει τότε πριν από χρόνια; Για αυτήν του την απειλή δεν είχατε τότε συμφωνήσει να φύγει εκείνος και να αλλάζετε το θρόνο κάθε χρόνο; Να λοιπόν που έρχεστε τώρα να κάνετε την κατάρα πράξη λοιπόν”

“Μην ανακατεύεις τον πατέρα στην αρχομανία αυτουνού!”

Η Ιοκάστη έδειχνε να προσπερνά τα λόγια του γιου της και να συνεχίζει.

“Για μια ακόμα φορά σε τούτο το σπίτι θα βαραίνουν οι κατάρες και τα αναθέματα. Για μια ακόμα φορά. Αχ αν με είχες ακούσει τότε.”

“Πάψε πια να επαναλαμβάνεις τα ίδια” της είπε αποπέρνοντάς την.

“Τι θα κάνεις γιε μου;”

“Σαν τι θέλεις να κάνω δηλαδή; Να μείνω και να περιμένω τον Αργίτικο στρατό να κουρσέψει τη Θήβα; Θα ετοιμαστώ για πόλεμο! Δεν θα μείνει ζωντανός κανείς από αυτούς για να περάσει τις πύλες της πόλης. Το ορκίζομαι στους Θεούς. Και τώρα φύγε σε παρακαλώ. Έχω πολλά να κάνω και να ετοιμάσω”

Η Ιοκάστη έφυγε με ένα κόμπο να σφίγγει το στήθος και το λαιμό της δυσκολεύοντας την ανάσα της. Για να γευτεί τη χαρά ότι έμαθε για το άλλο της παιδί ξεκίνησε αλλά βλέπει να την κυριεύει η σκιά του πολέμου. Ενός πολέμου που πήγαινε να πάρει χαρακτηριστικά ανάμεσα στο ίδιο αίμα.



 Πόσο είναι παράξενο το πηχτό σκοτάδι καθώς ξεδιαλύνει λίγο-λίγο στα μάτια μας. Πόσο περίεργα φαντάζει σαν να ανοίγουν τα μαύρα πέπλα της ανυπαρξίας και έρχεσαι αργά πίσω στη ζωή. Το φως της μέρας άρχισε να φέγγει πάλι στα μάτια του. Θολό πολύ στην αρχή. Έδινε γύρω του ακαθόριστα σχήματα που δεν μπορούσε να καταλάβει την προέλευσή τους. Άρχισε σιγά-σιγά να νιώθει το σώμα του. Ξαπλωμένος στη γη. Πονούσε σχεδόν παντού. Το κεφάλι, το στήθος, τα άκρα του όλα. Ένιωθε το σώμα του ακουμπισμένο στον κορμό ενός δέντρου. Και τότε μπροστά του τα θολά σχήματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν αργά αλλά σταθερά.

“Τυδέα! Είσαι καλά; Μάς ακούς;” άκουσε τη φωνή λες και ερχόταν από πέρα μακριά. Προσπάθησε καλύτερα να ανταποκριθεί.

“Τυδέα! Μίλα μας!”

Στα μάτια του όλα άρχισαν πλέον να γίνονται πιο συγκεκριμένα. Μπροστά του γονατιστούς έβλεπε τον Γαληνό και τον Ίαμο όρθιο λίγο πιο πέρα.

“Πού είμαι; Πώς με βρήκατε;” τούς είπε απλώνοντας το χέρι λες και γύρευε να επιστρέψει στη ζωή.

“Επιτέλους βασιλιά μου!” άκουσε τη φωνή του Γαληνού γεμάτη έντονη αγωνία, που του είχε παραμορφώσει εντελώς την όψη.

“Σε βρήκαμε Τυδέα, αυτό έχει σημασία!” αποκρίθηκε ο Ίαμος.

“Είσαι στην όχθη του Ασωπού. Απ τη μεριά της Θήβας. Εδώ σε βρήκαμε. Πεσμένο κάτω αναίσθητο να αιμορραγείς” τού είπε ο Γαληνός.

Μια κίνηση που προσπάθησε να κάνει τον έφερε ξανά αντιμέτωπο με έντονους πόνους. Ανασηκώθηκε με την πλάτη στον μεγάλο κορμό. Είδε την πληγή στον ώμο του δεμένη με ένα κομμάτι από τον χιτώνα του. Τους κοίταξε με ευγνωμοσύνη στα μάτια.

“Σταματήσαμε την αιμορραγία στον ώμο. Τα άλλα είναι χωρίς σημασία”

“Ποιος σας έφερε εδώ;” τούς ρώτησε με αγωνία “πώς με βρήκατε;”

Οι δυό τους κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια. Ο Γαληνός απάντησε.

“Αργούσες και αποφασίσαμε να έρθουμε προς το ποτάμι. Στο δρόμο…”

“Λέγε!” του είπε.

“Στο δρόμο…. Μια… ένα όραμα… δεν ξέρω… η παρουσία… μιας γυναίκας πάνω σε ένα άρμα κάλπαζε μαζί μας… μας είπε να βιαστούμε να έρθουμε κοντά σου στο πέρασμα του ποταμού στην απέναντι όχθη… να κάνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα….”


Ο Τυδέας είδε την αγωνία στα μάτια τους και ένιωσε την συγκίνηση να τον πνίγει για μια ακόμα φορά. Ένα δάκρυ σχηματίστηκε στα μάτια του.

“Παλλάδα Αθηνά μου! Πόσα ακόμα για μένα! Ευλογημένη κόρη του Δία!”

Οι σύντροφοί του κοιτάχτηκαν, κατάλαβε την αμηχανία τους. Ο Γαληνός τούς επανέφερε στην πραγματικότητα.

“Τι συνέβη Τυδέα;”

“Μου έστησαν ενέδρα…”

“Ποιοι;”

“Οι Θηβαίοι, ποιοι άλλοι;”

“Δηλαδή τι έγινε στην συνάντηση με τον Ετεοκλή;” ρώτησε ο Ίαμος.

Ο Τυδέας κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια του παρά τη ζαλάδα που ακόμα ένιωθε. Εκείνοι τον βοήθησαν.

“Δεν είναι ώρα για κουβέντες, θα σάς εξηγήσω στο δρόμο, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως, που είναι το άλογό μου;”

“Εδώ δίπλα… το βρήκαμε κοντά σου”

Γύρισε. Το κατάλευκο άλογο ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα δίπλα σε ένα πλατάνι. Πήγε κοντά του, το αγκάλιασε στοργικά.

“Καλέ μου φίλε, δεν έφυγες από κοντά μου, πιστέ μου σύντροφε” είπε στο άλογο με τρυφερότητα.

Ζώστηκε τα άρματά του. Τον βοήθησαν να ιππεύσει όπως το ίδιο έκαναν και εκείνοι.

“Πάμε!” τούς είπε.

Διάβηκαν από το πέρασμα του ποταμού στην άλλη όχθη. Άρχισαν να καλπάζουν γοργά στον Βοιωτικό κάμπο. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής ήταν μπροστά τους. Θα έπρεπε να προλάβουν να φτάσουν στις Πλαταιές πριν τους βρει η νύχτα. Και μετά όλα ήταν ανοιχτά για το Άργος που τους περίμενε με περισσή αγωνία.

(Συνεχίζεται...)



Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 15η δημοσίευση

    "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7








Στην προηγούμενη δημοσίευση, παρακολουθήσαμε τον έντονο διάλογο του Αμφιάραου με τη σύζυγό του, Εριφύλη. Ο ίδιος της ανακοινώνει ότι ξέρει καλά ότι αυτή η εκστρατεία, αν τελικά γίνει, στη Θήβα, θα είναι γεμάτη θάνατο και αίμα και δεν θα γλιτώσει κανείς εκτός από έναν. Για μια ακόμα φορά, ο επιφανής μάντης, υπενθυμίζει στη γυναίκα του τον πιθανό ρόλο της σε μια τέτοια διαφωνία με το βασιλιά.
Στο μεταξύ, ο Πολυνείκης καταφέρνει να έχει μια δήθεν τυχαία πρώτη συνάντηση με την Εριφύλη, στο παλάτι του Άδραστου, προσπαθώντας να την πλησιάσει και να την βολιδοσκοπήσει σαν προσωπικότητα. Η προσπάθεια του είναι να της εξηγήσει τους λόγους αυτής της εκστρατείας στη Θήβα.
Το κεφάλαιο 2.9 ξεκινά με την αναχώρηση της αποστολής του Τυδέα για τη Θήβα. Μαζί με δύο άντρες του, περνούν τις Σκιρωνίδες πέτρες, μέσα από μια διαδρομή, που τη ζουν με τρόμο, αγωνία και δυσκολίες. Καταφέρνουν να περάσουν με χίλια βάσανα για να φτάσουν λίγο έξω απ' την Ελευσίνα.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, τα μουσικά θέματα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι επίσης δύο και θα συνοδεύσουν, όπως πάντα, με τον πλέον αρμονικό τρόπο την ανάγνωσή μας.



Κεφάλαιο 2.9 (Συνέχεια)

Σούρουπο έφτασαν στην ιερή πόλη. Έπρεπε να αποφασίσουν τι θα κάνουν.

“Που θα βγάλουμε τη νύχτα μας;” ρώτησαν οι δύο φίλοι του.

“Το σκέφτομαι” τους είπε.

“Τι δυνατότητες έχουμε Τυδέα;”

“Αν δεν μείνουμε εδώ θα ανέβουμε το βουνό για την Οινόη”

“Θα μας πιάσει νύχτα;”

“Σίγουρα”

“Τότε καλύτερα να μείνουμε εδώ και αύριο με το καλό ξεκινάμε” είπε ο Ίαμος.

Συμφώνησαν τελικά όλοι. Βρήκαν ένα μικρό πανδοχείο που σύχναζαν έμποροι στην Ελευσίνα για να διανυκτερεύσουν. Το χρώμα του ουρανού είχε πάρει ένα γλυκύτατο κόκκινο χρώμα στη δύση. Ο δυνατός άνεμος είχε διώξει κάθε σύννεφο. Όλα προμήνυαν μια όμορφη ήρεμη νύχτα. Το πανδοχείο ήταν κοντά στον Κηφισό ποταμό. Έκατσαν να απολαύσουν το φαγητό τους που είχαν τόσο μα τόσο ανάγκη.

“Είμαστε κοντά στον Ερινεό” τους είπε ο Τυδέας.

“Τι είναι εδώ;” ρώτησε ο Γαληνός.

“Από εδώ κατέβηκε ο Πλούτωνας σαν άρπαξε την Περσεφόνη…” απάντησε ο Τυδέας.

Τον κοίταξαν με θαυμασμό.

“Πόσο όμορφο είναι ο άνθρωπος να κατέχει τη γνώση και την εμπειρία στη ζωή, σαν εσένα βασιλιά μου” τού είπε ο Γαληνός. Ο Τυδέας χαμογέλασε.

“Θα μου χρειαστεί σαν αντικρίσω απέναντί μου τον Ετεοκλή”

“Τι πιστεύεις άρχοντά μου;” τον ρώτησε με αγωνία ο Ίαμος.

“Δεν είμαι αισιόδοξος σύντροφοί μου. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να δοκιμάσουμε. Η ελπίδα είναι πάντα ζωντανή. Μπορεί να πείσουμε το βασιλιά της Θήβας ότι δεν είναι για καλό κανενός ο πόλεμος”

“Και θα πειστεί μετά από τόσα χρόνια να αλλάξει γνώμη;” ρώτησε ο Γαληνός.

“Θα κάνω ότι δυνατόν να τον πείσω. Από εκεί και πέρα είναι δική του η ευθύνη”

Συνέχισαν να κουβεντιάζουν για τα μελλούμενα ώσπου τελείωσαν το φαγητό με το λίγο κρασί τους.

“Λοιπόν ώρα να ξαποστάσουμε, Πάμε. Αύριο με το φως του ήλιου μάς περιμένει δύσκολο ταξίδι” τούς είπε και σηκώθηκαν. Τράβηξαν στο δωμάτιό τους. Τα κρεβάτια ήταν τρία μαζεμένα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Και τα κατάκοπα κορμιά τους γύρευαν απεγνωσμένα ξεκούραση.

 Την άλλη μέρα το πρωί ένας ακόμα ανηφορικός δρόμος στο βουνό τούς περίμενε δύσκολος. Προορισμός τους η Οινόη και το πέρασμα πια στη Βοιωτία. Πήραν σταθερά τον δρόμο προς τα πάνω. Όμορφο τοπίο βουτηγμένο μέσα στα πεύκα και πιο ψηλά στα έλατα. Ο δρόμος ήταν σαφώς καλύτερος γιατί ήταν αυτός που συνέδεε την Ελευσίνα με τη Θήβα. Πίσω τους στο φως του ήλιου που είχε για τα καλά βγει έλαμπε ολάκερος ο Σαρωνικός με την Σαλαμίνα. Άλλαζαν πολλές κουβέντες στο ταξίδι τους να γεμίζουν τα κενά του ταξιδιού. Προς το μεσημέρι έφτασαν πια στην κορυφή. Μπροστά τους στα Βόρεια ξεκινούσε πια η Βοιωτική γη.

“Να οι Πλαταιές!” φώναξε ο Τυδέας.

“Όλα πάνε καλά βασιλιά μου” απάντησε ο Γαληνός. Πάντα χρησιμοποιούσε αυτόν τον τίτλο για τον Τυδέα ο Αιτωλός φίλος του. Τον θεωρούσε δικαιωματικό βασιλιά της Καλυδώνας στην Αιτωλία.

“Οι Θεοί μάς ανοίγουν καθαρό δρόμο σύντροφοί μου” απάντησε εκείνος, “βαδίζουμε στη γη της Θήβας”.

 Ο Βοιωτικός κάμπος ήταν βουτηγμένος στο πράσινο. Ένας λαμπερός ήλιος γέμιζε με φως την ημέρα και τη διαδρομή τους.

“Θα προλάβουμε μην μάς πιάσει η νύχτα να μπούμε στη Θήβα;” ρώτησε ο Ίαμος του δύο άλλους.

“Στη Θήβα θα μπω μόνος μου, εσείς θα με περιμένετε στις Πλαταιές” απάντησε ο Τυδέας.

“Βασιλιά μου είσαι σίγουρος;” ρώτησε ο Γαληνός ανήσυχος.

“Ναι είναι σίγουρο, λοιπόν προχωράμε προς τα εκεί. Ότι και να γίνει εσείς εκεί θα έχετε μια ασφάλεια για να με περιμένετε στην επιστροφή. Εγώ θα ξεκουράσω το άλογό μου, θα πάρω μια ανάσα και θα συνεχίσω”

Κατέβηκαν την πλαγιά του Κιθαιρώνα με κατεύθυνση την πόλη, που τούς περίμενε μπροστά στα πόδια του βουνού. Έψαξαν ένα πανδοχείο για να μπορέσουν να βρουν μια διαμονή οι δύο άλλοι.

“Εγώ ξεκινάω” τούς είπε, “πήρα τις ανάσες μου, μαζί και το άλογο. Όπως είπαμε λοιπόν”.

“Τυδέα, έχεις ξαναπάει στη Θήβα;” τον ρώτησε ο Ίαμος.

“Ναι, αρκετές φορές ώστε να την γνωρίζω καλά” τού απάντησε καθησυχάζοντάς τον.

Αποχαιρετίστηκαν με αρκετή φόρτιση. Τούς άφησε έξω από το πανδοχείο. Ανέβηκε στο κατάλευκο άτι του και με την επιβλητική του κορμοστασιά ξεκίνησε με ελαφρύ καλπασμό. Σήκωσε το χέρι του για να τους αποχαιρετίσει όπως και εκείνοι. Μια κρίσιμη αποστολή άρχιζε για εκείνον. Μια αποστολή που θα έκρινε πάρα πολλά. Την ειρήνη ή τον πόλεμο, τη ζωή ή το θάνατο.

 Το άλογό του βγαίνοντας από τις Πλαταιές άρχιζε πλέον να καλπάζει με γρήγορο ρυθμό. Είχε κατά νου να προλάβει να μπει στη Θήβα πριν τον πιάσει η νύχτα στο δρόμο. Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν ήταν εφικτό. Μπροστά του ξεχύθηκε ο κάμπος της Βοιωτίας. Στη σκέψη του ήρθαν τα λόγια και η έκρηξη του Αμφιάραου στο συμβούλιο των πολέμαρχων στο παλάτι.

“Απ την εκστρατεία στη Θήβα δεν θα γυρίσει κανείς ζωντανός παρά μονάχα ένας!” είχε πει. Το θυμόταν καλά. Τι ήταν άραγε εκείνο που οδηγούσε τον γενναίο μάντη και πολεμιστή σε τέτοια πρόβλεψη; Τι τον βασάνιζε; Δεν ήθελε με τίποτα αυτός του ο λόγος να τον κυριεύει ετούτη τη στιγμή αλλά γινόταν χωρίς τη θέλησή του. Ειδικά εκείνη του η κουβέντα “εκτός από έναν”. Άραγε ποιος; Ποιον εννοούσε; Τον ήξερε; Ή το έλεγε έτσι. Χωρίς να το καταλάβει με τις σκέψεις αυτές πέρασε το πρώτο ποτάμι που ήταν στο διάβα του. Ο Ωερόης. Ένα μικρό ποτάμι με τα νερά του να έχουν κατεύθυνση προς τα Δυτικά εκεί που τελειώνει ο Κιθαιρώνας. Επόμενος σταθμός ο Ασωπός.

  Είχε πια περάσει το μεσημέρι. Ο ήλιος είχε γείρει ήδη προς τη Δύση όταν αντίκρισε το μεγάλο ποτάμι της Βοιωτίας. Στο μυαλό του ήρθαν οι μύθοι και οι θρύλοι που τον συνοδεύουν. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρώς, άλλοι του Ωκεανού και της Τηθύος και κάποιοι άλλοι τον έλεγαν γιο του Δία και της Ευρυνόμης. Γυναίκα του λέγανε ήταν η Μετώπη, η κόρη του Λάδωνα. Οι παλιοί τού καταλόγιζαν πολλά παιδιά, όλα να έχουν σχέση με τη Βοιωτία. Ένα από τα παιδιά του και ο Ισμηνός, το μεγάλο ποτάμι στη Θήβα.

 Έφτασε στην όχθη του ποταμού. Αναζητώντας ένα ήρεμο μέρος για πέρασμα βρήκε ένα μικρό όμορφο δάσος από πλατάνια και πυκνούς θάμνους, που κύκλωνε και τις δύο όχθες του ποταμού. Ήταν ότι καλύτερο για να δώσει στο άλογό του μία ακόμα ολιγόλεπτη στάση να ποτιστεί στα γάργαρα νερά του ώστε όλα μετά να ήταν έτοιμα για την τελική του διαδρομή. Όλα ήταν έρημα και ήσυχα εκείνη την όμορφη στιγμή στο δείλι. Στάθηκε σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στην όχθη όταν ξαφνικά ένιωσε το έδαφος κάτω από τα πόδια του να τρέμει. Το άλογό του άρχισε να αφουγκράζεται αυτό το παράξενο και το ανεξήγητο που συνέβαινε ολόγυρα και άρχισε έντονα να ανησυχεί. Το έδεσε καλύτερα στον κορμό ενός δέντρου για να μην το χάσει προσπαθώντας να το ηρεμήσει. Τα φύλλα και τα κλαδιά στα δέντρα άρχισαν να θροΐζουν και να λυγίζουν λες και ένα τρομερό αόρατο χέρι τα κουνούσε χωρίς έλεος. Ένας δυνατός στρόβιλος φάνηκε να τον τυλίγει μέσα σε εκείνο το ξέφωτο. Είχε αρχίσει να παγώνει από φόβο και αγωνία. Ήταν κάτι που δεν είχε ζήσει ξανά. Το φως του δειλινού άλλαζε δύναμη και χρώματα. Πότε σκοτείνιαζε και πότε έλαμπε σαν αστραπή. Και τότε…

 Μέσα στον άναρχο χορό της γης και στο στρόβιλο του ανέμου κάτι ακαθόριστο άρχισε σε λίγα μέτρα από μπροστά του να παίρνει σχήμα και μορφή. Σαν να αναδυόταν στον αέρα. Μια παρουσία που άρχισε να παίρνει τη μορφή μιας επιβλητικής και λαμπερής γυναίκας. Ο Τυδέας έβαλε έντρομος τα χέρια του στο πρόσωπό του για να μην τυφλωθεί από το υπέρλαμπρο φως που ακτινοβολούσε εκείνη η γυναικεία μορφή μπροστά του, που ήρθε από το πουθενά. Και τότε η φωνή της! Μια φωνή απόκοσμη, ήρεμη μα συνάμα επιβλητική και αποφασιστική μαζί, τράνταξε ολάκερο το δάσος.

“Τυδέα, προστατευόμενέ μου, γιε του Οινέα…”

Γονάτισε μπροστά της τρεμάμενος και συγκινημένος.

“Ποια μπορεί να είσαι εσύ μεγαλόπρεπη κι απόκοσμη για να ‘ρχεσαι σε μένα τον ταπεινό, Κυρά μου;”

“Κοίτα καλύτερα και διάβασε τα σημεία, γιε του Οινέα…” ακούστηκε σαν θρόισμα παντού.

“Παλλάδα Αθηνά! Θεά και κυρά μου! Ποια ευλογημένη δύναμη σε φέρνει μπρος στη στράτα μου;”

“Είμαι εδώ κοντά σου! Ξέρεις ότι πάντα σε έχω στη σκιά μου Τυδέα και ξέρω την αποστολή του ταξιδιού σου….”

Ο συριγμός στο συλλάβισμα της φωνής της μέσα σε όλη εκείνη την αντάρα ήταν κάτι το συγκλονιστικό. Ο χρόνος σαν να είχε σταματήσει για να αφουγκραστεί αυτήν της την παρουσία.

“Τι προστάζεις κι ορμηνεύεις Θεά μου;”

Σείστηκε η μορφή της προκαλώντας έκρηξη στη φύση ολόγυρα με αλλόκοτες ανταποκρίσεις.

“Στη Θήβα θα προκληθείς Τυδέα να το ξέρεις” ήχησε η φωνή της λες και έβγαινε από το βάθος των αιώνων, “Ο Ετεοκλής θα σε προκαλέσει στα όριά σου! Για σένα αυτό θα είναι τρομερή δοκιμασία. Πρέπει να τα ξεπεράσεις, να μείνεις συνετός και ψύχραιμος, να μην απαντήσεις. Μόνο τότε θα έχεις φέρει σε αίσιο πέρας την αποστολή σου… να το θυμάσαι…”

“Θα το θυμάμαι σεβάσμια κυρά μου, δίνω στα λόγια σου υπόσχεση και στην ορμήνια σου δύναμη”

“Να θυμάσαι να είσαι πάντα συνετός και ταπεινός γιε της Αιτωλικής γης, αυτό μην το ξεχνάς ποτέ…..” ακούστηκε η φωνή της να αργοσβήνει μαζί με τη μορφή της που άρχισε να γίνεται πιο διάφανη και να χάνεται μέσα σε μια καταιγίδα από χρώματα, λάμψη και αντάρα του ανέμου. Ώσπου εξαφανίστηκε απόλυτα από μπροστά του με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ήρθε.

 Η φύση αποκατέστησε την ισορροπία της αμέσως αλλά ο Τυδέας έκανε κάποια λεπτά για συνέλθει από εκείνο το σοκ αυτής της μεγάλης παρουσίας στη ζωή του, που όμοιά της δεν είχε ξαναζήσει μέχρι σήμερα. Τα λόγια και οι παραινέσεις της Θεάς Αθηνάς έμειναν στη σκέψη του να κυριαρχούν απόλυτα. Είχε την αίσθηση, πως για λίγο, διάβηκε τα σύνορα τούτου κόσμου και πάτησε έξω απ’ αυτόν, πέρα απ’ το χρόνο και τη λογική. Ανέβηκε στο άλογό του, βρήκε το πέρασμα στον ποταμό και βρέθηκε στην αντίπερα όχθη. Πατούσε πια τα χώματα του βασιλείου της Θήβας και επίσημα. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει πια για τα καλά στη Δύση. Το άλογό του κάλπαζε και πάλι μπροστά. Σε λίγη ώρα τα ψηλά τείχη της πόλης θα ήταν στο βλέμμα του. Και ίσια μπροστά του, προορισμός του οι Ήλεκτρες πύλες. Η κεντρική είσοδος στα τείχη της πόλης του Κάδμου και της Αρμονίας. Να τον περιμένει μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση.



2.10  Η συνάντηση

 Όπως το είχε προγραμματίσει, ο Τυδέας κατάφερε και έφτασε μπρος στις κεντρικές Ήλεκτρες πύλες της πόλης πριν τον πιάσει η νύχτα. Ικανοποιημένος απόλυτα και με καλή ψυχολογία, ήρεμος, σταμάτησε στην προσταγή των στρατιωτών φρουρών της πύλης. Η θέα ενός οπλισμένου άντρα ξένου, ήταν απόλυτα φυσικό να τραβήξει την προσοχή τους. Ευγενικά και καλοσυνάτα τούς είπε το όνομά, τον τόπο από τον οποίο έρχεται και το αίτημά του να συναντηθεί με τον βασιλιά της πόλης τον Ετεοκλή. Του έδωσαν άδεια να μπει στην πόλη. Ο πρεσβευτής μιας άλλης περιοχής ήταν πάντα με σεβασμό δεκτός στην πόλη που έρχονταν για συζητήσεις. Παράδοση μακρά βυθισμένη στο χρόνο και σε απαράβατους κανόνες άγραφων νόμων. Ο επικεφαλής της φρουράς στην κεντρική πύλη ανέλαβε να ενημερώσει το παλάτι για την άφιξή του, ως όφειλε, ενώ στον Τυδέα υποδείχτηκε και προσωρινός χώρος να σταθμεύσει μέχρι να του ορίσουν τον προορισμό του.

 Ο Ηρόφιλος, επικεφαλής της φρουράς στο παλάτι της Θήβας, ήρθε να ενημερώσει τον Ετεοκλή.

“Βασιλιά μου, έφτασε στην πόλη πρεσβευτής από το Άργος και ζητά μαζί σου συνάντηση”

Ο Ετεοκλής έδειξε να παραξενεύεται έντονα.

“Από το  Άργος;”

“Ναι μας είπε είναι απεσταλμένος του βασιλιά Άδραστου”

“Το όνομά του;”

“Τυδέας, γιος του Οινέα, παλιός βασιλιάς της Καλυδώνας”

“Βασιλιάς της Καλυδώνας; Τι παράξενο.

Εκείνος έξυσε το σαγόνι του γεμάτος απορίες. Στριφογύρισε στο μεγάλο δώμα του παλατιού

“Τώρα είναι αργά! Πείτε του θα τον δεχτώ αύριο το πρωί. Δώστε του ένα κατάλυμα σύμφωνα με τα καθιερωμένα.

Ο Ηρόφιλος αποχώρησε από την αίθουσα για να εκτελέσει την εντολή του βασιλιά του. Εκείνος έμεινε έχοντας σοβαρές σκέψεις στο μυαλό του. Βέβαια είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε αλλά…. Άργος… Προσπαθούσε να κάνει πολλούς συνειρμούς αλλά δεν τού έβγαιναν. “Αύριο θα ξεκαθαρίσουν όλα” σκέφτηκε. Βγήκε λίγο στο αίθριο. Έκανε ψύχρα αρκετή και είχε υγρασία. Ο ήλιος άφηνε τις τελευταίες του ματιές στον ουρανό πριν χωθεί στην αγκαλιά της γης.

 “Ο βασιλιάς Ετεοκλής θα σε δεχτεί αύριο το πρωί. Ακολουθείστε με να σας δείξω το μέρος της φιλοξενίας σας για απόψε” του είπε ο Ηρόφιλος καλώντας τον Τυδέα να τον ακολουθήσει. Εκείνος χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση και ακολούθησε τον Θηβαίο αξιωματούχο στον τόπο που προόριζαν για την φιλοξενία πρεσβευτών στην πόλη. Όλα πήγαιναν καλά. Και πάντα, μπροστά στη νύχτα που έρχονταν, ο Τυδέας κρατούσε βαθιά στο νου του τα λόγια της Αθηνάς για σύνεση και ψυχραιμία. Αύριο θα ξημέρωνε μια μεγάλη μέρα.

 Απέναντι στον Ετεοκλή

 Όταν ο Τυδέας πέρασε με την συνοδεία άλλων αξιωματούχων την πύλη των ανακτόρων στη Θήβα είδε στην αίθουσα του θρόνου απέναντί του έναν άνθρωπο που η εξωτερική του εμφάνιση  αναδείκνυε έναν επιβλητικό άντρα. Ο Ετεοκλής υποδέχτηκε τον επισκέπτη του και πρεσβευτή του Άργους με την αρμόζουσα ευγένεια που αρμόζει στις περιπτώσεις αυτές.

“Καλώς σε βρίσκω Ετεοκλή βασιλιά της Θήβας, γιε του Οιδίποδα” ξεκίνησε ο Τυδέας.

“Είμαι ο Τυδέας, γιος του Οινέα από την Καλυδώνα της Αιτωλίας”

“Καλώς όρισες Τυδέα, έμαθα έρχεσαι φέρνοντας πρεσβείες από το Άργος των Δαναών. Πώς αυτό; Θέλω να πω, εσύ, σε μια άλλη γη, έξω απ’ τη δική σου”

“Ναι βασιλιά μου, με το Άργος με συνδέουν δεσμοί γάμου. Έρχομαι εκ μέρους του βασιλιά Άδραστου αλλά και όχι μόνο” τού είπε κρατώντας αυτόν τον υπαινιγμό για τη συνέχεια.

“Γνωρίζεις τον πατέρα μου;” τον ρώτησε ο Ετεοκλής.

“Ποιος δεν γνωρίζει τον ξακουστό Οιδίποδα, τον λυτρωτή της Θήβας”

Ο Ετεοκλής κούνησε λίγο το κεφάλι του, δεν ήθελε να συνεχίσει και στην άλλη πλευρά του πατέρα του.

“Τι σε φέρνει στην πόλη μας Τυδέα; Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει το Άργος από το βασίλειο της Θήβας” τον ρώτησε λίγο πιο απαιτητικά.

Ο Τυδέας τον κοίταξε ήρεμα και προσεκτικά.

 

“Βασιλιά μου βρέθηκα στο Άργος διωγμένος και κυνηγημένος από τη γη μου. Ήμουν ο νόμιμος διάδοχος στην Καλυδώνα αλλά ένας σφετεριστής βασιλιάς, ο Άγριος είχε διαφορετική γνώμη”

“Δεν μπορώ να βρω ενδιαφέρον στην συμπεριφορά του ανθρώπου που μου λες, αν όντως είναι έτσι” αποκρίθηκε ο Ετεοκλής λίγο ενοχλημένα. Ο Τυδέας συνέχισε:

“Στο Άργος δεν βρέθηκα μόνος βασιλιά μου. Εκεί γνωρίστηκα πριν χρόνια με έναν άλλο διάδοχο του θρόνου μιας πόλης. Ήταν και αυτός εκεί βυθισμένος στην απόγνωση και γεμάτος ερωτήματα”

“Άκου Τυδέα! Έχω περισσότερα ενδιαφέροντα πράγματα να κάνω από το να ακούω προσωπικές ιστορίες όσο σεβαστές και αν είναι αυτές από τους ανθρώπους που τις βίωσαν”

“Μην βιάζεσαι σεβαστέ Ετεοκλή. Όπως θα διαπιστώσεις στη συνέχεια, ο πατέρας σου και το πρόσωπο που, κατά κάποιο τρόπο έδεσα τη ζωή μου στο Άργος αλλά και ο βασιλιάς εκεί, έχουν άμεση σχέση με σένα!”

Ο Ετεοκλής άρχισε να ανησυχεί αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή αυτών των συναισθημάτων.

“Ποια ακριβώς σχέση μπορεί να έχω εγώ με αυτό, εκτός φυσικά από τον πατέρα μου”

“Ας πάμε λοιπόν στο προκείμενο, επέτρεψέ μου να κάνω μια αναδρομή”

Ο Ετεοκλής δεν μίλησε.

“Ο Οιδίποδας εκτός από δύο κόρες έχει και δυο γιούς!”

Ο Ετεοκλής πετάχτηκε όρθιος.

“Ξένε! Ήρθες εδώ σαν πρεσβευτής του Άργους και όχι να μου μιλήσεις για την οικογένειά μου. Αν θέλεις λοιπόν να έχει συνέχεια αυτή η κουβέντα μας, πες μου ξεκάθαρα τι θέλεις”

“Ο βασιλιάς Άδραστος έχει δύο κόρες Ετεοκλή. Την Αργεία και την Δηιπύλη…”

“Αρκετά Τυδέα! Εύχομαι να τις χαίρεται, μπορούμε να τελειώσουμε;”

“Είμαι άντρας της Δηιπύλης και ο αδελφός σου ο Πολυνείκης έχει παντρευτεί την Αργεία!”

 Το όνομα του αδελφού του ήχησε στο κεφάλι του Ετεοκλή σαν βροντή του Δία απ’ τον Όλυμπο.

“Και λοιπόν; Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι με ενδιαφέρει αυτό;” τού απάντησε σκληρά.

“Δεν νοιάζεσαι να με ρωτήσεις βασιλιά μου ο αδελφός σου, σε τι κατάσταση είναι;”

“Αν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο θα το είχα ήδη μάθει Τυδέα”

“Βασιλιά μου, έχω έρθει εκ μέρους του Άδραστου επίσημα για να μεσολαβήσω να βρείτε μια λύση που έχετε ξεχασμένη με τον αδελφό σας!”

“Δεν σού δίνω το δικαίωμα Τυδέα να ορίσεις εσύ τι με χωρίζει με τον αδελφό μου. Μήτε μπορεί να γνωρίζεις…”

“Ετεοκλή, είμαι εδώ ως πρεσβευτής και όχι ως κριτής. Γεγονότα αναφέρω. Είναι αλήθεια ότι είχατε συμφωνήσει με τον Πολυνείκη μπροστά στην μητέρα και βασίλισσα Ιοκάστη και τις αδελφές σας να αλλάζετε κάθε χρόνο στο θρόνο;”

“Ως εδώ ξένε! Ξεπερνάς τα όρια! Είσαι πρεσβευτής και όχι δικαστής” οργίστηκε ο Ετεοκλής.

“Δεν έχω σκοπό να σε προσβάλω βασιλιά μου, μεταφέρω την πρότασή του να έρθετε σε συμφωνία, έστω και τώρα μετά από τόσα χρόνια…”

“Δεν έχω να κάνω καμιά κουβέντα πάνω σε αυτό το ζήτημα και δεν καταλαβαίνω που έχει ανάμιξη ο βασιλιάς του Άργους σε όλο αυτό”

 Ο Τυδέας προσπέρασε προς το παρόν την τελευταία πρόταση και συνέχισε.

“Βασιλιά μου, ο αδελφός σου, ζει μακριά απ τη γη του. Μακριά από τον τόπο που μεγάλωσε και έζησε. Έχει εδώ την μητέρα και τις αδελφές σας που  έχει στερηθεί. Έχει και το δικαίωμα, που του άφησε η συμφωνία σας. Ήρθε να σε βρει να αναλάβει και τον έδιωξες, είναι αλήθεια αυτό;”

“Ήμουν ο διάδοχος του Οιδίποδα και αυτό εφάρμοσα”

“Βασιλιά Ετεοκλή. Ως ένα σημείο σε νιώθω και συμμερίζομαι τη σκέψη σου. Η εξουσία είναι γλυκιά. Η μέθη που δίνει στους ανθρώπους είναι πολλές φορές ανίκητη. Μας παρασύρει σε σκέψεις και πράξεις που δεν θα θέλαμε ποτέ να κάνουμε”

“Τυδέα ήρθες εδώ να με κρίνεις ηθικά;”

“Όχι! Δεν έχω το δικαίωμα να είμαι κριτής κανενός! Όμως δεν μπορώ να μην σου πω ότι αυτό πάει κόντρα στις αρχές σου, στην τιμή σου αλλά και σε κάθε σύνεση και μετριοπάθεια που πρέπει να χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο”

“Είμαι πρωτότοκος Τυδέα! Δεν σφετερίστηκα κανένα θρόνο. Αυτό ορίζουν οι κανόνες αιώνες τώρα στα βασίλεια. Αυτό έκανα. Και δεν έχει δικαίωμα κανένας να με αμφισβητεί μήτε να με κρίνει, ακούς;”

“Μήτε ο λόγος της τιμής σου; Αυτόν δεν τον λογαριάζεις;”

Ο Ετεοκλής σηκώθηκε οργισμένος βαδίζοντας μέσα στην αίθουσα.

“Η τιμή μου είναι το σκήπτρο μου! Ο λόγος είναι το στέμμα μου! Και διάδοχός μου ο γιος μου ο Λαοδάμαντας”

“Δεν δείχνει σωφροσύνη αυτό βασιλιά μου, έδωσες ένα λόγο, γιατί το έκανες, γιατί δεσμεύτηκες τότε σε κάτι και τώρα το απαρνείσαι;”

“Δεν θα δώσω λογαριασμό σε έναν τρίτο για τις επιλογές μου Τυδέα! Πάψε να μιλάς σαν να είσαι αυτός! Είναι λοιπόν τόσο δειλός, που στέλνει έναν τρίτο, ξένο, να διεκδικήσει κάτι. Γιατί δεν έχει την τόλμη να φανεί εδώ μπροστά μου”

“Τώρα προσβάλεις εμένα με τη σειρά σου βασιλιά! Μη βιάζεσαι να βγάζεις κρίσεις”

“Το δικαίωμα μού το δίνει αυτός! Δεν δίνω ένα νόμισμα μα τους Θεούς για το τι σού ζήτησε, πες του το ξεκάθαρα! Αν θέλει ποτέ να γυρίσει στη Θήβα θα είναι ένας απλός πολίτης, ίσος ανάμεσα στους άλλους και τίποτα παραπάνω. Σειρά στη διαδοχή έχει ο γιος μου, στο είπα. Πες του λοιπόν ότι αυτή είναι η απόφασή μου. Αν του αρέσει ας κοπιάσει, αν όχι τότε ας μείνει να θαφτεί σε ξένη γη”

“Τότε έχεις να δώσεις λόγο στο λαό σου Ετεοκλή! Αυτόν δεν τον λογαριάζεις;”

“Τι θες να πεις;”

“Αυτούς που θα πονέσουν ή θα χαθούν δεν τους λογαριάζεις;”

Η κουβέντα του Τυδεά ήχησε στα αυτιά του Ετεοκλή άγρια.

“Τι είναι αυτά που λες; Ποιος θα χαθεί;”

Ο Τυδέας συνέχισε ποταμός:

“Δεν λυπάσαι εκείνους που θα πέσουν; Εκείνους που θα παρασύρει η απόφασή σου στο αίμα και στο θάνατο;”

“Είσαι τρελός ξένε; Τι ξεστομίζεις;”

“Το αίμα του λαού σου, των μαχητών σου τις γυναίκες και τα παιδιά, τις οικογένειές τους. Σε πιο όλεθρο τους οδηγείς Ετεοκλή το σκέφτηκες;”

“Τι έχεις στο νου σου Τυδέα;”

Οι δύο άντρες άρχισαν να πηγαινοέρχονται ο ένας αντίκρυ στον άλλο στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού.

“Πόσα παιδιά θέλεις να αφήσεις ορφανά με την εμμονή σου βασιλιά της Θήβας; Είπες να σου πω τι έχω στο νου. Σού μεταφέρω λοιπόν ότι ο Πολυνείκης δεν έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του. Τα ζητά όπως ακριβώς τα έχετε συμφωνήσει. Και έστω μετά από τόσα χρόνια είναι αποφασισμένος να τα απαιτήσει”

“Σαν τι θα κάνει δηλαδή;” ρώτησε ειρωνικά ο Ετεοκλής.

“Θα έρθει εδώ να τα διεκδικήσει μπροστά στα τείχη της πόλης σου βασιλιά μου. Έχει ήδη συγκεντρώσει το στρατό του…”

“Πως;” πετάχτηκε ο Ετεοκλής.

“Το Άργος είναι έτοιμο να εκστρατεύσει εναντίον σου βασιλιά της Θήβας. Πρόσεξε! Εναντίον σου! Όχι ενάντια στην πόλη και στο λαό της! Και μαζί με το Άργος και όλοι οι Δαναοί με στρατό μεγάλο. Την τελική σου απόφαση καρτερούν”

Ο Ετεοκλής κινήθηκε οργισμένα προς το μέρος του.

“Καλώς να ορίσετε λοιπόν Τυδέα. Κοπιάστε! Να γίνετε τροφή στα όρνια του Βοιωτικού κάμπου. Θα σας περιμένουμε να στολίσουν τα κουφάρια σας των σπαθιών μας τις κοφτερές όψεις. Τράβα να τους το προλάβεις!”

Ο Τυδέας άρχισε να ταράζεται. Ένιωθε μέσα του την πρόκλησή του ωμή και αυτό ξυπνούσε έντονα τη φωτιά του χαρακτήρα του. Για μερικές στιγμές ένιωσε τις γροθιές του να σφίγγουν έτοιμες να σύρει το σπαθί του απ το θηκάρι του αλλά συγκρατήθηκε μια ακόμα φορά και μίλησε ήρεμα:

“Όποιος καταπατά το δίκιο σεβαστέ μου βασιλιά η μαύρη γης τον περιμένει. Και η κάθοδός του στον Άδη θα είναι μέσα στο αίμα”

Ο Ετεοκλής σχεδόν του όρμηξε. Ο Τυδέας τον αντιμετώπισε ατάραχος. Ο βασιλιάς ούρλιαξε:

“Πάρτε τον από μπροστά μου πριν τον κάνω κομμάτια!”

Οι φρουροί κινήθηκαν εναντίον του, ο Ετεοκλής ακόμα φώναζε:

“Πάρε γοργά τα βήματά σου απ’ τη γη της Θήβας πριν ξεχάσω πως είσαι πρεσβευτής και τότε άταφος θα μείνεις έξω απ τα τείχη, φύγε και πες σε εκείνους εκεί ότι αυτή θα είναι η τύχη που τους προσμένει”.

 “Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τη δύναμή σου βασιλιά Ετεοκλή! Μα την Αθηνά πόσο θα ήθελα να δω πόσο αξίζουν στη μάχη οι εκλεκτοί φρουροί σου” τού αντιγύρισε ο Τυδέας νιώθοντας μέσα του την οργή να φουσκώνει.

“Δεν θα ήθελες να το δοκιμάσεις πίστεψέ με” έσκουξε εκείνος.

“Δεν έχεις παρά να το δοκιμάσεις τότε! Τι προσμένεις; Εδώ είμαι! Στείλε μου τους έναν προς έναν για να καταλάβεις τι θα βρεις απέναντί σας σε λίγες μέρες”

Ο υπασπιστής του βασιλιά πήγε να τρέξει πάνω του τραβώντας το σπαθί του απ το θηκάρι του. Ο Ετεοκλής άπλωσε σαν κεραυνός το χέρι του σταματώντας τον

“Όχι τώρα! Ας προλάβει ακόμα λίγες μέρες να χαρεί του ήλιου το φως. Φύγε Τυδέα πριν χάσω την υπομονή μου”

Ο Τυδέας έριξε μια τελευταία ματιά στον μαινόμενο βασιλιά.

“Κρίμα βασιλιά Ετεοκλή. Φεύγω ναι. Δεν ήθελα μ’ αυτόν τον τόπο, πίστεψέ με. Σε λίγα φεγγάρια θα ανταμώσουν πάλι τα βήματά μας. Θέλω να πιστεύω ότι ακόμα και την ύστατη αυτή ώρα θα επικρατήσουν γόνιμες σκέψεις. Γιατί αυτή τη φορά δεν θα έρθω σαν πρεσβευτής αλλά σαν εξολοθρευτής. Θέλω να θυμάσαι ότι έκανα ότι μπορούσα, με όλη μου την καρδιά και την ειλικρίνεια”

Έκανε μπροστά του μια μικρή υπόκλιση, γύρισε την πλάτη του και με γρήγορο βήμα βγήκε από την αίθουσα. Ο Ετεοκλής έμεινε πίσω με το κεφάλι του να κοντεύει να σπάσει από την ένταση. Γύρισε στον υπασπιστή του.

“Ηρόφιλε!”

“Στις διαταγές σου βασιλιά μου”

“Φώναξέ μου αμέσως εδώ τον Μαίωνα και τον Πολυφόντη, γρήγορα!”

Ο Ηρόφιλος έφυγε χωρίς δεύτερη κουβέντα για να εκτελέσει την παραγγελία του βασιλιά του. Εκείνος μονολογούσε στην αίθουσα:

“Θα σε φάνε τα όρνια πριν φτάσεις στο Άργος Τυδέα! Είχες το θράσος να σταθείς μπροστά μου και να με απειλήσεις; ποιος; ένα σκουπίδι που μήτε στη γη σου δεν σού δόθηκε καν εκτίμηση. Όποιος αμφισβητήσει την εξουσία μου θα πέσει από σπαθιού χτύπημα. Είτε είναι ξένος είτε είναι ο ίδιος ο αδελφός μου”

(Συνεχίζεται...)



Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 14η δημοσίευση

   "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7








Στην προηγούμενη δημοσίευση, τελειώσαμε το κεφάλαιο 2.7 
Σ' αυτό παρακολουθήσαμε τον συναισθηματικά φορτισμένο διάλογο του Πολυνείκη με τη σύζυγό του, την Αργεία. Οι τοποθετήσεις της γυναίκας του είναι ένα ιστορικό αντιπολεμικό ντοκουμέντο από την πλευρά της γυναικείας οπτικής.  Το κεφάλαιο έληξε με τη σκηνή στο σπίτι του Αμφιάραου, όπου παρακολουθούμε έναν έντονο διάλογο ανάμεσα στο μεγάλο μάντη και στη σύζυγό του, Εριφύλη. Ο ίδιος, νιώθει το βάρος των επώδυνων γεγονότων, που έρχονται, γνωρίζει τον βαρυσήμαντο ρόλο της γυναίκας του ανάμεσα στον ίδιο και τον αδελφό της, βασιλιά Άδραστο και προσπαθεί να προλάβει τα γεγονότα.
Στη συνέχεια ανοίγει το κεφάλαιο 2.8 όπου θα παρακολουθήσουμε το πρώτο συμβούλιο στο παλάτι του βασιλιά Άδραστου, του ιδίου προεξάρχοντος, παρόντων των δύο γαμπρών του αλλά και από τους άρχοντες-ηγεμόνες των διπλανών περιοχών, συμμάχων του Άργους. Θα γνωρίσουμε τον Καπανέα, βασιλιά της Ωλένου, Ετέοκλο, βασιλιά του Ορχομενού και τους Ιππομέδοντα και Παρθενοπαίο.
Τελευταίος καλεσμένος, φυσικά ο Αμφιάραος, ο οποίος και θα καταθέσει με απόλυτη σαφήνεια και ένταση την αντίθεσή του σε κάθε σκέψη για πολεμική εκστρατεία στη Θήβα, προλέγοντας ότι τα σημάδια των χρησμών είναι προάγγελοι θανάτου και καταστροφής.
Ο Αμφιάραος αποχωρεί ενώ οι υπόλοιποι αποφασίζουν να σταλεί ο Τυδέας στη Θήβα σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης με τον Ετεοκλή. Κλείνοντας ο Άδραστος ανακοινώνει στη συγκέντρωση ότι η αδελφή του η Εριφύλη, είναι εκείνη που αποφασίζει σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στον ίδιο και τον Αμφιάραο.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, τα μουσικά θέματα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι δύο και θα συνοδεύσουν με τον πλέον αρμονικό τρόπο την ανάγνωσή μας.


Κεφάλαιο 2.8 (Συνέχεια)

Εριφύλη

 

Ο Αμφιάραος επέστρεψε στο σπίτι του . Η απογοήτευση και η ανησυχία ήταν εμφανής στο πρόσωπό του.

“Τι αποφασίσατε τελικά;” τον ρώτησε η Εριφύλη.

Εκείνος βρήκε κάπου να καθίσει. Έδειχνε κουρασμένος.

“Εκστρατεία στη Θήβα!”

Εκείνη χλώμιασε από το φόβο της.

“Γιατί;”

“Για να αποκατασταθεί ο γαμπρός του αδελφού σου στο θρόνο της πόλης”

“Και εμείς; Που μας αφορά όλο αυτό;”

“Υπόσχεση του Άδραστου στους γαμπρούς του”

“Η γνώμη η δική σου ποια είναι;”

Την κοίταξε καλά στα μάτια.

“Η εκστρατεία αυτή δεν πρέπει να γίνει”

“Υπάρχει κάτι που σε απασχολεί;”

“Ναι! Ο θάνατος παραμονεύει σε αυτήν!”

Η Εριφύλη προβληματίστηκε έντονα. Εκείνος σηκώθηκε, ήθελε να πάει προς το λουτρό. Είχε ανάγκη από λίγο νερό στο κεφάλι και στο πρόσωπό του. Της έριξε μια ματιά λίγο πριν φύγει.

“Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός απ τη Θήβα εκτός από τον αδελφό σου!” της είπε ενώ εκείνη έμεινε άφωνη και ακίνητη στο μέσο του δώματος.

“Ελπίζω να θυμάσαι καλά αυτά που σού έχω πει για τον τρόπο, που θα θελήσουν να κινηθούν Εριφύλη” της είπε και χάθηκε στο εσωτερικό. Έμεινε φορτωμένη άπειρες σκέψεις, που γύριζαν με φρενήρη ρυθμό στο μυαλό της. Τα λόγια του άντρα της, την είχαν αναστατώσει έντονα.

“Πώς το ξέρεις;” κατάφερε να ψελλίσει μόλις επέστρεψε ο Αμφιάραος στο χώρο. Εκείνος προσπαθούσε ακόμα να σβήσει την ένταση που τον βασάνιζε.

“Δεν θα έπρεπε να ρωτάς κάτι τέτοιο γυναίκα! Ξέρεις σε ποιον μιλάς! Τα σημάδια εδώ και καιρό καίνε το μυαλό μου. Κάθε μέρα έρχονται και πιο δυνατά, σαν να φωνάζουν μέσα μου…”

“Θα μπορούσε να αλλάξει κάτι την απόφασή τους;” του είπε.

“Δεν ξέρω…” απάντησε απελπισμένος για να συνεχίσει “νομίζω ότι δεν μπορεί να αλλάξει κάτι, εκτός…”

“Εκτός τι…”

“Η διαφωνία μου γυναίκα! Η διαφωνία μου με τον αδελφό σου!” της έριξε ένα βλέμμα δυνατό, αποφασιστικό, “Καταλαβαίνεις λοιπόν τι εννοώ…” της είπε.

Τον κοίταξε προσεκτικά χωρίς να πει κάτι. Είχε ήδη αρχίσει να μουδιάζει.

 

Είχαν περάσει μέρες μετά το συμβούλιο στο παλάτι. Σε όλων, από όσους συμμετείχαν, στη σκέψη έτρεχε η έγνοια για το χρονοδιάγραμμα, που έπρεπε να ακολουθήσουν για να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες. Εκείνος που είχε την μεγαλύτερη πίεση ήταν ο Τυδέας που θα έπρεπε να δει το σχέδιό του για να κάνει την πρώτη απόπειρα των επαφών με τον Ετεοκλή στη Θήβα. Από αυτό το αποτέλεσμα κρινόταν τα πάντα.

“Πότε σκοπεύεις να ξεκινήσεις;” τον ρώτησε ο Πολυνείκης. Είχαν ξεπεζέψει από τα άλογά τους. Περπατούσαν κατά μήκος του Ίναχου ποταμού. Έτσι μόνοι μπορούσαν να κουβεντιάσουν τις σκέψεις τους. Ο ουρανός ήταν βαριά συννεφιασμένος και προμήνυε βροχή. Ο ποταμός κουβαλούσε με ορμή τα νερά του κάτω στη θάλασσα.

“Προς το τέλος του χειμώνα, να ανοίξει ο καιρός. Αν εκεί δεν βρούμε άκρη πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως γιατί ο Ετεοκλής θα μας περιμένει. Και δεν θα πρέπει να τού δώσουμε μεγάλο χρόνο να ετοιμαστεί”

“Ξεχνάμε κάτι Τυδέα, κάτι που, μέχρι τώρα, στέκεται εμπόδιο”

“Τι εννοείς;”

“Την αντίρρηση του μάντη, του Αμφιάραου. Ο άντρας της αδελφής του βασιλιά είναι ανένδοτος. Και χωρίς αυτόν εκείνος δεν κινάει μήτε βήμα από το Άργος”

“Τι μπορούμε να σκεφτούμε για αυτό;” ρώτησε ο Τυδέας.

“Είναι κάτι που γυρίζει στο μυαλό μου μετά από το συμβούλιο αλλά και με κάτι κουβέντες, που μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Άδραστος”

Ο Τυδέας σταμάτησε και τον κοίταξε κατά πρόσωπο.

“Τι ακριβώς;”

Ο Πολυνείκης άπλωσε το βλέμμα του κάτω προς τον Αργολικό κόλπο. Ο δυνατός άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά στο πρόσωπό του.

“Το πρόσωπο που κρατάει τα κλειδιά σε αυτή τη διαφωνία” είπε στον Τυδέα.

“Τι θες να πεις;”

“Ο βασιλιάς μου είπε ότι σε περίπτωση διαφωνίας με τον Αμφιάραο, τη λύση τη δίνει η αδελφή του!”

“Δηλαδή;”

“Θέλω να πω ότι αν η διαφωνία πάει μέχρι τέλους και κάποιος από τους δύο δεν υποχωρήσει, όπως  σίγουρα θα κάνει ο Αμφιάραος, τότε κριτής θα μπει η αδελφή του βασιλιά και γυναίκα του μάντη”

Ο Τυδέας παρακολουθούσε γεμάτος ερωτηματικά. Τα μάτια όμως του Πολυνείκη είχαν αρχίσει να αστράφτουν.

“Πρέπει με κάποιο τρόπο Τυδέα, να προσεγγίσουμε την Εριφύλη!”

“Πως μπορεί να γίνει αυτό; Δεν είναι εύκολο”

“Το ξέρω. Όμως πρέπει να γίνει με κάθε θυσία”

“Μίλα στο βασιλιά”

“Το έχω ήδη κάνει! Θα προσπαθήσω να την συναντήσω στο παλάτι. Κάποια μέρα που ο Άδραστος θα την έχει φέρει εκεί”

“Και τότε;”

“Εσύ, έχεις το ταξίδι στη Θήβα. Εγώ θα αναλάβω την Εριφύλη. Είναι κάτι που θα χειριστώ εγώ!”

Ήδη στο νου του επεξεργάζονταν κάθε σκέψη, κάθε πρόταση και κάθε πιθανό σχέδιο. Πώς θα το διοργάνωναν, τι θα της έλεγε, πώς θα το χειριζόταν. Μια σκέψη, που τις τελευταίες μέρες, είχε για τα καλά αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του ως η μόνη πιθανότητα να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων.

 

Μια πρώτη συνάντηση

 Και δεν θα έπαυε ποτέ να την σκέφτεται για να δει πώς θα μπορούσε να την προχωρήσει με την καλύτερη δυνατή πιθανότητα επιτυχίας. Έπρεπε να συναντήσει την Εριφύλη. Όμως κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν ήταν. Μίλησαν με τον πεθερό του ψάχνοντας να βρουν μια μέθοδο ανώδυνη που δεν συναντούσε εμπόδια μήτε θα σήκωνε υποψίες ώστε να εκθέσει κάποιον. Και η λύση ήταν μία. Ο Πολυνείκης πρότεινε και έπεισε με πιεστικό τρόπο τον Άδραστο να δεχτεί την αδελφή του στο παλάτι. Εκεί θα βρίσκονταν και ο Πολυνείκης που θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα.

 Σε λίγες μέρες βρέθηκε η στιγμή που ο Άδραστος είχε την αδελφή του καλεσμένη. Και έπεσε στις μέρες, που ο άντρας της ο Αμφιάραος θα απουσίαζε από το Άργος για κάποια δουλειά. Έτσι κανείς δεν θα θεωρούσε αδόκιμο ή παραβατικό να καλέσει ο βασιλιάς την αδελφή του στο παλάτι και σπίτι του. Σε μια συνάντηση ενδοοικογενειακή όπου, εντελώς ...αθώα, θα βρίσκονταν εκεί την κατάλληλη ώρα ο γαμπρός του βασιλιά, ο Πολυνείκης.

 Η Εριφύλη ήταν εντυπωσιακή γυναίκα. Στο ανάστημα έμοιαζε με αυτό του αδελφού της όπως και στην ευστροφία του. Φιλάρεσκη και οξυδερκής. Όμως και ο Πολυνείκης ήταν από τους άντρες εκείνους που δεν περνάει απαρατήρητος μήτε αφήνει ασυγκίνητο κάθε βλέμμα απέναντί του. Μάλιστα έφτασε στο παλάτι τη στιγμή που είχαν τελειώσει το δείπνο τους τα δύο αδέλφια και η Αμφιθέη. Ο Άδραστος κάλεσε το γαμπρό του να κάτσει λίγο μαζί τους. Λίγες σκόρπιες κουβέντες, καθημερινά θέματα. Οι υπηρέτες μάζεψαν γρήγορα το τραπέζι.

“Θα πιούμε λίγο κρασί να μού επιτρέψετε” είπε ο Άδραστος προς τους υπόλοιπους. Η Εριφύλη φάνηκε λίγο διστακτική αλλά πείστηκε με την επέμβαση των άλλων.

“Δεν είναι πολλές οι φορές που είχα τη χαρά να δειπνήσω με την αδελφή μου” της είπε παρακλητικά καταβάλλοντας τις αναστολές της. Όλα είχαν ρυθμιστεί όπως έπρεπε και εκεί στην αίθουσα του θρόνου. Ο Άδραστος με τη γυναίκα του αποσύρθηκαν για λίγο διακριτικά για να δώσουν την ευκαιρία στον Πολυνείκη να μείνει μόνος λίγο με την Εριφύλη.

 “Είναι τιμή μου να γνωρίζω τη σύζυγο του αγαπημένου μας μάντη και συμπολεμιστή Αμφιάραου”, της είπε με μια σεμνή υπόκλιση. Εκείνη τον κοίταξε εντυπωσιασμένη από την ευγένειά του.

“Έχω ακούσει για σας Πολυνείκη, γιε του ξακουστού Οιδίποδα” ανταποκρίθηκε εκείνη.

“Ναι, η καταγωγή μου ευχή και κατάρα μαζί” πρόσθεσε εκείνος με μια δόση ελαφράς θλίψης.

“Ο Αμφιάραος μού έχει μιλήσει πολλές φορές για σας”

“Ελπίζω όχι με κακή εντύπωση”

“Μού μίλησε για τη σύγκρουση με τον αδελφό σας στη Θήβα και…”

“Και;” ρώτησε εκείνος με ενδιαφέρον.

“Δεν έχει σημασία…” τον κοίταξε για λίγο στα μάτια. Τελικά ο Πολυνείκης διαπίστωνε ότι δεν ήταν μια απλή γυναίκα της εποχής προορισμένη για τον αυστηρό της ρόλο.

“Τι περιμένετε από μια εκστρατεία στη Θήβα;” τον ρώτησε ευθέως. Ο Πολυνείκης κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μιλήσει ισότιμα με την Εριφύλη αναγνωρίζοντας το ρόλο της.

“Την απόδοση στο δίκιο. Την επιστροφή στα χώματα της πατρίδας μου. Την αποκατάσταση μιας συμφωνίας που έγινε ενώπιον Θεών και γονέων”

“Πιστεύετε Πολυνείκη ότι ένας πόλεμος μπορεί να φέρει κάτι τέτοιο;”
“Κανείς δεν έχει το σπαθί και το αίμα κυβερνήτη της σκέψης του, Εριφύλη. Κανείς δεν γεννιέται με σκοπό να σκοτώσει για να επιβληθεί. Με κάθε τρόπο προσπαθώ και εγώ και όλοι μας να αποφύγουμε κάτι τέτοιο και με σύνεση να αποκαταστήσουμε αυτό που τότε είχαμε συμφωνήσει”

“Και αν ο αδελφός σας παραμείνει αμετακίνητος;”

“Τότε θα είναι εκείνος, που θα σύρει το χορό της φωτιάς”

“Τι ζητάτε από τον άντρα μου;” τον ρώτησε ευθέως. Ο Πολυνείκης δεν περίμενε τέτοια ευθύτητα στις ερωτήσεις.

“Ο Αμφιάραος είναι ένας ήρωας και ένα πρότυπο για μάς όλους. Η ιστορία, η φήμη του, η αντρειοσύνη του. Η πίστη του στο δίκαιο και στο ηθικό. Η υπεράσπιση των χρησμών και των συμφωνιών χαρακτηρίζει τη σκέψη του. Θα μάς ήταν αδύνατη η απουσία του από αυτόν τον σκοπό. Να γιατί θεωρώ και εγώ και όλοι μας ότι δεν είναι δυνατόν να λείπει από αυτήν την  εκστρατεία”

Τον κοίταξε σκεφτική.

“Με λίγα λόγια, τον καλείται σε έναν πόλεμο, σε ένα κάλεσμα στο θάνατο…”

Προσπάθησε να την διακόψει αλλά εκείνη συνέχισε απτόητη:

“Γιατί νομίζετε ότι αρνείται; Τον θεωρείτε δειλό; Φυγόπονο και ανεύθυνο;”

“Για όνομα του Απόλλωνα όχι! Κάθε άλλο, σάς είπα”

“Τότε τι τον κάνει τόσο απόλυτο;”

 Ήταν φανερό απ τη συζήτηση πως και οι δυο τους επεδίωκαν διαφορετικά πράγματα. Από τη μία πλευρά, η Εριφύλη είχε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα να συνομιλήσει με κάποιον από αυτούς που ο άντρας της ονομάτιζε “επικίνδυνους”, να δει τα επιχειρήματά τους, τη γνώμη τους. Από την άλλη ο Πολυνείκης δεν ήθελε να προτάξει την πρόβλεψη του Αμφιάραου για την φοβερή τύχη της εκστρατείας. Έπρεπε να κλονίσει το άκαμπτο της γυναίκας, που πιθανά να αποφάσιζε για όλα.

 “Το ιερό αίσθημα της ευθύνης που νιώθει για όλους. Αυτό πιστεύω τον κάνει να φοβάται και να ανησυχεί. Η ωριμότητά του. Αλλά Εριφύλη, είμαστε όλοι μαζί, ενωμένοι σε ένα σκοπό. Ο αδελφός σας επικεφαλής, εγώ, ο Τυδέας από την Καλυδώνα, ο Καπανέας ο βασιλιάς της Ωλένου, πολλοί τρανοί πολεμιστές αλλά και αγαθοί και σώφρονες άντρες. Ο Ετέοκλος, ο Ιππομέδων και άλλοι. Και έχουμε αποφασίσει να δώσουμε μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία στην συμφωνία. Ο Τυδέας θα πάει απεσταλμένος στη Θήβα για να προτείνει συμφωνία με τον σφετεριστή αδελφό μου…”

Την είδε να ακούει προσεκτικά. Συνέχισε απτόητος:

“Εριφύλη, στη Θήβα είναι η μητέρα μου, η Ιοκάστη. Έχω τις αδελφές μου εκεί που με προσμένουν. Εγώ ήμουν εκείνος που μπροστά στους Θεούς έδωσα τα χέρια με τον αδελφό μου σε αυτή τη συμφωνία. Πώς λοιπόν να έχω σκοπό να κάψω ή να κάνω κακό στη πόλη των γονιών μου, στο ίδιο μου το σπίτι; Για ποιο λόγο να θεωρήσουν οι Θεοί και οι Μοίρες άδικη ή αλαζονική την πρόθεσή μου. Για ποιο λόγο να την εκλάβουν ως ύβρη και να μας καταδικάσουν;”

Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια. Δεν εύρισκε κάτι να αντιτάξει. Τα λόγια του συνομιλητή της ήταν εντυπωσιακά και στα μάτια του έβλεπε το πάθος της καρδιάς του για το σπιτικό του και τις ρίζες του.

“Κάντε κάτι Εριφύλη! Στο όνομα του Λοξία Απόλλωνα, προσπαθήστε να πείσετε τον άντρα σας να άρει τις επιφυλάξεις του. Έχετε τη δύναμη να το κάνετε” της είπε και την πλησίασε.

“Πώς πιστεύετε ότι μπορώ να πάω κόντρα στη γνώμη του άντρα μου;” του απάντησε.

Ο Πολυνείκης την πλησίασε πέραν των ορίων που έβαζε η θέση του.

“Μπορείτε! Δεν είστε μια συνηθισμένη γυναίκα. Δεν σας επέλεξαν τυχαία ένας βασιλιάς και ένας φημισμένος μάντης να στέκεται η γνώμη σας πάνω από τη δική τους. Η ζωή επιβραβεύει τους ανθρώπους που εκτιμούν εκείνους που σέβονται τις αξίες και τους όρκους”

Εκείνη έδειχνε λίγο μαγνητισμένη αλλά και εντυπωσιασμένη από τον οίστρο του Πολυνείκη.

“Πρέπει να φύγω. Είναι ήδη αργά” τού είπε απομακρυνόμενη από κοντά του φωνάζοντας τον Άδραστο. Λίγο πριν μπει στην αίθουσα ο πεθερός του με τη γυναίκα του, την κοίταξε στα μάτια και της είπε:

“Δώστε μου μια ύστατη ευκαιρία να ξαναδώ τη γη μου, τους γονείς και τις αδελφές μου. Να περπατήσω ξανά στα μέρη που μεγάλωσα και διώχτηκα, χωρίς τη θέλησή μου. Για μένα μια τέτοια σας προσφορά θα μείνει ανεκτίμητη”

 Ο Άδραστος με την Αμφιθέη μπήκαν στην αίθουσα. Η Εριφύλη αποχαιρετούσε τον αδελφό της και τη νύφη της. Όπως επίσης και τον Πολυνείκη. Καθώς έφευγε διασχίζοντας το μεγάλο διάδρομο του παλατιού ένιωθε ακόμα το καυτό του βλέμμα να μαγνητίζει το δικό της. .

 Η Εριφύλη επέστρεψε στο σπίτι της με άμαξα του βασιλιά. Σαν μπήκε στο κεντρικό δώμα η εμφάνιση του μεγάλου της γιου, έκοψε τις σκέψεις της μαχαίρι.

 “Πού ήσουν μητέρα; Η τροφός μας είπε ότι ήσουν στο βασιλιά”

“Ναι Αλκμαίωνα. Με είχε καλέσει ο αδελφός μου. Είχε καιρό να με δει όπως και εγώ…”
“Και διάλεξε μέρες που λείπει ο πατέρας;” ρώτησε με εμφανή καχυποψία.

Η Εριφύλη ένιωθε να εκνευρίζεται.

“Αδελφός μου είναι παιδί μου. Καταλαβαίνεις ότι δεν έχει την παραμικρή απρέπεια δύο αδέλφια να μπορούν να συναντηθούν ελεύθερα όποτε το επιθυμήσουν”

Ο γιος της δεν απάντησε. Προσπέρασε την απάντηση της μητέρας του και έφυγε προς το δωμάτιό του. Η Εριφύλη δεν ένιωσε καλά από αυτή τη στάση. Βίωνε μια προσβολή προς την ελευθερία της και την αξιοπρέπειά της. Και κατάλαβε ότι τα λόγια του συζύγου της είχαν ήδη φτάσει και στα ίδια της τα παιδιά.




2-9  Στο δρόμο προς τη Θήβα

 Προετοιμασίες

 Ο Χειμώνας εκείνη τη χρονιά στον Αργίτικο κάμπο ήταν σκληρός. Οι κορυφές των βουνών ολόγυρα, στο Αραχναίο και στον Κτενιά είχαν ντυθεί σε πυκνό ολόλευκο χιόνι. Η θερμοκρασία έπεφτε πολλές φορές χαμηλότερα από το συνηθισμένο με αποτέλεσμα η υγρασία να παγώνει και η αίσθηση του κρύου να γίνεται εντονότερη. Η ζωή στην πόλη αλλά και ολόγυρά της ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς. Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη και τον Τυδέα ζούσαν το δικό τους πυρετό προετοιμασίας για την εκστρατεία στη Θήβα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι πολέμαρχοι στον τόπο τους. Με το πέρασμα των ημερών, καθένας συγκέντρωνε το δικό του στρατό. Τα χάλκινα όπλα βγήκαν από τις πέτρινες αποθήκες και άρχισαν να σφυρηλατούνται και άλλα. Σπαθιά, ασπίδες, δόρατα, τόξα και βέλη μαζί με όλα εκείνα τα σύνεργα των πολεμικών ενδυμασιών. Οι πιο κατάλληλοι διάλεγαν τα καλύτερα άλογα με τους πιο έμπειρους αναβάτες για να φτιάξουν το Ιππικό και να το οργανώσουν με άρματα.

 Όλοι καρτερούσαν να περάσει ο χειμώνας. Να καταλαγιάσει η κοίτη του Ίναχου ποταμού που το βουητό του σκορπούσε δέος και φόβο στους κατοίκους της πόλης. Πόσες και πόσες φορές τα νερά του πλημμύριζαν και οι ζημιές στα σπίτια και τη σοδιά ήταν μεγάλες. Να σταματήσουν τα μεγάλα κρύα και το χιόνι, να κοπάσουν οι βροχές. Έτσι αρχές της Άνοιξης να μπορούσαν να ξεκινήσουν.

 Από την άλλη, ο Τυδέας είχε μπροστά του τη δική του αποστολή. Είχε ήδη κάνει τις ετοιμασίες του. Μαζί του θα έφευγαν δύο ακόμα πιστοί του άντρες. Ο Γαληνός, που ήταν πάντα αχώριστος συναγωνιστής και φίλος του,  με τον Ίαμο. Θα έκαναν όλη τη διαδρομή από το Άργος, στην Κόρινθο, μετά στην Αττική και στη συνέχεια θα έμπαιναν στη Βοιωτία. Κάπου έξω από τη Θήβα ο Τυδέας θα συνέχιζε μόνος. Οι ακόλουθοί του θα τον περίμεναν σε κάποιο οικισμό έξω απ την πόλη.

 “Γιατί πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα πάει στη Θήβα;” τον ρώτησε μια ακόμα φορά η γυναίκα του η Δηιπύλη με κλάματα στα μάτια.

“Δεν πάω για πόλεμο αγαπημένη! Για μεσολάβηση πάω, πόσες φορές να στο εξηγήσω” της απάντησε προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

“Μόνος, στο στόμα του λύκου Τυδέα! Μόνος μπροστά στον Ετεοκλή! Να τού πεις τι; Να αρνηθεί το θρόνο του; Και τι πιστεύεις ότι θα σού απαντήσει; Εδώ δεν σεβάστηκε το δικό του λόγο στον αδελφό του γιατί να σεβαστεί εσένα;”

“Δεν μπορεί να μού κάνει κακό γυναίκα. Μια συνάντηση θα κάνω μαζί του και θα φύγω. Θα προσπαθήσω να τον πείσω, ησύχασε…”

“Και αν σε προκαλέσει; Αν αυτό θελήσει να κάνει; Να σε φτάσει στα όριά σου για να μπορέσει κάλλιστα να σε σκοτώσει;”

Χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της γυναίκας του. Με ήρεμες κινήσεις προσπαθώντας να της μεταφέρει όσο μπορούσε ένα αίσθημα γαλήνης και σιγουριάς.

“Δεν θα το κάνει Δηιπύλη, δεν μπορεί να το κάνει” της είπε με πρωτοφανή αυτοπεποίθηση, “μέσα στο μυαλό μου πάντα είσαι εσύ και το παιδί μας ο Διομήδης. Το καμάρι μας. Για μένα είστε ότι πολυτιμότερο έχω στη ζωή. Δεν πρόκειται έτσι να ρισκάρω για το τίποτα”

Η Δηιπύλη σφίχτηκε πάνω του με λαχτάρα.

“Λένε πολλά ολόγυρα άντρα μου για το τι έχει προβλέψει ο Αμφιάραος” του είπε μουδιάζοντάς τον.

“Σαν τι λένε δηλαδή και πού τ’ άκουσες;”

“Λένε ότι έχει άσχημα προμηνύματα γι’ αυτό αρνείται να έρθει μαζί σας”

Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

“Μην δίνεις σημασία σε παρακαλώ σε φήμες ή σε ότι λένε ολόγυρα. Αν χρειαστεί να το ξέρεις, ο ευσεβής μάντης θα είναι πρώτος μαζί μας. Να θυμάσαι αυτό που σου λέω”

Έδειξε λίγο να γαληνεύει στην αγκαλιά του.

 

Φορτώθηκαν τα όπλα τους, τα εφόδιά τους για το ταξίδι και εκείνο που έμενε ήταν το καταλάγιασμα του καιρού για να ξεκινήσουν. Μέρα που δεν άργησε να έρθει. Πριν ανέβουν στα άλογά τους ο Τυδέας είχε την τελευταία συζήτηση με τον Άδραστο και τον Πολυνείκη. Πήρε τις οδηγίες τους, αποχαιρέτισε την Δηιπύλη αλλά και το γιο του Διομήδη, ενημέρωσε τον Γαληνό με τον Ίαμο και ένα πρωινό, την ώρα που χάραζε η καινούργια μέρα, ξεκινούσαν για το μακρύ και κρίσιμο ταξίδι τους.

 Ο Τυδέας ήταν αψύς χαρακτήρας. Δυνατός στο σώμα, ικανός στα όπλα. Η πολεμική του ικανότητα στην πεζή μάχη συνόδευε τη φήμη του. Ατρόμητος στο φρόνημα αλλά και μια άναρχη αγριάδα που πολλές φορές τον χαρακτήριζε, ικανή να του δώσει την πιο σκληρή και αποκρουστική συμπεριφορά. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν μεταξύ τους ο Άδραστος με τον Πολυνείκη αν ήταν ο σωστός άνθρωπος αυτός, που θα έφερνε σε πέρας το ρόλο του πρεσβευτή στη Θήβα ή θα συμπεριφέρονταν μπροστά στον Ετεοκλή σαν θηρίο μέσα στο κλουβί του. Και είχαν επιμείνει να τον συνετίσουν με λόγια πολλά, να είναι προσεκτικός, μετρημένος και  συνετός.

 Στο δρόμο για τη Θήβα

 Το ταξίδι ήταν πολυήμερο και δύσκολο. Πώς να ταξιδέψει κανείς από το Άργος στην μακρινή Θήβα. Οι πρώτες μέρες ήταν καλές, ηλιόλουστες με τον καιρό φιλικό. Έφυγαν απ’ την πόλη με τα άλογα  με κατεύθυνση προς τις Μυκήνες. Εύκολα σχετικά έφτασαν στις Κλεωνές και ύστερα πήραν το δρόμο για Κόρινθο. Αναγκαίες οι στάσεις στο δρόμο τους για να πάρουν ανάσα τόσο τα άλογά τους όσο και οι ίδιοι. Στην Κόρινθο αποφάσισαν να μείνουν για να διανυκτερεύσουν. Τα δύσκολα ήταν μπροστά τους. Να διαβούν στην Αττική και να διασχίσουν τη διαδρομή που αποτελούσε φόβο και τρόμο για κάθε περαστικό. Οι Σκιρωνίδες πέτρες. Τα τρομακτικά περάσματα που έχασκαν στα πόδια κάθε περαματάρη προκαλώντας δέος. Κακοτράχαλα μικρά περάσματα, μονοπάτια γεμάτα παγίδες. Απόκρημνες πλαγιές που σε κάθε άτυχο πάτημα οδηγούσαν φονικά στα κοφτερά βράχια της ακτής. Ήταν και η φήμη που συνόδευε τη διαδρομή. Ο περιβόητος ληστής με τους θρύλους που συνόδευαν το πρόσφατο πέρασμα του Θησέα από την Τροιζήνα στην Αθήνα.

 Είχαν ανανεώσει τα εφόδιά τους, είχαν ξεκουραστεί λίγο και με το πρώτο φως του ήλιου άφησαν πίσω τους την Κόρινθο και πήραν το δρόμο προς τις Κεχρεές. Διάβηκαν το στενό πέρασμα του ισθμού και πήραν τα μονοπάτια για τα Γεράνεια. Ο καιρός στην αρχή ήταν ούριος και βοηθητικός. Όμως στη συνέχεια ξεκίνησε να φυσάει ένας δαιμονισμένος άνεμος που έκοβε προς τα κάτω στις πλαγιές των ψηλών βουνών.

“Τι τρομερή διαδρομή αλήθεια!” μουρμούρισε ο Τυδέας.

“Κάθε φορά που περνάω από εδώ, ανατριχιάζω, δεν ξέρω με πιάνει σύγκρυο” συμφώνησε λέγοντας ο Γαληνός με τον Ίαμο να συναινεί.

 Οι τρεις καβαλάρηδες προχωρούσαν με αργό ρυθμό που έγινε ακόμα δυσκολότερος σαν ο ουρανός γέμισε σύννεφα απειλητικά που έρχονταν πίσω απ τα Γεράνεια από το Βοριά. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο αλλά το φρόνημα του Τυδέα ήταν τέτοιο που εμψύχωνε και τους άλλους δύο. Κοντά του ένιωθαν άλλοι άνθρωποι. Μια σιγουριά, μια ασφάλεια και σταθερότητα. Τον έβλεπαν πάντα μπροστά του στο λευκό του άλογο να δαμάζει τις πέτρες, τα στενώματα, τα χαλάσματα. Κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα άλογα. Η ορατότητα ήταν πολύ άσχημη. Δεν ήξερες τι σε περιμένει σε κάθε βήμα ή κάθε στροφή. Προχωρούσαν με χαλινάρια στα χέρια και τα νεύρα τους σε τέτοια ένταση που έλεγες πως θα σπάσουν. Πολλές φορές οι γροθιές τους έσφιξαν τη λαβή του σπαθιού τους μην μπορώντας να ξεχωρίσουν είτε ήχους είτε βοές είτε παράξενες μορφές στην ομίχλη. Όλα μπερδεύονταν στο μυαλό τους. Η βοή του αέρα, η σκόνη που έμπαινε στα μάτια, οι πέτρες που κυλούσαν στα πόδια τους, οι άκρες των κλαδιών από τα δέντρα. Στα αυτιά τους όλα έχαναν τη λογική τους ύπαρξη. Ουρλιαχτά ζώων αποκτούσαν φωνή τεράτων. Η οχλαγωγή της οργισμένης θάλασσας κάτω βαθιά στα πόδια τους λες και ένα αδηφάγο στόμα καρτερούσε να καταπιεί όποιον άτυχο έχανε το βήμα του.

“Δεν τρόμαξα σ’ εχθρούς και βαρβάρους….” ακούστηκε ο Γαληνός “αλλά εδώ ο φόβος φωλιάζει στην καρδιά μου!”

“Το θάρρος Γαληνέ, δεν είναι μονάχα απέναντι σε δόρατα και ασπίδες, το θάρρος δεν είναι μονάχα κόντρα σε σπαθιά και μανιασμένα άλογα. Πιο μεγάλο είναι το θάρρος απέναντι στην ίδια τη ζωή και τις προκλήσεις της!” ήρθε η φωνή του Τυδέα να ακουστεί στεντόρεια στον σύντροφό του. Συνέχιζε να τους μιλάει:

“Θάρρος είναι να αγαπάς και να σέβεσαι την ίδια τη φύση και την αγριάδα της. Να νιώθεις ταπεινός απέναντι στα στοιχειά της και στις μανίες της. Να μην έχεις έπαρση απέναντί της και να νομίζεις ότι μπορείς να την τιθασεύσεις… Κοιτάτε! Τι είμαστε μπροστά της; Τρεις κόκκοι ζωής που μπορεί, σε κάθε της στιγμή, να μας παρασύρει στην ανυπαρξία, στο γκρεμό, στον Άδη. Όσες φορές ο άνθρωπος σεβάστηκε τη μητέρα Γαία και τη φύση είχε πιθανότητες στη ζωή του να περπατήσει σωστά. Όσες όμως φορές την περιφρόνησε τότε βρήκε την οργή της μπροστά του”

Τον άκουγαν σιωπηροί αλλά με σέβαση στα λόγια του.

 “Πού είμαστε βασιλιά μου;” φώναξε με αγωνία ο Ίαμος.

“Περνάμε τη Μολουρίδα” [1]απάντησε αυτός.

Μόλις που ακούστηκε ο ήχος της φωνής του απ’ τη δύναμη του αγέρα που σάρωνε τα πάντα. Και τότε εκεί στις πλαγιές του βουνού λες και ο αγέρας με την ομίχλη έπαιζε τρομακτικά παιχνίδια στα μάτια τους μπροστά. Κάποιες σκιές άρχισαν να κατεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού προς τα κάτω στα κοφτερά βράχια. Στην αρχή μια γυναικεία μορφή, αλλοπαρμένη, με τα μαλλιά της ξέπλεκα στη δύναμη του ανέμου. Μπόρεσαν για μια στιγμή να δουν το σκοτάδι στο βλέμμα της.

“Τι είναι αυτές οι σκιές;” έσκουξε έντρομος ο Γαληνός. Κοιτούσαν εκστασιασμένοι αυτό που συνέβαινε δίπλα τους. Ο Τυδέας γύρισε και του είπε συγκινημένος.

“Είναι η Ινώ! Η δοξασμένη αλλά και δύστυχη κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας”

“Τι κάνει εδώ; Πώς είναι εδώ;” ρώτησε με αγωνία ο Ίαμος.

“Περιφέρεται λένε οι θρύλοι ολόγυρα στο μέρος που τρελάθηκε…. Είναι φορές που ξανάρχεται να θρηνήσει…”

“Γιατί Τυδέα;”
“Κοιτάξτε την!” είπε με συγκίνηση, “δείτε τα μάτια της, το φόβο, το αλλόκοτο. Με τον άντρα της τον Αθάμαντα μεγάλωναν τον Διόνυσο αλλά η Ήρα απ τη ζήλια της, την τρέλανε...”

“Κάτι βλέπω και κρατά στην αγκαλιά της δείτε!” φώναξε όσο μπορούσε για να ακουστεί μέσα στο χαμό, ο Γαληνός.

“Κρατά το μικρό της γιο, τον Μελικέρτη! Μ’ αυτόν γκρεμίστηκε σε τούτα εδώ τα βράχια… και ο γιος της ο Λέαρχος σκοτώθηκε απ τα χέρια του πατέρα του…” απάντησε ο Τυδέας σαν να έβλεπε ένα όνειρο.

Η γυναικεία σκιά στροβιλίστηκε ολόγυρά τους μέσα στη δίνη του ανέμου, κάποια στιγμή την είδαν καθαρά σαν διάφανη οπτασία κρατώντας στην αγκαλιά της ένα παιδί. Ήταν τόσο μα τόσο λυπημένη η ματιά της.

“Είναι καταραμένες τούτες οι πέτρες! Πάμε να φύγουμε γρήγορα, φοβάμαι!” ακούστηκε ο Ίαμος.

Προχωρούσαν πεζοί προσπαθώντας να μείνουν στο μονοπάτι να μην γκρεμοτσακιστούν κρατώντας  ο καθένας τα άλογά τους.

“Οι Σκιρωνίδες πέτρες….” είπε δυνατά ο Τυδέας με δέος. “Εδώ κάτω σε τούτο το γκρεμό πετούσε ο Σκίρωνας τους περαστικούς με την τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, τη Φαία να καραδοκεί εδώ κάτω στην ακτή και να κατασπαράζει τα θύματά του”

“Ω Θεοί, να περάσουμε γρήγορα…” σχολίασε ο Γαληνός με φόβο.

 Θα είχε πια γείρει ο ήλιος στο δεύτερο μισό τ’ ουρανού σαν άφησαν πίσω τους τις τρομερές πέτρες. Ο καιρός καθάριζε λίγο και η ορατότητα βελτιώθηκε.

“Τυδέα, επιτέλους περάσαμε”, είπε κάποια στιγμή ασθμαίνων ο Γαληνός.

“Κοιτάξτε πέρα κάτω!” φώναξε ο Ίαμος.

Στα μάτια όλων απλώθηκε ο κάμπος στο Θριάσιο πεδίο.

“Τα Μέγαρα!” φώναξε ο Τυδέας!”

Σαν να λύθηκαν τα σφιγμένα κομμάτια απ το κορμί τους. Σαν οι ανάσες τους να έγιναν πιο τακτικές. Ο δρόμος άνοιξε κατηφορικός για τα καλά και τα άλογα άπλωσαν το ρυθμό και μετά τον καλπασμό τους.

“Θα σταθούμε στα Μέγαρα για μια ανάσα” είπε ο Γαληνός.

“Ναι αλλά όχι για πολύ, πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουμε απόψε στην Ελευσίνα. Εκεί θα αποφασίσουμε για τη νύχτα μας” τους απάντησε ο Τυδέας.

Όπως και έγινε. Έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στα Μέγαρα να ανασάνουν τα άλογά τους και να ξαποστάσουν οι ίδιοι. Ο καιρός είχε ανοίξει για τα καλά και ο δρόμος προς την Ελευσίνα ήταν ανοιχτός.

(Συνεχίζεται...)



[1]     Η Μολουρίδα ήταν βράχος ιερός από την Λευκοθέα και τον Παλαίμονα