"Τα δώρα της Αρμονίας"
Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
“Κυρά μου, έμαθες;” έτρεξε ασθμαίνουσα η γηραιά τροφός προς την αρχόντισσα Ιοκάστη στο μεγάλο της δώμα.
“Τι είναι Κινύρα; Τι να μάθω;”
“Από την αίθουσα του θρόνου έμαθα ότι ήρθε σήμερα από το Άργος πρεσβευτής να δει το γιό σου, το βασιλιά Ετεοκλή!”
Η Ιοκάστη γύρισε με έντονο ενδιαφέρον.
“Έμαθες τι τον ήθελε;”
Η γηραιά γυναίκα έμοιαζε χαμένη, δεν ήξερε πως να το πει.
“Δεν ξέρω κυρά! Κάποιος από τους υπηρέτες που πήγε νερό, άκουσε να λένε ότι αυτός ο άνδρας είναι με το γιο σου τον Πολυνείκη στο Άργος και κάποιο μήνυμα κουβάλαγε στο βασιλιά”
Η Ιοκάστη πετάχτηκε κοντά της. Παρά τα χρόνια της, η είδηση αυτή, έστω και έτσι στον αέρα πρόχειρη, την έκανε σαν νέο πετάμενο πουλί. Άρχισε να τρέμει από συγκίνηση.
“Τι λες Κινύρα! Ω Απόλλωνα προστάτη μας! Το παιδί μου ο Πολυνείκης! Είναι καλά ο δεύτερός μου γιος. Αφροδίτη λατρεμένη μου, ευλόγησε την ώρα να το δω, έστω και μετά από χρόνια!”
“Ναι κυρά μου, μακάρι! Ν’ άκουσαν οι Θεοί τα παρακαλετά σου και να πόνεσαν τα δάκρυά σου τόσα χρόνια”
Έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης.
“Θα μάθω Κινύρα! Θα φροντίσω να μάθω και θα σου πω” της είπε και έμειναν εκεί να μοιραστούν λίγο τη μεγάλη είδηση.
“Θα το πεις στις κόρες σου κυρά;” την ρώτησε η Κινύρα.
“Φυσικά και θα τους το πω”. Το βλέμμα της έμεινε για λίγο μετέωρο “...άραγε ο Ετεοκλής πως να το πήρε;” ρώτησε περισσότερο τον ίδιο της τον εαυτό.
“Δεν τολμώ καν να σκεφτώ κυρά” της απάντησε η γηραιά τροφός.
“Θα το φροντίσω εγώ αυτό Κινύρα, ας μείνουμε ψύχραιμες. Τουλάχιστον η χαρά είναι τόσο μεγάλη μέσα μου. Πηγαίνω να το πω στις κόρες μου” της είπε και χώρισαν κάθε μία κουβαλώντας τη δική της ξεχωριστή συγκίνηση. Η Κινύρα ήταν κοντά στην Ιοκάστη χρόνια ολάκερα. Είχε μοιραστεί το προσωπικό της δράμα όλα αυτά τα χρόνια και στα χέρια της πέρασαν ολάκερες ώρες από βρέφη τα παιδιά της.
Ο Μαίωνας με τον Πολυφόντη έφτασαν βιαστικοί μπροστά στο βασιλιά τους.
“Βασιλιά μου μάς ζήτησες!” ρώτησε ο πρώτος.
“Ακούστε με καλά! Πάρτε μια ομάδα από καμιά τριανταριά άντρες και ακολουθήστε τον ξένο που φεύγει..” τούς είπε με μάτια που πέταγαν φωτιά.
“Τι ακριβώς προστάζεις βασιλιά μου;”
“Δεν θέλω ο Τυδέας να περάσει τον Ασωπό ζωντανός! Ακούσατε;” φώναξε με οργή. “Πριν περάσει στις Πλαταιές θέλω το κουφάρι του να γίνει βορά στα όρνεα, τρέξτε!”
Οι δυό τους κοιτάχτηκαν στα μάτια. Χωρίς δεύτερη κουβέντα με γοργά βήματα έτρεξαν προς το στρατόπεδο. Ακούστηκαν οργισμένες φωνές, διαταγές, κλαγγές όπλων και οχλαγωγή αλόγων από τους στάβλους. Σε λίγη ώρα από τις Ήλεκτρες πύλες μια ομάδα από τριάντα πάνοπλους Θηβαίους στρατιώτες καβάλα στα άλογά τους με επικεφαλής τον Μαίωνα και τον Πολυφόντη ξεχύνονταν στον κάμπο της Θήβας για να στήσουν την ενέδρα τους πριν περάσει ο Τυδεάς τον Ασωπό.
Η Ιοκάστη αναζήτησε με αγωνία τις δυο κόρες της, την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Για καλή της τύχη βρήκε και τις δύο στο δώμα της πρώτης. Η ορμητική της είσοδος ξάφνιασε τις νεαρές γυναίκες.
“Τι είναι μάνα; Τι συμβαίνει και είσαι τόσο ταραγμένη;” ρώτησε πρώτη η Αντιγόνη.
Η Ιοκάστη δεν ήξερε πως να αρχίσει. Σαν κάποια δύναμη να μπλόκαρε τον ειρμό στις σκέψεις της και διέλυε τη λαλιά της. Ανάμικτα συναισθήματα άλλαζαν συνεχώς την όψη της.
“Μάνα θα μας πεις τι σε ταράζει τόσο;” ρώτησε και η Ισμήνη.
Ήρθε κοντά τους, τις έπιασε από τους ώμους. Συγκίνηση και χαρά έδερναν αλύπητα το πρόσωπό της.
“Παιδιά μου, κόρες μου! ...δεν ξέρω πώς να σας το πω”
“Μίλα μάνα για όνομα των Θεών!”
“Ο αδελφός σας ο Πολυνείκης….” δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της, ρίχτηκαν πάνω της.
“Τι έμαθες για τον αδελφό μας;” πετάχτηκαν με ένα στόμα και οι δυο.
“Ήρθε το πρωί ένας ξένος στον αδελφό σας το βασιλιά, δεν ξέρω το όνομά του, ήρθε απ το Άργος σαν πρεσβευτής…. Δεν έμαθα πολλά… αλλά σίγουρα είπε στον Ετεοκλή ότι ο Πολυνείκης ζει εκεί!”
Έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης ένα αλλόκοτο κουβάρι με κλάματα και συναισθήματα αλλόκοτα.
“Ω Βάκχε προστάτη της πόλης μας, Ω Φοίβε με το φως σου! Έδωσες στις ελπίδες μας ζωή! Μαθαίνουμε νέα για τον αδελφό μας μετά από τόσα χρόνια” έκανε η Αντιγόνη.
“Το ήξερα! Το ήξερα ότι κάπου θα είναι καλά, δεν μπορεί, δεν θα μπορούσαν οι Θεοί να μας δώσουν κι άλλο τόσο κακό” συμπλήρωσε η Ισμήνη.
Έμειναν για λίγο έτσι προσπαθώντας να αφομοιώσουν και να καταλάβουν τι ακριβώς είχαν μάθει. Μέχρι που κάποια στιγμή ηρέμησαν. Τότε η Ιοκάστη μίλησε ήρεμα μετά από ώρα.
“Ας ηρεμήσουμε, πρέπει να μάθουμε τώρα. Θα κοιτάξω να πάω στον αδελφό σας το βασιλιά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Τι ήθελε αυτός ο ξένος; Θα προσπαθήσω να μιλήσω μαζί του για να μάθουμε”
Έτσι συμφώνησαν καρτερώντας την ευκαιρία να μάθουν για εκείνο που τους έκαιγε την ψυχή χρόνια ολάκερα.
Ο Τυδέας έφυγε από το παλάτι αμέσως μετά την αδιέξοδη συνάντηση με τον Ετεοκλή, προσπαθώντας να τιθασεύσει τη φωτιά που είχε φουντώσει μέσα του. Λίγο ακόμα και θα μετέτρεπε την αίθουσα του θρόνου σε πεδίο μάχης από τις προκλήσεις του βασιλιά. Τώρα έπρεπε να βιαστεί. Ο δρόμος της επιστροφής δεν ήταν καθόλου εύκολος αλλά το κυριότερο θα ήταν γεμάτος κινδύνους. Μέσα του ένιωθε ότι ο αλαζόνας Ετεοκλής δεν είχε πει την τελευταία του λέξη σ’ αυτή τη συνάντηση. Και κάτι τού έκαιγε τα σωθικά ότι αυτή η λέξη θα ήταν αιματηρή.
Με τις αισθήσεις του πάνω από τα επίπεδα του συναγερμού και της εγρήγορσης, κάλπαζε ολοταχώς με το άλογό του προς τον Ασωπό. Θα ένιωθε ασφαλής μόνο αν περνούσε στο σύνορο των Πλαταιών. Και έπρεπε να προλάβει πριν τον βρει η νύχτα. Πάνω στο άλογό του έριχνε συνεχώς ματιές ολόγυρα στον ορίζοντα. Πλησίαζε προς το δάσος λίγο πριν τις όχθες του ποταμού εκεί όπου υπήρχε το πέρασμα για να περάσει. Το κρίσιμο σημείο. Καθώς μπήκε μέσα στα πρώτα δέντρα του δάσους η αγωνία άρχισε να κορυφώνεται μέσα του. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε πάλι γύρω του, μέσα του, μια παρουσία. Στην αρχή εκδηλώθηκε σαν φωνή, κάτι προσπαθούσε να τού πει. Να του φωνάξει. “….Πρόσεχε…. Πρόσεχε….”. Και τότε μπροστά στα μάτια του, δίπλα του, άρχισε να βλέπει μέσα σε σκόνη και μια παράξενη ομίχλη ένα άρμα! Ένα πολεμικό άρμα να το σέρνουν δύο κατάλευκα άλογα που λες και δεν πατούσαν στη γη αλλά κάλπαζαν ξέφρενα στον αέρα. Και μια μορφή πάνω τους. Που ξεχώριζε σιγά-σιγά. Και, για μια ακόμα φορά, στα έκπληκτα μάτια του, στο άρμα εκείνο επάνω, είδε τη μορφή της Παλλάδας Αθηνάς να παίρνει σχήμα και όψη. Γύρισε για μια στιγμή και τον κοίταξε μεγαλόπρεπα. Είχε φορέσει την πολεμική της αρματωσιά και το βλέμμα της ήταν σκληρό. Πήγαν να του φύγουν τα γκέμια απ τα χέρια προς στιγμή αλλά η φωνή της ήχησε κατευναστικά.
“Τυδέα…. Πρόσεχε…. Πρόσεχε…. Στο δάσος… στο πέρασμα του ποταμού… λίγο πριν… Εκεί σε περιμένουν…. Σε περιμένουν…. Ενέδρα….”
“Παλλάδα Αθηνά μου προστάτιδά μου!” έκανε εκείνος χωρίς να αφήσει τα μάτια του από τη στράτα μπροστά του. Η φωνή της πάλι αντήχησε επιβλητική μέσα στην ομίχλη που τύλιγε το δάσος
“Θα είμαι εκεί…. Έχε το νου σου… θα είμαι κοντά σου….” τού είπε και είδε το άρμα της να χάνεται ξαφνικά έτσι όπως ήρθε.
Ένιωσε τα νεύρα του να τεντώνονται στο έπακρο. Λίγα μέτρα τον χώριζαν πια από το πέρασμα στην όχθη του ποταμού. Ο ήλιος είχε γύρει κατά πολύ στη δύση και το φως κρυφόπαιζε στα πυκνά φυλλώματα του δάσους. Η ροή του νερού του ποταμού ήταν το μόνο που έσπαγε εκείνη την παράξενη σιωπή. Και τότε! Σε ένα μεγάλο ξέφωτο που οδηγούσε στο πέρασμα τούς είδε!
Από κάθε γωνιά γύρω του, πίσω από τα δέντρα, τα μονοπάτια και τα ξέφωτα ξεπετάγονταν καβαλάρηδες Θηβαίοι ένοπλοι. Το άλογό του ξαφνιάστηκε και σηκώθηκε ανταριασμένο στα δυο του πόδια, τράβηξε το σπαθί του απ το θηκάρι.
“Για πού νομίζεις ότι θα πας ξένε!” άκουσε τη φωνή ενός επιβλητικού πολεμιστή. Ήταν ο Πολυφόντης που είχε κλείσει το δρόμο μπροστά του λίγα μέτρα μακριά.
“Αφήστε με να περάσω! Δεν έχω διάφορο μαζί σας!” τούς απάντησε ψύχραιμα.
“Έχουμε όμως εμείς!” του είπε μια φωνή πίσω του που τον ανάγκασε να γυρίσει το άλογό του. Ήταν ο Μαίωνας που τον είχε κυκλώσει μαζί με άλλους. Ένας από αυτούς τον πλησίασε από τα πλάγια με το δόρυ του. Το χτύπημα ήταν δυνατό αλλά η αντίδραση του Τυδέα ακόμα καλύτερη. Τράβηξε το άλογό του πλάγια αποφεύγοντας ξυστά το δόρυ του Θηβαίου ιππέα ενώ γυρίζοντας πάλι αριστερά βρέθηκε στο πλάι του. Το σπαθί του διέγραψε μια φονική τροχιά πάνω στο κορμί του σωριάζοντας τον νεκρό στο χώμα. Η σύγκρουση γενικεύτηκε πάνω στα άλογα σε στριμωγμένο χώρο που εμπόδιζε τις τακτικές κινήσεις. Ο Τυδέας έριξε νεκρό καταγής έναν ακόμα ιππέα προκαλώντας του φονικό χτύπημα. Η μάχη αγρίευε όλο και πιο πολύ. Με αλαλαγμούς και χτυπήματα χωρίς προηγούμενο. Ο Τυδέας με λύσσα έπεφτε με μανία πάνω στους επιτιθέμενους με κινήσεις του αλόγου του προκαλώντας αιματοχυσία αλλά και συνάμα άθροισμα ανεξέλεγκτης οργής από τους υπόλοιπους Θηβαίους που έβλεπαν τους δικούς τους να σωριάζονται στη γη.
Κάποιο χτύπημα, για να το αποφύγει, τον οδήγησε να χάσει την ισορροπία του και να βρεθεί κάτω από το άλογό του στη γη. Με μιας κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα στον κορμό ενός μεγάλου δέντρου με πίσω του την κοίτη του ποταμού. Είχε προλάβει να αδράξει την ασπίδα του και έτσι πεζός ήταν το καλύτερο πεδίο μάχης για αυτόν. Οι Θηβαίοι ξεπέζεψαν και αυτοί. Η μάχη έπαιρνε πια χαρακτηριστικά εξόντωσης. Αλλεπάλληλα χτυπήματα, σπαθιές, συγκρούσεις των ασπίδων. Ο Τυδέας χόρευε στην κυριολεξία είτε στη γη είτε στον αέρα μοιράζοντας θάνατο ολόγυρά του όμως οι αντίπαλοί του ήταν πάρα μα πάρα πολλοί για αυτόν. Άρχισε να κουράζεται και το βλέμμα του να γίνεται θολό. Από τα χέρια και τα πόδια του αρκετές λαβωματιές είχαν αρχίσει να αιμορραγούν. Δέχτηκε ένα διπλό χτύπημα, πισωπάτησε σε μια πέτρα και σωριάστηκε στη γη. Τους είδε να εφορμούν κατά πάνω του όταν….. ένα πολεμικό άρμα εμφανίστηκε από το πουθενά εφορμώντας στους Θηβαίους. Τα άλογα από το άρμα παρέσυραν πάρα πολλούς από αυτούς ενώ κάποιοι άλλοι ένιωθαν την κοφτερή λεπίδα του σπαθιού του αναβάτη να τους παίρνει τις ζωές. Η γυναικεία μορφή πάνω στο άρμα μοίραζε θάνατο!
“Αθηνά θεά μου!” ψιθύρισε ο Τυδέας, πήρε θάρρος και ανασηκώθηκε. Όρμησε πάνω τους και οι Θηβαίοι βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο εχθρούς. Έναν που τους προκαλούσε τρόμο με την απόκοσμη παρουσία του και έναν άλλο ανθρώπινο που λύγισαν στη μανία του. Τα πρώτα σημάδια του πανικού στους επιτιθέμενους έφεραν το τέλος της φονικής ενέδρας. Ένας προς έναν έπεφταν νεκροί στο χώμα αλλά και στο ποτάμι. Κάποια στιγμή ο Πολυφόντης ξέφυγε από τη συμπλοκή ανέβηκε στο άλογό του πιο πέρα και απομακρύνθηκε καλπάζοντας στο δρόμο της φυγής. Οι λίγοι που είχαν απομείνει Θηβαίοι προσπάθησαν το ίδιο αλλά μάταια. Ο δρόμος τους αποκόπηκε και τα κορμιά τους γέμισαν πληγές.
Ο Τυδέας ξεμονάχιασε τον τελευταίο που είχε απομείνει πια ζωντανός! Τον έριξε στο χώμα πληγωμένο και με μια κίνηση έβαλε την άκρη του σπαθιού του στο λαιμό του. Ήταν ο Μαίωνας! Ο τελευταίος επιζών. Που τον κοιτούσε με ένα βλέμμα τρόμου. Ποιος ήταν αυτός ο Τυδέας που εξόντωσε τόσους συμπολεμιστές του! Και σε ποιαν ανήκε αυτή η απόκοσμη μορφή πάνω στο άρμα που τον βοήθησε; Ο Τυδέας τον κοίταζε με βλέμμα γεμάτο θάνατο. Ο άλλος περίμενε το τέλος του.
“Ποιο είναι το όνομά σου;” έσκουξε ο Τυδέας.
Ο άλλος ψέλλισε: “Μαίωνας”
Ο Τυδέας τράβηξε το σπαθί απ το λαιμό του.
“Σήκω! Τσακίσου!” τον πρόσταξε.
Δεν πίστευε στην σωτηρία του αλλά σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν μένοντας με τα χέρια ανοιχτά.
“Είσαι τυχερός για σήμερα Μαίωνα…” τού είπε ο Τυδέας “Σύρε πίσω στο παλάτι στο βασιλιά σου να πεις τα κατορθώματά σας! Τράβα να τού πεις τι τον περιμένει τον ίδιο και τι εσάς όλους έναν προς έναν από τον Αργίτικο στρατό που θα έρθει στα τείχη σας! Πήγαινε να του περιγράψεις με ποιους θα σταθεί αντιμέτωπος!”
Ο Μαίωνας έτρεμε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι.
“Τράβα!” τού φώναξε ο Τυδέας.
Εκείνος έκανε μερικά βήματα πίσω του. Ολόγυρά του σκόνταφτε στα σφαγμένα πτώματα των συμπολεμιστών του που κείτονταν μέσα στο αίμα παντού. Ανέβηκε στο πρώτο άλογο που βρήκε και ξεκίνησε να καλπάζει προς τη Θήβα χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω του.
Σαν ο Τυδέας ένιωσε ότι είχε απομακρυνθεί κάθε αίσθηση κινδύνου έπεσε γονατιστός στο χώμα. Τα χέρια του ήρθαν στο στήθος του προσπαθώντας δύσκολα να βαστάξει τη συγκίνησή του.
“Αθηνά ύψιστη Θεά, προστάτιδά μου, σε ευχαριστώ. Στέκω ευλαβικά μπροστά στην παρουσία σου για μια ακόμα φορά ευγνώμων που μού έσωσες τη ζωή! Χρωστάω τόσα αλήθεια στη χάρη σου…”
Ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μια από τις πληγές του στον ώμο του αιμορραγούσε πολύ. Μια δυνατή ζάλη άρχισε να τον κυριεύει. Τα μάτια του θόλωσαν, λύγισαν τα γόνατά του στη γη. Και ένα μαύρο πέπλο άρχισε σιγά-σιγά να σκεπάζει το βλέμμα του ώσπου τον κυρίευσε ολάκερο βυθίζοντάς τον σε κάτι στο οποίο καταλάβαινε ότι χάνονταν.
“Βασιλιά μου σάς ζητούν!” ανήγγειλε ένας από τους αξιωματικούς της φρουράς της αίθουσας του θρόνου στον Ετεοκλή.
“Ποιος είναι; Είπα ότι δεν θέλω να δω κανέναν” είπε εκείνος απότομα.
“Είναι η μητέρα σας, επιμένει να σάς δει” απάντησε εκείνος.
“Πες της να περάσει” πρόσταξε εκείνος κάνοντας έναν μορφασμό δυσφορίας.
Η Ιοκάστη μπήκε στην αίθουσα. Τον είδε να στέκεται και να την κοιτά με βλέμμα όχι και τόσο δεκτικό.
“Πες μου τι θέλεις μάνα, η ώρα είναι δύσκολη και δεν έχω χρόνο μπροστά μου. Αν είναι κάτι σοβαρό πες το μου. Αν όμως όχι σε παρακαλώ να έρθεις κάποια άλλη στιγμή”
Εκείνη τον είδε εμφανώς ανήσυχο. Κινήθηκε λίγο προς το μέρος του.
“Γιε μου τι σού συμβαίνει;” τον ρώτησε.
“Δεν είναι ώρα για εξηγήσεις, πες μου σε παρακαλώ”
“Έμαθα ότι ήρθε κάποιος πρεσβευτής από το Άργος…” Την κοίταξε με έντονο βλέμμα.
“Ποιος στο πρόλαβε;”
“Τον είδα που πέρναγε την πύλη με του συνοδούς μας” τού είπε προφανώς ψέμματα, “ποιος ήταν;”
“Απεσταλμένος από το βασιλιά του Άργους, τον Άδραστο. Ένα θρασίμι που ήρθε να με προκαλέσει μέσα στο παλάτι μου! Που ήρθε να απειλήσει ολάκερη την πόλη” της είπε με μεγάλη ένταση.
Η Ιοκάστη καταλάβαινε ότι θα ήταν δύσκολο να βρει ανώδυνο τρόπο να ρωτήσει και τελικά αποφάσισε να είναι ειλικρινής.
“Παιδί μου πες μου αν έμαθες για τον αδελφό σου” τον ρώτησε. Εκείνος γύρισε απότομα στο μέρος της. Την πλησίασε με μάτια που έκαιγαν.
“Για αυτόν νοιάζεσαι λοιπόν; Για αυτόν το ενδιαφέρον σου. Τότε μάθε ότι ο λατρεμένος σου γιος μαζεύει στρατό να έρθει να κάψει τη γη που τον μεγάλωσε!”
Η Ιοκάστη έμεινε άναυδη. Προσπάθησε να ψελλίσει :
“Δεν είναι δυνατόν. Μα πώς γιατί; ποιος στο είπε;”
“Αυτός ο Τυδέας! Από εκεί ήρθε. Να μού φέρει μαντάτο ότι αν δεν τού δώσουμε το θρόνο τότε θα φέρει στρατό από το Άργος να μάς χτυπήσει. Αυτός είναι ο εκλεκτός σου γιος μάνα!”
Η Ιοκάστη δεν ήξερε πως να διαχειριστεί τα νέα, έδειχνε να πλημμυρίζει με ανάμικτα αισθήματα.
“Γιε μου τι είναι αυτά που λες! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε γι’ αυτό. Πώς είσαι σίγουρος ότι αυτή είναι η γνώμη του αδελφού σου; Κι αν είναι τρίτων λόγια;”
“Δεν είναι μάνα! Ο πρεσβευτής ήταν σαφής! Τούς μάζεψε ο βασιλιάς του Άργους εδώ και χρόνια, παντρεύτηκαν τις κόρες του και τώρα θέλει να γυρέψει αυτό που ποτέ δεν δικαιούται. Και πρόσταξε ότι αν δεν τού το δώσω τότε θα πλημμυρίσει τον κάμπο μας με στρατό να μάς χτυπήσει. Άκουσες; Απειλεί! Ναι απειλεί και ζητάει σαν τρόπαιο τη γη του. Αυτός είναι ο εκλεκτός αδελφός μου”
Η Ιοκάστη έβαλε τα χέρια της στο στήθος της, ταραγμένη και τρομαγμένη μαζί. Ακούστηκαν τα λόγια της σιγανά μα απόμακρα.
“Η κατάρα του πατέρα σου λοιπόν…”
“Τι λες μέσα απ τα δόντια σου μάνα;”
“Το ανάθεμα του πατέρα σου! Δεν το βλέπεις; Να μοιράσετε τη βασιλεία με το σπαθί και την κοφτερή του λεπίδα. Αυτό δεν είχε ξεστομίσει τότε πριν από χρόνια; Για αυτήν του την απειλή δεν είχατε τότε συμφωνήσει να φύγει εκείνος και να αλλάζετε το θρόνο κάθε χρόνο; Να λοιπόν που έρχεστε τώρα να κάνετε την κατάρα πράξη λοιπόν”
“Μην ανακατεύεις τον πατέρα στην αρχομανία αυτουνού!”
Η Ιοκάστη έδειχνε να προσπερνά τα λόγια του γιου της και να συνεχίζει.
“Για μια ακόμα φορά σε τούτο το σπίτι θα βαραίνουν οι κατάρες και τα αναθέματα. Για μια ακόμα φορά. Αχ αν με είχες ακούσει τότε.”
“Πάψε πια να επαναλαμβάνεις τα ίδια” της είπε αποπέρνοντάς την.
“Τι θα κάνεις γιε μου;”
“Σαν τι θέλεις να κάνω δηλαδή; Να μείνω και να περιμένω τον Αργίτικο στρατό να κουρσέψει τη Θήβα; Θα ετοιμαστώ για πόλεμο! Δεν θα μείνει ζωντανός κανείς από αυτούς για να περάσει τις πύλες της πόλης. Το ορκίζομαι στους Θεούς. Και τώρα φύγε σε παρακαλώ. Έχω πολλά να κάνω και να ετοιμάσω”
Η Ιοκάστη έφυγε με ένα κόμπο να σφίγγει το στήθος και το λαιμό της δυσκολεύοντας την ανάσα της. Για να γευτεί τη χαρά ότι έμαθε για το άλλο της παιδί ξεκίνησε αλλά βλέπει να την κυριεύει η σκιά του πολέμου. Ενός πολέμου που πήγαινε να πάρει χαρακτηριστικά ανάμεσα στο ίδιο αίμα.
Πόσο είναι παράξενο το πηχτό σκοτάδι καθώς ξεδιαλύνει λίγο-λίγο στα μάτια μας. Πόσο περίεργα φαντάζει σαν να ανοίγουν τα μαύρα πέπλα της ανυπαρξίας και έρχεσαι αργά πίσω στη ζωή. Το φως της μέρας άρχισε να φέγγει πάλι στα μάτια του. Θολό πολύ στην αρχή. Έδινε γύρω του ακαθόριστα σχήματα που δεν μπορούσε να καταλάβει την προέλευσή τους. Άρχισε σιγά-σιγά να νιώθει το σώμα του. Ξαπλωμένος στη γη. Πονούσε σχεδόν παντού. Το κεφάλι, το στήθος, τα άκρα του όλα. Ένιωθε το σώμα του ακουμπισμένο στον κορμό ενός δέντρου. Και τότε μπροστά του τα θολά σχήματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν αργά αλλά σταθερά.
“Τυδέα! Είσαι καλά; Μάς ακούς;” άκουσε τη φωνή λες και ερχόταν από πέρα μακριά. Προσπάθησε καλύτερα να ανταποκριθεί.
“Τυδέα! Μίλα μας!”
Στα μάτια του όλα άρχισαν πλέον να γίνονται πιο συγκεκριμένα. Μπροστά του γονατιστούς έβλεπε τον Γαληνό και τον Ίαμο όρθιο λίγο πιο πέρα.
“Πού είμαι; Πώς με βρήκατε;” τούς είπε απλώνοντας το χέρι λες και γύρευε να επιστρέψει στη ζωή.
“Επιτέλους βασιλιά μου!” άκουσε τη φωνή του Γαληνού γεμάτη έντονη αγωνία, που του είχε παραμορφώσει εντελώς την όψη.
“Σε βρήκαμε Τυδέα, αυτό έχει σημασία!” αποκρίθηκε ο Ίαμος.
“Είσαι στην όχθη του Ασωπού. Απ τη μεριά της Θήβας. Εδώ σε βρήκαμε. Πεσμένο κάτω αναίσθητο να αιμορραγείς” τού είπε ο Γαληνός.
Μια κίνηση που προσπάθησε να κάνει τον έφερε ξανά αντιμέτωπο με έντονους πόνους. Ανασηκώθηκε με την πλάτη στον μεγάλο κορμό. Είδε την πληγή στον ώμο του δεμένη με ένα κομμάτι από τον χιτώνα του. Τους κοίταξε με ευγνωμοσύνη στα μάτια.
“Σταματήσαμε την αιμορραγία στον ώμο. Τα άλλα είναι χωρίς σημασία”
“Ποιος σας έφερε εδώ;” τούς ρώτησε με αγωνία “πώς με βρήκατε;”
Οι δυό τους κοιτάχτηκαν έντονα στα μάτια. Ο Γαληνός απάντησε.
“Αργούσες και αποφασίσαμε να έρθουμε προς το ποτάμι. Στο δρόμο…”
“Λέγε!” του είπε.
“Στο δρόμο…. Μια… ένα όραμα… δεν ξέρω… η παρουσία… μιας γυναίκας πάνω σε ένα άρμα κάλπαζε μαζί μας… μας είπε να βιαστούμε να έρθουμε κοντά σου στο πέρασμα του ποταμού στην απέναντι όχθη… να κάνουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα….”
Ο Τυδέας είδε την αγωνία στα μάτια τους και ένιωσε την συγκίνηση να τον πνίγει για μια ακόμα φορά. Ένα δάκρυ σχηματίστηκε στα μάτια του.
“Παλλάδα Αθηνά μου! Πόσα ακόμα για μένα! Ευλογημένη κόρη του Δία!”
Οι σύντροφοί του κοιτάχτηκαν, κατάλαβε την αμηχανία τους. Ο Γαληνός τούς επανέφερε στην πραγματικότητα.
“Τι συνέβη Τυδέα;”
“Μου έστησαν ενέδρα…”
“Ποιοι;”
“Οι Θηβαίοι, ποιοι άλλοι;”
“Δηλαδή τι έγινε στην συνάντηση με τον Ετεοκλή;” ρώτησε ο Ίαμος.
Ο Τυδέας κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια του παρά τη ζαλάδα που ακόμα ένιωθε. Εκείνοι τον βοήθησαν.
“Δεν είναι ώρα για κουβέντες, θα σάς εξηγήσω στο δρόμο, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως, που είναι το άλογό μου;”
“Εδώ δίπλα… το βρήκαμε κοντά σου”
Γύρισε. Το κατάλευκο άλογο ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα δίπλα σε ένα πλατάνι. Πήγε κοντά του, το αγκάλιασε στοργικά.
“Καλέ μου φίλε, δεν έφυγες από κοντά μου, πιστέ μου σύντροφε” είπε στο άλογο με τρυφερότητα.
Ζώστηκε τα άρματά του. Τον βοήθησαν να ιππεύσει όπως το ίδιο έκαναν και εκείνοι.
“Πάμε!” τούς είπε.
Διάβηκαν από το πέρασμα του ποταμού στην άλλη όχθη. Άρχισαν να καλπάζουν γοργά στον Βοιωτικό κάμπο. Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει και το μεγάλο ταξίδι της επιστροφής ήταν μπροστά τους. Θα έπρεπε να προλάβουν να φτάσουν στις Πλαταιές πριν τους βρει η νύχτα. Και μετά όλα ήταν ανοιχτά για το Άργος που τους περίμενε με περισσή αγωνία.
(Συνεχίζεται...)