"Τα δώρα της Αρμονίας"
Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Η σκιά τριών μεγάλων βράχων εκεί κοντά στο μεγάλο δρόμο που οδηγούσε προς τη Χαλκίδα θα συνόδευε το σώμα του Τυδέα να ταφεί. Η επόμενη μέρα της μεγάλης μάχης ξημέρωσε πάντα μέσα στη σιωπή. Τον θρήνησαν οι συμπολεμιστές του, περισσότεροι οι Καλυδώνιοι που ήταν μαζί του αλλά και ο Άδραστος με τον Πολυνείκη. Ο τελευταίος έδειχνε απαρηγόρητος.
“Αδελφέ μου…” μονολογούσε, “ήρθες στη ζωή μου σαν αντίμαχος, εκείνη τη βραδιά και φεύγεις νεκρός δίπλα μου…. Για τη δική μου δικαίωση. Ποια απόφαση της Μοίρας σε έφερε κοντά μου εκείνο το βράδυ Τυδέα! Σε τράβηξε στο θάνατο η δική μου επιλογή. Δικό μου φταίξιμο ο χαμός σου… ήρθες για μένα εδώ… κινδύνεψες δυό φορές μα τούτη δεν γλίτωσες”.
Πήρε στα χέρια του δύο ασημένια νομίσματα και τα έβαλε πάνω στα κλειστά μάτια του Τυδέα.
“Ας είναι ο Άδης φιλικός μαζί σου γιε του Οινέα”
Ακολούθησε και ο Άδραστος, το ίδιο συγκινημένος κι αυτός. Αποχαιρέτισε το γαμπρό του σιωπηρά. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήδη μπορούσε να νιώσει το θρήνο της μεγάλης του κόρης, που ο θάνατος του άντρα της, ρήμαζε το σπιτικό της. Έμεινε κοντά του ώσπου το σώμα του να χαθεί κάτω από το χώμα.
“Τι προστάζεις για σήμερα;” ρώτησε τον Άδραστο ο Αμφιάραος, που έκανε και τις τιμές στη σωρό του νεκρού.
“Δεν έχει τίποτα σήμερα μάντη! Περισυλλογή νεκρών. Αύριο τα υπόλοιπα. Σκληρά και με εκδίκηση”
Ο Πολυνείκης πλησίασε τον Αμφιάραο. Περπατούσαν και οι δύο δίπλα-δίπλα επιστρέφοντας στο χώρο που στρατοπέδευαν.
“Το είδες ότι ξεκίνησε!” τού είπε ο μάντης χωρίς καν να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο Πολυνείκης τού έριξε μια ματιά γεμάτη απορία.
“Πως μπορείς στο χαμό ενός συντρόφου μας να μπλέκεις τους χρησμούς σου;” απάντησε.
“Ο Τυδέας είναι ο πρώτος, μα δεν θα είναι ο τελευταίος. Αυτό που είπα θα γίνει ως το τέλος» σχολίασε ο Αμφιάραος, παγωμένος.
«Ότι είναι δοσμένο απ τους Θεούς θα γίνει Αμφιάραε. Κανείς δεν πρόκειται μα και δεν μπορεί να το αλλάξει. Μόνο σταμάτα να ρίχνεις το ηθικό των στρατιωτών…”
“Φοβάσαι;” τον ρώτησε με σκέψεις σκοτεινές.
“Όποιος λέει ότι δεν φοβάται στη ζωή του είναι ψεύτης. Απλά μπορώ να διαχειρίζομαι το φόβο μου και να μην κρύβομαι πίσω του» απάντησε με τη σειρά το ο Πολυνείκης.
Στη Θήβα ο Μελάνιππος τάφηκε κοντά στις πύλες του Προίτου. Τον θρήνησαν κι αυτόν οι Θηβαίοι. Μα και πανηγύρισαν το θάνατο του Τυδέα που τον έτρεμαν στην κυριολεξία. Ήταν όμως και προβληματισμένοι. Και στο συμβούλιο που έγινε εκείνη τη μέρα το πρωί ήταν αποκαλυπτικοί.
“Δεν έχουμε χρόνο μήτε για θρήνους μήτε για κομπασμούς” κάποια στιγμή μίλησε δυνατά ο Ετεοκλής συνεχίζοντας:
“Μπορεί να στείλαμε στον Άδη έναν από τους βασικούς στρατηγούς των Δαναών. Ο κομπασμός του Τυδέα μπορεί τώρα να αντηχεί στα σκοτάδια του Τάρταρου και το μήνυμα σε όλους εκείνους που μάζεψε ο επίορκος αδελφός μου να ακούστηκε ως ψηλά στον Όλυμπο. Χάσαμε και εμείς τον Μελάνιππο, γενναίο πολεμιστή και έντιμο άνθρωπο. Δεν ειπώθηκε όμως ακόμα η τελευταία λέξη σε αυτόν τον πόλεμο. Είναι πολύ νωρίς ακόμα”
“Χάσαμε τον κάμπο βασιλιά! Ίσως δεν θα έπρεπε να βγάλουμε τον στρατό μας έξω απ τα τείχη. Στο είπα και πριν ξεκινήσουμε…” διέκοψε ο Κρέων.
“Ναι αλλά ξαφνιάστηκαν” πρόλαβε να πει ο Ετεοκλής.
“Είχαμε μεγάλες απώλειες βασιλιά μου στο Ιππικό μας. Έμεινε σχεδόν το μισό” πρόσθεσε ο Υπέρβιος.
“Τα τείχη της πόλης είναι ανίκητα. Στέκουν εκεί απ τη γενιά του Αμφίονα και του Ζήθου. Και οι εφτά πύλες της Θήβας θα κλείσουν μια για πάντα τα φτηνά αρπαχτικά όνειρα του αλαζόνα βασιλιά του Άργους” απάντησε ο Ετεοκλής.
“Πως σκέφτεστε να αμυνθούμε στη συνέχεια; οι Αργείοι δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια” μίλησε ο Άκτωρας.
Ο Ετεοκλής πήρε πάλι το λόγο με ύφος βλοσυρό.
“Θα οργανώσουμε την άμυνά μας μέσα από τα τείχη. Οι δυνάμεις μας θα μοιραστούν είτε πάνω από αυτά είτε πίσω απ τις πύλες αν χρειαστεί να τις υπερασπίσουν. Θα τους αφήσουμε να επιτεθούν εκείνοι αυτή τη φορά. Έχουμε το πλεονέκτημα της άμυνας και της θέσης. Και σαν καταφέρουμε να τους αποκρούσουμε θα κρίνουμε εκείνη τη στιγμή τι θα γίνει. Θα αναδιοργανώσουμε το Ιππικό μας και στην πρώτη ευκαιρία θα τους χτυπήσουμε στον κάμπο έξω”
Ακολούθησε συζήτηση, ανταλλαγές απόψεων και σκέψεων. Κάποια στιγμή το συμβούλιο τέλειωσε. Ότι ήταν να ειπωθεί και να αναλυθεί είχε ήδη γίνει. Οι πολέμαρχοι έφυγαν όλοι. Έμειναν στη μεγάλη αίθουσα τρεις: Ο Ετεοκλής, ο Κρέων που τις τελευταίες ώρες η θέση του είχε αναβαθμιστεί και ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του.
“Θέλω να θυμάσαι αυτά που σου άφησα σαν επιθυμίες μου σεβαστέ μου θείε”, είπε ο βασιλιάς.
“Να είσαι σίγουρος παιδί μου” απάντησε ο Κρέων.
Ο Ετεοκλής πλησίασε τον νεαρό που είχε δίπλα του ο θείος του. Ήταν όμορφος με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Στο άγουρο ακόμα πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο ενθουσιασμός και η πίστη.
“Είναι ο δεύτερος γιος σου Κρέοντα; Τον Αίμωνα τον γνωρίζω καλά” ρώτησε ο βασιλιάς.
“Ναι, το άλλο μου καμάρι!” απάντησε εκείνος.
Ο Ετεοκλής παρατηρούσε την αστραφτερή στολή του νεαρού και το χάλκινο σπαθί του θηκαρωμένο στο πλάι της ζώνης του.
“Είσαι ο Μενοικέας!” τού είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Εκείνος χαιρέτισε με μια μικρή κλίση στο κεφάλι του.
“Μάλιστα βασιλιά μου” αποκρίθηκε εκείνος.
“Μεγάλωσες! Έχω να σε δω από παιδί. Ήσουν χθες στη μάχη έξω γιε μου;” τον ρώτησε.
“Ναι, ήμουν στους λόχους του πεζικού! Στρατηγός μου ο Λασθένης. Παραταχτήκαμε έξω από τα τείχη…” απάντησε εκείνος με ενθουσιασμό.
“Η ορμή της νιότης...μεγάλωσες απότομα χθες Μενοικέα! Βλέπω στο βλέμμα σου αυτό σου το πάθος και τη δύναμη” σχολίασε ο Ετεοκλής.
“Η πίστη για την πατρίδα είναι πάνω απ όλα βασιλιά μου! Οι αξίες αυτές είναι για μένα αδιαπραγμάτευτες” απάντησε ο νεαρός με έπαρση στα μάτια.
“Να προσέχεις παιδί μου! Ο Λοξίας Απόλλων να στέκει στο πλάι σου” είπε ο Ετεοκλής γυρίζοντας προς τον Κρέοντα.
“Να χαίρεσαι το γιό σου θείε. Άξιος συνεχιστής σου και πιστός μαχητής της Θήβας… Τέτοιους μαχητές έχει ανάγκη η πόλη για να επιβιώσει. Δεν σας θέλω άλλο μπορείτε να φύγετε αν θέλετε”
“Ναι, είναι ώρα να φύγουμε” απάντησε ο Κρέων. Σε λίγο έβγαιναν από το παλάτι κατηφορίζοντας προς το σπίτι τους. Ο γηραιός παλιός βασιλιάς έδειχνε προβληματισμένος.
“Τι σε απασχολεί πατέρα;” τον ρώτησε ο γιος του.
“Περιμένω τον μάντη. Έστειλα αγγελιοφόρο να του μηνύσει να έρθει”
“Τον Τειρεσία;”
“Ναι…”
“Τι τον θέλεις;”
“Μού μήνυσε ότι με θέλει. Μπορεί να κομπάζουμε για το θάνατο του Τυδέα αλλά έχω ανάγκη να μάθω τη σκέψη των Θεών; Και ο μάντης μονάχα μπορεί να μού τη δώσει”
“Οι χρησμοί πατέρα βγαίνουν στο πεδίο της μάχης και της υπεράσπισης της πατρίδας” αντέτεινε ο γιος του, “και όχι στις οιωνοσκοπίες που κάνουν οι μάντεις”
“Αχ της νιότης σου η ορμή! Είμαι περήφανος που είσαι γιος μου αλλά μην ξεχνάς είμαι και πατέρας. Πατέρας, νιώθω, όλων των Θηβαίων. Κάποτε μου εμπιστεύτηκαν την πόλη σαν η θανατηφόρα Σφίγγα βασάνιζε τη γη μας. Μάλλον κάτι έχει να μού πει αλλά θέλω και εγώ να μάθω τις προβλέψεις του μάντη. Είναι φρόνιμο να πατάμε στις σκέψεις των Θεών”
Ο νεαρός τον κοίταξε και δεν μίλησε.
Θρήνος για την Ισμήνη
Ο Περικλύμενος είχε γυρίσει πίσω στη Θήβα σωστό ράκος. Τα όσα έγιναν τη χθεσινή ημέρα έξω στον κάμπο ήταν ζωγραφισμένα σαν εφιάλτης στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τού είχε συμβεί. Μια δύναμη τρόμου και πανικού τον έσπρωξε μακριά απ την αγαπημένη του. Ποια παρουσία τον ευνούχισε πνευματικά ώστε να μην έχει την παραμικρή αίσθηση να μείνει εκεί κοντά της. Όπως έπρεπε! Όπως είχε καθήκον να κάνει. Να την υπερασπιστεί. Και εκείνην και το ναό της Αθηνάς. Αναλογιζόταν αν έφταιξε σε κάτι και η Θεά επιφύλαξε τέτοιο τέλος. Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Τριγυρνούσε μέσα στα τείχη σαν θεριό ανήμερο περιμένοντας τη στιγμή να επιστρέψει εκεί απ όπου δεν έπρεπε να φύγει ποτέ!
Ήδη η απουσία της Ισμήνης είχε μαθευτεί και είχε γίνει αισθητή. Οι δύο νεαρές κοπέλες του ναού είχαν μιλήσει. Τα ανήσυχα νέα που κατέτρωγαν τους πάντες είχαν αρχίσει να απλώνονται στην πόλη. Εκείνος ήξερε! Ήταν ο μόνος που ήξερε. Ένιωθε το κορμί του να τρέμει απ την ντροπή και τη στενοχώρια. Ήδη οι ενοχές άρχισαν να τον βασανίζουν. Περίμενε να κοπάσει η αντάρα της μάχης και να δηλώσει στο βασιλιά ότι θα πάει ο ίδιος με ένα απόσπασμα να ερευνήσει στον ναό της Αθηνάς. Πράγμα που έκανε. Έτρεμε στην ιδέα να τούς πει την αλήθεια.
Το άλογό του ήταν λίγα μέτρα μπροστά από τους επτά ακόμα ιππείς που τον συνόδευαν. Βγήκαν από τα τείχη της πόλης και κατευθύνθηκαν προς τον ναό που απείχε κάποια στάδια από εκεί. Όσο πλησίαζαν τόσο τα χέρια του έτρεμαν πάνω στα γκέμια του αλόγου του. Και όταν πια το σχήμα του ναού άρχισε να παίρνει σαφή μορφή μπροστά τους δυσκολεύονταν ακόμα και να ιππεύσει. Σαν έφτασαν εκεί ξεπέζεψε. Δύο από τους καβαλάρηδες τον ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι επέβλεπαν το χώρο ολόγυρά τους. Νεκρική σιγή απλώνονταν στον κάμπο της Θήβας. Κατά διαστήματα κάποιες άμαξες κουβαλούσαν τα σώματα των νεκρών Θηβαίων μέσα στα τείχη ενώ πέρα μακρύτερα το ίδιο συνέβαινε και με τους Αργείους.
Το κορμί του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μπήκε στον ναό. Μέσα του ξύπνησαν οι εφιαλτικές εικόνες της προηγούμενης μέρας. Νόμιζε ότι άκουγε στα αυτιά του τις κραυγές της, τις ικεσίες της να μείνει κοντά της. Άρχισε να τρέμει. Χοντρές στάλες ιδρώτα μούσκεψαν το πρόσωπό του.
“Είστε καλά;” τον ρώτησε ο ένας από τους δύο συνοδούς του.
Δεν απάντησε. Συνέχισε να προχωρεί με δυσκολία χάνοντας τα βήματά του. Δεν χρειάστηκε να προχωρήσουν πολύ. Την βρήκαν εκεί πεσμένη στη βάση του βωμού. Μουσκεμένη στο αίμα της. Τα μάτια του θόλωσαν. Γέμισαν δάκρυα και ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ήττας και ντροπής ήρθε να τον τυλίξει πνίγοντάς τον. Έπεσε στα γόνατα κοντά της. Άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να την αγκαλιάσει αλλά ένιωθε την ενοχή να τον καίει. Η κραυγή του ήχησε κόβοντας την νεκρική γαλήνη ολόγυρα κάνοντας τα άλογα να χλιμιντρίσουν. Την πήρε στην αγκαλιά του. Παγωμένη, ακίνητη, χλωμή. Τον είδαν να βγαίνει απ τον ναό σαν φάντασμα. Κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την όψη του. Την απόθεσε στο άλογό του. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Την μοναδική φορά που το έκανε για να τα κλείσει ήταν σαν να τον κοιτούσε ανέκφραστα ρωτώντας τον γιατί την εγκατέλειψε. Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Σε αυτό το ερώτημα δεν είχε να δώσει απάντηση. Και ήξερε ότι θα τού γύρευε απόκριση σε ολάκερη την υπόλοιπη ζωή του. Όση του έμελλε να ζήσει. Δεν ήξερε καν αυτόν που της πήρε τη ζωή. Αυτή τη μανιασμένη μορφή που εμφανίστηκε εκεί τυλιγμένη σε αυτό το θανάσιμο φως, λες σταλμένη από κάπου έξω απ τις επιλογές των ανθρώπων. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ορκιστεί εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του. Αυτό ήταν και το μοναδικό που μπορούσε να του δώσει δύναμη και σκοπό σε όσα θα ακολουθούσαν.
Η είδηση του θανάτου της Ισμήνης έπεσε στην πόλη σαν τον ερχομό της φονικής Σφίγγας τότε που αποτελούσε μόνιμη πληγή στη ζωή τους. Καθένας είχε τους δικούς του λόγους για να την θρηνήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ο λαός της Θήβας γιατί την ήξερε σαν μια απλή και προσιτή κόρη του παλιού ένδοξου βασιλιά τους. Που ζούσε ανάμεσά τους χωρίς έπαρση και αλαζονεία. Ο Ετεοκλής γιατί, παρά τις μεγαλοστομίες και την σκληρότητα με την οποία η εξουσία και η αρχομανία τυλίγει τον άνθρωπο, δεν έπαυε να ήταν η μικρή του αδελφή. Αλήθεια πόσο ξαναγινόμαστε πάλι απλοί άνθρωποι όταν το κακό μας τυλίξει. Μόλις ο θάνατος αφήσει τη σκιά του επάνω μας τότε νιώθουμε την ανάγκη να πονέσουμε, να κλάψουμε, να αισθανθούμε αδύνατοι. Γιατί τέτοιοι πραγματικά είμαστε. Η Ιοκάστη δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα στη ζωή της που στα τελευταία χρόνια είχε βουλιάξει στη δυστυχία. Μετά τον άντρα της, η μικρή της κόρη. Και με τον πόλεμο έξω να έχει ξεκινήσει να μαίνεται, να ανατριχιάζει στο φόβο για το επόμενο χτύπημα. Τα δυό της αγόρια είχαν πια βγάλει τα σπαθιά απ τα θηκάρια και ήταν θέμα χρόνου να βρεθούν αντιμέτωποι. Τέλος η Αντιγόνη. Ναι, η μεγάλη της αδελφή. Η είδηση του θανάτου της ήταν μια ακόμα μαχαιριά στη ζωή της. Ένα κενό μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Προσπαθούσε να συνηθίσει αυτό το κενό που μεγάλωνε μέσα της απειλώντας να την γκρεμίσει εντελώς.
Ο Περικλύμενος είχε φροντίσει να πλύνει και να καθαρίσει το σώμα της τιμώντας το με νεκρικές χοές πριν το παραδώσει στους δικούς της στο παλάτι. Δεν ήθελε η εικόνα της σφαγμένης Ισμήνης με τον τρόμο απλωμένο στα μάτια της να φτάσει στους δικούς της. Θα αποτελούσε μοναδική προίκα μονάχα για τον ίδιο. Και ασήκωτο βάρος ενοχής, ντροπής αλλά συνάμα και οργής. Ήθελε να πάρει το αίμα της πίσω. Αργά βέβαια γι’ αυτήν αλλά ίσως ένα ελάχιστο ίαμα για το βάρος που θα κουβαλούσε στην καρδιά και στη σκέψη του. Ολάκερη η Θήβα έκλαψε και τίμησε την όμορφη κόρη. Όπως της έπρεπε και της άξιζε.
Έτσι πέρασε στην ιστορία η Ισμήνη, η νεώτερη θυγατέρα του Οιδίποδα. Ως αθώα, πλήρωσε και εκείνη ακριβά το άγος και την βαριά κατάρα που συνόδευε τον οίκο τους. Αλλά και τη δειλία του ανθρώπου, που αγαπούσε. Και τα γεγονότα ήταν τέτοια, που δεν άφηναν σε κανέναν τους την πολυπόθητη γαλήνη να συνειδητοποιήσουν το χαμό της. Ήταν τόσα πολλά αυτά άλλωστε αυτά που θα ακολουθούσαν.
Ο χρησμός του Τειρεσία
“Κόρη μου Μαντώ[1], φτάσαμε;” ακούστηκε δυνατά η φωνή του.
“Ναι πατέρα! Είμαστε έξω απ το σπίτι του Κρέοντα” απάντησε εκείνη καθώς με κόπο τον έβαλαν να πατήσει στη γη. Ο Τειρεσίας άπλωσε το χέρι του ψηλαφίζοντας δήθεν τον αγέρα ολόγυρά του. Ήταν τυφλός και μεγάλος σε ηλικία. Τα χρόνια του είχαν αφήσει στο σώμα του τα σημάδια τους. Στήριξε το ένα του χέρι στο μεγάλο ξύλινο ραβδί του και το άλλο στην κόρη του.
“Σε θέλει πατέρα να του δώσεις τις προβλέψεις σου για τον πόλεμο που μας βρήκε”
Η Μαντώ έπιασε τον πατέρα της και άρχισαν να ανεβαίνουν.
“Ήρθε η ώρα λοιπόν να ακούσει…” είπε ο Τειρεσίας με βλέμμα απέραντο πέρα στον ορίζοντα.
Η Μαντώ πρόσεξε τα λόγια του αλλά δεν μίλησε. Σε λίγο ήταν μπροστά στον Κρέοντα. Η υποδοχή ήταν βαθιά ανθρώπινη και έδειχνε τον σεβασμό του Κρέοντα προς τον Τειρεσία. Δεν έχασε χρόνο και τον ρώτησε.
“Καλώς όρισες μάντη Τειρεσία!”
“Καλώς σε βρίσκω παλιέ βασιλιά της πόλης των Καδμείων, ήρθα λοιπόν να με δεις. Ξέρεις ότι δεν είναι πια εύκολο για τα κουρασμένα μου ποδάρια να στέκομαι ορθός…”
“Έμαθα με ζήτησες αλλά και εγώ σε ήθελα σεβαστέ μάντη”
“Άρα κάτι σοβαρό σε βασανίζει. Τι είναι αυτό για το οποίο ζητάς τη γνώμη μου;”
“Καλά το κατάλαβες! Δεν χρειάζεται να σου θυμίσω για το στρατό των Δαναών και τον έναν απ’ τους γιους του Οιδίποδα, τον Πολυνείκη. Έστρεψε τα όπλα στην ίδια του την πατρίδα και με ξενόφερτο στρατό απειλεί να κουρσέψει τη Θήβα”
Ο Τειρεσίας κούνησε το κεφάλι του με αγωνία.
“Ναι Κρέοντα, τα γνωρίζω όλα τούτα. Από παλιά είχα μιλήσει για την ανόσια συμπεριφορά των παιδιών του. Μάλιστα τούς είχα πει να μην τού φέρονται με τέτοιο τρόπο. Η τραγική του μοίρα δεν ήταν δική του επιλογή, δεν κρίνεται για τη συνειδητή του ανόσια πράξη. Κατάρα σέρνει πίσω του βαριά και το ξέρουμε όλοι…”
“Γιατί πας πίσω στην ιστορία αυτή μάντη;”
“Γιατί εκεί είναι η ρίζα του κακού. Αν τα παιδιά του τον αντιμετώπιζαν πιο συνετά δεν θα τον οδηγούσαν να ξεστομίσει κατάρες ανόσιες και βαριές. Να τώρα που αλληλοσφάζονται στα τείχη της πόλης και μαζί μ’ αυτούς σέρνουν στο χορό του θανάτου χιλιάδες νέους. Για να γεμίσουν τα σπίτια με τους θρήνους των μανάδων και των αδελφών”
“Άκου Τειρεσία! Έξω γίνεται πόλεμος. Η πόλη κινδυνεύει. Και εγώ και ο Ετεοκλής θέλουμε τη γνώμη σου. Τι να κάνουμε να σώσουμε τη γη μας; Αυτό θέλω να μου πεις! Γιατί πιστεύω μπορείς να το δεις, όπως μας γλίτωσες και τότε, καθώς λες, απ’ το λιμό”
Ο Τειρεσίας έδειχνε έντονα προβληματισμένος. Σαν να προσπαθούσε να αποφύγει κάτι.
“Λένε ότι το χάρισμα της μαντικής είναι δώρο των Θεών στους ανθρώπους. Ότι τους φέρνουν τη δύναμη που έχουν για να προβλέπουν το μέλλον και να βλέπουν εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Να όμως που κάποιες φορές τούτο το δώρο, καθώς λένε, είναι και κατάρα μαζί…”
“Γιατί το λες αυτό γέροντα;” ρώτησε παραξενεμένος ο Κρέων.
“Γιατί κάθε άνθρωπος θέλει να ηχήσει στα αυτιά του αυτό που τού αρέσει. Αλίμονο αν ακουστεί κάτι παράταιρο για αυτούς. Τότε γίνεσαι ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Αυτή είναι η μοίρα μας…”
“Δεν έχουμε ώρα για τέτοιες σκέψεις γέροντα. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Άκου! Έξω χλιμιντρούν τα άλογα του λευκάσπιδου στρατού. Ακονίζονται ξανά τα σπαθιά και τα δόρατα. Πρέπει να ακούσω τη γνώμη σου!” αντιγύρισε ο Κρέων.
Ο Τειρεσίας έκανε μια κίνηση προς την κόρη του.
“Μαντώ, πάμε παιδί μου…”
“Στάσου γέροντα! Πού θες να πας; Γιατί να φύγεις. Πρώτα θα ακούσω τα λόγια σου” φώναξε δυνατά.
“Είσαι σίγουρος ότι το θες;”
“Τι πα να πει αυτό; Τόση ώρα αυτό σε παρακινώ να κάνεις”
“Αλίμονο Απόλλωνα! Σε τι μονοπάτια με βάζεις!” γόγγυξε ο Τειρεσίας.
“Μήτε εγώ, μήτε εσύ είμαστε πια παιδιά για να κρυβόμαστε στο φόβο γέροντα!”
“Εντάξει λοιπόν! Αφού το θες, αλλιώτικα δεν μπορώ να πράξω. Παρά μονάχα την αλήθεια να πω, όποια και να ‘ναι. Αρκεί να μπορέσεις να την ακούσεις παλιέ βασιλιά της Θήβας”
Ο Κρέων τρόμαξε. Για πρώτη φορά ένιωσε τόσο ανήσυχος.
“Μένει της Θήβας να χαθεί λοιπόν; Αυτό μού λες; Αυτό μού κρύβεις; Μίλα!”
Ο Τειρεσίας αντί για απάντηση έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο. Άπλωσε τα χέρια του σαν να έψαχνε κάτι να αγγίξει.
“Ποιος άλλος είναι εδώ; Νιώθω κι άλλη μια παρουσία…” ρώτησε προς το μέρος του Κρέοντα.
“Ο γιος μου ο Μενοικέας, ο μικρός, γιατί ρωτάς;”
Στο πρόσωπο του Τειρεσία αποτυπώθηκε μια έκφραση οδύνης.
“Διώξ’ τον να φύγει μακριά”
“Ο Μενοικέας είναι πια πολεμιστής! Μην έχεις έγνοια”
“Άκουσέ με και πες στο παιδί να φύγει!” επέμενε ο μάντης.
“Δεν είμαι πια παιδί σεβάσμιε Τειρεσία! Ανήκω στο στρατό και ήδη υπερασπίζομαι την πατρίδα και τη γη μας” μπήκε στην κουβέντα ο Μενοικέας.
“Καλά σού λέει μάντη, ο γιος μου χθες ήταν έξω απ τα τείχη και πολεμούσε για την πόλη μας” πρόσθεσε ο πατέρας του.
“Παιδί μου, είναι πράγματα που δεν μπορούν να τα ακούσουν όλοι, άκου τη σοφή κουβέντα μου…” επέμεινε μία ακόμα φορά ο μάντης.
“Γέροντα! Προχώρα! Δεν έχουμε χρόνο!” απάντησε ο Κρέων με έμφαση.
“Το κρίμα δικό σου τότες...”
Ο Τειρεσίας κόμπιασε για λίγο. Ύστερα σαν να μάζευε όλη του τη δύναμη άρχισε να μιλάει:
“Άκου τι προστάζει ο Άρης! Γιατί, δικό του θέλημα και ορμήνια είναι. Από παλιά πίσω στο χρόνο βαστάει η έχθρα του για το θάνατο του δράκοντα, του γιου του. Τότε στου Κάδμου τα πρώτα χρόνια…”
“Αν είναι δυνατόν! Ακόμα βαστάει αυτή η μανία; Πόσες γενιές διάβηκαν από τότε! Πόσοι και πόσοι εξευμενισμοί!”
“Καλά κρατεί η αντάρα στο θεό του πολέμου. Και σαν τέτοια διψάει για αίμα και καθαρμό. Και μόνο ένας τρόπος υπάρχει κατά την ορμήνια του…”
“Να κάνουμε θυσία; Αυτό ζητά; Αν είναι έτσι πες μου να προλάβω, να τρέξω…” διέκοψε ο Κρέων.
“Θυσία θέλει ο στρατηλάτης πολέμαρχος του Ολύμπου. Αλλά ποια θυσία; Όχι τις σπονδές που ξέρουμε…”
“Αλλά;”
Ο Τειρεσίας δίστασε:
“Αίμα γενναίου νεαρού άντρα ζητάει ο Θεός του πολέμου Κρέοντα!”
Όλοι ανατρίχιασαν στο άκουσμα….
“Αίμα που θα ποτίσει το μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας ο γιος του. Μόνο έτσι θα δώσει νίκη στα άρματα της πόλης και τη σωτηρία της…”
Ο Κρέων και ο Μενοικέας είχαν χλωμιάσει. Ακόμα και η Μαντώ.
“Ξέρεις ποιος πρέπει να… πληρώσει με το αίμα του;” ρώτησε με αγωνία ο Κρέων.
“Ξέρω…. Που να μην είχα ποτέ μου αυτή τη δύναμη” αποκρίθηκε ο Τειρεσίας.
“Λέγε μάντη, δεν την αντέχω άλλη προσμονή, λέγε!”
Ο Τειρεσίας τον κοίταξε στα μάτια και απάντησε. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του σαν βέλη που τρυπούσαν πέρα ως πέρα το σώμα.
“Ο γιος σου ο
Μενοικέας, Κρέων!”
Κραυγές τρόμου έφυγαν από τα στόματα των τριών.
“Τι είπες γέρο; Είσαι στα λογικά σου;” σφύριξε με μανία ο Κρέων.
“Ο γιος σου ο Μενοικέας πρέπει να θυσιαστεί για να σωθεί η πόλη. Όπως σου είπα…. Το αίμα του πρέπει να βάψει τη γη στο μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας. Για να φύγει το κακό που στέκεται ολοσκότεινο στην πόλη”
“Φτάνει!!! Πάψε δεν θέλω να ακούω!” ήχησε τρομερή η κραυγή του Κρέοντα στο δώμα.
“Δύο επιλογές έχεις. Και οι δυό ποτισμένες με φαρμάκι. Την πόλη σου θα χάσεις ή το γιο σου”
“Σταμάτα! Καταραμένη να είναι η στιγμή που άνοιξες το στόμα σου!”
“Μου το ζήτησες, δική σου επιλογή είναι… εγώ ο δύσμοιρος σού ζήτησα λέξη να μη ξεστομίσω”
Ο Μενοικέας έτρεμε απ την αγωνία του τριγυρίζοντας σαν τρελός στο δώμα. Ο Κρέων τραβούσε τα μαλλιά του σε απόγνωση. Κάποια στιγμή άρχισε να παραληρεί.
“Δεν μπορεί, κάνεις λάθος! Ναι! Σε δοκιμάζουν οι Θεοί Τειρεσία! Αυτό είναι! Δεν μπορεί να βαστάξει το δίκιο τέτοια θέληση…”
“Ότι ήταν να πω στο είπα… ώρα πια να φύγω… δεν ωφελεί η παρουσία μου άλλο… Μαντώ πάμε να γυρίσουμε. Είναι πικρή του μάντη η ώρα σαν έρχεται στιγμή να φωνάξει την αλήθεια…”
“Φύγε γέρο και μην μιλήσεις πουθενά άκουσες;” μίλησε απειλητικά ο Κρέων, “Πουθενά! Τίποτα δεν ακούστηκε απ’ το στόμα σου ακούς; Τίποτα!” ούρλιαξε ο άρχοντας.
“Μού ζητάς να σωπάσω;”
“Ναι! Αυτό σου ζητάω ικετεύοντας. Έτσι κι αλλιώς απ την αρχή δεν ήθελες να μιλήσεις για αυτό. Οπότε κάντο! Το κρίμα δικό μου”
Ο Τειρεσίας δεν απάντησε. Έκανε στροφή προς την έξοδο. Η κόρη του τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε να φύγουν. Σε λίγο η άμαξα που τους είχε φέρει τους έπαιρνε μακριά αφήνοντας πίσω τον τρόμο και την αγωνία.
Ο Κρέων για μια στιγμή βρήκε την αυτοκυριαρχία του.
“Μενοικέα! Πρέπει να φύγεις!”
“Τι λες πατέρα; Να πάω πού;”
“Να φύγεις όσο γίνεται πιο γρήγορα. Θα σε φυγαδεύσω εγώ έξω απ τη Θήβα, θα πούμε πας να φέρεις ενισχύσεις…”
“Πατέρα τι λες; Έχασες τα λογικά σου; Και η πόλη;”
Βούτηξε το γιο του απ τους ώμους και τον ταρακουνούσε.
“Ο γέρος το ‘χει χαμένο! Δεν ξέρει τι λέει. Τα ‘χασε στα γηρατειά του. Εσύ φύγε. Δεν τον εμπιστεύομαι. Μην αρχίσει να λέει δεξιά-αριστερά τάχα μου για το χρησμό του. Θα μας πάρει στο λαιμό του. Φύγε, ετοίμασε το άλογό σου και τράβα σε συγγενείς, πάνω στην Δωδώνη, έχουμε δικούς μας εκεί…”
Ο Μενοικέας στάθηκε για μια στιγμή σιωπηρός.
“Πατέρα πώς θα φύγω; Πως θα δικαιολογηθώ; Στην μητέρα, στους φίλους, στους συμπολεμιστές μου. Τι μου ζητάς; Να σέρνω πάνω μου την κηλίδα του δειλού και του ατιμασμένου;”
“Τι είναι αυτά που μου λες γιε μου;” ούρλιαξε ο Κρέων με εμφανή την απελπισία στο πρόσωπό του, “Άκουσες τι είπε αυτός ο ξεμωραμένος; Τι μου ζητάς; Να σε παραδώσω νεκρό; Να δώσω πίστη στα λόγια του; Στο κάτω-κάτω αν είναι η πόλη να χαθεί, τότες να υπάρχει ένας ηγεμόνας να ορκιστεί για την εκδίκησή της, να σώσει τη Βοιωτία απ’ τον αφανισμό”
“Μα εσύ τού ζήτησες το χρησμό του”
“Δεν είναι δυνατόν ο Θεός του πολέμου, ο ασημόσπαθος Άρης, αυτός που έδωσε την κόρη του στον Κάδμο για γυναίκα, να έρχεται τώρα να θυμάται να πάρει πίσω το αίμα ενός τέρατος… Γενιές ολάκερες διαβήκαν από τότε και τίποτε δεν έγινε. Ο ίδιος ο γεννήτορας της Θήβας, ο Κάδμος φρόντισε να εξευμενίσει την οργή του Θεού”
Ακολούθησε σιωπή. Ο γηραιός Κρέων έτρεμε από την αγωνία. Λυγμοί πνιχτοί ανέβαιναν στο στόμα του και προσπαθούσε μάταια να κρατηθεί. Ο γιος του μαλάκωσε. Για μια στιγμή τον κοίταξε.
“Εντάξει πατέρα. Ησύχασε σε παρακαλώ! Θα φύγω. Θα κάνω το θέλημά σου και θα πάω στη Δωδώνη όπως μου τάζεις. Το βλέπω και εγώ ότι είναι ...παράλογο, τρομερό!”
“Επί τέλους μια λογική κουβέντα απ το στόμα σου!” σχολίασε ο πατέρας του.
“Είναι ...άδικο. Αλλά… δώσε μου λίγο χρόνο. Θα φύγω αύριο… απόψε είναι αργά. Λίγο χρόνο να αποχαιρετίσω τη μάνα μου και τους φίλους μου”
“Εντάξει για τη μάνα σου, το λόγο θα της τον εξηγήσω εγώ! Άφησε τους φίλους, τι θα τους πεις; Τι λόγο θα τους δώσεις; Θα είναι χειρότερα έτσι. Εγώ θα σε καλύψω στο βασιλιά. Θα πω φεύγεις για να φέρεις συμμάχους και στρατό”
“Εντάξει πατέρα! Θα δω μονάχα τη μάνα. Πάω να ετοιμάσω το άλογό μου”
Ο Κρέοντας τον άρπαξε στην αγκαλιά του σφίγγοντάς τον δυνατά.
“Γιε μου! Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες. Στη Δωδώνη έχουμε συγγενείς. Ξέρεις που θα πας και ποιον θα βρεις. Θα σου μηνύσω με αγγελιοφόρο πότε θα γυρίσεις. Όταν όλα θα πάψουν…”
“Θα έρθω πατέρα να σε χαιρετίσω πριν φύγω…” είπε ο Μενοικέας με δάκρυα στα μάτια. Η ένταση στον ψυχικό του κόσμο ήταν τέτοια που ένιωθε να τον διαλύει. Όπως κι αυτή στον πατέρα του, τον παλιό δυνατό βασιλιά. Που τώρα παράπαιε αδύναμος και ευάλωτος στα χτυπήματα της μοίρας και στις προσταγές των Θεών. Ο γιος του έφυγε απ την αγκαλιά του. Έριξε μια ματιά ολόγυρά του και βγήκε βιαστικός απ το σπίτι του.