H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 24η δημοσίευση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7















 
Στην προηγούμενη δημοσίευση, στο κεφάλαιο 3.4 παρακολουθήσαμε την πρώτη φονική αιματηρή μάχη έξω απ' τα τείχη της Θήβας. Την πρώτη επίθεση του ιππικού των Θηβαίων στο ανοιχτό πεδίο, που ξάφνιασε τους Αργείους και τους συμμάχους. Την αντεπίθεση των δεύτερων και τη γενίκευση της σκληρής σύγκρουσης.
Είδαμε τον τραγικό θάνατο της Ισμήνης, κόρης του Οιδίποδα, μέσα στον ιερό ναό της Αθηνάς, όπου είχε καταφύγει με τον αγαπημένο της, Περικλύμενο, ο οποίος κατ' ουσίαν, την εγκατέλειψε στα μανιασμένα χέρια του Τυδέα.
Τέλος, είδαμε τη συνέχεια της μάχης αλλά και τον θανάσιμο τραυματισμό του Τυδέα, τη βαρύτατη ύβρη του στον άνθρωπο που τον πλήγωσε και το θάνατό του.
Το κεφάλαιο έκλεισε με το θρήνο των Αργείων για τον νεαρό μαχητή και γαμπρό του βασιλιά Άδραστου. Ο κάμπος της Θήβας χάσκει με νεκρούς, πόνο και αντάρα. 
 
Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Την αφήνουμε να συνοδεύσει την ανάγνωσή μας.

 

 
 3.5 Οι επόμενες μέρες  (Μέρος πρώτο)

 

Η σκιά τριών μεγάλων βράχων εκεί κοντά στο μεγάλο δρόμο που οδηγούσε προς τη Χαλκίδα θα συνόδευε το σώμα του Τυδέα να ταφεί. Η επόμενη μέρα της μεγάλης μάχης ξημέρωσε πάντα μέσα στη σιωπή. Τον θρήνησαν οι συμπολεμιστές του, περισσότεροι οι Καλυδώνιοι που ήταν μαζί του αλλά και ο Άδραστος με τον Πολυνείκη. Ο τελευταίος έδειχνε απαρηγόρητος.

“Αδελφέ μου…” μονολογούσε, “ήρθες στη ζωή μου σαν αντίμαχος, εκείνη τη βραδιά και φεύγεις νεκρός δίπλα μου…. Για τη δική μου δικαίωση. Ποια απόφαση της Μοίρας σε έφερε κοντά μου εκείνο το βράδυ Τυδέα! Σε τράβηξε στο θάνατο η δική μου επιλογή. Δικό μου φταίξιμο ο χαμός σου… ήρθες για μένα εδώ… κινδύνεψες δυό φορές μα τούτη δεν γλίτωσες”.

Πήρε στα χέρια του δύο ασημένια νομίσματα και τα έβαλε πάνω στα κλειστά μάτια του Τυδέα.

“Ας είναι ο Άδης φιλικός μαζί σου γιε του Οινέα”

Ακολούθησε και ο Άδραστος, το ίδιο συγκινημένος κι αυτός. Αποχαιρέτισε το γαμπρό του σιωπηρά. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήδη μπορούσε να νιώσει το θρήνο της μεγάλης του κόρης, που ο θάνατος του άντρα της, ρήμαζε το σπιτικό της. Έμεινε κοντά του ώσπου το σώμα του να χαθεί κάτω από το χώμα.

 

“Τι προστάζεις για σήμερα;” ρώτησε τον Άδραστο ο Αμφιάραος, που έκανε και τις τιμές στη σωρό του νεκρού.

“Δεν έχει τίποτα σήμερα μάντη! Περισυλλογή νεκρών. Αύριο τα υπόλοιπα. Σκληρά και με εκδίκηση”

Ο Πολυνείκης πλησίασε τον Αμφιάραο. Περπατούσαν και οι δύο δίπλα-δίπλα επιστρέφοντας στο χώρο που στρατοπέδευαν.

“Το είδες ότι ξεκίνησε!” τού είπε ο μάντης χωρίς καν να τον κοιτάξει στα μάτια. Ο Πολυνείκης τού έριξε μια ματιά γεμάτη απορία.

“Πως μπορείς στο χαμό ενός συντρόφου μας να μπλέκεις τους χρησμούς σου;” απάντησε.

“Ο Τυδέας είναι ο πρώτος, μα δεν θα είναι ο τελευταίος. Αυτό που είπα θα γίνει ως το τέλος» σχολίασε ο Αμφιάραος, παγωμένος.

«Ότι είναι δοσμένο απ τους Θεούς θα γίνει Αμφιάραε. Κανείς δεν πρόκειται μα και δεν μπορεί να το αλλάξει. Μόνο σταμάτα να ρίχνεις το ηθικό των στρατιωτών…”

“Φοβάσαι;” τον ρώτησε με σκέψεις σκοτεινές.

“Όποιος λέει ότι δεν φοβάται στη ζωή του είναι ψεύτης. Απλά μπορώ να διαχειρίζομαι το φόβο μου και να μην κρύβομαι πίσω του» απάντησε με τη σειρά το ο Πολυνείκης.

 

Στη Θήβα ο Μελάνιππος τάφηκε κοντά στις πύλες του Προίτου. Τον θρήνησαν κι αυτόν οι Θηβαίοι.  Μα και πανηγύρισαν το θάνατο του Τυδέα που τον έτρεμαν στην κυριολεξία. Ήταν όμως και προβληματισμένοι. Και στο συμβούλιο που έγινε εκείνη τη μέρα το πρωί ήταν αποκαλυπτικοί.

 

“Δεν έχουμε χρόνο μήτε για θρήνους μήτε για κομπασμούς” κάποια στιγμή μίλησε δυνατά ο Ετεοκλής συνεχίζοντας:

“Μπορεί να στείλαμε στον Άδη έναν από τους βασικούς στρατηγούς των Δαναών. Ο κομπασμός του Τυδέα μπορεί τώρα να αντηχεί στα σκοτάδια του Τάρταρου και το μήνυμα σε όλους εκείνους που μάζεψε ο επίορκος αδελφός μου να ακούστηκε ως ψηλά στον Όλυμπο. Χάσαμε και εμείς τον Μελάνιππο, γενναίο πολεμιστή και έντιμο άνθρωπο. Δεν ειπώθηκε όμως ακόμα η τελευταία λέξη σε αυτόν τον πόλεμο. Είναι πολύ νωρίς ακόμα”

“Χάσαμε τον κάμπο βασιλιά! Ίσως δεν θα έπρεπε να βγάλουμε τον στρατό μας έξω απ τα τείχη. Στο είπα και πριν ξεκινήσουμε…” διέκοψε ο Κρέων.

“Ναι αλλά ξαφνιάστηκαν” πρόλαβε να πει ο Ετεοκλής.

“Είχαμε μεγάλες απώλειες βασιλιά μου στο Ιππικό μας. Έμεινε σχεδόν το μισό” πρόσθεσε ο Υπέρβιος.

“Τα τείχη της πόλης είναι ανίκητα. Στέκουν εκεί απ τη γενιά του Αμφίονα και του Ζήθου. Και οι εφτά πύλες της Θήβας θα κλείσουν μια για πάντα τα φτηνά αρπαχτικά όνειρα του αλαζόνα βασιλιά του Άργους” απάντησε ο Ετεοκλής.

“Πως σκέφτεστε να αμυνθούμε στη συνέχεια; οι Αργείοι δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια” μίλησε ο Άκτωρας.

Ο Ετεοκλής πήρε πάλι το λόγο με ύφος βλοσυρό.

“Θα οργανώσουμε την άμυνά μας μέσα από τα τείχη. Οι δυνάμεις μας θα μοιραστούν είτε πάνω από αυτά είτε πίσω απ τις πύλες αν χρειαστεί να τις υπερασπίσουν. Θα τους αφήσουμε να επιτεθούν εκείνοι αυτή τη φορά. Έχουμε το πλεονέκτημα της άμυνας και της θέσης. Και σαν καταφέρουμε να τους αποκρούσουμε θα κρίνουμε εκείνη τη στιγμή τι θα γίνει. Θα αναδιοργανώσουμε το Ιππικό μας και στην πρώτη ευκαιρία θα τους χτυπήσουμε στον κάμπο έξω”

Ακολούθησε συζήτηση, ανταλλαγές απόψεων και σκέψεων. Κάποια στιγμή το συμβούλιο τέλειωσε. Ότι ήταν να ειπωθεί και να αναλυθεί είχε ήδη γίνει. Οι πολέμαρχοι έφυγαν όλοι. Έμειναν στη μεγάλη αίθουσα τρεις: Ο Ετεοκλής, ο Κρέων που τις τελευταίες ώρες η θέση του είχε αναβαθμιστεί και ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του.

“Θέλω να θυμάσαι αυτά που σου άφησα σαν επιθυμίες μου σεβαστέ μου θείε”, είπε ο βασιλιάς.

“Να είσαι σίγουρος παιδί μου” απάντησε ο Κρέων.

 

Ο Ετεοκλής πλησίασε τον νεαρό που είχε δίπλα του ο θείος του. Ήταν όμορφος με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Στο άγουρο ακόμα πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένος ο ενθουσιασμός και η πίστη.

“Είναι ο δεύτερος γιος σου Κρέοντα; Τον Αίμωνα τον γνωρίζω καλά” ρώτησε ο βασιλιάς.

“Ναι, το άλλο μου καμάρι!” απάντησε εκείνος.

Ο Ετεοκλής παρατηρούσε την αστραφτερή στολή του νεαρού και το χάλκινο σπαθί του θηκαρωμένο στο πλάι της ζώνης του.

“Είσαι ο Μενοικέας!” τού είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Εκείνος χαιρέτισε με μια μικρή κλίση στο κεφάλι του.

“Μάλιστα βασιλιά μου” αποκρίθηκε εκείνος.

“Μεγάλωσες! Έχω να σε δω από παιδί. Ήσουν χθες στη μάχη έξω γιε μου;” τον ρώτησε.

“Ναι, ήμουν στους λόχους του πεζικού! Στρατηγός μου ο Λασθένης. Παραταχτήκαμε έξω από τα τείχη…” απάντησε εκείνος με ενθουσιασμό.

“Η ορμή της νιότης...μεγάλωσες απότομα χθες Μενοικέα! Βλέπω στο βλέμμα σου αυτό σου το πάθος και τη δύναμη” σχολίασε ο Ετεοκλής.

“Η πίστη για την πατρίδα είναι πάνω απ όλα βασιλιά μου! Οι αξίες αυτές είναι για μένα αδιαπραγμάτευτες” απάντησε ο νεαρός με έπαρση στα μάτια.

“Να προσέχεις παιδί μου! Ο Λοξίας Απόλλων να στέκει στο πλάι σου” είπε ο Ετεοκλής γυρίζοντας προς τον Κρέοντα.

“Να χαίρεσαι το γιό σου θείε. Άξιος συνεχιστής σου και πιστός μαχητής της Θήβας… Τέτοιους μαχητές έχει ανάγκη η πόλη για να επιβιώσει. Δεν σας θέλω άλλο μπορείτε να φύγετε αν θέλετε”

“Ναι, είναι ώρα να φύγουμε” απάντησε ο Κρέων. Σε λίγο έβγαιναν από το παλάτι κατηφορίζοντας προς το σπίτι τους. Ο γηραιός παλιός βασιλιάς έδειχνε προβληματισμένος.

 

“Τι σε απασχολεί πατέρα;” τον ρώτησε ο γιος του.

“Περιμένω τον μάντη. Έστειλα αγγελιοφόρο να του μηνύσει να έρθει”

“Τον Τειρεσία;”

“Ναι…”

“Τι τον θέλεις;”

“Μού μήνυσε ότι με θέλει. Μπορεί να κομπάζουμε για το θάνατο του Τυδέα αλλά έχω ανάγκη να μάθω τη σκέψη των Θεών; Και ο μάντης μονάχα μπορεί να μού τη δώσει”

“Οι χρησμοί πατέρα βγαίνουν στο πεδίο της μάχης και της υπεράσπισης της πατρίδας” αντέτεινε ο γιος του, “και όχι στις οιωνοσκοπίες που κάνουν οι μάντεις”

“Αχ της νιότης σου η ορμή! Είμαι περήφανος που είσαι γιος μου αλλά μην ξεχνάς είμαι και πατέρας. Πατέρας, νιώθω, όλων των Θηβαίων. Κάποτε μου εμπιστεύτηκαν την πόλη σαν η θανατηφόρα Σφίγγα βασάνιζε τη γη μας. Μάλλον κάτι έχει να μού πει αλλά θέλω και εγώ να μάθω τις προβλέψεις του μάντη. Είναι φρόνιμο να πατάμε στις σκέψεις των Θεών”

Ο νεαρός τον κοίταξε και δεν μίλησε.

 

Θρήνος για την Ισμήνη

 

Ο Περικλύμενος είχε γυρίσει πίσω στη Θήβα σωστό ράκος. Τα όσα έγιναν τη χθεσινή ημέρα έξω στον κάμπο ήταν ζωγραφισμένα σαν εφιάλτης στο πρόσωπό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τού είχε συμβεί. Μια δύναμη τρόμου και πανικού τον έσπρωξε μακριά απ την αγαπημένη του. Ποια παρουσία τον ευνούχισε πνευματικά ώστε να μην έχει την παραμικρή αίσθηση να μείνει εκεί κοντά της. Όπως έπρεπε! Όπως είχε καθήκον να κάνει. Να την υπερασπιστεί. Και εκείνην και το ναό της Αθηνάς. Αναλογιζόταν αν έφταιξε σε κάτι και η Θεά επιφύλαξε τέτοιο τέλος. Δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Τριγυρνούσε μέσα στα τείχη σαν θεριό ανήμερο περιμένοντας τη στιγμή να επιστρέψει εκεί απ όπου δεν έπρεπε να φύγει ποτέ!

 

Ήδη η απουσία της Ισμήνης είχε μαθευτεί και είχε γίνει αισθητή. Οι δύο νεαρές κοπέλες του ναού είχαν μιλήσει. Τα ανήσυχα νέα που κατέτρωγαν τους πάντες είχαν αρχίσει να απλώνονται στην πόλη. Εκείνος ήξερε! Ήταν ο μόνος που ήξερε. Ένιωθε το κορμί του να τρέμει απ την ντροπή και τη στενοχώρια. Ήδη οι ενοχές άρχισαν να τον βασανίζουν. Περίμενε να κοπάσει η αντάρα της μάχης και να δηλώσει στο βασιλιά ότι θα πάει ο ίδιος με ένα απόσπασμα να ερευνήσει στον ναό της Αθηνάς. Πράγμα που έκανε. Έτρεμε στην ιδέα να τούς πει την αλήθεια.

 

Το άλογό του ήταν λίγα μέτρα μπροστά από τους επτά ακόμα ιππείς που τον συνόδευαν. Βγήκαν από τα τείχη της πόλης και κατευθύνθηκαν προς τον ναό που απείχε κάποια στάδια από εκεί. Όσο πλησίαζαν τόσο τα χέρια του έτρεμαν πάνω στα γκέμια του αλόγου του. Και όταν πια το σχήμα του ναού άρχισε να παίρνει σαφή μορφή μπροστά τους δυσκολεύονταν ακόμα και να ιππεύσει. Σαν έφτασαν εκεί ξεπέζεψε. Δύο από τους καβαλάρηδες τον ακολουθούσαν και οι υπόλοιποι επέβλεπαν το χώρο ολόγυρά τους. Νεκρική σιγή απλώνονταν στον κάμπο της Θήβας. Κατά διαστήματα κάποιες άμαξες κουβαλούσαν τα σώματα των νεκρών Θηβαίων μέσα στα τείχη ενώ πέρα μακρύτερα το ίδιο συνέβαινε και με τους Αργείους.

 

Το κορμί του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μπήκε στον ναό. Μέσα του ξύπνησαν οι εφιαλτικές εικόνες της προηγούμενης μέρας. Νόμιζε ότι άκουγε στα αυτιά του τις κραυγές της, τις ικεσίες της να μείνει κοντά της. Άρχισε να τρέμει. Χοντρές στάλες ιδρώτα μούσκεψαν το πρόσωπό του.

“Είστε καλά;” τον ρώτησε ο ένας από τους δύο συνοδούς του.

Δεν απάντησε. Συνέχισε να προχωρεί με δυσκολία χάνοντας τα βήματά του. Δεν χρειάστηκε να προχωρήσουν πολύ. Την βρήκαν εκεί πεσμένη στη βάση του βωμού. Μουσκεμένη στο αίμα της. Τα μάτια του θόλωσαν. Γέμισαν δάκρυα και ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ήττας και ντροπής ήρθε να τον τυλίξει πνίγοντάς τον. Έπεσε στα γόνατα κοντά της. Άπλωσε τα χέρια του θέλοντας να την αγκαλιάσει αλλά ένιωθε την ενοχή να τον καίει. Η κραυγή του ήχησε κόβοντας την νεκρική γαλήνη ολόγυρα κάνοντας τα άλογα να χλιμιντρίσουν. Την πήρε στην αγκαλιά του. Παγωμένη, ακίνητη, χλωμή. Τον είδαν να βγαίνει απ τον ναό σαν φάντασμα. Κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την όψη του. Την απόθεσε στο άλογό του. Δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα μάτια. Την μοναδική φορά που το έκανε για να τα κλείσει ήταν σαν να τον κοιτούσε ανέκφραστα ρωτώντας τον γιατί την εγκατέλειψε. Πήραν το δρόμο της επιστροφής. Σε αυτό το ερώτημα δεν είχε να δώσει απάντηση. Και ήξερε ότι θα τού γύρευε απόκριση σε ολάκερη την υπόλοιπη ζωή του. Όση του έμελλε να ζήσει. Δεν ήξερε καν αυτόν που της πήρε τη ζωή. Αυτή τη μανιασμένη μορφή που εμφανίστηκε εκεί τυλιγμένη σε αυτό το θανάσιμο φως, λες σταλμένη από κάπου έξω απ τις επιλογές των ανθρώπων. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ορκιστεί εκδίκηση για το θάνατο της αγαπημένης του. Αυτό ήταν και το μοναδικό που μπορούσε να του δώσει δύναμη και σκοπό  σε όσα θα ακολουθούσαν.

 

Η είδηση του θανάτου της Ισμήνης έπεσε στην πόλη σαν τον ερχομό της φονικής Σφίγγας τότε που αποτελούσε μόνιμη πληγή στη ζωή τους. Καθένας είχε τους δικούς του λόγους για να την θρηνήσει με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Ο λαός της Θήβας γιατί την ήξερε σαν μια απλή και προσιτή κόρη του παλιού ένδοξου βασιλιά τους. Που ζούσε ανάμεσά τους χωρίς έπαρση και αλαζονεία. Ο Ετεοκλής γιατί, παρά τις μεγαλοστομίες και την σκληρότητα με την οποία η εξουσία και η αρχομανία τυλίγει τον άνθρωπο, δεν έπαυε να ήταν η μικρή του αδελφή. Αλήθεια πόσο ξαναγινόμαστε πάλι απλοί άνθρωποι όταν το κακό μας τυλίξει. Μόλις ο θάνατος αφήσει τη σκιά του επάνω μας τότε νιώθουμε την ανάγκη να πονέσουμε, να κλάψουμε, να αισθανθούμε αδύνατοι. Γιατί τέτοιοι πραγματικά είμαστε. Η Ιοκάστη δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα στη ζωή της που στα τελευταία χρόνια είχε βουλιάξει στη δυστυχία. Μετά τον άντρα της, η μικρή της κόρη. Και με τον πόλεμο έξω να έχει ξεκινήσει να μαίνεται, να ανατριχιάζει στο φόβο για το επόμενο χτύπημα. Τα δυό της αγόρια είχαν πια βγάλει τα σπαθιά απ τα θηκάρια και ήταν θέμα χρόνου να βρεθούν αντιμέτωποι. Τέλος η Αντιγόνη. Ναι, η μεγάλη της αδελφή. Η είδηση του θανάτου της ήταν μια ακόμα μαχαιριά στη ζωή της. Ένα κενό μεγάλο, δυσαναπλήρωτο. Προσπαθούσε να συνηθίσει αυτό το κενό που μεγάλωνε μέσα της απειλώντας να την γκρεμίσει εντελώς.

 

Ο Περικλύμενος είχε φροντίσει να πλύνει και να καθαρίσει το σώμα της τιμώντας το με νεκρικές χοές πριν το παραδώσει στους δικούς της στο παλάτι. Δεν ήθελε η εικόνα της σφαγμένης Ισμήνης με τον τρόμο απλωμένο στα μάτια της να φτάσει στους δικούς της. Θα αποτελούσε μοναδική προίκα μονάχα για τον ίδιο. Και ασήκωτο βάρος ενοχής, ντροπής αλλά συνάμα και οργής. Ήθελε να πάρει το αίμα της πίσω. Αργά βέβαια γι’ αυτήν αλλά ίσως ένα ελάχιστο ίαμα για το βάρος που θα κουβαλούσε στην καρδιά και στη σκέψη του. Ολάκερη η Θήβα έκλαψε και τίμησε την όμορφη κόρη. Όπως της έπρεπε και της άξιζε.

 

Έτσι πέρασε στην ιστορία η Ισμήνη, η νεώτερη θυγατέρα του Οιδίποδα. Ως αθώα, πλήρωσε και εκείνη ακριβά το άγος και την βαριά κατάρα που συνόδευε τον οίκο τους. Αλλά και τη δειλία του ανθρώπου, που αγαπούσε. Και τα γεγονότα ήταν τέτοια, που δεν άφηναν σε κανέναν τους την πολυπόθητη γαλήνη να συνειδητοποιήσουν το χαμό της. Ήταν τόσα πολλά αυτά άλλωστε αυτά που θα ακολουθούσαν.   

Ο χρησμός του Τειρεσία

 Ένα παλιό αμάξι σταμάτησε έξω από την αυλή του σπιτιού του Κρέοντα. Ο αμαξάς κατέβηκε. Μαζί του και μια νεαρή κοπέλα. Κατευθύνθηκαν στο πίσω μέρος της άμαξας. Ο αμαξάς ανέβηκε επάνω και άρχισε να κατεβάζει έναν γέροντα με μεγάλη προσοχή.

“Κόρη μου Μαντώ[1], φτάσαμε;” ακούστηκε δυνατά η φωνή του.

“Ναι πατέρα! Είμαστε έξω απ το σπίτι του Κρέοντα” απάντησε εκείνη καθώς με κόπο τον έβαλαν να πατήσει στη γη. Ο Τειρεσίας άπλωσε το χέρι του ψηλαφίζοντας δήθεν τον αγέρα ολόγυρά του. Ήταν τυφλός και μεγάλος σε ηλικία. Τα χρόνια του είχαν αφήσει στο σώμα του τα σημάδια τους. Στήριξε το ένα του χέρι στο μεγάλο ξύλινο ραβδί του και το άλλο στην κόρη του.

“Σε θέλει πατέρα να του δώσεις τις προβλέψεις σου για τον πόλεμο που μας βρήκε”

Η Μαντώ έπιασε τον πατέρα της και άρχισαν να ανεβαίνουν.

“Ήρθε η ώρα λοιπόν να ακούσει…” είπε ο Τειρεσίας με βλέμμα απέραντο πέρα στον ορίζοντα.

Η Μαντώ πρόσεξε τα λόγια του αλλά δεν μίλησε. Σε λίγο ήταν μπροστά στον Κρέοντα. Η υποδοχή ήταν βαθιά ανθρώπινη και έδειχνε τον σεβασμό του Κρέοντα προς τον Τειρεσία. Δεν έχασε χρόνο και τον ρώτησε.

“Καλώς όρισες μάντη Τειρεσία!”

“Καλώς σε βρίσκω παλιέ βασιλιά της πόλης των Καδμείων, ήρθα λοιπόν να με δεις. Ξέρεις ότι δεν είναι πια εύκολο για τα κουρασμένα μου ποδάρια να στέκομαι ορθός…”

“Έμαθα με ζήτησες αλλά και εγώ σε ήθελα σεβαστέ μάντη”

“Άρα κάτι σοβαρό σε βασανίζει. Τι είναι αυτό για το οποίο ζητάς τη γνώμη μου;”

“Καλά το κατάλαβες! Δεν χρειάζεται να σου θυμίσω για το στρατό των Δαναών και τον έναν απ’ τους γιους του Οιδίποδα, τον Πολυνείκη. Έστρεψε τα όπλα στην ίδια του την πατρίδα και με ξενόφερτο στρατό απειλεί να κουρσέψει τη Θήβα”

Ο Τειρεσίας κούνησε το κεφάλι του με αγωνία.

“Ναι Κρέοντα, τα γνωρίζω όλα τούτα. Από παλιά είχα μιλήσει για την ανόσια συμπεριφορά των παιδιών του. Μάλιστα τούς είχα πει να μην τού φέρονται με τέτοιο τρόπο. Η τραγική του μοίρα δεν ήταν δική του επιλογή, δεν κρίνεται για τη συνειδητή του ανόσια πράξη. Κατάρα σέρνει πίσω του βαριά και το ξέρουμε όλοι…”

“Γιατί πας πίσω στην ιστορία αυτή μάντη;”

“Γιατί εκεί είναι η ρίζα του κακού. Αν τα παιδιά του τον αντιμετώπιζαν πιο συνετά δεν θα τον οδηγούσαν να ξεστομίσει κατάρες ανόσιες και βαριές. Να τώρα που αλληλοσφάζονται στα τείχη της πόλης και μαζί μ’ αυτούς σέρνουν στο χορό του θανάτου χιλιάδες νέους. Για να γεμίσουν τα σπίτια με τους θρήνους των μανάδων και των αδελφών”

“Άκου Τειρεσία! Έξω γίνεται πόλεμος. Η πόλη κινδυνεύει. Και εγώ και ο Ετεοκλής θέλουμε τη γνώμη σου. Τι να κάνουμε να σώσουμε τη γη μας; Αυτό θέλω να μου πεις! Γιατί πιστεύω μπορείς να το δεις, όπως μας γλίτωσες και τότε, καθώς λες, απ’ το λιμό”

Ο Τειρεσίας έδειχνε έντονα προβληματισμένος. Σαν να προσπαθούσε να αποφύγει κάτι.

“Λένε ότι το χάρισμα της μαντικής είναι δώρο των Θεών στους ανθρώπους. Ότι τους φέρνουν τη δύναμη που έχουν για να προβλέπουν το μέλλον και να βλέπουν εκεί που οι άλλοι δεν μπορούν. Να όμως που κάποιες φορές τούτο το δώρο, καθώς λένε, είναι και κατάρα μαζί…”

“Γιατί το λες αυτό γέροντα;” ρώτησε παραξενεμένος ο Κρέων.

“Γιατί κάθε άνθρωπος θέλει να ηχήσει στα αυτιά του αυτό που τού αρέσει. Αλίμονο αν ακουστεί κάτι παράταιρο για αυτούς. Τότε γίνεσαι ο μεγαλύτερος εχθρός τους. Αυτή είναι η μοίρα μας…”

“Δεν έχουμε ώρα για τέτοιες σκέψεις γέροντα. Οι στιγμές είναι δύσκολες. Άκου! Έξω χλιμιντρούν τα άλογα του λευκάσπιδου στρατού. Ακονίζονται ξανά τα σπαθιά και τα δόρατα. Πρέπει να ακούσω τη γνώμη σου!” αντιγύρισε ο Κρέων.

Ο Τειρεσίας έκανε μια κίνηση προς την κόρη του.

“Μαντώ, πάμε παιδί μου…”

“Στάσου γέροντα! Πού θες να πας; Γιατί να φύγεις. Πρώτα θα ακούσω τα λόγια σου” φώναξε δυνατά.

“Είσαι σίγουρος ότι το θες;”

“Τι πα να πει αυτό; Τόση ώρα αυτό σε παρακινώ να κάνεις”

“Αλίμονο Απόλλωνα! Σε τι μονοπάτια με βάζεις!” γόγγυξε ο Τειρεσίας.

“Μήτε εγώ, μήτε εσύ είμαστε πια παιδιά για να κρυβόμαστε στο φόβο γέροντα!”

“Εντάξει λοιπόν! Αφού το θες, αλλιώτικα δεν μπορώ να πράξω. Παρά μονάχα την αλήθεια να πω, όποια και να ‘ναι. Αρκεί να μπορέσεις να την ακούσεις παλιέ βασιλιά της Θήβας”

Ο Κρέων τρόμαξε. Για πρώτη φορά ένιωσε τόσο ανήσυχος.

“Μένει της Θήβας να χαθεί λοιπόν; Αυτό μού λες; Αυτό μού κρύβεις; Μίλα!”

Ο Τειρεσίας αντί για απάντηση έκανε μερικά βήματα στο δωμάτιο. Άπλωσε τα χέρια του σαν να έψαχνε κάτι να αγγίξει.

“Ποιος άλλος είναι εδώ; Νιώθω κι άλλη μια παρουσία…” ρώτησε προς το μέρος του Κρέοντα.

“Ο γιος μου ο Μενοικέας, ο μικρός, γιατί ρωτάς;”

Στο πρόσωπο του Τειρεσία αποτυπώθηκε μια έκφραση οδύνης.

 “Διώξ’  τον να φύγει μακριά”

“Ο Μενοικέας είναι πια πολεμιστής! Μην έχεις έγνοια”

“Άκουσέ με και πες στο παιδί να φύγει!” επέμενε ο μάντης.

“Δεν είμαι πια παιδί σεβάσμιε Τειρεσία! Ανήκω στο στρατό και ήδη υπερασπίζομαι την πατρίδα και τη γη μας” μπήκε στην κουβέντα ο Μενοικέας.

“Καλά σού λέει μάντη, ο γιος μου χθες ήταν έξω απ τα τείχη και πολεμούσε για την πόλη μας” πρόσθεσε ο πατέρας του.

“Παιδί μου, είναι πράγματα που δεν μπορούν να τα ακούσουν όλοι, άκου τη σοφή κουβέντα μου…” επέμεινε μία ακόμα φορά ο μάντης.

“Γέροντα! Προχώρα! Δεν έχουμε χρόνο!” απάντησε ο Κρέων με έμφαση.

“Το κρίμα δικό σου τότες...”

 

Ο Τειρεσίας κόμπιασε για λίγο. Ύστερα σαν να μάζευε όλη του τη δύναμη άρχισε να μιλάει:

“Άκου τι προστάζει ο Άρης! Γιατί, δικό του θέλημα και ορμήνια είναι. Από παλιά πίσω στο χρόνο βαστάει η έχθρα του για το θάνατο του δράκοντα, του γιου του. Τότε στου Κάδμου τα πρώτα χρόνια…”

“Αν είναι δυνατόν! Ακόμα βαστάει αυτή η μανία; Πόσες γενιές διάβηκαν από τότε! Πόσοι και πόσοι εξευμενισμοί!”

“Καλά κρατεί η αντάρα στο θεό του πολέμου. Και σαν τέτοια διψάει για αίμα και καθαρμό. Και μόνο ένας τρόπος υπάρχει κατά την ορμήνια του…”

“Να κάνουμε θυσία; Αυτό ζητά; Αν είναι έτσι πες μου να προλάβω, να τρέξω…” διέκοψε ο Κρέων.

“Θυσία θέλει ο στρατηλάτης πολέμαρχος του Ολύμπου. Αλλά ποια θυσία; Όχι τις σπονδές που ξέρουμε…”

“Αλλά;”

Ο Τειρεσίας δίστασε:

“Αίμα γενναίου νεαρού άντρα ζητάει ο Θεός του πολέμου Κρέοντα!”

Όλοι ανατρίχιασαν στο άκουσμα….

“Αίμα που θα ποτίσει το μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας ο γιος του. Μόνο έτσι θα δώσει νίκη στα άρματα της πόλης και τη σωτηρία της…”

 

Ο Κρέων και ο Μενοικέας είχαν χλωμιάσει. Ακόμα και η Μαντώ.

“Ξέρεις ποιος πρέπει να… πληρώσει με το αίμα του;” ρώτησε με αγωνία ο Κρέων.

“Ξέρω…. Που να μην είχα ποτέ μου αυτή τη δύναμη” αποκρίθηκε ο Τειρεσίας.

“Λέγε μάντη, δεν την αντέχω άλλη προσμονή, λέγε!”

Ο Τειρεσίας τον κοίταξε στα μάτια και απάντησε. Οι λέξεις έβγαιναν από το στόμα του σαν βέλη που τρυπούσαν πέρα ως πέρα το σώμα.

“Ο γιος σου ο Μενοικέας, Κρέων!”

 Κραυγές τρόμου έφυγαν από τα στόματα των τριών.

“Τι είπες γέρο; Είσαι στα λογικά σου;” σφύριξε με μανία ο Κρέων.

“Ο γιος σου ο Μενοικέας πρέπει να θυσιαστεί για να σωθεί η πόλη. Όπως σου είπα…. Το αίμα του πρέπει να βάψει τη γη στο μέρος που σκοτώθηκε ο δράκοντας. Για να φύγει το κακό που στέκεται ολοσκότεινο στην πόλη”

“Φτάνει!!! Πάψε δεν θέλω να ακούω!” ήχησε τρομερή η κραυγή του Κρέοντα στο δώμα.

“Δύο επιλογές έχεις. Και οι δυό ποτισμένες με φαρμάκι. Την πόλη σου θα χάσεις ή το γιο σου”

“Σταμάτα! Καταραμένη να είναι η στιγμή που άνοιξες το στόμα σου!”

“Μου το ζήτησες, δική σου επιλογή είναι… εγώ ο δύσμοιρος σού ζήτησα λέξη να μη ξεστομίσω”

 

Ο Μενοικέας έτρεμε απ την αγωνία του τριγυρίζοντας σαν τρελός στο δώμα. Ο Κρέων τραβούσε τα μαλλιά του σε απόγνωση. Κάποια στιγμή άρχισε να παραληρεί.

“Δεν μπορεί, κάνεις λάθος! Ναι! Σε δοκιμάζουν οι Θεοί Τειρεσία! Αυτό είναι! Δεν μπορεί να βαστάξει το δίκιο τέτοια θέληση…”

“Ότι ήταν να πω στο είπα… ώρα πια να φύγω… δεν ωφελεί η παρουσία μου άλλο… Μαντώ πάμε να γυρίσουμε. Είναι πικρή του μάντη η ώρα σαν έρχεται στιγμή να φωνάξει την αλήθεια…”

“Φύγε γέρο και μην μιλήσεις πουθενά άκουσες;” μίλησε απειλητικά ο Κρέων, “Πουθενά! Τίποτα δεν ακούστηκε απ’ το στόμα σου ακούς; Τίποτα!” ούρλιαξε ο άρχοντας.

“Μού ζητάς να σωπάσω;”

“Ναι! Αυτό σου ζητάω ικετεύοντας. Έτσι κι αλλιώς απ την αρχή δεν ήθελες να μιλήσεις για αυτό. Οπότε κάντο! Το κρίμα δικό μου”

Ο Τειρεσίας δεν απάντησε. Έκανε στροφή προς την έξοδο. Η κόρη του τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε να φύγουν. Σε λίγο η άμαξα που τους είχε φέρει τους έπαιρνε μακριά αφήνοντας πίσω τον τρόμο και την αγωνία.

 

Ο Κρέων για μια στιγμή βρήκε την αυτοκυριαρχία του.

“Μενοικέα! Πρέπει να φύγεις!”

“Τι λες πατέρα; Να πάω πού;”

“Να φύγεις όσο γίνεται πιο γρήγορα. Θα σε φυγαδεύσω εγώ έξω απ τη Θήβα, θα πούμε πας να φέρεις ενισχύσεις…”

“Πατέρα τι λες; Έχασες τα λογικά σου; Και η πόλη;”

Βούτηξε το γιο του απ τους ώμους και τον ταρακουνούσε.

“Ο γέρος το ‘χει χαμένο! Δεν ξέρει τι λέει. Τα ‘χασε στα γηρατειά του. Εσύ φύγε. Δεν τον εμπιστεύομαι. Μην αρχίσει να λέει δεξιά-αριστερά τάχα μου για το χρησμό του. Θα μας πάρει στο λαιμό του. Φύγε, ετοίμασε το άλογό σου και τράβα σε συγγενείς, πάνω στην Δωδώνη, έχουμε δικούς μας εκεί…”

Ο Μενοικέας στάθηκε για μια στιγμή σιωπηρός.

“Πατέρα πώς θα φύγω; Πως θα δικαιολογηθώ; Στην μητέρα, στους φίλους, στους συμπολεμιστές μου. Τι μου ζητάς; Να σέρνω πάνω μου την κηλίδα του δειλού και του ατιμασμένου;”

“Τι είναι αυτά που μου λες γιε μου;” ούρλιαξε ο Κρέων με εμφανή την απελπισία στο πρόσωπό του, “Άκουσες τι είπε αυτός ο ξεμωραμένος; Τι μου ζητάς; Να σε παραδώσω νεκρό; Να δώσω πίστη στα λόγια του; Στο κάτω-κάτω αν είναι η πόλη να χαθεί, τότες να υπάρχει ένας ηγεμόνας να ορκιστεί για την εκδίκησή της, να σώσει τη Βοιωτία απ’ τον αφανισμό”

“Μα εσύ τού ζήτησες το χρησμό του”

“Δεν είναι δυνατόν ο Θεός του πολέμου, ο ασημόσπαθος Άρης, αυτός που έδωσε την κόρη του στον Κάδμο για γυναίκα, να έρχεται τώρα να θυμάται να πάρει πίσω το αίμα ενός τέρατος… Γενιές ολάκερες διαβήκαν από τότε και τίποτε δεν έγινε. Ο ίδιος ο γεννήτορας της Θήβας, ο Κάδμος φρόντισε να εξευμενίσει την οργή του Θεού”

 

Ακολούθησε σιωπή. Ο γηραιός Κρέων έτρεμε από την αγωνία. Λυγμοί πνιχτοί ανέβαιναν στο στόμα του και προσπαθούσε μάταια να κρατηθεί. Ο γιος του μαλάκωσε. Για μια στιγμή τον κοίταξε.

“Εντάξει πατέρα. Ησύχασε σε παρακαλώ! Θα φύγω. Θα κάνω το θέλημά σου και θα πάω στη Δωδώνη όπως μου τάζεις. Το βλέπω και εγώ ότι είναι ...παράλογο, τρομερό!”

“Επί τέλους μια λογική κουβέντα απ το στόμα σου!” σχολίασε ο πατέρας του.

“Είναι ...άδικο. Αλλά… δώσε μου λίγο χρόνο. Θα φύγω αύριο… απόψε είναι αργά. Λίγο χρόνο να αποχαιρετίσω τη μάνα μου και τους φίλους μου”

“Εντάξει για τη μάνα σου, το λόγο θα της τον εξηγήσω εγώ! Άφησε τους φίλους, τι θα τους πεις; Τι λόγο θα τους δώσεις; Θα είναι χειρότερα έτσι. Εγώ θα σε καλύψω στο βασιλιά. Θα πω φεύγεις για να φέρεις συμμάχους και στρατό”

“Εντάξει πατέρα! Θα δω μονάχα τη μάνα. Πάω να ετοιμάσω το άλογό μου”

Ο Κρέοντας τον άρπαξε στην αγκαλιά του σφίγγοντάς τον δυνατά.

“Γιε μου! Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες. Στη Δωδώνη έχουμε συγγενείς. Ξέρεις που θα πας και ποιον θα βρεις. Θα σου μηνύσω με αγγελιοφόρο πότε θα γυρίσεις. Όταν όλα θα πάψουν…”

“Θα έρθω πατέρα να σε χαιρετίσω πριν φύγω…” είπε ο Μενοικέας με δάκρυα στα μάτια. Η ένταση στον ψυχικό του κόσμο ήταν τέτοια που ένιωθε να τον διαλύει. Όπως κι αυτή στον πατέρα του, τον παλιό δυνατό βασιλιά. Που τώρα παράπαιε αδύναμος και ευάλωτος στα χτυπήματα της μοίρας και στις προσταγές των Θεών. Ο γιος του έφυγε απ την αγκαλιά του. Έριξε μια ματιά ολόγυρά του και βγήκε βιαστικός απ το σπίτι του.



[1]     Μαντώ: Η μία από τις δύο κόρες του μάντη Τειρεσία. Μάντης μετέπειτα και εκείνη.



(Συνεχίζεται...)

Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2022

25 Λέξεις #14

 


Λογοτεχνικό δικτυακό δρώμενο ολιγολέκτων "25 λέξεις"

14η διοργάνωση



Απολιθώματα μείναμε στο πέρασμα του χρόνου. 

Χάσκοντας, κρεμασμένοι σε τοίχους,

 ένδοξα παλαιούς και κραταιούς,

 ατενίζοντας μάταια, σαν κούκλες γυμνές, 

για λίγο λεύτερο ουρανό.



Το ολιγόλεκτο αυτό αποτελεί την προσωπική μου συμμετοχή στο εξαίρετο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "25 λέξεις #14", που διοργανώνει η αγαπημένη μας δικτυακή φίλη, Μαρία Νικολάου, στο προσωπικό της blog "Το κείμενο"

Μπορείτε να διαβάσετε τις 11 υπέροχες συμμετοχές καθώς και τη βράβευση των συμμετοχών στον σύνδεσμό εδώ:


Θέλω να ευχαριστήσω τη Μαρία Νικολάου για την ευκαιρία, που μάς έδωσε να συμμετάσχουμε σε μια όμορφη στιγμή.
Επίσης να δώσω τα πιο θερμά μου συγχαρητήρια στην αγαπημένη φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή, για την πρώτη θέση που ψηφίστηκε το υπέροχο ολιγόλεκτό της.

Πάντα συνεχίζουμε, σε πείσμα των καιρών, να δημιουργούμε, φίλες και φίλοι.




Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 23η δημοσίευση

   "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Στην προηγούμενη δημοσίευση είχαμε το κεφάλαιο 3.3, όπου ήδη βρισκόμαστε στη σκιά της πρώτης μάχης μπροστά στη Θήβα. Στο στρατόπεδο των Αργείων και των συμμάχων τους, γίνονται οι πρώτες στρατιωτικές συσκέψεις, για να χαράξουν την τακτική της μάχης. Όλοι δηλώνουν τη συγκινητική τους συμπαράσταση στον Πολυνείκη.
Στη συνέχεια, ο Αμφιάραος θα έχει μια ιδιωτική συνάντηση με το βασιλιά Άδραστο. Εκεί θα κάνει τη μεγάλη του αποκάλυψη. Ο βασιλιάς θα είναι ο μόνος και εκείνος, που θα επιβιώσει από την εκστρατεία αυτή. 
Στη Θήβα, ο Ετεοκλής με τους στρατηγούς του θα σχεδιάσουν την άμυνα της πόλης. Ο βασιλιάς θα ορίσει τον επικεφαλής, που θα στηρίξει την άμυνα σε κάθε μία από τις επτά πύλες της πόλης.
Ο Ετεοκλής, σε προσωπική συνάντηση με τον Κρέοντα, θα τον ορίσει αντικαταστάτη σου, σε περίπτωση που ο ίδιος δεν επιβιώσει. Θα ζητήσει δε με επιτακτικό τρόπο από τον Κρέοντα, σε περίπτωση θανάτου του αδελφού του, να μην δοθεί κανένας σεβασμός στο σώμα του και να παραμείνει άθαφτο έρμαιο στα αρπακτικά. 
Λίγο πριν ηχήσουν οι σάλπιγγες της πρώτης μάχης, στα τείχη της Θήβας, η Ιοκάστη με την Αντιγόνη θα γίνουν τραγικοί θεατές στις πρώτες στιγμές έναρξης της αντάρας και του χαμού.
Η Ισμήνη αποχαιρετά τον αγαπημένο της, Περικλύμενο, πριν αυτός φύγει για τη μάχη. Η ίδια θα μείνει στον ιερό ναό της Αθηνάς έξω απ' τα τείχη της πόλης, εκεί που, ως ιέρεια, το καθήκον της ορίζει.
Οι επτά πολέμαρχοι του Άργους έχουν ήδη μπει επικεφαλής των τμημάτων τους. Οι σάλπιγγες ηχούν. Ο πόλεμος σημαίνει.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Την αφήνουμε να συνοδεύσει την ανάγνωσή μας.




3.4 Η μάχη στον κάμπο

 

“Άδραστε οι Θηβαίοι επιτίθενται στον κάμπο!” ακούστηκε αγχώδης η φωνή του Πολυνείκη καθώς πλησίασε με το άλογό του τον βασιλιά στην παράταξη. Ολόγυρά τους επικρατούσε αναβρασμός. Σε λίγο έφτασε εκεί και ο Τυδέας μαζί με τους άλλους πολέμαρχους. Ο Άδραστος έριξε μια ματιά στο βάθους του πεδίου.

“Βγαίνουν από τα τείχη. Ιππικό και πίσω το πεζικό. Δεν καταλαβαίνω αυτήν την επιλογή. Δεν τους συμφέρει”

“Ποντάρουν στον αιφνιδιασμό” απάντησε ο Πολυνείκης.

Ο Άδραστος γύρισε ολόγυρα του. Άρχισε να δίνει τις διαταγές του:

“Δώστε σάλπισμα μάχης! Να κινηθεί το Ιππικό από τα δύο άκρα, θα αποκρούσουμε την επίθεση. Μην πλησιάζετε τα τείχη. Περιμένετε να ξανοιχτούν στον κάμπο” φώναξε δυνατά. Αμέσως οι αγγελιοφόροι μάχης έφυγαν ολόγυρα με τα άλογά τους να δώσουν διαταγές στους λόχους.

“Οι τοξότες μας να αρχίσουν να βάλλουν μόλις φτάσουν σε βολή!”ούρλιαξε ο Τυδέας.

“Και το πεζικό να ετοιμάζεται πίσω για απόκρουση επίθεσης”

“Στις θέσεις σας όλοι!” κραύγασε ο Άδραστος παίρνοντας στρατηγική θέση μπροστά στο Ιππικό του. Όλοι επέστρεψαν. Ο Τυδέας ήταν σε λυσσώδη κατάσταση.

“Ήρθε η ώρα σου βλάσφημε και άτιμε Ετεοκλή να πληρώσεις!” μουρμούρισε μέσα του την ώρα που έπαιρνε θέση στο άρμα του, “ήρθε η ώρα να σου ανταποδώσω την ανανδρία σου. Η ώρα που οι Θεοί θα εκφράσουν την οργή τους για την παγίδα θανάτου που μού έστησες…”

 

Οι σάλπιγγες του στρατού του Άργους, ήχησαν. Το ιππικό άρχισε να κινείται προς το μέρος των Θηβαίων που ήδη είχε ξεκινήσει κατά πάνω τους με πλήρη καλπασμό. Ο κάμπος στη Θήβα γέμιζε σκόνη και αντάρα που σηκώνονταν ως ψηλά τον ουρανό. Οι τοξότες των Αργείων κατι των συμμάχων τους, προωθήθηκαν γρήγορα με την κάλυψη ενός μέρος Ιππικού μπροστά τους. Σε λίγο δόθηκε η πρώτη εντολή να φύγουν τα φονικά βέλη. Ο πολεμόχαρος Άρης άρχισε να χαμογελά εκεί ανάμεσα στις καρδιές που πάλλονταν από αγωνία, φόβο και ένταση. Όλα πια υπάκουαν στους δικούς του νόμους. Ο ουρανός γέμισε χάλκινες κοφτερές σαίτες που έπεσαν πάνω στους Θηβαίους καβαλάρηδες λίγο πριν αυτοί φτάσουν στον Ισμηνό ποταμό που έστεκε εκεί μπροστά σαν φυσικό σύνορο των δύο αντιπάλων. Η λουλουδιασμένη ανοιξιάτικη γη άρχισε να ποτίζεται με το αίμα των νεκρών. Οι Θηβαίοι ιππείς δέχτηκαν πολλές σαϊτιές από τα αντίπαλα βέλη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες.

 “Ετεοκλή!” ακούστηκε η κραυγή του Λασθένη από δίπλα του στο πεδίο της μάχης. “Θα μας αφανίσουν τα βέλη!” ούρλιαξε καθώς δίπλα του ολόγυρά του έπεφταν δεκάδες οι νεκροί.

“Συνεχίζουμε την επίθεση! Εμπρός υπερασπιστές της Θήβας!” φώναξε με το σπαθί του στο χέρι συνεχίζοντας ο βασιλιάς.

 Οι τοξότες του Άργους δεν μπορούσαν πια να κάνουν άλλες βολές. Καθώς το Ιππικό το δικό τους πλησίαζε κατά μέτωπο σε πλήρη καλπασμό τον εχθρό, πλέον θα χτυπούσαν και δικούς τους. Αναδιπλώθηκαν γρήγορα στα πίσω πεδία του σκηνικού της μάχης. Αντίστοιχα το πεζικό είχε ξεκινήσει τώρα αυτό τη δική του συγκρατημένη προώθηση.

 “Αθηνά, τιμημένη μου προστάτιδα! Παρθένα οδηγήτρα κόρη του βασιλιά των Θεών! Δώσε δύναμη στο χέρι μου όπως το κάνεις πάντα…” μονολογούσε, σχεδόν φώναζε ο Τυδέας καθώς ο λόχος του των Αιτωλών, με τον ίδιο μπροστάρη, μετρούσε λίγα μέτρα πριν συγκρουστεί με τους Θηβαίους. Κάθε καβαλάρης, από τους αρχηγούς μέχρι τον απλό ιππέα ζούσε πια στον παραλογισμό της μάχης. Κάθε άλλη σκέψη θα ήταν καταστροφική. Για τον καθένα από αυτούς μονάχα μια οδός, που πιθανά θα τούς έδινε το γλιτωμό, υπήρχε. Αυτή του παραλογισμού, του θάρρους και του πάθους του πολέμου. Τίποτα άλλο.

 Η σύγκρουση ήταν τρομερή! Μπροστά στις όχθες του Ισμηνού το Ιππικό των Θηβαίων έπεφτε πάνω στους εφορμούντες Αργίτες Ιππείς. Τα νερά του ποταμού άρχισαν να κοκκινίζουν από αίμα. Σε όλο το μέτωπο του κάμπου ως τα νερά της πηγής της Δίρκης απλώθηκε φονική η μάχη. Οι Αργείοι βρήκαν τους Θηβαίους καβαλάρηδες ήδη με σοβαρό πλήγμα από τους τοξότες και καθώς ήταν και αρκετά περισσότεροι, γρήγορα έσπασαν τις γραμμές τους. Το πεζικό της Θήβας έμενε σταθερό κάποια στάδια πιο πίσω περιμένοντας οδηγίες. Αντίστοιχα το πεζικό του Άργους περίμενε και αυτό την έκβαση της αναμέτρησης των καβαλάρηδων.

 “Βασιλιά μου, πρέπει να υποχωρήσουμε, ο κίνδυνος να αφανιστεί εντελώς το Ιππικό μας είναι τρομερός!” ούρλιαξε στο πλάι του Ετεοκλή ο Άκτορας με άλλους αξιωματικούς. Ο Ετεοκλής έδειχνε προβληματισμένος. Πολεμώντας δεξιά και αριστερά, κινούμενος ανάμεσα στο πεδίο της μάχης έδωσε τις εντολές του:

 “Τράβηξε το πεζικό όλο πίσω, λίγο έξω από τα τείχη και δώσε εντολές να μας καλύψουν σε άμυνα”

Ο Άκτορας έφυγε από δίπλα του καλπάζοντας προς τα τείχη. Οι σάλπιγγες των Θηβαίων σάλπισαν οργανωμένη υποχώρηση του Ιππικού. Όμως οι Αργείοι βλέποντας την αναδίπλωση που στη συνέχεια έγινε υποχώρηση, άρχισαν να πιέζουν και ήδη άρχισε γρήγορα να κινείται και το πεζικό. Η πρώτη αυτή μεγάλη και φονική μάχη έδειχνε μια καθαρή ήττα για τους υπερασπιστές της Θήβας καθώς εγκατέλειπαν το πεδίο της μάχης με πολύ μεγάλες απώλειες στο ιππικό.

 “Συνεχίζουμε μπροστά! Στα τείχη!” ήταν το σύνθημα σχεδόν όλων των στρατιωτών από το Άργος. Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη προσπαθούσαν όμως να κρατήσουν και να ελέγχουν τον άκρατο ενθουσιασμό. Μπορεί η μάχη του ιππικού να έδειχνε να γέρνει, κατά κράτος στο μέρος τους, αλλά τα πανύψηλα και οχυρωμένα τείχη της πόλης έστεκαν εκεί γεμάτα τοξότες και στρατό.

“Μην αφήσεις να ριχτούμε αμέσως στις πύλες βασιλιά!” τού είπε ο Πολυνείκης. Ο Άδραστος έδειχνε να διστάζει. Μέσα του πάλευαν και οι δύο γνώμες. Και να εκμεταλλευτούν την πρώτη ορμή της μάχης αλλά και να προσέξουν. Το Ιππικό του  Άργους ριχνόταν στο κατόπι των Θηβαίων και το πεζικό εφορμούσε. Στο μεταξύ οι πλαϊνές πύλες της ακρόπολης άνοιξαν για να υποδεχτούν τους υποχωρούντες καβαλάρηδες ενώ το πεζικό τους είχε ήδη πάρει σταθερή γραμμή άμυνας κάτω από τα τείχη ακριβώς. Όλα έπαιρναν μια ανεξέλεγκτη ορμή που θα ήταν μοιραία.

 Ισμήνη

 Στον ναό της Αθηνάς λίγο έξω απ τη Θήβα επικρατούσε μεγάλη ανησυχία. Ήδη με το ξέσπασμα της μάχης στον ανοιχτό κάμπο μπροστά τους, οι ιέρειες ήταν φοβισμένες. Η αρχική τους εντύπωση ήταν ότι ο αχός της μάχης δεν θα έφτανε μέχρις εκεί. Η Ισμήνη προσπαθούσε να ηρεμήσει τις δύο ακόμα νεαρές παρθένες που βρίσκονταν στο εσωτερικό του ναού.

“Κυρά μου, τι θα γίνουμε αν η μάχη φτάσει ως εμάς;” ρώτησε την Ισμήνη μια από τις νεαρές κοπέλες. Η Ισμήνη προσπάθησε να τις καθησυχάσει αλλά μέσα της ήδη ένιωθε τη σκιά του φόβου να την τυλίγει.

“Μην φοβάστε, δεν θα φτάσουν ως εμάς, είναι πολύ μακριά εκεί έξω...αλλά κι αν φτάσουν εδώ θα σεβαστούν τον ναό”

“Μην είσαι τόσο σίγουρη κυρά…” απάντησε η δεύτερη κοπέλα, “ο πόλεμος κάνει τους ανθρώπους ύαινες χωρίς σεβασμό και νόμους”

Ήδη το ιππικό των Θηβαίων είχε αρχίσει να υποχωρεί και να μπαίνει στην πόλη απ τις ανοιχτές πύλες. Πίσω τους εφορμούσαν οι λευκάσπιδοι καβαλάρηδες του Άργους μαζί με το πεζικό τους πιο πίσω. Το πεδίο της μάχης ζύγωνε τον ναό όλο και πιο πολύ.

“Κυρά μου, να φύγουμε… δεν μένουμε πια εδώ, σε λίγο θα γίνει σκοτωμός εδώ μπροστά μας. Έχουμε δύο άλογα έξω, έλα μαζί μας…”

Η Ισμήνη έριχνε ματιές ολόγυρα. Κάτι την έτρωγε, σαν να έψαχνε κάτι με το βλέμμα της.

“Κυρά!” την επανέφερε στο κλίμα του πανικού η φωνή της νεαρής κοπέλας, “εμείς φεύγουμε, αν αργήσουμε θα μας προλάβουν στο δρόμο…”

Η Ισμήνη έδειξε να προσπαθεί να σκεφτεί. Αμέσως μετά τους έκανε νόημα:

“Φύγετε! Εγώ θα μείνω. Είμαι ιέρεια του ναού. Όποιος και να ‘ναι θα με σεβαστεί, φύγετε!” πρόσταξε με μιας. Οι δύο κοπέλες, έτρεξαν στο πίσω μέρος του ναού. Άφησαν το ένα άλογο για την Ισμήνη και ανέβηκαν και οι δύο μαζί στο άλλο. Σε λίγο κάλπαζαν με όση δύναμη είχαν προς τις ανοιχτές πύλες της Θήβας.

 

Ο Περικλύμενος με το λόχο του έδινε σφοδρή μάχη για να κρατήσει το κύμα των Δαναών που εφορμούσε με το Ιππικό και το πεζικό του στον κάμπο. Προσπαθούσαν όσο γίνεται να βαστάξουν συντεταγμένοι για να μπορέσουν να μπουν ασφαλείς μέσα απ τα τείχη της πόλης. Πάνω στο άλογό του έδινε μάχη οπισθοχωρώντας. Κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε πίσω και στα δεξιά του. Ο ναός της Αθηνάς ήρθε να του θυμίσει την Ισμήνη. Τα μάτια του σκοτείνιασαν.

“Περικλύμενε πού πας; Μην ξεκόβεις, γυρίζουμε!” τού φώναξε ένας αξιωματικός καβαλάρης δίπλα του.

“Συνεχίστε εσείς, φύγετε! Θα πάω πρώτα στον ναό της Αθηνάς. Πρέπει να είναι ιέρειες εκεί, δεν μπορούμε να τις αφήσουμε στα χέρια τους, θα κάνω το γύρο και θα μπω από τις πίσω πύλες!” τους απάντησε. Χωρίς δεύτερη σκέψη τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του καλπάζοντας προς τον ναό.

 Ο Τυδέας με το λόχο των ιππέων του κάλπαζε ασταμάτητος μπροστά καταδιώκοντας τους Θηβαίους ιππείς. Η αντάρα της μάχης τον είχε τυλίξει σε όλη του την ύπαρξη. Κάποια στιγμή κάτι θόλωσε μπροστά του. Σκιές και μορφές μπλέχτηκαν στα μάτια του, οι ήχοι της μάχης λες και έσβηναν και έρχονταν παράξενα μπερδεμένοι στις αισθήσεις του.  “Κάτι” ένιωθε να βρίσκεται κοντά του και να προσπαθεί να του τραβήξει την προσοχή. Κόπασε τον καλπασμό του αλόγου του προσπαθώντας να καταλάβει. Μέσα του μια φωνή αποκτούσε όλο και περισσότερη δύναμη. Έφτανε στο νου του σαν μια συγκεκριμένη πια φράση, σαν να ξεκαθάριζε:

“Πήγαινε στον ναό μου! Εκεί ίσια μπροστά σε τούτο το δρόμο…. Πήγαινε στον ναό μου!

Ο Τυδέας τότε ένιωσε, τότε κατάλαβε. Η φωνή της Θεάς Αθηνάς έρχονταν ορμητική στο νου του.

“Θεά μου, προστάτιδά μου! Τι γυρεύεις από μένα τούτη την ώρα;” ψιθύρισε μέσα του. Λες και ένα σύννεφο τον είχε αποκόψει από όλα όσα γίνονταν γύρω του.

“Πήγαινε ίσια στο ναό μου. Τιμώρησε αυτούς που τον μολεύουν! Καθάρισε τη μιαρή προσβολή απ τον ιερό μου χώρο!”

Η Φωνή μέσα του τον κατέλαβε απόλυτα. Μια μανία οργής ανεξέλεγκτη τον κυρίεψε. Προσπάθησε να αντισταθεί και να τιθασεύσει αυτό που ένιωθε αλλά ήταν πάνω απ τις δυνάμεις του. Τις αμέσως επόμενες στιγμές κάλπαζε με το άλογό του τυφλωμένος απ την οργή και το μίσος. Κάποιοι τολμούσαν να προσβάλουν την προστάτιδά του!

“Τυδέα! Πού πας;” φώναξαν δίπλα του βλέποντάς τον να ξεκόβει εντελώς. Μα εκείνος δεν άκουγε,. Το σώμα και η ψυχή του δεν ήταν πια εκεί. Αυτό που τον είχε τυλίξει τον έστελνε με αφρισμένη οργή ίσια στον ναό της Αθηνάς.

 “Ισμήνη, τι κάνεις εδώ; Γιατί δεν έφυγες;” κραύγασε ο Περικλύμενος καθώς έφτασε με το άλογό του λαχανιασμένος στον ναό. Ξεπέζεψε και πήγε κοντά της. Εκείνη χύθηκε στην αγκαλιά του σαν λύτρωση.

“Αγάπη μου, σε ευχαριστώ που ήρθες! Σε περίμενα!” του απάντησε εκείνη. Την έσφιξε στην αγκαλιά του. Δίπλα στο βωμό της Θεάς… τα χείλη τους έσμιξαν σε ένα φιλί. Ένα φιλί που δεν ήξεραν το λόγο του εκείνη τη στιγμή. Μόνο το ένιωθαν να τους καίει λες και ο κίνδυνος του θανάτου φούντωνε τις αισθήσεις τους.

 Το άγριο χλιμίντρισμα ενός αλόγου διέκοψε την  παθιασμένη τους ένωση. Η αγκαλιά τους έσπασε σε δύο τρομαγμένους ανθρώπους. Και των δύο τα βλέμματα γύρισαν προς τα πίσω. Λίγα μέτρα μακριά τους ένας μανιασμένος πολεμιστής, τυλιγμένος σε ένα απόκοσμο φως είχε ξεκαβαλικέψει από το άλογό του και κραδαίνοντας το σπαθί στο χέρι του εφορμούσε εναντίον τους. Ο τρόμος απλώθηκε σε ολάκερο το κορμί της Ισμήνης και του Περικλύμενου. Αυτός, χωρίς δισταγμό, άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς το άλογό του. Το χέρι της Ισμήνης έμεινε απελπισμένα μετέωρο να προσπαθεί να κρατηθεί απ αυτόν.

“Περικλύμενε! Μην μ’ αφήνεις!” ακούστηκε σπαρακτικά η κραυγή της. Μια κραυγή που απλώθηκε σ΄ ολάκερο τον κάμπο τυλιγμένη στην εγκατάλειψη, στην απόγνωση και στο θάνατο. Ο Περικλύμενος έτρεξε με όση δύναμη είχε. Αρπάχτηκε από το άλογό του και πήρε το δρόμο της σωτηρίας προς τη Θήβα. Στο πανικόβλητο βλέμμα που έριξε για μια στιγμή πίσω του πρόλαβε να δει τον μανιασμένο και τυφλωμένο απ τη μανία της Θεάς, Τυδέα να κομματιάζει στην κυριολεξία την Ισμήνη. Ένα ποτάμι αίματος έβαψε κόκκινο το βωμό του ναού.  Ο Περικλύμενος έκλεισε τα μάτια του με σπαραγμό. Δεν ήξερε πού να κατευθύνει την οργή του. Στον άνθρωπο που μακέλεψε την αγαπημένη του ή στον εαυτό του, που την εγκατέλειψε χωρίς καμία αναστολή.

 

Το σώμα της νεαρής κόρης του Οιδίποδα έπεσε νεκρό εκεί. Ήταν η πρώτη απ τα παιδιά του που πλήρωνε το ακριβό τίμημα του άγους της γενιάς του.[1]

 Τυδέας

 Η επίθεση των Αργείων ήταν τέτοια που έσπασε κάθε γραμμή άμυνας των Θηβαίων έξω στον ανοιχτό κάμπο. Το ιππικό τους, με βαρύτατες απώλειες και συνεχώς καταδιωκόμενο, άρχισε να μπαίνει μέσα στην ακρόπολη της πόλης καθώς είχαν ανοίξει ήδη δύο πύλες στα τείχη. Το πεζικό της Θήβας, ακριβώς κάτω από τα τείχη ήταν έτοιμο να αποκρούσει την επίθεση των πεζών και των αρμάτων των Δαναών. Οι τοξότες ψηλά στα τείχη είχαν ήδη αρχίσει να βάλουν με τις σαίτες τους κατά των επιτιθέμενων. Ο Ετεοκλής με τους περισσότερους στρατηγούς του πέρασαν στο εσωτερικό. Έξω στον κάμπο ο Καπανέας έπεσε με ένα φρενιασμένο ρυθμό πάνω στο πεζικό των Θηβαίων. Ο Πολυνείκης ακολουθούσε μαχόμενος στο άρμα του. Και οι εφτά πολέμαρχοι ήταν εκεί μπροστά επικεφαλής στη μάχη. Ο Άδραστος μακρύτερα είδε τον διαφαινόμενο κίνδυνο να μένει ο στρατός τους ακάλυπτος κάτω από τα βέλη των Θηβαίων που έριχναν ψηλά από τα τείχη. Άρχισε να δίνει διαταγές να ανακληθεί η επίθεση. Έδωσε εντολή στους αγγελιοφόρους:

“Σήμανε να αποχωρήσουν. Δεν έχει άλλο νόημα. Τους τσακίσαμε το ιππικό, τους διώξαμε από τον κάμπο, δεν πρόκειται να ξαναβγούν. Δεν θα πάρουμε τη Θήβα με μια μόνο μάχη!” κραύγαζε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.

 Ο Τυδέας είχε επιστρέψει από τον ναό της Αθηνάς μέσα σε ένα αμόκ επιθετικότητας. Τα χέρια του και το πρόσωπό του είχε ακόμα τα ίχνη από το αίμα της Ισμήνης. Ήθελε κάπου να ξεσπάσει την οργή που του ξέφυγε ο άντρας που βεβήλωσε τον ναό της Αθηνάς.

“Τυδέα, σταμάτα! Γύρνα, δεν ωφελεί κάτι παραπάνω τώρα!” ούρλιαξε ο Πολυνείκης. Ο Τυδέας δεν άκουγε. Μάλλον δεν ήθελε να ακούσει! Καιρό τώρα ο μανιασμένος πολεμιστής της Καλυδώνας είχε βάλει τον εκρηκτικό του χαρακτήρα σε έλεγχο. Αυτή τη φορά όμως ο έλεγχος είχε σπάσει. Δεν υπήρχε πια χαλινάρι στην ορμή του. Ο μανιασμένος πολεμιστής είχε ξυπνήσει ξανά. Συνέχιζε ουρλιάζοντας να σκορπάει το θάνατο, αυτή τη φορά στο πεζικό των Θηβαίων μέσα σε αντάρα και σκόνη. Σε λίγο έμεινε δίπλα του μονάχα ο λόχος του και ο Πολυνείκης. Πιο πέρα από κοντά και ο Αμφιάραος. Ίσως μέσα στην αντάρα της μάχης, στον κουρνιαχτό του πολέμου, στην ματωμένη γη, δεν θα μπορούσαν να διακρίνουν αυτές τις δύο ομιχλώδεις μορφές που λες και παρέστεκαν απόκοσμα και μεταφυσικά στο πεδίο της μάχης. Μια αντρική και μια γυναικεία. Λες και τίποτα δεν μπορούσε να τους αγγίξει, σαν να ήταν άυλοι, αθάνατοι. Και ναι! Στις παράξενες μορφές τους μπορούσες να το δεις. Ο πολεμόχαρος Άρης ήταν ο ένας που το μοχθηρό του βλέμμα τύλιγε στο αίμα τα πάντα ολόγυρά του δείχνοντας ευχαριστημένος αλλά σαν να κυνηγούσε κάτι. Και πιο πέρα μια γυναικεία κατάλευκη και κατάθαμπη μορφή, με ένα τεράστιο δόρυ στα χέρια βάδιζε λες στον αέρα στα πόδια του Τυδέα. Αν μπορούσε να δει αυτές τις στιγμές σε μια άλλη διάσταση χώρου θα διέκρινε την Αθηνά, τη δική του προστάτιδα. Εκεί στην παραζάλη της μάχης.

 Το πεζικό των Θηβαίων άρχισε κι αυτό να μπαίνει στην ακρόπολη. Το ιππικό είχε ήδη προηγηθεί. Ο Τυδέας εξακολουθούσε να πολεμά με λύσσα ώσπου…. Ώσπου εκεί αντίκρυ του ένα άρμα έκλεισε το δρόμο μπροστά του. Τα δύο άρματα πλεύρισαν το ένα το άλλο. Ο ηνίοχος του Τυδέα τράβηξε τα άλογα στα αριστερά για να αποφύγει τη σύγκρουση. Έτσι σε εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή ο αναβάτης του, ο Τυδέας έμεινε στο πλάι ακάλυπτος έχοντας χάσει την ισορροπία του. Ο Μελάνιππος, ο Θηβαίος στρατηγός, ο υπερασπιστής στις πύλες του Προίτου, που ήταν μπροστά του βρήκε την ευκαιρία! Το δόρυ του βρήκε την πλευρά του Τυδέα στα δεξιά, το πλήγμα ήταν τρομερό! Ο γαμπρός του Άδραστου στην περιστροφή του σώματός του ανταπέδωσε το χτύπημα. Το σπαθί του διέγραψε την τροχιά του χεριού του και έσκισε στα δυό το στήθος του Μελάνιππου, που έπεφτε τρικλίζοντας έξω απ το άρμα του.

 Λες και ένας αχός απλώθηκε με μιας στο πεδίο της μάχης. Οι Αργείοι τράβηξαν τον βαριά τραυματισμένο Τυδέα προς τα πίσω. Δίπλα του έσπευσε πανικόβλητος ο Πολυνείκης. Τον άκουσαν να ουρλιάζει με όση δύναμη του απέμενε λέξεις και επιθυμίες ανόσιες και ανήκουστες.

“Αφήστε με… σε αυτόν τον θρασύ το κεφάλι θα κόψω να το κάνω δικό μου!”

Οι Θηβαίοι μόλις είδαν ποιος είχε χτυπηθεί, αλάλαξαν από χαρά για το πλήγμα στον Τυδέα. Όρμησαν με περισσή δύναμη να αρπάξουν το σώμα του Καλυδώνιου και έτσι γύρω του είχε ξεσπάσει λυσσώδης μάχη για το ποιος θα γινόταν κύριος του τραυματισμένου ήρωα. Όμως εκείνο που δεν περίμεναν οι Θηβαίοι ήταν η επίθεση του Πολυνείκη και του Άμφιάραου που, δίπλα-δίπλα έπεσαν πάνω τους χωρίς έλεος. Η μανία μάλιστα του Πολυνείκη ήταν τέτοια που προκάλεσε τρόμο στους δικούς του Θηβαίους. Άρχισαν να υποχωρούν και να κλείνονται άτακτα στα τείχη.

 Το άρμα με τον Τυδέα το τράβηξαν πίσω σε ασφαλή θέση μαζί με όλη τη δύναμη οι Αργείοι. Μια παράξενη βοή αντάριασε τον κάμπο. Η γη άρχισε να τρέμει ξαφνικά. Οι συμπολεμιστές του απέθεσαν τον Τυδέα στο χώμα. Δίπλα του έγειρε πανικόβλητος ο Πολυνείκης.

“Αδελφέ μου!”  φώναξε.

Η μορφή του Άρη αποκρουστική εκεί στο χώρο παντού, φάνταζε να χαίρεται ολόθερμα. Ένα βαθύ αποκρουστικό γέλιο. Απ την άλλη η Αθηνά είδε τον αγαπημένο προστατευόμενό της ήρωα να ψυχορραγεί. Δεν άντεξε. Και στις λίγες εκείνες στιγμές σαν να χάθηκε από ολόγυρα.

 “Πολυνείκη….”  Ακούστηκε η φωνή του Τυδέα. Εκείνος είχε πέσει δίπλα του με δάκρυα στα μάτια.

“Φέρτε μου το κεφάλι αυτού που τόλμησε….” τους είπε. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

Ο Αμφιάραος λίγο πριν πάρουν τον Τυδέα με το άρμα του έπεσε μανιασμένος σε όσους Θηβαίους έμειναν εκεί γύρω. Εκείνοι έφυγαν πανικόβλητοι. Δεν είχαν, προς στιγμή λόγο να μείνουν να χαθούν. Το βλέμμα του  έπεσε σε έναν πολεμιστή που κείτονταν νεκρός. Φορούσε τα σήματα της Καλυδώνας. Τον γνώρισε. Ήταν ο Γαληνός! Ο πιστός συμπολεμιστής και φίλος του Τυδέα. Είχε πέσει νεκρός για να προστατέψει το σώμα του άντρα που ένωσε τη ζωή του μαζί του. Συμπολεμιστή και φίλο του. Στη συνέχεια ο μάντης εντόπισε το σώμα του νεκρού Μελάνιππου λίγο πιο δίπλα του. Χωρίς δεύτερη σκέψη σήκωσε το σπαθί του και με ένα τρομερό χτύπημα έκοψε το κεφάλι του Θηβαίου στρατηγού και το πέταξε στο άρμα του. Ανέκφραστος πήρε το δρόμο της επιστροφής καλπάζοντας προς το μέρος που είχαν αφήσει τον Τυδέα.

 Έφτασε κοντά στον κορμό της ελιάς που τον είχαν αποθέσει. Ήταν γύρω του αρκετοί. Ο Αμφιάραος κατέβηκε από το άρμα του βλοσυρός. Με μια μακάβρια σκληρότητα πήρε το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου στα χέρια του. Ολόγυρά του συγκέντρωνε βλέμματα αποστροφής. Έφτασε στην ελιά και στάθηκε απέναντι από τον Τυδέα. Τα χέρια του και το πρόσωπό του έφερνε τα σημάδια της μάχης μα η έκφρασή του ήταν αυτή που ξένιζε.

“Σου έφερα αυτό που ζήτησες” έκανε στον Τυδέα.

Ο Πολυνείκης κοίταξε αποτροπιασμένος αυτό που κρατούσε στα χέρια του ο μάντης.

Ο Τυδέας προσπάθησε με τα χέρια του να στηριχτεί στο χώμα για να ανασηκωθεί. Είδε τι κρατούσε ο Αμφιάραος και στο πρόσωπό του αποτυπώθηκε μια πρωτόγνωρη πετρωμένη έκφραση. Έτεινε το χέρι του προς τον μάντη λέγοντας με προσπάθεια:

“Ναι! Αυτό θέλω… να πάρω τη δύναμη αυτού που με λάβωσε…”

Ο Τυδέας προσπαθούσε να απλώσει το ματωμένο χέρι του προς το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου που κρατούσε ακόμα ο Αμφιάραος με το χέρι του τεντωμένο. Κοίταζε τον Τυδέα ανέκφραστος, παγωμένος. Όπως ακριβώς τον κοιτούσαν και οι άλλοι συμπολεμιστές του ολόγυρα.

 Στον κάμπο κοντά τους άρχισε πάλι η γη να τρέμει. Μια παράξενη ολόφωτη ομίχλη τύλιξε το χώρο ίσια μπροστά τους. Πολλοί ήταν εκείνοι που κοιτούσαν με δέος και φόβο την επιβλητική μορφή που πλησίαζε με αργά βήματα προς τον Τυδέα. Ένας δυνατός άνεμος τοπικός ήρθε να σηκώσει μεγάλη αντάρα ολόγυρά τους. Κάποιοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Αυτή η μορφή…. Ναι! Δεν μπορούσε παρά να ήταν άλλη από την Παλλάδα Αθηνά! Τα πόδια όλων άρχισαν να τρέμουν από φόβο και δέος. Προχωρούσε ολόφωτη μα συνάμα και ακαθόριστη στη μορφή. Εξωπραγματική, ονειρική. Μια αποκτούσε σχήμα και μορφή, μια πρόσωπο και σώμα και μιας διαλύονταν σαν κοσμική σκόνη. Ο Αμφιάραος άφησε το αποτρόπαιο αντικείμενο που κρατούσε στα χέρια του Τυδέα και γονάτισε μπροστά στη μορφή της Θεάς που ζύγωνε. Προσπαθούσαν με κόπο να κρατηθούν όλοι μην τους παρασύρει το ρεύμα του αγέρα που σήκωνε ο ερχομός της αλλά και να προφυλάξουν τα μάτια τους από το φως που την τύλιγε.

 Η μορφή έφτασε λίγα μόλις μέτρα πριν τον τραυματισμένο ήρωα. Τη στιγμή που με το ένα του χέρι σήκωνε το κομμένο κεφάλι του Μελάνιππου, του ανθρώπου που τον τραυμάτισε για να αγγίξει με το στόμα του τα μυαλά του, εκείνη τη στιγμή ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκαλάκι, ολοσκάλιστο με παράξενες πέτρες έφυγε από τα χέρια της Θεάς και έπεσε πάνω στις πέτρες στη γη. Έγινε με μιας χίλια κομμάτια και το υγρό της αθανασίας που έφερνε η Παλλάδα για να χαρίσει τη ζωή στον αγαπημένο της Τυδέα, σταλμένο από το Δία τον βασιλιά κόσμων και θεών, χύθηκε πάνω στο ματωμένο χώμα. Είδαν δυό μάτια φωτιά να κοιτάζουν κατάματα τον Τυδέα σε αυτή του την αποτρόπαια κίνηση. Δυό μάτια να εκφράζουν τον αποτροπιασμό τους. Έντρομοι όλοι ένιωσαν το έδαφος να σειέται κάτω από τα πόδια τους, τον ουρανό να γίνεται γκρίζος με τον αγέρα να στροβιλίζεται ολόγυρα παρασύροντας ακόμα και μεγάλες πέτρες στο διάβα του. Η ολοφώτεινη μορφή σκοτείνιασε με μιας και χάθηκε μέσα σε μια τρομερή βροντή ψηλά στο χάσμα του ουρανού που άνοιξε.

 Ο Αμφιάραος πεσμένος κατά γης έφερε τα χέρια του στο στήθος του.

“Η Οργή της Παλλάδας Αθηνάς…” κατάφερε να ψελλίσει.

Ο Τυδέας άφησε το κεφάλι του Μελάνιππου να κυλήσει στο χώμα μαζί με το χέρι του που έπεσε αδύναμο στο πλάι του. Στο πρόσωπό του απλώθηκε με μιας η χλωμάδα του θανάτου. Έτρεξαν κοντά του. Γύρισε το βλέμμα του σε όλους ολόγυρά του. Τον άκουσαν να μιλά σιγανά ακατάληπτα:

“Αθηνά προστάτιδά μου… με εγκατέλειψες… όμως αυτό… δεν ήταν ύβρις….ήταν… δεν έχει σημασία τώρα πια...Πολυνείκη..” είπε.

Εκείνος έτρεξε κοντά του γονατίζοντας δίπλα του.

“Δεν πρόλαβα αδελφέ μου…”

“Τι δεν πρόλαβες, ησύχασε, μη μιλάς”

“Δεν πρόλαβα να σε δω πίσω στη Θήβα στην πατρίδα μαζί με την οικογένειά σου και το σπιτικό σου δικαιωμένο…”

Ο Πολυνείκης ένιωσε τον κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό του.

 “Τυδεά παιδί μου!” ακούστηκε πίσω του η φωνή του Άδραστου. Είχε ενημερωθεί και έτρεξε αλλόφρων στο μέρος που ψυχορραγούσε ο γαμπρός του.

“Πατέρα….” έκανε εκείνος με φωνή που μόλις έβγαινε, “σε ευχαριστώ για ότι έκανες για μας. Θέλω… να μου προσέχεις το γιο μου… το Διομήδη… και… να πεις… στην Δηιπύλη ότι… την αγαπώ πάντα…”

Γύρισε το κεφάλι του προς τα δεξιά και έμεινε εκεί ακίνητος με τα μάτια καρφωμένα ψηλά στο άπειρο. Ολόγυρα είχε απλωθεί μια απόλυτη συγκίνηση και σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν κάποια δάκρυα που αυλάκωναν τα μάγουλά τους. Και ήρθαν όλοι εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι πολέμαρχοι από τους επτά στρατηγούς της εκστρατείας.

Ο κάμπος μπροστά στα τείχη της Θήβας είχε αδειάσει από ανθρώπους και άλογα. Είχε γεμίσει όμως νεκρούς ολόγυρα σπαρμένους ως έξω ακριβώς απ τα τείχη. Το νερό του Ισμηνού και της Δίρκης κοκκίνισε από το αίμα. Ψηλά στον ουρανό ήδη άρχισαν να φτερουγίζουν τα πρώτα αρπαχτικά που μυρίστηκαν τη λεία τους ενώ κάτω στη γη ακούγονταν ακόμα οι οιμωγές των πληγωμένων που ψυχορραγούσαν. Πέρα στον ορίζοντα ο ουρανός ήταν κόκκινος στο χρώμα και δεν θα ‘λεγε κανείς πως αυτό ήταν το χρώμα του ήλιου.

 



[1]     Αργότερα οι Θηβαίοι στο μέρος όπου χύθηκε το αίμα της Ισμήνης, έφτιαξαν μια κρήνη στην ανάμνησή της.


(Συνεχίζεται...)


Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 22η δημοσίευση

  "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ο στρατός των Αργείων είναι ήδη στη γη της Βοιωτίας και κινείται προς τη Θήβα. Ο Ετεοκλής συγκεντρώνει τους επιτελείς του για να οργανώσει την άμυνα της πόλης. Η Ιοκάστη και οι δύο αδελφές του, μαθαίνουν απ' τον ίδιο τα γενόμενα. Η απόγνωση απλώνεται σε κάθε κύτταρο της καρδιάς τους. Η πόλη αρχίζει να ζει στον τρόμο της πολιορκίας. Ο φόβος του πολέμου απλώνεται παντού. 
Στο στρατόπεδο των Αργείων και των συμμάχων τους, θα φτάσει ένας κήρυκας απ' τη Θήβα. Η Ιοκάστη καλεί τον Πολυνείκη σε μια συνάντηση απελπισίας στα ανάκτορα της πόλης. Ο Πολυνείκης εμπιστεύεται τη μητέρα του και ξεκινά.
Φανερά συγκινημένος θα διασχίσει τα στενά της πόλης που γεννήθηκε, φορτωμένος από τις αναμνήσεις μιας ολάκερης ζωής. Η συνάντηση με τη μητέρα του και τις αδελφές του θα είναι μια συναισθηματική έκρηξη αλλά μαζί και ένα αδιέξοδο. 
Η άφιξη του Ετεοκλή θα οδηγήσει σε μια, πρόσωπο με πρόσωπο, αντιπαράθεση των δύο αδελφών. Μια αντιπαράθεση, που θα οδηγήσει σε λεκτική αναμέτρηση.
Ο Πολυνείκης εγκαταλείπει τη Θήβα. Ο πόλεμος είναι προ των πυλών.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης είναι εκπληκτική. Πως θα μπορούσε άλλωστε. Ας την αφήσουμε να συνοδεύσει την ανάγνωσή μας.




22η δημοσίευση

3.3 Στη σκιά της σύγκρουσης

 

Στο στρατόπεδο των Αργείων

 

Ο Πολυνείκης επέστρεψε στο στρατόπεδο με ένα πνίξιμο στο λαιμό. Με συναισθήματα που έσφιγγαν γύρω του σαν ένα πελώριο φίδι που του έκοβε την ανάσα. Πατούσε ήδη στα χώματα της γης του. Στη Βοιωτία. Απέναντί του, κάποιες εκατοντάδες στάδια απόσταση,[1] έστεκε η Θήβα, η γεννέτειρά του. Με τα στιβαρά της τείχη και τις πελώριες πύλες της. Και πίσω από αυτά, οι γονείς και τα αδέλφια του. Και εκείνος! Ο άνθρωπος που τον ξέκοβε από τους αγαπημένους του. Που του στερούσε το δικαίωμα να ζει κοντά τους μαζί με την νέα του οικογένεια, γυναίκα και παιδί του. Τα λόγια και ο περιφρονητικός τρόπος που τον αντιμετώπισε είχαν μέσα του φουντώσει την οργή του στο έπακρο. Μια μανιασμένη επιθυμία σύγκρουσης, τον είχε κυριεύσει να σπάσει τα εμπόδια που έβαλε μπροστά του. Και ο τρόπος ήταν, τώρα πια, μονάχα ένας! Ο πόλεμος. Η επίθεση στη Θήβα.

 

Στην βασιλική σκηνή του στρατοπέδου, ο Άδραστος είχε συγκαλέσει το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο. Ήταν εκεί όλοι! Αυτός και οι επτά πολέμαρχοι. Οι αρχηγοί που θα σήκωναν την τελική επίθεση κατά της πόλης. Ο Πολυνείκης τούς είχε ήδη ενημερώσει για τα γενόμενα στην συνάντηση  με τον αδελφό του. Όλοι πια ήξεραν. Αντικείμενο της κουβέντας τους ήταν η παράταξη του στρατού μπροστά στα τείχη της πόλης. Γενικές κατευθύνσεις, σχηματισμοί και σχέδια επίθεσης. Ο πολεμόχαρος Άρης ήταν ολοκληρωτικά πια “παρών” στη σκέψη και στους σχεδιασμούς τους.

 

“Ας κάνουμε την τελική μας αναφορά στον σχεδιασμό μας” πήρε το λόγο ο Άδραστος και συνέχισε:

“Τυδέα! Αναλαμβάνεις το χώρο που θα εστιάσει τις πύλες του Προίτου. Καπανέα! Το πάθος σου και η ορμή σου με το λόχο της Ωλένου θα πέσει πάνω στην κεντρική πύλη της Ηλέκτρας. Αυτήν που πρώτη συναντάμε από εδώ μπροστά μας. Ο Ετέοκλος με τους Ορχομένιους θα ριχτεί στις Νήιστες πύλες. Ο Ιππομέδοντας τραβάει στην πύλη της Όγκας Αθηνάς. Οι Αρκάδες με σένα Παρθενοπαίε και το λόχο σας θα χτυπήσετε τις Βορραίες, τις πύλες του Ωγύγου, εκεί κόντρα στο Βοριά φυλαγμένες”. Στη συνέχεια γύρισε προς τον Αμφιάραο: “Οι Ομολοίδες πύλες προσμένουν την αντρεία σου σεβαστέ μας μάντη προσμένοντας πιο πριν χρησμούς να βγάλεις για μας από τα σημάδια που θα δείξουν τα σφάγιά σου”

Σταμάτησε για λίγο. Το βλέμμα του έπεσε στον Πολυνείκη που τον κοιτούσε ατάραχος. Ο γαμπρός του τον πρόλαβε πριν συνεχίσει:

“Απέμειναν σε μένα οι Κρηναίες πύλες βασιλιά μου. Η έβδομη πύλη. Κοντά στη πηγή που ο Κάδμος σκότωσε το δράκοντα του Άρη και έσπειρε τα δόντια του στη γη. Κοντά λοιπόν στη πηγή που έδωσε των Σπαρτών τη φύτρα και το γένος. Το λέω σε όλους να το ακούσετε! Θα είμαι εκεί τιμωρός του θράσους και της ύβρης απέναντι σε όρκους και συμφωνίες. Και δεν θα διστάσω να φορέσω στον επίορκο αδελφό μου το μανδύα του θανάτου που θα τον πάρει στο βασίλειο του Άδη”

Η δήλωσή του προκάλεσε συγκίνηση αλλά και επαίνους στη συνέχεια από όλους. Εκτός από έναν! Αυτόν που αμφέβαλε απ την αρχή για όλα.

“Δεν τελειώσαμε!” φώναξε ο Άδραστος, “Το ιππικό θα καλύπτει τα πλαινά και τα πίσω μας”

“Οι Θηβαίοι θα βγουν απ τα τείχη; Τι πληροφορίες έχουμε;” πετάχτηκε ο Ιππομέδοντας.

“Δεν ξέρουμε” απάντησε ο Τυδέας, “αλλά μακάρι να βγουν στον κάμπο, τους έχουμε του χεριού μας εκεί”

“Μην υποτιμάς το ιππικό τους” διόρθωσε ο Ετέοκλος, “το έχω δει και το ξέρουμε. Θα πρέπει να προσέξουμε”

“Αύριο λοιπόν η μεγάλη μέρα! Στο πρώτο φως του ήλιου, οι Θεοί να δώσουν δύναμη στις καρδιές μας” φώναξε ο Άδραστος.

“Βασιλιά… πριν φύγουμε, κάτι έχω να ρωτήσω το σεβαστό μάντη και συμπολεμιστή μας τον Αμφιάραο”. Η φωνή του Τυδέα προκάλεσε απότομα σιωπή.

“Είμαι εδώ και καρτερώ” απάντησε εκείνος άμεσα.

Ο Τυδέας τον πλησίασε.

“Όλοι ξέρουμε τη γνώμη σου για αυτόν εδώ τον πόλεμο μάντη Αμφιάραε. Όμως είναι κάτι που έχεις αφήσει στο σκοτάδι…”

“Τι εννοείς;” τον ρώτησε

“Κάτι που είχες πει την πρώτη φορά σε ένα άλλο συμβούλιο που κάναμε εκεί στο Άργος”

“Πες μου Τυδέα ξάστερα σε τι αναφέρεσαι;”

“Είχες πει τότε ότι κανείς μας δεν θα βγει ζωντανός από αυτόν τον πόλεμο. Με εξαίρεση έναν από εμάς! Και είχαμε ζητήσει να μας ονοματίσεις το πρόσωπο. Όμως είχες αρνηθεί υποσχόμενος να το κάνεις αργότερα καθώς τότε δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Δεν νομίζεις ότι είναι ώρα να μας το πεις σήμερα;”

Ο Αμφιάραος θα ήθελε εμφανώς να αποφύγει την ερώτηση. Σιώπησε για λίγο και ύστερα μίλησε:

“Αυτό θα το πω μονάχα στον ίδιο! Αυτός έχει σημασία να το μάθει και άλλος κανείς”

Άρχισαν κάποιες μουρμούρες στο συμβούλιο αλλά σύντομα ο Άδραστος έκανε νόημα να σταματήσουν για να φύγει ο καθένας για το λόχο του να ετοιμαστεί.

 

“Πριν φύγουμε δυό λόγια!” ακούστηκε η φωνή του Πολυνείκη.

Σταμάτησαν και γύρισαν προς το μέρος του. Ξεκίνησε να μιλάει με κάποια φόρτιση.

“Πριν χρόνια ήμασταν ξένοι. Αίμα κοινό δεν κυλάει στις φλέβες μας. Γένη δεν μας ενώνουν. Πέρα από τη συγγένειά μου με το βασιλιά και τον Τυδέα οι άλλοι ήρθατε στη ζωή μου τώρα στο τέλος. Δεν μου οφείλατε τίποτα, δεν με γνωρίζατε. Παρ’ όλα αυτά είστε σήμερα κοντά μου, πρώτοι ανάμεσα σε πρώτους, να σταθείτε και να πολεμήσετε δίπλα μου για το δικό μου δίκιο και τη δική μου γη. Βάζετε τις ζωές σας στη φωτιά, τα σπίτια και τις κλίνες σας στη διάθεση πολεμόχαρων Θεών, το μέλλον σας στη κρίση του Άδη. Νιώθω ευγνωμοσύνη και έναν μεγάλο σεβασμό που είστε εδώ δίπλα μου. Αύριο θα πολεμήσουμε πλάι-πλάι. Σαν να μας ενώνουν τόσα, σαν να μας δένουν δεσμοί αλύγιστοι. Θέλω να ξέρετε ότι αυτό, στην ταπεινή ζωή μου, δεν θα το λησμονήσω ποτέ. Είμαι περήφανος που σας γνώρισα”

Σταμάτησε συγκινημένος. Με πρώτο το βασιλιά και όλους μετά, ήρθαν κοντά του, τον αγκάλιασαν εγκάρδια ένας-ένας. Τα χέρια ενός προς έναν σφίχτηκαν δυνατά. Οι αγκαλιές άνοιξαν για να κλείσουν με σεβασμό και αισθήματα.  Όλοι εκτός από τον Αμφιάραο.

 

Ο Άδραστος μαθαίνει

 

Το συμβούλιο τελείωσε. Σιγά-σιγά οι πολέμαρχοι αποχωρούσαν απ’ τη σκηνή. Τα ερωτήματα είχαν απαντηθεί και οι όποιες απορίες είχαν λυθεί. Για αυτούς ξεκινούσε σοβαρή δουλειά στη συνέχεια. Έπρεπε να μεταφέρουν τις αποφάσεις και τις οδηγίες στους λόχους τους. Η σκηνή άδειασε. Έμειναν μόνο ο Άδραστος με τον Αμφιάραο. Μόνοι οι δυό τους. Ο μάντης κινήθηκε στην έξοδο.

“Μη φύγεις!” τού είπε ο βασιλιάς. Εκείνος κοντοστάθηκε.

“Τι θέλεις;” τον ρώτησε.

Μιλούσαν ήρεμα, σιγανά. Με μια παράξενη γαλήνη στα λόγια τους.

“Έγιναν πολλά αυτόν τον καιρό ανάμεσά μας” είπε ο Άδραστος.

Ο άλλος δεν μίλησε.

“Δεν θα πεις κάτι;”

“Ότι ήταν να πω το έχω πει. Πολλές φορές με σαφήνεια. Μοιράστηκα μαζί σας το χρησμό μου, σας είπα τους φόβους μου. Ύστερα όλα έγιναν σύμφωνα με τις συμφωνίες μας”

“Ναι αλλά στο κέντρο της οργής σου έβαλες εκείνη”

“Αυτό είναι δικός μου λογαριασμός”

“Και δικός μου Αμφιάραε. Μην ξεχνάς ότι η Εριφύλη είναι αδελφή μου, αίμα μου…”

“Θέλεις κάτι άλλο από μένα; Ότι ήθελες έγινε. Το πετύχατε”

“Το πετύχαμε; Τι εννοείς;”

“Μην αρχίσουμε πάλι αυτόν τον κύκλο βασιλιά. Το πώς η γυναίκα μου και αδελφή σου πήρε την απόφασή της το ξέρουμε καλά”

Ο Άδραστος τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

“Αναζητάς ευθύνη τώρα. Αν αποφάσιζε αλλιώς όλα θα ήταν καλώς καμωμένα;”

“Δωροδοκήθηκε Άδραστε! Ο γαμπρός σου την πλησίασε με δόλια μέσα..μού είχε ορκιστεί!”

“Σου είχε ορκιστεί τι;”

“Δεν έχει σημασία τώρα πια έτσι κι αλλιώς”

Ο Άδραστος κούνησε το κεφάλι του σαν να ήθελε να τονίσει την έντονη διαφωνία του. Με μιας τον ρώτησε ευθέως:

“Ποιος είναι;”

Ο Αμφιάραος κατάλαβε. Η απάντησή του ήταν μάλλον προσχηματική.

“Γιατί θες να μάθεις;”

“Πες μου εσύ γιατί το κρατάς μυστικό; Δική σου είναι αυτή η απόφαση”

Ακολούθησε μια παγερή σιωπή και ύστερα…

“Εσύ είσαι!” ακούστηκε η φωνή του Αμφιάραου, σταθερή, ψυχρή με το βλέμμα γυρισμένο στον βασιλιά. Εκείνος έδειξε να ανατριχιάζει σύγκορμος.

“Τι είπες;” κατάφερε να πει στην ταραχή του ανάμεσα.

“Εσύ  Άδραστε θα  είσαι ο μοναδικός από εμάς που θα μείνει ζωντανός! Αυτό λέει η μαντεία μου”

Έκανε δύο με τρία βήματα πίσω προσπαθώντας να καταλάβει τι ένιωθε. Ο Αμφιάραος συνέχισε ατάραχος:

“Δεν ξέρω αν αυτό θα είναι εύνοια ή κατάρα των Θεών. Το να ζήσεις δηλαδή αυτό το βίωμα. Να είσαι εκείνος που θα φέρει πίσω στο Άργος τα μαντάτα της καταστροφής. Ή το να κουβαλάς για πάντα το στίγμα του ολέθρου”

Ο Άδραστος ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του.

“Πάψε, δεν θέλω να ακούσω. Κανείς δεν ξέρει την επιθυμία των Θεών. Τα σημάδια τους μπορεί να είναι διφορούμενα. Ο Απόλλωνας ονομάζεται Λοξίας ακριβώς για αυτό. Μπορεί όλα τούτα να μην είναι έτσι όπως τα προβλέπεις και τα γεγονότα να σε διαψεύσουν. Πόσοι και πόσοι χρησμοί είχαν διπλή ερμηνεία μάντη; Πόσοι; Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα. Θα ρίξεις τα σφαχτάρια σου το πρωί και θα δεις. Φύγε τώρα. Όλοι μας χρειαζόμαστε ξεκούραση”

Ο Αμφιάραος έριξε μια ματιά και βγήκε απ τη σκηνή. Πριν φύγει γύρισε και του είπε μια τελευταία φράση:

“Πρόσεξε τουλάχιστον τα παιδιά μου σαν γυρίσεις στο Άργος”

 

Στη Θήβα ετοιμάζονται

 

Στο παλάτι της Θήβας όλα ζούσαν στον ίδιο φρενήρη ρυθμό προετοιμασίας. Οι σάλπιγγες του πολέμου ήχησαν από το πρωί στην πόλη. Οι τελευταίοι κάτοικοι ολόγυρα του κάμπου συγκεντρώθηκαν στο εσωτερικό της ακρόπολης. Τα άλογα του ιππικού σήκωναν ψηλά σκόνη από τα ποδοβολητά και τις μετακινήσεις τους. Τα άρματα έμπαιναν σε διάταξη. Οι εφτά πύλες της πόλης έκλεισαν και ασφαλίστηκαν. Τα τείχη εξοπλίστηκαν με ακόντια και βέλη ως και πέτρες ακόμα. Οι λόχοι του στρατού έπαιρναν ήδη θέσεις στο εσωτερικό μπροστά από κάθε πύλη.

 

Στο παλάτι ήταν όλοι μαζεμένοι για ένα τελευταίο πολεμικό συμβούλιο. Ο βασιλιάς Ετεοκλής, οι στρατηγοί του αλλά και ο Κρέων, ο θείος του και αδελφός της Ιοκάστης. Ο γηραιός παλιός βασιλιάς πριν τον Οιδίποδα, εξακολουθούσε και διατηρούσε μια κραταιή και σεβαστή θέση στη διοίκηση του βασιλείου. Στο συμβούλιο ήταν παρόντες και αγγελιοφόροι που έφερναν παρατηρήσεις από τις κινήσεις του στρατού του Άργους.

 

“Λοιπόν, συνοψίζω το σχεδιασμό μας” πρόταξε στην κουβέντα ο Ετεοκλής.

“Σε ακούμε” είπε ο Κρέοντας.

Μελάνιππε, είσαι ένδοξος απόγονος των Σπαρτών, της πρώτης μας φύτρας μας γένος. Στις πύλες του Προίτου θα σταθεί ο λόχος σου μέσα απ τα τείχη. Τον τομέα στις Νήιστες πύλες θα πάρει ο Μεγαρέας. Το γένος των Σπαρτών ζει και στο δικό του αίμα και περιμένω τη φωτιά τους να βγει μέσα από τα χέρια του. Υπέρβιε, γιε του Οίνοπα, στις Πύλες της Όγκας Αθηνάς θα στήσεις το δικό σου τρόπαιο. Το ξέρω! Είμαι σίγουρος. Ο αδελφός σου ο Άκτορας θα πιάσει τις Βόρειες πύλες. Λασθένη, εσύ θα  έχεις τις Ομολοίδες. Και εγώ…” σιώπησε για λίγο. Όλοι τον κοίταξαν κατά πρόσωπο, “εγώ θα ακολουθήσω την επιλογή του αδελφού μου!” είπε με βλέμμα χθόνιο και σκληρό. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

“Θα τον έχω στο κατόπι. Όποια επιλογή κάνει θα φροντίσω να βρεθώ μπροστά του. Αυτή είναι η δική μας μοίρα. Απέναντι ο ένας στον άλλον. Για να του κλείσω μια για πάντα το θρασύ του βλέμμα που τόλμησε να σηκώσει κοντάρι στη πόλη που τον ανάθρεψε. Είναι κάτι που θέλετε να κουβεντιάσουμε;”

“Ναι!” πετάχτηκε ο Κρέων.

“Σε ακούμε σεβάσμιε στρατηγέ” του είπε ο Ετεοκλής.

“Οι δικοί μας κατάσκοποι αναφέρουν ότι οι Αργίτες θα χτυπήσουν, κατά λόχους, κυκλικά σε όλα μας τα τείχη”

“Θα βγάλω το ιππικό έξω και δύναμη από πεζούς να χτυπήσουμε πρώτοι” απάντησε ο Ετεοκλής.

“Όχι βασιλιά! Είναι ρίσκο μεγάλο” πετάχτηκε ο Λασθένης.

“Συμφωνώ και εγώ, μην πάμε σε ανοιχτή μάχη στον κάμπο μαζί τους” πρόσθεσε πάλι ο Κρέοντας.

“Μα γιατί; Οι καβαλάρηδές μας είναι φημισμένοι, πολλοί και ψυχωμένοι. Θα τους χτυπήσουμε την ώρα που θα ξεκινά το πρώτο δικό τους κύμα. Από τα δύο άκρα. Και στο κέντρο θα βγάλουμε λόχους με οπλίτες πεζούς για να βαστάξουν στην πρώτη άμυνα” παρουσίασε τη σκέψη του ο Ετεοκλής.

“Φοβάμαι βασιλιά!” συμπλήρωσε και πάλι επιμένοντας ο Κρέοντας “στον κάμπο είμαστε ευάλωτοι, είμαστε λιγότεροι”

“Μα αυτό είναι το καλύτερο! Δεν πρόκειται ποτέ να περιμένουν κάτι τέτοιο” μπήκε στο διάλογο ο Υπέρβιος.

“Ακριβώς αυτό είχα κατά νου” είπε ο Ετεοκλής, “το πρώτο ξάφνιασμα, πάντα η πρώτη μάχη δίνει αέρα. Είμαι σίγουρος για αυτό”

 

Ακολούθησε για λίγο διάλογος. Συμφώνησαν στην επιλογή του Ετεοκλή.

“Στις θέσεις σας λοιπόν!” πρόσταξε εκείνος για να αρχίσουν να αποχωρούν ο ένας μετά τον άλλο.

“Θείε μη φεύγεις! Σε θέλω!” είπε στον Κρέοντα. Εκείνος έμεινε προσμένοντας με αγωνία να ακούσει τι είχε να του πει.

“Σ’ ακούω παιδί μου”

Ο Ετεοκλής πλησίασε. Η φωνή του μαλάκωσε. Το ύφος του σοβάρεψε.

“Θείε, είναι ώρα να σου ζητήσω κάποια πράγματα”

“Μίλα ελεύθερα Ετεοκλή”

“Πάντα ήσουνα για τη Θήβα ο φύλακάς της. Άγρυπνος φρουρός της. Ήσουν μπροστάρης σαν η σφίγγα ταλάνιζε το λαό μας σκορπώντας το θάνατο. Βασιλιάς πιστός και κραταιός. Κράτησες το λόγο σου και έδωσες την αδελφή σου και μάνα μας στον πατέρα μας νύφη…”

“Μακάρι να μην το έκανα ποτέ!” διέκοψε εκείνος.

“Δεν φταις εσύ για την κατάρα στη γενιά μας. Θέλω να κάνεις κάτι ακόμα για μας”

“Ξέρεις ότι θα σεβαστώ κάθε σου επιθυμία”

“Αυτό ακριβώς θέλω Κρέοντα. Να σου πω τις στερνές μου επιθυμίες πριν τη μεγάλη μάχη…”

“Μην σκέφτεσαι έτσι γιε του Οιδίποδα. Καμιά μάχη δεν χάνεται πριν να δοθεί…”

“Οφείλει ο συνετός ηγεμόνας να φροντίζει για τα μετά αν κάτι δεν πάει καλά…”

“Νομίζω…”

“Μην με διακόπτεις! Θέλω να φροντίσεις τους γονείς μου και τις αδελφές μου. Ειδικά η Αντιγόνη θα γίνει νύφη σου. Του Αίμονα γυναίκα. Αλλά αυτό που θέλω είναι άλλο” είπε και το βλέμμα του έγινε πάλι γυάλινο, μοχθηρό, γεμάτο μίσος.

“Σαν τι;” τον ρώτησε ο Κρέοντας.

“Αν τύχει και σκοτωθώ στης μάχης την αντάρα και την ίδια στράτα πάρει με μένα στον Άδη ο Πολυνείκης, δεν θέλω να τον αγκαλιάσει η γης!”

Ο Κρέοντας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.

“Νιώθω την οργή σου παιδί μου…”

“Θέλω το κουφάρι του να το φάνε τα θεριά και τα αρπαχτικά πουλιά. Δεν θέλω να τον αγκαλιάσει το χώμα της Θήβας, ακόμα και πεθαμένο. Το πρόσβαλε, το μόλυνε. Αυτό θέλω από σένα, είναι επιθυμία μου και θέλω να το κάνεις”

Ο Κρέοντας τον κοίταξε για λίγο. Πήρε γρήγορα την απόφασή του με εξ ίσου σκληρό βλέμμα.

“Δεν θέλω να στέκομαι σε άσχημες σκέψεις σου Ετεοκλή. Το δόρυ με το δικό σου χέρι θα γίνει σκήπτρο νίκης πάνω στα κορμιά τους. Αλλά, μείνε ήσυχος για την προσταγή σου”

 

Πριν οι σάλπιγγες ηχήσουν

 

Το πρώτο φως της επόμενης μέρας άρχισε να ροδίζει κατά την Ανατολή. Ο ουρανός ήταν καθαρός και ελάχιστα σύννεφα ήταν έτοιμα να καλωσορίσουν το πρώτο σήκωμα του ήλιου. Μια παράξενη σιωπή βασίλευε στον κάμπο της Θήβας. Λες και όλα τα πλάσματα της φύσης ολόγυρα κρατούσαν την ανάσα τους.

Ο Αργίτικος στρατός ήδη ξεκινούσε να διανύει τα πρώτα του στάδια απέναντι στα τείχη της Θήβας. Ο Άδραστος καβαλίκεψε τον Αρίωνα τον κυανοχαίτη. Ένα περήφανο ανίκητο μέχρι τώρα άλογο, προσωπικό δώρο του Ηρακλή στον βασιλιά του Άργους. Στάθηκε πρώτος στη γραμμή της παράταξης με δεξιά κι αριστερά τους υπασπιστές του. Θα οδηγούσε το Ιππικό, που είχε χωριστεί σε τρία τμήματα. Ένα στο κέντρο μπροστά και άλλα δύο στα πλάγια της παράταξης.

 

Ένα ελαφρύ αεράκι φύσηξε τα λοφία των οπλιτών αλλά και των καβαλάρηδων. Ένα παράξενο λευκό χαλί φαίνονταν ο λευκάσπιδος Αργίτικος στρατός, από ψηλά. Λες και κάποιος το είχε απλώσει σε ολάκερο τον κάμπο.

 

Στη γωνία, στο πλάτωμα πάνω στις εξωτερικές επάλξεις του παλατιού, ένας άντρας και μια γυναίκα  είχαν σμίξει σε μια δική τους αγκαλιά. Μια αγκαλιά αποχαιρετισμού και αγωνίας. Ο άντρας ήταν ψηλός, στιβαρός, ντυμένος τη στολή ενός πολέμαρχου. Στο ένα του χέρι κρατούσε την χάλκινη περικεφαλαία του και το άλλο του χέρι κρατούσε με πάθος μια γυναίκα.

Η Ισμήνη άπλωσε τα χέρια της να κρατήσει στην αγκαλιά της τον νεαρό και επιβλητικό άντρα. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη όλη η αγωνία του αποχωρισμού. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια λες και ήθελε να φυλακίσει το χρόνο μέσα τους.

“Θέλω να προσέχεις Περικλύμενε, αν πάθεις κάτι….” λύγισε στα λόγια της.

Ο επιβλητικός πολέμαρχος χάιδεψε στοργικά τα μαλλιά της.

“Μην φοβάσαι αγαπημένη μου. Στο υπόσχομαι”

“Θα σε περιμένω στον ναό της Αθηνάς, θα είμαι εκεί”[2]

“Εντάξει, θα βρω το χρόνο να σε δω” της είπε.

Αποχωρίστηκαν με ένα παθιασμένο φιλί. Καρπός του έρωτα που κρατούσε τη φωτιά αναμμένη στις καρδιές τους. Ο Περικλύμενος φόρεσε την χάλκινη περικεφαλαία στο κεφάλι του. Έσφιξε τη θήκη με το ξίφος του στη ζώνη του. Χώρισαν. Γύρισε και της έριξε μια τελευταία ματιά λίγο πριν χαθεί προς τις πύλες της πόλης για να πάρει τη θέση του στη μάχη που ξεσπούσε. Η Ισμήνη έσυρε τα βήματά της στον ναό της Αθηνάς. Ήταν χτισμένος έξω απ τις πύλες της πόλης προς την άλλη μεριά.  Πίστευε μακριά από το πεδίο της σύγκρουσης.

 

Ο Τυδέας έστεκε στο λόχο του μπροστά ασυγκράτητος. Είχε φορέσει την πανοπλία του και στο αριστερό του χέρι κρατούσε την ασπίδα του. Ένας ουρανός ήταν χαραγμένος πάνω της γεμάτος αστέρια. Στο κέντρο έστεκε σκαλιστό ένα ολόγιομο μεγάλο φεγγάρι και ολόγυρά του μια μεγάλη κορώνα, και απέναντι ένα μάτι της νύχτας. Στο δεξί του χέρι βάσταγε ήδη γυμνό το σπαθί του. Με τις κραυγές του είχε ήδη ξεσηκώσει το λόχο του βλαστημώντας τους εχθρούς καλώντας μεγάλο κακό να κάνει.

 

Αμέσως δίπλα του ο Καπανέας, γιγάντιος στο κορμί, προκαλώντας τρόμο με την εμφάνισή του. Στη λευκή του ασπίδα ήταν χαραγμένος γυμνός πελώριος άντρας βαστώντας στα χέρια αναμμένο πυρσό. Τα χρυσά σκαλιστά γράμματα πάνω έγραφαν “Την πόλη θα κάψω”. Ενθάρρυνε το λόχο του με φωνές τρομερές και απειλές ανήκουστες για τους Θηβαίους και τη πόλη.

 

Πιο πέρα ο Ετέοκλος πάνω στην ατίθαση φοράδα του. Στεκόταν ήρεμος, αποφασισμένος. Στο άλογό του ήταν κρεμασμένη η ασπίδα του με χαραγμένη στο κέντρο μια σκάλα στηριγμένη στα τείχη της Θήβας. Οι καβαλάρηδες πίσω του ένα δικό του νεύμα καρτερούσαν για να ορμήσουν μπροστά.

 

Ο Ιππομέδοντας έστεκε πεζός ολόρθος κάτω από το άρμα του. Με το πελώριο μπόι του ξεχώριζε μπροστά στους δικούς του. Στο αριστερό του χέρι ήταν περασμένη η δική του ασπίδα, ολοστρόγγυλη. Ξεχώριζε σκαλιστός ο Τυφώνας στο κέντρο να ξερνάει μαύρο καπνό από το στόμα του και ολόγυρα ένας διάκοσμος από φίδια συμπλήρωναν το ανάγλυφο.

 

Αμέσως μετά ο Παρθενοπαίος. Ο ευγενικός μα συνάμα και ατρόμητος Αρκάδας, πανέμορφος και επιβλητικός. Η Σφίγγα ξεχώριζε σφυρήλατη στο κέντρο της ασπίδας του, βαστώντας στα αιμοβόρικα νύχια της Θηβαίο πολεμιστή.

 

Ο Αμφιάραος με το λόχο του ξεχώριζε. Πάνω στο άρμα του, με τον οδηγό του τον Βάτωνα. Έχοντας στο ξημέρωμα κάνει τις θυσίες του ρίχνοντας τα σφάγια για χρησμούς. Στεκόταν με βλέμμα αλλόκοτο, μακρινό. Λες και ήδη πια η σκέψη του είχε φύγει πέρα μακριά απ τον κάμπο της Θήβας. Ξεχώριζε η κατάλευκη ασπίδα του χωρίς κανένα σημάδι ή σκάλισμα.

 

Τέλος στην άκρη της παράταξης έστεκε ο Πολυνείκης. Πολλές στιγμές ένιωθε τη συγκίνηση να τον πνίγει και να του φέρνει τρεμούλα στα χέρια. Κάτι που δεν μπορούσε να διανοηθεί. Η ασπίδα του ήταν σκαλισμένη σε δύο εικόνες. Μια γυναίκα, η Δίκη από τη μία πλευρά και στο άλλο μέρος αντίκρυ της ένας μαλαματένιος πολεμιστής να την ακολουθεί. Η επιγραφή στην ασπίδα έγραφε: “Πίσω θα φέρω αυτόν να ξαναπάρει τα πατρικά παλάτια και την πόλη”.[3]

 

Όλα ήταν έτοιμα. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή. Το τελευταίο νεύμα. Ο παιάνας στις σάλπιγγες για να ξεκινήσει η επίθεση του Αργίτικου στρατού.

 

“Έλα μάνα βιάσου!” ακούστηκε γεμάτη αγωνία η φωνή της Αντιγόνης. Πίσω της η Ιοκάστη προσπαθούσε, με όση δύναμη έμενε στη λιπόσαρκη μορφή της, να ανέβει τα πέτρινα σκαλιά στα τείχη της πόλης. Μπροστά τους πήγαινε ένας ώριμος στην ηλικία άντρας, που σίγουρα ήταν κάτι σαν οδηγός τους.

“Παιδί μου, δεν έχω δυνάμεις εύκολα να δαμάσω τούτες τις πέτρες…” απάντησε με την ανάσα της να κοντεύει να την πνίξει.

“Αμ με τα χέρια του Ζήθου και του Αμφίωνα αναστήθηκαν τούτα τα ανίκητα τείχη!” φώναξε ο άντρας μπροστά τους, “και τώρα ήρθε η ώρα να μας προστατέψουν απ τη μανία των Δαναών. Ελάτε Κυράδες μου από εδώ” τους έκανε νόημα να τον ακολουθήσουν.

Όσο ανέβαιναν τόσο ο κάμπος στη Θήβα άρχισε να φαίνεται μπροστά στα μάτια τους σε όλο σχεδόν τον ορίζοντα. Μπορούσαν ήδη να δουν τους Θηβαίους στρατιώτες πάνω στις επάλξεις έτοιμους για την άμυνα. Με μεγάλη δυσκολία, που βάραινε περισσότερο την πολυταλαιπωρημένη  Ιοκάστη, κατάφεραν να φτάσουν ψηλά στις επάλξεις. Πλησίασαν στους στρατιώτες. Κάποιοι τους κοιτούσαν δύσπιστα, κάποιοι όχι. Κάποιοι γνώρισαν την Ιοκάστη, την παλιά τους βασίλισσα και υποκλίθηκαν με τιμή. Στους άλλους έδωσε εξηγήσεις ο άντρας συνοδός που ήταν αξιωματικός της φρουράς τους στο παλάτι.

 

Σε λίγο έφτασαν στην κορυφή. Δεξιά τους ήταν οι πύλες του Προίτου και αριστερά οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας.

“Εδώ! Ελάτε να σταθείτε εδώ, είναι το πιο ασφαλές σημείο. Όμως δεν θα μείνουμε για πολύ. Σε λίγο εδώ θα γίνεται χαλασμός απ την αντάρα της μάχης” τους είπε ο συνοδός τους.

Η Αντιγόνη στάθηκε στις επάλξεις. Σε λίγο δίπλα της έφτασε και η Ιοκάστη.

“Η Ισμήνη γιατί δεν ήρθε;” την ρώτησε η κόρη της.

“Μου είπε θα πάει στον ναό της Αθηνάς, εκεί είναι η θέση της αυτές της ώρες” απάντησε εκείνη.

“Ω Αθηνά προστάτιδά μας, γέμισε ο κάμπος με πολεμιστές. Ως πέρα στον Ισμηνό αλλά και εκεί που πέφτουν οι πηγές της Δίρκης άσπρισε η γη από τις ασπίδες των πολεμιστών. Σκόνη πηχτή ανανταριάζει στον αέρα από τα πόδια των αλόγων…” σκέφτηκε φωναχτά η Αντιγόνη.

“Τι θα απογίνουμε; πόσο κακό ακόμα να μας βρει;” πρόσθεσε δίπλα της η Ιοκάστη.

“Που στέκει ο αδελφός μου Δήλιε;” ρώτησε η Αντιγόνη τον αξιωματικό που τις συνόδευε.

“Δεν ξέρω, δεν έχει συγκεκριμένη θέση, απ ότι έμαθα θα είναι παντού”

Η Ιοκάστη άπλωσε το βλέμμα της μπροστά σαν να προσπαθούσε να διακρίνει ως πέρα στις γραμμές των Δανάων.

“Τι προσπαθείς να διακρίνεις κυρά μου; Σε βλέπω και βασανίζεις το βλέμμα σου” την ρώτησε ο Δήλιος.

“Εκείνον! Τον Πολυνείκη. Το ένα κομμάτι απ την ίδια μου τη ζωή που στέκεται απέναντι στοχεύοντας με το δόρυ και το σπαθί του τον άλλο μου γιο. Να μην βρεθεί μάνα σε ολάκερη τη ζήση που να βιώσει τη δική μου κατάρα. Να δω τα δυό μου τα παιδιά να αντιμάχονται μπροστά μου.  Ω Λοξία Απόλλωνα, κάνε τούτη τη φορά οι χρησμοί σου να απαλύνουν του θανάτου τη μοίρα. Βάλε μπροστά στα βήματά τους τάφρο αξεπέραστη να μην την δρασκελίσουν τα ατίθασα άτια τους και να φτάσουν ο ένας αντίκρυ στον άλλο..”

 

Η Αντιγόνη την ζύγωσε. Πιάστηκε από τους ώμους της. Ο αγέρας άρχισε να φυσάει δυνατότερα και έτσι η σκόνη απ τα άλογα και τα βήματα των στρατιωτών σηκώθηκε ψηλά στον κάμπο. Ξάφνου απ τη μέσα μεριά των τειχών της πόλης ήχησε μεγάλος αχός. Η γη άρχισε να σειέται και σκόνη πολύ σηκώθηκε στον αγέρα.

“Τι συμβαίνει Δήλιε;” ρώτησε με αγωνία η Αντιγόνη.

“Δεν καταλαβαίνω, οι καβαλάρηδές μας κινούνται. Να εκεί! Δείτε! Ζυγώνουν κατά την πύλη της Ηλέκτρας. Και πίσω τους αρματωμένοι οι πεζοί, οι οπλίτες μας”

“Τι θέλουν να κάνουν;” ρώτησε η Ιοκάστη.

Την ίδια στιγμή οι μεγάλες πύλες της Ηλέκτρας άρχισαν να ανοίγουν. Με μεγάλη ταχύτητα και σε πυκνές γραμμές το ιππικό της Θήβας άρχισε να βγαίνει απ τα τείχη.

“Που πάνε;” φώναξε η Αντιγόνη με αγωνία. Ο Δήλιος προσπαθούσε να δει. Οι στρατιώτες δίπλα στα τείχη άρχισαν να ετοιμάζουν τα τόξα και τις φαρέτρες τους.

“Βγαίνουν στον κάμπο!” Είπε ο Δήλιος. “Κινούνται προς τα έξω, να!  δείτε. Βγαίνουν οι καβαλάρηδές μας σε παράταξη μάχης. Και από πίσω βλέπω τους οπλίτες μας κι αυτούς κονταροφορεμένους να βγαίνουν παραταγμένοι σε λόχους. Θαρρώ πρώτοι θα κινήσουμε επίθεση. Ο βασιλιάς αποφάσισε να τους ξαφνιάσει”

 

Ο κάμπος μπροστά στα τείχη της Θήβας γέμισε με καβαλάρηδες που παρατάχτηκαν σε τρία μέτωπα, ένα στο κέντρο και τα άλλα δύο στα άκρα. Πίσω τους άρχισε να παρατάσσεται γρήγορα ασπιδοφορεμένο με τα δόρατα παρατεταγμένα το πεζικό. Οι σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν. Στην απέναντι άκρη, στη μεριά της δύναμης του Άργους επικρατούσε οχλαγωγία.

 

“Κυράδες μου, είναι ώρα να φύγετε από εδώ. Δεν μπορώ να σας αφήσω. Σε λίγο μάχη θα ξεκινήσει μεγάλη. Είναι πια πολύ επικίνδυνα. Ακολουθείστε με στο παλάτι, πρέπει να κατεβείτε τώρα. Οι Αργείοι μπορεί να εξαπολύσουν τα βέλη απ τη φαρέτρα τους” τους κάλεσε με φανερή αγωνία ο Δήλιος. Δεν πρόλαβαν να κινηθούν και ήδη οι καβαλάρηδες της Θήβας σε πλήρη ανάπτυξη ξεκίνησαν με κοντάρια στα χέρια να εφορμούν στην παράταξη του εχθρού απέναντι. Πίσω τους αναπτυσσόταν πολύ γρήγορα το πεζικό κινούμενο στην ίδια κατεύθυνση. Ο Ετεοκλής έκανε πράξη την απόφασή του. Αποφάσισε να τους αιφνιδιάσει με την πρώτη επίθεση εναντίον τους. Η μάχη σε λίγο θα ξεκινούσε τρομερή.

“Θέλω να μείνω!” φώναξε η Αντιγόνη.

Ο Δήλιος την πλησίασε πιάνοντάς την από τους ώμους.

“Δεν έχει νόημα κόρη μου! Έλα, γυρίζουμε πίσω. Πρέπει να επιστρέψετε στο παλάτι. Και να κάνετε σπονδές στους Θεούς να τελειώσει τούτη η καταστροφή το γρηγορότερο και η πόλη μας να σωθεί”

Κατάφερε να τις τραβήξει προς τα κάτω. Η Ιοκάστη ήταν πιο δεκτική σε αντίθεση με την Αντιγόνη που ήθελε να μείνει. Καθώς ο κάμπος ολόγυρα έτρεμε στον καλπασμό των καβαλάρηδων και στα χτυπήματα που έκαναν οι οπλίτες με τα δόρατα πάνω στις ασπίδες τους.

“Πάμε κόρη μου, δεν αντέχω να βλέπω! Μιας και του πολέμου η μανία ξεκίνησε, όλοι μας οι κόποι κι οι παρακλήσεις πήγαν χαμένες. Μας μένει μόνο να παρακαλάμε τους Θεούς να το τελειώσουν γρήγορα όλο αυτό” ακούστηκε η Ιοκάστη με συγκίνηση.



[1]     Το “στάδιο” ήταν αρχαία μονάδα μέτρησης μήκους. Ισοδυναμούσε με το μήκος ενός αθλητικού σταδίου, δηλαδή περίπου 195 μέτρα.

[2]     Η Ισμήνη ήταν ιέρεια στον ναό της Αθηνάς

[3]     Η περιγραφή των ασπίδων των επτά στρατηγών του Άργους αναφέρεται στην τραγωδία του Αισχύλου “Επτά επί Θήβαις” (Στίχοι 375-652)

(Συνεχίζεται...)

Ετυμολογία

Κρέων: “κρείων”=βασιλιάς, κυβερνήτης, άρχοντας


Μελάνιππος: “μέλας”=μαύρος “ίππος”=άλογο. Αυτός που έχει μαύρα άλογα


Υπέρβιος: “υπέρ” + “βιος”= αυτός που έχει μακροζωΐα


Περικλύμενος: “περί” + “κλύμενος”=περίφημος