Μια ξεχωριστή υπόθεση
Κεφ. 1 Το ταξίδι
Η αμαξοστοιχία Αθηνών-Λαρίσης είχε ήδη πάρει το δρόμο της. Στο τραίνο ήταν αρκετοί επιβάτες αλλά όχι σε τέτοιο αριθμό που να ασφυκτιά κάποιος στο εσωτερικό της. Έξω η Άνοιξη είχε ήδη κάνει δυναμικά την είσοδό της στη φύση ολόγυρα. Είχαν ήδη φτάσει κοντά στα Καμμένα Βούρλα.
Ο δικηγόρος Σταύρος Αλεξίου, άφησε το σώμα του να γύρει στη πλάτη του καθίσματος. Προσπάθησε λίγο να ξεμουδιάσει. Το βλέμμα του απλώθηκε ως πέρα στο γαλάζιο του Βόρειου Ευβοϊκού. Τράβηξε τη δερμάτινη τσάντα του, την άνοιξε και πήρε το σημειωματάριό του. Ο σελιδοδείκτης σταμάτησε στις 17 Μάρτη 1965. Άρχισε να διαβάζει τις σημειώσεις του για την υπόθεση που τον απασχολούσε. Ο καλός φίλος και συνάδελφός του Δημήτρης Αργυρίου, ήρθε, με την απρόσμενη πρότασή του να ταράξει λίγο τα λιμνάζοντα νερά μιας τρέχουσας επαγγελματικής κρίσης.
“Τι έχεις αυτόν τον καιρό;” Του είπε ο Δημήτρης, εκείνη τη Δευτέρα που τον κάλεσε στο γραφείο του.
“Τίποτα, δύσκολα τα πράγματα” Απάντησε εκείνος με έναν συγκρατημένο αναστεναγμό.
“Τους έχεις μπει στο μάτι…”
“Τι να κάνουμε γνωστά είναι αυτά” Σχολίασε με μια γλυκιά μελαγχολία. Από την εποχή που στα δικαστήρια υπεράσπιζε μόνιμα αριστερούς και δημοκράτες πολίτες μήπως και τους γλιτώσει από τη μανία του μετεμφυλιακού κράτους, είχε μπει στο μάτι τους για τα καλά. Δύσκολα θα έπαιρνε δουλειές και έτσι η πρόταση του φίλου του ήρθε κάτι σαν “Μάνα εξ ουρανού”. Ήταν όμως μια πρόταση ιδιαίτερη, μια πρόταση λίγο ασαφής και με πολλά ερωτήματα. Κύρια για τον άνθρωπο που τον περίμενε στο σπίτι του στην Ανατολή, ένα μεσαίο χωριό έξω από τη Λάρισα.
“Ο Ιορδάνης Γεβιτζόγλου, είναι ο άνθρωπός σου” Ξεκίνησε την ενημέρωσή του ο φίλος και συνάδελφός του.
“Ο οποίος είναι τι ακριβώς;”
“Πρόεδρος του χωριού, μεγαλοκτηματίας και μεγαλέμπορος. Από αυτά που λέμε τζάκια και παράγοντες του Θεσσαλικού κάμπου”
“Μάλιστα, και τι θέλει από μένα;”
Ο Αργυρίου τον κοίταξε προσεκτικά και συνέχισε:
“Μου ζήτησε έναν άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης μου, δικηγόρο. Τον απασχολεί, απ ότι φαίνεται πολύ σοβαρά μια υπόθεση εκβιασμού απ ότι μου είπε…”
“Και γιατί δεν πάει στη αστυνομία; Τι να τον κάνει τον δικηγόρο”
“Δεν θέλει να ανακατέψει τώρα την αστυνομία. Έτσι μου έδωσε να καταλάβω”
“Και λοιπόν;”
“Σταύρο άκου. Ο Γεβιτζόγλου δεν είναι εύκολος άνθρωπος. Λέγονται πολλά εκεί πάνω για αυτόν. Ξέρεις τώρα, κτηματίες, που νομίζουν ότι είναι στην εποχή των τσιφλικάδων”
“Μήπως όντως είναι;”
“Πληρώνει όμως καλά! Πολλά τα λεφτά. Ζεστό χρήμα. Θα πήγαινα εγώ αλλά αυτήν την εποχή έχω δίκες και δεν μπορώ να φύγω. Σε σκέφτηκα. Αν θες τη γνώμη μου, δεν έχεις τίποτα να χάσεις”
Ο Αλεξίου έμεινε για λίγο σκεφτικός.
“Τι πρέπει να κάνω;”
“Σε περιμένει εκεί στο σπίτι του. Θα πας;”
“Είναι μια διέξοδος για μένα”
Ο Αργυρίου χάρηκε. “Μπράβο Σταύρο. Πήγαινε και θα κρίνεις εσύ”
Το ραντεβού κλείστηκε σε μεταξύ τους τηλεφωνική επικοινωνία. Ο Γεβιτζόγλου έδειξε να τον περιμένει με αγωνία. “Ο κ. Αργυρίου μου μίλησε με τα καλύτερα λόγια για σας” Του είπε στο τηλέφωνο. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 17 Μάρτη. Κράτησε τα στοιχεία με τη διεύθυνσή του και σε λίγες ώρες θα τον είχε μπροστά του.
Στο μυαλό του Αλεξίου γύρναγαν οι πληροφορίες για τον πελάτη του. Μεγαλοκτηματίας, δήμαρχος, δύσκολος άνθρωπος, νοοτροπία τσιφλικά. Όλα αυτά που αντιπαθούσε με πάθος δηλαδή. Όμως ήταν και η δουλειά. Και τα περιθώρια για εκείνον είχαν στενέψει πολύ. Στα 55 του χρόνια δεν θα είχε δα από εδώ και στο εξής και πολλές ευκαιρίες να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Και οι υποχρεώσεις της οικογένειας έτρεχαν πολλές.
Το τραίνο έφτασε στη Λάρισα αργά το απόγευμα. Το χωριό ήταν προς τα βόρεια κοντά στον Τύρναβο. Τον περίμενε η διαδρομή με τοπικό λεωφορείο μέχρι την Ανατολή. Το σούρουπο είχε ζυγώσει για τα καλά στον Θεσσαλικό κάμπο σαν έφτασε να αναζητήσει έναν τρόπο να φτάσει στο σπίτι του Δημάρχου. Ευτυχώς ένα από τα λίγα ταξί του χωριού ήταν διαθέσιμα.
“Που θέλεις να πας πατριώτη;” τον ρώτησε καλοσυνάτη η φωνή του οδηγού. Ενός κοντόχοντρου ώριμου άντρα.
“Στο σπίτι του δημάρχου, του κ. Γεβιτζόγλου”
Τα μάτια του ώριμου άντρα τον κάρφωσαν από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου που είχε ξεκινήσει.
“Του λόγου σου συγγενής;”
“Όχι για κάτι δουλειές”
“Αθηναίος;”
Ο δικηγόρος χαμογέλασε με την πιεστική διάθεση του οδηγού να ψαρέψει πληροφορίες. Προτίμησε να αλλάξει εκείνος την ατζέντα.
“Τι άνθρωπος είναι ο δήμαρχος;” Ρώτησε με ευθύτητα που ξάφνιασε τον ώριμο ταξιτζή.
“Καθώς πρέπει άνθρωπος”
“Άκουσα ότι διαφεντεύει πλούτο εδώ στο χωριό, τα καταφέρνει;”
Ο οδηγός μέτρησε για λίγο τα λόγια του.
“Λέγονται πολλά. Δεν έχει οικογένεια και ...να...έχει τις παραξενιές του”
Ο Αλεξίου κατάλαβε ότι ο οδηγός δεν θα άνοιγε περισσότερο την κουβέντα και την παράτησε. Άλλωστε όλα σε λίγο θα ήταν στη δική του κρίση να τα διαπιστώσει.
Το σπίτι του Γεβιτζόγλου ήταν ένα μεγάλο πέτρινο αρχοντικό χτισμένο στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Έστεκε εκεί παράμερο από τα άλλα σπίτια. Του έκανε εντύπωση εκείνη η ερημιά της νύχτας. Κατάλαβε την διαφορά μιας γειτονιάς στην Αθήνα από ένα απόμακρο χωριό στην καρδιά της Θεσσαλίας. Ο ήχος από τα βήματά του στον πλακόστρωτο δρόμο έσπαζαν την απόλυτη σιωπή. Ήταν εντυπωσιακό. Όπως παράξενη ήταν επίσης και εκείνη η μεγάλη σκιά που έπιασε η άκρη του ματιού του ακριβώς τη στιγμή που το χέρι του τραβούσε την εξώπορτα. Μια μεγάλη σκιά αλλόκοτης μορφής λες και παραφύλαγε στη γωνιά του δρόμου.
Κεφ.2 Η συνάντηση
Ο Γεβιτζόγλου ήταν ένας επιβλητικός ώριμος άντρας, στα 68 του χρόνια, θα τον έλεγες καλοστεκούμενο. Πλούσια ντυμένος, με όλα εκείνα τα στοιχεία του αυθάδικου ύφους που του έδινε η οικονομική και πολιτική του θέση. Υποδέχτηκε όμως εγκάρδια τον Αλεξίου. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν απόλυτα και αυτό εναρμονισμένο με τον πλούτο του ιδιοκτήτη του. Έτσι δεν άργησε η στιγμή που ξεκίνησε η κουβέντα τους για το λόγο της συνάντησης. Ο Γεβιτζόγλου ήταν σαφής και κατηγορηματικός αλλά κάτι στο λόγο του φανέρωνε την διακριτικότητα που ήθελε να χειριστεί το θέμα.
“Λοιπόν κ. Αλεξίου, θα σας μιλήσω καθαρά. Ο λόγος που σας κάλεσα εδώ είναι ένας εκβιασμός!”
“Προς εσάς;” τον ρώτησε ο Αλεξίου ψύχραιμα.
“Ναι! Εδώ και λίγο καιρό δέχομαι έναν εκβιασμό που κάθε μέρα γίνεται και πιο πιεστικός”
“Ξέρουμε τον άνθρωπο;”
Ο Γεβιτζόγλου ήταν σκληρός στην περιγραφή αλλά κάποιος έμπειρος παρατηρητής θα καταλάβαινε ότι κάποια έντονη αγωνία τον βασάνιζε βαθύτερα.
“Νομίζω ναι, μου είπε ότι λέγεται Αλέξης Ντάλμπασης”
“Παράξενο να δίνει έτσι ανοιχτά το όνομά του. Εκτός αν είναι ψεύτικο. Τον γνωρίζετε;”
“Όχι!”
“Τι θέλει από σας; Με τι σας εκβιάζει;”
“κ. Αλεξίου, είπα ότι θα είμαι απόλυτα αληθινός ίσως και ωμός απέναντί σας αλλά το θέμα είναι λεπτό. Με εκβιάζει με τα στοιχεία μιας μεγάλης ανάθεσης έργου που έδωσα σαν δήμαρχος στο χωριό σε μια εταιρεία να μας κάνει το δρόμο…”
“Είναι αλήθεια;” Ρώτησε με επαγγελματική ευθύτητα ο Αλεξίου.
“Ναι! Εν μέρει. Θέλω να πω…”
Ο Γεβιτζόγλου εξήγησε στον δικηγόρο την κατάσταση παρουσιάζοντάς του τα γεγονότα αναλυτικά.
“κ. Γεβιτζόγλου, τι ακριβώς θέλετε από μένα;”
“Ακούστε, η περίοδος είναι λεπτή. Σε λίγο καιρό έχουμε εκλογές. Δεν θέλω να ανακατέψω τη Χωροφυλακή, θα γινόταν θόρυβος και δεν είναι στις προθέσεις μου. Θέλω να βρούμε τρόπο να συναντήσετε αυτόν τον άνθρωπο, να ...δούμε τις προθέσεις του, τις διαθέσεις του..”
“Κάτι σαν μεσολάβηση δηλαδή”
“Και ακόμα παραπάνω, να χειριστείτε το θέμα, τι θέλει, πως μπορούμε να το χειριστούμε”
“Έχετε πρόθεση να ψάξουμε έναν συμβιβασμό;”
“Ακριβώς! Κάτι τέτοιο”
“Κατάλαβα”
Η κουβέντα τους συνεχίστηκε με κάθε είδους λεπτομέρεια. Ορίστηκαν τα επόμενα βήματα, τι θα έκαναν, πως θα το χειρίζονταν.
“Θέλω να βρείτε αυτόν τον Ντάλμπαση κ. Αλεξίου”, του είπε κλείνοντας ο Γεβιτζόγλου, “αν βέβαια αυτό είναι το πραγματικό του όνομα, όπως είπατε, να ανοίξει τα χαρτιά του, να δούμε”
“Εντάξει κ. Γεβιτζόγλου…”
Ήταν πια προχωρημένη νύχτα όταν ο Αλεξίου ήταν στην πόρτα για να φύγει. Τον πρόλαβε ο δήμαρχος.
“Μισό λεπτό να φωνάξω τον Θωμά να σας πάει με το αμάξι στο χωριό, θα σας πάει σε ένα πανδοχείο να μείνετε. Όλα τα έξοδα θα τα θεωρήσετε απόλυτα δικά μου, Γεωργία συνόδεψε τον κύριο στην αυλή να φέρω τον Θωμά”, είπε στην ηλικιωμένη γυναίκα που είχε προστρέξει κοντά τους.
Ο Αλεξίου βγήκε με την γριά γυναίκα στην αυλή. Κινήθηκαν στην εξώπορτα. Ο ουρανός πάνω απ την Ανατολή ήταν υπέροχος αλλά μια αίσθηση κρύου ήταν ακόμα έντονη.
“Θωμά κατέβα να πας τον δικηγόρο στο χωριό στο πανδοχείο”, πρόσταξε πάνω ο Γεβιτζόγλου. Ο άντρας με τα σκληρά χαρακτηριστικά κινήθηκε δεκτικά. Κάποια στιγμή ρώτησε:
“Αφεντικό; θα δεχτείς να κάνεις το ίρτζι αυτουνού του εκβιαστή;” Άστραψαν τα σκληρά του λόγια. Ο Γεβιτζόγλου άλλαξε ύφος. Με μια απίστευτη σκληράδα στο πρόσωπο του απάντησε στα μουλωχτά:
“Μην είσαι ηλίθιος Θωμά. Μόλις ο δικηγόρος τον βρει θα πιάσεις δουλειά...ξέρεις…”
Το μάτι του άλλου γυάλισε. “Ξέρω αφεντικό!”
Ο Αλεξίου μπήκε στο αμάξι με το Θωμά να φοράει ένα ευγενικό και καλόδεχτο ύφος. Έναν Θωμά που δεν είδε αυτό που έπεσε πάλι στο βλέμμα του δικηγόρου την ώρα που το αυτοκίνητο έστριβε για να πάρει τον κατηφορικό δρόμο. Εκείνη τη μεγάλη σκιά να διατρέχει τους τοίχους πίσω τους, αθόρυβα, ανατριχιαστικά.
Κεφ.3 Ο δικηγόρος ψάχνει
Ο Αλεξίου την επόμενη ημέρα είχε ήδη σχεδιάσει τις πρώτες του κινήσεις. Και οι πρώτες πληροφορίες δεν θα μπορούσαν να είναι από τις διασυνδέσεις του στην Αθήνα.
“Μπορώ να κάνω ένα τηλέφωνο στην Αθήνα;” ρώτησε τον ιδιοκτήτη του Πανδοχείου όπου έμενε.
Μετά από λίγο μιλούσε με τον φίλο και συνάδελφό του, τον Δημήτρη Αργυρίου, τον άνθρωπο που τον είχε στείλει στον Γεβιτζόγλου. Του εξήγησε μέσες άκρες χωρίς λεπτομέρειες.
“Θέλω μια χάρη Δημήτρη, εσύ έχεις καλύτερες γνωριμίες από μένα, θα ήθελα να μάθεις ότι μπορέσεις για κάποιον Αλέξη Ντάλμπαση”. Εκείνος, εύλογα του ζήτησε παραπάνω στοιχεία για να μην πελαγοδρομούν.
“Τα μόνα στοιχεία που έχω αφορούν την περιοχή εδώ, κάποιος που κάθεται εδώ γύρω ή έχει σχέση με την περιοχή, ας ξεκινήσουμε έτσι”
“Ψύλλους στ’ άχυρα ψάχνεις”, διαμαρτυρήθηκε διακριτικά ο φίλος του, “θα κάνω ότι μπορώ, αν μάθεις κάτι παραπάνω για αυτόν ενημέρωσέ με”
Ο χρόνος πίεζε τον Αλεξίου και έπρεπε γρήγορα να βρει μια άκρη. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Αποφάσισε να παίξει το χαρτί του χωριού. Το απόγευμα ήταν ήδη στο καφενείο και μάλιστα πέτυχε την ώρα της μεγάλης αιχμής. Και αποφάσισε να παίξει ανοιχτά.
“Μήπως ξέρει κανείς βρε πατριώτες εδώ έναν Αλέξη Ντάλμπαση; Κάποια μάτια ενδιαφέρθηκαν, κάποια όχι. Οι απαντήσεις ήταν όλες αποκαρδιωτικά αρνητικές. Τι είχε, τι έχασε, σκέφτηκε. Απόλαυσε τον απογευματινό του καφέ και προς το σούρουπο σηκώθηκε να φύγει. Στα μέτρα που διάνυσε προς το πανδοχείο τον ένιωθε πίσω του να ακολουθεί τα βήματά του. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας γύρω στα εξήντα. Ήταν προφανές ότι κάτι ζητούσε από αυτόν.
Ο Αλεξίου σταμάτησε λίγο πιο πάνω σε ένα στενό. Ο άγνωστος άντρας πέρασε δίπλα του, κοντοστάθηκε λίγο πιο πέρα. Έριξε μια ματιά γύρω και με πλάγιο βλέμμα μίλησε στον δικηγόρο.
“Λουίζα Βλαστού, στο διπλανό χωριό στην Κρεμαστή”, του είπε προσεκτικά. Ο Αλεξίου προσπάθησε κάτι να του πει.
“Εκεί θα βρεις αυτό που ζητάς” Του είπε και κίνησε γοργά τα βήματά του.
“Στάσου!” Φώναξε ο δικηγόρος αλλά εκείνος χωρίς δεύτερη κουβέντα είχε φροντίσει να απομακρυνθεί.
Κεφ.4: Η τρομερή αλήθεια
Ο Αλεξίου ξαφνιάστηκε. Όχι τόσο για αυτό που έμαθε αλλά από τον τρόπο που το έμαθε. Αυτή η εμφανής διάθεση του άντρα εκείνου να μην εκτεθεί και να μην πει περισσότερα του έδωσε να καταλάβει ότι το όνομα “Ντάλμπασης” σήμαινε κάποια ιδιαίτερα πράγματα που, προς το παρόν αγνοούσε. Αλλά και κάτι άλλο σημαντικό. Ότι αν μη τι άλλο το όνομα αφορούσε υπαρκτό πρόσωπο.
Το βράδυ επικοινώνησε με τον πελάτη του. Ο Γεβιτζόγλου αγωνιούσε έντονα. Το έδειχνε πια ότι φοβόταν. Είπε στον Αλεξίου ότι δεν είχε άλλη ενόχληση από εκείνον τον άγνωστό του. Αυτόν τον μυστηριώδη Αλέξη Ντάλμπαση. Ρώτησε τον πανδοχέα για την Κρεμαστή.
“Είναι κοντά 20 χιλιόμετρα από εδώ”
“Και πως μπορεί να πάει κανείς”
“Να σας βρω αυτοκίνητο να σας πάει;” Του έλυσε τα χέρια ο ευγενικός πανδοχέας.
“Θα με υποχρεώσεις”
Δεν ήθελε να ξενυχτίσει πολύ. Αύριο τον περίμενε νωρίς το αμάξι που θα τον πήγαινε στην Κρεμαστή. Μια μέρα που θα αποδεικνύονταν πραγματικά μεγάλη. Βγήκε λίγο στο μικρό μπαλκονάκι στο δωμάτιό του να πάρει λίγο αέρα. Από τον δεύτερο όροφο μπορούσε να βλέπει όλη την πλατεία στο χωριό. Ήρεμη και γαλήνια. Μόνο που κάποια στιγμή κάτω στο δρόμο απέναντι απ το πανδοχείο, σαν να φάνηκε να είδε τον Θωμά, τον άνθρωπο του Γεβιτζόγλου. Και το βλέμμα που φορούσε ο μπιστικός του πελάτη του κάθε άλλο παρά αυτό το ευγενικό που του έδειξε εκείνο το βράδυ ήταν. Αυτό ήταν σημάδι ότι ο δήμαρχος παρακολουθούσε τις κινήσεις του. Πολλά άρχισαν να περνούν απ το μυαλό του αλλά η αυριανή μέρα απαιτούσε καθάριες σκέψεις και ξεκούραση.
Ο δρόμος προς την Κρεμαστή δεν ήταν καθόλου καλός. Το αυτοκίνητο αγκομαχούσε στο δρόμο και ο Αλεξίου ένιωθε να δικαιώνεται που σε αυτές τις μετακινήσεις δεν είχε πάρει το δικό του από την Αθήνα. Σε περίπου μια ώρα ήταν στο διπλανό χωριό. Μικρό, όμορφο, βουτηγμένο στο πράσινο, στις παρυφές των βουνών του κάμπου. Ζήτησε από τον οδηγό αν θα μπορούσε να τον περιμένει να φύγουν μαζί. Ο Γεβιτζόγλου πλήρωνε αδρά και ήδη στα χέρια του Αλεξίου ήταν μια χορτάτη προκαταβολή. Μια καλή σκέψη για να αναζητήσει την Λουίζα Βλαστού ήταν ο φούρνος του χωριού. Και στάθηκε τυχερός. Η καλόβολη φουρνάρισσα του έδειξε το σπίτι που δεν ήταν δα και μακριάί. Έτσι ο Αλεξίου κίνησε χωρίς καθυστέρηση προς τα εκεί.
Ήταν ένα μικρό αλλά όμορφο χωριάτικο σπίτι ντυμένο στα λουλούδια και στην λευκή πάστρα της περιποίησης. Η Λουίζα Βλαστού παραξενεύτηκε όταν είδε έναν καλοντυμένο άντρα στην αυλή του σπιτιού της να την καλεί. Ήταν μια καλοστεκούμενη γυναίκα στα πατημένα σαράντα. Απόρησε με την παρουσία του και ακόμα περισσότερο με την ιδιότητά του. Παρ όλα αυτά τον δέχτηκε στο σπιτικό της και σε λίγο μια σπιτική λεμονάδα και ένα γλυκό κουταλιού ομόρφυναν τη γεύση του δικηγόρου κάτω από την κληματαριά της αυλής. Η ευγενική γυναίκα έκατσε κοντά του να μιλήσουν. Ο Αλεξίου δεν θα ξεκινούσε την κουβέντα με τον Γεβιτζόγλου φυσικά.
“Κυρία Λουίζα, αναζητώ τον Αλέξη Ντάλμπαση”, της είπε και “κάποιος μου είπε ότι μπορείτε να με βοηθήσετε”.
Η αντίδραση της νεαρής γυναίκας απέναντί του τον σοκάρισε! Έμεινε να τον κοιτάζει αποσβολωμένη. Σαν να άκουσε κάτι εξωπραγματικό.
“Τι τον θέλετε;” Ρώτησε με τη φωνή της να τρέμει και το βλέμμα της πραγματικά εκστασιασμένο.
“Ακούστε, αφορά μια υπόθεσή μου, είμαι δικηγόρος, και κάπου εμπλέκεται το όνομά του, έχετε σχέση μαζί του;”
“Είμαι αδελφή του!” Ψέλλισε. Ο Δικηγόρος ένιωσε το πρώτο ξάφνιασμα.
“Ποιος σας έστειλε εδώ κ. Αλεξίου; Ποιος ρωτάει για τον αδελφό μου”
“Να μου επιτρέψετε να μην σας πω σε πρώτη φάση μέχρι να μάθω” Αντέκρουσε εκείνος ευγενικά. Ένιωθε ότι όλα έστεκαν σε μια κλωστή έτοιμη να σπάσει.
Η απάντηση της Λουίζας ήχησε στα αυτιά του σαν κεραυνός
“Ο αδελφός μου είναι νεκρός κ. Αλεξίου!”
Ήταν σειρά του δικηγόρου να νιώσει ότι η γη ανοίγει κάτω από τα πόδια του.
“Τι είπατε;”
“Δεν το ξέρατε;”
“Όχι, λυπάμαι… δεν… θέλω να πω πότε, τι συνέβη;”
“Το 1944! Εκτελέστηκε από τους Γερμανούς”
Το δεύτερο σοκ για τον Αλεξίου ήταν ακόμα δυνατότερο. Το μυαλό του έδειχνε να μην μπορεί να συγκεντρωθεί. Μάζεψε λίγο την ψυχραιμία του και ρώτησε
“Μπορείτε να μου πείτε τι είχε γίνει σας παρακαλώ; ξέρω σας φέρνω σε δύσκολη θέση αλλά θα σας πω…. Και εγώ…”
Η γυναίκα πήρε βαθιά ανάσα και απάντησε:
“Ήταν κρατούμενος από τους Γερμανούς στο Χαϊδάρι, τον είχαν πιάσει ένα χρόνο νωρίτερα εδώ κοντά μας στο διπλανό χωριό….”
Ο Αλεξίου άρχισε να ιδρώνει, η γυναίκα συνέχιζε “Ήταν στον ΕΛΑΣ. Κάποιος τους έδωσε, τους πρόδωσε, τον έπιασαν. Πέρασε ένα χρόνο το δικό του Γολγοθά. Τον έκλεισαν στο Χαϊδάρι και ένα χρόνο μετά τον εκτέλεσαν στην Καισαριανή”
“Κυρία Λουίζα…. Είπατε για ένα χωριό εδώ κοντά, μήπως το χωριό αυτό είναι η Ανατολή;”
Η γυναίκα πετάχτηκε απορημένη.
“Που το ξέρετε;”
Ο Αλεξίου στο μυαλό του άρχισαν να γυρίζουν τρελά πράγματα.
“Ξέρετε κάποιον Ιορδάνη Γεβιτζόγλου;”
Η γυναίκα τινάχτηκε όρθια! Με απίστευτη ένταση και πάθος χτύπησε το χέρι της στο ξύλινο τραπέζι.
“Αυτός είναι ο άνθρωπος που πρόδωσε τον αδελφό μου. Αυτό το κάθαρμα! Μεγαλοκτηματίας έγινε με τα χωράφια των ανθρώπων που άρπαζε τη γη τους για να γλιτώσουν από τους Ναζί. Τους τα έπαιρνε μαζί με ότι είχαν. Κοσμήματα, λεφτά, γης. Μπας και γλιτώσουν κανένα δικό τους… αλλά εσείς που τον ξέρετε τον Γεβιτζόγλου;”
“Μπλέκεται στην υπόθεση που σας είπα, πείτε μου τι έγινε τότε, είναι αναγκαίο για μένα”
Η γυναίκα κάθισε πιο ήρεμα και άρχισε να μιλά με εμφανή συναισθηματική φόρτιση.
“Είχε γίνει ένα σαμποτάζ στον Τύρναβο κοντά. Οι Ναζί με τους συνεργάτες τους λύσσαξαν. Αυτό το τομάρι ήξερε. Δεν ξέρω πως κατάφερε να μάθει. Πρόδωσε το κλιμάκιο του ΕΛΑΣ στους Ναζί. Τρία παλικάρια δεν κατάφεραν να διαφύγουν μαζί με τον αδελφό μου. Οι δύο εκτελέστηκαν στην Ανατολή. Τον αδελφό μου τον πήραν στην Αθήνα”
“Αυτός έμαθε για τον αδελφό σας;”
“Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει, δεν αλλάζει για μένα τίποτα”
“Πέρασαν βέβαια τόσα χρόνια, αυτός ο άνθρωπος, θέλω να πω ο Γεβιτζόγλου, πως κατάφερε και….”
“Δεν σας έχω τόσο αφελή κ. Αλεξίου. Βλέπετε σε τι εποχές ζούμε”
Ο Αλεξίου ήταν σοκαρισμένος με αυτά που έμαθε αλλά και εντελώς εγκλωβισμένος σε μια πραγματικότητα που δεν ήξερε πως να χειριστεί.
“Κυρία Λουίζα νομίζω είναι ώρα να σας πω κάποια πράγματα αλλά σας παρακαλώ, για την τιμή του αδελφού σας, θα ήθελα προς το παρόν να παραμείνουν μεταξύ μας και παρακαλώ να έχουμε κάποια επικοινωνία”
Ο δρόμος της επιστροφής ήταν γεμάτος σκέψεις για τον Αλεξίου. Ήξερε ο Γεβιτζόγλου για τον θάνατο του Ντάλμπαση; Και ποιος τον εκβίαζε; Ποιος ήταν αυτός που “έπαιρνε” τη θέση του νεκρού προδομένου αγωνιστή; Ποιος; ή κάτι άλλο, που τρόμαζε στην ιδέα μόνο και μόνο να το πει. Τι ήταν αυτό που έπαιρνε τη θέση του Αλέξη Ντάλμπαση;
Κεφ.5: Ώρα για ξεκαθάρισμα
Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασε στο σπίτι του Γεβιτζόγλου. Αποφασισμένος μια και καλή να τελειώσει αυτήν την απίστευτη ιστορία. Για κάποιο λόγο πίστευε ότι εξαπατήθηκε. Ότι ο μεγαλοπαράγοντας της περιοχής τον χρησιμοποίησε. Προσπαθούσε όμως να βρει το λόγο.
Η νύχτα ήταν συννεφιασμένη για τα καλά σαν έφτασε εκεί. Η ίδια χαρακτηριστική ερημιά λες και η πολυτελής κατοικία του Δήμαρχου ήταν απρόσιτη για κάθε επισκέπτη. Προχώρησε προς την εξώπορτα. Για κάποιο λόγο ένιωσε και πάλι ανατριχίλα σαν η ίδια μεγάλη σκιά άπλωσε την σκοτεινή αγκαλιά της στον απέναντι τοίχο. Μόνο που αυτή τη φορά η σκιά είχε σαφή τη μορφή ενός άντρα. Ξέσφιξε τη γραβάτα του για να να ανασαίνει και σε λίγο βρέθηκε στο σαλόνι του μεγάλου σπιτιού απέναντι από τον Γεβιτζόγλου.
“Έχουμε κάτι ενδιαφέρον;” Τον ρώτησε με αγωνία εκείνος.
“Θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα” Του είπε ρίχνοντας μια πλάγια ματιά στον Θωμά που καραδοκούσε εκεί δίπλα. Ο Γεβιτζόγλου κατάλαβε.
“Θωμά πήγαινε, δεν θα σε χρειαστώ άλλο”
Εκείνος έφυγε ρίχνοντας μια διερευνητική ματιά στον δικηγόρο.
“κ. Γεβιτζόγλου δεν μου αρέσει να παίζουν μαζί μου!” Ξεκίνησε λεκτικά την επίθεση ο Αλεξίου.
“Γιατί το λέτε αυτό;” τον ρώτησε λίγο μουδιασμένα ο άλλος.
“Γιατί μου κρύψατε πράγματα και μάλιστα σοβαρά για όλη αυτήν την ιστορία”
“Τι πράγματα;”
“Στο διάστημα του ...εκβιασμού που μου αναφέρατε, έτυχε ποτέ να δείτε τον άνθρωπο αυτόν;”
“Εννοείται τον Ντάλμπαση;”
“Ναι”
“Όχι… στο τηλέφωνο μόνο”
“Δεν τον είχατε συναντήσει κάπου;”
“Σας είπα ποτέ, δεν καταλαβαίνω”
“Τι ξέρετε για αυτόν τον άνθρωπο κ. Γεβιτζόγλου;”
Ο διάλογός τους άρχισε να αποκτά χαρακτηριστικά έντονης αναμέτρησης. Εκείνος άρχισε να δείχνει ταραγμένος.
“Σας είπα ότι ...δεν ξέρω τίποτα…”
“Λέτε ψέμματα! Γιατί δεν μου είπατε τι σας συνδέει με αυτόν τον άνθρωπο;”
“Τι λέτε; τι είναι αυτά;”
Άρχισαν να κινούνται έντονα μέσα στο σαλόνι πρόσωπο με πρόσωπο.
“Τι έγινε στην κατοχή με τον Ντάλμπαση; Γιατί δεν μου είπατε ότι τον καταδώσατε στους Γερμανούς;”
Ο Γεβιτζόγλου έγινε πράσινος. Άρχισε να βρίζει, να φωνάζει.
“Δεν σας επιτρέπω! ΄Σας προσέλαβα να με βοηθήσετε και όχι να με βρίζετε! Ποιος σας είπε αυτές τις αλητείες;”
Ο Αλεξίου τον κοίταξε παγερά κατάματα.
“κ. Γεβιτζόγλου, ο άνθρωπος που σας εκβιάζει, ο Αλέξης Ντάλμπασης, είναι νεκρός!”
Ο άλλος παραπάτησε σχεδόν έτοιμος να πέσει.
“Τι είπατε;” Ψέλλισε
“Εκτελέστηκε το 1944 στην Καισαριανή, το ξέρατε;”
Το πρόσωπό του γέμισε με αγωνία και ιδρώτα
“Όχι...μα ...που το μάθατε ...πως”
“Σημασία έχει ότι το έμαθα και το διασταύρωσα με την Αθήνα”
“Μα τότε;…. Ποιος… τι….”
Ο Αλεξίου κούμπωσε το σακάκι του.
“Στήσατε όλη αυτήν την ιστορία με τον εκβιασμό ενώ ξέρετε πολύ καλά ότι είναι στην πραγματικότητα κάτι πολύ διαφορετικό. Μου είπατε για έργα και τέτοια για να κρύψετε την αλήθεια. Δεν ξέρω τι περιμένατε από μένα. Στην πραγματικότητα αυτό που έχετε είναι να λύσετε τις διαφορές σας από τότε. Τα ξέρατε όλα απ την αρχή. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα το λύσετε μόνος σας! Εγώ δεν έχω θέση πια εδώ ως συνεργάτης σας. Κάνετε την αναδρομή σε εκείνες τις μέρες του 1943, θυμηθείτε τι κάνατε καλά”
“Μα….περιμένετε….”
“Τρεις τάφοι σας περιμένουν κ. Γεβιτζόγλου, ώρα να λογαριαστείτε μαζί τους”
Τα βήματά του τον έφεραν γρήγορα πάλι στην εξώπορτα. Χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του άφησε το μεγάλο σπίτι πίσω του παίρνοντας την κατηφόρα της επιστροφής. Το βλέμμα του δεν μπόρεσε να αγνοήσει την μεγάλη σκιά που πλέον σαν να χόρευε πίσω του. Μόνο που αυτή τη φορά έδειχνε να πλησιάζει γοργά το σπίτι του Γεβιτζόγλου. Μάλιστα τα χέρια της σκιώδους αντρικής μορφής ήταν ανοιχτά και έδειχναν θεόρατα καθώς είχαν ήδη αγκαλιάσει τους τοίχους του σπιτιού.
Κεφ. 6 Το τέλος
Ο Αλεξίου προσπαθούσε να ξεκουραστεί από το ταξίδι της επιστροφής. Την μεθεπόμενη βρέθηκε από το πρωί και πάλι στο γραφείο του προσπαθώντας να οργανώσει την όποια δουλειά μπορούσε να έχει. Το μυαλό του ήταν γεμάτο από σκέψεις, παραστάσεις και εντυπώσεις από την εμπειρία της υπόθεσης Γεβιτζόγλου.
Ο μικρός του έφερε την πρωινή του εφημερίδα. Κάθισε αναπαυτικά στο γραφείο του πίνοντας μια γουλιά από το πρωινό του καφέ. Τα μάτια του έπεσαν στο μεγάλο πεντάστηλο της πρώτης σελίδας.
“Σοκ έχει προκαλέσει στην κοινωνία της Λάρισας η δολοφονία του δήμαρχου του χωριού της Ανατολής. Το θύμα βρέθηκε νεκρό στο σπίτι του το ξημέρωμα. Ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό. Κανένα ίχνος παραβίασης δεν βρέθηκε στο σπίτι όπου κατοικούσε μήτε κανείς από τους δύο ανθρώπους που έμεναν μαζί του δεν αντιλήφθηκε το παραμικρό. Εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι επάνω στο πτώμα βρέθηκαν τριάντα μεταλλικές δραχμές. Δεν βρέθηκαν ίχνη ληστείας. Η Χωροφυλακή αναζητεί τα αίτια και το κίνητρο του δράστη”
Σταμάτησε συγκλονισμένος να διαβάζει. Σηκώθηκε όρθιος. Όλα ήρθαν ξανά στο νου του ορμητικά σαν καταιγίδα. Το παρελθόν, η προδοσία, ο Ντάλμπασης. Εκείνη η μεγάλη σκιά που σάλευε και καραδοκούσε ολόγυρα στο σπιτικό, ιδιαίτερα απειλητική και εξωπραγματική εκείνο το βράδυ.
Ποιος ήταν αυτός που πήρε τη ζωή του Γεβιτζόγλου; ή ίσως τι ακριβώς ήταν αυτό που τον σκότωσε;
Τέλος
Αγαπητές Φίλες και Φίλοι,
αυτή ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο αγαπημένο μας πλέον δικτυακό δρώμενο: "Φωτοσυγγραφική σκυτάλη #5" που διοργανώνει η αγαπημένη μας Mary Pertax εδώ:
Την υπέροχη αρχική εικόνα πάνω στην οποία βάσισα το διήγημα που διαβάσατε, την "κληρονόμησα" από την αγαπημένη φίλη μας Joanna IK από τη δική της υπέροχη ανάρτηση εδώ: "Κόκκινο της ζωής στο βουβό πόνο" μαζί με τη λέξη της επιλογής της "Σκιά".
Μια εικόνα και λέξη, που προσπάθησα να τιμήσω όσο μπορούσα και να ανταποκριθώ στην έμπνευσή τους.
Σε ευχαριστώ, μία ακόμα φορά, Joanna!
Το όμορφο δρώμενό μας συνεχίζεται. Σειρά μου να παραδώσω εικόνα στην αγαπημένη μας φίλη Ρούλα και στο δικτυακό της σπιτικό εδώ: Σμαραγδάκι-Ρούλα Η εικόνα μου για σένα Ρούλα μου είναι αυτή εδώ:
|
Πηγή εικόνας: Pinterest |
και η λέξη που την συνοδεύει είναι: "Προσμονή"
Να σου ευχηθώ κάθε όμορφη έμπνευση.
Ευχαριστούμε την Mary Pertax που, μέσα από αυτό το υπέροχο δρώμενο, μας δίνει τη δυνατότητα να εμπνευστούμε, να δημιουργήσουμε, να γράψουμε. Να είστε όλες και όλοι καλά.