Πρωταγωνιστούν:
Ριρή (Γάτα)
Πάπυ (Κουταβάκι σκύλος)
Ριρή:
Πωπω, ψόφο έχει σήμερα! Αχ έπιασε χειμώνας. Και άντε τώρα να τη βγάλουμε καθαρή. Με το καλοκαιράκι περνούσαμε ζάχαρη. Τέλος πάντων ….σαν ζάχαρη. Και εκεί μπελάδες είχαμε. Άντε να βρεις νερό, άντε να βρεις δροσιά σε τούτη τη ρημαδόπολη, τίγκα στο τσιμέντο. Τώρα; Τώρα κλάφτα Ριρή μου. Θυμάμαι που μού έλεγε η γιαγιά μου η Φιφίκα, Θεός συγχωρές την, τότε στα χρόνια της μέσα στα χαμόσπιτα είχε ξυλόσομπα. Παρακαλούσε να έρθει ο χειμώνας για να κουλουριαστεί εκεί κοντά. Καθόταν πάνω στην πλεχτή κουρελού, που έκανε η μεγάλη κυρά της και ρέμβαζε τη φωτιά. Τη νύχτα την νανούριζε ο ήχος από τα ξύλα που καίγονταν. Άσε που όταν είχαν κέφι, έψηναν και τίποτα λουκάνικα πάνω στην πλάκα της σόμπας και όλο και κάτι περίσσευε και για εκείνη.
Το καλύτερο βέβαια ήταν το βράδυ. Την άφηναν μέσα στο σπίτι και εκείνη κοιμόταν γύρω στη σόμπα, που κράταγε τη θέρμη της όλη τη νύχτα. Τώρα, άντε να βρεις ξυλόσομπα στα σπίτια. Θα μού πεις πολλά σπίτια έχουν τζάκια αλλά δεν είναι όλα φιλόξενα.
Πωπω… μπρρρρρ… μωρέ καλός ο Βοριάς, διώχνει την υγρασία αλλά μωρ’ αδελφάκι μου, σε τρυπάει τώρα. Κάτσε να κουλουριαστώ μπας και ζεσταθώ λιγουλάκι και μετά να ψάξω να βρω κάπου να χωθώ, να βγάλουμε τη νύχτα.
Αχ πόσο μού λείπει μια αγκαλιά! Να είχα μια αγκαλιά! Όπως κάποτε… Τι ωραία ήταν κείνα τα χρόνια. Η κυρά μου, η γιαγιά Βασιλική. Πόσα χρόνια μαζί, πόσα χρόνια στην αγκαλιά της και στα ποδάρια της. Εκεί στην αυλή στο παλιό της σπίτι, μόνοι οι δυο μας. Με την πενιχρή της σύνταξη, μοιραζόμασταν το φαγητό μας. Πάντα είχε κάτι να με φιλέψει. Μαζί τρώγαμε, παρέα της έκανα σαν πλέναμε τα πιάτα, κοντά στα πόδια της καθόμουν όταν έπλεκε στην καρέκλα της. Μαζί βλέπαμε τα αγαπημένα της σήριαλ στην τηλεόραση.
-Ριρή, μου έλεγε, αυτός εκεί είναι κακός να μού το θυμηθείς! Θα το παρατήσει το κορίτσι στο τέλος αλλά εκείνη δεν καταλαβαίνει…
Εγώ χουρχούριζα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου συμφωνώντας με τις επισημάνσεις της.
Και σαν τελείωνε το πλέξιμο, θυμάμαι το βλέμμα της.
-Άντε έλα βρε καψερή και εσύ στην αγκαλιά μου λιγουλάκι. Ποιος ξέρει τι θα απογίνεις όταν θα κλείσω τα μάτια μου.
Την ένιωθα αυτήν την αγωνία στην αγκαλιά της. Με κοίταζε με υγρά μάτια και τα χέρια της έτρεμαν. Την κοίταζα ίσια στα μάτια και χωνόμουν όλο και πιο σφιχτά στην αγκαλιά της. Στη ζεστή μοναδική αγκαλιά της.
Το βράδυ, ειδικά το χειμώνα, δεν με άφηνε ποτέ έξω! Σαν έπεφτε στο κρεβάτι της με φώναζε κοντά της. Έκανα κρεβάτι το μικρό χαλάκι εκεί δίπλα στις παντούφλες της. Κι αν έκανε και κρύο γιατί η σόμπα υγραερίου είχε σβήσει από νωρίς λόγω οικονομίας, προσπαθούσα να χωθώ μέσα σε αυτές.
Αχ γιαγιά Βασιλική!
Έτσι κάπως έσβησε ένα βράδυ η αγαπημένη μου. Εμείς τα ζώα καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα απ’ τους ανθρώπους το θάνατο. Τον μυρίζουμε, τον αισθανόμαστε. Κάπως έτσι εκείνο το πρωί η γιαγιά Βασιλική, πέταξε στον ουρανό. Μύρισα το κρύο της χέρι, προσπάθησα να κάνω κάτι, να βοηθήσω. Την έγλειψα με τη μικρή μου γλώσσα. Όμως τίποτα. Η γιαγιά με είχε χαιρετίσει.
Όπως χαιρέτισα και εγώ το γλυκό σπιτικό της. Γιατί οι δικοί της, που κατέφτασαν σύσσωμοι την άλλη μέρα, δεν περιορίστηκαν να μη μού δώσουν σημασία αλλά με έδιωξαν κακήν κακώς. Δεν είχα καμιά δουλειά εκεί εγώ μια παλιόγατα.
Ήρθαν και κάτι άλλοι. Κάτι παράξενοι. Τσουβάλιασαν τη γιαγιά. Τη δική μου γιαγιά Βασιλική, μέσα σε ένα σεντόνι, την έβαλαν σε ένα ξύλινο κουτί και διάβηκαν απ’ το σπίτι. Κατάφερα να τη δω για τελευταία φορά, εκεί χωμένη στις αγαπημένες της γλάστρες.
-Καλό ταξίδι γιαγιά.
Από τότε, η αυλή ερήμωσε, οι γλάστρες ρήμαξαν, τα αγριόχορτα ψήλωσαν. Όμως εγώ δεν έφυγα. Η παρατημένη αυλή έγινε σπίτι μου να ‘χω κάπου να χώνω το κεφάλι μου και να θυμάμαι τη γιαγιά.
-Ώπα! Μωρ’ τι ειν’ τούτο εκεί στη γωνιά; Κουτάβι; Ναι! Ένα μικρό κουτάβι. Όλα τα ‘χαμε, το κουτάβι μάς έλειπε. Κάτσε να έχω το νου μου μπας και έχει τίποτα μυστήριες διαθέσεις αλλά… τι να ‘χει αυτό το μικρούδι τρομάρα του.
Πάπυ:
Δεν μου αρέσει αυτός ο καιρός! Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, κρυώνω και είμαι μόνος. Μόνος και μικρός. Πριν λίγες μέρες ήμουνα καλά. Στην αγκαλιά της μαμάς μου με τα αδελφάκια μου. Πόσο όμορφα ήταν εκεί! Ασφάλεια, σιγουριά, φροντίδα, αγάπη και ζέστη. Αυτή η θέρμη της αγκαλιάς. Τα πρώτα μου βήματα στη ζωή.
Και άξαφνα ήρθε εκείνη η σκοτεινή και κρύα μέρα που άλλαξαν τα πάντα. Κάποιος άνθρωπος, άγριος και φωνακλάς, παραμόνευε μια μέρα, που έφυγε η μαμά μας για φαγητό και μάς άρπαξε. Μας έβαλε σε ένα χαρτόκουτο και ξαφνικά βρεθήκαμε έξω στο δρόμο. Νύχτα σκοτεινά και παγωμένα.
Έτσι ήρθε ο φόβος στη ζωή μας και η μοναξιά. Αυτή η ζεστή αγκαλιά χάθηκε απ’ τη ζωή μας. Ήρθαν τα κυνηγητά, η πείνα, η δίψα, οι κακουχίες. Τα αδελφάκια μου δεν τα κατάφεραν. Μόνο εγώ σώθηκα και δεν ξέρω αν ήταν για καλό.
-Ωχ τι είναι εκεί; Μια γάτα! Κουλουριασμένη και με κοιτάει με ένα βλέμμα ίσια στα μάτια. Φοβάμαι! Δεν ξέρω. Το ένστικτο της φύσης μου λέει ότι η γάτα είναι εχθρός. Πρέπει να την κυνηγώ αλλά όσες φορές συναντήθηκα με μερικές από αυτές και ήταν και μεγάλες, έβγαζαν κάτι νύχια έτοιμα να με ξεσκίσουν. Μήτε που το σκεφτόμουνα.
Μα… τη βλέπω κουλουριασμένη. Κρυώνει να δεις! Σαν και μένα! Και δεν έχει καμπουριάσει τη ράχη της μήτε έβγαλε τα νύχια της. Είμαστε μόνοι… δυο μας μόνοι μέσα στο κρύο.
Μωρέ… να κάνω πως πάω κοντά της; Θα μού χυμήξει; Αλλά και εκείνη μονάχη είναι. Μια αγκαλιά, τι λες για μια αγκαλιά;
Ριρή:
Τώρα τι να τον κάνω ετούτον ε; Το βλέπω το έρμο, σαν και μένα κι αυτός. Έρμος στη μοναξιά. Για να σε δω ρε συ! Θέλεις να ‘ρθεις εδώ σιμά μου; Να ενώσουμε τις μοναξιές μας; Τι λες; Μην τολμήσεις μονάχα να αρχίσεις τίποτα αγριάδες, στα ‘βγαλα τα μάτια φουκαριάρικο!
Πάπυ: Γατούλα; Να έρθω κοντά σου;
Ριρή: Καλό και ήσυχο σε βλέπω…
Πάπυ: Μικρός είμαι, κουτάβι. Δεν θα σε πειράξω αλλά και εσύ μη με γδάρεις με τα νύχια σου εντάξει;
Ριρή: Άντε βρε έλα, κόπιασε! Η γούνα μου σε περιμένει. Να δα, στριμώξου εκεί πίσω ανάμεσα στον τοίχο και σε μένα, μπας και ζεσταθείς.
Πάπυ: Αχ τι όμορφα που είναι. Είσαι ζεστή!
Ριρή: Το ξέρω! Και εσείς είστε αλλά εσύ δεν έχεις τρίχωμα, ολόγυμνο σε θωρώ, θα κρυώνεις.
Πάπυ: Ναι, κάποια από μάς δεν έχουν τρίχωμα και ο καιρός μας πειράζει. Και το κρύο και η ζέστη.
Ριρή: Πώς σε λένε βρε;
Πάπυ: Δηλαδή; Τι είναι αυτό;
Ριρή: Πώς σε φωνάζουν;
Πάπυ: Δεν ξέρω, κανείς δεν με έχει φωνάξει ποτέ. Μόνο με κυνηγούν!
Ριρή: Εμένα με λένε Ριρή, έτσι με φωνάζουν, μπορείς να το κάνεις και εσύ για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Εσένα θα σε λέω…. Χμ…. Κουτάβι είσαι… Πάπυ! Σ’ αρέσει;
Πάπυ: Καλό είναι, ακούγεται γλυκό, χαδιάρικο, Πάπυ!
Ριρή: Δεν έχεις σπιτικό; Πού μένεις;
Πάπυ: Όπου να ‘ναι. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι κάποιος μάς έβαλε με τα αδέλφια μου σε μια κούτα και μάς πέταξε σε ένα χωράφι.
Ριρή: Καημενούλη μου… δεν έχεις κανέναν!
Πάπυ: Εσύ;
Ριρή: Τώρα πια όχι. Ξέρεις κάτι; Είμαστε δύο έρημοι και μόνοι. Ξέρεις τι λένε για μάς ε;
Πάπυ: Νομίζω κάτι κακό. Ότι πρέπει να τσακωνόμαστε.
Ριρή: Έτσι λένε, ότι μαλώνουμε σαν το σκύλο με τη γάτα!
Πάπυ: Ποιος το λέει αυτό;
Ριρή: Το ένστικτο της φύσης, λένε κάτι σοφοί…
Πάπυ: Ριρή… να σού πω κάτι;
Ριρή: Ότι θέλεις…
Πάπυ: Δεν ξέρω τι λένε για μάς αλλά εγώ νιώθω πολύ ζεστασιά κοντά σου. Και κάτι ...όμορφο βγαίνει μέσα απ’ την καρδιά σου αλλά και τη δική μου.
Ριρή: Και εγώ να σού πω, νιώθω μια σιγουριά. Δεν με βλέπεις τόση ώρα. Απ’ όταν ήρθες δεν σάλεψα απ’ τη θέση μου καθόλου.
Πάπυ: Να γείρω πάνω σου; Δεν θα σε ενοχλήσω. Να ακουμπήσω να, το κεφάλι μου στην πλάτη σου. Μια αγκαλιά Ριρή! Μια αγκαλιά!
Ριρή: Έλα μικρέ μου, άφησε το κορμάκι σου στη γούνα μου. Αν θες μπορείς και να κοιμηθείς εδώ δίπλα μου. Λένε ότι ο ύπνος διώχνει την πείνα.
Πάπυ: Ριρή;
Ριρή: Τι είναι;
Πάπυ: Μ’ αγαπάς καθόλου; Μήπως επειδή είμαι σκύλος δεν πρέπει να μ’ αγαπάς;
Ριρή: Η αγάπη δεν ορίζει επιλογές, μικρέ μου. Η αγάπη αγκαλιάζει τα πάντα, κάθε πλάσμα της φύσης. Η κακία και η έριδα έρχεται με αυτά που ορίζουν ως “πρέπει”. Δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα, μικρέ μου φίλε. Να δώσουμε ο ένας στον άλλον αγάπη έχουμε. Και να, αυτό πάει κόντρα λίγο και στη φύση μας, σκύλος και γάτα, χαλάλι μας, δεν πειράζει να το αλλάξουμε.
Πάπυ: Δεν θέλω να φύγεις, θα γίνουμε φίλοι; Θα σε βοηθάω σε ότι θέλεις.
Ριρή: Τι να με βοηθήσεις τρομάρα σου, σαν σβολάκι είσαι.
Πάπυ: Ναι, κάτσε να μεγαλώσω και θα δεις! Η μαμά μου ήταν τόοοοοση δα μεγάλη. Δεν θα αφήνω κανέναν να σε πειράζει. Μήτε να σε βάλει σε κούτα να σε πετάξει.
Ριρή: Και εγώ θα σε προσέχω! Μη μας υποτιμάς. Είμαστε και εμείς δυνατές.
Πάπυ: Ριρή; Σ’ αγαπάω πολύ!
Ριρή: Και εγώ βρε χαμένε, αλλά πάψε λίγο μπας και κλείσουμε λίγο τα μάτια μας. Πόσο μού έχει λείψει αυτή η αγκαλιά!
Φίλες και φίλοι,
το διήγημα αυτό, ήταν η ταπεινή μου συμμετοχή στο νέο όμορφο δικτυακό φωτο-λογοτεχνικό δρώμενο, που η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax δημιούργησε.
Μάς δίνει τη δυνατότητα να στείλουμε το δικό μας μήνυμα, έμμεσο ή άμεσο με βάση μια σειρά από συγκεκριμένες εικόνες.
Στον παραπάνω σύνδεσμο, μπορείτε να διαβάσετε όλες τις συμμετοχές, οι οποίες είναι υπέροχες και κάθε μία έχει να δώσει το δικό της μήνυμα.
Να ευχαριστήσω απ' την καρδιά μου τη Μαίρη για τη δυνατότητα που μας δίνει να εμπνεόμαστε και να δημιουργούμε. Αλλά και όλους εσάς με τις εξαιρετικές ιστορίες σας, που αγγίζετε την καρδιά μου.
Συνεχίζουμε....