"Μέρος του προβλήματος"
(Αστυνομικό noir διήγημα, ως προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μίνι σκυτάλη #1)
Σεβόμενος τον πολύτιμο χρόνο σας, (Εκφράστηκε ένας προβληματισμός για τα μεγάλα σε έκταση συγγράμματα των συμμετοχών μας) και για διευκόλυνση του επίδοξου αναγνώστη, το διήγημα έχει χωριστεί σε δύο μέρη, έτσι ώστε να κάνετε το διάλειμμά σας και να συνεχίσετε την ανάγνωση όποτε και εφόσον το θελήσετε.
“Μέρος του προβλήματος”
Μέρος 1ο
1. Ένα επώδυνο ξύπνημα
Ένιωθα τα μάτια μου βαριά σαν πέτρα να βαραίνουν στα βλέφαρά μου. Το κεφάλι μου είχε ένα βόμβο που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Δεν είχα αίσθηση μήτε του χώρου μήτε του χρόνου. Προσπαθούσα να ανοίξω τα μάτια μου και είχα την εντύπωση ότι έδινα μια τρομερή μάχη γι’ αυτό. Λες και δύο μεγάλες μαρμάρινες πέτρες έσφιγγαν τους κροτάφους μου και στις δύο πλευρές τους. Σιγά-σιγά το σκοτάδι άρχισε να δίνει τη θέση του σε κάτι θολό. Σε μια θέα που ήταν ακαθόριστη μπροστά μου, χωρίς σχήμα. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποίησα ήταν η αίσθηση χώρου για το σώμα μου. Κατάλαβα ότι βρισκόμουν ξαπλωμένος, μάλλον σε κάποιο κρεβάτι γιατί ο χώρος έμοιαζε ευρύχωρος. Ύστερα ένιωσα τα μέλη μου και τα άκρα μου να κάνουν τις πρώτες τους προσπάθειες να κινηθούν.
Η αίσθηση της ζωής άρχισε να εμφανίζεται πάλι μέσα μου και ολόγυρά μου. Εκείνο που ακόμα δεν είχα, ήταν η αντίληψη των γεγονότων. Που ήμουν, τι έκανα εκεί, τι μου είχε συμβεί. Το βλέμμα μου καθάριζε σιγά-σιγά. Το δωμάτιο ενός πλούσιου σπιτιού, ο χώρος, τα έπιπλα, ένα προς ένα. Το μεγάλο κρεβάτι. Ολόγυρά μου τα πράγματα επιμελώς τακτοποιημένα. Κατάφερα να ανασηκώσω το κορμί μου καθιστός. Επιτέλους η αντίληψη και η μνήμη μου άρχισε να επανέρχεται. Εκείνο που δεν έφευγε ήταν αυτός ο επίμονος και οξύς πονοκέφαλος που τρυπούσε το κρανίο μου. Και ένα πικρό στόμα σκέτο φαρμάκι.
Ναι! Όλα τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να έρχονται στη θέση τους. Το σπίτι, κάπου στο Σούνιο. Και… ναι… το ραντεβού… αυτό το καθοριστικό και μοιραίο ραντεβού… με εκείνη! Τη Δάφνη! Μα… που ήταν; Τι έγινε ξαφνικά; Θυμάμαι ότι ήρθα εδώ, για να την συναντήσω. Θυμάμαι πάρα πολύ καλά και το λόγο. Και μου έφερε ενοχές στην ψυχή. Αλλά… έσπαγα το κεφάλι μου να θυμηθώ, έπρεπε να θυμηθώ…
Το βλέμμα μου γυρόφερε στο δωμάτιο κάνοντας όλο τον κύκλο. Όταν σταμάτησε στον καναπέ απέναντι, το σοκ ήταν τέτοιο που μου κόπηκε η ανάσα ξανά. Ένα σώμα πεσμένο άναρχα πάνω του με το κεφάλι κάτω. Το ένα χέρι πάνω στον καναπέ σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί και το άλλο κρεμόταν σαν λυγισμένο ασάλευτο κλαδί στο πάτωμα. Ήταν αυτός! Θεέ μου! Ο άντρας της! Έχασκε μπροστά μου με τα μάτια του ανοιχτά γεμάτα απορία και τρόμο και το στήθος του μια μεγάλη ανοιχτή πληγή που έσταζε αίμα, στα ρούχα του, στο πάτωμα, παντού.
Σηκώθηκα εντελώς από το κρεβάτι με προσοχή. Η ζαλάδα που ένιωσα με γκρέμισε ξανά κάτω. Όμως η μνήμη μου είχε επανέλθει κανονικά στο μυαλό του. Η Δάφνη… ήταν εκεί… με υποδέχτηκε… όμορφη, ποθητή, αισθησιακή και προκλητική. Με εκείνο το κατακόκκινο, στο χρώμα της φωτιάς φόρεμα, που τη γνώρισα, με τις μαύρες γόβες στιλέτο και… να! Τα τριαντάφυλλα! Δεν γελιέμαι! Θυμάμαι δύο τριαντάφυλλα πεσμένα στο πάτωμα, στην είσοδο του δωματίου της, σαν υποδοχή. Και αντί για εκείνη βρίσκω εδώ το πτώμα του άντρα της! Ω Θεέ μου σε τι έμπλεξα!
Το ποτό! Το ουίσκι! Κάτι είχε το ουίσκι δεν εξηγείται! Με νάρκωσαν! Μια παγίδα! Μια απίστευτη παγίδα! Δεν είχα καιρό να σκεφτώ παραπάνω. Έριξα μια ματιά πάνω μου, ψαχούλεψα τα ρούχα μου, δεν έλειπε τίποτα. Έλεγξα τα πάντα γύρω μήπως είχε μείνει τίποτα δικό μου η βρω κάτι από εκείνη, κάποιο σημάδι. Τίποτα. Μόνο το πτώμα να χάσκει εφιάλτης στο χώρο. Βγήκα προσεκτικά απ' το δωμάτιο. Κανείς! Ησυχία του τάφου πραγματικά! Έλεγξα τους χώρους, δεν βρήκα τίποτα. Με προσοχή μια ματιά έξω. Νύχτα, σκοτάδι, κάπου στο Σούνιο, στην απόλυτη ερημιά. Το καλύτερό μου τουλάχιστον.
Να φύγω, να φύγω ναι το συντομότερο. Λογικά το αυτοκίνητό μου θα έπρεπε να περιμένει έξω. Αν υπάρχει λογική ακόμα σε αυτά τα γεγονότα. Ευτυχώς ήταν εκεί. Έτρεξα με προσοχή. Γύρισα πίσω, με το μαντήλι μου σκούπισα ότι πίστευα ότι είχα ακουμπήσει πριν. Πόμολα, ποτήρια, εκεί στο μοιραίο δωμάτιο. Ότι μπορούσα. Έκλεισα το σπίτι και σε κατάσταση πανικού μπήκα στο αυτοκίνητο. Το γύρισμα του κλειδιού, οι στροφές της μηχανής. Αθόρυβα χωρίς φώτα, βγήκα από τον περίβολο στο δρόμο. Ερημιά. Έφτασα στην μεγάλη παραλιακή και πήρα όσο γίνεται πιο γρήγορα το δρόμο της επιστροφής στην Αθήνα.
Είχα πολλά να σκεφτώ, να τα πιάσω απ' την αρχή, να βάλω μια τάξη. Να δω τι έγινε; Να λογαριάσω τις συνέπειες, να δω τι θα κάνω από εδώ και πέρα. Μια δυνατή βροχή άρχισε να θολώνει την ορατότητά μου. Οδηγούσα πιο προσεκτικά. Όλα έρχονταν ένα προς ένα στο μυαλό μου. Όλα τα παράξενα εκείνα που ξεκίνησαν εκείνο το μοιραίο βράδυ, λίγες βδομάδες πριν, στο μπαρ “Gatto nero” του Πειραιά.
Δύο μήνες πριν...
2. Στη σάλα του “Gatto nero”
Η σάλα του μπαρ είχε αρκετό κόσμο. Στα τραπέζια, οι περισσότεροι πελάτες ήταν ζευγάρια και μάλιστα κάθε ηλικίας. Αλλά και στις δύο πλευρικές μπάρες του μαγαζιού αρκετοί θαμώνες είχαν, εδώ και ώρα βυθιστεί στη μυσταγωγία που προσέφεραν τα μαγικά δάχτυλα του Νίνο στο κατάμαυρο πιάνο του. Τα φώτα στο μαγαζί είχαν χαμηλώσει και ένα γλυκύτατο ημίφως έδινε στο χώρο μια ιδιαίτερη ζεστασιά. Ο καπνός απ τα τσιγάρα έκανε διάφορα περίεργα σχήματα. Ο ήχος ενός απαλού blues ταξίδευε τον κόσμο του “Gatto nero” σε όμορφες διαθέσεις, γεμάτες έρωτα και νοσταλγία. Ήταν ένα από τα πιο όμορφα κλασικά μπαρ του Πειραιά, στο Μικρολίμανο. Είχε καιρό να πάει και σήμερα θεώρησε ότι ήταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να το κάνει.
Μπήκε μέσα. Πριν περάσει στο εσωτερικό του μαγαζιού, έριξε ολόγυρα μια ματιά. Το παρουσιαστικό του πάντα ήταν εξαιρετικό και η εμφάνισή του ήταν το δυνατό του όπλο. Επιβλητικός, όμορφος και αρρενωπός. Η χάρη των τριανταδύο χρόνων του προσέφεραν έναν αέρα υπεροχής. Καθαρό πρόσωπο, καστανά κοντά μαλλιά. Είχε πάντα έναν μοναδικό τρόπο να πλασάρει άριστα τον εαυτό του. Το σκούρο μπλε κοστούμι του του προσέθετε πόντους όπως και το κλασικό καπέλο στο ίδιο χρώμα. Ήδη κάποια θηλυκά ζευγάρια μάτια έκαναν ήδη τα πρώτα κρυφά χάδια στο παρουσιαστικό του.
Πήρε την απόφασή του και βάδισε προς την πρώτη κεντρική μπάρα του μαγαζιού. Βρήκε αρκετό ελεύθερο χώρο, διάλεξε τη μία άκρη και κάθισε. Έριξε τις πρώτες ερευνητικές ματιές γύρω του χωρίς ιδιαίτερη ουσία.
“Καλησπέρα σας”, τον διέκοψε η ευγενική φωνή του μπάρμαν, “τι να σας φέρω κύριε;”
“Four roses με πάγο” του είπε. Ύστερα από λίγο το βλέμμα του, έκανε ταξίδια στη λάμψη που έκανε το Αμερικάνικο μπέρμπον στο ποτήρι του. H δυνατή γεύση από το ουίσκι του προσέφερε στην αρχή το πολυπόθητο κάψιμο στο στόμα και μετά στα σωθικά του μια παράξενη αίσθηση αυτοπεποίθησης. Το μάτι του πλανήθηκε εν είδη έρευνας. Αυτή ήταν η δουλειά του άλλωστε. Να βλέπει, να παρατηρεί, να εντοπίζει γυναίκες, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας για να απλώσει τα γνωστά του δίχτυα. Τα πράγματα είχαν ζορίσει για τα καλά στη ζωή του. Το νοίκι δεν έβγαινε καλά, οι δανειστές του είχαν ήδη αφήσει τα πρώτα απειλητικά τους μηνύματα απ τη χασούρα του στα χαρτιά. Το μόνο επάγγελμα που ήξερε καλά ήταν αυτό που στον κύκλο του ονόμαζαν, με τακτ, πολύτιμη ερωτική συντροφιά σε πλούσιες θηλυκές υπάρξεις, κατά προτίμηση ...απογοητευμένες και μόνες στην περίσταση. Έριξε μια ματιά στο ημερολόγιο απέναντί του. 25 Νοέμβρη 1965. Ζύγωναν τα Χριστούγεννα και κάτι έπρεπε να κάνει αν δεν ήθελε να κυκλοφορεί κυνηγημένος γεμάτο φόβο.
“Τι χαμπάρια κύριε Ηλία;” τον ρώτησε ο Μάκης.
“Άσε τους τίτλους βρε Μάκη και πες μου τι έχουμε σήμερα; παίζει τίποτα ή θα αγκαλιαζόμαστε σε λίγο μεταξύ μας; Πολύ ..ρομαντικό τον ακούω τον Νίνο στο πιάνο”
“Απόψε έχουμε την Τζοάννα!”
“Α να και κάτι ενδιαφέρον! Να ακούσουμε λίγο τη φωνή της μπας και φτιάξει η ατμόσφαιρα”
Σε λίγο η φωνή της Τζοάννα, μια φωνή γεμάτη ερωτισμό και χρώμα, απογείωσε περαιτέρω τους πελάτες. Ήταν μια πανέμορφη Ελληνίδα που η φωνή της και η παρουσία της μαζί συγκροτούσαν ένα ...φονικό δίδυμο στη σάλα του “Gatto nero”. Η λυρική της φωνή πάνω στα τραγούδια της Νίνα Σιμόν σκορπούσαν ρίγη και καθώς οι στίχοι και ο ρυθμός του “Sinnerman” έκαναν τους πελάτες να παραληρούν.
Ο Ηλίας άφησε τον εαυτό του να ακολουθήσει, να χαθεί στο ηχόχρωμα της μουσικής. Το είχε ανάγκη. Μέχρι που τα μάτια του καρφώθηκαν στην είσοδο. Εκεί όλα άλλαξαν ύφος. Την είδε και η ανάσα του κόλλησε. Ψηλή με κοκκινωπά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της, πρόσωπο όμορφο, αινιγματικό και ελαφρά μελαγχολικό, λαιμός σαν πορσελάνη. Το κατακόκκινο ολόσωμο φόρεμά της του προκάλεσε ήδη το πρώτο ρίγος στο κορμί του. Το άνοιγμα ψηλά στο ντεκολτέ της αποκάλυπτε αβυσσαλέα το σφιχτό της στήθος. Την συνόδευε ένας άντρας καλοστεκούμενος αλλά τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερός της. Το δεύτερο σοκ το έπαθε σαν ξεκίνησαν να βαδίζουν προς το κέντρο του μαγαζιού ακολουθώντας τον σερβιτόρο που έσπευσε να τους υποδεχτεί. Το φόρεμά της έπεφτε πλούσιο μακρύ ως κάτω στα πόδια της αποκαλύπτοντας ένα ζευγάρι κατάμαυρες γόβες στιλέτο λουστρίνι. Όμως το τελικό χτύπημα ήρθε από το πλαϊνό σκίσιμο στο φόρεμά της. Τι τόλμη! Σε κάθε της κίνηση ο χυτός μηρός της αποκαλύφθηκε ως πάνω ψηλά.
“Ω ανάθεμά με!” του ξέφυγε τη στιγμή που το ζευγάρι έκατσε αναπαυτικά με εκείνη ακριβώς απέναντί του.
“Τι είναι αυτό το πλάσμα Μάκη!” ρώτησε εκστασιασμένος τον μπάρμαν που ήδη χαμογελούσε κρυφά με νόημα.
“Θεά φίλε μου! Θεά!”
“Πότε εμφανίστηκε; πρώτη φορά τη βλέπω”
“Έχεις κάνει πολλές απουσίες τελευταία Ηλία μου, είναι καιρός που έρχεται”
“Πάντα με συνοδεία;”
“Χμμμ μια-δυό φορές με δυό φίλες της, αλλά συνήθως με αυτόν”
“Άντρας της;”
“Δεν είδα ληξιαρχική πράξη Ηλία”
“Που τον βρήκε πανάθεμά τον” έκανε περιπαιχτικά.
“Μια χαρά τον βλέπω τι έχει;”
“Κοίτα να δεις τι έχω χάσει τόσο καιρό” μουρμούρησε ενώ το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω της. Είχε την αβάντα ο άντρας της να κάθεται πλάτη και έτσι ένιωθε ασφάλεια στο πεδίο του.
“Μαζέψου φίλε, θα πέσεις απ’ το σκαμπό!” τον προειδοποίησε με χιούμορ ο μπάρμαν.
“Μα δεν έχει άδικο καθόλου!”
Η φωνή που μπήκε ανάμεσά τους ξάφνιασε στο απόλυτο τόσο τον Ηλία όσο και το Μάκη στο μπαρ. Γύρισαν προς το μέρος της να βρουν την πηγή της. Ένας άντρας με σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου, όμορφο ντύσιμο, πιο δίπλα στον Ηλία, ήταν αυτός που μπήκε στην κουβέντα. Τα μάτια και των δύο τον σκανάρισαν από την κορυφή ως τα νύχια. Εκείνος, ατάραχος, παρέμενε σιωπηρός. Πρώτος έσπασε την αμηχανία ο Ηλίας.
“Άρα συμφωνείς μαζί μου;” του είπε.
“Θα έλεγα κάτι παραπάνω χωρίς να το σκεφτώ, είναι πανέμορφη”
Ο Ηλίας πήρε θάρρος και απευθύνθηκε διακριτικά στο Μάκη:
“Μην με κατηγορείς λοιπόν, βλέπεις…”
Ακολούθησαν κάποιες ανούσιες τυπικές κουβέντες μεταξύ τους στους ήχους της εξαίρετης φωνής της Τζοάννα που εξακολουθούσε να ομορφαίνει την ατμόσφαιρα στο μαγαζί.
2. Μια πρόταση από το πουθενά
Κάποια στιγμή ο άγνωστος έχοντας το βλέμμα του στην όμορφη παρουσία που τους μαγνήτιζε απέναντι ψιθύρισε στον Ηλία προσεκτικά:
“Λοιπόν πως σου φαίνεται;” Ο Ηλίας έσμιξε τα φρύδια του απορημένος και αμήχανος.
“Τι εννοεις;”
“Για τη Θεά λέω απέναντι”
Ο Ηλίας χασκογέλασε ακόμα πιο αμήχανα.
“Δεν καταλαβαίνω…” κατάφερε να πει.
“Έχω μια ενδιαφέρουσα πρόταση” του είπε ο άγνωστος κοιτάζοντάς τον επίμονα στα μάτια.
“Σε μένα;”
“Με σένα δεν μιλάω;”
Ο Ηλίας ένιωσε κάτι να τον τριγυρίζει σε όλην αυτήν την κουβέντα. Για κάποιο λόγο ένιωσε την παρουσία αυτού του αγνώστου άντρα να γίνεται όλο και πιο παράξενη αλλά ταυτόχρονα και πιο ασφυκτική.
“Τι πρόταση και γιατί να την ακούσω;” ρώτησε ο Ηλίας προσπαθώντας να περάσει στην αντεπίθεση.
“Γιατί κρατώ στα χέρια μου μπαλαντέρ” είπε ο άλλος ακόμα πιο αινιγματικά.
“Ρε φίλε μήπως πρέπει να ανοίξεις τα χαρτιά σου λίγο;” απάντησε.
Ο άλλος έριξε μια ματιά ολόγυρα. Είδε το Μάκη μακριά τους. Με τρόπο έβγαλε από το μέσα μέρος του σακακιού του προσεκτικά κάτι και το έδειξε στον Ηλία.
“Τι είναι αυτά;”
“Είπες να ανοίξω τα χαρτιά μου”
“Και;” τον ρώτησε ο Ηλίας αρχίζοντας να νιώθει ένα φούντωμα μέσα του.
“Επιταγές!”
“Εγώ τι έχω να κάνω μ’ αυτό;” είπε ο Ηλίας.
Ο άγνωστος έκανε να τις ξεφυλλίσει λίγο λέγοντας.
“Έχουν υπογραφές, μάλλον τις δικές σου…”
“Φίλε, τι θες από μένα;”
Ο άλλος πάντα ήρεμα και αποφασιστικά απάντησε:
“Μην ταράζεσαι, πρόταση έχω και μάλιστα συμφέρουσα, πάμε κάπου ήσυχα να κουβεντιάσουμε, όχι εδώ”
“Και γιατί να έρθω;”
Ο άλλος ήπιε μια γουλιά απ το ουίσκι του και ψέλλισε ανάμεσα στα δόντια του.
“Πρώτον γιατί ένας σωστός παίχτης δεν λέει όχι σε μια συμφέρουσα πρόταση όταν μάλιστα αυτή συνοδεύεται από πολλά χιλιάρικα και δεύτερον ...είπαμε, το μπαλαντέρ”
“Που;” ρώτησε ο Ηλίας.
“Στις δύο στο Ξενοδοχείο Κόκκινη βάρκα, στην Καστέλα, θα σε περιμένω στο μπαρ”
“Εντάξει” έκανε ο Ηλίας. Ο ξένος μάζεψε τα πράγματά του και κατέβηκε από το σκαμπό.
“Μην αφήσεις απ τα μάτια σου την κοκκινομάλλα! Θα σου χρειαστεί! Είναι μέρος της πρότασης! Φρόντισε να κανονίσεις μια συνάντηση μαζί της!” του είπε. Ο Ηλίας άρχισε να τρέμει κάπως.
“Και πως θα το κανονίσω;” ρώτησε με φωνή ίσα που έβγαινε.
“Έλα τώρα, έμπειρος είσαι.. τα λέμε στις δύο” του είπε και τράβηξε προς τη μπάρα για να πληρώσει. Σε λίγο τον είδε να τον καταπίνει η βροχερή νύχτα καθώς βγήκε απ την είσοδο του μαγαζιού.
Ο Ηλίας έμεινε ζαλισμένος να προσπαθεί να τακτοποιήσει τις σκέψεις του που τον πολιορκούσαν όλες μαζί σαν να ήθελαν να τον πνίξουν. Στα χέρια του ξένου είδε τις επιταγές του. Έπιασε με τα χέρια του το κεφάλι σε μια κίνηση άγχους. Εδώ και καιρό οι επιδόσεις του στην πράσινη τσόχα ήταν απελπιστικές. Τα χρέη μεγάλωναν μαζί με το πάθος του να ρεφάρει. Η αυταπάτη κάθε χαρτοπαίχτη. Δεν είχε πια μετρητά να πληρώσει και έτσι δανείστηκε. Και γέμισε τις τσέπες διάφορων τοκογλύφων με επιταγές. Επιταγές χωρίς αντίκρυσμα. Και τώρα… κάποιες από αυτές στα χέρια αυτού… Μα ποιος ήταν τελικά;
“Τι έγινε ρε; ποιος ήταν αυτός;” έκοψε βίαια τις σκέψεις του ο Μάκης και μάλλον καλά του έκανε.
“Που να ξέρω; από αυτούς που γυρεύουν παρέα σε μια μπάρα για ένα ποτό” του απάντησε ενώ τα μάτια του στράφηκαν στην αισθησιακή κοκκινομάλλα στο τραπέζι απέναντί του. Ο Μάκης τον άφησε στην ησυχία του και αυτός αποφάσισε να ...δράσει. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε άλλη επιλογή. Και η γυναίκα στο βάθος άρχισε να καταλαβαίνει τα βλέμματά του και να ανταποκρίνεται. Ή έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει. Συνέχισε αυτό το παιχνίδι, γνωστό του άλλωστε, με πιο συστηματικό αλλά παράλληλα και διακριτικό τρόπο. Με αγωνία τα μάτια του έπαιζαν στο ρολόι του. Δώδεκα μεσάνυχτα, δώδεκα και μισή. Και τότε έγινε η κίνηση που περίμενε!
Η γυναίκα με το κόκκινο ολόσωμο φόρεμα σηκώθηκε από το τραπέζι. Την είδε να χαμογελά στον άντρα δίπλα της και κάτι να τους λέει. Αμέσως μετά και για δευτερόλεπτα τα βλέμματά τους ενώθηκαν ξανά. Αυτά τα ελάχιστα δευτερόλεπτα αρκούσαν για τον Ηλία να καταλάβει και να πάρει την απόφαση. Την παρακολούθησε πλάγια να βηματίζει, λικνίζοντας το αισθησιακό της κορμί και να έρχεται προς τη μπάρα, προς το μέρος του. Η καρδιά του άρχισε να πάλλεται.
“Η τουαλέτα παρακαλώ;” άκουσε τη φωνή της σε κάποιον στο μπαρ. Εκείνος της έδειξε. Πέρασε μπροστά από τον Ηλία και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες που της έδειξαν. Εκείνος έριξε μια ματιά στο τραπέζι της. Οι άντρες είχαν πλάτη άρα ήταν αθέατος. Ο Μάκης επίσης δεν ήταν εκεί. Συνεπώς ήταν η στιγμή του.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια στο βάθος και σε λίγο βρέθηκε στον προθάλαμο του μπάνιου. Για καλή του τύχη δεν υπήρχε ψυχή. Τότε την είδε. Ήταν μπροστά στον καθρέφτη και τακτοποιούσε τα χείλη της με το κραγιόν. Την πλησίασε.
“Κοίτα να δεις τώρα… Μια Θεά μόνη σε τέτοιο μέρος” της είπε προσποιούμενος δίπλα της ότι καθάριζε τα χέρια του. Τον κοίταξε στα μάτια και ένιωσε την ομίχλη της να τον τυλίγει.
“Το συνηθίζετε συχνά να ακολουθείτε κυρίες που συνοδεύονται, σε τέτοιους χώρους;”
“Αν η κυρία με ενδιαφέρει μπορεί να την ακολουθήσω παντού! Γιατί το μέρος δεν κάνει την αίσθηση αλλά η παρουσία”
“Ωωωω βλέπω ποιητικός” του απάντησε τη στιγμή που το κραγιόν γλίστρισε απ τα χέρια της και έπεσε ανάμεσα στα πόδια της. Έσκυψε μπροστά της, πήρε το κραγιόν. Καθώς σηκωνόταν αργά πέρασε το κεφάλι του αγγίζοντας το άνοιγμα των ποδιών της. Μπροστά από το σώμα της ευθυγραμμίζοντας το κεφάλι του με το στήθος της με τα χείλη του να φτάνουν ακριβώς απέναντι από τα δικά της που καρτερούσαν μισάνοιχτα. Η αίσθηση ήταν μοναδική. Όπως και η στιγμή. Ή θα έτρωγε χαστούκι ή;
Κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Εκείνη ανταποκρίθηκε διακριτικά και στο τέλος πιο έντονα. Αμέσως μετά τον έσπρωξε δυνατά.
“Ορμητικός και θρασύς” του είπε.
“Αν το νιώθεις ρίχνεις τα σύρματα” της απάντησε κοιτάζοντάς την στα μάτια. Συνέχισε:
“Αυτή είναι η κάρτα μου. Στο πρώτο τηλέφωνο θα με βρείτε 10-12 το πρωί, στο δεύτερο νωρίς απόγευμα μέχρι τις έξι”
Τον κοίταξε και το πήρε, έριξε μια φευγαλέα ματιά.
“Σε τι όνομα απαντάει η ορμή σας;” τον ρώτησε.
“Ηλίας, εσείς;” τη ρώτησε.
“Δάφνη…”
“Περιμένω!” της είπε ...”αλλιώς…”
“Τι αλλιώς;”
“Θα βαρεθείτε να με βλέπετε ένα κομμάτι της σκιάς σας”
Έβαλε την κάρτα του στο τσαντάκι της, του έριξε μια τελευταία ματιά και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.
Το ρολόι έδειχνε 1:20 Ο Νίνο στο πιάνο εξακολουθούσε, με τα blues του να χαρίζει ρυθμό στο μαγαζί, η Τζοάννα είχε σταματήσει να ξεκουραστεί, η παρέα με την εκθαμβωτική κοκκινομάλλα και τον άντρα της είχε φύγει. Πλήρωσε το λογαριασμό, μάζεψε τα πράγματά του, χαιρέτισε το Μάκη και έφυγε. Μπήκε στο αυτοκίνητό του. Ο παράξενος ξένος σε λίγα λεπτά τον περίμενε στην “Κόκκινη βάρκα” και ο κόμπος στο λαιμό του δεν έλεγε να τον αφήσει.
3. Μια εξωφρενική προσφορά
Ήταν ακριβής στο ραντεβού του. Λίγα λεπτά μετά τις δύο, έμπαινε στο ξενοδοχείο που είχαν τη συνάντηση. Κοντοστάθηκε στην είσοδο, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό και κατευθύνθηκε προς το μπαρ. Παρά το προχωρημένο της ώρας, αρκετοί θαμώνες έπαιρναν το ποτό τους σε κλίμα ήρεμο και ήσυχο. Τον είδε! Καθόταν στα αριστερά της μπάρας. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Τώρα μπορούσε να τον διακρίνει καλύτερα. Ήταν κανονικού αναστήματος, καλοφτιαγμένος στο σώμα, σκληρά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο και φινετσάτο ντύσιμο. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Του έκανε νόημα να περάσει προς τα τραπέζια. Ένιωθε και ο ίδιος καλύτερα καθώς ήθελε να αποφύγει ακούσιους ωτακουστές στην κουβέντα τους. Ο άγνωστος πήρε το ποτό του μαζί. Κάθισαν αντίκρυ ο ένας στον άλλο. Ο Ηλίας παρήγγειλε ένα από το ίδιο που έπινε στον μπάρμαν.
“Λοιπόν;” ξεκίνησε την κουβέντα ο άγνωστος.
“Να συστηθούμε μήπως;” έκανε ο Ηλίας, “τι θα ξέρω για σένα;”
“Χαίρομαι που ξεκινάς με αποδοχή την κουβέντα, Τόνυ λοιπόν”
“Ηλίας”
“Ναι το γνωρίζω αυτό ήδη”
“Όπως φαντάζομαι με πολλά άλλα απ’ ότι καταλαβαίνω”
Ο άλλος αντιπαρήλθε το καρφί και άλλαξε θέμα:
“Με την κοκκινομάλλα τι έγινε;”
“Την Δάφνη;”
“Ω βλέπω προχωρήσατε και σε συστάσεις, χαίρομαι που είσαι συνεργάσιμος”
“Έγιναν αυτά που έπρεπε…”
“Πολύ ωραία”
“Μήπως είναι ώρα να μάθω και εγώ την ουσία της πρότασης;”
“Θαυμάσια. Έχεις κάτι απλό να κάνεις. Ο άνθρωπος για τον οποίο, ας πούμε, μεσολαβώ, θέλει να ριχτείς στη Δάφνη…”
“Ο εργοδότης μου με λίγα λόγια” διέκοψε ο Ηλίας.
“Πες το κι έτσι”
“Που είναι ο;” ρώτησε.
“Ο άντρας της! Ο άνθρωπος που την συνόδευε απόψε”
Ο Ηλίας είχε ακούσει κι είχε ακούσει πολλά στη ζωή του. Περίεργα, ιδιαίτερα, παράνομα και παραβατικά. Αλλά αυτό εδώ του φαινόταν πολύ ξεχωριστό. Ξεφύσηξε.
“Ο άντρας της! Μάλιστα! Και μου ζητάει τι ακριβώς;”
Ο άγνωστος με το όνομα Τόνυ, άναψε ένα τσιγάρο και προσέφερε ένα αντίστοιχα και στον Ηλία. Το πήρε.
“Άκου! Ο άντρας της θέλει να την χωρίσει. Η κυρία…”
“Η Δάφνη…”
“Ναι, η Δάφνη αρνείται. Κάνει τα δικά της παιχνίδια. Και το τίμημα είναι η περιουσία του άντρα της. Συνεπώς πρέπει να βρεθεί κάτι, ας πούμε ...δραστικό και νόμιμο για να χωρίσει χωρίς τη συναίνεσή της και μάλιστα σε βάρος της…”
“Μοιχεία” έκανε ο Ηλίας.
“Μου αρέσει που μπαίνεις αμέσως στο νόημα. Έκανα καλά λοιπόν με την πρότασή μου” του απάντησε κυνικά.
“Και πως ακριβώς το βλέπει το ...αφεντικό να γίνεται όλο αυτό; Θέλω να πω το όλο στήσιμο;”
“Διπλαρώνεις τη γυναίκα του, το στυλ και τα εφόδια τα έχεις, κάνεις κατάσταση μαζί της και στήνουμε ένα ερωτικό ραντεβού κάπου, θα το δούμε. Εκεί, όλως τυχαίως, εμφανίζεται ο σύζυγος παρουσία τρίτου προσώπου…”
“Μπασκίνες;”
“Όχι μην ανησυχείς, δικηγόρος με φωτογραφίες και τέτοια, τα συναφή”
Ο Ηλίας έτριψε το πηγούνι του σκεπτόμενος όσα άκουγε.
“Και εγώ; Δεν θα έχω συνέπειες εγώ;”
“Εσύ τι; Ελεύθερος κι ωραίος είσαι, ο άντρας της δεν έχει κάτι εναντίον σου και τη μοιχεία θα τη χρησιμοποιήσει μόνο για το λόγο του διαζυγίου”
“Στήσιμο λοιπόν στην νεαρή Δάφνη!” μονολόγησε με περίσκεψη.
Ο άλλος τον κοίταξε από κοντά στα μάτια:
“Πες μου τώρα ότι τη συμπονάς”
Ο Ηλίας το προσπέρασε προχωρώντας σε ερώτηση.
“Γιατί εμένα;”
“Τι εννοείς;”
“Γιατί διαλέξατε εμένα; Τι σας έφερε σε μένα;”
“Η ...φήμη σου πρώτα και κύρια. Ωραίος και επιτυχημένος εραστής και μάλιστα σε δύσκολες περιπτώσεις…”
“Πως με βρήκατε;”
“Ας πούμε καλή έρευνα ...αγοράς” του απάντησε κυνικά ο Τόνυ.
“Ας μιλήσουμε λοιπόν για την αμοιβή μου” έκανε ο Ηλίας. Ο άλλος αναδεύτηκε στην καρέκλα του. Έβγαλε από το μέσα μέρος του σακακιού του ένα φάκελο. Και από αυτό τις επιταγές του Ηλία. Τις πρόταξε μπροστά του. Ο Ηλίας κοκκίνισε.
“Πως βρέθηκαν στα χέρια σου;”
“Να ανάψεις κεριά για αυτό και μάλιστα πολλά. Μας κόστισε όλο σου το χρέος στους τοκογλύφους για να μαζέψουμε τη χασούρα σου στα χαρτιά. Δεν κρατιόσουν φαίνεται. Οι δανειστές σου πληρώθηκαν καλά και τα λεφτά στο χέρι. Άρα είσαι καθαρός από αυτούς…”
“Και με κρατάτε εσείς!”
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.
“Χαρτοπαίκτης είσαι. Ρισκάρεις. Στην τύχη βασίζεσαι. Ας πούμε, όπως σου είπα στο μαγαζί ότι, έχουμε στα χέρια μας τα καλά χαρτιά”
“Παρακάτω λοιπόν!”
“Λοιπόν, κάνεις τη δουλειά. Σκίζω τις επιταγές μπροστά σου και έχεις και στο χέρι σου είκοσι χιλιάρικα!”
“Ώουυυυυυ!” αναφώναξε ο Ηλίας.
“Όπως βλέπεις το ...αφεντικό είναι κιμπάρης”.
Ο Ηλίας σιώπησε για λίγο, ύστερα διατύπωσε την ερώτηση:
“Αν πούμε πως ...δεν θέλω”.
Ο άλλος σηκώθηκε σιγά αλλά μεγαλόπρεπα, ίσιωσε την πλάτη του στην καρέκλα. Τον κοίταξε στα μάτια.
“Όταν ο άλλος απέναντί σου έχει καλύτερο χαρτί από σένα κοιτάζεις να χάσεις με αξιοπρέπεια, ακολουθείς το κύμα. Αν πας κόντρα μένεις ταπί, το ξέρεις καλά αυτό”
“Για καθάρισε το γυαλί!” έκανε ο Ηλίας.
“Το αφεντικό είναι κιμπάρης μεν αλλά τον εκνευρίζει αφάνταστα η αχαριστία. Γίνεται ...ας πούμε έξαλλος, νευρικός, απρόβλεπτος. Αμαρτία δεν είναι; Νέος είσαι, έχεις τη ζωή μπροστά σου. Τι σου ζήτησε στο φινάλε; Μια διευκόλυνση που πληρώνει πολύ καλά”
“Άρα δεν έχω επιλογή” μουρμούρισε ο Ηλίας.
“Φίλε; Άλλοι στη θέση σου θα κάνανε τούμπες. Και ξεχνάς και κάτι…”
“Τι;”
“Την κοκκινομάλλα! Για σκέψου την στον κρεβάτι…”
Ο Ηλίας αναστέναξε.
“Το όνομα του αφεντικού;”
“Τι να το κάνεις; Έχεις εμένα. Μαζί θα μιλάμε, μαζί θα επικοινωνούμε σε ένα στέκι που θα μας πεις κάθε μέρα”
Ήπιε μια μεγάλη ποσότητα από το ουίσκι του χωρίς ανάσα. Δεν ήταν κανένας άγγελος αλλά κακό δεν είχε κάνει σε κανέναν. Κυρίως στον εαυτό του έκανε. Τώρα του ζητούσαν να στήσει μια γυναίκα. Ποιος ξέρει σε ποια φάση ήταν. Απ την άλλη, το κόλπο τον γλίτωνε απ τα βάσανά του. Οι δανειστές του είχαν αγριέψει και σε λίγο θα άλλαζε όχι μονάχα δρόμους αλλά και πόλεις για να επιβιώσει.
“Μπορείς να μου δώσεις τράτο μερικές μέρες;” ρώτησε
Ο άλλος έβγαλε από το εσωτερικό του σακακιού του ένα μεγάλο πορτοφόλι. Τράβηξε ένα μάτσο χιλιάρικα. Μέτρησε πέντε από αυτά και τα κράτησε έξω. Τα πάσαρε στον Ηλία.
“Αυτή είναι η πρώτη σου προκαταβολή. Η δεύτερη μόλις κάνεις το πρώτο ραντεβού. Έχουμε ήδη καθυστερήσει. Θα μιλάς μαζί μου και θα έχουμε τακτική επαφή” του είπε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
“Εντάξει Τόνυ… έδωσα στην κοκκινομάλλα δύο τηλέφωνα. Ελπίζω να πάρει”
“Αν δεν σε πάρει έως μεθαύριο μου το λες, που θες να συναντιόμαστε;”
“Πειραιά;”
“Όχι Αθήνα! Απρόσωπο μέρος”
“Εντάξει…”
Ο άλλος του έδωσε κάρτα με τα τηλέφωνά του και ο Ηλίας τα δικά του και το μέρος συνάντησης. Το “Ρωσικόν” στην Πανεπιστημίου. Πήρε και στο χέρι τα πέντε χιλιάρικα. Του έδινε όχι απλά λύση αλλά απογείωση από τα προβλήματά του. Ο Τόνυ σηκωθηκε:
“Α, αυτές τις μέρες της δουλειάς, κόψε το χαρτί! Λεφτά έχεις. Μετά, κόψε το λαιμό σου! Έφυγα και περιμένω νέα”
Τον είδε να βάζει το καπέλο του και να φεύγει. Έμεινε μόνος του. Αυτό που ζούσε απόψε δεν μπορούσε ποτέ να το υπολογίσει. Ήταν κάτι έξω από τα νερά του. Και στο κορμί του ένιωθε το άρωμα της Δάφνης μαζί με την υφή των βελούδινων καυτών χειλιών της. Βλαστήμησε τα λεφτά που τα έβαλε στην τσέπη. Για πρώτη φορά μετά από καιρό ήθελε ο αέρας της νύχτας να τον φυσήξει απόψε.
Έτσι ξεκίνησε λοιπόν! Σκέφτηκε καθώς έβλεπε τους καθαριστήρες του αυτοκινήτου να διώχνουν τις πυκνές σταγόνες της βροχής από το παρμπρίζ. Η νύχτα ήταν μεγάλη και έπρεπε να βρει κάπου να ξημερώσει. Φυσικά όχι στο σπίτι του. Που όμως; Σε κάποιο περιφερειακό ξενοδοχείο της Αθήνας ναι. Λεφτά είχε αρκετά! Είχε ήδη πληρωθεί και ακόμα πέντε χιλιάδες, μια δεύτερη δόση της “δουλειάς”. Μιας δουλειάς που ξεκίνησε να “στρώνει” την μεθεπόμενη μέρα τότε της πρώτης τους συνάντησης. Ήταν στο μπαρ του ξενοδοχείου που της είχε δώσει το τηλέφωνο όταν τον κάλεσε. Για να κανονίσουν το πρώτο τους ραντεβού.
4. Οι συναντήσεις
Την περίμενε εκεί στο Σύνταγμα. Παρασκευή βράδυ. Μόλις την είδε ένιωσε αμήχανα. Μια αμηχανία που τον έζωνε από την ώρα που έκλεισαν το πρώτο ραντεβού.
“Τι στο διάολο έχω;” σκέφτηκε. “Τύψεις; Ενοχές; μήπως παραχάλασα; Μήπως με έπιασε το συναισθηματικό μου;”
Αποφάσισε να θάψει τη σκέψη του. Ήρθε κοντά με τον αέρα της και τη θέρμη της. Από την πρώτη στιγμή. Σε βαθμό να τον κάνει να καταχωνιάζει κάθε αίσθημα ενοχής που ένιωθε. Δίπλα του είχε μια γυναίκα που ήθελε και δεν κρυβόταν για αυτό. Άρα ο άντρας της είχε δίκιο.
Η πρώτη τους συνάντηση έκλεισε σε ένα ήρεμο ξενοδοχείο στη Γλυφάδα όπου κατέληξαν μετά από φαγητό και έναν όμορφο περίπατο. Ο Ηλίας είχε κερδίσει, με τη λάμψη και τη γοητεία του, τη Δάφνη από την πρώτη συνάντηση. Και η αύρα αυτής της επαφής γνώρισε τη φλόγα της ερωτικής φωτιάς. Τα κορμιά τους αφέθηκαν σε μια ηδονική καταιγίδα που ξάφνιασε και τον ίδιο. Ένιωθε ένα λάγνο σώμα να στροβιλίζεται στα χέρια του με πόθο.
Οι μέρες περνούσαν, η “δουλειά” πήγαινε όπως είχε ακριβώς συμφωνηθεί. Κάθε βράδυ ο Ηλίας έδινε την ...αναφορά του ς’ αυτόν τον Τόνυ, είτε τηλεφωνικά αλλά και από κοντά κάποιες φορές καθώς βρισκόντουσαν στο “Ρωσικόν”. Και όλα βάδιζαν στην τελική ρύθμιση.
Η επαφή τους, ήταν για τη Δάφνη κάτι που το ήθελε, το ζούσε. Κάποιες στιγμές την ένιωθε κυνική. Δεν ζητούσε κάτι άλλο από αυτόν παρά μονάχα τη στιγμή της ερωτικής τους επαφής. Κάποια στιγμή, ένα Σάββατο βράδυ, γυμνοί κάτω από τα σκεπάσματα σε ένα ξενοδοχείο που είχαν πάει, προσπαθούσαν να μετριάσουν τους παλμούς της καρδιάς τους από την ηδονή της επαφής.
“Τι είναι για σένα όλη αυτή η ιστορία;” την ρώτησε. Μια ερώτηση που ξάφνιασε ακόμα και τον ίδιο.
“Πρέπει να της δώσω όνομα;” του απάντησε με το βλέμμα της απλανές στο ταβάνι.
“Με τον άντρα σου πως τα πας;”
Η Δάφνη ξαφνιάστηκε.
“Συγγνώμη, τι ερώτηση είναι αυτή; από πότε πρέπει να σε ενδιαφέρει η σχέση μου με τον άντρα μου”
“Δεν με κατάλαβες, εννοώ… πως είναι; Δεν ρισκάρεις;”
“Άκου γλυκέ μου! Εδώ είμαι γιατί το θέλω! Δεν είμαι κοριτσάκι και ξέρω τι μου γίνεται. Αυτό που ζούμε εδώ είναι δικό μας. Ξέρουμε και οι δύο τους κανόνες. Έχουμε τις ζωές μας, τα σχέδιά μας. Μήτε αυταπάτες κυνηγάμε, μήτε όνειρα… αλλά, μου λες τι σε έχει πιάσει απόψε; Κάνεις λες και βγαίνεις στο πρώτο σου ραντεβού;” του είπε χαμογελώντας.
“Το συναίσθημα τι είναι για σένα;”
Η Δάφνη ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Το σεντόνι τραβήχτηκε και το όμορφο στήθος της φάνηκε ολόγυμνο μπροστά του. Έβαλε ένα μαξιλάρι στην πλάτη της και έκατσε.
“Ηλία; Πες μου τώρα ότι θα μου κάνεις και ερωτική εξομολόγηση”
Σοκαρίστηκε λίγο απ την απάντησή της. Εκείνος είχε ενοχές; Ή άρχισε να έχει κάποιες αναστολές; Αλλά εκείνη έδειχνε ατίθαση. Δεν απάντησε και την άκουσε να συνεχίζει σκύβοντας δίπλα του.
“Δεν μου έδειχνες τέτοιες ευαισθησίες μωρό μου”
“Θα χώριζες ποτέ σου τον άντρα σου;” ήρθε η ερώτησή του. Αλλά και η απάντησή της σε ενοχλημένο ύφος.
“Ησύχασε γλυκέ μου! Δεν πρόκειται ποτέ να σου ζητήσω ευθύνες να με ...αποκαταστήσεις”
Τον τράβηξε με ένταση ανάμεσα στο στήθος της. Εκείνος άρχισε να την φιλά σαν να ήθελε να διώξει μακριά κάθε σκέψη που τάραζε το μυαλό του. Ανέβηκε στο κορμί της, ταξίδεψε με το στόμα του από τις ρώγες μέχρι τα πόδια της ανάμεσα, για να μπει μέσα της ορμητικά και εκφραστικά λησμονώντας οτιδήποτε. Τη “δουλειά” που είχε αναλάβει, τα χιλιάρικα που γέμιζαν τις τσέπες του, τις επιταγές που χρωστούσε και έπρεπε να σκιστούν, τον Τόνυ με τις επισκέψεις του αλλά και τον άντρα της, που τον είχε δει από απόσταση ακόμα δύο φορές μετά από την νύχτα στο μπαρ.
Κύλησαν πολλές μέρες. Κάποια στιγμή ο Τόνυ ήρθε στη συνάντησή τους αποφασιστικός για ...αποτελέσματα.
“Το ...αφεντικό βιάζεται. Σε τι φάση βρίσκεσαι;” του είπε κάποια στιγμή ωμά.
“Τι εννοείς;”
“Μα είναι ξεκάθαρο, φρόντισε για το ραντεβού με το σκοπό που είπαμε, απ’ όσα μου έχεις πει, η κατάσταση έχει ωριμάσει, τι περιμένουμε λοιπόν;”
Ο Ηλίας ένιωσε ότι το πράγμα έφτανε στο κρίσιμο σημείο του.
“Τις λεπτομέρειες, αυτές περιμένω”
“Να σου δώσουμε εμείς πάσα λοιπόν τις λεπτομέρειες”, του είπε ο Τόνυ.
“Ο άντρας της θα φροντίσει να λείψει το Σαββατοκύριακο που έρχεται. Η γυναίκα του το ξέρει και θα κοιτάξει να την κάνει να νιώσει σίγουρη ότι έχει το πεδίο ελεύθερο. Έχεις μέρες μπροστά σου. Καλό θα ήταν, το ραντεβού σας να κλειστεί στο σπίτι και όχι σε τρίτο χώρο. Και για σένα καλύτερα. Υπάρχει μιά βίλα, ένα εξοχικό λίγο έξω απ το Σούνιο. Εκεί θα γίνει”
Το άγχος ένιωσε να κυκλώνει τον Ηλία για μια σειρά λόγους. Δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες καταστάσεις και του φαινόταν “κάπως” όλο αυτό. Όμως ο δρόμος δεν είχε επιστροφή. Κανόνισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες και, το κυριότερο, το συντονισμό των κινήσεών τους. Ώρα, τηλέφωνα, συνομιλίες. Όλα ρυθμίζονταν για την τελική συνάντηση.
Κοίταξε το ρολόι του, ήταν λίγο πριν τις εννέα το βράδυ. Το ραντεβού τους ήταν περίπου στις εννέα και μισή. Ήταν ήδη εκεί από τις οκτώ. Έπινε ήδη το τρίτο ουίσκι. Δεν ένιωθε καλά, είχε έναν έντονο εκνευρισμό και φοβόταν μήπως τα χαλάσει όλα. Γιατί να μπλέξει; Γιατί αυτός; Όλη αυτή η ιστορία ήρθε να του φωνάξει για την πορεία της ζωής του, τις επιλογές του. Ήταν δεμένος. Ένιωθε να πνίγεται. Δεν είχε άλλο δρόμο. Έπρεπε να παίξει ως το τέλος το ρόλο του. Αυτόν του εραστή. Όμως αυτό το τελευταίο “έργο”, στο οποίο πρωταγωνιστούσε, ήταν διαφορετικό.
Η παρουσία της τον έκανε να διακόψει βίαια τις σκέψεις του. Τι είχε πάθει λοιπόν με τη Δάφνη. Αυτό το παράξενο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Ποιος ήταν ο θύτης και ποιο το θύμα. Ένιωθε να τον ελέγχει, να παίρνει τον έλεγχο σιγά-σιγά πάνω του. Την είδε να τον πλησιάζει χαμογελαστή σαν να κουβαλούσε κάτι χαρμόσυνο πάνω της. Και όντως ήταν! Ή όχι;
“Λοιπόν μωρό μου, έχω κάτι ευχάριστο να σου πω”, του είπε κάποια στιγμή.
“Τι;” ρώτησε.
“Ο άντρας μου φεύγει από Παρασκευή. Θα λείψε όλο το τριήμερο. Είμαστε ελεύθεροι να το χαρούμε..”
Ο Ηλίας κατάλαβε!
“Τι εννοείς; Πες μου ντε να χαρώ!” της είπε, περισσότερο για να δώσει θάρρος στον εαυτό του.
“Το σπίτι στο Σούνιο είναι δικό μας!”
Τον είδε να κοκκινίζει ελαφρώς.
“Τι τρέχει; Τι σε απασχολεί;” τον ρώτησε.
“Είσαι σίγουρη ότι είναι ασφαλές;” απάντησε.
“Εννοείται! Σου είπα θα λείπει και εκεί δεν βρίσκεται κανείς! Μόνο εμείς!” του είπε λάγνα.
Τα πάντα κλείστηκαν και οργανώθηκαν στην παραμικρή λεπτομέρεια. Ο Τόνυ έδειξε εκπληκτική μεθοδικότητα στην προετοιμασία του ραντεβού. Στο πως θα πάει ο Ηλίας εκεί, την ώρα που θα πάει και πως ακριβώς θα τους ειδοποιούσε με ένα παραπλανητικό τηλέφωνο για να μπουκάρουν στο σπίτι. Όλα! Σε σημείο να κάνουν τον Ηλία να ανατριχιάζει για τον τρόπο που αυτοί οι άνθρωποι προετοίμαζαν αυτό το σχέδιο με τις προθέσεις τους. Ω τι κόσμος! Μα αυτός ήταν και ο δικός του κόσμος! Ή όχι; Αυτές ήταν οι επιλογές του. Η λάμψη, η γοητεία. Το εύκολο χρήμα, οι γυναίκες, ο τζόγος. Ειδικά ο τελευταίος.
Και θα το καταλάβαινε καλά τι τροπή θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα εκείνο το Σάββατο βράδυ που ξεκινούσε στην παραλιακή με το αυτοκίνητό του για τη βίλα του “εργοδότη” του στο Σούνιο.
“Θα σε περιμένω στο σπίτι, στο δωμάτιό μου…” του είπε λάγνα στην τελευταία τους κουβέντα, “Θα σε υποδεχτώ με τα λουλούδια που σου αρέσουν, δύο κόκκινα τριαντάφυλλα…”.
Επιστροφή στον παρόντα χρόνο
5. Οι επόμενες μέρες
Όλα έκαναν τον κύκλο της επανάληψής τους στο μυαλό του καθώς γύριζε στην Αθήνα. Τα φώτα των αυτοκινήτων που έρχονταν από απέναντι έπαιζαν παιχνίδια μαζί του. Είχε ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής. Μιας επιστροφής που δεν είχε καμία σχέση με αυτό που αρχικά λογάριαζε. Όλα είχαν αλλάξει, όλα ήταν διαφορετικά. Όλα πια είχαν πάρει θέση στο μυαλό του σε πλήρη τάξη και οργάνωση. Μόνο που αυτή τη φορά ένιωθε να ζει έναν εφιάλτη.
“Δεν πρέπει να πάω σπίτι μου” σκέφτηκε μεγαλόφωνα για να μπορέσει να νιώσει αυτοπεποίθηση. Η επιλογή του ήταν σωστή. Θα ανέβαινε στην Αθήνα. Σε κάποιο περιφερειακό ξενοδοχείο, να κρυφτεί, να οργανώσει τις σκέψεις και τις κινήσεις του. Να προσπαθήσει να βρει τον Τόνυ. Έπρεπε πάσει θυσία να τον βρει. Το ένα του χέρι πήγε ασυναίσθητα στο πορτοφόλι του στο εσωτερικό του σακακιού του. Τα χιλιάρικα στο εσωτερικό του ήταν πάρα πολλά για να αντέξει μια περίοδο τέτοια έκτακτης ανάγκης. Χίλια δυό περνούσαν από το μυαλό του. Ποιος σκότωσε τον άντρα της Δάφνης; Που ήταν η ίδια; Τι απέγινε; Ήταν καλά; Τι την είχε κάνει ο δολοφόνος; Μήπως κινδύνευε;
Ανέβηκε στην Αθήνα. Ήταν αρκετά αργά. Η βροχή είχε σταματήσει και λίγες ψιχάλες συνέχιζαν το υγρό της τραγούδι. Βρήκε ένα μικρό ξενοδοχείο κάπου προς τα Πατήσια. Προσπαθούσε να φαίνεται όσο γίνεται πιο ψύχραιμος πράγμα που το κατάφερε δίνοντας επαίνους στον εαυτό του. Δεν ήθελε να βάλει τίποτα στο στόμα του, δεν το μπορούσε κιόλας. Πήρε από τη ρεσεψιόν ένα μπουκάλι ουίσκι και ανέβηκε να κλειστεί στο δωμάτιό του. Πήρε τηλέφωνο τον Τόνυ σε κάποιο ξενοδοχείο που είχαν συναντηθεί αλλά ήταν άφαντος. Κάτι που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την αγωνία του. Ήπιε αρκετά στη συνέχεια. Τόσο για να ξεχαστεί και να αφεθεί εντελώς σε κάτι που έμοιαζε με ύπνο αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά εφιάλτης.
Το πρωινό φως της επόμενης μέρας τον βρήκε στο κρεβάτι. Είχε αποκοιμηθεί με τα ρούχα. Σηκώθηκε. Έπρεπε να νιώσει καλύτερα. Δεν ωφελούσε ο φόβος. Το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό ήταν να κάνει ένα μπάνιο, να νιώσει καλύτερα. Ένιωσε το σώμα του σε πολύ καλύτερη κατάσταση, το μυαλό του συγκροτημένο και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τα σχέδιά του. Παρήγγειλε ένα καλό πρωινό, το οποίο προτίμησε να πάρει στο δωμάτιό του. Ένιωθε πιο ασφαλής εκεί. Όμως δεν θα μπορούσε να μείνει για πάντα. Έπρεπε να μάθει.
Πήρε την απόφαση να κατέβει και να βγει απ’ το ξενοδοχείο. Ή μάλλον να φύγει από εκεί. Όσο λιγότερο έμενε κάπου αυτές τις ώρες τόσο το καλύτερο. Με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου, αλήθεια πως τα κατάφερε, εμφανίστηκε στη ρεσεψιόν, πλήρωσε τα έξοδά του. Όλα ήταν ήρεμα. Βγήκε, μπήκε στο αυτοκίνητο και κατέβηκε προς το κέντρο. Άφησε το αυτοκίνητο κάπου στο Πολυτεχνείο και τράβηξε προς το Μουσείο να πιει έναν καφέ.
Τότε τα είδε! Στο περίπτερο απέναντι τα πρωινά πρωτοσέλιδα!
“Άγριος φόνος σε βίλα στο Σούνιο”
Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβηκαν κατακόρυφα. Πήρε την πρώτη εφημερίδα που είδε μπροστά του και τράβηξε στο Μουσείο. Εκεί μπόρεσε πλέον να διαβάσει:
“Άγρια δολοφονία χθες σε πολυτελή βίλα έξω από το Σούνιο. Νεκρός με δύο σφαίρες στο στήθος βρέθηκε ο Τζώρτζης Δημάρατος, στο εσωτερικό του σπιτιού του. Το θύμα πρέπει να πυροβολήθηκε νωρίς χθες βράδυ. Στο σπίτι δεν βρέθηκαν ίχνη κλοπής μήτε πάλης. Η Αστυνομία ήδη ξεκίνησε τις έρευνές της προς όλες τις κατευθύνσεις. Άγνωστα, προς το παρόν, παραμένουν και τα κίνητρα της δολοφονίας. Το θύμα δεν είχε ουδέποτε απασχολήσει τις αρχές και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου ειδών τέχνης. Οι πρώτες έρευνες στρέφονται προς όλες τις κατευθύνσεις, με τις οποίες οι αρχές αναζητούν πολύτιμα στοιχεία για την έρευνά τους”
Ο Ηλίας τελείωσε το διάβασμά του προσεκτικά. Δεξιά και αριστερά στη στήλη της είδησης ήταν δύο φωτογραφίες. Στη μία ήταν αυτός ναι! Ο άντρας της! Ο άνθρωπος που την είδε μαζί του εκείνο το πρώτο βράδυ στο “Gatto nero”. Η δεύτερη φωτογραφία ήταν από τη βίλα στο Σούνιο. Να λοιπόν που είχε στα χέρια του τις πρώτες πληροφορίες. Για πρώτη φορά μάθαινε το όνομα του ...εργοδότη του. Τώρα η αστυνομία θα είχε ξεκινήσει τις πρώτες καταθέσεις.
Ναι μεν ένιωθε καλύτερα καθώς τα γεγονότα τον οδηγούσαν να κάνει μια αρχή στο κεφάλι του αλλά από την άλλη τι ήταν εκείνο που πήγε στραβά στη συνάντηση αυτή. Όλα οδηγούσαν στον Τόνυ! Χωρίς την επαφή μαζί του δεν θα μπορούσε να βγει απ το σκοτάδι.
Ήπιε τον πρωινό του καφέ και πήρε την απόφαση, για κάποιες μέρες, να μην εμφανιστεί στο σπίτι του. Έτσι κι αλλιώς δουλειά δεν είχε, κάποιον να τον περιμένει δεν είχε εδώ, συνεπώς ήταν απαλλαγμένος στο να δώσει σε κάποιον αναφορά παρουσίας. Το σχέδιό του ήταν να εμφανιστεί στο “Ρωσικόν”, στο σημείο συνάντησης με τον Τόνυ. Κάποια στιγμή θα εμφανιζόταν. Όπως επίσης και στο ξενοδοχείο στο οποίο είχε δώσει τηλέφωνο στη Δάφνη.
Οι επόμενες δύο μέρες ήταν άκαρπες και βασανιστικά σιωπηρές. Κανείς, στα δεδομένα σημεία, δεν τον είχε ζητήσει. Περνούσε, ρωτούσε, άφηνε μήνυμα αλλά τίποτα. Είχε ήδη εγκατασταθεί σε ένα άλλο ξενοδοχείο για τη διαμονή του. Τον έτρωγε αυτή η ακινησία. Οι εφημερίδες τις επόμενες μέρες φλυαρούσαν προσπαθώντας να κρατήσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους μπας και πουλήσουν κανένα φύλλο. Όμως στην ουσία της δολοφονίας τίποτα. Δεν ήξερε τι να κάνει, πόση προθεσμία πια να δώσει. Τόσο ο άνθρωπος που τον έμπλεξε σε όλο αυτό όσο και η Δάφνη, δεν έπρεπε κάποια στιγμή να επικοινωνήσουν μαζί του;. Εκείνη βέβαια γυναίκα του, δεν ήξερε καν το σπίτι τους, αυτές τις μέρες προφανώς θα είχε μεγάλα τρεχάματα και θεώρησε θράσος να ζητάει να ασχοληθεί μαζί του αφήνοντας δεύτερο το δικό της δράμα. Αλλά ο άλλος; Εκτός αν;
Εκτός αν αυτό το κάτι που πήγε στραβά ήταν η σχέση του Τόνυ με τον Τζώρτζη Δημάρατο. Και να είναι αυτός ο δολοφόνος του. Αυτό τον έκαιγε πολύ γιατί τον ήξερε και συνεπώς δεν ήξερε πως θα μεταχειριστεί την παρουσία του στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Αποφάσισε να πάει σε κάποια εφημερίδα μήπως μπορούσε να μάθει τη διεύθυνση του σπιτιού του Δημάρατου και της Δάφνης. Στη βίλα μήτε που θα τολμούσε να εμφανιστεί ξανά, ήξερε ότι η αστυνομία εκεί θα είχε στήσει τα δίχτυα της.
6. Φως στις εξελίξεις
Τρίτη μέρα της αναμονής και δεν ξέρω πόσο θα αντέξω ακόμα. Η μέρα μου θα ξεκινούσε με την κλασική μου επίσκεψη στο “Ρωσικόν”.
“Κύριε Ηλία;” άκουσα τη φωνή της κοπέλας στη ρεσεψιόν.
“Παρακαλώ”
“Έχω κάτι για σας”
Το στομάχι μου σφίχτηκε και η ανάσα μου έγινε πιο άναρχη.
“Τι είναι;”
“Κάποιος κύριος σας ζήτησε”
“Ποιος κύριος; αυτός που συνήθως μιλούσαμε;” ρώτησα με έκδηλη αγωνία.
“Όχι, κάποιος άλλος. Του είπα ότι λείπετε και μου είπε να είστε στις δώδεκα το μεσημέρι έξω από του Μπακάκου στην Ομόνοια”
Επιτέλους φως στις εξελίξεις. Η κίνηση που περίμενα. Ένα νέο επιτέλους! Κάτι να αλλάξει, κάτι να κινηθεί. Ευχαρίστησα την κοπέλα, παρήγγειλα τον πρωινό μου καφέ και έκατσα κάπου διακριτικά. Μια καταιγίδα από σκέψεις άρχισε να περνά απ το μυαλό μου. Γιατί τόση μυστικοπάθεια; Να περιμένω έξω από του Μπακάκου. Και αν είναι μια καινούργια παγίδα; Κι αν είναι τρυκ της αστυνομίας; Ήταν πολύ αργά πια για κάθε μου αναστολή. Έπρεπε να παίξω και να το κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα.
Στις δώδεκα παρά ήμουν έξω από του Μπακάκου. Έγινα ένα με το κομμάτι του πλήθους που γυρόφερνε στην πλατεία της Ομόνοιας. Προσπάθησα να δω κάτι το ασυνήθιστο στην κίνηση έξω από το μαγαζί. Σε πλήρη ένταση πλησίασα. Κάθε βήμα που έκανα με οδηγούσε στην αντίληψη ότι κάθε άνθρωπος δίπλα μου ήταν και μια απειλή. Ήταν τρομερό. Στάθηκα όρθιος δίπλα στην είσοδο έχοντας την ανάγκη κάπου να σταθώ. Μια ανεπαίσθητη κίνηση δίπλα μου με έκανε να αναπηδήσω από φόβο και ξάφνιασμα.
“Μου δίνετε τη φωτιά σας παρακαλώ;” Ένας νεαρός άντρας με το καπέλο κατεβασμένο χαμηλά και παλτό στεκόταν στο πλάι μου. Πριν προλάβω να μιλήσω είχε βγάλει το τσιγάρο από το πακέτο και το κρατούσε στο χέρι. Έσκυψε προς το μέρος μου:
“Ο Τόνυ σε περιμένει απόψε το βράδυ στις εννιά…”
“Γιατί δεν ήρθε ο ίδιος; Ποιος είσαι εσύ;”τον ρώτησα με τρόπο.
Αντ’ αυτού έβγαλε από την τσέπη του εσωτερικά μια επιταγή. Την αναγνώρισα, ήταν μια από τις δικές μου με την υπογραφή μου.
“Δεν ήρθε ο ίδιος αλλά έστειλε το μήνυμά του, συννενοηθήκαμε; Άλλωστε έχει τους δικούς του λόγους” μου είπε πνιχτά.
“Που θα έρθω;” απάντησα.
“Οδός Ναυάρχου 53 στην Κηφισιά, μονοκατοικία. Θα είσαι μόνος”
“Εντάξει…” απάντησα.
Με τράβηξε απ το χέρι απότομα, τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου.
“Οι υπόλοιπες επιταγές είναι στα χέρια του, να θυμάσαι ότι τώρα πια είσαι μπλεγμένος, ξηγηθήκαμε;” μου είπε αγριωπά.
“Απόλυτα” ξεφύσηξα, “Η γυναίκα που είναι;” τον ρώτησα.
“Η γυναίκα έχει να κλάψει τον άντρα της...όχι όλα μαζί”
“Εντάξει…” του είπα και έκανα να φύγω.
Με τράβηξε δυνατά από το μανίκι.
“Τη φωτιά σου!” μου είπε.
7. Ώρα για αποκαλύψεις
Το διάστημα μέχρι το βράδυ μου φάνηκε αιώνας πραγματικός. Δεν με χωρούσε ο τόπος. Σε κάθε εκατοστό της κίνησής μου, σε κάθε μου σκέψη, γύριζαν στο κεφάλι μου τα γεγονότα αλλά και τι θα έπρεπε να κάνω από εδώ και μπρος. Τα λόγια του ψηλού, που έστειλε ο Τόνυ, δεν μου άρεσαν καθόλου. “Τώρα πια είσαι μπλεγμένος”. Το μήνυμα ήταν καθαρό. Έχω μπλέξει και πρέπει να βρω τρόπο να φύγω από αυτή την παγίδα. Είχα πεισμώσει. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο αποφάσιζα να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να γίνει ένα πιόνι στα χέρια τους. Γυρόφερνα στην πόλη χωρίς σκοπό και προορισμό. Προσπαθούσα να κρατώ το μυαλό μου καθαρό μακριά από νοσηρές σκέψεις. Προσπάθησα να έχω ένα καλό γεύμα το μεσημέρι, το κατάφερα στο μισό. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, έκανα ένα μπάνιο και αφέθηκα στο πέρασμα του χρόνου.
Μια ώρα πριν, γύρω στις οκτώ, ενημέρωσα τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για την απουσία μου σε κάποιο ραντεβού, χωρίς φυσικά να δώσω στοιχεία. Απλά κάποιος να ξέρει. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν για την συνάντηση με τον ακριβοθώρητο κύριο Τόνυ. Ήμουν συγκεντρωμένος σε όλη τη διαδρομή. Έφτασα Κηφισιά λίγο πριν τις εννέα το βράδυ. Ανέβηκα Κεφαλάρι αναζητώντας την οδό που είχα για προορισμό. Την βρήκα. Οι δρόμοι στην περιοχή, ειδικά αυτήν την ώρα είναι και έρημοι από κόσμο και συνήθως σκοτεινοί. Το σπίτι ήταν μια όμορφη νεοκλασική βίλα σε δύο πατώματα με αυλή. Πάρκαρα το αυτοκίνητο εκεί κοντά και έριξα μια ματιά στο σπίτι και στο χώρο πριν μπω. Απόλυτη ησυχία στην αυλή. Μονάχα στο πάνω πάτωμα υπήρχε φως και σημείο ζωής. Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιά ακριβώς. Ήταν όλα έτοιμα λοιπόν! Πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα.
Στάθηκα έξω από την εξώπορτα. Χτύπησα το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε με τον μηχανισμό από πάνω. Δεν με υποδέχτηκε κανείς και δεν άκουσα κάτι. Βρέθηκα μέσα σε έναν διάδρομο πολυτελή και άψογα διακοσμημένο με πίνακες στους τοίχους δεξιά και αριστερά. Μια ξύλινη σκάλα στρωμένη με κόκκινο σκούρο χαλί με κατεύθυνε προς τα πάνω.
“Παρακαλώ!” φώναξα δυνατά και καθαρά, “Είναι κανείς εδώ;”
Αυτή η απόλυτη σιωπή και με τρόμαζε και μου ανέβαζε την ένταση στα νεύρα μου. Ποιος ήταν αυτός που έπαιζε παιχνίδια μαζί μου; Άρχισα να ανεβαίνω με προσοχή τις σκάλες με το βλέμμα προς τα πάνω.
“Τόνυ!” φώναξα κάπου στα μισά. Καμία απάντηση. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά και η αγωνία μου να κορυφώνεται. Έφτασα στο πλατύσκαλο. Ένας ακόμα μεγάλος διάδρομος με περίμενε μπροστά μου. Το πάνω μέρος του σπιτιού ήταν μισοφωτισμένο. Άρωμα ξύλου και βερνικιού ήρθε στη μύτη μου.
“Τόνυ! Είναι κανείς εδώ;” φώναξα μία ακόμα φορά βαδίζοντας προς το βάθος. Στο τέλος του διαδρόμου αναγκαστικά έχει διέξοδο στα αριστερά. Κάποιες όμορφες απλίκες στους τοίχους φώτιζαν διακριτικά το χώρο δημιουργώντας με το σκοτάδι αλλόκοτες σκιές. Δεν ξέρω γιατί αλλά ένιωθα πως κάποια μάτια με παρακολουθούν. Πίστευα πως μια νέα παγίδα με περίμενε λίγα μέτρα πιο πέρα.
Έκανα το βήμα και τότε η ανάσα μου κόπηκε. Κάτω στο πάτωμα, λίγο πριν την μισάνοιχτη πόρτα δύο κόκκινα τριαντάφυλλα με έκαναν να κάνω αυτόματα απρόσμενους συνειρμούς. Συνειρμοί που έγιναν ακόμα πιο τρανταχτοί όταν είδα τη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου. Το ημίφως στο εσωτερικό του ερχόταν προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου να σπρώξω την πόρτα και το είδα να τρέμει. Όμως δεν είχα επιστροφή. Το έκανα. Και τότε τα είδα!
Το πρώτο πράγμα ήταν οι δύο μαύρες λουστρινένιες γόβες στιλέτο που ήταν πολύ γνώριμες για μένα. Και αμέσως δίπλα τους αυτό το βελούδινο υπέροχο κατακόκκινο φόρεμά της!
“Εσύ!” ψιθύρισα στη θέα της. Ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στο μεγάλο κρεβάτι. Η μεταξωτή κουβέρτα ριγμένη επάνω της άφηνε το ένα της πόδι γυμνό μέχρι ψηλά ενώ οι αλαβάστρινοι ώμοι της έλαμπαν μέσα στο ημίφως. Στο χέρι της κρατούσε ένα αναμμένο τσιγάρο με τον καπνό να κάνει παράξενα σχέδια μπροστά της.
“Δάφνη!” κατάφερα να ψελλίσω στη θέα της έχοντας πετρώσει στο σημείο μπροστά της λες και μια παράξενη δύναμη με κρατούσε παγωμένο.
“Καλησπέρα Ηλία!” μου απάντησε με φωνή ήρεμη και ένα βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση.
“Εσύ εδώ;” είπα με δυσκολία χωρίς να μπορώ να καταλάβω τίποτα.
“Δεν περίμενες να με δεις φυσικά” μου απάντησε στο ίδιο ύφος.
“Εγώ… θέλω να πω…” ήταν φανερό ότι μασούσα τα λόγια μου, σαν μικρό νεαρούδι.
“Προφανώς περίμενες να συναντήσεις κάποιον άλλον, νομίζω πως άκουσα να φωνάζεις έξω για τον Τόνυ ή κάνω λάθος;”
Έπαιζε μαζί μου. Ένιωθα να μην ξέρω πως να φερθώ. Για μια ακόμα φορά κατάλαβα ότι πιάστηκα σε μια ακόμα φάκα.
“Τον ξέρεις; Θέλω να πω… ναι…”
“Εξαιρετικός κύριος…”
Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω την κατάσταση.
“Δάφνη τι σημαίνουν όλα αυτά, θα μου εξηγήσει κανείς; από εκείνο το βράδυ που ήταν να συναντηθούμε στο σπίτι του άντρα σου συμβαίνουν πράματα…”
Τράβηξε την κουβέρτα νωχελικά από πάνω της. Φορούσε ένα εντελώς διάφανο νυχτικό, κάτω από το οποίο το κορμί με τα εσώρουχά της φάνταζε σαν οπτασία. Σηκώθηκε, έριξε πάνω της μια ζακέτα από δίπλα.
“Θα πιεις κάτι;” γύρισε και μου είπε ατάραχη. Με σκότωνε αυτό το ύφος.
“Ναι, το ρωτας;” απάντησα.
“Κάθισε Ηλία..” μου είπε. Γέμισε με ουίσκι μέχρι τη μέση δύο κρυστάλλινα ποτήρια. Μου προσέφερε το ένα. Με κοίταξε ίσια στα μάτια.
“Νιώθω την ταραχή σου μωρό μου. Κάτι άλλο περίμενες σε εκείνο το ραντεβού μας και κάτι διαφορετικό προέκυψε, τα λέω σωστά;”
Προσπάθησα να δικαιολογηθώ. Ήμουν εντελώς ακάλυπτος, ένιωθα γυμνός να με μαστιγώνει αυτό το ξεμπρόστιασμα.
“Δάφνη πρέπει να σου εξηγήσω…
“Δέχτηκες ότι σου είπε ο ...άντρας μου χωρίς δεύτερη σκέψη…”
“Δεν είναι έτσι, με εκβιάζανε, με το χειρότερο τρόπο…” τη διέκοψα.
Κάθισε απέναντί μου σε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι. Σταύρωσε τα πόδια της προκαλώντας με τη γύμνια της.
“Όταν ήμουν νέα, έλεγα και εγώ τέτοια. Δεν το ήθελα… με παρέσυραν… ξέρεις. Τα γνωστά ας πούμε άλλοθι που προσπαθούμε να βρούμε σαν θέλουμε να δικαιολογήσουμε το ξεστράτισμά μας. Όμως λέμε ψέμματα…”
“Όχι!”
“Ξέρουμε πολύ καλά ότι γουστάραμε όλο αυτό, τα εύκολα λεφτά, τη λάμψη, την άνετη ζωή, τη δύναμη, το πήδημα…”
“Χρώσταγα πολλά Δάφνη, κρατούσαν τις επιταγές μου, οι τοκογλύφοι θα με έθαβαν ζωντανό…”
“Ήξερες γλυκέ μου όταν καθόσουν στο τραπέζι της τσόχας ότι όλα οδηγούν εκεί. Το ήξερες, το ρίσκαρες. Ήταν επιλογή σου. Εκτός αν αποφάσιζες να γίνεις χαρτοκλέφτης, να οργανωθείς, να χωθείς κάπου… μεγάλο παιδί είσαι, έχεις επίγνωση ότι θα έρθει ο λογαριασμός”
Δεν ήξερα τι να πω. Έμεινα με το κεφάλι σκυφτό να νιώθω το ράπισμά της στα μούτρα μου.
“Και έτσι αποφάσισες να συνεργαστείς μαζί τους. Μου πούλησες έρωτα…”
“Σε παρακαλώ…”
“Μου έδωσες την καύλα σου, το κορμί σου. Δεν λέω, καλοπέρασα! Δεν έχω παράπονο. Και όλα αυτά για να με πιάσει στα ...πράσα ο αντρούλης μου και να πάρει αναγκαστικά το ...διαζύγιο που δεν του έδινα. Θα είχε μπροστά του μια μοιχαλίδα πουτάνα, με μάρτυρες , εσύ θα τσέπωνες το χρήμα και τις επιταγές… αλήθεια σε τι τιμή κλείστηκε η συμφωνία;”
“Δάφνη, ναι, αυτό συμφώνησα” της είπα με σκυμμένο κεφάλι.
Άρχισε να γελάει. Την κοιτούσα σαν χαμένος. Δεν ήξερα αν έβλεπα όνειρο ή το ζούσα.
“Δάφνη ποιος σκότωσε τον άντρα σου; Ποιος πήγε να με παγιδέψει; Τι απέγινες μετά; Δεν θυμάμαι τίποτα. Τι έγινε;” της είπα και ένιωσα ο τόνος της φωνής μου να ανεβαίνει κατακόρυφα καθώς έγειρα μπροστά της.
“Θα μπορούσα και εγώ να σε ρωτήσω, γιατί το έκανες; Γιατί με έστησες; Τι ήξερες από μένα όταν είπες το ναι; Πόσο αφελής και ηλίθιος είσαι!” μου πέταξε στα μούτρα σαν πιστολιά.
“Τι;”
“Αυτό που είπα. Μπήκες σε μια υπόθεση που δεν ήξερες που θα σε βγάλει. Πόση αφέλεια…”
“Αυτός ο Τόνυ και ο άντρας σου…”
Σηκώθηκε με μιας όρθια. Με συγκρατημένη ένταση.
“Ο Τζώρτζης Δημάρατος δεν υπήρξε ποτέ άντρας μου!”
Το πάτωμα κάτω απ τα πόδια μου έγινε βάλτος. Ένιωθα να βουλιάζω αργά, να ζαλίζομαι.
“Τι είπες;”
“Αυτό που άκουσες! Δεν ήταν ποτέ άντρας μου!”
“Τότε τι ήταν;”
Και τότε άρχισε να λέει, να μιλάει. Και κάθε της λέξη έρχονταν να με κάνει να νιώσω ένα ασήμαντο σκουπίδι. Οι αποκαλύψεις έπεφταν στο κεφάλι μου σαν σφυριές.
“Όλα ξεκίνησαν πριν πέντε χρόνια. Ο Τζώρτζης. Όμορφος, γοητευτικός, σαν και σένα. Μα πλούσιος, δυνατός. Όμως βουτηγμένος στο σκοτάδι. Μου την έπεσε, μου γυάλισε, αφέθηκα. Λεφτά. Μεγάλη ζωή, λάμψη, γνωριμίες. Έγινε εραστής μου. Όμως είχε και τη σκοτεινή του πλευρά. Αφεντικό σε όλα. Βίαιος, απότομος, κάποιες στιγμές κτήνος. Ξύλο, τρομοκρατία..”
“Γιατί δεν έφυγες Δάφνη;”
“Εσύ γιατί δεν αρνήθηκες Ηλία; Όλοι μας είμαστε υπόλογοι στις επιλογές μας. Ο Δημάρατος ήταν έμπορος ειδών τέχνης. Αυτή ήταν βιτρίνα του. Κάτω από αυτή ήταν ένας σεσημασμένος αρχαιοκάπηλος που έκανε εκατομμύρια με μια δική του συμμορία…”
“Ο Τόνυ ήταν δικός του;”
“Ναι… όπως και εγώ. Στην αρχή δεν ήξερα. Μετά έμαθα. Βλέπεις, στη σπείρα του πολλοί υποψήφιοι να πηδήξουν τη γκόμενα του αρχηγού. Έτσι έχτισα τα δικά μου όρια, τη δική μου επιρροή και κάποια στιγμή έκαναν το λάθος και έμαθα…”
“Τι έμαθες;”
Η αγωνία μου κορυφωνόταν με κάθε της λέξη.
“Κάποιος γαμπρός μίλησε και αποφάσισαν να με βγάλουν απ τη μέση…”
“Εννοείς…”
Χαμογέλασε
“Εσύ πιστεύεις ότι ο κόσμος σου είναι τα μπαρ και οι όμορφες ώριμες που αγκομαχούσαν στην ηδονή τους… τους πήρα χαμπάρι. Ήθελαν να με ξεκάνουν. Ήμουν βάρος και επικίνδυνη. Και έστησαν το σχέδιό τους. Και μαζί μ’ αυτό το παραμύθι που σου πούλησε ο Τόνυ”
“Θες να πεις;” ρώτησα έντρομος.
“Ήθελαν να βρουν ένα ψώνιο, να με φάνε και να τα φορτώσουν ς’ αυτόν”
“Γιατί εγώ;”
“Δεν έχει απάντηση αυτό. Γιατί εσένα βρήκε ο Τόνυ από τους δανειστές σου. Σε παρακολουθούσε καιρό και σου έριξε το παραμύθι”
“Και;”
“Τα ήξερα όλα εδώ και καιρό. Πήρα τα μέτρα μου. Και τους άφησα να κάνουν το βήμα…”
“Θες να πεις”
“Εκείνο το βράδυ που θα έφτανε ο Δημάρατος θα με σκότωναν. Είχαν ρίξει υπνωτικό στο ποτό σου. Η αστυνομία που θα ειδοποιούσαν θα σε εύρισκε με το όπλο στα χέρια και το πτώμα μου δίπλα σου”
Σταμάτησε. Έβαλε ένα δεύτερο ποτό και σηκώθηκε. Πήγε προς το παράθυρο. Το ημίφως από το δωμάτιο έκανε παράξενα σχήματα στο κορμί της.
“Και τι έγινε Δάφνη; Ποιος σκότωσε το Δημάρατο;” ρώτησα με χείλη που έτρεμαν.
Γύρισε απότομα προς το μέρος μου.
“Εγώ σκότωσα το Δημάρατο!”
Έμεινα άφωνος, με την καρδιά μου να τρέμει σαν τρελή.
“Εσύ;”
“Εγώ ναι! Ήμουν έτοιμη και το έκανα με πρόθεση και όχι αποτέλεσμα της στιγμής. Ύστερα από λίγο έφυγα από το σπίτι. Τα άλλα τα ξέρεις.
“Γιατί με άφησες εκεί Δάφνη;”
“Ήμουν οργισμένη μαζί σου Ηλία. Χωρίς δεύτερη σκέψη με πούλησες. Με έστησες, χωρίς να ξέρεις που αυτό οδηγούσε. Όμως….”
“Όμως; Με άφησες να λιώνω στην αγωνία”
“Αν ήθελα να σε δώσω, θα φώναζα την αστυνομία να σε βρουν. Δεν το έκανα. Σου έδωσα άνετη οδό διαφυγής. Αλλά ήθελα να καείς στην αγωνία αυτού που έκανες ναι!”
“Ο Τόνυ τι έγινε; Ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ;”
“Όχι!”
“Και αυτός που εμφανίστηκε για να κλείσει το ραντεβού μου να έρθω εδώ;”
“Δικός μου άνθρωπος. Σου είπα Ηλία, δικτυώθηκα και εγώ για να σώσω το τομάρι μου”
“Ο Τόνυ που είναι; Δεν θα μάθει; Θα σε καρφώσει; Θα σε κυνηγήσει”
“Δεν πρόκεται να ενοχλήσει ποτέ κανέναν!” μου είπε προκαλώντας μου ανατριχίλα.
“Τι θες να πεις;” ρώτησα αλλά μάταιο γιατί κατάλαβα.
“Κάνει παρέα στο φίλο του στο βυθό κάποιας λίμνης”
“Εσύ;”
“Όχι”
Σηκώθηκα απ την πολυθρόνα κρατώντας το κεφάλι μου. Άνοιξα τα κουμπιά από το πουκαμισό μου ξεσφίγγοντας τη γραβάτα μου.
“Ώστε λοιπόν…” είπα.
Με πλησίασε
“Τώρα ξέρεις την αλήθεια…”
Πήγε προς το κομοδίνο της. Τράβηξε το συρτάρι. Έβγαλε έξω ένα φάκελο και μου το παρέδωσε.
“Τι είναι αυτό;”
“Οι επιταγές σου, έλεγξε!”
Δεν χρειάστηκε. Την είδα έκπληκτος να κάνει κομματάκια μία προς μία τις επιταγές και να τις πετά δίπλα στο τασάκι.
“Τι θα κάνεις με μένα;” τη ρώτησα με έναν απέραντο φόβο να με καθηλώνει.
Ήρθε πιο κοντά μου, μια ανάσα απ' το πρόσωπό μου. Άπλωσε το χέρι της στο κεφάλι μου χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου.
“Αν ήθελα να σου κάνω κακό θα το είχα ήδη κάνει…”
Ανάσανα βαθιά, κατέβασε το χέρι της στα χείλη μου
“Όμως… έχοντας ζήσει ότι έχω, ας πούμε ότι σε καταλαβαίνω, ίσως το ίδιο να έκανα και εγώ… άλλωστε…”
Κόλλησε το κορμί της επάνω μου. Το ένα της χέρι κατέβαινε απροκάλυπτα στο παντελόνι μου.
“Τι;” ψιθύρισα.
Τα μάτια της ήταν μια πύρινη θάλασσα και η ανάσα της μια ολοζώντανη Κίρκη μπροστά μου να με μαγεύει, να με παρασύρει σε μια δική της άβυσσο. Το σώμα μου λύθηκε στα χέρια της.
“Ο Πόθος και η διάθεσή μας παίζει επικίνδυνα παιχνίδια μωρό μου. Αυτό που ένιωσα μαζί σου είχε τη δική του αλήθεια…” μου είπε και τα χείλη της κόλλησαν στα δικά μου. Η γλώσσα της εισέβαλε για να συναντήσει τη δική μου την ίδια στιγμή που το χέρι της έλυνε αποφασιστικά τη ζώνη μου. Ακολούθησα την ομίχλη της αφαιρώντας ότι φορούσε επάνω της, ένα προς ένα.
“Που με πας Δάφνη;” τη ρώτησα με μαρτυρική αγωνία.
“Οι δρόμοι μας ενώθηκαν… τώρα δεν έχει επιστροφή… άλλωστε… πρέπει να καταλάβεις ότι τώρα πια αγάπη μου είσαι ...μέρος του προβλήματος”
Χάθηκα στην αγκαλιά της καθώς τα κορμιά μας έπεσαν άναρχα στο κρεβάτι, την ίδια στιγμή που τα εσώρουχα της με τα δικά μου έπεφταν πάνω στο κατακόκκινο φόρεμά της στο κάτω μέρος του πατώματος δίπλα στις σπαθένιες γόβες της, ακριβώς την ίδια στιγμή που τα πόδια της τύλιξαν το κορμί μου και τις αισθήσεις μου σε μια λαβίδα χωρίς έλεγχο και λογική.
ΤΕΛΟΣ
Το παραπάνω διήγημα ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο όμορφο δικτυακό δρώμενο που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax, όπως αυτό έχει αναλυθεί και ξεκινήσει εδώ:
Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, κάθε μέτοχος, έχει κληρωθεί μια εικόνα, με βάση την οποία, καλείται να εμπνευστεί και να γράψει ότι επιθυμεί. Η Εικόνα που "κληρώθηκα", υπέροχη, (όπως όλες φυσικά), με οδήγησε να εμπνευστώ ένα noir ατμοσφαιρικό αστυνομικό διήγημα. Να ακολουθήσετε το νήμα στις συμμετοχές και των λοιπών φίλων και θα διαβάσετε υπέροχες γραπτές δημιουργίες.
Μαίρη μου ευχαριστούμε για τη δυνατότητα που μας δίνεις να παραμένουμε δημιουργικά ζωντανοί και μέσα από αυτή σου την πρωτοβουλία. Και εγώ ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σας.
Υπενθύμιση: Μπορείτε, αν το επιθυμείτε, να με ακολουθήσετε και στο μπλογκ των προσωπικών μου λογοτεχνικών έργων εδώ: