Το δρομολόγιο των επτά και τέταρτο
“Πιστεύουμε ότι ο χρόνος είναι μια γραμμική κίνηση μονοσήμαντη μπροστά. Η αλληλουχία των γεγονότων, η ροή, η εξέλιξη, ακολουθεί πάντα την ίδια γραμμή. Έτσι κάπως δημιουργείται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είναι όμως πάντα έτσι; Άραγε να υπάρχει κάτι που κάποια στιγμή μπορεί να σπάσει αυτήν την αλυσίδα;
Είμαι ο Έκτορας Βερνίκος, σαράντα τριών ετών. Εργένης στη ζωή. Όχι εκ πεποιθήσεως αλλά μάλλον από συγκυρίες. Όλα όσα θα σας αφηγηθώ ξεκίνησαν ένα χειμωνιάτικο πρωινό όταν μπήκα στον προαστιακό από τον σταθμό του Πύργου βασιλίσσης με κατεύθυνση τον νέο χώρο της δουλειάς μου στην Κόρινθο όπου είχα πρόσφατα μετατεθεί.
Ένας μήνας πριν, Φλεβάρης
Έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Η ώρα ζύγωνε επτά το πρωί. Άφησε το αυτοκίνητο κοντά στον σταθμό του Πύργου βασιλίσσης. Δεν απείχε πολύ από το σπίτι του. Ο βοριάς εξακολουθούσε να είναι παγωμένος και ο Φλεβάρης διατηρούσε το απροσδόκητο κρύο που είχε σκεπάσει την Αττική αρκετά πριν τα Χριστούγεννα. Λες και εκείνο το πρώτο βαρύ χιόνι που είχε πέσει τις γιορτινές μέρες ήθελε να παρατείνει την παραμονή του στο ελεεινό άστυ της Αθήνας. Όπως πάντα όλα γύρω του είχαν τη γνώριμη εικόνα τους. Αγουροξυπνημένοι διαβάτες, νυσταγμένοι εργαζόμενοι, έσερναν τα πρώτα τους βήματα στον ερχομό της νέας μέρας. Όλα έδειχναν βουτηγμένα σε μια απελπισμένη ρουτίνα. Όχι όμως για τον ίδιο. Τον έλεγες άνετα καλοστεκούμενο και, γιατί όχι, γοητευτικό για τα χρόνια του. Σήμερα, για κάποιο λόγο, κρατούσε την κρεμαστή του δερμάτινη τσάντα στον ώμο με περισσότερη προσοχή. Ανέβηκε τις σκάλες και πήρε την κλασική του θέση στην αποβάθρα του σταθμού στο μπροστινό μέρος περιμένοντας το συρμό του προαστιακού. Μια τελευταία ματιά στο ρολόι του και ο συρμός στο βάθος που έφτανε στην ώρα του. Μπήκε στο βαγόνι, βρήκε τη θέση του και κάθισε. Κάθε άλλη του σκέψη αποτραβήχτηκε διωγμένη στην άκρη του θυμικού του. Παρά το ότι μέχρι την Κινέττα είχε πολύ καιρό μπροστά του, δεν κρατιόταν. Άνοιξε την τσάντα και έβγαλε μια μικρή ψηφιακή μηχανή. Ο Δημήτρης, ο συνάδελφός του, ήταν σίγουρος ότι αποτελούσε το καλύτερο εργαλείο για την περίπτωσή του. Αυτός ήταν και ο λόγος που του την δάνεισε εκείνη τη μέρα για να κάνει τη δουλειά του. Μάλλον καλύτερα αυτό που είχε στο νου του.
Αφέθηκε για λίγο στις εικόνες που έφταναν από έξω στο εσωτερικό του συρμού. Εικόνες όμως που δεν μπορούσαν να διώξουν με τίποτα τη μορφή της! Ειδικότερα όσο πλησίαζε στον σταθμό της Κινέττας. Στο μεσοδιάστημα Κινέττα-Άγιοι Θεόδωροι. Ήθελε να έχει κάτι δικό της. Κάτι αναμνηστικό να του κρατά συντροφιά στις μοναχικές ώρες της μέρας του. Μια φωτογραφία της ναι! Γιατί όχι! Τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κρατούσε το πέρασμα της μορφής της από το παράθυρο του βαγονιού, δεν του αρκούσαν πια. Έψαχνε τρόπο να πάρει μια φωτογραφία της αλλά τεχνικά έπρεπε να είχε κάποιο μέσο που θα μπορούσε να τραβήξει τέτοια καρέ καθαρά με την ταχύτητα του τραίνου. Και ο Δημήτρης ήταν εκείνος που έδωσε λύση στην αναζήτησή του. Τού έδειξε τον τρόπο της συγκεκριμένης λειτουργίας, έκανε και εκείνος αρκετές πρόβες και σήμερα ήταν έτοιμος για να κάνει τη μορφή της εικόνα.
Οι παλμοί της καρδιάς του ανέβαζαν στροφές καθώς το τραίνο πλησίαζε στα Μέγαρα. Σηκώθηκε όρθιος, κινήθηκε προς το παράθυρο, τράβηξε τη μηχανή, έριξε μια ματιά στους συνεπιβάτες του χώρου. Δεν έδειχναν διάθεση να ασχοληθούν μαζί του και ένιωθε πιο άνετα. Μέγαρα! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το τραίνο ξεκίνησε. Η γραμμή των σπιτιών προς την πλευρά του βουνού ήδη φάνηκε. Η μηχανή πήρε την κατάλληλη θέση στα μάτια του και το δάχτυλό του στο κλείστρο. Έτοιμος! Ναι! Νάτο! Το όμορφο αρχοντικό σπίτι της. Και εκείνη! Ω ναι εκείνη πάλι εκεί, στο γνώριμο σημείο της. Τόσο κοντά και τόσο μακριά του μαζί. Η μηχανή ευθυγραμμίστηκε στην πορεία του σπιτιού. Το δάχτυλό του πάτησε το κουμπί και ο γνώριμος ήχος από τις συνεχείς λήψεις σε καρέ ξεκίνησε, για να φέρει τη μορφή της Ιόλης στη μνήμη της συσκευής και αργότερα στη δική του με τελικό προορισμό την καρδιά του.
Γεμάτος ανακούφιση έμεινε να κοιτά χαλαρός έξω την ανοιχτή φύση. Έβαλε τη μηχανή στην τσάντα που κρέμονταν στον ώμο του. Το τραίνο διολίσθησε στην αποβάθρα του σταθμού των Αγίων Θεοδώρων. Οι πόρτες άνοιξαν. Ο Έκτορας ένιωσε απότομα το τράνταγμα πίσω του έντονο αλλά ήταν αργά για να αντιδράσει στον νεαρό άντρα που βούτηξε την τελευταία στιγμή στην αποβάθρα λίγο πριν κλείσουν οι πόρτες. Μόνο που ο νεαρός έσερνε στα χέρια του και την τσάντα του, αφήνοντας τον Έκτορα να διαπιστώνει έντρομος ότι έλειπε από τον ώμο του. Η τσάντα του! Και μαζί μ’ αυτήν η φωτογραφική μηχανή με τη μορφή της βαθιά σφαλισμένη στη μνήμη της.
Δύο μήνες πριν, Γενάρης
Ο Γενάρης έδειχνε τα δόντια του για τα καλά. Δεν ήταν και το πιο συνηθισμένο για την Αθήνα να βαστάει το χιόνι των προηγούμενων ημερών. Το είχε ζήσει όμως η πόλη και αυτό. Ένα πανέμορφο, μαγικό θα έλεγε κανείς, λευκό πέπλο αγκάλιαζε τα πάντα εδώ και μέρες. Δίνοντας γαλήνη και ομορφιά σε μια εχθρική, για τους ανθρώπους της, πόλη. Ο Έκτορας ζούσε τη δική του ταραχή στην επαγγελματική του ζωή καθώς οι γιορτές των Χριστουγέννων τον βρήκαν με μετάθεση στην Κόρινθο. Έτσι ο προαστιακός έγινε το καθημερινό μέσο στην μετακίνησή του. Ζούσε μόνος εντελώς από τότε που έχασε και την μητέρα του. Προσπαθούσε να βρει τα πατήματά του στην νέα του διαδρομή.
Ο καιρός του Γενάρη να επιβεβαιώσει την κλασική παροιμία για τον περιβόητο θυμό του. Ο Χειμώνας αυτός ήρθε απρόσμενα βαρύς στην Αθήνα. Το λευκό του χιονιού είχε κάνει αισθητή την παρουσία του τον τελευταίο καιρό. Άπλωσε την ομορφιά του στην πόλη και στη φύση ολόγυρα. Ένα λευκό πέπλο που έφερνε ένα παράξενο κύμα γαλήνης σε όλους. Είχε ήδη πλέον προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της μετακίνησής του. Είχε τσεκάρει τα δρομολόγια του προαστιακού, είχε μελετήσει τους χρόνους και έτσι πλέον η πρωινή του μετάβαση στη δουλειά είχε μπει σε τακτικό πρόγραμμα. Το δρομολόγιο στο οποίο εστίαζε πάντα, για την αναχώρησή του, ήταν αυτό των επτά και τέταρτο από το σταθμό. Προορισμός του η Κόρινθος. Αυτό θα ήταν από τώρα και στο εξής το δρομολόγιο που θα χαρακτήριζε την πρωινή του καθημερινότητα.
Στο διάστημα της μετάβασης στην Κόρινθο είχε την ευκαιρία να χαίρεται έξω την εικόνα της φύσης. Όλα ήταν τυλιγμένα στο λευκό χιόνι. Η πόλη είχε πάρει ένα εντελώς διαφορετικό χρώμα. Αυτό το παραμυθένιο που τόσο έλειπε από τη ζωή των κατοίκων της. Στήριξε το κεφάλι του ανέμελα στο μεγάλο παράθυρο και άφησε το βλέμμα του να αποτυπώνει τις εικόνες που πλέον είχαν γεμίσει φυσικά τοπία καθώς το τραίνο είχε βγει από τον αστικό ιστό. Ο ορεινός όγκος από τα Γεράνεια ήταν κατάλευκος και πυκνό χιόνι κάλυπτε τα πάντα. Από την ακτογραμμή μέχρι ψηλά στα βουνά. Τα δέντρα, δεξιά και αριστερά ήταν σαν ντυμένες νύφες που έστεκαν καμαρωτές κάτω από το μουντό ουρανό της μέρας. Όπως και τα σπίτια. Το τραίνο σταμάτησε στην Κινέττα και ξεκίνησε. Τώρα μπορούσε να βλέπει πιο καθαρά. Στα δεξιά του συρμού, πολλά όμορφα σπίτια φάνταζαν στολισμένα στο χιόνι. Το πρώτο σπίτι της σειράς, ένα μεγάλο παραδοσιακό με ξύλινη στέγη. Πόσο όμορφο.
Μα… στο οπτικό του πεδίο μπήκε η μορφή μιας γυναίκας που έστεκε στο μπαλκόνι του. Στο σημείο αυτό το τραίνο δεν είχε ακόμα επιταχύνει τόσο και έτσι μπόρεσε να διακρίνει στη μορφή της μια γυναικεία φιγούρα νεαρή και όμορφη. Ακουμπούσε τα δύο της χέρια στα κάγκελα του μπαλκονιού. Δεν μπόρεσε να δει κάτι άλλο.
“Όλο αυτό θα το θεωρούσα ένα απλό τυχαίο περιστατικό χωρίς σημασία. Όμως την επόμενη μέρα, μέσα από τον συρμό του ίδιου δρομολογίου, είδα πάλι ξανά τη μορφή εκείνης της γυναίκας. Τι παράξενο! Έμενε στην ίδια θέση και πάντα το βλέμμα της έστεκε ίσια μπροστά. Το ίδιο έγινε και την ημέρα που ακολούθησε. Μάλιστα αυτή τη φορά, το βλέμμα της, κατά ένα παράξενο τρόπο, συνάντησε το δικό μου μέσα στο βαγόνι! Λες και κάτι της τράβηξε την προσοχή. Ήταν όμορφη. Εκφραστική. Κάθε εργάσιμη μέρα, ήταν εκεί. Λες και με περίμενε! Και κάθε φορά ένιωθα την ίδια ανεκπλήρωτη αίσθηση μέσα μου ότι δεν μπόρεσα, στις στιγμές αυτές, να δω περισσότερα χαρακτηριστικά της.
Το σπίτι εκείνο, άρχισε σιγά-σιγά να εδραιώνεται για τα καλά στο μυαλό μου. Και μέσα σε αυτό, η μορφή της! Ήταν ένα ραντεβού που κρατούσε λίγα δευτερόλεπτα, ικανά όμως να γεννήσουν μέσα μου μια τέτοια εμμονή στην οποία παραδόθηκα ανηλεώς. Άρχισαν να περιμένω, πως και πως, αυτή τη συνάντηση. Η οντότητά της μεγάλωνε μέσα μου συνεχώς. Τα χαρακτηριστικά της έγιναν οικεία για μένα και όσα δεν προλάβαινα να δω, τα έπλασα μόνος μου στη συνέχεια. Την σκεφτόμουν συνεχώς. Σχεδόν κάθε στιγμή. Το χαμόγελό της! Ναι, το χαμόγελό της! Δεν έκανα λάθος! Δεν μπορούσα να κάνω λάθος. Την είδα να μου χαμογελά! Μπορεί να ήταν μέτρα μακριά μου αλλά με είδε!
Η νεαρή εκείνη γυναίκα, που θα έπρεπε να είναι εκεί γύρω στα τριάντα πέντε, κυριάρχησε εντελώς στη ζωή μου. Έγινε για μένα μια εμμονή. Κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι έπρεπε να της δώσω ένα όνομα, ναι, γιατί όχι; Ήθελα στις μοναχικές μου στιγμές να συνομιλώ μαζί της, να μοιράζομαι σκέψεις και συζητήσεις. Έτσι ήρθε στη ζωή μου η Ιόλη! Γέμισε το κενό μου, την μοναξιά. Αλλά, πέρα από αυτά, ένιωθα ότι όλο αυτό δεν έγινε τυχαία. Κάποιος λόγος το όρισε, κάποια αιτία το δημιούργησε. Η αίσθηση ότι, αυτή η γυναίκα, κάτι ήθελε να μου πει, μεγάλωνε μέσα μου. Δεν άργησα να πάρω απάντηση σε αυτό καθώς ποτέ μου δεν υπολόγιζα ότι όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν τόσο δραματικά σε μια μόνο μέρα”
Στον σήμερα
“Η κλοπή της τσάντας μου μέσα στο τραίνο, κάτω απ’ τις συνθήκες που έγινε, ήταν κάτι που μου είχε προκαλέσει πολύ μεγάλο εκνευρισμό. Ο δράστης είχε χαθεί μέσα στο πλήθος της αποβάθρας. Και μαζί του χάθηκε η φωτογραφική μηχανή με την εικόνα εκείνης, της Ιόλης! Φυσικά έκανα καταγγελία στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής και όλα τα περαιτέρω. Ευτυχώς στη τσάντα δεν είχα τίποτα από τα προσωπικά μου έγγραφα. Όμως οι δικές της εικόνες είχαν κάνει φτερά. Αλλά, όλο αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε. Κάτι που ανέτρεψε τα πάντα. Λίγες μέρες μετά”
Ο Έκτορας ήταν πάλι μέσα στον ίδιο συρμό, στο γνωστό του δρομολόγιο. Η σκέψη του ήταν στην “Ιόλη”. Ήθελε να απολογηθεί που δεν ήταν προσεκτικός να προστατεύσει την τσάντα του και μαζί μ’ αυτήν, τις φωτογραφίες που την είχε τραβήξει. Ήταν έτοιμος να της τα “πει” όλα αυτά στα δευτερόλεπτα που θα διαρκούσε η “συνάντησή” τους. Το τραίνο βγήκε απ’ την Κινέττα, το σπίτι απέναντι μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Η “Ιόλη”; Το χαμόγελο χάθηκε μονομιάς απ’ το πρόσωπο του Έκτορα. Δεν έκανε λάθος! Στο μπαλκόνι της ήταν εκεί! Μόνο που δεν ήταν μόνη. Και τίποτα δεν έμοιαζε με την συνηθισμένη εικόνα που αντίκριζε. Ένας άντρας έστεκε απέναντί της, σχεδόν εξ επαφής! Κινήθηκε με βία προς το μέρος της και τα χέρια του τυλίχτηκαν στο λαιμό της.
Ο Έκτορας κυριεύτηκε από πανικό και αγωνία. Κινήθηκε γρήγορα προς το επόμενο παράθυρο του σαλονιού για να μην χάσει τη σκηνή απ΄ το οπτικό του πεδίο. Το τραίνο επιτάχυνε, τα χέρια του άντρα έσφιγγαν όλο και περισσότερο την “Ιόλη” και εκείνος έτρεχε πλέον κατά μήκος του συρμού, εσωτερικά, για να προλάβει να διατηρήσει επαφή με το βλέμμα του. Έσπρωχνε τους επιβάτες με την αγωνία να τον τρελαίνει. Ώσπου το τραίνο πια έφυγε εντελώς από το σημείο.
“Ποιος να ήταν άραγε αυτός που απειλούσε να την πνίξει. Θεέ μου! Κινδυνεύει; Τι της ήταν αυτός ο άντρας;”
Ο Έκτορας ένιωθε να πνίγεται αλλά τα λογικά αντανακλαστικά της σκέψης του, τον οδήγησαν σε δεύτερες ψύχραιμες προσεγγίσεις.
“Μπορεί να ήταν κάποιος συγγενής… ίσως κάποια σχέση της;” Αυτό το τελευταίο το είπε με τη ζήλια να έρπει στο μυαλό του δηλητηριάζοντάς τον. Η απάντηση ήρθε το επόμενο πρωί που ο Έκτορας το περίμενε με ακραία αγωνία. Το τραίνο προσέγγισε το σημείο, όπως πάντα. Όμως! Η “Ιόλη” έλειπε! Το μπαλκόνι ήταν έρημο. Και οι παλμοί της καρδιάς του έφτασαν σε οριακά σημεία που τον ανάγκασαν να σωριαστεί στο κάθισμα του τραίνου.
“Ήταν κάτι που δεν περίμενα να ζήσω! Κάτι που πλέον δεν ήξερα να διαχειριστώ! Τι μου ήταν εμένα αυτή η άγνωστη γυναίκα για να νοιαστώ με τέτοιο τρόπο; Τι ήξερα για τη ζωή της, για τους ανθρώπους της; Όμως απ’ την άλλη, καμία από αυτές τις όντως λογικές σκέψεις δεν στάθηκε ικανή να με γαληνέψει. Πόσο μάλλον όταν και την επόμενη μέρα ήταν απούσα. Όπως και την μεθεπόμενη. Και όλες τις μέρες που ακολούθησαν. Η Ιόλη δεν ήταν εκεί! Το μπαλκόνι ήταν άδειο και το σπίτι έδειχνε έρημο, κλειστό. Και εγώ να νιώθω να πνίγομαι από ένα παράξενο συναίσθημα, που δεν μπορούσα να εξηγήσω”
Το δρομολόγιο των επτά και τέταρτο έπαιρνε, κάθε εργάσιμη μέρα τον Έκτορα για τον προορισμό του, όμως η απουσία εκείνης της γυναίκας τον οδηγούσε κάθε μέρα και πιο πολύ σε μια νευρωτική κατάσταση αλλοπρόσαλλη.
Ο χώρος που βρέθηκε του ήταν άγνωστος. Ένα μεγάλο παραδοσιακό σπίτι γεμάτο διαδρόμους και δωμάτια. Όλα όμως γύρω του ήταν γκρίζα, ασαφή, τρομακτικά. Ένιωθε τον εαυτό του να κινείται σε ένα χώρο χωρίς ισορροπία και λογική. Οι γωνίες, το έδαφος, οι τοίχοι, έπαιρναν συνεχώς έντονες κλίσεις λες και βρισκόταν σε κάποιο πλεούμενο σε στιγμή θαλασσοταραχής. Κάτι τον βασάνιζε, κάτι μακρινό αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει την προέλευσή του. Ώσπου κάπου στο βάθος, ένας ήχος, κάτι σαν φωνή, σαν κάλεσμα. Που ερχόταν παραμορφωμένο στα αυτιά του. Έτρεξε να βρει το σημείο. Με την αγωνία του να φουντώνει όλο και πιο πολύ. Μέχρι που η φωνή καθάρισε, έγινε πιο σαφής.
“Βοήθησέ με! Σώσε με! Είμαι εδώ!”
Ναι ήταν η φωνή της! Το δικό της κάλεσμα. Έτρεξε μέσα στο ημίφως, σκόνταψε, έπεσε, σηκώθηκε, πλησίαζε όλο και πιο πολύ τη φωνή, μπήκε σε ένα δωμάτιο παραμορφωμένο και στο βάθος ναι, την είδε, όχι μόνη! Τα χέρια ενός άντρα ήταν τυλιγμένα με μανία στο λαιμό της και τα μάτια της έχασκαν με τρόμο και ικεσία μπροστά στα δικά του.
Πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι του καθώς ο εφιάλτης έφυγε όπως ακριβώς ήρθε. Αφήνοντάς τον τρομαγμένο, ανήσυχο, μουσκεμένο στον ιδρώτα της αγωνίας.
“Όχι αυτή τη φορά δεν θα σε αφήσω! Το νιώθω, κινδυνεύεις! Κάτι προσπαθείς να μου πεις και εγώ πρέπει να ανταποκριθώ. Ναι Ιόλη! Αύριο είναι μια άλλη μέρα”
Αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να κινηθεί. Να ψάξει, να ρωτήσει. Φυσικά και δεν μοιράστηκε τις ανησυχίες του με κανέναν, μήτε με τους κολλητούς του φίλους και συναδέλφους. Θα τον έπαιρναν σίγουρα για τρελό. Ζήτησε δύο μέρες άδεια από τη δουλειά του στο τέλος της βδομάδας για να έχει πιο εύκαιρο χρόνο να κινηθεί. Και η πρώτη του κίνηση ήταν να επισκεφθεί το σπίτι στο οποίο την είδε. Ήταν πολύ πιο όμορφο από κοντά όπως το έβλεπε. Ισόγειο με μεγάλη στέγη παραδοσιακή και τη σοφίτα ψηλά. Το βλέμμα του αναζήτησε το μπαλκόνι και το βρήκε. Μόνο που ήταν όλα κλειστά. Κανένα ίχνος ζωής δεν υπήρχε. Όμως δεν έδειχνε εγκαταλειμμένο. Ίσως οι ένοικοι έλειπαν. Ίσως… δεν θέλησε να δώσει συνέχεια στις μαύρες του σκέψεις και απόρησε με την τόλμη του να αποφασίσει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας με προσχηματικό τρόπο. Καμία όμως απάντηση, καμία ανταπόκριση. Το σπίτι έδειχνε άδειο.
“Γυρεύετε κάτι;” η φωνή έσπασε απότομα την προσοχή του. Ένας ηλικιωμένος άντρας έστεκε δίπλα του φιλικός.
“Όχι απλά μια ερώτηση ήθελα να κάνω εδώ στο σπίτι. Γυρεύω κάποιον…”
Ο άλλος τον κοίταξε προσεκτικά με μία έκφραση απορίας.
“Μα δεν κατοικείται!”
“Τι είπατε; Μα… πώς;”
“Το σπίτι είναι άδειο εδώ και καιρό, κάποιοι ήταν νοικάρηδες παλιά αλλά έφυγαν. Τώρα πουλιέται! Αν σας ενδιαφέρει εδώ πιο πίσω είναι το μεσιτικό γραφείο που το έχει”
Η έκπληξη του Έκτορα δεν μπορούσε να κρυφτεί και έκανε μεγάλο κόπο να την ελέγξει. Ευχαρίστησε τον ηλικιωμένο άντρα και προφασίστηκε ότι θα μιλήσει με το μεσιτικό γραφείο για περαιτέρω πληροφορίες. Όπως και το έκανε!
“Ναι, το σπίτι είναι προς πώληση από το καλοκαίρι…”
“Δεν έμενε θέλετε να πείτε κανείς, έστω πρόχειρα, το προηγούμενο διάστημα;”
“Όχι φυσικά! Άλλωστε είναι άδειο στο εσωτερικό του, αν θέλετε μπορείτε να το δείτε” του είπε ευγενικά και επαγγελματικά ο μεσίτης. Ο Έκτορας άρπαξε στον αέρα την ευκαιρία χωρίς αναβολή.
“Ναι, αν δεν σας κάνει κόπο…”
Ο μεσίτης άνοιξε την κεντρική είσοδο του σπιτιού κάνοντας νόημα με το χέρι του στον Έκτορα να μπει στο εσωτερικό του.
“Περάστε. Να ανοίξουμε κάποιο παράθυρο μόνο για να βλέπουμε”
Διέσχισαν το εσωτερικό του σπιτιού. Ο μεσίτης άνοιξε δύο μεγάλα παράθυρα και το φως του ήλιου έλουσε με μιας το χώρο αναδεικνύοντας την ομορφιά του. Ένας άδειος χώρος έστεκε ολόγυρά τους. Ο Έκτορας άρχισε να βηματίζει στα δωμάτια. Ένιωθε πολύ παράξενα. Προσπαθούσε λες να αφουγκραστεί το παραμικρό. Κάτι! Ένα θρόισμα, ένα σημάδι, μια παρουσία, ένα αποτύπωμα. Οι αισθήσεις του ήταν σε συναγερμό καθώς ένιωθε συνεχή ερεθίσματα γύρω του. Έμοιαζαν ανεπαίσθητα αλλά ήταν ουσιαστικά. Σαν να ήθελαν να βγουν στην επιφάνεια, να εκφραστούν, να του μιλήσουν. Βγήκε στο μπαλκόνι. Για πρώτη φορά το βλέμμα του διέγραψε την αντίθετη πορεία από αυτήν που συνήθισε μέχρι τώρα. Τώρα ήταν εκείνος που κοίταζε το συρμό του τραίνου που διέρχονταν απέναντί τους. Τώρα ήταν αυτός που πήρε τη θέση εκείνης στα κάγκελα του μπαλκονιού. Μια παράξενη ριπή ανέμου τον χτύπησε στο πρόσωπο έξω στο μπαλκόνι, εκεί ακριβώς που είδε την εικόνα της “Ιόλης” με τον άγνωστο άντρα.
“Πως σας φαίνεται;” η φωνή του μεσίτη τον επανέφερε απότομα στο τρέχον περιβάλλον. Γύρισε αμήχανα προς το μέρος του.
“Από πότε έχει να κατοικηθεί το σπίτι;” τον ρώτησε.
“Ω είναι κοντά χρόνος. Έμενε παλιά μια τετραμελής οικογένεια…”
“Καμία σχέση” σκέφτηκε από μέσα του ενώ ο μεσίτης συνέχισε:
“Θα σας έλεγα να το σκεφτείτε, έχω ένα ζευγάρι που το ζητά επίμονα και διαπραγματευόμαστε την τιμή. Πρόκειται να παντρευτούν βλέπετε και…”
Ο Έκτορας συνέχισε πάλι τις έντονες σκέψεις του. Επέστρεψε στο εσωτερικό του σπιτιού. Περπατώντας βρήκε μια ξύλινη σκάλα μπροστά του που οδηγούσε ψηλά στη σοφίτα.
“Μπορώ να ανέβω;” τον ρώτησε.
“Φυσικά!”
Πήρε τα σκαλιά προς τα πάνω. Μόνος του. Σε κάθε βήμα του άρχισε να νιώθει όλο και πιο παράξενα. Ήταν σκοτεινά και γύρω του κάποιες παράξενες μικρές αναλαμπές φωτός τον έκαναν να φοβηθεί. Καθώς έφτασε ψηλά στο τέρμα της σκάλας, μια παράξενη μυρωδιά έφτασε στη μύτη του. Ήταν πια στη σοφίτα. Πριν προλάβει να κάνει κάποιο βήμα, οι ήχοι δυνάμωσαν, ενώθηκαν με τριξίματα και σούρσιμο στο πάτωμα. Ανατρίχιασε σύγκορμος. Κάποιες σκιές άρχισαν να χορεύουν ολόγυρά του σαν ακατάληπτες ανθρώπινες μορφές. Σαν να πάλευαν, σε μια θανάσιμη αναμέτρηση. Οι λάμψεις μεγάλωσαν, τον τύφλωσαν σε ριπές δευτερολέπτων και οι συριγμοί του τσάκισαν το μυαλό. Πισωπάτησε τρομαγμένος και χτύπησε στην κάσα της πόρτας.
“Πάθατε τίποτα;” άκουσε τη φωνή του μεσίτη από κάτω.
“Όχι απλά κάπου σκόνταψα” απάντησε προσπαθώντας να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του. Κατέβηκε. Έριξε μια ακόμα ματιά στο εσωτερικό και κάλεσε το μεσίτη να αποχωρήσουν.
“Σας ευχαριστώ πολύ!” του είπε καθώς αποχαιρετίστηκαν στην εξώπορτα. Έφυγε γεμάτος ερωτήματα, ανησυχία, ακόμα και φόβο για αυτά που ένιωσε μέσα στο παράξενο εκείνο σπίτι. Αδυνατούσε να δώσει μια εξήγηση σε όσα είχε δει από το τραίνο αλλά και σήμερα εκεί.
Το βράδυ η νύχτα του ήταν ταραγμένη. Πνιγερή, απειλητική. Μέσα στον ύπνο του, στο σκοτάδι, ήρθαν πάλι εκείνες οι κυματιστές μορφές να τον ταράξουν. Να τον κάνουν να μην μπορεί να ανασάνει, να του φέρνουν πνιγμό στην αναπνοή και πόνο στο στήθος. Μόνο που ο εφιάλτης αυτή τη φορά έκανε ένα βήμα παραπάνω. Έγινε πιο σαφής. Οι ακαθόριστες ανθρώπινες μορφές έγιναν μία γυναίκα και ένας άντρας. Η γυναίκα ήταν η “Ιόλη” και ο άντρας ναι, έμοιαζε πολύ μ’ αυτόν που είχε δει στο μπαλκόνι εκείνη τη μέρα. Μόνο που η γυναίκα πάλευε αυτή τη φορά να ξεφύγει από τα σφιχτά του χέρια, που είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό της. Ένιωθε την θανάσιμη αγωνία της, είχε κυριέψει απόλυτα και το δικό του κορμί, ο πανικός της είχε γίνει και δικός του, το μαρτυρικό της τέλος γινόταν και δικό του. Και την ύστατη στιγμή που άκουγε τα βογγητά της, πετάχτηκε και ο ίδιος, μια ακόμα φορά, κάθιδρος από το κρεβάτι έχοντας σαν τελευταίο εφιαλτικό αποτύπωμα, το σώμα της Ιόλης πεσμένο στο πάτωμα του σπιτιού, άψυχο νεκρό με τα μάτια της ορθάνοιχτα σε μια έκφραση τρόμου να κοιτούν γυάλινα το ταβάνι. Σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτό το μαρτύριο.
“Νιώθω να με καλεί! Κάτι θέλει από μένα. Προσπαθεί να μου μιλήσει, να επικοινωνήσει μαζί μου. Που να είσαι άραγε Ιόλη; Τι σου έκανε αυτός ο άντρας εκείνη τη μέρα;”
Ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα μπορούσε να ήταν νεκρή, δολοφονημένη. Δεν το συζήτησε καθόλου μέσα του. Έπρεπε να κάνει κάτι πιο προχωρημένο στις αναζητήσεις του αυτή τη φορά.
Το επόμενο πρωινό τον βρήκε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής που ήταν το σπίτι. Το είχε επισκεφτεί και τη μέρα εκείνη που του έκλεψε την τσάντα στο τραίνο εκείνος ο νεαρός. Είχε πάει εκεί να υποβάλλει μήνυση. Ζήτησε να μιλήσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας.
“Θα ήθελα παρακαλώ να κάνω την αναφορά μιας καταγγελίας” ξεκίνησε την ενημέρωσή του. Περιέγραψε αναλυτικά την εικόνα της “Ιόλης”, το συγκεκριμένο σπίτι που την έβλεπε και τέλος το περιστατικό με τον άντρα. Ο αξιωματικός κατέγραφε την αναφορά του.
“Θα ήθελα σας παρακαλώ να ερευνήσετε. Έχω μια ανησυχία ότι η γυναίκα που σας αναφέρω κινδυνεύει. Ελπίζω μάλιστα να μην έχουμε φτάσει αργά” τους είπε.
“Φυσικά κύριε Βερνίκο θα το ερευνήσουμε. Βέβαια οφείλω να σας πω ότι, μέχρι σήμερα, στην περιοχή μας εδώ, δεν έχει αναφερθεί συγκεκριμένο περιστατικό βίας μήτε έχει καταγγελθεί κάποια εξαφάνιση” του απάντησαν.
“Πότε μπορώ να έρθω για νεώτερες πληροφορίες” ρώτησε.
“Περάστε τη Δευτέρα” του είπαν.
Αποχώρησε νιώθοντας ότι έχει κάνει κάτι καλύτερο από όσα είχε προσπαθήσει μέχρι τώρα.
“Πίστευα ότι είχα κάνει το καλύτερο σε αυτήν την ιστορία αλλά πάντα κάτι μέσα μου, μού έλεγε πως υπάρχει κάτι ακόμα πιο προχωρημένο να δοκιμάσω. Αυτή η ιστορία πλέον χειραγωγούσε το μυαλό μου κυριολεκτικά. Έτσι αποφάσισα το βραδινό του Σαββάτου μου να το περάσω έξω από το σπίτι της “Ιόλης”. Από βραδύς είχα πιάσει θέση σε ένα στενό από το οποίο μπορούσα να έχω έλεγχο της εισόδου του σπιτιού. Εμένα όσο μπορούσα αθέατος μέσα στο αυτοκίνητό μου. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το ότι στο σπίτι υπήρχαν ίχνη ζωής. Κάτι που έλειπε εντελώς στην πρώτη μου επίσκεψη με τον μεσίτη. Τα παραθυρόφυλλα στο μπαλκόνι ήταν ανοιχτά και το δωμάτιο έδειχνε φωτισμένο. Ποιος μπορούσε να ήταν μέσα σε ένα έρημο σπίτι; Πριν προλάβω να παίξω με τις σκέψεις του μυαλού μου, έγινε κάτι που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο την έκπληξή μου. Η μεγάλη ξύλινη πόρτα της εισόδου άνοιξε και από μέσα βγήκε η φιγούρα ενός άντρα. Ναι! Δεν έκανα λάθος! Ήταν η ίδια εκείνη φιγούρα της μοιραίας μέρας στο μπαλκόνι. Να λοιπόν που δεν ήμουν ...τρελός!
Η φιγούρα του άντρα απομακρύνθηκε γρήγορα στο δρόμο με σκυφτό το κεφάλι, μπήκε σε ένα αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω και ξεκίνησε. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην ακολουθήσω! Για πρώτη φορά βρισκόμουν μπροστά σε κάτι χειροπιαστό και έπρεπε να πάρω απαντήσεις. Το αυτοκίνητο βγήκε στον εσωτερικό δρόμο της Κινέττας και τράβηξε προς τους Αγίους Θεοδώρους. Δεν ήταν δύσκολο να ακολουθήσω καθώς η κίνηση ήταν ελάχιστη. Σταμάτησε στην παραλία, στάθμευσε και κατέβηκε. Ακολούθησα πεζός χωρίς δεύτερη σκέψη. Μια νέα έκπληξη με περίμενε στην είσοδο ενός παραλιακού μπαρ. Μια νεαρή γυναίκα πλησίασε τον άντρα που ακολουθούσα. Ναι, ήταν σαφές ότι είχαν ραντεβού κάτι που φάνηκε από τις ιδιαίτερα ζεστές χειρονομίες τους. Μάλιστα, λίγο πριν μπουν στο μαγαζί, σφράγισαν τον χαιρετισμό τους με ένα ένθερμο φιλί.
Ακολούθησα στο μαγαζί μαζί τους. Ένα όμορφο μπαρ με αρκετούς θαμώνες. Σάββατο βράδυ άλλωστε σε ένα παραλιακό όμορφο μέρος. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν στη μέγιστη κινητοποίησή τους. Έπρεπε να ακούσω μέρος από τον διάλογό τους. Λίγα πράγματα, δυστυχώς, αόριστες φράσεις ξεκομμένες. Όμως θα έμενα εκεί μέχρι το τέλος, είχα πωρωθεί εντελώς με αυτή τη συνάντηση χωρίς να μπορώ να ερμηνεύσω το λόγο. Πάλι κάτι μέσα μου φώναζε πως είναι σημαντική.
Το μαρτύριο της αναμονής μου δεν κράτησε πολύ. Το ζευγάρι βγήκε μετά από μία ώρα περίπου. Κινήθηκε κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου στην περίμετρο του μαγαζιού. Ήταν φανερό ότι, πριν αποχωριστούν, γύρευαν την απομόνωση. Σύρθηκα με την πλάτη στον τοίχο πίσω τους και ήμουν τυχερός γιατί έμειναν ακουμπισμένοι στον τοίχο δίπλα στη γωνία κάτι που μου έδινε το πλεονέκτημα να πλησιάσω και να ακούω. Το φιλί τους ήταν και πάλι ερωτικό αλλά εκείνο που έκοψε τα πόδια ήταν ο διάλογός τους που πλέον ακούγονταν καθαρά στα αυτιά μου
“Αγάπη μου δεν αντέχω πια να σε μοιράζομαι με εκείνη το καταλαβαίνεις;” ήταν ναι, η φωνή της νεαρής γυναίκας, η οποία συνέχισε:
“Από τότε που την παντρεύτηκες έχασα τον κόσμο γύρω μου, δεν αντέχω…”
“Ηρέμησε Ξένια! Το μαρτύριό μας τελειώνει σε λίγο. Όλα θα γίνουν όπως είπαμε, όπως τα σχεδιάσαμε!” της είπε εκείνος με μεγάλη ένταση.
“Πότε; Πότε επιτέλους; Δεν αντέχω στιγμή να σε νιώθω στην αγκαλιά της, δίπλα της. Τρελαίνομαι! Το καταλαβαίνεις;” τον ρώτησε με πάθος.
“Σύντομα! Πολύ σύντομα! Όλα είναι κανονισμένα και σχεδιασμένα. Να είσαι σίγουρη ότι και αυτό το τελευταίο εμπόδιο στη ζωή μας θα βγει απ’ τη μέση…” της είπε με μάτι που γυάλιζε.
“Κυριολεκτικά αγάπη μου;” τον ρώτησε σε μια νιρβάνα αναμονής.
“Κυριολεκτικά! Κανείς δεν θα καταλάβει τίποτα, όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Και εκείνη….θα αποτελεί μια θλιβερή ανάμνηση στις ζωές μας…”
Ο Έκτορας ένιωθε να χάνει κάθε έλεγχο με όσα άκουγε. Δεν ήταν ηλίθιος για να καταλάβει ότι μόλις πριν λίγο έγινε μάρτυρας μια προαναγγελίας ενός φόνου, μιας στυγερής δολοφονίας. Εκείνης! Της “Ιόλης” του. Απομνημόνευσε τις φιγούρες τους. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο πριν γίνει αντιληπτός, πράγμα που έκανε.
Στο γυρισμό ήταν ανάστατος. Η εικόνα που είδε στο μπαλκόνι ήταν σαφώς μια τέτοια κίνηση. Κάτι σαν πρώτο βήμα. Άρα δεν είχε λάθος; Αλλά; Τι ήταν αυτά που του είπαν για το άδειο σπίτι. Και πως μπορούσε να ταιριάξει όλο αυτό με όσα, με τα μάτια του είδε, στην επίσκεψή του εκεί. Έβαλε ένα ποτό στο σπίτι του και στη συνέχεια αρκετά ακόμα, ώσπου κάποια στιγμή έγειρε ζαλισμένος στον καναπέ με τον Μορφέα να κυριαρχεί πάνω του καθολικά.
Κοιμήθηκε αλλά αυτό δεν ήταν ύπνος. Ήταν ένα εφιαλτικό ταξίδι στις σκέψεις του. Ένα ταξίδι στο οποίο κυριαρχούσε η εικόνα της “Ιόλης” και εκείνου του άντρα. Κάπου μέσα στο σπίτι, τον είδε κάτι να βάζει στο ποτό της. Ένα μικρό γυάλινο μπουκαλάκι. Λίγες σταγόνες στο κρυστάλλινο ποτήρι, αυτό να γλιστρά στην τσέπη του σακακιού του. Ένα σκληρό χαμόγελο στο στόμα του. Ένα σφιγμένο πρόσωπο και ένα βλέμμα που έσταζε δόλο και θάνατο. Ύστερα την ίδια να παίρνει το ποτήρι στα χέρια της. Τα έβλεπε όλα αυτά μέσα σε ένα ασύμμετρο χώρο, χωρίς ισορροπία και χρώματα σκοτεινά. Προσπαθούσε να φωνάξει, να την ειδοποιήσει να μην το πιει. Όμως φωνή δεν έβγαινε από μέσα του. Τραντάζονταν ολάκερος από αγωνία να τρέξει γύρω της, να προσπαθεί-μάταια, να την αγγίξει, να πάρει το ποτήρι με το δηλητήριο μακριά της. Όμως δεν μπορούσε. Και όταν την είδε να υψώνει το ποτήρι στα χείλη της και το υγρό να είναι έτοιμο να κυλήσει στο στόμα της, έκανε την ύστατη προσπάθεια
“Μη!” ούρλιαξε μέσα στη νύχτα καθώς πετάχτηκε έντρομος από το κρεβάτι. Το ουρλιαχτό του πρέπει να ήταν πολύ δυνατό και απελπισμένο απόλυτα.
Η άφιξη του πρωινού της Δευτέρας ήρθε λυτρωτική μετά από μια αγωνιώδη Κυριακή. Πλέον είχε περισσότερα στοιχεία για να δώσει στους αστυνομικούς του τμήματος που έκανε την καταγγελία του. Η μαρτυρία του στο διάλογο που άκουσε είχε τα χαρακτηριστικά ενός ντοκουμέντου.
“Δεν εύρισκα την ώρα που θα ανέβω τα σκαλιά στο αστυνομικό τμήμα. Ήμουν φορτωμένος νέα στοιχεία και αυτή τη φορά αισιοδοξούσα ότι θα μπορέσω να πείσω. Λίγο πριν κάτσω μπροστά από τον αρμόδιο αξιωματικό, τίποτα δεν μου έλεγε για τα όσα θα ακολουθούσαν!”
“Κύριε Βερνίκο. Ερευνήσαμε προσεκτικά κάθε σας αναφορά. Ψάξαμε επισταμένως την περιοχή…” άρχισε ο νεαρός υπαστυνόμος και ήδη άρχισα να μην νιώθω καλά.
“Το σπίτι στο οποίο αναφέρεστε είναι κλειστό. Δεν κατοικείται αυτήν την εποχή. Ο μεσίτης της περιοχής, μάς ενημέρωσε ότι προσπαθεί να το πουλήσει. Δεν υπήρχε μήτε υπάρχει καμία γυναίκα μέσα σε αυτό!”
Κάθε του λέξη, κάθε του φράση, ήταν και μια τσεκουριά μέσα μου. Σαν να χάνονταν κάθε λογική, κάθε ερμηνεία.
“Μα πως είναι δυνατόν κ. Αστυνόμε!” την είδα σας είπα!
“Ο μεσίτης κ. Βερνίκο μας ανέφερε ότι υπάρχει ένα ζευγάρι νιόπαντρο που έχει ενδιαφερθεί ζεστά για αυτό”
Ένιωθα γελοίος. Τους είπα για το περιστατικό με το ζευγάρι στο μπαρ. Τους είπα να τους δώσω περιγραφές. Έβλεπα πολλά ζευγάρια μάτια τους πάνω στα δικά μου, καρφωμένα με ένα είδος έκπληξης. Σαν να έβλεπαν μπροστά τους έναν που δεν είναι καλά στα μυαλά του. Τότε ήταν που το θυμήθηκα:
“Αν δεν μου είχαν κλέψει το τσαντάκι απ’ το τραίνο θα σας έδειχνα και φωτογραφίες κ. Αστυνόμε. Τις τράβηξα ειδικά για αυτό…” είπα χωρίς να ξέρω πως ακούστηκε.
Ο Υπαστυνόμος κοίταξε τους δύο συναδέλφους του εντελώς καχύποπτα. Ύστερα με ρώτησε.
“Τραβήξατε φωτογραφίες από το σπίτι γιατί κ. Βερνίκο; Ο λόγος;”
Δεν μπορούσα να τους εξηγήσω έτσι απλά, θα με έπαιρναν σίγουρα για τρελό. Προσπάθησα να φτιάξω μια δικαιολογία να τους την πω αλλά μάλλον προκάλεσα μεγαλύτερη καχυποψία. Ο Υπαστυνόμος έκανε ένα νόημα στον όρθιο συνεργάτη του, ο οποίος και αποχώρησε. Σε λίγο επέστρεφε πίσω και στα χέρια του κρατούσε κάτι που δεν μπορούσα να πιστέψω.
“Η τσάντα μου!” φώναξα καθώς πετάχτηκα όρθιος από τη χαρά, “μα πως βρέθηκε στα χέρια σας;”
“Με τις φωνές σας κάποιοι κυνήγησαν το δράστη και για να γλιτώσει πέταξε την τσάντα. Την βρήκε κάποιος και μας την παρέδωσε χθες.
Στο πρόσωπό μου έφεγγε κυριολεκτικά ένα χαμόγελο αισιοδοξίας.
“Μα τότε έχω να σας δείξω τις φωτογραφίες που τράβηξα, θα δείτε τη γυναίκα για την οποία σας μιλώ!”
Ο αστυνομικός άπλωσε την τσάντα στα χέρια μου. Έτρεμα από την αγωνία. Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή του Δημήτρη. Με κινήσεις πανικού άνοιξα την εφαρμογή με τις φωτογραφίες. Όλα ήταν στη θέση τους. Βρήκα τη σειρά των φωτογραφιών που τράβηξα από το τραίνο. Να το σπίτι! Όμως…. Όμως το βλέμμα μου πάγωσε εντελώς! Λες και κάθε σταγόνα αίματος από μέσα μου έφυγε μέσα σε μια στιγμή. Έγιναν κάτωχρος με τους αστυνομικούς να με κοιτούν ακόμα πιο καχύποπτα. Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα έντρομα στα φωτογραφικά καρέ του μπαλκονιού. Για να διαπιστώσω με ανείπωτο τρόμο ότι καμία “Ιόλη” δεν ήταν παρούσα στις φωτογραφίες! Όλες πεντακάθαρες, με έξοχη ανάλυση, αποτύπωναν το μπαλκόνι του σπιτιού. Άδειο! Κενό! Καμία “Ιόλη” δεν υπήρχε στα πολλά καρέ που είχα τραβήξει. Απολύτως καμία!
“Δεν καταλαβαίνω…” ψέλλισα έτοιμος να λιποθυμίσω.
“Κύριε Βερνίκο” είπε αυστηρά ο υπαστυνόμος, “δεν ξέρω τι είδους εμμονή αναπτύξατε μ’ αυτό το θέμα αλλά σας πληροφορώ ότι η άσκοπη απασχόληση της αστυνομίας μπορεί να σας οδηγήσει σε συνέπειες και καχυποψίες…”
“Μα δεν είναι δυνατόν, ήταν εδώ σας λέω…” φώναξα αλλά μάλλον έδειχνα γελοίος.
“Και πως έφυγε η ...γυναίκα απ’ τις φωτογραφίες κ. Βερνίκο; Εκτός αν θεωρείτε ότι την εξαφανίσαμε εμείς!” απάντησε με αυστηρό τόνο.
Έφυγα από το αστυνομικό τμήμα σχεδόν ως εμμονικός κατά φαντασία άνθρωπος. Με ένα σωρό παρατηρήσεις. Αλλά και με μια τεράστια απογοήτευση να με καταβάλει σε κάθε ικμάδα του μυαλού μου.
“Έκτορα πως πήγε η άδεια;” το καλοσυνάτο πρόσωπο του Δημήτρη έστεκε στην πόρτα του γραφείου μου, Τρίτη πρωί στα γραφεία της εταιρείας. Δεν ξέρω πως έμοιαζα αλλά με κοίταξε παράξενα.
“Τι έχεις; Τι έπαθες;” ρώτησε.
“Τίποτα όλα καλά, απλά δεν νιώθω καλά τον τελευταίο καιρό…” του απάντησα. Έκατσε στην καρέκλα του γραφείου μου μπροστά μου. Έβγαλα από την τσάντα μου τη φωτογραφική του μηχανή “Σε ευχαριστώ Δημήτρη!”
“Α για πες μου τι έγινε; Πήρες τις εικόνες σου; πως είναι;”
“Πολύ όμορφες και καθαρές” του απάντησα αμήχανα.
“Δεν μου είπες τι ακριβώς τις ήθελες”
“Αυτό το σπίτι! Ήταν τόσο όμορφο! Δεν ξέρω, δέθηκα μαζί του, ήταν σαν να το ήθελα τόσο πολύ…”
“Χαίρομαι. Α… δεν σου είπα. Έχουμε εξελίξεις εδώ!”
“Τι εξελίξεις;” ρώτησα προσπαθώντας να βρω ένα νέο ενδιαφέρον να ξεμπλέξω το μυαλό μου.
“Λοιπόν! Έρχεται νέος προϊστάμενος και την Τετάρτη μετά τη δουλειά έχουμε τις συστάσεις, θα έρθουν και από τα άλλα καταστήματα της περιοχής” μου είπε με μια έξαψη.
“Λες να είναι για καλό;” τον ρώτησα.
“Δεν ξέρω, το μόνο που ξέρω είναι ότι είναι γυναίκα!”
Χαμογέλασα προσπαθώντας να μπω στο κλίμα της νέας πραγματικότητας. Ο Δημήτρης έφυγε για να συνεχίσουμε και οι δύο τη δουλειά μας. Έμεινα μόνος. Αντιμέτωπος με τις σκέψεις μου αλλά και τα αδιέξοδά μου. Η υπόθεση με το σπίτι δίπλα στις γραμμές όχι απλά είχε σβήσει από μέσα μου αλλά, οι εξελίξεις, μου προξενούσαν ένα βαρύ αίσθημα ήττας. Δεν ήξερα τι να κάνω, πως να το χειριστώ. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι συνέβαινε.
Όλα είχαν κανονιστεί για την μικρή γιορτή της αλλαγής στη δουλειά. Στην αίθουσα συσκέψεων, μια εταιρεία catering είχε φροντίσει για όλα. Διακόσμηση χώρου, εφοδιασμός, ατμόσφαιρα. Ήταν όλα όμορφα. Όπως έπρεπε να είναι επιφανειακά η ατμόσφαιρα σε κάθε καθώς πρέπει εταιρεία στις ανάλογες περιπτώσεις. Το ωράριο έληξε.
Μάζεψα τα πράγματά μου, και ξεκινήσαμε να μετακινούμαστε στην αίθουσα συσκέψεων. Η “αγωνία” του Δημήτρη ήταν στο τι μέρος του λόγου θα ήταν η νέα μας προϊσταμένη. Περιοδεύαμε όρθιοι δεξιά και αριστερά στο μπουφέ που είχε ήδη στηθεί. Οι πρώτοι συνάδελφοι από τα άλλα καταστήματα είχαν ήδη αρχίσει να φτάνουν. Αυτές οι συναντήσεις έδιναν μια ευκαιρία γνωριμίας και επαφής με ανθρώπους που μπορεί να μην δούλευες μαζί αλλά μοιραζόσουν το ίδιο παρόν και μέλλον.
Μιλούσα με τον Δημήτρη κάπου στο πλάι όταν αυτό που είδα ήταν το πρώτο σοκ που δέχτηκα εκείνο το απόγευμα. Έφτασε ένας μικρός όμιλος από συναδέλφους από άλλα καταστήματα. Συστάσεις, χαμόγελα, γνωριμίες. Τότε την είδα! Όχι δεν έκανα λάθος! Εκείνη ήταν! Τα χαρακτηριστικά της, το πρόσωπο, το σώμα, όλα! Αν είναι δυνατόν. Ήταν η νεαρή γυναίκα που εκείνη τη νύχτα συναντήθηκε με τον άντρα εκείνου του μοιραίου σπιτιού. Ήταν εκείνη που συνωμοτούσε μαζί του για την τύχη της “δικής μου Ιόλης”.
“Τι έπαθες Έκτορα;” ήρθε η φωνή ενός άλλου συναδέλφου της παρέας να με ταρακουνήσει. Βρήκα την ψυχραιμία μου ή τουλάχιστον προσπάθησα.
“Να σου πω, την γυναίκα εκεί την γνωρίζεις;” τον ρώτησα.
“Όχι, είναι από το κατάστημα του Λουτρακίου, αυτό ξέρω” μου απάντησε.
Άφησα στη στιγμή την παρέα και πήγα προς το μέρος της. Ήμουν τόσο ψύχραιμος που δεν το περίμενα.
“Καλησπέρα, καλώς ορίσατε! Να συστηθώ, είμαι ο Έκτορας Βερνίκος”
Σήκωσε το βλέμμα της. Ήταν τόσο γοητευτική από κοντά. Άπλωσε το χέρι της εγκάρδια.
“Καλώς σας βρίσκω συνάδελφε, Ξένια Λαμπρίδου, από το κατάστημα Λουτρακίου…”
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Είπε Ξένια! Μα ναι! Το θυμάμαι το όνομά της διάβολε! Δεν έκανα λάθος! Έτσι την αποκάλεσε εκείνο το βράδυ. Προσπάθησα να μην δείξω την ταραχή μου μήτε να κρεμαστώ από πάνω της. Ένιωθα να βρίσκω μια άκρη στο νήμα ή έτσι πίστευα. Επέστρεψα στους άλλους χωρίς όμως να χάνω την επαφή μου μαζί της.
“Ωραία γυναίκα ρε φίλε! Με ύφος ...μοιραίο” έκανε ο Ζήσης στο αυτί μου. Προσπάθησα να χαμογελάσω.
Η φωνή του διευθυντού μας, διέκοψε την όποια συντροφιά και κουβέντα. Μπήκε στην αίθουσα, όπως πάντα αεράτος, δυναμικός.
“Κυρίες μου και κύριοι, την προσοχή σας παρακαλώ!”
Ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμά του καθώς ξεκινούσε:
“Όπως καταλαβαίνετε έγιναν κάποιες αλλαγές στο κατάστημά μας και είμαστε σήμερα εδώ για να υποδεχτούμε μια καινούργια συνάδελφο που θα αναλάβει και τη θέση του προϊσταμένου στο δίκτυο, είμαι λοιπόν στη χαρά…”
Δεν έπαψα στιγμή, με την άκρη του ματιού μου να την προσέχω. Την Ξένια. Τη γυναίκα εκείνη! Την έβλεπα να έχει ξεκόψει από τους άλλους συναδέλφους και να στέκεται πιο μόνη της. Τα λόγια του διευθυντή μου, κυριάρχησαν απόλυτα πάλι στο λογισμό μου
“Ας υποδεχτούμε λοιπόν την καινούργια μας συνάδελφο!”
Έκανε ένα βήμα στα δεξιά γυρίζοντας το σώμα του προς το χολ που ήταν έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων. Άπλωσε το χέρι του δείχνοντας προς την είσοδο.
“Παρακαλώ, περάστε κυρία Θεοδωρίδου!”
Όλων τα μάτια, μαζί και τα δικά μου έμειναν στην είσοδο της αίθουσας. Σιωπή απλώθηκε σε όλον το χώρο. Ακούστηκαν βήματα από γυναικεία γόβα πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα. Η μορφή μιας γυναίκας σχηματίστηκε στην είσοδο. Ένιωσα τα μάτια μου να μένουν πάνω στο πρόσωπό της. Άρχισα να τρέμω ξαφνικά. Ναι, δεν έκανα λάθος! Μα… ναι, ήταν η γυναίκα του μπαλκονιού, η γυναίκα εκείνου του σπιτιού. Η γυναίκα που με καλούσε επίμονα στους εφιάλτες μου να την σώσω ή να την βλέπω νεκρή. Η άφαντη εκείνη γυναίκα που αναζητούσα και δεν εύρισκα πουθενά. Ήταν τώρα εδώ μπροστά μου, λίγα μέτρα μακριά μου. Επιβλητική, μετρημένη, γοητευτική.
“Αγαπητές και αγαπητοί συνεργάτες να σας συστήσω την Ιόλη Θεοδωρίδου! Την νέα προϊστάμενο του δικτύου πωλήσεων…”
Ω δεν μπορεί να περιγραφτεί αυτό που ένιωσα. Η “Ιόλη”, η “δική” μου Ιόλη. Μα πως ήξερα το όνομά της; Θεέ μου τι γίνεται; Εδώ παρούσα. Με ...σάρκα και οστά. Με το ίδιο όνομα. Τι μου συμβαίνει; Τι άραγε συμβαίνει γύρω μου; Την είδα να ανοίγει το βήμα της, να μπαίνει στο χώρο μοιράζοντας ένα άπλετο λαμπερό χαμόγελο σε όλους μας. Και τότε… ναι τότε πρόσεξα και ένα ακόμα πρόσωπο που την συνόδευε πίσω της. Ναι, ένας άντρας, που μπήκε και αυτός διακριτικά.
“Και επίσης να σας κάνω και μια ιδιωτική σύσταση. Ο κύριος Κωνσταντίνος Ιορδάνογλου, σύζυγος της κ. Θεοδωριδου…”
Δεν ξέρω αν οι διπλανοί συνάδελφοι ένιωσαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί μου ή ήταν προσηλωμένοι στους νεοαφιχθέντες. Το βλέμμα μου ήταν ακίνητο πάνω στη μορφή του άντρα που μόλις έφτασε. Του συζύγου της Ιόλης. Ο ίδιος άντρας που εκείνο το μοιραίο πρωινό είδα από το τραίνο να κινείται απειλητικά εναντίον της. Ο ίδιος άντρας που στους ολοζώντανους εφιάλτες μου, τον είδα να την δολοφονεί. Δεν έκανα λάθος, ήταν αυτός. Και μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα, μόνο εγώ ήμουν εκείνος που πρόσεξε τη στροφή του προσώπου του προς την Ξένια. Ήμουν μόνο εγώ που πρόσεξα τα μάτια τους να συναντιούνται για δευτερόλεπτα, ανταλλάσοντας ένα βλέμμα γεμάτο δόλο και αποδοχή. Γιατί ήξερα! Ναι ήξερα! Κατά ένα τρόπο αυτά που έμελλαν να γίνουν, πριν να συμβούν. Όλα άρχισαν να θολώνουν γύρω μου και ο χώρος να χάνει την ισορροπία του. Πρέπει το χρώμα να είχε εξαφανιστεί από πάνω μου και το μόνο που θυμάμαι ήταν ο γδούπος που έκανε το σώμα μου καθώς σωριαζόμουν στο έδαφος λιπόθυμος.
Το τραίνο είχε τη γνωστή του ταχύτητα στις γραμμές με την ίδια πάντα κατεύθυνση. Ακολουθούσε τη δική του ρουτίνα που δεν άλλαζε ποτέ. Είχα επιστρέψει πλέον και εγώ στη δική μου ρουτίνα. Το δρομολόγιο των επτά και τέταρτο ήταν ήδη σε εξέλιξη και με πήγαινε πίσω στη δουλειά μου στην Κόρινθο. Το λιποθυμικό μου σοκ εκείνης της μέρας ανησύχησε τους συναδέλφους μου. Οι λίγες μέρες της αναρρωτικής μου άδειας, με βοήθησαν να προσπαθήσω να βάλω το μυαλό μου σε κάποια τάξη αλλά να νιώσω και την αγάπη τους. Την εκδήλωσαν με πολλούς τρόπους. Τηλέφωνα αλλά και παρουσία. Ένιωσα μάλιστα τόσο μα τόσο παράξενα όταν σε μια από αυτές τις επισκέψεις, έδωσε το παρόν η Ιόλη. Ανθρώπινη επίσκεψη από μια νέα συνάδελφο. Επέστρεφα ξανά. Οι εικόνες έξω ήταν όπως πάντα. Η ανοιχτή φύση, τα δέντρα, τα πρώτα σπίτια. Έλειπε μόνο το λευκό πέπλο του χιονιού εκείνης της μοιραίας μέρας.
Έβγαλα από το κινητό τηλέφωνο την κάρτα του μεσίτη. Κάλεσα τον αριθμό του. Η φωνή του, κλασικά επικοινωνιακή
“Κύριε Βερνίκο, τι κάνετε;” Με θυμήθηκε. Είχα δώσει τότε τα στοιχεία μου. Τον ρώτησα για το σπίτι.
“Το σπίτι αγοράστηκε κύριε Βερνίκο. Το ζευγάρι που σας έλεγα τότε προχώρησε σε πρόταση. Άλλωστε είναι και νιόπαντροι πλέον..”
Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Είχα πολλά κατά νου για αυτά που έπρεπε να κάνω. Σοβαρά και σημαντικά. Κανείς δεν θα βρισκόταν να μου μιλήσει ή πόσο μάλλον να μου εξηγήσει τι ακριβώς ήταν αυτό που έζησα. Πόσο μάλλον να με βοηθήσει να διαχειριστώ αυτό που με περιμένει από σήμερα να κάνω.
Το τραίνο πλησίαζε πάλι εκείνο το όμορφο σπίτι και εγώ ήξερα καλά ότι από το παράθυρο του βαγονιού, αυτό που είδα, μού άλλαξε τη ζωή!
Φίλες και φίλοι, το διήγημά μου αυτό αποτέλεσε και τη συμμετοχή μου στο νέο εξαίρετο φωτο-λογοτεχνικό δρώμενο που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax και μπορείτε να το παρακολουθήσετε εδώ: "Εικόνα και φράση #1" στο blog "Γήινη ματιά"
Στη συμμετοχή μου, σύμφωνα με τους όρους, επέλεξα την συγκεκριμένη εικόνα, η οποία συνοδεύεται και την υποχρεωτική φράση "από το παράθυρο του βαγονιού, αυτό που είδα, μού άλλαξε τη ζωή" και με ενέπνευσε στη συγγραφή του διηγήματος που διαβάσατε. Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνατε και για τον πολύτιμο χρόνο σας.
Επίσης να ευχαριστήσω θερμά την αγαπημένη μου φίλη @Katerinabunny για την πολύτιμη "σπίθα" της στη συγγραφή του διηγήματος.
Θα διαβάσετε εξαίρετες δημιουργίες σε ένα ακόμα εμπνευσμένο δικτυακό συγγραφικό δρώμενο, με το οποίο η αγαπημένη μας φίλη, μάς έδωσε, μία ακόμα φορά, τη δυνατότητα να εμπνευστούμε και να δημιουργήσουμε. Συνεχίζουμε!