Είναι στιγμές, που η φύση έχει το δικό της μοναδικό τρόπο να εκφράζει τις στιγμές της. Αυτές που εμείς οι άνθρωποι, δύσκολα μπορούμε κατανοήσουμε. Για τους “μυημένους”, για εκείνους που αγαπούν να αφήνονται στις μορφές και στα πρόσωπα, που εκείνη παίρνει, όλα αυτά τα φαινόμενα με τα οποία μιλάει στη δική της γλώσσα, είναι μοναδικά. Ένας συννεφιασμένος ουρανός, τα τραγούδι της βροχής, η ζωγραφική του χιονιού, η αντάρα του αγέρα, όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά, μιλάνε στις αισθήσεις μας. Αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα σε κάθε μας στιγμή, μπολιάζονται με την ανάσα μας.
Κάτι τέτοιες σκέψεις, περνούσαν απ’ το μυαλό του Δημήτρη Γερακίτη, καθώς σφίγγοντας το τιμόνι του αυτοκινήτου του, έπαιρνε τις μεγάλες στροφές στις παρυφές του βουνού. Με το δρόμο να ξετυλίγεται μπροστά του σαν φίδι και τα ψηλά δέντρα του δάσους να στροβιλίζονται μπροστά στα μάτια του, σαν να δίνουν το δικό τους χορό. Το βλέμμα του αρέσκονταν να ταξιδεύει ολόγυρα και να δέχεται τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Ανέκαθεν λάτρευε αυτή τη διαδρομή. Και ένιωθε τυχερός, που το πατρικό σπίτι της γυναίκας του, της Φαίδρας είχε γίνει για την οικογένειά του, το μικρό τους πολύτιμο καταφύγιο. Καταφύγιο γαλήνης και χαλάρωσης, ψυχικής και σωματικής ηρεμίας, ξεκούρασης πνευματικής. Ένα σημείο αναφοράς για όλους τους. Για τους δυο τους είχε ξεκινήσει από τον καιρό, που δεν είχαν ακόμα παντρευτεί. Οι γονείς της γυναίκας του, το είχαν παραδώσει με ανοιχτή την καρδιά και την ευλογία να το χαίρονται και να το προσέχουν. Άλλο που δεν ήθελαν. Καλοκαίρια και χειμώνες, στέγασε στιγμές από τον έρωτά τους. Τα ερωτικά τους βογγητά βρήκαν ανοιχτό χώρο να ξεχυθούν στο διπλανό δάσος. Τα όνειρά τους βρήκαν στέγη στην αυλή του όταν τα βλέμματά τους, απλώνονταν πάνω ψηλά στον ολοφώτιστο ουρανό για να συναντήσουν τ’ αστέρια. Τώρα πια, ο αριθμός των ατόμων, που φιλοξενούσε το σπίτι στο χωριό, είχε αυξηθεί κατά ...δύο.
Τα παιδιά τους, τα μωρά τους. Ο “μεγάλος”, ο Γιάννης, στα τρία του και η στερνή τους κόρη, η Έλενα, πριν λίγους μήνες είχε κάνει τα πρώτα της βηματάκια. Οι καρποί της ζωής τους.
Να γι’ αυτήν τους την εκλεκτή “παρέα”, ανέβαινε τώρα μόνος στο βουνό προς το σπίτι. Γιατί στη σχέση τους, στην οικογένεια, την αίσθηση της “παρέας” την είχαν κατακτήσει. Έπρεπε να ανέβει στο σπίτι, να κάνει κάποια απαραίτητη συντήρηση, για να ανέβει μετά η Φαίδρα με τα παιδιά. Και δεν εύρισκε καθόλου άσχημη αυτήν την ιδέα. Ήθελε πολύ να βρεθεί εκεί, μόνος, να βιώσει τη μαγική σιωπή του σπιτιού μέσα στο περιβάλλον. Χαιρόταν ακόμα να το περιποιηθεί, να το “στολίσει”, έτσι ώστε να το βρουν έτοιμο να τους φιλοξενήσει. Σχεδίαζε μάλλον και κάποιες μικρές πιθανές εκπλήξεις ώστε να το αντάμωμά τους να είναι ακόμα καλύτερο.
Αυτό το αντάμωμα, το σμίξιμο. Πόσο έντονα το ένιωθε κάθε φορά! Λες και τού έλειπαν. Ζούσε και ανέπνεε για τη στιγμή, που τα χέρια του θα τους αγκάλιαζε. Έφτανε μάλιστα να αναρωτιέται το λόγο αυτής της εμμονής. Το αίσθημα της απουσίας. Τι έπαιζε στο μυαλό του; Ποιες σκέψεις τού έκαναν μικρά ή μεγάλα καψόνια;
Να συντροφιά με εκείνα και με τούτα, δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στη διασταύρωση. Στα δεξιά γύρω στο χιλιόμετρο ήταν το χωριό. Εκείνος συνέχισε. Το σπίτι τους ήταν στις παρυφές του χωριού, λίγο ψηλότερα. Είχε κάνει τον εφοδιασμό του από το σπίτι, δεν ήθελε κάτι. Αν χρειαζόταν θα κατέβαινε αργότερα.
Σε λίγο είχε φτάσει πια. Το σπίτι ήταν παλιό κλασικό χωριάτικο, σε καλή κατάσταση. Συνδυασμός πέτρα και ξύλο. Αυτό που λάτρευαν όλοι. Με μια καλή αυλή, που είχε κήπο με δέντρα και λουλούδια. Ο καιρός ήταν βαρύς. Από τα χαμηλά του βουνού, ένιωθε την υγρασία που βγάζει ο χιονιάς. Όσο ανέβαινε ψηλότερα λευκά κομμάτια χιονιού γίνονταν όλο και πιο συχνά. Στο χωριό και στο σπίτι βρήκε ένα καλό στρώμα χιονιού να σκεπάζει το δάσος και όλα τριγύρω.
Έφτασε. Μπαίνοντας στην αυλή, είδε, για μια ακόμα φορά, εκείνον τον κορμό του έλατου, που έχασκε σπασμένος, σαν μυτερό σπαθί στραμμένο στον ουρανό. Ένα θέαμα που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ο ξεραμένος κορμός έστεκε ίσιος ψηλά με την άκρη του αιχμηρή, ορφανή από κλαδιά και φυλλώματα.
Άφησε το αυτοκίνητο στην αυλή. Αυτό που του τράβηξε την προσοχή ήταν οι τριανταφυλλιές. Οι χειμωνιάτικες εκείνες ποικιλίες, που ύψωναν περήφανα και ανεκτικά το ανάστημά τους στο κρύο. Τις πρόσεχαν πολύ όλα αυτά τα χρόνια με ιδιαίτερη περιποίηση.
Ο Δημήτρης λάτρευε το χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο, το ρόδο του χειμώνα. Σε σημείο πάθους. Και να τώρα, μέσα στην αχλή που έβγαζε το χιόνι, λίγα από αυτά έστεκαν εκεί, παράξενα ανθισμένα, λες βγαλμένα από άλλο κόσμο, το δικό τους.
Μπήκε μέσα, μετέφερε τα όσα πράγματα είχε μαζί του. Τα τακτοποίησε ανάλογα. Τού πήρε κάποια ώρα να κάνει όσα είχε κατά νου, σε πρώτη φάση. Η ώρα ήταν προχωρημένη, προς το απομεσήμερο. Είχε βγει έξω στην αυλή, έκανε τη βόλτα και την επιθεώρησή του και ύστερα ζούσε το μοναδικό συναίσθημα να βηματίζει στο εσωτερικό του σπιτιού απολαμβάνοντας όσα εκείνο ήθελε να του πει, τυλιγμένο στην απόλυτη σιωπή του. Έβαλε αρκετά ξύλα στο μεγάλο τζάκι της σάλας και άναψε φωτιά. Έπρεπε να κρατήσει όλη τη νύχτα, να ζεστάνει το σπίτι, να το βρουν όπως έπρεπε έχοντας φύγει η υγρασία. Έφαγε κάτι πρόχειρο για μεσημέρι και ξάπλωσε στον ξύλινο καναπέ μπροστά στο τζάκι για λίγο. Ο ήχος των ξύλων που άρχισαν να καίγονται, η μυρωδιά, η μουσική, που έφερνε απ’ έξω ο αέρας. Οι σκιές που χόρευαν στο δωμάτιο απ’ τη φωτιά που δυνάμωνε. Οι αναμνήσεις που κλωθογύριζαν εκεί κοντά.
Σηκώθηκε, έβαλε ένα ποτό και ξεκίνησε αργά να περπατά μέσα στη μεγάλη σάλα. Τα ξύλινα βαριά έπιπλα, το μεγάλο τζάκι στη μια γωνιά του τοίχου. Οι γλώσσες της φωτιάς που ζωγράφιζαν μεγάλες και απόκοσμες σκιές παντού. Το τρίξιμο που έκαναν τα χοντρά κλαδιά καθώς παραδίνονταν στη φλόγα. Η Φαίδρα είχε ένα μοναδικό γούστο και αισθητική να ντύνει το χώρο με τη δική της παρέμβαση. Πήλινα βάζα, παραδοσιακά. Κηροπήγια γυάλινα και μεταλλικά, ανθοδοχεία, μικρά και μεγάλα. Όμορφα κάδρα στους πέτρινους τοίχους. Περπάτησε προς τη μεγάλη σερβάντα. Σε κεντρική θέση δέσποζε μια οικογενειακή φωτογραφία και των τριών τους. Ο ίδιος αγκαλιά με τη Φαίδρα και δεξιά και αριστερά στην αγκαλιά τους, τα μικρά τους. Έστεκαν έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού, με φόντο το μεγάλο έλατο στην αυλή, που έστεκε περήφανο και φουντωτό. Ένιωσε πολύ τρυφερά. Άπλωσε το χέρι του και τα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν τα πρόσωπα όλων με συγκίνηση. Οι δικοί του άνθρωποι, ο κόσμος του. Μόνο μια τέτοια μοναχική επίσκεψη στο σπίτι, τού έδινε αυτήν την ευλογημένη στιγμή να τη ζήσει. Βημάτισε στα δεξιά, πέρασε τη μεγάλη βαριά μπορντό μπερζέρα, που λάτρευε η Φαίδρα, καθώς έστεκε στο παλιό ξύλινο γραφείο του πατέρα της.
Πάνω στην επιφάνεια ήταν ένα τετράδιο με έγχρωμο σκληρό εξώφυλλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το θυμόταν. Η ομορφιά του και η περιέργειά του, τον έκαναν να πλησιάσει. Δεν είχε τίποτα εξωτερικά σαν ετικέτα που θα μπορούσε να μαρτυρά κάποιον κάτοχο με ιδιωτικό περιεχόμενο. Άνοιξε το εξώφυλλο. Οι πρώτες σελίδες ήταν άδειες. Κάπου στην τρίτη σελίδα το είδε!
Γραμμένο με μπλε στυλό:
“Καθώς το χιόνι περιμένει με πέπλο, την αχλή κρύου δειλινού,
ένα γυμνό κλαδί…”
Το διάβασε ξανά και ξανά, προσεκτικά. Του άρεσε πολύ. Πόσο όμορφοι στίχοι αλλά μια απόπειρα για ένα ποίημα, που έμεινε στη μέση. Χάρηκε, ένιωσε όμορφα. Γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα της Φαίδρας. Η αγαπημένη του λοιπόν, ξεκίνησε να γράφει ένα ποίημα; Όλα αυτό έδειχναν. Ένα ποίημα, που έμεινε ημιτελές να περιμένει την ολοκλήρωσή του.
Με μιας συνειδητοποίησε την εικόνα που περιέγραφε ο μισοτελειωμένος στίχος: Το χιόνι περιμένει με πέπλο. Το βλέμμα του στράφηκε έξω απ’ το παράθυρο. Είχε ήδη σουρουπώσει για τα καλά αλλά το μάτι μπορούσε να διακρίνει σε κοντινή απόσταση. Ναι! Όλα έξω ήταν λευκά, σκεπασμένα με ένα πέπλο χιονιού. Και μετά… “την αχλή κρύου δειλινού”. Ήταν τόσο παράξενο! Το χιόνι περίμενε την αχλή του κρύου δειλινού. Ο στίχος περιέγραφε την εικόνα, που έβλεπε. Η αχλή του δειλινού είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα. Την έβλεπε να έρχεται από το βάθος του βουνού και να ζυγώνει. Μια λευκή αχλή σαν ομίχλη σκέπαζε κάθε τι στο διάβα της. “Ένα γυμνό κλαδί…” Έτρεξε δεξιότερα και το είδε πάλι. Το γυμνό χοντρό κλαδί του έλατου, κατάξερο ξεχώριζε μέσα απ’ την αχλή που έφερνε το δείλι.
Μα… τι γινόταν; Πόσο γνώριμη ήταν αυτή η εικόνα για τη Φαίδρα για να αποτελέσει την έμπνευση για το ποίημά της. Ένα ποίημα, που δεν τελείωσε και έμεινε μισό. Γιατί άραγε; Τι διέκοψε τη γραφή του; Η κούραση; Τα βλέφαρα, που έκλεισαν; Η έλλειψη έμπνευσης; Κάτι απρόσμενο; Τι ήθελε να εκφράσει η σύντροφός του με τα λόγια αυτά της καρδιάς της; Τι ήταν αυτό που την ωθούσε εκεί; Ένα ρομαντικό βλέμμα έξω από το παράθυρο, με θέα τη φύση; Άνετα θα μπορούσε κάποιος να το πει. Να κάτι, που θα συζητούσε μαζί της. Ενθουσιάστηκε στην ιδέα ότι η Φαίδρα, άρχισε να εκφράζει γραπτά σκέψεις της.
Έξω άρχισε να χιονίζει όλο και με μεγαλύτερη ένταση. Άφησε το τετράδιο με σεβασμό στην επιφάνεια του γραφείου. Θα είχε την ευκαιρία να πάρει τις απαντήσεις του από την ίδια όταν θα έρχονταν με τα παιδιά. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Δεν θα ρίσκαρε να κατέβει στο χωριό με τέτοιο χιόνι. Υπήρχε κίνδυνος να αποκλειστεί. Θα το άφηνε, με το καλό, για το αυριανό φως της μέρας. Δεν έσβησε το τζάκι, έριξε δυο-τρία μεγάλα κούτσουρα για να κρατήσουν όλο το βράδυ και ανέβηκε στη σκάλα της εσωτερικής σοφίτας, που ήταν η κρεβατοκάμαρά τους.
Άφησε το σώμα του να απλωθεί στο κρεβάτι και τυλίχτηκε με ένα χοντρό πάπλωμα. Είδε το μαξιλάρι της κενό δίπλα του και την νοστάλγησε τόσο. Σαν να του έλειπε καιρό. Το χέρια του απλώθηκε στο μέρος της, αναζητώντας το κορμί και το σχήμα της. Τη φαντάστηκε γυμνή και υγρή να καίει απ’ την προσδοκία μιας ηδονής που απλώνονταν στο σώμα τους, καθώς εκείνο αποζητούσε την ερωτική τους καταιγίδα. Είδε το πρόσωπό της στις σκιάσεις που έκανε το μικρό φωτιστικό δίπλα του, τα χείλη της να τρεμοπαίζουν, το στήθος με τις ορθωμένες θηλές να ανεβοκατεβαίνει μαζί με την ανάσα της, τα γυμνά της πόδια. Λες και το κρύο έφυγε με μιας από το δωμάτιο και μια πρωτόφαντη θέρμη απλώθηκε στην καρδιά του. Έβλεπε με έναν τρόπο τα ακροδάχτυλά του να ταξιδεύουν σμιλεύοντας κάθε εκατοστό πάνω της. Να περνά από τα μέρη εκείνα που έκαιγαν περισσότερο, που μούσκευαν στην προσμονή της επαφής. Τόσο πολύ; Σκέφτηκε. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε, τα κλαδιά στα δέντρα χτυπούσαν, τα βλέφαρά του βάραιναν, βάραιναν, όλο και πιο πολύ. Και η εικόνα της Φαίδρας άρχισε να αργοσβήνει από τη θωριά του και να τον τραβά να βυθιστεί στην αγκαλιά του σκοταδιού.
Κάποιος θόρυβος ήταν που τον ξύπνησε. Ήρθε αχνά στις αισθήσεις σαν να επέστρεφε από κάτι μακρινό. Βρισκόταν κάπου ανάμεσα στον ύπνο, στο όνειρο και στο εξωτερικό ερέθισμα, που τον ωθούσε να ξυπνήσει. Στην αρχή δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν αυτό, που άκουγε. Προσπαθούσε με αγωνία να ανοίξει τα βαριά του μάτια. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο σαφής, αργά μα σταθερά. Δεν καταλάβαινε τι ώρα ήταν. Αν ήταν ακόμα νύχτα, αν είχε ξημερώσει, ή αν ήταν πρωί. Λες και ο χρόνος είχε χαθεί. Ναι! Αυτό που τώρα άκουγε, ήταν σαφές. Ήταν ομιλίες. Μα… πώς ήταν δυνατόν; Κάθε αίσθηση ύπνου χάθηκε από μέσα του αλλά εκείνο, που ένιωθε ήταν ένα μπλέξιμο στην αίσθηση του χρόνου. Σηκώθηκε στο κρεβάτι. Οι ομιλίες που άκουγε ήταν μια γυναικεία και δυο παιδιών. Μα ήταν δυνατόν; Σκέφτηκε.
Βγήκε από τη σοφίτα, αθόρυβα και στάθηκε στο μικρό χολ λίγο πριν τη σκάλα. Από εκεί μπορούσε να δει ολοκάθαρα τι γινόταν κάτω στο σαλόνι. Και αυτό που είδε, ούτε καν το περίμενε!
Η Φαίδρα! Η γυναίκα του! Αν είναι δυνατόν; Πότε ήρθε; Τι έκπληξη ήταν αυτή; Δεν πήρε χαμπάρι, δεν άκουσε τίποτα; Κρυφό τού το κράτησαν; Πάλι αυτή η αίσθηση του άναρχου χρόνου. Μα… έριξε μια ματιά στη Φαίδρα, την έβλεπε καλύτερα στις σκιές που έκανε η φλόγα στο τζάκι. Νύχτα ήρθαν; Το πρόσωπό της; Το πρόσωπό της, τα μαλλιά της ήταν κάπως… διαφορετικά, κάπως αλλαγμένα. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αυτές τις αλλαγές αλλά έδειχνε να έχουν περάσει κάποια χρόνια. Και… τα παιδιά! Ω… ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Μα αυτά τα παιδιά, που έβλεπε τόσο προσηλωμένα δίπλα στη μητέρα τους να μιλούν… όχι δεν ήταν ακριβώς τα δικά τους. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν μωρά! Αυτά ήταν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια μεγαλύτερα. Ανατρίχιασε! Τι συνέβαινε! Τι ζούσε;
Πλησιάσε να ακούσει ομιλίες, κρύφτηκε στο φιλόξενο σκοτάδι των ίσκιων. Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, τρία πρόσωπα έστεκαν δίπλα το ένα στο άλλο. Η Φαίδρα στο κέντρο και δεξιά και αριστερά της, τα δυο παιδιά. Τα χέρια τους ήταν ενωμένα σφιχτά, σαν άτυπη αγκαλιά. Κράτησε την ανάσα του όσο γίνονταν και έτσι μπορούσε να ακούει πια καθαρά τα λόγια της, που έδειχνε να εξηγεί στα παιδιά τους:
“Τα χρόνια πέρασαν. Μεγαλώσατε και εσείς. Ένιωσα τη στιγμή ότι ήρθε πλέον η ώρα να μάθετε όλη την αλήθεια για εκείνη τη μέρα. Με ρωτούσατε ξανά και ξανά τι έγινε εκείνο το βράδυ, όμως εγώ… ακόμα δεν εύρισκα τη δύναμη να το ζήσω ξανά. Τώρα όμως είναι η ώρα. Και διάλεξα τη βραδιά, που έγινε…”
Τα παιδιά σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της. Πέρασε τα χέρια της ολόγυρά τους σαν φτερούγες φροντίδας. Εμφανώς συγκινημένη, ήπιε μια γουλιά νερό και συνέχισε:
“Εκείνη τη μέρα, είχαμε έρθει πάλι εδώ. Το λατρεύαμε το σπίτι. Και πριν γεννηθείτε και από τότε, που ήρθατε στη ζωή. Τότε ήσασταν μικρά, η Έλενα ήταν μωρό, μόλις είχε περπατήσει. Είχαμε αποφασίσει να περάσουμε το Σαββατοκύριακο εδώ. Ο καιρός σύντομα χάλασε. Από Βορρά, πάνω απ’ το βουνό ήρθαν άγρια μαύρα σύννεφα. Σηκώθηκε αγέρας, άρχισε να χιονίζει. Σύντομα όλα καλύφτηκαν από ένα πέπλο χιονιού, (“Το χιόνι περιμένει με πέπλο…”, σκέφτηκε ο Δημήτρης), το βράδυ όλα ήταν κατάλευκα και στο δάσος άρχισε να απλώνεται η αχλή του δειλινού. (“Την αχλή κρύου δειλινού…”, σκέφτηκε πάλι ο Δημήτρης, φέρνοντας κατά νου το ποίημα της Φαίδρας), Όλα άρχισαν να φαίνονται θολά. Θέλατε να βγείτε στην αυλή να παίξετε με το χιόνι. Δεν σας χαλάσαμε χατίρι, ήταν πρώτη φορά, που βλέπατε χιόνι στη ζωή σας. Κάνατε σαν τρελά απ’ τη χαρά σας. Ειδικά εσύ Έλενα σαν μικρή πεταλούδα. Τρέχαμε όλοι ολόγυρα. Πετάγαμε ο ένας στον άλλον χιονόμπαλες, κυνηγώντας τον πατέρα σας. Τα γέλια σας έδιναν και σε μάς ανάσα ζωής…”
Πήρε μια ανάσα συνεχίζοντας…
“Γυρίζατε γύρω-γύρω από το μεγάλο μας έλατο έξω στην αυλή. Έμοιαζε με μεγάλη κατάλευκη νύφη με τον κορμό της ήδη γερτό απ’ τα χρόνια. Ήταν γεμάτο χιόνι. Ταλαντεύονταν απ’ το μεγάλο βάρος του χιονιού και το δυνατό Βοριά, που το έδερνε πάνω ψηλά.. (Κόμπιασε…) Ξάφνου ο κορμός άρχισε να τρίζει, έντονα, ανατριχιαστικά. Το δέντρο λύγισε απ’ το βάρος. Ήσασταν ακριβώς από κάτω. Όλων μας τα μάτια στράφηκαν ψηλά. Ο ήχος που έβγαλε το σπάσιμο του κορμού ακούστηκε τρομερός. Εσείς… παγώσατε ακριβώς από κάτω… Εγώ το ίδιο αρκετά μέτρα μακρύτερα… Ο πατέρας σας… δεν δίστασε μήτε μια στιγμή… Την ώρα, που ο μεγάλος κορμός κόπηκε στα δυο και το πάνω μέρος του έπεφτε ίσια κατά πάνω σας, εκείνος… όρμησε φωνάζοντας… βούτηξε την τελευταία στιγμή και σάς έσπρωξε… πέσατε λίγα μέτρα πιο πέρα, τόσα όσα για να γλιτώσετε… Εκείνος… (λύγισε…). Εκείνος… δεν πρόλαβε… το σπασμένο κομμάτι του δέντρου σωριάστηκε πάνω του… η τελευταία του ανάσα έσβησε στην αγκαλιά μου…(Έκανε κάποια δευτερόλεπτα να συνέλθει για να συνεχίσει). Έτσι έφυγε ο πατέρας σας εκείνη τη νύχτα… τώρα πια τα ξέρετε όλα”
Τα παιδιά της ρίχτηκαν σφιχτά στην αγκαλιά της κλαίγοντας μαζί με εκείνη.
“Μαμά…” ακούστηκε η Έλενα.
Την ίδια στιγμή, το μικρό κρυστάλλινο κηροπήγιο έφυγε απ’ τα χέρια του Δημήτρη πάνω στην άκρη της σκάλας. Κύλισε στο πάτωμα, έφυγε στα σκαλιά και έγινε χίλια δυο κομμάτια, σκορπώντας τρομάρα στους τρεις τους.
Εκείνος… έμεινε μετέωρος στην άκρη της σκάλας. Είδε τα βλέμματά τους να αναζητούν αυτό το “κάτι” και το “πώς” έπεσε και έσπασε το κηροπήγιο. Όμως δεν μπορούσαν να διακρίνουν απολύτως τίποτα. Ο Δημήτρης έστεκε εκεί δακρυσμένος, ανάμεσα στο πέρασμα του χρόνου και των στιγμών του, με το βλέμμα του να προσπαθεί να τους αγκαλιάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια ατέρμονη αγκαλιά. Ένιωθε πανάλαφρος, απαλλαγμένος από κάθε σωματικό και υπαρξιακό βάρος. Αιωρήθηκε στο χώρο για να βρεθεί κοντά τους. Πόσο θα ήθελε να νιώσει το άγγιγμά τους.
Το πρωί, σηκώθηκε ξαλαφρωμένη με το πρώτο φως του ήλιου. Είχε πια χαράξει για τα καλά. Τα παιδιά κοιμόταν στο δωμάτιό τους. Ένιωθε την καρδιά της ήρεμη, γαλήνια. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πάνω στη σοφίτα, στη δική τους σοφίτα. Ξάφνου το βλέμμα της έπεσε στο τετράδιό της, δίπλα στο κομοδίνο. Παραξενεύτηκε. Ήταν ανοιχτό στη σελίδα με το μισοτελειωμένο της ποίημα. Αυτό που είχε κάποτε αρχίσει για να ξορκίσει εκείνη τη νύχτα. Το τράβηξε κοντά της και έμεινε έκθαμβη. Το ποίημα ήταν συμπληρωμένο. Διάβασε:
“Καθώς το χιόνι περιμένει με πέπλο,
την αχλή κρύου δειλινού,
ένα γυμνό κλαδί θα σπάσει τα δεσμά της ζωής.
Σαν σπαθί θα χωρίσει τα μονοπάτια των ονείρων.
Χλωμή βασίλισσα, η απώλεια,
Κυρά θα μπει στις μνήμες ν’ αγναντεύει.
Μια νύχτα, όμως πάλι, το σμίξιμο των κόσμων, καρτερά.
Σκοτάδι και φως να ενώσει, πόνο και χαρά να φιλιώσει.
Και ανάμεσα στους κήπους τους λευκούς,
αγέρωχο κλαδί αγκαθωτό υψώνεται
Ρόδο περήφανο, έχοντας, κορυφή του, το χειμώνα.
Βελούδινα τα πέταλα, μέσα στις δροσοσταλίδες της Ηούς
χοές στις μνήμες τα δάκρυα, βάλσαμο στην καρδιά θα δώσουν”
Μα… πότε το τελείωσε το ποίημα; Δεν θυμόταν να το είχε γράψει, θυμόταν μόνο να είχε μείνει στις δύο πρώτες σειρές! Αλμυρά δάκρυα γέμισαν το πρόσωπό της, κατέβηκαν μικρά ρυάκια στα μάγουλά της, άγγιξαν τα χείλη της. Έσφιξε το τετράδιο στην αγκαλιά της σαν να κρατούσε ένα ανεκτίμητο κόσμημα. Το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα λεπτό υπέροχο άρωμα. Τα μάτια της στράφηκαν στην τουαλέτα δίπλα στο κρεβάτι. Και εκεί, ναι εκεί…. Δίπλα ακριβώς στη δική τους οικογενειακή φωτογραφία ήταν ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο! Ένα από αυτά της δικής τους τριανταφυλλιάς. Έστεκε εκεί καρτερικά ολάνοιχτο μπουμπούκι, αυτό! Το δικό τους χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο.
“Αγάπη μου…” ψιθύρισε δυνατά.
Το παραπάνω διήγημα, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή, στο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μια ιδέα-Μια έμπνευση", στο 2ο κύκλο συμμετοχών και θεματολογίας. Όλα τα διηγήματα, μικρά διαμαντάκια, μπορείτε να τα διαβάσετε είτε αναλυτικά είτε στην παρουσίασή τους, στο μπλογκ του δρώμενου:
Υ.Γ. Φυσικά θα ακολουθήσει η δημοσίευσή του στο μπλογκ της βιβλιοθήκης του δρώμενου καθώς και το κλείσιμο του 1ου κύκλου.
Σάς ευχαριστώ, με την καρδιά μου για το χρόνο, τα συναισθήματα και τη συμμετοχή σας.