H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

Καλοκαιρινές ιστορίες ραδιοφωνικών αναμνήσεων...

 


Πόσο αλήθεια καταθλιπτικό είναι ένα καλοκαίρι που περνά και φεύγει μόνο του, χωρίς τη δική μας αγκαλιά, χωρίς να μάς αγγίξει...

Το καλοκαίρι είναι μια εποχή με τα δικά της χαρακτηριστικά, όπως κάθε εποχή άλλωστε. Είναι η φάση του χρόνου, που το ανθρώπινο σώμα ίσως δέχεται τη μεγαλύτερη ένταση από τις εξωτερικές επιδράσεις της φύσης, ολόγυρά μας.
Όλα της τα στοιχεία, ο καταγάλανος ουρανός, ο καυτός ήλιος, τα μοναδικά χρώματα της αυγής, τα αλησμόνητα κάδρα από τα ηλιοβασιλέμματα, η θάλασσα με την αγκαλιά και τα καλέσματά της. Η κάψα σε όλες μας τις αισθήσεις. Μια κάψα, που έρχεται να δοκιμάσει τα όριά μας, τις αισθήσεις μας.

Το καλοκαίρι είναι η εποχή, που η γύμνια στο σώμα μας, δίνει μια πρωτόφαντη ηδονική ανατριχίλα.

Οι ζεστές, πολλά υποσχόμενες νύχτες, τα τραγούδια του τζίτζικα και των τριζονιών.

Πόσο αλήθεια κρίμα είναι να ζεις αυτό το μοναδικό γλέντι της φύσης, καταθλιπτικά. Χωρίς τη δυνατότητα να χαρείς αυτές τις στιγμές, να τις ζήσεις στο απόλυτο, χωρίς όρια. Να γεμίσεις αναμνήσεις και βιώματα.


Και εδώ έρχεται ένας αξέχαστος, αγαπημένος, μοναδικός φίλος. Ένας φίλος που ενυπάρχει στη ζωή μας από τα παλιά εκείνα χρόνια της παιδικής και εφηβικής νιότης.
Το ραδιόφωνο!

Ναι, το δικό μας ράδιο. Η δική μας επαφή με τον έξω κόσμο. Το δικό μας ταίριασμα στις αναμνήσεις.

Από τα μακρινά πλέον (δυστυχώς...) εκείνα καλοκαίρια της εφηβείας, το μικρό εκείνο φορητό ραδιόφωνο ήταν η δική μου συντροφιά στις στιγμές του καλοκαιριού.
Στη μικρή αποθήκη του παλιού πατρικού σπιτιού, εκεί που ήταν χτισμένος ο "δικός μου" κόσμος και το προσωπικό "βασίλειο" των εφηβικών μου αναζητήσεων.

Τότε που σχηματίζονταν και γεννιούνταν οι πρώτες συναισθηματικές εκείνες παραστάσεις στον άδολο κόσμο μας. Τι να θυμηθώ από εκείνες τις στιγμές!

Τους τρεις μόνο ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το Πρώτο πρόγραμμα, ο "Ενόπλων" και το Δεύτερο πρόγραμμα. Και κάπου εκεί, σε κάποια καλοκαίρια, εμφανίστηκαν οι "Πειρατές"!
Είμαστε η τυχερή γενιά που ζήσαμε τους πρώτους "πειρατές" του ραδιοφώνου. Τότε που το κάθε τραγούδι, το αγκάλιαζαν δεκάδες αφιερώσεις των ακροατών.

"Ο Γιάννης αφιερώνει στη Σοφία με πολύ αγάπη και στο σταθμό μας. Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε..."

Τη θυμάστε αυτή τη φωνή άραγε; "Ευχαριστούμε και ανταποδίδουμε". Και το ραδιόφωνο γινόταν ο νοερός εκείνος τόπος συνάντησης εκατοντάδων ανθρώπων, δεμένων με τους καημούς τους αλλά και τα τραγούδια.

Το καλοκαίρι ήταν η εποχή των αφιερώσεων, των εκπομπών αγάπης. 




Ύστερα στη δεκαετία του 1980, γεννήθηκε η εποχή των FM.
Ποιοτικό σήμα, καλύτερες και πλουσιότερες εκπομπές. Πιο πολύ "πειρατές" με καλύτερα οργανωμένους ερασιτεχνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Ήταν η εποχή των φοιτητικών χρόνων. Τότε που το καλοκαίρι γινόταν το πεδίο των διαβασμάτων για τη Φθινοπωρινή εξεταστική του Σεπτέμβρη. 

Τότε έζησα τη μαγεία του Πετρίδη, τα "Τραγούδια της παρέας", τη Ρενάτα Δικαιοπούλου, την Έφη Μεταλλινού, τον μοναδικό και λατρεμένο Γιώργο Παπαστεφάνου, τον 'Ακη Έβενη με το θρυλικό "Στούντιο 344" και την ξένη μουσική. Ναι, στο ραδιοκασετόφωνο, που βλέπετε, την ώρα των νυχτερινών διαβασμάτων στις ζεστές εκείνες καλοκαιρινές νύχτες, το ένα χέρι ήταν έτοιμο να πατήσει το play για να γραφτεί στην κασέτα το τραγούδι, που θα ξεχώριζα.

Έτσι απέκτησα μια μεγάλη συλλογή από κασέτες, όλες γραμμένες στις μοναδικές εκείνες ιστορίες ραδιοφώνου, που έδιναν στα χαμένα καλοκαίρια μας, ένα όμορφο χρώμα, ένα κίνητρο, μια συντροφιά, μια διάθεση και προσδοκία. Ακόμα και ένα σχέδιο αν θέλετε.

Ω πόσο διαφορετικά ήταν εκείνα τα καλοκαίρια... Χωρίς κλιματισμό, με ανοιχτές αυλές, με ανοιχτές αλάνες, με πόρτες δεκτικές για φίλους και γνωστούς. Με όνειρα, που το ραδιόφωνο τους έδινε υπόσταση και υπόσχεση για να τα διεκδικήσει κανείς. Με τα θρυλικά μικρά τρανσιστοράκια, τα φορητά κασετόφωνα αν θέλετε, που πήγαιναν παντού! Σε κάθε αγκαλιά, σε κάθε τσέπη, φορεμένα σε κάθε ώμο, σε κάθε παραλία και βραχάκι.

Αμέτρητες είναι οι ιστορίες ραδιοφώνου στα καλοκαίρια της μνήμης μας και όχι μόνο. Ιστορίες που καθιστούν αυτό το μέσο μοναδικό και αναντικατάστατο φίλο σε κάθε μας μετακίνηση, σε κάθε ελεύθερη προσωπική ή συλλογική στιγμή.


Καλές μου φίλες και φίλοι,
το μικρό αυτό εξομολογητικό κείμενο ψυχής είναι η δική μου συμμετοχή στο όμορφο δρώμενο, που ξεκίνησε η αγαπημένη μας φίλη, Μαρία Νικολάου στο προσωπικό της μπλογκ, στο σύνδεσμο που παραθέτω παραπάνω.

Βάλτε μουσική και εμπνευστείτε.
Γιατί η ζωή είναι ένα ραδιόφωνο.
Παίζει της στιγμές μας την μια πίσω από την άλλη όσο εμείς φτιάχνουμε νέες.

Αυτό μάς λέει η Μαρία και έχει απόλυτο δίκιο. Ας την ακολουθήσουμε στην προτροπή της να μιλήσουμε για αυτές τις μοναδικές, όμορφες ιστορίες. Μαρία μου, σε ευχαριστούμε.











Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

"Μια Ιδέα-Μια έμπνευση" Ολοκλήρωση δεύτερου κύκλου του δικτυακού μας δρώμενου

 "Μια ιδέα-μια έμπνευση"

Τέλος 2ου κύκλου


Φίλες και φίλοι αγαπημένοι, ένας ακόμα κύκλος από το αγαπημένο μας δρώμενο, φτάνει στην ολοκλήρωσή του. Νομίζω ότι όλη αυτή η δημιουργική προσμονή είναι υπέροχη. 

Καταθέσατε όλοι σας κομμάτι της καρδιάς σας, τα συναισθήματά σας, το χιούμορ σας, τη δοτικότητά σας, την πλοκή σας.

Για να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό να δούμε, τι μάς έδωσε αυτός ο δεύτερος κύκλος:

Αυτή τη φορά είχαμε 17 συμμετοχές με ισάριθμα διηγήματα (!), τρία παραπάνω από τον πρώτο κύκλο.

Κατά σειρά: Ρούλα Σμαραγδάκη, Κική Κωνσταντίνου, Άννα Φλο., Πίπη, Μαρία Γ., Βασίλης Διακοβασίλης, Αννίκα, Ρένα Χριστοδούλου, Κατερίνα V., Ουρανία Παντελίδου, Mary Pertax, Μαρίνα Τσαρδακλή, Μαρία Κανελλάκη, Ελένη Φλογερά, Mia Petra, Γιάννης Πιταροκοίλης, Μαρία Νικολάου

Να καλωσορίσουμε τις νέες μας φίλες, που έδωσαν με την αύρα της συμμετοχής τους και το δικό τους στίγμα στην παρέα μας.

Στο ταξίδι του 2ου κύκλου μας, οι ήρωές μας και οι χαρακτήρες μας, σύμφωνα με την κεντρική ιδέα, θα πάρουν το δρόμο προς το βουνό, στο απομακρυσμένο η και πολλές φορές εγκαταλειμμένο σπίτι, στο οποίο θα κληθούν να βρεθούν αντιμέτωποι με κάποια κρίσιμα πρόσωπα, που επηρέασαν καθοριστικά τη μοίρα της ζωής τους. 

Σε αυτήν εδώ τη σελίδα, στο μπλογκ της βιβλιοθήκης μας, παρουσιάζεται μια συνοπτική περίληψη από όλα τα διηγήματα του 2ου κύκλου με τις αντίστοιχες παραπομπές

Κύκλος #2: Παρουσίαση διηγημάτων

Η περίληψη είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να έχεις κάποιος μια σύντομη περιεκτική ματιά σε όλα τα διηγήματα.


Να θυμίσω ότι στο μπλογκ της βιβλιοθήκης του δρώμενού μας

Μια ιδέα-μια έμπνευση

βρίσκονται πια 14 + 17= 31 διηγήματα (!)

Ναι, μιλάμε πλέον για μια χρυσή βιβλιοθήκη, η οποία αποτελεί μια υπέροχη συλλογή από τις δικές σας πνευματικές και συγγραφικές δουλειές. Ένα κληροδότημα άξιο αναφοράς, φίλες και φίλοι. Είναι η καρδιά σας, οι εμπνεύσεις σας, η συγγραφή, το ύφος σας, οι δικοί σας χαρακτήρες με τα όνειρα και τα πάθη τους. Τις λύπες και τα χαμόγελά τους.

Κλείνοντας, λοιπόν, το 2ο κύκλο, να θυμίσω ότι, ανά πάσα στιγμή, όποιος τυχόν το επιθυμήσει, μπορεί να γράψει σε όποιον κύκλο επιθυμεί ή τον εμπνεύσει η κεντρική ιδέα.

Για μια ακόμα φορά, θέλω να σάς ευχαριστήσω, για την αγάπη με την οποία τυλίξατε αυτό το δρώμενο. Το κάνατε κομμάτι της καρδιάς σας, το κάνατε μεράκι σας, αφιερώσατε το χρόνο σας. Για μένα ιδιαίτερη τιμή και χαρά να το ζω και να το φροντίζω.

Είμαστε πια στο καλοκαίρι. Ήδη θα αρχίσω να αναζητώ την κεντρική ιδέα του 3ου κύκλου, που θα δουλευτεί μέσα στην κάψα της εποχής. Για να συνεχίσουμε αυτό που, συλλογικά, έχουμε ξεκινήσει. 

Προχωράμε λοιπόν.





Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

"Χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο" (Διήγημα-συμμετοχή στο δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #2")

 Χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη; 




Είναι στιγμές, που η φύση έχει το δικό της μοναδικό τρόπο να εκφράζει τις στιγμές της. Αυτές που εμείς οι άνθρωποι, δύσκολα μπορούμε κατανοήσουμε. Για τους “μυημένους”, για εκείνους που αγαπούν να αφήνονται στις μορφές και στα πρόσωπα, που εκείνη παίρνει, όλα αυτά τα φαινόμενα με τα οποία μιλάει στη δική της γλώσσα, είναι μοναδικά. Ένας συννεφιασμένος ουρανός, τα τραγούδι της βροχής, η ζωγραφική του χιονιού, η αντάρα του αγέρα, όλα μαζί και το καθένα ξεχωριστά, μιλάνε στις αισθήσεις μας. Αφήνουν το δικό τους αποτύπωμα σε κάθε μας στιγμή, μπολιάζονται με την ανάσα μας.

Κάτι τέτοιες σκέψεις, περνούσαν απ’ το μυαλό του Δημήτρη Γερακίτη, καθώς σφίγγοντας το τιμόνι του αυτοκινήτου του, έπαιρνε τις μεγάλες στροφές στις παρυφές του βουνού. Με το δρόμο να ξετυλίγεται μπροστά του σαν φίδι και τα ψηλά δέντρα του δάσους να στροβιλίζονται μπροστά στα μάτια του, σαν να δίνουν το δικό τους χορό. Το βλέμμα του αρέσκονταν να ταξιδεύει ολόγυρα και να δέχεται τα εξωτερικά ερεθίσματα. 

Ανέκαθεν λάτρευε αυτή τη διαδρομή. Και ένιωθε τυχερός, που το πατρικό σπίτι της γυναίκας του, της Φαίδρας είχε γίνει για την οικογένειά του, το μικρό τους πολύτιμο καταφύγιο. Καταφύγιο γαλήνης και χαλάρωσης, ψυχικής και σωματικής ηρεμίας, ξεκούρασης πνευματικής. Ένα σημείο αναφοράς για όλους τους. Για τους δυο τους είχε ξεκινήσει από τον καιρό, που δεν είχαν ακόμα παντρευτεί. Οι γονείς της γυναίκας του, το είχαν παραδώσει με ανοιχτή την καρδιά και την ευλογία να το χαίρονται και να το προσέχουν. Άλλο που δεν ήθελαν. Καλοκαίρια και χειμώνες, στέγασε στιγμές από τον έρωτά τους. Τα ερωτικά τους βογγητά βρήκαν ανοιχτό χώρο να ξεχυθούν στο διπλανό δάσος. Τα όνειρά τους βρήκαν στέγη στην αυλή του όταν τα βλέμματά τους, απλώνονταν πάνω ψηλά στον ολοφώτιστο ουρανό για να συναντήσουν τ’ αστέρια. Τώρα πια, ο αριθμός των ατόμων, που φιλοξενούσε το σπίτι στο χωριό, είχε αυξηθεί κατά ...δύο.
Τα παιδιά τους, τα μωρά τους.  Ο “μεγάλος”, ο Γιάννης, στα τρία του και η στερνή τους κόρη, η Έλενα, πριν λίγους μήνες είχε κάνει τα πρώτα της βηματάκια. Οι καρποί της ζωής τους.

Να γι’ αυτήν τους την εκλεκτή “παρέα”, ανέβαινε τώρα μόνος στο βουνό προς το σπίτι. Γιατί στη σχέση τους, στην οικογένεια, την αίσθηση της “παρέας” την είχαν κατακτήσει. Έπρεπε να ανέβει στο σπίτι, να κάνει κάποια απαραίτητη συντήρηση, για να ανέβει μετά η Φαίδρα με τα παιδιά. Και δεν εύρισκε καθόλου άσχημη αυτήν την ιδέα. Ήθελε πολύ να βρεθεί εκεί, μόνος, να βιώσει τη μαγική σιωπή του σπιτιού μέσα στο περιβάλλον. Χαιρόταν ακόμα να το περιποιηθεί, να το “στολίσει”, έτσι ώστε να το βρουν έτοιμο να τους φιλοξενήσει. Σχεδίαζε μάλλον και κάποιες μικρές πιθανές εκπλήξεις ώστε να το αντάμωμά τους να είναι ακόμα καλύτερο.

Αυτό το αντάμωμα, το σμίξιμο. Πόσο έντονα το ένιωθε κάθε φορά! Λες και τού έλειπαν. Ζούσε και ανέπνεε για τη στιγμή, που τα χέρια του θα τους αγκάλιαζε. Έφτανε μάλιστα να αναρωτιέται το λόγο αυτής της εμμονής. Το αίσθημα της απουσίας. Τι έπαιζε στο μυαλό του; Ποιες σκέψεις τού έκαναν μικρά ή μεγάλα καψόνια; 

Να συντροφιά με εκείνα και με τούτα, δεν κατάλαβε για πότε έφτασε στη διασταύρωση. Στα δεξιά γύρω στο χιλιόμετρο ήταν το χωριό. Εκείνος συνέχισε. Το σπίτι τους ήταν στις παρυφές του χωριού, λίγο ψηλότερα. Είχε κάνει τον εφοδιασμό του από το σπίτι, δεν ήθελε κάτι. Αν χρειαζόταν θα κατέβαινε αργότερα. 

Σε λίγο είχε φτάσει πια. Το σπίτι ήταν παλιό κλασικό χωριάτικο, σε καλή κατάσταση. Συνδυασμός πέτρα και ξύλο. Αυτό που λάτρευαν όλοι. Με μια καλή αυλή, που είχε κήπο με δέντρα και λουλούδια. Ο καιρός ήταν βαρύς. Από τα χαμηλά του βουνού, ένιωθε την υγρασία που βγάζει ο χιονιάς. Όσο ανέβαινε ψηλότερα λευκά κομμάτια χιονιού γίνονταν όλο και πιο συχνά. Στο χωριό και στο σπίτι βρήκε ένα καλό στρώμα χιονιού να σκεπάζει το δάσος και όλα τριγύρω.

Έφτασε. Μπαίνοντας στην αυλή, είδε, για μια ακόμα φορά, εκείνον τον κορμό του έλατου, που έχασκε σπασμένος, σαν μυτερό σπαθί στραμμένο στον ουρανό. Ένα θέαμα που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ο ξεραμένος κορμός έστεκε ίσιος ψηλά με την άκρη του αιχμηρή, ορφανή από κλαδιά και φυλλώματα. 
Άφησε το αυτοκίνητο στην αυλή. Αυτό που του τράβηξε την προσοχή ήταν οι τριανταφυλλιές. Οι χειμωνιάτικες εκείνες ποικιλίες, που ύψωναν περήφανα και ανεκτικά το ανάστημά τους στο κρύο. Τις πρόσεχαν πολύ όλα αυτά τα χρόνια με ιδιαίτερη περιποίηση.
Ο Δημήτρης λάτρευε το χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο, το ρόδο του χειμώνα. Σε σημείο πάθους. Και να τώρα, μέσα στην αχλή που έβγαζε το χιόνι, λίγα από αυτά έστεκαν εκεί, παράξενα ανθισμένα, λες βγαλμένα από άλλο κόσμο, το δικό τους.

Μπήκε μέσα, μετέφερε τα όσα πράγματα είχε μαζί του. Τα τακτοποίησε ανάλογα. Τού πήρε κάποια ώρα να κάνει όσα είχε κατά νου, σε πρώτη φάση. Η ώρα ήταν προχωρημένη, προς το απομεσήμερο. Είχε βγει έξω στην αυλή, έκανε τη βόλτα και την επιθεώρησή του και ύστερα ζούσε το μοναδικό συναίσθημα να βηματίζει στο εσωτερικό του σπιτιού απολαμβάνοντας όσα εκείνο ήθελε να του πει, τυλιγμένο στην απόλυτη σιωπή του. Έβαλε αρκετά ξύλα στο μεγάλο τζάκι της σάλας και άναψε φωτιά. Έπρεπε να κρατήσει όλη τη νύχτα, να ζεστάνει το σπίτι, να το βρουν όπως έπρεπε έχοντας φύγει η υγρασία. Έφαγε κάτι πρόχειρο για μεσημέρι και ξάπλωσε στον ξύλινο καναπέ μπροστά στο τζάκι για λίγο. Ο ήχος των ξύλων που άρχισαν να καίγονται, η μυρωδιά, η μουσική, που έφερνε απ’ έξω ο αέρας. Οι σκιές που χόρευαν στο δωμάτιο απ’ τη φωτιά που δυνάμωνε. Οι αναμνήσεις που κλωθογύριζαν εκεί κοντά. 

Σηκώθηκε, έβαλε ένα ποτό και ξεκίνησε αργά να περπατά μέσα στη μεγάλη σάλα. Τα ξύλινα βαριά έπιπλα, το μεγάλο τζάκι στη μια γωνιά του τοίχου. Οι γλώσσες της φωτιάς που ζωγράφιζαν μεγάλες και απόκοσμες σκιές παντού. Το τρίξιμο που έκαναν τα χοντρά κλαδιά καθώς παραδίνονταν στη φλόγα. Η Φαίδρα είχε ένα μοναδικό γούστο και αισθητική να ντύνει το χώρο με τη δική της παρέμβαση. Πήλινα βάζα, παραδοσιακά. Κηροπήγια γυάλινα και μεταλλικά, ανθοδοχεία, μικρά και μεγάλα. Όμορφα κάδρα στους πέτρινους τοίχους. Περπάτησε προς τη μεγάλη σερβάντα. Σε κεντρική θέση δέσποζε μια οικογενειακή φωτογραφία και των τριών τους. Ο ίδιος αγκαλιά με τη Φαίδρα και δεξιά και αριστερά στην αγκαλιά τους, τα μικρά τους. Έστεκαν έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού, με φόντο το μεγάλο έλατο στην αυλή, που έστεκε περήφανο και φουντωτό. Ένιωσε πολύ τρυφερά. Άπλωσε το χέρι του και τα ακροδάχτυλά του χάιδεψαν τα πρόσωπα όλων με συγκίνηση. Οι δικοί του άνθρωποι, ο κόσμος του. Μόνο μια τέτοια μοναχική επίσκεψη  στο σπίτι, τού έδινε αυτήν την ευλογημένη στιγμή να τη ζήσει. Βημάτισε στα δεξιά, πέρασε τη μεγάλη βαριά μπορντό μπερζέρα, που λάτρευε η Φαίδρα, καθώς έστεκε στο παλιό ξύλινο γραφείο του πατέρα της. 

Πάνω στην επιφάνεια ήταν ένα τετράδιο με έγχρωμο σκληρό εξώφυλλο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το θυμόταν. Η ομορφιά του και η περιέργειά του, τον έκαναν να πλησιάσει. Δεν είχε τίποτα εξωτερικά σαν ετικέτα που θα μπορούσε να μαρτυρά κάποιον κάτοχο με ιδιωτικό περιεχόμενο. Άνοιξε το εξώφυλλο. Οι πρώτες σελίδες ήταν άδειες. Κάπου στην τρίτη σελίδα το είδε!

Γραμμένο με μπλε στυλό:

“Καθώς το χιόνι περιμένει με πέπλο, την αχλή κρύου δειλινού, 
ένα γυμνό κλαδί…”

Το διάβασε ξανά και ξανά, προσεκτικά. Του άρεσε πολύ. Πόσο όμορφοι στίχοι αλλά μια απόπειρα για ένα ποίημα, που έμεινε στη μέση. Χάρηκε, ένιωσε όμορφα. Γνώρισε το γραφικό χαρακτήρα της Φαίδρας. Η αγαπημένη του λοιπόν, ξεκίνησε να γράφει ένα ποίημα; Όλα αυτό έδειχναν. Ένα ποίημα, που έμεινε ημιτελές να περιμένει την ολοκλήρωσή του.

Με μιας συνειδητοποίησε την εικόνα που περιέγραφε ο μισοτελειωμένος στίχος: Το χιόνι περιμένει με πέπλο. Το βλέμμα του στράφηκε έξω απ’ το παράθυρο. Είχε ήδη σουρουπώσει για τα καλά αλλά το μάτι μπορούσε να διακρίνει σε κοντινή απόσταση. Ναι! Όλα έξω ήταν λευκά, σκεπασμένα με ένα πέπλο χιονιού. Και μετά… “την αχλή κρύου δειλινού”. Ήταν τόσο παράξενο! Το χιόνι περίμενε την αχλή του κρύου δειλινού. Ο στίχος περιέγραφε την εικόνα, που έβλεπε. Η αχλή του δειλινού είχε αρχίσει να σκεπάζει τα πάντα. Την έβλεπε να έρχεται από το βάθος του βουνού και να ζυγώνει. Μια λευκή αχλή σαν ομίχλη σκέπαζε κάθε τι στο διάβα της. “Ένα γυμνό κλαδί…” Έτρεξε δεξιότερα και το είδε πάλι. Το γυμνό χοντρό κλαδί του έλατου, κατάξερο ξεχώριζε μέσα απ’ την αχλή που έφερνε το δείλι.

Μα… τι γινόταν; Πόσο γνώριμη ήταν αυτή η εικόνα για τη Φαίδρα για να αποτελέσει την έμπνευση για το ποίημά της. Ένα ποίημα, που δεν τελείωσε και έμεινε μισό. Γιατί άραγε; Τι διέκοψε τη γραφή του; Η κούραση; Τα βλέφαρα, που έκλεισαν; Η έλλειψη έμπνευσης; Κάτι απρόσμενο; Τι ήθελε να εκφράσει η σύντροφός του με τα λόγια αυτά της καρδιάς της; Τι ήταν αυτό που την ωθούσε εκεί; Ένα ρομαντικό βλέμμα έξω από το παράθυρο, με θέα τη φύση; Άνετα θα μπορούσε κάποιος να το πει. Να κάτι, που θα συζητούσε μαζί της. Ενθουσιάστηκε στην ιδέα ότι η Φαίδρα, άρχισε να εκφράζει γραπτά σκέψεις της.

Έξω άρχισε να χιονίζει όλο και με μεγαλύτερη ένταση. Άφησε το τετράδιο με σεβασμό στην επιφάνεια του γραφείου. Θα είχε την ευκαιρία να πάρει τις απαντήσεις του από την ίδια όταν θα έρχονταν με τα παιδιά. Δεν είχε κάτι άλλο να κάνει. Δεν θα ρίσκαρε να κατέβει στο χωριό με τέτοιο χιόνι. Υπήρχε κίνδυνος να αποκλειστεί. Θα το άφηνε, με το καλό, για το αυριανό φως της μέρας. Δεν έσβησε το τζάκι, έριξε δυο-τρία μεγάλα κούτσουρα για να κρατήσουν όλο το βράδυ και ανέβηκε στη σκάλα της εσωτερικής σοφίτας, που ήταν η κρεβατοκάμαρά τους. 

Άφησε το σώμα του να απλωθεί στο κρεβάτι και τυλίχτηκε με ένα χοντρό πάπλωμα. Είδε το μαξιλάρι της κενό δίπλα του και την νοστάλγησε τόσο. Σαν να του έλειπε καιρό. Το χέρια του απλώθηκε στο μέρος της, αναζητώντας το κορμί και το σχήμα της. Τη φαντάστηκε γυμνή και υγρή να καίει απ’ την προσδοκία μιας ηδονής που απλώνονταν στο σώμα τους, καθώς εκείνο αποζητούσε την ερωτική τους καταιγίδα. Είδε το πρόσωπό της στις σκιάσεις που έκανε το μικρό φωτιστικό δίπλα του, τα χείλη της να τρεμοπαίζουν, το στήθος με τις ορθωμένες θηλές να ανεβοκατεβαίνει μαζί με την ανάσα της, τα γυμνά της πόδια. Λες και το κρύο έφυγε με μιας από το δωμάτιο και μια πρωτόφαντη θέρμη απλώθηκε στην καρδιά του. Έβλεπε με έναν τρόπο τα ακροδάχτυλά του να ταξιδεύουν σμιλεύοντας κάθε εκατοστό πάνω της. Να περνά από τα μέρη εκείνα που έκαιγαν περισσότερο, που μούσκευαν στην προσμονή της επαφής. Τόσο πολύ; Σκέφτηκε. Έξω ο αέρας λυσσομανούσε, τα κλαδιά στα δέντρα χτυπούσαν, τα βλέφαρά του βάραιναν, βάραιναν, όλο και πιο πολύ. Και η εικόνα της Φαίδρας άρχισε να αργοσβήνει από τη θωριά του και να τον τραβά να βυθιστεί στην αγκαλιά του σκοταδιού.


Κάποιος θόρυβος ήταν που τον ξύπνησε. Ήρθε αχνά στις αισθήσεις σαν να επέστρεφε από κάτι μακρινό. Βρισκόταν κάπου ανάμεσα στον ύπνο, στο όνειρο και στο εξωτερικό ερέθισμα, που τον ωθούσε να ξυπνήσει. Στην αρχή δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι ήταν αυτό, που άκουγε. Προσπαθούσε με αγωνία να ανοίξει τα βαριά του μάτια. Ο ήχος γινόταν όλο και πιο σαφής, αργά μα σταθερά. Δεν καταλάβαινε τι ώρα ήταν. Αν ήταν ακόμα νύχτα, αν είχε ξημερώσει, ή αν ήταν πρωί. Λες και ο χρόνος είχε χαθεί. Ναι! Αυτό που τώρα άκουγε, ήταν σαφές. Ήταν ομιλίες. Μα… πώς ήταν δυνατόν; Κάθε αίσθηση ύπνου χάθηκε από μέσα του αλλά εκείνο, που ένιωθε ήταν ένα μπλέξιμο στην αίσθηση του χρόνου. Σηκώθηκε στο κρεβάτι. Οι ομιλίες που άκουγε ήταν μια γυναικεία και δυο παιδιών. Μα ήταν δυνατόν; Σκέφτηκε. 

Βγήκε από τη σοφίτα, αθόρυβα και στάθηκε στο μικρό χολ λίγο πριν τη σκάλα. Από εκεί  μπορούσε να δει ολοκάθαρα τι γινόταν κάτω στο σαλόνι. Και αυτό που είδε, ούτε καν το περίμενε! 

Η Φαίδρα! Η γυναίκα του! Αν είναι δυνατόν; Πότε ήρθε; Τι έκπληξη ήταν αυτή; Δεν πήρε χαμπάρι, δεν άκουσε τίποτα; Κρυφό τού το κράτησαν; Πάλι αυτή η αίσθηση του άναρχου χρόνου. Μα… έριξε μια ματιά στη Φαίδρα, την έβλεπε καλύτερα στις σκιές που έκανε η φλόγα στο τζάκι. Νύχτα ήρθαν; Το πρόσωπό της; Το πρόσωπό της, τα μαλλιά της ήταν κάπως… διαφορετικά, κάπως αλλαγμένα. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει αυτές τις αλλαγές αλλά έδειχνε να έχουν περάσει κάποια χρόνια. Και… τα παιδιά! Ω… ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Μα αυτά τα παιδιά, που έβλεπε τόσο προσηλωμένα δίπλα στη μητέρα τους να μιλούν… όχι δεν ήταν ακριβώς τα δικά τους. Τα παιδιά αυτά δεν ήταν μωρά! Αυτά ήταν τουλάχιστον τέσσερα χρόνια μεγαλύτερα. Ανατρίχιασε! Τι συνέβαινε! Τι ζούσε;

Πλησιάσε να ακούσει ομιλίες, κρύφτηκε στο φιλόξενο σκοτάδι των ίσκιων. Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού, τρία πρόσωπα έστεκαν δίπλα το ένα στο άλλο. Η Φαίδρα στο κέντρο και δεξιά και αριστερά της, τα δυο παιδιά. Τα χέρια τους ήταν ενωμένα σφιχτά, σαν άτυπη αγκαλιά. Κράτησε την ανάσα του όσο γίνονταν και έτσι μπορούσε να ακούει πια καθαρά τα λόγια της, που έδειχνε να εξηγεί στα παιδιά τους:

“Τα χρόνια πέρασαν. Μεγαλώσατε και εσείς. Ένιωσα τη στιγμή ότι ήρθε πλέον η ώρα να μάθετε όλη την αλήθεια για εκείνη τη μέρα. Με ρωτούσατε ξανά και ξανά τι έγινε εκείνο το βράδυ, όμως εγώ… ακόμα δεν εύρισκα τη δύναμη να το ζήσω ξανά. Τώρα όμως είναι η ώρα. Και διάλεξα τη βραδιά, που έγινε…”

Τα παιδιά σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο στην αγκαλιά της. Πέρασε τα χέρια της ολόγυρά τους σαν φτερούγες φροντίδας. Εμφανώς συγκινημένη, ήπιε μια γουλιά νερό και συνέχισε:

“Εκείνη τη μέρα, είχαμε έρθει πάλι εδώ. Το λατρεύαμε το σπίτι. Και πριν γεννηθείτε και από τότε, που ήρθατε στη ζωή. Τότε ήσασταν μικρά, η Έλενα ήταν μωρό, μόλις είχε περπατήσει. Είχαμε αποφασίσει να περάσουμε το Σαββατοκύριακο εδώ. Ο καιρός σύντομα χάλασε. Από Βορρά, πάνω απ’ το βουνό ήρθαν άγρια μαύρα σύννεφα. Σηκώθηκε αγέρας, άρχισε να χιονίζει. Σύντομα όλα καλύφτηκαν από ένα πέπλο χιονιού, (“Το χιόνι περιμένει με πέπλο…”, σκέφτηκε ο Δημήτρης), το βράδυ όλα ήταν κατάλευκα και στο δάσος άρχισε να απλώνεται η αχλή του δειλινού. (“Την αχλή κρύου δειλινού…”, σκέφτηκε πάλι ο Δημήτρης, φέρνοντας κατά νου το ποίημα της Φαίδρας), Όλα άρχισαν να φαίνονται θολά. Θέλατε να βγείτε στην αυλή να παίξετε με το χιόνι. Δεν σας χαλάσαμε χατίρι, ήταν πρώτη φορά, που βλέπατε χιόνι στη ζωή σας. Κάνατε σαν τρελά απ’ τη χαρά σας. Ειδικά εσύ Έλενα σαν μικρή πεταλούδα. Τρέχαμε όλοι ολόγυρα. Πετάγαμε ο ένας στον άλλον χιονόμπαλες, κυνηγώντας τον πατέρα σας. Τα γέλια σας έδιναν και σε μάς ανάσα ζωής…”

Πήρε μια ανάσα συνεχίζοντας…

“Γυρίζατε γύρω-γύρω από το μεγάλο μας έλατο έξω στην αυλή. Έμοιαζε με μεγάλη κατάλευκη νύφη με τον κορμό της ήδη γερτό απ’ τα χρόνια. Ήταν γεμάτο χιόνι. Ταλαντεύονταν απ’ το μεγάλο βάρος του χιονιού και το δυνατό Βοριά, που το έδερνε πάνω ψηλά.. (Κόμπιασε…) Ξάφνου ο κορμός άρχισε να τρίζει, έντονα, ανατριχιαστικά. Το δέντρο λύγισε απ’ το βάρος. Ήσασταν ακριβώς από κάτω. Όλων μας τα μάτια στράφηκαν ψηλά. Ο ήχος που έβγαλε το σπάσιμο του κορμού ακούστηκε τρομερός. Εσείς… παγώσατε ακριβώς από κάτω… Εγώ το ίδιο αρκετά μέτρα μακρύτερα… Ο πατέρας σας… δεν δίστασε μήτε μια στιγμή… Την ώρα, που ο μεγάλος κορμός κόπηκε στα δυο και το πάνω μέρος του έπεφτε ίσια κατά πάνω σας, εκείνος… όρμησε φωνάζοντας… βούτηξε την τελευταία στιγμή και σάς έσπρωξε… πέσατε λίγα μέτρα πιο πέρα, τόσα όσα για να γλιτώσετε… Εκείνος… (λύγισε…). Εκείνος… δεν πρόλαβε… το σπασμένο κομμάτι του δέντρου σωριάστηκε πάνω του… η τελευταία του ανάσα έσβησε στην αγκαλιά μου…(Έκανε κάποια δευτερόλεπτα να συνέλθει για να συνεχίσει).  Έτσι έφυγε ο πατέρας σας εκείνη τη νύχτα… τώρα πια τα ξέρετε όλα”

Τα παιδιά της ρίχτηκαν σφιχτά στην αγκαλιά της κλαίγοντας μαζί με εκείνη.
“Μαμά…” ακούστηκε η Έλενα.

Την ίδια στιγμή, το μικρό κρυστάλλινο κηροπήγιο έφυγε απ’ τα χέρια του Δημήτρη πάνω στην άκρη της σκάλας. Κύλισε στο πάτωμα, έφυγε στα σκαλιά και έγινε χίλια δυο κομμάτια, σκορπώντας τρομάρα στους τρεις τους. 

Εκείνος… έμεινε μετέωρος στην άκρη της σκάλας. Είδε τα βλέμματά τους να αναζητούν αυτό το “κάτι” και το “πώς” έπεσε και έσπασε το κηροπήγιο. Όμως δεν μπορούσαν να διακρίνουν απολύτως τίποτα. Ο Δημήτρης έστεκε εκεί δακρυσμένος, ανάμεσα στο πέρασμα του χρόνου και των στιγμών του, με το βλέμμα του να προσπαθεί να τους αγκαλιάσει όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια ατέρμονη αγκαλιά. Ένιωθε πανάλαφρος, απαλλαγμένος από κάθε σωματικό και υπαρξιακό βάρος. Αιωρήθηκε στο χώρο για να βρεθεί κοντά τους. Πόσο θα ήθελε να νιώσει το άγγιγμά τους. 


Το πρωί, σηκώθηκε ξαλαφρωμένη με το πρώτο φως του ήλιου. Είχε πια χαράξει για τα καλά. Τα παιδιά κοιμόταν στο δωμάτιό τους. Ένιωθε την καρδιά της ήρεμη, γαλήνια. Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού πάνω στη σοφίτα, στη δική τους σοφίτα. Ξάφνου το βλέμμα της έπεσε στο τετράδιό της, δίπλα στο κομοδίνο. Παραξενεύτηκε. Ήταν ανοιχτό στη σελίδα με το μισοτελειωμένο της ποίημα. Αυτό που είχε κάποτε αρχίσει για να ξορκίσει εκείνη τη νύχτα. Το τράβηξε κοντά της και έμεινε έκθαμβη. Το ποίημα ήταν συμπληρωμένο. Διάβασε:

“Καθώς το χιόνι περιμένει με πέπλο,
 την αχλή κρύου δειλινού, 
ένα γυμνό κλαδί θα σπάσει τα δεσμά της ζωής.
Σαν σπαθί θα χωρίσει τα μονοπάτια των ονείρων.
Χλωμή βασίλισσα, η απώλεια, 
Κυρά θα μπει στις μνήμες ν’ αγναντεύει.

Μια νύχτα, όμως πάλι, το σμίξιμο των κόσμων, καρτερά.
Σκοτάδι και φως να ενώσει, πόνο και χαρά να φιλιώσει.
Και ανάμεσα στους κήπους τους λευκούς,
αγέρωχο κλαδί αγκαθωτό υψώνεται
Ρόδο περήφανο, έχοντας, κορυφή  του, το χειμώνα.

Βελούδινα τα πέταλα, μέσα στις δροσοσταλίδες της Ηούς
χοές στις μνήμες τα δάκρυα, βάλσαμο στην καρδιά θα δώσουν”

Μα… πότε το τελείωσε το ποίημα; Δεν θυμόταν να το είχε γράψει, θυμόταν μόνο να είχε μείνει στις δύο πρώτες σειρές! Αλμυρά δάκρυα γέμισαν το πρόσωπό της, κατέβηκαν μικρά ρυάκια στα μάγουλά της, άγγιξαν τα χείλη της. Έσφιξε το τετράδιο στην αγκαλιά της σαν να κρατούσε ένα ανεκτίμητο κόσμημα. Το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα λεπτό υπέροχο άρωμα. Τα μάτια της στράφηκαν στην τουαλέτα δίπλα στο κρεβάτι. Και εκεί, ναι εκεί…. Δίπλα ακριβώς στη δική τους οικογενειακή φωτογραφία ήταν ένα πανέμορφο τριαντάφυλλο! Ένα από αυτά της δικής τους τριανταφυλλιάς. Έστεκε εκεί καρτερικά ολάνοιχτο μπουμπούκι, αυτό! Το δικό τους χειμωνιάτικο τριαντάφυλλο.

“Αγάπη μου…” ψιθύρισε δυνατά.



Το παραπάνω διήγημα, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή, στο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μια ιδέα-Μια έμπνευση",  στο 2ο κύκλο συμμετοχών και θεματολογίας. Όλα τα διηγήματα, μικρά διαμαντάκια, μπορείτε να τα διαβάσετε είτε αναλυτικά είτε στην παρουσίασή τους, στο μπλογκ του δρώμενου: 



Υ.Γ. Φυσικά θα ακολουθήσει η δημοσίευσή του στο μπλογκ της βιβλιοθήκης του δρώμενου καθώς και το κλείσιμο του 1ου κύκλου.

Σάς ευχαριστώ, με την καρδιά μου για το χρόνο, τα συναισθήματα και τη συμμετοχή σας.


Σάββατο 18 Μαΐου 2024

Βιβλιο-αναγνώσεις...

 Φίλες και φίλοι, 

ο κόσμος του βιβλίου, είναι για όλους μας, ένα μοναδικό καταφύγιο γαλήνης, περισυλλογής, τέχνης για την ίδια μας την ψυχολογία. Συνεχίζοντας τον κόσμο των αναγνώσεων, έρχομαι σήμερα να σάς μιλήσω για τα τελευταία βιβλία, που διάβασα και άφησαν μέσα μου τη δική τους επιρροή και σφραγίδα:


Τέσσερα βιβλία πέρασαν από τα χέρια μου τον τελευταίο μήνα. Τέσσερα εντελώς διαφορετικά βιβλία από την λογοτεχνία του κόσμου. Έχω τη χαρά να τα μοιραστώ μαζί σας κάνοντας μια μικρή αναφορά στο καθένα:



"Σιλμαρίλλιον" του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν

Ο μοναδικός και υπέροχος κόσμος της Επικής φαντασίας, δια χειρός του μεγάλου δασκάλου και λογοτέχνη. Ο αγαπημένος μας καθηγητής, στο έργο αυτό, μάς παίρνει απ' το χέρι για να μάς ταξιδέψει στο δικό του σύμπαν. Στους δικούς του κόσμους από την άχρονη στιγμή της δημιουργίας τους μέχρι την Τρίτη Εποχή λίγο πριν τους μεγάλους Πολέμους του Δαχτυλιδιού.

Όπως γράφω και στο review μου στο Goodreads, το ότι νιώθεις την απόλυτη ανάγκη, διαβάζοντας το βιβλίο, να στρώσεις μπροστά σου χάρτες, να τυπώσεις γενεαλογικά δέντρα, να μελετήσεις γραφές, νιώθοντας ότι παρακολουθείς τα γεγονότα ενός πραγματικού κόσμου, αυτή ακριβώς είναι η μοναδική δύναμη και πρωτοφανής γοητεία, που ασκεί το έργο τούτο του μεγάλου Τόλκιν, στο διάβα της ανθρωπότητας.

Το ξεφύλλισμα του Σιλμαρίλλιον σε τραβάει απόλυτα σε έναν μαγικό απίστευτο κόσμο, ο οποίος αποκτά συνεχώς και με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μια μοναδική οντότητα μέσα σου. Σε σημείο να γίνει δικό σου κτήμα, αγωνία και προσδοκία. Όπως ακριβώς θα διαβάσεις ένα ιστορικό βιβλίο, έτσι και εδώ θα κρατήσεις σημειώσεις, θα ανατρέξεις σε βιβλιογραφία, θα σταθείς σε κάθε χάρτη να εμπεδώσεις κάθε εξέλιξη.

Συγκλονιστική η εμπειρία μου από αυτήν την ανάγνωση, που έφυγε σε χρόνο ρεκόρ για τον όγκο ενός βιβλίου. 

Οι περιγραφές στην πορεία του χρόνου είναι υπέροχες. Ο κατά Τόλκιν, κόσμος, οι δημιουργοί του, τα πλάσματά του, οι τόποι και η γεωγραφία του. Οι συγκρούσεις, οι εξελίξεις. Μια ολάκερη θάλασσα που δείχνει να μην έχει τελειωμό. Το "Σιλμαρίλλιον" έχει την ίδια περίπου φιλοσοφία της "Θεογονίας" και του "Έργα και Ημέραι" του Ησίοδου. Μόνο, που είναι αναλυτικότερο και έχει μεγαλύτερη ενότητα.

Ειλικρινά θα ήθελα να το μελετώ ξανά και ξανά και φυσικά, ήδη το κάνω για να προχωρήσω στα επόμενά του.



"Εκλεκτές σελίδες-Τόμος Τρίτος" Δημήτρη Γληνού

Για το Δημήτρη Γληνό, νομίζω δεν χρειάζονται συστάσεις. Κάτι σαν δάσκαλος του λαούς μας στις ζοφερές στιγμές της καθεστωτικής "παιδείας", ο λόγος του και ο ρόλος του στον πνευματικό κόσμο της χώρας μας.
Το έργο του, το μελετώ, αναλυτικά μέσα από αυτή τη συγκεκριμένη σειρά των "Εκλεκτών σελίδων" του. Ήδη τελείωσα τον τρίτο τόμο.

Ο τρίτος τόμος των "Εκλεκτών σελίδων", λειτουργεί ως συλλογή θέσεων και απόψεων του μεγάλου Έλληνα εκπαιδευτικού, Δημήτρη Γλυνού, αυτή τη φορά πάνω στο θέμα της Ελληνικής παιδείας και της εκπαίδευσης.
Ο τόμος ξεκινά με έναν Οδηγό πάνω στη Μόρφωση (πώς να διαβάζουμε, να μιλάμε και να γράφουμε).
Ιδιαίτερες συμβουλές, προτάσεις και αναλύσεις πάνω σε αυτό το θέμα.
Ακολουθεί παρουσίαση θέσεων και απόψεων πάνω στην Εκπαίδευση και την Παιδεία, ζητήματα, που οφείλουν να διαβάσουν όλοι οι άνθρωποι του χώρου αλλά και όσοι εκείνοι νοιάζονται για τα προβλήματα της Παιδείας και της σύνδεσής της με την κοινωνία.
Θα διαβάσουμε τις θέσεις του "Εκπαιδευτικοί Ομίλου", θα δούμε τη σύγκρουση των ιδεών και των απόψεων. Για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία, για την "Εθνική αγωγή", για τη γλώσσα στην παιδεία, για τα προβλήματα της Ελληνικής παιδείας για να κατανοήσουμε, βαθύτατα, το πώς αυτά τα προβλήματα έρχονται μέχρι σήμερα αυτούσια και βασανιστικά!
Ακολουθεί ανάλυση για την Προγονοπληξία, που βασάνιζε την άρχουσα τάξη. Στη συνέχεια μιλά για την Παιδεία και πολιτική, έργα και ημέρες του Υπουργείου παιδείας.
Ο τρίτος αυτός τόμος, μάς φέρνει κοντά στις φωτεινές θέσεις του Δημήτρη Γληνού, για μια ριζοσπαστική εκπαίδευση, για το λαό και του ανθρώπους του μόχθου, ενάντια στα κατάλοιπα της αντιδραστικής φεουδαρχίας και την ανεπάρκεια της αστικής τάξης της πατρίδας μας στο ζήτημα της μόρφωσης του λαού μας.



"Ενός λεπτού σιγή" του Μένιου Σακελλαρόπουλου

Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζετε το συγγραφέα του παραπάνω μυθιστορήματος. Ο Μένιος είναι καταξιωμένος και ευρέως αναγνωρίσιμος δημοσιογράφος στο χώρο του αθλητισμού, εδώ και δεκαετίες. Τον βλέπουμε μόνιμα σε τηλεοπτική αθλητική εκπομπή. Αυτή είναι η μία πλευρά του. Όμως υπάρχει και δεύτερη, η οποία είναι εξ ίσου υπέροχη. Αυτή του συγγραφέα-λογοτέχνη στο σύγχρονο δραματικό μυθιστόρημα.

Προσωπικά, γνώριζα, εδώ και χρόνια, το Μένιο Σακελλαρόπουλο, σαν δημοσιογράφο. Έχοντας πάντα μια όμορφη και γλυκιά εικόνα για τον ίδιο. Μέσα από αυτό του το μυθιστόρημα, τον γνώρισα και ως συγγραφέα. Και να που επιβεβαιώνω απόλυτα αυτά που είχα ακούσει για την υπέροχη πένα του. Για το λυρισμό της γραφής του. Για το βάθος και την ποιότητα του λογοτεχνικού του οίστρου.
Οι 448 σελίδες του παρόντος βιβλίου, έτρεξαν νερό, χωρίς ανάσα σχεδόν. Και οφείλω να πω ότι μετά το "Οδός Αβύσσου, αριθμός μηδέν" του τεράστιου Λουντέμη, το "Ενός λεπτού σιγή" του Μένιου είναι το αμέσως επόμενο βιβλίο, που μού προκάλεσε τέτοια ψυχολογική αναστάτωση, τέτοια φόρτιση, τέτοια ένταση και κόμπο στο στήθος, την οποία ομολογώ ότι πολύ δύσκολα κλήθηκα να διαχειριστώ.

Η πλοκή του έργου, βουτάει χωρίς φρένο σε έναν εκτρωματικό εφιάλτη της καθημερινής μας ζωής, από αυτούς, που κρύβονται δίπλα και ολόγυρά μας. Η κεντρική του ηρωίδα, η Βάλια, είναι μια απλή, καθημερινή γυναίκα-σύζυγος και μητέρα. Της διπλανής μας πόρτας. Η γυναίκα αυτή, παίρνει χαρακτηριστικά ενός μάρτυρα, που βιώνει μια έκπτωση και έναν Γολγοθά ασύλληπτο. 
Ζει μια κλισέ καθημερινή συζυγική ζωή, αποστειρωμένη, ρουτινιασμένη, αφυδατωμένη. Αγαπά και λατρεύει τα δύο της παιδιά, βιώνει την απαξίωση από το σύζυγό της στα πάντα. Ως γυναίκα, ως μητέρα, ως σύζυγος, ως άνθρωπος με όνειρα.

Στην εποχή της κακοποίησης και των γυναικοκτονιών, το έργο καθίσταται ανατριχιαστικά επίκαιρο με μεγάλα τα μηνύματα, ξεγύμνωμα των κλισέ και των στερεοτύπων, αποκάλυψη του "εγώ" και των καταστροφών, που αυτό επιφέρει.
Πραγματικά πονάει αλλά και λυτρώνει μαζί.



"Η Φόνισσα" του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Είναι και το πιο πρόσφατο βιβλίο, του οποίου και ολοκλήρωσα την ανάγνωση για πολλοστή φορά. Ένιωσα την ανάγκη να το κάνω κάτω από το έντονο ερέθισμα, που μού έδωσε η ομώνυμη κινηματογραφική ταινία της Εύας Νάθενα, την οποία και σάς παρουσίασα στο Σινεφίλ "Η Φόνισσα / ταινία"

Εκτός των άλλων, ήθελα να μπω ξανά στο αρχέτυπο κλίμα του βιβλίου. Να νιώσω πάλι τη μοναδική γλώσσα του Παπαδιαμάντη, να βουλιάξω στις περιγραφές και στην αφήγησή του.
Το φιλμ ακολουθεί απόλυτα πιστά το βιβλίο, με εξαίρεση την τελευταία σκηνή του, χωρίς αυτό φυσικά να αλλάζει κάτι.

Η Ελληνική κλασική λογοτεχνία σε ένα σταθμό με το ανυπέρβλητο αριστούργημα του μεγάλου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ένα έργο κραυγή για τη θέση και τις οδύνες της γυναίκας της περιφέρειας τα δύσκολα εκείνα μαρτυρικά χρόνια. Στα χρόνια, που η γυναίκα και τα όνειρά της δεν ήταν παρά μέτρημα προίκας και καθεστώς αγοραπωλησίας. Στα χρόνια, που η γέννηση κοριτσιού στα λαϊκά χαμόσπιτα δεν ήταν παρά ατελέσφορη κατάρα.
Η "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη έρχεται να τραβήξει το χαλί πάνω από το πρόβλημα, να το αναδείξει με τραγικό δραματικό τρόπο. Ένα μυθιστόρημα, που χάσκει πάντα επίκαιρο και συγκλονιστικό όσο διαρκεί η ισχύς και το αποτύπωμα της πατριαρχίας και της άνισης θέσης της γυναίκας στο κοινωνικό σύστημα.
Κάθε φορά, που το διαβάζει κάποιος, νιώθει σαν να το διάβασε πρώτη φορά. 
Οι περιγραφές στους χώρους και τις τοποθεσίες είναι μαγικές, η αποτύπωση της ατμόσφαιρας συγκλονιστική, το χτίσιμο των χαρακτήρων μοναδικό. Όλα σε μια υποδειγματική ισορροπία. Βαδίζοντας δε προς το μεγάλο τέλος, ζούμε το δράμα της Φραγκογιαννούς με τον απόλυτο τρόπο ως την ύστατη στιγμή.
Το τέλος του βιβλίου είναι μνημείο λογοτεχνίας.


Αυτά ήταν τα τελευταία μου "διαβάσματα", φίλες και φίλοι. Να διαβάζετε! Μην λησμονείτε να έχετε μόνιμη συντροφιά ένα βιβλίο σε κάθε του μορφή. Έντυπο ή ηλεκτρονικό, δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει να ζείτε τη μαγεία της λογοτεχνίας και της πνευματικής σκέψης.

Σάς ευχαριστώ για το μοίρασμα της συντροφιάς

Η προσωπική μου σελίδα στη βιβλιοσελίδα Goodreads:  https://www.goodreads.com/author/show/20190514._



Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024

Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #2, Δεύτερος κύκλος, ξεκινάμε

 Εδώ είμαστε αγαπημένες φίλες και φίλοι,

με ζεστή καρδιά και ενθουσιώδη διάθεση, έρχομαι να επιστρέψουμε στο δρώμενό μας: 


Ξεκουραστήκαμε, πήραμε χαλαρά τις ανάσες μας και είμαστε έτοιμοι, χαλαρά, χωρίς άγχος, χρονοδιαγράμματα και πίεση να ξεκινήσουμε:

"Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση"

Δεύτερος κύκλος

Αυτή τη φορά η κατηγορία μας έχει ευρύτερα όρια και δεν είναι απόλυτα δεσμευτική σε ένα είδος. Όπως θα δείτε, η κεντρική ιδέα, είναι ανοιχτή και δεκτική σε όλες τις κατηγορίες: Μυστήριο, Θρίλερ, Ερωτικό-αισθηματικό δράμα, Δράμα, Φαντασία, Κομεντί. Όλα τα είδη μπορούν να βρουν "στέγη". Και διά του λόγου το αληθές, πάμε να δούμε την:

Κεντρική Ιδέα Πλοκής

Το παλιό οικογενειακό σπίτι στο ορεινό χωριό, έχει την αγάπη σας αλλά περιμένει και τη φροντίδα σας. Η κατάστασή του είναι κακή και εσείς σχεδιάζετε να το ανακαινίσετε. Βρίσκεστε ήδη εκεί αλλά ένα αναπάντεχο πρόβλημα καθιστά άμεσα αναγκαία την επίλυσή του. Ο μοναδικός / μοναδική, από τη γειτονική κωμόπολη, που θα ανέβει στο σπιτικό προκαλεί πραγματικό σοκ με την άφιξή του / της. Ίσως να μη περιμένατε ποτέ να βρεθεί απέναντί σας. Η ξαφνική χιονοθύελλα έχει τα δικά της σχέδια και θα σάς αναγκάσει να μείνετε εκεί, στον ίδιο κλειστό χώρο μέχρι να απεγκλωβιστείτε. Η νύχτα και το παρελθόν έρχεται ξανά. Τι μπορεί άραγε να κουβαλάει αυτό το πρόσωπο; Είχατε ποτέ σχέση μαζί του; ή μήπως προκύπτει μια έμμεση σχέση μαζί του; Τι μπορεί να φέρει; Τι μπορεί να αλλάξει; Μπορείτε να το αφήσετε στην άκρη; 



Πώς σάς φαίνεται; Πιστεύω να δίνει ένα ευρύ πεδίο ερεθίσματος για έμπνευση. Και ναι, πάμε να αναφέρουμε κάποιους όρους και διευκρινίσεις:

  • Μπορείτε να δηλώσετε την πρόθεση συμμετοχής σας εδώ στην παρούσα ανάρτηση.
  • Γράφετε διήγημα με το δικό σας τίτλο και εικόνα επιλογής σας.
  • Στην αρχή, πριν τον τίτλο, αναφέρετε την κεντρική ιδέα, όπως αυτή έχει δοθεί παραπάνω στην παρούσα ανάρτηση.
  • Έκταση διηγήματος: Ελεύθερη, χωρίς όρια.
  • Δημοσιεύετε τη συμμετοχή σας στο δικό σας blog. Με ενημερώνετε ταυτόχρονα με e-mail για να ενημερώνω την ομάδα. (Όποτε είστε έτοιμοι). Τυχόν ... "άστεγοι" φίλοι/φίλες, που συμμετάσχουν, φιλοξενούνται στα δικά μας blogs.
  • ΔΕΝ έχουμε βαθμολογία.
  • ΧΡΟΝΟΣ: Δεν υπάρχει συγκεκριμένος ορισμός χρόνου στη δημοσίευσή σας. Έχετε άνετα το διάστημα να εμπνευστείτε και να γράψετε. Εντάξει, μπορούμε, τύποις, να βάλουμε ένα όριο 30-40 ημέρων, όπως άνετα το κάναμε και στον 1ο κύκλο. Αν οι συμμετοχές δημοσιευτούν νωρίτερα, ο κύκλος κλείνει αντίστοιχα νωρίτερα. 
  • Επαναλαμβάνω ότι η συμμετοχή είναι ελεύθερη και σε επόμενο χρόνο. Δηλαδή ακόμα και τώρα αν κάποιος νιώσει τη διάθεση-έμπνευση να γράψει κάτι και στην κεντρική ιδέα του 1ου κύκλου, είναι ελεύθερος να το κάνει.
Διευκρινίσεις πάνω στην κεντρική ιδέα της πλοκής:

  • "Αυτό" που καθιστά άμεσα αναγκαία την ανάγκη παρουσίας κάποιου ατόμου για διορθώσει το πρόβλημα, μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια τεχνική βλάβη, μια αδιαθεσία, ένας τραυματισμός, οτιδήποτε.
  • Τα δρώντα πρόσωπα μπορεί να είναι κάθε φύλου. 
  • Όπως αναφέρω, μπορεί να το πρόσωπο να το γνωρίζετε  άμεσα ή να προκύψει έμμεση ή ακόμα μελλοντική σχέση μαζί του. (Αντιλαμβάνεστε...)
  • Στο σπίτι μπορεί να παρευρίσκονται και άλλα πρόσωπα δικά σας.
  • Ο εγκλωβισμός σας μπορεί να είναι είτε μιας νύχτας ή και περισσότερο. Εσείς το ορίζετε.
Αυτή, λοιπόν, φίλες και φίλοι, είναι η βάση της κεντρικής μας ιδέας για το 2ο κύκλο στο δρώμενό μας. Πιστεύω να βοήθησα με τις επεξηγήσεις μας. Αν όχι, είμαστε εδώ να συζητήσουμε κάθε απορία, πρόταση, παρατήρηση. Στις απαντήσεις στα τυχόν σχόλιά σας, θα μπορέσω να δώσω περαιτέρω επεξηγήσεις.

Εξυπακούεται, όπως και στον 1ο κύκλο, ότι οι συμμετοχές μας θα συγκεντρωθούν στο μπλογκ της βιβλιοθήκης μας Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση στο οποίο καλό θα είναι να γίνετε ακόλουθοι. 

Στόχος είναι η έμπνευση, με τη συγκεκριμένη ιδέα και η δημιουργική γραφή. Να περάσουμε καλά, να νιώσουμε όμορφα και συλλογικά. Εύχομαι σε όλους μια όμορφη έμπνευση και να εκμυστηρευτώ ότι μετά τα μικρά διαμάντια του 1ου κύκλου, είμαι σίγουρος για την ποιοτική του ανάλογη συνέχεια.

Μία ακόμα φορά, σάς ευχαριστώ για την ανταπόκριση και τη συμμετοχή, μέσα απ' την καρδιά μου.

Τρυγήστε λοιπόν το δέντρο της έμπνευσής σας. 





Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

Μια Ιδέα-Μία έμπνευση, τέλος 1ου κύκλου στο δικτυακό μας δρώμενο.

 Αγαπητές φίλες και φίλοι,

παρά λίγες μέρες, έκλεισαν δύο μήνες από τη μέρα, που γεννήθηκε το νέο μας λογοτεχνικό δικτυακό δρώμενο. 


Από τις 24 Γενάρη, που δώσαμε το ...εναρκτήριο λάκτισμα μέχρι σήμερα, ζήσαμε όλοι μαζί τη χαρά της δημιουργίας, της έμπνευσης, που μάς έδωσε η κεντρική ιδέα. Απολαύσαμε και χαρήκαμε την προσμονή. Και δρέψαμε τους καρπούς της.

Στο διάστημα αυτό, δεκατρείς φίλες και φίλοι, μάς έδωσαν ισάριθμα μικρά διαμάντια, που γέμισαν την καρδιά μας και τη σκέψη μας με πολύ δυνατά συναισθήματα. Μοίρασαν συγκινήσεις, ανέβασαν παλμούς αγωνίας και πρόσφεραν άπειρους συλλογισμούς και μάς έδωσαν προβληματισμό.

Δεκατέσσερα διηγήματα, έγιναν η πρώτη κληρονομιά αυτού του δρώμενου, που αγκαλιάσατε, με την αγάπη και το μεράκι σας. 

Κατά σειρά: η ΑΝΝΑ FLO, η Πίπη, η Ρούλα, ο Βασίλης Διακοβασίλης, η Μαρία Κανελλάκη, η Ελένη Φλογερά, η Χριστίνα Λέλη, η Αννίκα, η Μαρίνα Τσαρδακλή, η Mary Pertax, η Πέτρα, η Μαρία Γ. , η αφεντιά μου, ο Giannis Pit, και τέλος η Κική Κωνσταντίνου, μάς έδωσαν τα δικά τους έργα, τις προσωπικές τους δημιουργίες, υπηρετώντας την αρχική κεντρική ιδέα.

Μέσα από αυτά τα διηγήματα, είχαμε την ευκαιρία να "γνωρίσουμε" και να ταυτιστούμε με τους κεντρικούς χαρακτήρες, που πρωταγωνίστησαν σε αυτά:

Γνωρίσαμε δεκατέσσερις συγγραφείς: Τον Τζον Νιλ, διακεκριμένο και βραβευμένο, τον Τζον Πίτερς, φτασμένο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων, τον πολυγραφότατο Ασίντ Ρασίντ, να δουλεύει στην ιστορία της Αιγύπτου, τον Αλέξανδρο Τρανό, τον μεγαλύτερο βιογράφο της χώρας. τον διάσημο στο αστυνομικό είδος,  συγγραφέα Ερρίκο Μοσκώφ. Από κοντά τους, τον Αλέξη Ιωάννου, καταξιωμένο συγγραφέα, το διάσημο Αναστάση Θεοδώρου, τον επίσης γνωστό Αλεξίου, τον νεαρό και φιλόδοξο Φίλιππο. τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλέξανδρο Χάλαρη, τον Σταμάτη Αρνή, ειδικευμένο στα θρίλερ, τον Αχιλλέα Εξαρχόπουλο, τον ώριμο Έκτορα Βεργέτη και τέλος τον νεαρό συγγραφέα Νικολάου.

Και μαζί τους, κοινά δεμένοι, οι γυναικείοι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες, που κάθε μία από αυτές, έκρυβε τη δική της προσωπική ιστορία μέσα στην αντίστοιχη δραματική πλοκή. Την Αμαρυλλίδα Γουέλινγκτον, να αναζητεί τη βιογραφία της δολοφονημένης μητέρας της, την νεαρή και φιλόδοξη influencer, Τζένιφερ Στρόμπολι, την πενηντάχρονη εντυπωσιακή αρχαιολόγο Ολίβια Ρόμπερτς, την καταξιωμένη και αναγνωρισμένη ηθοποιό, Ελένη Χρυσίδου, την πενηνταπεντάχρονη οδοντίατρο, Αντιγόνη Βαλάση, τη διάσημη ηθοποιό του θεάτρου, Σόνια Μελά. Μαζί τους, την εβδομηντάχρονη Αγλαΐα Μπένετου, τη διάσημη σοπράνο Βικτώρια Υψηλάντη και τους φόβους της, την νεαρή Κασσάνδρα Βαλεντίνου, να ζει στη σκιά μιας οικογενειακής κατάρας, την Ερωφίλη Σαμπατάκη, την αινιγματική Διάσημη, την νεαρή Όλγα, να περιφέρεται στις συμπληγάδες του αγοραίου έρωτα, την καταξιωμένη πανεπιστημιακή γιατρό και διεθνή ακτιβίστρια, Ελίζα Βελισσαράτου και τέλος την ανώνυμη εκείνη γυναίκα, που ζήτησε την αποτύπωση μιας δική της μεγάλης στιγμής.

Θυελλώδεις προσωπικότητες, στη σκιά της δικής τους ζωής, των προσωπικών τους αναζητήσεων, στα βάρη των δικών τους παθών.

Αυτή ήταν η υπέροχη διαδρομή των δεκατριών αυτών διηγημάτων, αγαπημένοι φίλοι και φίλες.

Και μέσα από αυτές σας τις εμπνεύσεις, γεννήθηκε και το μπλογκ της βιβλιοθήκης μας, το οποίο έχει συγκεντρωμένα όλα αυτά τα διηγήματα, αναλυτικά αλλά και περιληπτικά, προσφορά σε όλες και όλους αναγνώστες, δημιουργούς και επισκέπτες, που θέλουν να έχουν όλα αυτά τα έργα, εύκολα και άνετα στη διάθεσή τους.

Το μπλογκ μας αυτό, όπως ήδη γνωρίζετε, είναι αυτό εδώ:

 Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση Να γίνετε ακόλουθοί του, μπορείτε να σχολιάζετε και εκεί και είναι φυσικά και δικό σας. Είναι συλλογική δουλειά και υπόσταση.


Θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου:

-Όλους/όλες εσάς, για τη διάθεσή, τον πολύτιμο χρόνο σας, που καταθέσατε την έμπνευσή σας και το διήγημά σας, συμμετοχή στο δρώμενό μας.

-Όλους/όλες εσάς, που συμμετείχατε με το χρόνο σας και την όρεξή σας, να διαβάσετε όλα αυτά τα έργα, να πείτε τη γνώμη σας, να τα συζητήσετε.

Επαναλαμβάνω ότι ο κύκλος παραμένει εδώ. Αν κάποιος νιώσει την έμπνευση πάνω στην κεντρική αυτή πρώτη ιδέα, ευχαρίστως να γράψει. Ξέρετε ότι η συντροφιά μας είναι ανοιχτή σε κάθε σκέψη, κρίση, άποψη, πρόταση.

Πλώρη για το 2ο κύκλο

Είμαστε έτοιμοι να οργανώσουμε το δεύτερο κύκλο στο δρώμενό μας! Ο ερχομός της Άνοιξης, ανεβάζει στροφές και στο επίπεδο έμπνευσης και δημιουργίας. Να με περιμένετε να δώσω το ...εναρκτήριο λάκτισμα για το ξεκίνημα του 2ου κύκλου μαζί φυσικά με την καινούργια κεντρική ιδέα.

Οι καιροί είναι δύσκολοι, φίλες και φίλες. Το σκοτάδι επιχειρεί τη δική του παρακμιακή επέλαση. Χρέος μας να αντισταθούμε πνευματικά, να κάνουμε την πένα μας και τη γραφή μας, "όπλο" καλλιέργειας, φωτός, χειραφέτησης και όμορφου ελεύθερου χρόνου.

Την αγάπη μου.



Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

"Για μένα" (Διήγημα, συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #1)

 Για μένα...



Σήμερα…


Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Δεν υπήρχε ίχνος από κάθισμα άδειο. Ακόμα και στους διαδρόμους στα ακραία πλαϊνά όπως και στο πίσω μέρος υπήρχαν όρθιοι. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη συγκίνηση. Το έβλεπες, το ένιωθες παντού. Τηλεοπτικές κάμερες είχαν στηθεί επίσης σε καίρια σημεία και πολλοί εκπρόσωποι μέσων ενημέρωσης ήταν σε ετοιμότητα να μεταφέρουν το ρεπορτάζ τους από τα μελλούμενα. Οι παρουσιαστές της εκδήλωσης είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους. Όμορφη μουσική γέμιζε το χώρο και όλα τον περίμεναν. Η δική του ώρα. Η στιγμή του Έκτορα Βεργέτη. Λογοτέχνης, συγγραφέας, βάδιζε ήδη την έκτη δεκαετία της γόνιμης και δημιουργικής ζωής του. Και η αποψινή εκδήλωση ήταν για εκείνον! Η παρουσίαση ενός σημαντικού βιβλίου, του τελευταίου του έργου. Ενός έργου, που τάραξε έντονα τα νερά της επικαιρότητας. Που είχε ήδη σηκώσει μεγάλες προσδοκίες. Και όλα αυτά για το θέμα στο οποίο αναφέρονταν. Εκείνο το θέμα, που τον είχε συγκλονίσει και είχε σημαδέψει την ίδια του τη ζωή και όχι μόνο.


Ήταν συγκινημένος. Με κόπο προσπαθούσε να βαστάξει μια ισορροπία στα συναισθήματά του. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα τον είχε σκεπάσει ολόκληρο. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν! Οι ομιλητές είχαν πάρει τη θέση τους. Η μουσική είχε σταματήσει, οι φωνές χαμήλωσαν στο πλήθος, έγιναν ψίθυροι, που όλο και σιωπούσαν.


-Φίλες και φίλοι, αγαπητοί καλεσμένοι…


Ο εισηγητής άνοιγε την εκδήλωση, οι χτύποι στην καρδιά του Έκτορα Βεργέτη, άρχισαν να επιταχύνουν αργά αλλά σταθερά.


-Σας ευχαριστούμε για την τιμή…


Ο εισηγητής συνέχισε για να καλωσορίσει και να υποδεχτεί τους ανθρώπους, που κατέθεταν την ψυχή τους στη συμμετοχή τους.


-Απόψε παρουσιάζουμε το τελευταίο βιβλίο του Έκτορα Βεργέτη, “Για μένα”… ήρθε η στιγμή να καλέσουμε στο βήμα τον ίδιο το συγγραφέα…


Σαν να ζούσε ένα όνειρο. Εκατοντάδες άνθρωποι όρθιοι χειροκροτούσαν με πάθος. Έστρεψε το βλέμμα του ολόγυρα, σε μια πανοραμική κίνηση. Σηκώθηκε. Προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Γύρισε στο διπλανό κάθισμα. Ο παιδικός του φίλος, ο πιστός του ακόλουθος και επιστήμονας, ο καθηγητής ψυχιατρικής, Ευγένιος Δημάρατος, με τη σύζυγό του, είχαν ήδη σηκωθεί. Τον κοίταξε βαθιά ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα απίστευτης και ασύλληπτης δοτικότητας και αλληλεγγύης, που το ένιωσε σαν χάδι στην ψυχή του. Ο Έκτορας τον κοίταξε στα μάτια σιωπηρός. Είδε στο γαλήνιο πρόσωπο του περίπου συνομήλικου φίλου του, να διαγράφεται ένα γλυκό και ενθαρρυντικό χαμόγελο. Τον είδε να του γνέφει ένα θετικό προτρεπτικό κάλεσμα. Το χέρι του κινήθηκε καλώντας τον να προχωρήσει προς το βήμα.

Ο Έκτορας έκανε ήδη τα πρώτα βήματα, σταθερά, αποφασιστικά, ελέγχοντας τη συγκίνηση και την παρόρμηση της στιγμής. Και τότε, σε εκείνα το χάσιμο του χρόνου, η μνήμη του φτερούγισε λίγο καιρό πίσω. Με το άναρχο χάρισμά της να συμπυκνώνει απέραντο χρόνο σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, η σκέψη του συγγραφέα πήγε ακριβώς σε εκείνη τη στιγμή, που ξεκίνησαν όλα αυτά, που οδήγησαν στην αποψινή βραδιά. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό της ύστερης ζωής του.


Λίγους μήνες πριν…


Ο χειμώνας στο Κυκλαδίτικο νησί δεν είχε την αγριάδα της στεριάς. Είχε όμως την υγρασία της θάλασσας αλλά συνάμα και την ομορφιά της. Το πατρικό σπίτι του Έκτορα Βεργέτη, λειτουργούσε κάτι σαν ησυχαστήριο, σαν καταφύγιο για τις στιγμές γαλήνης, που αποζητούσε. Άλλωστε αυτό το σπίτι είχε, κατά καιρούς, αποτελέσει και το καμίνι μέσα στο οποίο γεννήθηκε η έμπνευση αλλά και η συγγραφή αρκετών από τα λογοτεχνικά του έργα, που τον είχαν καταξιώσει στο συγγραφικό χώρο.


Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, τυλιγμένο στην ομίχλη του Αιγαίου, τον βρήκε να απολαμβάνει το πρωινό του, καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικριστά στο ξύλινο μεγάλο γραφείο του. Αυτός ο ενοχλητικός πονοκέφαλος δεν τον άφηνε να χαλαρώσει, τον κρατούσε σφιγμένο, σαν δυο χέρια δυνατά να τον έσφιγγαν στους κροτάφους του. Και εκείνες οι ζαλάδες. Την απλανή του σκέψη διέκοψε ο ήχος του κινητού του τηλεφώνου. Έριξε μια ματιά στην οθόνη για να δει έναν άγνωστο αριθμό κλήσης. Απορημένος για την προέλευση της κλήσης, απάντησε.


“Καλή σας μέρα, ο κύριος Έκτορας Βεργέτης;”


Μια γλυκιά γυναικεία ώριμη φωνή ηχούσε στις ξαφνιασμένες του αισθήσεις.

“Ο ίδιος, ποιος είναι παρακαλώ”

“Ελίζα Βελισσαράτου… συγγνώμη, που σάς ενοχλώ…”


Ο Έκτορας στην πίεση του χρόνου, προσπαθούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του για να εντοπίσει αν γνώριζε τη γυναίκα που τού μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Η γυναικεία φωνή συνέχισε:


“Δεν ξέρω αν σάς λέει κάτι το όνομά μου, είμαι η…”


Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και ένα χαμόγελο εντυπωσιασμού σχηματίστηκε στο πρόσωπο του συγγραφέα.

“Είστε η καθηγήτρια παιδιατρικής απ’ την Αθήνα, η γιατρός ακτιβίστρια στην οργάνωση των γιατρών της διεθνούς αλληλεγγύης!”

“Με τιμάει η δυνατή σας μνήμη, απάντησε εκείνη αφοπλιστικά”

“Δική μου χαρά και τιμή κυρία Βελισσαράτου, τι μπορώ να κάνω για εσάς;”

“Θα ήθελα να σάς ζητήσω μια συνάντηση”

“Μεγάλη μου χαρά αλλά περί τίνος πρόκειται;” Τη ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον.

“Θα έχω την ευκαιρία να σάς τα εκθέσω από κοντά, αν μού κάνετε την τιμή και μού χαρίσετε μέρος του χρόνου σας.

“Ο χρόνος μου στη διάθεσή σας”


Το ραντεβού κλείστηκε για την επόμενη κιόλας μέρα και μάλιστα στο σπίτι του εκεί, με δικό της αίτημα. Κανόνισαν να βρεθούν νωρίς το βραδάκι. Η Ελίζα Βελισσαράτου ήταν ένα σπουδαίο και λαμπερό όνομα στους κοινωνικούς χώρους. Στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, γυναίκα όμορφη, γοητευτική. Η επιστημονική της κατάρτιση και επαγγελματική της προσφορά, χρόνια τώρα δοκιμασμένη στα δημόσια νοσοκομεία. Καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου, έρευνες, προσφορές, πρωτοβουλίες. Η φήμη της πέρασε τα σύνορα της χώρας και απλώθηκε σε πολλούς μαρτυρικούς χώρους. Εκεί, που βρώμικοι πόλεμοι μάτωναν αθώους ανθρώπους. Έγινε μέλος της Διεθνούς ταξιαρχίας γιατρών του κόσμου, που δεν τους χωρούσαν τα σύνορα της γης. Μπήκαν μπροστά σε τυραννίες, σε φασιστικά καθεστώτα, σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στήριξαν κινήματα, στελέχωσαν διαλυμένες δομές υγείας, έσωσαν ζωές σε βομβαρδισμένα νοσοκομεία, μαρτύρησαν την αλήθεια και έγιναν σύμβολα. Ο Βεργέτης, άνθρωπος που συμμερίζονταν τον αγώνα τους, ήξερε γι’ αυτούς, μάθαινε, τους καμάρωνε. Και όλες αυτές οι σκέψεις έγιναν συναισθηματική φόρτιση, που φορτώθηκε στις ώρες, που καρτερούσε την Ελίζα Βελισσαράτου να δρασκελίσει το κατώφλι της πόρτας του σπιτιού του. Αλήθεια πώς έφτασε εκεί; Γιατί δεν επιδίωξε να τον συναντήσει στην Αθήνα, στο σπίτι του εκεί; Ερώτημα, που δεν είχε το χρόνο να επεξεργαστεί στο χρόνο που απέμενε μέχρι τη συνάντησή τους.


Τώρα την είχε απέναντί του, απλή, λιτή, παρ’ όλα αυτά επιβλητική αλλά και προσιτή. Δύο κούπες καφές και λίγα κουλούρια ήταν ανάμεσά τους στο όμορφο ξύλινο στρογγυλό τραπέζι.

“Λοιπόν πώς φτάσατε σε μένα;” Τη ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον.

“Η αλήθεια, κύριε Βεργέτη είναι ότι εσείς, κατά κάποιον τρόπο, φτάσατε σε μένα”, του είπε.

“Δεν καταλαβαίνω…”

“Ίσως να σάς βοηθήσω, να καταλάβετε”, τού είπε για να συνεχίσει “Δεν ήρθα τυχαία σε σάς, το όνομα και η δουλειά σας είναι ευρύτερα γνωστά. Η σχέση σας με τη λογοτεχνία, τη συγγραφή αλλά και τους κοινωνικούς χώρους, είναι κάτι που έπαιξε το ρόλο του για να θελήσω να σάς συναντήσω”

“Κυρία Βελισσαράτου, με τιμάτε πραγματικά, ευχαριστώ πολύ. Περιμένω να ακούσω πώς μπορώ να ανταποκριθώ”

“Θέλω να ακουμπήσω πάνω σας κάτι σημαντικό, κάτι ιδιαίτερο…” του είπε, προκαλώντας ακόμα περισσότερο την αγωνία του.

“Με κάνετε να αδημονώ…”

“Μπορεί να ακουστεί λίγο εγωιστικό αλλά, επιτρέψτε μου να σάς εξηγήσω το λόγο. Θα ήθελα να γράψετε ένα βιβλίο…”

“Τι βιβλίο;” έκανε εκείνος, νιώθοντας την κατάσταση να έρχεται στο ...γήπεδό του.

“Κάτι ας πούμε σαν τη βιογραφία μου!”

“Ω… εγώ;”

“Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα. Θέλω στη γραφή σας για μένα να αναδειχθούν, σαν ένα ιστορικό ντοκουμέντο όλα αυτά, που έχουν δει τα μάτια μου εκεί έξω, σε κόσμους και συνθήκες εφιαλτικές”


Ο Βεργέτης ένιωσε κάτι πολύ μεγάλο να ξετυλίγεται μπροστά του. Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του, ζητώντας επεξηγήσεις.

“Τα μάτια των αδύνατων ανθρώπων, η αγωνία τους μπροστά στο διωγμό, στη βία, στη φυγή. Η εκμετάλλευση εκείνων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, παιδιά που έχασαν τους γονείς τους σε πολεμικές επιχειρήσεις, πρόσφυγες ματωμένοι, κρατούμενοι εξαθλιωμένοι και βασανισμένοι. Θέλω να γράψετε για αυτά. Όσα είδα, όσα αντιμετώπισα. Θέλω να μιλήσω, να τα δώσω στον κόσμο. Να μάθει, να σπάσει ο καθεστωτικός κύκλος της σιωπής και της προπαγάνδας. Να μιλήσουμε για το φασισμό, για το δουλεμπόριο, για τους μισθοφόρους και τα εγκλήματά τους. Και επειδή η δική μου γραφή δεν τα καταφέρνει, θεώρησα ότι μπορείτε εσείς να αναλάβετε να μιλήσετε για μένα αλλά και για όλα αυτά”


Ο συγγραφέας ένιωθε να ανατριχιάζει από το βάρος της στιγμής. Μέχρι τώρα διάβαζε για όλα αυτά, τα παρακολουθούσε στενά από δίκτυα και μέσα αλλά τώρα καλούνταν να γίνει αυτός, που θα τα αποδώσει στον κόσμο.

“Μα… πώς θα το κάνω αυτό; Θέλω να πω, τι θα γράψω;”

Τον διέκοψε μαλακά και πειστικά.

“Μην ανησυχείτε γι’ αυτό κύριε Βεργέτη, θα σάς δώσω εγώ όλα όσα απαιτούνται για ένα τέτοιο έργο. Θα σάς τα δώσω εν είδη ημερολογίου, αν θέλετε να το βαφτίσετε έτσι. Όλα γραπτά. Πού έχω πάει, τι έχω συναντήσει. Φωτογραφίες, έγγραφα, συνεντεύξεις, μαρτυρίες συναδέλφων, υλικό της οργάνωσής μας, ηλεκτρονικό υλικό. Βίντεο, τα πάντα”

Η ένταση στον συγγραφέα ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν άρνηση αυτό που ένιωθε ή φόβος. Ήταν δέος και ευθύνη. Η Ελίζα το βίωσε στο πρόσωπό του και παρενέβη.

“Δεν θέλω να σάς πιέσω, αν αρνηθείτε θα το σεβαστώ απόλυτα χωρίς καμία παρεξήγηση, σάς το λέω ξεκάθαρα. Πάρτε το χρόνο σας και πείτε μου πότε θέλετε να σάς καλέσω.


Λένε ότι οι μεγάλες αποφάσεις παίρνονται στο φτερούγισμα της στιγμής του χρόνου. Και ίσως από ένστικτο, ίσως να μην υπάρχει εύκολη εξήγηση σε αυτό. Ο Βεργέτης δεν δίστασε μήτε δευτερόλεπτο. Και έδωσε τη θετική του απάντηση σε πλήρη συνείδηση, σε απόλυτο έλεγχο, σε ώριμη συγκίνηση και αποδοχή. Και είδε και τη δική της αντίδραση. Μια αντίδραση, που σημάδεψε τη ζωή του. Μια έκφραση αλησμόνητη. Σαν κάποιος να νιώθει να μοιράζεται ένα αφόρητο βάρος και να θέλει μ’ αυτό να μεταλαμπαδεύσει ολάκερη την κοινωνία.


“Σας ευχαριστώ με την καρδιά μου, κύριε Βεργέτη! Να ξέρετε ότι εγώ δεν διεκδικώ το παραμικρό από αυτό το βιβλίο. Μπορείτε να το πείτε κληρονομιά μου στις γενιές των ανθρώπων ή ένα όπλο απέναντι στο σκοτάδι και τη σιωπή”.

Πόσο τον εντυπωσίαζε η στάση της! Πόσο τη θαύμαζε! Ήξερε για εκείνη αλλά αυτό που ζούσε τώρα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν κάτι απτό, τόσο κοντινό. Την είχε απέναντί του, εκεί. Αν ήταν νέος θα μπορούσε, άνετα, κάποιος να πει ένιωθε θαυμαστής της, γοητευμένος.


Η Ελίζα έφυγε, ανανέωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο απόγευμα για να του φέρει τα στοιχεία, που του υποσχέθηκε. Και αυτές οι εικοσιτέσσερις ώρες έδειχναν να μην περνούν με τίποτα. Άλλαξε κάθε δική του αίσθηση στο χρόνο, γέμισε η σκέψη του με σκοπό και σχέδιο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτήν την τόσο δυνατή αγωνία και προσμονή. Το κεφάλι του έφτασε να καίει. Εκεί, προς το βράδυ είχε την αίσθηση ότι το πρόσωπό του έβγαζε φωτιές.


Πήρε τα χάπια του για να ηρεμήσει, μετρώντας τις ώρες. Με πολλές και διάφορες σκέψεις. Η Ελίζα ήρθε! Και ο ίδιος την υποδέχτηκε με ένα πρωτόφαντο αίσθημα ανακούφισης.

“Σ’ αυτόν το φάκελο θα βρείτε τα πρώτα γενικόλογα στοιχεία τόσο της δράσης μας συλλογικά αλλά και το περίγραμμα του δικού μου ημερολογίου. Μπορείτε να ξεκινήσετε την επεξεργασία των στοιχείων και το σκελετό του πώς θα δουλέψετε. Εγώ πλέον δεν μπορώ να παρέμβω στη σκέψη σας. Είστε λεύτερος να την καθοδηγήσετε”, του είπε.

“Τα υπόλοιπα;”

“Θα σας τα φέρω τις αμέσως επόμενες μέρες για να μπορέσω να τα σταχυολογήσω και εγώ, να τα βάλω σε μια σειρά”


Αντάλλαξαν τηλέφωνα επικοινωνίας. Η Βελισσαράτου έφυγε και ο Βεργέτης έμεινε μόνος, έτοιμος πια να οργανώσει τη δουλειά του. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη του υλικού του φακέλου, που του έφερε. Οι υποσχέσεις που άφηνε ήταν τέτοιες, που πραγματικά τον σοκάρισαν. Οι αναφορές στις επιχειρήσεις και δράσεις, που είχε αναλάβει η οργάνωση, στην οποία συμμετείχε η καταξιωμένη καθηγήτρια ήταν σαφέστατες και κυριολεκτικά πατούσαν μέσα τη φωτιά. Και αυτή η φωτιά, μεταδόθηκε και σε εκείνον. Άρχισε να δουλεύει εντατικά σε πυρετώδη ρυθμό. Έφτιαξε τη βάση επεξεργασίας του υλικού του και πλέον περίμενε την Ελίζα να του φέρει πλέον αναλυτικά στοιχεία.


Η πρώτη μέρα της αναμονής πέρασε, μαζί και η επόμενη. Ακολούθησε και η τρίτη και πλέον ο Έκτορας Βεργέτης ξεπέρασε το στάδιο της ανησυχίας και μπήκε σε αυτό της αγωνίας. Οι σκέψεις και τα ερωτήματα άρχισαν να τον βαραίνουν και να πληθαίνουν. Την τέταρτη μέρα της καθυστέρησης, την πήρε τηλέφωνο.

“Το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσατε είναι απενεργοποιημένο…”

Η μηχανογραφημένη φράση κλισέ, έκαιγε το μυαλό του. Η σιωπή και η απουσία τον έκανε νευρικό, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Αποφάσισε να δράσει και να πάρει πρωτοβουλίες. Μπήκε στο διαδίκτυο, έψαξε σελίδες και οργανώσεις. Βρήκε τα τηλέφωνα της οργάνωσης της Ελίζας Βελισσαράτου. Τηλεφώνησε.

“Η κυρία Βελισσαράτου βρίσκεται εκτός Αθηνών. Θα την ενημερώσουμε με την πρώτη ευκαιρία”

“Σάς έχει ειδοποιήσει ότι θα απουσιάσει; Βρίσκεται κάπου;” ρώτησε με αγωνία για να πάρει αρνητική απάντηση. Η γυναίκα που περίμενε, έδειχνε να είχε εξαφανιστεί.


Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Και φυσικά η πηγή του δεν μπορούσε παρά να είναι ο επιστήθιος φίλος του, ο γιατρός Ευγένιος Δημάρατος. Τον κάλεσε στον τηλέφωνο.

Ευγένιε καλησπέρα…”

“Καλώς τον Έκτορα, τι κάνεις φίλε μου;” ήχησε στα αυτιά του η χαμογελαστή φωνή του.

Του απάντησε αόριστα με τις κλασικές γενικόλογες αναφορές και εισαγωγές.

“Τα χάπια σου τα παίρνεις βρε παλιόγερε ή θα φτάσει η πίεση σου πάνω κι απ΄ την τιμή του λαδιού;”

Ο Έκτορας προσπαθούσε να δείχνει ήρεμος αλλά ο εκνευρισμός του δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Ο συνομιλητής του το είχε ήδη καταλάβει.

“Ευγένιε, θέλω από σένα μια χάρη, σε παρακαλώ…”

“Κάνω και τίποτα άλλο τα τελευταία χρόνια;” σχολίασε ο φίλος του.

“Είναι κάτι σοβαρό, αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα”

“Ο ήχος της φωνής σου, σε έχει ήδη ...προδώσει, Έκτορα, λέγε!”

“Με επισκέφτηκε μια γυναίκα για κάποια δουλειά, για να αναλάβω κάτι”

“Τι δουλειά;”

Ο Έκτορας, τον ενημέρωσε γενικόλογα για το είδος του θέματος.

“Εγώ πώς μπορώ να σε βοηθήσω;” τον ρώτησε ο Ευγένιος.

“Θέλω να μάθεις γι’ αυτήν, να ρωτήσεις, να ψάξεις…”

“Έκτορα με κάνεις και ανησυχώ. Για ποιαν πρόκειται;”

“Για την Ελίζα Βελισσαράτου, καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική σχολή και μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών των Γιατρών του κόσμου”


Ο Ευγένιος Δημάρατος, έμεινε εντελώς μετέωρος για λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα. Έριξε μια ματιά δίπλα του στην ανέμελη γυναίκα του, που παρακολουθούσε τη συνομιλία του.

“Η Ελίζα Βελισσαράτου ήρθε και σε βρήκε, Έκτορα;”

“Ναι, Ευγένιε, σε παρακαλώ, κάνε κάτι, είμαι σε αδιέξοδο”, τού είπε με ανεξέλεγκτη αγωνία, για να συνεχίσει “Πρέπει οπωσδήποτε να την βρώ, ακούς; Είναι μεγάλη ανάγκη; Αυτά που έχω στα χέρια μου πρέπει πάσει θυσία να βγουν προς τα έξω…”

Ο Δημάρατος άλλαξε εντελώς διάθεση. Σαν να σοβάρεψε απότομα εντελώς, σαν να βάρυνε.

“Εντάξει, Έκτορα! Στο υπόσχομαι. Θα το αναλάβω προσωπικά, μείνε ήσυχος. Θέλω να ηρεμήσεις και θα κινηθώ τώρα εγώ, όμως μην κάνεις καμία ενέργεια, μ’ ακούς; Σειρά σου να μού το υποσχεθείς”

“Εντάξει, Ευγένιε, θα περιμένω μήνυμά σου, σύντομα σε παρακαλώ, σύντομα…”


Έκλεισαν. Ο Ευγένιος άφησε το κινητό του στο τραπέζι. Ήταν εμφανώς προβληματισμένος, έδειχνε θορυβημένος.

“Τι συνέβη Ευγένιε; Τι έπαθε ο Έκτορας;” τον ρώτησε με έγνοια, η γυναίκα του.

Ο Ευγένιος την κοίταξε ίσια στα μάτια και απάντησε με φωνή βαθιά και αργή.

“Σε παρακαλώ δες πότε έχει καράβι για το νησί το συντομότερο…”

“Δεν καταλαβαίνω, τι συμβαίνει;”

“Κλείσε δυο εισιτήρια, φεύγουμε αμέσως για τον Έκτορα”

“Εντάξει αλλά θα μού πεις τι συμβαίνει;”

“Πάρε σε παρακαλώ, θα τα πούμε στο δρόμο, πάω στο νοσοκομείο και γυρίζω. Δεν έχουμε χρόνο…”

Η γυναίκα του Δημάρατου έριχνε πλάγιες ματιές στο σύζυγό της καθώς το ταξί τούς μετέφερε στο λιμάνι του Πειραιά. Με το πλοίο κλειστού τύπου, θα έφταναν εκεί σε λιγότερο από τρεις ώρες. Έβλεπε το σφιχτό πρόσωπο του Ευγένιου και μια μικρή φλέβα που τρεμόπαιζε στον κρόταφό του. Δεν άντεξε.

“Μήπως είναι ώρα να μού πεις τι συμβαίνει με τον Έκτορα;”

“Μού ανέθεσε μια πιεστική δουλειά”

“Τι δουλειά;”

“Μου είπε ότι τον επισκέφτηκε μια ώριμη γυναίκα, τού έφερε κάποια στοιχεία και του ανέθεσε να γράψει ένα βιβλίο για κείνη”

“Θαυμάσια, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να βρει πάλι το ρυθμό του ο φίλος μας”, αποκρίθηκε εκείνη.

“Ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα, Αλκμήνη;”

Η γυναίκα του τον κοίταξε περιμένοντας.

“Η Ελίζα Βελισσαράτου!”

Το πρόσωπο της γυναίκας του Ευγένιου πάγωσε με μιας.

“Τι είπες;” ψέλλισε.

“Ακριβώς αυτή! Ίσως δεν έπρεπε να τον αφήσω να πάει στο νησί”

“Μα είναι ο τόπος του, το πατρικό του, εκεί γράφει, εκεί δημιουργεί” του είπε εκείνη.

“Ναι αλλά και εκεί είναι οι δυνατές του συγκινήσεις”, απάντησε εκείνος.


Το πλοίο σαν να πετούσε πάνω στα κύματα του Αιγαίου. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα και ο Δημάρατος με τη γυναίκα του έφτασαν στο νησί.

“Δεν θα τον πάρεις ένα τηλέφωνο, Ευγένιε; Ότι ερχόμαστε;”

“Άσε να τού κάνουμε μια όμορφη έκπληξη” απάντησε εκείνος.


Και ναι, η έκπληξη ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Και μάλιστα η αποδοχή της δημιούργησε ένα δυνατό ξέσπασμα στον Έκτορα σαν είδε τον αγαπημένο του φίλο και τη γυναίκα του να δρασκελίζουν την πόρτα της εισόδου του. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου διαδοχικά. Ο Έκτορας φάνηκε, στην έκφρασή του, ότι είχε έντονα την ανάγκη από μια παρουσία ανθρώπων, που εμπιστευόταν. Ο Ευγένιος, διαπίστωσε, με την πρώτη ματιά, ότι ο φίλος τους ζούσε μια πολύ μεγάλη ένταση. Τόσο δυνατά εξωτερικευμένη, που θα την έλεγε κανείς στα όρια του παραληρήματος. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, εμφανώς άγρυπνα και κουρασμένα. Το κάτω χείλος του έτρεμε ακανόνιστα μαζί με τα χέρια του.

“Ευγένιε, Αλκμήνη… Σάς ευχαριστώ, που ήρθατε, το ‘ξερα ότι θα με βοηθήσεις! Το ‘ξερα ότι θα την εύρισκες”

Ο Ευγένιος τραβήχτηκε μαλακά από την αγκαλιά του. Τακτοποίησαν τα πράγματά τους, έριξε μια ματιά στο χώρο. Είδε ακαταστασία στο τραπέζι, ένα μπουκάλι ρακί, δύο ποτήρια.

“Έκτορα τι κάνεις; Είναι δυνατόν; Πίνεις;”

“Εντάξει μην το κάνεις θέμα, ένα δυο ποτηράκια ήπια, μού έκανε καλό, να ηρεμήσω…”

“Είσαι με τα σωστά σου μωρέ; Με τα χάπια σου πίνεις μπουκάλι τη ρακί; Αντιλαμβάνεσαι ότι μιλάμε για καταστροφή;”


Προσπάθησε να φέρει μια ηρεμία στο χώρο με τη γυναίκα του, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει να επιμελείται το χώρο.

“Κάτσε Έκτορα και πες μου”

“Εσύ πες μου, Ευγένιε, τη βρήκες; Σού είπα πως την έχω χάσει, σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Είχαμε ραντεβού και δεν ήρθε. Ρώτησα, έψαξα παντού, μέχρι και την αστυνομία εδώ πήρα μπας και έγινε κανένα ατύχημα, μού απάντησαν αρνητικά, λέγε”

“Ηρέμησε λίγο και πες μου…”

“Τι να σού πω;” εξεμάνη εκείνος; “Μπορεί κάτι να της έκαναν! Με όσα έμαθα για τη δράση της…”

“Τι έμαθες;”

“Ευγένιε, μού άφησε ένα φάκελο, σου λέω πριν μέρες και θα μού έφερνε τα υπόλοιπα” έκανε εκείνος.

“Πού είναι ο φάκελος, μπορώ να τον δω;” ρώτησε ο Δημάρατος ενώ η γυναίκα του είχε ήδη κάτσε κοντά τους. Ο Έκτορας σηκώθηκε, πήγε σε ένα ξύλινο φοριαμό, δίπλα στο γραφείο του, ξεκλείδωσε, έβγαλε ένα φάκελο και τον άφησε χτυπητά πάνω στο τραπέζι.

“Ορίστε!”

Ο γιατρός ξεφύλλισε λίγο το φάκελο, κοίταξε τη γυναίκα του και γύρισε στον Έκτορα.

“Τι με κοιτάς έτσι μωρέ Ευγένιε; Πες μου, βρήκες τίποτα; Πες μου!”

Η έξαψη θέριεψε μέσα του στη στιγμή, σαν έκρηξη, σαν επιληπτική κρίση. Τρέμοντας είχε πλέον αδράξει το φίλο του από τα χέρια και τον ταρακουνούσε με δύναμη”

Η Αλκμήνη από δίπλα ακούστηκε απευθυνόμενη στον άντρα της.

“Ευγένιε, σταμάτα, δεν είναι καλά!”

“Αλκμήνη, δεν υπάρχει επιστροφή, μόνο ένα σοκ θα τον επαναφέρει πάλι”

Ο γιατρός πήρε άμεσα τις αποφάσεις του. Δεν είχε παρά ελάχιστα περιθώρια. Ο Έκτορας παραληρούσε σε μια υστερική κρίση.

“Την έχασα, Ευγένιε! Την έχασα σού λέω, ήταν εδώ μπροστά μου! Έφυγε μέσα απ’ τα χέρια μου!’


Ο γιατρός σηκώθηκε όρθιος. Αποφασιστικά άρπαξε το φίλο του από τους ώμους. Εμφανώς συγκινημένος.

“Πάψε Έκτορα! Πάψε σού λέω! Σταμάτα! Σταμάτα πια!”

“Γιατί να σταματήσω Ευγένιε, γιατί;”

“Έκτορα, κατάλαβέ το σε παρακαλώ! Η Ελίζα, η γ υ ν α ί κ α σου, δ ε ν ζ ε ι πια!”


Ένα κράμα έκρηξης ήρθε στην ατμόσφαιρα. Ο συγγραφέας σπάραζε πλέον σε ένα ακατάληπτο θρήνο στην αγκαλιά του φίλου του.

“Όχι Ευγένιε, δεν είναι δυνατόν! Τι λες; Η Ελίζα…”

“Η Ελίζα έφυγε, Έκτορα! Η Ελίζα δεν είναι κοντά μας πια, αγαπημένε μου φίλε! Ησύχασε, πρέπει να το δεχτείς! Να το δ ε χ τ ε ι ς Έκτορα! Μήνες τώρα κινείσαι από το πραγματικό στο φανταστικό. Συμβαίνουν πράγματα γύρω σου και δεν ξέρεις αν τα έζησες ή όχι”


Μια εικόνα τραγική απεικονίζονταν στο φωτεινό δωμάτιο του νησιώτικου σπιτιού. Ο Έκτορας Βεργέτης σπάραζε στο κλάμα, σαν μικρό παιδί, στην αγκαλιά των δύο φίλων του. Έτρεμε, είχε ρίγη συγκίνησης. Ο Ευγένιος τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του σαν μωρό.

“Η Ελίζα δολοφονήθηκε, φίλε μου στο Νοσοκομείο στη Γάζα. Αυτή ήταν η τελευταία της αποστολή. Έβαλε μπροστά το κορμί της και τη μεγάλη της καρδιά όταν οι πάνοπλοι Ισραηλινοί μπήκαν αφιονισμένοι στα ιατρεία και στους θαλάμους. Πίσω της έκρυβε μικρά φοβισμένα παιδιά Παλαιστινίων, που ζούσαν τον απόλυτο εφιάλτη. Και η γυναίκα σου, Έκτορα, έγινε λέαινα! Πάλεψε, ούρλιαξε, για να σώσει τα παιδιά και τους συναδέλφους της. Και τη σκότωσαν εκεί στον ιερό βωμό της…”


Πλέον αν μπορούσε κάποιος να δει στο εσωτερικό του δωματίου θα έβλεπε μια παράξενη εικόνα. Τρεις άνθρωποι αγκαλιά έκλαιγαν και οι δυο από αυτούς σαν να νανούριζαν ένα μωρό παιδί ...εξήντα χρόνων να το ηρεμήσουν, να διώξουν τους εφιάλτες τους. Ο γιατρός συνέχιζε:

“Έτσι έφυγε η Ελίζα Βελισσαράτου, Έκτορα. Η γυναίκα σου! Έτσι μαρτύρησε! Και εσύ… δεν άντεξες την απώλεια, φίλε μου! Γιατί η απώλεια δεν διαχειρίζεται εύκολα, ακριβέ μου. Και τα στοιχεία με τον περιβόητο φάκελο, το έργο της, τα ντοκουμέντα της, τα έχεις εδώ από τότε. Και σε καρτερούν να γίνεις καλά, να πατήσεις γερά στα πόδια σου, στα συνειδητά λογικά σου και να γράψεις! Να γράψεις, Έκτορα! Να γράψεις για εκείνην! Ποια ήταν, τι έκανε, τι είδε όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και στο στερνό της ταξίδι! Σε περιμένει, Έκτορα! Να μάθει η κοινωνία και ο λαός, ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος εκείνων των ανθρώπων της προσφοράς, της αλληλεγγύης, του αγώνα για το δίκιο…”


Άρπαξε γερά τον Έκτορα, σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

“Τόσο καιρό, με τη θεραπεία προσπαθούσα να διαχειριστούμε το διπολισμό σου. Όμως η λύση είναι στα χέρια σου! Εκείνη ήρθε σε σένα, εκείνη έρχεται συχνά για να σού θυμίσει το καθήκον σου! Γράψε, Έκτορα! Αυτή είναι η λύτρωσή σου, αυτή είναι η δική της δικαίωση, φίλε μου…”


Στο σήμερα...


Ο Έκτορας Βεργέτης κίνησε αποφασιστικά το βήμα του προς τη μεγάλη έδρα με τους ομιλητές. Όλη η μεγάλη αίθουσα ήταν στο πόδι και χειροκροτούσε. Συνθήματα δονούσαν το χώρο. Ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Έφτασε στην έδρα. Του έδειξαν την καρέκλα του να καθίσει. Στο γραφείο μπροστά ήταν το βιβλίο!

Ο τίτλος γραμμένος σε ένα εξώφυλλο με όμορφα γραφικά και την εικόνα της! “Για μένα”. Με τα δάχτυλά του το άγγιξε. Το χάιδεψε σαν να ήταν το κορμί της όπως τότε, που στα νιάτα τους έκαναν έρωτα ονειρευόμενοι έναν όμορφο κόσμο. Τα έσοδα του βιβλίου θα πήγαιναν στη χρηματοδότηση της οργάνωσης των γιατρών. Τα μάτια του έγιναν υγρά, ο κόμπος στο λαιμό του πιο έντονος. Δευτερόλεπτα πριν κάτσει, άπλωσε τα μάτια του σε ένα ευρύ πανοραμικό βλέμμα μέσα στην αίθουσα. Και τότε πέρα εκεί στο βάθος στην ανοιχτή είσοδο, να! Να εκεί! Μια θολή στην αρχή φιγούρα πρόβαλε διστακτικά βαδίζοντας αργά στο χώρο. Σαν να χάθηκαν όλοι τριγύρω, που τους έβλεπε πλέον ασαφείς μορφές, την είδε! Ήταν εκείνη! Η Ελίζα Βελισσαράτου! Η δική του Ελίζα. Η Ελίζα του, που πλέον έσπασε τα δεσμά του δικού τους κόσμου και απλώθηκε διάπλατα στην αιωνιότητα και στην ιστορία. Ήταν τόσο όμορφη, σιωπηρή και εκφραστική. Σίγουρα ικανοποιημένη, γαλήνια. Ήρθε και στάθηκε διακριτικά κάπου σε μια γωνιά όρθια, χωρίς θόρυβο. Όπως ήταν πάντα η ζωή της.


Ένιωσε την αλμύρα από τα δάκρυά του να γεμίζει το στόμα του. Κατάφερε να ψελλίσει σιγανά:

“Για σένα αγάπη μου… Ήρθε η δική σου ώρα…”

Το χέρι του κινήθηκε αποφασιστικά στο σκληρό εξώφυλλο και καθώς κάθονταν δύο σταλαματιές δάκρυα σχημάτισαν ένα απειροελάχιστο ρυάκι πάνω στην πρώτη σελίδα, που είχε ήδη ανοίξει. Καθάρισε αποφασιστικά τη φωνή του.




Το παραπάνω διήγημα, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή, στο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μια ιδέα-Μια έμπνευση",  φιλοδοξώντας να κλείσει τον 1ο κύκλο συμμετοχών και θεματολογίας. Όλα τα διηγήματα, μικρά διαμαντάκια, μπορείτε να τα διαβάσετε είτε αναλυτικά είτε στην παρουσίασή τους, στο μπλογκ του δρώμενου: 

Μια Ιδέα-Μια έμπνευση

Υ.Γ. Φυσικά θα ακολουθήσει η δημοσίευσή του στο μπλογκ της βιβλιοθήκης του δρώμενου καθώς και το κλείσιμο του 1ου κύκλου.

Υ.Γ.2 Η εικόνα είναι δικό μου δημιούργημα στο πρόγραμμα https://starryai.com/