Η Ενότητα, "Ιστορίες Noir",
αναφέρεται σε κάποια δικά μου μικρά διηγήματα. Διάφορες ιστορίες, με
κάποια κοινά χαρακτηριστικά από αυτά που δίνουν τον χαρακτήρα του
"Noir".
@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@
"Μιας Νύχτας Παλιόκαιρος"
Ήθελε
τόσο να περπατήσει εκείνη τη νύχτα. Έτσι
έναν περίπατο χωρίς προορισμό. Στο
χάσιμο της βροχής, στη μυρωδιά που
αφήνουν τα χνάρια της σαν πέφτουν στη
Γη. Είχε καιρό να το κάνει. Το είχε ανάγκη,
το αποζητούσε σαν ένα παράθυρο στις
μαζεμένες σκέψεις που εισέβαλαν
απρόσκλητες στο μυαλό του. Ενός
κατασταλαγμένου μυαλού στα ώριμά του
χρόνια. Τα βήματά του έφτασαν στην άκρη
της μεγάλης προβλήτας. Αντικριστά του
απλώνονταν η θάλασσα. Ήρεμη, σκούρα,
όπου πέρα στο βάθος του ορίζοντα το
μαύρο της χρώμα έσμιγε με εκείνο του
ουρανού.
Έστριψε
να περπατήσει κατά μήκος του δρόμου της
παραλίας. Τότε τον είδε. Στεκόταν κάμποσα
μέτρα απέναντί του στο απέναντι στενό.
Δεν τον έκανες παραπάνω από τριάντα.
Στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει
πολλά από αυτόν παρά μονάχα τα γενικά
του χαρακτηριστικά και το ότι τον κοίταζε
λες και το βλέμμα του είχε προσκολληθεί
στα βήματά του.
Πήρε
μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να περπατά
κατά μήκος της παραλίας. Το σκοτάδι της
νύχτας, το βαθύ μαύρο της θάλασσας, τα
φώτα στους φανούς του δρόμου έστηναν
ένα διαρκές παιχνίδισμα με τις σκιές.
Το
βλέμμα του απλώθηκε πέρα ευθεία σαν να
προσπαθούσε να αδράξει το τέρμα του
παραλιακού πεζόδρομου. Όμως εκείνος
φαινόταν σαν να μην είχε τέλος και
σχημάτιζε μια απόλυτη προοπτική στη
γεωμετρία των ματιών του. Τις μακριές
ευθείες διέκοπταν που και που σε τακτά
διαστήματα τα αναμμένα φανάρια στα
αριστερά του.
Ένιωσε
την απόλυτη μοναξιά της νύχτας να τον
τυλίγει σαν μια μεγάλη βαριά μπέρτα.
Κάτι όμως του έλεγε ότι σε αυτήν του τη
βόλτα δεν ήταν μόνος. Κοντοστάθηκε και
γύρισε το βλέμμα του πίσω. Ο Ίδιος νεαρός
άντρας του στενού ήταν γύρω στα πενήντα
μέτρα πίσω του. Έμοιασαν και οι δύο σαν
ακίνητοι στύλοι καταμεσής του δρόμου,
ακίνητοι, ανέκφραστοι, σιωπηροί. Τα
βλέμματά τους μετρήθηκαν ίσια στα μάτια.
Προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό του
αλλά η απόσταση και το σκοτάδι δεν
βοηθούσαν. Κείνο που ξεχώριζε από εκείνον
ήταν η λυγερή κορμοστασιά του, το μεγάλο
σκούρο παλτό του που έφτανε κάτω ως το
γόνατο και ο σηκωμένος μεγάλος γιακάς,
που τύλιγε τον αυχένα του.
Τράβηξε
από τη μέσα τσέπη του σακακιού του το
πακέτο με τα τσιγάρα του, έβαλε ένα στο
στόμα του, αργά, νωχελικά, έψαξε το
αναπτήρα του, τον βρήκε και άναψε με
τρόπο λες τελετουργικό. Ο Καπνός της
πρώτης ρουφηξιάς σχημάτισε ένα ακανόνιστο
σχήμα στον αέρα. Είδε τον άλλον να ξεκινά
να περπατά προς το μέρος του. Γύρισε και
εκείνος αλλά αυτή τη φορά με βήματα πιο
αργά, έτσι που περίμενε κάποια στιγμή
να νιώσει την παρουσία του άλλου δίπλα
του, να τον προφτάσει, να σταθεί στο πλάι
του.
Το
βαρύ μαύρο του ουρανού αυλακώθηκε από
μια φιδωτή λάμψη, που αργότερα επαναλήφθηκε
έτσι λαμπερή αλλά βουβή. Κάπου πέρα
μακριά μια καταιγίδα σήμαινε τη δική
της παρουσία.
Ο
Δρόμος στην προβλήτα έστριψε δεξιά
μπαίνοντας σε ένα ήσυχο γραφικό λιμανάκι,
με τα μικρά σκάφη να λικνίζονται στα
παιχνιδίσματα ενός ανήσυχου παφλασμού
στη θάλασσα.
Μια
ακόμα λάμψη πέρα στον ορίζοντα ζοφερή
αλλά αυτή τη φορά δεν έμεινε βουβή. Ένας
απόκοσμος μακρινός βρόντος την συνόδεψε.
Η Καταιγίδα σίμωνε πιο κοντά.
Σε
λίγο άκουγε τον ήχο που έκαναν τα βήματα
του απρόσμενου ακόλουθού του πίσω του,
αχνά, πιο σαφή, έντονα, στο τέλος να
συντονίζονται με τα δικά του. Ύστερα
από λίγο βάδιζε δίπλα του, ανέκφραστος,
σιωπηρός.
Έκανε
μια κίνηση και μάζεψε το σακάκι του σαν
νάνιωθε γυμνός. Βάδιζαν και οι δύο στην
ίδια ευθεία πλάι-πλάι, στο ίδιο βήμα,
χωρίς να γυρίζει ο ένας στο πρόσωπο του
άλλου. Από μακριά σου έδιναν την εντύπωση
να μοιάζουν με μολυβένια στρατιωτάκια
που κινούνται παράλληλα στην ίδια ρότα.
-”Σε
περίμενα”, του είπε χωρίς να γυρίσει
καν να τον δει.
-”Είσαι
βέβαιος ;” έκανε ο νεαρός παγερά,
ανέκφραστα.
-”Ναι,
αργά ή γρήγορα σε περίμενα”.
-”Πως
ήξερες πως θάρθω ;”
-”Το
‘ξερα, δεν γινόταν αλλιώς, κάποια στιγμή
θα γινόταν”.
-”Σε
ταράζει η παρουσία μου ; ο ερχομός μου
;”
-”Πάντα
η σκέψη σου με τάραζε, τέτοιες παρουσίες
έχουν το δικό τους ειδικό βάρος”.
-”Συναισθήματα
;”
Το
πρόσωπό του έσπασε σε ένα παράξενο
χαμόγελο
-“Πολλά...!”
-”Φοβάσαι
;” ρώτησε ο νεαρός.
Ο
Άλλος κοντοστάθηκε για πρώτη φορά. Σαν
τα βήματά τους να πάγωσαν ξαφνικά. Τότε
γύρισε και τον κοίταξε για πρώτη φορά
μέσα στα μάτια. Ένα ζευγάρι καστανά
όμορφα μάτια λαμπύρισαν στα φώτα της
νύχτας σε ένα καλοσχηματισμένο πρόσωπο
με τις σκιές να κάνουν τα δικά τους
παιχνίδια στο φωτισμό του.
-”Αυτά
τα μάτια....” είπε και συνέχισε μετά από
έναν έντονο αναστεναγμό. Έμεναν και οι
δύο ακίνητοι καρφωμένοι λες στο τσιμέντο
της προβλήτας.
-”Δεν
είναι φόβος, είναι κάτι άλλο, κάτι
διαφορετικό”.
Άρχισαν
πάλι να βηματίζουν αργά με βήμα βαρύ.
-”Τι
είναι ; ενοχή ; τύψεις ; “.
Τράβηξε
μια βαθιά ρουφηξιά απ το τσιγάρο του.
Χωρίς να γυρίσει να τον δει απάντησε.
-”Ήρθες
να δικάσεις ;”
-”Ήρθα
να πάρω απαντήσεις, αν φυσικά έχεις...”
έκανε ο άλλος δίνοντας ένα σκληρό
σαρκασμό στις τελευταίες του λέξεις.
-”Για
όλα υπάρχουν απαντήσεις”.
-”Και
δικαιολογίες μαζί”
-”Εξαρτάται
από το τι είναι προετοιμασμένος να
ακούσει κανείς”.
-”Βλέπω
η ευφράδεια του λόγου σου συνεχίζει να
σε βοηθάει να ξεγλιστράς”, του πέταξε
ο νεαρός στον ίδιο τόνο.
-”Δεν
έχει νόημα μετά από τόσα χρόνια αυτό
που υπαινίσσεσαι”.
-”Αναρωτιέμαι
αν πόνεσες ποτέ σου” απηύθυνε το ερώτημά
του σκληρό.
Εκείνος,
σαν να σφίχτηκε αντανακλαστικά μέσα
του απάντησε
-”Εσύ
τι λες...”
-”Σημασία
έχει τι θα μου πεις εσύ”
-”Θέλεις
ντρίτες κουβέντες ;”
-”Δεν
νομίζεις ότι ήρθε η ώρα για αυτές ;”
Κοντοστάθηκε.
Γύρισε απότομα, νευρικά και τον κοίταξε
απαντώντας, ανεβάζοντας τον τόνο της
φωνής του.
-”Τι
νομίζεις λοιπόν ; ότι δεν το κουβαλάω
όλα αυτά τα χρόνια μέσα μου ; ότι δεν
είναι για μένα μια κηλίδα, μια χαρακιά
που εξωτερικά έκλεισε αλλά μέσα προκαλεί
τον ίδιο πόνο ; ένα μεγάλο κεφάλαιο της
ζωής μου”
Ο
νεαρός ατάραχος πήρε τη σκυτάλη
-”Το
θέμα είναι το αποτέλεσμα. Εγώ πιστεύω
ότι έκανες τη δουλειά σου, έτσι απλά.
Μονάχα την πάρτη σου και τον εαυτούλη
σου. Μέχρι εκεί βάσταγαν τα κότσια σου.
Και μόλις ζόρισε το πράγμα λάκισες με
τον πιο βρώμικο τρόπο”, του πέταξε
κατάμουτρα.
Αρπάχτηκε....!
σαν να δέχτηκε κατάμουτρα έναν παγωμένο
κουβά νερό μέσα στο χειμώνα.
-”Σταμάτα....!
πάψε...!”
-”Είμαι
όλος περίεργος να ακούσω τι θα μου πεις”
Ξεκίνησαν
και πάλι τον βηματισμό τους στο ίδιο
ακριβώς ντεκόρ.
-”Μεγάλες
κουβέντες, λουσμένες σε όμορφα και βαριά
λόγια”, ξεκίνησε το λόγο του στο νεαρό,
“Κουβέντες μεγαλόσχημες, από δικά σου
γονικά πρόσωπα, από τον δημιουργό σου
ίσως. Προσταγές για σεβασμό, καθήκοντα
σκληρά που φορτώνουν τα νεανικά σου
χρόνια με βάρος ασήκωτο. Εξιδανίκευση
καταστάσεων και προσώπων. Οικογένεια,
Μητέρα, Πατέρας. Πρόσωπα που ντύνονται
με χρέη και οφειλές παρά με ελεύθερα
συναισθήματα. Και αντί για αξίες ζωής
γίνονται καταδίκη”
-”Και
η δική σου κρίση ;”
-”Η
Δική σου κρίση μα την αλήθεια....”, γέλασε
καγχάζοντας, “η δική σου κρίση έχει
διαμορφωθεί με σημαίες καρφωμένες στο
κορμί σου και στο λογισμό σου. Και χίλια
δυό πρέπει να στέκουν πάνω απ το κεφάλι
σου σαν αριθμημένη ημερήσια διαταγή.
Πρέπει να κάνεις αυτό, χρωστάς στην
Μητέρα σου το τάδε, στον Πατέρα σου
εκείνο, και πρέπει εσύ να ανταποδώσεις
αυτό που πήρες. Δεν έχεις δικαίωμα να
διαψεύσεις τέτοια προσφορά ζωής,
πρέπει.... πρέπει... πρέπει... αμέτρητα
πρέπει. Και εσύ ; πουθενά εσύ...! οι
άλλοι...! ή μάλλον κάποια πρόσωπα για τα
οποία θα διαμορφώσεις τη ζωή σου έτσι
ώστε να τα υπηρετείς με κάθε κόστος”
-”Που
είσαι εσύ σε όλα αυτά ; η δική σου θέση”
-”Πόσο
όμορφα ακούγονται. Δες τριγύρω παρόμοιες
συμπεριφορές και στάσεις, ωωωω η Μητέρα
σου είναι ύψιστο πρόσωπο που της χρωστάς
ευγνωμοσύνη και οφείλεις να την υπηρετείς
μέχρι να κλείσει τα μάτια της. Ο Πατέρας
σου επίσης. Βλέπεις πόσο ηθικά κατοχυρωμένα
είναι όλα αυτά ; και εκείνοι που σου
υπέγραψαν, χωρίς να σε ρωτήσουν, αυτήν
την αποστολή δεν βάζουν καθόλου στην
υπόθεση αυτή εργασίας το ότι η ζωή
αλληλεπιδρά κάθε στιγμή και συνεχώς με
πρόσωπα και καταστάσεις που αλλάζουν...”
-”Δηλαδή
;”
-”Δηλαδή
τα πρόσωπα που είναι οι αποδέκτες της
ευγνωμοσύνης γιατί ντε και καλά πρέπει
να την αξίζουν ;”
-”Στάθηκες
βολικά σε όλο αυτό δεν νομίζεις ;”
-”Ίσως
να ακούγεται και έτσι. Όμως ο πνευματικός
ευνουχισμός του ανθρώπου είναι έγκλημα.
Η πλύση εγκεφάλου το ίδιο. Η Δύναμη αυτής
της πίεσης τρομακτική. Δεν το λέω για
φτηνή δικαιολογία. Περισσότερο το λέω
σαν επιχείρημα για τρίτους στο μέλλον
παρά για μένα.”
-”Πως
το ξεκαθάρισες αυτό μέσα σου ;”
-”Στη
ζωή μας θα εμφανιστούν πρόσωπα που θα
παίξουν καταλυτικό ρόλο σ’ αυτήν.
Πρόσωπα, μεγάλα, σημαντικά. Που όμως
έχουν μια εντελώς διαφορετική λειτουργία
κοντά μας. Για παράδειγμα άλλο πράγμα
είναι ένα σύντροφός σου και άλλο πράγμα
ο γονέας σου. Άλλο θα πάρεις από τον
έναν άλλο από τον άλλον.”
-”Σωστά....!
εσύ το ξεκαθάρισες μέσα σου αυτό ; τα
έβαλες στη θέση που τους πρέπει ; ή
περίμενες υποχρεωτικά να συμφωνήσουν
για να προχωρήσεις μπροστά ; Με λίγα
λόγια δεν αποδέχτηκες ποτέ ότι οφείλεις
να έχεις το θάρρος να βάλεις τα πράγματα
και τους ρόλους τους στη θέση τους”
-”Μα
οι άλλοι μου το έκαναν αυτό”
-”Να
το δεχτώ, εσύ φρόντισες όμως να τους το
δείξεις ; όταν μία μεριά πήγε να διεκδικήσει
μονόπαντα τα πάντα, εσύ στάθηκες εκεί
που πρέπει ; και αν δεν υπήρχε περίπτωση
ισορροπίας, εσύ φρόντισες κριτικά να
σταθείς στο μέρος του δικαίου ; Γιατί
αν θες τη γνώμη μου απλά παλινδρομούσες
πέρα-δώθε αποφεύγοντας το κόστος της
ρήξης.”
Η
καταιγίδα ζύγωνε όλο και πιο κοντά τους
καθώς οι λάμψεις στον ουρανό αλλά και
η απόκριση της βροντής γίνονταν όλο και
πιο συχνές. Ο νεαρός τον κοίταξε και τον
ρώτησε ξανά.
-”Εκείνη
την σκέφτηκες καθόλου ; μέσα σε όλη αυτήν
την αντάρα, τη σύγκρουση. τι θέση είχε
εκείνη ; πήρε ένα κομμάτι από αυτό που
άξιζε ; από αυτό που σού ‘δωσε ; τις της
είπες διάολε ; τι επιχείρημα σκαρφίστηκες
για να την μεταχειριστείς έτσι ; με τι
την εκβίασες ; ποια δολερά ψέμματα
μεταχειρίστηκες ; εκτός αν πίστευες
τότε ότι ευθύνεται και αυτή ”
Κοντοστάθηκαν
αντικριστά ο ένας στον άλλον. Όπως
αναμετρώνται λίγο πριν την τελική αμάχη
δυό παλαιστές, δυό μονομάχοι. Άρπαξε
τον νεαρό απ τους ώμους δυνατά.
-”Σταμάτα
να μιλάς έτσι ακούς ; δεν νομίζεις ότι
το παρατραβάς ;”
Ο
Νεαρός, τον έσπρωξε πέρα δυνατά
συνεχίζοντας οργισμένα.
-”Δειλέ....!
ένας δειλός υπήρξες πάντα....! ποτέ σου
δεν πήρες την απόφαση να αναμετρηθείς
με τους φόβους σου. Κιότευες μπροστά
τους. Το ...καλό παιδί...! χα....! ας γελάσω
πανάθεμά σε. Το έπαιζες καλός με όλους
αδιαφορώντας αν σε αυτές τις ίσες
αποστάσεις σκορπούσες θλίψη, απογοήτευση,
αδυναμία. Βολεύτηκες στο οικοδόμημα
που σου έπλασαν και σαν ήρθε η στιγμή
να κρίνεις την αλήθεια. Την αλήθεια της
ζωής και όχι του κόσμου που σού έπλασαν
τι έκανες ; πες μου τι έκανες ; τα ρήμαξες
όλα...!”
-”Μην
παριστάνεις τον Εισαγγελέα...! Τα μετά
δεν τα λογαριάζεις ; η ζωή δεν είναι μια
εικόνα μονάχα, δεν είναι μόνο ένα καρέ
μιας ταινίας. Η ζωή κρίνεται συνολικά
σε μια πορεία μαζεμένη. Με ρώτησες αν
εκείνη την σκέφτηκα. Μα δεν έκανα και
τίποτα άλλο από εκείνη τη στιγμή...”
-”Χα...!
από εκείνη τη στιγμή λες, το προσέχεις
; με λίγα λόγια μετά από όσα έγιναν.”
-“Δεν έβλεπα τη σχέση μας στο ότι κάτι
της χρωστούσα, όχι σαν χρέος ή σαν
εξευμενισμό. Αλλά γιατί το ήθελα, το
ένιωθα. Την αγαπούσα. Και ξέρεις πολύ
καλά ότι πάλεψα”.
-”Μόνο που εγώ είμαι απόψε εδώ για εκείνη
τη στιγμή και για κακή σου τύχη για
εκείνη σου την απόφαση. Εγώ, αγαπητέ
είμαι η δημιουργία εκείνης της στιγμής,
εκείνης της απόφασης. Της δικής σου
απόφασης...!”
-”Και
λοιπόν ;” ούρλιαξε εκείνος, πες επιτέλους
τι θέλεις ; τι ζητάς ;
-”Κάθε
απόφαση στη ζωή μας, κάθε μας στιγμή
παράγει μια επόμενη, χτίζει καταστάσεις,
δημιουργεί ευθύνες, σκάβει κόσμους και
συναισθήματα, δεν το έμαθες αυτό παρά
τα χρόνια σου ;”
-”Με
δικάζεις λοιπόν ;”
-”Εγώ
; τι να δικάσω εγώ ; σκέψου....! τι είμαι
εγώ ; τι θα μπορούσα να είμαι εγώ ; μήπως
είμαι το αποτέλεσμα μιας απόφασης ; μιας
καταδίκης ; υπάρχω άραγε ; που ; σε ποια
σκέψη ; σε ποιον κόσμο ; νοερό ; φανταστικό
; πραγματικό ; ονειρικό ; πως πέρασα εγώ
απ τη ζωή σου ; σαν τι ; σαν ευλογία ; σαν
κατάρα ; σαν ατύχημα ; μίλα...! δεν μπορεί
διάβολε, κάπου με επικαλέστηκες, για
κάποιο λόγο με αναζήτησες, είμαι γέννημα
επιλογής, δεν ήρθα από το πουθενά.”.
Οι
δυό άντρες έγιναν ένα. Ένα παράξενο
σφτιχταγκάλιασμα μέσα στη νύχτα. Ένα
δέσιμο που δεν ήξερες τι χαρακτήρα είχε
; δυό φιγούρες που εκεί στην άκρη της
ατέρμονης εκείνης προβλήτας άρχισαν
να βρέχονται με τις ριπές απ τον παφλασμό
της θάλασσας που θέριευε λες και
ακολουθούσε τα δικά τους αισθήματα.
Σιγά-σιγά,
όπως ήρθε η αντάρα στην κουβέντα τους
έτσι και έφυγε. Χώρισαν από το σφιχτό
τους σμίξιμο και συνέχιζαν να περπατούν
δίπλα ο ένας στον άλλο. Ο Λόγος του ώριμου
άντρα ακούστηκε ξανά.
-”Δεν
αναγνωρίζεις λοιπόν το βάρος της ευθύνης
; δεν μπορείς να δεις αν μπορούσα να την
σηκώσω ;”
-”Γυρεύεις
ελαφρυντικά ; να στα δώσω αν τα χρειάζεσαι,
αλλά που ωφελούν ; το βάρος αυτό που εγώ
να δεχτώ δεν μπόρεσες να διαχειριστείς,
σε μια απόφαση εγκεφαλική, προειλημμένη
δεν έπρεπε να το σκεφτείς ; δεν έπρεπε
να ζυγίσεις τις δυνάμεις σου ; να πεις
μπορώ ; αντέχω ; και εκεί να το δεχτώ να
έλεγες όχι απ την αρχή”
-”Σαν
έφυγες πήρα μια απόφαση”.
-”Δεν
ξέρω καν αν ήρθα” τον πρόλαβε ο νεαρός.
-”Έκανα την επιλογή μου. Μια και μοναδική.
Κοντά της. Εκεί που της αξίζει”.
-”Άργησες”.
-”Κάνεις
λάθος....! άργησα ναι αλλά όχι τόσο ώστε
όλα να σβηστούν, να χαθούν. Χλώμιασαν
ναι, απέκτησαν υποθήκη μια κηλίδα θλίψης,
ένα τραύμα που πονά, που δεν σβήνει
εντελώς. Όμως το μετά στήθηκε όλο πάνω
στα θεμέλια μιας καινούργιας ζωής. Δεν
κλείνουν όλα που να σε πάρει σε σένα”
-”Μπήκες
στον κόσμο της να διαβάσεις ; άνοιξες
τα κελάρια της ζωής της που κρατά
σφαλισμένα με εκείνη σου την απόφαση ;
είχες το κουράγιο και τη δύναμη να το
κάνεις ; αλλά σε είχαν ντύσει στο ψέμμα
τους, στην παραπλάνησή τους, διάβασες
την απόγνωση στα μάτια της ; ”.
-”Τι
σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν τόκανα.”
-”Οι
μεγάλες αποφάσεις κρίνονται στις μεγάλες
ώρες, στην ώρα της φωτιάς. Είχες την
ωριμότητα να δεις την αλήθεια πίσω ένα
σάπιο οικοδόμημα πάνω στο οποίο έκανες
τα βήματά σου ;”
-”Όχι,
μα την αλήθεια όχι....! ποτέ δεν πίστεψα
ότι αυτό που μου όρισαν να υπηρετήσω με
τόσο προσήλωση ήταν βαθιά άρρωστο και
τελικά μάταιο. Πόση παραφροσύνη σε μια
συμπεριφορά”.
Σταμάτησαν.
Οι δυνατές βροντές διέκοψαν τον παράξενο
εκείνο διάλογό τους. Ένας αλλόκοτος
αέρας, ο αέρας πριν την καταιγίδα έδερνε
επίμονα τα πρόσωπά τους. Ο νεαρός με ένα
απλανές ύφος ακούστηκε.
-”Την
έβλεπα προχθές να κοιτά εκείνη την
όμορφη φωτογραφία της με την αφιέρωσή
της σε σένα. Πολλοί της φέρθηκαν σκληρά.
Δεν ήθελε να είσαι ανάμεσά τους...”
“-Πάψε,
σταμάτα πανάθεμά σε, η ζωή κύλησε έφυγε,
προχώρησε. Δεν σταμάτησε εκεί. Ζήσαμε
τόσα όμορφα πράγματα μετά, τόσες στιγμές,
τόση αγάπη. Ναι, να δεχτώ όσα λες. Όμως
έκανες τον κόπο να μετρήσεις όλο αυτό
το μετά ; να καταγράψεις τα γενόμενα ;
όχι δεν το έκανες. Το προσπερνάς. Στέκεσαι
μονάχα σε μια στιγμή και μετά σβήνεις
τα πάντα”
-”Τότε
να φύγω, δεν έχω καμιά δουλειά πια εδώ”,
έκανε ο νεαρός με απόμακρη φωνή.
-”Ναι....!”
έκανε εκείνος με μια φωνή ανακατεμένη
με κάτι σαν λυγμούς. “Να φύγεις πανάθεμά
σε....! να μην ξανάρθεις ακούς ; να μείνεις
πέρα μακριά εκεί που ανήκεις, στο άγνωστο,
να φύγεις....!”.
Τον
άρπαξε από το πέτο σχεδόν κλαίγοντας,
ταρακουνώντας τον πέρα-δώθε σαν
καρυδότσουφλο.
-”Πάψε
πια να γυροφέρνεις πίσω μου σαν σκιά
μου. Πάψε να κρέμεσαι πάνω μου. Να
τριγυρνάς σαν Ερινύα ολόγυρά μου. Τι
θέλετε όλοι από μένα ; τι ζητάτε ; από τα
χρόνια τα πρώτα μου κρεμαστήκατε πάνω
μου ασήκωτες πέτρες. Πόσες να κουβαλήσω
; Να φύγεις....! να χαθείς...! Τώρα πια δεν
έχεις καμιά δουλειά εδώ μ’ ακούς ; καμιά
δουλειά”.
Η
Φωνή του έγινε ουρλιαχτό σαν να αλυχτούσε
μέσα στη νύχτα. Τα κορμιά τους πήγαιναν
πέρα-δώθε σαν δυό μεγάλα δέντρα που
αντιμάχονταν στην αντάρα του αγέρα.
-”Πάψε
να με κοιτάς μ’ αυτό σου το βλέμμα,
χρόνια ολάκερα. Ξέρω ότι ματώνεις...!
ξέρω ότι πονάς και εσύ, ξέρω ότι δεν
έφταιξες εσύ, ειδικά εσύ....! Πάψε....”
Μια
φωνή που ενώθηκε με την μπόρα που ξέσπασε
λυσσασμένη σαν νάθελε να σμίξει με την
αντάρα τους. Μια φωνή που χάθηκε μέσα
στον πάταγο της καταιγίδας που απλώθηκε
παντού σβήνοντας τις φιγούρες απ την
προβλήτα που ολάκερη απ’ άκρη σ’ άκρη
έγινε μια θολή γκρίζα ζωγραφιά λες
αφηρημένης τέχνης.
.....................................................................................................
.....................................................................................................
Η
Μεγάλη μπόρα είχε περάσει. Ο Παφλασμός
της θάλασσας στο μικρό λιμανάκι είχε
κοπάσει. Ο Αέρας είχε γαληνέψει. Ένα
ψιλό εκνευριστικό ψιλόβροχο μούσκευε
τώρα την προβλήτα. Από μακριά τα φώτα
στις κολόνες έγιναν ένα θαμπό σύμπλεγμα
με τους φανούς των αυτοκινήτων που
αναβόσβηναν στις οροφές τους. Άξαφνα
το ερημικό εκείνο κομμάτι είχε πάρει
ζωή μέσα στη νύχτα.
Το
μαύρο υπηρεσιακό Audi σταμάτησε
εκεί κοντά στην άκρη. Ο Αστυνόμος Δεναξάς
κατέβηκε μουρμουρίζοντας διάφορα για
το εκνευριστικό ψιλόβροχο και το
προχωρημένο της νύχτα. Βημάτιζε γρήγορα
με άγχος προς το μέρος όπου ένα νοσοκομειακό
αυτοκίνητο, δύο περιπολικά
της Αστυνομίας και δύο μοτοσυκλέτες
ήταν παρκαρισμένα εκεί ακανόνιστα. Οι
αναμμένοι φανοί έδιναν στην ατμόσφαιρα
μια νότα διαστημικού κέντρου.
Ο
Δεναξάς πλησίασε τους συγκεντρωμένους.
Έφτασε κοντά τη στιγμή που οι δύο
διασώστες φόρτωναν ένα φορείο με κάποιο
σώμα τυλιγμένο σε νάυλον θήκη.
-”Αστυνόμε,
καλησπέρα...!”
Ο
Δεναξάς μόρφασε δυσαρεστημένα
-”Που
την είδες Καραλή ; τι έχουμε εδώ ; τι
συμβαίνει ;”
-”Τα
παιδιά, το ζευγάρι από εδώ, τραβήχτηκαν
εκεί κάτω στη γωνία στο σκεπαστό την
ώρα της καταιγίδας, άκουσαν θόρυβο,
είδαν κάποιον να πέφτει στη θάλασσα και
μέχρι να έρθουν με όλο αυτό το χαλασμό,
τον βρήκαν να επιπλέει...”.
Ο
Αστυνόμος πλησίασε με γρήγορα βήματα
στο νοσοκομειακό. Σταμάτησε λίγο τους
διασώστες. Τράβηξε το φερμουάρ προς τα
κάτω. Το παγωμένο, ακίνητο πρόσωπο ενός
ώριμου άντρα πρόβαλε στο ημίφως”
-”Αυτός
εδώ είναι ;”
-”Ναι,
Αστυνόμε”.
-”Έχουμε
στοιχεία ; βρήκες τίποτα ; ποιος είναι
;”
-”Στο
σακάκι του βρέθηκε το πορτοφόλι του.
Μέσα είναι και η ταυτότητά του”.
Ο
Δεναξάς κούμπωσε το φερμουάρ ως τα πάνω
μέχρι που το πρόσωπο του θύματος κλείστηκε
πάλι στον δικό του κόσμο έχοντας γίνει
πλέον ένα άψυχο φορτίο.
-”Είναι
όλα εντάξει ; να φύγουν τα παιδιά Καραλή
; τελειώσατε ;”
-”Ναι,
ναι όλα εντάξει”.
Ο
Δεναξάς γύρισε στους διασώστες. “Εντάξει
παιδιά, μπορείτε να φύγετε. Καλό ξημέρωμα”.
Γύρισε
προς τον υφιστάμενό του τον Υπαστυνόμο
Καραλή.
“Έχεις
τα παιδιά που τον βρήκαν εδώ ;”
-”Ναι
είναι εκεί, τους είπα να περιμένουν λίγο
μέχρι να ‘ρθείτε”.
Τράβηξε
τον Υπαστυνόμο προς το μέρος τους. Ήταν
δύο νεαρά παιδιά κάπου γύρω στα 23-25.
Βρεγμένα αρκετά και ταλαιπωρημένα. Ο
Δεναξάς τους μίλησε ευγενικά
-”Καλησπέρα
παιδιά, που τον βρήκατε πως έγινε ;”
Ο
Νεαρός ξεκίνησε να εξηγεί με μικρές
παρεμβάσεις της φίλης του.
-”Κάναμε
μια μικρή βόλτα εδώ στο λιμανάκι. Η
Καταιγίδα μας έπιασε απότομα. Τρέξαμε
κάτω από το Υπόστεγο εκεί μπας και
κοπάσει να φύγουμε για το αυτοκίνητο.
Την ώρα της καταιγίδας κάπου εδώ είδαμε
μια σκιά, μια ανθρώπινη φιγούρα...”
-”Ήταν
μόνος ;”
-”Ναι,
ναι”
-”Είστε
σίγουροι ; θέλω να πω, η καταιγίδα, η
ορατότητα δεν είναι καλή, μήπως εκεί
κοντά του ή πιο πριν κάποιος ;”
-”Όχι
κ. Αστυνόμε”, παρενέβη η κοπελιά. “Τον
είχαμε δει και νωρίτερα. Η προβλήτα
είναι στην ευθεία μεγάλη. Πριν την
καταιγίδα τον είδαμε να περπατά μόνος.
Μετά κάποια στιγμή μέσα στην όλη αντάρα
τον χάσαμε, προς στιγμή τον είδαμε να
πέφτει στο νερό. Τρέξαμε ως εδώ. Η
καταιγίδα λυσσομανούσε. Είχε χαθεί το
σώμα του ανάμεσα στις βάρκες στο λιμανάκι.
Δεν βλέπαμε τίποτα. Ο Νίκος πήδηξε στη
βάρκα από εκεί που ήταν πιο εύκολα αλλά
και πάλι τίποτα. Μετά από λίγα λεπτά
φάνηκε να επιπλέει πέρα εκεί...” τελείωσε
η κοπέλα με έναν κόμπο και έντονα τα
σημάδια του σοκ στη διάθεσή της.
Ο
Δεναξάς, την σκέπασε διακριτικά με το
μουσκεμένο μπουφάν της.
-”Εντάξει
παιδιά, μπορείτε να φύγετε, ευχαριστούμε.
Είστε χάλια. Μόνο, αν θέλετε σας παρακαλώ
αύριο να έρθετε να υπογράψετε μια
κατάθεση, σας είπαν τα παιδιά εδώ έτσι
;”
-”Ναι
έχουμε συνεννοηθεί με τα παιδιά” μπήκε
στην κουβέντα ο Καραλής , “έχουμε
κρατήσει και στοιχεία”.
-”Καληνύχτα
παιδιά και προσπαθείστε να ηρεμήσετε”
τα καληνύχτισε ο Αστυνόμος γυρνώντας
στον υφιστάμενό του.
-”Ο
Θεοδώρου ήρθε ;”
-”Ναι,
πριν από σας, εκεί είναι νάτος, φεύγει”
του έδειξε προς τα αριστερά ένα ανθρακί
Πεζό στο οποίο κάποιος είχε ήδη ανάψει
τη μηχανή. Ο Δεναξάς στράφηκε στο μέρος
του φωνάζοντας
-”Γιατρέ....!
γιατρέ....!”
Ο
Άλλος έμεινε μέσα στο αυτοκίνητο να
περιμένει.
-”Γειά
σου Αστυνόμε”.
-”Καλησπέρα,
τι έχουμε ; τι είδες ;”
-”Περίπου
πενηντάρης, άντρας καθώς είδες, πνιγμός
κατά 90% με την πτώση στο νερό”.
-”Είδες
τίποτα περίεργο ;”
-”Αν
εννοείς χτυπήματα Δεναξά, στα εμφανή
του σημεία, πρόσωπο, χέρια, όχι είναι
πεντακάθαρος, τα υπόλοιπα θα στα πω
μετά, αύριο”
-”Τι
έχεις κατά νου Γιατρέ ;”
-”Βιάζεσαι
Αστυνόμε...! βιάζεσαι...! ο άνθρωπος
πνίγηκε. Τραύμα από χτύπημα ή κάτι άλλο
δεν έχει. Τώρα αν τον έσπρωξε κανείς να
πέσει μέσα τι να σου πω, αυτό είναι δική
σου δουλειά, τα υπόλοιπα αύριο, θα έχεις
επίσημη αναφορά”
-”Εντάξει
Γιατρέ, ευχαριστώ, θα μιλήσουμε, καλή
σου νύχτα”
-”Καληνύχτα
παιδιά” είπε ο Γιατρός και έφυγε.
Στην
προβλήτα άρχισε να πέφτει και πάλι
ησυχία. Το ασθενοφόρο έφυγε, οι
μοτοσυκλετιστές της αστυνομίας επίσης.
Έμεναν τα δύο περιπολικά. Ο Δεναξάς
έπιασε τον Καραλή απ τον ώμο βαδίζοντας
προς το αυτοκίνητό του.
-”Έλα
θα σε πάρω εγώ, θέλω μια παρέα στο γυρισμό,
ενημέρωσε τα παιδιά να φύγουμε εκτός
αν έχουν κάτι άλλο.
Σε
λίγο βάδιζαν δίπλα-δίπλα στην προβλήτα
προς το αυτοκίνητο του Δεναξά.
-”Τι
πιστεύεις Καραλή ;”
-”Δεν
φαίνεται για έγκλημα Αστυνόμε, μάλλον
ατύχημα το βλέπω. Βάδιζε κοντά στην
άκρη, έπιασε η βροχή, έτρεξε, γλίστρισε,
έπεσε. Με τόσα ρούχα δύσκολα να γλυτώσεις
σε τέτοιες συνθήκες.
-”Και
δεν βρέθηκε πουθενά να πιαστεί ; να
γαντζωθεί ; γεμάτο σχοινιά ολόγυρα,
βάρκες, πανάθεμά το...”
-”Δεν
θέλει και πολύ Αστυνόμε να γίνει, εκτός
αν....”
-”Εκτός
αν ;” τον κοίταξε έντονα ο Δεναξάς.
-”Δεν
θέλει και πολύ ο άνθρωπος να φύγει...”
-”Αυτοκτονία
;”
-”Είναι
πιθανό”
-”Αποκλείεις
το έγκλημα ;”
-”Όχι
αλλά οι ενδείξεις δεν το προκρίνουν, θα
δούμε...”
Ο
Δεναξάς κοίταξε ολόγυρα. Το ψιλόβροχο
συνέχιζε να πέφτει εκνευριστικά. Άπλωσε
τη ματιά του πέρα στον σκοτεινό ορίζοντα
και στα νερά της θάλασσας.
-”Τι
μπορεί να θέλει ένας άνθρωπος, μόνος απ
ότι δείχνουν τα πράγματα, μέσα σε τούτη
την αντάρα. Ποια βήματα και σκέψεις τον
έφεραν ως εδώ. Τι ήταν εκείνο που τελικά
τον έσπρωξε στο νερό ; ένα παραπάτημα
ίσως ; κάτι άλλο βαθύτερο, που θα μείνει
μαζί του για πάντα χωρίς ποτέ να μαθευτεί
;”
-”Φιλοσοφική
διάθεση απόψε κ. Αστυνόμε”, τον διέκοψε
ο συνεργάτης του. Ο Δεναξάς γύρισε και
τον κοίταξε.
-”Πάντα
με τρόμαζε η διαπίστωση του πόσο πρόστυχα
και εύκολα χάνεται μια ζωή Καραλή σε
αντιδιαστολή με το πόσο βασανιστικά
δημιουργείται”.
-”Έχετε
δίκιο”.
Είχαν
φτάσει ήδη στο αυτοκίνητο.
-”Έλα
μπες, πάμε να φύγουμε, παλιόκαιρος απόψε
και μας πήρε πάλι η νύχτα...”
Το
αυτοκίνητο γλίστρισε αθόρυβα μέσα στον
βροχερό δρόμο. Η Προβλήτα έμεινε παντελώς
έρημη, με τα φώτα να λαμπυρίζουν παράξενα
μέσα στα μουσκεμένα μέρη του δρόμου. Οι
σκιές έπαιζαν το δικό τους παιχνίδι με
αλλόκοτα σχήματα και μορφές.
Στη
γωνιά του δρόμου, στο πιο βαθύ σκοτάδι,
πρόβαλε αργά μια γνώριμη σκοτεινή
ανθρώπινη φιγούρα. Το μεγάλο σκούρο
παλτό κάτω στην άκρη του έκανε έναν
μικρό κυματισμό στη δύναμη του αέρα. Ο
Σηκωμένος γιακάς κάλυπτε μέρος του
προσώπου του. Ο γνώριμος όμορφος νεαρός
έκανε κάποια βήματα και στάθηκε ακίνητος
στη μέση της προβλήτας. Τα μάτια του
έπεσαν μέσα στο μικρό λιμανάκι στο νερό
της θάλασσας. Το χέρι του κινήθηκε στο
εσωτερικό της τσέπης του παλτού του.
Ένα μικρό χαρτί κιτρινωπό σε σχήμα μισής
σελίδας ανοίχτηκε στο χέρι του. Μια
μικροβιολογική εξέταση. “Τεστ θετικόν”
οι λέξεις με τα κλασικά γράμματα της
γραφομηχανής στην ένδειξη “αποτέλεσμα
εξετάσεως”.
Δίπλωσε
το χαρτί ακανόνιστα κάνοντας το μια
τσαλακωμένη μικρή μπάλα στο χέρι του.
Άνοιξε τη χούφτα του και το άφησε λεύτερο
στη δύναμη του ανέμου. Το μικρό χαρτί
στροβιλίστηκε ακανόνιστα και πέταξε
στην επιφάνεια της θάλασσας λίγο πριν
γίνει ένα μαζί της. Λικνίστηκε λες σαν
μικρή χάρτινη βαρκούλα πάνω στην
επιφάνεια και σιγά-σιγά, καθώς το νερό
το μούσκευε ολότελα βάραινε μέχρι που
έγινε μια σφιχτή μουλιασμένη μπάλα που
χάθηκε για πάντα στα σκοτεινά νερά.
Ο
Νεαρός σήκωσε τα μάτια του ψηλά. Έκανε
μια στροφή με το βλέμμα του σαν
αποχαιρετισμό. Μόνος εκείνος ήταν εκεί
να ακούσει τα λόγια του:
“Δεν
χρειάζομαι πια αγαπητέ μου...! η παρουσία
μου έφτασε στο τέρμα της. Δεν έχει νόημα
άλλο πια. Ώρα να πηγαίνουμε στον κόσμο
μας. Εκεί που ανήκουμε. Στον δικό μας
κόσμο. Στην ανυπαρξία....”
Έριξε
μια τελευταία ματιά στο μέρος που βρέθηκε
το πνιγμένο σώμα του ώριμου άντρα.
“Καληνύχτα....”
ψιθύρισε και κίνησε το βήμα του.
Ένα
δάκρυ σαν κρύσταλλο κύλησε στο μάγουλό
του και έγινε ένα με τις ψιλές σταγόνες
της βροχής, που συνέχιζαν να πέφτουν
στο δικό τους μονότονο τραγούδι.
*****************************************
Σημείωση Πνευματικής Ιδιοκτησίας:
Οι
"Ιστορίες Noir" είναι δημιούργημα προσωπικής μου πνευματικής ιδιοκτησίας. Δεν
επιτρέπεται η Αντιγραφή, η Αναδημοσίευση, η οποιαδήποτε χρήση κειμένων
χωρίς την έγγραφη Άδειά μου.
Important Note:
The
reproduction, publication, modification, transmission or exploitation
of any work contained herein for any use, personal or commercial,
without my prior written permission is strictly prohibited.