H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 26 Μαρτίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 34η δημοσίευση-Το τέλος

  


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 30

Ανάρτηση 31

Ανάρτηση 32

Ανάρτηση 33


Στην προηγούμενη 33η δημοσίευση: Ο Θησέας με τους Αθηναίους επιστρέφουν στην Ελευσίνα με όσα σώματα νεκρών μπόρεσαν να περισώσουν. Ένας βουβός θρήνος και σπαραγμός ακολουθεί στη διαδικασία της παραλαβής των σωρών. Αποφασίστηκε τα σώματα να ταφούν έξω απ' την Ελευσίνα, κοντά στα Μέγαρα, στην τοποθεσία Άνθιο, στο ιστορικό πηγάδι, που βρέθηκε μεταμφιεσμένη η Θεά Δήμητρα από τις κόρες του Κελεού.

Η Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, κόρη του Ίφη, θα θρηνήσει τον αγαπημένο της. Ο θρήνος της θα κλείσει με την τραγική της αυτοκτονία καθώς πέφτει από έναν βράχο ψηλά στην πυρά του σωρού του αγαπημένου της. 

Ένας τραγικός επίλογος σε έναν θρήνο.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Ένα ακόμα υπέροχο μουσικό θέμα από τη φίλη μας για το μεγάλο φινάλε.

4.5 Με το βλέμμα στο αύριο

 

4.5.1 Να κλείσουν οι πληγές

 Οι επόμενοι μήνες στις δύο πόλεις που έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο τον τραγικό αυτό κύκλο ήταν δύσκολες. Τα απομεινάρια της εκστρατείας των Επτά στη Θήβα και όσα ακολούθησαν μετά τη σύγκρουση με τους Αθηναίους είχαν αφήσει βαριά τη σκιά τους στα δρώμενα της πόλης. Οι κάτοικοι προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη ζωή τους σε κανονικούς ρυθμούς. Είχαν την τύχη να μην πειραχτεί καθόλου η πόλη άρα και τα σπίτια με το βιός τους. Ο φόρος όμως που είχαν πληρώσει σε ανθρώπινες ζωές σε αυτές τις μάχες ήταν μεγάλος. Κάθε σπιτικό προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές, που άφησε ο πόλεμος σε θύματα και σακατεμένους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που στα καπηλειά και στους δημόσιους χώρους συζητούσαν στο γιατί τελικά έγινε όλο αυτό. Οι πολίτες θεωρούν ότι οι ηγέτες τους οφείλουν να είναι τέτοιοι, που να τους χαρίζουν μια ήρεμη και ευημερούσα ζωή. Μακριά από έριδες, φιλονικίες, σκοτωμούς και καταστροφές. Ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που έριχναν μεγάλο ανάθεμα στην αλαζονεία και στη φιλαρχία του βασιλιά τους Ετεοκλή που δεν τήρησε τον όρκο τιμής με τον αδελφό του. Αρκετοί ήταν αυτοί που ήξεραν την αλήθεια της αδελφοκτόνας αυτής σύγκρουσης που τελικά αφάνισε ολάκερη τη γενιά του Οιδίποδα. Ήταν όμως και άλλοι που απορούσαν για το πως ο Πολυνείκης, γέννημα θρέμμα της γης τους, έφτασε στο σημείο να σηκώσει το σπαθί του κατά της ίδιας του της πόλης.

 Ο Κρέων ήταν εκείνος όμως που σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της αποστροφής των Θηβαίων. Η στάση του στα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο των δύο αδελφών αλλά και της ίδιας της μνηστής του γιου του, προκάλεσε αποτροπιασμό μέσα στη πόλη. Οι αποφάσεις του δεν βρήκαν ποτέ σύμφωνους μήτε τους πολέμαρχους της Θήβας, αυτούς που στην ουσία θριάμβευσαν στο πεδίο της μάχης με τους Αργείους. Τον Άκτωρα, το Λασθένη, τον Υπέρβιο, τον Μεγαρέα και τόσους ακόμα άλλους. Βέβαια η τυραννία πάντα αποτελεί φόβητρο για την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων. Η εξουσία του Κρέοντα ήταν βασισμένη στη βία και στην απολυταρχία. Με αυτόν τον τρόπο οι φωνές και οι αντιρρήσεις πνίγονταν.

 Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Ο Κρέων ήταν ένας βασιλιάς σκιά. Η ήττα του από τον Θησέα άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Οι Θεοί πλήρωσαν ακριβά και σκληρά τις επιλογές του. Με την μέλλουσα νύφη του νεκρή, τα δύο του παιδιά χαμένα μαζί με την γυναίκα του την Ευρυδίκη, αποτελούσε πια μια θλιβερή μορφή στην πόλη.

 “Μπορούμε άραγε να ελπίζουμε ότι ο Λαοδάμαντας θα φέρει μια άλλη αύρα στη ζωή μας;” ρώτησε ο Βίων το φίλο του καθώς απολάμβαναν λίγο κρασί σε ένα από τα καπηλειά.

“Λες για το γιο του Ετεοκλή ε;” απάντησε ο Εύμαιος.

“Ναι, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος στο θρόνο, αλλά ακόμα είναι μικρός” σχολίασε ο Βίων.

“Και έτσι θα αναγκαστούμε να υποστούμε τον Κρέοντα για πόσο ακόμα;” μονολόγησε σκεπτικός ο φίλος του.

“Δεν είναι πια αυτός που ήταν. Το μάθημα που του έδωσαν οι Θεοί και οι Ερινύες ήταν σκληρό. Σκιά του εαυτού του λένε ότι είναι. Περιφέρεται αδρανής, άβουλος στο παλάτι με τις αναμνήσεις να τον τυλίγουν” είπε ο Βίων.

“Και ποιος κυβερνάει;”

“Σε επιτροπεία είναι Εύμαιε. Στην ουσία το συμβούλιο των πολέμαρχων βαστά τις αποφάσεις και ετοιμάζουν τον νεαρό να αναλάβει”

“Ας ικετέψουμε τους Θεούς να δώσουν συνέχεια ευλογημένη στην πόλη μας. Να βρούμε γαλήνη και εμείς και τα παιδιά μας…”

 Οι ευχές τους ήταν βγαλμένες απ την καρδιά τους. Συνέχισαν να πίνουν το κρασί τους και να συζητούν για ένα πολυπόθητο ανθρώπινο αύριο που τόσο είχαν ανάγκη.

 ***********************

 “Ολάκεροι άντρες έγιναν, τους βλέπεις;” ακούστηκε η φωνή της Δηιπύλης προς την Αργεία.

“Μέσα τους ναι! Μεγάλωσαν σε μια μέρα! Από εκείνη τη στιγμή που έμαθαν για το θάνατο των πατεράδων τους…” απάντησε η χήρα πια του Πολυνείκη.

“Λες και χωρίστηκε η ζωή τους στα δύο. Όταν ο Άδραστος έφερε την είδηση κάτι έγινε μέσα τους. Το είδα στον Διομήδη. Ξαφνικά άλλαξε! Βάρυνε. Το πρόσωπό του, η σκέψη του ακόμα και η φωνή του. Τίποτα δεν έμεινε όπως πριν…”

Με τα μάτια τους παρακολουθούσαν από το αίθριο του σπιτιού της Αργείας τους δύο γιους τους να κατηφορίζουν το δρόμο για την αγορά. Οι δύο μικροί τους έφηβοι είχαν πάρει πια τα πρώτα χαρακτηριστικά του άντρα.

“Αυτός εκεί που συναντήθηκε μαζί τους ποιος είναι;” ρώτησε η Δηιπύλη.

“Νομίζω ο Σθένελος, ο γιος του Καπανέα. Έχουν γίνει αχώριστοι. Λες και ο θάνατος των πατεράδων τους, τούς έδεσε σε μια ψυχή…”

“Αυτό το παιδί έμεινε εντελώς ορφανό, αλήθεια που ζει;”

“Με τον παππού του τον Ίφι. Σαν έχασε και την κόρη του δεν γύρισαν ποτέ στην Ώλενο. Μένουν εδώ πια. Έτσι κι αλλιώς ο Ίφις έχει δικαιώματα στο θρόνο του Άργους νομίζω μαζί με τον πατέρα μας”

 

Η Δηιπύλη άπλωσε τα χέρια της σε αυτά της Αργείας. Τα δάχτυλά τους δέθηκαν ένας δυνατός κόμπος αλληλεγγύης και ζεστασιάς.

“Θα μπορέσουμε άραγε να γιατρέψουμε τις πληγές μας Αργεία;”

Εκείνη την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα της συνάντησε το σπασμένο πρόσωπό της και τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ο πόνος ήταν πολύ πρόσφατος για να απαλυνθεί.

“Να ξεχάσουμε όχι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ. Μόνο τα παιδιά μας είναι αυτά που μπορούν να μας πάρουν μαζί τους στο δικό τους αύριο. Και να παρακαλάμε τους Θεούς να είναι γαλήνιο χωρίς πολέμους και χαλασμούς”

Η Δηιπύλη αφέθηκε στην αγκαλιά της αδελφής της. Οι μοίρες τις ένωσαν σε κοινές στράτες.

 

“Τι σκέφτεσαι;” ρώτησε η Αμφιθέη τον άντρα της τον Άδραστο. Εκείνος άπλωσε το βλέμμα του πέρα προς τον Ίναχο ποταμό.

“Έρχονται στιγμές που τα αν και τα μήπως μπαίνουν στο μυαλό σου από παντού. Σε βασανίζουν με συνεχή ερωτήματα. Και αλλάζουν συνέχεια τη σκέψη σου. Αν με ρωτούσες πριν, ήξερες την απάντηση που θα σου έδινα. Έπρεπε να γίνει αυτή η εκστρατεία. Να αποδοθεί το δίκιο στο γαμπρό μας. Και είχα χρέος να τον στηρίξω, να μείνω κοντά του. Ήταν κάτι που του το υποσχέθηκα απ την αρχή. Αν όμως με ρωτήσεις τι θα έκανα τώρα θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο”

“Έχεις ενοχές άντρα μου;”

“Κανείς δεν πιέστηκε με το ζόρι να πάρει μέρος σ’ αυτήν την εκστρατεία. Όλοι δήλωσαν συμμετοχή απ την αρχή. Όμως… αυτό δεν παύει να με αναστατώνει σαν έχω μπροστά μου τα μάτια των γονιών και των γυναικών αυτών που έφυγαν. Ο πόλεμος πάντα φέρνει θάνατο και προκαλεί πόνο. Πριν τα βιώσουμε όλα αυτά δεν τα λογαριάζουμε. Μετά όμως…”

Δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Τον άφησε να ταξιδεύει με τη σκέψη του πίσω στις μέρες που ξεκινούσαν θριαμβευτές απ’ τον Αργίτικο κάμπο.

 

4.5.2  Έξι μήνες μετά

 Ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού είχε ήδη αρχίσει να μετριάζεται καθώς το Αυγουστιάτικο δείλι έκλεινε σιγά-σιγά τη μέρα. Ως πέρα στη δύση στα βουνά της γης του Πέλοπα τα χρώματα είχαν γίνει κατακόκκινα στον ορίζοντα. Η θάλασσα, στο βάθος άρχισε ήδη να σκουραίνει. Ψηλά στην ακρόπολη του Άργους ο μπάτης που έμπαινε από τον κόλπο του Ναυπλίου ήταν μια ανάσα δροσιάς για τα ηλιοκαμμένα πρόσωπα του μεσημεριού.

 “Έχω κάποια νέα να σου πω!” είπε γεμάτος έπαρση ο νεαρός προς τον συνομήλικο φίλο του που περπατούσαν.

“Έχω πολύ καιρό να ακούσω ένα ευχάριστο νέο Θέρσανδρε” απάντησε εκείνος.

“Λοιπόν Διομήδη, ο εκγυμναστής μου σήμερα με άφησε μόνο μου να κάνω την πρώτη μου μικρή βόλτα πάνω στο άλογο!” είπε εκείνος γεμάτος χαρά.

“Πόσο καλά! Μπράβο!” είπε με χαρά ο Διομήδης.

Τα παιδιά του Πολυνείκη και του Τυδέα ακολούθησαν τη σχέση του πατέρα τους. Άλλωστε χρόνια οι οικογένειές τους ζούσαν μαζί. Η μία κοντά στην άλλη. Τώρα οι δύο γιοι, ώριμοι έφηβοι πια έκαναν τα πρώτα δικά τους όνειρα στη ζωή. Αλλά και τις πρώτες σκέψεις.

 “Λες να τα καταφέρω και εγώ;” ρώτησε ο Διομήδης.

“Είμαι σίγουρος, γιατί όχι. Και το θέλω πολύ. Να βιαστείς! Δεν ξέρεις πόσο περιμένω την ώρα που θα τρέχουμε οι δυό μας στον κάμπο πάνω στα άλογα” απάντησε ο γιος του Πολυνείκη ο Θέρσανδρος.

“Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ κοντά μας, να μας δουν…” είπε με μια δόση μελαγχολίας ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα.

“Σου λείπει;” Τον ρώτησε ο φίλος του.

“Πολύ, έφυγαν τόσο γρήγορα…” απάντησε ο Διομήδης.

“Τον βλέπω στα όνειρά μου… με πιστεύεις; Τον βλέπω πολλές φορές να έρχεται καβάλα στο λευκό του άλογο, με την ασπίδα του. Βλέπω μια ζωγραφιά πάνω της, ένα περήφανο λιοντάρι. Και μια ομίχλη που σέρνεται στα πόδια του. Μέχρι που κάποια στιγμή τον τυλίγει ολάκερο. Απλώνω λες τα χέρια να τον πιάσω αλλά χάνεται. Τον φωνάζω με το όνομά του αλλά τίποτα.. και τότε, μέσα στην απελπισία μου βλέπω αυτό το λιοντάρι που ήταν ζωγραφιστό στην ασπίδα του να ζωντανεύει και να έρχεται ήρεμο και αρχοντικό προς το μέρος μου. Εγώ… να τρέμω απ’ το φόβο μου αλλά εκείνο λες και είναι ήρεμο με πλησιάζει σαν να με καλεί κοντά του… και…”

Είχε μια έντονη έξαψη ο νεαρός έφηβος εξιστορώντας το όνειρό του, σαν να ζούσε απόλυτα τις στιγμές.

“Και;” τον ρώτησε ο Διομήδης.

“Τίποτα…. Πάντα ξυπνώ, πάντα κάτι εκεί με φέρνει πίσω”

Σταμάτησαν να μιλούν. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο για λίγο σιωπηροί γεμάτοι σκέψεις.

 “Πού θα μας περιμένουν;” ρώτησε ο Θέρσανδρος.

“Στο ποτάμι εκεί που ξεκινά ο δρόμος για τις Μυκήνες”

“Έχω καιρό να τους δω”

“Ο Αλκμαίων είναι νομίζω στην ηλικία μας, ο αδελφός του είναι λίγο πιο μικρός” σχολίασε ο Διομήδης.

“Σου είπαν τι μάς θέλουν;”

“Όχι αλλά δεν νομίζεις ότι μάς ενώνουν τόσα πολλά;” είπε ο Διομήδης στο φίλο του. Λες και οι μήνες που πέρασαν είχαν αφήσει φέρει πάνω τους μια πρώιμη ωριμότητα.

 

“Προς τα πού κοιτάζεις;” ρώτησε ο νεαρός Αμφίλοχος τον αδελφό του τον Αλκμαίωνα. Στα δεκατέσσερα ο γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης. Τα πρώτα στοιχεία του άντρα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο σώμα του. Ψηλός, όμορφος, με καστανά μαλλιά και μάτια. Ο νεαρότερος αδελφός του τον έβλεπε να κοιτάζει προσεκτικά πίσω Βορειοανατολικά, μακριά πίσω από τα ψηλά βουνά που ξεκινούσαν εκεί στις Μυκήνες και έφταναν στην Κόρινθο. Χωρίς να πάρει το μάτι του από εκεί απάντησε στον αδελφό του:

“Μακάρι να μπορούσα να δω ως πέρα εκεί μακριά. Να ταξιδέψει το βλέμμα και η καρδιά μου πίσω απ τα βουνά, μακριά από εδώ. Να ανέβω το βουνό των Μουσών, τον Ελικώνα. Να κατέβω στον Θηβαϊκό κάμπο και να φτάσω ως εκεί, τις πύλες της πόλης.

Ο λόγος του σαν να έβγαζε έναν ποιητικό οίστρο. Παιδί που εκτός από το γυμνασμένο σώμα ήταν διαβασμένο και μελετημένο με όσα του άφησε πίσω ο πατέρας του ο Αμφιάραος.

“Σου λείπει καθόλου;” τον ρώτησε λυπημένα ο αδελφός του.

“Ναι! Μου λείπει πολύ! Η παρουσία του, η σκέψη του, η αγάπη του. Όσα μας έλεγε, όσα ήθελε να μας πει και δεν πρόλαβε…”

“Και μένα!” πρόσθεσε ο Αμφίλοχος.

“Τον αναζητώ πέρα από εκείνα τα βουνά αδελφέ μου. Άραγε πού να βρίσκεται ακριβώς το μέρος της γης που αγκάλιασε το σώμα του;”

“Οι τελευταίες του στιγμές… όπως μας τις είπε ο βασιλιάς”

“Θέλω τόσο πολύ να πάω εκεί! Να πατήσω τη γη που τον τράβηξε στα σωθικά της. Να δω το μέρος που πολέμησε για ύστατη φορά. Να κάνω σπονδές στη μνήμη του, να του πω ότι θυμάμαι πάντα τα λόγια που μας άφησε παρακαταθήκη”, το τελευταίο το είπε με σκληρό βλέμμα. Ο αδελφός του τον κοίταξε φοβισμένα.

“Μιλάς για….” τον ρώτησε με εμφανές το υπονοούμενο.

“Ναι! Μιλάω για εκείνη! Για όσους τον πρόδωσαν! Και, με την απόφασή τους, τον έστειλαν εκεί. Δεν το ξεχνάω αυτό ποτέ Αμφίλοχε! Μ’ ακούς;” γύρισε προς τον αδελφό του κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.

“Είναι μάνα μας αδελφέ μου!”

“Εκείνη φταίει! Δική της ήταν η απόφαση που τους έστειλε εκεί. Στο θάνατο και τη καταστροφή”

 Ο νεαρός Αμφίλοχος τρόμαξε με το σκοτάδι που αντίκρισε σε αυτό το βλέμμα. Δεν είπε τίποτα. Μονάχα κατάλαβε ότι στο μυαλό του μεγάλου του αδελφού γυρόφερναν τα μαύρα λόγια του πατέρα του. Προσπάθησε να το ξεπεράσει λέγοντας:

“Θα ήθελα κάποτε να πάμε εκεί Αλκμαίωνα!”

“Και εγώ! Αλλά δεν το θέλω μ’ αυτόν τον τρόπο”

“Τι εννοείς, τι έχεις στο μυαλό σου; Τι ήθελες;”

“Δεν ξέρω… δεν θέλω ο θάνατος του πατέρα μας εκεί, στη Θήβα, να περάσει έτσι…”

Ο Αμφίλοχος ρώτησε ανήσυχος:

“Δηλαδή τι ζητάς αδελφέ μου;”

“Μια δικαίωση για τον πατέρα μας, κάτι! Για αυτούς που τον οδήγησαν στο θάνατο…”

“Εκδίκηση;”

“Δεν ξέρω, μην με ρωτάς. Δεν μπορώ ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Όμως θέλω να βρεθώ εκεί. Να αγγίξω αυτό το χώμα… Ίσως… Κάποτε…” είπε με το μυαλό του να χάνεται σε όλες τούτες τις εικόνες που γυρόφερναν στον νου του.

“Ίσως με τη Θήβα δεν κλείσαμε τους λογαριασμούς μας αδελφέ μου” του είπε κοιτάζοντας πάλι τον ορίζοντα προς το Βοριά”

 *********************

 “Δεν κουράστηκες κόρη μου να με κουβαλάς όλα αυτά τα χρόνια;” ρώτησε ο Τειρεσίας την κόρη του την Μαντώ. Γύριζαν στη Θήβα από τον ναό της Αθηνάς. Εκεί που βρήκε τραγικό θάνατο η Ισμήνη.

“Πατέρα, τι είναι αυτά που λες! Δεν νιώθω να σε κουβαλώ. Νιώθω να είμαι κοντά σου, συνειδητά, με τη θέλησή μου και την καρδιά μου”

“Το ξέρω κόρη μου και σε ευχαριστώ…”

“Δεν μάθαμε ποτέ ποιος ήταν αυτός που έσφαξε την μικρή κόρη του Οιδίποδα μέσα στο ναό” τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.

“Όχι κόρη μου! Ο Περικλύμενος μας είπε ότι περνώντας απ’ τον ναό την βρήκε νεκρή. Αλλά…”

“Γιατί αναστενάζεις;”

“Γιατί μέσα μου πιστεύω ότι κάτι κρύβει. Ότι ξέρει…”

“Και γιατί δεν μας μίλησε ποτέ;”

“Αυτό δεν το ξέρω θυγατέρα μου…”

“Δεν έχει σημασία πατέρα τώρα πια. Άλλωστε όλα τελείωσαν…”

“Μα τελείωσαν πράγματι;” έκανε εκείνος προκαλώντας το αγωνιώδες ερώτημα της Μαντούς.

“Τι θέλεις να πεις πατέρα; Είναι κάτι που βλέπεις;”

“Κόρη μου…  αναρωτήθηκες όλον αυτόν τον καιρό τι είδαμε; Πόσα έγιναν; Δεν βλέπω η Θήβα να έχει απαλλαγεί από όλο αυτό. Είδαμε ότι οι νόμοι των Θεών είναι αυτοί που φέρνουν ευτυχία . Και όσοι κομπορρημονούν με μεγάλα λόγια πληρώνονται με μεγάλες συμφορές. Άραγε θα υπάρξει φρόνηση στους ανθρώπους; Θα μάθουν απ’ τα λάθη τους; Ή το πέρασμα του χρόνου θα τους ρίξει πάλι στη λήθη. Εύχομαι η πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας να βρουν τη γαλήνη που έχουν ανάγκη”

 Έριξε το βλέμμα του ψηλά στον ουρανό. Διάβηκε κοιτώντας ολόγυρα τον ορίζοντα. Ως πέρα στον Ισμηνό ποταμό. Ύστερα στηρίχτηκε στο μπράτσο της κόρης του. Κίνησαν τα βήματά τους αργά-αργά προς τις πύλες της πόλης. Έγερνε ο ήλιος στη δύση. Μια απόκοσμη ομίχλη άρχισε να τυλίγει τον κάμπο. Παράξενα σχήματα και μορφές άλλαζαν συνέχεια όψη. Σάλευαν αλλόκοτα πάνω στη γη. Σέρνονταν παντού και στο τέλος μια ακαθόριστη φωτεινή μορφή πέρασε τον Ισμηνό και ήρθε και σταμάτησε στην ιερή κρήνη του Άρη εκεί που ο Θεός είχε ορίσει φύλακά της το γιο του το Δράκοντα. Πιο μακριά από εκεί ήταν ένα μέρος γης με αρκετές πέτρες. Γυμνό από δέντρα. Το μέρος όπου ο Αμφιάραος με τον ηνίοχό του χάθηκαν στα βάθη της αγκαλιάς της. Το μέρος έδειχνε νεκρό χωρίς ζωή. Μήτε πουλιά κάθονταν στα δέντρα ολόγυρα μήτε χόρτα φύτρωναν ποτέ. Μια παράξενη μακρινή βουή ερχόταν από τα βάθη εκείνα χωρίς κανείς να ξέρει την προέλευσή και το μήνυμά της.

 Τέλος




Επίλογος:

Αγαπημένες φίλες και φίλοι. Εδώ ο πρώτος κύκλος από τα "Δώρα της Αρμονίας" τελειώνει. Όλη αυτή η τεράστια χρονική περίοδος από την ίδρυση της Θήβας, από το γάμο του Κάδμου και της Αρμονίας, ως το γένος των Λαβδακιδών, τη γενιά του Οιδίποδα, την εκστρατεία των Επτά στη Θήβα, το τραγικό της τέλος.
Ανάμεσα σε όλη αυτή τη διαδρομή, τα πολυθρύλητα νυφικά δώρα της Αρμονίας, έπαιξαν, καταλυτικά, το δικό τους ρόλο στην εξέλιξή της.

Η τραγική τους ιστορία όμως δεν σταματά εδώ. Ιστορικά ακολουθεί ο δεύτερος μεγάλος κύκλων γεγονότων. Είναι η ιστορία των "Επιγόνων", όπως ονομάζονται τα παιδιά των επτά ηγεμόνων, που εκστράτευσαν στη γη του Κάδμου. Ένας μεγάλος φαύλος κύκλος, που σημαδεύεται πάλι από αυτά τα νυφικά δώρα, που κάθε άλλο από ευτυχία έφεραν στους λοιπούς κατόχους τους.

Ο δεύτερος αυτός κύκλος είναι η επόμενη υπόσχεσή μου. Η συγγραφή της και η απόδοσή της σε όλους εσάς. Ένα ακόμα δυσκολότερο έργο, καθώς οι ιστορικές πηγές και αναφορές περιορίζονται κατά πολύ. Ας είμαστε καλά λοιπόν. Είναι μια ανοιχτή δουλειά για το μέλλον.

Σκοπός αυτού του μυθιστορήματος ήταν να κάνει δύο πράγματα: Πρώτον, να ενώσει διάσπαρτες ιστορίες και μυθολογικές αφηγήσεις, να τα συναρμολογήσει μέσα στη ροή του χρόνου για να μπορέσει να τους δώσει ενιαία αφήγηση και πλοκή. Δεύτερον, να αποδώσει όλον αυτόν τον τραγικό ιστορικό και μυθολογικό κύκλο με σύγχρονη γλώσσα και ρυθμό, χωρίς να αλλοιώσει τίποτα έτσι ώστε να γίνει κτήμα στον οποιοδήποτε από εμάς αναγνώστη, με απλό και μυθιστορηματικό τρόπο. Εσείς θα κρίνετε, αν τα κατάφερα.

*********************

Κλείνοντας, θέλω να ευχαριστήσω, με όλη μου την καρδιά, την αγαπημένη μας φίλη, τη Γλαύκη, για τη μουσική επιμέλεια του έργου. Τα μουσικά της χαλιά, οι επιλογές της έδωσαν ένα υπέροχο άρωμα στις δημοσιεύσεις και στην ατμόσφαιρα της ανάγνωσης. Γλαύκη μου, σε ευχαριστώ πολύ! Κάθε σου επιλογή, σημάδεψε την ανάγνωση κάθε κεφαλαίου και δημοσίευσης. Έδωσε ένα υπέροχο υπόβαθρο και πολλαπλασίασε τα ήδη υπάρχοντα συναισθήματα.

*********************

Θέλω τέλος, προσωπικά, με όλη μου την καρδιά, να σάς ευχαριστήσω συλλογικά αλλά και έναν-έναν για τον πολύτιμο χρόνο σας, να διαβάσετε αυτό το έργο. Να συμμετάσχετε τόσο ενεργά, τόσο ουσιαστικά. Και με τα σχόλιά σας και τις σκέψεις σας να τού δώσετε ακόμα μεγαλύτερη ζωή και υπόσταση. Για μένα ένα πανάκριβο δώρο, για το οποίο σάς υποβάλω την ευγνωμοσύνη μου. 


Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

Τα δώρα της Αρμονίας (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 33η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25

Ανάρτηση 26 

Ανάρτηση 27

Ανάρτηση 28

Ανάρτηση 29

Ανάρτηση 30

Ανάρτηση 31

Ανάρτηση 32


Στην προηγούμενη 32η δημοσίευση: Είδαμε την κορύφωση της τραγωδίας στη Θήβα με τον Κρέοντα, τραγικό πρωταγωνιστή της καταστροφής, που έσπειρε γύρω του με τις αποφάσεις του.

Η Αντιγόνη, θα αυτοκτονήσει μέσα στη σπηλιά-φυλακή. Ο Αίμων, ο μνηστήρας της και γιος του βασιλιά, θα βάλει ο ίδιος τέρμα στη ζωή του σε μια έκρηξη απελπισίας. 

Και ο τραγικός κύκλος θα κλείσει με την αυτοκτονία της Ευρυδίκης, συζύγου του Κρέοντα, μην μπορώντας να αντέξει το θάνατο και του δεύτερου γιου της, μετά από αυτόν του Μενοικέα. 

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη


Η Γλαύκη, διάλεξε πάλι για μάς, ένα ανάλογο μουσικό θέμα, για να συνοδεύσει την ατμόσφαιρα του κεφαλαίου και να στηρίξει την ανάγνωσή μας.

 33η ανάρτηση

Κεφάλαιο 4.4  Η Επιστροφή στην Αθήνα

 

4.4.1  Η αγωνία της προσμονής

 

Ο χρόνος που περνούσε αποτελούσε για τις Ικέτιδες από το Άργος ένα πραγματικό μαρτύριο. Είχαν δεχθεί την φιλοξενία και το άσυλο των Αθηναίων κοντά στο ιερό της Θεάς Δήμητρας στην Ελευσίνα. Εκεί, ο Άδραστος, ο Ίφις και οι μανάδες με τις γυναίκες δεν είχαν παρά να περιμένουν. Η  Αίθρα φρόντισε για να κάνει την παραμονή τους εκεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη. Έτσι κι αλλιώς ο λόγος της παρουσίας τους ήταν, από μόνος του, επώδυνος και βαρύς.

 

Η Ευάδνη δεν μπορούσε να ησυχάσει με τίποτα. Άραγε θα είχε την ευκαιρία να αποτίσει τον ύστατο χαιρετισμό στον καλό της; Ή τα θηρία και τα όρνια του Θηβαϊκού κάμπου θα είχαν προλάβει το μακάβριο έργο τους. Μαζί της και οι άλλες μανάδες και γυναίκες. Του Ετέοκλου, του Ιππομέδοντα και του Παρθενοπαίου.

 

Ο Άδραστος παρακολουθούσε και αυτός βουβός το δράμα και την αγωνία των ανθρώπων αυτών. Στο μυαλό του έρχονταν οι στιγμές, που έφευγε με όλο το στρατό από το Άργος. Τότε που, στο πέρασμά τους, σείονταν η γη και η σκόνη από την περπατησιά τους, ανέβαινε ψηλά στον ουρανό. Αυτές τις στιγμές ήρθαν άπειρες φορές στο νου του τα λόγια του άντρα της αδελφής του, της Εριφύλης. Του μάντη Αμφιάραου η τρομερή πρόβλεψη:  “Η εκστρατεία αυτή θα είναι η καταστροφή μας! Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός παρά μονάχα ένας!”. Και αποδείχτηκε περίτρανα και αυτή του η μαντεία. Αυτός ο ένας, ο ζωντανός, ήταν εκείνος! Εκείνος όμως ήταν θεατής του ολέθρου αλλά και των στιγμών αυτών. Και δεν ήξερε αν αυτή του η σωτηρία ήταν δώρο ή κατάρα των Θεών.

 

Ο Ίφις είχε συνεχώς τα μάτια του στην κόρη του. Η αγωνία για την ψυχολογία της δεν έλεγε να φύγει από μέσα του. Σαν να τον πλάκωνε συνεχώς. Και αυτή η νύχτα δεν έλεγε να ξημερώσει. Λες και ο ήλιος κρατούσε το άρμα του κρυμμένο και δεν έλεγε να ξεχυθεί με τη λάμψη του στη φύση. Το σκούρο του ουρανού είχε πια αρχίσει να σπάει κατά την ανατολή. Προς τη μεριά της Πεντέλης, ο ουρανός άρχισε να χάνει το γκρίζο του.

 

“Έρχονται καβαλάρηδες από το βουνό!”

Η κραυγή ενός Αθηναίου στρατιώτη που έστεκε εκεί κοντά τους έσπασε τη παγερή σιωπή. Όλοι, με μιας, σάλεψαν από τη θέση τους. Σηκώθηκαν και ζύγωσαν κοντά του γυρεύοντας μια εξήγηση.

“Να κοιτάξτε πέρα στο δρόμο λίγο ψηλά!” έδειξε την κατεύθυνση ο στρατιώτης. Ο Άδραστος με το έμπειρο βλέμμα του κατάλαβε.

“Καβαλάρηδες! Κατεβαίνουν από το βουνό. Έρχονται κατά εδώ!” φώναξε με την καρδιά του να σπάει από την προσμονή. Σούσουρο μεγάλο ακούστηκε δίπλα του καθώς οι ικέτιδες έσμιξαν όλες έναν κύκλο ολόγυρά του.

“Να έρχονται άραγε για μας;” ρώτησαν αρκετές γυναίκες.

“Κάντε υπομονή, σύντομα θα μάθουμε” αποκρίθηκε εκείνος.

Πράγματι η σκόνη που σηκωνόταν  στον ουρανό σε λίγο αποκάλυψε τις μορφές δύο καβαλάρηδων που έτρεχαν πια προς το μέρος τους.

“Για μας είναι! Ω Θεοί! Μακάρι να έχουμε μαντάτα!” ακούστηκαν τα λόγια από κάποιες άλλες γυναίκες ολόγυρα. Οι καρδιές όλων κόντευαν να σπάσουν στα στήθη τους. Οι δύο καβαλάρηδες όλο και ζύγωναν προς το μέρος τους. Κάποια στιγμή έφτασαν σχεδόν κοντά τους. Πριν προλάβουν να ξεπεζέψουν όλο εκείνο το σμάρι από τις μαυροφορεμένες γυναίκες έτρεξε προς το μέρος τους. Κανείς πια δεν είχε το κουράγιο να περιμένει. Ο Άδραστος, έσπρωξε μερικές από αυτές και έσπευσε πρώτος να τους προϋπαντήσει.

“Ποιος είναι ο βασιλιάς Άδραστος;” φώναξε βροντερά ο ένας από τους δύο καβαλάρηδες με φωνή σπασμένη από το λαχάνιασμα. Το άλογό του κόντευε να σκάσει.

“Εγώ Αθηναίε! Πες μου! Καρτερώ το μήνυμά σου”

“Είμαστε αγγελιοφόροι από το βασιλιά Θησέα. Μήνυμα στέλνει για εσάς προσωπικό”

“Κρέμομαι από τα χείλη σου στρατιώτη” απάντησε εκείνος με φωνή τρεμάμενη. Κρεμασμένες σχεδόν δίπλα του όλες οι ικέτιδες.

“Ο στρατός μας έφτασε στον κάμπο της Θήβας. Τους νεκρούς ζήτησε για περισυλλογή αλλά ο Κρέων, ο βασιλιάς τους, αρνήθηκε με πείσμα. Μάχη έγινε μπρος στα τείχη της πόλης και στον ποταμό…”

“Και το αποτέλεσμα;”

“Τι άλλο βασιλιά του Άργους παρά τη θριαμβευτική  νίκη των όπλων μας. Οι Θηβαίοι κατατροπώθηκαν έξω απ τα τείχη. Ο Θησέας πήρε αυτό που σας είχε υποσχεθεί! Ο στρατός επιστρέφει”

“Ω Δία ύψιστε! Και τα παιδιά μας;”

“Έρχονται τα σώματα όσων νεκρών βρήκαμε και ξεχώρισαν οι δικοί σας που ήταν μαζί μας. Οι άλλοι θάφτηκαν, κατά πως ορίζουν οι Θεοί, κοντά στο βουνό”

 

Κλάματα ανακούφισης και βογγητά γέμισαν τον αέρα ολόγυρά τους. Οι μανάδες με τις γυναίκες έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης με τα δάκρυά τους να ξεχύνονται χωρίς σταματημό.

“Ω Θεοί! Ευχαριστούμε! Τουλάχιστον μας αξιώνετε να τιμήσουμε τα παιδιά μας. Και εσείς Αθηναίοι! Αιώνια θα είναι η ευγνωμοσύνη μας για σας” είπε ο Άδραστος.

“Τώρα πια μπορείτε ήρεμα να περιμένετε” του είπε ο δεύτερος Αθηναίος αγγελιοφόρος, “ολάκερος ο στρατός ακολουθεί. Στο φως της μέρας θα έχουν φτάσει”

Οι αγγελιοφόροι έφυγαν για να ξαποστάσουν τα άλογά τους. Οι ικέτιδες πότιζαν η μία την αγκαλιά της άλλης με τη συγκίνηση και το ξέσπασμα της αγωνίας τους. Μια νέα προσμονή ξεκινούσε. Μια νέα βαριά στιγμή καρτερούσε. Η ώρα των νεκρών.

4.4.2  Επιτάφιος και τραγωδία

 Το φως της καινούργιας μέρας έδινε πια μορφές και σχήματα στη φύση ολόγυρα. Ο καιρός έδειχνε καλός αλλά κάποια σύννεφα γκρίζα λες και περίμεναν εκεί κάπου στο νότο. Στο βουνό φάνηκε πια η φάλαγγα της επιστροφής. Καβαλάρηδες, άρματα και αμάξια. Οι γυναίκες ικέτιδες έγιναν όλες ένα σμάρι γύρω από τον Άδραστο, τον Ίφι και σε μερικούς άλλους γέροντες. Τα μάτια τους έμειναν εκεί στις παρυφές του βουνού όπου ζύγωναν οι Αθηναίοι μαζί με τους δικούς τους.

 Η απόσταση όλο και μίκραινε σε βαθμό που τώρα πια έβλεπαν καθαρά. Μπροστά βάδιζε ο Θησέας με τους πολέμαρχούς του. Τον Φόρβα και τους άλλους, πιο πίσω οι Αργείοι που τον είχαν συνοδέψει. Πίσω τους κάποιες άμαξες και στη συνέχεια όλος ο στρατός πάνω στα άλογα. Έβλεπες σε αυτές τις χαροκαμένες μάνες και γυναίκες μια αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια και έναν βουβό θρήνο. Σφιγμένα χείλη, από τα οποία ξέφευγαν κάποιοι λυγμοί. Πανιασμένα χέρια. Πρόσωπα με τον πόνο αποτυπωμένο στα χαρακτηριστικά τους. Μια σιωπή παράξενη απλώθηκε ολόγυρα και μια αμηχανία χαρακτηριστική που κάποιος έπρεπε να την σπάσει.

 Αυτός ήταν ο Άδραστος που κίνησε προς το μέρος του Θησέα σαν έφτασαν πια δίπλα τους. Ο βασιλιάς της Αθήνας κατέβηκε από το άλογό του.

“Θησέα, ευλογημένε απ’ τους Θεούς γιε της Αίθρας, τέκνο της περήφανης αυτής πόλης, στα πόδια σου προσπέφτω ταπεινά να σε ευχαριστήσω…” είπε ο Άδραστος με έντονη συγκίνηση γονατιστός στα πόδια του. Ο Θησέας άπλωσε τα δύο του χέρια και τον σήκωσε στα πόδια του.

“Έκανα αυτό που προστάζουν οι Θεοί για τους Ικέτες, τίποτα παραπάνω. Έκανα αυτό που έπρεπε για να εξαγνιστεί μια ανομία και να βρει το καθαρό του αγέρι και ο κάμπος της Θήβας και οι ψυχές των δικών σας ανθρώπων. Πάρτε τους. Είναι πίσω στην άμαξα”

Κινήθηκαν αργά προς τα εκεί μαζί με τις μανάδες και τις γυναίκες. Τρεμάμενα χέρια, λυγμοί που γίνονταν όλο και πιο έντονοι, ωδίνες που ξέφευγαν απ την ψυχή τους.

 “Να τους πάρουμε στο Άργος” είπε ο  Άδραστος.

“Δεν προλαβαίνετε, είναι σε άσχημη κατάσταση…” διέκοψε ο Θησέας, “θα ταφούν εδώ στη γη μας….ακολουθείστε με όλοι”

Έδωσε εντολές να αποσυρθεί ο στρατός που ερχόταν πίσω, πήρε μαζί του κάποιους άντρες και ξεκίνησε.

“Πού πάμε βασιλιά;” τον ρώτησε ο Άδραστος.

“Θα πάρουμε για λίγο αυτό το δρόμο που οδηγεί στα Μέγαρα… ελάτε”

 Οι άμαξες με τα σώματα των νεκρών, ξεκίνησαν από πίσω. Μαζί όλοι μια νεκρική πομπή. Ένα στερνό ταξίδι. Ένας αποχαιρετισμός. Δεν προχώρησαν πολύ. Έφτασαν σε ένα πηγάδι, το Άνθιο. Ένα εμβληματικό μέρος εκεί όπου η Θεά Δήμητρα κάθισε με τη μορφή μιας γριάς ύστερα από την αρπαγή της κόρης της. Σε εκείνο το πηγάδι την είχαν βρει οι κόρες του Κελεού νομίζοντάς την για Αργεία. Την πήγαν στην μητέρα τους την Μετάνειρα και εκείνη της έδωσε το παιδί της να το αναθρέψει.

 Εδώ!” είπε ο Θησέας, λίγο πιο πέρα από το πηγάδι. Ήταν η στιγμή που επιτέλους περίμεναν. Τα σώματα των νεκρών κατέβηκαν από την άμαξα και οι ικέτιδες ξεχύθηκαν κοντά τους. Μάνες, γυναίκες και αδελφές έγιναν ένα μαύρο κουβάρι δίπλα στους δικούς τους. Το πένθιμο έργο της ταφής ξεκίνησε. Ήρθε νερό από το πηγάδι, ετοιμάστηκαν οι χοές, το μέλι, το κρασί. Στήθηκε η μεγάλη πυρά για να ανάψει, να αγκαλιάσει και να εξαγνίσει τα σώματα των νεκρών για το ύστατο ταξίδι τους. Και οι αμφορείς για τη στάχτη και τα οστά. Όλα καθώς έπρεπε, καθώς άρμοζε στους νόμους των Θεών.  Άκουγες μονάχα το μοιρολόι των γυναικών να ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό, ξόδι πικρό και πονεμένο.

4.4.3  Ευάδνη και Καπανέας

 Ο ήλιος είχε σηκωθεί πια για τα καλά. Μαζί μ’ αυτόν όμως πλησίαζαν και τα γκρίζα σύννεφα από τον Νοτιά. Η φωτιά είχε ανάψει για τα καλά στο κέντρο της μεγάλης πυράς. Όλα ήταν έτοιμα για την ύστατη σκηνή. Σε λίγο τα σώματα των νεκρών παραδίνονταν στην ιερή φλόγα, ένα προς ένα.

“Πού είναι η κόρη μου; Είδε κανείς την Ευάδνη;” ρώτησε με αγωνία ο Ίφις ολόγυρά του το πλήθος των γυναικών αλλά και τον Άδραστο.

“Την είδαμε προηγουμένως… εκεί κοντά στον άντρα της” ακούστηκαν κάποιες φωνές από τις γυναίκες. Ο Ίφις κοίταξε ανήσυχος τον Άδραστο που ήταν δίπλα του.

“Και πού είναι τώρα; Δεν τη βλέπω πουθενά!”

Έριξε μια ματιά ολόγυρα μήπως και μπορέσει να την βρει. Όμως η κόρη του ήταν άφαντη.

“Εκεί πάνω είναι!” ακούστηκε μια στεντόρεια γυναικεία κραυγή γεμάτη αγωνία και φόβο. Τα μάτια όλων γύρισαν ψηλά προς το μέρος που έδειχνε η γυναίκα. Ο Ίφις είδε την κόρη του να στέκεται ψηλά στην κορυφή του βράχου πάνω ακριβώς από το κέντρο της μεγάλης φωτιάς. Πανικόβλητος έκανε να τρέξει κοντά της. Η φωνή της τους καθήλωσε όλους:

“Πατέρα μην κάνεις τον κόπο! Σε παρακαλώ!”

“Κόρη μου τι πας να κάνεις εκεί πάνω; Σε ικετεύω, κατέβα!” σπάραξε ο Ίφις. Όλοι κοιτούσαν με κομμένη την ανάσα.

“Φεύγω με τον άντρα μου πατέρα! Ο Καπανέας με καλεί κοντά του. Η φωτιά από το Θείο αστροπελέκι που έκαψε το κορμί του θα κάνει το ίδιο και στο δικό μου…” έκανε εκείνη με ένα βλέμμα απλανές. Ο νοτιάς είχε ζωντανέψει πια τις φλόγες στην πυρά.

“Ευάδνη! Για τους Θεούς κόρη μου άκουσέ με!” φώναξε ξανά ο Ίφις κάνοντας βήματα να ανέβει στο βράχο.

“Κόρη μου κατέβα!” φώναξε και ο Άδραστος. Τα βλέμματα όλων ήταν γεμάτα τρόμο.

“Με περιμένει… δεν τον βλέπετε;  Δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο στο στερνό του ταξίδι… δεν έχω δρόμο πέραν από το να είμαι κοντά στον αγαπημένο μου… Πατέρα, ο Σθένελος ο γιος μας θα είναι πια για σας… αυτό που αφήνουμε πίσω μας… θέλω να τον προσέχεις. Να μάθει για τον πατέρα του”

 Ο πατέρας της συνέχιζε μαζί με τον Άδραστο να την καλούν, με όση πειθώ μπορούσαν να έχουν, να κατέβει, να σταματήσει. Εκείνη όμως φαινόταν σαν να μην άκουγε. Λες και όλο της το «είναι» ακροβατούσε ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Ο αγέρας, εκεί ψηλά, έκανε κυματισμούς στο πέπλο της. Σαν να  ήθελε να την αρπάξει στον ουρανό με τη δύναμή του. Γύρισε το βλέμμα της ολόγυρα στον ορίζοντα, τα μάτια της συνάντησαν την τραγική όψη του αγαπημένου της πατέρα, έκανε κάτι σαν μια χειρονομία αποχαιρετισμού. Ύστερα έριξε το βλέμμα της προς τα κάτω. Οι φλόγες είχαν πια αγκαλιάσει τα σώματα όλων και πρώτο αυτό του αγαπημένου της. Άφησε το σώμα της να γείρει μπροστά και να πέσει με γδούπο πάνω στις φλόγες που την τύλιξαν αμέσως.

 “Ευάδνη!” ούρλιαξε ο Ίφις τρέχοντας προς την πυρά. Οι κραυγές των γυναικών ακούγονταν σπαρακτικές. Ο Άδραστος χύμηξε μπροστά, άρπαξε με έναν στρατιώτη τον Ίφι λίγο πριν ριχτεί στις φλόγες που είχαν πλέον θεριέψει. Ο Θησέας είχε μείνει άφωνος βουτηγμένος στον πόνο και στο δέος.

 Οι φωνές του Ίφι καλούσαν την κόρη του που καίγονταν στις φλόγες σε ένα τραγικό τέλος αγκαλιά με τον άντρα της τον Καπανέα και τους άλλους πολέμαρχους από τους επτά που έμελε να κάνουν το μοιραίο ταξίδι και την εκστρατεία στην εφτάπυλη Θήβα.

 Τα μαύρα σύννεφα που ήρθαν απ’ τον Νοτιά είχαν πια αγκαλιάσει ολάκερο τον ουρανό. Ο ήλιος είχε κρυφτεί στο μελανό τους χρώμα. Κάπου μακριά προς την Κόρινθο άστραφτε, σημάδι της καταιγίδας που έφτανε. Στο δρόμο, έξω από τα Μέγαρα, προς τις Σκειρωνίδες πέτρες, μπορούσε να δει κανείς τα άλογα με τις ικέτιδες που επέστρεφαν πια στο Άργος. Λιγότερες κατά μία. Κανείς δεν μιλούσε στην επιστροφή. Ο Άδραστος συλλογιζόταν το αν έπρεπε να είχε γίνει όλο αυτό ή όχι. Οι άλλες γυναίκες ένιωθαν μια πένθιμη λύτρωση καθώς είχαν ξεπληρώσει τον αποχαιρετισμό στους δικούς τους ανθρώπους. Και ο Ίφις έκλαιγε βουβά με πόνο εκτός από το γαμπρό του και την κόρη του την Ευάδνη, που διάλεξε τον πιο τραγικό τρόπο να ακολουθήσει τη στράτα του άντρα της στον κάτω κόσμο.

 Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα για την αποκατάσταση της αδικίας και του σφετερισμού του θρόνου τελείωνε εδώ με τον αφανισμό τους. Πολλές φορές, δυστυχώς, το δίκιο δεν συναντά και το εφικτό στον κόσμο αυτό. Οι πράξεις των ανθρώπων είναι αυτές που οδηγούν το δράμα. Κάθε πρόσωπο αυτής της τραγωδίας αντάμωσε τη δική του μοίρα, όπως την όρισαν οι Θεοί. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο κύκλος αυτός έκλεισε κάπου εδώ. Ήταν όμως έτσι; 

(Στην επόμενη 34η δημοσίευση το τέλος)