Σαλούστιος: "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Στην προηγούμενη 33η δημοσίευση: Ο Θησέας με τους Αθηναίους επιστρέφουν στην Ελευσίνα με όσα σώματα νεκρών μπόρεσαν να περισώσουν. Ένας βουβός θρήνος και σπαραγμός ακολουθεί στη διαδικασία της παραλαβής των σωρών. Αποφασίστηκε τα σώματα να ταφούν έξω απ' την Ελευσίνα, κοντά στα Μέγαρα, στην τοποθεσία Άνθιο, στο ιστορικό πηγάδι, που βρέθηκε μεταμφιεσμένη η Θεά Δήμητρα από τις κόρες του Κελεού.
Η Ευάδνη, σύζυγος του Καπανέα, κόρη του Ίφη, θα θρηνήσει τον αγαπημένο της. Ο θρήνος της θα κλείσει με την τραγική της αυτοκτονία καθώς πέφτει από έναν βράχο ψηλά στην πυρά του σωρού του αγαπημένου της.
Ένας τραγικός επίλογος σε έναν θρήνο.
4.5 Με το βλέμμα στο αύριο
4.5.1 Να κλείσουν οι πληγές
“Λες για το γιο του Ετεοκλή ε;” απάντησε ο Εύμαιος.
“Ναι, έτσι κι αλλιώς αυτός είναι ο νόμιμος διάδοχος στο θρόνο, αλλά ακόμα είναι μικρός” σχολίασε ο Βίων.
“Και έτσι θα αναγκαστούμε να υποστούμε τον Κρέοντα για πόσο ακόμα;” μονολόγησε σκεπτικός ο φίλος του.
“Δεν είναι πια αυτός που ήταν. Το μάθημα που του έδωσαν οι Θεοί και οι Ερινύες ήταν σκληρό. Σκιά του εαυτού του λένε ότι είναι. Περιφέρεται αδρανής, άβουλος στο παλάτι με τις αναμνήσεις να τον τυλίγουν” είπε ο Βίων.
“Και ποιος κυβερνάει;”
“Σε επιτροπεία είναι Εύμαιε. Στην ουσία το συμβούλιο των πολέμαρχων βαστά τις αποφάσεις και ετοιμάζουν τον νεαρό να αναλάβει”
“Ας ικετέψουμε τους Θεούς να δώσουν συνέχεια ευλογημένη στην πόλη μας. Να βρούμε γαλήνη και εμείς και τα παιδιά μας…”
“Μέσα τους ναι! Μεγάλωσαν σε μια μέρα! Από εκείνη τη στιγμή που έμαθαν για το θάνατο των πατεράδων τους…” απάντησε η χήρα πια του Πολυνείκη.
“Λες και χωρίστηκε η ζωή τους στα δύο. Όταν ο Άδραστος έφερε την είδηση κάτι έγινε μέσα τους. Το είδα στον Διομήδη. Ξαφνικά άλλαξε! Βάρυνε. Το πρόσωπό του, η σκέψη του ακόμα και η φωνή του. Τίποτα δεν έμεινε όπως πριν…”
Με τα μάτια τους παρακολουθούσαν από το αίθριο του σπιτιού της Αργείας τους δύο γιους τους να κατηφορίζουν το δρόμο για την αγορά. Οι δύο μικροί τους έφηβοι είχαν πάρει πια τα πρώτα χαρακτηριστικά του άντρα.
“Αυτός εκεί που συναντήθηκε μαζί τους ποιος είναι;” ρώτησε η Δηιπύλη.
“Νομίζω ο Σθένελος, ο γιος του Καπανέα. Έχουν γίνει αχώριστοι. Λες και ο θάνατος των πατεράδων τους, τούς έδεσε σε μια ψυχή…”
“Αυτό το παιδί έμεινε εντελώς ορφανό, αλήθεια που ζει;”
“Με τον παππού του τον Ίφι. Σαν έχασε και την κόρη του δεν γύρισαν ποτέ στην Ώλενο. Μένουν εδώ πια. Έτσι κι αλλιώς ο Ίφις έχει δικαιώματα στο θρόνο του Άργους νομίζω μαζί με τον πατέρα μας”
Η Δηιπύλη άπλωσε τα χέρια της σε αυτά της Αργείας. Τα δάχτυλά τους δέθηκαν ένας δυνατός κόμπος αλληλεγγύης και ζεστασιάς.
“Θα μπορέσουμε άραγε να γιατρέψουμε τις πληγές μας Αργεία;”
Εκείνη την κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα της συνάντησε το σπασμένο πρόσωπό της και τους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Ο πόνος ήταν πολύ πρόσφατος για να απαλυνθεί.
“Να ξεχάσουμε όχι, δεν θα μπορέσουμε ποτέ. Μόνο τα παιδιά μας είναι αυτά που μπορούν να μας πάρουν μαζί τους στο δικό τους αύριο. Και να παρακαλάμε τους Θεούς να είναι γαλήνιο χωρίς πολέμους και χαλασμούς”
Η Δηιπύλη αφέθηκε στην αγκαλιά της αδελφής της. Οι μοίρες τις ένωσαν σε κοινές στράτες.
“Τι σκέφτεσαι;” ρώτησε η Αμφιθέη τον άντρα της τον Άδραστο. Εκείνος άπλωσε το βλέμμα του πέρα προς τον Ίναχο ποταμό.
“Έρχονται στιγμές που τα αν και τα μήπως μπαίνουν στο μυαλό σου από παντού. Σε βασανίζουν με συνεχή ερωτήματα. Και αλλάζουν συνέχεια τη σκέψη σου. Αν με ρωτούσες πριν, ήξερες την απάντηση που θα σου έδινα. Έπρεπε να γίνει αυτή η εκστρατεία. Να αποδοθεί το δίκιο στο γαμπρό μας. Και είχα χρέος να τον στηρίξω, να μείνω κοντά του. Ήταν κάτι που του το υποσχέθηκα απ την αρχή. Αν όμως με ρωτήσεις τι θα έκανα τώρα θα έλεγα ακριβώς το αντίθετο”
“Έχεις ενοχές άντρα μου;”
“Κανείς δεν πιέστηκε με το ζόρι να πάρει μέρος σ’ αυτήν την εκστρατεία. Όλοι δήλωσαν συμμετοχή απ την αρχή. Όμως… αυτό δεν παύει να με αναστατώνει σαν έχω μπροστά μου τα μάτια των γονιών και των γυναικών αυτών που έφυγαν. Ο πόλεμος πάντα φέρνει θάνατο και προκαλεί πόνο. Πριν τα βιώσουμε όλα αυτά δεν τα λογαριάζουμε. Μετά όμως…”
Δεν τον ρώτησε τίποτα άλλο. Τον άφησε να ταξιδεύει με τη σκέψη του πίσω στις μέρες που ξεκινούσαν θριαμβευτές απ’ τον Αργίτικο κάμπο.
4.5.2 Έξι μήνες μετά
“Έχω πολύ καιρό να ακούσω ένα ευχάριστο νέο Θέρσανδρε” απάντησε εκείνος.
“Λοιπόν Διομήδη, ο εκγυμναστής μου σήμερα με άφησε μόνο μου να κάνω την πρώτη μου μικρή βόλτα πάνω στο άλογο!” είπε εκείνος γεμάτος χαρά.
“Πόσο καλά! Μπράβο!” είπε με χαρά ο Διομήδης.
Τα παιδιά του Πολυνείκη και του Τυδέα ακολούθησαν τη σχέση του πατέρα τους. Άλλωστε χρόνια οι οικογένειές τους ζούσαν μαζί. Η μία κοντά στην άλλη. Τώρα οι δύο γιοι, ώριμοι έφηβοι πια έκαναν τα πρώτα δικά τους όνειρα στη ζωή. Αλλά και τις πρώτες σκέψεις.
“Είμαι σίγουρος, γιατί όχι. Και το θέλω πολύ. Να βιαστείς! Δεν ξέρεις πόσο περιμένω την ώρα που θα τρέχουμε οι δυό μας στον κάμπο πάνω στα άλογα” απάντησε ο γιος του Πολυνείκη ο Θέρσανδρος.
“Πόσο θα ήθελα να ήταν εδώ κοντά μας, να μας δουν…” είπε με μια δόση μελαγχολίας ο Διομήδης, ο γιος του Τυδέα.
“Σου λείπει;” Τον ρώτησε ο φίλος του.
“Πολύ, έφυγαν τόσο γρήγορα…” απάντησε ο Διομήδης.
“Τον βλέπω στα όνειρά μου… με πιστεύεις; Τον βλέπω πολλές φορές να έρχεται καβάλα στο λευκό του άλογο, με την ασπίδα του. Βλέπω μια ζωγραφιά πάνω της, ένα περήφανο λιοντάρι. Και μια ομίχλη που σέρνεται στα πόδια του. Μέχρι που κάποια στιγμή τον τυλίγει ολάκερο. Απλώνω λες τα χέρια να τον πιάσω αλλά χάνεται. Τον φωνάζω με το όνομά του αλλά τίποτα.. και τότε, μέσα στην απελπισία μου βλέπω αυτό το λιοντάρι που ήταν ζωγραφιστό στην ασπίδα του να ζωντανεύει και να έρχεται ήρεμο και αρχοντικό προς το μέρος μου. Εγώ… να τρέμω απ’ το φόβο μου αλλά εκείνο λες και είναι ήρεμο με πλησιάζει σαν να με καλεί κοντά του… και…”
Είχε μια έντονη έξαψη ο νεαρός έφηβος εξιστορώντας το όνειρό του, σαν να ζούσε απόλυτα τις στιγμές.
“Και;” τον ρώτησε ο Διομήδης.
“Τίποτα…. Πάντα ξυπνώ, πάντα κάτι εκεί με φέρνει πίσω”
Σταμάτησαν να μιλούν. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο για λίγο σιωπηροί γεμάτοι σκέψεις.
“Στο ποτάμι εκεί που ξεκινά ο δρόμος για τις Μυκήνες”
“Έχω καιρό να τους δω”
“Ο Αλκμαίων είναι νομίζω στην ηλικία μας, ο αδελφός του είναι λίγο πιο μικρός” σχολίασε ο Διομήδης.
“Σου είπαν τι μάς θέλουν;”
“Όχι αλλά δεν νομίζεις ότι μάς ενώνουν τόσα πολλά;” είπε ο Διομήδης στο φίλο του. Λες και οι μήνες που πέρασαν είχαν αφήσει φέρει πάνω τους μια πρώιμη ωριμότητα.
“Προς τα πού κοιτάζεις;” ρώτησε ο νεαρός Αμφίλοχος τον αδελφό του τον Αλκμαίωνα. Στα δεκατέσσερα ο γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης. Τα πρώτα στοιχεία του άντρα είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο σώμα του. Ψηλός, όμορφος, με καστανά μαλλιά και μάτια. Ο νεαρότερος αδελφός του τον έβλεπε να κοιτάζει προσεκτικά πίσω Βορειοανατολικά, μακριά πίσω από τα ψηλά βουνά που ξεκινούσαν εκεί στις Μυκήνες και έφταναν στην Κόρινθο. Χωρίς να πάρει το μάτι του από εκεί απάντησε στον αδελφό του:
“Μακάρι να μπορούσα να δω ως πέρα εκεί μακριά. Να ταξιδέψει το βλέμμα και η καρδιά μου πίσω απ τα βουνά, μακριά από εδώ. Να ανέβω το βουνό των Μουσών, τον Ελικώνα. Να κατέβω στον Θηβαϊκό κάμπο και να φτάσω ως εκεί, τις πύλες της πόλης.
Ο λόγος του σαν να έβγαζε έναν ποιητικό οίστρο. Παιδί που εκτός από το γυμνασμένο σώμα ήταν διαβασμένο και μελετημένο με όσα του άφησε πίσω ο πατέρας του ο Αμφιάραος.
“Σου λείπει καθόλου;” τον ρώτησε λυπημένα ο αδελφός του.
“Ναι! Μου λείπει πολύ! Η παρουσία του, η σκέψη του, η αγάπη του. Όσα μας έλεγε, όσα ήθελε να μας πει και δεν πρόλαβε…”
“Και μένα!” πρόσθεσε ο Αμφίλοχος.
“Τον αναζητώ πέρα από εκείνα τα βουνά αδελφέ μου. Άραγε πού να βρίσκεται ακριβώς το μέρος της γης που αγκάλιασε το σώμα του;”
“Οι τελευταίες του στιγμές… όπως μας τις είπε ο βασιλιάς”
“Θέλω τόσο πολύ να πάω εκεί! Να πατήσω τη γη που τον τράβηξε στα σωθικά της. Να δω το μέρος που πολέμησε για ύστατη φορά. Να κάνω σπονδές στη μνήμη του, να του πω ότι θυμάμαι πάντα τα λόγια που μας άφησε παρακαταθήκη”, το τελευταίο το είπε με σκληρό βλέμμα. Ο αδελφός του τον κοίταξε φοβισμένα.
“Μιλάς για….” τον ρώτησε με εμφανές το υπονοούμενο.
“Ναι! Μιλάω για εκείνη! Για όσους τον πρόδωσαν! Και, με την απόφασή τους, τον έστειλαν εκεί. Δεν το ξεχνάω αυτό ποτέ Αμφίλοχε! Μ’ ακούς;” γύρισε προς τον αδελφό του κοιτάζοντάς τον ίσια στα μάτια.
“Είναι μάνα μας αδελφέ μου!”
“Εκείνη φταίει! Δική της ήταν η απόφαση που τους έστειλε εκεί. Στο θάνατο και τη καταστροφή”
“Θα ήθελα κάποτε να πάμε εκεί Αλκμαίωνα!”
“Και εγώ! Αλλά δεν το θέλω μ’ αυτόν τον τρόπο”
“Τι εννοείς, τι έχεις στο μυαλό σου; Τι ήθελες;”
“Δεν ξέρω… δεν θέλω ο θάνατος του πατέρα μας εκεί, στη Θήβα, να περάσει έτσι…”
Ο Αμφίλοχος ρώτησε ανήσυχος:
“Δηλαδή τι ζητάς αδελφέ μου;”
“Μια δικαίωση για τον πατέρα μας, κάτι! Για αυτούς που τον οδήγησαν στο θάνατο…”
“Εκδίκηση;”
“Δεν ξέρω, μην με ρωτάς. Δεν μπορώ ακόμα να το ξεκαθαρίσω μέσα μου. Όμως θέλω να βρεθώ εκεί. Να αγγίξω αυτό το χώμα… Ίσως… Κάποτε…” είπε με το μυαλό του να χάνεται σε όλες τούτες τις εικόνες που γυρόφερναν στον νου του.
“Ίσως με τη Θήβα δεν κλείσαμε τους λογαριασμούς μας αδελφέ μου” του είπε κοιτάζοντας πάλι τον ορίζοντα προς το Βοριά”
“Πατέρα, τι είναι αυτά που λες! Δεν νιώθω να σε κουβαλώ. Νιώθω να είμαι κοντά σου, συνειδητά, με τη θέλησή μου και την καρδιά μου”
“Το ξέρω κόρη μου και σε ευχαριστώ…”
“Δεν μάθαμε ποτέ ποιος ήταν αυτός που έσφαξε την μικρή κόρη του Οιδίποδα μέσα στο ναό” τον ρώτησε αλλάζοντας κουβέντα.
“Όχι κόρη μου! Ο Περικλύμενος μας είπε ότι περνώντας απ’ τον ναό την βρήκε νεκρή. Αλλά…”
“Γιατί αναστενάζεις;”
“Γιατί μέσα μου πιστεύω ότι κάτι κρύβει. Ότι ξέρει…”
“Και γιατί δεν μας μίλησε ποτέ;”
“Αυτό δεν το ξέρω θυγατέρα μου…”
“Δεν έχει σημασία πατέρα τώρα πια. Άλλωστε όλα τελείωσαν…”
“Μα τελείωσαν πράγματι;” έκανε εκείνος προκαλώντας το αγωνιώδες ερώτημα της Μαντούς.
“Τι θέλεις να πεις πατέρα; Είναι κάτι που βλέπεις;”
“Κόρη μου… αναρωτήθηκες όλον αυτόν τον καιρό τι είδαμε; Πόσα έγιναν; Δεν βλέπω η Θήβα να έχει απαλλαγεί από όλο αυτό. Είδαμε ότι οι νόμοι των Θεών είναι αυτοί που φέρνουν ευτυχία . Και όσοι κομπορρημονούν με μεγάλα λόγια πληρώνονται με μεγάλες συμφορές. Άραγε θα υπάρξει φρόνηση στους ανθρώπους; Θα μάθουν απ’ τα λάθη τους; Ή το πέρασμα του χρόνου θα τους ρίξει πάλι στη λήθη. Εύχομαι η πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας να βρουν τη γαλήνη που έχουν ανάγκη”