H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 9 Μαρτίου 2024

"Για μένα" (Διήγημα, συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #1)

 Για μένα...



Σήμερα…


Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από κόσμο. Δεν υπήρχε ίχνος από κάθισμα άδειο. Ακόμα και στους διαδρόμους στα ακραία πλαϊνά όπως και στο πίσω μέρος υπήρχαν όρθιοι. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη συγκίνηση. Το έβλεπες, το ένιωθες παντού. Τηλεοπτικές κάμερες είχαν στηθεί επίσης σε καίρια σημεία και πολλοί εκπρόσωποι μέσων ενημέρωσης ήταν σε ετοιμότητα να μεταφέρουν το ρεπορτάζ τους από τα μελλούμενα. Οι παρουσιαστές της εκδήλωσης είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους. Όμορφη μουσική γέμιζε το χώρο και όλα τον περίμεναν. Η δική του ώρα. Η στιγμή του Έκτορα Βεργέτη. Λογοτέχνης, συγγραφέας, βάδιζε ήδη την έκτη δεκαετία της γόνιμης και δημιουργικής ζωής του. Και η αποψινή εκδήλωση ήταν για εκείνον! Η παρουσίαση ενός σημαντικού βιβλίου, του τελευταίου του έργου. Ενός έργου, που τάραξε έντονα τα νερά της επικαιρότητας. Που είχε ήδη σηκώσει μεγάλες προσδοκίες. Και όλα αυτά για το θέμα στο οποίο αναφέρονταν. Εκείνο το θέμα, που τον είχε συγκλονίσει και είχε σημαδέψει την ίδια του τη ζωή και όχι μόνο.


Ήταν συγκινημένος. Με κόπο προσπαθούσε να βαστάξει μια ισορροπία στα συναισθήματά του. Όλη αυτή η ατμόσφαιρα τον είχε σκεπάσει ολόκληρο. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν! Οι ομιλητές είχαν πάρει τη θέση τους. Η μουσική είχε σταματήσει, οι φωνές χαμήλωσαν στο πλήθος, έγιναν ψίθυροι, που όλο και σιωπούσαν.


-Φίλες και φίλοι, αγαπητοί καλεσμένοι…


Ο εισηγητής άνοιγε την εκδήλωση, οι χτύποι στην καρδιά του Έκτορα Βεργέτη, άρχισαν να επιταχύνουν αργά αλλά σταθερά.


-Σας ευχαριστούμε για την τιμή…


Ο εισηγητής συνέχισε για να καλωσορίσει και να υποδεχτεί τους ανθρώπους, που κατέθεταν την ψυχή τους στη συμμετοχή τους.


-Απόψε παρουσιάζουμε το τελευταίο βιβλίο του Έκτορα Βεργέτη, “Για μένα”… ήρθε η στιγμή να καλέσουμε στο βήμα τον ίδιο το συγγραφέα…


Σαν να ζούσε ένα όνειρο. Εκατοντάδες άνθρωποι όρθιοι χειροκροτούσαν με πάθος. Έστρεψε το βλέμμα του ολόγυρα, σε μια πανοραμική κίνηση. Σηκώθηκε. Προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Γύρισε στο διπλανό κάθισμα. Ο παιδικός του φίλος, ο πιστός του ακόλουθος και επιστήμονας, ο καθηγητής ψυχιατρικής, Ευγένιος Δημάρατος, με τη σύζυγό του, είχαν ήδη σηκωθεί. Τον κοίταξε βαθιά ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα απίστευτης και ασύλληπτης δοτικότητας και αλληλεγγύης, που το ένιωσε σαν χάδι στην ψυχή του. Ο Έκτορας τον κοίταξε στα μάτια σιωπηρός. Είδε στο γαλήνιο πρόσωπο του περίπου συνομήλικου φίλου του, να διαγράφεται ένα γλυκό και ενθαρρυντικό χαμόγελο. Τον είδε να του γνέφει ένα θετικό προτρεπτικό κάλεσμα. Το χέρι του κινήθηκε καλώντας τον να προχωρήσει προς το βήμα.

Ο Έκτορας έκανε ήδη τα πρώτα βήματα, σταθερά, αποφασιστικά, ελέγχοντας τη συγκίνηση και την παρόρμηση της στιγμής. Και τότε, σε εκείνα το χάσιμο του χρόνου, η μνήμη του φτερούγισε λίγο καιρό πίσω. Με το άναρχο χάρισμά της να συμπυκνώνει απέραντο χρόνο σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, η σκέψη του συγγραφέα πήγε ακριβώς σε εκείνη τη στιγμή, που ξεκίνησαν όλα αυτά, που οδήγησαν στην αποψινή βραδιά. Εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό της ύστερης ζωής του.


Λίγους μήνες πριν…


Ο χειμώνας στο Κυκλαδίτικο νησί δεν είχε την αγριάδα της στεριάς. Είχε όμως την υγρασία της θάλασσας αλλά συνάμα και την ομορφιά της. Το πατρικό σπίτι του Έκτορα Βεργέτη, λειτουργούσε κάτι σαν ησυχαστήριο, σαν καταφύγιο για τις στιγμές γαλήνης, που αποζητούσε. Άλλωστε αυτό το σπίτι είχε, κατά καιρούς, αποτελέσει και το καμίνι μέσα στο οποίο γεννήθηκε η έμπνευση αλλά και η συγγραφή αρκετών από τα λογοτεχνικά του έργα, που τον είχαν καταξιώσει στο συγγραφικό χώρο.


Εκείνο το συννεφιασμένο πρωινό, τυλιγμένο στην ομίχλη του Αιγαίου, τον βρήκε να απολαμβάνει το πρωινό του, καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικριστά στο ξύλινο μεγάλο γραφείο του. Αυτός ο ενοχλητικός πονοκέφαλος δεν τον άφηνε να χαλαρώσει, τον κρατούσε σφιγμένο, σαν δυο χέρια δυνατά να τον έσφιγγαν στους κροτάφους του. Και εκείνες οι ζαλάδες. Την απλανή του σκέψη διέκοψε ο ήχος του κινητού του τηλεφώνου. Έριξε μια ματιά στην οθόνη για να δει έναν άγνωστο αριθμό κλήσης. Απορημένος για την προέλευση της κλήσης, απάντησε.


“Καλή σας μέρα, ο κύριος Έκτορας Βεργέτης;”


Μια γλυκιά γυναικεία ώριμη φωνή ηχούσε στις ξαφνιασμένες του αισθήσεις.

“Ο ίδιος, ποιος είναι παρακαλώ”

“Ελίζα Βελισσαράτου… συγγνώμη, που σάς ενοχλώ…”


Ο Έκτορας στην πίεση του χρόνου, προσπαθούσε να συγκεντρώσει τη σκέψη του για να εντοπίσει αν γνώριζε τη γυναίκα που τού μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής. Η γυναικεία φωνή συνέχισε:


“Δεν ξέρω αν σάς λέει κάτι το όνομά μου, είμαι η…”


Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και ένα χαμόγελο εντυπωσιασμού σχηματίστηκε στο πρόσωπο του συγγραφέα.

“Είστε η καθηγήτρια παιδιατρικής απ’ την Αθήνα, η γιατρός ακτιβίστρια στην οργάνωση των γιατρών της διεθνούς αλληλεγγύης!”

“Με τιμάει η δυνατή σας μνήμη, απάντησε εκείνη αφοπλιστικά”

“Δική μου χαρά και τιμή κυρία Βελισσαράτου, τι μπορώ να κάνω για εσάς;”

“Θα ήθελα να σάς ζητήσω μια συνάντηση”

“Μεγάλη μου χαρά αλλά περί τίνος πρόκειται;” Τη ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον.

“Θα έχω την ευκαιρία να σάς τα εκθέσω από κοντά, αν μού κάνετε την τιμή και μού χαρίσετε μέρος του χρόνου σας.

“Ο χρόνος μου στη διάθεσή σας”


Το ραντεβού κλείστηκε για την επόμενη κιόλας μέρα και μάλιστα στο σπίτι του εκεί, με δικό της αίτημα. Κανόνισαν να βρεθούν νωρίς το βραδάκι. Η Ελίζα Βελισσαράτου ήταν ένα σπουδαίο και λαμπερό όνομα στους κοινωνικούς χώρους. Στην πέμπτη δεκαετία της ζωής της, γυναίκα όμορφη, γοητευτική. Η επιστημονική της κατάρτιση και επαγγελματική της προσφορά, χρόνια τώρα δοκιμασμένη στα δημόσια νοσοκομεία. Καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου, έρευνες, προσφορές, πρωτοβουλίες. Η φήμη της πέρασε τα σύνορα της χώρας και απλώθηκε σε πολλούς μαρτυρικούς χώρους. Εκεί, που βρώμικοι πόλεμοι μάτωναν αθώους ανθρώπους. Έγινε μέλος της Διεθνούς ταξιαρχίας γιατρών του κόσμου, που δεν τους χωρούσαν τα σύνορα της γης. Μπήκαν μπροστά σε τυραννίες, σε φασιστικά καθεστώτα, σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, στήριξαν κινήματα, στελέχωσαν διαλυμένες δομές υγείας, έσωσαν ζωές σε βομβαρδισμένα νοσοκομεία, μαρτύρησαν την αλήθεια και έγιναν σύμβολα. Ο Βεργέτης, άνθρωπος που συμμερίζονταν τον αγώνα τους, ήξερε γι’ αυτούς, μάθαινε, τους καμάρωνε. Και όλες αυτές οι σκέψεις έγιναν συναισθηματική φόρτιση, που φορτώθηκε στις ώρες, που καρτερούσε την Ελίζα Βελισσαράτου να δρασκελίσει το κατώφλι της πόρτας του σπιτιού του. Αλήθεια πώς έφτασε εκεί; Γιατί δεν επιδίωξε να τον συναντήσει στην Αθήνα, στο σπίτι του εκεί; Ερώτημα, που δεν είχε το χρόνο να επεξεργαστεί στο χρόνο που απέμενε μέχρι τη συνάντησή τους.


Τώρα την είχε απέναντί του, απλή, λιτή, παρ’ όλα αυτά επιβλητική αλλά και προσιτή. Δύο κούπες καφές και λίγα κουλούρια ήταν ανάμεσά τους στο όμορφο ξύλινο στρογγυλό τραπέζι.

“Λοιπόν πώς φτάσατε σε μένα;” Τη ρώτησε με έντονο ενδιαφέρον.

“Η αλήθεια, κύριε Βεργέτη είναι ότι εσείς, κατά κάποιον τρόπο, φτάσατε σε μένα”, του είπε.

“Δεν καταλαβαίνω…”

“Ίσως να σάς βοηθήσω, να καταλάβετε”, τού είπε για να συνεχίσει “Δεν ήρθα τυχαία σε σάς, το όνομα και η δουλειά σας είναι ευρύτερα γνωστά. Η σχέση σας με τη λογοτεχνία, τη συγγραφή αλλά και τους κοινωνικούς χώρους, είναι κάτι που έπαιξε το ρόλο του για να θελήσω να σάς συναντήσω”

“Κυρία Βελισσαράτου, με τιμάτε πραγματικά, ευχαριστώ πολύ. Περιμένω να ακούσω πώς μπορώ να ανταποκριθώ”

“Θέλω να ακουμπήσω πάνω σας κάτι σημαντικό, κάτι ιδιαίτερο…” του είπε, προκαλώντας ακόμα περισσότερο την αγωνία του.

“Με κάνετε να αδημονώ…”

“Μπορεί να ακουστεί λίγο εγωιστικό αλλά, επιτρέψτε μου να σάς εξηγήσω το λόγο. Θα ήθελα να γράψετε ένα βιβλίο…”

“Τι βιβλίο;” έκανε εκείνος, νιώθοντας την κατάσταση να έρχεται στο ...γήπεδό του.

“Κάτι ας πούμε σαν τη βιογραφία μου!”

“Ω… εγώ;”

“Μη βιάζεστε να βγάλετε συμπεράσματα. Θέλω στη γραφή σας για μένα να αναδειχθούν, σαν ένα ιστορικό ντοκουμέντο όλα αυτά, που έχουν δει τα μάτια μου εκεί έξω, σε κόσμους και συνθήκες εφιαλτικές”


Ο Βεργέτης ένιωσε κάτι πολύ μεγάλο να ξετυλίγεται μπροστά του. Στριφογύρισε στην πολυθρόνα του, ζητώντας επεξηγήσεις.

“Τα μάτια των αδύνατων ανθρώπων, η αγωνία τους μπροστά στο διωγμό, στη βία, στη φυγή. Η εκμετάλλευση εκείνων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, παιδιά που έχασαν τους γονείς τους σε πολεμικές επιχειρήσεις, πρόσφυγες ματωμένοι, κρατούμενοι εξαθλιωμένοι και βασανισμένοι. Θέλω να γράψετε για αυτά. Όσα είδα, όσα αντιμετώπισα. Θέλω να μιλήσω, να τα δώσω στον κόσμο. Να μάθει, να σπάσει ο καθεστωτικός κύκλος της σιωπής και της προπαγάνδας. Να μιλήσουμε για το φασισμό, για το δουλεμπόριο, για τους μισθοφόρους και τα εγκλήματά τους. Και επειδή η δική μου γραφή δεν τα καταφέρνει, θεώρησα ότι μπορείτε εσείς να αναλάβετε να μιλήσετε για μένα αλλά και για όλα αυτά”


Ο συγγραφέας ένιωθε να ανατριχιάζει από το βάρος της στιγμής. Μέχρι τώρα διάβαζε για όλα αυτά, τα παρακολουθούσε στενά από δίκτυα και μέσα αλλά τώρα καλούνταν να γίνει αυτός, που θα τα αποδώσει στον κόσμο.

“Μα… πώς θα το κάνω αυτό; Θέλω να πω, τι θα γράψω;”

Τον διέκοψε μαλακά και πειστικά.

“Μην ανησυχείτε γι’ αυτό κύριε Βεργέτη, θα σάς δώσω εγώ όλα όσα απαιτούνται για ένα τέτοιο έργο. Θα σάς τα δώσω εν είδη ημερολογίου, αν θέλετε να το βαφτίσετε έτσι. Όλα γραπτά. Πού έχω πάει, τι έχω συναντήσει. Φωτογραφίες, έγγραφα, συνεντεύξεις, μαρτυρίες συναδέλφων, υλικό της οργάνωσής μας, ηλεκτρονικό υλικό. Βίντεο, τα πάντα”

Η ένταση στον συγγραφέα ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν άρνηση αυτό που ένιωθε ή φόβος. Ήταν δέος και ευθύνη. Η Ελίζα το βίωσε στο πρόσωπό του και παρενέβη.

“Δεν θέλω να σάς πιέσω, αν αρνηθείτε θα το σεβαστώ απόλυτα χωρίς καμία παρεξήγηση, σάς το λέω ξεκάθαρα. Πάρτε το χρόνο σας και πείτε μου πότε θέλετε να σάς καλέσω.


Λένε ότι οι μεγάλες αποφάσεις παίρνονται στο φτερούγισμα της στιγμής του χρόνου. Και ίσως από ένστικτο, ίσως να μην υπάρχει εύκολη εξήγηση σε αυτό. Ο Βεργέτης δεν δίστασε μήτε δευτερόλεπτο. Και έδωσε τη θετική του απάντηση σε πλήρη συνείδηση, σε απόλυτο έλεγχο, σε ώριμη συγκίνηση και αποδοχή. Και είδε και τη δική της αντίδραση. Μια αντίδραση, που σημάδεψε τη ζωή του. Μια έκφραση αλησμόνητη. Σαν κάποιος να νιώθει να μοιράζεται ένα αφόρητο βάρος και να θέλει μ’ αυτό να μεταλαμπαδεύσει ολάκερη την κοινωνία.


“Σας ευχαριστώ με την καρδιά μου, κύριε Βεργέτη! Να ξέρετε ότι εγώ δεν διεκδικώ το παραμικρό από αυτό το βιβλίο. Μπορείτε να το πείτε κληρονομιά μου στις γενιές των ανθρώπων ή ένα όπλο απέναντι στο σκοτάδι και τη σιωπή”.

Πόσο τον εντυπωσίαζε η στάση της! Πόσο τη θαύμαζε! Ήξερε για εκείνη αλλά αυτό που ζούσε τώρα ήταν εντελώς διαφορετικό. Ήταν κάτι απτό, τόσο κοντινό. Την είχε απέναντί του, εκεί. Αν ήταν νέος θα μπορούσε, άνετα, κάποιος να πει ένιωθε θαυμαστής της, γοητευμένος.


Η Ελίζα έφυγε, ανανέωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο απόγευμα για να του φέρει τα στοιχεία, που του υποσχέθηκε. Και αυτές οι εικοσιτέσσερις ώρες έδειχναν να μην περνούν με τίποτα. Άλλαξε κάθε δική του αίσθηση στο χρόνο, γέμισε η σκέψη του με σκοπό και σχέδιο. Δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτήν την τόσο δυνατή αγωνία και προσμονή. Το κεφάλι του έφτασε να καίει. Εκεί, προς το βράδυ είχε την αίσθηση ότι το πρόσωπό του έβγαζε φωτιές.


Πήρε τα χάπια του για να ηρεμήσει, μετρώντας τις ώρες. Με πολλές και διάφορες σκέψεις. Η Ελίζα ήρθε! Και ο ίδιος την υποδέχτηκε με ένα πρωτόφαντο αίσθημα ανακούφισης.

“Σ’ αυτόν το φάκελο θα βρείτε τα πρώτα γενικόλογα στοιχεία τόσο της δράσης μας συλλογικά αλλά και το περίγραμμα του δικού μου ημερολογίου. Μπορείτε να ξεκινήσετε την επεξεργασία των στοιχείων και το σκελετό του πώς θα δουλέψετε. Εγώ πλέον δεν μπορώ να παρέμβω στη σκέψη σας. Είστε λεύτερος να την καθοδηγήσετε”, του είπε.

“Τα υπόλοιπα;”

“Θα σας τα φέρω τις αμέσως επόμενες μέρες για να μπορέσω να τα σταχυολογήσω και εγώ, να τα βάλω σε μια σειρά”


Αντάλλαξαν τηλέφωνα επικοινωνίας. Η Βελισσαράτου έφυγε και ο Βεργέτης έμεινε μόνος, έτοιμος πια να οργανώσει τη δουλειά του. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη του υλικού του φακέλου, που του έφερε. Οι υποσχέσεις που άφηνε ήταν τέτοιες, που πραγματικά τον σοκάρισαν. Οι αναφορές στις επιχειρήσεις και δράσεις, που είχε αναλάβει η οργάνωση, στην οποία συμμετείχε η καταξιωμένη καθηγήτρια ήταν σαφέστατες και κυριολεκτικά πατούσαν μέσα τη φωτιά. Και αυτή η φωτιά, μεταδόθηκε και σε εκείνον. Άρχισε να δουλεύει εντατικά σε πυρετώδη ρυθμό. Έφτιαξε τη βάση επεξεργασίας του υλικού του και πλέον περίμενε την Ελίζα να του φέρει πλέον αναλυτικά στοιχεία.


Η πρώτη μέρα της αναμονής πέρασε, μαζί και η επόμενη. Ακολούθησε και η τρίτη και πλέον ο Έκτορας Βεργέτης ξεπέρασε το στάδιο της ανησυχίας και μπήκε σε αυτό της αγωνίας. Οι σκέψεις και τα ερωτήματα άρχισαν να τον βαραίνουν και να πληθαίνουν. Την τέταρτη μέρα της καθυστέρησης, την πήρε τηλέφωνο.

“Το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσατε είναι απενεργοποιημένο…”

Η μηχανογραφημένη φράση κλισέ, έκαιγε το μυαλό του. Η σιωπή και η απουσία τον έκανε νευρικό, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Αποφάσισε να δράσει και να πάρει πρωτοβουλίες. Μπήκε στο διαδίκτυο, έψαξε σελίδες και οργανώσεις. Βρήκε τα τηλέφωνα της οργάνωσης της Ελίζας Βελισσαράτου. Τηλεφώνησε.

“Η κυρία Βελισσαράτου βρίσκεται εκτός Αθηνών. Θα την ενημερώσουμε με την πρώτη ευκαιρία”

“Σάς έχει ειδοποιήσει ότι θα απουσιάσει; Βρίσκεται κάπου;” ρώτησε με αγωνία για να πάρει αρνητική απάντηση. Η γυναίκα που περίμενε, έδειχνε να είχε εξαφανιστεί.


Αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια. Και φυσικά η πηγή του δεν μπορούσε παρά να είναι ο επιστήθιος φίλος του, ο γιατρός Ευγένιος Δημάρατος. Τον κάλεσε στον τηλέφωνο.

Ευγένιε καλησπέρα…”

“Καλώς τον Έκτορα, τι κάνεις φίλε μου;” ήχησε στα αυτιά του η χαμογελαστή φωνή του.

Του απάντησε αόριστα με τις κλασικές γενικόλογες αναφορές και εισαγωγές.

“Τα χάπια σου τα παίρνεις βρε παλιόγερε ή θα φτάσει η πίεση σου πάνω κι απ΄ την τιμή του λαδιού;”

Ο Έκτορας προσπαθούσε να δείχνει ήρεμος αλλά ο εκνευρισμός του δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Ο συνομιλητής του το είχε ήδη καταλάβει.

“Ευγένιε, θέλω από σένα μια χάρη, σε παρακαλώ…”

“Κάνω και τίποτα άλλο τα τελευταία χρόνια;” σχολίασε ο φίλος του.

“Είναι κάτι σοβαρό, αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα”

“Ο ήχος της φωνής σου, σε έχει ήδη ...προδώσει, Έκτορα, λέγε!”

“Με επισκέφτηκε μια γυναίκα για κάποια δουλειά, για να αναλάβω κάτι”

“Τι δουλειά;”

Ο Έκτορας, τον ενημέρωσε γενικόλογα για το είδος του θέματος.

“Εγώ πώς μπορώ να σε βοηθήσω;” τον ρώτησε ο Ευγένιος.

“Θέλω να μάθεις γι’ αυτήν, να ρωτήσεις, να ψάξεις…”

“Έκτορα με κάνεις και ανησυχώ. Για ποιαν πρόκειται;”

“Για την Ελίζα Βελισσαράτου, καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική σχολή και μέλος των Διεθνών Ταξιαρχιών των Γιατρών του κόσμου”


Ο Ευγένιος Δημάρατος, έμεινε εντελώς μετέωρος για λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα. Έριξε μια ματιά δίπλα του στην ανέμελη γυναίκα του, που παρακολουθούσε τη συνομιλία του.

“Η Ελίζα Βελισσαράτου ήρθε και σε βρήκε, Έκτορα;”

“Ναι, Ευγένιε, σε παρακαλώ, κάνε κάτι, είμαι σε αδιέξοδο”, τού είπε με ανεξέλεγκτη αγωνία, για να συνεχίσει “Πρέπει οπωσδήποτε να την βρώ, ακούς; Είναι μεγάλη ανάγκη; Αυτά που έχω στα χέρια μου πρέπει πάσει θυσία να βγουν προς τα έξω…”

Ο Δημάρατος άλλαξε εντελώς διάθεση. Σαν να σοβάρεψε απότομα εντελώς, σαν να βάρυνε.

“Εντάξει, Έκτορα! Στο υπόσχομαι. Θα το αναλάβω προσωπικά, μείνε ήσυχος. Θέλω να ηρεμήσεις και θα κινηθώ τώρα εγώ, όμως μην κάνεις καμία ενέργεια, μ’ ακούς; Σειρά σου να μού το υποσχεθείς”

“Εντάξει, Ευγένιε, θα περιμένω μήνυμά σου, σύντομα σε παρακαλώ, σύντομα…”


Έκλεισαν. Ο Ευγένιος άφησε το κινητό του στο τραπέζι. Ήταν εμφανώς προβληματισμένος, έδειχνε θορυβημένος.

“Τι συνέβη Ευγένιε; Τι έπαθε ο Έκτορας;” τον ρώτησε με έγνοια, η γυναίκα του.

Ο Ευγένιος την κοίταξε ίσια στα μάτια και απάντησε με φωνή βαθιά και αργή.

“Σε παρακαλώ δες πότε έχει καράβι για το νησί το συντομότερο…”

“Δεν καταλαβαίνω, τι συμβαίνει;”

“Κλείσε δυο εισιτήρια, φεύγουμε αμέσως για τον Έκτορα”

“Εντάξει αλλά θα μού πεις τι συμβαίνει;”

“Πάρε σε παρακαλώ, θα τα πούμε στο δρόμο, πάω στο νοσοκομείο και γυρίζω. Δεν έχουμε χρόνο…”

Η γυναίκα του Δημάρατου έριχνε πλάγιες ματιές στο σύζυγό της καθώς το ταξί τούς μετέφερε στο λιμάνι του Πειραιά. Με το πλοίο κλειστού τύπου, θα έφταναν εκεί σε λιγότερο από τρεις ώρες. Έβλεπε το σφιχτό πρόσωπο του Ευγένιου και μια μικρή φλέβα που τρεμόπαιζε στον κρόταφό του. Δεν άντεξε.

“Μήπως είναι ώρα να μού πεις τι συμβαίνει με τον Έκτορα;”

“Μού ανέθεσε μια πιεστική δουλειά”

“Τι δουλειά;”

“Μου είπε ότι τον επισκέφτηκε μια ώριμη γυναίκα, τού έφερε κάποια στοιχεία και του ανέθεσε να γράψει ένα βιβλίο για κείνη”

“Θαυμάσια, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να βρει πάλι το ρυθμό του ο φίλος μας”, αποκρίθηκε εκείνη.

“Ξέρεις ποια είναι αυτή η γυναίκα, Αλκμήνη;”

Η γυναίκα του τον κοίταξε περιμένοντας.

“Η Ελίζα Βελισσαράτου!”

Το πρόσωπο της γυναίκας του Ευγένιου πάγωσε με μιας.

“Τι είπες;” ψέλλισε.

“Ακριβώς αυτή! Ίσως δεν έπρεπε να τον αφήσω να πάει στο νησί”

“Μα είναι ο τόπος του, το πατρικό του, εκεί γράφει, εκεί δημιουργεί” του είπε εκείνη.

“Ναι αλλά και εκεί είναι οι δυνατές του συγκινήσεις”, απάντησε εκείνος.


Το πλοίο σαν να πετούσε πάνω στα κύματα του Αιγαίου. Ο χρόνος πέρασε γρήγορα και ο Δημάρατος με τη γυναίκα του έφτασαν στο νησί.

“Δεν θα τον πάρεις ένα τηλέφωνο, Ευγένιε; Ότι ερχόμαστε;”

“Άσε να τού κάνουμε μια όμορφη έκπληξη” απάντησε εκείνος.


Και ναι, η έκπληξη ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Και μάλιστα η αποδοχή της δημιούργησε ένα δυνατό ξέσπασμα στον Έκτορα σαν είδε τον αγαπημένο του φίλο και τη γυναίκα του να δρασκελίζουν την πόρτα της εισόδου του. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου διαδοχικά. Ο Έκτορας φάνηκε, στην έκφρασή του, ότι είχε έντονα την ανάγκη από μια παρουσία ανθρώπων, που εμπιστευόταν. Ο Ευγένιος, διαπίστωσε, με την πρώτη ματιά, ότι ο φίλος τους ζούσε μια πολύ μεγάλη ένταση. Τόσο δυνατά εξωτερικευμένη, που θα την έλεγε κανείς στα όρια του παραληρήματος. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, εμφανώς άγρυπνα και κουρασμένα. Το κάτω χείλος του έτρεμε ακανόνιστα μαζί με τα χέρια του.

“Ευγένιε, Αλκμήνη… Σάς ευχαριστώ, που ήρθατε, το ‘ξερα ότι θα με βοηθήσεις! Το ‘ξερα ότι θα την εύρισκες”

Ο Ευγένιος τραβήχτηκε μαλακά από την αγκαλιά του. Τακτοποίησαν τα πράγματά τους, έριξε μια ματιά στο χώρο. Είδε ακαταστασία στο τραπέζι, ένα μπουκάλι ρακί, δύο ποτήρια.

“Έκτορα τι κάνεις; Είναι δυνατόν; Πίνεις;”

“Εντάξει μην το κάνεις θέμα, ένα δυο ποτηράκια ήπια, μού έκανε καλό, να ηρεμήσω…”

“Είσαι με τα σωστά σου μωρέ; Με τα χάπια σου πίνεις μπουκάλι τη ρακί; Αντιλαμβάνεσαι ότι μιλάμε για καταστροφή;”


Προσπάθησε να φέρει μια ηρεμία στο χώρο με τη γυναίκα του, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει να επιμελείται το χώρο.

“Κάτσε Έκτορα και πες μου”

“Εσύ πες μου, Ευγένιε, τη βρήκες; Σού είπα πως την έχω χάσει, σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Είχαμε ραντεβού και δεν ήρθε. Ρώτησα, έψαξα παντού, μέχρι και την αστυνομία εδώ πήρα μπας και έγινε κανένα ατύχημα, μού απάντησαν αρνητικά, λέγε”

“Ηρέμησε λίγο και πες μου…”

“Τι να σού πω;” εξεμάνη εκείνος; “Μπορεί κάτι να της έκαναν! Με όσα έμαθα για τη δράση της…”

“Τι έμαθες;”

“Ευγένιε, μού άφησε ένα φάκελο, σου λέω πριν μέρες και θα μού έφερνε τα υπόλοιπα” έκανε εκείνος.

“Πού είναι ο φάκελος, μπορώ να τον δω;” ρώτησε ο Δημάρατος ενώ η γυναίκα του είχε ήδη κάτσε κοντά τους. Ο Έκτορας σηκώθηκε, πήγε σε ένα ξύλινο φοριαμό, δίπλα στο γραφείο του, ξεκλείδωσε, έβγαλε ένα φάκελο και τον άφησε χτυπητά πάνω στο τραπέζι.

“Ορίστε!”

Ο γιατρός ξεφύλλισε λίγο το φάκελο, κοίταξε τη γυναίκα του και γύρισε στον Έκτορα.

“Τι με κοιτάς έτσι μωρέ Ευγένιε; Πες μου, βρήκες τίποτα; Πες μου!”

Η έξαψη θέριεψε μέσα του στη στιγμή, σαν έκρηξη, σαν επιληπτική κρίση. Τρέμοντας είχε πλέον αδράξει το φίλο του από τα χέρια και τον ταρακουνούσε με δύναμη”

Η Αλκμήνη από δίπλα ακούστηκε απευθυνόμενη στον άντρα της.

“Ευγένιε, σταμάτα, δεν είναι καλά!”

“Αλκμήνη, δεν υπάρχει επιστροφή, μόνο ένα σοκ θα τον επαναφέρει πάλι”

Ο γιατρός πήρε άμεσα τις αποφάσεις του. Δεν είχε παρά ελάχιστα περιθώρια. Ο Έκτορας παραληρούσε σε μια υστερική κρίση.

“Την έχασα, Ευγένιε! Την έχασα σού λέω, ήταν εδώ μπροστά μου! Έφυγε μέσα απ’ τα χέρια μου!’


Ο γιατρός σηκώθηκε όρθιος. Αποφασιστικά άρπαξε το φίλο του από τους ώμους. Εμφανώς συγκινημένος.

“Πάψε Έκτορα! Πάψε σού λέω! Σταμάτα! Σταμάτα πια!”

“Γιατί να σταματήσω Ευγένιε, γιατί;”

“Έκτορα, κατάλαβέ το σε παρακαλώ! Η Ελίζα, η γ υ ν α ί κ α σου, δ ε ν ζ ε ι πια!”


Ένα κράμα έκρηξης ήρθε στην ατμόσφαιρα. Ο συγγραφέας σπάραζε πλέον σε ένα ακατάληπτο θρήνο στην αγκαλιά του φίλου του.

“Όχι Ευγένιε, δεν είναι δυνατόν! Τι λες; Η Ελίζα…”

“Η Ελίζα έφυγε, Έκτορα! Η Ελίζα δεν είναι κοντά μας πια, αγαπημένε μου φίλε! Ησύχασε, πρέπει να το δεχτείς! Να το δ ε χ τ ε ι ς Έκτορα! Μήνες τώρα κινείσαι από το πραγματικό στο φανταστικό. Συμβαίνουν πράγματα γύρω σου και δεν ξέρεις αν τα έζησες ή όχι”


Μια εικόνα τραγική απεικονίζονταν στο φωτεινό δωμάτιο του νησιώτικου σπιτιού. Ο Έκτορας Βεργέτης σπάραζε στο κλάμα, σαν μικρό παιδί, στην αγκαλιά των δύο φίλων του. Έτρεμε, είχε ρίγη συγκίνησης. Ο Ευγένιος τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του σαν μωρό.

“Η Ελίζα δολοφονήθηκε, φίλε μου στο Νοσοκομείο στη Γάζα. Αυτή ήταν η τελευταία της αποστολή. Έβαλε μπροστά το κορμί της και τη μεγάλη της καρδιά όταν οι πάνοπλοι Ισραηλινοί μπήκαν αφιονισμένοι στα ιατρεία και στους θαλάμους. Πίσω της έκρυβε μικρά φοβισμένα παιδιά Παλαιστινίων, που ζούσαν τον απόλυτο εφιάλτη. Και η γυναίκα σου, Έκτορα, έγινε λέαινα! Πάλεψε, ούρλιαξε, για να σώσει τα παιδιά και τους συναδέλφους της. Και τη σκότωσαν εκεί στον ιερό βωμό της…”


Πλέον αν μπορούσε κάποιος να δει στο εσωτερικό του δωματίου θα έβλεπε μια παράξενη εικόνα. Τρεις άνθρωποι αγκαλιά έκλαιγαν και οι δυο από αυτούς σαν να νανούριζαν ένα μωρό παιδί ...εξήντα χρόνων να το ηρεμήσουν, να διώξουν τους εφιάλτες τους. Ο γιατρός συνέχιζε:

“Έτσι έφυγε η Ελίζα Βελισσαράτου, Έκτορα. Η γυναίκα σου! Έτσι μαρτύρησε! Και εσύ… δεν άντεξες την απώλεια, φίλε μου! Γιατί η απώλεια δεν διαχειρίζεται εύκολα, ακριβέ μου. Και τα στοιχεία με τον περιβόητο φάκελο, το έργο της, τα ντοκουμέντα της, τα έχεις εδώ από τότε. Και σε καρτερούν να γίνεις καλά, να πατήσεις γερά στα πόδια σου, στα συνειδητά λογικά σου και να γράψεις! Να γράψεις, Έκτορα! Να γράψεις για εκείνην! Ποια ήταν, τι έκανε, τι είδε όλα αυτά τα χρόνια. Ακόμα και στο στερνό της ταξίδι! Σε περιμένει, Έκτορα! Να μάθει η κοινωνία και ο λαός, ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωες. Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος εκείνων των ανθρώπων της προσφοράς, της αλληλεγγύης, του αγώνα για το δίκιο…”


Άρπαξε γερά τον Έκτορα, σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

“Τόσο καιρό, με τη θεραπεία προσπαθούσα να διαχειριστούμε το διπολισμό σου. Όμως η λύση είναι στα χέρια σου! Εκείνη ήρθε σε σένα, εκείνη έρχεται συχνά για να σού θυμίσει το καθήκον σου! Γράψε, Έκτορα! Αυτή είναι η λύτρωσή σου, αυτή είναι η δική της δικαίωση, φίλε μου…”


Στο σήμερα...


Ο Έκτορας Βεργέτης κίνησε αποφασιστικά το βήμα του προς τη μεγάλη έδρα με τους ομιλητές. Όλη η μεγάλη αίθουσα ήταν στο πόδι και χειροκροτούσε. Συνθήματα δονούσαν το χώρο. Ένιωσε την καρδιά του να φτερουγίζει. Έφτασε στην έδρα. Του έδειξαν την καρέκλα του να καθίσει. Στο γραφείο μπροστά ήταν το βιβλίο!

Ο τίτλος γραμμένος σε ένα εξώφυλλο με όμορφα γραφικά και την εικόνα της! “Για μένα”. Με τα δάχτυλά του το άγγιξε. Το χάιδεψε σαν να ήταν το κορμί της όπως τότε, που στα νιάτα τους έκαναν έρωτα ονειρευόμενοι έναν όμορφο κόσμο. Τα έσοδα του βιβλίου θα πήγαιναν στη χρηματοδότηση της οργάνωσης των γιατρών. Τα μάτια του έγιναν υγρά, ο κόμπος στο λαιμό του πιο έντονος. Δευτερόλεπτα πριν κάτσει, άπλωσε τα μάτια του σε ένα ευρύ πανοραμικό βλέμμα μέσα στην αίθουσα. Και τότε πέρα εκεί στο βάθος στην ανοιχτή είσοδο, να! Να εκεί! Μια θολή στην αρχή φιγούρα πρόβαλε διστακτικά βαδίζοντας αργά στο χώρο. Σαν να χάθηκαν όλοι τριγύρω, που τους έβλεπε πλέον ασαφείς μορφές, την είδε! Ήταν εκείνη! Η Ελίζα Βελισσαράτου! Η δική του Ελίζα. Η Ελίζα του, που πλέον έσπασε τα δεσμά του δικού τους κόσμου και απλώθηκε διάπλατα στην αιωνιότητα και στην ιστορία. Ήταν τόσο όμορφη, σιωπηρή και εκφραστική. Σίγουρα ικανοποιημένη, γαλήνια. Ήρθε και στάθηκε διακριτικά κάπου σε μια γωνιά όρθια, χωρίς θόρυβο. Όπως ήταν πάντα η ζωή της.


Ένιωσε την αλμύρα από τα δάκρυά του να γεμίζει το στόμα του. Κατάφερε να ψελλίσει σιγανά:

“Για σένα αγάπη μου… Ήρθε η δική σου ώρα…”

Το χέρι του κινήθηκε αποφασιστικά στο σκληρό εξώφυλλο και καθώς κάθονταν δύο σταλαματιές δάκρυα σχημάτισαν ένα απειροελάχιστο ρυάκι πάνω στην πρώτη σελίδα, που είχε ήδη ανοίξει. Καθάρισε αποφασιστικά τη φωνή του.




Το παραπάνω διήγημα, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή, στο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μια ιδέα-Μια έμπνευση",  φιλοδοξώντας να κλείσει τον 1ο κύκλο συμμετοχών και θεματολογίας. Όλα τα διηγήματα, μικρά διαμαντάκια, μπορείτε να τα διαβάσετε είτε αναλυτικά είτε στην παρουσίασή τους, στο μπλογκ του δρώμενου: 

Μια Ιδέα-Μια έμπνευση

Υ.Γ. Φυσικά θα ακολουθήσει η δημοσίευσή του στο μπλογκ της βιβλιοθήκης του δρώμενου καθώς και το κλείσιμο του 1ου κύκλου.

Υ.Γ.2 Η εικόνα είναι δικό μου δημιούργημα στο πρόγραμμα https://starryai.com/ 


















Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

Διαβάσματα διμήνου...

 Η αγάπη για το διάβασμα δεν σταματά. Η ανάγνωση είναι κατάκτηση καθημερινότητας και αχώριστος σύντροφος. Και δεν το μετανιώνω φυσικά με τίποτα. Το δίμηνο για την καινούργια χρονιά στη βιβλιογραφία έχει ήδη ξεκινήσει. Και τα διαβάσματα, καλά κρατούν.


Γενάρης και Φλεβάρης ξεκίνησαν με το διάβασμα έξι βιβλίων, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, τόσο σε είδος όσο και ύφος. Δεν θέλω να μένω σε μία συγκεκριμένη επιλογή και νομίζω αυτό με έχει αποζημιώσει με τον καλύτερο τρόπο. Σάς δίνω λοιπόν τα βιβλία, που διάβασα αυτό το δίμηνο:

 
"Η κόρη του χιονιού" του Τζακ Λόντον

Τζάκ Λόντον, αγαπημένος, φίλες και φίλοι. Ένας θρυλικός συγγραφέας στο χώρο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σημάδεψε με το έργο του τις απαρχές του 20ου αιώνα.

Ο κόσμος του Τζακ Λόντον είναι ο κόσμος του Βόρειου παγωμένου Καναδά και της Αλάσκας. Ο κόσμος της υστερικής εκείνης εποχής του χρυσού και των χρυσοθήρων. Η εποχή, που η λάμψη του μετάλλου οδήγησε αμέτρητες χιλιάδες από ανθρώπους κάθε είδους, που επένδυσαν τις ζωές τους στο κυνήγι του κέρδους. 

Πρόκειται για το ωραιότερο ερωτικό μυθιστόρημα του Τζακ Λόντον, πλαισιωμένο με όλες τις τρομακτικές περιπέτειες,  που ο συγγραφέας έζησε ως χρυσοθήρας στην Αλάσκα, κάτω από αβάσταχτες καιρικές συνθήκες. Η Φρόνα, η ηρωίδα, παρασύρεται από έναν δειλό γυναικοκατακτητή, στο τέλος όμως θα θριαμβεύσει κάποιος άλλος, γενναίος και ενάρετος. Η πλοκή είναι εξαιρετική και διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Στο βιβλίο επίσης παρελαύνουν όλοι εκείνοι οι αξέχαστοι τύποι της παλιάς ηρωικής και ρομαντικής Αμερικής.



"Η Έρημη χώρα" του Θ.Σ.ΕΛΙΟΤ

Από την πρόζα στην ποίηση. Όταν είδα την τηλεοπτική σειρά με τον ίδιο τίτλο στην ΕΡΤ1, αναγκαστικά στράφηκα να μάθω και να γνωρίσω αυτό το βιβλίο, στις επιρροές του οποίου ήταν και γραμμένη. Έτσι βρέθηκα κοντά με τον ιδιότυπο, λυρικό, ποιητικό και στοχαστικό κόσμο του Άγγλου ποιητή Τόμας Έλιοτ.

Όταν μάλιστα, τη μετάφραση του έργου αλλά και την ανάλυση, έχει αναλάβει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, τότε αντιλαμβάνεστε ότι έχετε στα χέρια σας, κάτι πολύ μεγάλο.

Η ποίηση του Έλιοτ είναι πολύ δύσκολη, δεν έχει μέτρο ή ρίμα και έχει πολλούς συμβολισμούς.  Ο Άγγλος ποιητής στις αρχές του 1910, δούλεψε πάνω στην "Αντικειμενική συστοιχία". Ανακαλύπτουμε δηλαδή ένα αντικείμενο, μια κατάσταση ή μια σειρά γεγονότων, που θα φέρνει στο νου του αναγνώστη ένα συγκεκριμένο τύπο συγκίνησης. Και βέβαια ο Έλιοτ είναι ανάμεσα στους βασικούς εκφραστές του Μοντερνισμού στην ποίηση. 

Η "Έρημη χώρα" είναι ένα μεγάλο νοηματικό έργο, άμεσα επηρεασμένο από τον όλεθρο, που άφησε πίσω του ο Α' Π.Π., χωρισμένο σε πέντε ενότητες. Η πρώτη ενότητα: "Η ταφή των νεκρών". Κυριαρχεί η απογοήτευση και η απόγνωση μετά τον πόλεμο. Η δεύτερη: "Παρτίδα σκάκι", στοχασμός βασισμένος στην εμπειρία. Η τρίτη: "Κήρυγμα της φωτιάς", μελέτη του θανάτου βασισμένη στις ανατολικές θρησκείες και στις απόψεις του Αγίου Αυγουστίνου. Τέταρτη ενότητα: "Θάνατος από πνιγμό", μια σύντομη λυρική αναφορά και η πέμπτη ενότητα: "Τι είπε ο κεραυνός" όπου έχουμε την τελική κρίση και καταδίκη



"Τα πλοία δεν άραξαν" του Μενέλαου Λουντέμη

Ο λατρεμένος μου συγγραφέας δεν θα μπορούσε να λείψει από τα διαβάσματά μου. Σειρά αυτή τη φορά, στις επιλογές μου είχε μια "χρυσή", στην κυριολεξία συλλογή διηγημάτων, που ένα προς ένα χαρίζουν ξεχωριστές συγκινήσεις και πολύ δυνατά συναισθήματα στον αναγνώστη. Κλασικός δηλαδή Λουντέμης. 

Στο βιβλίο "Τα πλοία δεν άραξαν", που του χάρισε το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας το 1938, ο Λουντέμης περιπλανιέται στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια της αστικής ζωής, τρυπώνει στις πολύβουες φλέβες της, ψάχνει στον πιο μολυσμένο βούρκο. Συναντά ανθρώπους περιθωριακούς, κολασμένους και, κάποτε, αυτοκαταστροφικούς.

Καλοαναθρεμμένα κορίτσια που καταλήγουν σε φτηνά πορνεία, με το όνομα αλλαγμένο, μα με τις μνήμες ζωντανές· άντρες φτωχοί και λησμονημένοι απ' όλους· γυναίκες της υψηλής κοινωνίας με ανικανοποίητους πόθους. Άνθρωποι τυραννισμένοι, που ωστόσο μέσα τους σιγοκαίει ακόμη μια κάποια ελπίδα.

Δεν θα πάψω ποτέ να λατρεύω αυτόν το συγγραφέα, γιατί μιλάει άμεσα στη ψυχή μας και δεν διστάζει να πάρει θέση σαφή στο κοινωνικό γίγνεσθαι.


"Η δοκιμασία της αθωότητας"  Άγκαθα Κρίστι

Αγαπημένη Άγκαθα! Μπορούμε να πούμε κάτι; Φυσικά όχι! Απλά να αφεθούμε στον αφηγηματικό της κόσμο, να απολαύσουμε την πλοκή και τους χαρακτήρες της.

Εδώ θα έχουμε ένα ακόμα κλασικό "Who done it", μυθιστόρημα με μια σειρά εμπλεκόμενους, βουτηγμένους στην πιθανή ενοχή. Το συγκεκριμένο έργο ανοίγει πάρα πολλά ζητήματα στο χώρο της παιδαγωγικής και της εποχής των μαζικών υιοθεσιών, που χαρακτήρισαν κομμάτι της Αγγλικής κοινωνίας του μεσοπολέμου.

Για τη δολοφονία της Ράκελ Αργκάυλ ο επιθεωρητής Φίννεϋ, δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να συλλάβει τον νεαρό Τζάκο, που είχε βεβαρημένο παρελθόν και η απόφαση των ενόρκων ήταν αμείλικτη. Τίποτε δεν μπορούσε να ελαφρύνει τη θέση του, ακόμα κι αν ο δρ. Κάλγκαρυ, κατόρθωνε να γίνει πιστευτός, παρουσιάζοντας για τον νεαρό ένα ισχυρό άλλοθι για τη νύχτα του εγκλήματος.


"Άμλετ" Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και δραματουργούς. Το έργο του, ποιητικό, δραματολογικό, φιλοσοφικό, ανεκτίμητης αξίας και διαχρονικής επικαιρότητας, δεν γίνεται να λείψει από το στοχασμό μου. Δύο κλασικά του έργα διάβασα αυτήν την εποχή, που είχα και στη βιβλιοθήκη μου. Και για να μπορέσει κάποιος να διαβάσει τέτοια μεγάλα έργα, πρέπει να δει και ποιος είναι ο μεταφραστής του έργου. (Κάτι που είδαμε και με το Σεφέρη στον Έλιοτ ή τον Καλλέργη στον Τσέχοφ).

Ο Βασίλης Ρώτας, είναι ο κατ' εξοχήν μεταφραστής και αναλυτής του Σαίξπηρ. Η προσφορά του πνευματικού αυτού ανθρώπου στην απόδοση, στα Ελληνικά του έργου του μεγάλου δραματουργού, είναι μοναδική. Δίνει με τέλειο και αυθεντικό τρόπο τα πάντα.

Το κλασικό δράμα του μεγάλου δημιουργού, σε μετάφραση του Βασίλη Ρώτα, το 1937, για λογαριασμό του Εθνικού θεάτρου. Πρώτη έκδοση σε βιβλίο το 1938.
Πιστή θεατρική απόδοση, αποτέλεσε τη βάση, για το θεατρικό ανέβασμα του έργου στην Ελληνική γλώσσα.

Ο τραγικός ήρωας, ο Άμλετ, πάντα συγκινεί με τη διστακτικότητά του και τις παλινωδίες των αποφάσεών του, οι οποίες και τον οδηγούν σε ένα τραγικό φινάλε. Συγκλονιστικό έργο πραγματικά, βασισμένο στο θέμα της εκδίκησης αλλά και των μεγάλων προσωπικών διλημμάτων.



"Μάκμπεθ" Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

Με το σκληρό αυτό δράμα έκλεισαν οι αναγνώσεις του διμήνου. Για τον Μάκμπεθ και τη διαβόητη Λαίδη Μάκμπεθ, ξέρετε πολλά. 

Κανένα ναρκωτικό δε μεθάει τόσο το άτομο, δεν προκαλεί τόση ευφορία μέσα σου, μεγαλώνοντάς το απεριόριστα κι ασυγκράτητα, όσο η εξουσία.
Κι είμαστε σ' εποχή που η κατάχτηση της εξουσίας έλκει κάθε φαντασμένο θερμοκέφαλο.
Το έργο τούτο φαίνεται σαν παράλογο κι απόκοσμο παιχνίδι του πόθου για την εξουσία, που καταντάει η πιο μαύρη απελπισία μέσα στην πιο έρημη, σκοτεινή κι απαίσια νύχτα.
Την τραγωδία "Μάκμπεθ", που για θέμα του έχει το "κυρίαρχο θέμα", όπως αποκαλεί το θέμα της εξουσίας ο ποιητής, γράφτηκε κατά πάσα πιθανότητα το 1605-6.

Ένα ακόμα επικό υπαρξιακό δράμα από το μεγάλο δημιουργό. Μια ματιά στην ολέθρια επιρροή της νοσηρής αρχομανίας στον άνθρωπο. Μια επιρροή, που οδηγεί στην Άβυσσο, χωρίς φραγμούς ή αναστολές.
Έργο, που θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει σκληρό, "βαρύ", με το ζευγάρι των κεντρικών ηρώων, τον Μάμπεθ και τη Λαίδη Μάκμπεθ, σύζυγό του, να δεσπόζουν ως σκοτεινές φιγούρες, που οδεύουν στην μαρτυρική κάθοδο σκορπώντας ολόγυρά τους το θάνατο.
Μηνύματα μεγάλα, διαχρονικά, πάγια.

Φίλες και φίλοι, να διαβάζετε! Είναι ένα μεγάλο ίαμα στην καρδιά, στο πνεύμα και στη ψυχολογία μας. Είναι το παράθυρο για έναν κόσμο στοχασμού και σκέψης, που το έχουμε άμεσα ανάγκη στην εποχή και στα σκοτάδια, που χτίζονται επιμελώς γύρω μας. Είναι το εργαλείο και όπλο μας για την αντίσταση και τη χειραφέτησή μας.