H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 11 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Η Βαλεντίνη δέχεται την αήθη επίθεση του θείου της, Ανδρέα Καψή, σε δημόσιο χώρο και θέα, κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Ο Καψής είναι επιθετικός, προκαλώντας την αντίδραση του Αργύρη, ο οποίος μπαίνει αποφασιστικός υπερασπιστής της αγαπημένης του.

Η είδηση της ρήξης κυκλοφορεί στο νησί και γίνεται αντικείμενο σχολίων για τις σχέσεις της οικογένειας. Επίσης γίνεται αντικείμενο συζήτησης και στο εσωτερικό της οικογένειας, όπου τόσο η Ελένη, όσο και ο Ιάκωβος είναι εξοργισμένοι. Ειδικά ο τελευταίος.

Ο Αργύρης αποφασίζει, σε πείσμα των άλλων, να επισκεφτεί τον Ανδρέα Καψή για να τον βάλει προ των ευθυνών του σχετικά με τη συμπεριφορά του. Αναχωρεί για το γραφείο του νωρίς το βράδυ.

Το ίδιο βράδυ απουσιάζει και ο Ιάκωβος ενώ η Βαλεντίνη και η Ελένη περιμένουν με αγωνία την επιστροφή του. Ο Αργύρης θα επιστρέψει και προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του θα ενημερώσει ότι συνάντησε το θείο της, σε κλίμα έντασης και είπε όσα είχε να του πει.

Την επόμενη μέρα θα δεχτούν, νωρίς το πρωί, την επίσκεψη κλιμακίου της αστυνομίας, με επικεφαλής το διοικητή. Εμβρόντητοι θα μάθουν ότι ο Ανδρέας Καψής βρέθηκε στο γραφείο του, δολοφονημένος, με το φουλάρι της Βαλεντίνης να βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος.



Κεφάλαιο 11

Η επόμενη μέρα


“Δεν καταλαβαίνω… Πώς βρέθηκε εκεί το φουλάρι μου, δεν έχω ιδέα” απάντησε κομπιάζοντας με ολοφάνερη έκπληξη, η Βαλεντίνη.

“Στο χώρο που δολοφονήθηκε ο θείος σας βρέθηκε αυτό το γυναικείο φουλάρι, θεωρήσαμε σωστό να σάς ρωτήσουμε αν έχετε κάποια σχέση μαζί του” πρόταξε τη σκέψη του ο αστυνομικός.

“Και τι ήταν εκείνο, που σάς έκανε να σκεφτείτε την κόρη μου κύριε αστυνόμε;” μπήκε στο διάλογο η Ελένη. Εκείνος της έριξε μια ματιά και απάντησε αφοπλιστικά:

“Δεν ρώτησα τυχαία κυρία μου, θα σας διευκρινίσω αυτή μου την ερώτηση αργότερα”


Το σοκ ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές σε όλους. Έμοιαζαν σαν αγάλματα ακίνητα και παγωμένα. 

“Πώς έγινε; Πώς τον βρήκατε;” ρώτησε η Ελένη, η οποία ήταν και η μόνη, η οποία διατηρούσε μια δυνατότητα διαχείρισης της κατάστασης.

“Ειδοποιηθήκαμε από την οικογένεια του θείου σας. Ο φόνος έγινε στο γραφείο του χθες το βράδυ…”

“Πώς;” κατάφερε να ψελλίσει η Ελένη νιώθοντας μια ανατριχίλα καθώς όλο και διαπίστωνε ότι μιλούσαν για τον αδελφό της.

“Είχε προηγηθεί πάλη στο χώρο, ο δολοφόνος τον ακινητοποίησε και τον έπνιξε…”

“Ω Θεέ μου!” μόλις κατάφερε να πει η Ελένη ενώ την ίδια στιγμή και η Βαλεντίνη έφερε τα δυο της χέρια στο πρόσωπό της.

“Επιτρέψτε μου να πω…” μίλησε ο αστυνομικός, “...καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο αυτό που κάνω και καθόλου ευχάριστο. Είμαι όμως αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να κάνω κάποιες πρώτες ερωτήσεις…”

“Συνεχίστε κύριε Καραναστάση, κάντε τη δουλειά σας!” απάντησε αποφασιστικά αυτή τη φορά η Βαλεντίνη.

“Κυρία Βαρθαλίτη μπορώ να ρωτήσω, πού ήσασταν χθες το βράδυ;”

Ο Αργύρης πετάχτηκε 

“Τι είναι αυτό τώρα κύριε Αστυνόμε; Για όνομα του Θεού”

“Αργύρη, σε παρακαλώ!” διόρθωσε η Βαλεντίνη, προλαβαίνοντας τον αστυνόμο, που κοίταζε έντονα προς το μέρος του.

“Ήμουν εδώ στο σπίτι μου, κύριε αστυνόμε. Δεν μετακινήθηκα καθόλου” απάντησε.

Ο Αστυνόμος γύρισε και κοίταξε τον συνεργάτη του. Ύστερα κάρφωσε με το βλέμμα του τον Αργύρη.

“Εσείς κύριε Ραιδεστέ;”

“Συναντήθηκα με τον κ. Καψή χθες βράδυ Αστυνόμε”

“Τι ώρα;”

“Γύρω στις εννέα”

“Μόνοι; Θέλω να πω ήταν κάποιος άλλος παρών;”

“Ο δικηγόρος κ. Δημήτρης Ερμόλαος αλλά αμέσως έφυγε”

“Ο σκοπός της επίσκεψής σας;”

“Μια συζήτηση με τον κ. Καψή”

“Με θέμα;”

“Τον τρόπο και τις μεθόδους, που διαχειρίζονταν μια οικογενειακή υπόθεση”

Ο αστυνόμος έριξε μια ματιά στον Ιακωβο, που όλην αυτή την ώρα παρέμενε σιωπηρός και προβληματισμένος. 

“Τι πιστεύετε ότι έγινε αστυνόμε;” ρώτησε η Ελένη

“Ω είναι πολύ νωρίς για κάθε σκέψη… Δεν θέλω να σάς ενοχλήσω άλλο, καταλαβαίνω… Απλά, θέλω να πω κάτι, είναι δυσάρεστο το ξέρω αλλά, με καταλαβαίνετε… Θα ήθελα να μείνετε στο νησί. Κυρία Βαλεντίνη, δεν θέλω να σάς ταλαιπωρήσω. Εκτιμώ την αμεσότητα και την ειλικρίνειά σας, να το ξέρετε. Αύριο θα έρθουμε για επίσημη κατάθεση, μην σάς τραβολογάμε στο τμήμα. Εσείς κ. Ραιδεστέ, θα κληθείτε στο τμήμα, καταλαβαίνετε.


Έφυγαν. Λες και κάτι πάγωσε τις κινήσεις τους. Τέσσερις άνθρωποι. Η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη και ο Ιάκωβος. Σαν αγάλματα. Ένα ολάκερο σπίτι ντύθηκε για λίγο στην απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως. Λες και αυτή η σιωπή γινόταν πλέον μόνιμη επωδός στις στιγμές του αρχοντικού. Μόνο οι ανάσες τους. Κανείς δεν περίμενε αυτήν την τροπή στα γεγονότα. Ένα ολάκερο σπιτικό έπεφτε σε μια δίνη με ανυπολόγιστη εξέλιξη και δυναμική. Ένα παρόν γεμάτο οδύνη και ένα αύριο αμφίβολο. Η Ελένη, ήταν η πρώτη, που έκανε κάποια βήματα πιάνοντας το κεφάλι της. Η Βαλεντίνη κίνησε με το αμαξίδιό της κοντά στον Αργύρη. Ο Ιάκωβος προσπαθούσε να κρύψει το τρέμουλο στα άκρα του.


“Ω Θεέ μου…” έσπασε τη σιωπή η φωνή της Ελένης, “...καταλαβαίνετε τι έχει γίνει ή όχι” ακούστηκε προς όλους.

“Ναι μητέρα!” απάντησε η κόρη της, “...το φουλάρι, μάνα! Αργύρη το φουλάρι μου! Είναι τρομερό! Πώς βρέθηκε εκεί; Ποιος το πήρε;”

Ο Αργύρης ήταν βαθειά πεισμωμένος. Προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει την οργή του.

“Μάς έστησαν, Βαλεντίνη, δεν το βλέπεις!”

“Τι θες να πεις;”

“Είναι ολοφάνερο κορίτσι μου! Το φουλάρι σου δεν το έχασες τυχαία. Το έχασες με πρόθεση! Και η πρόθεση είναι να σε ενοχοποιήσουν, δεν το είδες;”

“Ποιος;”

“Ο δολοφόνος του θείου σου!”

“Μπορεί το φουλάρι με το φόνο να είναι άσχετα μεταξύ τους”, πετάχτηκε ο Ιάκωβος.

“Θέλετε να πείτε….” σχολίασε η Ελένη.

“Θέλω να πω ότι έχουμε οργανωμένη δουλειά εδώ. Δεν περίμενα να φάνε το θείο σου! Με τίποτα! Δεν κολλάει πουθενά!”

“Μην ξεχνάς, ότι έχει ανοιχτές παρτίδες με τους Ιταλούς για τα σχέδιά τους για το ξενοδοχείο, Αργύρη…” είπε η Βαλεντίνη.

“Ναι, πιθανόν! Οι συνεργάτες του;”

“Προφανώς, κάτι δεν πήγε καλά, η ματαίωση των σχεδίων τους”

“Θες να πεις ότι ήταν χωμένος τόσο βαθιά με τέτοιες δεσμεύσεις;”

“Λογικό δεν το βρίσκεις;”

“Θα το εύρισκα λογικό αν δεν υπήρχε στη μέση η ιστορία με το φουλάρι. Δεν ξέρω αν είναι εκεί ο ένοχος!” απάντησε εκείνος.

“Πες τη σκέψη σου, παιδί μου!” ρώτησε η Ελένη.

“Χθες ήμουν στον Καψή. Τον είδα, μιλήσαμε. Με είδαν. Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος ήταν εκεί. Υπήρξε ένταση στην κουβέντα μας… Θα είμαι ο επόμενος στη λίστα των ενόχων. Και μαζί με το φουλάρι που φυτεύτηκε εκεί, μπαίνουμε με τη Βαλεντίνη στο κάδρο των βασικών υπόπτων. Κάποιος προσπαθεί να μας βγάλει απ’ τη μέση!”


Κάτι παγωμένο διάβηκε στο σώμα τους. Άρχισαν να συνειδητοποιούν τα λεγόμενα του Αργύρη για τα καλά. 

“Για ποιο λόγο όλο αυτό;”

Ο Αργύρης χαμογέλασε πικρά, κούνησε το κεφάλι του με αγωνία και είπε:

“Η Μαριλίζα Ξένου!”

“Αργύρη, τι λες;” είπε η Βαλεντίνη, “τι σχέση έχει η Μαριλίζα;”

“Η Μαριλίζα άμεσα δεν έχει. Όμως όλα αυτά δεν τα βλέπω ξεκομμένα από όσα βρήκαμε τελευταια για τη ζωή της και τη σχέση της με τον παππού σου. Κάποιος ενοχλήθηκε από τις έρευνές μας. Ακόμα και ο πελάτης μου, με ευγενικό τρόπο με προειδοποίησε.

“Που το πας, Αργύρη;” ρώτησε ο Ιάκωβος.

“Πάει μόνο του. Κάτι βρίσκεται σαν συνέχεια στη ζωή της Μαριλίζας. Φυσικά ο γιος της. Γιατί να μη μάθουμε γι’ αυτόν; Ποιος ενοχλείται; Από τη μία έχουμε αυτό. Από την άλλη το σπίτι και οι κληρονόμοι. Εσύ, Βαλεντίνη και ο θείος σου. Σταθείτε σε αυτό, μην παίρνετε υπ’ όψη τι έγινε μεταξύ σας. Η διαθήκη ταράζει τα νερά, ανακατεύει την εξέλιξη. Ξαφνικά ο θείος σου δολοφονείται και εσύ, μπαίνεις στο κάδρο των υπόπτων. Μαζί και εγώ. Εγώ βέβαια από ...σπόντα γιατί είμαι δίπλα σου…”

Τον παρακολουθούσαν με προσοχή και έκπληξη. Εκείνος συνέχισε:

“Δύο κληρονόμοι, εκτός μάχης! Ο πρώτος άμεσα και βίαια, ο δεύτερος με έμμεσο τρόπο. Ποιος έχει κίνητρο για κάτι τέτοιο; Ποιος άλλος εκτός από;…”

“Από τον άγνωστο γιο, που ξαφνικά μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο…” ψέλλισε η Βαλεντίνη.

“Ακριβώς αγάπη μου!”

“Και γιατί δεν εμφανίζεται;” πετάχτηκε η Ελένη.

“Γιατί δεν είναι ακόμα η ώρα… γιατί ίσως σχεδιάζει την είσοδό του στη σκηνή με κάποιο άλλο τρόπο” απάντησε ο Αργύρης.

“Άρα… ξέρει!” σχολίασε η Βαλεντίνη.

“Ξέρει ναι… ξέρει τα πάντα… έχει μελετήσει τα πάντα… και έρχεται να παίξει το δικό του σκάκι για να βγάλει τα πιόνια εκτός μάχης…” απάντησε ο Αργύρης.

“Ναι αλλά η αστυνομία, υποπτεύεται εσάς!” παρενέβη ο Ιάκωβος.

“Η αστυνομία δεν ξέρει την ιστορία του νόθου γιου”

“Μήπως πρέπει να μάθει;” μίλησε η Βαλεντίνη.

“Φυσικά και θα μάθει”, συμπλήρωσε ο Αργύρης, “και έπειτα ξεχνάτε και κάτι άλλο, που μάς έχει διαφύγει εντελώς…”

“Τι θέλεις να πεις;” ρώτησε με απορία η Βαλεντίνη.

“Η δολοφονία του Διονυσίου, Βαλεντίνη!”

“Τι σχέση έχει αυτό τώρα;” απόρησε εκείνη.

“Σοβαρά το ρωτάς; Ο τύπος έρχεται στο νησί. Έρχεται και σε βρίσκει. Εσένα! Και είναι ...κάπως, αφήνει υπονοούμενα για το ατύχημά σου. Και στη συνέχεια μόλις τον αναζητάς, αρνείται κάθε κουβέντας και ύστερα δολοφονείται, Βαλεντίνη! Γιατί;”


Οι τρεις τους ήταν έκπληκτοι με τη δομή της σκέψης του Αργύρη. Ο αγαπημένος της, έδειχνε θαυμαστή διορατικότητα να μπορεί να μαζέψει και να ενοποιήσει όλα αυτά τα γεγονότα, που έδειχναν ασύνδετα αλλά κάθε άλλο παρά πιθανά να ήταν.

“Αργύρη… ως πού θέλεις να φτάσεις τη σκέψη σου; Για όνομα του Θεού!” μίλησε ταραγμένα η νεαρή γυναίκα, που δεν τολμούσε να ανοίξει περαιτέρω τη σκέψη της.

“Βαλεντίνη…”, την κοίταξε ίσια στα μάτια, οι άλλοι γύρω του κοίταζαν σαν χαμένοι. 

“...Δεν ξέρω...ίσως…κάτι ήθελε να πει ο Διονυσίου και κάποιον ή κάποιους φόβισε… έτσι τον έβγαλαν από τη μέση…”

“Να έλεγε τι, παιδί μου;” ακούστηκε ξεψυχισμένη η φωνή της Ελένης.

Ο Αργύρης κόμπιασε για λίγο. Ήξερε, ένιωθε ότι έμπαινε σε μονοπάτια χωρίς επιστροφή. Οι συλλογισμοί του έβαζαν φωτιά στις ζωές των ανθρώπων, με τους οποίους είχε συνδεθεί άμεσα τελευταία. Όμως το ένστικτό του φώναζε ότι αυτή η ιστορία είχε πολύ μεγάλο κύκλο και πήγαινε πολύ μακριά.

“Αγάπη μου, θα σου πω κάτι, μια σκέψη… δεν είμαι σίγουρος… βέβαια κάποια πράγματα δεν φαίνεται να κολλάνε αλλά πρέπει να είσαι όμως ψύχραιμη…”

Κρεμάστηκαν απ’ το στόμα του.

“Ίσως δεν ήταν ο θείος σου ο πρώτος στόχος να βγείτε από τη μέση… Ίσως προηγήθηκε η δική σου στοχοποίηση…”


Όλοι ένιωσαν βαθιά μέσα τους τι ήθελε να πει, τι υπαινίχτηκε. Η Βαλεντίνη έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Ο Αργύρης έσπευσε να την αγκαλιάσει.


Η Ελένη έδειξε αποφασιστική. Σηκώθηκε.

“Τι κάνεις μάνα;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Παιδί μου είναι ώρα να ειδοποιήσω τον πατέρα σου. Πρέπει άμεσα να έρθει εδώ. Και όχι μονάχος. Με ένα δικηγόρο, που θα αναλάβει την κάλυψή σας”

“Έχει δίκιο η μάνα σου, κόρη μου. Τα πράγματα αγρίεψαν. Θα χρειαστείτε κάποιον που θα σάς υποστηρίξει” σχολίασε ο Ιάκωβος εμφανώς προβληματισμένος.


Οι ενέργειες της Ελένης Καψή ήταν άμεσες. Ο άντρας της, ο Γιώργος Βαρθαλίτης, πληροφορήθηκε σοκαρισμένος τις τελευταίες εξελίξεις. Ήταν το τελευταίο πράγμα, που θα μπορούσε να ακούσει. Η κόρη του μπλεγμένη με το φόνο του θείου της. Ήταν απίστευτο, ήταν ολοφάνερα επικίνδυνο και ακραίο. Η οικογένειά του ήταν σε άμεσο κίνδυνο. Το ένστικτό του το καταλάβαινε απόλυτα. Κινήθηκε άμεσα στον επαγγελματικό του χώρο. Το πρώτο τηλέφωνο, που έκανε ήταν στον γνωστό ποινικολόγο και στενό φίλο του, Ισίδωρο Διοφάντους. Ένας διαπρεπής και έμπειρος νομικός. Συναντήθηκαν και το μήνυμα, που πέρασε ο Γιώργος Βαρθαλίτης ήταν ότι η κόρη του κινδυνεύει άμεσα. Είχε τα πρώτα στοιχεία από τη γυναίκα του για τα τεκταινόμενα αλλά πρόσβαση σε λεπτομέρειες δεν είχε κανείς τους. Συνεπώς η αναχώρησή τους στο νησί ήταν όχι απλά επιβεβλημένη αλλά έπρεπε να γίνει χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή. Ήταν τυχερός καθώς ο Διοφάντους, δεν είχε άλλη υποχρέωση να τρέχει και έτσι, ανεπιφύλακτα, δέχτηκε ολόψυχα να συστρατευθεί στην νομική κάλυψη της κόρης του φίλου του, την οποία γνώριζε και ο ίδιος. Ο ποινικολόγος μίλησε λίγες ώρες μετά με όλους και οι οδηγίες του ήταν σαφέστατες. Στις πρώτες καταθέσεις να είναι άκρως επιφυλακτικοί και να ζητήσουν τη νόμιμη διορία για να επεξεργαστούν και να υποβάλλουν τις θέσεις τους. 


Πρώτες καταθέσεις-πρώτες σκέψεις


Όπως είχε ήδη προαναγγείλει, ο αστυνόμος Γιώργος Καραναστάσης, επισκέφτηκε με όλη την τυπική νομοτέλεια το αρχοντικό για να πάρει με τους δύο συνεργάτες του, την πρώτη επίσημη κατάθεση από την Βαλεντίνη.


“Κυρία Βαρθαλίτη, πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να σάς πω ότι γνωρίζω την οικογένειά σας και συγκεκριμένα το θείο σας. Έχω κάθε σεβασμό απέναντί σας αλλά είμαι αναγκασμένος να κάνω το καθήκον μου, καταλαβαίνετε…”

Ήταν απολογητικός, ανθρώπινος αλλά αυτό δεν θα τον καθιστούσε καθόλου δοτικό απέναντί τους. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο αστυνόμος υπήρξε άτεγκτος και σκληρός, θα έλεγε κανείς στις ερωτήσεις του, όπως και οι συνεργάτες του. Ξεκίνησε με τα τυπικά, ερωτήσεις διευκρινιστικές. Στη συνέχεια πέρασε στις σχέσει της με το θύμα. Ήταν πληροφορημένος.

“Κυρία Βαρθαλίτη, εδώ και καιρό βρισκόσαστε σε διαμάχη με το θείο σας για κληρονομικά ζητήματα, είμαι σωστά πληροφορημένος;”

Η Βαλεντίνη δεν είχε τίποτα να κρύψει, μήτε είχε την πρόθεση να το κάνει. Η στάση της ήταν ξεκάθαρη και ανοιχτή.

“Ναι είμαστε σε ρήξη, σωστά γνωρίζετε…”

‘Το διακύβευμα της ρήξης είναι θαρρώ η τύχη του παρόντος σπιτιού;”


Μίλησαν για την υπόθεση. Η Βαλεντίνη παρουσίασε αναλυτικά την υπόθεση της σύγκρουσης με το θείο της. Τα ερωτήματα συνεχίστηκαν.

“Πριν λίγο καιρό, είχαμε τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου, του ανθρώπου, που προκάλεσε το τραγικό τροχαίο ατύχημα με σάς θύμα, προσπαθούσατε να επικοινωνήσετε μαζί του, το θυμάστε ναι;”

“Κύριε Αστυνόμε, τι σχέση έχει αυτή η υπόθεση με το φόνο του θείου μου, δεν καταλαβαίνω” Η Βαλεντίνη θυμήθηκε άμεσα την υπόθεση που είχε κάνει ο αγαπημένος της εντελώς πρόσφατα.

“Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή για μάς, ψάχνουμε τα κίνητρα”

“Δεν πιστεύω να… αν είναι δυνατόν”, του είπε. Ο αστυνόμος το προσπέρασε ψυχρά για να κάνει την επόμενη ερώτηση.

“Πριν λίγες μέρες, στο φουαγιέ ενός ξενοδοχείου, είχατε μια έντονη σκηνή με το θύμα, σωστά;”

“Ναι, η στάση του ήταν ακραία προκλητική και ήταν εκείνος, που τη δημιούργησε”

“Μπορείτε να γίνεται πιο σαφής;”

“Προσωπικά ουδέποτε προκάλεσα το θείο μου. Η στάση μου ήταν συναινετική. Εκείνος πάντα, τον τελευταίο καιρό δημιουργούσε επεισόδια, έφτασε να το κάνει και σε δημόσιο χώρο”

“Μας είπατε ότι τη νύχτα του φόνου, δεν βγήκατε από το σπίτι σας”

“Ναι, δεν βγήκα”

“Υπάρχει κατάθεση μάρτυρα, που σάς είδε το επίμαχο βράδυ να μπαίνετε με τον κύριο Αργύρη Ραιδεστό στο γραφείο του θείου σας!”


Η Βαλεντίνη έμεινε άναυδη. Στη σκέψη ήρθαν τα λόγια του αγαπημένου της, (Θέλουν να μάς βγάλουν από τη μέση…)

“Τι λέτε αστυνόμε; Ποιος το λέει αυτό; Είναι ψέματα!” φώναξε έντονα.

“Η κατάθεση του μάρτυρα είναι στοιχείο της δικογραφίας, όμως υπάρχει…”

“Η κατάθεση είναι ψεύτικη και με δολερή πρόθεση!”

Ο Καραναστάσης κοίταξε τον συνεργάτη του εύλογα. Ήρθε η επόμενη ερώτησή του.

“Το φουλάρι σας; Μπορείτε να μάς εξηγήσετε πώς βρέθηκε στο γραφείο του θείου σας;”

“Η εξήγηση είναι ίδια με την ιστορία του μάρτυρα, αστυνόμε. Κάποιος μεθοδεύει την ενοχή μας…”

“Αναφέρεστε σε πληθυντικό αριθμό…”

“Μην παίζουμε με τις λέξεις αστυνόμε. Ο σύντροφός μου, ο κ. Ραιδεστός είναι στη λίστα των ανθρώπων, που θα σάς απασχολήσουν. Θα σάς δώσω τα ονόματα των καταστημάτων, που επισκεφτήκαμε εκεί όπου έχασα το φουλάρι μου, για τις ενέργειές σας”

“Θα ήταν χρήσιμο… να τελειώσουμε με μια ερώτηση ακόμα. Ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ο  δολοφόνος του θείου σας”

“Ακούστε, πίσω από το θείο μου, υπάρχει ένα παρασκήνιο. Επαγγελματικό αλλά και πίσω από την οικογένειά μου ένα ακόμα σοβαρότερο. Επιφυλάσσομαι προς το παρόν… θα επανέλθω με το σχετικό έγγραφο υπόμνημά μου”, (Οι προφορικές συμβουλές του ποινικολόγου Διοφάντους...)

“Σάς ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία, να σάς ενημερώσω ότι δεν μπορείτε να φύγετε από το νησί. Επίσης να είστε έτοιμη γιατί πιθανά θα παρουσιαστείτε στον ανακριτή, δεν έχουμε κάτι άλλο τώρα”


Η Βαλεντίνη ένιωσε ένα σφίξιμο στο άκουσμα της λέξης “ανακριτής”. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο και προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.


Τα πράγματα για τον Αργύρη στη διαδικασία της δικής του πρώτης κατάθεσης δεν ήταν και δεν πήγαν καθόλου καλά. Ήταν πολύ στριμωγμένος από τις ενδείξεις των γεγονότων:

“Κύριε Ραιδεστέ, στο επεισόδιο του ξενοδοχείου με το θύμα μιλήσατε ότι θα τα πείτε μαζί. Η στάση σας μπορεί να θεωρηθεί ότι έκρυβε κάποια απειλή, πώς το εξηγείτε;” ήταν ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα των αστυνομικών.

“Η συμπεριφορά του Καψή απέναντι στην κ. Βαρθαλίτη ήταν αισχρή, απλά προσπάθησα να τον σταματήσω, θα σάς το επιβεβαιώσει και ο δικηγόρος του, άλλωστε και αυτός το ίδιο έκανε αλλά ματαίως…”

“Τι σκοπό είχατε με την επίσκεψή σας στο γραφείο του;”

“Να κάνω μια ανοιχτή κουβέντα μαζί του, να μπει ένα όριο στην αντιπαράθεσή του με την ίδια”

“Λειτουργείτε εξ ονόματός της;”

“Λειτουργώ ως σύντροφός της!”

“Βρεθήκατε στο γραφείο του περίπου την ώρα του φόνου, το ξέρετε;”

“Για να το λέτε. Όταν έφτασα ήταν εκεί ο δικηγόρος του, ο οποίος αποχώρησε και μείναμε μόνοι”

“Πήγατε μόνος σας;”

“Φυσικά!”

“Υπάρχει κατάθεση ότι πήγατε στο γραφείο του με την κ. Βαρθαλίτη”

“Να σας θυμίσω κ. Αστυνόμε ότι η κ. Βαρθαλίτη, κινείται με αμαξίδιο, σάς διαφεύγει;”

“Καθόλου κ. Ραιδεστέ! Το γραφείο του κ. Καψή διαθέτει ασανσέρ και είσοδο προσπελάσιμη σε άτομα με πρόβλημα στην κίνηση”


Ο Αργύρης ένιωσε την ίδια οργή και αηδία στο άκουσμα αυτής της διατύπωσης, με τη Βαλεντίνη. Μέσα του πια ήταν σίγουρος για όλα! 

“Τότε γιατί δεν την είδε ο κ. Ερμόλαος; Ήταν παρών όταν έφτασα, λογικά θα έχετε την κατάθεσή του…” απάντησε κατηγορηματικά. Αρνήθηκε βέβαια και κατήγγειλε σχέδιο ενοχοποίησής τους.

“Με ποιο σκοπό να γίνει κάτι τέτοιο;” ρωτήθηκε.

Επιφυλάχτηκε να απαντήσει επίσημα με το δικό του υπόμνημα εγγράφως για να συμπεριλάβει όλο το σκεπτικό του.

“Η ατμόσφαιρα στην κουβέντα σας σε ποια πλαίσια κινήθηκε;” ρωτήθηκε.

“Αν ρωτάτε αν τσακωθήκαμε ναι! Οι τόνοι ανέβηκαν πολύ! Ήταν εριστικός, προκλητικός όπως πάντα”

“Ήρθατε σε σωματική εμπλοκή κ. Ραιδεστέ;” ήταν το άμεσο ερώτημα.

“Αν εννοείτε ότι έπεσε ...ξύλο αστυνόμε μεταξύ μας όχι! Τα πέτα από τα ρούχα μας ναι, υπέφεραν λίγο γιατί ο Καψής άπλωνε τα χέρια του πολύ!”


Οι αστυνομικοί έκλεισαν τον κύκλο της πρώτης κατάθεσης από τον Αργύρη. Ακολούθησε η ίδια οδηγία και στον ίδιο να μην απομακρυνθεί από το νησί. 

“Κύριε Καραναστάση, με θεωρείτε ύποπτο;”

Ο αστυνόμος χαμογέλασε, η απάντησή του ήταν μάλλον διπλωματική.

“Κύριε Ραιδεστέ, δεν μελετάμε πρόσωπα αλλά γεγονότα. Χωρίς συναισθηματικές επιρροές, μόνο αυτά”

“Μπορώ να πηγαίνω;”

“Ναι φυσικά, θα ακολουθήσουν πιο επίσημες διαδικασίες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και σύμφωνα με τις έρευνές μας”


Ο Αργύρης έφυγε προβληματισμένος. Δεν ήταν αφελής να πιστέψει ότι οι ενδείξεις ήταν σε βάρος του. Και μάλιστα σημαντικές. Ήταν όμως αποφασισμένος να τις αντικρούσει και να υπερασπίσει, τόσο τον εαυτό του όσο και τη Βαλεντίνη, που βρισκόταν και εκείνη στην ίδια δίνη κινδύνου. Εκείνο που τον εξόργιζε και τον ανησυχούσε ήταν η αναφορά της αστυνομίας σε μαρτυρία, που τους έφερνε, με τη Βαλεντίνη, μαζί στο γραφείο του Καψή. Ποιος μπορούσε να το κάνει αυτό; Ήταν φανερά ψευδομαρτυρία με σκοπό ενοχοποίησης. Ποιος θα μπορούσε να το στήσει; Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος ήταν παρών στο γραφείο του Καψή όταν έφτασε εκείνος. Από την άλλη σκέφτηκε ότι, ο δικηγόρος αποχώρησε μετά από λίγο. Και ναι μεν στην αρχή θα βεβαίωνε ότι ο Αργύρης ήταν μόνος αλλά μετά; Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Βαλεντίνη ήρθε μετά.  Αλλά δεν έστεκε καλά μια τέτοια λογική. Ήταν μπερδεμένος αλλά συνειδητά θα πήγαινε σε έναν αγώνα για την αλήθεια. Υπερασπιζόμενος φυσικά τον εαυτό του αλλά και τη γυναίκα που είχε μπει στη ζωή του.


Ακολούθησαν οι επίσημες καταθέσεις της Ελένης Βαρθαλίτη και του Ιάκωβου Δεπόντη. Δεν είχαν φυσικά να προσθέσουν κάτι το ιδιαίτερο στην υπόθεση πέραν του να βεβαιώσουν, ειδικά η μητέρα της, το ότι η Βαλεντίνη, δεν έφυγε καθόλου από το σπίτι της τη βραδιά του φόνου.


“Κύριε διοικητά τι λέτε; “ ήρθε ευθέως η ερώτηση από τον συνεργάτη του Καραναστάση. Στο γραφείο του, η ομάδα του, προσπαθούσε να κάνει μια πρώτη αποτίμηση της κατάστασης. Ο διοικητής, δεν απάντησε στο ερώτημα αλλά διατύπωσε ένα άλλο:

“Έχουμε την ιατροδικαστική εξέταση;”

“Ναι! Είναι στο γραφείο σας”

“Τι λέει, Βάνα;”

“Ο θάνατος προήλθε από πνιγμό, με τα χέρια. Μάλιστα, με κάποια λαβή πάλης, όχι με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Δεν χρησιμοποιήθηκε αντικείμενο. Τα στοιχεία σύγκρουσης δεν είναι πολλά. Δεν είχαμε δηλαδή μεγάλη πάλη. Ο δράστης αιφνιδίασε τον Καψή. Παραβίαση ή ίχνη διάρρηξης δεν έχουμε”

“Μάλιστα…”, είπε ο διοικητής ξεφυσώντας, “Τι άλλες καταθέσεις έχουμε;”

“Την κατάθεση του μάρτυρα έξω απ’ το γραφείο για την είσοδο σε αυτό ενός άντρα, που συνόδευε μια γυναίκα με αμαξίδιο…”


Ο Καραναστάσης άρχισε να γυροφέρνει στο γραφείο εμφανώς προβληματισμένος. Προσπαθούσε να σχηματίσει ένα πρώτο γύρο σκέψεων, τις οποίες άρχισε να λέει φωναχτά με τους συνεργάτες του.

“Θα περιμένουμε τις πλήρεις εξετάσεις του ιατροδικαστή και την εξέταση DNA της ανιψιάς του και του Ραιδεστού. Η Βαρθαλίτη είχε κίνητρο απέναντι στο θείο της. Όπως είχε κίνητρο και απέναντι στο Διονυσίου. Ήταν ο άνθρωπος που την άφησε ανάπηρη και ο θείος της αυτός που την απειλούσε ωμά. Η ίδια φυσικά είναι ανίκανη να δράσει αλλά αυτός ο Ραιδεστός είναι παντού μέσα…”


Ο Διοφάντους αναλαμβάνει δράση


Οι μέρες που περνούσαν επιτάχυναν τις εξελίξεις δίνοντάς τους μια καταιγιστική εξέλιξη. Και οι ενδείξεις γίνονταν όλο και πιο άσχημες. Κύρια για τον Αργύρη και δευτερευόντως για τη Βαλεντίνη. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε στοιχεία από το DNA του στα ρούχα του θύματος. Πέραν της δικής του ομολογίας για την επίσκεψή του στον Καψή ήταν και η κατάθεση του μάρτυρα, που έκαιγε και τους δύο. Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος κατέθεσε μεν ότι ο Αργύρης ήρθε μόνος στο γραφείο του Καψή αλλά ότι αποχώρησε αμέσως, κάτι που ήταν αλήθεια. Στη συνέχεια, η οικογένεια του Καψή τον όρισε ως νομικό συμπαραστάτη στην υποστήριξη κατηγορίας.

Ο Ισίδωρος Διοφάντους ήρθε άμεσα με τον Γιώργο Βαρθαλίτη, τον πατέρα της Βαλεντίνης από την Αθήνα. Ζήτησε άμεσα να ενημερωθεί για όλο το φάσμα της πολύκροτης αυτής υπόθεσης και τον ενημέρωσαν αναλυτικά για όλα, εμμένοντας τόσο στο θέμα της διαθήκης όσο και στο θέμα της παράνομης σχέσης του Στέφανου Καψή αλλά και τον νόθο γιο του.


Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη πήραν προθεσμία για να παρουσιαστούν και να απολογηθούν στον ανακριτή. Τις απολογίες τους ετοίμασε και οργάνωσε διεξοδικά ο ποινικολόγος, ο οποίος συμπεριέλαβε σε αυτές όλες τις τελευταίες ενέργειές τους και τι ακριβώς είχαν ανακαλύψει.


Το κλίμα και για τους δύο δεν ήταν καλό στον ανακριτή και η ατμόσφαιρα που υπόβοσκε και διέρρεε ήταν ότι θα είχαμε ευθεία παραπομπή του Αργύρη Ραιδεστού για φυσική αυτουργία στο φόνο του Καψή και της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη ως συναυτουργό. Η προφυλάκιση, για τον Αργύρη ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη.


Όμως ο Διοφάντους έδωσε σκληρή μάχη για να υπερασπίσει τους πελάτες του. Προέβαλε στον ανακριτή όλα τα στοιχεία, τα οποία προκάλεσαν ρωγμές στη σχηματοποιημένη εντύπωση. Μάλιστα έμεινε ιδιαίτερα στη βραδιά του φόνου ενώπιον του ανακριτή:


“Κύριε Ανακριτά, έχετε τη μαρτυρία ότι η πελάτης μου, η κ. Βαρθαλίτη, ήταν παρούσα με τον κ. Ραιδεστό στην επίμαχη επίσκεψή του στο γραφείο του θύματος. Η κ. Βαρθαλίτη κινείται με αμαξίδιο. Ανέβηκε λοιπόν στο γραφείο, με τη συνοδεία του κατηγορουμένου και έγινε ...θεατής της φονικής σύγκρουσης των δύο αντρών, όπου μάλιστα ξέχασε και το φουλάρι της. Πώς τώρα, κ. Ανακριτά, είναι δυνατόν, μέσα σε μια τόσο φονική συμπλοκή, σε ένα κλειστό γραφείο, να έμεινε η ίδια αλώβητη, ατσαλάκωτη; Απλώς θεατής; Το θύμα, κ. Ανακριτά ήταν εύσωμος άντρας και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση, παρά τα χρόνια του. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι ο δολοφόνος ήταν πιο ψηλός και φυσικά πιο χειροδύναμος άντρας από το θύμα. Μάλιστα και η θανάσιμη λαβή ήταν ...μελετημένη, καθόλου τυχαία. Βλέπετε αυτά τα χαρακτηριστικά στον σωματότυπο του κ. Ραιδεστού;…”


Ήταν πραγματικά “ποταμός” και τα στοιχεία του δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα μήτε από τον ανακριτή μήτε από τον εισαγγελέα. Η τελική απόφαση ήταν μια πρώτη θετική νίκη της υπεράσπισης. 


Στο αρχοντικό, πρώτος έφτασε ο Ισίδωρος Διοφάντους. Όλη η οικογένεια, η Ελένη, ο άντρας της ο Γιώργος και ο Ιάκωβος ήταν κρεμασμένοι από τα χείλη του. Περίμεναν με έκδηλη αγωνία για να μάθουν την απόφαση. Ο ποινικολόγος μπήκε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο:

“Ισίδωρε, τι έγινε;” έπεσε πάνω του ο Γιώργος.

“Ησυχάστε! Πετύχαμε ένα βήμα που είναι σημαντικό”

“Τους κατηγορούν, επιμένουν;” ρώτησε σχεδόν τρέμοντας ο Ιάκωβος.

“Ναι Ιάκωβε. Παραπέμπονται ο Αργύρης για φόνο και η Βαλεντίνη για συναυτουργία…”

Η Ελένη λύγισε, ο Ιάκωβος ακόμα περισσότερο, μόνος ψύχραιμος εξωτερικά τουλάχιστον ήταν ο Γιώργος.

“Θεέ μου, είναι τρελοί, δεν βλέπουν;” ψέλλισε ο Ιάκωβος

“Ακούστε! Αποφύγαμε πολύ χειρότερα πράγματα. Δεν έχουμε δόλο στο φόνο και το κυριότερο, δεν έχουμε προφυλάκιση! Αυτό είναι νίκη μας!”

Πήραν όλοι μια ανάσα εκτός από τον Ιάκωβο, που έδειχνε καταβεβλημένος. Ο Διοφάντους συνέχισε:

“Θα πληρώσουμε εγγύηση βέβαια και έχουμε κατ’ οίκον περιορισμό και για τους δύο”

Έσφιξαν τα χέρια του με ευγνωμοσύνη.

“Χάρη σε σένα Ισίδωρε!” είπε ο Γιώργος.

“Χάρη στην αλήθεια, Γιώργο! Θα τους έχουμε κοντά μας. Θα μπορέσουμε να παλέψουμε, να βρούμε στοιχεία, να γκρεμίσουμε τη σκευωρία. Πρέπει να έχετε δύναμη…”


Μέσα στο γενικό κλίμα θλίψης, φάνηκαν κάποια αδιόρατα δειλά χαμόγελα, σαν το πρώτο φως της αυγής ανήμπορο ακόμα να νικήσει ολότελα το σκοτάδι της νύχτας. Μονάχα ο Ιάκωβος έστεκε κάπως πιο καταθλιπτικός.

“Ιάκωβε, τι συμβαίνει; Δεν είναι όλα χαμένα! “ τον πλαισίωσε η Ελένη.

“Δεν το περίμενα αυτό, κυρά μου, δεν μπορώ να το δεχτώ. Η κόρη μας κατηγορούμενη αλλά και αυτό το παλικάρι, ο Αργύρης; Ύποπτος για φόνο; Ένας άνθρωπος, που ήρθε κοντά μας να στηρίξει το κορίτσι μας και αντιμετωπίζει σήμερα τέτοια κατηγορία. Είναι από τα άγραφα!”

Η Ελένη τον αγκάλιασε, τον είδε που έτρεμε.

“Καλέ μου Ιάκωβε. Σκέφτεσαι πια σαν δεύτερος πατέρας μας. Μην απελπίζεσαι. Μια σκευωρία είναι, θα βγάλουμε την αλήθεια στο φως…”

Έσυρε τα βήματά του προς την έξοδο. Ένιωθε την ανάγκη να μείνει μόνος, σαν το πληγωμένο ζώο, που αποσύρεται στη φωλιά του για να γλύψει τις πληγές του.


Η επόμενη μέρα στο αστυνομικό τμήμα, βρήκε τον Καραναστάση στη θέση του. Η ομάδα του είχε λίγο χαλαρώσει καθώς πλέον οι πρωτοβουλίες πήγαιναν και στο δικαστικό κομμάτι χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ολοκλήρωσαν το έργο τους, κάθε άλλο. Ο προβληματισμός του ήταν έντονος. Αυτός ο αυτόκλητος υπερασπιστής, ο Αργύρης Ραιδεστός ήταν εκτεθειμένος μέχρι τα μπούνια αλλά απ’ την άλλη δεν ένιωθε και απόλυτα σίγουρος για την ενοχή του με το χέρι στην καρδιά. 


Αυτές του τις σκέψεις, διέκοψε ένας αστυφύλακας, που μπήκε στο γραφείο του:

“Κύριε διοικητά, έξω είναι κάποιος και θέλει να σας δει προσωπικά…”

“Πες του ότι είμαι απασχολημένος, να δει τον αξιωματικό υπηρεσίας”

“Θέλει να σας δει για την υπόθεση του Καψή!”

Ο αστυνόμος ένιωσε έναν συναγερμό να χτυπάει μέσα στο κεφάλι του.

“Πες του να περάσει!”

Η έκπληξή του ήταν αρκετή όταν μπροστά του στάθηκε ο Ιάκωβος Δεπόντης με ύφος βλοσυρό και άκαμπτο.

“Κύριε Διοικητά, είμαι ο Ιάκωβος Δεπόντης…”

“Ναι κύριε Δεπόντη, φυσικά σας θυμάμαι, τι συμβαίνει, ζητήσατε να με δείτε για την υπόθεση του εργοδότη σας”

“Ναι..έχω να σάς πω κάτι…” είπε εκείνος με ταραχή.

“Σας ακούω”

“Εγώ σκότωσα τον Ανδρέα Καψή!”

Συνεχίζεται...








Τρίτη 22 Απριλίου 2025

"Θέλω οξυγόνο" / Ποίημα συμμετοχή στο 33ο Δικτυακό Συμπόσιο Ποίησης

 33o Συμπόσιο Ποίησης

Διοργάνωση: Ιστολόγιο "Η ζωή είναι ωραία"




"Θέλω Οξυγόνο"

Θέλω οξυγόνο,

όχι σαν λέξη σκαλισμένη σε τοίχους με τα νύχια των χαμένων,

μα σαν άνοιξη, που σπρώχνει την πέτρα και βρίσκει τον δρόμο της μέσα απ’ το αίμα.



Θέλω οξυγόνο,

όχι σαν σιγή, που μας σφίγγει το στόμα,

μα σαν κραυγή, που σηκώνει το χώμα,

σαν τα χέρια που δένουν τις νύχτες κι υψώνονται μέρα να σπάσουν το γκρίζο.



Θέλω οξυγόνο,

για τα μάτια των παιδιών, που δεν πρόλαβαν να γευτούν της ζωής ηδονές.

Για εκείνα, που είδαν τον ήλιο να σβήνει για πάντα στα σκοτάδια.

Ποιοι μετράνε το μέλλον με νούμερα;

Ποιοι γροικάνε ασύστολα να αυγατίσουν τα κέρδη τους;

Ποιοι μπαζώνουν τα όνειρα στα μολεμένα τους χέρια;

Ποιοι αλυχτάνε, της τάξης τους τα νιτερέσα να σώσουν;



Θέλω οξυγόνο

για τους ανθρώπους, που ξέχασαν πώς να ανασαίνουν,

για εκείνους που σώριασαν τις ζωές σε αυταπάτες,

για όσους τα όνειρα προδώσανε, στου φόβου τα δίχτυα.

Για τις μάνες, που σκάβουν στο χώμα με δάκρυα,

για τους πατεράδες, που γυρεύουνε των παιδιών τους τη ζήση,

για εραστές κι ερωμένες, που έμειναν μ’ αδειανές τις αγκάλες,

για τις σιωπές, που φωνάζουν πιο δυνατά από εμάς όλους.



Τι γυρέψαμε άλλωστε;

Ένα παράθυρο ανοιχτό στων σπιτιώνε τους τοίχους,

ένα τραπέζι στρωμένο ακέργιο για όλους,

ένα τρένο, που φτάνει σωστά στο σταθμό του,

ένα όνομα, που δεν θα γραφτεί στα χαρτιά σαν χαμένο.

Θέλω οξυγόνο,

για να μην ξαναγραφτούν οι ίδιες οι λέξεις πάνω σε ματωμένους τοίχους.


Ας υψώσουμε τη φωνή μας, αδούλωτοι,


σε έναν κόσμο, που θα γραφτεί με του δίκιου το χέρι.


Κάθε δάκρυ να γίνει εποχής καινούργιας , το χάραμα, η σπορά και το γέννημα.



Φίλες και φίλοι,

αυτό το ποίημα ήταν η δική μου ταπεινή συμμετοχή στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης, που διοργάνωσε, για μια ακόμα φορά, η αγαπημένη μας φίλη, Αριστέα, στο παραπάνω μπλογκ της.

Κυρίαρχη λέξη, αυτή τη φορά, το "Οξυγόνο". Μια λέξει κρίσιμης σημασίας ζωής. Μια λέξη άμεσα συνδεδεμένη με την ίδια την ύπαρξη. Μια λέξη, που συνδέθηκε με τραγικό τρόπο με τη μαζική Δολοφονία των Τεμπών.

Στο "Συμπόσιο" γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν 27 μικρά και μεγάλα ποιητικά διαμάντια από 23 φίλους. Ποιήματα, που άγγιξαν, μία ακόμα φορά βαθιά τις καρδιές μας και προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης.

Να δώσω τα συγχαρητήριά μου στην αγαπημένη φίλη Ελένη-Ποιώ, για το νικητήριο συγκλονιστικό της ποίημα "Επίκληση", που κέρδισε τις καρδιές μας.

Να συγχαρώ κάθε φίλο και φίλη για τη συμμετοχή τους και κάθε φιλο και φίλη για την ανάγνωση των ποιημάτων.

Τέλος, αγαπημένη μας Αριστέα! Ένα ακόμα "ευχαριστώ", με την καρδιά μας, για όσα, καιρό τώρα, μάς χαρίζεις με τη διοργάνωση του "Συμποσίου Ποίησης". Ένα κομμάτι από τη δημιουργική μας θέρμη, ένα δρώμενο, που έχει πλέον καταξιωθεί και αγκαλιαστεί και το κυριότερο, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Διαβάστε το ΝΙΚΗΤΗΡΙΟ και ΟΛΑ τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ εδώ:

Λήξη 33ου Συμποσίου Ποίησης


Ευχαριστώ κάθε φίλο και φίλη για τα καλά του λόγια και τις τοποθετήσεις του. Νιώθω ευγνώμων αλλά και τυχερός, που βιώνω αυτό εδώ το δρώμενο.