Για το καινούργιο μας δικτυακό δρώμενο έχουμε ήδη μιλήσει στο μπλογκ της Κατερίνας
Ξεκινάμε ένα συλλογικό έργο σε μορφή πρόζας (γραπτού λογοτεχνικού λόγου), στις "γραμμές" του οποίου θα υπάρχουν στίχοι από Ελληνικά τραγούδια. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα και δύσκολη, θα έλεγα, απόπειρα, η οποία φιλοδοξούμε στην τελική της μορφή να δώσει μία όμορφη συλλογική νουβέλα. Στην συγγραφή συμμετέχουν δεκαέξι (16) φίλες και φίλοι με τα προσωπικά του μπλογκ.
Μου έπεσε ο κλήρος και η τιμή να κάνω το ξεκίνημα δίνοντας το πρώτο κεφάλαιο όπως ακολουθεί. Καλό ξεκίνημα λοιπόν. Σας ευχόμαστε καλή ανάγνωση.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ
Το φως του φεγγαριού έλουζε το μεγάλο σαλόνι. Ένα ασημένιο ποτάμι από φως κυλούσε απ τη μεγάλη μπαλκονόπορτα μέχρι μέσα στο κέντρο του. Το μεγάλο τραπέζι με τα ασημένια κηροπήγια και εκείνη τη φωτογραφία στα δεξιά έπαιρναν το ασημένιο του χρώμα. Αριστερά η μεγάλη βεράντα με τις βαριές κουρτίνες. Το τζάκι στο βάθος, σβηστό, φάνταζε επιβλητικό. Δίπλα του η μεγάλη ξύλινη εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δωμάτια.
Η παγερή σιωπή στο χώρο έσπαγε από την υπόκωφη βουή της καταιγίδας που πλησίαζε από το Νότο. Ένα μπουκάλι ποτό μισοάδειο πάνω στη ροτόντα, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες μισάνοιχτο στην μεγάλη πολυθρόνα και το μαύρο πιάνο έδεναν με όλο το σπίτι. Μια ξαφνική αστραπή άπλωσε με μανία το αστραφτερό φως της πάνω στη φωτογραφία μιας όμορφης καστανής γυναίκας που χαμογελούσε αινιγματικά.
“Έρχεται καταιγίδα” Ακούστηκε η φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας από τα πάνω δωμάτια.
“Ναι το βλέπω” απάντησε μια αντρική φωνή.
Άνοιξε η πόρτα του πάνω δωματίου. Κοντά στα πενήντα, καλοστεκούμενος, επιβλητικός. Η μορφή του φάνταζε παράξενα στο χώρο. Κατέβηκε αργά τη μεγάλη σκάλα προς το σαλόνι. Φαινόταν κουρασμένος και βαρύθυμος. Το γλυκό του πρόσωπο φάνηκε στο φως του φεγγαριού που όλο και λιγόστευε καθώς τα σύννεφα το είχαν ήδη αγκαλιάσει. Τα κουρασμένα καστανά του μάτια με τις ρυτίδες στο πρόσωπό του. Κατέβηκε, πλησίασε στη μεγάλη βεράντα και το βλέμμα του έψαχνε πέρα μακριά προς τις σκιές της πολιτείας.
“Γύρω σκοτάδι, κι ούτε ένα φως, τώρα κοιμάται η πολιτεία…” ψιθύρισε μονάχος συνεχίζοντας
“Κανείς το δίκιο δεν ζητά μέσα στου ύπνου τη μαγεία...”i
Άναψε τα δύο μεγάλα όρθια φωτιστικά. Ένα γλυκό φως πλημμύρισε το χώρο. Πήγε στο μπαράκι, έβγαλε ένα κρυστάλλινο ποτήρι και το γέμισε με το αγαπημένο του Αμερικάνικο μπούρμπον. Στο στόμα του τρεμόπαιξε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε τη πρώτη δυνατή γουλιά νιώθοντας το ποτό να τον σιγοκαίει. Οι σκέψεις του έκαναν φωναχτά το δικό τους ταξίδι.
“Την ώρα τούτη στοργικά όλους η νύχτα αγκαλιάζει, κι ούτε ζήλεια ούτε καημός τη σκέψη τους δεν την ταράζει...”ii
Το βλέμμα του καρφώθηκε στο ημερολόγιο.
“Δεκαπέντε του Γενάρη” μουρμούρισε.
“Πέρασε τόσος καιρός, αλήθεια πόσος. Κι απ όλα περισσότερο αυτό που με πειράζει είναι την απουσία σου πως πάω να συνηθίσω”iii
Το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά γκρίζο. Συνέχιζε να μιλάει έτσι. Άλλωστε το είχε πια συνηθίσει τελευταία και το είχε αποδεχτεί. Του έκανε παρέα πολλές φορές στη σιωπή του.
“Θα ήσουν τώρα κοντά μου έτσι δεν είναι Ερατώ;”
Έσυρε τα βήματά του δίπλα στη βιβλιοθήκη. Στην επιφάνεια του δρύινου γραφείου ήταν απλωμένες παλιές εφημερίδες. Σαν ένα κάποιο χέρι να της είχε αφήσει εκεί εντελώς ξαφνικά. Κάποιες από αυτές ήταν τσαλακωμένες απ τη φθορά του χρόνου. Τα μάτια του άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω στους μεγάλους τίτλους:
“Τραγικό τροχαίο δυστύχημα”
“Ερατώ Δημοπούλου-Οικονόμου. Για άγνωστους λόγους το αυτοκίνητο που οδηγούσε έφυγε από το δρόμο και έπεσε στο γκρεμό στη θάλασσα. Η 37χρονη οδηγός βρήκε τραγικό θάνατο”.
“Η ιατροδικαστική έρευνα δεν έδειξε κάτι ύποπτο στην νεαρή οδηγό του αυτοκινήτου που έπεσε στο γκρεμό παρασύροντάς την…”
“Απαρηγόρητος ο σύζυγος της νεαρής Ερατούς, Δημήτρης Οικονόμου για τις συνθήκες του τροχαίου…”
“Εξετάζεται το αυτοκίνητο από εμπειρογνώμονες για πιθανότητα δολιοφθοράς”
“Αναζητείται το κόκκινο αυτοκίνητο που ακολουθούσε την πορεία της σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες για αναζήτηση περαιτέρω στοιχείων”
Έφυγε βιαστικά απ το γραφείο σαν να ήθελε να αποφύγει τη συνέχεια. Είχε πια σταθεί μπροστά στη μεγάλη φωτογραφία στο πιάνο, ήπιε μια δεύτερη δυνατή γουλιά και συνέχισε:
“Άραγε γιατί έφυγες εκείνη τη νύχτα; Τι σε οδήγησε σ’ αυτή τη φυγή; Εγώ; Πάντα εγώ με τις ηλίθιες συμπεριφορές και ανασφάλειες μου. Αχ να μπορούσες να μου φωνάξεις τι σε έκανε να φύγεις εκείνη τη μέρα. Τώρα, εγώ μόνος. Ήξερες πως με φόβιζε στη ζωή μου αυτό Ερατώ, ήξερες τον τρόμο που ένιωθα στη μοναξιά και στην απώλεια. Ήξερες ότι φοβόμουνα ακόμα και την ευτυχία. Ίσως γιατί δεν την πίστεψα ποτέ. Θυμάσαι;” Είπε και γέλασε πικρά. Τα μάτια του στράφηκαν στη βεράντα. Η καταιγίδα είχε πια πλησιάσει, τράβηξε κατά κει.
“Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα; Να εκεί κάτω στον κήπο πριν πολλά χρόνια. Θα ‘ταν τρεις το πρωί και σε ρώτησα αν νιώθεις γεμάτη πλάι μου και τότε με τα μεγάλα μάτια σου γύρισες και μου ‘πες: Θυμάμαι, όταν ήμασταν παιδιά, τα όνειρα που κάναμε θυμάμαι, νομίζαμε με μια δρασκελιά τον ουρανό θα φτάναμε”iv
Τις σκέψεις του διέκοψε η κ. Ερασμία. Η Οικονόμος του σπιτιού. Μια γλυκύτατη όμορφη γυναίκα που ζούσε χρόνια στο σπίτι εκεί προσφέροντας τις υπηρεσίες αλλά και την αγάπη της.
“Κύριε Δημήτρη, η ώρα είναι περασμένες εννέα. Με θέλετε τίποτα άλλο; “
”Όχι όχι Ερασμία, να πας να ξαπλώσεις, να ξεκουραστείς”
“Έχετε τίποτα; Σας βλέπω λίγο ταραγμένο απόψε”
“Δεν είναι τίποτα Ερασμία, άργησα σήμερα στη δουλειά και νιώθω κουρασμένος. Μήπως με ζήτησε κανείς το πρωί;”
“Ναι πήρε τηλέφωνο ο κύριος Γιάννης, θέλει μου είπε να σας δει”
“Ο Γιάννης; Καλά Ερασμία, του είπες θα είμαι εδώ απόψε;”
“Ναι, νομίζω πως θα έλθει, έτσι κατάλαβα”
“Εντάξει Ερασμία μου, πήγαινε και θα τα πούμε το πρωί. Η ώριμη γυναίκα έφυγε. Εκείνος κάθισε στη πολυθρόνα. Ο Γιάννης. Αδελφικός του φίλος από τα παιδικά του χρόνια. Είχε να τον δει πάνω από ένα μήνα. Κούνησε το κεφάλι του πικρά θέλοντας να διώξει κάποιες αναμνήσεις που τον κύκλωναν ξανά.
Άδειασε το ποτό και προσέθεσε και άλλο. Και κάποια στιγμή το έκανε ασυναίσθητα χάνοντας το λογαριασμό. Βυθίστηκε αργά στο λήθαργο του ποτού. Δεν ήξερε καν πόση ώρα είχε περάσει. Γύρισε και κοίταξε πάλι τη φωτογραφία στο πιάνο. Έξω η καταιγίδα είχε πια ξεσπάσει. Έβαλε ένα δίσκο να παίζει. Ο Ήχος του πιάνου από τα πρελούδια του Σοπέν γέμισε το χώρο προσπαθώντας να γαληνέψει την αψάδα της βροχής.
“Το κομμάτι που σου άρεσε να παίζεις στο πιάνο αγάπη μου… Ποτέ δεν θα μάθεις πόσο μου λείπεις. Δεν την αντέχω τόση μοναξιά. Δεν ξέρω πια τι θέλω. Μην με παρεξηγείς.v Τι με έπιασε απόψε Θεέ μου, νιώθω τόσο παράξενα. Αναρωτιέμαι γιατί; Τι με βαραίνει;
“Αν κάποτε χαθώ Δημήτρη…..”
Αυτή η φωνή εισέβαλε στο χώρο μαζί με τον πάταγο της αστραπής που αυλάκωσε τον ουρανό. Γύρισε έντρομος το πρόσωπό του. Εκεί! Στα σκαλιά, στο μεσιανό της σκάλας, εκεί! Μια μορφή! Αχνή, διάφανη. Ανατρίχιασε σύγκορμος
“Ερατώ!”
Άπλωσε το χέρι προσπαθώντας να σηκωθεί απ τη πολυθρόνα καταβάλλοντας προσπάθεια.
“Εγώ… δεν ήθελα να σε αφήσω μόνο απόψε…”
“Μα πως είναι δυνατόν, δεν μπορεί….”
“Είμαι αυτό που ζήτησες αγαπημένε μου, η παρουσία μου. Όμως θέλω να ξέρεις κάτι….”
Ένιωθε πλέον να ζει μέσα σε μια παραζάλη.
“Τι να ξέρω; τι δεν ξέρω Ερατώ;”
“Το λόγο της απουσίας μου… τι έγινε εκείνο το βράδυ, μήπως είναι ώρα να το μάθεις;”
“Να μάθω τι παραπάνω Ερατώ;”
Έβλεπε μέσα στη ζάλη του τη μορφή της να έρχεται και να χάνεται μπροστά της.
“Την αλήθεια Δημήτρη! Μπορείς; Αντέχεις;”
Άπλωσε τα χέρια του να την πλησιάσει. Ένιωθε τη μορφή να απομακρύνεται, να χάνεται μέσα στο ημίφως του χώρου ακούγοντας μαζί και τον παράταιρο ήχο να αργοσβήνει.
“Μπορείς; μπορείς;”
Το κουδούνι της εξώπορτας τον επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα. Ο ήχος του ακούστηκε τόσο δυνατός στα αυτιά του.
“Ο Γιάννης! Αυτός θα ‘ναι ναι!” φώναξε με χαρά. Έτρεξε προς τη πόρτα προσπαθώντας να αλλάξει ψυχολογία . Την τράβηξε ανοίγοντάς την.
Στη λάμψη της καταιγίδας τρεμόπαιξε μια επιβλητική γυναικεία μορφή. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα.
“Εσύ;”
Το γυναικείο χέρι με το μαύρο γάντι έπιασε το μεγάλο μπρούτζινο πόμολο σπρώχνοντας την πόρτα προς τα μέσα.
“Καλησπέρα Δημήτρη! Δεν με περίμενες ε;”
Πηγές στίχων
i“Γύρω σκοτάδι” Στίχοι Μάνος Κουφιανάκης σε μουσική Κώστα Χατζή από το έργο “Ρεσιτάλ”
ii“Γύρω σκοτάδι” Στίχοι Μάνος Κουφιανάκης σε μουσική Κώστα Χατζή από το έργο “Ρεσιτάλ”
iii“Νύχτωσε νύχτα” Στίχοι Αφοί Κατσιμίχα από το έργο “Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις”
iv“Θυμάμαι” Στίχοι Κώστας Χατζής, από το έργο “Ρεσιτάλ”
v“Ποτέ δεν θα μάθεις” Στίχοι Έλενα Καρρά, σε μουσική Αντώνη Βαρδή, τραγουδά ο Γιάννης Βαρδής.
Όσοι θέλετε μπορείτε να ακούστε τα αντίστοιχα τραγούδια εδώ:
Καλή συνέχεια εύχομαι στους υπόλοιπους και καλό ξεκίνημα.
Πιστεύω ότι θα πάει πολύ όμορφα το δρώμενο και θα βγει ένα εξαίρετο συλλογικό έργο.
Πιστεύω ότι θα πάει πολύ όμορφα το δρώμενο και θα βγει ένα εξαίρετο συλλογικό έργο.