Μυστικά ανάμεσα στις πέτρες
“Φτάσαμε λοιπόν!”
Η φωνή του αντιδήμαρχου έσπασε λίγο τη σιωπή μέσα στο μικρό σκάφος. Η Δήμητρα Αλέπη, η 32χρονη αρχιτέκτονας, σηκώθηκε. Το βλέμμα της απλώθηκε εκστασιασμένο λίγα μέτρα μπροστά της. Ένας ψηλός, επιβλητικός πέτρινος πύργος σε τρία επίπεδα ορθώνονταν ακριβώς στη βραχώδη ακτή. Η κεντρική του είσοδος ήταν προς τη μεριά της θάλασσας. Η παραλία έδειχνε άγρια και πολύ εχθρική. Μεγάλα, απότομα και κοφτερά βράχια αγκάλιαζαν τον πύργο. Η φουσκοθαλασσιά έσκαγε με ύπουλα κύματα πάνω στις κοφτερές, σαν μαχαίρι, πέτρες. Και ένα μεγάλο κατάξερο δέντρο έχασκε σαν νεκρική παρουσία στα δεξιά.
“Ώστε αυτός είναι ο περίφημος πύργος του Λουκά Ανεζά!”
“Αυτός ναι” απάντησε ο αντιδήμαρχος.
“Μα εδώ δεν έχει μέρος να δέσουμε στην ακτή” παρατήρησε η Δήμητρα.
“Έχει ένα μικρό ντόκο στα 500 μέτρα από εδώ, εκεί θα πιάσουμε” πετάχτηκε ο γηραιός νησιώτης, κυβερνήτης του σκάφους που έπλεε κατά μήκος της ακτής καθώς ταράζονταν απ’ τα κύματα.
Είχαν πια αφήσει το σκάφος και περπατούσαν προς το μέρος του πύργου.
“Να ευχηθώ καλή επιτυχία στην εταιρεία σας για την ανακαίνιση. Θα είναι για το νησί ένα σπουδαίο βήμα στα ιστορικά του αξιοθέατα. Μου είπαν ότι είστε η επικεφαλής αρχιτέκτων κ. Αλέπη” της είπε.
“Να είστε καλά, θα χρειαστούμε τις ευχές σας” του απάντησε.
Έφτασαν στη μεγάλη είσοδο. Ο αντιδήμαρχος ξεκλείδωσε το λουκέτο και έσυρε ένα μεγάλο ξύλινο δοκάρι που χρησίμευε να κρατά τη πόρτα κλειστή. Γύρισε προς τη Δήμητρα απλώνοντας το χέρι του προς το εσωτερικό.
“Κυρία Αλέπη, καλωσορίσατε στον πύργο του Λουκά Ανεζά! Παρακαλώ ακολουθήστε με!”
Πέρασαν τη μεγάλη είσοδο διαβαίνοντας στο εσωτερικό. Η ατμόσφαιρα της σιωπής, η αίσθηση της υγρασίας και της απομόνωσης, το πέρασμα του χρόνου, είχαν αφήσει τη σφραγίδα τους τόσο έντονα. Σκόνη, ερείπια, αράχνες. Αραδιασμένες, πεθαμένες μνήμες σε κάθε γωνία. Η Δήμητρα ένιωθε ήδη ένα δέος να την αγκαλιάζει σύγκορμη. Για κάποιο λόγο ανατρίχιασε στην εικόνα που της έδινε το εγκαταλειμμένο εσωτερικό του πύργου. Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο ήχος που έκαναν τα βήματά τους πάνω στα διάφορα απομεινάρια στο φθαρμένο πάτωμα. Αλλά και η ηχώ της φωνής τους.
“Ήθελα πολύ να μάθω την ιστορία αυτού του μέρους” τον ρώτησε καθώς το βλέμμα της κοίταζε στους μεγάλους πέτρινους τοίχους. “Ξέρετε κάτι για αυτό;”
Ο αντιδήμαρχος την κοίταξε στα μάτια. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια έκφραση γεμάτη από ανάμικτα συναισθήματα καθώς ξεκίνησε την αφήγησή του:
“Ο Πύργος ανήκε στον Λουκά Ανεζά, εφοπλιστής της εποχής του. Ζούσε εδώ παντρεμένος με τη γυναίκα του την Ηρώ. Όλα κυλούσαν όμορφα όταν… εκείνο το χειμώνα του 1905 έγιναν όλα…”
“Δηλαδή;”
“Στην αρχή τότε κάποιοι άρχισαν να ψιθυρίζουν ότι κάτι περίεργο συνέβαινε σε εκείνο τον πύργο. Τα κουτσομπολιά της εποχής έδιναν και έπαιρναν. Κάπως έτσι έφτασαν μέχρι το σήμερα όλες εκείνες οι πληροφορίες. Το ζεύγος Ανεζά άρχισε να κλείνεται στον κόσμο του. Οι πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικες δραστηριότητές τους, που ήταν και πλούσιες, άρχισαν να περιορίζονται ώσπου σχεδόν σταμάτησαν…”
“Έγινε κάτι δηλαδή;”
“Το προσωπικό που δούλευε άρχισε σιγά-σιγά να αραιώνει. Όσοι έφυγαν μιλούσαν για ένα νοσηρό κλίμα έντασης που μπήκε στο σπίτι. Φωνές, συγκρούσεις, το ζευγάρι μάλωνε συχνά. Ο Ανεζάς γινόταν όλο και πιο αυστηρός και επιθετικός απέναντι σε όλους. Όσοι δούλευαν μαζί του δεν πίστευαν στα μάτια τους…”
Η Δήμητρα άκουγε την ενδιαφέρουσα αφήγηση καθώς βάδιζαν παρατηρητικά στο εσωτερικό του πύργου. Μάλιστα, σε κάθε αφήγηση του αντιδήμαρχου ήταν σαν να έβλεπε μπροστά στα μάτια της να ζωντανεύουν οι αντίστοιχες εικόνες. Η αφήγηση συνεχίστηκε:
“Ο πάλαι ποτέ ευγενικός Ανεζάς δεν δίσταζε, λένε, να προσβάλλει με σκαιό τρόπο ακόμα και την ίδια τη γυναίκα του. Την αρχόντισσα Ηρώ. Ώσπου το κακό γενικεύτηκε και έφτασε στην κορύφωσή του…”
Τα λόγια του αντιδήμαρχου διέκοψε ένα κομμάτι από μια μουχλιασμένη επένδυση του τοίχου που έφυγε από ψηλά και έσκασε στα πόδια της Δήμητρας.
“Προσέξτε!”
Ίσα που πρόλαβε ο αντιδήμαρχος να την τραβήξει πριν λουστεί στην κυριολεξία με τη μικρή σωρό από πέτρες και χώμα.
“Θέλει τόση δουλειά εδώ…” ακούστηκε η φωνή της μάλλον περισσότερο για να διασκεδάσει την τρομάρα της. Έφτασε μπροστά στη μεγάλη εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στα πάνω δώματα. Ο αντιδήμαρχος την ακολούθησε. Εκείνη πήρε κατεύθυνση προς τον πάνω όροφο.
“Προσέξτε που πατάτε!” της είπε.
Σήκωσε το βλέμμα της ψηλά, συναντώντας μια μεγάλη δέσμη φωτός που έμπαινε κάθετα από ένα μεγάλο παράθυρο. Τότε το είδε: Ένα κατάμαυρο κοράκι καθόταν ακίνητο σαν παγωμένο στην τρύπια βάση του παραθύρου. Η Δήμητρα ένιωσε το βλέμμα του να την διαπερνά. Το στομάχι της σφίχτηκε. Συνέχισε να ανεβαίνει αργά-αργά με τον άνθρωπο του δήμου να την ακολουθεί. Την προσοχή της τράβηξε κάτι παράξενα σχήματα που ήταν στον τοίχο. Λες και κάτι είχε γδάρει τους τοίχους με δύναμη φτιάχνοντας σχέδια. Δεν έδειχναν να είναι από τη φθορά του χρόνου. Έβαλε το δάχτυλό της να ψηλαφίσει τα γδαρσίματα που έμοιαζαν να είχαν γίνει με κάτι αιχμηρό. Μια παράξενη αίσθηση την κυρίευσε. Γύρισε προς τον αντιδήμαρχο:
“Κάτι μου λέγατε πριν, λοιπόν;”
Εκείνος συνέχισε:
“Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα γινόταν εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα του 1905…”
“Τι θέλετε να πείτε;” τον κοίταξε ανήσυχη η Δήμητρα.
“Πρώτα οι κραυγές μέσα στη νύχτα. Άγριες, ακαθόριστες. Και μετά αυτό που αντίκρισαν οι άνθρωποι που έτρεξαν εκεί”
Η Δήμητρα τον κοίταξε προσεκτικά.
“Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν τρομακτικό. Ο Ανεζάς βρέθηκε σφαγμένος άγρια στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Και η η γυναίκα του άφαντη!”
“Ω Θεέ μου!” έκανε αυθόρμητα η Δήμητρα.
“Κανείς ποτέ δεν έμαθε για εκείνη… Κάποιοι είπαν τότε ότι τον σκότωσε και έφυγε με τον εραστή της για να γλιτώσει απ’ τη μανία του, κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα”
“Τρομερό…”
“Ο πύργος έμεινε να χάσκει έτσι. Κάτι μακρινοί κληρονόμοι δεν τόλμησαν να πατήσουν το πόδι τους. Κάπως έτσι ο πύργος του Ανεζά έμεινε μέσα στο χρόνο, ένα θλιβερό κουφάρι. Τα γενόμενα στο εσωτερικό του έγιναν μύθος και θρύλος. Τις νύχτες του χειμώνα, λέγανε οι καπεταναίοι με τα καΐκια, το κύμα αντάριαζε και οι αφροί έφταναν να δέρνουν τους τοίχους ενώ από βαθιά ακούγονται βρυχηθμοί σαν κραυγές θηρίου”
“Τι μπορεί να πλάσει η φαντασία των ανθρώπων ε;” είπε η Δήμητρα κουνώντας το κεφάλι της.
“Έτσι ο πύργος βούλιαξε στο χρόνο και στη λήθη και έφτασε στις μέρες μας και να τώρα στα χέρια σας…”
Ανεβαίνοντας στο πάνω πάτωμα, μπήκαν σε ένα μεγάλο γραφείο. Η ξύλινη επένδυση στους τοίχους είχε αφήσει τα απομεινάρια της. Τοιχογραφίες έστεκαν σβησμένες στο αμείλικτο πέρασμα του χρόνου. Ένας έντεχνος πλούτος παρέμενε εδώ θαμμένος στα χρόνια λες και περίμενε αυτό το κάτι που θα του δώσει ξανά ζωή.
“Νομίζω ότι η δουλειά μας θα πιάσει και αναστήλωση έργων τέχνης εδώ”, είπε η Δήμητρα, συνεχίζοντας. Κάποια στιγμή μπήκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Ένα ρίγος ένιωσε να την διαπερνά από την πλάτη ως τα πόδια. Οι τοίχοι ήταν όλοι γδαρμένοι όπως και το πάτωμα.
“Ξέρετε τι ήταν εδώ;” ρώτησε την ίδια στιγμή που διαπίστωσε ότι ο αντιδήμαρχος δεν την είχε ακολουθήσει έχοντας μείνει στο κατώφλι του δωματίου.
“Αυτό είναι το δωμάτιο που βρέθηκε νεκρός ο Ανεζάς” της είπε. Η ανατριχίλα κυρίευσε το κορμί της σε κάθε του εκατοστό. Ένιωσε να κρυώνει και να τρέμει ελαφρά.
“Τι πάθατε;” την ρώτησε.
“Καλύτερα να πηγαίνουμε” του είπε. Δεν ένιωθε καλά και δεν μπορούσε να το εξηγήσει.
Έφτασαν στο ισόγειο. Πριν βγουν έριξε μια ακόμα φορά το βλέμμα ψηλά. Την ίδια στιγμή το κοράκι εκείνο άπλωσε τα φτερά του και με έναν κρωγμό εγκατέλειψε το κτίριο για να εξαφανιστεί στον ουρανό. Στο ισόγειο διέκρινε και μια σκάλα προς τα κάτω περιφραγμένη.
“Έχει υπόγειο ο πύργος;” τον ρώτησε.
“Βέβαια, τα περίφημα κελάρια του πύργου, γνωστά για την κάβα του Ανεζά, τα παλιά εκείνα χρόνια”
Είχαν βγει πλέον έξω στο δρόμο. Καθένας με τις εντυπώσεις του απ’ αυτήν την επίσκεψη. Περισσότερο για την νεαρή αρχιτέκτονα, της οποίας η πρώτη εμπειρία γνωριμίας με τον πύργο τον οποίο όφειλε να ζωντανέψει ξανά ήταν αρκετά δυνατή.
“Σας ευχαριστώ για όλα. Ομολογουμένως χρειαζόμουν αυτή τη γνώση για το χώρο και σας είμαι ευγνώμων” του είπε καθώς ήρθε η ώρα της αποχώρησης.
“Εύχομαι όλα να πάνε καλά” αποκρίθηκε με ευγένεια ο αντιδήμαρχος, “Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σας;” την ρώτησε.
“Από αύριο ξεκινάει το πρώτο συνεργείο με τον καθαρισμό του χώρου. Και από ότι είδα έχει πολύ δουλειά”
***
Το δέμα είχε φτάσει στο γραφείο στο οποίο είχε εγκατασταθεί λίγες μέρες μετά την πρώτη επίσκεψή της στον πύργο. Ήταν ένα παλιό μικρό δέμα, το οποίο βρέθηκε σε ένα ξύλινο σεντούκι σε ένα από τα δωμάτια του πύργου. Η Δήμητρα το πήρε με μεγάλο ενδιαφέρον. Όταν κάποια στιγμή το άνοιξε, βρήκε μέσα ένα τετράδιο, χοντρό από τα παλιά εκείνης της εποχής. Η συγκίνησή της ήταν έντονη καθώς ένιωθε ότι κρατάει στα χέρια της κάτι προσωπικό και σημαντικό. Όμως ο χώρος και η ένταση της δουλειάς εκεί την εμπόδισαν να συνεχίσει. Το άφησε για το σπίτι αργά το βράδυ. Ένιωθε ότι είχε στα χέρια της κάτι που ήθελε να της πει πάρα πολλά.
***
Στη γαλήνη της νύχτας, η Δήμητρα μπροστά στο μικρό γραφείο του σπιτιού της, μπορούσε να απλώσει το βλέμμα της στο όμορφο λιμάνι του νησιού. Τα γραφικά σπίτια, τα φώτα, έδιναν μια ιδιαίτερη ομορφιά στο χώρο έξω. Και στο βάθος η θάλασσα. Σκούρα, γαλήνια. Η μπουνάτσα είχε έρθει να γαληνέψει την αντάρα των τελευταίων ημερών. Δίπλα της ένα ποτήρι κρασί την συνόδευε στην περιπλάνησή της στο εύρημα του πύργου.
Στα χέρια της κρατούσε ένα παλιό χειρόγραφο ημερολόγιο. Ένιωθε το βάρος του ως σημασία τόσο πολύ έντονα που, δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Μόνο μια παρότρυνση να ξεκινήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την ανάγνωσή του. Ήθελε να αφεθεί στις χειρόγραφες γραμμές του, να βουλιάξει στις παραγράφους. Και να πλάσει εικόνες εκείνα που θα ξεπηδούσαν από τις σελίδες του.
Όταν είδε το όνομα του κατόχου του ημερολογίου ένιωσε το πρώτο σοκ. Ναι, ήταν το όνομα εκείνης, γραμμένο φαρδιά-πλατιά με το δικό της χέρι: Ηρώ Ανεζά
Να λοιπόν που η χαμένη σύζυγος του Λουκά Ανεζά δήλωνε μεγαλοπρεπέστατα παρούσα μέσα από το ίδιο της το γραπτό. Έναν αιώνα μετά, ερχόταν να δώσει τη δική της κατάθεση σε μια σειρά πράγματα που αφορούσαν την ίδια της τη ζωή και τη συμβίωσή της με τον σύζυγό της.
Οι πρώτες σειρές του ημερολογίου, ναι ήταν γλαφυρές και γεμάτες συναισθήματα αλλά αφορούσαν την ίδια της τη ζωή, τη γνωριμία και το μεγάλο της έρωτα, καθώς έγραφε, με τον μετέπειτα σύζυγό της. Έτσι η Δήμητρα έμαθε για εκείνην και το χαρακτήρα της. Αλλά εκείνο που την ένοιαζε ήταν μήπως μάθαινε κάτι παραπάνω. Και, λες και κάτι οδηγούσε τη γνώση εκεί, έφτασε στην αφήγηση που περίμενε. Και εκεί καραδοκούσε μια αλήθεια που ήταν πέρα και έξω από κάθε λογική για τον ορθολογισμό της σύγχρονης αρχιτεκτόνισσας. Ήταν λες και έβλεπε εκεί κάπου μπροστά της την Ηρώ Ανεζά μεγαλόφωνα να διηγείται:
“Ήταν καιρός που ο Λουκάς είχε αλλάξει. Η ευγένειά του έχει δώσει τη θέση της σε μια αυθάδεια και μια σκληρότητα που μου είναι εντελώς ανεξήγητη. Όλα ξεκίνησαν εκείνη τη νύχτα που κατέβηκε στο κελάρι του πύργου για να επιλέξει, όπως πάντα, το κρασί που άνοιγε στο τραπέζι μας. Αυτό το κάτι που τον άλλαξε. Οι σκιές στους τοίχους, οι βρυχηθμοί λες και κάποιο θηρίο ηχούσε από τα έγκατα του πύργου. Ένας απόλυτος τρόμος για μας και μια πορεία παράνοιας για τον άντρα που αγαπούσα. Λες και κάτι τον κυρίευσε, λες και κάποια παρουσία τον έκανε υποχείριό της. Γίνεται όλο και πιο απότομος, επιθετικός, χειροδικεί στο προσωπικό. Ακόμα και το ίδιο του το πρόσωπο τείνει να παραμορφωθεί.
Καταλαβαίνω ότι αυτός που είναι μπροστά μου, στην ίδια μου την κλίνη, δεν είναι ο Λουκάς που αγάπησα και μοιράστηκα τη ζωή και τα όνειρά μου μαζί του. Δεν είναι ο άντρας που κάναμε έρωτα τρυφερά. Αλλά ένας ξένος! Ένας άγνωστος! Ένα σαρκίο με τη μορφή ανθρώπου που από μέσα του βγαίνει κάτι δαιμονικό, θηριώδες, γεμάτο από δολοφονικά ένστικτα.
Άρχισε να με χτυπά, να με απειλεί. Και μαζί του νιώθω και εκείνο το άγνωστο που πλανιέται στο χώρο αθέατο μα ουσιαστικό. Αυτό το άγνωστο με παγώνει. Σε κάθε ίσκιο και σκοτάδι, σε κάθε κρυμμένη γωνιά του πύργου. Σέρνεται ανάμεσά μας προκαλώντας ανείπωτο τρόμο στην ίδια μου τη ζωή…”
Η Δήμητρα πήρε μια ανάσα. Δεν πίστευε τα όσα διάβαζε σε εκείνο το ημερολόγιο. Λες και ένας τρομερός εφιάλτης ζωντάνευε μπροστά στα μάτια της. Συνέχισε:
“Στα σπλάχνα μου κουβαλώ πια το παιδί μου! Το παιδί μας! Αυτό για το οποίο τόσα όνειρα κάναμε μαζί. Όμως ο άντρας που λάτρεψα δεν είναι πια παρών. Έχω να αντιμετωπίσω ένα τέρας που εκείνη η καταραμένη άγνωστη δαιμονική δύναμη στα έγκατα του πύργου, τον έκανε υπηρέτη του. Και ξέρω καλά ότι πλησιάζει η ώρα του αφανισμού μου. Και αν για μένα αδιαφορώ, δεν μπορώ να πω το ίδιο για τη ζωή που κουβαλώ στα σπλάχνα μου. Είναι μια απόφαση αναμέτρηση. Έχω απέναντί μου έναν υπηρέτη του δαίμονα! Και η επιλογή μου είναι στα άκρα. Ή εμείς ή αυτός…
Αυτό που μένει είναι να βρω την κατάλληλη στιγμή. Ξέρω ότι πολλοί θα με κατηγορήσουν για δολοφόνο. Ότι πίσω μου θα σέρνω όλα εκείνα τα αναθέματα του κόσμου. Ενός όμως κόσμου που δεν γνωρίζει. Θα φύγω μακριά, στο άγνωστο, κανείς να μην ξέρει που βρίσκομαι, μήτε εγώ μήτε το παιδί μου. Ξέρω ότι αυτό με το οποίο λογαριάζω να αναμετρηθώ είναι έξω απ’ τις δυνάμεις μου. Όμως, με τη βοήθεια του Θεού, θα δώσω τη μάχη μου. Άραγε θα με συγχωρήσει που λογαριάζω να σκοτώσω έναν άνθρωπο; Όμως Εκείνος ξέρει ότι αυτό το πλάσμα που ζει εδώ μέσα και περιφέρεται μαζί με το θηρίο που κατοικεί στα κελάρια του πύργου, δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Και μακάρι να φυλακιστεί στα έγκατα αυτού του καταραμένου πύργου, στο μέρος που διάβηκε στον κόσμο μας. Θεέ μου όπλισε το χέρι μου!”
Η Δήμητρα ένιωσε να τρέμει στην κυριολεξία. Στο σημείο αυτό σταματούσε η γραφή του ημερολογίου. Οι επόμενες σελίδες ήταν κενές, άδειες. Προσπάθησε να πάρει κάποιες ανάσες, να συλλογισθεί τι ακριβώς είχε διαβάσει. Ο αντιδήμαρχος της είπε ότι ο Ανεζάς βρέθηκε σφαγμένος. Από ποιον; Από το χέρι της; Μα της είπε ότι η σφαγή του ήταν άγρια; Μπόρεσε η γυναίκα του να το κάνει; Και πόσο σίγουρα ήταν αυτά που μεταφέρθηκαν στην πορεία του χρόνου; Δεν μιλάμε για ένα έγκλημα που έγινε τώρα και υπάρχουν στοιχεία. Αλλά για κάτι που είναι τυλιγμένο στα όρια του θρύλου. Τι να απέγινε άραγε η Ηρώ Ανεζά; Έζησε; Γλίτωσε; Και αυτό το θηριώδες δαιμονικό, όπως το περιγράφει, πλάσμα που κατοικούσε στα κελάρια του πύργου; Είναι δυνατόν να είναι όλα αυτά λογικά; Να έχουν βάση; Στην εποχή μας; Παρακολουθούσε το μυαλό της να γλιστρά σε άλλον αιώνα, να βουλιάζει στα σκοτάδια, στους μύθους και στις παραδόσεις. Ήταν πράγματα που ήθελε να ξεκαθαρίσει αλλά αυτή τη στιγμή ήταν τόσο μπλοκαρισμένη που ένιωθε να πνίγεται. Αφέθηκε στον καναπέ. Άφησε το κεφάλι της να γείρει πίσω, είχε τόση ανάγκη να κοιμηθεί, να ξεχαστεί. Το παλιό ημερολόγιο έπεσε απ’ τα χέρια της.
Ο επίμονος ήχος του κινητού της, την ξύπνησε απότομα. Διαπίστωσε ότι βρισκόταν ακόμα στον καναπέ. Της πήρε λίγα δευτερόλεπτα να αντιληφθεί που είναι και να νιώσει την αίσθηση του σώματός της. Πήρε το τηλέφωνο στο χέρι της. Ο συνομιλητής της ήταν από την εταιρεία τους. Η φωνή του ήταν έντονα ανήσυχη. Έδειχνε σοκαρισμένος. Η Δήμητρα άκουσε τη φωνή του να της λέει:
“Κυρία Αλέπη, το συνεργείο αποκατάστασης στα υπόγεια του πύργου…”
“Τι ακριβώς έγινε στο υπόγειο Σταμάτη;” ρώτησε με την καρδιά της να ανεβάζει παλμούς απότομα. Το μάτι της έπεσε στο ημερολόγιο μπροστά στα πόδια της.
“Υποχώρησε το πάτωμα στο κελάρι κάτω...βρέθηκε μια τρύπα κάτω στο χώμα…”
Οι παλμοί της ανέβαιναν συνεχώς…
“Και;” τον ρώτησε.
“…”
“Μίλα Σταμάτη!”
“Κυρία Αλέπη. Οι εργασίες σταμάτησαν. Στο βάθος της τρύπας… βρέθηκε ένας… ένας ανθρώπινος σκελετός ανάμεσα στα χώματα”
Η Δήμητρα ένιωσε να χάνεται. Το βλέμμα της πήγε στις σελίδες του ημερολογίου που έχασκε μπροστά της ανοιχτό. Η σκέψη της έτρεξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πίσω στο χρόνο, σε εκείνη την απεχθή νύχτα που η Ηρώ Ανεζά θα έδινε τη δική της μάχη με τα πλάσματα του πύργου. Και σε εκείνη την πύλη στα κελάρια, που σύμφωνα με τα δικά της λόγια θα έπρεπε να μείνει κλειστή και καλά ασφαλισμένη για πάντα. Όμως οι πέτρες του πύργου έκρυβαν τα δικά τους μυστικά και είναι αυτές που αξιώνουν την τελευταία λέξη.
Τέλος