H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 12η Ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7





Στην προηγούμενη 11η δημοσίευση, είχαμε τη συνέχεια στο κεφάλαιο 2.6
Μια συγκλονιστική συνάντηση συμβαίνει στον Κολωνό της Αθήνας. Ο Πολυνείκης συναντά τον πατέρα του, τον Οιδίποδα, παρουσία των δύο αδελφών του, Αντιγόνης και Ισμήνης, σε μια υπαρξιακή προσπάθεια να τον πείσει να τον ακολουθήσει στο να προσπαθήσουν μαζί να επιστρέψουν στη Θήβα αλλά και ο ίδιος να διεκδικήσει τα δικαιώματά του από τον αδελφό του. Παρακολουθήσαμε έναν συγκλονιστικό διάλογο στον οποίο κυριάρχησε η οριακά ακραία σκληρότητα του Οιδίποδα προς το γιο του αλλά και το συναισθηματικό σοκ του τελευταίου.
Η αποχώρηση, συντετριμμένα, του Πολυνείκη στη Θήβα θα σημαδέψει τη συνάντηση αυτή. Στο τέλος του κεφαλαίου βιώνουμε την "έξοδο" του πάλαι ποτέ ένδοξου βασιλιά της Θήβας προς το θάνατο με τη λύτρωσή του.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, το μουσικό θέμα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι και πάλι υπέροχο. Ας το απολαύσουμε ξεκινώντας το διάβασμά μας.



12η Ανάρτηση

Κεφάλαιο 2.7 Σκέψεις πολέμου   (Μέρος Α')

 

Τα πρώτα κιτρινισμένα φύλλα είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα δέντρα του κάμπου. Ο Σεπτέμβρης αυτής της χρονιάς είχε μπει γλυκός και ήπιος. Χωρίς εξάρσεις και ακραίες αλλαγές στον καιρό. Ο Πολυνείκης με τον Τυδέα είχαν αφήσει τον εαυτό τους να κάθεται νωχελικά και να ξεκουράζεται πάνω στους ξύλινους πάγκους εκεί στην ακροθαλασσιά της Ναυπλίας, του μικρού οικισμού έξω από το Άργος. Είχαν ανάγκη από μία βόλτα στην εξοχή μαζί με τις οικογένειές τους. Το καλοκαίρι έφευγε και ένα Φθινόπωρο με πολλές δουλειές, που απαιτούσε η γη, έρχονταν μπροστά τους. Πιο πέρα στην άκρη της θάλασσας οι δύο γυναίκες τους περπατούσαν δίπλα η μία στην άλλη, ήρεμες να συζητούν.

 

“Κοίταξέ τους!” είπε κάποια στιγμή ο Τυδέας στον Πολυνείκη δείχνοντας προς το μέρος τους.

“Απολαμβάνουν την ηρεμία” απάντησε εκείνος.

Πιο μπροστά τους έτρεχαν στην άμμο της παραλίας ξέγνοιαστα δύο μικρά αγόρια. Οι φωνές τους έσπαζαν την ηρεμία του τοπίου.

“Πότε πέρασαν δέκα χρόνια Τυδέα!” ρώτησε ο Πολυνείκης το φίλο του.

“Σαν ένα φως σε μια δάδα. Που ανάβει και σβήνει. Πέρασαν φίλε μου” απάντησε ο Τυδέας.

“Ο Θέρσανδρος με τον Διομήδη! Τα παιδιά μας! Έγιναν δέκα χρονών”

“Το πίστευες ποτέ ότι εκείνη τη νύχτα που διασταυρώναμε τα ξίφη μας έξω απ την πύλη του βασιλιά θα μας οδηγούσε σήμερα εδώ;” ρώτησε ο Τυδέας.

“Όταν οι Θεοί ορίζουν τις ζωές μας όλα μπορούν να γίνουν, φίλε μου”

“Ζούμε μια ευτυχισμένη ζωή Πολυνείκη”

Ο άλλος σηκώθηκε λίγο όρθιος. Έδειχνε να έρχεται μια νοσταλγία, μια μελαγχολία στο πρόσωπό του. Κάτι τον πονούσε πολύ.

“Κι όμως Τυδέα, κάτι λείπει!”

Ο φίλος του τον κοίταξε στα μάτια με ειλικρίνεια.

“Ξέρω τι θα πεις! Και σε μένα λείπει η πατρίδα μου Πολυνείκη”

“Νοστάλγησες ποτέ να γυρίσεις στην Καλυδώνα; Δεν θέλεις να νιώσεις μια δικαίωση; Να αλλάξεις τη μοίρα που σού όρισε ο Άγριος;”

Ο Τυδέας τον κοίταξε στα μάτια με κάποια ενοχή.

“Ναι δεν το απαρνούμαι, εσύ;”

“Ύστερα από όσα έγιναν στον Κολωνό στην Αθήνα…”

“Λες τότε με τις αδελφές και τον πατέρα σου, τότε που πήγες να τον παρακαλέσεις”

“Ναι, για τότε μιλάω. Είχα μια ορμή μέσα μου τότε που με έκαιγε. Αν μου έλεγες τότε αύριο εκστρατεύουμε στη Θήβα θα σου έλεγα πάμε χωρίς δεύτερη κουβέντα” είπε ο Πολυνείκης.

“Σε κλόνισε η στάση του;” τον ρώτησε ο Τυδέας.

“Και όχι μόνο. Αυτά που έγιναν μετά δεν ήταν λίγα” του απάντησε εμφανώς στενοχωρημένος.

“Μιλάς για το θάνατο του Οιδίποδα” του είπε ο Τυδέας.

Ο Πολυνείκης έδειξε να βουλιάζει πίσω στις σκέψεις του.

“Όταν το έμαθα από τον απεσταλμένο που έστειλαν οι αδελφές μου λίγο μετά σαν γύρισαν στο σπίτι, θυμάσαι το πόσο κλονίστηκα, το πόσο με επηρέασε…”

“Ναι! Για ένα διάστημα ήσουν άλλος άνθρωπος”

“Δεν κατάφερα να τον πείσω Τυδέα. Αλλά το κυριότερο δεν κατάφερα να τον κάνω να με δει με άλλο μάτι. Δεν μόνιασε ποτέ μαζί μου. Έφυγε ανταριασμένος. Οι κατάρες και τα αναθέματά του έμειναν βαθιά μες στην καρδιά μου”.

Σαν κάποιος κόμπος να τον έπνιγε στο λαιμό. Ο Τυδέας τον ρώτησε.

“Πέρασαν τόσα χρόνια όμως...”

“Ναι! Όλα άλλαξαν πάλι μέσα μου. Ρίξαμε τότε το βάρος στις οικογένειες μας και καλά κάναμε . Όμως τώρα νιώθω πάλι άλλος άνθρωπος. Κάθε μέρα πια που περνάει νιώθω όλο και πιο έντονα την ανάγκη να γυρίσω στη Θήβα!” του είπε και τα μάτια του έλαμψαν. Συνέχισε: “Κάθε στιγμή βλέπω μπροστά μου τα μάτια της μάνας μου τη μέρα που έφυγα. Κάθε ώρα έρχονται στο νου μου τα πρόσωπα της Αντιγόνης και της Ισμήνης”

Το πρόσωπό του είχε ντυθεί με ένταση που πρώτη φορά έβλεπε ο φίλος του.

“Πολλές φορές έρχεται στο νου μου αυτός! Ο επίορκος αδελφός μου, ο Ετεοκλής! Τον βλέπω σε εφιάλτες να γελά κομπάζοντας για το διωγμό μου…”

Γύρισε απότομα στον Τυδέα πιάνοντάς τον από τους ώμους δυνατά:

“Τυδέα θέλω να γυρίσω στη Θήβα. Όχι διωγμένος μήτε επισκέπτης! Αλλά για να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου, τη γη μου. Για μένα και το γιό μου!”

“Σε καταλαβαίνω… τι μπορούμε να κάνουμε όμως” σχολίασε ο Τυδέας.

“Να μιλήσουμε στον Άδραστο! Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε”

“Και να ζητήσουμε τι Πολυνείκη; Τι δουλειά έχει εκείνος στα δικά μας προβλήματα;”
“Είμαστε γαμπροί του Τυδέα! Έχουμε δικαιώματα. Θέλω να πω… είμαστε παιδιά του, μπορεί να μάς βοηθήσει”

“Να του μιλήσουμε τότε, αλλά καταλαβαίνεις τι ακριβώς μπορεί να του ζητάς;”

Ο Πολυνείκης πάγωσε για μια στιγμή.

“Μπορεί να βρεθεί λύση, δεν είναι ορισμένο ότι είναι ανάγκη να ζητήσουμε κάτι με τη βία”

“Μην είσαι αφελής Πολυνείκη. Αν ο αδελφός σου ήθελε να συζητήσει μαζί σου, θα το είχε κάνει. Τότε που σε έδιωξε”

“Πέρασαν τόσα χρόνια Τυδέα! Μπορεί να έχει αλλάξει γνώμη”

“Και πως θα το δούμε αυτό; Πως θα το ξέρουμε;”

“Δεν ξέρω… δεν έχω κάνει προχωρημένες σκέψεις. Αν δεν μιλήσουμε στον Άδραστο δεν μπορούμε να πούμε τίποτα”

“Εντάξει, ας του κάνουμε μια πρώτη κουβέντα να δούμε τις διαθέσεις και τις σκέψεις του”

Σταμάτησαν να συζητούν για αυτό έχοντας συμφωνήσει. Εκείνη τη στιγμή οι δύο γυναίκες τους είχαν φτάσει κοντά τους.

“Τι λέτε εσείς εδώ;” ρώτησε η Δηιπύλη χαμογελώντας”

“Για τις δουλειές μας γυναίκα” απάντησε ο Τυδέας κλείνοντας οριστικά κάθε κουβέντα πάνω σε αυτό. Πίσω τους έφτασαν και τα δύο μικρά, ο Θέρσανδρος με τον Διομήδη. Όλοι μαζί αγκαλιασμένοι ξεκίνησαν να παίρνουν το δρόμο της επιστροφής. Οι αναμνήσεις και η νοσταλγία είχαν μπει για τα καλά στο μυαλό τους.

 §

“Μητέρα πάψε! Σου έχω πει ότι δεν θέλω ποτέ να κάνεις κουβέντα για αυτό το θέμα!”

Η Φωνή του Ετεοκλή ήχησε απόλυτη και ενοχλητικά σκληρή στα αυτιά της Ιοκάστης. Ήταν η ίδια η γνώριμη αντίδρασή του στις λίγες φορές που του απηύθυνε τέτοια ερώτηση.

“Παιδί μου μην αντιδράς έτσι. Αδελφός σου είναι. Λείπει χρόνια. Δεν θέλεις να κάνουμε μια προσπάθεια; ” τον ρώτησε επιστρατεύοντας όλη την κουρασμένη διάθεσή της. Ο γιος της, για μια ακόμα φορά ήταν απορριπτικός.

“Όχι μου είναι παντελώς αδιάφορος. Δεν υπάρχει για μένα μάνα. Δεν έχω αδελφό! Άλλωστε μόνος του την πήρε τέτοια απόφαση να φύγει. Δεν τον έδιωξα”

Η Ιοκάστη τον κοίταξε προσεκτικά με ύφος αυστηρό.

“Παίζεις με τις λέξεις και τις έννοιες γιε μου και αυτό δεν είναι καλό. Ξέρεις καλά ότι η απόφασή σου δεν τού άφηνε άλλη λύση”

“Δηλαδή υποχρεωτικά θα έπρεπε να τού παραχωρήσω τα δικαιώματά μου;” της είπε.

“Δεν θέλω να επανέλθουμε σε κάτι που έχει λυθεί με μια σας συμφωνία, εδώ μπροστά μας, σε όλη σου την οικογένεια” του είπε αφοπλίζοντας κάθε του επιχείρημα λογικής. Όμως η έπαρση της εξουσίας είχε προ πολλού φωλιάσει στο νου και στην καρδιά του αγοριού της. Εδώ και χρόνια. Από τότε. Συνεπώς το να περιμένει να αλλάξει θα ήταν κάτι παραπάνω από μια ουτοπία. Ο Ετεοκλής συνέχισε προσπαθώντας να προσπεράσει την αιχμή της μητέρας του.

“Άλλωστε τώρα έχω το γιο μου μητέρα! Ο Λαοδάμαντας μεγάλωσε πια. Έγινε ολάκερος άγουρος έφηβος. Δεν νομίζεις ότι αυτός θα είναι ο διάδοχός μου; Το παλικάρι μου! Ο εγγονός σου μητέρα! Κουβαλάει τη φλόγα του πατέρα του, τη ρώμη του. Την αγάπη του για την πατρίδα και τη γη του”

 

Η Ιοκάστη έδειξε να συγκινείται. Τα χρόνια και οι σκιές της ζωής της είχαν αφήσει πάνω της καταλυτικά τη σφραγίδα τους. Η τραγική αυτή μορφή δεν ήξερε πια πού να μπορέσει να βρει τη γαλήνη της σαν μητέρα. Ο θάνατος του Οιδίποδα, έριξε πάνω της βαρύ, του πόνου το σημάδι. Χρόνια τώρα βουβά θρηνούσε το χαμό του. Η αναφορά του γιου της στον Λαοδάμαντα άλλαξε λίγο τη διάθεσή της.

“Το εγγόνι μου ναι! Το χαίρομαι και το καμαρώνω γιε μου! Το θαυμάζω. Όπως καμαρώνω και εσένα. Αλλά είμαι μάνα. Και ποτέ μα ποτέ ένας άντρας δεν θα μπορέσει να μπει μέσα σε αυτό το ευλογημένο βίωμα. Κανείς σας δεν θα καταλάβει τι είναι για μια μάνα τα παιδιά της. Κανείς σας δεν έχει τη δύναμη να υπερβεί τη θέση του και να δει ότι για μια μητέρα το παιδί της δεν μπαίνει σε ζυγαριά για να μοιραστεί την εύνοια και την αγάπη της. Για εκείνη κάθε της παιδί είναι κομμάτι απ τη ζωή της. Είναι αίμα της. Δεν βάζει στη ζυγαριά μήτε ανθρώπων νόμους, μήτε κρίση της αρχής, μήτε απόφαση της εξουσίας. Δεν λογαριάζει συμφωνίες και αποφάσεις γραμμένες στων ανθρώπων τον πάπυρο αλλά κοιτάζει στα μάτια τη δύναμη των Θεών, το δώρο και την ευλογία τους. Οπότε δεν θα σταματάς ποτέ να ακούς τη φωνή μου για τα αδέλφια σου”

“Μητέρα μην κρίνεις τους άλλους!” της είπε αυστηρά και συνέχισε “δες τις δικές σου επιλογές πού μας οδήγησαν στη ζωή! Ομόκλινη του γιου σου έγινες το ξέχασες;”

Η Ιοκάστη πετάχτηκε σαν να χτύπησε αστροπελέκι του Δία.

“Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από σένα γιε μου! Ποτέ ακούς; Δεν περίμενα να με χτυπήσεις στην κατάρα που σημάδεψε τη ζωή μου!”

“Γιατί; Ετσι δεν έγιναν τα πράγματα; Και εσύ και ο πατέρας που, άδικη κατάρα ξεστόμισε; Γιατί να τα λογαριάσω όλα αυτά; Γιατί να προσμετρήσω τέτοιες ανόσιες κουβέντες και νουθεσίες;

“Ετεοκλή! Αλίμονο! Πόσο η αλαζονεία σου γέμισε την καρδιά! Ο πατέρας σου είναι νεκρός εδώ και χρόνια. Πόση αμετροέπεια πλημμύρισε τη σκέψη σου! Λες και οι αποφάσεις οι δικές μου και του Οιδίποδα σου ήταν συνειδητές μας επιλογές. Αυτό λες; Αυτό αποτολμάς να ισχυριστείς;”

“Τι σημασία και διαφορά έχει μάνα; Δεν έγιναν; Δεν μας έσπρωξαν στην καταστροφή;”

“Για μας ναι ήταν αλλιώς. Εσύ με τ’ αδέλφια σου όμως πού; Πώς χαλάστηκε η ζωή σου απ αυτό Ετεοκλή; Δεν είδα αυτό το ανόσιο που λες να σε εμπόδισε να γίνεις βασιλιάς της Θήβας και να καμαρώνεις! Αν το λοιπόν σε βάραινε μια τέτοια ζωή γιατί αρπάχτηκες στου θρόνου τα προνόμια;”

“Δεν περίμενα να με υποστηρίξεις!” της είπε θυμωμένα.

“Δεν περίμενα να μην έχεις επιχειρήματα στις δικές σου επιλογές. Τα κρίματα τα δικά μου και του πατέρα σου τα έκριναν οι Θεοί! Τα δίκασαν. Πρόσεξε λοιπόν των δικών σου αποφάσεων τις συνέπειες γιε μου”

“Με καλείς να υπακούω σε λόγια της οργής και σε αναθέματα;”

“Σε καλώ να λογαριάζεις της λογικής και της σωφροσύνης τις επιταγές. Το ανάθεμα του πατέρα σου είναι σημείο παιδί μου. Είναι ματιά στο μέλλον”

“Πολύ ωραίος τρόπος μα την Παλλάδα! Φεύγω, δεν συνεχίζω άλλο αυτήν την κουβέντα. Και δεν θέλω να την κάνουμε ξανά. Η Θήβα έχει βασιλιά και μετά διάδοχό του. Κανείς, ξένος, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα σε αυτήν!”

Έφυγε βιαστικά από την αίθουσα του παλατιού την ώρα που η Ιοκάστη ψιθύριζε μόνη της πίσω του.

“Και εγώ έχω παιδιά η δύσμοιρη. Και ποιος ξέρει ποια άλλη τραγωδία μού κρατάνε οι Θεοί για τα στερνά μου χρόνια…”

Ακούμπησε κουρασμένη πάνω στο ξύλινο τραπέζι βαστώντας το πρόσωπό της.

“Παλλάδα Αθηνά μου! Της πόλης μας προστάτιδα. Και εσύ Άτροπος, παρθένα από τις Μοίρες, οδηγήτρα του μέλλοντός μας. Κόρη και εσύ του Δία και της Θέμιδας, υφάντρες της κλωστής της ζωής μας. Στη θλίψη, στον πλούτο, στα ταξίδια και στην τύχη. Σε σας προσπέφτω η δύσμοιρη να σταματήσετε τούτο το κακό που με βαραίνει. Να δώσετε ένα τέλος. Ένα γλιτωμό τουλάχιστον για τα παιδιά μας. Να σταματήσει σε μας κάθε ανόσιο βήμα”

Άφησε τα δάκρυά της να τρέξουν καυτά στα ρυτιδωμένα μάγουλά της. Ένιωσε τους λυγμούς να τραντάζουν το στήθος της. Ένας σπαραγμός που δεν ήξερε αν είναι λυτρωτικός ή αν ήταν προμήνυμα μιας νέας καταστροφής, που πλανιόταν στον αγέρα σαν ασίγαστη απειλή και φόβος.  

 

§

Στην κεντρική αίθουσα του θρόνου στο παλάτι επικρατούσε ένα κλίμα αναβρασμού και αγωνίας. Ο Άδραστος με τους δύο του γαμπρούς. Τον Πολυνείκη και τον Τυδέα. Η παρουσία ακόμα του Ηρόδικου, του πιστού του ανθρώπου φανέρωνε ότι κάτι σοβαρό περίμεναν οι άρχοντες εκεί στο παλάτι.

“Πότε γύρισαν’” ρώτησε ο Αδραστος τον αξιωματικό τους.

“Δεν έχουν πολύ ώρα βασιλιά μου” απάντησε ο Ηρόδικος συνεχίζοντας “Τού είπα να αφήσει τα πράγματά του και να έρθει εδώ. Τον περιμένω από ώρα σε ώρα”

“Ποιον έστειλες;” τον ρώτησε ο Πολυνείκης.

“Πήγε ο Καλλίμαχος. Ένας εξαίρετος αξιωματικός και άνθρωπός μας. Μαζί με δύο άλλους μαζί. Εμφανίστηκαν, όπως είπαμε, σαν έμποροι. Έμειναν λίγες μέρες στη Θήβα και σε λίγο θα είναι ενώπιόν μας.

“Τον εμπιστεύεσαι;” ρώτησε ο Άδραστος αλλά ο Ηρόδικος ήταν σαφέστατος.

“Σαν αδελφό μου. Δοκιμασμένος χρόνια βασιλιά μου”

“Άντε επιτέλους να δούμε τι θα μάθουμε” απάντησε με αγωνία ο Πολυνείκης.

Δεν περίμεναν πολύ ώρα ώσπου ένας φρουρός ανήγγειλε την άφιξη του. Του δόθηκε η εντολή να τον περάσει μέσα πράγμα που έγινε.

 

Ο Καλλίμαχος ήταν ένας άντρας κοντά στα τριανταπέντε. Ψηλός, λιγνός και νευρώδης. Υποκλίθηκε με περισσή ταπεινότητα στους παρόντες και παρέμεινε σιωπηρός μπροστά τους. Ο Άδραστος του έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει την αφήγησή του.

“Βασιλιά μου, σύμφωνα με τις οδηγίες σας, μαζί με δύο άντρες μου, ξεκινήσαμε για τη Θήβα σαν έμποροι. Έτσι περάσαμε και τα τείχη της πόλης ύστερα από κάμποσες μέρες ταξίδι. Δεν είναι δα και εύκολο αυτό το ταξίδι άρχοντά μου, το ξέρεις δα. Ο Θησέας μπορεί να καθάρισε τα στενά στα Γεράνεια από τους ληστές αλλά τα μονοπάτια είναι δύσβατα και απόκρημνα. Οι δρόμοι στενοί”

“Τα ξέρω αυτά Καλλίμαχε” σχολίασε ο βασιλιάς ζητώντας να μπει τέλος στη φλυαρία του. Για το σκοπό του ταξιδιού σου με νοιάζει. Οι παρόντες, τέντωσαν την προσοχή τους να ακούσουν.

“Στη Θήβα βασιλεύει ο Ετεοκλής, γιος του Οιδίποδα. Μάλιστα διάδοχό του έχει ορίσει το γιο του…”

Ο Πολυνείκης ένιωσε την καρδιά του να σφίγγει. Τον διέκοψε:

“Έχει γιο; Έμαθες σίγουρα;”

Ο Καλλίμαχος τον κοίταξε για μια στιγμή. Ο Άδραστος μπήκε στη μέση:

“Απάντησε ελεύθερα Καλλίμαχε, όσους βλέπεις εδώ είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης”

Εκείνος συνέχισε:

“Ναι, η πόλη μιλάει για αυτόν. Ο γιος του είναι κοντά στα δέκα. Το όνομά του είναι Λαοδάμαντας. Ο βασιλιάς έχει ορίσει τον κύκλο της διαδοχής”

Ο Άδραστος έριξε μια ματιά στον Πολυνείκη. Είχε ήδη γίνει κόκκινος από την εσωτερική του ένταση. Ο Καλλίμαχος συνέχισε:

“Το εμπόριο στην πόλη καλά κρατεί. Η αγορά ήταν πλούσια και τα δρομολόγια των εμπόρων πολλά. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν καλή”

“Για τα τείχη και την οχύρωση είδες αυτά που σου είπα;” τον ρώτησε ο Ηρόδικος.

“Ναι. Η πόλη είναι άριστα οχυρωμένη. Τα τείχη της είναι πανύψηλα, κλείνουν ολόγυρα με επτά αντίστοιχες πύλες”

“Ναι, αυτές είναι που χαρακτηρίζουν την πόλη, οι εφτά πύλες της” μουρμούρισε ο Πολυνείκης μέσα απ τα δόντια του.

“Υπάρχουν φανερά σημάδια ότι τα τείχη έχουν βελτιωθεί, ειδικά οι πύλες”, συνέχισε την αναφορά του.

“Κάτι άλλο που σου έκανε εντύπωση; Κάτι που να άκουσες στην αγορά;” τον ρώτησε ο Άδραστος.

“Ναι, πράγματι κάτι έπεσε στην αντίληψή μου….”

“Δηλαδή τι;” μπήκε στη μέση ο Πολυνείκης.

“Να, σε μια κουβέντα σε ένα καπηλειό κάποιοι συζητούσαν για τα άδυτα του παλατιού. Για την οικογένεια του βασιλιά; Δεν ξέρω, κάτι τέτοιο. Και μιλούσαν με προσοχή”

“Σαν τι κουβέντιαζαν;” ανέβαινε η αγωνία του Πολυνείκη.

“Να, έλεγαν για έναν άλλο αδελφό που είχε ή που έχει ο βασιλιάς. Πως ήταν να γίνει αυτός βασιλιάς αλλά έφυγε. Κάτι τέτοιο. Και έλεγαν και άλλα πράγματα άρχοντά μου, που… ανατρίχιαζα στο άκουσμά τους”

“Όπως;” τον ρώτησε πάλι.

“Να, ότι τα παιδιά αυτά ήταν γιοι κι αδέλφια μαζί του ίδιου πατέρα…”

Ο Πολυνείκης έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Το τραγικό του δράμα, μία ακόμα φορά, έρχονταν στην επιφάνεια.

“Για αυτόν τον άλλο τον αδελφό τι ξέρανε; Τι λέγανε;”

“Έδειξαν να μην ξέρουν καν αν ζει. Μονάχα ότι έφυγε λένε απ την πόλη πριν πολλά χρόνια…”

 

Οι υπόλοιπες ερωτήσεις δεν έβγαλαν κάτι ξεχωριστό από τον Καλλίμαχο. Έτσι η ενημέρωσή του ολοκληρώθηκε. Ο ίδιος αποχώρησε αφού πήρε την εύνοια των παρευρισκομένων για το έργο του. Έμειναν οι υπόλοιποι για να εκτιμήσουν την κατάσταση. Ο Πολυνείκης έδειχνε φανερά ταραγμένος. Μίλησε πρώτος:

“Ακούσατε; Δεν έχει ιερό και όσιο. Δεν σέβεται τίποτα. Σαν να μην έγινε τίποτα ποτέ. Βασιλεύει και όρισε και διάδοχο στη Θήβα” ακούστηκε δυνατά η φωνή του και συνέχισε: “Δεν μπορεί να μείνει έτσι αυτό, δεν είναι δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να σφετερίζεται έτσι το θρόνο, να εξουσιάζει μια πόλη καταπατώντας κάθε έννοια και κάθε του λόγο”

Οι υπόλοιποι τον άκουγαν προσεκτικά και προσπαθούσαν να συνηθίσουν στην απρόσμενη έντασή του.

“Δεν γίνεται να μείνει έτσι αυτό βασιλιά Άδραστε! Τυδέα, αδελφέ μου πια, μπορεί να σε λέω έτσι, αυτό δεν θα μείνει χωρίς απάντηση. Δεν το ανέχομαι. Πετάχτηκα σαν σκουπίδι φυγάς απ’ τη γη μου,   γυμνός από κάθε μου δικαίωμα. Με την αυθαίρετη επιλογή του ίδιου του αδελφού μου. Ως εδώ όμως !”

Ο Άδραστος έδειχνε σκεφτικός και προβληματισμένος.

“Παιδί μου Πολυνείκη. Απ την πρώτη στιγμή που ήρθατε στο Άργος σας είδα σαν παιδιά μου. Μάλιστα εγώ ο ίδιος ήμουνα εκείνος που συμφώνησα να σας στηρίξω σε κάθε σας αγώνα να επιστρέψετε δικαιωμένοι στις πατρίδες σας. Αλλά εδώ… μιλάμε για τον ίδιο σου τον αδελφό…”

“Που δεν διστάζει καθόλου να ποδοπατήσει τον αδελφό του απέναντι στον ίδιο του το λόγο!” απάντησε ο Πολυνείκης.

“Ναι… δεν έχεις άδικο. Περίμενα, μα τους Θεούς, να έχει συνετιστεί. Δεν σας το κρύβω, μέσα μου, κάτι μού έλεγε ότι θα άλλαζε γνώμη, θα έπαιρνε κάποιες πρωτοβουλίες. Πίστευα ότι τα πράγματα δεν θα έφταναν σε τέτοιο αδιέξοδο”

 

Έπεσε για λίγο σιωπή. Η αμηχανία ήταν έκδηλη σε όλους. Εκτός από τον Πολυνείκη που μέσα του πλέον είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Και ένιωθε ότι δεν θα έκανε ποτέ πίσω από αυτές αδιαφορώντας για οποιοδήποτε τίμημα.

“Τα λόγια τελειώνουν εδώ” είπε και συνέχισε “ένας δρόμος μονάχα υπάρχει. Θα διεκδικήσω αυτό που μού πήρε μόνος μου! Έστω και αν στηθώ αντίκρυ του απ τις πύλες της Θήβας μονάχος!”

Οι άλλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με βλέμματα γεμάτα νόημα. Τα σύννεφα του πολέμου άρχισαν ήδη να εμφανίζονται πέρα στο βάθος του ορίζοντα. Λες και μια τραγική μοίρα φρόντιζε με πάθος να επιβεβαιώσει το ανάθεμα του Οιδίποδα πάνω στα παιδιά του. Λες και ακούγονταν οι κραυγές του στα πέρατα απ τη Θήβα:  “Να μοιράσετε το βασίλειο της πόλης πάνω στο σπαθί και στο αίμα”

 

Αμφιάραος και Άδραστος

 

Το Φθινόπωρο είχε μεσιάσει για τα καλά. Τα πρωτοβρόχια είχαν δώσει τη θέση τους στα πρώτα κρύα, που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και να διαμορφώνουν τη γη αλλά και τη ζωή των ανθρώπων ολόγυρα.

Ο Αμφιάραος είχε σηκωθεί από το πρώτο φως της μέρας. Ο αγγελιοφόρος του βασιλιά, από την προηγούμενη μέρα, τού είχε μηνύσει ότι σήμερα τον περίμενε ο Άδραστος. Το λόγο και την αιτία θα τα μάθαινε εκεί. Οι σκέψεις του τον τελευταίο καιρό είχαν βαρύνει για τα καλά. Τα σημεία των Θεών ήταν πια ολοφάνερα στο δρόμο του. Δεν χωρούσε καμία αμφιβολία. Είχε πάψει να τα συζητά με τη γυναίκα του. Τα έκανε, όλο και πιο πολύ δικά του σημάδια και δεν έλεγε σε κανέναν τίποτα. Μονάχα με τους δυό γιους τους αφιέρωνε όλο και πιο πολύ χρόνο και ιδιαίτερα με το μεγάλο τον Αλκμαίωνα. Ένα παράξενο μα και συνάμα άσχημο συναίσθημα βάραινε όλο και περισσότερο την αγαθή του ψυχή τελευταία.

 

Βρήκε τον βασιλιά να τον υποδέχεται ο ίδιος μόνος στην μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Πριν είχε ορίσει να μην τους ενοχλήσει κανείς. Καλοδέχτηκε τον Αμφιάραο με λίγες εισαγωγικές κουβέντες. Και οι δυό τους ήξεραν ότι κάτι άλλο τούς απασχολούσε και έπρεπε να το ξεκινήσουν. Κάθισαν όσο μπορούσαν αναπαυτικά στις δύο μεγάλες ξύλινες πολυθρόνες αντίκρυ ο ένας στον άλλον.

“Λοιπόν Άδραστε, αισθάνομαι ότι το σημερινό σου κάλεσμα κάτι σοβαρό κουβαλάει” ξεκίνησε τη συζήτηση ο Αμφιάραος.

“Ναι, θα είναι έλλειψη σεβασμού να προσπαθήσω να κρυφτώ από ένα μάντη, αδελφέ μου” τού είπε.

“Περιμένω να ακούσω τις σκέψεις σου”

“Άκου, δεν θέλω να κρυφτώ πίσω από λόγια. Την ιστορία με τους γαμπρούς μου την γνωρίζεις. Άνθρωπος της οικογένειας είσαι. Το ότι είχα υποσχεθεί στον Πολυνείκη και στον Τυδέα να επιστρέψουν στις πατρίδες τους το ξέρεις…”

“Μέχρι που φτάνει αυτή η υπόσχεση;”

“Θα μιλήσουμε για τον Πολυνείκη και για τη Θήβα”

Ο Αμφιάραος έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Το σφίξιμο μέσα του γινόταν όλο και πιο έντονο.

“Και θα πούμε τι ακριβώς;”

Ο βασιλιάς κόμπιασε λίγο. Δεν ήταν εύκολο αυτό που ήθελε να του ανακοινώσει. Προσπαθούσε να το κάνει όσο γίνονταν πιο διαχειρίσιμο.

“Ο Πολυνείκης θέλει να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στη Θήβα. Αυτά που του στέρησε για πάντα ο αδελφός του. Το τι έχει συμβεί μεταξύ τους το ξέρεις εδώ και καιρό”

Ο Αμφιάραος τον κοίταξε κατάματα:

“Και πώς σκοπεύει να τα διεκδικήσει;”

“Στείλαμε δικούς μας στη Θήβα. Ο Ετεοκλής προορίζει για διάδοχό το γιο του. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό”

“Συνέχισε βασιλιά”

 

Αποφάσισε ότι έπρεπε πλέον να είναι σαφής και κατηγορηματικός. Ο συνομιλητής και συγγενής του δεν ήταν κάποιος τυχαίος.

“Θα εκστρατεύσουμε στη Θήβα!”

Ο Αμφιάραος πετάχτηκε όρθιος.

“Θα εκστρατεύσουμε; Γιατί βάζεις το εμείς μπροστά σε αυτό;”

“Γιατί, πρώτον είναι γαμπρός μου Αμφιάραε. Δεύτερον, τού το έχω υποσχεθεί. Και σ΄ αυτόν και στους Θεούς. Τρίτον και πιο σημαντικό αν θες, η Θήβα είναι μία από τους ισχυρούς πόλους αυτή τη στιγμή ολόγυρά μας. Εμείς οι Δαναοί και αυτοί. Αν απλώσουμε την επιρροή μας εκεί τότε μεγαλώνουμε τη δύναμη και την ισχύ μας. Και τέλος, από μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί να απουσιάζεις”

“Και πώς θα το κάνουμε αυτό; Κουρσεύοντας μια ολάκερη πόλη;”

“Ποιος μίλησε για κούρσεμα Αμφιάραε. Μην βάζεις προθέσεις στις σκέψεις των άλλων που δεν υπάρχουν. Να ρίξουμε τον Ετεοκλή θέλουμε και στη θέση του να μπει αυτός που πρέπει και που, κατά καλή μας τύχη είναι και συγγενής μας”

“Πιστεύεις δηλαδή ότι ένας πόλεμος μπορεί να δώσει λύσεις;”

“Άκου. Δεν θα εκστρατεύσουμε στη Θήβα χωρίς σύνεση. Σε διαβεβαιώ ότι θα εξαντλήσουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να λυθεί το θέμα ειρηνικά”

Ο Αμφιάραος τού έριξε μια ματιά διερευνητική.

“Σε έχω πιο σώφρονα και οξυδερκή αδελφέ της γυναίκας μου! Έστειλες ανθρώπους δικούς μας. Είδες ότι ο Ετεοκλής όχι απλά κρατά στη σκέψη του να είναι συζητήσιμος αλλά έχει ορίσει κιόλας το διάδοχό του. Που είναι μάλιστα ο γιος του ο ίδιος. Και εσύ πιστεύεις τώρα ότι με ένα στρατό κάτω απ τα τείχη της Θήβας θα τον κάνεις να αλλάξει γνώμη. Δεν σε έχω για τόσο αφελή! Άρα κρύβεσαι από τον ίδιο σου τον εαυτό”

“Μπορεί να παίξουν και άλλοι παράγοντες ρόλο, μην τους υποτιμάς”

“Ποιοι;”

“Είναι αδέλφια το ξέχασες; Μέσα τους τρέχει το ίδιο αίμα. Οι γονείς τους μένουν εκεί. Οι αδελφές τους. Μπορεί όλα αυτά να βοηθήσουν να πάνε σε μια συμφωνία”

“Και γιατί δεν το έκαναν μέχρι τώρα; Αχ βασιλιά μου, αν αρχίσω να σού αναμετρώ το αίμα που χύθηκε ανάμεσα σε αδέλφια για έναν θρόνο ή για μιαν αγάπη να ξέρεις δεν θα έχουμε τελειωμό. Ύστερα είναι και το άλλο…”

“Ποιο”

“Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα περάσουμε νικητές τα τείχη της εφτάπυλης Θήβας Άδραστε; Μιας πόλης που την προστατεύει η Παλλάδα, που είναι γεννήτρα της Αφροδίτης απ τη γενιά της Αρμονίας, που είναι η αγαπημένη του Δία απ τη γενιά του Κάδμου και που έχει το φως του Απόλλωνα προστάτη της;”

“Μην μου μπλέκεις του Θεούς στα πόδια των ανθρώπων” τού είπε δυνατά. “Δες την κατάρα που έριξαν πάνω της απ τη γενιά του Λάιου και μετά”

“Άλλα είναι τα σημεία των Θεών και σοβαρά να τα συλλογιέσαι”

“Και ποια είναι τα σημεία των Θεών σεβάσμιε μάντη του Άργους;”

Ο Αμφιάραος θεώρησε ότι ο λόγος ίσως να έκρυβε κάποια ειρωνεία απ το βασιλιά. Για μια στιγμή σιώπησε. Μάζεψε τις σκέψεις του και απάντησε:

 

“Άκου Άδραστε, από την σκοτεινή εκείνη εποχή που οι έριδες και τα παρασκήνια με έφεραν απέναντι στον πατέρα σου τον Ταλαό και τη δική μας φιλονικία, που οδήγησε στην απομάκρυνσή σου από εδώ, ξέρεις καλά τι ακριβώς συνέβη στη συνέχεια”

“Τα ξέρω, εποχές που έχουμε ξεπεράσει γόνιμα, αλλά τι θέλεις να μου πεις;”

“Ξέρεις ότι μας δένει κάτι μεγάλο! Κάτι που δεν μπορεί να ξεπεραστεί! Κάτι ιερό ανάμεσά μας. Οποιαδήποτε απόφαση που μας αφορά πρέπει να έχει τη συμφωνία και των δυό μας. Χωρίς αυτήν δεν μπορεί να γίνει τίποτα!” τού είπε κατηγορηματικά.

Ο Άδραστος κατάλαβε πολύ καλά πού το πήγαινε και τι εννοούσε. Εκείνος ο βαρύς όρκος ανάμεσά τους ήταν βασισμένος σε αυτήν την δική τους ομοφωνία. Σταμάτησε λοιπόν να τον πιέζει παραπάνω στοχεύοντας σε επόμενες προσπάθειες.

 

“Σε παρακαλώ να το σκεφτείς ήρεμα και γόνιμα. Αμφιάραε. Δεν είσαι κάποιος τυχαίος μήτε για το Άργος μήτε για τους Αχαιούς. Υπήρξες βασιλιάς της πόλης. Είσαι Θεοσεβής και προστατευόμενος των Θεών. Η σκέψη σου είναι οδηγός για μας και τους ανθρώπους. Είσαι ανδρείος πολεμιστής που δεν λογαριάζει ποτέ τον κίνδυνο και δεν δειλιάζεις πουθενά. Χωρίς τη δική σου παρουσία δεν κάνουμε βήμα στο λέω καθαρά. Και αυτό είναι η απόδειξη τού πόσο σέβομαι τη γνώμη και την παρουσία σου. Σε λίγες μέρες έχω καλέσει εδώ ένα συμβούλιο. Θα είναι όλοι οι επώνυμοι μαχητές των Αχαιών. Θα είσαι εδώ να το συζητήσουμε ξανά, θα σε ειδοποιήσω πότε…”

Ο Αμφιάραος τον κοίταξε στα μάτια, πήγε κοντά του. Το βλέμμα του ήταν κάτι παραπάνω από διαπεραστικό.

“Άδραστε! Αυτή η εκστρατεία στη Θήβα είναι των Θεών απόφαση να βαφτεί στην καταστροφή και στο αίμα όλων μας! Άκου το λοιπόν καλά και κρίνε…”

Ο βασιλιάς ανατρίχιασε. Ποτέ δεν είχε δει τέτοιο σκοτεινό και φλογερό βλέμμα βαθιά στα μάτια του άντρα της αδελφής του. Ήξερε καλά ότι οι μαντικές του ικανότητες έρχονταν πίσω από τις οικογενειακές του ρίζες, στον Μελάμποδα, του οποίου ήταν δισέγγονος.

“Σε αυτήν εκστρατεία δεν θα συμφωνήσω ποτέ  Άδραστε να το ξέρεις καλά! Και θα το πω και σε όλους σας μπροστά δεν έχω κανένα λόγο να μην το κάνω” τού είπε και έφυγε με βιαστικά βήματα από την αίθουσα νιώθοντας τα μάτια του βασιλιά καρφωμένα στην πλάτη του.

 

Τον είχε ταρακουνήσει, το ήξερε. Αλλά εκείνο που φοβόταν ήταν κάτι άλλο. Κάτι που ήταν βαθιά κλειδωμένο στο μυαλό του εδώ και καιρό. Τα οράματα που έβλεπε για ένα λαμπερό δώρο στα χέρια μιας γυναίκας, ένα δώρο βουτηγμένο στο αίμα, έκανε τη μορφή της γυναίκας αυτής να έχει ξεκαθαρίσει πλέον με σαφήνεια. Και ήξερε ότι η γυναίκα του η Εριφύλη βαστούσε στα χέρια της τα κλειδιά κάθε διαφοράς ανάμεσα στον ίδιο και στο βασιλιά του Άργους.

Τέλος δημοσίευσης

Συνεχίζεται...

 


Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 11η ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7




Στην προηγούμενη 10η ανάρτηση, στο κεφάλαιο 2.6, στο πρώτο του μέρος, είδαμε τον Κρέοντα με το μυστικό του απόσπασμα να φτάνει στον Κολωνό, να βρίσκει το σπίτι όπου φιλοξενούνταν ικέτης ο Οιδίποδας με την Αντιγόνη και να προσπαθεί να πείσει το γέρο βασιλιά να τον ακολουθήσει στη Θήβα. Στη σθεναρή αντίστασή του, ο Κρέων θα απαντήσει απαγάγοντας βίαια τις δύο του κόρες για να τις χρησιμοποιήσει ως ομήρους πίεσης του Οιδίποδα.
Η άμεση παρέμβαση του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, όπου φτάνει στο μέρος επικεφαλής δύναμης Αθηναίων, ανατρέπει τα σχέδια του Κρέοντα και σώζει τον Οιδίποδα.
Οι Αθηναίοι ξεχύνονται πίσω από τους απαγωγείς, τους οποίους και εντοπίζουν επιστρέφοντας πίσω με τις δύο κόρες της Θήβας. Ο Θησέας απελευθερώνει την Αντιγόνη με την Ισμήνη και διώχνει άμεσα απ' την Αθήνα τον Κρέοντα, σώζοντας έτσι τον ικέτη του. 


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, τα μουσικά θέματα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι δύο, ένα ξεχωριστά για τα δύο υποκεφάλαια που ακολουθούν


11η Ανάρτηση

Κεφάλαιο 2.6 (Συνέχεια)

Πατέρας και γιος

 

“Ένας άντρας έξω γυρεύει την άδεια να συναντήσει τον πατέρα σας” διέκοψε απότομα τις προηγούμενες στιγμές ένας από τους Αθηναίους στρατιώτες που φύλαγαν το σπίτι τους.

“Ποιος μπορεί να είναι;” ρώτησε ο Οιδίποδας απορημένος.

“Αφήστε να δω πρώτα εγώ” είπε ο Ρήσος και αποφασιστικά και προστατευτικά κινήθηκε προς το εξωτερικό μέρος του σπιτιού.

Οι στιγμές που μεσολαβούσαν έδειχναν να είναι βουτηγμένες στην απορία, την οποία μετέτρεψε σε τρομερή έκπληξη και αναστάτωση ο Ρήσος καθώς επέστρεφε ορμητικά στο εσωτερικό μην μπορώντας να κρύψει έναν συνδυασμό έντονων συναισθημάτων ανάμεσα στην ταραχή και τη χαρά.

“Οιδίποδα είναι ο γιος σου ο Πολυνείκης!” ξεφώνισε.

Τα μάτια της Αντιγόνης και της Ισμήνης συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα που ξαφνικά γέμισε φως και μια απροσδόκητη χαρά. Την αμέσως επόμενη στιγμή αφού έσφιξαν η μία τα χέρια της άλλης στράφηκαν στον πατέρα τους. Ένας πρωτόγνωρος ηλεκτρισμός ήρθε να απλωθεί αστραπιαία στην ατμόσφαιρα. Η αντίδραση, που άκουσαν από τα χείλη του, με την βαθιά φωνή του, τις γέμισε με απογοήτευση.

“Τι θέλει αυτός εδώ; Με ποιο περισσό θράσος με γυρεύει; Πείτε του να φύγει!” ήχησε στο σπίτι η αντάρα του Οιδίποδα. Τα πόδια και των δύο θυγατέρων του, κόπηκαν λες απ’ τη ρίζα τους. Η Αντιγόνη συνήλθε γρήγορα από το σοκ.

“Πατέρα! Γιατί;”

“Δεν θέλω να τον βλέπω στα μάτια μου!”

“Όχι! Σε παρακαλώ πατέρα! Άφησέ τον! Δεν ξέρουμε τι θέλει να μας πει, δεν ξέρουμε τι μπορεί να έχει γίνει!” συμπλήρωσε η Ισμήνη ικετευτικά με όση προσπάθεια μπορούσε να βγάλει απ’ την ψυχή της.

Ο Οιδίποδας σιώπησε για κάποιες στιγμές, ύστερα απάντησε.

“Μονάχα για το δικό σας λόγο, μόνο για αυτό, να το ξέρετε” απάντησε εκείνος συμβιβαζόμενος.

Η Αντιγόνη έκανε νόημα στον Ρήσο να οδηγήσει τον Πολυνείκη στο εσωτερικό.  Ο Οιδίποδας έδειχνε ατάραχος και παγωμένος. Λες και κανένα συναίσθημα δεν έτρεχε μέσα του για το γιο του,  που έφτανε κοντά του μετά από τόσον καιρό. Όμως δεν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για τις δύο κόρες του. Είχαν να δουν τον αδελφό τους μήνες ολάκερους, από τη μέρα εκείνη που εγκατέλειπε τη Θήβα διωγμένος και εξόριστος από τον άλλο τους αδελφό τον Ετεοκλή. Στα στήθη τους φτερούγισαν οι καρδιές τους. Η γλυκιά προσμονή για τον αγαπημένο τους τις κατέλαβε απόλυτα. Τα χείλη τους άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια τους έστεκαν καρφωμένα εκεί στην είσοδο του σπιτιού για να δουν τη μορφή του να γεμίζει το χώρο με την επιβλητική του κορμοστασιά και παρουσία.

 

Ο Πολυνείκης διάβηκε το κατώφλι της πόρτας. Η μορφή του, όμορφη, στιβαρή, στάθηκε ακίνητη στην είσοδο του δωματίου. Ήταν τόσο εντυπωσιακός. Η ματιά του, γεμάτη από μια γλυκιά προσμονή και νοσταλγία και όλη του η ψυχή έβγαζε τον αγέρα μιας αμέριστης χαράς και προσδοκίας. Ήταν εκεί! Απέναντί του! Οι δικοί του άνθρωποι, το αίμα του. Ο πλάστης με τις αδελφές του. Μυριάδες συναισθήματα έστησαν χορό να βγουν από μέσα του, να εκφραστούν, να φωνάξουν.

“Πατέρα! Αδελφές μου!” ήταν οι πρώτες δύο κουβέντες που βγήκαν απ τα χείλη του.

Η Ισμήνη με την Αντιγόνη σάρωσαν κάθε δισταγμό και ρίχτηκαν στην αγκαλιά του. Ο Οιδίποδας έμεινε εντελώς ακίνητος και ανέκφραστος στο βάθος του δωματίου. Τα πληγωμένα του μάτια έχασκαν ακίνητα στο πουθενά με ανατριχιαστικό τρόπο.

“Αδελφέ μας!” ήταν η φωνή που γέμισε το στόμα και των δυό τους. Ήταν η έκφραση της χαράς λουσμένης στον πόνο τόσων μηνών απουσίας, ήταν η λύτρωση μιας αγωνίας ριζωμένης στα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει.

“Ήρθα αδελφές μου! Πόσο χαίρομαι αυτή τη στιγμή, πόσο η ψυχή μου πεταρίζει στην αγκαλιά σας. Ω Δία ύψιστε σε ευχαριστώ που αξίωσες, τη ζεστασιά τους να νιώσω ύστερα από τόσον καιρό”

Έμειναν για λίγο οι τρεις σε μια αγκαλιά που δεν ήθελε να χωριστεί. Πέρα στη γωνία, ο Ρήσος με την Νηρίτη, έστεκαν διακριτικά, συγκινημένοι κι αυτοί. Και τότε ήρθε η ώρα! Η δύσκολη στιγμή για το επόμενο βλέμμα. Κάποια στιγμή τα μάτια του Πολυνείκη διασταυρώθηκαν με το σκοτεινό βλέμμα του πατέρα του. Τον έβλεπε παντελώς παγωμένο εκεί απέναντί του και ένα βάρος άρχισε σιγά-σιγά να φορτώνεται στην καρδιά του. Κάποια στιγμή που τα χέρια απ τις αδελφές του κατέβηκαν απ το σώμα του κινήθηκε αργά με ένα βήμα προς τον Οιδίποδα. Μούδιασε ελάχιστα μπροστά του. Ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του μα η απόκοσμη στάση του, τον εμπόδιζε.

“Πατέρα… είμαι ο γιος σου ο Πολυνείκης… γιατί στέκεις εκεί σιωπηρός; Ήρθα κοντά σου! Δεν με κράτησε μακριά σας τίποτα, το βλέπετε…”

Ο Οιδίποδας παρέμενε στη σιωπή. Σαν να μην υπήρχε καν στο χώρο. Ο Πολυνείκης έκανε το αποφασιστικό βήμα. Πλησίασε κοντά του, στάθηκε λίγα εκατοστά απέναντί του, άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τους ώμους του πατέρα του σαν να δήλωνε το μοίρασμα των συναισθημάτων του, συνέχισε:

“Πατέρα η σιωπή σου, απορίες μού γεννά, γιατί αυτή σου η παγωμάρα; Αδελφές μου, τι έχει ο πατέρας μαζί μου και στέκει έτσι…”

Τα χέρια του Πολυνείκη κρεμάστηκαν, λες νεκρά από τους ανέκφραστους ώμους του Οιδίποδα. Η Αντιγόνη διάβασε την ψυχή του πατέρα της και αποφάσισε να δώσει το δικό της αγώνα να σπάσει αυτήν την αποξένωση. Ακούστηκε η φωνή της:

“Πως ήξερες για μας αδελφέ μου; Πώς έμαθες ότι είμαστε εδώ;”

“Το φρόντισα αδελφή μου, κάθε φορά γύρευα τρόπο να μάθω νέα σας, πού είστε, τι κάνετε, τι γίνεται πίσω στην πατρίδα. Έτσι έμαθα για σας και τον ερχομό σας στην Αθήνα”

“Τι σε φέρνει εδώ αδελφέ μας;” ήταν η σειρά της Ισμήνης να ρωτήσει.

“Ρωτάς Ισμήνη τι με φέρνει εδώ; Κοντά σας; Γίνεται να μην καταλαβαίνεις την αντάρα της ψυχής μου; Την αγωνία μου για σας;”

Έκανε ένα ακόμα βήμα προς τον πατέρα του:

“Πατέρα, σε ξένη γη εξόριστος έφυγα, διωγμένος απ τη γη μου. Το ξέρεις δα. Ξέρεις και για τη στάση του αδελφού μου, του γιου σου Ετεοκλή. Ατίμασε τις συμφωνίες και με έδιωξε απ την πατρίδα. Όπως ακριβώς και σένα πατέρα! Το ένδοξο Άργος με περιμάζεψε. Ο βασιλιάς Άδραστος με έκανε γαμπρό του, ξεκίνησα μια νέα ζωή εκεί…”

“Το μάθαμε Πολυνείκη, μάς το είπε η Ισμήνη σαν ήρθε…” διέκοψε η Αντιγόνη.

 

Η φωνή του Οιδίποδα βγήκε απ το στόμα του βαθιά και υπόκωφη.

“Μάλλον θα ξέχασες, των λόγων μου το προμήνυμα, όπως μαζί μ’ αυτό και τόσα άλλα”

“Πατέρα τίποτα δεν ξέχασα! Των λόγων σου την κατάρα καλά θυμάμαι και ποτέ δεν την αψήφισα. Όμως δεν είμαι εγώ αυτός, που έκανα οδηγό μου το ανάθεμά σου. Δεν είμαι εγώ, που μοίρασα το βασίλειο με αίμα”

“Και τι άλλο κρύβει η πρόθεσή σου εκτός απ αυτό;”

“Τι ξέρεις για την πρόθεσή μου πατέρα;”

“Δεν τολμάς να την φωνάξεις μπροστά μου;”

“Κάθε άλλο! Για αυτό ήρθα εδώ, για αυτό σας ψάχνω μήνες τώρα, από τότε που στάθηκα στο Άργος και έσιαξα τη ζωή μου”

“Τότε θυμάσαι καλά, των λόγων μου το ανάθεμα και παρ’ όλα αυτά ίσια τραβάς σε αυτό”
“Πατέρα άκουσέ με! Και εσείς αδελφές μου. Κανείς δεν δέχεται βουβά το διώξιμο απ την πατρίδα του. Κανείς δεν υποκύπτει, στου σπιτιού του το χωρισμό και την εξορία. Κανείς δεν θα αδιαφορήσει μπροστά στο να χάσει την οικογένειά του. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο. Άδικο! Άνανδρο! Ναι! Θέλω να γυρίσω στη Θήβα! Γιατί να απολογηθώ για αυτό; Γιατί να νιώθω ένοχα; Θέλω να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει. Και η επιστροφή μου εκεί θέλω να οδηγήσει σε ένα πράγμα, σάς το λέω καθαρά. Πατέρα θέλω να γυρίσεις εκεί! Στη γη σου. Στη Θήβα που μεγαλούργησες. Έτσι έχω μαζί μου στο Άργος, τους Δαναούς όλους και το βασιλιά να στέρξουν στον αγώνα μου αυτό, κάνοντάς τον και δικό μου. Έλα μαζί μου πατέρα! Ας αφήσουμε πίσω τις πικρές στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή μας. Και εγώ τη στάση μου που σε πίκρανα και εσύ με την κατάρα σου τη μεγάλη. Πατέρα έλα μαζί μας! Με των Θεών τη δύναμη και των χρησμών τη κρίση θα φέρουμε τα πράγματα όπως πρέπει”

Ο Πολυνείκης σταμάτησε. Είχε φορτώσει με συγκίνηση και συναισθήματα. Καρτερούσε την απόκριση του πατέρα του. Εκείνος σηκώθηκε από εκεί που ακουμπούσε. Έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά αδύναμο και ασταθές. Των λόγων του όμως η δύναμη κάθε άλλο παρά σβησμένα βγήκε απ τα χείλη του.

 

“Της εξουσίας ο πόθος και του θρόνου το χρυσάφι! Αυτό είναι όλο στη σκέψη σου…”

“Όχι πατέρα κάνεις λάθος…”

“Πάψε!” τον σταμάτησε με οργή, “Σ’ άκουγα ώρα να αραδιάζεις τα σχέδιά σου, να ανασκευάζεις τα γενόμενα και να προσπαθείς να μας κάνεις όργανά σου, στο να σηκώσεις το σπαθί στην ίδια σου την πατρίδα!”

“Ποια γενόμενα ανασκευάζω πατέρα! Πού λέω ψέματα; Δεν σηκώνω κανένα σπαθί πατέρα, να μετρηθώ με του αδελφού μου την ατιμία προσπαθώ…”

“Με τι τρόπο;” τού φώναξε.

“Θα προσπαθήσω να τον μεταπείσω. Θα κάνω τα πάντα, σού δίνω το λόγο μου για να μην είμαι αυτός, που θα ρίξω το πρώτο δόρυ. Έχω ύστατες ελπίδες ότι θα το σκεφτεί. Αδελφός του είμαι”

“Τα ξέχασες όλα λοιπόν. Λες, νοιάζεσαι για μένα και δεν ντρέπεσαι. Γιατί είσαι εσύ, που με έδιωξες απ τη γη μου, εσύ με τον αδελφό σου με φυλακίσατε σαν κλέφτη, στου δωματίου τη φυλακή να μην σας μολεύω. Και έρχεσαι τώρα να με σύρεις να σταθώ δίπλα σου σε πόλεμο ακόλουθος. Αν δεν είχα τις αδελφές σου, θα ήμουνα ήδη νεκρός. Αν δεν είχα το Θησέα και την Αθήνα να μού σταθεί θα ήμουνα ακόμα ζητιάνος και φυγάδας”

“Πατέρα και το Άργος με τους Δαναούς μαζί σου θα σταθεί…”

“Μέσα στο αίμα βαδίζεις μια ακόμα φορά αχρείε!” κραύγασε ο Οιδίποδας προκαλώντας το ρίγος στις δύο κόρες του. Έβλεπαν ότι όλα οδηγούνταν σε αδιέξοδο.

“Πατέρα! Ο θυμός απ τα περασμένα δεν είναι καλός σύμβουλος στο τώρα!” διέκοψε η Αντιγόνη.

 Ο Οιδίποδας όμως συνέχισε:

“Μαζεύεις στρατό και δόρατα, πόλεμο σχεδιάζεις λες στο νου σου. Κι ήρθες εδώ να γίνεις κήρυκάς του και σε μάς. Να μας κάνεις κοινωνούς του. Η εξουσία σε νοιάζει και τίποτα άλλο. Πρόσχημα είμαι εγώ όπως ήμουν και τότε. Να με χρησιμοποιήσεις θέλεις για να με βάλεις τρόπαιο στην εκστρατεία, που λες ότι ετοιμάζεις. Μού ζητάς να μπω μπροστά, να σταθώ απέναντι απ τις πύλες της πόλης που έσωσα απ τη κατάρα της Σφίγγας. Αναλογίζεσαι τι πραγματικά θέλεις; Να με βάλεις φόβητρο στον αδελφό σου…”

“Πατέρα, ναι σε πίκρανα! Το βάρος των ξένων της πόλης, η κοινή γνώμη, το τι λένε οι άλλοι, ήρθε νοσηρό να μάς κάνει, εμένα και τον αδελφό μου να σε κλείσουμε σε μια ζωντανή φυλακή στο παλάτι μέσα. Είναι κάτι που μετάνιωσα, που ντρέπομαι αν θες. Όμως, το άδικο δεν το συλλογιέσαι; Πώς γίνεται και δεν το βλέπεις; Τι το άνομο σου ζητώ; Να έρθεις μαζί μου, να γυρίσεις στο σπίτι σου”

“Με ποιον τρόπο θα γυρίσω σπίτι μου; Τροπαιούχο σε καμμένη πόλη; Πήγαινε λοιπόν να αναζητήσεις την εξουσία αυτή μονάχος σου και να ξέρεις ότι θα βουλιάξετε και οι δύο στο αίμα της αλληλοσφαγής σας!”

“Πατέρα για όνομα των Θεών!” είπε με δύναμη η Αντιγόνη.

“Πάψε θυγατέρα! Μιλάω εγώ τώρα! Σας το είχα πει τότε. Σαν τα αρπαχτικά του ουρανού στεκόσαστε πάνω απ το θρόνο μόλις παραιτήθηκα…”

“Τη διαδοχή σου φροντίζαμε πατέρα, ποιο το ατόπημα;”

“Με το δικό μου αφανισμό; Σάς ήμουν βάρος και μίασμα. Σύρε στο Άργος, δεν θέλω να σε ξέρω. Δεν υπάρχεις για μένα. Μήτε εσύ μήτε ο άλλος. Παρά μονάχα οι θυγατέρες και η γυναίκα μου αλίμονο και μάνα μου. Τράβα να διαλαλήσεις στους Αργείους πως η κατάρα του Οιδίποδα για πάντα θα βαστάει. Δεν θέλω να σε δω ποτέ πάλι μπροστά μου…”

 

Η Ισμήνη με την Αντιγόνη έμειναν καθιστές με λυγμούς μπροστά σε όσα άκουγαν. Ο Πολυνείκης έκανε κάποια βήματα σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι. Εμφανώς συγκινημένος και κλονισμένος προσπάθησε να μιλήσει:

“Πατέρα κρίμα κι άδικο στα λόγια σου. Όχι... όχι δεν είναι δυνατόν αυτά να είναι τα λόγια σου. Δεν το πιστεύω. Δεν νιώθω να έχω μπροστά μου εκείνον που μάς ανάθρεψε. Αυτή η σκληρότητα δεν είναι του μεγάλου Οιδίποδα”, γύρισε στις αδελφές του “τουλάχιστον εσείς! Αίμα μου, αδελφές μου. Μην με αποδιώχνετε. Ας μένει η αγκαλιά σας το δικό μου αποκούμπι. Κι αν οι κατάρες του πατέρα, νεκρικό στρώσουν μονοπάτι, τότε θέλω με τα δικά σας χέρια να πάω όμορφος στον Άδη”

Η Αντιγόνη τον έπιασε ικετευτικά απ τους ώμους:

“Πολυνείκη, σε ικετεύω, σταμάτα κάθε τέτοια σκέψη μέσα σου. Μην φορτώσεις στα χέρια σου όπλα και φωτιά για τη Θήβα”

“Αγαπημένη μου αδελφή, ξέρεις τι κάνεις; Με κατηγορείς λες και μόνο εγώ θα κρίνω της απόφασης το βάρος. Σας είπα και πριν ότι θα κάνω τα πάντα να μεταπείσω τον αδελφό μου και εσείς με φωνάζετε βάρβαρο. Με κρίνατε ήδη να μείνω με της εξορίας το φαρμάκι; Το δίκιο μου να θάψω;”

“Τι κέρδος θα έχεις αν φωτιά βάλεις στη πόλη; Αν κάψεις τη γη σου τι θα κερδίσεις; Πες μου!”

“Με ανόσιους σκοπούς με συνδέεις αδελφή μου, δεν έχω τέτοια πρόθεση”

“Ακούστε τον Θεοί, το θράσος του ατέλειωτο” κραύγασε ξαφνικά ο Οιδίποδας, “ακόμα και τον πόλεμο μπορείς να τον ορίσεις; Ακούστε τον! Άρη, του πολέμου κήρυκα, ο γιος μου θα βάλει κανόνες, στης μάχης τη θύελλα. Θα ορίσει το αίμα των νεκρών, και στα ορφανά και τις χήρες θα βάλει μέτρο. Ακόμα κι αυτό το μπορεί…”

Ο Πολυνείκης άνεβασε λίγο τον τόνο της αγανάκτησής του.

“Το ότι περίγελος από έναν αδελφό ψεύτη έχω γίνει δεν μετράει αδελφές μου;  Εγώ είμαι ο κατηγορούμενος λοιπόν; Εγώ ο φταίχτης; Εγώ έσπασα τον όρκο; Με εκείνον συγκατοικείτε στη δή σας. Για αυτόν δεν έχετε ορμήνεια; Δεν έχετε σ’αυτόν λέξη να αποτανθείτε; Θα στείλω πρεσβευτές στην αυλή του. Να πειστεί, να κάνουμε καινούργια συμφωνία…”

“Αυτό ναι είναι το καλύτερο” φώναξε η Ισμήνη.

“Κι αν αρνηθεί; Τι με προστάζετε να κάνω;”

Σιωπή έπεσε στο δώμα.

 

“Τι με προστάζετε να κάνω πείτε μου!” φώναξε ξεσπώντας ο Πολυνείκης. Απάντηση δεν πήρε.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον πατέρα του. Το ύφος του ήταν πικραμένο αλλά γεμάτο συναισθήματα.

“Περίμενα αυτη μας η συνάντηση άλλη τροπή να είχε. Έλπιζα να καταλάγιαζε το αρχικό σου μένος. Ζούσα όλον αυτόν τον καιρό με τον όνειρο να αφήναμε πίσω το κακό,  που μας ακολουθεί. Όμως λάθεψα. Κρίμα... δεν το περίμενα ομολογώ.  Έχε γεια πατέρα! Πριν φύγω θέλω, μία ακόμα φορά,  να ζητήσω συγχώρεση για εκείνη μου τη στάση στη Θήβα. Αυτό μονάχα. Και να σας έχει ο Απόλλωνας καλά. Και εσάς αδελφές μου αγαπημένες. Εύχομαι να σάς ξαναδώ όλους. Εγώ θα κάνω αυτό που έχω στην καρδιά και στο νου μου. Κι αν είναι θέλημα Θεών μπροστά στη πόλη μου νεκρός να πέσω, ένα έχω και εγώ τελευταίο να ορίσω. Θέλω απ τα χέρια σας τον τελευταίο χαιρετισμό να έχω… τα νομίσματα στον Άδη και το χώμα που θα με σκεπάσει, δικό σας δώρο στερνό, θέλω να είναι”

Οι τελευταίες του κουβέντες βγήκαν ασυνάρτητες, πνιγμένες σε ένα βαθύ λυγμό μέσα απ’ την καρδιά του. Έγιναν πάλι οι τρεις τους μια αγκαλιά με προτροπές και ευχές.

"Ο Οιδίποδας καταριέται εκ νέου τον Πολυνείκη", John Perry, 1826. Λονδίνο Βρετανικό μουσείο


 

“Κάνε ότι μπορείς, τη στράτα του πολέμου να αποφύγεις αδελφέ μου, θα είναι συμφορά για όλους μας και μακάρι ο ίδιος ο Δίας, των Θεών ο άρχοντας να βοηθήσει για τούτο” τού είπε η Ισμήνη.

“Πατέρα….σε χαιρετώ…. Αδελφές μου αγαπημένες, όρκο δίνω βαρύ, να ξαναβρεθούμε. Να ασπαστείτε τη μητέρα όταν επιστρέψετε”.

 

Έριξε μια ματιά στον Ρήσο και την Νηρίτη που παράστεκαν αποβολωμένοι, σιωπηροί και έσυρε τα βήματά του έξω από το σπίτι. Πριν ανέβει, στου αλόγου του τη σέλλα, έριξε μια ματιά προς τα πίσω. Η Αντιγόνη έτρεξε προς το μέρος του. Στάθηκε στην πόρτα, κρεμάστηκε από αυτήν να μην σωριαστεί χάμω απ τη θλίψη της. Για δεύτερη φορά έβλεπε τον αδελφό της να φεύγει σχεδόν κυνηγημένος. Η πρώτη ήταν στη Θήβα διωγμένος απ τον αδελφό του, η δεύτερη τώρα απ τον πατέρα του. Σκέφτηκε με απέραντη θλίψη ότι οι επιλογές μας, πολλές φορές σημαδεύονται από παλιότερες πράξεις μας με τρόπο τραγικό για μας.

 




Το τέλος και η επιστροφή

 

Είχαν περάσει κάποιες μέρες από τα γεγονότα που ακολούθησαν την άφιξη της Ισμήνης στον Κολωνό. Ο καιρός είχε κρυώσει αρκετά. Το Φθινόπωρο έδειχνε τις πρώτες του διαθέσεις. Ανάμικτα ήταν τα συναισθήματα που βάραιναν τις δύο κόρες του Οιδίποδα. Σώθηκαν την τελευταία στιγμή απ τα αδηφάγα χέρια του Κρέοντα και τις βουλές του αδελφού τους, του Ετεοκλή. Αλλά απ την άλλη, για μια ακόμα φορά, έχασαν τον άλλο αδελφό τους τον Πολυνείκη. Το αγεφύρωτο χάσμα με τον πατέρα τους, έστεκε ανάμεσά τους αξεπέραστο. Ύστερα είχαν και ένα άλλο πρόβλημα που τις απασχολούσε αμέσως μετά από όλα αυτά. Η κατάσταση του Οιδίποδα είχε απότομα επιδεινωθεί. Έβλεπαν πάνω του κάτι που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Κάτι παράξενο που τις τρόμαζε. Έβλεπαν τον τυφλό γέροντα, κάποτε επιβλητικό Οιδίποδα, να ακροβατεί ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο αλλά και σε κάτι άλλο απρόσιτο για αυτούς. Τον έχαναν, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα λόγια του, έβλεπαν το ζάρωμά του, λαχτάριζαν με την σιωπή του, που γίνονταν όλο και πιο βαθιά. Ένας Οιδίποδας μακρινός όσο ποτέ. Σαν να έφευγε από κοντά τους και έψαχνε τρόπο να τους το πει. Έτρεμαν στην ιδέα αυτή αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να την ανακόψουν.

 

Ένα από τα βράδια που ακολούθησαν είδαν μια κάποια αλλαγή επάνω του. Έσπασε μετά από μέρες τη σιωπή του και ζήτησε να τους μιλήσει. Ήταν μια νύχτα, που ένας βροχάρης άνεμος είχε αρχίσει να σαρώνει την Αττική γη. Και ολόγυρα στον ουρανό φωτεινά φίδια αυλάκωναν το στερέωμά του.

“Θυγατέρες μου καθίστε κοντά μου, δεν ξέρω πόσες ακόμα τέτοιες ευκαιρίες θα βρούμε…”

Η Αντιγόνη κοιτάχτηκε με την Ισμήνη στα μάτια απορημένη και ανήσυχη. Ήρθαν κοντά του στο κρεβάτι που συνήθιζε να περνά τις ώρες του τελευταία. Άπλωσε τα χέρια του να τις αγγίξει, να τις σκεπάσει με την αγκαλιά του.

“Πόσα περάσαμε μαζί! Πόσα είδαν τα μάτια μας και ένιωσε η καρδιά μας…” Δεν μιλούσαν.

“Νομίζω πως ήρθε πια η ώρα…”

“Ποια ώρα πατέρα μου; Τι λες;” τον σταμάτησε η Αντιγόνη.

“Η ώρα παιδί μου που πρέπει να φύγω. Η ώρα του αποχωρισμού. Η ώρα που σήμαναν πια οι Θεοί για να ξεκουράσω το πληγωμένο μου σώμα και την πονεμένη μου ψυχή…”

“Πατέρα σταμάτα, δεν είναι λόγοι ετούτοι…” συμπλήρωσε η Ισμήνη. Όμως ο Οιδίποδας είχε ξεκινήσει τη δική του αφήγηση που έβγαινε μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς του. Προσπαθούσε με τα τυφλά του μάτια να τις “δει”. Άπλωσε τα χέρια του στα πρόσωπά τους ψηλαφώντας τα.

“Προσπαθώ να σας θυμηθώ στα χαρακτηριστικά σας. Στο πέρασμα των χρόνων σας. Διάβηκα μια μεγάλη πορεία κόρες μου στη ζωή μου. Γεμάτη μεγαλείο, δύναμη, κακορίζικη μοίρα, τραγωδία και θάνατο. Ήρθα απέναντι στους Θεούς…”

“Όχι εσύ πατέρα… άλλα έφταιξαν για τούτο και το ξέρεις, πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου…” τού είπε η Αντιγόνη.

“Σημασία έχει ότι εγώ ήμουν αυτός που προκάλεσα την οργή τους. Που έγιναν πρόξενος κακού και καταστροφής. Και δεν έφτανε αυτό, μετά συγκρούστηκα με τα παιδιά μου. Ήταν δική τους σειρά τα αγόρια μου να με ξεγράψουν χρεώνοντάς μου το μίασμα… Ποιος ξέρει, ίσως να είχαν δίκιο. Νιώθω ότι ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί ο χρησμός”

“Ποιος χρησμός πατέρα;” ρώτησε ανήσυχη η Ισμήνη.

“Θα πεθάνω κόρη μου…”

“Πάψε!” είπαν με μια φωνή και οι δύο ανάστατες, ταραγμένες.

“Οι Ερινύες που χρόνια με κυνηγούσαν αδυσώπητες μετά το θάνατο του πατέρα μου και οι προσταγές των Θεών, με έφεραν εδώ. Σε ετούτον εδώ τον ιερό τόπο. Στο άλσος τους. Το αισθάνομαι ότι έφτασε και η δική μου ώρα”.

“Είμαστε εδώ κοντά σου, σε παρακαλώ, πάψε να μας τρομάζεις” προσπάθησε να τον μεταπείσει η Ισμήνη.

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα πονεμένα σκοτεινά του μάτια.

“Κανείς δεν σάς αγάπησε όπως εγώ! Θυγατέρες μου λατρεμένες. Αυτό να το θυμάστε. Ύστερα από ότι γίνει να γυρίσετε στην πατρίδα σας. Στο σπιτικό σας. Ίσως κλείσει αυτός ο κύκλος της κατάρας και λυτρωθείτε όλοι σας. Σάς περιμένει η μητέρα σας και η πικραμένη μου μάνα και ομόκλινή μου αλίμονο”

“Πατέρα, η μοίρα μας είναι κοντά σου. Δεν θα σε αφήσουμε ποτέ!” είπε με πάθος η Αντιγόνη.

“Το ξέρω καλή μου. Το αποδείξατε. Μένω με τις μορφές σας στην ψυχή μου. Εκεί στους χθόνιους Θεούς του Άδη θα προσεύχομαι για το καλό σας. Δεν θέλω να φοβάστε. Δεν θέλω να λυγίσετε μπροστά σε τίποτα. Έχετε ζωή μπροστά και τα άνομα έργα των αδελφών σας να αντικρούσετε”

Λυγμοί είχαν καταβάλει και τις δύο τους. Ένα κλάμα βουβό και των τριών. Ένας αποχαιρετισμός φορτωμένος συναισθήματα και αγάπη.

“Πηγαίνετε τώρα να ακουμπήσετε και εσείς. Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ. Θέλω και εγώ να αναπαυτώ” τους είπε.

“Να μείνουμε κοντά σου;” ρώτησε η Ισμήνη.

“Όχι, δεν χρειάζεται. Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ”

 

Σηκώθηκαν. Τον ξάπλωσαν τρυφερά στο κρεβάτι. Έριξαν μια ματιά λίγο πριν τον αφήσουν μόνο του. Έβλεπαν στα μάτια του, στα τυφλά του μάτια, ένα παράξενο φως. Σαν να τις έβλεπε. Ναι! Σαν να ακολουθούσε τη θωριά τους όπως έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.

 

Η νύχτα είχε προχωρήσει πλέον πολύ. Έξω μια Φθινοπωριάτικη καταιγίδα ζύγωνε όλο και πιο κοντά. Οι βροντές από τα αστροπελέκια έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Ο Οιδίποδας άνοιξε τα μάτια του. Δεν είχε κοιμηθεί μήτε ένα λεπτό. Με την ανάσα του ολοένα να λιγοστεύει καρτερούσε. Στο υπόλοιπο σπίτι επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Λες και ο Μορφέας είχε πάρει στην αγκαλιά του όλους σε έναν βαθύ ύπνο ατάραχο και τους είχε αποκλείσει από τα γενόμενα γύρω τους. Ξαφνικά μια αστραπή γέμισε το σπίτι εκτυφλωτικό φως και μια βροντή κλόνισε συθέμελα τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας σηκώθηκε με τα μάτια ορθάνοιχτα.

“Ω Δία, νεφεληγερέτη, άρχοντα Θεών και ανθρώπων, σήμανε η ώρα;”

Και εκεί λες μέσα στην αντάρα της καταιγίδας και των άλλων τον βαθύ σαν κώμα ύπνο, ο γέροντας σηκώθηκε ορθός. Λες και άρχισε να χωρίζει ή ύπαρξή του ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ετούτον εδώ των ζωντανών και έναν άλλο απόμακρο. Λες και το φως του επανήλθε στα μάτια του, σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει μέσα στο χώρο με το ραβδί στο χέρι του. Ένα παράξενο φως τον τύλιξε. Μέσα στις εναλλασσόμενες λάμψεις των κεραυνών άρχισε να κινείται παράξενα προς την έξοδο. Λίγο πριν διαβεί την πόρτα του δωματίου γύρισε και έριξε μια ματιά προς το κρεβάτι του. Εκεί είδε τον Οιδίποδα που ήξερε. Με τα μάτια του τυλιγμένα στο σκοτάδι να στέκει ακίνητος, χωρίς ανάσα και πνοή. Εκείνος τώρα ήταν ένα άλλο ον. Τα μάτια του είχαν αποκτήσει πάλι την παλιά τους λάμψη πριν τα ίδια του τα χέρια του τον τυφλώσουν. Ένα τελευταίο βλέμμα σε εκείνον τον Οιδίποδα και ένα δάκρυ στα μάτια του για τη ζωή που αποχαιρετούσε. Βγήκε από το δωμάτιο λες και περπάταγε στον αέρα. Βάδισε αχνά, αέρινα στο δώμα των κοριτσιών του. Πλησίασε και στάθηκε στην είσοδο. Έριξε μια τελευταία ματιά στις δύο κόρες του, που κοιμούνταν δίπλα η μία στην άλλη. Άπλωσε το χέρι του πάνω στα μαλλιά τους τρυφερά.  Όλα όσα μπορούσε να ευχηθεί για αυτές πέρασαν μπροστά σου σε μια στιγμή. Η αγάπη και το αίσθημα της φροντίδας. Προχώρησε μέσα στο σπίτι, άνοιξε αθόρυβα την εξωτερική πόρτα και βγήκε στο σκοτάδι.

 

Ένα σκοτάδι που πέθαινε κάτω από τις συνεχείς λάμψεις των κεραυνών, καθώς αυτές χτυπούσαν αλύπητα ολόγυρα. Ο μανδύας του ανέμιζε μέσα στον δυνατό άνεμο. Άρχισε να βαδίζει προς το ιερό άλσος. Εκεί, στα πρώτα τεράστια δέντρα, κάτι παράξενες σκιές τον υποδέχτηκαν. Ναι! Τρεις γυναικείες μορφές, ανάλαφρες, αέρινες, διάφανες σχεδόν. Οι τρείς κόρες της Νύχτας, γεννημένες απ’ το αίμα του Ουρανού. Οι πάλαι ποτέ ανατριχιαστικές στην όψη και αποκρουστικές στην οργή Ερινύες. Η Αληκτώ, η Μέγαιρα και η Τισιφόνη. Μόνο που αυτή τη φορά, η όψη τους δεν είχε καμία σχέση με τη γνωστή τερατώδη μορφή τους. Λες και κάτι είχε διώξει από πάνω τους το σκοτάδι και τη φρίκη. Άπλωσαν τα χέρια τους στα δικά του. Τον έπιασαν τρυφερά και άρχισαν να περπατούν μαζί του μέσα βαθιά στο δάσος. Ένιωθε μια παράξενη ηρεμία κοντά τους, μια απίστευτη γαλήνη. Λες και δεν είχε βάρος κανένα στην καρδιά του. Λες και όλα τούτα που τον πίκραιναν χρόνια τώρα, οι κατάρες, οι ανίερες πράξεις, είχαν φύγει. Ένιωθε λυτρωμένος. Και όλο και περπάταγε βαθύτερα μέσα στο δάσος του Κολωνού. Και μέσα εκεί σε αυτό το παράξενο ταξίδι, είδε πια τις γαλήνιες γυναικείες μορφές να τον κοιτούν κατάματα. Πόση ηρεμία τού έδιναν! Αμέσως μετά άκουσε τη φωνή τους, ανάλαφρη, μυστηριακή, τρυφερή:

 

“Καλώς όρισες στο ιερό άλσος των Ευμενίδων Οιδίποδα… ένας άλλος κόσμος σε προσμένει τώρα πια”

 

Η καταιγίδα είχε πια κοπάσει στον Κολωνό. Το πρώτο φως της μέρας είχε ήδη σπάσει το απόλυτο σκοτάδι της νύχτας. Η Αντιγόνη ξύπνησε πρώτη από τον ήχο μιας απόμακρης βροντής που τράνταξε μία ακόμα φορά γη και ουρανό. Τα μάτια της έμειναν να παρατηρούν την πόρτα απέναντί της στο δωμάτιο που ήταν ο πατέρας τους. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κάτι που τράβηξε έντονα την προσοχή της. Θυμόταν καλά ότι την είχε κλείσει το προηγούμενο βράδυ. Άσχημα συναισθήματα ανάμικτα άρχισαν να φουντώνουν μέσα της. Ανησυχία, απορία αλλά και φόβος. Σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι της. Πλησίαζε στην πόρτα του δωματίου με την καρδιά της να χοροπηδά παράξενα. Το βλέμμα της αναζήτησε τη γνώριμη μορφή του πατέρα της στο κρεβάτι του. Ήταν εκεί. Έφτασε στην είσοδο, κοντοστάθηκε. Ο Οιδίποδας ήταν εκεί ακίνητος με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένος κάτω από τα σκεπάσματά του. Η Αντιγόνη πλησίασε αργά, διστακτικά. Βαστούσε την ανάσα της από την αγωνία. Έφτασε δίπλα του. Τίποτα δεν σάλευε απέναντί της.

“Πατέρα;” βγήκε ο πρώτος ψίθυρος απ’ το στόμα της. Απόλυτη σιωπή. Μονάχα ο ήχος μια απόμακρης βροντής έφτασε στα αυτιά της. Έβαλε το χέρι της στο σώμα του πατέρα της. Έβλεπε το πρόσωπό του ακίνητο, παράξενο. Προσπάθησε λίγο να τον ταρακουνήσει. Καμία ανταπόκριση.

“Πατέρα, κοιμάσαι;” Η απόλυτη σιωπή που εισέπραξε έκανε την καρδιά της να θέλει να πεταχτεί έξω από το στήθος της πανικόβλητη. Άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του. Η αίσθηση του κρύου δέρματος την γέμισε με τρομερές σκέψεις που έγιναν εφιαλτικές σαν το σώμα του πατέρα της δεν ανταποκρινόταν στα τραντάγματα που του έκανε.

“Πατέρα!” φώναξε. Ξανά και ξανά! Με μεγαλύτερο σπαραγμό κάθε επόμενη φορά. Αναστατώνοντας με τις φωνές της όλο το σπίτι. Η Ισμήνη σηκώθηκε και έντρομη πήγε κοντά της. Μαζί με τον Ρήσο και την Νηρίτη.

“Πατέρα!” έσκισε στα δύο το χάραμα της μέρας η σπαρακτική φωνή της Αντιγόνης. Μια φωνή που   έσβησε μέσα στο γοερό κλάμα. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Από κοντά της, στην ίδια ανταπόκριση και η αδελφή της η Ισμήνη. Τράνταζαν στην απελπισμένη τους αγκαλιά το νεκρό σώμα του πατέρα τους λούζοντας το ανέκφραστο πρόσωπό του από τα καυτά τους δάκρυα. Πίσω τους ακριβώς με θρήνο βουβό ο Ρήσος με την Νηρίτη. Προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς είχε γίνει. Να θυμηθούν τα παράξενα λόγια του της νύχτας που έφευγε. Λόγια που ήταν σαν ύστατος αποχαιρετισμός από κοντά τους. Ένα προμήνυμα για αυτό που ακολούθησε και τώρα το βίωναν με τόσο απόλυτο και έντονο τρόπο. Αυτή τη Φθινοπωρινή μέρα που ξημέρωνε τόσο διαφορετική, τόσο θλιμμένη.

"Ο θάνατος του Οιδίποδα" Fuseli, Henry 1783-4, National museum Liverpool


 

Τίμησαν τον νεκρό πατέρα τους αφήνοντάς τον για πάντα στην αγκαλιά εκείνης της φιλόξενης γης που τον δέχτηκε με τη θέρμη και το σεβασμό της. Το ιερό δάσος των Ευμενίδων, στο λόφο  του Ιππίου Κολωνού[1]. Εκεί μαζί με τους Αθηναίους και τον βασιλιά Θησέα, αποχαιρέτισαν για τελευταία φορά τον τραγικό αλλά συνάμα και αγαπημένο άνθρωπο που τις έφερε στη ζωή και τις τύλιξε αμέριστα με την αγάπη του. Ως το τέλος. Ευχαρίστησαν τον βασιλιά της Αθήνας για την αμέριστη βοήθεια και στήριξη που πήραν από αυτόν χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα.

 

Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει ολάκερος πέρα στην Ανατολή, χαρίζοντας στον Αττικό ουρανό χρυσαφένιες και κόκκινες ανταύγειες. Αρκετά λευκόγκριζα σύννεφα έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια εκεί ψηλά. Η ψύχρα της νύχτας που έφευγε κρατούσε ακόμα καλά σε εκείνο το Φθινοπωρινό πρωινό. Η Αντιγόνη, η Ισμήνη μαζί με τον Ρήσο και την Νηρίτη είχαν ξεκινήσει ήδη το δρόμο της επιστροφής. Από κοντά τους συνοδεία μέχρι τα σύνορα ψηλά στη Βοιωτία ακολουθούσε μια ομάδα Αθηναίων ιππέων. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γυρίσουν στο σπιτικό τους στη Θήβα. Γνώριζαν πολύ καλά μέσα τους ότι αυτή η επιστροφή κάθε άλλο παρά εύκολη θα ήταν. Είχαν μπει πια για τα καλά στο μάτι του Κρέοντα και μέσα τους πλέον είχαν ένα άσχημο φόβο για το πώς αυτός θα είχε επηρεάσει ήδη τον αδελφό τους τον Ετεοκλή. Όμως η Θήβα για αυτούς ήταν μονόδρομος. Η άλλη επιλογή για το Άργος για να συναντήσουν τον άλλο αδελφό τους τον Πολυνείκη αποκλείστηκε αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη. Στη Θήβα ήταν και η μητέρα τους η Ιοκάστη. Μια επίσης τραγική μορφή σε όλα αυτά. Ο θάνατος του συζύγου της αλλά και, κατά την τραγική μοίρα, παιδιού της Οιδίποδα, ήταν σίγουρο ότι θα της έφερναν ένα απάνθρωπο κλονισμό. Έτσι, η παρουσία τους κοντά της, θα ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

 

Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό όταν είχαν ήδη ανεβεί αρκετά ψηλά στο βουνό για να περάσουν προς τη Βοιωτία. Κάποια στιγμή η Αντιγόνη σε μια μικρή διακοπή της πορείας τους για να πάρουν μια ανάσα, στάθηκε σε έναν βράχο καθιστή. Το βλέμμα της απλώθηκε στην Αττική γη. Στο βάθος κάτω έβλεπε τα τείχη της πόλης της Αθήνας. Πέρα στο βάθος του ορίζοντα χρύσιζε η θάλασσα στις ακτίνες του ήλιου. Στο βάθος, μετά το πέλαγος, διαγράφονταν αδρά τα βουνά της Αργολίδας. Η σκέψη της έτρεξε εκεί, στο Άργος, στον αδελφό της τον Πολυνείκη. Άραγε θα τον ξανάβλεπε και πως; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Σαν να ένιωθε μέσα της τις δονήσεις της γης στον αχό του πολέμου. Ύστερα το μάτι της γύρισε πιο κοντά. Στάθηκε κάπου εκεί που έπρεπε να ήταν ο λόφος το Κολωνού. Προσπαθούσε με κόπο να διακρίνει τη μορφή του πατέρα της ανάμεσα στις σκιές που έκαναν το δάσος, ο λόφος και ο ουρανός. Σαν να ένιωσε την αύρα από την παρουσία του στο κορμί της. Ανατρίχιασε σύγκορμη από συγκίνηση. Ένιωσε ξάφνου το χέρι της Ισμήνης να δένεται στο δικό της. Έμειναν για λίγο έτσι δίνοντας έναν τελευταίο χαιρετισμό στον πατέρα τους. Ξεκίνησαν πάλι το δρόμο της επιστροφής. Άραγε ο θάνατός του θα τους λύτρωνε όλους από τα δεσμά της κατάρας; θα το μάθαιναν και αυτό εν καιρώ.

 



[1]     Το όνομά “Κολωνός” είχε να κάνει με έναν από τους εκατό επώνυμους ήρωες της Αττικής. Το επίθετο “Ίππιος” δόθηκε για να ξεχωρίζει από τον αγοραίο Κολωνό και έχει σημείο αναφοράς τα άλογα του Πωσειδώνα.


(Συνεχίζεται...)





Σάββατο 16 Ιουλίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 10η ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7



Στην προηγούμενη 9η ανάρτηση, στο κεφάλαιο 2.5 μεταφερθήκαμε στον Κολωνό της Αθήνας. Η Ισμήνη, με την πιστή της συνοδεία, φτάνει στον Κολωνό με την αγωνιώδη προσπάθεια να βρει τον ικέτη πατέρα της, Οιδίποδα και την αδελφή της, Αντιγόνη. Σκοπός της να προλάβει το θείο της, Κρέοντα, καθώς έχει την πληροφόρηση ότι ο ίδιος κατεβαίνει στην Αθήνα, να τούς αναζητήσει με άγνωστες αλλά επικίνδυνες προθέσεις.

Η συνάντησή των τριών, γίνεται σε κλίμα άκρατης συγκίνησης. Ο Οιδίποδας με την Αντιγόνη είναι φιλοξενούμενοι του βασιλιά Θησέα της Αθήνας κοντά στο άλσος των Ευμενίδων στον Κολωνό. Η Ισμήνη πληροφορεί τους δικούς της για τις προθέσεις του Κρέοντα αλλά και για το πού βρίσκεται ο Πολυνείκης, το γάμο του αλλά και τις μύχιες προθέσεις του.

Στο μεταξύ ο Κρέων, επικεφαλής αποσπάσματος στρατιωτών, έρχεται με κάλυψη στην Αθήνα, γυρεύοντας τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη για να τους μεταφέρει στη Θήβα.

Το κεφάλαιο κλείνει με τον Πολυνείκη να έχει μια συνομιλία καρδιάς με τη σύζυγό του, την Αργεία, στην οποία ομολογεί τη διάθεσή του να πάει στην Αθήνα, να αναζητήσει τον πατέρα του.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σημερινό Μουσικό θέμα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη


10η Ανάρτηση


2.6  Στον Κολωνό (Β)

 Η Απαγωγή

 Η Νύχτα είχε απλώσει για τα καλά τα πέπλα της στον Κολωνό. Έξω παντού απλωνόταν μια χαρακτηριστική ησυχία. Μια ελαφριά Φθινοπωρινή ψύχρα ήταν ήδη αισθητή. Μονάχα οι ήχοι από τα πλάσματα του σκοταδιού έπλεκαν το δικό τους τραγούδι. Τα τριζόνια, λόγω των πρώτων κρύων, είχαν μετριάσει για τα καλά το τραγούδι τους. Όμως ο γκιώνης και οι κουκουβάγιες έστηναν το δικό τους χορό. Το φεγγάρι ήταν στο γιόμα του ζυγώνοντας να γεμίσει το μισό. Έτσι κάτω στη γη, σε συνδυασμό με τον καθάριο ουρανό, παράξενα σχήματα σκιών έστηναν τη δική τους παράσταση.

 Η κούραση που βάραινε στα κορμιά της Ισμήνης, της Νηρίτης και του Ρήσου, τούς είχαν κάνει να αφεθούν γρήγορα, χωρίς αντίσταση, στην αγκαλιά του Μορφέα. Από κοντά και η Αντιγόνη. Δύσκολο και κουραστικό το έργο να έχει την προσοχή του πατέρα της αλλά και να είναι εκείνη τα μάτια του στον έξω κόσμο. Μονάχα ο γέρο Οιδίποδας δεν είχε ύπνο. Η συγκίνηση με την δεύτερη θυγατέρα του, την Ισμήνη και τα όσα έμαθε για τα αγόρια του αλλά και τις προθέσεις του Κρέοντα, τον έκαναν να βασανίζεται από σκέψεις. Στριφογύριζε νευρικά και ανήσυχα στο κρεβάτι, βουτηγμένος στο δικό του απόλυτο και παντοτινό σκοτάδι. Μπορεί το φως των ματιών του να ήταν το διαρκές μαύρο όμως η διαύγεια της σκέψης του ήταν πάντα ενεργή και τώρα ακόμα περισσότερο σε εγρήγορση.

 Το φεγγάρι θα είχε διαβεί αρκετή από τη πορεία του στον νυχτερινό ουρανό ώσπου ο Οιδίποδας άκουσε κάποιους θορύβους από το εξωτερικό μέρος του σπιτιού. Συγκεκριμένα απ’ την αυλή ακούγονταν πατημασιές και γαβγίσματα σκύλων όχι πολύ μακριά από εκεί. Αμέσως μια ξένη παρουσία ανθρώπων απειλητική τόσο για την ώρα όσο και για τον τρόπο έκανε τον τυφλό γέροντα να προσπαθήσει να εντοπίσει την προέλευση των θορύβων. Ένας δυνατός χτύπος στην εξωτερική πόρτα του σπιτιού ξύπνησε με τον πιο απότομο τρόπο τους ενοίκους του σπιτιού.

“Ποιος να είναι;” φώναξε η Αντιγόνη.

“Αυτοί είναι!” κραύγασε με φόβο η αδελφή της ενώ ο Ρήσος από δίπλα τράβηξε από τη ζώνη του ένα μικρό κοντό ξίφος.

“Ανοίξτε!” ακούστηκε μια αποφασιστική αλλά όχι τόσο δυνατή φωνή από έξω.

Ο Οιδίποδας δεν ήθελε πολύ για να αντιληφθεί την προέλευση της φωνής. Όπως επίσης και οι δύο κόρες του.

“Μην ανοίγετε!” έκανε με αγωνία η Ισμήνη.

“Ανοίξτε! Δεν είμαι εδώ για κακό σκοπό!” επανέλαβε ο Κρέων έξω από την πόρτα. Οι συνοδοί του όμως ήδη είχαν κυκλώσει προσεκτικά και σιωπηρά το σπίτι αποκλείοντας κάθε πιθανή έξοδο.

“Ανοίξτε του, δεν ωφελεί!” είπε ο Οιδίποδας.

“Γέροντα όχι!” τον προέτρεψε ο Ρήσος.

“Εμένα θέλει...ανοίξτε του” πρόσταξε με την επιβλητική και συνάμα ήρεμη φωνή του.

Η Αντιγόνη πήρε θάρρος από τη στάση του πατέρα της. Πήγε στην ξύλινη πόρτα, τράβηξε τον μεταλλικό σύρτη και άνοιξε. Η μορφή του Κρέοντα δέσποζε στην πόρτα. Η Αντιγόνη έκανε τόπο να μπει. Εκείνος προχώρησε στο εσωτερικό. Με τα μάτια του μέτρησε το χώρο και τα πρόσωπα.

“Τι ζητάς μέσα στα άγρια σκοτάδια Κρέοντα;” τον ρώτησε ο Οιδίποδας.

“Όλοι εδώ λοιπόν! Γέροντα δεν ήρθα με κακούς σκοπούς όπως νομίζεις…”

“Όσοι έχουν σκοπούς καθαρούς δεν χτυπάνε τις νύχτες τις πόρτες” τον έκοψε εκείνος.

“Δεν είμαστε στη Θήβα γέροντα να ορίζουμε εμείς το πότε και το πού. Ταξίδεψα και εγώ με κόπο, ιδρώτα και κίνδυνο για να έρθω να σας βρω. Και δεν είμαι πια και εγώ νέος…”

“Τι θέλεις Κρέοντα; Μίλα!” τον πρόλαβε ο Οιδίποδας.

Ο Κρέοντας έκανε κάποια βήματα μέσα στο σπίτι. Οι άλλοι τον κοιτούσαν προσεκτικά. Εκείνος είπε.

“Οι Θηβαίοι σε καλούν να γυρίσεις στον τόπο σου, Οιδίποδα. Το ίδιο και ο γιος σου ο Ετεοκλής. Δεν γίνεται να τριγυρνάς σαν ζητιάνος σε ξένους τόπους γυρεύοντας τη λύπηση του κάθε ηγεμόνα”

“Ποιος σού είπε Κρέοντα ότι είμαι ζητιάνος εδώ; Ποιος λάθεψε τόσο να σε πληροφορήσει ότι αναζητώ τη λύπηση; Για είναι της σκέψης σου γεννήματα αυτά τα συμπεράσματα; Με καλείς να γυρίσω πίσω πού; Ξεχνάς ποιοι με διώξατε;”

“Ο λαός της Θήβας αλλά οι ηγεμόνες του πάνω απ όλους και αν θες και εγώ ανάμεσά τους νιώσαμε τα πάθη και τα κρίματά σου γέροντα. Είναι θέλημα όλων να γυρίσετε πίσω. Είναι άραγε παράλογο να βάλουμε όλοι ένα τέλος σε όλο αυτό…”

“Ψέματα! Λες ψέματα Κρέοντα!” πετάχτηκε με πάθος η Αντιγόνη.

Ο Κρέων την κοίταξε ίσια στα μάτια σκληρά.

“Υψώνεις πάλι τη φωνή σε γέροντες άρχοντες και παλιούς βασιλιάδες κορίτσι πράμα! Δεν νομίζεις πως είναι καιρός να πάψεις να κουβαλάς μ’ αυτόν τον τρόπο τον πατέρα σου στις στράτες και στα δάση;”

“Δική σας επιλογή ήταν ο διωγμός του!” απάντησε εκείνη “για σας ήταν το μίασμα, το άγος, η συμφορά. Λες και ήταν δική του θέληση τούτο το κακό και το ανόσιο. Λες και ήταν επιλογή του”

“Δεν ωφελεί να κάνω διάλογο μαζί σου κορίτσι πράμα, με τον πατέρα σου ήρθα να μιλήσω για να του καταθέσω το σεβασμό μου…”

 Ο Οιδίποδας σηκώθηκε όρθιος αγανακτισμένος.

“Μιλάς για σεβασμό ποιος εσύ; Πότε σεβάστηκες τη συγγένειά μας Κρέοντα; Πότε την τίμησες; Με ποιο περίσσιο θράσος έρχεσαι μπροστά μου να μου πεις να γυρίσω για το καλό της πόλης;”

Είχε πια ξεσπάσει, η φωνή του άγρια και τραχιά έβγαινε απ το στόμα του γεμάτη πάθος:

“Δεν μας θέλεις πίσω στη Θήβα για να ζήσω τα χρόνια τα στερνά στην όποια γαλήνη μού χαρίσουν οι Θεοί…”

“Τότε γιατί να το κάνω; Αν ήθελα το κακό σας γιατί να μην σε αφήσω να σέρνεσαι σε ξένους τόπους; Το παιδί σου με στέλνει Οιδίποδα, ο βασιλιάς!”

“Το παιδί μου… Ω τα παιδιά μου! Σαν να ακούω τώρα τις φωνές τους να με ρίξουν κλεισμένο στα πιο κρυμμένα δώματα του σπιτιού βαθιά στην πιο σκοτεινή μου φυλακή. Όμηρο με θέλετε στη Θήβα Κρέοντα! Και μένα και τις θυγατέρες μου”

“Μυαλό δεν βλέπω να ‘βαλες γέροντα!” τον διέκοψε αυτός.

“Δεν σ΄΄αρέσει η αλήθεια ε; Τρέμετε στην ιδέα ότι βρήκα στην Αθήνα ένα ταπεινό και γαλήνιο καταφύγιο να πεθάνω. Φοβάστε στην ιδέα ότι ο σεβάσμιος βασιλιάς Θησέας σεβάστηκε την παράκλησή μου και είπατε να με πάρετε από εδώ…”

“Δεν έχεις άλλη επιλογή γέροντα. Φαντάστηκα πως θα ένιωθες τη θέση σου, πως θα συνέτιζες την αντάρα, που άφησαν οι ανίερες πράξεις σου στο μυαλό σου. Θα έρθεις μαζί μου!”

“Με τι θαρρείς πως με φοβερίζεις;” απάντησε ο Οιδίποδας.

“Μονάχος πώς θα μείνεις εδώ;” τον ρώτησε με δόλο ο Κρέοντας.

Ο Οιδίποδας κατάλαβε.

“Ανάξιε!  Μην τολμήσεις να απλώσεις τα χέρια μου στις κόρες μου!”

 Μέσα στο σπίτι έγινε αντάρα μεγάλη. Οι δύο αδελφές προσπάθησαν να κινηθούν. Ο Κρέοντας έκανε νεύμα προς τα έξω και αμέσως μπήκαν σαν θεριά στο σπίτι οι τέσσερεις από τους πέντε συνοδούς του.

“Πάρτε τις!” φώναξε ο Κρέων “...και αφήστε τούτον τον γέροντα εδώ έρημο μονάχο να σέρνεται αβοήθητος”

“Τα παιδιά μου ανόσιε!”

“Και μένα οι κόρες της αδελφής μου Οιδίποδα! Και μένα συγγενείς μου είναι!” κραύγασε ο Κρέων.

Ο Ρήσος ρίχτηκε με αυτοθυσία στους εισβολείς, όπως και η Νηρίτη. Μια σωστή μάχη χωρίς όπλα αλλά με χέρια και πόδια. Τον Ρήσο τον χτύπησαν άσχημα με τις λαβές των σπαθιών τους ρίχνοντάς τον καταγής. Το ίδιο και την Νηρίτη.  Ο Οιδίποδας άρχισε να φωνάζει. Οι φωνές του έσπαγαν βίαια τη σιωπή της νύχτας. Καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια.

“Βοηθήστε με το δόλιο, Αθηναίοι! Ας φωνάξει ένας κάποια βοήθεια!”

Οι Θηβαίοι ακόλουθοι του Κρέοντα άρπαξαν βίαια τις δύο αδελφές, που αντιστέκονταν με όση δύναμη και λύσσα είχαν και τις έσυραν έξω απ το σπίτι.

“Φύγετε! Στ’ άλογα για τη Θήβα!” ακούστηκε η φωνή του Τήμενου.

Στο μεταξύ κάποιοι γείτονες κάτοικοι, έχοντας θορυβηθεί με όλο αυτό το κακό, είχαν ήδη βγει στο δρόμο, προστρέχοντας στο σπίτι του Οιδίποδα.

 Τα άλογα με τους Θηβαίους και τις δύο αδελφές έφυγαν καλπάζοντας μέσα σε μεγάλη φασαρία. Ο Κρέοντας έμεινε πίσω αντίκρυ στον Οιδίποδα.

“Τι θαρρείς ότι κατάφερες τώρα γιε και ομόκλινε της αδελφής μου;” τού πέταξε μέσα στα μούτρα.

“Ως εκεί έφτασες λοιπόν;” αντέτεινε ο Οιδίποδας.

“Πώς νομίζεις ότι θα μείνεις εδώ και για πόσο έτσι μονάχος;” έκανε ο Κρέοντας με σκληρότητα.

“Τούτη η πόλη, που τόλμησες εισβολέας να γίνεις μέσα στην άγρια νύχτα, θα σταθεί στο πλάι μου! Σε τούτο το ιερό και απάτητο άλσος των Θεών που ήρθες στα ριζά του να το μολύνεις δεν πιάνει της βίας σου το όπλο Κρέοντα!”

“Αυτό θα το δούμε!” τού απάντησε. Γύρισε προς τα πίσω. Βγήκε βιαστικά στην αυλή κινώντας να φύγει.

 Η Φρουρά! Έρχεται ο Βασιλιάς !

 Εκείνη η νύχτα στον Κολωνό έμελε να σφραγιστεί με μια σειρά γεγονότα που ακολούθησαν. Και ήταν ραγδαία. Κάποιοι απ τους φρουρούς ολόγυρα στο ιερό άλσος άκουσαν τον αχό μέσα στη νύχτα και πλησίασαν. Κάποιοι κάτοικοι τούς ενημέρωσαν ότι άγνωστοι καβαλάρηδες έφυγαν σαν κλέφτες απ το σπίτι που έμενε ο ικέτης τους με την κόρη του. Οι φρουροί ενημέρωσαν τους αξιωματικούς του παλατιού και σε λίγο η γης σειόταν από το ποδοβολητό των Αθηναίων ιππέων που έσπευδαν στο σπίτι του Οιδίποδα. Στο δρόμο τους έπεσαν πάνω στον Κρέοντα που δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί πολύ από εκεί. Τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει. Εκείνος, έδειξε να ξαφνιάζεται αλλά δεν προέβαλε καμία αντίρρηση. Ανάμεσα στους Αθηναίους έστεκε επιβλητικός όπως πάντα, αεικίνητος όπως κάθε φορά, ο ίδιος ο βασιλιάς της Αθήνας, ο ένδοξος Θησέας.

 Μπήκε πρώτος στο σπίτι του Οιδίποδα. Τον ακολούθησαν δύο από τους αξιωματικούς του και ο Κρέων μαζί τους. Είδε τα αποτελέσματα της προηγούμενης πάλης, το Ρήσο κάτω πληγωμένο μέσα στα αίματα, την Νηρίτη έντρομη σε μια γωνιά. Απέναντί του είδε τον γέροντα Οιδίποδα συντετριμμένο να κάθεται. Ο Κρέων έμενε απίστευτα ψύχραιμος σε απόλυτο αυτοέλεγχο. Η φωνή του Θησέα ακούστηκε στεντόρεια μέσα στη νύχτα.

 “Τι συμβαίνει εδώ; Ποιοι είναι οι ξένοι εισβολείς. στης πόλης μου τα τείχη; Ποιος τολμά να ταράζει τον ιερό τούτο χώρο;”

 Ο Οιδίποδας μίλησε πρώτος:

“Αναγνωρίζεις τον Κρέοντα στο πρόσωπο αυτού του άντρα βασιλιά Θησέα; είναι ο παλιός βασιλιάς της Θήβας πριν από μένα και αδελφός της γυναίκας μου”

Ο Θησέας έριξε μια ματιά στον Κρέοντα που εξακολουθούσε να μένει ατάραχα σιωπηρός.

“Έχω ακουστά το όνομά του αλλά δεν τον γνωρίζω, τι γυρεύει ένας άρχοντας στην πόλη της Αθήνας, μέσα στη νύχτα και κάτω από τέτοιες συνθήκες; Ποιος θα μου δώσει σαφείς απαντήσεις;”

“Ήρθε μέσα στη νύχτα με οπλισμένους άντρες Θηβαίους να μας απαγάγει! Άρπαξε τις δυο μου κόρες, στείλε κάποιους βασιλιά μου να τους προλάβουν!” απάντησε ο Οιδίποδας.

“Τι είπες; Πώς τόλμησαν μέσα στην ίδια την Αθήνα τέτοιο ατόπημα;” φώναξε οργισμένος ο Θησέας.

“Βασιλιά μου άκουσέ με!…” προσπάθησε να τον διακόψει ο Κρέων.

“Όχι τώρα Κρέοντα! Θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε πολλά αλλά τώρα όχι… προς τα πού τράβηξαν οι απαγωγείς;”

“Προορισμό έχουν τη Θήβα βασιλιά μου” συμπλήρωσε ο Οιδίποδας.

Γύρισε προς τον αξιωματικό του δίπλα του.

“Τρέξτε, ξεκίνα με αποσπάσματα σε όλα τα περάσματα προς τη Θήβα. Δεν πρέπει να έχουν απομακρυνθεί πολύ. Θέλω τις δύο κόρες εδώ! Οι δράστες να πιαστούν και να κρατηθούν! Διέταξε με αποφασιστικότητα. Ο αξιωματικός έφυγε αμέσως με φωνές προς τους άλλους καβαλάρηδες που καρτερούσαν έξω. Η νύχτα αυτή στον Κολωνό δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Οι διαταγές, οι φωνές, οι αλαλαγμοί των αλόγων και ο καλπασμός τους στη νύχτα έδιναν μια άγρια υφή στο ξημέρωμα που ερχόταν.

 Ο Θησέας γύρισε προς τον Κρέοντα:

“Και τώρα εσύ γέροντα παλιέ βασιλιά. Της ξακουσμένης και σεβαστής εφτάπυλης Θήβας. Μιας πόλης που σέβομαι την ιστορία και την ευλογία των Θεών πάνω της. Πες μου! Πού ακούστηκε εισβολέας μέσα στη νύχτα με αρματωμένους στρατιώτες να αρπάζετε τις κόρες ετούτου εδώ του γέροντα; Του ανθρώπου που είναι ικέτης και προστατευόμενός μου! Καταλαβαίνεις τι είναι αυτό που κάνατε; Επίθεση σε ξένη πόλη, που δεν σας ενόχλησε ποτέ και μάλιστα με δόλιο τρόπο. Τι έχεις λοιπόν να μού αποκριθείς για αυτό, πολύ θα ήθελα να ακούσω μα το Δία!”

“Γιε του Αιγέα, ένδοξε βασιλιά της Αθήνας, Θησέα. Δεν ήρθαμε εδώ με σκέψεις κακές για την ένδοξη και σεβάσμια πόλη σου…”

“Αλλά τότε πως εξηγείται αυτή σας η ενέργεια;”
“Βασιλιά, ήρθαμε να πάρουμε τούτον εδώ τον γέροντα μαζί με τις κόρες του. Αν δεν το ξέρεις είναι και δικό μου αίμα. Κόρες της αδελφής μου της Ιοκάστης…”

“Θα ήθελες Κρέοντα να έρθω έτσι μ’ αυτόν τον τρόπο στην πόλη σου, νύχτα με στρατιώτες να τις αρπάξω μέσα απ τις κλίνες τους;”

“Θησέα άκουσέ με. Η Αθήνα είναι για μας πόλη σεβάσμια, πόλη υπόδειγμα…”

“Λόγια… λόγια… μην τον ακούς βασιλιά!” έκοψε το λόγο ο Οιδίποδας. Ο Θησέας τού φώναξε να περιμένει. Ο Κρέοντας συνέχισε:

“Τούτος εδώ, (έδειξε τον Οιδίποδα), βαρύνεται με ανοσιουργήματα οικτρά! Με ανομίες που ξεπερνούν την πιο ανόσια σκέψη. Κουβαλά μίασμα και κατάρες των Θεών. Πώς είναι δυνατόν να βρει στέγη και φιλοξενία στην πόλη σου γιε του Αιγέα;”

“Κάθε ικέτης έχει τη δική του προστασία Κρέοντα, θαρρώ πρέπει πρώτος να το ξέρεις. Και από πότε η δική σου άποψη θα καταλύσει τη δική μας κυριαρχία;” απάντησε ο Θησέας.

“Ακόμα κι αν βαρύνεται με καινούργιες κατάρες στο δικό μου γένος; Στα ίδια τα παιδιά του;  Τόλμησε άραγε να σού πει για τα αναθέματά του; Ήρθα λοιπόν να γλιτώσω τις ανιψιές μου από την κακία του και να πάρω τούτον έξω απ’ την Αθήνα, πίσω στη Θήβα. Μήπως και κλείσει ετούτο το κακό πριν είναι αργά για όλους. Μα με πρόλαβε η παρουσία σου. Πού βλέπεις λοιπόν το κρίμα μου Θησέα;”

Ο Θησέας απάντησε με οργή:

“Ποιος σε όρισε δικαστή και τιμωρό Κρέοντα; Περίμενα τα χρόνια σου και τα άσπρα σου μαλλιά να έχουν περισσότερη κρίση και σωφροσύνη αλλά αλίμονο, αυτό που συναντώ ξεπερνά κάθε σου θράσος!”

“Με κατηγορείς;”

“Μόνος σου έβαλες τον εαυτό σου σε τραγική θέση Κρέοντα! Έφευγες σαν τον κλέφτη μέσα στη νύχτα. Οι άνθρωποί σου απήγαγαν πολίτες που είχαν άσυλο στην Αθήνα. Όλα αυτά, μα τους Θεούς, αν δεν είναι ωμή και δειλή πρόκληση, τι είναι; Μην προκαλείς την τύχη σου λοιπόν. Αν είχαν βάση τα λόγια σου, θα ερχόσουν ο ίδιος, στο φως του ήλιου να με ενημερώσεις και να ζητήσεις όσα κρυφά αποτόλμησες”

 Ο Οιδίποδας πήρε το λόγο. Ήταν σειρά του να ξεσπάσει.

“Μου φόρτωσες χρόνια τώρα δεινά και ανίερα γενόμενα. Με κατηγόρησες και εσύ και πολλοί, ότι αιτία για το λιμό της Θήβας ήμουν εγώ…”

“Τολμάς να το αμφισβητείς; Τα τυφλωμένα μάτια σου δικό σου έργο είναι Οιδίποδα, όχι τρίτων!”

“Πόσο ξέρεις να πονάς τον άλλο στη δυστυχία του μέσα. Γιατί ξέρεις καλά ότι οι ενοχές μου και η τιμωρία μου είναι για όσα κακά γινήκαν και όχι για τη δική μου πρόθεση…”

“Σε τι αλλάζει τούτο το κακό;”

“Γιατί γυρνάς στα τότε; Τίποτα δεν έγινε με δική μου θέληση. Τίποτα δεν αποφασίστηκε με τη δική μου επιλογή. Όλα έτρεξαν δοσμένα στη μοίρα μου. Όλα κρίθηκαν μακριά από μένα. Κοίταξε με το λοιπόν! Τι άλλο θέλεις; Άφησα το θρόνο και την εξουσία με τη θέλησή μου. Αυτοτιμωρήθηκα. Κλείστηκα από τους γιους μου μέσα σε τέσσερις τοίχους…”

“Με κατάρες στ’ αγόρια σου!”

“Δεν τ΄ αρνήθηκα. Πάτησαν τον πιο ιερό νόμο, αυτό του να σταθούν δίπλα στο γονιό τους. Με διώξατε. Ήρθα εδώ ικέτης, με την κόρη μου οδηγό. Σας απάλλαξα απ την παρουσία μου. Και τώρα φτάνεις νύχτα σαν κλέφτης να αρπάξεις τις θυγατέρες μου για να με εκβιάσεις  και ύστερα εμένα μαζί. Θα το έκανες αν μπορούσες μα δεν πρόφτασες…”

Ο Θησέας μπήκε στη μέση με τη φωνή του.

“Χάνουμε χρόνο έτσι. Παλιέ βασιλιά της Θήβας, σέβομαι τα χρόνια σου αλλά το καλό που σου θέλω είναι μου δείξεις τα περάσματα των δικών σου για να τους βρούμε. Αλλιώς αυτό το βράδυ μπορεί να είναι απαρχή μεγάλων δεινών για τις σχέσεις μας”

Ο Κρέων έδειξε να προβληματίζεται. Ο Θησέας συνέχισε το ίδιο αποφασιστικά.

“Μείνε εδώ Οιδίποδα. Υπόσχεση σού δίνω να γυρίσουν οι κόρες σου καλά και ασφαλείς κοντά σου. Κρέοντα, ακολούθησέ με!”

Βγήκαν από το σπίτι. Ανέβηκαν στα άλογα και χάθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση. Στο σπίτι ο Οιδίποδας έμεινε με τον Ρήσο και την Νηρίτη βουτηγμένους στην αγωνία. Κοντά τους πρόστρεξαν γείτονες ευγενικοί να περιποιηθούν τα τραύματά τους. Η νύχτα θα ήταν πολύ μεγάλη.

 Στο φως της επόμενης μέρας

 Ο ήλιος έγερνε πια στη δύση του στον ουρανό της Αθήνας. Η επόμενη μέρα μετά τα άγρια γεγονότα της προηγούμενης νύχτας βάδιζε στο κλείσιμό της. Στο σπίτι που φιλοξενούνταν ο Οιδίποδας κυριαρχούσε μια παράξενη γαλήνη. Τα αποσπάσματα των Αθηναίων ιππέων μετά από την γενική κινητοποίηση, που διέταξε ο Θησέας κατάφεραν τα ξημερώματα να εντοπίσουν τους Θηβαίους απαγωγείς στο δρόμο της φυγής τους προς τη Βοιωτία. Μαζί τους είχαν φυσικά τις δύο κόρες του Οιδίποδα, δεμένες πάνω στα άλογα. Αυτός ήταν και ο λόγος της αργής τους ταχύτητας διαφυγής. Έτσι οι ιππείς της Αθήνας κατάφεραν να τους εντοπίσουν και να ξεχυθούν στο κατόπι τους. Ήταν θέμα χρόνου η ίλη του Θησέα να εγκλωβίσει τους άρπαγες.

 Ο Τήμενος, επικεφαλής των ανθρώπων του Κρέοντα, έμπειρος και λογικός κατάλαβε αμέσως ότι ήταν παγιδευμένοι και κάθε προσπάθεια αντίστασης θα οδηγούσε στον θάνατό τους. Έτσι, χωρίς αντίσταση, παρέδωσε τις δύο αδελφές στον επικεφαλής των Αθηναίων. Ο ίδιος ο Θησέας θα ήταν εκείνος που θα αποφάσιζε για την τύχη τους.

Η Αντιγόνη με την Ισμήνη επέστρεψαν το μεσημέρι στο παλάτι της πόλης και παρουσιάστηκαν στον ίδιο το βασιλιά.

 “Είστε καλά και οι δύο;” τις ρώτησε με αγωνία. Εκείνες γεμάτες ευγνωμοσύνη, τον ευχαρίστησαν θερμά.

“Βασιλιά της Αθήνας, γιε του Αιγέα, σού χρωστάμε τη ζωή μας. Και τη δική μας αλλά και του πατέρα μας. Δεν θα το λησμονήσουμε ποτέ!” του είπε η Αντιγόνη.

“Ησυχάστε, έκανα αυτό που προστάζουν οι ηθικές αξίες της πόλης μας. Είστε ικέτες μας, και δέχεστε την φιλοξενία μας, πρόσφυγες στη γη μας. Και κάθε πρόσφυγας αδύναμος και έχει το δικαίωμα να βρει μια γη φιλική να ακουμπήσει, μια στέγη να σκεπαστεί και μιαν εστία να τον ζεστάνει. Πάρτε μια ανάσα και θα δώσω εντολή να σάς γυρίσουν στον πατέρα σας. Θα τον επισκεφτώ και εγώ ο ίδιος αργότερα”, τις είπε.

 Έδωσε τη σχετική εντολή και μια ομάδα ιππέων ανέλαβε να συνοδεύσει τις δύο αδελφές στο σπίτι που φιλοξενούνταν ο Οιδίποδας. Η άσχημη αυτή τους περιπέτεια είχε λήξει.

 “Βασιλιά μου, τι θα κάνουμε με τους αιχμαλώτους;” τον ρώτησε ο επικεφαλής αξιωματικός για την τύχη των Θηβαίων.

“Αφού τους έχετε αφοπλίσει, θα περιμένετε διαταγές μου. Έχω να μιλήσω πρώτα με τον άνθρωπο που ήταν πίσω από όλα αυτά” απάντησε. Έδωσε εντολή να παρουσιάσουν μπροστά του τον Κρέοντα. Σε λίγο οι δυο τους  παρέστεκαν ο ένας απέναντι στον άλλο.

“Λοιπόν γέροντα πρώην βασιλιά της Θήβας, οι άφρονες πράξεις και επιλογές οδηγούν στην καταστροφή. Ελπίζω να το κατάλαβες αυτό”

“Βασιλιά Θησέα, απ την αρχή σου εξήγησα ότι όλα τούτα αφορούσαν συγγενικά μου πρόσωπα, δεν είχε σε τίποτα να κάνει με τις σχέσεις της Θήβας με την ένδοξή σου πόλη”  απάντησε εκείνος με έκδηλη την προσπάθεια διπλωματίας του.

“Περίμενα περισσότερη αλήθεια και ειλικρίνεια απ το λόγο σου. Ξέρεις, συνηθίζω να σέβομαι κάποιον που είναι και μεγαλύτερός μου και που έχει μια τιμητική ιστορία πίσω του, αντιπροσωπεύοντας μια ολάκερη πόλη. Δεν δέχομαι καμία από τις αιτιάσεις σου Κρέοντα. Με απογοητεύσατε”

“Βασιλιά μου...δεν είναι έτσι” προσπάθησε να δικαιολογηθεί.

“Αρκετά. Είμαι στα όριά μου. Μην διανοηθείτε να τολμήσετε άλλη φορά τέτοια πράξη και μην τολμήσετε να ενοχλήσετε τον Οιδίποδα και τις κόρες του. Στα χέρια μας έπεσαν και κρατούνται όλοι οι δικοί σου στρατιώτες. Κανονικά ως απαγωγείς πρέπει να τους τιμωρήσω αυστηρά”

“Στις δικές μου εντολές υπάκουαν Θησέα” τόνισε εκείνος, “δεν ήρθαν εδώ σαν στρατιώτες αλλά σαν συνοδοί μου”

“Συνοδούς οπλισμένους όμως…”

“Είναι άγρια τα βουνά και τα περάσματα στην Αττική. Για τη δική μου ασφάλεια στο ταξίδι Θησέα”

“Κάθε στιγμή που περνάει, με όσα ακούω γίνομαι όλο και πιο έξαλλος. Βιάσου! Θα τους χαρίσω τη ζωή. Θέλω να φύγετε αυτή τη στιγμή για την πατρίδα σας. Θα σας συνοδεύσουν ως τα σύνορα με τη Βοιωτία στρατιώτες μας”

Ο Κρέοντας του έριξε μια ματιά αμφιλεγόμενη.

“Ελπίζω η επόμενη συνάντησή μας να είναι με άλλες συνθήκες βασιλιά Θησέα” τού είπε κάνοντας μια ελαφριά τιμητική υπόκλιση.

“Από εσάς μένει να το τιμήσετε” ήρθε η απάντηση.

Ο Κρέων αποχώρησε σκεφτικός από την αίθουσα. Μετά από λίγη ώρα ένα, ικανό σε άντρες, απόσπασμα Αθηναίων ιππέων συνόδευε τον Κρέοντα και τους συνοδούς του στην επιστροφή τους στη Θήβα.

 “Θυγατέρες μου αγαπημένες…” ψέλλισε με αδύνατη και εξασθενημένη φωνή ο Οιδίποδας καθώς κρατούσε στην ανοιχτή του αγκαλιά την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Εκείνες είχαν κουρνιάσει στα χέρια του έχοντας βρει στην αγκαλιά του τη γαλήνη ύστερα από αυτήν την περιπέτεια. Ο τραγικός πατέρας και οι δύο κόρες του, σε ξένη φιλόξενη γη, ακουμπούσαν τις καρδιές τους δίπλα στο ιερό άλσος των Ευμενίδων. Η ψυχή του Οιδίποδα είχε αρχίσει το δικό της αγώνα να λυτρωθεί από όλα εκείνα τα μιαρά και τα ανόσια που τον βάραιναν χρόνια τώρα. Ένιωθε να ξεκινάει τον προσωπικό του δρόμο στον καθαρμό και στην αποδοχή του απ' τους Θεούς.

(Τέλος Α' μέρους κεφαλαίου 2.6-Συνεχίζεται)

Ετυμολογία ονομάτων

Θησεύς:   Ρήμα "τίθημι". Μέλλων: "θέσω", Θησεύς=αυτός που θα θέσει, αυτός που θα ιδρύσει.