H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 26η δημοσίευση

 


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 23 

Ανάρτηση 24

Ανάρτηση 25


Στην προηγούμενη δημοσίευση, τελειώσαμε το κεφάλαιο 3.5. Ο Μενοικέας, ο νεαρός γιος του Κρέοντα, μαθαίνει τον εφιαλτικό χρησμό του Τειρεσία, που αποζητά το θάνατό του για να σωθεί η Θήβα από την επίθεση των Αργείων. Ο πατέρας του, προσπαθεί να τον φυγαδεύσει στη Δωδώνη για να επιβιώσει μέχρι να περάσει η μεγάλη αυτή κρίση. Όμως ο νεαρός γιος έχει μέσα του άλλες σκέψεις. 

Θα τον δούμε να αποχαιρετά τη μητέρα του και να παίρνει, ο ίδιος, το δρόμο του μαρτυρίου, για να βάλει τέρμα στη ζωή του ακριβώς στην πηγή του Άρη.

Το τραγικό νέο του θανάτου του Μενοικέα βρίσκει τους γονείς του σοκ πραγματικό. Ο Κρέων λυσσομανά κατά του Πολυνείκη, θεωρώντας τον ηθικά υπεύθυνο για τα δεινά που απλώνονται ολόγυρά τους, η δε γυναίκα του, η Ευρυδίκη, καταριέται με σκληρό ανάθεμα όλους εκείνους, που οδήγησαν στον πόλεμο και στο θάνατο τόσο το παιδί της όσο και όλους τους άλλους.

Στη συνέχεια ξεκίνησε το κεφάλαιο 3.6 στο οποίο έχουμε τη μεγάλη μάχη στα τείχη της πόλης. Οι Αργείοι με τους συμμάχους τους, θα επιτεθούν λυσσαλέα αλλά η άμυνα των Θηβαίων θα αντέξει και θα προκαλέσει μεγάλες απώλειες σε ζωές ακόμα και επιφανών στρατηγών.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Άλλωστε δεν έχει πάψει ποτέ να ντύνει το μυθιστόρημα με επική συγκλονιστική μουσική.



26η Δημοσίευση


Κεφάλαιο 3.6 (Μέρος Β')

Ο αδελφός τον αδελφό

Κάποια στιγμή από τους ψηλούς πύργους, μέσα στην πρόσκαιρη ηρεμία λίγο πριν ξαναρχίσει πάλι η μάχη, πρόβαλε η μορφή του Ετεοκλή. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφισμένη την έπαρση και τη σιγουριά της νίκης. Χωρίς να υπολογίσει τίποτα ακούστηκε επιβλητική η φωνή του:

“Ε Αργείοι στρατηγοί και στρατιώτες. Όσοι απομείνατε πια ζωντανοί και δεν σας σκέπασε το σκοτάδι του Άδη, πού είναι κρυμμένος αυτός ο Πολυνείκης; Δείτε μωρέ για ποιον πολεμάτε και τρέχετε στο θάνατο! Δεν έχετε γλιτωμό και το βλέπετε! Παρατήστε λοιπόν την επίθεση και πείτε σε εκείνον το δειλό τον αδελφό μου να βγει μπροστά μου εδώ να μετρηθούμε. Πρόσωπο με πρόσωπο. Πολυνείκη! Πού είσαι;”

Μεγάλο σούσουρο και αναταραχή προκάλεσε αυτή η ωμή πρόκληση του βασιλιά της Θήβας τόσο προς τον Αργίτικο στρατό όσο και προς τον αδελφό του. Την ίδια έκπληξη όμως προκάλεσε και στους ίδιους τους Θηβαίους, που είδαν το βασιλιά τους να εκτίθεται στον άμεσο κίνδυνο και να ξεφεύγει σε μια ακραία παρορμητική στάση. Ο ένας στρατιώτης κοίταζε τον άλλο, τόσο στους Δαναούς όσο και στους Θηβαίους.

“Τι πάει να κάνει μα τον Δία!” ξέσπασε ανήσυχος ο Κρέων πιο πίσω καθώς τον άκουσε από έναν διπλανό πύργο. Ο Ετεοκλής ήταν ασταμάτητος, άρχισε πάλι να φωνάζει:

“Πείτε του να βγει. Εδώ μπροστά μου. Να μετρηθούμε οι δυό μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Και αν τον σκοτώσω τότε ας έρθει να με αντικαταστήσει, αν όχι τότε θα φύγετε όλοι για τα σπίτια σας όπως ήρθατε”

Οι Θηβαίοι πανηγύρισαν με κάθε τρόπο τα λόγια του βασιλιά τους χτυπώντας δόρατα και σπαθιά πάνω στις ασπίδες τους με πολεμικές κραυγές.

Ο Άδραστος έτρεξε δίπλα στον Πολυνείκη που έδειχνε τόσο οργισμένος ώστε με δυσκολία μπορούσε να μιλήσει σωστά.

“Μην πας! Είναι παγίδα!” τού είπε ο βασιλιάς.

“Δεν τον ακούς; Το επίορκο φίδι! Τολμά να με ταπεινώνει μπροστά σε δύο στρατούς…” άφριζε απ’ την έντασή του ο Πολυνείκης. Έμοιαζε θηρίο σε κλουβί.

“Δεν κρίνονται οι πόλεμοι στον εγωισμό γιε μου! Μήτε στα πείσματα μιας μονομαχίας! Οι μάχες θέλουν μυαλό καθαρό, χέρι που δεν θα τρέμει απ’ την οργή και την παρόρμηση”

“Και θα τον αφήσω να διαπομπεύει το όνομά μου;”

“Θυμάσαι τι έκανε με τον Τυδέα την πρώτη φορά; Τού έστησε παγίδα στο ποτάμι για να τον αφανίσει, έτσι θα κάνει και με σένα. Θα τού δώσεις τέτοια ευκαιρία;” έγινε πιο πιεστικός ο Άδραστος.

“Αυτή μοιάζει να είναι η δική μας ώρα βασιλιά! Η ώρα να αναμετρηθώ μαζί του. Καιρό τώρα μού έδωσε αφορμές και δεν είχα την ευκαιρία. Και να τώρα! Μού τη δίνει ο ίδιος….”

Χωρίς δεύτερη κουβέντα, καβάλησε το άρμα του και μονάχος όρμησε μπροστά προς τα τείχη της Θήβας.

“Πολυνείκη στάσου!” ακούστηκε η φωνή του Άδραστου ανήμπορη όμως να τον σταματήσει. Ήδη το άρμα του, τυλιγμένο στη σκόνη, ζύγωνε φτάνοντας κάτω απ τον πύργο του Ετεοκλή. Αυτός έδωσε εντολή στους Θηβαίους να πάψουν κάθε κίνηση. Ο Πολυνείκης ήρθε και στάθηκε με το άρμα του μπροστά από τις Νήιστες πύλες. Η φωνή του ακούστηκε εξ ίσου δυνατή και επιβλητική με αυτή του αδελφού του.

“Μεγάλα και κούφια τα λόγια σου μπροστά σε όλους. Γιατί, εκτός από επίορκος και άτιμος στις συμφωνίες σου, είσαι και αλαζόνας. Ήρθα λοιπόν Ετεοκλή αδελφέ μου εδώ μπροστά σου. Σε περιμένω καθώς είπες. Και δεν στο κρύβω πως τούτο εδώ είναι το καλύτερο. Να λύσουμε εμείς οι δύο τις διαφορές μας. Αρκεί να βαστάξεις το λόγο σου αυτή τη φορά γιατί το συνηθίζεις, κατά το πώς σε βολεύει να τα γυρίζεις. Έλα λοιπόν! Σε καρτερώ!”

Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των στρατιωτών του Άργους να αποθεώσουν τον στρατηγό τους. Με τον ίδιο τρόπο. Το ίδιο πάθος και ένταση.

Ο Ετεοκλής τίναξε το βλέμμα του προς τον αδελφό του και άρχισε να κατεβαίνει. Η μεγάλη ώρα που τα δύο αδέλφια θα βρίσκονταν το ένα αντιμέτωπο στο άλλο είχε πια ζυγώσει. Η ώρα που η κατάρα του Οιδίποδα θα γινόταν πράξη μπροστά στα μάτια όλων έξω απ τις πύλες της πόλης.

“Κυρά μου! Βασίλισσα τρέχα!

Η, γεμάτη αγωνία, φωνή του Δήλιου, του αξιωματικού του παλατιού, ακούστηκε σπαρακτική στα δώματα της Ιοκάστης. Μπήκε με την ανάσα του να κοντεύει να σπάσει από το τρέξιμο να βρεθεί κοντά της. Είδε την Ιοκάστη και δίπλα της την Αντιγόνη. Ήταν όλες μαζί για να δίνει η μία κουράγιο στην άλλη τις μαύρες αυτές ώρες του πολέμου.

“Τι συμβαίνει Δήλιε;” τον ρώτησε ανήσυχη η Ιοκάστη.

“Τα παιδιά σου κυρά μου!”

Και οι δυό τους έκαναν σαν να τους χτύπησε αστροπελέκι.

“Τι εννοείς τα παιδιά μου;” απάντησε η Ιοκάστη.

“Τι έγινε με τα αδέλφια μας;” ρώτησε η Αντιγόνη με αγωνία.

Ο Δήλιος προσπαθούσε να βρει την ανάσα του για να μιλήσει. Η Αντιγόνη πήγε κοντά του, τον άρπαξε από τους ώμους.

“Θα μιλήσεις επιτέλους;”

“Κυράδες μου, καλύτερα που σας βρίσκω εδώ το λοιπόν. Για να το ακούσετε. Βουίζει έξω ολάκερη η Θήβα”

“Λέγε άνθρωπέ μου” τον πίεσε η Ιοκάστη.

“Κυρά μου, πώς να το αντέξω όλο τούτο; Ποια κατάρα μας κυνηγάει και γιατί; Τα παιδιά σου Ιοκάστη. Θα μονομαχήσουν έξω από τις Νήιστες πύλες”

“Ω συμφορά μας” έσκουξαν και οι δύο, “Μα πώς;” ρώτησε η Ιοκάστη.

“Ο γιος σου ο βασιλιάς, προκάλεσε τον αδελφό του με λόγια βαριά και ταπεινωτικά. Και ο άλλος δεν ήταν δυνατόν να μην απαντήσει…”

“Πως έγινε όλο αυτό Δήλιε;”

“Δεν είναι ώρα κυράδες μου να σάς εξηγήσω. Αυτό μπορούμε να το κάνουμε άλλη φορά. Τώρα πρέπει να τρέξετε! Να κάνετε κάτι, να τους προλάβετε πριν είναι αργά! Πριν ο Άδης στήσει χορό ακόμα μεγαλύτερο σήμερα απ όσα έχουν δει τα μάτια μου”

Η Ιοκάστη γύρισε αλαφιασμένη στην κόρη της.

“Θα έρθεις μαζί μου;” ρώτησε συνεχίζοντας.

“Πόσα ακόμα θα δουν τα μάτια μου η δόλια και θα ακούσουν τα αυτιά μου! Το ότι πλάγιαζα ομόκλινη με το παιδί μου; Το ότι είδα τον άντρα μου και γιο μου να τυφλώνεται με τα χέρια του μπροστά μου; Το ότι έθαψα την ίδια τη μικρή μου κόρη. Και τώρα, να δω τώρα τα δυό μου αγόρια να αλληλοσφάζονται ο ένας αντίκρυ στον άλλον; Πάμε Αντιγόνη. Πάμε μήπως προλάβουμε! Αθηνά Παλλάδα προστάτιδά μας, κάνε το δικό σου θαύμα μην μας βρει άλλη συμφορά!”

Ο Δήλιος βγήκε πρώτος από τα δώματα βιαστικός. Πίσω του η Ιοκάστη με την Αντιγόνη να ακολουθούν τυλιγμένες στην θανάσιμη αγωνία.

Ο Ετεοκλής κατέβηκε αργά και αποφασιστικά από τον πύργο. Ολόγυρά του τον συνόδευαν οι επευφημίες των Θηβαίων στρατιωτών. Δεν τους άκουγε. Μπροστά στα μάτια μου έστεκε μονάχα αδρά η φιγούρα του αδελφού του, εισβολέα στην πατρική γη, του Πολυνείκη. Βγήκε από τα τείχη. Πέρασε τις Νήιστες πύλες. Ολόγυρά του έστεκαν σωροί νεκρών στρατιωτών στη μέχρι τώρα σκληρή μάχη. Κορμιά νεκρά ανάκατα με σπασμένα και αναποδογυρισμένα άρματα. Άλλα διαλυμένα και άλλα να σιγοκαίγονται από τα πύρινα βέλη. Στο χέρι του κρατούσε την ασπίδα του. Το σπαθί του ήταν περασμένο στο θηκάρι του και στο δεξί του χέρι βάσταγε το μακρύ χάλκινο δόρυ του. Στη μνήμη του ακόμα νωπός ο θάνατος της αδελφής του. Στην συνείδησή του έτρεχε γοργά να συναντήσει τον ένοχο αυτής της καταστροφής. Το μίσος για εκδίκηση θέριευε μέσα του.

Ο Πολυνείκης κατέβηκε από το άρμα με την ίδια αρματωσιά, που έφερνε και ο αδελφός του. Λίγα μέτρα πιο πέρα έστεκε μια αντρική φιγούρα. Ο Ετεοκλής. Για εκείνον, δεν ήταν ο αδελφός του. Το αίμα του. Δεν τον ένωνε με αυτόν τον άνθρωπο τίποτα. Αντίθετα τον χώριζαν πολλά. Η παράβαση του όρκου του, η ατιμία του, οι συνεχείς προσβολές του. Δεν χωρούσαν τούτη την ώρα άλλες σκέψεις πέραν από αυτές. Δεν χωρούσαν αυτή την ώρα συναισθήματα. Θα ήταν καταστροφικά.

Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Ολόγυρα στον κάμπο δεν ακούγονταν τίποτα. Μια παγερή σιωπή είχε τυλίξει όλους εκείνους τους θεατές της επερχόμενης σύγκρουσης. Που θα παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Κανείς δε λογάριαζε να φτάσουν τα πράγματα εδώ. Και σε πάρα πολλών τη σκέψη, αυτή τους η απόφαση, φαινόταν λυτρωτική καθώς αυτή τους η ύστατη αμάχη θα έβαζε τέλος στο θανατικό του πολέμου, που παρέσερνε και τους ίδιους. Γι αυτό τα μάτια όλων ήταν ακουμπισμένα πάνω τους με σεβασμό και δέος. Ήταν τρομερό μπροστά τους, δυο αδέλφια να ήταν έτοιμα να αλληλοσφαχτούν.

“Ήρθε η ώρα λοιπόν να λογοδοτήσεις Ετεοκλή!” φώναξε ο Πολυνείκης.

“Θλιβερό κουφάρι στα όρνια θα γίνεις σε λίγο ...ανάξιε αδελφέ μου” απάντησε εκείνος.

“Νομίζεις οι προσβολές σου θα μείνουν χωρίς απάντηση; Για πόσο καιρό θα στέκεις αλώβητος θαρρείς;”

“Πριν σταθείς απέναντί μου πρέπει να μάθεις για την μικρή σου αδελφή, για να νιώσεις το μέγεθος του θανάτου που έφερες στην πατρίδα σου” πέταξε στα μούτρα του ο Ετεοκλής.

Ο Πολυνείκης πάγωσε.

“Τι θες να πεις; Μίλα καθαρά; Ποια αδελφή μου; Τι συνέβη;”

“Δεν τόλμησαν να στα πουν οι εκλεκτοί σου συμπολεμιστές ή δεν είχαν το θάρρος σαν άντρες να το κάνουν…”

“Μίλα ξεκάθαρα και πάψε των λόγων τα παιχνίδια!” απάντησε οργισμένος ο Πολυνείκης.

Ο Ετεοκλής κάρφωσε το βλέμμα του γεμάτο μίσος.

“Η Ισμήνη…..δεν τόλμησαν να σκεφτώ να σού πουν…”
“Τι έπαθε η Ισμήνη καταραμένε μίλα!”

Είχαν πλησιάσει επικίνδυνα ο ένας κοντά στον άλλον. Με πολύ κόπο συγκρατούσαν την οργή τους.

“Η Ισμήνη βρέθηκε νεκρή, σφαγμένη μέσα στο ναό της Αθηνάς! Δεν το έμαθες;”

Ο Πολυνείκης έκανε δυό βήματα πίσω σαν να τον χτύπησε κεραυνός.

“Τι είναι τούτα που μού λες αχρείε; Ποιος τόλμησε; Γιατί;”

“Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποιος έβαψε άνανδρα τα χέρια του στο αίμα μιας ιέρειας, στης Θεάς το ναό μέσα. Αλλά τι λέω; Για όλα είστε ικανοί!”

“Πάψε…..! Γιατί να ‘ναι δικό μας αυτό το ανόσιο έργο;” ούρλιαξε ο Πολυνείκης με βλέμμα θολό από δάκρυα.

“Σε ταράζει η αλήθεια; Τι ζητάω από έναν που ζώστηκε το σπαθί και το δόρυ για να κάψει την ίδια του την πόλη. Εσύ είσαι ένοχος για το θάνατο της αδελφής σου! Εσύ τα έκανες όλα! Αν δεν ήσουν εδώ τίποτα από όλο αυτό το θανατικό δεν θα είχε ξεκινήσει…”

“Πάψε! Γεμίζεις το στόμα σου ύβρεις και ψέμματα και το ξέρεις. Μην μου φορτώνεις κρίματα που γι αυτά, μήτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις τον φταίχτη. Δεν ήξερα τίποτα για την Ισμήνη….”

“Θα το πληρώσεις αδελφέ μου το αίμα της! Θα το πληρώσεις τώρα εδώ με το δικό σου και όλων εκείνων που σύρθηκαν κοντά σου ερπετά στης πατρίδας το χαμό…”

“Ω Θεοί! Ακούστε τον! Πόσο ιταμός μπορεί κάποιος να γίνει στης εξουσίας το σφετερισμό, πόσο εύκολα δικές του ευθύνες σε ξένες πλάτες γυρεύει να αποθέσει…”

“Καλό ταξίδι στον Άδη αδελφέ μου! Ήρθε η ώρα σου!” κραύγασε ο Ετεοκλής.

Πήραν και οι δύο στο δεξί χέρι τα δόρατά τους, σήκωσαν τις ασπίδες τους για κάλυψη. Και άρχισαν με μικρά και συντονισμένα βήματα να πορεύονται κυκλικά ο ένας απέναντι στον άλλο. Σαν εκείνα τα θηρία που αναμετριούνται με το βλέμμα λίγο πριν την τελική αναμέτρηση. Ο χορός του θανάτου είχε ήδη ξεκινήσει. Αργός, ρυθμικός. Ένας κύκλος αίματος. Βήμα το βήμα, βλέμμα το βλέμμα. Βουτηγμένοι στην απέραντη σιωπή που είχε σκεπάσει τα πάντα λες και όλοι βαστούσαν τις ανάσες τους βαθιά στα στήθια. Μονάχα αραιά και που μια χοή αγέρα έσερνε σκόνη και μικρές πέτρες στο χώμα.

Στάθηκαν και οι δύο σε αμυντικές στάσεις καλά καλυμμένοι πίσω από τις ασπίδες τους. Ξάφνου ο Πολυνείκης έκανε απότομα στροφή στην κυκλική του πορεία και κραδαίνοντας το δόρυ επιτέθηκε κατά μέτωπο στον αδελφό του. Το δόρυ έφυγε από το χέρι του με δύναμη. Μόλις την τελευταία στιγμή ο Ετεοκλής μπόρεσε να το αποκρούσει με την ασπίδα του. Αυτό έπεσε αρκετά μακριά του στη γη. Ο Πολυνείκης οπισθοχώρησε για να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την αντεπίθεση του Ετεοκλή. Πράγματι ήταν σειρά του αδελφού του με το δόρυ σε θέση βολής να τον γυροφέρνει. Για μια στιγμή βλέποντας ένα κενό στην άμυνά του , εξαπέλυσε με δύναμη και τέχνη το δικό του δόρυ. Η μεταλλική λεπίδα έφυγε με μεγάλη δύναμη. Γέρνοντας δεξιά ο Πολυνείκης παραμέρισε με το μυτερό δόρυ να περνά ξυστά γδέρνοντας τον αριστερό του ώμο. Το πρώτο αίμα λέρωσε το χέρι του, το πρώτο σημάδι. Κοντοστάθηκαν για λίγο να πάρουν ανάσες. Σχεδόν ταυτόχρονα τράβηξαν τα σπαθιά από τα θηκάρια τους.

Οι αντίπαλοι, Θηβαίοι και Αργείοι, τους παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα και με διάφορα πνιχτά επιφωνήματα αγωνίας. Στην αρχή οι κινήσεις τους ήταν προσεκτικές. Κινούνταν σαν θεριά που καραδοκούσαν το θύμα τους λίγο πριν επιτεθούν. Έγραφαν κυκλικές κινήσεις κάτω στο χώμα. Με τις ασπίδες να καλύπτουν το σώμα τους τα σπαθιά τους έριχναν διαδοχικές αναλαμπές από τις ακτίνες του ήλιου, που άστραφτε πάνω τους. Πρώτος ξεκίνησε την επίθεση ο Ετεοκλής για να συναντήσει την σθεναρή και αποφασιστική άμυνα του αδελφού του. Τα σώματά τους άλλαζαν συνεχώς θέση στο έδαφος ενώ ο ήχος από τα ξίφη που διασταυρώνονταν άρχισε να γίνεται ανατριχιαστικός. Η μάχη ήταν εντελώς αμφίρροπη, τα χτυπήματα δυνάμωναν. Άλλα κόβονταν από το αντίπαλο σπαθί και άλλα συναντούσαν την χάλκινη ασπίδα που αντηχούσε υπόκωφα στην κρούση. Το ένα χτύπημα πιο δυνατό και πιο μανιασμένο από το άλλο. Κάποια στιγμή οι δυό τους βρέθηκαν τόσο κοντά που με μια περιστροφή ο Ετεοκλής βρήκε με την άκρη του σπαθιού του τον ώμο του αδελφού του καθώς αυτός δεν πρόλαβε να καλυφτεί. Το χτύπημα έδωσε θάρρος στον Ετεοκλή αλλά και χαλάρωσε λίγο την άμυνά του. Ο Πολυνείκης ορμώντας μπροστά εξαπέλυσε τη δική του απάντηση. Το σπαθί του πέρασε λίγα εκατοστά μακριά από το κεφάλι του αδελφού του. Πόση ειρωνεία! Σε κάθε επιθετική τους κίνηση, σε κάθε σπαθιά, σε κάθε κρούση της ασπίδας, σε κάθε τίναγμα των χεριών, όλο και κάποια εικόνα από τα ευτυχισμένα παιδικά και νεανικά τους χρόνια φώτιζε μέσα στο μυαλό τους. Λες και μια μοιραία τραγική μοίρα δυνάμωνε το κάθε επόμενο χτύπημα. Το ένα σπαθί πάνω στο άλλο, και μέσα από εκεί και στων δύο τα μάτια έρχονταν οι εικόνες που έπαιζαν παιδιά με ξύλινα σπαθιά. Μόνο που τότε χαμογελούσαν και φώναζαν κάνοντας φασαρία ενώ τώρα οι κραυγές τους ήταν γεμάτες απόγνωση. Και ο κρότος από τις ασπίδες που γδέρνονταν η μία πάνω στην άλλη τους έφερναν αστραπιαία στα μάτια τις στιγμές που μετά τους καυγάδες τους παιδιά, έπεφταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου χαμογελώντας για να γυρίσουν και πάλι αγαπημένοι στο σπίτι.

Ο Πολυνείκης απέκρουσε με το σπαθί του ένα χτύπημα ευθύβολο του αδελφού του και στη συνέχεια η ασπίδα του τον βρήκε με δύναμη στο πλάι. Ο Ετεοκλής παραπάτησε και γκρεμίστηκε στο χώμα λίγα μέτρα πιο πέρα. Κραυγές και οιμωγές φόβου ακούστηκαν από τους Θηβαίους. Για δευτερόλεπτα έμεινε κάτω ακάλυπτος με τον Πολυνείκη να χυμάει επάνω του. Στα μάτια τους για δευτερόλεπτα ήρθε η εικόνα να σηκώνει κάποτε τον αδελφό του που είχε πέσει καταγής χτυπώντας το πόδι του σαν ήταν μικρά παιδιά. Με μια κραυγή τραβήχτηκε πέρα.

“Σήκω!” τού φώναξε με δάκρυα στα μάτια, “Ορθός θέλω να πεθάνεις απ το σπαθί μου!”

Ο Ετεοκλής σηκώθηκε. H αντεπίθεσή του ήταν αφηνιασμένη αλλά η μονομαχία τους είχε πάρει χαρακτηριστικά ενός τραγικού αλληλοσπαραγμού. Λες και το αρχικό μίσος είχε αφήσει τη θέση του στην απόγνωση και στην τραγική τους μοίρα. Κάθε λεπτό που περνούσε τα βήματά τους γινόταν όλο και πιο ασταθή και οι άμυνές τους όλο και πιο απρόσεκτες. Ο ιδρώτας είχε μουσκέψει κάθε εκατοστό από το σώμα τους ενώ ο ένας σχεδόν δεν ξεχώριζε τη μορφή του άλλου. Σαν να πολεμούσαν κάτι “ξένο”, κάτι “άλλο”, έξω από αυτούς. Μια παραζάλη μάχης τούς είχε συνεπάρει θανάσιμη και καταστροφική.

Η μοιραία κίνηση ήταν θέμα χρόνου να γίνει. Ο Πολυνείκης δεν πρόλαβε να καλυφθεί με την ασπίδα του σε ένα χτύπημα του αδελφού του. Έτσι το κοφτερό σπαθί τον βρήκε στα αριστερά του πλευρά, θανάσιμα. Η λάμα του χάλκινου σπαθιού διαπέρασε το προστατευτικό δέρμα και βυθίστηκε στα σπλάχνα του. Τα πλευρά του Πολυνείκη γέμισαν με το αίμα του, που πότιζε πια ως κάτω τη γη. Τρέκλισε προς τα πίσω. Αυτός που ξαφνιάστηκε περισσότερο ήταν ο Ετεοκλής που θέλοντας να ξεσπάσει και να ανταποκριθεί στην αποθέωση του αλλαλάζοντος πλήθους των Θηβαίων, γύρισε το βλέμμα του προς αυτούς, υψώνοντας ανοιχτά τα χέρια του στον ουρανό κραδαίνοντας ασπίδα και σπαθί. Ήταν η μοιραία εκείνη στιγμή που ο Πολυνείκης πριν πέσει έκανε το ύστατο βήμα μπροστά βυθίζοντας το σπαθί του στο πλάι του αδελφού του. Το χάλκινο μέταλλο διαπέρασε τη ζώνη και κομμάτιασε τα νεφρά του Ετεοκλή με το αίμα του να λούζει τα πόδια του.

Και ήταν εκείνη η τραγική ώρα, η ώρα που τα αρπαχτικά όρνια, πέταξαν πάνω απ τον κάμπο της Θήβας, που οι στρατιώτες που βρίσκονταν κοντά σιώπησαν απότομα σαν να τους χτύπησε κεραυνός. Μια βουερή κραυγή ακούστηκε στο πεδίο. Τα δύο αδέλφια, οι αντίμαχοι γύρισαν ο ένας απέναντι στον άλλο τρεκλίζοντας. Το αίμα είχε ήδη βάψει εκτός απ τα κορμιά τους και τη γη, τη δική τους γη. Στο χώμα που κάποτε έπαιζαν παιδιά, στο χώμα που κυλιόντουσαν ανέμελα τα παλιά εκείνα χρόνια, σε αυτό το χώμα έπεσαν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο.


Μια μάνα κοντά στα παιδιά της

“Παιδιά μου!”

Πόσο τρομακτικά αντήχησε αυτή η κραυγή της απελπισίας ολόγυρα στον κάμπο και πόση ανατριχίλα προκάλεσε παντού. Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη, αψηφώντας γνώμες και φωνές, παρακλήσεις και προσπάθειες, είχαν σαρώσει κάθε τι μπροστά τους και έφτασαν και οι δυο τους εκεί. Στο μέρος που οι γιοι και τα αδέλφια της είχαν ξεκινήσει το φτερούγισμά τους στον σκοτεινό Άδη.

“Παιδιά μου! Δεν πρόλαβα η δύστυχη γιατί;” έσκουξε σαν λαβωμένο θεριό γονατίζοντας ανάμεσα στα ματωμένα κορμιά τους, η μάνα τους. Το ίδιο και η αδελφή τους από πίσω.

“Τι να αντικρίσω τώρα η δόλια και τι να πω; Ποια παρηγοριά και ποιο χάδι να σας δώσω;”

Κοίταζε τα κορμιά τους, τα χέρια της έτρεμαν από την αγωνία. Η Αντιγόνη προσπαθούσε να δει αν θα μπορούσε να κάνει κάτι.

Ο Ετεοκλής με το αίμα να τρέχει από το στόμα του έγειρε στα δεξιά το κεφάλι του. Το πρόσωπό του είχε πάρει μια γαλήνη άλλου κόσμου. Τα ύστατα λόγια του βγήκαν τρεμάμενα και αχνά από το μελανιασμένο του στόμα:

“Μάνα… δεν πρόλαβες… κανέναν μας… μένει μονάχα η γη και η πατρίδα μας… δική σας”

Τα μάτια του έμειναν ακίνητα καρφωμένα ίσια επάνω στον ουρανό της Θήβας. Η Αντιγόνη είχε σκύψει λίγο πιο πέρα στον Πολυνείκη, έστρεψε προς τα κει το βλέμμα της και η Ιοκάστη. Ο Πολυνείκης άπλωσε λίγο το χέρι του, η Αντιγόνη το άρπαξε σαν να ήθελε να του δώσει κάθε ικμάδα απ τη δική της ζωή. Σαν να ήθλε να το τραβήξει απ’ το ταξίδι του θανάτου. Να τον κρατήσει κοντά της.

“Αδελφή μου… μάνα μου… φεύγω… γλυκόπικρος ο θάνατος απ’ το χέρι του αδελφού μου… και όχι ξένου… μαζί στη ζωή… μαζί και τώρα…”

“Παιδί μου Πολυνείκη!” κρεμάστηκε η συντριμμένη μητέρα του απ τα χείλη του.

“Μάνα… Αδελφή μου… αγκαλιά στη γη της Θήβας βάλτε με… αυτό μονάχα… αυτό σας ζητώ. Δεν χάρηκα να τη ζήσω... ας τη χαρώ πεθαμένος στο χώμα της...”

Ένας τελευταίος σπασμός του και το βλέμμα του πάγωσε κι αυτό σαν του αδελφού του. Η Αντιγόνη ρίχτηκε ξεσπώντας σε λυγμούς στην αγκαλιά του φωνάζοντας το όνομά του. Λυγμοί, που έγιναν κραυγές, ουρλιαχτά, θρήνος.

Η Ιοκάστη βγαλμένη λες από άλλο κόσμο, σηκώθηκε μόνη στα πόδια της. Παραπατώντας έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Έριξε μια ματιά ολόγυρα. Έβλεπε να ζυγώνουν προς το μέρος τους Θηβαίοι και Αργείοι στρατιώτες αργά σαν νεκρική πομπή έναν κύκλο ολόγυρά τους. Ύστερα έριξε το βλέμμα της στη γη. Είδε τα δυό παιδιά της σφαγμένα νεκρά να κείτονται στα πόδια της. Πήγε στον Ετεοκλή, τον χάιδεψε τρυφερά στο μάγουλο. Ύστερα στον Πολυνείκη κάνοντας το ίδιο στα μαλλιά του. Μετά έσκυψε, πήρε το ένα από τα σπαθιά που ήταν πεσμένα καταγής και διαπέρασε το κορμί της με την κοφτερή του λεπίδα πέρα ως πέρα. Έπεσε νεκρή χωρίς να βγάλει άχνα ή λέξη καμία ανάμεσά τους.

Αν μπορούσε κάποιος εκείνη τη στιγμή να έβλεπε το βλέμμα και την όψη του προσώπου της Αντιγόνης δεν θα μπορούσε να περιγράψει με λόγια αυτό που αντίκριζε. Ένα βλέμμα παραλογισμού και οδύνης μαζί. Απελπισίας και πόνου. Απορίας και απόγνωσης. Πήγε να κινηθεί αλλά ένιωσε δύο χέρια στιβαρά να την τραβάνε προς τα πίσω. Παρά τη λυσσασμένη της προσπάθεια να γαντζωθεί εκεί στη γη, ο Δήλιος, με άλλους στρατιώτες, την έσερναν προ τα πίσω για να την βάλουν ασφαλή πίσω πάλι στα τείχη. Ήξεραν ότι το κακό δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και είχαν χρέος να τη σώσουν. Αυτήν, την τελευταία ζωντανή κόρη του Οιδίποδα, του πάλαι ποτέ ένδοξου βασιλιά τους.


Το τραγικό τέλος της μάχης-Αμφιάραος

Μεγάλη αντάρα και αναταραχή ακολούθησε τα συμβάντα της μονομαχίας. Θηβαίοι και Αργείοι στρατηγοί φιλονικούσαν για το τι πρόκειται να γίνει στη συνέχεια ύστερα απ το θάνατο των δύο αδελφών. Ο Υπέρβιος με τον Λασθένη και τους άλλους Θηβαίους πολέμαρχους πήραν την απόφαση χωρίς δεύτερη σκέψη. Επίθεση με κάθε μέσο!

Το Ιππικό των Θηβαίων με σάλπισμα ξεχύθηκε από τις πλαϊνές πύλες της πόλης και πλευροκόπησε τους Δαναούς επιτυγχάνοντας τον πλήρη αιφνιδιασμό. Το δε πεζικό τους, οργανωμένο και συντεταγμένο κινήθηκε άμεσα και άρχισε να πέφτει με μανία πάνω στους πεζούς αντιπάλους. Τα άρματα πήραν φωτιά, τα σπαθιά κινήθηκαν φονικά. Ο Άδραστος είδε τον πανικό στις γραμμές του στρατού του και προσπάθησε να συγκροτήσει μια αμυντική γραμμή. Όμως ήταν αργά. Οι περισσότεροι πολέμαρχοι των Δαναών είχαν σκοτωθεί. Έμεναν μόνο, εκτός από το βασιλιά, ο Αμφιάραος με τον Ιππομέδοντα. Ο τελευταίος έδινε δυνατές μάχες προσπαθώντας να υποχωρήσει οργανωμένα αλλά σύντομα κυκλώθηκε από το Ιππικό των Θηβαίων. Οι άντρες του έπεφταν νεκροί ο ένας μετά τον άλλο. Ο Υπέρβιος, ο στρατηγός των Θηβαίων, τον είδε απομονωμένο. Τον εγκλώβισε ανάμεσα σε πολλές εχθρικές δυνάμεις και τον σκότωσε.1

Οι Αργείοι είχαν αρχίσει πανικόβλητοι να εγκαταλείπουν το πεδίο της μάχης άτακτοι. Ο Άδραστος έδινε μάχες οπισθοφυλακής καλώντας τους στρατιώτες του να υποχωρήσουν τακτικά πίσω από τον Ισμηνό αλλά οι κινήσεις του ήταν μάταιες. Το μάτι του στην άκρη έπιασε το άρμα του Αμφιάραου με τον Βάτωνα στα ηνία να εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης πανικόβλητος.

Ο μάντης από ένα σημείο και μετά ένιωθε ότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτή τη μάχη. Μέσα του ξύπνησε η δύναμη που ασκούσε ο χρησμός στο μυαλό του. Ένιωσε να παραλύει και να μην μπορεί καν να πολεμήσει. Η μαντεία τον είχε χειραγωγήσει εντελώς και είχε ευνουχίσει τη σκέψη και την πάλαι ποτέ μεγάλη του μαχητικότητα.

“Βάτωνα, δεν ωφελεί! Φεύγουμε! Εγκαταλείπουμε να σωθούμε!” φώναξε κάποια στιγμή στον ηνιόχό του. Εκείνος τού έριξε μια απελπισμένη ματιά και έστρεψε τα άλογα του άρματος προς τα πίσω, στη φυγή. Ο Περικλύμενος από τους Θηβαίους είδε το άρμα του μάντη και τον πήρε αποφασιστικά στο κατόπι με μανία. Ήταν η ευκαιρία που περίμενε να εξιλεωθεί μετά τη ντροπή του για την εγκατάλειψη της αγαπημένης του στη σφαγή. Ο Άδραστος παρακολουθούσε με το βλέμμα του, όσο τού επέτρεπαν οι συνθήκες, τον Αμφιάραο να εγκαταλείπει πανικόβλητος το πεδίο και πίσω του το άρμα του Θηβαίου στρατηλάτη να τον καταδιώκει σε απόσταση βολής. Η εικόνα που έβλεπε ήταν σοκαριστική για αυτόν. Ποτέ δεν πίστευε ότι ο γενναίος μαχητής και πολεμιστής Αμφιάραος θα εγκατέλειπε μια τέτοια μάχη με τέτοιο ατιμωτικό τρόπο. Ο Περικλύμενος πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον διωκόμενο και τα ακόντια που έριχνε πέρναγαν ξυστά από τους δύο μπροστά.

Ταπείνωση! Η καταρράκωση ενός μύθου. Ένα τέλος που δεν άρμοζε στον άνθρωπο αυτό. Το τέλος του μάντη ήταν πια δεδομένο. Ο Περικλύμενος2 είχε πια φτάσει σχεδόν δίπλα στο άρμα του. Ο ηνίοχός του κρατούσε σταθερή πορεία. Οι τροχοί των δύο αρμάτων στρίγγλιζαν από την τριβή μεταξύ τους. Ο Θηβαίος πολέμαρχος, γιος του Ποσειδώνα, ζύγισε ένα ακόμα δόρυ στο χέρι του. Σε λίγα δευτερόλεπτα το φονικό δόρυ θα έφευγε με στόχο την πλάτη του Αμφιάραου. Λίγα δευτερόλεπτα πριν το τέλος.

Όμως μια τέτοια ταπείνωση δεν ήταν ανεκτή απ τον κύρη του Ολύμπου για τον αγαπημένο του μάντη. Τη στιγμή που το ακόντιο έφευγε από το χέρι του Περικλύμενου, λίγο πριν τις όχθες του ποταμού Ισμηνού, η γη σείστηκε κάτω από τα πόδια τους. Ένα μεγάλο χάσμα από καθίζηση άνοιξε μπροστά από το άρμα του Αμφιάραου. Σε κλάσματα χρόνου το άρμα του μάντη με τον Βάτωνα μαζί βυθίστηκε στο μαύρο σκοτάδι της γης που άνοιξε κάτω από τα πόδια τους παρασύροντάς τους στην μαύρη αγκαλιά της. Την ίδια στιγμή το δόρυ πέρασε ίσια πάνω από το κεφάλι του μάντη, ενώ ο ηνίοχος του Περικλύμενου μόλις που πρόλαβε να στρίψει το άρμα για να μην ακολουθήσει και αυτό το δρόμο προς τα έγκατα της γης.

Ο Άδραστος είδε σαν χαμένος τον τρόπο που χάθηκε για πάντα ο Αμφιάραος μέσα στο χάσμα. Παρά τις μεγάλες μεταξύ τους αντιθέσεις και συγκρούσεις, δεν έπαυε να είναι ο άντρας της αδελφής του, ο άνθρωπος που δέθηκε μαζί του με όρκους και συμφωνίες. Πλέον δεν υπήρχε κοντά τους. Κάτι απρόσμενο, κάτι εξωπραγματικό, κάτι έξω από τις δυνάμεις των ανθρώπων, τράβηξε τον μάντη στα σωθικά της γης για να μείνει εκεί για πάντα. Προσπάθησε να κρατήσει τους λυγμούς που τον έπνιξαν. Η μαντεία του Αμφιάραου είχε πλέον εκπληρωθεί. Ο Άδραστος έριξε μια ματιά γύρω του. Το θέαμα που έβλεπε ήταν εφιαλτικό. Ο στρατός του διαλύονταν και οι στρατιώτες του έπεφταν νεκροί ποτίζοντας με το αίμα τους το χώμα του Θηβαϊκού κάμπου. Και οι επτά στρατηγοί, που μπήκαν μπροστά σε αυτήν την εκστρατεία είχαν χαθεί. Έμενε μονάχα ο ίδιος, ζωντανός νεκρός να αναμετριέται με τις τύψεις, τις ενοχές, το φόβο και την απόγνωση. Η μαντεία του Αμφιάραου δικαιωνόταν πανηγυρικά.

“Βασιλιά μου πρέπει να φύγουμε γρήγορα πέρα από τον Ισμηνό, όσοι λίγοι γλιτώσαμε από τον αφανισμό!” φώναξε ένας στρατιώτης με αίματα στο πρόσωπο παρακινώντας τον να καλπάσει όσο πιο γρήγορα μπορεί στο δρόμο της φυγής.

Ο βασιλιάς τον κοίταξε με μάτια κόκκινα και τον ακολούθησε περισσότερο μηχανικά παρά με τη θέλησή του. Μέσα του ντρεπόταν την ώρα της επιστροφής, μόνος, νικημένος, ντροπιασμένος, με την ευθύνη να λογοδοτήσει για όλη αυτήν την καταστροφή. Πέρασε καλπάζοντας τις όχθες του Ισμηνού έχοντας πλέον απομακρυνθεί αρκετά από το πεδίο της μάχης. Οι Θηβαίοι είχαν πάψει να τους καταδιώκουν. Είχαν αφοσιωθεί πλέον να τιμήσουν τη νίκη τους. Ο Άδραστος με κάποιες δεκάδες καβαλάρηδες Αργείους που είχαν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί, οι περισσότεροι πληγωμένοι, σταμάτησαν εξουθενωμένοι πια αρκετά μακριά από τον Ισμηνό. Σχεδόν έπεσαν όλοι στη γη ή στηρίχτηκαν στους κορμούς των δέντρων για να πάρουν μια ανάσα.

Η εκστρατεία των επτά στη Θήβα είχε τραγικό τέλος για τους Αργείους και τους συμμάχους τους αλλά άφησε και το στίγμα του τραγικού θανάτου και στην εφτάπυλη πόλη του Κάδμου και της Αρμονίας. Τα δύο αδέλφια πλήρωσαν με το αίμα τους την κατάρα του πατέρα τους. Ένας ακόμα τραγικός κύκλος τύλιξε με αίμα τη γενιά του Οιδίποδα, καταδικασμένη να βαδίζει ανάμεσα στα σκοτάδια και στο θάνατο. Ένα μόνο απ τα τέσσερα παιδιά του έμενε ζωντανό. Η Αντιγόνη. Για πόσο όμως ακόμα.



1Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, “Άπαντα 2”, ο Ίσμαρος ήταν εκείνος που σκότωσε τον Ιππομέδοντα

2Ο Περικλύμενος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Χλωρίδας, επίσης κόρης του μάντη Τειρεσία.

Συνεχίζεται...

 

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

"Φθινοπωρινή συνάντηση" (Διήγημα συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μίνι Σκυτάλη #4")

 



Φθινοπωρινή συνάντηση

Το Φθινόπωρο η γη ντύνεται με τα πιο όμορφα χρώματα. Το πιστεύετε; Από μικρή πίστευα πάντα το κλασικό. Ότι η άνοιξη είναι εκείνη, που δίνει στη φύση τις πιο όμορφες αποχρώσεις. Όμως στο πέρασμα των χρόνων και ακολουθώντας την ομορφιά, που μού έδωσε η φωτογραφία, μέσα μου βαθιά, εδραιώθηκε η άποψη ότι τα χρώματα του Φθινοπώρου στη φύση, είναι ασυναγώνιστα. Εκείνο, που τα κάνει να ξεχωρίζουν δεν είναι η ένταση της αντίθεσής τους, ίσως δεν είναι η ποικιλία. Είναι όμως αυτές οι παλ ελαφριές αποχρώσεις, που δίνει η γη στα δέντρα, στα φυτά και στο χώμα. Αυτές οι μοναδικές αποχρώσεις του καφέ σε όλο τους το μεγαλείο. Μπεζ, καστανό, καφέ σκούρο, όχρα. Ακόμα και στο μαρασμό της, η φύση έχει τη δύναμη να προσφέρει απλόχερα ένα μεγάλο καμβά χρωμάτων.

Όλα αυτά ήρθαν, μία ακόμα φορά, να με επιβεβαιώσουν σήμερα. Αυτό το νοτισμένο πρωινό της Κυριακής μέσα στο δάσος. Λατρεμένο μου χόμπυ, να κυνηγώ, με τη φωτογραφική μου μηχανή, τους ανοιχτούς χώρους. Από καιρό αυτό το πανέμορφο δάσος, έξω απ’ το χωριό ήταν στα σχέδιά μου να το επισκεφτώ. Πράγμα που τελικά έκανα και δεν απογοητεύτηκα.

Η χθεσινή νύχτα έδωσε μια γόνιμη βροχή, ήρεμη σαν τους στίχους του ουρανού, που σαν ποιητής, έρχεται στην αγαπημένη του γη να δώσει το δικό του ερωτικό ύμνο. Όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια. Η μοναδική αυτή σιωπή, ήταν ένα πανάκριβο δώρο σε μια δραπέτευση από τον τοξικό θόρυβο της μεγάλης πόλης. Άφησα το αυτοκίνητο λίγο έξω απ’ το χωριό και πήρα το πρώτο μονοπάτι προς το δάσος. Είχε ψυχρούλα αποδεκτή και το βοριαδάκι μού έδινε μια καθαρή αναπνοή. Καθώς έμπαινα στο δάσος, τα πόδια μου άρχισαν να πατούν πάνω στο χαλί απ’ τα κιτρινισμένα φύλλα. Στις ριπές του ανέμου, μια παράξενη βροχή από αυτά στροβιλίζονταν στο ταξίδι τους απ’ τα κλαδιά των δέντρων προς την αγκαλιά της γης, που τα καρτερούσε με αδημονία να τα νοτίσει με την υγρασία της, να τα υποδεχτεί κοντά της και να τα κάνει κτήμα της.

Δεν ήμουν από αυτές, που μπορούσα να ξεχωρίσω τις φωνές των πουλιών. Όμως άφησα το δικό τους τραγούδι, να γεμίσει τα ταλαιπωρημένα μου αυτιά. Να βγάλει από τους πόρους μου το βίαιο ήχο της αστικής μας ζωής για να τον αντικαταστήσει με τη μελωδία τη δική τους. Το ελαφρύ μου παλτό, ως πάνω απ’ το γόνατο ήταν αρκετό για να με κρατήσει όσο πρέπει ζεστή. Διάλεξα να φορέσω στα ρούχα μου χρώματα του Φθινοπώρου, ζώστηκα και τη φωτογραφική μου μηχανή ανά χείρας και ήμουν έτοιμη. Όσον αφορά την τελευταία, ω ναι! Αγαπούσα την παλιά κλασική φωτογραφία του φιλμ. Έτσι σήμερα είχα βγάλει απ’ το ντουλάπι της βιβλιοθήκης αυτό το παλιό Σοβιετικό διαμάντι. Την Κίεβ 19, SLR με έξτρα φακό, που είχα βρει στο Μοναστηράκι. Όλα ήταν έτοιμα για την εξόρμησή μου.

Είχα ήδη μπει στο δάσος. Ένα φιδίσιο χωμάτινο μονοπάτι υποδέχτηκε ανεκτικά τα βήματά μου. Τα μάτια μου αφέθηκαν να ταξιδέψουν στα μοναδικά χρώματα των φύλλων απ’ τα άπειρα δέντρα που κάλυπταν το χώρο. Το ανοιχτό μπεζ και το απαλό κόκκινο συνδυάζονταν αρμονικά με το σκούρο καφέ-πράσινο των κλαδιών και των κορμών. Είχα ήδη ξεκινήσει τις πρώτες μου λήψεις, τα πρώτα μου φωτογραφικά καρέ. Πιο μέσα στο δάσος συνάντησα κάτι γραμμές. Ναι, γραμμές τραίνου. Καλύτερα θα μίλαγε κάποιος για απομεινάρια καθώς το περισσότερο μέρος τους ήταν θαμμένο στο χώμα. Πόσα άραγε χρόνια πριν αφορούσε η ύπαρξή τους. Εδώ το χωμάτινο μονοπάτι άλλαξε μορφή. Έδωσε τη θέση σε κάτι, που έδινε την εντύπωση κάτω στα πόδια σου, ότι ήταν οργανωμένο από ανθρώπινο χέρι. Ήταν σαφές ότι έμοιαζε με εγκαταλειμμένο παμπάλαιο κράσπεδο καθώς ήταν ορατές οι πέτρες που μπλέκονταν μεταξύ τους, σακαταμένες πια, από το διάβα του αδυσώπητου χρόνου. Τα κλικ της μηχανής μου άρχισαν να γίνονται πιο συχνά καθώς, με μεγάλη μου ευχαρίστηση, το τοπίο γίνονταν όλο και πιο όμορφο. Ένιωθα την επιλογή μου να με αποζημιώνει. Στο ένα άκρο αυτής της επιφάνειας γης, βρήκα μια συστάδα πολύ πυκνή από μεγάλα δέντρα, μεγάλης ηλικίας. Τα κλαδιά τους είχαν απλωθεί με τέτοιο τρόπο και σε έκταση, που λες και έκαναν ένα μεγάλο υπόστεγο πάνω απ’ το κεφάλι μου. Μαγική εικόνα στ΄ αλήθεια.

Άρχισα να περπατάω κατά μήκος αυτής της ακαθόριστης διαδρομής όταν η προσοχή μου έπεσε κάτω στο έδαφος σε κάποια παλιά, εντελώς φθαρμένα υπολείμματα από ξύλα και μέταλλα, ορισμένα σε κάποια διάταξη, από την οποία δεν μπορούσες να βγάλεις άκρη. Η φωτογραφική μηχανή δούλευε εντατικά και ήδη είχα αντικαταστήσει το πρώτο φιλμ. Το βλέμμα μου αφοσιώθηκε απόλυτα στα παλιά αυτά υλικά μπροστά μου. Πλησίασα και άρχισα να εξετάζω το χώρο και τα μελαγχολικά αυτά απομεινάρια, που μαρτυρούσαν με σαφήνεια το ανθρώπινο οργανωμένο πέρασμα από εδώ. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια πριν. Είχα αφοσιωθεί εντελώς στη φωτογράφισή τους.

“Παλιά ήταν σιδηροδρομικός σταθμός εδώ…”

Άκουσα τη βαθιά αλλά γαλήνια φωνή πίσω απ’ την πλάτη μου καθώς ήμουν σκυμμένη για να φτιάξω τα καρέ μου. Γύρισα εντελώς τρομαγμένη και τον είδα, λίγα μέτρα κοντά μου.

“Σε τρόμαξα παιδί μου;”

Ήρθε η ερώτησή του να φέρει την ηρεμία γρήγορα. Ήταν ένας πολύ ώριμος άντρας καλοστεκούμενος με ένα γλυκύτατο πρόσωπο. Θα τον έλεγες άνετα “λεβεντόγερο” έχοντας σίγουρα ξεπεράσει τα εβδομήντα του χρόνια.

“Ξαφνιάστηκα απλώς… δεν σάς πρόσεξα”, απάντησα λίγο αμήχανα από τον απροσδόκητο ερχομό του. Ήρθε και στάθηκε σε λογική απόσταση από κοντά μου, δίνοντάς μου ευγενικά χώρο να προσαρμοστώ στην παρουσία του.

“Είσαι φωτογράφος να φανταστώ;” με ρώτησε ευγενικά.

“Όχι ακριβώς. Το χόμπυ μου”

“Πολύ ενδιαφέρον”

“Ναι, στον ελεύθερο χρόνο μου, φωτογραφίζω…”

Στεκόμασταν και οι δύο ο ένας απέναντι στον άλλον κάνοντας αυτόν τον ανιχνευτικό, θα έλεγε κανείς, διάλογο. Ήταν μετρίου αναστήματος και απλά ντυμένος.

“Βλέπω και μηχανή παλιά; Αναλογική; Αν δεν κάνω λάθος” μού είπε και με ξάφνιασε καθώς έδειχνε άνθρωπο με γνώση.

“Α ναι… είχα από παλιά αυτή τη μηχανή, δέθηκα μαζί της, την έμαθα και δεν λέω να την εγκαταλείψω, παρά τα σύγχρονα μέσα… αλλά εσείς πώς; Θέλω να πω είστε της δουλειάς;”

“Όχι, κορίτσι μου. Απλά αγαπώ και εγώ τη φωτογραφία και έχω κάποιες βασικές γνώσεις” απάντησε ευγενικά.

Ο άνθρωπος αυτός έβγαζε μια ευγένεια στην προσέγγιση που έκανε μαζί σου και σού δημιουργούσε ένα αίσθημα ασφάλειας. Είχαμε αρχίσει να περιφερόμαστε εκεί, στο ίδιο σημείο, με παράλληλα βήματα.

“Είπατε πριν ότι ήταν κάποτε εδώ σταθμός τραίνου;”

“Ναι, πάνω από μισό αιώνα, όταν λειτουργούσε η γραμμή, μετά όλα έμειναν παγωμένα στο χρόνο, όπως τα βλέπεις…”

Το μυαλό μου πήγε πίσω, πριν τρία χρόνια, σε έναν άλλο σιδηροδρομικό σταθμό, σύγχρονο αυτή τη φορά. Είδα κάπου τον εαυτό μου στην αποβάθρα να βηματίζει πάνω κάτω γεμάτη προσμονή και χαρά. Φορτωμένη με τα όνειρα της αναμονής, αυτά που έκανα μαζί του, πριν φύγει για το μεταπτυχιακό του στο Μόναχο. Ήταν η μέρα της επιστροφής του. Η μέρα, που θα τον έσφιγγα πάλι στην αγκαλιά μου για να κάνουμε πάλι τα όνειρά μας κοινά από εκεί που τα αφήσαμε. Έβλεπα πάλι τα μάτια μου να είναι καρφωμένα πέρα στο βάθος στις γραμμές για να καρτερούν το τραίνο που καμαρωτό και φασαριόζικο θα έπιανε στο σταθμό. Την ώρα που μού είχε αναγγείλει τον πολυπόθητο ερχομό του. Το τραίνο έφτασε, τα μάτια μου έμειναν πάνω στις πόρτες απ’ τα βαγόνια, μέχρι που με πόνεσαν από την ένταση στο βλέμμα μου. Απουσία! Η μορφή του δεν φάνηκε ποτέ να κατεβαίνει. Και δεν ήξερα τι να υποθέσω μήτε καν φυσικά να κρατήσω το μεγάλο τραίνο να μη βγει ποτέ του απ΄ το σταθμό για να συνεχίσει το δρόμο του. Αντί για εκείνον ήρθε το μήνυμά του στο κινητό. Σαν τελεσίγραφο καταστροφής και απόγνωσης. Κάποιες σειρές στις οποίες έκανε μια κακόγουστη προσπάθεια να μού εξηγήσει ότι δεν θα γυρίσει, ότι η ζωή του δέθηκε στη Γερμανία, με άλλους προσανατολισμούς. “Προσανατολισμούς”… Πόσα πολλά να έκρυβε αυτή η λέξη, αργότερα έμαθα ότι πίσω της ήταν μια άλλη σχέση με μια άλλη γυναίκα.

Και εγώ έμεινα εκεί. Σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό να αδειάζει ξαφνικά η ζωή μου και να κρέμομαι στο κενό σαν ξεφτισμένη αιώρα στο πουθενά.

“Γιατί βάρυνε ο λογισμός σου, παιδί μου;” ακούστηκε και πάλι η φωνή του. Για δεύτερη φορά σε λίγα λεπτά ήταν εκείνος, που με επανέφερε στην πραγματική ζωή. Τον κοίταξα αμήχανα, λησμονώντας ότι ένα δάκρυ ταξίδευε και πρόδιδε την αναστάτωσή μου. Δεν θα ξεχάσω το βλέμμα του.

“Λένε για τα λιμάνια, κόρη μου ότι είναι γεμάτα καημούς αλλά και οι σταθμοί των τραίνων δεν πάνε πίσω. Τι βαραίνει την καρδιά σου κοπέλα μου;”

“Τίποτα… συγγνώμη… κάτι δικό μου…” απάντησα προσπαθώντας να με επαναφέρω στην ισορροπία μου. Ξεκίνησε να περπατά αργά κατά μήκος εκείνου του μονοπατιού καλώντας με κοντά του.

“Έλα, πάμε να περπατήσουμε λίγο, εκτός αν φοβάσαι έναν άγνωστο γέρο, που ήρθε ξαφνικά στη ζωή σου φορτωμένος αδιακρισία…”

“Όχι, μην το λέτε” απάντησα, ακολουθώντας τον. Για κάποιο λόγο ένιωθα καλά και σίγουρα δίπλα του.

“Πώς είναι το όνομά σου, παιδί μου;”

“Διώνη”

“Εγώ είμαι ο Ζήσης, λοιπόν… πόσο βαριά ήταν εκείνη η απουσία στο σταθμό του τραίνου, Διώνη;”

Ξαφνιάστηκα. Αυτή η διεισδυτική του σκέψη στην καρδιά μου.

“Έλα… άνοιξέ μου την καρδιά σου… τα χρόνια που κουβαλώ, μού έδωσαν την εμπειρία να συνδέω συμπεριφορές και εικόνες. Σε κάποιο σταθμό άφησες ένα κομμάτι της καρδιάς σου, έτσι δεν είναι;”

Ήταν τόσο αφοπλιστικά αληθινός που δεν είχα ξανανιώσει έτσι με κάποιον άγνωστο. Σαν να με ήξερε χρόνια, σαν να διάβαζε την καρδιά μου. Με λίγα λόγια μοιράστηκα μαζί του αυτό που ανέβηκε στη μνήμη μου και εξακολουθούσε να με σημαδεύει. Τον είδα να σταματά λίγο πιο κάτω απέναντι από ένα μεγάλο δέντρο, εντυπωσιακό. Έμεινε να το παρατηρεί. Άκουσα τη φωνή του βαθιά και γαλήνια.

“Λεύκα! Κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Όμορφη και λαμπερή…”, γύρισε και με κοίταξε “σαν και σένα… την ερωτεύτηκε με πάθος ο Άδης και την τράβηξε στον κόσμο του. Στα βάθη του. Εκεί η κόρη πέθανε, έσβησε. Θρήνος! Αλλά ο Δίας, δίκαια σκεπτόμενος, την πήρε απ’ τον κάτω κόσμο και την έφερε στα Ηλύσια πεδία, να ζήσει τη ζωή της για πάντα, σαν δέντρο. Η λεύκα…”

Τον άκουγα και τον κοίταγα έκπληκτη. Γύρισε και με κοίταξε ίσια στα μάτια.

“Μην αφήνεις κανέναν κορίτσι μου να σε τραβήξει σε κόσμους σκοτεινούς. Μην κρέμεσαι σε κάποιον για να υπάρχεις. Στη ζωή τη δική μας, τη ζωή των θνητών, ο Δίας, που θα μάς σώσει είμαστε εμείς οι ίδιοι. Στον εαυτό σου πρέπει να πιστέψεις πάνω απ’ όλα…”

Συνεχίσαμε να περπατάμε στο όμορφο δάσος. Η φωτογράφιση είχε δώσει τη θέση της στην κουβέντα.

“Δεν είναι και το πιο απλό”, του είπα. Εκείνος συνέχισε:

“Δεν σού ζητώ να σβήσεις τις αναμνήσεις! Όχι μην το κάνεις. Ότι ζήσαμε στη ζωή μας, καλώς καμωμένο, το ζήσαμε. Κρατάμε το απόσταγμα, την εμπειρία και το δίδαγμα. Εκείνο που σού ζητάω είναι να γυρίσεις τη σελίδα. Το βιβλίο έχει συνέχεια. Είσαι νέα, δεν θα ‘σαι πάνω από τριάντα δα;”

“Τριάντα δύο”, του είπα με χαμόγελο.

“Είδες; Πόσο όμορφο χαμόγελο έχεις! Δεν έχουμε πολλές ζωές, κόρη μου. Σημασία έχει να κρατάμε όσα περνάμε και βιώνουμε…”

“Ακόμα και την προδοσία;” τού είπα.

“Κυρίως αυτή! Και να μην της δώσουμε τη χαρά να μας μπολιάσει με το δηλητήριό της. Με την καχυποψία και την απομόνωση. Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Σ’ αυτή τη στράτα της ζωής θα κλάψουμε, θα γελάσουμε, θα προδοθούμε, θα αναστηθούμε, θα αγαπήσουμε ξανά”

“Νιώθω να μην έχω το κουράγιο να δοκιμάσω κάτι άλλο…” τού είπα.

“Θα το διεκδικήσεις, Διώνη! Το αξίζεις. Σημασία έχει να πιστεύεις σε σένα, να έχεις σιγουριά ότι θα τα καταφέρεις. Δεν σου λέω να είσαι εγωίστρια αλλά μόνοι μας ορίζουμε τα όμορφα εκείνα που μάς αξίζουν”

Ένιωθα ήδη καλύτερα, σαν μια ανάσα διαφορετική να έδιωξε την καταθλιπτική μου σκέψη. Συνεχίσαμε να περπατάμε μέσα στο δάσος, έχοντας πάρει το δρόμο του γυρισμού προς το χωριό. Η κουβέντα μας μπήκε και σε άλλα θέματα, απλά, καθημερινά. Αν μάς έβλεπε κανείς από μακριά θα νόμιζε ότι γνωριζόμασταν χρόνια ή ακόμα ότι ήμασταν στενοί συγγενείς. Είχα καιρό να χαμογελάσω, να αισθανθώ όμορφα, ξεκούραστα. Γύρισε κάποια στιγμή και με κοίταξε:

“Έτσι να είσαι πάντα Διώνη! Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή, αυτό να το θυμάσαι. Δεν θα σε ωφελήσει σε τίποτα η κατάθλιψη και η παραίτηση. Θα έρθουν νέες αγάπες στη ζωή σου, καινούργιες παρουσίες. Κοίτα να τις χαρείς όπως σού πρέπει…”

“Σάς ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου”, τού είπα αυθόρμητα κάνοντάς τον να χαμογελάσει.

“Με ευχαριστείς; Ο μπάρμπα-Θόδωρος στον καφενέ του χωριού έχει μια ρακί, που τρελαίνει αγγέλους και ένα μεζέ αμαρτία σκέτη. Πάμε να σε κεράσω, έτσι να με θυμάσαι…”

Τον ακολούθησα με ευχαρίστηση, αφήνοντας πίσω μου το όμορφο δάσος αλλά και εκείνο το βάρος που με έπνιγε καιρό τώρα. Άλλωστε ήταν καιρός τώρα, που καιγόμουν απ’ την περιέργεια να δοκιμάσω μια καλή Κρητική ρακή.




Φίλες και φίλοι,

το παραπάνω διήγημα ήταν η δεύτερη προσωπική μου συμμετοχή στο αγαπημένο δικτυακό λογοτεχνικό δρώμενο "Μίνι Σκυτάλη #4"  που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax στο προσωπικό της ιστολόγιο "Γήινη ματιά" 

Αντικείμενο έμπνευσης αποτελεί η συγκεκριμένη εικόνα που επέλεξα, από τις έξι που είναι διαθέσιμες, για να γράψω αυτό μου το διήγημα. Να ευχαριστήσω, μία ακόμα φορά, την αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax για την έμπνευση και την παρακίνησή της αλλά και την άψογη διοργάνωση του όμορφου αυτού δρώμενου. 

Να είστε όλοι καλά, να δημιουργείτε, να διεκδικείτε, να ελπίζετε.


Στο σύνδεσμο που σάς παρέθεσα αρχικά, μπορείτε να διαβάζετε και τις λοιπές συμμετοχές, οι οποίες, πιστέψτε με, είναι εξαιρετικές όλες! 



Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 25η δημοσίευση


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7
















Ανάρτηση 23 

Ανάρτηση 24


Στο προηγούμενο μέρος, ξεκινήσαμε την αφήγηση του πρώτου μέρους του κεφαλαίου 3.5 (Οι επόμενες μέρες). Οι μέρες, που ακολούθησαν την πρώτη μεγάλη σύγκρουση των Θηβαίων με το συμμαχικό στρατό των Αργείων, είναι μέρες θρήνου και περισυλλογής. Οι Αργείοι θρηνούν και κηδεύουν τον Τυδέα, γαμπρό του βασιλιά Άδραστου και τους άλλους που έφυγαν μαζί του. Οι Θηβαίοι σύσσωμοι θα κηδέψουν την Ισμήνη, τη δύστυχη κόρη του Οιδίποδα, που βρήκε τραγικό θάνατο μέσα στο Ιερό της Αθηνάς. 

Η τραγική ατμόσφαιρα, θα έρθει να επιβαρυνθεί με τον θανάσιμο χρησμό του μάντη Τειρεσία. Για να σωθεί η πόλη πρέπει να θυσιαστεί ο μικρός γιος του Κρέοντα, ο Μενοικέας. Χρησμός, που έρχεται να συγκλονίσει τον πατέρα του. Ο νεαρός γιος του, είναι παρών στο ανίερο ανάκουσμα. Ο Κρέων, αποφασίζει στη στιγμή να φυγαδεύσει τον νεαρό γιο του στη Δωδώνη για να τον σώσει την τελευταία στιγμή.


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Η σημερινή μουσική επιλογή της καλής μας φίλης συνεχίζει να είναι εκπληκτική. Άλλωστε δεν έχει πάψει ποτέ να ντύνει το μυθιστόρημα με επική συγκλονιστική μουσική.



3.5 Οι επόμενες μέρες  (Μέρος δεύτερο)


ΜΕΝΟΙΚΕΑΣ

 Ο νεαρός γιος του Κρέοντα δεν εύρισκε τόπο να σταθεί μετά το φριχτό μαντάτο που άκουσε από τα χείλη του μάντη Τειρεσία. Αναζήτησε την μητέρα του, την Ευρυδίκη στα άλλα δώματα του σπιτιού. Μόλις την είδε έτρεξε προς το μέρος της. Εκείνη παραξενεύτηκε.

“Τι συμβαίνει γιε μου;”

Προσπάθησε να μαζέψει τη συγκίνησή του. Δεν ήταν εύκολο και δεν κατάφερε να το κάνει ως το τέλος.

“Μάνα μου!” κατάφερε να πει και να πέσει στην αγκαλιά της.

“Μενοικέα αγόρι μου τι έχεις;”

Εκείνος μαζεύτηκε κάπως επιστρατεύοντας όλην την ικμάδα του θάρρους του.

“Πρέπει να φύγω για λίγο απ τη Θήβα…”

Εκείνη θορυβήθηκε.

“Να φύγεις; Να πας πού; Πως θα φύγεις; Είμαστε πολιορκημένοι από παντού”

“Θα σου εξηγήσει ο πατέρας περισσότερα. Έχει εκείνος τρόπο να με βγάλει απ την πόλη…”

“Και θα πας πού; Τρελαθήκατε όλοι σας;”

“Στην Δωδώνη στους συγγενείς μας εκεί…”

“Μα γιατί; Τι έγινε ξαφνικά;”

“Μην ανησυχείς! Είναι για καλό μου! Για μένα είναι! Κάτι έχει γίνει και πρέπει να φύγω μέχρι να περάσει όλο τούτο που μας βρήκε…”

“Ω Θεοί! Τι κακό μάς λαχταράει;”

Ο Μενοικέας είχε πια συνέλθει. Βγήκε απ την αγκαλιά της μάνας του και της είπε:

“Όλα θα πάνε καλά! Να είσαι σίγουρη ότι το σπιτικό, η γη, η πόλη μας θα βρει τη γαλήνη και τη σωτηρία που λαχταρά και αξίζει! Και εσύ… και εσύ θα έχεις πάλι και τα δύο σου αγόρια στην αγκαλιά σου να τα χαίρεσαι. Και τον Αίμονα που είναι αρραβωνιασμένος και μένα το στερνοπαίδι σου”

“Παιδί μου… πρόσεχε σε παρακαλώ! Με τρέλανε η αλλόκοτη τούτη είδηση”

“Θα προσέχω μάνα! Σου δίνω το λόγο μου και την αγάπη μου ότι θα προσέχω. Άσε με τώρα να πάω να ετοιμάσω το άλογό μου”

Με μιας την αγκάλιασε με όση δύναμη είχε. Δεν της έδωσε άλλο χρόνο να μείνουν έτσι τυλιγμένοι και οι δύο σε μια συγκίνηση που έπνιγε. Την φίλησε στο μέτωπο και έφυγε χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει πίσω του.

 Τίποτα δεν τον κρατούσε στους εσωτερικούς τοίχους του σπιτιού του. Πήρε το δρόμο προς το στάβλο. Βάδιζε σαν χαμένος με το πρόσωπο συσπασμένο από την αγωνία και τη συγκίνηση. Οι άνθρωποι του σπιτιού έμεναν με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο καθώς τον είδαν να έρχεται προς το άλογό του. Τον πλησίασε ο υπηρέτης του στάβλου.

“Άμα με ζητήσει ο πατέρας μου πες του πως πάω να φορτώσω τα πράγματά μου”, πρόλαβε να τού πει. Σε λίγο κάλπαζε με το άλογό του προς τα τείχη της πόλης. Κοντά στης Δίρκης την πηγή.

 

Στο δρόμο οι σκέψεις του έβγαιναν από το στόμα του δυνατά μονολογώντας με τον εαυτό του. Λες και κουβέντιαζε με τον άνεμο. Σύντομα τραβήχτηκε έξω από τα σπίτια. Ο κόσμος ήταν κλεισμένος μέσα στο φόβο του πολέμου. Κατά διαστήματα συναντούσε λόχους στρατιωτών και ιππέων είτε να αναπαύονται είτε να περιπολούν.

“Αγαπημένη μου πόλη… Θήβα μου μονάκριβη… στράτες των παιδικών μου χρόνων… κρήνες του πρώτου δρόσου μου ανάσες… εδώ που περπάτησα… οι ναοί που τίμησα… τα φτεροκοπήματα της καρδιάς που πρώτα ένιωσα σε κάθε σου μονοπάτι. Πού να πάω πατρίδα μου; Πού να σ΄ αφήσω; Εγώ να γίνω του χαμού σου η χαμένη ευκαιρία; Εγώ να σε προδώσω για να γλιτώσω τη ζωή μου; Και όλοι ετούτοι που ήρθαν εδώ από άλλες πόλεις κι άλλη γη. Εχθροί και δικοί. Για να υπερασπίσουν το δικό τους δίκιο. Γιατί δεν φεύγουν; Γιατί έμειναν να ποτίσουν με το αίμα της νιότης τους, την ιδέα που θεωρούν σωστή; Κι αν φύγω στα κρυφά πώς θα μπορέσω ύστερα να μάθω το πάρσιμο της πόλης.”

Γεμάτος συγκίνηση και με δάκρια να έχουν γεμίσει τα νεανικά του μάγουλα έτρεχε, έτρεχε ολόγυρα. Σε έναν μακρύ αποχαιρετισμό της δικής του γης. Και το άλογό του κάλπαζε ενώ το βλέμμα του θολό γύρευε απαντήσεις, μάταια, απεγνωσμένα.

 “Άρη στρατηλάτη του Ολύμπου. Άρη, της γης μας άρχοντα. Συ που γαμπρό στη κόρη σου έδωσες τον Κάδμο τον γενάρχη μας… Εγώ πρέπει να είμαι αυτός που θα εξαγνίσω την οργή σου λοιπόν; Της δικής μου νιότης η σφαγή θα απαλύνει τους βόγκους της γης στου δράκοντα γιου σου τις οιμωγές; Ας είναι λοιπόν! Για να σώσω την πόλη μας ας φύγω εγώ… Πατέρα! Συγχώρα μου το ψέμα που σου είπα! Θα καταλάβεις και θα συμφωνήσεις με την επιλογή μου. Ελπίζω να σε κάνω περήφανο όπως πρέπει…”

 Ο ήλιος πια είχε γύρει προς το γέρμα του στη Δύση. Τα χρώματα του ουρανού είχαν γλυκάνει. Και το κόκκινο είχε απλωθεί σε ολάκερο τον ορίζοντα όπως κάνει κάθε βράδυ πριν αποχαιρετίσει το άρμα του ήλιου στο φεύγα της μέρας. Ο Μενοικέας βρέθηκε με το άλογό του κοντά στης Δίρκης την πηγή. Απόλυτη γαλήνη απλώνονταν ολόγυρά του. Κατέβηκε απ το άλογό του. Συγκινημένος το χάιδεψε στη χαίτη, το φίλησε απαλά και το έδεσε στην άκρη. Άρχισε να περπατά. Έφτασε σε ένα μέρος που είχε ένα μεγάλο βαθούλωμα στη γη.

“Εδώ λοιπόν!” είπε.

“Άρη!’ φώναξε με δύναμη υψώνοντας τα δυό του χέρια στον ουρανό.

“Κοίταξέ με στρατηλάτη!”

Μια παράξενη αντάρα άρχισε να κυκλώνει ολόγυρα το μέρος. Ένας ξαφνικός αγέρας άρχισε να ανανταριάζει τη γη και να λυγάει τα κλαδιά των δέντρων.

“Εδώ είμαι πιστός και έτοιμος να εκτελέσω την επιθυμία σου!” φώναξε ο Μενοικέας συγκινημένος μέσα σε έκσταση. Ο ουρανός τοπικά επάνω του άρχισε να μαυρίζει απότομα. Σύννεφα και αστραπόβροντα άρχισαν να αυλακώνουν τον ορίζοντα. Ο νεαρός Μενοικέας τράβηξε το ασημένιο εγχειρίδιο από τη ζώνη του κρατώντας το ψηλά μπροστά στο στήθος του.

“Πάρε με λοιπόν! Το δικό μου αίμα ας γίνει της Θήβας λύτρωση!”

 Ήταν τα τελευταία του λόγια καθώς το χέρι του με δύναμη κάρφωσε το μαχαίρι στο μέρος της καρδιάς. Οι σταγόνες από το αίμα του κύλησαν στη γη μαζί με το άψυχο κορμί του που λίγο σπάραξε μέχρι που έμεινε ακίνητο για πάντα με τα μάτια παγωμένα προς τον ουρανό. Την ίδια στιγμή απανωτές αστραπές και βοή σκέπασε τη γη επάνω απ την πόλη ενώ το μέρος στο βαθούλωμα της γης κλονίστηκε συθέμελα. Το αίμα που κύλησε στη γη την έκανε σε εκείνο το σημείο να γίνεται άμμος, σκόνη. Και να ποτίζει την τρύπα που ανοίχτηκε δίπλα στο νεκρό σώμα του Μενοικέα. Κάτι σαν απόκοσμος βρυχηθμός ακούστηκε από τα έγκατα της γης, κάτι σαν να φτεροκοπά.

 Την ίδια στιγμή στο σπίτι του Κρέοντα ο ίδιος από ώρα γύρευε απελπισμένα το γιο του από ψηλά στο αίθριο καρτερώντας τον να φανεί.

“Γιε μου!” φώναξε, χωρίς να ξέρει γιατί, στο θέαμα του αστραπόβροντου προς τη μεριά της Δίρκης.

“Ο χρησμός!” φώναξε επίσης την ίδια στιγμή και ο Τειρεσίας στο δικό του ιερό σαν άκουσε την αντάρα της γης και του ουρανού. Το άλογο του Μενοικέα σηκώθηκε χλιμιντρίζοντας στα δυό του πόδια τρομαγμένο τραβώντας και σπάζοντας το κλαδί που έστεκε δεμένο. Με καλπασμό πήρε τρομαγμένο το δρόμο της επιστροφής για τον γνώριμό του στάβλο.

“Γιε μου!” κραύγασε με αγωνία ξανά ο πατέρας του , “Πού είσαι;”

“Όλα τώρα πια δείχνουν τα σημάδια!” ψέλλισε την ίδια στιγμή ο Αμφιάραος πολλά στάδια μακρύτερα, στων Δαναών το στρατόπεδο με την καρδιά του να χτυπά γοργά και δυνατά.

“Κανείς τώρα πια δεν μπορεί να εμποδίσει αυτό που όρισαν οι Μοίρες και οι χρησμοί των Θεών…” συμπλήρωσε με νόημα.

 Ο Κρέων έκανε σαν θηρίο στο κλουβί του. Ανήμπορος να κάνει κάτι ένιωθε τον τρόμο και την αγωνία να τον κυριεύει. Ο γιος του δεν είχε έρθει να τον αποχαιρετίσει σε αντίθεση με τη μάνα του. Έμαθε από τους υπηρέτες ότι είχε πάρει το άλογό του και έφυγε αναστατωμένος. Τώρα… ήρθε και το αστραπόβροντο αυτό με το παράξενο σκοτάδι στον ουρανό προς τη μεριά της Δίρκης τον έκανε να τρέμει.

 “Το άλογο του Μενοικέα! Έρχεται μόνο του!” άκουσε φωνές από τους ανθρώπους του στάβλου. Άκουσε τον καλπασμό από το κατάλευκο άτι του γιου του και το είδε από πάνω να μπαίνει τρομαγμένο μέσα στους στάβλους.

“Τειρεσία ο χρησμός σου!” ψιθύρισε μέσα απ τα δόντια του. Κατέβηκε με όση ταχύτητα είχε από το αίθριο βγαίνοντας στην αυλή. Τον ακολούθησε και η γυναίκα του η Ευρυδίκη.

“Που είναι τα πράγματά του;” ρώτησε τον σταβλάρχη.

“Άρχοντά μου έφυγε χωρίς να πάρει τίποτα” απάντησε τρομαγμένος εκείνος.

Ο Κρέων άρχισε να καταλαβαίνει.

“Τι συμβαίνει με το παιδί μας;” τον ρώτησε, σχεδόν τραβώντας τον απ τον χιτώνα η γυναίκα του. Εκείνος την κοίταζε χωρίς να μπορεί κάτι να της πει.

“Μίλα! Τι έγινε το παιδί μας; Πού είναι;” φώναζε σπαρακτικά.

Ο Κρέων έμοιαζε να μην βρίσκεται σε αυτόν τον κόσμο. Από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν καλπασμοί και φωνές. Καβαλάρηδες στρατιώτες έφταναν από τα κάτω στενά.

“Δία κύρη μας βοήθησέ μας!” έπνιξε μια ικεσία μέσα του.

Είδε έναν νεαρό άντρα να τρέχει πανικόβλητος προς το σπίτι τους. Κουνούσε χέρια και πόδια και φώναζε. Ο Κρέων με την Ευρυδίκη ζύγωσαν προς την αυλή. Σε λίγο ο άντρας εκείνος έφτασε στον περίβολο ουρλιάζοντας. Ήταν ένας από τους υπηρέτες τους.

“Άρχοντά μου! Άρχοντά μου!” κραύγασε μόλις τους είδε να στέκονται αποσβολωμένοι κοντά στην είσοδο. Έκοψε την τρεχάλα του προσπαθώντας να βρει την ανάσα του.

“Τι συμβαίνει λοιπόν; Θα μας πεις;” κατάφερε να του μιλήσει αυστηρά αλλά με τη φωνή του μόλις να βγαίνει απ’ τα πνευμόνια του. Σχεδόν ήξερε τι επρόκειτο να ακούσει.

 Ο άντρας έπεσε κατά γης μπροστά του.

“Ο γιος σου άρχοντά μου….”

“Τι έγινε με το γιο μου; Μίλα!” τού φώναξε πιάνοντάς τον από τον χιτώνα τραβώντας τον. Εκείνη τη στιγμή μια πομπή από τέσσερις καβαλάρηδες στρατιώτες έφτασαν έξω. Κατέβηκαν από τα άλογά τους. Ο Κρέων μπόρεσε με την άκρη του ματιού του να δει ότι σε ένα πέμπτο άλογο ήταν φορτωμένο ένα ανθρώπινο σώμα. Τα πρόσωπα των στρατιωτών φορούσαν μια μάσκα τρόμου και πένθους. Κάποιοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν το σώμα από το άλογο.

“Παιδί μου!” έσκισε το ουρλιαχτό της Ευρυδίκης το σκοτάδι της νύχτας που είχε ήδη πέσει. Πριν προλάβει κάποιος να την κρατήσει όρμηξε στο άλογο. Ο Κρέων ένιωθε να ζει ένα εφιάλτη. Ένας στρατιώτης κρατούσε στα χέρια του νεκρό έναν νεαρό άντρα, πίσω του σιωπηροί ακολουθούσαν οι άλλοι. Η Ευρυδίκη προσπαθούσε να αγγίξει το χλωμό πρόσωπο του νεκρού της γιου. Ο Κρέων είδε τον Μενοικέα να φτάνει νεκρός στα χέρια των στρατιωτών που τον ακούμπησαν στο πλάτωμα της αυλής. Όλα έμοιαζαν παράλογα.

“Παιδί μου! Το έκανες λοιπόν; Πώς μπόρεσες; Πώς άντεξες μόνος σου γιε μου; Σε ποια κραυγή θυσίασες τη νιότη σου Μενοικέα;”

Η γυναίκα του, η Ευρυδίκη τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος:

«Τι κάνατε στο παιδί μου, καταραμένοι!» ούρλιαξε ορμώντας στον Κρέοντα. Τα χέρια της χτυπούσαν το κορμί του με όση δύναμη είχε συνεχίζοντας να φωνάζει:

«Καταραμένος να είναι ο πόλεμός σας και εσείς όλοι! Μαύρος θάνατος του Άδη να σας τυλίξει στα βάθη της γης του. Τι κάνατε στο παιδί μου; Ποιος τον έσπρωξε στο θάνατο;»

Δεν υπήρχε απάντηση στις κραυγές της. Ο Κρέων δεν έκανε καν προσπάθεια να γλιτώσει από τα χτυπήματά της. Μόνο τα δάκρυά του ένιωθε να καίνει στα μάγουλά του μαζί με τα χαστούκια της Ευρυδίκης.

Έπεσαν μετά και οι δύο αλλόφρονες πάνω στο άψυχο σώμα του παιδιού τους κλαίγοντας γοερά. Ο Κρέων πήρε μια μεγάλη ανάσα, σήκωσε τα χέρια ψηλά και με όση δύναμη έμενε πια μέσα του κραύγασε:

“Πολυνείκη γιε του Οιδίποδα! Καταραμένος να είσαι για τον ερχομό σου εδώ, στη γη σου εισβολέας και πολιορκητής. Καταραμένος να ‘σαι από το αίμα του παιδιού μου. Μέρα μαύρη και θάνατος πικρός να σε προσμένει στα τείχη της πόλης! Τώρα είμαι βέβαιος! Το αίμα του γιου μου θα πέσει στων Δαναών τα κεφάλια. Καταραμένοι! Ελάτε λοιπόν! Ελάτε! Και να είστε σίγουροι ότι τα κουφάρια σας, σφαγμένα, θα τα φάνε τα όρνια στον κάμπο. Δεν θα υπάρξει κόκκος αυτής της γης να σκεπάσει τα κομμάτια σας.”

Αυτό το τελευταίο το είπε με σπαραγμό έχοντας βγάλει από μέσα του όλη την ικμάδα της ψυχής του.

 Ο Μενοικέας τάφηκε κάτω από δύο μεγάλα πλατάνια αντίκρυ από τις Νήιστες πύλες της Θήβας. Η είδηση του θανάτου του, βύθισε στο πένθος τους απλούς ανθρώπους, όσους κατάφεραν να το μάθουν. Σε κάποιους άλλους προκάλεσαν ανάμικτα συναισθήματα. Ο λόγος του θανάτου του δεν έμεινε κρυφός στον Ετεοκλή. Η αντίδρασή του ήταν σαν να τον έκοψε στα δύο. Από τη μια ο τραγικός θάνατος του νεαρού ξαδέλφου του, τού προκαλούσε αφόρητο πόνο και θλίψη. Απ την άλλη ο χρησμός μίλαγε πια για νίκη των Θηβαίων και σωτηρία της πόλης. Και αυτό ήταν ο σκοπός του. Δεν θα αργούσε πολύ η ώρα που θα έβλεπαν όλοι αν ο πόλεμος θα είχε αυτήν την κατάληξη. Η ώρα για τη μεγάλη μάχη είχε ήδη φτάσει.

3.6  Η μάχη στα τείχη

 

Ο ερχομός της νύχτας βρήκε τους στρατηγούς των Αργείων και των συμμάχων τους να έχουν πάρει τις αποφάσεις τους. Το ξημέρωμα που ζύγωνε θα σήμαινε και τη μεγάλη επίθεση. Αυτή τη φορά στα τείχη και στις πύλες της Θήβας. Όλοι είχαν πάρει τις οδηγίες τους και είχαν συμφωνήσει στο σχέδιο της επίθεσης. Η απουσία του Τυδέα από κοντά τους ήταν κάτι παραπάνω από αισθητή. Ο θάνατός του, τούς είχε πεισμώσει. Έμεναν πια μαζί με τον Άδραστο, επτά πολέμαρχοι που θα σήκωναν το βάρος. Με τον καθένα απέναντι σε κάθε πύλη. Και συνδυασμένη επίθεση με όλα τα μέσα. Ιππικό, άρματα, σκάλες και το πεζικό.

 

Ο Πολυνείκης πριν να αποσυρθεί στη σκηνή του πέρασε έξω από αυτήν του Αμφιάραου. Ο μάντης καθόταν σκεπτικός στη φωτιά έξω απ αυτήν. Κοντοστάθηκε λίγο μπροστά του. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα του και τον κοίταξε. Τα λόγια του ακούστηκαν απόμακρα.

“Έμαθες για το γιο του θείου σου;” τον ρώτησε.

“Λες για τον Μενοικέα;” απάντησε ο Πολυνείκης.

“Ξαδέλφια μακρινά είστε”

Ο Πολυνείκης ήρθε και έκατσε κοντά στον Αμφιάραο αντίκρυ στη φωτιά.

“Έμαθα ναι. Πως έγινε ξέρεις;”

Ο Αμφιάραος τον κοίταξε:

“Οι κήρυκες λένε ότι έβαλε τέλος στη ζωή του με το χέρι του. Στης Δίρκης τα νερά κοντά. Στου δράκοντα του Άρη το κοίλωμα. Το ξέρεις;”

“Ποιος δεν ξέρει για το μέρος που ο ιδρυτής της πόλης μου, ο Κάδμος σκότωσε με τη βοήθεια της Αθηνάς το φριχτό δράκοντα του Θεού. Αλλά γιατί;”

Ο Αμφιάραος ήπιε λίγο κρασί από ένα χάλκινο ποτήρι που είχε δίπλα του. Έδωσε και σ’ εκείνον ένα που το πήρε.

“Χρησμό μεγάλο έδωσε ο Τειρεσίας στους άρχοντες της Θήβας. Το αίμα του Μενοικέα θα δώσει λύτρωση στην πόλη και νίκη στα όπλα τους”

Ο Πολυνείκης αντέδρασε έντονα:

“Χρησμοί και πάλι χρησμοί! Μαντείες, προσδοκίες, σφάγια, οιωνοσκοπίες. Η Αθηνά γλίτωσε τον Τυδέα όπως μού ΄λεγε όταν τον στείλαμε για πρεσβείες την πρώτη φορά. Όμως τώρα κείται νεκρός! Χρησμοί αντιφατικοί μεταξύ τους, που ο ένας αναιρεί τον άλλο. Ποιον να κρατήσουμε και ποιον να αφήσουμε. Εκεί απέναντι στέκεται ένας επίορκος, αυτός είναι που παίζει με τη φωτιά του πολέμου…”

“Είναι αδελφός σου…”

“Ναι και τον τίμησα όπως τού έπρεπε. Τώρα όμως είναι η ώρα να λογοδοτήσει...”

Ο Αμφιάραος δεν απάντησε. Ο Πολυνείκης σηκώθηκε.

“Πάω στη σκηνή μου, μας χρειάζεται λίγη ξεκούραση. Αύριο τα χέρια μας δεν πρέπει να τρέμουν για να βαστάνε τις ασπίδες και τα σπαθιά σταθερά. Χαίρε Μάντη”

 

Άδειασε το ποτήρι με το κρασί στο στόμα του, το άφησε μπροστά εκεί στην πέτρα και έφυγε για τη σκηνή του με βιαστικά βήματα. Ο Αμφιάραος ακούμπησε το βλέμμα του στις σπίθες της φωτιάς. Η σκέψη του ταξίδευε πίσω στα παιδιά του, τον Αλκμαίωνα και τον Αμφίλοχο. Τα έβλεπε ανάμεσα στα μάτια του και στις φλόγες της φωτιάς μπροστά του. Σαν άνεμος περνούσε στα μάτια του ολάκερη η ζωή τους. Από τότε που είδαν το φως της ζωής ως την ώρα που τα κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του σαν έφευγε από το Άργος. Και ύστερα έβλεπε πάλι την ίδια εικόνα με τον εφιάλτη του. Τον ίδιο να τρέχει μανιασμένος και πίσω του μια σκιά να τον καταδιώκει. Μέχρι που ξαφνικά άνοιξε η γη μπρος στα πόδια του και ύστερα τίποτα! Το απόλυτο σκοτάδι.

 

Ματωμένο ξημέρωμα

 Οι σάλπιγγες της παράταξης έσπασαν ανατριχιαστικά τη σιωπή στις πρώτες ώρες της καινούργιας μέρας. Ο κάμπος έξω απ τη Θήβα άρχισε πάλι να σειέται συθέμελα. Χιλιάδες στρατιώτες, άρματα, καβαλάρηδες έπαιρναν τις θέσεις τους συνταγμένοι σε λόχους και φάλαγγες. Μπροστά οι πεζοί και στα πλάγια οι καβαλάρηδες. Οι λευκές ασπίδες του στρατού έφτιαξαν ένα κάτασπρο χάλκινο χαλί που σκέπασε τον κάμπο. Τα άρματα μπήκαν στις θέσεις τους μπροστά μαζί με εκείνους που κουβαλούσαν σκάλες για να ανέβουν στα τείχη.

 Απέναντί τους καθώς έφευγε και το τελευταίο σκοτάδι της νύχτας κρατούσαν ακόμα οι φωτιές από τους αναμμένους δαυλούς στα τείχη και τους πύργους της Θήβας. Και οι δικές τους σάλπιγγες άρχισαν να στέλνουν τα ηχητικά μηνύματα για τον συναγερμό. Οι επάλξεις γέμισαν με τοξότες ενώ το δικό τους πεζικό παρατάχτηκε πίσω από τις πύλες μαζί με τους καβαλάρηδες. Ο Ετεοκλής βαστούσε τον πιο ψηλό πύργο πάνω στα τείχη. Οι δικοί του πολέμαρχοι ήταν σκορπισμένοι στους λόχους τους έτοιμοι για τις διαταγές τους.

 Το σκοτάδι της νύχτας είχε πλέον αφήσει τη θέση του στο φως της μέρας. Ένας λαμπερός ήλιος καλημέρισε τον ουρανό χαρίζοντας στη γη τα πρώτα του χάδια. Για πόσους άραγε από τους ανθρώπους αυτούς, τούτη θα ήταν η τελευταία τους ανατολή. Η φρίκη του πολέμου, για μια ακόμα φορά, θα έκανε αισθητή την παρουσία της.

 Το γενικό πρόσταγμα της εκκίνησης δόθηκε από τον Άδραστο. Οι λόχοι και οι φάλαγγες ξεκίνησαν με τακτικό βάδισμα. Το ίδιο και το Ιππικό από τα πλάγια. Το ένα μετά το άλλο τα στάδια που τους χώριζαν από τα μεγάλα τείχη μίκραιναν. Οι σφυγμοί στις καρδιές όλων άρχισαν να ανεβαίνουν. Ο Ετεοκλής έδωσε διαταγή στους τοξότες να οπλίσουν και να περιμένουν τις εχθρικές φάλαγγες σε απόσταση βολής. Τα στάδια μίκραιναν και τα τείχη μεγάλωναν μπρος στα μάτια των επιτιθέμενων. Ώσπου έφτασαν σε μια απόσταση βολής. Ο Άδραστος έδωσε το σύνθημα και οι τοξότες των Αργείων έριξαν τις πρώτες βολές προς τα τείχη της Θήβας. Ο ουρανός γέμισε χάλκινες κοφτερές σαΐτες που έπεσαν με θανάσιμη ορμή πάνω στα τείχη. Οι Θηβαίοι καλά καλυμμένοι κάτω από τις μεγάλες πέτρες και τους πύργους είχαν πολύ μικρές απώλειες. Ακολούθησαν μερικές ακόμα βολές από τους Αργείους τοξότες που δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα καθώς η ζημιά που προκαλούσαν ήταν μικρή. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να δώσουν κάλυψη στο πεζικό να πάρει ακόμα μέτρα προς τα τείχη και τις πύλες. Ο Ετεοκλής περίμενε να πλησιάσουν κοντύτερα.

 Και αυτό έγινε! Το πεζικό των Αργείων πήρε ξάφνου μια ανάσα στάσης. Ύστερα οι σάλπιγγες ήρθαν να ηχήσουν στο σύνθημα της γενικής επίθεσης. Πρώτα έφυγαν τα άρματα με ορμή και ύστερα το πεζικό αλαλάζοντας κραδαίνοντας σκάλες, δόρατα, ασπίδες και άλλα πολιορκητικά μέσα. Ήταν η στιγμή που ο Ετεοκλής έδωσε το σύνθημα και οι τοξότες άρχισαν να ρίχνουν τα πύρινα βέλη τους. Ο ουρανός γέμισε θάνατο. Τα βέλη άρχισαν να θερίζουν τους πεζούς του Άργους και οι πρώτες γραμμές χάθηκαν στις πρώτες βολές αύτανδρες. Η πρώτη επίθεση οδηγήθηκε σε τραγική αποτυχία και το πρώτο κύμα αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει πίσω σε γραμμή άμυνας. Ο κάμπος είχε ανταριάσει για τα καλά. Αλλεπάλληλα τα κύματα της επίθεσης προκαλώντας πάταγο, με οιμωγές και κραυγές. Τιτάνιες οι προσπάθειες των επιτιθεμένων να φτάσουν στις πύλες πράγμα που, στο τέλος, κατάφεραν και εκεί άρχισε η πολιορκία τους και η προσπάθεια της παραβίασής τους. Τα ψηλά τείχη της Θήβας όμως βαστούσαν κραταιά και έχοντας το πλεονέκτημα ύψους οι τοξότες σκορπούσαν το θάνατο στους Αργείους.

 Στις Νήιστες πύλες έφτασε πρώτος από όλους ο Παρθενοπαίος, καταφέρνοντας με θανάσιμη προσπάθεια να ξεπεράσει τη γραμμή άμυνας των Θηβαίων. Ο Αμφιάραος χτυπούσε στου Προίτου τις πύλες ενώ ο Ιππομέδοντας  στόχο είχε τις πύλες του Ωγύγου. Ο Άδραστος προσπαθούσε να οδηγήσει τις δυνάμεις τους στα τείχη ενώ ο Καπανέας είχε ήδη ζυγώσει την πύλη της Ηλέκτρας την οποία και απειλούσε συθέμελα με την ορμή του. Η μάχη είχε πάρει χαρακτήρα γενικής σύγκρουσης. Δόρατα, βέλη, πέτρες, σκάλες, άρματα. Σώματα πάνω στα σώματα. Άλλοι πληγωμένοι σφάδαζαν άλλοι νεκροί πότιζαν με το αίμα τους τη γη. Πολλοί ήταν και οι Θηβαίοι που γκρεμίζονταν από τα τείχη πέφτοντας νεκροί από τις σαΐτες των Αργείων. Ο θάνατος είχε στήσει χορό βουτηγμένο στο αίμα. Ήταν φανερό όμως ότι οι απώλειες των επιτιθεμένων δεν θα ήταν σε λίγο διαχειρίσιμες.

 Για μια στιγμή ο Παρθενοπαίος με το λόχο του είχε προκαλέσει ένα μεγάλο άνοιγμα στην πύλη και ήδη απειλούσε να είναι ο πρώτος που θα μπει μέσα. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Ο Ετεοκλής που διηύθυνε τη μάχη από ψηλά είδε με τα μάτια του την κατάσταση και έστειλε από εκεί ακόμα περισσότερους πεζούς. Τότε ο Περικλύμενος, ο γιος του Ποσειδώνα εντόπισε τον Παρθενοπαίο από ψηλά.[1] Ένας μεγάλος φονικός βράχος έφυγε από τα τεράστια χέρια του για να πέσει πάνω στην ομάδα του  γιου της Αταλάντης. Ο θάνατος του Παρθενοπαίου ήταν τραγικός και ακαριαίος. Και σοκάρισε και τους δικούς του καθώς έχασαν τον αρχηγό τους ενώ οι Θηβαίοι πανηγύριζαν ψηλά στα τείχη αλλά και μπροστά στην πύλη.

 Τότε ο Ετεοκλής σήμανε σε μια μεγάλη δύναμη από πεζούς και ιππικό να βγουν από τις Νήιστες πύλες και να πλευροκοπήσουν τους Αργείους. Πράγμα που έγινε προκαλώντας σύγχυση και πανικό σε εκείνη την πλευρά. Ο Άδραστος βλέποντας τον άμεσο κίνδυνο έδωσε σήμα να κινηθεί και το δικό τους Ιππικό πάνω σε αυτό των Θηβαίων που βγήκαν από τα τείχη. Ο Καπανέας με το λόχο του  προκαλούσε τον θάνατο και τον τρόμο στους αντιπάλους του. Ανατρέποντας κάθε αντίσταση έφτασε κάτω από τα τείχη και στα χέρια κραδαίνοντας σκάλα μεγάλη άρχισε, κραυγάζοντας και με μάτι που γυάλιζε, να ανεβαίνει πάνω στα τείχη με δεκάδες δικούς του. Ήταν τέτοια η ορμή του που σαν πάτησε πάνω στις επάλξεις πια, οι Θηβαίοι ταράχτηκαν πολύ. Ο γιος του Ιππονόου, έγινε φόβος και τρόμος για τους αντιπάλους του. Ένας μετά τον άλλο όσοι έτρεξαν να τον αντιμετωπίσουν έπεφταν νεκροί από τα χτυπήματα του σπαθιού του. Πίσω του στο μεταξύ είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν δεκάδες Αργείοι. Τα ψηλά τείχη της Θήβας έδειχναν να πατιούνται.

 Τότε ο Καπανέας, παρά το αίμα που έτρεχε από κάποιες πληγές του, έβαλε το σπαθί του στο θηκάρι του και άρπαξε έναν αναμμένο δαυλό που είχαν εγκαταλείψει οι τοξότες στα τείχη. Με φωνή βροντερή πάγωσε το αίμα των αμυνομένων.

“Αργείοι! Πίσω μου όλοι! Εγώ θα κάψω συθέμελα την πόλη της Θήβας! Δεν υπάρχει κανείς να με σταματήσει” ούρλιαξε σε κατάσταση παροξυσμού παρασύροντας τα πάντα στο βήμα του. Οι Θηβαίοι έφευγαν από κοντά του είτε νεκροί είτε πανικόβλητοι υποχωρούντες.  Τότε… άξαφνα, χωρίστηκε στα δύο ο ουρανός. Και ένα τρομερό αστραπόβροντο έπεσε πάνω στον πολέμαρχο. Η γης σείστηκε εκεί γύρω, η αστραπή με την φονική φωτιά της διέλυσε τον Καπανέα σε άπειρα κομμάτια και καθώς τα μέλη του έπεφταν στη γη, οι Θηβαίοι κατάλαβαν ότι ο Δίας δεν θα άφηνε ποτέ την αγαπημένη του πόλη να καεί.

 Το σοκ για το στρατόπεδο των Αργείων ήταν τεράστιο καθώς οι περισσότεροι εκεί είδαν το φριχτό θέαμα με τον γίγαντα Καπανέα να γκρεμίζεται κομματιασμένος από τα τείχη στη γη. Ακολούθησε πανικός και τότε ο Άδραστος έκανε τη μοιραία κίνηση εκείνης της επίθεσης. Έδωσε εντολή να σαλπίσουν υποχώρηση. Και ενώ οι Αργείοι είχαν ήδη αρχίσει να πατάνε στα τείχη και να παραβιάζουν κάποιες πύλες, σάστισαν στην αρχή. Ο Ετεοκλής σήμανε γενική αντεπίθεση και όλο το πεζικό της Θήβας με τους καβαλάρηδες και τα άρματα ξεχύθηκαν πάνω στους Αργείους που προσπαθούσαν να συντονιστούν. Άλλα τμήματα έδιναν μάχη για να μπουν μέσα στην πόλη και να ανέβουν στα τείχη και άλλα υποχωρούσαν προς τα πίσω.

 Στην σύγχυση αυτή έπεσε και ο Ετέοκλος, ο γιος του Ίφη, βασιλιάς του Ορχομενού. Περικυκλωμένος από Θηβαίους πεζούς έδωσε τρομερή μάχη αλλά δεν τα κατάφερε. Και ήταν πολλά αυτά τα θανάσιμα χτυπήματα που δέχτηκε μέχρι που ο Θηβαίος Λεάδης ήταν αυτός που τον έστειλε οριστικά να πέσει και αυτός νεκρός στο χώμα.[2]

 Οι Αργείοι υποχώρησαν με μεγάλες ακόμα απώλειες αλλά συνάχτηκαν γρήγορα λίγο πιο πίσω σε νέα γραμμή επίθεσης. Είχαν βέβαια χάσει ακόμα τρεις στρατηγούς τους αλλά τίποτα πια δεν προδίκαζε ακόμα την τύχη της μάχης. Το ίδιο έκαναν και οι Θηβαίοι. Οι καβαλάρηδες χωρίστηκαν από τη φονική αμάχη τους και οι δύο στρατοί έδειχναν πάλι ο ένας απέναντι στον άλλο έτοιμοι για έναν νέο φονικό γύρο. Κανείς τους, μέσα στης μάχης τη φωτιά, δεν μπορούσε να καταλάβει πόσος χρόνος είχε περάσει από την αρχή της επίθεσης. Και ήταν πολύς γιατί ο ήλιος είχε σταθεί για τα καλά ψηλά στον ουρανό.



[1]     Ο Περικλύμενος αναφέρεται ως εκείνος που σκότωσε τον Παρθενοπαίο στις “Φοίνισσες” του Ευρυπίδη. Στα ταξιδιωτικά του Παυσανία, στα “Βοιωτικά” αναφέρεται ότι οι Θηβαίοι ονόμαζαν τον Ασφόδικο τον άνθρωπο που σκότωσε τον Παρθενοπαίο. Ο Απολλόδωρος (Άπαντα 2), αναφέρει ως Αμφίδικο τον άνθρωπο που τον σκότωσε.

[2]     Απολλόδωρου “Άπαντα 2”, αναφορά στην τελική μάχη στη Θήβα.


Συνεχίζεται...

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Μενοικέας:  "μένω" + "οίκος" Αυτός που μένει να υπερασπιστεί το σπιτικό του, τον οίκο του.

Μαντώ: στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει "Μάντισσα"