H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

Ποιητικές στιγμές για το Θείο Δράμα από τον Κώστα Βάρναλη

 Κώστας Βάρναλης: Ποιητικές στιγμές για το Θείο Δράμα




"Η Μάνα του Χριστού"

Πώς οι δρόμοι εβωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

και μακάβρια βογγάει και μακριάθε ανεβαίνει.


Της οργής και του μίσους τη θρέψαν οι αέρες

τη χαρά της λαοθάλασσας τούτης που βόγγει.

Πόσες νύχτες λευκές, πόσες μαύρες ημέρες

οι κρυφές, οι μουγγές τήνε θρέψαν φοβέρες.


Α! πως είχα σα μάνα κ' εγώ λαχταρήσει

(είταν όνειρο κ' έμεινεν, άχνα και πάει)

σαν και τ' άλλα σου αδέλφια να σ' είχα γεννήσει

κι από δόξες αλάργα κι αλάργ' από μίση!


Ένα κόκκινο σπίτι σε' αβλή με πηγάδι...

και μια δράνα γιομάτη τσαμπιά κεχριμπάρι...

νοικοκύρης καλός να γυρνάς κάθε βράδυ,

το χρυσό, σιγαλό και γλυκό σαν το λάδι.


Κι άμ' ανοίγεις την πόρτα με πριόνια στο χέρι,

με τα ρούχα γεμάτα ψιλό ροκανίδι,

(άσπρα γένια, άσπρα χέρια) η συμβία περιστέρι

ν' ανασαίνει βαθιά τ' όλο κέδρου αγέρι.


Κι αφού λίγο σταθείς και το σπίτι γεμίσει

τον καλό σου τον ίσκιο, Πατέρα κι Αφέντη,

η ακριβή σου να βγαίνει νερό να σου χύσει,

ο ανυπόμονος δείπνος με γέλια ν' αρχίσει.


Κι ο κατόχρονος θάνατος θα 'φτανε μέλι

και πολλή φύτρα θ' άφηνες τέκνα κι αγγόνια

καθενού και κοπάδι, χωράφι κι αμπέλι,

τ' αργαστήρι εκεινού, που την τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στα μάτια τη μάβρην ομπόλια,

για να πάψει κι ο νους με τα μάτια να βλέπει...

Ξεφαντώνουν τ' αηδόνια στα γύρω περβόλια,

λεϊμονιάς σε κυκλώνει λεπτή μοσκοβόλια.


Φέβγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου,

Άνοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς, πως μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθώς κλαίει, σαν της παίρνουν το τέκνο η δαμάλα,

ξεφωνίζω και νόημα δεν έχουν τα λόγια.

Στύλωσέ μου τα δυό σου τα μάτια μεγάλα:

τρέχουν αίμα τ' αστήθια, που βύζαξες γάλα.


Πώς αδύναμη στάθηκε τόσο η καρδιά σου

στα λαμπρά Γεροσόλυμα Καίσαρας να 'μπεις!

Αν τα πλήθη αλαλάζανε ξώφρενα (αλιά σου!)

δεν ήξεραν ακόμα ούτε ποιο τ' όνομά σου!


Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...

Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη

κι όσο ο γήλιος να πέσει και να 'ρθει το δείλι,

το σταβρό σου καρφώσαν κι οχτροί σου και φίλοι.


Μα γιατί να σταθείς να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σε ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τι 'πες "Να με!"

Αχ! δεν ξέρει, τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθα ακόμα!


(Από το έργο:  "Το Φως που καίει" 1922)




Οι πόνοι της Παναγιάς

(Απόσπασμα)

Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάσουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.

Ξέρω, πως θα 'χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που μες στα βράχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

..............

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,

κ' η Αλήθεια σού χτηπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πείς,

Θεριά οι άνθρωποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταβρώσουν.

(Από το έργο:  "Σκλάβοι πολιορκημένοι" 1927)


Σε όλους τους φίλους και φίλες, σε κάθε επισκέπτη και αναγνώστη,

να ευχηθώ ολόψυχα Καλή Μεγάλη Βδομάδα, και

Καλό Πάσχα

Μια Ανάσταση ζωής, ελπίδας, ονείρων, αγάπης, δικαιοσύνης






Κυριακή 25 Απριλίου 2021

"Ανεπίδοτο σημείωμα" ((Διήγημα συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μίνι σκυτάλη #2)

 "Ανεπίδοτο σημείωμα"



Ι.

Άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί έξω από το παράθυρό της. Η Άνοιξη είχε φτάσει για τα καλά και όλα γύρω είχαν αρχίσει να ντύνονται με τα χρώματά της. Τα λουλούδια στον κήπο είχαν αρχίσει να φουντώνουν. Τριανταφυλλιές, κρίνα, γαρυφαλλιές, μαργαρίτες. Και το άρωμά τους μοσχοβολούσε τριγύρω. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να τα χαρεί όλα αυτά με την καρδιά της. Να δείξει την αγάπη της στα φυτά που τόσο αγαπούσε. Να γίνει ένα με τα φυλλώματα και τη γη. Να μοσχοβολήσουν τα χέρια της με τα αγριολούλουδα των αγρών. Απλές στιγμές και όμορφες που για εκείνην ήταν δύσκολες και σπάνιες. 

Η Αμπρόζια. Μετρούσε τριάντα τρεις κύκλους χρόνων στη δική της ζωή. Αρκούσε ένα όμορφο σπίτι στα περίχωρα της όμορφης επαρχιακής κωμόπόλης, κάπου στην αρχή της δεκαετίας του 1970, για να μιλήσει για ευτυχία; Σαφώς όχι! Τα τελευταία χρόνια η ζωή της ήταν κάτι σαν φυλακή. Με ένα μεγάλο κενό όχι μόνο στη συμβίωσή της αλλά το κυριότερο στην καρδιά της. Πόσο αλλάζουν οι άνθρωποι στο πέρασμα των καιρών! Ή μάλλον πόσο λίγο μπορούμε να τους ξέρουμε. Μάλλον αυτό το τελευταίο ίσχυε για τη συμβίωσή της. Όλα συνήθως ξεκινούν όμορφα, τυλιγμένα σε ένα γαλήνιο σύννεφο που πολλές φορές μπορεί να γίνει μια πλάνη που σύντομα αποκαλύπτεται. Και τότε το ταξίδι στα σύννεφα μετατρέπεται σε μια ακινησία σε ένα βάλτο ζωής και ονείρων. 

Ο Φράνκο, ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο συζούσε. Δεκα χρόνια μεγαλύτερός της. Στα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους και της συμβίωσής τους δεν φαινόταν τίποτα από το σημερινό του χαρακτήρα. Την σαγήνευσε η προσωπικότητα και η δύναμή του. Άνθρωπος του παρασκηνίου αλλά και της έκνομης ζωής. Πράγματα που απ την αρχή δεν ήξερε η Αμπρόζια. Στην συγκεκριμένη κωμόπολη ήρθαν με τον τίτλο των “παντρεμένων” καθώς δεν ήθελαν να δώσουν δικαιώματα σε μια κλειστή κοινωνία στην ηρεμία της οποίας ο Φράνκο ήθελε να κρύψει το γκρίζο κομμάτι της ζωής του. Όμως τώρα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά δεσμώτης της. Ο φόβος κάνει τον άνθρωπο να παραιτηθεί από κάθε του δικαίωμα. Συνηθίζει ς’ αυτόν, βουλιάζει. Εγκαταλείπει και πάντα υπερεκτιμά τις δυνατότητες του εξουσιαστή του.  Δεν είχε πια νόημα να περιγράψει ή να απαριθμήσει τη σειρά των απογοητεύσεών της. Είχε ήδη κουραστεί να μετρά τις απανωτές πληγές και στο κορμί και στην ψυχή της από τις ...φιλοφρονήσεις του. 

Πήρε μια ανάσα και το βλέμμα της από την αυλή το έφερε στον τοίχο. Ένα χαμόγελο προσπάθησε να αγκαλιάσει το όμορφο πρόσωπό της. Το ποδήλατό της! Ίσως το μοναδικό δικό της πράγμα, ο αληθινός φίλος της. Το δικό της μέσο για κάποια διαλείμματα σε όμορφες ώρες και μικρές περιπλανήσεις στη μικρή κωμόπολη. Στις γειτονιές και στα λιβάδια της. Το κόκκινο άλικο χρώμα, τού έδινε μια ζεστασιά ιδιαίτερη. Η πράσινη σέλλα, το όμορφο φανάρι εμπρός. Και το καλαθάκι του. Αυτό κι αν ήταν. Πόσα λουλούδια του αγρού βρήκαν στο χώρο του μια όμορφη ποθητή αγκαλιά. Για να της κάνουν συντροφιά στη βόλτα της επιστροφής. Μέχρι να περάσει την εξώπορτα της φυλακής. Να το δέσει πάλι στο μεταλλικό στύλο της αυλής και να ρίξει τις κουρτίνες της γκρίζας συνέχειάς της.

Όμως τον τελευταίο καιρό το κόκκινο ποδήλατό της, απέκτησε και έναν ακόμα πιο σπουδαίο ρόλο! Ποιος ήταν αυτός; Μα η δραπέτευσή της στο όνειρο. Η φυγή στην ελπίδα. Το μέσο για κάποιες φωτεινές, ζεστές, ανθρώπινες στιγμές από εκείνες που τόσο έλειπαν τα τελευταία μίζερα χρόνια απ τη ζωή της. Έπαιρνε το ποδήλατό της και όταν είχαν κανονίσει να συναντηθούν το άφηνε δεμένο με την αλυσίδα του στο πρώτο κτίριο μετά την τελευταία καμάρα στην έξοδο της μικρής πόλης για να τον συναντήσει. 

Ο Γιουζέππε ήρθε από το πουθενά να ταράξει το βάλτο της απελπισίας της. Ένα πρωινό στους αγρούς, λίγο έξω από το δάσος της πόλης. Εκεί γνωρίστηκαν για πρώτη φορά. Στην άκρη ενός μονοπατιού όπου είχε σταματήσει με το ποδήλατο για να βρέξει τα χείλη της με το δροσερό νερό μιας κρήνης. Και ξαφνικά στα δικά του όμορφα μάτια κατάλαβε ότι και εκείνη είχε μέσα της ζωή και χτύπους στην καρδιά της. Έτσι λειτουργεί ο έρωτας! Ανοίγει την πόρτα της καρδιάς σου χωρίς να τον περιμένεις. Τραβά τις σκούρες κουρτίνες από την ψυχή σου αφήνοντας το φως να λαμπυρίσει ξανά μέσα σου. 

Η Αμπρόζια ένιωσε και πάλι γυναίκα! Θυμήθηκε στα λόγια εκείνου ότι ήταν ακόμα όμορφη. Ένιωσε και πάλι ποθητή. Κατάλαβε ότι το σώμα της δεν αποτελεί ένα φτηνό αντικείμενο να δίνει ηδονή στον επιβήτορά της αλλά ένα όμορφο βιολί που στα χέρια του Γιουζέππε έπαιξε ξανά ερωτικά κονσέρτα όπως αξίζει σε κάθε άνθρωπο.

Το αγαπημένο της ποδήλατο έγινε το μέσο που την πήγαινε, κατά καιρούς, σε εκείνον! Απέκτησε ακόμα μεγαλύτερο νόημα στη ζωή της. Ήταν το σιδερένιο πουλί που την κουβαλούσε ξέγνοιαστη τον ουρανό της ελευθερίας. Μετρούσε τις ώρες και τις στιγμές και τη μέρα που θα ξεκλείδωνε την αλυσίδα του και θα ανέβαινε στη δερμάτινη σέλλα του για να πάει σε εκείνον!

Έτσι χτίστηκε η σχέση της Αμπρόζια και του Γκιουζέππε. Αργά, όμορφα, ήρεμα, γαλήνια. Και στο διάβα του χρόνου πήρε και εκείνο το πρέπον βάθος της ωριμότητας και σοβαρότητας. Μιας σοβαρότητας που μεγάλωνε με τα χαρακτηριστικά της επερχόμενης μεγάλης αλλαγής στη ζωή της να δυναμώνουν και να ριζώνουν στα σχέδιά τους.

ΙΙ.

Ο Φράνκο έλειπε, ως συνήθως, στο μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Έτσι και σήμερα. Άλλωστε δεν της έδινε ποτέ μήτε σημασία μήτε ενημέρωσε στο τι έκανε, που γύριζε και πως. Εδώ και καιρό ο έρωτας της Αμπρόζια με τον Γιουζέππε είχε μεταβληθεί από στιγμές σε βίωμα. Η ιδέα να ζήσουν μαζί είχε πλέον ωριμάσει στις σκέψεις τους. Η τρέλα τους ωρίμασε σε λογική. Οι ελπίδες είχαν γίνει όνειρα. Και τα όνειρα σχέδια. Και είχαν όλα πια μπει στην τελική ευθεία. Μια ευθεία κρίσιμη, σημαντική και προσεκτική γιατί στην παραμικρή λεπτομέρεια παίζονταν η ζωή της.

Η κατάσταση στη ζωή της αφενός είχε γίνει πλέον τόσο ανυπόφορη που δεν είχε νόημα να ελπίσει σε κάποια αλλαγή. Από την άλλη υπήρχε το φωτεινό αύριο που έδινε η αγάπη τους. Τώρα είχε να ελπίσει, να περιμένει, να ποθεί. Είχε το κίνητρο μέσα στο νου και στα αισθήματά της. Η σκέψη τους να κλεφτούν είχε ωριμάσει πλέον απόλυτα. Είχαν μετρήσει τα πάντα. Τα υπέρ, τα κατά, τις δυσκολίες και τις ελπίδες. Τους κινδύνους αλλά και τη λύτρωση. Και το αποφάσισαν! Άλλωστε υπήρχε και κάτι άλλο. Ο Φράνκο, κάτι άρχισε να υποψιάζεται ή να αφουγκράζεται. Έπρεπε λοιπόν να βιαστούν πριν είναι πολύ αργά και τα δεσμά της γίνουν απρόσιτα. 

Το σχέδιό τους ήταν απλό. Διάλεξαν μια μέρα που εκείνος θα έλειπε από την πόλη για δουλειές. Η μεγάλη δική τους μέρα. Το πέταγμα προς την ελευθερία και τον έρωτα. Ο Γκιουζέππε ήξερε που άφηνε κάθε φορά η Αμπρόζια το ποδήλατό της είτε για να κάνει δουλειές είτε για να τον συναντήσει. Εκεί λοιπόν, στο καλαθάκι του ποδηλάτου,  θα της άφηνε σημείωμα για την ώρα και τον τόπο που θα την περιμένει να φύγουν. Εκείνη, θα πήγαινε να πάρει το ποδήλατό της για το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι της και έτσι θα είχε τα αναγκαία στοιχεία για τη συνάντησή τους. 

“Αγαπημένη μου, θα σε περιμένω στις τρεις το μεσημέρι στη γέφυρα στο μικρό ποτάμι, δύο τετράγωνα μετά την μικρή τελευταία πλατεία. Ζω με τη στιγμή και την αγωνία να σε σφίξω στην αγκαλιά μου λεύτερη και δική μου…” 

Τα χέρια του έτρεμαν καθώς συμπλήρωνε τις τελευταίες λέξεις στο μικρό σημείωμα. Δίπλωσε το χαρτί καλά και το πήρε μαζί του. Η διαδρομή του προς το μέρος που η Αμπρόζια κλείδωνε το ποδήλατό της, του φάνηκε ολάκερο ταξίδι γεμάτο αγωνία. Η λύση αυτή που διάλεξαν ήταν η καλύτερη καθώς θα απέφευγαν και τυχόν περίεργα μάτια και για τους δυό τους. Προχώρησε στο μικρό δρομάκι. Λίγο πριν τη μεγάλη στοά, το είδε όπως πάντα. Εκεί δεμένο με την αλυσίδα του στο σιδερένιο στύλο δίπλα στον τοίχο. Μέσα του η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Καθώς πλησίαζε έριχνε συνεχώς ματιές ολόγυρά του μήπως και εντοπίσει κάτι παράξενο ή ανησυχητικό. Όλα φαίνονταν εντάξει. Λίγο πριν πλησιάσει έβγαλε το σημείωμα από την τσέπη και και όπως ήταν ήδη διπλωμένο και καλά κρυμμένο στη χούφτα του, το άφησε να πέσει μέσα στο καλαθάκι. Το είδε καθαρά που πήγε και χουζούρεψε μαζεμένο στην κάτω γωνίτσα από το καλαθάκι.

III.
Οι ώρες περνούσαν μαρτυρικά με την αγωνία του να κορυφώνεται όσο ζύγωνε το μεσημέρι. Από το πρωί ήταν έτοιμος στα πάντα, όπως είχαν κανονίσει. Είχε φουλάρει το μικρό αυτοκίνητό του με βενζίνη από το προηγούμενο βράδυ. Είχε μαζέψει τα πιο αναγκαία του πράγματα. Μόνος έτσι κι αλλιώς έμενε, εργένης, τα είχε φορτώσει σε μια βαλίτσα. Είχε ήδη κανονίσει για το που θα πήγαιναν στις πρώτες δύσκολες μέρες της φυγής τους ώστε να μην εντοπίσει κανείς την Αμπρόζια. Το συνεχές κοίταγμα στο ρολόι του είχε γίνει πλέον βραχνάς. Λίγο πριν την κρίσιμη ώρα του ραντεβού τους, ξεκίνησε στο σημείο που της είχε ορίσει. 

ΙV.
Η Αμπρόζια, αφού τελείωσε τις δουλειές, τις οποίες ήδη είχε προγραμματίσει εξωτερικά στην αγορά, εξαντλώντας το χρόνο, πήρε και εκείνη το δρόμο της επιστροφής στο μέρος όπου είχε κλειδωμένο το ποδήλατό της. Αλήθεια τι θα απογίνονταν σαν έφευγε με τον Γκιουζέππε; Θα το άφηνε αναγκαστικά στο σπίτι; Αυτή η σκέψη την αναστάτωσε. Δεν το είχε υπολογίσει. Το αγαπημένο της ποδήλατο, ναι! Είχε τη δική του ψυχή, τη δική του καρδιά. Ήταν αυτό που της έμεινε πιστό ως το τέλος. Ένα σφίξιμο παράξενο ένιωσε στην καρδιά της. Ένιωσε ένοχα, άσχημα. Σαν να πρόδιδε ένα κομμάτι απ την καρδιά της. Τελικά στη ζωή, γιατί η απώλεια να είναι κάτι που δεν μπορεί να λείψει από τη μοίρα μας. Τι θα έκανε; Θα το έπαιρνε μαζί της ; Πως; Μα ναι! Θα έλεγε στον Γκιουζέππε να το βάλει πίσω στο πορτ μπαγάζ.

Σε αυτήν την ιδέα ηρέμησε κάπως αν και δεν ήξερε πως θα το βόλευε ο αγαπημένος της στο αυτοκίνητο. Τα βήματά της έφτασαν στο γνωστό της δρόμο. Άπλωσε το βλέμμα της ίσια μακριά. Ήταν εκεί! Την περίμενε! Όπως πάντα! Το ποδήλατό της! Επιτάχυνε το βήμα της με τα μάτια της να προσπαθούν να εστιάσουν στο εσωτερικό του καλαθιού.

V.
Ο Γκιουζέππε έριξε μια ακόμα ματιά στο ρολόι του. Είχε ήδη περάσει μια ώρα αργότερα από το χρόνο που της είχε μηνύσει για να συναντηθούν. Η καρδιά του χόρευε ανεπίδεκτα το χορό της αγωνίας. Γιατί αργεί; Τι έχει συμβεί; Έπαθε κάτι; Μήπως αυτός; Αυτή η σκέψη του ειδικά του προκαλούσε έμφραγμα σε κάθε ανάσα του. Έτρεμε στην ιδέα να τη χάσει. Μα θα περίμενε! Δεν είχε άλλη επιλογή. Θα περίμενε ακόμα μέχρι να εξαντληθεί κάθε δυνατή καθυστέρηση και αναμονή. Μόνο που η αγωνία που ένιωθε γινόταν όλο και πιο τρομερή και ένας καθολικός πανικός καραδοκούσε στην εξώπορτα της λογικής του να εισβάλλει στο μυαλό του.

VI.
Η Αμπρόζια βάδιζε όλο και πιο γρήγορα προς το ποδήλατό της. Τώρα πια κάθε άλλη σκέψη είχε παραμεριστεί. Μόνο μια αγωνία βάραινε το λογισμό της. Το σημείωμα! Το σημείωμα στο καλαθάκι! Το εισιτήριο στη λύτρωση για το δικό τους “παράδεισο”. 

Τα μάτια της στένεψαν και το βλέμμα της προσπαθούσε να γίνει όλο και πιο δυνατό για να δει. Και τότε ήταν που ένας τρομερός πανικός γέμισε ξαφνικά κάθε κύτταρό της. Ναι! Το καλαθάκι του ποδηλάτου της ήταν άδειο! Άδειο! “Ω Θεέ μου!” αναφώνησε. “Δεν είναι δυνατόν! Τι έγινε;”. Τάχυνε το βήμα της, σχεδόν άρχισε να τρέχει και τα τελευταία μέτρα έγιναν απόγνωση καθώς διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε κανένα σημείωμα στο καλαθάκι του ποδηλάτου της. Άρχισε να τρέμει από φόβο. Δεν ήξερε τι να πει, τι να κάνει. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στο ποδήλατο μην είχε πέσει εκεί. Τίποτα! Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα και η καρδιά της απόγνωση. Γιατί; Θεέ μου γιατί; Τι είχε συμβεί;

“Γυρεύεις κάτι αγάπη μου;”
Άκουσε τη φωνή του πίσω της! Ο Φράνκο στεκόταν έξω ακριβώς από την ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου του. Το σκληρό του βλέμμα την κάρφωνε ευθέως στα μάτια της. Πρέπει να ένιωσε τον κόσμο να γυρίζει γύρω της. Προσπάθησε να κρατηθεί, τουλάχιστον να μην προδοθεί. Ο Φράνκο την πλησίασε:
“Ήρθα να σε πάρω αγάπη μου… γύρισα νωρίτερα και είπα να σου κάνω έκπληξη…”
“Μα… έχω το ποδήλατό μου…” κατάφερε εκείνη να συλλαβίσει, ένας Θεός ξέρει με πόσα λάθη. Ο Φράνκο απάντησε ατάραχος.
“Δεν θα σου χρειαστεί, προχώρα! Αργούμε και έχουμε δουλειές!”
Πάγωσαν όλα μέσα της.
“Φράνκο τι λες; Το ποδήλατό μου”
Ήρθε προς το μέρος της απειλητικά. Η όψη του, έχοντας σκληρύνει αφάνταστα, είχε πάρει μια τρομακτική εμφάνιση. Τα πόδια της κόπηκαν. Την άρπαξε απ’ το χέρι, σχεδόν την έσυρε προς την πόρτα του συνοδηγού. Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί:
“Τι κάνεις; Με πονάς! Δεν μπορώ να αφήσω το ποδήλατό μου εδώ!”
Με συνοπτικές διαδικασίες σχεδόν την πήρε σηκωτή και την έσπρωξε μέσα στο αυτοκίνητο. Μπήκε στη θέση του και ξεκίνησε με ταχύτητα. Η Αμπρόζια έμεινε αποσβολωμένη να κοιτά το κόκκινο αγαπημένο της ποδήλατο να μένει μόνο και εγκαταλειμμένο, δεμένο στην άκρη του τοίχου. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα σαν να έχανε ένα κομμάτι της ζωής της.
Σε κατάσταση αποσύνθεσης, γύρισε το βλέμμα της κυκλικά διαγράφοντας μια περίμετρο σε όλη την πλατεία. Θαρρεί κανείς πως κάρφωνε σαν θανάσιμη ύστατη αγωνία τη θωριά της προς εκείνον που περίμενε. Μια κίνηση απελπισίας. Ένα χέρι που προσπαθούσε να κρατηθεί από μια βάρκα που βούλιαζε σε μια ταραγμένη θάλασσα. Η φωνή του Φράνκο ακούστηκε σκληρή χωρίς καν να την κοιτάζει.
“Φεύγουμε από εδώ αγάπη μου!” της είπε ατάραχος, “Νομίζω ότι κάνει κακό στην ψυχολογία σου η ατμόσφαιρα εδώ. Θα πάμε σε μια μεγαλύτερη πόλη, στην Πεσκάρα”
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε στην μαρτυρική επιστροφή.
“Τα έχω κανονίσει όλα, δεν θα κουραστείς καθόλου…” της είπε.
Δεν είχε το κουράγιο μήτε να τον δει. Προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή και τα δάκρυα στα μάτια της καθώς το αυτοκίνητο είχε πάρει το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι τους.

VII.

Έριξε μια τελευταία ματιά στο ρολόι του. Είδε ότι είχε περάσει μιάμιση ώρα από την ώρα που της είχε ορίσει, στο σημείωμα, την συνάντησή τους στο συγκεκριμένο μέρος. Σε άσχημη κατάσταση, με στοιχεία πανικού μπήκε στο αυτοκίνητό του και πήρε το δρόμο της επιστροφής στην κωμόπολη. Τα χέρια του έτρεμαν, η καρδιά του χτυπούσε άναρχα και νοσηρά. Πέρασε τα πρώτα σπίτια με το βλέμμα του να ψάχνει ολόγυρα τα πάντα. Στην αγωνία του παρά λίγο να παρασύρει κάποιον πεζό την ώρα που διέσχιζε το δρόμο. Το βλέμμα του θόλωσε. Έναν προορισμό είχε αυτή τη στιγμή. Το γνωστό μέρος στο οποίο ήξερε ότι ήταν δεμένο το ποδήλατό της. Έφτασε, στάθμευσε το αυτοκίνητο στο απέναντι τετράγωνο. Και τότε το είδε! Το κόκκινο ποδήλατό της ήταν εκεί! Όπως το είχε ο ίδιος δει όταν της άφησε το σημείωμα στο καλαθάκι. Έριξε κάποιες ματιές αγωνίες ολόγυρα και πλησίασε. Τίποτα δεν υπήρχε που θα τον κρατούσε μακριά. Έφτασε στο ποδήλατο και τότε, με έκπληξη, είδε ότι το καλαθάκι ήταν άδειο! Το σημείωμά του, το σημείωμα της ειδοποίησης και της λύτρωσης έλειπε! Έμεινε ασάλευτος να προσπαθεί να κάνει σκέψεις. Τι μπορούσε να είχε συμβεί; Το πήρε; Και αν το βρήκε γιατί δεν ήρθε; Μήπως; Όχι, όχι! Αυτό δεν ήθελε να το σκεφτεί. Η πιθανότητα, η Αμπρόζια, να είχε δειλιάσει την τελευταία στιγμή, ήταν κάτι που δεν ήθελε μήτε καν να σκεφτεί. Τότε; Τι; Να της συνέβη κάτι; Όμως τι; Να βρήκε κάποιος το σημείωμα και να το πήρε; Ποιος; Στη σκέψη αυτή ανατρίχιασε. Αυτός; Ο Φράνκο; Τα ανακάλυψε όλα; Μα τότε η αγαπημένη του κινδύνευε. Όλα γύρω του είχαν μείνει να γυρίζουν εφιαλτικά στο κεφάλι του. Δεν ήξερε που να ψάξει! Δεν ήξερε το σπίτι της. Που να την αναζητήσει. Έμενε μόνος, παγωμένος, μέσα στο δρόμο σαν στήλη άλατος με το βλέμμα στο κόκκινο ποδήλατό της που έστεκε και αυτό βουβό και εγκαταλειμμένο στην άκρη του δρόμου. Απομεινάρι μιας ελπίδας, λείψανο ενός ονείρου, ναυάγιο μιας αγάπης. Ένα δάκρυ ήρθε στα μάτια του να του θυμίσει την αίσθηση της απώλειας, που την ένιωσε να θρονιάζεται μέσα του σαν βαριά ακατέργαστη πέτρα.

VIII.

Τα είχε ετοιμάσει όλα. Ο Φράνκο ήταν ήδη προετοιμασμένος. Τα βασικά τους πράγματα φορτωμένα στο αυτοκίνητο.
“Τα υπόλοιπα πράγματα θα έρθουν μετά με φορτηγό, θα φροντίσει ο Τζιάκομο” της είπε.
Τα πόδια της είχαν κοπεί. Είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αντίστασης σαν τον μελλοθάνατο που βαδίζει στο ικρίωμα λίγο πριν το τέλος. Μόλις ο ήλιος έγερνε στη δύση ξεκινούσαν. Δυό τους. Δεν πρόλαβε καν να αποχαιρετίσει ή να στείλει μήνυμα σε κάποιον. Διέσχισαν τους δρόμους της κωμόπολης με κατεύθυνση βόρεια. Να! Πέρασαν από το στενό. Είδε το αγαπημένο ποδήλατο, το “παιδί” της να μένει ακόμα εκεί δεμένο στον σιδερένιο στύλο απομεινάρι νεκρό και σιωπηρό. Ένα φάντασμα μιας άλλης ζωής που ονειρεύτηκε και πόθησε.

@@@@@@@@@@@@@@@@@

IX.

Με μία κίνηση έκλεισε το καπάκι του λαπ-τοπ αποφασιστικά. Έγειρε το κεφάλι του πίσω στην πολυθρόνα. Έφερε το δεξί του χέρι στο μέτωπό του. Το ένιωθε να καίει. Πήρε το ποτήρι με το ουίσκι στα δεξιά του και το έφερε στο στόμα του. Ένιωσε τη σπιρτάδα να του καίει τα σωθικά. Ένιωθε να πνίγεται. Έκανε μια κίνηση προσπαθώντας να ανοίξει το πουκάμισό του για να πάρει αέρα. Προσπάθησε να σηκωθεί. Δυσκολεύτηκε. Τράβηξε την πολυθρόνα του γραφείου, πήρε το ποτήρι στο χέρι του και έκανε κάποια βήματα προς τα πίσω. Διάλεξε να βρεθεί ακριβώς μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη που δέσποζε στην ξύλινη σκαλιστή κορνίζα στον τοίχο. Αυτό που είδε μέσα τον τρόμαξε. Το είδωλό του σε ταραχή. Στάθηκε εκεί ακριβώς μπροστά. Πίσω από το είδωλό του, μέσα στον καθρέφτη, είδε μια διαφάνεια να αρχίζει να παίρνει σχήμα και μορφή. Το πρόσωπο μιας όμορφης γυναίκας κάπου στα τριαντατρία της χρόνια. Μια χανόταν μια έρχονταν. Τον κοιτούσε με μια βαθύτατη μελαγχολία στα μάτια. Τον τρόμαξε αυτό το βλέμμα. Ήταν γεμάτο απόγνωση. Σαν να τον ικέτευε, σαν να τον ρωτούσε. Ύστερα χάθηκε και έμεινε τετ α τετ με το δικό του είδωλο. Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή του. Τότε ήταν που ξεκίνησε ένας παράξενος και αλλόκοτος διάλογος. Αυτός, με το είδωλό του!

“Γιατί το έκανες αυτό;” ένιωθε το είδωλο να τον ρωτά.
“Γιατί δεν άντεχα να τη χάσω…” αποκρίθηκε σε μια ζάλη να τον τυλίγει.
“Γιατί της στέρησες την ελπίδα; Τι της προσέφερες; Την καταστροφή της; Πως το άντεξες αυτό μπορείς να μου πεις;” είδε το είδωλό του να τον ρωτά. Ύψωσε τη φωνή του σαν να υπεράσπιζε τη θέση του:
“Δικό μου δημιούργημα ήταν! Εγώ τη γέννησα! Πρώτα στο μυαλό μου, ύστερα στο χαρτί! Στο μυθιστόρημά μου. Έγινε η δική μου ηρωίδα κατάλαβες; Εγώ τις έδωσα αισθήματα, ζωή, όνειρα…”
“Και ήρθες να τα σκοτώσεις λοιπόν;” άκουσε την απόκριση.
“Μα τίποτα δεν κατάλαβες στ’ αλήθεια; Μπήκε στο μυαλό και στην καρδιά μου! Κυριάρχησε παντού μέσα μου! Δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά εκείνη!…”
“Ακόμα ένας λόγος λοιπόν να την σεβαστείς…”
Τα μάτια του γυάλισαν ξαφνικά. Πήρε ένα ύφος επιθετικό.
“Δεν θα άφηνα κανέναν να μου την πάρει ακούς; Κανέναν! Είναι δική μου! Η αγαπημένη μου ηρωίδα! Η δική μου Αμπρόζια! Αυτό που ένιωθα για εκείνη δεν περιγράφεται. Μέσα από τη γραφή μου απέκτησε ζωή. Πρόσωπο, χαμόγελο. Πως ήταν δυνατόν να την αφήσω στα χέρια κάποιου άλλου, ακούς;”
“Σε λυπάμαι!” ακούστηκε κριτικά η φωνή από το είδωλό του, “Σε λυπάμαι γιατί έβαλες το νοσηρό εγώ σου να ιδιοποιηθείς το ίδιο το δικό σου έργο. Να το κάνεις εργαλείο σου. Γιατί;”
“Πάψε να με κατηγορείς! Την αγάπησα, τη λάτρεψα!”
“Η αγάπη δεν είναι κτήμα. Η ηρωίδα σου δεν ανήκει σε σένα αλλά στο κοινό σου, στους αναγνώστες σου. Για εκείνους την έκανες. Για αυτούς της έδωσες ζωή. Για τα δικά της όνειρα έπρεπε να νοιαστείς, αυτά έπρεπε να υπηρετήσεις. Όμως την ύστατη στιγμή δείλιασες!”

Ένιωσε να τον καίει η ίδια του η ανάσα. Προσπαθούσε να διατυπώσει μια απάντηση στον ίδιο του τον εαυτό αλλά του ήταν αδύνατον. Η ίδια του η μορφή μέσα απ τον καθρέφτη, το είδωλό του, συνέχισε:
“Μην το κάνεις αυτό! Είναι εκτρωματικό! Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις…”
Τον κοίταξε με σπαραγμό. Γύρισε το βλέμμα του προς τα αριστερά του γραφείου στο οποίο λίγο πριν είχε σταματήσει να πληκτρολογεί. Το μάτι του έπεσε σε ένα τσαλακωμένο κομμάτι από χαρτί που έστεκε εκεί σαν ένα μικρό κουβάρι. Ένα τσαλακωμένο σημείωμα! Ένα σημείωμα που δεν δόθηκε ποτέ!

Γύρισε το βλέμμα του στον καθρέφτη, άκουσε για μια τελευταία φορά τη φωνή της άλλης πλευράς.
“Προλαβαίνεις! Μόνο εσύ μπορεί να δώσεις τη λύση! Στα δικά σου χέρια είναι ένα διαφορετικό αύριο για αυτήν που δημιούργησες και αγάπησες. Και να θυμάσαι ότι το αξίζει…”

Χ.

Οι τριανταφυλλιές άνθιζαν στον όμορφο κήπο. Κόκκινες και δίχρωμες γεμάτες άρωμα. Η μικρή αυλή του ταπεινού σπιτιού ήταν σαν νυφούλα στολισμένη με τα λουλούδια της Άνοιξης. Στην πόρτα φάνηκε η μορφή μιας γυναίκας. Ήταν όμορφη και καλοστεκούμενη. Βγήκε έξω, πήγε στη βρύση και γέμισε ένα ποτιστήρι.
“Αμπρόζια! Μη ρίξεις νερό στις τριανταφυλλιές! Τις πότισα πριν λίγο” η φωνή ενός άντρα ακούστηκε από το εσωτερικό του σπιτιού.
“Γκιουζέππε! Δεν σου είπα θα τα ποτίσω όλα μαζί;” απάντησε εκείνη. Ο άντρας βγήκε από το σπίτι, πήγε πίσω της, την αγκάλιασε από τη μέση και τη φίλησε τρυφερά στο μάγουλο στο πλάι.
“Θα μου συγχωρήσεις τη βιασύνη; Ξέρεις ότι τις τριανταφυλλιές τις λατρεύω γλυκιά μου…” της είπε.
Εκείνη γύρισε προς το μέρος του. Άφησε το ποτιστήρι στα πόδια της και τον αγκάλιασε τρυφερά. Τα χείλη τους ενώθηκαν σε ένα φιλί.
“Μμμμ θα μας δει κανένας γείτονας και θα λέει διάφορα!” του είπε καθώς προσπαθούσε να πάρει ανάσα.
“Το πολύ πολύ να τους ανάψουμε καμία ανάλογη επιθυμία…” απάντησε εκείνος χαριτολογώντας.
Την αγκαλιά τους διέκοψε ο κελαριστός ήχος από ένα κουδουνάκι.
“Η Έλμα!” φώναξε η γυναίκα. Γύρισαν και οι δύο προς το δρόμο. Μια νεαρή έφηβη κοπέλα σε ένα όμορφο παλιό κόκκινο ποδήλατο έφτανε στην αυλόπορτα. Το χαμόγελό της ήταν γεμάτο φως.
“Κοιτάξτε τι μάζεψα σήμερα!” τους είπε καθώς κατέβαινε από την πράσινη σέλλα. Το καλαθάκι του ποδηλάτου ήταν γεμάτο κρίνα.
“Με αποζημίωσε σήμερα η βόλτα στο λιβάδι” τους είπε.
“Πωπω ομορφιές!” άκουσε τα σχόλια των γονιών της. Έτρεξαν και της άνοιξαν την πόρτα. Ανέβασε το κόκκινο ποδήλατό της μέσα στην αυλή και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.
“Αντέχει ακόμα τα χρόνια του, τόσα χρόνια ποδήλατο!” αναφώνησε ο Γιουζέππε.
“Και με τι ιστορία!” συμπλήρωσε η Αμπρόζια.

Πατέρας, μάνα και κόρη, έγιναν μια αγκαλιά στο κέντρο της αυλής. Μια αγκαλιά γεμάτη αγάπη, τρυφερότητα και χαμόγελα. Έτσι καθώς έστεκαν εκεί με το μεγάλο σιδερένιο κόκκινο ποδήλατο να στέκεται δίπλα τους με το μαύρο του καλαθάκι γεμάτο από όμορφα και μυρωδάτα κρίνα.

Τέλος



Το παραπάνω διήγημα ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο όμορφο δικτυακό δρώμενο που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax, που μπορείτε να το παρακολουθήσετε εδώ:


Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, κάθε μέτοχος, έχει κληρωθεί μια εικόνα, με βάση την οποία, καλείται να εμπνευστεί και να γράψει ότι επιθυμεί. Η Εικόνα που "κληρώθηκα", υπέροχη, (όπως όλες φυσικά), αυτή τη φορά με οδήγησε να εμπνευστώ ένα δραματικό ερωτικό διήγημα. Να ακολουθήσετε το νήμα στις συμμετοχές και των λοιπών φίλων και θα διαβάσετε υπέροχες γραπτές δημιουργίες.

Μαίρη μου ευχαριστούμε για τη δυνατότητα που μας δίνεις να παραμένουμε δημιουργικά ζωντανοί και μέσα από αυτή σου την πρωτοβουλία. Και εγώ ευχαριστώ για τον πολύτιμο χρόνο σας.























Κυριακή 11 Απριλίου 2021

"Η επιστροφή" (Δικτυακό δρώμενο: "Τα γνωμικά εμπνέουν #2")

 "Η Επιστροφή"


"Αυτοπεποίθηση δεν είναι το να "αρέσω", 
Αυτοπεποίθηση είναι το "δεν πειράζει και αν δεν αρέσω"


Η Ειρήνη άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Ένα όμορφο άρωμα ξύλου πλημμύρισε τις αισθήσεις της. Το φως απ’ το λιόγερμα έλουζε το χώρο με όμορφα χρώματα. Γύριζε πάλι σ’ αυτό το γραφείο. Ήταν όλα όπως τότε. Καλαίσθητα όπως άρεσαν στον παππού της και τακτοποιημένα. Κάθε μέρος της επίπλωσης, η βιβλιοθήκη και τα προσωπικά του αντικείμενα πάνω στο σκαλιστό δρύινο γραφείο του. Η πολυθρόνα,  η γραφομηχανή του. Τα πάντα εκτός από τον ίδιο. Τη θέση της ζωντανής του παρουσίας προσπαθούσε να πάρει η φωτογραφία του στα δεξιά όπως έστεκε χαμογελαστός και προσιτός όπως πάντα. 

Χάιδεψε με συγκίνηση κάθε αντικείμενο. Ένιωσε τα μάτια της υγρά. Ήρθε και έκατσε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Όπως ακριβώς πέντε χρόνια πριν. Για μια στιγμή τον είδε απέναντί της, άκουγε τη ζεστή φωνή του. 


“Τι σε πονάει Ειρήνη μου;” ρώτησε με το γαλήνιο ύφος του. Τον κοίταξε μελαγχολική. “Άνοιξέ μου την καρδιά σου  ελεύθερα!”

“Παππού!” του είπε και άπλωσε το χέρι της. Η ζεστή αφή της παλάμης του λειτούργησε αναζωογονητικά.

“Μίλα παιδί μου!”

“Παππού τα γραπτά μου, τα έργα μου. Δεν αρέσουν! Σε όποιον εκδοτικό οίκο να τα έδωσα τα απέρριψαν…”

“Πως νιώθεις γι αυτό;”

“Χάλια παππού! Νιώθω κάθε κόπο μου χωρίς αντίκρισμα. Δεν κατάφερα τίποτα! Παντού συναντώ αρνήσεις. Κάτι κάνω λάθος”

“Τι σου λένε για εξήγηση;”

“Ότι τα έργα μου δεν είναι εμπορεύσιμα. Ότι είναι εκτός κλίματος. Ότι δεν θα τα διαβάσει κανείς. Δυσπρόσιτα, ακατανόητα. Ίσως να έχουν δίκιο! Θα πρέπει να αλλάξω ύφος και θεματογραφία. Να κάνω κάτι να εκτιμηθεί, να το δεχτούν”

Την κοίταξε ίσια στα μάτια με εκείνο το βαθύ, σαν δειλινό, βλέμμα του.

“Τι τους έστειλες;”

“Αυτά που θεωρώ καλά μου έργα. Ένα φαντασίας, δύο κοινωνικά και ένα σενάριο. Κανένα παππού! Δεν άρεσε τίποτα. Ξέρεις πως νιώθω; Σαν ένα μηδενικό, λες και δεν υπάρχω!”

“Σσσστ μη λες ανοησίες! Εσύ πως νιώθεις για αυτά σου τα έργα; Με δεδομένο ότι έχεις ήδη μια εμπειρία”

Δίσταζε να απαντήσει.

“Σου αρέσουν κορίτσι μου; Τα δέχεται η καρδιά σου;”

“Πολύ! Στο καθένα από αυτά ακούμπησα τα συναισθήματά μου. Τις εικόνες, τα θέματα, τους χαρακτήρες που έφτιαξα, τα μηνύματα που ήθελα να περάσω”

“Τα έχω διαβάσει όλα, έχω άποψη. Αλλά με νοιάζει η δική σου! Τι λέει η καρδιά σου!”

“Παππού…”

“Μην ετεροκαθορίζεσαι καρδιά μου. Μην απορρίπτεις τον εαυτό σου επειδή στο είπαν εκείνοι. Εντάξει είχαν την άποψή τους. Είναι έργα σου! Παιδιά σου! Τα αγαπάς, τα πονάς. Να νιώθεις όμορφα για αυτά. Δεν θα σε κρίνει η ευαρέσκεια των άλλων. Δεν θα σε κλονίζει η δική τους απόρριψη. Η ζωή μας δεν κρέμεται στα θέλω των άλλων. Πίστεψε σε σένα! Δεν θα χάσεις ποτέ!”


Θυμήθηκε τα τελευταία του λόγια σαν να ήταν τώρα αυτή τη στιγμή. Έβγαλε από την τσάντα της ένα έγγραφο. Το ακούμπησε αργά με σεβασμό εκεί μπροστά στην πολυθρόνα του. Ένα δάκρυ αβίαστο κύλησε από τα μάτια της.

“Σ’ ευχαριστώ!” ψέλλισε. 

Έφυγε με αργά βήματα. Το έγγραφο έγραφε:

“Βραβείο σεναρίου Φεστιβάλ κινηματογράφου για την Ειρήνη Π.”

Πως της φάνηκε ότι είδε το διάφανο πρόσωπό του στο καθρέφτη απέναντι, να της χαμογελά.




Φίλες και φίλοι,
το παραπάνω μικρό διήγημα, είναι η προσωπική μου συμμετοχή στον δεύτερο κύκλο του  νέου μας λογοτεχνικού δικτυακού δρώμενου, που έχει ξεκινήσει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax. Μια πρόταση έμπνευσης ανοιχτής και ελεύθερης με περιορισμό όγκου μέχρι τις 500 λέξεις, με πηγή έμπνευσης, κάθε φορά και ένα γνωμικό. που το σημειώνω στην κορυφή της ανάρτησης.

Συμμετείχα με μεγάλο ενθουσιασμό μαζί με άλλους φίλους bloggers και ζήσαμε, μία ακόμα φορά,  εξαίρετες στιγμές δημιουργίας. Νικήτρια στον διαγωνισμό αναδείχτηκε, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, η αγαπημένη μας φίλη Μαρία Κανελλάκη και την νικήτρια υπέροχη συμμετοχή της θα την διαβάσετε εδώ: "Οι ευεργετικές ιδιότητες της σόδας"
Εδώ θα διαβάσετε την τελετή λήξης και την ανακήρυξη των αποτελεσμάτων καθώς και όλες τις συμμετοχές: "Τα γνωμικά εμπνέουν #2" Λήξη

Να ευχαριστήσω την Mary Pertax, μία ακόμα φορά, για την δυνατότητα που μας δίνει να εμπνευστούμε και να δημιουργήσουμε. Να συγχαρώ τη Μαρία Κανελλάκη για την επάξια διάκρισή της.  Να ευχαριστήσω όλους τους συμμετέχοντες που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους και στον δεύτερο αυτό κύκλο του διαγωνισμού μας. Και να καλέσω σε ευρύτερη συμμετοχή στον Τρίτο κύκλο που περιμένω με μεγάλη χαρά.

Να είστε γεροί, να προσέχετε τον εαυτό σας, να ζείτε τις στιγμές σας.


Trailer υπενθύμισης:



Ακολουθείστε την δημοσίευση του Μυθιστορήματός μου φαντασίας "Το δάσος της λήθης" στις "Μουσικές Ιστορίες", που διοργανώνει ο αγαπητός μας φίλος Γιώργος Δερβεντλής, εδώ: