H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

"Περσόνα της ερημιάς" (Ποίημα συμμετοχής στο 26ο Συμπόσιο Ποίησης)

 "Περσόνα της ερημιάς"



Παράξενα που απλώνεται αυτή η ηρεμία, 
σιωπή απρόσμενη στην πόλη, σαν σαγήνη.
Αδειάζουν δρόμοι ολόγυρα με βήματα βιασύνης,
λες όλοι έχουνε στο νου την ώρα να αγναντέψουν.
Φιγούρες σκόρπιες, βλοσυρές κινούνται στο σκοτάδι,
αμίλητοι κι αγέλαστοι,στο φόβο φορτωμένοι.
Ποιο αύριο άραγε άγνωστο το νου τους θρυμματίζει,
ποια δύναμη ευνούχισε της αγκαλιάς τη θέρμη;

Βαρύ το βήμα σέρνουνε, οι ώρες τους στη νύχτα,
για σένα τώρα ο χρόνος σου στο χώρο να σαλέψεις.
Το φως σου άγρυπνο σκιές με χρώμα τις ορίζει.
Βλέπω τα χέρια σου αδρά τη φορεσιά ετοιμάζεις,
κείνο το σκούρο φόρεμα το σώμα σου αγκαλιάζει
και τις πληγές στο πρόσωπο γυρεύεις να καλύψεις.
Μπρος στον καθρέφτη στέκεσαι διστάζεις να αντικρίσεις,
με φόβο και με δισταγμό της θέας σου η όψη.

Τι βάθος και τι έκφραση, τι φλόγα στη θωριά σου,
τι δέος κι ορμή αλλόκοτη την όψη σου αγκαλιάζουν.
Και κάθε βήμα σου βαρύ στο πάτωμα αντηχίζει.
Μεσάνυχτα σημάνανε των ρολογιών οι χτύποι,
και ναι, η ώρα σου έφτασε τη στράτα σου να ορίσεις.

Έρημη πόλη ολάκερη σου ανοίγει την αγκάλη,
να σε δεχθεί, ορμητική και αλήθεια οργισμένη.
Τα βήματά σου αντηχούν στην άσφαλτο του δρόμου,
στις πλάκες των πεζόδρομων κυλάει η περπατησιά σου,
σκιές απλώνονται παντού, να σε αρπάξουν θέλουν 
στης αγκαλιάς τους την αδρή και υδαρή ομίχλη.
Είναι ο κόσμος σου εκεί, με εκείνον συντροφεύεις,
είναι οι ώρες σου αυτές με αυτά να διαφεντέψεις.

Λεν κάποιοι άνθρωποι λοιπόν ότι η αγκαλιά τους λείπει.
Στενάχωρο τους φαίνεται τα χέρια σαν χωρίζουν.
Σκέφτονται τι τους έμελλε στις άγιες τούτες μέρες,
μοναχικά Χριστούγεννα, έχοντας ορμήνια, για να κάνουν.
Δικούς  φοβούνται δεν θα δουν, και δυνατά φωνάζουν.
Οι γέροι τους, οι αδύνατοι, οι συγγενείς και φίλοι.
Πως θα ‘ναι τώρα ο χώρος τους χωρίς τον ερχομό τους.

Τις έρημες ξορκίζουνε, τις πόλεις τις μεγάλες,
δεσμά, με φόβους και ενοχές, για ευθύνες τους φορτώσαν.
Σ’ όλων τα στόματα βουβά Χριστούγεννα φαντάζουν,
πώς θα τα αντέξουν; Έρχεται ο αναστεναγμός μεγάλος.

Και εσύ ακούς, κοιτάς βουβά κι πλέρια ανανταριάζεις
κι οργή μεγάλη μέσα σου στα σωθικά φουντώνει.
Χαμόγελο πικρό κι ειρωνικό, τα χείλη ζωγραφίζει
και γέλιο αλλόκοτο, ηχηρό, με στόμφο φτερουγίζει.
Τι τάχα μου υποκριτές και ψεύτες δα μεγάλοι.
Δείξ’ τους λοιπόν εμφαντικά ευθύνες τους δικές τους,
και κάλεσέ τους για να δουν των έργων τους τη θέα.

Που ήταν σαν οι αδύναμοι τη στήριξη ζητούσαν;
που ήταν σαν οι απόκληροι για φως εκλιπαρούσαν!
Ποια αγκαλιά τους, άνοιξαν στους ντροπαλούς της πλάσης;
Τους γέροντες, πού έκλεισαν σε ιδρύματα της λήθης,
παιδιά τους που απόδιωξαν διωγμό στα όνειρά τους.
Γυναίκες, κόρες βίασαν, με βία και με θράσος,
ζωστήρα σήκωσαν οξύ του κράτους οι αρχόντοι.
Ο πλούτος τους, φαρμάκι φονικό το μόχθο να κουρσέψει
τη δύναμή τους έδειξαν εκεί που τους περνούσε,
στου περιθώριου τις ψυχές, στα σώματα των άλλων.

Η πίκρα, ο πόνος, η οργή, η μοναξιά κι η θλίψη,
τ’ άδικο, το παράταιρο, το μίσος και το ψέμμα,
τη μοναξιά τους έστρωσαν με είδωλα σκουπίδια,
Το σώμα σου, η όψη σου σκληρά μεταλλαχτήκαν
μια μίξη φρίκης άσχημης κι αρρώστιας μεγάλης.
Έτσι μονάχη θέριεψες με τρόμο μες στο βλέμμα.

Τώρα τους δρόμους άλωσες της έρημης της πόλης,
εσύ μονάχη, ανίκητη, σκληρά μεταλλαγμένη,
σκιάχτρο βαρύ, στους φόβους τους βασίλισσα να γίνεις,
για να θυμίσεις στους θνητούς ανίκητοι δεν είναι
και το εγώ τους άρρωστο την Νέμεσι θα φέρει.
Σε εκείνους που αψηφίσανε της ανθρωπιάς τη χάρη,
και σε σκοτάδια θα κρυφτούν για να γλιτώσουν τάχα
απ της οργής σου την ορμή και του χεριού το ξίφος.
Περσόνα εσύ της ερημιάς, του σκοταδιού η Νύμφη.



26ο Συμπόσιο Ποίησης


Αγαπημένες φίλες και φίλοι, το ποίημα που μόλις διαβάσατε, ήταν η προσωπική μου συμμετοχή σε ένα ακόμα υπέροχο "Συμπόσιο Ποίησης", όπως το διοργανώνει χρόνια τώρα η αγαπημένη μας φίλη Αριστέα στο blog της που αναφέρω. Ένα ακόμα Συμπόσιο στο οποίο είχα την τιμή να παρευρεθώ με τόσους άξιους φίλους και φίλες που κατέθεσαν υπέροχα ποιήματα. Ένα επίσης μεγάλο "ευχαριστώ" για την πανάκριβη συγκίνηση που μου χαρίσατε στο ταξίδι σας μέσα στους στίχους και στις στροφές των ποιημάτων σας.

Δείτε εδώ την ανακήρυξη των αποτελεσμάτων

26ο Συμπόσιο Ποίησης. Η λήξη και η γιορτή μας

Για μια ακόμα φορά να ευχαριστήσω την Αριστέα για την ψυχή της διοργάνωσης αυτού του λογοτεχνικού δρώμενου, που εξακολουθεί να λάμπει και να μας συγκινεί.

Επίσης να ευχαριστήσω όλες και όλους που γράψατε, βαθμολογήσατε, συμμετείχατε σε αυτή την υπέροχη ποιητική διαδρομή

Λίγα λόγια για την "Περσόνα της ερημιάς"

Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να σας πω λίγα πράγματα για την "Περσόνα της ερημιάς"

Ποια είναι άραγε αυτή η ασαφής μορφή, αποκρουστική, ερεβώδης, ομιχλώδης, που γυροφέρνει της άγριες αυτές νύχτες της ερημιάς και της εγκατάλειψης στην πόλη της αρρώστιας και της πανδημίας;

Είναι μια μορφή γέννημα θρέμμα της δικής μας ανεπάρκειας στην ανθρωπιά, στην αλληλεγγύη, στην αγάπη, στα συναισθήματα και στον αλτρουισμό. Είναι ένα έκτρωμα δισυπόστατο, παραμορφωμένο που στην τερατώδη υφή της κουβαλά όλες εκείνες τις αρνητικές αναθυμιάσεις ενός παρηκμασμένου κοινωνικού ιστού. Είναι μια μορφή που καθώς "αίρει όλες αυτές τις αμαρτίες" θα κυριαρχήσει στο δικό της βασίλειο της ερημιάς.

Ένα πλάσμα, "Σκοτεινός ιππότης" ενός αλλόκοτου κόσμου.

Ομολογώ ότι η έμπνευση ενός τέτοιου σκοτεινού πλάσματος, ικανού να προκαλέσει φόβο, τρόμο αλλά και συμπόνοια, οφείλεται στις δικές μου αναγωγές από το μεγάλο έργο του Christopher Nolan "Σκοτεινός ιππότης" 


Να σας ευχηθώ, με την καρδιά μου, καλή χρονιά!

Να έχετε ψηλό το φρόνημα, να γράφετε, να δημιουργείτε, να νιώθετε, να ζείτε.

Ψυχή βαθιά




Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτο στολίδια (Το xmas δέντρο των bloggers)

 Καλησπέρα αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες

Χρόνια Πολλά

Καλά Χριστούγεννα

Μεγάλη μέρα σήμερα για μια σειρά λόγους. Μέρα που αφορά εσωτερικές και ανθρώπινες αναζητήσεις. Μέρα για σκέψη, περισυλλογή, συναισθήματα, όμορφες στιγμές.

Σε μια τέτοια μέρα ταιριάζει ένα πανέμορφο Χριστουγεννιάτικο δέντρο ξεχωριστό, που πλέον πήρε πλήρες τη θέση του στη δικτυακή μας γειτονιά.



24 μέρες προσδοκία, ένας μήνας με ένα στολίδι και μια ευχή για κάθε του ημέρα.

Ευχές ξεχωριστές με μεγάλη σημασία, δοσμένες με ανοιχτές τις αγκαλιές 26 φίλων bloggers, με τη δική τους παρουσίαση, όπως τη ζήσαμε και την απολαύσαμε όλες αυτές τις μέρες.

Ένα υπέροχο γαϊτανάκι ανθρώπινων συναισθημάτων, ευχών, εικόνων, τραγουδιών, ευχών.

"Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"

Το εμπνεύστηκε, το οργάνωσε και έκανε και την εικαστική του παρουσίαση, όπως το βλέπετε παραπάνω, η αγαπημένη μας φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή, στο παραπάνω δικτυακό της σπιτικό.

"Κρέμασαν" τα στολίδια τους 26 bloggers, όπως αναλυτικά μπορείτε να δείτε εδώ:

Το xmas δέντρο των Bloggers (2020)

Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη δικτυακή γειτονιά, κάτι που μας ενεργοποίησε, μας προσέφερε χαμόγελο, μας έφερε ακόμα πιο κοντά, μας οδήγησε σε σκέψεις σημαντικές για τον άνθρωπο και τις αξίες της ζωής.

Ας μείνουμε λοιπόν σε αυτά τα κρυστάλλινα στολίδια-ευχές.

Ας τα κάνουμε στόχους και στάσεις ζωής 

Εύχομαι σε όλες και όλους

Χρόνια Πολλά


Τα σχόλια θα παραμείνουν κλειστά για αυτήν τη δημοσίευση. Νομίζω ότι όλων οι αγκαλιές και οι καρδιές έχουν ήδη εκφραστεί.


Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Χριστούγεννα μιας ετέρας εποχής, Ευχαί μιας παρούσης


"Αι εορτάσιμαι ημέραι των Χριστουγέννω, πλην των άλλων, είναι και μια κάθοδος εις τον κόσμον της νοσταλγίας και των προσωπικών μας αναμνήσεων. Συνήθως τας ημέρας αυτάς κατερχόμεθα εις το κελάρι των παιδικών μας χρόνων δια να συναντήσωμεν τας στιγμάς εκείνας εις τα οποίας εβιώσαμεν ταπεινάς και σεβάσμιας ημέρας.

Το σεντούκιον των αναμνήσεων ενός εκάστου εξ ημών καθίσταται άμεσα συνδεδεμένο με την ηλικίαν και το πέρασμά μας εις τας δεκαετίας εκείνας εις τας οποίας εκάστη εξ αυτών φέρει το ιδικόν της άρωμα και ταυτότητα. Δι' ημάς τους απομάχους της δεκαετίας του 1960, αι προσωπικαί μας μνήμαι φέρουν τας συνηθείας και τα ήθη εκείνης της μακρινής πλέον εποχής.




Η ως άνω φωτογραφία ανήκει εις τας εορτασίμους ημέρας του έτους 1965. Το πενταετές τότε παιδίον, φέρων φουσκωτή μπάλα ανά χείρας, απολαμβάνει μοναδικάς ίσως και σπανίους στιγμάς μιας πλατείας πλήρους χιόνος, διακοσμημένης με το άρμα του γέροντος Άη-Βασίλη. Εάν αναζητείτε το όνομα της εν λόγω πλατείας, θα σας αποκάλυπτα ότι είναι η πλατεία Λαυρίου εις το κέντρον των Αθηνών.


Εις την  αμέσως επομένη εικόνα ο χρόνος έχει διατρέξει διάστημα τριών ακόμα ετών. Αισίως εδώ ευρισκόμεθα εις τα Χριστούγεννα του έτους 1968. Το εικονιζόμενον παιδίον φέρει την ηλικίαν των οκτώ ετών. Ίσταται έξω ακριβώς από την θύραν της πατρικής του οικίας ευπρεπώς ενδεδυμένον κατά τα ισχύοντα πρότυπα της εποχής δια τας ημέρας αυτάς. 

Εις την θύραν της οικίας είναι εμφανώς ορατή η Χριστουγεννιάτικη διακόσμησις. Είναι διακριταί αί χάρτιναι μορφαί των αγγέλων  αλλά και ετέρων διακοσμητικών υλικών. Όπισθεν της θύρας διακρίνουμε το δέντρον των Χριστουγέννων πλήρως διακοσμημένον με την κορυφήν αυτού να δεσπόζει χαρακτηριστικώς.


Εις την ανωτέρω εικόνα δύναται τις ίνα διακρίνει την συγκεκριμένην εξωτερικήν θύραν εκ των ένδον της παλαιάς οικίας εις τας τελευταίας στιγμάς της ζωής της διανύουσα μιαν λαμπρήν ιστορίαν 56 και πλέον ετών. Εις το βάθος εκείνης της γωνίας δύνασθε όπως φανταστείτε το προβληθέν Χριστουγεννιάτικον δέντρον καθώς εκεί έκειτο ακριβώς η ιδική του γωνία τοποθέτησις. Ολίγας ώρας αργότερον της ανωτέρω εικόνος το θηριώδες σκαπτικόν μηχάνημα παρέδιδε τον εν λόγω χώρο ομού μετά της υπολοίπου οικίας εις σωρόν ερειπίων



Εις την ανωτέρω εικόνα, δύναται τις όπως διακρίνει το μεγάλο τραίνο, κατασκευασμένον εξ ολοκλήρου δια αυθεντικών υλικών βαρέως τύπου, όπως: σιδηρον και ξύλον. Είναι δε χειροποίητον απολύτως εκ των χειρών του πατρός μου, ακριβώς όπως παρουσιάζεται εις την εικόναν. Τας ημέρας των Χριστουγέννων, το ως άνω τραίνο ενεφανίζετο εις το εσωτερικόν της οικίας πλήρως φορτωμένον με γλυκά εποχής φέρον αντίστοιχην διακόσμησιν. (Η ως άνω εικών είναι σημερινής εποχής και ως φαίνεται τούτο διατηρείται εις άριστην κατάστασιν έχον ανακαινισθεί πλήρως)

Εκ των ημερών εκείνων, δυστυχώς διεσώθησαν εις το προσωπικόν αρχείον μόνο αι δύο πρώται ανωτέρω εικόναι αίτινες ευλόγως αντιπροσωπεύουν την θέρμην και την νοσταλγίαν εκείνης της εποχής"


Προφανώς, διαβάζοντας την παραπάνω αφήγηση,  θα ψάχνετε να δείτε αν είμαι  με ...σώας τας φρένας ή μου έχε συμβεί κάτι. Μια χαρά λέω πως είμαι. Προσέξτε! Χρησιμοποιώ τον όρο "λέω" και όχι "είμαι". Έτσι για να κρατάμε και μια πισινή. Καλού κακού. Πήγα λοιπόν πίσω σε εκείνες τις μέρες και έγραψα όπως γράφαμε τότε προσπαθώντας να μπω στα παπούτσια εκείνης της εποχής. Τελικά και αυτή μας η γλώσσα έχει μια εξαίρετη γοητεία οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Δύσκολο όμως πλέον να το προσπαθήσουμε. Έχουμε καταχωνιάσει τις φιλολογικές και γραμματολογικές μας γνώσεις στη λήθη. (Δυστυχώς).

Συνεχίζοντας λοιπόν την ...φλυαρία μου, στα στολίδια μας τότε στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο, απουσίαζε παντελώς το πλαστικό! Κυριαρχούσε το χαρτί στις χαλκομανίες, το φελιζόλ σε διακοσμητικά σχέδια αλλά και το ειδικό αυτό ψιλό μέταλλο από το οποίο ήταν φτιαγμένες οι μπάλες. Μέταλλο σαν γυαλί ένα πράμα. Μάλιστα τότε, για χιόνι, χρησιμοποιούσαμε ένα υλικό, το οποίο το δουλεύαμε με γάντια καθώς ήταν επικίνδυνο στην αφή. Έπαιζε το ρόλο του χιονιού και της πάχνης.

Το κλασικό αγγελάκι που συνόδευε χρόνια ολάκερα τη διακόσμησή μας στα τζάμια του σπιτιού μας



Η Γιαγιά, κλασική εμβληματική φιγούρα της οικογένειας, ανελάμβανε κυρίαρχο ρόλο "εργασίας" στις μέρες εκείνες. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες, τσουρέκια σε πρώτη διάταξη παρασκευής. Μια κουζίνα και όχι μόνο, μετατρεπόταν σε εργαστήριο ....ζαχαροπλαστικής. Μοσχοβολούσαν τα πάντα! Η κορυφαία στιγμή της παρασκευής ήταν το τρίψιμο των καρυδιών και η παρασκευή του μελιού. Ακόμα και η διαδικασία της ....βάφτισης στο μέλι. Απίθανη στιγμή πραγματικά. Ακόμα θυμάμαι τη ροδέλα που έκοβε το ζυμάρι και τους φιόγκους που έκανε στο ζυμάρι για να πάρουν μορφή οι δίπλες. 




Η διακόσμηση του σπιτιού περιλάμβανε μπαλόνια στα σίγουρα. Μάλιστα μπαλόνια με χαρακτηριστικές μορφές. Ο πιγκουίνος, η σκουληκαντέρα, τα αχλάδια, η μεγάλη σφαίρα, όλα παρόντα, κρεμαστά από το ταβάνι. Επίσης το ρόλο του χιονιού στο τζάμι έπαιζε, με μεγάλη επιτυχία, η κιμωλία. Την ξύναμε και την φυσάγαμε στο τζάμι ή σε καλούπια από χαρτί που φτιάχναμε πριν.
Τα λαμπάκια! Άλλη φάση κι αυτή! Στα λαμπάκια της εποχής, μονόκλωνα, αν καιγόταν ένα λαμπάκι, πάπαλα! Δεν άναβε η σειρά! Καταλαβαίνετε τι επακολουθούσε. Οι πιο τολμηροί πατεράδες και πιο γνώστες, ξεκινούσαν ένα γαϊτανάκι αλλαγής στα λαμπάκια, ένα προς ένα, να πετύχουν το καμμένο και να το αλλάξουν από παλιότερες σειρές που είχαν κρατηθεί για αυτό το λόγο. Ήταν και αυτό ένα κομμάτι αυτής της όμορφης ιστορίας.






Θα μπορούσαμε να μιλάμε με τις ώρες για εκείνες τις παλιές νοσταλγικές στιγμές. Δώρα τότε ο Άη Βασίλης έφερνε σε μένα μια από εκείνες τις πολύ μεγάλες σοκολάτες της ΙΟΝ με όμορφα σχέδια στο χαρτί τους, τις θυμάστε. Ή κάποιο παιχνίδι σεμνό της εποχής καθώς οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες.

Τα σοκολατάκια είχαν επίσης την τιμητική τους θέση, πάντα ΙΟΝ γεμιστά. 

Θυμόμουν πολύ καλά τον τρόπου που αλλάζαμε χρόνο το βράδυ τις Πρωτοχρονιάς. Ο πατέρας είχε ήδη κολλήσει τα ημερολόγια, τοίχου και γραφείου, μάλιστα στο δεύτερο είχε ήδη φροντίσει να γράψει και την ευχή του στην 1η του Γενάρη αφού μετά το ...έκλεινε επιμελώς. 

Κόσμο ποτέ δεν είχαμε τις γιορτινές μέρες. Πάντα γιορτάζαμε μόνοι μας. Σπάνια κάποιες φορές είχαμε και την αδελφή μου τότε στο σπίτι μέσα όμως σε μια ιδιάζουσα ατμόσφαιρα. Όμως εγώ την αγαπούσα πολύ, ήταν μια ξεχωριστή παρουσία. Και πολλές φορές κατάλαβα ότι αδικήθηκε κατάφωρα από το κλίμα που συναντούσε τότε. Ας είναι. Τώρα πια όλοι έχουν φύγει, συνεπώς δεν έχει νόημα.

Κάλαντα έλεγα βέβαια! Αλλά μην νομίζετε ότι πήγαινα μακριά. Όχι! Ντρεπόμουν πολύ. Δεν πήγαινα ποτέ με παρέα, δεν ξέρω το λόγο. Μόνος μου σε 3-4 σπίτια πολύ στενών γνωστών γειτόνων και μέχρι εκεί. Δυστυχώς με κρατούσαν στη ...γυάλα τότε λόγω κάποιων καταστάσεων.

Τι θυμάμαι ακόμα; Μα το "Χιόνια στο καμπαναριό"! Τότε, όλη η οικογένεια μαγνητοφωνήσαμε το τραγούδι με τις φωνές της ....οικογενειακής μας χορωδίας στο παλιό μαγνητόφωνο με τις μπομπίνες! Το ευτράπελο; Μα στο τέλος ο πατέρας καθυστέρησε να πατήσει το "Stop" στην ηχογράφηση και η εγγραφή έκλεινε με ένα υπέροχης έκφρασης "Ω ρε λεβεντιά" από τα χείλη του δοσμένο με την καρδιά του.

Αυτό το "Ω ρε λεβεντιά" μας συνόδεψε χρόνια ολάκερα μέχρι το θάνατό του. Ήταν κάτι σαν σημάδι, σαν σημείο αναφοράς.


Αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες
Αφήστε τον εαυτό σας αυτές τις Άγιες μέρες να γίνει και να νιώσει παιδί!
Είναι το πιο όμορφο δώρο που μπορείτε να του κάνετε.

Ανοίξτε τις αγκαλιές σας σε θετικά αισθήματα, σκέψεις και χαμόγελα.
Γίνετε δημιουργικοί, στολίστε, τραγουδείστε, σκεφτείτε, νοιαστείτε για τους άλλους, μιλήστε με φίλους.

Θέλω μέσα απ την καρδιά μου να σας ευχηθώ και εδώ από το "ΗΔΥΠΟΤΟΝ"

@@ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ@@


@
@@
@@@
@@@@
@@@@@
@@@@@@
@@@@@@@
@@@@@@@@
"
"
"
=====


Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020

Σκόρπιες άναρχες σκέψεις και ευχές

 




Σκόρπιες άναρχες σκέψεις και ευχές

Η αλήθεια είναι ότι δεν το συνηθίζω. Έτσι να αφήνομαι άναρχα σαν φύλλο στον αγέρα με έναν λογισμό άναρχο, ατίθασο. Χωρίς σχέδιο και κατεύθυνση, χωρίς ειρμό, χωρίς σταθμό. χωρίς τιμόνι και φρένα. Η αλήθεια είναι ότι είμαι πολύ παρορμητικό άτομο. Ενθουσιάζομαι πάρα πολύ έντονα, δακρύζω εύκολα, φεύγω στους δικούς μου κόσμους ακόμα πιο προσιτά. Ανοίγω την αγκαλιά μου πιο εκφραστικά. Ίσως στα μάτια τρίτων αυτό να μοιάζει και να δείχνει υπερβολικό. Δεν είμαι εγώ αυτός που μπορώ να το κρίνω.


Τι μ' έπιασε τώρα θα αναρωτηθείτε. Δεν ξέρω και δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω μία απάντηση. Αφήνομαι λοιπόν στη μαγική μουσική του Hans Zimmer που ήδη ακούτε και σεις μαζί μου. Βλέπω αυτές τις κοπέλες σολίστ στην ορχήστρα της Βιέννης και τις καμαρώνω. Την κοπέλα που παίζει βιολοτσέλλο, την κοπέλα που παίζει σόλο βιολί και εκείνη πίσω που είναι στα κρουστά. Αχ πόσο θα ήθελα σε μια τέτοια εικόνα να καμάρωνα τις κόρες μου! Πόσο ειλικρινά θα το ήθελα! Βέβαια θα μου πείτε "προβάλεις τα δικά σου όνειρα Γιάννη στα παιδιά σου;". Καταλαβαίνω, αυτό δεν είναι σωστό αλλά εγώ θα το ήθελα δεν σας το κρύβω.

Αυτές τις μέρες της καραντίνας αλά Ελληνικά λοιπόν. Μην μου πείτε ότι εσείς το θεωρείτε αυτό "καραντίνα". Όχι! Κάτι άλλο είναι. Πείτε το "οικονομική εξόντωση" της λαϊκής οικογένειας, πείτε το "θάνατος του εμποράκου", πείτε το "κράτος καταστολής". Καραντίνα με μποτιλιαρισμένες τις μεγάλες οδικές αρτηρίες δεν υπάρχει. Αυτά μόνο εδώ. Κάποιοι μας εμπαίζουν με τις αντιφατικές τους αποφάσεις. 

Αυτές τις μέρες λοιπόν περπατώ στα στενά της πόλης. Έβγαλα το δασάκι και τα πάρκα από το περπάτημά μου καθώς είναι γεμάτα πολύ νέα παιδιά που βρήκαν εκεί ένα είδος "άσυλου". Περπατώντας στα στενά της πόλης λοιπόν έχω μεταβληθεί σε ένα είδος "κυνηγού σπιτιών". Με τον Άρη συντροφιά, περνάμε και χαζεύουμε μικρά όμορφα σπίτια. Σας λέει κάτι αυτό; Σε σας όχι, σε μένα πολλά. Το κυνήγι του χαμένου ονείρου, ο χαιρετισμός της χαμένης ελπίδας. Μια μεγάλη ήττα που προσωπικά με στοιχειώνει.

Στην οικοδομή βάλαμε, για το καλό λίγα Χριστουγεννιάτικα στολίδια. Για το καλό λέει η γυναίκα μου, μήπως αλλάξει η σελίδα. Στον ακάλυπτο φυτέψαμε και μια λεμονιά. Συμβολικά κι αυτή. Αφού δεν μπορέσαμε να το αναστήσουμε, ας μεγαλώσει εκεί ένα καινούργιο δέντρο.

Στην τηλεόραση, σε ένα κανάλι από τη δέσμη της Nova, το Animal Planet, βλέπω μια "σειρά" με μια ομάδα κατασκευαστών στις ΗΠΑ που φτιάχνουν δεντρόσπιτα! Και αφήνομαι να με ταξιδέψουν στις ονειρικές τους κατασκευές. Ύστερα σκέφτομαι "γιατί δεν ακολούθησες τις επιλογές σου να κάνετε ένα σπίτι εναλλακτικής κατασκευής;" "Γιατί πέσατε στα τσιμέντα και στα συνήθη;" Μια από τις απαντήσεις έρχεται μέσα από τα κλισέ που μαθαίνουν οι έλληνες μηχανικοί και δεν θέλουν να κάνουν τίποτα διαφορετικό. Ένα πράγμα έμαθαν, αυτό κάνουν. Που να τους πεις τώρα για εναλλακτικές κατασκευές, για μετατροπές παλιών σπιτιών, για ξύλινα σπίτια, για προκατ κατασκευές, Τίποτα ρε παιδί μου! Το τσιμέντο να είναι καλά και τι στον κόσμο. Όλα τα άλλα είναι άχρηστα. 

Έχω μεγάλη διάθεση δημιουργίας αυτήν την εποχή. Να γράψω, να διαβάσω, να κατασκευάσω, να περπατήσω, να κάνω ποδήλατο. Μια δημιουργική ένταση που έρχεται και με ζώνει αχαλίνωτη. Μερικές φορές είναι βασανιστική, μαρτυρική. Δεν μπορώ να την διαχειριστώ. Έγραψα ένα μεγάλο μυθιστόρημα με θέμα βγαλμένο μέσα από την Ελληνική μυθολογία. Θα έχει και συνέχεια σε δεύτερο βιβλίο. Επιμελούμαι ένα θεατρικό μου έργο, της πρώτης μου συγγραφικής απόπειρας κάπου στα είκοσί μου χρόνια. Βλέπω ταινίες πολλές. Φιλμ που έχουν πάρα πολλά να μου πουν. Με επηρεάζουν, δημιουργούν μέσα μου αναστάτωση, συναισθηματική ένταση, φόρτιση, που πρέπει να βγει αλλά δεν βρίσκει διέξοδο.

Θα μου πειτε, "τι θα τα κάνεις όλα αυτά;", για ποιον γράφω; ποιος είναι ο λόγος; Αυτό το βασανιστικό ερώτημα δεν το έχω απαντήσει. Έκανα και κάποια e-book. Ε και; Ναι, θα ήθελα να δω έργα μου σε βιβλία. Και χαίρομαι σαν παιδί όταν οι φίλοι κάνουν το δικό τους όνειρο πραγματικότητα. Αμέσως μετά χιλιάδες ερωτήματα κατακλύζουν το μυαλό μου. 

"Τώρα το θυμήθηκες φίλε; Στα εξήντα σου;"

"Τόσο καιρό τι έκανες; Γιατί δεν διεκδίκησες τα όνειρά σου; Σε ποιους σκοπούς τρίτων αναλώθηκες ηλίθιε; Που έκαψες και έθαψες τη δική σου εικόνα; Πίστεψες στον εαυτό σου ή άφησες να μείνει επάνω σου η ετικέτα των άλλων; Ο αδύναμος, ο φοβικός, ο δειλός;"

Διάβασα Παπαδιαμάντη αυτές τις μέρες. Χριστούγεννα γαρ. Και με όλες αυτές τις επιδρομές ξένων κακόγουστων λέξεων που δολοφονούν τη γλώσσα μας σκέφτηκα λίγο. Μήπως να έγραφα κάτι δοκιμαστικά στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη; 

Φλυάρισα και το ξέρω. Συγχωρέστε με. Τελειώνω εδώ το ...παραλήρημά μου. Το μουσικό θέμα του Χανς Ζίμμερ τελειώνει.

Να ευχηθώ σε όλους σας 

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Όμορφες γιορτινές μέρες να έχουμε.




Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

"Δικαιοσύνη" -Το Xmas δέντρο των Bloggers

 Φίλες και φίλοι

Μπήκαμε αισίως στο Δεκέμβρη της φετινής χρονιάς.

Μια χρονιά αλλόκοτη, δύστροπη, που μας δοκιμάζει στα όριά μας. Εμείς όμως, αυτές τις γιορτινές μέρες, θα δώσουμε τη δική μας θετική και φωτεινή απάντηση σε όλο αυτό το γκρίζο φάσμα που επιμένει να μας ακολουθεί αλλά δεν θα το αφήσουμε να μας κυριεύσει.

Η απάντηση της δικτυακής γειτονιάς είναι ένα πανέμορφο δικτυακό δρώμενο, που ήδη ξεκίνησε την 1η του μήνα και θα κλείσει ακριβώς τα Χριστούγεννα.


Στο blog της Μαρίνας Τσαρδακλή

"Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"

στολίζουμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο με ένα θετικό μήνυμα κάθε μέρα βασισμένο στα 24 γράμματα της γλώσσας μας, 

Ένα γράμμα-μια λέξη-ένα μήνυμα, κάθε μέρα.

Το δικό μου γράμμα είναι το "Δ"

Η λέξη που επιλέγω είναι 

"ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ"


Θέμις,

κόρη της Γαίας και του Ουρανού. 

Είναι εκείνη που θεσμοθετεί. Το δίκαιο που αντιπροσωπεύει είναι ιερό. Ισχύει όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά και για τους Θεούς και είναι ανώτερο και από τη βούλησή τους. Κόρες της ήταν οι Ώρες, η Ευνομία, η Δίκη και η Ειρήνη και οι Μοίρες.


“Η πιο ωραία λειτουργία της ανθρωπότητας, είναι η απόδοση δικαιοσύνης”   Βολταίρος


Θα ‘θελα οι άνθρωποι ίσοι να πορεύονται στις στράτες τους.

Θα ‘θελα ο μόχθος κάθε ανθρώπου να μετράει το ίδιο και να μη γίνεται βορά στους δυνατούς.

Θα ‘θελα κάθε ψυχή να μην μετριέται με τον πλούτο και την ισχύ.

Θα ‘θελα το δίκιο απέναντι στον αδύναμο, τον κατατρεγμένο, τον διαφορετικό.




Τούτη η πλάση και η γη είναι πατρίδα όλων μας. Εύχομαι το κοίταγμα στα μάτια των παιδιών να δίνει το όνειρο ενός δίκαιου κόσμου. Για ένα μέλλον που εξασφαλίζει μια ζωή χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς στιγματισμούς. Χωρίς την επιβολή του ισχυρότερου και την κατάχρηση της εξουσίας.

Για τους απόκληρους, για της γης τους κολασμένους, για τους σκλάβους της σύγχρονης ζωής. Κάπου πρέπει να υπάρξει για αυτούς το φως. Ένας δίκαιος κόσμος μπορεί να γίνει όνειρό μας. Όχι αφηρημένα και μεταφυσικά. 

Δικαιοσύνη σημαίνει σεβασμός στα δικαιώματα και στις ανάγκες όλων.

Δικαιοσύνη δεν μπορεί να σημαίνει ανισότητα και αποκλεισμούς

Δικαιοσύνη σημαίνει επίγνωση της αναγκαιότητας σε μια κοινωνία που δεν έχει φετίχ τον πλούτο των ολίγων, τον ανταγωνισμό και τον αλληλοσπαραγμό των ανθρώπων.


Απόδοση δικαιοσύνης δεν σημαίνει εκδίκηση. Δεν έχει θέση ο προσωπικός αυτόκλητος τιμωρός ή αυτός που ενεργεί εξ ονόματος άλλων χωρίς τη δική τους ουσιαστική συμμετοχή. Η κάθε κοινωνία και συλλογική οντότητα θεσμοθετεί κανόνες δικαίου που εκπροσωπούν το σύνολο και δεν νοιάζονται μόνο για την διαιώνιση των ισχυρών και των ολίγων.



Ζούμε πολλά στις μέρες μας. Ένα γκρίζο πέπλο απειλεί να σκεπάσει τη ζωή μας. Πολλά γίνονται για μας αλλά χωρίς εμάς. Θέλω να ευχηθώ στον καθένα να κάνει κτήμα του τον αγώνα για πανανθρώπινη δικαιοσύνη. Αληθινή, ουσιαστική, ζωντανή. Θέλω να δώσω ένα στολίδι στο δέντρο της ζωής, ένα δώρο που, στο όνομά του, πολλοί ορκίζονται αλλά από την άλλη το καταπατούν. 


Το στολίδι αυτό έχει όνομα και φως. Δίκιο λέγεται και δικαιοσύνη η αύρα του. 


Καλά Χριστούγεννα από καρδιάς σε όλες και σε όλους μας.

  

Ανακοίνωση του δρώμενου




Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

"Το παγκάκι της μνήμης" (Φωτοσυγγραφικη σκυτάλη #6)

 "Το Παγκάκι της μνήμης"

(Διήγημα)


ΣΚΗΝΗ 1


Τα βήματά της αντηχούσαν στα πατώματα του δωματίου καθώς έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Τα ποδαράκια της χόρευαν στα διάφορα υλικά του πατώματος. Από τα πέτρινα τής κουζίνας και της σάλας στα ξύλινα της κρεβατοκάμαρας. Μαζί με το γέλιο της. Φαινόταν σαν μικρή πεταλούδα που πετάριζε γεμάτη χρώμα και ζωή από λουλούδι σε λουλούδι. Και πίσω της ο παππούς της. Ένα ανέμελο κυνηγητό μέσα στο σπίτι. Με τις φωνές της άλλοτε πνιγμένες στο ξέφρενο γέλιο και άλλοτε πνιχτές λαχανιασμένες. Και εκείνος από πίσω της με περπατησιά αστεία. Εκεί που πήγαινε να την φτάσει όλο τάχα μου εύρισκε σε κάποιο εμπόδιο του σπιτιού και την έχανε. Και μετά να σου πάλι το ίδιο. Να την ζυγώνει να την αρπάξει και μετά να την αφήνει. Στο τραπέζι το μεγάλο, το μικρό, στην ξύλινη πολυθρόνα την κουνιστή που της άρεσε να την βάζει να θραμπαλίζεται. Στο μεγάλο τζάκι που έβγαζε ως πάνω την ξύλινη οροφή. Η γιαγιά της από μέσα απ την κουζίνα τάχα μου να φωνάζει: “Θα κάνετε ζημιά βρε…. Προσέξτε λίγο…”


Εκείνη όμως, μικρή και καπάτσα στα τέσσερα χρόνια της, όλο ξέφευγε. Και να την τώρα να βγαίνει απ την πόρτα και να ξεχύνεται στην αυλή με τον δύστυχο τον παππού από πίσω. Όμως εκείνος, με μια δρασκελιά, την ζυγώνει και καθώς εκείνη προσπαθεί να βρει καταφύγιο στο μεγάλο ξύλινο παγκάκι της αυλής, την αρπάζει με τα χέρια του.

“Σ’ έπιασα μικρή πεταλούδα!” έκανε με ύφος θριαμβευτικό εκείνος καθώς με τα χέρια του την έβαλε να κάτσει πάνω στο παγκάκι. Εκείνη προσπαθούσε να φέρει στα ίσια της τις αναπνοές της.

“Παππού… είσαι μεγάλος για αυτό… αλλιώς δεν θα με έπιανες…” απάντησε με ύφος που δεν άφηνε περιθώρια να μην την σφίξεις στην αγκαλιά σου.

“Κούκλα μου! Γλυκιά μου. ναι σε άρπαξα! Τώρα δεν μου ξεφεύγεις….”


Την πήρε αγκαλιά. Ύστερα την έβαλε να κάτσει κανονικά στο παγκάκι. Σηκώθηκε, ίσιωσε λίγο τα μαλλιά του και έσιαξε τα γυαλιά στο πρόσωπό του. Έκανε να κινηθεί προς το σπίτι. Η μικρή σήκωσε το κεφαλάκι της. Ένα ζευγάρι μάτια ενώθηκαν με τα δικά του. Και μια γλυκιά φωνή συνόδευσε την ερώτησή της:

“Εμένα εδώ θα μ’ αφήσεις παππού;”

Δεν είπε τίποτα. Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Είδε μονάχα τα κόκκινα πέταλα της βουκαμβίλιας να πέφτουν απαλά από το μεγάλο φυτό, να στροβιλίζονται στον αέρα και να αναπαύονται ολόγυρά της, στο παγκάκι και στην μικρή της φούστα.


ΣΚΗΝΗ 2


Σιωπή. Απέραντη και ήρεμη. Της νύχτας το σκοτάδι απλωμένο στις φυσικές του ώρες. Έξω στη φύση, στο εσωτερικό του χωριάτικου σπιτιού. Το φεγγάρι παίζει κρυφτό με κάποια λευκά σύννεφα που φωτίζονται έντονα με το ασημί του χρώμα. Όλα βυθισμένα στην αγκαλιά του ύπνου και της γαλήνης. Οι πόρτες, τα παράθυρα εσωτερικά του σπιτιού. Το άρωμα του ξύλου και του βερνικιού της συντήρησης. Όλα να κινούνται θολά, ακανόνιστα. Το ταβάνι να γυρίζει σαν να στροβιλίζεται, οι τοίχοι να χάνουν τη γεωμετρία τους. Και ύστερα πάλι να ηρεμούν. Κάτω το πάτωμα, πότε η καλογυαλισμένη πέτρα του, με τους αρμούς καλοφτιαγμένους, πότε τα ξύλα με το σκούρο τους χρώμα και τη μυρωδιά τους. Απ το παράθυρο της κουζίνας τρεμόπαιζε το ασημί του φεγγαριού, διεκδικούσε με πάθος την είσοδό του στο δωμάτιο να λούσει με το φέγγος του τις γωνίες του σπιτιού. 


Και τότε αχνά, ακαθόριστα, λες και έρχονταν από μακριά ένα βουητό. Ένα παράξενο βουητό βγαλμένο από τα βάθη της γης σαν να αναστέναζαν τα σωθικά της. Ένα πρώτο τρίξιμο στα ξύλα, ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο πάτωμα, μια βουή σαν να δοκιμάζει να βγάλει τον βρυχηθμό της. Ύστερα πιο δυνατή, πιο ανατριχιαστική. Και ύστερα το τρέμουλο πιο δυνατό. Και μετά ακόμα δυνατότερο. Τα τζάμια να αρχίζουν να τρέμουν, τα φωτιστικά να κινούνται σαν εκκρεμές, οι καρέκλες να χοροπηδούν στο πάτωμα. Όλο και πιο έντονα, όλο και πιο δυνατά. Όλα να χορεύουν σε έναν ανατριχιαστικό χορό. Ήχοι, τζάμια που έσπαγαν, σκεύη που έπεφταν, ξύλα που έσπαγαν, τοίχοι που ράγιζαν.


Και ύστερα η φωνή, οι φωνές, οι κραυγές, οι στριγγλιές. Καταμεσής της νύχτας.

“Σεισμός! Τα παιδιά!” έσχισε στα δυό τη νύχτα το κάλεσμα της γυναικείας φωνής.


ΣΚΗΝΗ 3


Το ένιωθε. Παντού. Ολόγυρά της.  Σε ένα ακαθόριστο θολό χώρο. Προσπαθούσε να τον αναγνωρίσει. Κάτι της ξυπνούσε μα όχι! Δεν ήξερε τι ήταν. Ένα σπίτι, σίγουρα ένα σπίτι. Όμως ποιο; τι ήταν αυτό; Σε ποιο μέρος; Όλα ήταν τόσο θολά! Προσπαθούσε να κινηθεί μα της ήταν αδύνατον. Σκοτάδι; Φως; Όλα μπερδεμένα. Ένιωθε παρουσίες αλλά δεν έβλεπε τίποτα, πουθενά και κανέναν. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο γρήγορη. Οι παλμοί της καρδιάς της όλο και πιο έντονοι σαν αργαλειός. Προσπαθούσε να βρει τον εαυτό της, το σώμα της μέσα σε όλο αυτό αλλά ένιωθε σαν κάτι να την φυλακίζει, να την κρατά και να την περιφέρει αόρατη. 


Και τότε η γη άρχισε να τρέμει. Στην αρχή σιγά μα μετά όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο άναρχα. Και πάλι προσπαθούσε να ξεχωρίσει τι ήταν και που αλλά μάταια. Όλα χόρευαν γύρω, οι τοίχοι έχαναν το σχήμα τους, οι χώροι αναποδογύριζαν χωρίς τελειωμό. Κόντευε να πνιγεί. Της τελείωνε ο αέρας, πνιγόταν, δεν ένιωθε χέρια ή πόδια. Μόνο φωνή, μια φωνή ναι, που όλο και δυνάμωνε. Προσπαθούσε να ακούσει. Δυσκολευόταν. Όμως η φωνή δυνάμωνε, πήρε χρώμα, πήρε χροιά γυναικεία αλλά άγνωστη, έσπασε στα δύο, μικρή και μεγάλη. Έγινε λέξεις, φράση, κάλεσμα:


“Εμένα θα μ’ αφήσεις εδώ;” 


Το άκουσε, ήταν μια ικεσία, μια παράκληση. Γεμάτη φόβο και απόγνωση. Και όλο και μεγάλωνε, δυνάμωνε. “Εμένα θα μ’ αφήσεις εδώ;”. Έγινε κραυγή, της τρυπούσε τ’ αυτιά, το κεφάλι. Πονούσε. Η ίδια συνεχώς ερώτηση. Προσπαθούσε να καλύψει τα αυτιά της αλλά δεν είχε χέρια.


Πετάχτηκε καθιστή στο κρεββάτι της με μια κραυγή απελπισμένη! Μέσα στη νύχτα, λουσμένη στον ιδρώτα. Προσπαθούσε να πάρει αναπνοές, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, χτυπούσε σαν τρελή. Η πόρτα του δωματίου της άνοιξε. Η μητέρα της φάνηκε στην πόρτα σοκαρισμένη.

“Έλλη! Τι συμβαίνει παιδί μου; Τι έπαθες;” της είπε και κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι. Το χέρι της έπιασε το δικό της που έτρεμε. Η νεαρή κοπέλα έδειχνε να συνέρχεται. Αργά, δειλά μα σταθερά. Έκλεισε τα μάτια της και έγειρε στην αγκαλιά της μητέρας της. Η φιγούρα ενός άντρα φάνηκε στην πόρτα του δωματίου.

“Έλλη τι έγινε;” ρώτησε με αγωνία καθώς πλησίασε. Η κοπέλα τους κοίταξε έναν προς έναν έχοντας ανακτήσει την ανάσα της:

“Ένας άσχημος εφιάλτης… αυτό…όλα…” ξαφνικά άρχισε πάλι να ταράζεται, “….όλα έτρεμαν...κάτι σαν σεισμός….και η φωνή….. η φωνή….”

“Ησύχασε παιδί μου” έκανε η μητέρα της. Το πρόσωπό της γύρισε και αντίκρισε αυτό του άντρα της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα όλο νόημα.


ΣΚΗΝΗ 4


“Πως κοιμήθηκε;” ρώτησε ο Ανδρέας. Είχε ήδη βάλει την πρώτη γουλιά στο στόμα του από την κούπα του Γαλλικού καφέ που συνήθιζε να πίνει λίγο πριν φύγει για τη δουλειά. Στα σαράντα έξι χρόνια του, δεν έπαυε μήτε στιγμή να εκφράζει την αγάπη και τη λατρεία του στις δύο γυναίκες της ζωής του. Την εικοσιδυάχρονη κόρη του Έλλη και την κατά τρία χρόνια μικρότερή από εκείνον γυναίκα του, την  Τζένη.

“Έμεινα κοντά της όλη τη νύχτα…” απάντησε εκείνη.

“Καλά έκανες, το είδα. Πάντα νιώθω την απουσία σου από δίπλα μου”

“Ήταν ταραγμένη.. μια-δυό φορές την ένιωσα να τρέμει αλλά ευτυχώς ως εκεί”

“Τώρα πως είναι;”

“Ευτυχώς κοιμάται ήρεμα. Δεν έχει και σχολή σήμερα”

“Καλύτερα να ξεκουραστεί…”


Μεσολάβησε μια μικρή σιωπή ανάμεσά τους. Με κάπως μηχανικές κινήσεις έπαιρναν το πρωινό τους. Η γυναίκα του έσπασε τη σιωπή:

“Άκουσες τι είπε χθες;”

“Εννοείς τη νύχτα όταν…”

“Ναι όταν πετάχτηκε, ο εφιάλτης…”

“Αυτό ακριβώς! Όλα έτρεμαν είπε… ο σεισμός”

Ο Ανδρέας πήρε μια βαθιά ανάσα.

“Μήπως πρέπει να της πούμε κάποια πράγματα;”

“Δεν είναι επίφοβο;”

“Αν συνεχιστεί αυτό…”

“Εννοείς που επαναλαμβάνεται…”

“Ναι, νομίζω αν μάθει θα απομυθοποιήσει τα γεγονότα. Είναι πια ολάκερος άνθρωπος. Σπουδάζει γιατρός, βλέπει τον κόσμο θετικά. Να βάλει το φόβο στη σωστή του θέση…”

“Πρέπει να βρούμε μια ευκαιρία Ανδρέα. Κάτι που να ταιριάξει, να λειτουργήσει όμορφα”

Εκείνος έδειξε να σκέφτεται. Της απάντησε κατηγορηματικά.

“Νομίζω ξέρω τον τρόπο! Και πιστεύω είναι ο καλύτερος”

“Δηλαδή;”

“Ο μηχανικός έχει έτοιμα τα σχέδια του σπιτιού στο χωριό…”

“Θες να πεις ότι…”

“Αυτό ακριβώς Τζένη! Έτσι κι αλλιώς πρέπει να πάμε εκεί. Σε λίγο θα έχουμε τις τελικές ρυθμίσεις για να ξεκινήσουμε τη ριζική ανοικοδόμηση του πατρικού σου. Για μας έργο ζωής”

“Και η Έλλη;” τον ρώτησε με αγωνία.

“Η Έλλη ξέρει για το σπίτι. Ότι είναι ερειπωμένο εδώ και 17 χρόνια”

“Δεν γνωρίζει όμως τι συνέβη ακριβώς εκείνον τον Ιούλη…”

“Ακριβώς. Ήρθε η ώρα να μάθει την ιστορία αυτού του σπιτιού. Την αφορά άλλωστε άμεσα. Και θα απαλύνει πιστεύω αυτό που υποσυνείδητα τη βασανίζει”


ΣΚΗΝΗ 5  Το ίδιο βράδυ στο σπίτι.


Το τζάκι έκαιγε στην άκρη του σαλονιού. Οι φλόγες ζωηρές έστελναν φωτεινά μηνύματα μέσα στο δωμάτιο. Και το άρωμα του ξύλου μια μεθυστική ομορφιά. Ήταν καθισμένοι όλοι έναν κύκλο εκεί κοντά. Ο Ανδρέας έριχνε σκόρπιες ματιές σε κάτι βιβλία, η Τζένη κυλούσε το βλέμμα της με τις εναλλαγές του browser στο λαπ τοπ της και η Έλλη προσπαθούσε να βολέψει το σώμα της στον μεγάλο καναπέ.

“Πότε αρχίζει η εξεταστική;” την ρώτησε ο Ανδρέας.

“Σε δύο βδομάδες”

“Άρα κλείσατε να υποθέσω;”

“Ναι! Τέλος το εξάμηνο. Πάμε για τα καθιερωμένα”

“Ωραία” της απάντησε προσπαθώντας κάπου να χωρέσει την πρότασή του. Έριξε μια ματιά στη γυναίκα του και είδε το θετικό της βλέμμα.


“Έλλη, το Σάββατο λέμε να πάμε στο χωριό”

“Που στο χωριό; Τι να κάνετε;”

“Σου έχουμε μια έκπληξη”

“Δηλαδή;” έκανε εκείνη με προσμονή να ακούσει.

“Το πατρικό σπίτι της μαμάς σου, τα σχέδια του μηχανικού είναι έτοιμα!”

Το νεανικό της πρόσωπο έλαμψε.

“Για την ανακατασκευή;”

“Ναι! Πρέπει να πάμε να δούμε από κοντά τις τελευταίες λεπτομέρειες για να ξεκινήσει η έκδοση της άδειας”

Η Έλλη γέμισε νοσταλγία.

“Το σπίτι του παππού και της γιαγιάς ε μαμά;”


Η Τζένη βρήκε ευκαιρία να μπει στην κουβέντα.

“Ναι κορίτσι μου. Ήρθε ο καιρός να το δούμε να ζωντανεύει, πέρασαν τόσα χρόνια από τότε…”

Ο άντρας της την κοίταξε κατάματα.

“Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα… μόνο κάτι έτσι αχνό στο μυαλό μου αλλά… και πάλι τίποτα… ούτε τον παππού ή τη γιαγιά” σχολίασε η Έλλη.

“Λογικό παιδί μου, ήσουν πολύ μικρή όταν πέθαναν…” απάντησε ο πατέρας της.

“Θα ήθελα πολύ να τους θυμηθώ. Να τους νιώσω στο δικό τους σπίτι. Είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τις διηγήσεις. Μου λείπει ένα κομμάτι στην ψυχή μου από την παρουσία τους. Μου έχετε πει τόσα για εκείνο το σπίτι, τις ομορφιές του, την αυλή του, τα δέντρα…”

“Σ’ αγαπούσαν πολύ…” συμπλήρωσε η μητέρα της.

“Το σπίτι εκεί… πως ξέμεινε έτσι; Γιατί το αφήσατε να διαλυθεί;” τους ρώτησε.

“Βρε Έλλη δεν είχαμε παλιότερα τη δυνατότητα να το φροντίσουμε, θέλω να πω να κάνουμε κάτι. Ύστερα ήταν και κάποια θέματα που έπρεπε να διευθετήσει η μάνα σου με την αδελφή της, τη θεία σου. Όμως ήταν και είναι το όνειρό μας. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Τώρα που έχουμε την οικονομική δυνατότητα, το ξεκινήσαμε. Και να που ήρθε η ευλογημένη ώρα να βγει άδεια”

“Τι θα γίνει; Πως το σκέφτεστε;” τους ρώτησε.


“Α αυτό δεν θα στο πούμε εδώ, θα το δεις θεωρητικά επί τόπου εκεί!” πετάχτηκε η μητέρα της.

“Έλλη είναι ώρα να γνωρίσεις το σπίτι που, σαν μικρή πεταλούδα, έκανες τα πρώτα σου βήματα. Εκεί που η γιαγιά και ο παππούς σε κράτησαν στην αγκαλιά τους” είπε ο πατέρας της.

“Μέχρι τώρα τους γνώριζες από φωτογραφίες. Και εκείνους και το σπίτι και σένα εκεί ανάμεσα. Λοιπόν; Τι λες; Θα  έρθεις;” πρόσθεσε η μητέρα της.

“Με πείσατε! Εντάξει. Θα μείνουμε πουθενά; Να ξέρω”

“Όχι, οι Αλκυονίδες είναι εδώ δίπλα, μια μέρα θα μας φτάσει άνετα”

“Θαυμάσια λοιπόν!” σχολίασε η Έλλη με χαμόγελο.

“Πάω να σας φτιάξω πίτσα! Έχω όρεξη απόψε” έκλεισε την κουβέντα με μια γευστική πρόταση η Τζένη γνωρίζοντας θερμή υποδοχή από τους άλλους δύο. Η βραδιά είχε ντυθεί σε ένα όμορφο χαμόγελο για τη συνέχεια.


ΣΚΗΝΗ 6  Βράδυ δύο μέρες πριν την αναχώρησή τους


Το φως από το μικρό πορτατίφ στο κομοδίνο της Έλλης έριχνε σκόρπιες τις ανταύγειές του στον τοίχο απέναντι του δωματίου. Στην ηρεμία της προχωρημένης νύχτας το χρώμα του τοίχου άρχισε να αλλάζει σιγά-σιγά. Πολύχρωμες ανταύγειες από όμορφα χρώματα ντυμένα με το ημίφως ξεκίνησαν να παίζουν μια όμορφη προβολή. Λες και η ύλη ολόγυρα έχανε τη δομή και την πυκνότητά της. Διαφάνειες, σκιές, εκλάμψεις, ψίθυροι. 


Τα μάτια της ήταν κλειστά βυθισμένα στο ταξίδι του ύπνου όμως ολόγυρά της στήνονταν ένας χορός στο υποσυνείδητο. Μέσα από το χρώμα του τοίχου πέρασε κάτι σαν σκιά, διάφανη, ακαθόριστη στην αρχή. Περιπλανήθηκε μέσα στο δωμάτιο αγγίζοντας το κάθε τι με προσοχή και επιμέλεια. Και κάθε που περνούσε ο χρόνος αυτή η σκιά άρχισε να παίρνει συγκεκριμένη μορφή που παρά τη διαφάνειά της ήταν φανερό ότι ήταν μια ανθρώπινη φιγούρα. Που σε λίγο ήταν το περίγραμμα ενός ηλικιωμένου άντρα. Έδειχνε απόκοσμος εντελώς όμως πολύ φιλικός. Λες και η παρουσία του δεν ήθελε να ταράξει το οτιδήποτε. Βουτηγμένος σε μια πανδαισία χρωμάτων και λάμψης περπάτησε σιγανά στον αέρα μέσα στο δωμάτιο. Στάθηκε σε πράγματα λες και ήθελε να τα αγγίξει. Ύστερα κοίταξε προς το κρεβάτι. Πλησίασε αργά την Έλλη που κοιμόταν με μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό της. Ο ηλικιωμένος άνδρας εστίασε το βλέμμα του στα κλειστά της μάτια. Στο πρόσωπό του, που λαμπύριζε σε χρώματα και σκιές, σχηματίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο.


“Χαιρόμαστε που δεν μας ξέχασες…” βγήκε η φράση λες από μέσα του χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του. Τα μάτια της Έλλης τρεμόπαιξαν.

“Θα είμαστε και οι δύο εκεί γλυκιά μου…” συνέχισε στον ίδιο τόνο. Κάτι σαν ομίχλη είχε μπει στο δωμάτιο και αιωρούνταν στο εσωτερικό του.

“Θα σε περιμένουμε… μας έχεις λείψει τόσο πολύ…” η φωνή συνέχισε να βγαίνει από τα χείλη της μορφής αυτής του ηλικιωμένου άντρα χωρίς καν να κινείται. Η Έλλη άνοιξε με μιας τα μάτια της. Για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα της διασταυρώθηκε με εκείνο το απόκοσμο ονειρικό βλέμμα του απέναντί της. Γεμάτη έκσταση ανασηκώθηκε καθιστή στο κρεβάτι της.

“Παππού!” τον προσφώνησε απλώνοντας τα χέρια της προς την κατεύθυνσή του. Το πρόσωπο εκείνου λες και φωτίστηκε από μια ανείπωτη ζεστασιά. Της χαμογέλασε γλυκά και άρχισε να απομακρύνεται και να χάνεται από κοντά της. Έσβηνε η μορφή του μέσα στο ημίφως του χώρου, γινόταν όλο και πιο διάφανη.

“Παππού!” είπε πάλι η Έλλη γεμάτη συγκίνηση και ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα γαλήνης. Σαν να γέμιζε και κατέκλυζε την ψυχή της με απίστευτη τρυφερότητα.

Ο χώρος στο δωμάτιο τίποτα δεν θύμιζε ότι αυτή του η ηρεμία είχε ταραχτεί ή μεταβληθεί. Όλα ήταν όπως πριν. Ακριβώς στη θέση τους. Μόνο η Έλλη ένιωθε την καρδιά της πιο ήρεμη, με μεγαλύτερη προσμονή και συγκίνηση. Άφησε το σώμα της να ξαπλώσει ξανά στο κρεβάτι. Ελεύθερο, χαλαρό. Ένιωθε ότι αυτή η παρουσία που πέρασε από δίπλα της ήταν για αυτήν πολύ προστατευτική και ανθρώπινη με οικείο τρόπο. Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον νου της να πλανηθεί. Πίσω στο χρόνο, στις όποιες μνήμες. Στο χωριό που ερχόταν. Και έτσι ξανά ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά της για να την ταξιδέψει ως το πρωί.



ΣΚΗΝΗ 7


Το σπίτι του Νικηφόρου και της Μελπομένης Φωκά ήταν χτισμένο στην εξωτερική περίμετρο του χωριού. Εκεί που αμφιθεατρικά έβλεπε κανείς το μεγαλύτερο μέρος των σπιτιών αλλά πέρα μακριά το μάτι του ταξιδιώτη αποζημιωνόταν από το γαλάζιο της θάλασσας στον όμορφο κόλπο.


Όταν έφτασαν, ο Ανδρέας οδήγησε το αυτοκίνητο προς το μέρος του σπιτιού. Η Έλλη είχε μια παράξενη αγωνία να επισκεφτεί το μέρος όπου πέρασε πολλές από τις πρώτες βρεφικές και παιδικές στιγμές της. Για έναν λόγο που δεν της είχε αιτιολογηθεί αλλά μήτε εκείνη τον έψαξε, είχε σταματήσει να γίνεται κουβέντα για την κατάσταση αυτού του σπιτιού. Οι όποιες αναφορές στην οικογένειά της ήταν πολλές μεν για τον παππού Νικηφόρο και τη γιαγιά Μελπομένη αλλά καμία για την τύχη του σπιτιού. Το ήξερε μόνο ως αναφορά από τους γονείς της σαν ένα από τα μελλοντικά τους όνειρα να το αναστήσουν.


Το αυτοκίνητο του πατέρα της σταμάτησε. Με τη μητέρα της βγήκαν πρώτοι από το αυτοκίνητο. Ακολούθησε και εκείνη. Έριξε το βλέμμα της ολόγυρα αναζητώντας κάποιο σπίτι από αυτά τα κλασικά του χωριού όπως θεωρητικά το είχε στο μυαλό της. Ο πατέρας της στεκόταν μπροστά σε μια ξύλινη αυλόπορτα μεγάλη με φανερά τα ίχνη της εγκατάλειψης. Δεξιά και αριστερά της μια ψηλή πέτρινη ξερολιθιά έκλεινε το εσωτερικό του οικοπέδου. Μπροστά στην είσοδο δύο μεγάλα πεύκα έκρυβαν τη θέα για το τι ακολουθούσε. 


“Ο μηχανικός θα έρθει εδώ; πού έχετε δώσει ραντεβού;” τον ρώτησε η Τζένη.

“Σε μία ώρα από τώρα εδώ, άλλωστε το ξέρει” απάντησε εκείνος προσθέτοντας “Ελάτε περάστε!” 

Στάθηκε στην ξύλινη αυλόπορτα και την μετακίνησε για να περάσουν η γυναίκα με την κόρη του. Διάβηκαν και οι δύο με τον ίδιο να ακολουθεί τελευταίος. Η Έλλη έμπαινε σε μια μεγάλη αυλή που τα σημάδια της φανέρωναν ότι κάποτε θα έπρεπε να ήταν ένας όμορφος κήπος. Μια εγκαταλειμμένη πέτρινη βρύση στα δεξιά του μονοπατιού οδηγούσε στο βάθος του οικοπέδου. Αγριόχορτα και θάμνοι κατοικούσαν τώρα εκεί που κάποτε όλα έδειχναν μια απόμακρη ομορφιά. Περπάτησαν αρκετά μέτρα που τα χαρακτήριζε η σιωπή και τα βλέμματα που αντάλλασσαν ο Ανδρέας με την Τζένη. Σαν να προσπαθούσαν να συνεννοηθούν για κάτι.


Είχαν πια διανύσει αρκετά μέτρα όταν τα δέντρα και οι θάμνοι άνοιξαν δεξιά και αριστερά τους. Τα μάτια της Έλλης έπεσαν στη θέα του παλιού σπιτιού που ανοίγονταν μπροστά της. Η έκπληξή της ήταν πολύ μεγάλη όταν το θέαμα που αντίκρισε παρουσίαζε μπροστά της ένα μισοερειπωμένο οίκημα. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό ήταν ερείπια. Που όμως δεν φανέρωναν το πέρασμα ενός φυσιολογικού χρόνου αλλά κάτι άλλο, κάτι βίαιο. Ένα παράξενο συναίσθημα ήρθε να την επισκεφτεί και μια ανεξήγητη θλίψη που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Σαν η τύχη αυτού του σπιτιού να την πλήγωνε έντονα.


“Μα… αυτό είναι το μισό ερειπωμένο!” είπε καθώς πλησίαζε ακόμα περισσότερο.

“Πράγματι είναι χάλια” απάντησε ο πατέρας της πλησιάζοντας κοντά της.

Η Έλλη άρχισε να εξετάζει πιο προσεκτικά το ερειπωμένο σπίτι που δεν μπορούσε να κρύψει την παλιά ομορφιά του έστω και σε αυτήν την κατάσταση.

“Μα τόσα χαλάσματα πατέρα; Γιατί όλο αυτό; Έγινε κάτι;” ρώτησε.

“Θα ακούσεις…” της απάντησε η μητέρα της.


Η Έλλη πλησίασε πολύ κοντά. 

“Πρόσεχε γιατί αυτό το κομμάτι του σπιτιού είναι ασταθές και επικίνδυνο” της είπε ο πατέρας της.

“Μόνο ασταθές; Εδώ δείχνει σαν να πέρασε κάτι βίαια…”

Προχώρησε στο πλάι. Προς το μέρος των ερειπίων ένιωσε κάποιο δέος και μια συγκίνηση που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Μια συγκίνηση που έγινε πολύ μεγαλύτερη όταν τα μάτια της έπεσαν σε ένα  μεγάλο παγκάκι εκεί δίπλα. Ο μεταλλικός σκελετός του έδειχνε ακόμα στιβαρός. Το υπόλοιπο ήταν ξύλα σε σκούρο χρώμα αλλά πολλά από αυτά είχαν εμφανή την εικόνα της φθοράς. Ολόγυρα του ήταν θάμνοι και ξερόχορτα αλλά και μια βουκαμβίλια που έδειχνε παλιοκαιρισμένη αλλά ήταν το μόνο ζωντανό σχετικά φυτό εκεί μέσα. Έστεκε εκεί μεγάλη σαν δέντρο. Τα κόκκινα άνθη της πλημμύριζαν το χώρο. 


“Κοίτα να δεις τώρα!” είπε σιγανά η Έλλη καθώς πλησίασε το παγκάκι. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Κάτι μέσα της φώναζε με έναν ιδιαίτερο τρόπο αλλά δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ένα βίωμα ένιωθε να προσπαθεί να ζωντανέψει και να βγει στην επιφάνεια. Μια συγκίνηση. Η σκέψη του παππού της άρχισε να θεριεύει μέσα της. Μνήμες άγνωστες, μορφές, γεγονότα. Άπλωσε τα χέρια της και άγγιξε το ξύλινο παγκάκι. Οι γονείς της πιο πίσω διακριτικά παρακολουθούσαν με ανάλογη συγκίνηση. Η Έλλη ένιωθε έναν κόμπο να ανεβαίνει από μέσα της και να στέκεται στο λαιμό της ενώ κάποιες φωνές γυρόφερναν ακαθόριστα στο μυαλό της μέσα. Γύρισε απότομα προς του γονείς της:


“Τι έγινε εδώ! Πείτε μου τι συνέβη με το σπίτι!” ρώτησε με φωνή δυνατή και έντονη φόρτιση, “Κάτι έγινε έτσι δεν είναι; Στο παγκάκι αυτό! Το νιώθω! Είναι μέσα μου! Μάνα! Πες μου! Πατέρα σε παρακαλώ!” έτρεξε προς το μέρος τους. 

“Το όνειρο! Ναι! Ο εφιάλτης που με βασάνιζε τόσες φορές τις νύχτες. Εδώ λοιπόν είναι η εξήγηση;” είπε ξανά. Σαν να ήθελε να χυθεί στην αγκαλιά τους. Οι γονείς της έδειχναν συγκινημένοι με τα μάτια της μητέρας της υγρά.

“Ησύχασε παιδί μου θα σου πούμε…” είπε εκείνη και άρχισε τη διήγησή της. Με φωνή σπασμένη από συγκίνηση αργά αργά, μία προς μία τις φράσεις δείχνοντας προς το χώρο.


“Ένα όμορφο καλοκαίρι. Από αυτά που περνούσες στο χωριό στα πρώτα σου χρόνια όταν συνήθως ερχόμασταν εδώ. Έτσι και τότε… Δεκαεπτά χρόνια πριν! Ήμασταν και τότε εδώ. Ο παππούς ο Νικηφόρος, η γιαγιά Μελπομένη, οι γονείς μου δηλαδή… Και εμείς. Εκείνο το βράδυ ο πατέρας σου έλειπε γιατί από το πρωί γύρισε στο νοσοκομείο, είχε έκτακτη εφημερία. Ένα όμορφο βράδυ που έμελε να γίνει τραγικό…” 

Έκανε μια μικρή διακοπή. Έσφιξε το χέρι της Έλλης και συνέχισε με την κόρη της να ρουφάει κάθε της λέξη.

“Περάσαμε όμορφα εκείνο το βράδυ. Η γιαγιά σου είχε κάνει μια υπέροχη σπανακόπιτα. Φάγαμε έξω εδώ στην αυλή. Να εκεί. Κάποτε ήταν το τραπέζι. Όμως η νύχτα εγκυμονούσε στα σπλάχνα της κάτι μεγάλο και εφιαλτικό… Θα ήταν οι πρώτες ώρες το ξημέρωμα όταν μια υπόκωφη βοή από τα έγκατα της γης μας ανατρίχιασε. Ύστερα από λίγο η γη άρχισε να τρέμει… τα πάντα άρχισαν να χορεύουν ένα χορό τρόμου και καταστροφής… Σε είχα μικρή, κοιμόμασταν αγκαλιά στο ίδιο κρεβάτι. Ο Παππούς με τη γιαγιά σου στο δικό τους. Άρχισαν να πέφτουν πράγματα από τα έπιπλα. Ξυπνήσαμε φωνάζοντας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την κραυγή της συγχωρεμένης της μάνας μου. ‘Τα παιδιά!’ ούρλιαξε. Σε άδραξα στην αγκαλιά μου αλλά το σπίτι άρχισε να καταρρέει… Σοβάδες, και κομμάτια της στέγης άρχισαν να πέφτουν επάνω μας. Τα κρατούσε προς στιγμή η βαριά σερβάντα δίπλα στο κρεβάτι. Είδα τον παππού σου τον Νικηφόρο να ορμάει στο δωμάτιό μας. Πάνω του έπεφταν διάφορα μα δεν έδινε σημασία. ‘Το παιδί’ του είπα. ‘Σώσε την Έλλη’. ‘Μη φοβάσαι’ μου είπε. Δεν μπορούσα να κινηθώ, είχα εγκλωβιστεί στα ερείπια. Σε άδραξε στην αγκαλιά του. Έκλαιγες υστερικά… τον είδα να καταφέρνει να βγαίνει απ το δωμάτιο. Κατάφερα να απεγκλωβιστώ από τα χαλάσματα και χύθηκα προς τα έξω. Σε είχε αφήσει σε ετούτο εδώ το παγκάκι, λέγοντας σου να μην κουνηθείς από εκεί. 

‘Παππού… εμένα θα με αφήσεις εδώ;’ του είπες! 

‘Θα έρθω πάλι μικρή μου μη φοβάσαι…’ σου απάντησε.


Η Έλλη ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν, κάτι έβγαινε από μέσα της λυτρωτικά. Η μητέρα της με τον πατέρα της δίπλα βίωναν την ίδια συγκίνηση. Η Τζένη συνέχισε την αφήγηση:

“Γύρισε πίσω… είχα πέσει ανάμεσα στην πόρτα και στο δωμάτιο. Μέσα η γιαγιά σου τον φώναζε με το όνομά του… δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την κραυγή….ποτέ!… με έσυρε πληγωμένη έξω εδώ δίπλα σου… μετά… μετά όρμησε πάλι μέσα για μια ακόμα φορά…”

Η Τζένη σταμάτησε. Σαν να τα ζούσε όλα αυτά, όπως εκείνο το βράδυ.


“Μετά; Τι έγινε μετά μαμά;” την ρώτησε η Έλλη με αγωνία. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε ίσια στα μάτια. Κράτησε σφιχτά τα δύο της χέρια. 

“Δεν πρόλαβε κόρη μου… δεν…. Το δωμάτιό τους κατέρρευσε… τον βρήκαμε αγκαλιά με τη γιαγιά σου τη Μελπομένη… είχε και εκείνη παγιδευτεί στα χαλάσματα και δεν μπορούσε να βγει. Έστεκε σαν φύλακας άγγελος πάνω απ το κορμί της. Η στέγη έπεσε… έφυγαν μαζί όπως έζησαν…”

Η Τζένη δεν άντεξε άλλη συνέχεια. Έπεσε στην αγκαλιά του Ανδρέα. Η Έλλη σηκώθηκε. Περπάτησε αργά προς τα χαλάσματα. Στο πεσμένο μέρος του σπιτιού. Προσπαθούσε να δει, να ψηλαφίσει. 

“Παππού! Γιαγιά! Αυτή λοιπόν ήταν η αλήθεια;”

Η φωνή του πατέρα πίσω της απάντησε.

“Ναι Έλλη! Έτσι έφυγαν ο Νικηφόρος με την Μελπομένη. Εκείνος σου έσωσε τη ζωή μαζί με της μητέρας σου. Δεν πρόλαβε όμως να γλιτώσει τη γυναίκα του μήτε τον εαυτό του. Έβαλε πρώτη προτεραιότητα εσάς! Εκεί σε εκείνα τα ερείπια ήταν το δωμάτιό τους. Φυσικά τα έπιπλα και τα πράγματα άδειασαν. Έμειναν, όπως βλέπεις, μονάχα οι πέτρες και οι ...αναμνήσεις”


Η Έλλη ξαναγύρισε στο παγκάκι. Το περιεργάστηκε με το βλέμμα της. Άγγιξε με ευλάβεια τα παλιοκαιρισμένα ξύλα του. Τα χάιδεψε. 

“Δεν με άφησες τελικά μόνη παππού! Με γλίτωσες!”

Γύρισε προς τους γονείς της σκουπίζοντας τα μάτια της

“Πατέρα! Τώρα που το σπίτι θα χτιστεί ξανά, θέλω αυτό το παγκάκι να φτιαχτεί και να μείνει εδώ, στη θέση του, σε παρακαλώ…”

“Ναι παιδί μου. Αυτό είχαμε σκοπό να κάνουμε. Θα μείνει εδώ, δίπλα στην βουκαμβίλια. Μια νέα ζωή καρτερά αυτό το σπιτικό. Ήρθε η στιγμή να ζωντανέψει ξανά, να αντηχήσουν ξανά τα βήματά σου στα πατώματά του. Όπως τότε…”


Η Έλλη ανασαίνοντας καθαρά έβαλε στη χούφτα της όσα κόκκινα λουλούδια μπορούσε που είχαν πέσει από το δέντρο. Έσφιξε τη γροθιά της στο στήθος της. Πήγε αργά προς το ερειπωμένο σπίτι.

“Δεν σας αφήσω ποτέ… θα είμαι εδώ… κοντά σας…”

Άνοιξε τη χούφτα της και άφησε τα κόκκινα φύλλα ελεύθερα. Αυτά στροβιλίστηκαν λίγο στον αέρα και απλώθηκαν ολόγυρα ανάμεσα στα σκόρπια χαλάσματα.

Τέλος



Φίλες και Φίλοι, 

το διήγημα αυτό ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο λογοτεχνικό εικαστικό δρώμενο "Φωτοσυγγραφική σκυτάλη #6" που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη Mary Pertax στο προσωπικό της blog  "Γήινη ματιά"

Μπορείτε να διαβάζετε τις συμμετοχές εδώ:  Λίστα παρακολούθησης της σκυτάλης

Την πανέμορφη φωτογραφία με το παγκάκι διάλεξε για μένα η αγαπητή μας Μαριάννα στο δικό της blog "Onirokosmos" Που πήγαν όλοι όπως και τη λέξη "Αγκαλιά"

Με τη σειρά μου, παραδίνω την εικόνα που ακολουθεί στην αγαπημένη μας φίλη Μαρίνα Τσαρδακλή για να συνεχίσει την υπέροχη αυτή σκυτάλη μέσα από το blog της "Εκεί που ερωτεύομαι τη ζωή"



Πηγή: από το διαδίκτυο

Διάλεξα μια εικόνα χαρακτήρων και στιγμών για τη Μαρίνα σε ασπρόμαυρο φόντο. Ίσως είναι μια ιδιαίτερη εικόνα με έντονα συναισθήματα. Όμως πιστεύω στη δύναμη της έμπνευσης και στα όσα έχει στην συγγραφική της φαρέτρα.

Η λέξη που διαλέγω για τη Μαρίνα είναι    "Εμμονή"

Καλή επιτυχία αγαπημένη μου φίλη


Για μια ακόμα φορά να πω ότι βιώνω αυτό το δρώμενο με πολύ μεγάλη συναισθηματική φόρτιση. Με αναμονή, με αγωνία. Καλή συνέχεια σε όλους μας.

Δείτε στο Cinefil