H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφάλαιο 8 (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο


Τι διαβάσαμε στο προηγούμενο:  Η Βαλεντίνη επισκέπτεται το θείο της, Ανδρέα Καψή προσπαθώντας να βρει δίαυλο συνεννόησης. Η συνάντησή τους καταλήγει σε μεγάλη ένταση, η οποία εκπορεύεται από τις σκληρές και επιθετικές προβλέψεις του τελευταίου.

Ο Αργύρης στον Πειραιά, ανακαλύπτει μια παλιά στενή φίλη της Μαριλίζας Ξένου, η οποία τον ενημερώνει με στοιχεία για τη ζωή της, τη σχέση της με τον Στέφανο Καψή, καπετάνιο τότε. Η Μαριλίζα ξαφνικά εγκατέλειψε την κατοικία και τη δουλειά της σε άγνωστη κατεύθυνση και έμαθαν για τον αιφνίδιο θάνατό της το 1970.

Η Βαλεντίνη ενημερώνει τη μητέρα της, Ελένη, για τα ευρήματα στο αρχείο του παππού σχετικά με την Μαριλίζα. Η Ελένη αποφασίζει, ταραγμένη, να έρθει στο νησί.

Τέλος, όλοι μαθαίνουν για τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου, οδηγού στο τότε τραγικό τροχαίο ατύχημα της Βαλεντίνης. Μια δολοφονία κάτω από σκοτεινές συνθήκες.

Κεφάλαιο 8

Τα απόνερα ενός φόνου

Η είδηση της δολοφονίας του Νίκου Διονυσίου, έπεσε σαν κεραυνός αν αιθρία, στη Βαλεντίνη και στον Ιάκωβο κατά πρώτο λόγο και μετά στη μητέρα της, την Ελένη. Ο λόγος ήταν προφανής. Η επίσκεψή του στο αρχοντικό ήταν πολύ πρόσφατη για να ξεχαστεί, όπως και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε. Η Βαλεντίνη είχε βιώσει και προβληματιστεί πολύ πάνω σε όλο αυτό και το είχε μοιραστεί και με τον Αργύρη και με τον Ιάκωβο. Σειρά είχε η μητέρα της να πληροφορηθεί για αυτήν την απροσδόκητη επίσκεψη.

Ο Αργύρης ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι τελείωσε η  έρευνά του στον Πειραιά και επιστρέφει με ότι προέκυψε σε αυτή. Όταν έμαθε από τη Βαλεντίνη την είδηση της δολοφονίας του οδηγού που την χτύπησε εκείνη τη μοιραία νύχτα, απαλλάχτηκε και από τις τελευταίες ενστάσεις που είχε μέσα του ότι αυτή η υπόθεση πλέον είχε γίνει άκρως επικίνδυνη. Είχε την αίσθηση ότι η αγαπημένη του έμπαινε σε ρόλο πρωταγωνιστή στο κεντρικό κάδρο των γεγονότων. Τους ειδοποίησε ότι παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για να επιστρέψει στο νησί.

Άραγε ποιο να ήταν το κίνητρο της δολοφονίας; Το ρεπορτάζ μιλούσε για πιθανή ληστεία αλλά αυτό ήταν οι δημοσιογραφικές εκτιμήσεις. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να ψάξει βαθύτερα, να αναζητήσει κίνητρα για την “εξαφάνιση” του Διονυσίου. Και εκείνη η φράση του στο τηλέφωνο “έγιναν περίεργα πράγματα τότε…” ακούγονταν όλο και πιο δυνατά στο εσωτερικό του κεφαλιού της σε βαθμό να της προκαλεί πονοκέφαλο.

Παράλληλα και κάποιοι άλλοι συζητούσαν το ίδιο γεγονός σε έναν άλλο χώρο. Ο Δημήτρης Ερμόλαος ρώτησε τον Ανδρέα Καψή:

“Έμαθες για τη δολοφονία χθες;”

“Ναι…” απάντησε εκείνος ψυχρά.

“Και δεν σού κάνει εντύπωση;”

Ο Καψής σχολίασε σαν να τοποθετούνταν σε έναν κοινότυπο ζήτημα:

“Αυτό που μού κάνει εντύπωση, Δημήτρη είναι ότι ήταν εδώ αυτός ο τύπος. Αυτό ναι, είναι παράξενο. Αλλά τα άλλα όχι”

“Πιστεύεις στο ενδεχόμενο της ληστείας;”

“Ας πάρουμε την περίπτωση ότι τον φάγανε. Δεν μού κάνει εντύπωση. Από τότε τις λίγες φορές, που είχα τη ...δοκιμασία να βρεθώ απέναντί του, τότε που σακάτεψε την ανιψιά μου, ε δεν μού έδωσε και την καλύτερη εικόνα”

“Θες να πεις;”

“Πιθανά κάπου να ήταν μπλεγμένος βρε Δημήτρη. Αλλά πρέπει να σού πω ότι κάτι άλλο με απασχολεί πολύ περισσότερο!” του είπε με έμφαση.

“Ποιο;”

“Πώς να σχολιάσω ότι ο άνθρωπος που σακατεύει κάποιον σε ένα τροχαίο, τον επισκέπτεται μετά από τρία ολάκερα χρόνια; Τι κίνητρο έχει για αυτήν την επίσκεψη;”

Ο δικηγόρος έδειξε να ξαφνιάζεται.

“Πού το ξέρεις αυτό, Ανδρέα;”

“Εδώ και καιρό έχω τα μάτια μου πάνω τους, οπότε… ο Διονυσίου πάει στο αρχοντικό, να κάνει τι; να δει το θύμα του; Για ποιο λόγο; Και ύστερα από λίγες μέρες βρίσκεται νεκρός, δολοφονημένος”

Ο Ερμόλαος ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο, ανασηκώθηκε από τη πολυθρόνα του.

“Ανδρέα! Πού το πας δεν σε καταλαβαίνω;”

“Εγώ δεν το πάω φίλτατε, δεν θα το πάει όμως η ...αστυνομία; Εσύ τι λες;”

“Με ξεπερνάς αλήθεια! Τι πας να αποδώσεις στη ανιψιά σου; Σε μια καθηλωμένη γυναίκα σε ένα αμαξίδιο!”

“Μια σκέψη έκανα, Δημήτρη μην ...αναστατώνεσαι! Άλλωστε…”

“Άλλωστε τι;” έκανε ο άλλος, αυστηρά.

Ο Καψής δεν απάντησε. Την υπόλοιπη σκέψη την έκανε σιωπηρά χωρίς να την ακούσει ο δικηγόρος του. Τον βόλευε πάρα πολύ αυτή η σύνδεση του φόνου με την ανιψιά του.

“Την ετοίμασες την αγωγή;” τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

“Ναι είναι έτοιμη”

“Ωραία, προχώρα την σε παρακαλώ το συντομότερο. Μπορεί η απογοήτευση των Ιταλών για την αναβολή της συμφωνίας να έχει γίνει οργή αλλά και εγώ δεν θα μείνω με σταυρωμένα χέρια.

Ο Αργύρης ήταν πάλι κοντά τους νωρίς την επόμενη μέρα. Χάρηκε που συνάντησε εκεί την Ελένη, τη μητέρα της Βαλεντίνης. Μάλιστα ένιωσε σαν νεαρούδι με κοκκινισμένα μάγουλα όταν εκείνη τον ευχαρίστησε για όσα προσφέρει στην κόρη της αλλά και για τον νέο του ρόλο πλέον δίπλα της. Η σχέση τους πλέον γινόταν μέρος της οικογενειακής τους πραγματικότητας.

Μια ειδοποίηση

Στο τηλέφωνο σχηματίστηκε ο αριθμός του καλούντος, με την ένδειξη “Άγνωστος 1”. Το πρόσωπο,  αποδέκτης της κλήσης φάνηκε ότι αναγνώρισε την προέλευση και απάντησε. Είχε εξασφαλισμένο το απόρρητο της συνομιλίας καθώς ήταν εντελώς μόνος στον προσωπικό του χώρο.

“Σε ακούω”, του είπε κοφτά

“Άκου! Κάποιος εμφανίστηκε να σκαλίζει πράγματα για τη Μαριλίζα Ξένου!”

“Πού και ποιος;” ρώτησε πάλι ο άλλος κοφτά.

“Στον Πειραιά, στα γνωστά μέρη. Δεν τον έχουμε ξαναδεί στα στέκια. Ένας νεαρός άντρας…”

“Όνομα δεν έδωσε;”

“Αργύρης”

“Και τι έγινε;”

“Έδειξε διαβασμένος, είχε και κάτι φωτογραφίες… εκείνης και του λεγάμενου”

“Με ποιον μίλησε;”

“Με μια Βιολέτα Φραντζή… Άκου! Πρέπει να κινηθείς γρήγορα, οι Ιταλοί έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους”


Ο άλλος έκλεισε την κλήση κάνοντας ένα μορφασμό με απόλυτα σφιγμένο και πανιασμένο πρόσωπο. Τίναξε τη στάχτη από το τσιγάρο του στο τασάκι και έδειξε πολύ προβληματισμένος.

Ενοχλήσεις και Υποψίες...

Ο Αργύρης τούς ενημέρωσε όλους για το τι ακριβώς βρήκε στον Πειραιά. Τα νέα δεδομένα ήρθαν να αλλάξουν πάρα πολλές σκέψεις του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συνέβαινε τότε. Το ότι ο παππούς, είχε παράλληλη ερωτική σχέση με αυτή τη νεαρή γυναίκα, τη Μαριλίζα, ήταν βέβαιο. Μάλιστα η σχέση αυτή είχε σοβαρά χαρακτηριστικά από τη χρονική της διάρκεια. Εκείνο που δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν, καθώς δεν είχαν στοιχεία, ήταν η απότομη διακοπή της, η κατάθεση χρημάτων στην νεαρή κοπέλα, αυτό φαινόταν σαν ενίσχυση ή σαν εξαγορά, όπως τόνισε ο Αργύρης. Άρα η σχέση τους διακόπηκε, κατέληξαν στο συμπέρασμα, εύλογα, όπως και το γεγονός της εξαφάνισης της νεαρής γυναίκας αλλά και του τραγικού της θανάτου. Τα τηλέφωνα στο σπίτι, η αγωνία της επικοινωνίας, η απόρριψη του παππού και ο εκνευρισμός της γιαγιάς. Αυτά φωτογράφιζαν την περίπτωση η γιαγιά να έμαθε. Είχαν ακόμα και εκείνο το σημείωμα του παππού. Ένα σημείωμα απολογητικό. Άραγε πώς έμεινε στα αρχεία του; Κάτι δεν πρόλαβε; Ίσως. Ο θάνατος της νεαρής γυναίκας; Ίσως! Ακόμα και η επιστροφή του από την παραλήπτρια σαν απαράδεκτο.

Όλες αυτές οι σκέψεις επεξεργάστηκαν στο μυαλό και στην καρδιά τους. Το σπίτι έβγαζε παλιά μυστικά, που δεν είχαν την παραμικρή υποψία γι αυτά. Τα ανθρώπινα πάθη, ο έρωτας, άφηνε πίσω του σοβαρά τα σημάδια στην οικογένεια των Καψήδων. Τελικά τίποτα δεν ήταν όπως έδειχνε. 

Δεν είχαν άλλα στοιχεία στα χέρια τους. Αυτή τη στιγμή ένιωθαν μπλοκαρισμένοι γιατί δεν ήξεραν πώς να συνεχίσουν. Όμως είχαν παράλληλα και τα άλλα θέματα που έτρεχαν και ένα πρωινό λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Διονυσίου, διαπίστωσαν με φόβο ότι η κατάσταση γινόταν πλέον άκρως επικίνδυνη.

“Κυρά σάς ζητούν!” ανήγγειλε ο Ιάκωβος εκείνο το πρωινό.

“Ποιος είναι;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Από την αστυνομία, κόρη μου” είπε ο γέροντας με ξαφνιασμένο ύφος. Ένα τέτοιο ύφος, που απλώθηκε στα πρόσωπα της Βαλεντίνης αλλά και της μητέρας της και του Αργύρη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.

“Πέρασέ τους μέσα, Ιάκωβε”

Οι επισκέπτες ήταν εξαιρετικά ευγενικοί και διακριτικοί. Χαιρέτισαν, έκαναν τις συστάσεις. Ήταν ένας αστυνόμος Β’ και μια συνάδελφός του. Ανάλογες συστάσεις έκανε και η Βαλεντίνη. Πέρασαν στο μεγάλο σαλόνι ενώ το βλέμμα τους έκανε έναν κύκλο ολόγυρα, φανερά εντυπωσιασμένοι.

“Είμαι στη διάθεσή σας, παρακαλώ” είπε η Βαλεντίνη ξεκινώντας την ουσιαστική συζήτηση.

“Κυρία Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, ασφαλώς θα μάθατε για τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου ε;” πήρε το λόγο ο μεγαλύτερος από τους δύο.

“Ναι φυσικά!” απάντησε εκείνη.

“Ζητάμε συγγνώμη αν θα αναγκαστούμε να γυρίσουμε σε πράγματα και καταστάσεις επώδυνες για σάς, δεν θα το κάναμε αλλά προέκυψαν κάποια πράγματα, που δυστυχώς…”

“Σάς καταλαβαίνω…” είπε εκείνη, “...αλλά για ποια πράγματα μιλάτε;”

“Είναι αλήθεια ότι ο Νίκος Διονυσίου, σάς επισκέφτηκε λίγες μέρες πριν το θάνατό του εδώ;”

“Ναι αλήθεια είναι, το μάθατε από πού;”

“Ας αρκεστούμε ότι το επιβεβαιώνετε… τι μπορεί να ήθελε σπίτι σας ο άνθρωπος που ήταν υπαίτιος του σοβαρότατου τραυματισμού σας;”

“Αυτό αναρωτήθηκα και εγώ, αστυνόμε”

Η Βαλεντίνη είπε το πώς δικαιολόγησε ο Διονυσίου την επίσκεψη στο σπίτι.

“Θα κοιτάξουμε να διασταυρώσουμε αν σάς είπε την αλήθεια”

“Ο Ιάκωβος από εδώ θα σάς επιβεβαιώσει ότι όντως περίμενε ένα δέμα, το οποίο και παραδόθηκε την επομένη…”

“Από τον ίδιο;”

“Όχι άλλος ήρθε!” πετάχτηκε ο Ιάκωβος.

Η γυναίκα αστυνομικός έκανε την επόμενη ερώτηση, που ακούστηκε ...κάπως:

“Κυρία Βαρθαλίτη, στο κινητό του Διονυσίου, βρήκαμε πολλές κλήσεις από το τηλέφωνό σας, κάποια μάλιστα απαντήθηκε. Μπορείτε να μάς πείτε το λόγο αυτής της επιμονής σας να τον αναζητήσετε;”


“Τι πάτε να βγάλετε, κύριοι;” πετάχτηκε ενοχλημένος ο Αργύρης.

“Μια εύλογη ερώτηση κάναμε, δεν υπονοούμε τίποτα. Προσπαθούμε να μάθουμε τις τελευταίες του κινήσεις…”

Η Βαλεντίνη έκανε ένα νόημα στον Αργύρη να μείνει ήρεμος.

“Να σάς απαντήσω βέβαια! Έχω βαθιά την εντύπωση ότι ο Διονυσίου δεν με επισκέφτηκε τυχαία. Κάτι ήθελε να μου πει. Το θεώρησα σίγουρο. Αποφάσισα να τον καλέσω και να τον ρωτήσω ανοιχτά. Δεν το κατάφερα, δεν απάντησε. Μετά από μια μέρα νομίζω, απάντησε και ήταν απόλυτα αρνητικός να μιλήσει…”

“Τι περιμένατε να πει;”

“Δεν ξέρω, αυτήν την εντύπωση σχημάτισα. Όμως στην τελευταία μας συνομιλία, είπε κάτι, που δεν είναι μήτε αμελητέο και με προβλημάτισε σοβαρά…”

“Τι;”

“Ότι τότε, υπονοώντας την εποχή του τροχαίου, έγιναν περίεργα πράγματα…”

Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

“Τι σκεφτήκατε;”

“Εσείς τι θα σκεφτόσασταν αστυνόμε; Τότε έγιναν περίεργα πράγματα. Δηλαδή τι; Ποια είναι τα περίεργα πράγματα σε ένα τροχαίο ατύχημα; Το αφήνω σαν υπόθεση εργασίας σας”.


Οι αστυνομικοί έκαναν κάποιες ακόμα ερωτήσεις δευτερεύουσας σημασίας, ευχαρίστησαν, χαιρέτισαν ευγενικά και αποχώρησαν με την υπόμνηση πως αν χρειαστούν κάτι παραπάνω θα μπορούσαν να επανέλθουν. Ο Ιάκωβος τους ξεπροβόδισε στην έξοδο.

“Πού έχετε καταλήξει;” ρώτησε με ενδιαφέρον.

“Είναι πάρα πολύ νωρίς ακόμα για κάθε συμπέρασμα…”

“Λοιπόν προϊστάμενε τι συμπέρασμα έβγαλες;” ρώτησε η νεαρή αξιωματικός τον άντρα δίπλα της, στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν της επιστροφής. Εκείνος έδειχνε συγκροτημένος και μεθοδικός.

“Ομολογώ θέλει πολύ μεγάλη θέληση και τσαγανό να ζητήσεις να συναντηθείς ξανά με τον άνθρωπο, που σε καθήλωσε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, Βάνα!”

“Πού πάει το μυαλό σας;”

“Ο Διονυσίου ήρθε στο νησί που βρίσκεται το θύμα του. Να κάνει τι; Βρήκε δουλειά. Εδώ βρήκε; Ή δεν ήξερε ότι η Βαλεντίνη Καψή είναι εδώ; Πώς το βλέπεις;”

“Τρελή σύμπτωση…”

“Για να είναι αληθινή, σωστά! Ο Διονυσίου δεν μάς είχε απασχολήσει με άλλα θέματα. Ήρθε εδώ για κάποιο λόγο. Και είμαι σίγουρος ότι αυτός ο λόγος είναι και η αιτία που δολοφονήθηκε”

“Εκβιασμός;”

“Είναι μια περίπτωση. Να εκβιάσει ποιον όμως; Ας το πάρουμε σαν εκδοχή. Είδες τη Βαρθαλίτη τι είπε;”

“Λέτε για τα περίεργα πράγματα…”

“Ναι. Βάνα διάβασα καλά το ιστορικό εκείνου του τροχαίου. Ο τύπος έπεσε κατ΄ ουσίαν πάνω της στα ίσια. Όμως μήτε η ίδια μήτε η οικογένειά της προσέγγισαν το τροχαίο με άλλο μάτι. Ο Διονυσίου έρχεται μετά από τρία χρόνια εδώ να πυροδοτήσει, με μια του φράση, την κρίση της”

“Θέλετε να πείτε ότι την πονηρεύει ότι το ατύχημα δεν ήταν καθαρό;”

“Γιατί αλλιώς να το πει; Αλλά διάολε, για ποιο λόγο να την προκαλέσει; Εκβίαζε κάποιον άλλον; Και αυτός ο άλλος είναι εδώ;”

“Τι ξέρουμε για τις άλλες συναντήσεις του;”

“Ακόμα ψάχνουμε”

“Η άλλη σας σκέψη;”

“Η άλλη μου σκέψη είναι πιο περίπλοκη, ίσως κινηματογραφική, τραβηγμένη αλλά…”

“Τι εννοείται;”

“Η Βαρθαλίτη μάς είπε αυτή τη φράση του Διονυσίου για τα ...περίεργα πράγματα. Ειπώθηκε όμως κάτι τέτοιο;”

“Πού το πάτε;”

“Τον βρίσκει και τον ψάχνει πιεστικά! Μετά ο τύπος δολοφονείται…”

“Προϊστάμενε πού το πάτε; Η γυναίκα είναι ανάπηρη!”

“Φόνος δι’ αντιπροσώπου, Βάνα, με εκτελεστή αλλά, όπως σού είπα, το πράγμα κινείται στα όρια του απίθανου, όμως… δεν ξέρω…”

“Δεν στέκει όμως η επίσκεψη του θύματος στο σπίτι της…”

“Ναι ισχύει, εκτός αν ...κλήθηκε εκεί”

“Το δέμα όμως;”

“Το επιβεβαίωσα ισχύει, παραδόθηκε τέτοιο δέμα από την εταιρεία εκεί”


Έπεσε αμήχανη σιωπή, γεμάτη ερωτηματικά, ανάμεσά τους. Η νεαρή αστυνομικός, η Βάνα, ένιωθε ότι ο προϊστάμενός της είχε κάνει, στην κυριολεξία, λάστιχο τις εικασίες του. Η πρώτη της άποψη ήταν ότι η νεαρή γυναίκα δεν είχε την παραμικρή σχέση.


“Προϊστάμενε, ποιος σας ενημέρωσε για την επίσκεψη του Διονυσίου στη Βαρθαλίτη;”

“Ο Ανδρέας Καψής! Ο θείος της! Στις ερωτήσεις, ανέφερε ότι τον είδε να φτάνει στο αρχοντικό…”

“Αυτόν πώς τον ρωτήσαμε, ως τι;”

“Ιδιοκτήτης του αρχοντικού είναι και αυτός, Βάνα…”

“Αυτό με προβληματίζει προϊστάμενε για το είδος των σχέσεων του Ανδρέα Καψή με την ανιψιά της, την επιβαρύνει έτσι…”

“Δεν έχεις άδικο. Αν κάνουμε μια πρόχειρη ανακεφαλαίωση δείχνει ότι ο Διονυσίου ήρθε στο νησί για κάποιο λόγο που έχει να κάνει με το ατύχημα του 2021. Η επίσκεψή του στο θύμα του λειτουργεί ως προσπάθεια να ανιχνεύσει την κατάστασή της. Να δει πώς είναι. Θες να το πεις τύψεις; Θες να το πεις κάτι άλλο; Της ξυπνάει υποψίες. Είδες τι της είπε, σύμφωνα πάντα βέβαια με τα δικά της λόγια. Της μίλησε για περίεργα πράγματα τότε. Τα περίεργα πράγματα τότε μπορεί να ήταν ένα σκόπιμο τροχαίο. Και ένας εκβιασμός σήμερα από τον Διονυσίου…”

“Σε ποιον;”

“Σε αυτόν που τον έβαλε να χτυπήσει τη Βαρθαλίτη…”

“Προϊστάμενε!”

“Εκεί πάνε τα πράγματα Βάνα”

“Άρα ο εμπνευστής είναι εδώ στο νησί…” σχολίασε εκείνη.

“Πολύ σωστά. Και είναι αυτός που τον έβγαλε απ’ τη μέση”

“Άρα εδώ έχουμε δύο υποθέσεις σε μία. Το τροχαίο, που δεν είναι ατύχημα και η δολοφονία”

“Μένει Βάνα να βρούμε το κίνητρο να βγει απ’ τη μέση η Βαρθαλίτη”

Η νεαρή αστυνομικός αναστέναξε. Ένιωσε ότι τους περίμενε σοβαρή δουλειά και ίσως να χρειάζονταν μια πιο έμπειρη υποστήριξη.

Πρόσωπο με πρόσωπο

Η επίσκεψη του Δημήτρη Ερμόλαου στο αρχοντικό με προορισμό τη Βαλεντίνη, δεν την ξένισε στην αρχή. Ανοιχτή υπόθεση είχε μαζί του, οπότε τι το πιο φυσικό να ζητήσει να τη δει. Εκείνο όμως, που την τάραξε, ήταν αυτό που κουβαλούσε μαζί του. Ο ίδιος ήταν πολύ προσεκτικός και θα έλεγε κανείς έδειχνε να κάνει κάτι, το οποίο δεν ήθελε.

“Κυρία Βαρθαλίτη, η θέση μου είναι λεπτή και δύσκολη. Πιστέψτε με δεν περίμενα και εγώ να εξελιχθεί έτσι αυτή η υπόθεση ανάμεσα σε σάς και το θείο σας, με τον οποίο μπορεί να είμαστε χρόνια συνεργάτες αλλά δεν παύω να είμαι και στη δική σας εν μέρει υπηρεσία”

“Σάς καταλαβαίνω κύριε Ερμόλαε. Πείτε μου ανοιχτά τι συμβαίνει. Με το θείο μου είχαμε μια συνομιλία. Προσπάθησα να είμαι διαλεκτική, θέλω έναν συμβιβασμό αλλά δεν είδα ανταπόκριση. Οπότε δεν θα με ξενίσει αυτό που θα μού κοινοποιήσετε. Βέβαια, τελευταία με το θείο μου, οι εκπλήξεις δεν σπανίζουν”

Ο δικηγόρος, χωρίς να μακρηγορήσει, έβγαλε από το χαρτοφύλακά του έναν φάκελο. Τον πέρασε στη Βαλεντίνη.

“Αυτό είναι ένα αντίγραφο της αγωγής που υπέβαλε, νομότυπα, σήμερα ο θείος σας…”

“Καταλαβαίνω το αντικείμενο της αγωγής…”

“Προσβάλλει τη διαθήκη με το σκεπτικό της αθέμιτης επιρροής στην κ. Βαλεντίνη Καψή, τη γιαγιά σας…”

“Και βέβαια στοχοποιεί εμένα, σωστά;”

“Σωστά! Υποστηρίζει ότι ασκούσατε χρόνια επιρροή αρνητικής χειραγώγησης στη γιαγιά σας και έτσι αποσπάσατε από αυτήν την παρούσα διαθήκη. Ισχυρίζεται ότι στις αρχικές της συζητήσεις με τα παιδιά της, εκείνον και τη μητέρα σας, Ελένη Καψή, δεν έγινε η παραμικρή αναφορά σε τέτοιους όρους παρά σε μια απλή επιθυμία της, να μην πουληθεί το αρχοντικό σας. Στη συνέχεια, υποστηρίζει από τη στιγμή, που η μητέρα σας αποσύρθηκε υπέρ σας, κάτι που επίσης θεωρεί αμφιλεγόμενο, όντας για χρόνια στο πλευρό της και μάλιστα σε φθίνουσα περίοδο για την ψυχολογία της και την υγεία της, ασκήσατε άμεσο ψυχολογικό καταναγκασμό, με αποτέλεσμα να την εξωθήσετε να γράψει διαθήκη, σύμφωνα με τις δικές σας επιθυμίες. Γνωρίζατε ότι ο θείος σας, επιθυμεί διακαώς την πώληση του ακινήτου, κατευθύνατε την επιθυμία σας εκεί που ήταν η θέλησή σας”

Η Βαλεντίνη ήταν ψύχραιμη αλλά μέσα της έβραζε. Σίγουρα περίμενε την κίνηση από το θείο της αλλά είναι άλλο να το υποθέτεις και διαφορετικά να το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Ο δικηγόρος συνέχισε:

“Δεν είναι και ότι καλύτερο αυτό που ήδη γενικά σάς ανέφερα και θα διαβάσετε, λυπάμαι…”

“Πείτε μου κύριε δικηγόρε, πότε μπορώ να συναντήσω τον κ. Καψή;”

Η φωνή της Ελένης, ήχησε σκληρά μεταλλική. Ο Ερμόλαος κοίταξε με απορία τη Βαλεντίνη.

“Να σάς γνωρίσω τη μητέρα μου, η Ελένη Καψή, ο κ. Ερμόλαος”

“Σάς ακούω ώρα, αν δεν άλλαξε διεύθυνση ο πελάτης σας ενημερώστε τον, σάς παρακαλώ ότι είναι ώρα να δεχτεί την αδελφή του!”

Ο Ερμόλαος αποχώρησε διακριτικά και με ευγένεια. Ενημέρωσε τη Βαλεντίνη για τη συνέχεια. Κατά την έξοδό του, σχημάτιζε ήδη την εικόνα αυτής της συνάντησης και ένα παγωμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.

“Μαμά σε παρακαλώ, τι πας να κάνεις τώρα εκεί; Δεν έχει νόημα, δεν το βλέπεις;

Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να μεταπείσει τη μητέρα της από την απόφασή της να δει κατά πρόσωπο τον Ανδρέα. Μάταια. Εκείνη ήταν ανένδοτη.

“Αρκετά ως εδώ, κόρη μου! Μπήκα στο περιθώριο, αποσύρθηκα για σένα, αλλά βλέπω ότι ο αξιότιμος αδελφός μου, νομίζει ότι απέναντί του έχει ένα ανυπεράσπιστο αρνί, έτοιμο να το κατασπαράξει”

“Και τι θα καταφέρεις; Νομίζεις ότι θα αλλάξει γνώμη;”

“Όχι, δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει γνώμη αλλά είναι καιρός να ακούσει κάποια πράγματα”

Κόντευαν δύο χρόνια που ο Ανδρέας και η Ελένη Καψή είχαν να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλο. Από τις δύσκολες εκείνες μέρες, μετά το τραγικό ατύχημα της Βαλεντίνης. Ομολογουμένως ο Ανδρέας Καψής ξαφνιάστηκε μόλις ο Ερμόλαος, τον ενημέρωσε ότι η αδελφή του είχε άμεσα την πρόθεση να τον επισκεφτεί. Ώστε ήταν και εκείνη εδώ λοιπόν. Με την Ελένη δεν είχαν έρθει ποτέ σε ευθεία αντιπαράθεση. Οι εντάσεις μεταξύ τους ήταν ελάχιστες. Διαφωνίες είχαν και φυσικά εντάθηκαν αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας τους όπου εκδηλώθηκαν και οι προθέσεις του Ανδρέα αλλά δεν ξεπέρασαν τα όρια. Τώρα όμως όλα ήταν διαφορετικά. Εκείνος είχε να αντιμετωπίσει μια διαφορετική πραγματικότητα. Όπως και μια Ελένη Καψή, η οποία έστεκε εμπρός του, με ένα ύφος που δεν την ποτέ ξαναδεί έτσι. Αποφασιστική, με σφιγμένα χαρακτηριστικά και επιθετική διάθεση. Τέτοια, που ξεπέρασε γρήγορα τις πρώτες τυπικές τους κουβέντες για να φτάσουν στα σημεία που έκαιγαν.

“Μόλις διάβασα το αντίγραφο της προσβολής της διαθήκης, αυτό δα, που μάς έφερε ο δικηγόρος σου…” ήχησε ήρεμη και σταθερή η φωνή της Ελένης Καψή, “...και άρχισα να διαβάζω αναλυτικά τους λόγους, που αναφέρονται, κοίταξα την υπογραφή του ενάγοντος στο τέλος του εγγράφου. Όταν είδα το όνομά σου, το όνομα του αδελφού μου, πίστευα πως έκανα λάθος… πως περί άλλου εγγράφου επρόκειτο.. Όμως… να που δεν έκανα λάθος… και να που, χρόνια μετά βλέπω τον ίδιο τον αδελφό μου να απευθύνει τέτοιες κατηγορίες απέναντι σε ποιον; Στην ίδια την πρωτο-ανιψιά του! Στο αίμα του! Σε ποιο δρόμο βαδίζεις, Ανδρέα;”


Εκείνος δεν περίμενε τέτοια ένταση και προσπάθησε να μετριάσει την φλόγα της ατμόσφαιρας.

“Ελένη… άκουσέ με… δεν πήρα κανένα δρόμο… τις προθέσεις μου τις ήξερες εδώ και καιρό…”

“Ναι αλλά φαίνεται δεν ήξερα τα μέσα και τους τρόπους σου, για να φτάσεις σε αυτές, αδελφέ μου!”

“Δεν είναι δική μου η ευθύνη, που ήρθαν έτσι τα πράγματα!”

“Αλλά ποιανού είναι;”

“Της Βαλεντίνης, Ελένη! Από τότε που τις εκχώρησες το κληρονομικό σου δικαίωμα, αντίκρισα έναν διαφορετικό άνθρωπο. Το γλυκό κορίτσι έγινε…”

“Έγινε τι;”

“Ήξερες εσύ για καμία διαθήκη, Ελένη; Άπειρες φορές μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα με τη μάνα μας, ποτέ μα ποτέ δεν έκανε λόγο για διαθήκη. Και πώς είναι δυνατόν να την έκρυψε από τα παιδιά της και να την φανέρωσε στην εγγόνα της; Άντε πες σε μένα να μην είχε εμπιστοσύνη γιατί ήξερε ότι ήθελα να πουλήσουμε το αρχοντικό, σε σένα όμως; Τι πιο φυσικό να το κάνει σε σένα;”

“Ξεχνάς το είδος της σχέσης μεταξύ τους, Ανδρέα! Και έπειτα μοιραζόταν μαζί της πολύ περισσότερα από εμάς!”

“Και εγώ; Τι ήμουν εγώ, Ελένη; Πού εγώ στάθηκα άσχημα στη μάνα μου; Στην αδελφή μου, στην ανιψιά μου; Γιατί να γίνομαι τώρα ο αποδιοπομπαίος τράγος;”

“Τις επιλογές σου χρεώνεσαι, Ανδρέα, τον κύκλο, τις πρακτικές σου”

“Διάβολε, δεν έχω δικαίωμα να έχω τα σχέδιά μου;”

“Φυσικά και να τα έχεις! Αλλά πως; Με ποια μέσα, αδελφέ μου;”

“Τι θες να πεις;”

“Μπήκες στην Ιταλική εταιρεία που θα αγόραζε το σπίτι και μετά το εμφάνισες σαν ευκαιρία να πουληθεί ενώ όλα φωτογραφίζουν εσένα. Και το κρατούσες και κρυφό…”

“Εκείνη στο είπε;”

“Ναι! Και κάτι άλλο μαζί. Ξέρεις ότι αυτός ο Διονυσίου την επισκέφτηκε πριν τον φάνε;”


Ο Καψής έδειξε ότι δεν γνωρίζει τίποτα.

“Τι θες να πεις;”

“Μίλησε στην Βαλεντίνη για κάποια περίεργα πράγματα που έγιναν τότε, με το ατύχημα”

“Τι περίεργα δηλαδή;” ρώτησε χλωμιάζοντας

“Τι περίεργα; Ποιος πήγε να βγάλει απ’ τη μέση το παιδί μου, Ανδρέα και γιατί;”

“Τι λες Ελένη, τρελάθηκες; Τι ιστορίες είναι αυτές;”

“Δηλαδή τα λόγια του Διονυσίου, τα φαντάστηκε η Βαλεντίνη κι αυτά; Ή τα προσχεδίασε για να υποστηρίξει τα σχέδιά της;”

“Έχεις τρελαθεί εντελώς; Ποιος να βγάλει απ’ τη μέση την κόρη σου και γιατί;”

“Γιατί θα είχε βγάλει απ’ τη μέση ένα εμπόδιο απ’ τα σχέδιά του…”


Ο Καψής έγινε κόκκινος σαν παντιέρα:

“Μπορώ να μάθω γιατί αυτή η ερώτηση απευθύνεται σε μένα;”

“Προφανώς για να μάθεις τι ειπώθηκε και τι μπορεί να έχει γίνει”

“Ως εκεί έφτασες λοιπόν; Μίλα καθαρά! Γιατί τρέμεις να το ξεστομίσεις; Μήπως γιατί ντρέπεσαι; Μίλα ντε, τι υποπτεύεσαι;”

Η Ελένη έδειξε να διστάζει, έκανε ένα βήμα πίσω:

“Ανδρέα πρόσεξε! Πάρε πίσω την προσβολή της διαθήκης ή τουλάχιστον βρες άλλο λόγο αν θες να επιμείνεις σε κάτι, που αποδείχτηκε αληθινό. Όχι όμως αυτό! Το παιδί μου, κουβαλάει τώρα εδώ και χρόνια ένα μεγάλο σταυρό, δεν θα του φορτώσεις κι άλλο, δεν θα σε αφήσω!”

“Ήμουν και εγώ δίπλα της, Ελένη. Σε αυτόν τον σταυρό, που λες, ήμουν και εγώ κοντά της...στάθηκα στο προσκεφάλι της, το ξέχασες και εσύ και εκείνη; Αλλά τώρα με πολεμάει”

“Όταν καταλάβεις ότι είναι εντελώς άδικο αυτό σου το συμπέρασμα τα ξαναλέμε. Ο πόλεμος, που λες είναι μέσα στο μυαλό σου, Ανδρέα, είναι το άλλοθί σου στις επιλογές σου. Και ελπίζω να το καταλάβεις σύντομα, δεν έχω κάτι άλλο να πω. Οι επιλογές και οι ευθύνες είναι δικές σου…”


Η Ελένη Καψή, ήρεμη αλλά αποφασιστική έστριψε την πλάτη στον αδελφό της και αποχώρησε. Εκείνος έμεινε μετέωρος να ακολουθεί νοερά τα βήματά της και μαζί να αναμετριέται με τις σκέψεις του.


Η είδηση που δεν περίμενε κανείς!

Η Ελένη Καψή επέστρεψε στο αρχοντικό. Την είδαν παραδόξως ήρεμη, λες και είχε βγει από μέσα της κάτι, που τη βάραινε. Είχε περάσει τα μηνύματά της, είχε δηλώσει την παρουσία της και σκόπευε να την συνεχίσει. Έπρεπε να ανασυνταχτούν και να δουν πώς θα διαχειριστούν τα νομικά ζητήματα, που είχαν προκύψει.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτά. Το ζήτημα που είχε ανοίξει το αρχείο του Στέφανου Καψή, όχι μόνο καταλάγιασε αλλά το όνομα Μαριλίζα Ξένου, καραδοκούσε στη σιωπή του σπιτιού για να κάνει εκκωφαντικά την επανεμφάνισή του.

Ο Αργύρης, δέχτηκε την κλήση εκείνο το πρωινό.

“Ο κύριος Αργύρης Ραιδεστός;” ακούστηκε η φωνή μιας ώριμης γυναίκας.

“Ο ίδιος, ποιος είναι;” ρώτησε με ενδιαφέρον.

“Ακούστε… λέγομαι Ανθή και το τηλέφωνό σας, μού το έδωσε η Βιολέτα Φραντζή…”

Ο Αργύρης σύνδεσε αμέσως το όνομα με το θέμα που πιθανά να έκρυβε αυτή η τηλεφωνική κλήση.

“Ναι, ναι, συναντηθήκαμε πολύ πρόσφατα, συνέβη κάτι…”

“Θα ήθελα να σάς δω από κοντά, πού βρίσκεστε;”

“Είμαι εκτός Αθηνών και θα εξακολουθώ να είμαι για ένα χρονικό διάστημα, εσείς από Αθήνα;”

“Ναι… θα ήθελα…. Κάποια πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο… καταλαβαίνετε… αλλά εσείς….θα αργήσετε να γυρίσετε…”

“Περί τίνος πρόκειται; Μπορείτε πάντως να μιλήσετε ελεύθερα… εκ μέρους μου, δεν υπάρχει πρόβλημα”

Η γυναίκα φάνηκε να διστάζει στην αρχή, μετά όμως, αποφάσισε να ανοιχτεί:

“Η Βιολέτα μού είπε ότι της φανήκατε άνθρωπος εμπιστοσύνης και επειδή την ξέρω… σάς έχω μια εμπιστοσύνη…”

“Ευχαριστώ, σάς ακούω…”


Και η Ανθή άρχισε να μιλάει. Και σε κάθε φράση που ολοκλήρωνε, ο Αργύρης γινόταν όλο και πιο σοβαρός, βαρύς και αμίλητος. Στο τέλος τον είδε η Βαλεντίνη να κάθεται στην πολυθρόνα.

“Ψάχνατε για τη Μαριλίζα Ξένου, σωστά;”

“Ναι, ξέρετε κάτι;” τη ρώτησε με αγωνία.

“Για πάνω από χρόνο έμεινε στην αυλή μου στα Πετράλωνα. Έμοιαζε πολύ αναστατωμένη, οργισμένη, ίσως και απελπισμένη…”

“Μόνη της;”

“Ναι, ναι εντελώς. Έμοιαζε σαν ένα μοναχικό πουλί σε μια τρομερή καταιγίδα. Κάτι έδειχνε να τη βασανίζει έντονα. Έκλεισε το μικρό σπίτι στην αυλή μου αλλά όπως ήταν τη φοβήθηκα πολύ στην κατάστασή της!”

“Τι εννοείτε στην κατάστασή της;”

“Η Μαριλίζα ήταν έγκυος, κύριε Αργύρη…!”

Συνεχίζεται...


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

"Το Αρχοντικό της Σιωπής" (Κεφ.7) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια ιδέα-Μια έμπνευση" #3

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο


Τι διαβάσαμε στο προηγούμενο:  Δύο φωτογραφίες από τα παλιά και συγκεκριμένα από το 1965, έρχονται να προκαλέσουν ένα ακόμα σοκ στη Βαλεντίνη. Στην αναζήτηση κάποιου ιδιόχειρου εγγράφου της γιαγιάς της για να το δώσουν για γραφολογική εξέταση, ανακαλύπτει σε ένα μυστικό συρτάρι του παππού της, Στέφανου, μια φωτογραφία δική του το 1965 και μιας νεαρής γυναίκας με μια ιδιόχειρη αφιέρωση προς τον ίδιο. Μαζί με αυτές θα ανακαλύψει και ένα κατεστραμμένο σημείωμα του παππού της και μια τραπεζική απόδειξη κατάθεσης ενός σημαντικού ποσού στο λογαριασμό μιας ΜΑΡΙΛΙΖΑΣ ΞΕΝΟΥ.

Πλέον η Βαλεντίνη, εκτός από το θέμα της διαθήκης, καλείται να λύσει έναν ακόμα γρίφο, που έρχεται από ένα , προφανώς, μεγάλο μυστικό του παππού της.

Στο μεταξύ ο Αργύρης αποφασίζει να μπει μπροστά στην ιστορία και να πάρει πρωτοβουλίες, αναχωρώντας για Πειραιά αναζητώντας στοιχεία για την άγνωστη αυτή γυναίκα. 

Την ίδια στιγμή ο Ανδρέας Καψής και ο δικηγόρος του, ετοιμάζουν προσβολή της διαθήκης της γιαγιάς με τον όρο της ανήθικης επιρροής.


Κεφάλαιο 7


Ο Αργύρης έφυγε για Πειραιά αφήνοντας πίσω του κατευθύνσεις τόσο στη Βαλεντίνη όσο και στον Ιάκωβο. Στη Βαλεντίνη τη συμβούλεψε να αποφύγει κάθε κρίσιμη εμπλοκή με το θείο της και να είναι προσεκτική σε οποιεσδήποτε τυχόν επαφές. Εκείνη τον χαιρέτισε με εμφανή αγωνία και τού ζήτησε να έχουν συνεχή επικοινωνία.

“Μη με αφήσεις να περιμένω… σε παρακαλώ…”, τού είπε σχεδόν ικετευτικά.

Το τρυφερό φιλί στα χείλη της ήρθε να την ηρεμήσει και να απαλύνει τους φόβους της.

“Μη φοβάσαι, δεν θα γλιτώσεις από μένα! Θα σού γίνω στενός κορσές…”

Είχε ένα χάρισμα ο Αργύρης. Μπορούσε, με ένα λόγο, να αποσυμφορεί τις εντάσεις, να προσθέτει αυτή τη σωστή δόση του χιούμορ, που είχαν όλοι ανάγκη για να νιώσουν καλύτερα. Φυσικά, πριν φύγει, έκανε ολάκερο ...ιδιαίτερο μάθημα με τον Ιάκωβο, με τον οποίο είχαν αναπτύξει πλέον μια πολύ ζεστή και στενή σχέση αλληλοστήριξης.

“Ιάκωβε, την αφήνω στα χέρια σου! Να την προσέχεις έτσι; Είναι πάρα πολύ ευάλωτη, έχω ήδη αρχίσει να ανησυχώ, μη βλέπεις που δεν της λέω τίποτα. Θέλει πολύ λεπτούς χειρισμούς από εδώ και πέρα και δεν ξέρω μέχρι ποιες ανατροπές μπορεί, η Βαλεντίνη, πλέον να δεχτεί”

“Λεβέντη μου, μείνε ήσυχος! Σκυλί μαύρο θα είμαι δίπλα της, θα έρθω φυσικά να κοιμάμαι κοντά της”.

Μια συνομιλία με ένταση

Η Βαλεντίνη, με την αναχώρηση του Αργύρη, βρέθηκε μόνη να προσπαθεί να νοικοκυρέψει τις σκέψεις, που κατέκλυζαν το μυαλό της μετά τα νέα αυτά στοιχεία, που ήρθαν στο φως από τα αρχεία του παππού της. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι, όλο αυτό έρχεται να αποπροσανατολίσει εντελώς όσα έπρεπε να οργανώνει για το θέμα της διαθήκης και του σπιτιού, να παίρνει εντελώς το μυαλό και την προσοχή της από εκεί. Μήπως όλο αυτό την έκανε ευάλωτη στις κινήσεις του θείου της; “Να δω τώρα τι θα σκαρφιστεί ο θείος σου;” θυμήθηκε τα λόγια που έβγαλε, με στόμφο, ο Ιάκωβος μετά το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης. Άραγε τι θα έκανε ο Ανδρέας Καψής; Θα συμβιβάζονταν πλέον με την πραγματικότητα και να καταλήξουν να βρουν ένα μορατόριουμ στις σχέσεις τους; Ή μήπως θα ετοίμαζε κάτι άλλο. Τα συναισθήματά της, έλεγαν το πρώτο, οι φόβοι της το δεύτερο.

 Αποφάσισε να επικοινωνήσει με το δικηγόρο, τον Ερμόλαο και να τον ρωτήσει, να τον πιέσει, τι γίνεται με τη διαθήκη τώρα πια. Αν θα κατατεθεί πλέον νομότυπα στο Ειρηνοδικείο για να πάρει το δρόμο της. Οι απαντήσεις που πήρε δεν της άρεσαν καθόλου! Ο Ερμόλαος, ένιωθε ότι προσπαθούσε να υπεκφύγει, να κερδίσει χρόνο, να καθυστερήσει. Ο ίδιος της είπε ότι ο θείος της σχεδίαζε να προσβάλλει τη διαθήκη νομότυπα και η Βαλεντίνη αναρωτιόταν, πέρα από το γιατί και για το πώς. Έκανε το μεγάλο βήμα να καλέσει άμεσα, η ίδια, το θείο της. Ναι! Είχε το θάρρος να το κάνει. Του θύμισε το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης για τη γνησιότητα και ζήτησε να μάθει τις προθέσεις του.

“Ομολογώ ότι δεν περίμενα το τηλέφωνό σου, ανιψιά!” της είπε με ελαφριά ειρωνική διάθεση.

“Θείε… η διαθήκη είναι γνήσια. Ζήσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια σαν οικογένεια, όλα αυτά είναι ο κόπος μας, η δημιουργία μας. Μήπως να βρούμε μια λύση να τελειώσει όλο αυτό;

“Ποια λύση να βρούμε, Βαλεντίνη; Τη ζημιά που σχεδίαζες, όλα αυτά τα χρόνια να μου κάνεις, την έκανες! Η πώληση, εκ των πραγμάτων, πηγαίνει χρονολογικά πίσω…”

“Θείε… δεν σχεδίαζα τίποτα απολύτως… θα μπορούσα εύκολα να πω ότι εσύ κινήθηκες κάτω απ’ το τραπέζι και μπήκες στην εταιρεία των αγοραστών, δεν το κάνω όμως σημαία… να βρούμε μια λύση, επιμένω;”

“Τα σχέδιά μου δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν…”

“Μα τα αλλάζει η επιθυμία της μητέρας σου, θείε!”

Εκεί ο Καψής το πέταξε!

“Δεν ξέρω κάτω από ποιες συνθήκες διαμορφώθηκε αυτή η επιθυμία, ανιψιά! Και πώς;”

“Τι εννοείς θείε;”

“Η μητέρα μου είχε κλείσει τα ογδόντα! Όσο κουβέντιαζε με μένα και τη μάνα σου, δεν είχε προκύψει κάτι τέτοιο. Καμιά κουβέντα για διαθήκη δεν έκανε. Δεν μπορώ να ξέρω πώς επηρεάστηκε και με τι τρόπο για να γράψει αυτό το χαρτί, Βαλεντίνη!”


Σφίχτηκε η καρδιά της. Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της και ένα τρέμουλο ανέβηκε στα χέρια της να τα κυριεύσει. 

“Δεν σε πιστεύω θείε Ανδρέα!…”

“Μήτε εγώ τα πίστευα όλα αυτά, ανιψιά μου αλλά…”

Δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τη συνομιλία. Κατάλαβε πολύ καλά τις προθέσεις του. Στη σκέψη της ήρθε το σημείωμα, που άφησε η γιαγιά της, συνοδευτικό της διαθήκης. Αλλά αποφάσισε να σιωπήσει, να μην ανοίξει τα χαρτιά της πλέον. Ο Ιάκωβος είχε ακούσει την ένταση της συνομιλίας και είχε σπεύσει. Την είδε σε αυτήν την κατάσταση και τρόμαξε:

“Παιδί μου, εσύ άσπρισες! Τι σού είπε αυτός ο….”

Την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του και εκείνη του εξήγησε μέσα σε λυγμούς.

“Ως εκεί θα φτάσει λοιπόν;” ψέλλισε ο γέροντας με θυμό και οργή.

“Ησύχασε παιδί μου! Ησύχασε! Δεν θα τολμήσει!”

“Θα το κάνει, Ιάκωβε!”

Τα μάτια του γυάλισαν, πρώτη φορά το γλυκό του πρόσωπο είχε πάρει τέτοια χαρακτηριστικά:

“Τότε θα τον εμποδίσω εγώ ο ίδιος! Για το καλό του, μην πάρει τέτοιο δρόμο!”

Η Βαλεντίνη είδε την έκφραση του προσώπου του Ιάκωβου και τρόμαξε. Ήταν κάτι που δεν είχε ποτέ δει στο βλέμμα του.


Ο Πειραιάς ...”μιλάει”

Ο Αργύρης είχε ήδη φτάσει στον Πειραιά και φυσικά στο σπίτι του στην Αθήνα. Πήγε, είδε τους δικούς του και οργάνωσε τις υπόλοιπες κινήσεις του. Φυσικά ενημέρωσε άμεσα τη Βαλεντίνη για την άφιξή του. Τον ενημέρωσε και η ίδια για τη συνομιλία με το θείο της και τις προθέσεις της. Τα μέτωπα είχαν αρχίσει να ανοίγουν.

Από την επόμενη κιόλας μέρα της παραμονής του στην Αθήνα, ο Αργύρης ξεκίνησε τις έρευνές του. Είχε στα χέρια του τα γενικά στοιχεία για το “Cheval noir”, το μέρος στο οποίο τραβήχτηκαν οι επίμαχες φωτογραφίες, που ανακάλυψε η Βαλεντίνη. Όμως το φημισμένο αυτό μπαρ, είχε κλείσει το 1970 και πουλήθηκε στον Ιορδάνη Αλεβίζο για να το μεταφέρει εκείνος, ως “Cavos cafe” πλέον στην Καστέλα. Το να επισκεφτεί ένα χώρο, στον οποίο το μπαρ δεν υπήρχε, το εύρισκε σε πρώτη φάση άχρηστο. Έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί το καφέ, το οποίο έμαθε ότι λειτουργούσε. Το “Cavos cafe” ήταν μαγαζί με ακριβή αισθητική και διάκοσμο, ψηλά στην Καστέλα με μια πανέμορφη θέα στο Μικρολίμανο και στον κόλπο του Φαλήρου. Τον υποδέχτηκαν ευγενικά και ζήτησε να μιλήσει στον ιδιοκτήτη.

“Ο κύριος Ιορδάνης Αλεβίζος;”

Τον δέχτηκε ένας καλοστεκούμενος άντρας, γύρω στα πενήντα, ευγενικός και επικοινωνιακός.

“Ποιος τον ζητεί παρακαλώ;”

Ο Αργύρης συστήθηκε και εκδήλωσε προσωπικό ενδιαφέρον. 

“Είναι νομίζω ο άνθρωπος που ξεκίνησε αυτό εδώ το μαγαζί, αν δεν κάνω λάθος”, είπε ο Αργύρης.

“Δεν κάνετε λάθος, είναι πατέρας μου. Φυσικά έχει αποσυρθεί, είναι πλέον συνταξιούχος. Πείτε μου εμένα, είμαι ο Ηρακλής Αλεβίζος”

Ο Αργύρης ήταν σε λεπτή θέση και έπρεπε να χειριστεί το ζήτημα προσεκτικά και διακριτικά.

“Κύριε Αλεβίζο πρόκειται για ένα λεπτό οικογενειακό θέμα της συντρόφου μου (πώς το ...πέταξε αυτό, μετά το σκεφτόταν). Αναζητούμε μια γυναίκα από το 1965…”

“Α προσφάτως δηλαδή…” σχολίασε ο άλλος με χιούμορ.

“Καταλαβαίνω ότι είστε και εσείς και εγώ εκτός εποχής αλλά ήθελα να ρωτούσα τον πατέρα σας για την τύχη της, αν γνωρίζει κάτι…”


Ο τρόπος, που χειριζόταν το αίτημά του ο Αργύρης έκανε τον Ηρακλή Αλεβίζο να άρει τις καχυποψίες και αναστολές του.

“Αν μπορείτε να περάσετε, θα βρείτε τον πατέρα μου εδώ το απόγευμα. Κάνει τη βόλτα του κατεβαίνοντας απ’ τον προφήτη Ηλία και έρχεται να ξαποστάσει για να συνεχίσει…”

Ο Αργύρης ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει και το έκανε. Το απόγευμα ήταν στο ίδιο τραπέζι με τον Ιορδάνη Αλεβίζο, απολαμβάνοντας τον καφέ τους. Ο Αργύρης αποφάσισε να μιλήσει. Έβγαλε από το πορτοφόλι του τις φωτογραφίες του καπετάνιου και της Μαριλίζας.

“Κύριε Αλεβίζο, σάς παρακαλώ, γνωρίζετε κάτι για αυτούς εδώ τους δύο ανθρώπους;”

Ο ηλικιωμένος άντρας κράτησε με προσοχή τις φωτογραφίες στο χέρι του. Παρατηρούσε και τους δύο. Κάποια στιγμή γύρισε στον Αργύρη με έκφραση αναπόλησης.

“Την κοπέλα όχι, δεν την έχω δει ποτέ μου. Τον καπετάνιο, που μού δείχνεις… τι να σου πω. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Από πότε είναι οι φωτογραφίες;”

“Από το 1965”

“Όχι! Εγώ πήρα το μαγαζί απ’ έναν Σομόπουλο το 1970. Τι να σου πω…”

“Ξέρετε κάποιον που θα μπορούσε να μού δώσει κάποια πληροφορία;”

Ο άλλος ξύστηκε λίγο προσπαθώντας να σκεφτεί.

“Κοίτα… όταν πήρα το μαγαζί κράτησα τους περισσότερους από τους παλιούς εκεί μέσα. Ήταν μια γυναίκα, αητός τότε, που ήταν η ψυχή του παλιού μαγαζιού. Αυτή έμεινε και σε μένα χρόνια. Αστέρι στη δουλειά της, ακόμα συναντιόμαστε και λέμε τα παλιά.  Δούλευε εκεί από το 1960 μού είχε πει. Αυτή, δεν μπορεί, κάτι θα ξέρει”.

“Πού μπορώ να τη βρω, πώς τη λένε;”

“Χμμμ Βιολέτα Φραντζή! Στην ηλικία μου περίπου. Γράψε τηλέφωνο 69…..”

Ο Αργύρης ευχαρίστησε θερμά τον συνομιλητή του. Χαιρέτισε ευγενικά τον γιο του και έφυγε από το καφέ με μια ευχάριστη αίσθηση ότι κάτι ανακάλυψε. Δεν έχασε καιρό, έκλεισε το ραντεβού του με τη Βιολέτα Φραντζή για το επόμενο απόγευμα. 

Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, που παρά την έντονη φθορά της ηλικίας της, περασμένα τα 70, έδειχνε άνθρωπο, που φρόντιζε τον εαυτό της. Έδωσε τα στοιχεία της στη γυναίκα μαζί με τις φωτογραφίες. Εκείνη τις πήρε στο χέρι της. Εστίασε με προσοχή και στα δύο πρόσωπα και έδειξε συγκινημένη.

“Ήταν όμορφη, τη βλέπεις; Κούκλα! Περνούσε και σειόταν η γη, σφάζονταν οι άντρες ολόγυρά της…”

“Την ξέρατε;” ρώτησε με αγωνία ο Αργύρης.

“Αρκετά χρόνια… γίναμε φίλες κολλητές εκείνη την εποχή. Ήρθα στο Cheval noir στα 21 μου. Ότι είχα ενηλικιωθεί. Μη ρωτάς πως και γιατί; Πονάνε αυτές οι ιστορίες, θα γίνουμε μελό. Εκεί γνωριστήκαμε με τη Μαριλίζα…”

“Τι ήταν; Θέλω να πω τι δουλειά έκανε;”

“Γέννημα Πειραιά αγόρι μου. Σε άγρια χρόνια, το 1944. Τότε που διώξαμε με το αίμα μας τους Γερμαναράδες για να έρθουν οι ...Άγγλοι να μας φερθούν σαν να μασταν οι χειρότεροι εχθροί τους. Με τη τσογλανοσυμμορία του βασιλιά και των μπιστικών τους εδώ. Της Μαριλίζας ο πατέρας ήταν στον ΕΛΑΣ. Τον σκότωσαν το 1949 οι ταγματασφαλίτες. Η Μαριλίζα έμεινε στην ορφάνια από τα πέντε της. Άντε να σε δω εγώ, χήρα κομμουνιστή με ένα μωρό στην αγκαλιά να την αναθρέψεις….

“Καταλαβαίνω…” είπε σεμνά ο Αργύρης.

“Τίποτα δεν καταλαβαίνεις αν δεν τα ζήσεις αυτά τα χρόνια. Αυτό το κυνήγι και την εξόντωση. Να λες έδιωξα τους Ναζήδες και ήρθαν στη θέση τους οι συνεργάτες τους… Δεν φτάνει που ξεάκαν τον πατέρα, βάλανε στο μάτι και την οικογένειά του. Δεν μπορούσε η γυναίκα του να σταθεί πουθενά. Και η Μαριλίζα βγήκε στο …δρόμο, όπως τόσα κορίτσια από τις κολασμένες γειτονιές του Πειραιά. Έκανε στέκι το μαγαζί, έπιασε δουλειά εκεί και το 1964 γνώρισε τον καπετάνιο… Ξέρεις… στην αρχή, τα ...γνωστά. Κάθε λιμάνι και καημός, που έλεγε και το τραγούδι…”

Ο Αργύρης ένιωθε μια ολάκερη εποχή να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του με την αφήγηση της Βιολέτας. Εκείνη βουλιαγμένη στις αναμνήσεις συνέχιζε: 

“Όπως εκείνη η σχέση δεν έμεινε στα ...γνωστά. Ο καπετάνιος, Στέφανος Καψής, τον θυμάμαι. Κιμπάρης τύπος, άρχοντας, ομορφάντρας, το βλέπεις και μόνος σου στη φωτογραφία. Ερχόταν, την έβλεπε μόνιμα, μετά έφευγε για το ταξίδι του, ξαναγύριζε. Κάθε επόμενη φορά, η σχέση τους σοβάρευε. Η Μαριλίζα έκοψε την παλιά ζωή. Όταν ο καπετάνιος ήταν στον Πειραιά, έδειχναν σαν να ήταν πλέον ζευγάρι…”

“Για φαντάσου…” σκέφτηκε ο Αργύρης με το μυαλό του στην οικογένεια του Καψή στο νησί.

“Τι εννοείς;” τον ρώτησε η Βιολέτα.

“Ο καπετάνιος ήταν παντρεμένος…”

Εκείνη χαμογέλασε…

“Αχ παλικάρι μου, δεν τα ξέρεις αυτά εδώ τα λημέρια. Μήτε τη ζωή των ναυτικών μήτε τη ζωή των γυναικών του λιμανιού. Άλλοι καιροί τότε αγόρι μου… Δεν λέω ότι ο καπετάνιος δεν σεβόταν την οικογένειά του. Αυτό δεν το ξέρω, εγώ γνώρισα μόνο την πλευρά του εδώ στο λιμάνι. Η Μαριλίζα τον αγάπησε πολύ. Το μοιραζόταν αυτό μαζί μου. Άρχισε να κάνει όνειρα, να βάζει σχέδια στη ζωή της αλλά και εκείνος έτσι έδειχνε, ώσπου…”

Η Βιολέτα σταμάτησε να πιει λίγο νερό.

“Ώσπου τι;” ρώτησε με την αγωνία της αφήγησης, που ζούσε ο Αργύρης.

“Την έχασα!”

“Τι εννοείτε, τη χάσατε”

“Την έχασα, σού λέω, άνοιξε η γη και την κατάπιε…”

“Πώς έγινε αυτό; Πού έμενε;”

“Θα ήταν στα 1967-68, εκεί με τη χούντα. Ο καπετάνιος έλειπε σε ταξίδι. Εξαφανίστηκε. Εκεί που νοίκιαζε δεν άφησε καμία εξήγηση. Λίγα πράγματα πήρε μαζί της…”

“Μάθατε τίποτα;”

“Την αναζήτησα όπου μπορούσα, έφαγα τα μαγαζιά, τα στέκια, γνωστούς παλιούς. Μέχρι και έναν χωροφύλακα ρώτησα να ψάξει…”

“Και…”

“Δεν ήξερα τίποτα… ή μπορεί να θέλανε εμείς να μην ξέρουμε”

“Τι εννοείς…”

“Δεν ξέρω αν την έβαλαν στο μάτι και την εξαφάνισαν. Ξέρεις πόσους έφαγε έτσι το σκοτάδι τότε;”

“Δεν έμαθες κάτι;”

Η Βιολέτα αναστέναξε.

“Έμαθα, το 1972. Η παλιά της σπιτονοικοκυρά μού είπε ότι έμαθε ότι πέθανε κάπου στα 1970!”

Ο Αργύρης ταράχτηκε πολύ.

“Πέθανε; Μα δεν θα είχε κλείσει τα τριάντα!”

“Πέθανε μάθανε, από πνευμονία. Και είχανε δίκιο. Γιατί πήγα και τη βρήκα. Είχε μάθει και εκείνη πού την είχαν. Στην Ανάσταση. Μια άσπρη ταφόπλακα ήταν ότι είχε απομείνει από εκείνη. Χωρίς φωτογραφία, χωρίς καντήλι. Μόνο ένα όνομα: Μαριλίζα Ξένου, ετών 26…”

Η γηραιά γυναίκα δάκρυσε. Και η φωνή της χάθηκε. Έκρυψε τα μάτια της προς τα κάτω. Ο Αργύρης σεβάστηκε απόλυτα τη στιγμή, νιώθοντας και ο ίδιος το βάρος των γεγονότων.

“Ο καπετάνιος;” τη ρώτησε μετά από λίγο.

“Δεν φάνηκε ποτέ! Μήτε στο Cheval Noir μήτε σε άλλο μαγαζί του Πειραιά. Κανείς γνωστός δεν τον είδε ποτέ ξανά…”

“Δεν υπήρξε άνθρωπος να μάθει κάτι, έστω να ακούσει για εκείνη;”

“Όχι… έτσι πέρασε στη σιωπή σαν την πεταλούδα που ζει τόσο μα τόσο λίγο… Αχ οι μεγάλες αγάπες! Αυτές που τις βλέπεις στην αρχή και τις καμαρώνεις με την καρδιά σου, αυτές που σε γεμίζουν ελπίδα για έναν άνθρωπο δικό σου, που χαίρεσαι σαν βίσκει ένα αποκούμπι. Μέχρι που έρχεται η προσγείωση…”

“Εννοείτε ότι ο καπετάνιος…”

Η Βιολέτα σηκώθηκε

“Εμ αυτό δα εννοώ αγόρι μου! Ξέραμε ότι ήταν παντρεμένος ο καπετάνιος. Δεν χρειάζεται να μαντέψεις τι μπορεί να έγινε. Η μοίρα των γυναικών του λιμανιού στις ...παράνομες σχέσεις… Πρέπει να φύγω, όμορφε. Συγγνώμη αν ξέφυγα…”

Ο Αργύρης την ευχαρίστησε με σεβασμό και εγκαρδιότητα. Κράτησε το τηλέφωνό της, καθώς της είπε. Χώρισαν αφήνοντάς τον γεμάτο σκέψεις και δυνατή συγκίνηση για τη μοίρα εκείνης της όμορφης γυναίκας των 26 χρόνων. Εκείνο το γλυκό χαμόγελο της φωτογραφίας, που έγινε μια άσπρη πέτρα πάνω στη γη. Εκείνη η αφιέρωση “Στον άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου”. Αλλά και το μισοκατεστραμμένο σημείωμα στο κάτι σαν ημερολόγιο του Στέφανου Καψή: “Ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις… Αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω” Γιατί άραγε αυτό το σημείωμα έμεινε στα αρχεία του καπετάνιου; Δεν πρόλαβε να το στείλει; Δεν ήθελε να το στείλει; ή  το έστειλε και του επεστράφη πίσω;

Τα κομμάτια του παζλ της τραγικής ιστορίας αυτού του ζευγαριού κάπως πήραν ένα σχήμα και μορφή. Το θέμα τώρα ήταν πώς θα δεχόταν αυτές τις πληροφορίες η Βαλεντίνη και με τι ψυχολογία. Το επόμενο στοίχημα που έπρεπε να κερδίσει.

Το τηλεφώνημα στη μητέρα

Η Βαλεντίνη ήθελε να διώξει τη σκοτεινή αύρα, που άφησε η συνομιλία της με το θείο της. Άρχισε να σκέφτεται την υπόθεση των φωτογραφιών και των εγγράφων του παππού της. Ο πιο άμεσος άνθρωπος, που θα μπορούσε να της δώσει κάποιες πληροφορίες, αν φυσικά υπήρχαν, ήταν η μητέρα της, η Ελένη. Ταλαντεύτηκε αρκετά, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά της επιλογής να της μιλήσει για τα ευρήματα. Όμως κατέληξε ότι έπρεπε η μητέρα της να μάθει. Εκτός αν ήξερε. Την έτρωγε η αγωνία και αποφάσισε να το λύσει, σε αυτή τη φάση, με μια αναλυτική τηλεφωνική συνομιλία. 

Η μητέρα της χάρηκε για την επικοινωνία τους αλλά προβληματίστηκε έντονα από την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση της διαθήκης της γιαγιάς. Αφού η Βαλεντίνη την ενημέρωσε, εκείνο που δεν περίμενε με τίποτα να ακούσει ήταν η επόμενη ερώτηση της κόρης της:

“Μαμά… ξέρεις κάποια Μαριλίζα Ξένου;”

“Όχι παιδί μου! Ποια είναι αυτή;”

“Μαμά… σε παρακαλώ… δεν είμαστε πια παιδιά, δεν ζει κανείς τους. Μήτε ο παππούς μήτε η γιαγιά. Αν ξέρεις κάτι είναι σημαντικό να μού πεις!”

Η Ελένη ανησύχησε.

“Παιδί μου τι είναι αυτό που με ρωτάς; Δεν ξέρω καμία τέτοια γυναίκα, δεν έχω ακούσει ποτέ γι αυτήν, τι συμβαίνει, θα μού πεις;”

Η Βαλεντίνη μίλησε στη μητέρα της για τα ευρήματα με τις φωτογραφίες. Μίλησε γενικά και για την αφιέρωση χωρίς λεπτομέρειες. Η μητέρα της άκουσε με προσοχή:

“Βαλεντίνη, έρχομαι αύριο στο νησί!” ακούστηκε η φωνή της ταραγμένη αλλά σαφέσταση. “Αρκετά έμεινα μακριά από όλα αυτά!”

Ο Αργύρης είχε μια τελευταία έρευνα να κάνει. Πήγε στο κοιμητήριο της Ανάστασης στη Δραπετσώνα. Μίλησε με τη γραμματεία. Ζήτησε να μάθει αν υπήρχαν αρχεία ταφής αν και δεν μπορούσε από εκεί τίποτα να βγάλει. Μόλις τους είπε την ημερομηνία, έκοψαν κάθε συζήτηση. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά δεν υπήρχαν αρχεία διαθέσιμα. Το τελευταίο που έκανε ήταν να ρωτήσει ένα φίλο του διευθυντή καταστήματος της τράπεζας που βρήκαν την κατάθεση, ζητώντας στοιχεία για το λογαριασμό. Η απάντηση ήταν απόλυτη και αρνητική. Λογαριασμός με αυτό το όνομα: Μαριλίζα Ξένου, δεν υπήρχε και τα καρτελάκια τα παλιά των λογαριασμών είχαν ήδη κλείσει 25ετία που συνήθως φυλάσσονταν. Ήταν και τα τελευταία στοιχεία που έψαξε πριν δρομολογήσει την επιστροφή του στο νησί.

Η Ελένη Καψή φτάνει στο νησί

Η μητέρα της Βαλεντίνης τήρησε άμεσα την απόφασή της. Έφτασε στο νησί τη μεθεπόμενη μέρα. Μάλιστα ήταν ο Ιάκωβος εκείνος, που πήγε να την παραλάβει στο λιμάνι και την έφερε στο σπίτι. Οι αρχικές στιγμές της υποδοχής, πέρασαν όμορφα και ανθρώπινα. Και οι δυο τους, μάνα και κόρη ένιωσαν πολύ καλύτερα από αυτήν τη συνύπαρξη. Ο άντρας της έμεινε στην Αθήνα αλλά και αυτός έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, αν χρειαστεί να έρθει στο νησί.

Η Ελένη βρήκε την κόρη της προβληματισμένη και πολύ πιεσμένη. Ο Ιάκωβος βέβαια πρόλαβε να την ενημερώσει για τα καθέκαστα. 

“Δεν έπρεπε να αφήσω το παιδί μου μόνο εδώ, το είπα απ’ την αρχή, Ιάκωβε!”

“Κυρά μου, σε καταλαβαίνω αλλά το κορίτσι μας δεν είναι μόνο!”

“Τι εννοείς;”

Ο Ιάκωβος μίλησε στην Ελένη για τον Αργύρη και την παρουσία του δίπλα στην κόρη της. Μίλησε με τα καλύτερα λόγια. Μίλησε για τη σχέση τους, που μπορεί να ήταν στα πρώτα της βήματα αλλά χτιζόταν σε δυνατά θεμέλια και τα σφυρηλατούσε η μεγάλη δυσκολία των προβλημάτων, που μαζί αντιμετώπιζαν. Μάλιστα την ενημέρωσε και για το ταξίδι του Αργύρη στον Πειραιά.

“Εκεί τι πήγε να κάνει;” ρώτησε μα αγωνία η Ελένη.

“Θα στα πει καλύτερα το παιδί, κυρά μου” αποκρίθηκε εκείνος διακριτικά.

Και όντως η Βαλεντίνη όχι μόνο τα είπε αλλά και έδειξε τα πάντα στην εμβρόντητη μητέρα της, η οποία πραγματικά βρισκόταν ξαφνικά μπροστά σε ένα χάσμα χρόνου και γεγονότων. Στο φως ερχόταν γεγονότα, που έμοιαζαν μυθιστορηματικά αλλά και πολύ παράξενα όντως. Αφού πέρασε ώρα να συνέλθει και να καταλάβει με διευκρινιστικές ερωτήσεις τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά, δέχτηκε την ερώτηση της κόρης της, μια ακόμα φορά.

“Μαμά δεν είχες ακούσει τίποτα για αυτή τη γυναίκα;”

“Παιδί μου κατ΄ αρχήν, αντιλαμβάνεσαι ότι την εποχή της φωτογραφίας ήμουνα μωρό παιδί! Τεσσάρων χρονών!”

“Δεν εννοώ τότε μαμά, εννοώ αργότερα, στα μετέπειτα χρόνια. Κάτι πιθανά και από τη γιαγιά;”

Η μητέρα της σκέφτηκε για λίγο και είπε.

“Το μόνο που θυμάμαι έτσι αχνά είναι τη μάνα μου, τη γιαγιά σου,  να δείχνει έντονο εκνευρισμό με τα συχνά τηλεφωνήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου. Παιδί ήμουνα αλλά για κάποιες μέρες τα τηλέφωνα ήταν μαζεμένα…”

“Και λοιπόν; Τι έλεγαν; Έμαθες ποτέ;”

“Ο πατέρας μου δεν ήθελε να βγει στο τηλέφωνο. Η γιαγιά σου τον ρωτούσε έντονα για την προέλευση αυτής της γυναίκας. Για μερικές φορές είχαν καυγαδίσει. Αλλά μετά… μετά σιωπή”

“Ο παππούς δεν είχε πει ποτέ τίποτα;”

Η Ελένη, έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήπιε λίγο από το τσάι της και συνέχισε αργά και με συναισθηματική φόρτιση:

“Όχι δεν είπε τότε τίποτα. Όμως είπε κάτι που έλεγε πάρα πολλά τελικά, ύστερα από χρόνια… Ναι… τώρα εξηγείται όλο αυτό…”

“Μαμά πες μπορεί να είναι σημαντικό!”

“Θυμάμαι κόρη μου, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγει από κοντά μας, πολλές φορές ήταν βαρύς, καταθλιπτικός. Αρκετές φορές, που ήμουν μαζί του, τον έβλεπα ότι μυαλό του έφευγε, χανόταν. Δεν ήξερα τι μπορεί να ήταν όλο αυτό. Κάποια στιγμή τον ρώτησα…”

“Και τι απάντησε;”

“Γύρισε και με κοίταξε κουρασμένα. Από τις σπάνιες εκείνες φορές, που τον είδα έτσι. Γύρισε με χάιδεψε στα μαλλιά και μού είπε: Ελένη μου, έχω κάνει λάθη στη ζωή μου, τέτοια που… δεν μπορώ να διορθώσω… Τον πίεσα διακριτικά να μού μιλήσει. Όμως τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Σιωπή που έπεφτε να πλακώσει ολάκερο το αρχοντικό”

“Δεν το συζήτησες με τη γιαγιά;”

“Ναι αλλά το ενσωμάτωσε με την ανάγκη κάθε ανθρώπου για αυτοκριτική και εξομολόγηση. Τώρα πια καταλαβαίνουμε τι αφορούσε όλο αυτό”

“Κάποιος άλλος; Κάποιο άλλο πρόσωπο; Παρατήρησες ποτέ σου κάτι τέτοιο, να τον πιέζουν;”

“Ο παππούς σου είχε τις επαφές του φυσικά αλλά είχε και τους επαγγελματικούς του συνεργάτες, τον κύκλο του, στη δουλειά του και στον κοινωνικό του περίγυρο. Κανείς δεν είχε τα στοιχεία που να δείχνουν κάτι διαφορετικό”

“Να δούμε αν ο Αργύρης κατάφερε να μάθει τίποτα” παρενέβη η Βαλεντίνη.

Η μητέρα της την κοίταξε τρυφερά αλλάζοντας θέμα. Τη ρώτησε προσεκτικά για τον συνεταίρο και συνοδό της. Με ενδιαφέρον και διακριτικότητα. Και αυτό που έλαβε, ως απάντηση, από το παιδί της, την ευχαρίστησε. Η Βαλεντίνη άνοιξε την καρδιά της στη μητέρα της, άπλετα, γεμάτα φως. Και η Ελένη Καψή, διαπίστωσε με γαλήνη ψυχής ότι η κόρη της ήταν ερωτευμένη! Και χάρηκε ακόμα περισσότερο γιατί αυτός ο έρωτας εύρισκε ανταπόκριση σε έναν άνθρωπο, που στεκόταν δίπλα της με τρόπο θετικό.

Μίλησαν στη συνέχεια για τη διαθήκη και το μέτωπο που ανοίχτηκε με το θείο της. Η Ελένη Καψή στενοχωρήθηκε πολύ, που ο αδελφός της, το ίδιο της το αίμα, διάλεξε έναν απρεπέστατο δρόμο να διεκδικήσει αυτά που αποκαλούσε ή θεωρούσε συμφέρον του. Δεν το περίμενε με τίποτα. Είχε τις ενδείξεις της από τότε που ο Ανδρέας θύμωσε πολύ με την απόφαση τη δική της να εκχωρήσει τα δικαιώματα του σπιτιού στη Βαλεντίνη και εξοργίστηκε όταν διαπίστωνε την εμμονή της να μην ενδώσει στην πώληση του σπιτιού. Όλα αυτά βέβαια μέχρι το ατύχημα, το τραγικό ατύχημα που, σε βάθος χρόνου, άλλαξε τα πάντα.

Θα περίμεναν την επιστροφή του Αργύρη για να μαζευτούν όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν όλα αυτά, που τούς είχαν τύχει. Εκείνο όμως  που δεν περίμεναν ήταν αυτό που ακολούθησε. Και αυτό ήρθε σαν τη θύελλα, που ξαφνικά εμφανίζεται στον ορίζοντα, σχεδόν από το πουθενά.

Το μεσημέρι ο Ιάκωβος, επέστρεψε στο σπίτι απ’ τις δουλειές του. Ήρθε κοντά τους με πρόσωπο φανερά ανήσυχο, τρομαγμένο, αναστατωμένο. Στα χέρια του κρατούσε μια τοπική εφημερίδα του νησιού.

“Τι συμβαίνει Ιάκωβε;” τον ρώτησαν σχεδόν μαζί, Ελένη και Βαλεντίνη.

Εκείνος με δυσκολία να μιλήσει, ξεδίπλωσε την εφημερίδα και την άπλωσε στο τραπέζι μπροστά τους.

“Διαβάστε…” είπε, “Εδώ κάτω...”

Τα μάτια των δυο γυναικών, έπεσαν στην είδηση και στις φωτογραφίες:

“Άγριο έγκλημα στο νησί μας: 

Χθες τη νύχτα βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Παροικιά, ο Νικόλαος Διονυσίου, ετών 51. Ο άτυχος άντρας εργαζόταν τελευταία σαν οδηγός στο νησί και διέμενε μόνος στο διαμέρισμά του. Το θύμα βρέθηκε νεκρό από συνάδελφό του νωρίς σήμερα το πρωί. Η αστυνομία κάνει λόγο για ένα δράστη, ο οποίος είχε εισβάλει στο διαμέρισμα για λόγους ληστείας. Ο άτυχος άντρας, κατά την επιστροφή του, δέχτηκε την επίθεση. Βρέθηκαν στοιχεία πάλης και το θύμα επλήγη μάλλον με μαχαίρι, το οποίο έφερε ο δράστης. Η αστυνομία μιλάει για ενδείξεις ληστείας αλλά με σοβαρές επιφυλάξεις καθώς στο διαμέρισμα βρέθηκαν χρήματα.  Η υπόθεση είναι σε διερεύνηση…”

Η Ελένη Καψή κοίταζε τη φωτογραφία του θύματος στην εφημερίδα με απόλυτη έκπληξη στο πρόσωπό της

“Αυτός…. Μα αυτός είναι ο….”

“Ναι μαμά! Ο οδηγός του φορτηγού, που με χτύπησε…”

Κοιτάχτηκαν και οι τρεις με εμφανή τόσο την έκπληξη αλλά η Βαλεντίνη με τον Ιάκωβο, ένιωσαν κάτι απόλυτα κρύο να διαβαίνει στο κορμί τους.

Συνεχίζεται...


Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

"To Aρχοντικό της Σιωπής" (Κεφ. 6) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #3

  "Το Αρχοντικό της Σιωπής"

Δείτε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο




Περίληψη: Η ανακάλυψη της μυστικής διαθήκης της γιαγιάς Βαλεντίνης Καψή, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στη σχέση της νεαρής Βαλεντίνης με το θείο της. Και οι δύο πλέον σε διαφορετικά "χαρακώματα" αναμέτρησης σχετικά με τους όρους της διαθήκης. 

Το τραγικό παρελθόν του δυστυχήματος της Βαλεντίνης, που την οδήγησε σε κινητική αναπηρία, επιστρέφει καθώς ο Νίκος Διονυσίου, οδηγός του μοιραίου εκείνου φορτηγού, την επισκέπτεται, ως ...οδηγός κούριερ. Η Βαλεντίνη θεωρεί ότι η επίσκεψη αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. 

Στο μεταξύ, στο σκιερό παρασκήνιο, ο οδηγός της μοιραίας εκείνης νύχτας, συναντιέται με άγνωστο άντρα, τον οποίο εκβιάζει ζητώντας του πρόσθετα χρήματα σε αντάλλαγμα για τη σιωπή του σχετικά με το βρώμικο ρόλο του στο δόλιο τροχαίο εκείνης της νύχτας.

Ο Ανδρέας Καψής, στο μεταξύ, κάνει αίτημα γραφολογικής εξέτασης στην ιδιόχειρη διαθήκη της μητέρας του ενώ η Βαλεντίνη ζητάει, χωρίς επιτυχία, συνάντηση με τον Νίκο Διονυσίου.

Κεφάλαιο 6

Καινούργια ευρήματα, παλιά μυστικά


Οι δύο επόμενες μέρες κύλησαν με απραξία στην υπόθεση της διαθήκης. Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη και τον Ιάκωβο ήταν σε αναμμένα κάρβουνα καθώς αυτή η αναμονή στην κυριολεξία απογείωνε τον εκνευρισμό τους αλλά παράλληλα και τους φόβους τους για τις προθέσεις του Καψή. Μετά από τηλεφωνική συνεννόηση με τον Ερμόλαο, κλείστηκε ραντεβού για να έρθει ο γραφολόγος να πάρει, νομότυπα και με τα σχετικά έγγραφα, κάποιο χειρόγραφο της γιαγιάς για να γίνει η εξέταση. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένοι να βρουν και να παραδώσουν κάτι ανάλογο.


Πρέπει να ψάξουμε στο γραφείο του σπιτιού, δίπλα στη βιβλιοθήκη. Εκεί είναι και το secretaire της γιαγιάς. Εκεί θα βρούμε σίγουρα κάτι δικό της” είπε η Βαλεντίνη, “άλλωστε θέλω πάρα πολύ να το δεις αυτό το γραφείο, Αργύρη. Εκεί είναι μεγάλο κομμάτι και από τις δικές μου μνήμες…”

Αυτό πώς;”

Θα σού πω, με βοηθάς να πάμε;”


Η Βαλεντίνη έδειξε την κατεύθυνση και ο Αργύρης την οδήγησε στο δωμάτιο. Ο Ιάκωβος είχε κάνει άριστη δουλειά έχοντας διατηρήσει το χώρο σε τέτοια κατάσταση, που έλεγες ότι τα παλιά πρόσωπα του σπιτιού θα έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους. Το άρωμα του ακριβού ξύλου και των δερμάτινων καλυμμάτων των επίπλων έδινε μια αύρα μοναδική. Στους δύο από τους τοίχους υπήρχαν ράφια βιβλιοθήκης μέχρι ψηλά στο ταβάνι. Μπροστά έστεκε το μεγάλο βαρύ γραφείο, οι μεγάλες πολυθρόνες, το secretaire από τη δεξιά πλευρά. Οι παλιοί πίνακες ζωγραφικής, οι λάμπες και τα άλλα διακοσμητικά αποτελούσαν ένα εξαίρετο ντεκόρ. Ο Αργύρης έμεινε εντυπωσιασμένος. Κοντοστάθηκε στην είσοδο ατενίζοντας ολόγυρα με θαυμασμό.


Καλώς ήλθες στον προσωπικό κόσμο του παππού και της γιαγιάς, Αργύρη. Παρακαλώ…” του έκανε ένα νεύμα με το χέρι της και ένα γλυκύτατο χαμόγελο στο πρόσωπό της.

Πόσο δίκιο έχεις τελικά…” είπε εκείνος.

Αλήθεια δεν είναι; Πώς μπορείς να είσαι γέννημα και μέρος αυτού του σπιτιού και να αποζητάς με τόση εμμονή την πώλησή του; Μού λες πως εξηγείται αυτό;” τον ρώτησε.

Είναι πολλά εκείνα, που αλλοιώνουν τη σκέψη ενός ανθρώπου, Βαλεντίνη…”

Κινήθηκαν στο εσωτερικό του δωματίου. Στο ξύλινο πάτωμα, ακριβά χαλιά με το πάχος τους συντελούσαν στον κόσμο της σιωπής στο αρχοντικό.

Με ρώτησες πριν γιατί έχω δεθεί μ’ αυτό το γραφείο. Όταν ερχόμουν τα καλοκαίρια, εδώ μέσα περνούσα πολύ χρόνο. Το είχα αναγνωστήριο από τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Εδώ μελετούσα, εδώ δενόμουνα με τον κόσμο των δικών μου. Λάβε υπόψη σου ότι το ίδιο έκανε και η μητέρα μου εδώ μέσα. Αν την ρωτήσεις τα ίδια θα σού πει, όπως και ο θείος μου...αλλά τώρα…”

Η Βαλεντίνη κίνησε το αμαξίδιο προς το γραφείο.

Μπορείς, σε παρακαλώ να τραβήξεις την πολυθρόνα να κάτσω στο γραφείο;”

Ο Αργύρης έμεινε δίπλα της.




Έβαλε τα χέρια της πάνω στο γραφείο, άγγιξε με προσοχή κάποια αντικείμενα. Κάποια στιγμή τράβηξε το μεγάλο συρτάρι. Δεκάδες αντικείμενα καλά τακτοποιημένα στο εσωτερικό του. Η Βαλεντινη έψαχνε για κάποιο έγγραφο της γιαγιάς. Στη συνέχεια πέρασε στα διπλανά συρτάρια του γραφείου. Στο πρώτο, μετά στο δεύτερο. Πίσω εκεί βρήκε ένα σύνολο από γράμματα, δεμένα με ένα κορδόνι χρωματιστό υφασμάτινο. Η Βαλεντίνη τα πήρε στα χέρια της.

Αργύρη, είναι υπέροχο! Κοίτα τι βρήκα;”

Τι;”

Γράμματα της γιαγιάς μου, στον άντρα της, τον παππού μου…”

Προφανώς όταν ήταν στο καράβι σε ταξίδια…”

Η Βαλεντίνη έλυσε το φιόγκο και αράδιασε μερικά γράμματα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Έριξε μια ματιά σε ένα-δύο από αυτά, ήταν ανοιχτά.

Παππού μου αγαπημένε! Κράτησες όλα αυτά τα χρόνια τα γράμματα της αγαπημένης σου γυναίκας, σαν θησαυρό. Για να έρθουμε τώρα εμείς να τα βρούμε και να σάς συναντήσουμε ξανά”

Πόσο διαφορετικός ήταν εκείνος ο κόσμος, Βαλεντίνη ε; Δες την επικοινωνία των αγαπημένων ανθρώπων. Γράμματα! Υλικό ζωντανό. Χαρτί, μελάνι. Όλα αυτά έχουν ύλη, έχουν υφή, έχουν άρωμα. Τα βλέπεις, τα νιώθεις, τα αγκαλιάζεις!” έλεγε ο Αργύρης

Πόσο δίκιο έχεις…”

Ενώ τώρα… Τώρα κάποια e-mails… Ψηφία στην οθόνη. Χωρίς ψυχή, χωρίς χρώμα. Με ένα κλικ μπορούν να πάψουν να υφίστανται, να χαθούν για πάντα…” συμπλήρωσε εκείνη.


Η Βαλεντίνη διάλεξε ένα γράμμα της γιαγιάς, που ήταν στην πιο καθαρή κατάσταση από γραφικό χαρακτήρα.

Άραγε θα έχουμε πρόβλημα που τα γράμματά της εδώ είναι πάρα πολλά χρόνια πριν;”

Θα μάς πει ο γραφολόγος, δεν ξέρω. Αλλά δεν νομίζω, ο γραφικός χαρακτήρας δεν αλλάζει εκτός αν τα χέρια του γράφοντος έχουν κάποιο θέμα νευρολογικό”

Εκείνη εξακολουθούσε να σκαλίζει, κάποια στιγμή, διέκρινε στο βάθος του συρταριού ένα μικρό πορτάκι. Άρχισε να το περιεργάζεται. Κάπου υπήρχε μια μικρή εσοχή. Έβαλε το δάχτυλό της και ένα μικρό κλικ ακούστηκε για να ανοίξει.

Για δες εδώ!” ακούστηκε η φωνής της, εντυπωσιασμένη.

Τι βρήκες πάλι;” τη ρώτησε ο Αργύρης ερχόμενος πιο κοντά της.

Ένα μυστικό συρτάρι μέσα στο συρτάρι… κάτι έχει μέσα”

Ο Αργύρης προσπάθησε να τη σταματήσει:

Βαλεντίνη, μισό λεπτό! Είμαστε σε ένα αυστηρά προσωπικό χλωρι. Κάθε αντικείμενο εδώ είναι αυστηρά προσωπικό του παππού σου ή της γιαγιάς σου. Μήπως δεν πρέπει να συνεχίσεις;”


Εκείνη δεν άκουσε καν. Στο μικρό κρυφό συρτάρι βρήκε ένα φάκελο. Πρέπει να ήταν πολύ παλιός, είχε ήδη κιτρινίσει. Τον άνοιξε. Μια παλιά μαυρόασπρη φωτογραφία κύλησε στο χέρι της. Χαμογέλασε.

Έλα να σού δείξω τον παππού μου, στα νιάτα του, Αργύρη!” τον κάλεσε με χαρά.



Στη φωτογραφία ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Όμορφος με καθάριο πρόσωπο. Καστανά κοντά μαλλιά. Φορούσε τη στολή του πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού.

Δες! Να σού γνωρίσω τον κύριο Στέφανο Καψή, τον καπετάνιο της οικογένειας. Για μένα λειτουργούσε σαν ο ιδρυτής της, τώρα για τη μητέρα μου, δεν ξέρω”

Πολύ όμορφος και βλέμμα ….γόη ο κύριος Καψής, παρακαλώ!” σχολίασε ο Αργύρης.

Αμέ τι μάς πέρασες, είμαστε ομορφόσογο”, του είπε χαριτολογώντας.

Κάπου τα πίνει βλέπω ο καπετάνιος!” σχολίασε εκείνος καθώς στη φωτογραφία ο άντρας έστεκε στη μπάρα και πίσω του ήταν ράφια με ποτά.

Ε ναυτικός, τι περιμένεις… αμέτρητα ταξίδια, λιμάνια… το αλκοόλ θα έρεε για τα καλά… Κάτσε να δούμε μη βρούμε καμία άλλη”

Η Βαλεντίνη κινήθηκε προς το φάκελο. Στο κράτημα του, μια δεύτερη φωτογραφία έπεσε μπροστά τους.


Η εικόνα μιας πολύ όμορφης νεαρής γυναίκας, με ένα γλυκύτατο χαμόγελο, μακριά μαύρα μαλλιά ως τους ώμους, τους χαμογελούσε. Είχε μια αισθησιακή κορμοστασιά με ένα αποκαλυπτικό και τολμηρό, για την εποχή, φόρεμα. Η νεαρή γυναίκα ακουμπούσε στη μπάρα ενός μπαρ και δίπλα της ένα ποτήρι ποτό.



Η Βαλεντίνη ένιωσε να ξαφνιάζεται απόλυτα.

Τι είναι αυτή η φωτογραφία;” είπε δυνατά με έντονη απορία αλλά και αγωνία μαζί. Ο Αργύρης έμεινε στο βλέμμα της νεαρής γυναίκας.

Πολύ γλυκιά γυναίκα και αυτό το χαμόγελο, υπέροχο, άδολο, συγγενής;”

Η Βαλεντίνη σιωπούσε λες και έβλεπε κάτι παράταιρο.

Τι έπαθες; Ποια είναι;”

Αργύρη, πρώτη φορά βλέπω αυτή τη γυναίκα, δεν τη γνωρίζω!”

Αναποδογύρισε τη φωτογραφία από την πίσω πλευρά και το βλέμμα της έπεσε σε μια χειρόγραφη αφιέρωση. Παρά τα χρόνια, μπορούσε κάποιος άνετα να τη διαβάσει:




Στον Άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου. “Cheval noir” Πειραιάς 1965”


Αργύρη, τι γίνεται εδώ;” πέρασε τη φωτογραφία στα χέρια του. Εκείνος την κοίταξε προσεκτικά. Επιβεβαίωση τη χειρόγραφη αφιέρωση, παρά τη φθορά της φωτογραφίας, που έφερε ξεθωριασμένη και τη σφραγίδα του φωτογραφείου, που βγήκε. Στην αρχή έδειξε έκπληξη, όμως μετά το πρόσωπό του γλύκανε ίσως και χαμογέλασε:

Ο καπετάνιος μάλλον έκαιγε καρδιές εκείνη την εποχή…”

Αργύρη διάβασες καλά; Στον άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου;”

Ναι! Προφανώς κάποια γυναίκα που τον διεκδίκησε βρε Βαλεντίνη αν δεχτούμε το προφανές, που είναι το ερωτικό”

Το 1965 ο παππούς μου ήταν ήδη παντρεμένος πολλά χρόνια, από το 1958 με τη γιαγιά μου…” είπε η Βαλεντίνη εξακολουθώντας να είναι έντονα αναστατωμένη και αιφνιδιασμένη.

Σχετίζεις την ημερομηνία με τον πραγματικό χρόνο μιας πιθανής σχέσης αυτής της γυναίκας με τον παππού σου. Είπες ότι ο παππούς σου παντρεύτηκε το 1958, δηλαδή επτά χρόνια πριν από αυτήν την αφιέρωση. Γιατί να μην ήταν η προηγούμενη σχέση του;”

Το φόντο πίσω της το είδες; Είναι το ίδιο με αυτό εδώ στον παππού, Αργύρη. Πιστεύω ότι και οι δύο αυτές φωτογραφίες τραβήχτηκαν την ίδια μέρα”

Ο Αργύρης πήρε στα χέρια του και τη φωτογραφία του καπετάνιου. Έφερε και αυτή την ίδια σφραγίδα με την προηγούμενη. Οι δυο φωτογραφίες είχαν εκτυπωθεί από το ίδιο φωτογραφείο.

Και ο ίδιος χώρος μάς δίνει απάντηση, βρε Βαλεντίνη. Μπαρ είναι. Προφανώς αυτό εδώ είναι το όνομά του. Λιμάνι είναι, προφανώς εκεί θα ήταν και ο τόπος συνάντησής τους”


Η Βαλεντίνη άρχισε να ψάχνει με προσοχή τον κιτρινισμένο φάκελο. Στο εσωτερικό του βρήκε ένα ακόμα διπλωμένο χαρτί και ένα σκισμένο κομμάτι από κάτι άλλο. Οι σφυγμοί της καρδιάς της είχαν ήδη ανέβει πολύ. Το χέρι της είχε ήδη αρχίσει να τρέμει:

Βαλεντίνη! Σε παρακαλώ, να σταματήσεις; Παραβιάζουμε πράγματα πολύ προσωπικά, καταλαβαίνεις;” της είπε προτρεπτικά ο Αργυρης αλλά εκείνη ζούσε ήδη σε άλλους κόσμος. Το σκισμένο κομμάτι ήταν απομεινάρι μιας παλιάς απόδειξης τραπεζικής κατάθεσης στην Αγροτική τράπεζα. Η Βαλεντίνη ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται σαν σφυρί. Κατάφερε να δει το ποσό της απόδειξης. Τριάντα χιλιάδες δραχμές! Με τρομερή αγωνία έψαξε να βρει κάποιο όνομα. Το βρήκε σβησμένο στο ήδη φθαρμένο αντίγραφο. Μαριλίζα Ξένου. Δίπλα ένα απομεινάρι σελίδας ημερολογίου. Κάποιο χέρι είχε σκίσει άτσαλα το φύλλο, στο οποίο μάλιστα είχε χυθεί και μελάνι.

Κοίτα εδώ, κάτι γράφει…” ακούστηκε η φωνή της.

"Ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις… Αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω"


Είναι αλήθεια κάποιες στιγμές που νιώθεις στο χώρο να απλώνεται μια απέραντη σιωπή, πραγματικά εντυπωσιακή. Αυτό συνέβη και αυτή τη στιγμή. Σταμάτησαν να μιλούν, σαν να μην είχαν κάτι να προσθέσουν, σαν να προσπαθούσαν να μαζέψουν τη σκέψη και τα συναισθήματά τους. Τα οποία φυσικά υπερτερούσαν για τη Βαλεντίνη, που ένιωθε σαν ένα μικρό χάσμα χρόνου και γεγονότων να χάσκει κάτω από τα πόδια της. Το αρχοντικό, για μια ακόμα φορά, είχε τυλιχτεί απόλυτα στη σιωπή.


Η Βαλεντίνη μάζεψε προσεκτικά τα ευρήματα, τα έβαλε μέσα στον αρχικό φάκελο, δεν βρήκε τίποτα άλλο στο μυστικό συρτάρι, το οποίο στη συνέχεια έκλεισε σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Τα ευρήματα αυτά είχαν ήδη ταράξει τον εσωτερικό της κόσμο σαν το ξαφνικό εκείνο μπουρίνι, που έρχεται και σαρώνει με τη δύναμή του.


Τι σκέφτεσαι;” την ρώτησε ο Αργύρης.

Δεν ξέρω… ειλικρινά δεν ξέρω… είμαστε μπροστά σε κάτι, που δεν μπορώ να το αξιολογήσω αυτή τη στιγμή. Ο παππούς μου είχε σχέση με μια πολύ νεαρότερή του γυναίκα, η οποία μάλλον λέγεται Μαριλίζα Ξένου. Στην οποία της καταθέτει τριάντα χιλιάδες δραχμές. Νομίζω μεγάλο ποσόν για εκείνη την εποχή και ύστερα έχουμε αυτό το χειρόγραφο σημείωμα, “ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις...αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω…”, πώς φτιάχνεις το παζλ τώρα εσύ Αργύρη;”

Ο Αργύρης είχε τρομάξει από την ένταση που είδε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Έκατσε δίπλα της, έπιασε τρυφερά τα χέρια της:

Βαλεντίνη άκουσέ με προσεκτικά: Ναι, είναι προφανές ότι ο παππούς σου, όλα δείχνουν, ότι είχε έναν ερωτικό δεσμό με αυτήν εδώ την κοπέλα της φωτογραφίας. Τώρα αν λέγεται Μαριλίζα Ξένου, δεν το έχουμε σίγουρο, το εικάζουμε από την απόδειξη. Και της έδωσε κάποια χρήματα, αρκετά ναι. Δεν είναι μήτε ο πρώτος μήτε ο τελευταίος ναυτικός στον κόσμο, που είχε μια ερωμένη στη ζωή του. Δεν λέω ότι ακούγεται ορθολογικό αλλά είναι μια πραγματικότητα της ζωής. Εγώ σε ρωτάω το αυτονόητο: Τι σημασία έχει τώρα αυτό; Ποιο το νόημα; Θα κρίνουμε τη ζωή ενός ανθρώπου, που έχει πεθάνει και δεν έχει κάτι να μάς αντικρούσει;”

Αργύρη, δηλαδή μού λες να το αγνοήσω; Να κάνω ότι δεν το βρήκα;”

Δηλαδή βρε κοπέλα μου, σε ποιον να το πεις; Άντε στη μητέρα σου; Για ποιο λόγο; Το λιγότερο να νιώσει άσχημα πολύ”

Ξέρεις κάτι; Είμαι σίγουρη, έτσι νιώθω ότι αυτή η ιστορία δεν είναι και τόσο αθώα…”

Τι εννοείς δηλαδή;”

Νιώθω να υπάρχει παρασκήνιο, να κρύβει πολλά παραπάνω…Γιατί να της δώσει λεφτά και μάλιστα τόσα πολλά”

Και τι θέλεις να κάνεις λοιπόν;”

Να μάθω ποια ήταν αυτή η γυναίκα!”

Για ποιο λόγο βρε Βαλεντίνη; Εγγονή είσαι του παππού σου, όχι σύζυγός του να σού δώσω ένα κίνητρο!”

Δεν μου λες; Για ποιο λόγο επιμένεις στη σιωπή. Εδώ έχουμε ένα ψέμα, ένα μυστικό, δεν πρέπει να βγει η αλήθεια;”

Δεν θα σε πιέσω άλλο. Πρόσεξε όμως μήπως η όποια αλήθεια, που υποτίθεται θα ψάξεις μην προκαλέσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις! Πολλές φορές ένα μυστικό καλό είναι να μένει για πάντα έτσι”

Αργύρη δεν είναι δική σου οικογένεια να κρίνεις, δική μου είναι!” του πέταξε έντονα.


Όπως ανοίγεις ξαφνικά ένα παράθυρο και εισβάλλει στο δωμάτιο ένα παγωμένο κύμα αέρα έτσι συνέβη αυτή τη στιγμή μεταξύ τους. Ο Αργύρης σηκώθηκε όρθιος.

Μάλιστα…” είπε, εμφανώς πληγωμένος “...Έχεις δίκιο, δεν είναι δική μου οικογένεια, εγώ είμαι ένας ξένος…”

Η Βαλεντίνη σε κλάσματα δευτερολέπτου, κατάλαβε ότι αυτή της η φράση λειτούργησε σαν σφαίρα στην καρδιά του. Το κατάλαβε, το ένιωσε. Γύρισε προς το μέρος του. Ασυναίσθητα έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να σηκωθεί από το αναπηρικό αμαξίδιο αλλά έπεσε πάνω του ανήμπορη.

Αργύρη, συγγνώμη! Συγγνώμη καλέ μου! Συγχώρεσέ με!”

Ήταν πραγματικά χάλια, συνέχισε:

Όλα αυτά ήρθαν μαζεμένα στη ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια, το ατύχημα, η αναπηρία, τώρα η διαθήκη, η αντίδραση του θείου μου, ο Διονυσίου και οι μασημένες κουβέντες του για το τροχαίο, οι φωτογραφίες του παππού και της ερωμένης του. Όλα σπάνε ολόγυρά μου, Αργύρη, δεν το καταλαβαίνεις; Όλα αυτά πάνω στα οποία πατούσα σπάνε. Νιώθω να καταρρέω, μυστικά έρχονται στο φως, ερωτήματα μάς πλημμυρίζουν. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ…”


Ο Αργύρης γύρισε προς το μέρος της. Έκατσε στον καναπέ και την τράβηξε κοντά του. Άπλωσε τα χέρια του στους ώμους της. Την κοίταξε στα μάτια.

Βαλεντίνη, σε αγαπώ, γλυκιά μου! Ναι, σε αγαπώ, εδώ και χρόνια, ανομολόγητα, σιωπηρά. Για αυτό και σε νιώθω. Δεν καταρρέεις, κορίτσι μου, απλά όλα ήρθαν όλα μαζεμένα να αναποδογυρίσουν τα σταθερά σου. Δεν είμαι ξένος, μάτια μου. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ. Αν αυτό σε ενοχλεί να μού το πεις…”

Όχι, όχι….” ψέλλισε εκείνη απλώνοντας το χέρι της στο στόμα του.

Τότε άσε με να είμαι απόλυτα κοντά σου. Δεν είσαι μόνη σου, Βαλεντίνη. Και όλο αυτό θα το περάσουμε μαζί, κατάλαβες; Θα βρούμε κάθε άκρη, πίστεψέ με. Αλλά, με σειρά, όχι άναρχα. Και με προσοχή. Δεν χρειάζεται να πληγώσουμε κανέναν”


Αφέθηκε απόλυτα στην αγκαλιά του. Έπεσε γύρω της κάθε αναστολή και επιφύλαξη. Είχε τόσο μα τόσο ανάγκη από έναν άνθρωπο, συναισθηματικά δεμένο μαζί της, για να στηριχθεί, να νιώσει την αγάπη και την έγνοια του. Και το εύρισκε στον συνεταίρο της και παλιό συμφοιτητή της. Λένε πως ο έρωτας μπορεί να φωλιάζει ασυνείδητα στις καρδιές των ανθρώπων, που είναι κοντά χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν. Όμως τώρα το είχε πλέον συνειδητοποιήσει. Αναζήτησε τα χείλη του όπως είχε σκύψει πάνω της. Η αγκαλιά τους έγινε πιο θερμή, ερωτική, αισθησιακή σε ένα φιλί, που ήταν ένα τρυφερό πρελούντιο ενός έρωτα στη γένεσή του.


Τη νύχτα αυτή η Βαλεντίνη περπάτησε πάλι, μετά από πάρα πολλά χρόνια, στα μονοπάτια της ερωτικής επαφής. Ξεχασμένα αντανακλαστικά έδωσαν πάλι ζωή στο πληγωμένο της σώμα, της θύμισαν τους χυμούς του έρωτα. Ο Αργύρης την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της και εκεί έκαναν έρωτα, όμορφα, ηδονικά, εκφραστικά. Η Βαλεντίνη θυμήθηκε ξανά ότι ήταν γυναίκα, με αισθήσεις. Θυμήθηκε πώς ήταν να δίνει και να παίρνει ηδονή, θυμήθηκε ότι ήταν ακόμα ζωντανή, χάρη στον άντρα που της έδινε αυτήν την όμορφη προσφορά.


Αγκαλιασμένους και γυμνούς, τους βρήκε το πρωί, σε μια καινούργια μέρα. Μια μέρα και ένα αύριο, που ξημέρωνε απαιτητικό, γεμάτο προκλήσεις και ζητήματα, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν. Μόνο, που αυτή τη φορά ήταν μαζί, ένα σώμα, μια ψυχή.

Καινούργια μέρα-καινούργιες προκλήσεις

Λοιπόν, έχουμε πράγματα να κάνουμε” ξεκίνησε ο Αργύρης, έχοντας σερβίρει τον πρωινό καφέ και το πρωινό τους.

Ναι, να βάλουμε μια σειρά” σχολίασε η Βαλεντίνη.

Να ενημερώσεις τον Ερμόλαο να πάρει το έγγραφο της γιαγιάς για τη γραφολογική. Αυτό είναι το άμεσο”

Θα το κάνω ναι…”

Σκοπεύεις να μιλήσεις τελικά σε κάποιον για τις φωτογραφίες;”

Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα… ο Ιάκωβος έτσι κι αλλιώς ήρθε στο σπίτι το 1978, άρα δεν θα γνωρίζει κάτι”

Ο Αργύρης Ραιδεστός παίρνει τα ηνία

Ο Αργύρης Ραιδεστός, στα 39 του χρόνια ήταν ένας άντρας, με δυνατή προσωπικότητα και εντυπωσιακή υποδομή στην επαγγελματική του καριέρα. Τα βιώματα της ζωής του περιελάμβαναν και αρνητικές και θετικές εμπειρίες. Όμως τα επαγγελματικά του βήματα ήταν θετικά και γεμάτα εξέλιξη. Ακόμα και τον αποτυχημένο πρώτο του γάμο, τον χειρίστηκε θετικά με την τέως σύζυγό του. Η μακρόχρονη σχέση του με τη Βαλεντίνη τον είχε οδηγήσει στο να την νιώσει, να την καταλάβει, να την προσεγγίσει σαν άνθρωπο. Τα συναισθήματά του για αυτήν ήταν πολύ βαθύτερα από όσο αρχικά υπέθετε απλά υπήρχαν σε λανθάνουσα κατάσταση. Τώρα πλέον την είχε αγκαλιάσει και σαν γυναίκα. Τα τελευταία γεγονότα στην υπόθεση, που διαχειρίζονται ήταν πλέον καταιγιστικά και την είδε να λυγίζει. Δεν ήταν εύκολο καν να αντιμετωπίσει το κινητικό της πρόβλημα μετά το τραγικό ατύχημα. Οχυρώθηκε πίσω από τις αναμνήσεις. Η υπόθεση του αρχοντικού οικογενειακού σπιτιού έφερε ξανά στην επιφάνεια την απίστευτη σχέση που είχε με τη γιαγιά της και την επιρροή που άσκησε πάνω της. Όλα όσα έρχονται στο φως αποτέλεσαν ένα σοκ για την ίδια.

Ο Αργύρης, μέτρησε τις παραμέτρους και αποφάσισε να βγει μπροστά σε αυτήν την ιστορία. Να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει μόνη της να βουλιάξει στο διαφαινόμενο χάος. Το θέμα της διαχείρισης της υπόθεσης των φωτογραφιών του παππού της αποφάσισε να το χειριστεί μόνος του αφού δεν την έπεισε να το αφήσει στη λήθη. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε του γνωριμία και επαφή σε όλα τα επίπεδα καθώς ο επαγγελματικός του κύκλος ήταν μεγάλος.

Ζήτησε από τη Βαλεντίνη ξανά τις δύο φωτογραφίες με τα αντίστοιχα σημειώματα γιατί πίστευε ότι από εκεί θα ξεκινούσε το ξετύλιγμα του κουβαριού.

Βλέπεις εδώ στο πίσω μέρος της φωτογραφίας;” της είπε, “Έχουμε δύο στοιχεία: Το όνομα του φωτογράφου και το όνομα του μπαρ όπως αναφέρει η γυναίκα στην αφιέρωσή της. Από εκεί ξεκινάμε, Βαλεντίνη.

Φωτο Γ. Νικολάου, Γούναρη 20, Πειραιάς. Τα χρόνια είναι πολλά. Το πρώτο, που πρέπει να δούμε είναι αν υπάρχει αυτό το μαγαζί ακόμα. Δύσκολο, αλλά πιθανό αν έχει κληρονομική συνέχεια”

Θα μάς χρειαστεί που;” ρώτησε εκείνη.

Θέλω να φτάσω στο μαγαζί, Βαλεντίνη. Σε αυτό το Cheval noir. Στόχος είναι να βρούμε απομεινάρια αυτής της γυναίκας, της Μαριλίζας”


Τον έβλεπε να οργανώνει τις κινήσεις του και δεν έκρυψε το θαυμασμό της για τη μεθοδικότητά του. Ο Αργύρης άρχισε να της προσφέρει μια πρώτη αίσθηση ασφάλειας και στήριξης. Η πρώτη έρευνα ήταν αρνητική. Τα τηλεφωνήματά του σε γνωστούς και συνεργάτες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι σε αυτήν τη διεύθυνση σήμερα δεν υπήρχε τέτοιο κατάστημα. Το περίμενε, δεν ήταν αισιόδοξος. Έριξε όλο του το βάρος στην δεύτερη εκδοχή. Στο μπαρ.

Γεράσιμε! Θέλω να ψάξεις παντού, στο Επιμελητήριο, στην ΑΑΔΕ, στην περιοχή εκεί στο λιμάνι, αμόλησε όποιους ξέρεις και δες τι μπορείς να κάνεις με ένα Cheval noir, κάπου στα 1965”

Ο φίλος του μουρμούρισε διάφορα αλλά χατήρι δεν μπορούσε να του χαλάσει, η έρευνα είχε ξεκινήσει, η αγωνία μεγάλωνε”

Ο Ανδρέας Καψής οργανώνεται

Η πρώτη νίκη τους ήταν σημαντική. Μετά από κάποιες μέρες, βγήκαν τα επίσημα αποτελέσματα της γραφολογικής εξέτασης της διαθήκης της γιαγιάς. Το πόρισμα ήταν ξεκάθαρο: Η ιδιόχειρη διαθήκη ήταν αυθεντική ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Η Βαλεντίνη πήρε την πρώτη ανάσα μαζί με τους δικούς της, που φυσικά ενημέρωσε όπως επίσης και με τον Αργύρη και τον Ιάκωβο.

Να δω τώρα τι θα πει ο θείος σου;” βροντοφώναξε, σχεδόν πανηγυρίζοντας ο καλοκάγαθος γέροντας.


Η είδηση δεν ακούστηκε καλά στον Ανδρέα Καψή. Η ίδια του η μητέρα γινόταν παράγοντας αποσταθεροποίησης για τον ίδιο. Οι αντιδράσεις του ήταν στην αρχή παρορμητικές.

Δεν είναι δυνατόν η μάνα μου, να έκανε τέτοιο πράγμα από μόνη της, Δημήτρη! Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορούσε να κρύψει στα παιδιά της τέτοιο πράγμα. Και καλά εμένα πες είχε μια επιφύλαξη. Αλλά στην κόρη της; Και να κάνει αποφασιστικό παράγοντα μιας μυστικής διαθήκης την ...εγγονή της; Είναι δυνατόν;”

Να που είναι, Ανδρέα” αντέταξε ο Ερμόλαος.

Κάτι έχει κάνει αυτό το βρωμοθήλυκο! Στο λέω να το ξέρεις, όλον αυτόν τον καιρό δούλευε υπόγεια. Ήταν δίπλα στη μάνα μου, την χειραγωγούσε, την έκανε ότι ήθελε…”

Ανδρέα, οφείλω να σε ρωτήσω ευθέως, πρέπει να ξέρω, γιατί οφείλουμε να δούμε πώς θα κινηθούμε”

Σ’ ακούω…”

Σκοπεύεις να αμφισβητήσεις την ικανότητα της μητέρας σου και την αντίληψή της ως προς τη λήψη αποφάσεων;”

Ο Καψής έριξε μια σκληρή ματιά στον Ερμόλαο.

Τι μού λες τώρα; Να βγάλω τη μάνα μου τρελή;”

Ανδρέα…”

Όχι Δημήτρη! Δεν θα με βάλει εμένα, ένα ανάπηρο πλάσμα, ένα νιάνιαρο να προσβάλω τη μνήμη της μάνας μου! Αυτή τη χάρη δεν θα της την κάνω, να σκάσει!”

Τότε πώς θα κινηθούμε;”

Έτσι κι αλλιώς τη ζημιά σε πρώτη φάση την έκανε, πανάθεμά την. Η πώληση αναβάλλεται. Έχω κι αυτό το σχοινί στο λαιμό μου!… Θα την πολεμήσω μέχρι εκεί που δεν το περιμένει. Θα μιλήσω ευθέως για χειραγώγηση της μάνας μου, θα μιλήσω για διαδικασία ανήθικη και εκβιαστική”

Αυτό ακριβώς θα σού έλεγα και εγώ! Λοιπόν άκου: Στόχος είναι η ευθεία προσβολή του κύρους της διαθήκης. Θα κάνουμε σε πρώτη φάση ασφαλιστικά μέτρα κατά της διαθήκης και δεύτερο και κυριότερο, αυτό είναι το σημαντικό, θα υποστηρίξουμε άνομη και ανήθικη άσκηση πίεσης και άνομης επιρροής από την ανιψιά σου. Undue influence, λέγεται διεθνώς”

Ναι, σαν ιδέα συμφωνώ απόλυτα. Τα νομικά είναι δική σου δουλειά, κάνε ότι πρέπει, δες πώς μπορούμε να το στήσουμε αυτό πρακτικά, θα την κάνω να μη βρίσκει ήσυχη μέρα πουθενά”


Κάποια στιγμή χώρισαν. Ο Καψής έμεινε μόνος. Είχε αγριέψει εντελώς, το ένιωθε. Δεύτερη φορά εύρισκε την ανιψιά του να του χαλάει τα σχέδια στη ζωή του.

Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί, μικρή….” μουρμούρισε καθώς καλούσε στο γραφείο του, τον Παντελή, τον άνθρωπο για αυτές τις δουλειές του.

Η δουλειά σου συνεχίζεται. Τώρα προστέθηκε στο κόλπο και αυτός που συνοδεύει η ανιψιά μου. Αργύρης Ραιδεστός λέγεται έμαθα. Δεν θέλω να χάσεις τίποτα από τις κινήσεις τους”

Ο άλλος συμφώνησε και ο μηχανισμός στήθηκε.


Ο Ιάκωβος είδε τον Αργύρη να έρχεται κοντά τους χαμογελαστό. Απολάμβανε ήσυχα το καφεδάκι του με τη Βαλεντίνη δίπλα του.

Βλέπω το παλικάρι μας χαμογελαστό, κάτι καλό θα μάς φέρνει, να το δεις!” της είπε με ύφος προσμονής.

Τον καλωσόρισαν με χαρά. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε να ετοιμάσει έναν καφέ και για εκείνον. Οπότε ο Αργύρης μίλησε στη Βαλεντίνη, που είχε ήδη κρεμαστεί στα χείλη του:


Οι κολλητοί μου έκαναν άριστη δουλειά. Κίνησαν γη και ουρανό, να το ξέρεις!

Λέγε και θα πάρεις τα ...εύσημα αργότερα!” του είπε εκείνη αδημονώντας.

Τα θέλω σε φιλιά…” της είπε χαριτολογώντας. Η γκριμάτσα της, τον ανάγκασε να ξεκινήσει:

Το Cheval noir βρισκόταν στην οδό Φίλωνος. Στην κακόφημη συνοικία με τα μπαρ του λιμανιού. Το είχε τότε το 1965, ένας Αλέξανδρος Σομόπουλος, ετών 35…”

Δεν ζει σήμερα...αλλά, περίμενε! Το μαγαζί πουλήθηκε το 1970 σε έναν Ιορδάνη Αλεβίζο, 25άρη περίπου, αυτός κάποια στιγμή το έκλεισε και πήγε στην Καστέλα με το όνομα CAVOS CAFE. Υπάρχει ακόμα, ως σήμερα…”

Μπορούμε να τον βρούμε αυτόν, δεν θα ξέρει κάτι;”

Δύσκολα να δουλεύει το καφέ ο ίδιος. Μεταξύ μας, Βαλεντίνη, ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα αλλά θα την κάνουμε την προσπάθεια, αλλιώς θα προσπαθήσουμε σε άλλο μονοπάτι…”

Καλέ μου Αργύρη, τι θα έκανα χωρίς εσένα. Τι σκέφτεσαι τώρα;” του είπε, με αγωνία.

Θα με χάσεις λίγες μέρες, φεύγω για Πειραιά!”

Συνεχίζεται...