H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

""Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 22-ΤΟ ΤΕΛΟΣ (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"



Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 11ο

Κεφαλαιο 12ο

Κεφάλαιο 13ο

Κεφάλαιο 14ο

Κεφάλαιο 15ο

Κεφάλαιο 16ο

Κεφάλαιο 17ο

Κεφάλαιο 18ο

Κεφάλαιο 19ο

Κεφάλαιο 20ο

Κεφάλαιο 21ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Στο Ξωκλήσι των σβησμένων πορτραίτων, εκείνο το μοιραίο πρωινό, θα παιχτεί η αυλαία της τραγικής ιστορίας του Δημήτρη Ερμόλαου, του νόθου γιου του Στέφανου Καψή, ετεροθαλούς αδελφού της Ελένης. Ο ένοχος όλου αυτού του δολερού παρασκηνίου και των δολοφονιών θα βρεθεί αντιμέτωπος με την Ελένη, πρόσωπο με πρόσωπο. Σε μια αναμέτρηση για τα πάντα. Για τις επιλογές, τη ζωή του, τις αποφάσεις του, τις δολερές του πράξεις. 

Θα την πάρει μαζί του, με το σκάφος του, στο Ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου, εκεί που έμελε να γίνει η τελευταία συνάντηση της μητέρας του, Μαριλίζας και το Στέφανο Καψή, για να του ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της.

Και σε εκείνο το σημείο ακριβώς, ο Δημήτρης Ερμόλαος, θα ακούσει κατά πρόσωπο το σκληρό κατηγορητήριο της αδελφής του για όλη του την πορεία. 

Η αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό και στο μεγάλο φινάλε, η τραγική του έξοδος με την αυτοκτονία του, μπροστά στα έντρομα μάτια της, αποζητώντας μια έσχατη λύτρωση στα αδιέξοδά του.




Κεφάλαιο 22-Το Τέλος

Ο οξύς ήχος του μαγνητικού τομογράφου είχε σταματήσει. Το σώμα της Βαλεντίνης βγαίνει πάνω στο πλαίσιο κύλισης του μεγάλου ιατρικού μηχανήματος. Το πρόσωπό της είναι ήρεμο. Στην καρδιά και στη σκέψη της καραδοκεί μια σοβαρή αγωνία για το αποτέλεσμα. Στο κέντρο υγείας άμεσης βοήθειας, που μεταφέρθηκε αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα στο Ξωκκλήσι, οι γιατροί ήταν εντυπωσιασμένοι και φυσικά την παρέπεμψαν άμεσα για μαγνητική τομογραφία, η οποία θα αξιολογούταν από το νευρολογικό τμήμα του νοσοκομείου στην Αθήνα, όπου και έστελναν ηλεκτρονικά τις απεικονίσεις. Όμως οι πρώτες γνώμες των γιατρών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για τη συνέχεια.

Στο θάλαμο την περίμεναν οι δικοί της άνθρωποι. Οι γονείς της και ο Αργύρης. Η διάθεση ήταν συγκρατημένα αισιόδοξη. Ο επικεφαλής γιατρός βγήκε να τους μιλήσει:

“Λοιπόν η νεαρή κυρία μας είναι εδώ, σάς την παραδίνουμε…”

Έπεσαν πάνω τους με βλέμματα γεμάτα ερωτήματα και την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Και ο Γιώργος και η Ελένη ενώ ο Αργύρης είχε σφιχτά στα χέρια του στο δικό της.

“Λοιπόν, είναι φανερό ότι έχουμε μεταβολή προς το καλύτερο…” μίλησε ο γιατρός, “...αλλά δεν θέλω να είμαι βιαστικός γιατί την πλήρη εικόνα θα μάς τη δώσουν οι συνάδελφοι που θα μελετήσουν τις απεικονίσεις. Θα τις στείλουμε υπηρεσιακά άμεσα με ηλεκτρονικό τρόπο και θα έχετε απαντήσεις άμεσα. Ως τότε θέλω απ’ τη Βαλεντίνη να προσπαθεί  συγκρατημένα και μεθοδικά να επαναλάβει αυτά της τα βήματα…”

Τα χέρια τους ενώθηκαν με αυτά του γιατρού. Και το χαμόγελο της Βαλεντίνης ενώθηκε με το δικό τους. Δεν ειπώθηκαν πολλά λόγια. Ήταν σαν όλοι να συγκρατούσαν τα αισθήματά τους, φοβούμενοι μήπως η ελπίδα διαψευστεί πρόωρα. Ήταν όμως συγκινημένοι.

Ο Αργύρης τη βοήθησε να καθίσει στο αμαξίδιό της για να αποχωρήσουν όλοι μαζί κρατώντας άμεση συνεννόηση για τα αναλυτικά αποτελέσματα. Αποτελέσματα, που ήρθαν μετά από δύο ημέρες σε πλήρη παρουσίαση από την Αθήνα. Οι απεικονίσεις ήταν σαφείς! Το νευρικό σύστημα της Βαλεντίνης είχε εμφανώς βελτιωθεί και έδειχνε σοβαρή κινητοποίηση. Ο οργανισμός της κινητικά έπαιρνε μπρος! Και αυτό δεν θα είχε οπισθοδρόμηση. Όμως θα έπρεπε να την δουν από κοντά, να μελετήσουν προσεκτικά τα αντανακλαστικά της, να κάνουν σχετικά τεστ για να ξεκινήσει ένας νέος αγώνας. Αυτός της φυσικής αποκατάστασης ισορροπίας και ενδυνάμωσης του μυικού συστήματος των κάτω άκρων της. 

Ήταν σαν ένα καινούργιο ξημέρωμα στη ζωή της αλλά και στις ζωές όλων. Οι γονείς της, ο Αργύρης, ο Ιάκωβος αλλά και ο Διοφάντους με τα παιδιά, ως και η Αριάδνη ακόμα, έγιναν κοινωνοί αυτής της νέας αυγής. Ένα φως που στόλισε το πρόσωπό της, σβήνοντας τις τελευταίες σκιές από μια εποχή σιωπής, πόνου και αντοχής. Η μνήμη της νύχτας στο ξωκκλήσι ήταν ακόμη νωπή, σαν ανάσα που είχε φέρει την ανατροπή. Από την αγωνία, στη ζωή.

Οι μέρες, που ακολούθησαν έκλεισαν μέσα τους την αντάρα των τραγικών γεγονότων   στο Ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Τα νέα της αυτοκτονίας του Δημήτρη Ερμόλαου έσκασαν με πρωτοφανή θόρυβο στην τοπική κοινωνία αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Τις τελευταίες μέρες, η καταιγίδα των φημών, που φωτογράφιζαν τον διάσημο δικηγόρο ως το μεγάλο ένοχο στις δολοφονίες που τάραξαν το νησί, είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Η κοινή γνώμη είχε ετοιμαστεί για να αποδεχτεί το σκοτεινό ρόλο του αλλά τα όσα αποκαλύφτηκαν τόσο για την ιδιότητά του και τη συγγένειά του με την οικογένεια όσο και την τραγική του έξοδο, προκάλεσαν ορυμαγδό συζητήσεων και έκρηξη συγκίνησης και συναισθημάτων.

Η οικογένεια Καψή δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό της. Σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Ισίδωρο Διοφάντους, η Ελένη Βαρθαλίτη-Καψή, έδωσε τις πληροφορίες για την αλήθεια. Δεν υπήρχε χώρος μήτε για σεμνοτυφίες, που θα προκαλούσαν επώδυνες αντιδράσεις, μήτε για υπεκφυγές. Ο καλύτερος τρόπος στα δημόσια πράγματα είναι να φέρνεις την αλήθεια απόλυτη στο φως, οποιοδήποτε και αν είναι το κόστος.

Στο νομικό και δικαστικό επίπεδο οι εξελίξεις, όπως αναμενόταν, ήταν ραγδαίες και άμεσες. Το παλιό κατηγορητήριο ενάντια στη Βαλεντίνη και τον Αργύρη, κατέρρευσε και φυσικά η εισαγγελία απέσυρε κάθε κατηγορία. Για την Αριάδνη, δόθηκε αγώνας από τον ποινικολόγο να μην διωχθεί για την ενέργειά της καθώς η μεταμέλειά της και η συμβολή της στην αποκάλυψη της αλήθειας ήταν κορυφαίας σημασίας. Και η ίδια άλλωστε ήταν θύμα εκβιασμού. Ο Αναγνωστίδης ήταν ήδη νεκρός για να υποστεί τις συνέπειες της δικής του συνέργειας με τον Ερμόλαο. Ο δε τελευταίος δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή για να βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες των ειδεχθών πράξεών του. Τέλος η οικογένεια του Ανδρέα Καψή ήταν και εκείνη συγκλονισμένη από την αλήθεια που ήρθε στο φως. Η γέφυρα με τα λοιπά μέλη της οικογένειας ρίχτηκε και όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους.

Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν, μια ακόμα φορά, στο χειρισμό της υπόθεσης από τον Ισίδωρο Διοφάντους, του οποίου η δράση και παρέμβαση ήταν καταλυτική για την τελική έκβαση.

Απέμενε το πεδίο κοινωνία. Η ένταση των γεγονότων ήταν τέτοια, που η τοπική κοινωνία δεν είχε ξαναζήσει. Έτσι κι αλλιώς, εδώ και καιρό, η ασάφεια ως προς την αλήθεια, είχε διχάσει την κοινή γνώμη αν και ήταν πολλοί εκείνοι, που καλούσαν για αναμονή και αποφυγή βιαστικών συμπερασμάτων, στάση που δικαιώθηκε στην πορεία των γεγονότων. Έτσι κι αλλιώς θα έπαιρνε πολύ καιρό να κάτσει όλος αυτός ο κουρνιαχτός της δημοσιότητας της υπόθεσης. Όμως, όπως πάντα, ο χρόνος θα γινόταν σύμμαχος όσων άντεξαν την αλήθεια.

Τις επόμενες μέρες, η ατμόσφαιρα στο αρχοντικό προσπαθούσε δειλά να επιστρέψει στους ρυθμούς της καθημερινότητας. . Μια προς μία οι σοβαρές εκκρεμότητες έκλειναν. Όμως παρέμεναν ανοιχτές ακόμα πολλές αναταράξεις στις καρδιές όλων σαν αποτέλεσμα της θύελλας, που πέρασαν από πάνω τους. 

Εκείνο το απόγευμα διατηρούσε, όπως πάντα, την κάψα του μεσημεριού. Ο ήλιος είχε πάρει το δρόμο του προς το απόγευμα, μα τα χρώματά του κυριαρχούσαν ακόμα στο σπίτι, απλώνοντας σιωπηλά τη ζεστασιά τους στους τοίχους και τα πατώματα. Στην κουζίνα, η Αριάδνη έπλενε τα πιάτα του μεσημεριανού γεύματος. Πλέον η ώριμη γυναίκα είχε, κατά κάποιο τρόπο, γίνει πλέον μέλος της οικογένειας. Εκείνη όμως πάντα κουβαλούσε μέσα της την ενοχή της “προδοσίας” όπως αυτή εκδηλώθηκε στην υπόθεση της αρπαγής του φουλαριού.

Η Βαλεντίνη μπήκε διακριτικά στο δωμάτιο με το αμαξίδιό της. Κατ’ εντολή των γιατρών, είχε μπει σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα χρήσης των μπαστουνιών μέσα στο σπίτι αλλά και με πρόγραμμα φυσικοθεραπειών, που είχε δρομολογηθεί να ξεκινήσει. Έκατσε δίπλα στο μεγάλο τραπέζι και παρατηρούσε την Αριάδνη.

Εκείνη, κάποια στιγμή ξαφνιάστηκε βλέποντάς την έχοντας γυρίσει προς το μέρος της.

“Κυρία, εδώ είσαστε, δεν σας κατάλαβα; Θέλετε να κάνω κάτι;”

Η Βαλεντίνη την κοίταξε ήρεμα ίσια στα μάτια.

“Αριάδνη, δεν θέλω να φοβάσαι να μου μιλάς, δεν θέλω καμία απόσταση μεταξύ μας…”

Η γυναίκα ξαφνικά ένιωσε αναστολή, χαμήλωσε το κεφάλι και γύρισε προς τον πάγκο της κουζίνας. Παρ’ όλα αυτά απάντησε:

“Όχι φόβος, κυρία Βαλεντίνη… ντροπή είναι! Μια ντροπή που δεν λέει να φύγει…” 

“Σε παρακαλώ…”, την έκοψε εκείνη “...δεν θέλω να συνεχιστεί αυτό. Έκανες ένα λάθος κάτω από συνθήκες ακραίου εκβιασμού. Το συζητήσαμε, το αναγνώρισες, ανέλαβες την ευθύνη. Εσύ είσαι εκείνη, που βρήκες το κουράγιο να το διορθώσεις. Κάποιος άλλος στη θέση σου, μπορεί να μη μιλούσε ποτέ! Να μη ρίσκαρε!”

“Φαντάζεστε όμως να έμεναν τα πράγματα όμως έτσι;” 

“Εσύ Αριάδνη, φαντάζεσαι να μην είχες καταθέσει επώνυμα ότι εσύ πήρες το φουλάρι;… Λοιπόν;”

“Κυρία, μου δώσατε πίσω την αξιοπρέπειά μου, με τη στάση σας. Μου δώσατε πίσω τη ζωή μου και αυτή του παιδιού μου. Δεν θα το ξεχάσω αυτό, ούτε εγώ ούτε και εκείνος…”

Έμειναν για λίγο σιωπηρές.

“Τώρα είσαι κομμάτι αυτού του σπιτιού, Αριάδνη, αυτό ήθελα να σού μεταφέρω…. Και ...κόψε αυτόν τον πληθυντικό, μού κλέβεις ...χρόνια” της είπε με χαμόγελο στο τέλος.

“Εντάξει Βαλεντίνη μου… Ναι, πλέον αυτό εδώ είναι το σπίτι μου, έτσι πια το νιώθω να είστε όλοι σίγουροι…”

“Μήπως μάς ετοιμάζεις καμιά έκπληξη για το βράδυ; Πεθύμησα τη μυρωδιά από μια πίτα σου…” 

Η Βαλεντίνη, πήρε το ποτήρι με τον καφέ της και τράβηξε κατά τη βεράντα. Ήταν μια ώρα που οι υπόλοιποι είχαν τις δικές τους ...”αποχωρήσεις” για τους χώρους τους, είτε για μια μικρή σιέστα είτε για κάτι προσωπικό. Η ζέστη δεν έλεγε να μετριαστεί αλλά η πίσω μεγάλη βεράντα του σπιτιού είχε τη δική της δροσιά. Οι λεμονιές είχαν μεγαλώσει και μαζί με τα δύο πεύκα και τα άλλα φυτά κρατούσαν εκεί ένα μικρό “παράδεισο” δροσιάς. 

«Ε… και έλεγα, θα ’χω παρέα σήμερα ή θα πιω καφέ μοναχός μου; Κόπιασε, κυρά μου!» Η ζεστή φωνή του Ιάκωβου την υποδέχτηκε ζεστά. Έκανε χώρο εκεί κοντά για να πλησιάσει με το αμαξίδιο σε ένα μεγάλο πέτρινο τραπέζι

“Ιάκωβε, δεν ξεκουράζεσαι;” τον ρώτησε γλυκά καθώς βολεύτηκε. Εκείνος έκατσε σχεδόν απέναντί της.

“Ήρθα εδώ για τον ίδιο λόγο, τον απογευματινό μου καφέ…”

Για λίγο έπεσε ανάμεσά τους μια παράξενη σιωπή. Τα βλέμματά τους δεν έλεγαν ή δεν ήθελαν να χωρίσουν. Σαν να προσπαθούσαν, με τη σιωπή και την έκφραση να πουν όλα όσα ήθελαν.

“Ιάκωβε… καλέ μου, τέλειωσαν όλα, όπως είδες…”

“Κόρη μου...αν μού επιτρέπεις να σε λέω έτσι… ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα, για κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι όλα ήταν χαμένα. Ειδικά όταν εκείνος ο εισαγγελέας σάς στρίμωξε με τον Αργύρη…”

“Και εγώ φοβήθηκα, Ιάκωβε! Κι όλοι μας! Και φοβήθηκα και τρόμαξα! Ήταν κάτι πολύ μεγάλο, πολύ σκληρό αυτό που έγινε, σαν να άλλαξε ολάκερη η ζωή μας…”

“Σάμπως αυτό δεν έγινε δα, παιδί μου;”

“Ιάκωβε, θέλω… νιώθω την ανάγκη να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες…”

“Κυρά μου…”

“Άσε με να το πω… πήρες πάνω σου ένα σταυρό μεγάλο. Πήγες να καταστραφείς για να μάς γλιτώσεις…”

«…Εγώ, παιδί μου… τα ψωμιά μου τα ’φαγα. Δεν γινόταν να σας δω στη φυλακή! Ήταν άδικο ήταν ...έγκλημα. Το έκανα με τη συνείδησή μου… δεν ξέρω… δεν είμαι δα και τίποτα σπουδαίο… ένας απλός χωριάτης… αλλά εκεί με οδήγησε το φτωχό μου μυαλό…”

Η Βαλεντίνη είδε αυτόν το γέροντα συγκινημένο, μία ακόμα φορά. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον τρόπο που η καρδιά του έβραζε μέσα του όταν εκείνη ήταν σε καθεστώς πίεσης από το μακαρίτη το θείο της. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του, τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε γλυκά.

“Γέρο μου αγαπημένε, σε ευχαριστώ… είμαστε τώρα εδώ μαζί… όλοι μαζί...και κοιτάμε το αύριο αλλιώτικα… πιο φωτισμένα… και έχουμε δα και ένα καλοκαίρι πίσω μας…”

“Να σε δω να περπατάς, κόρη μου! Αυτό είναι για μένα το καινούργιο μου τάμα, να το δω κι αυτό κι ύστερα θα μπορώ να  φύγω ήσυχος…”

“Πάψε Ιάκωβε! Θα το δεις! Θα το δεις και θα το χαρείς αγαπημένε μου…”

...

Το φεγγάρι έλουζε με το φως του απλόχερα την παραλία χαρίζοντας άπλετα ένα λευκοκίτρινο φως. Το μέρος ήταν απόμακρο από βουερές και θορυβώδεις περιοχές και είχε μια υπέροχη ηρεμία και γαλήνη. Τα πλάσματα της νύχτας ήταν εκείνα που κέρδιζαν τις εντυπώσεις με τις δικές τους άριες. 

“Πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε δυο μας έναν περίπατο, Ελένη;”

Ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Περπατούσαν σαν νεαρό ερωτευμένο ζευγαράκι στην άμμο. Συντροφιά τους το μικρό κύμα, που έσκαγε λίγο πριν τα πόδια τους. Η Ελένη δεν μίλησε, εκείνος συνέχισε:

“Τριάντα εννέα χρόνια παντρεμένοι, μια ολάκερη ζωή μαζί και τώρα μας έμελε να ζήσουμε τα ανήκουστα…”, έριξε μια ματιά ψηλά στο φεγγάρι, “...λένε ότι οι μεγάλες δυσκολίες στη ζωή, αυτοί οι φουρτουνιασμένοι κάβοι, φέρνουν τους συντρόφους πιο κοντά… ίσως τα ύστερα τούτα χρόνια να αφήσαμε αποστάσεις να μπουν ανάμεσά μας… η ρουτίνα της ζωής, μια κανονικότητα που μεταβάλλεται σε αποδοχή… όμως η ζωή έχει πάντα τον τρόπο της να μας φέρνει αντιμέτωπους με τις μεγάλες της προκλήσεις για να τις περάσουμε…”

Η Ελένη γύρισε προς το μέρος του με ένα γλυκό βλέμμα, που έβγαζε μια αίσθηση ανακούφισης από κάτι που πέρασε γεμάτο οδύνες.

“Σε ευχαριστώ πολύ, που με εμπιστεύτηκες…”, του είπε και εκείνος ένιωσε μια θέρμη να χαϊδεύει την καρδιά του, “Σε ευχαριστώ που με άφησες να δώσω εγώ την τελευταία αυτή ….μάχη”

“Ελένη, αν ήξερες το φάσμα του τρόμου που φώλιασε μέσα μου σαν πήρες εκείνο το τηλεφώνημα! Πάγωσα! Μού πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μια πιθανή τέτοια αναμέτρηση με τον αδελφό σου αλλά όχι κάτω από τέτοιες συνθήκες…”

“Δεν το περίμενα μήτε εγώ αυτό το τηλεφώνημα, Γιώργο… ήταν πάνω από κάθε μου πρόβλεψη. Και εγώ διαφορετικά είχα φανταστεί μια τέτοια συνάντηση και βέβαια όχι κάτω από τέτοιες συνθήκες…”

“Όταν σε είδα να φεύγεις, εκείνο το πρωί, για κάποια δευτερόλεπτα μού πέρασε η σκέψη, ότι μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα… τρελάθηκα… μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς”

“Και εγώ έτσι ένιωσα. Αλλά αυτό το τετ α τετ το ήθελα. Ήθελα να ξαλαφρώσω. Να του τα πω όλα, κατάμουτρα. Όσα κράταγα μέσα μου τόσα χρόνια.” 

“Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί όταν η Βαλεντίνη ξέσπασε… δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια… αν...αν συνέβαινε κάτι δεν είχα τόπο να σταθώ…”

Πάλι μια μικρή σιωπή ανάμεσά τους. Η σκέψη της Ελένης πήγε σε εκείνο το πρωί. Ο διάλογος, η ένταση, η σύγκρουση… ο πυροβολισμός. Έκανε μια ασυναίσθητη κίνηση να κλείσει τα μάτια της. Ο Γιώργος κατάλαβε

“Το θυμάσαι ακόμα ε;”

“Είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Νομίζω ότι θα με στοιχειώνει σε όλη μου τη ζωή… όση απέχθεια ένιωθα γι αυτόν τον άνθρωπο, όσο θυμό και οργή, αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα…”

“Ελένη… Ο Ερμόλαος ήταν συγκροτημένος τύπος, εκεί που είχε φτάσει ήξερε ότι αυτός ο δρόμος δεν είχε επιστροφή. Δεν ήταν απ’ αυτούς που μπορούσε να δει τον εαυτό του σε ένα εδώλιο κατηγορουμένου και η ήττα του, η κατάρρευση των σχεδίων του ήταν γκρεμός. Συνεπώς μην έχεις ενοχές για τίποτα…”

“Δεν έχω ενοχές, Γιώργο… εκείνη την τελευταία του στιγμή είδα μπροστά μου τον ...αδελφό μου, το αίμα μου, για ένα κλικ λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη, στη λάμψη των ματιών του είδα κάτι σαν παραδοχή, σαν μετάνοια…”

Ο Γιώργος την κράτησε αγκαλιά. Έμειναν έτσι για λίγο, χωρίς λόγια. Μονάχα ο παλμός του στήθους τους, ένας ήχος από την καρδιά του ενός που άγγιζε την άλλη. 

“Αγάπη μου είδες αυτό που ήθελε η καρδιά σου να δει…”

“Μπορεί… αλλά δεν γελιέμαι...”

Η Ελένη έγειρε στον ώμο του.

“Όλα πήγαν καλά, πάψε να τα σκέφτεσαι, πες πως όλα αυτά ήταν μια δοκιμασία, μια εμπειρία ζωής και για μας και για το παιδί μας…”

“Η Βαλεντίνη μας θα περπατήσει, Γιώργο! Γυρίζει στην ενεργή ζωή ξανά! Το πιστεύεις;”

“Η κόρη μας είχε πάντα ενεργή ζωή, Ελένη. Απλά τώρα θα τη ζει σωματικά όπως πρέπει… Ξέρεις πόσο χαίρομαι, που τη βλέπω σε καλά χέρια; Πιστεύω ότι ο Αργύρης μπορεί να γίνει ο άνθρωπός της, να χτίσουν μαζί τα όνειρά τους. Αυτό που πέρασαν, ήταν κάτι σαν καμίνι να τους δοκιμάσει…”

“Συμφωνώ! Και χαίρομαι και εγώ μαζί σου…” 

“Έπρεπε να περάσουμε όλο αυτό για να καταλάβουμε ότι η αγάπη είναι ένα βίωμα, που πρέπει να το δείχνουμε καθημερινά, να το ζούμε, να το γευόμαστε;” της είπε. Δεν του απάντησε. Την κράτησε από τους ώμους αναγκάζοντάς την να σταματήσει. Για κάποια στιγμή βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Την τράβηξε κοντά του, στην αγκαλιά του.

“Τι κάνεις…;” του είπε αμήχανα. Έφερε το πρόσωπό του τόσο κοντά στο δικό της.

“Πόσο καιρό έχουμε να φιληθούμε, Ελένη! Πόσο και γιατί; Γιατί οι άνθρωποι να περιμένουν να βουλιάξουν στον κίνδυνο, στην απόγνωση και στο φόβο για να νιώσουν πιο κοντά; Γιατί ευνουχίζουν τις ίδιες τις αισθήσεις τους;”

Τα χείλη τους ενώθηκαν τρυφερά. Το  γλυκό τους φιλί λες και ξόρκιζε το κακό που πέρασε από πάνω τους. Έμεναν εκεί, λουσμένοι στο φως του φεγγαριού σε μια νύχτα που είχαν πολλά χρόνια να ζήσουν.

Το μεγάλο σαλόνι στο αρχοντικό φωτιζόταν απαλά. Οι μεγάλες πόρτες είχαν ανοίξει για να ενωθεί ο χώρος με τη βεράντα, που οδηγούσε στον κήπο. Στο τραπέζι υπάρχουν ποτήρια, μεζέδες και διάφορα γευστικά καλούδια. Το γέλιο δεν λείπει από τη συντροφιά και κάποιες ματιές είναι πολύ πιο στοχαστικές. Η Βαλεντίνη είχε φροντίσει την ατμόσφαιρα, η Αριάδνη είχε κάνει πράξη πολλές από τις επιθυμίες της. 

Ήταν όλοι εκεί, η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη, ο Γιώργος, ο Ιάκωβος, η Αριάδνη. Και φυσικά το πρόσωπο αυτής της βραδιάς. Ο Ισίδωρος Διοφάντους με τα ...παιδιά του. Το Ζήση και το Σπύρο. Αύριο το πρωί νωρίς, το πλοίο τους περίμενε για την επιστροφή τους στον Πειραιά. Μια ακόμα αποστολή τους είχε τελειώσει με επιτυχία. Ο Ισίδωρος σήκωσε το ποτήρι του με το κρασί:

“Θέλω να σάς ευχαριστήσω, με την καρδιά μου και εγώ και τα παιδιά, για όλα. Για τον τρόπο, που μάς υποδεχτήκατε, για την αμεσότητα της φιλοξενίας σας, για το χώρο σας. Θέλω να πω ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον καθένα από εσάς. Να είστε σίγουροι ότι η σχέση μας μαζί σας, ξεπέρασε τα στενά επαγγελματικά πλαίσια και έγινε ανθρώπινη, ζεστή, γεμάτη αλήθεια και σεβασμό. Να πιω λοιπόν για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ζήσαμε όλοι δύσκολες στιγμές αλλά το δίκιο δεν είναι πάντα μήτε λαμπερό μήτε ανώδυνο. Όταν όμως ξεχωρίζει με καθαρή ψυχή, τότε λυτρώνει. Στην υγειά σας λοιπόν…”

Σηκώνει το ποτήρι του, ακολουθούν όλοι. Είναι μια μικρή ανθρώπινη και ζεστή ιεροτελεστία, που στη θέση του τύπου έχουν μπει τα αληθινά αισθήματα. Πρώτη μίλησε η Βαλεντίνη εμφανώς συγκινημένη:

“Κύριε Ισίδωρε… Ζήση, Σπύρο, σας οφείλουμε πάρα πολλά… σώσατε τις ζωές μας… και σας οφείλουμε όχι μόνο για όσα κάνατε αλλά, το κυριότερο, για τον τρόπο που τα κάνατε…”

“Δεν είμαι σωτήρας, παιδί μου. Ήρθα γιατί ήξερα τον πατέρα σου και μέσα από αυτόν έμμεσα και όλους σας. Πέραν όμως αυτού ήρθα για να τελειώσω κάτι, που είχατε αρχίσει εδώ και καιρό με τον Αργύρη, χωρίς εμένα. Δικά σας είναι τα βασικά αποφασιστικά βήματα. Ήσασταν όλοι πιο δυνατοί από όσο νομίζετε”

“Εμείς όμως δεν θα ξεχάσουμε… ούτε το πώς μας σταθήκατε, ούτε το πώς μας κοιτάξατε όταν κάποιοι από εμάς ήδη ήταν χαμένοι” πρόσθεσε με θάρρος η Αριάδνη.

Επιδοκίμασαν και οι υπόλοιποι, ο καθένας με κάτι ξεχωριστό να πει και να εκφράσει. Όλοι! Ο Διοφάντους πλημμύρισε από συγκίνηση:

“Μη με κάνετε και κοκκινίζω τώρα, νιώθω σαν πρωτοετής φοιτητής. Η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιες στιγμές επιβεβαιώνουν ότι καλώς έκανα τις επιλογές μου στη ζωή. Όταν είσαι χρόνια στις δικαστικές αίθουσες υπάρχει κίνδυνος να έχεις ξεχάσει πώς είναι να σε ευχαριστούν με αλήθεια και ανθρωπιά. Σε ρουφάει αυτό το πράγμα εκεί μέσα παιδιά…” στράφηκε στην Ελένη “…Κάποια ψυχή εδώ, μού είπε ότι γράφεις! Ό,τι κι αν γράφεις, είμαι σίγουρος ότι θα ‘χει μέσα ζωή. Νιώθω τι πέρασες, από αυτή τη δύσκολη πόρτα είχα κάποτε περάσει και εγώ. Κάποιες πληγές, κορίτσι μου, αξίζει να τις αφήνουμε λίγο ανοιχτές για να ανασαίνουν”

Η Ελένη τον κοίταξε με δέος. Ο Ιάκωβος έσκυψε λίγο το κεφάλι, η Αριάδνη έφερε ένα ακόμα δίσκο στη βεράντα. Η φωνή του Ιάκωβου ακούστηκε σπασμένη.

“Θα μας λείψετε, κύριε Διοφάντους… Να έρχεστε! Όλοι σας και τα παιδιά… το νησί δεν ξεχνάει…”

“Το κρατώ και εγώ και τα παιδιά από εδώ, Ιάκωβε. Αλλά με την προϋπόθεση να μην έχει πια σκοτεινά μυστικά αυτό το αρχοντικό...Εντάξει;” απάντησε με μια δόση χιούμορ στο λόγο του.

Τα χαμόγελα απλώθηκαν πιο θαρρετά και σίγουρα. Έτσι μετά από πολύ καιρό. Ο Ζήσης και ο Σπύρος ενώθηκαν με τους νεότερους, τον Αργύρη και τη Βαλεντίνη. Η βραδιά συνεχίστηκε με μια πιο ήσυχη διάθεση, λες και ένα κεφάλαιο έκλεινε ήρεμα και με αξιοπρέπεια.

Η επόμενη μέρα ξεκίνησε νωρίς. Είχαν αποφασίσει να φύγουν με το πλοίο της γραμμής, πιο χαλαρά. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει αλλά η ζέστη της ημέρας δεν είχε κάνει ακόμα έντονη την παρουσία της. Ο Ισίδωρος μαζί με τον Ζήση και το Σπύρο ήταν στην αποβάθρα έτοιμοι πλέον να επιβιβαστούν. Μαζί τους ήταν ο Γιώργος, η Ελένη, η Βαλεντίνη και ο Αργύρης. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε έντονα μια λανθάνουσα συγκίνηση.

Ο Γιώργος κάποια στιγμή πήρε τον Ισίδωρο να μείνουν λίγο μόνοι τους, το είχαν ανάγκη:

“Ισίδωρε, θέλω να σε ευχαριστήσω με την καρδιά μου...η παρουσία σου… αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω τι μπορεί να είχε γίνει…” του είπε ο Γιώργος.

“Πάψε! Τη δουλειά μου έκανα, Γιώργο, αυτό που όφειλα να κάνω…”

“Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ τις λέξεις. Έγινες ένα μαζί μας, έγινες μέρος της οικογένειας. Το έζησες όλο αυτό, δεν ήταν ένας κρύος επαγγελματισμός…”

“Γιώργο, μην ξεχνάς, γνωριζόμαστε χρόνια. Τώρα απλά γνώρισα και τους άλλους” τον έπιασε από τους ώμους “...φρόντισε να κρατήσεις τη φωτιά του σπιτιού σας αλλά να μην καείς. Έχεις μια λεβέντισσα γυναίκα και μια υπέροχη κόρη, αγωνίστρια… και απ’ ότι διαπιστώνω και ένα σύντροφο αντάξιό της…”, έριξε μια ματιά στο λιμάνι της Παροικιάς ολόγυρα, “...και το νησί σας βρε αδελφέ! Να το προσέχετε, να το αγαπάτε, μην το βιάζετε με μεγαλόσχημες επενδύσεις και δήθεν αξιοποιήσεις που το έχουν ήδη πληγώσει…”

Αγκαλιάστηκαν θερμά, ο Γιώργος απάντησε:

“Θα τα θυμάμαι, φίλε μου. Σε ευχαριστούμε και πάλι και μόλις κουραστείς από την Αθήνα ...ξέρεις το δρόμο, σε περιμένουμε στο σπίτι ξανά… υπόσχεση;”

“Αυτό ναι σίγουρα!”

“Ε είμαστε και εμείς εδώ… τον πήρες μονοπώλιο”, φώναξε κάποια στιγμή η Ελένη. Σειρά της να τον αγκαλιάσει με θέρμη.

“Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις τελευταίες μεγάλες στιγμές, Ισίδωρε, τις σφράγισες με την παρουσία σου…” του είπε.

“Έγινες δικός μας, ένας από εμάς… να προσέχεις….” ήταν η σειρά της Βαλεντίνης.

Έγιναν όλοι ένα παράξενο κουβάρι. Το σήμα του πλοίου για την αναχώρηση απλώθηκε σε ολάκερο τον κόλπο. Η ηχώ του αντήχησε παντού. Ήταν πια η ώρα. Ο Ζήσης με το Σπύρο πήραν τις αποσκευές τους.

“Και εσείς να προσέχετε, όλοι σας. Τώρα πια είστε στην εποχή που γράφετε τη δική σας ιστορία. Μην αφήσετε κανέναν να την ξαναγράψει για λογαριασμό σας!” τους είπε τρυφερά. Σήκωσε τη βαλίτσα του, “πάμε παιδιά…”. Πήραν το δρόμο ίσια μπροστά. Έφτασαν στον καταπέλτη. Λίγο πριν χαθούν στο εσωτερικό μια στάση από τους τρεις τους, ένα τελευταίο βλέμμα και τα χέρια που απλώθηκαν σαν τα φτερά του γλάρου. Ο καταπέλτης άρχισε να κλείνει. Οι μηχανές  ανέβασαν στροφές και η θάλασσα στο λιμάνι αντάριασε. Το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται αργά.

Η Βαλεντίνη σκούπισε ένα δάκρυ, “Στο καλό… au revoir Ισίδωρε!”. Ο Αργύρης έβαλε το ένα χέρι του στον ώμο της τρυφερά και το άλλο στο αμαξίδιο. Ο Γιώργος πέρασε το χέρι του από τη μέση της Ελένης τραβώντας την κοντά του. Σιωπή. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε. 

...

Το κοιμητήριο στέκονταν ψηλά στο ύψωμα.  στη μικρή πλαγιά. Η μέρα είχε αρχίσει να πέφτει προσπαθώντας να πάρει και ένα μεγάλο κομμάτι της αφόρητης ζέστης χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Εκείνο το χρυσό καλοκαιρινό φως, που μαλακώνει τα πάντα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στον ουρανό κατά τα Δυτικά. Η γαλήνη έμοιαζε σχεδόν απόκοσμη, με τα κυπαρίσσια να στέκουν σαν σκιές ακίνητες. Οι πατημασιές τους στο δρόμο ηχούσαν λίγο παράξενα.

Η Ελένη με το Γιώργο και η Βαλεντίνη με τον Αργύρη είχαν ήδη ανέβει το δρόμο σιωπηρά. Ο Ιάκωβος είχε μείνει πίσω στο σπίτι, μα τους είχε μιλήσει πιο πριν.

“Μην πάτε να κλάψετε. Μονάχα να τους πείτε ότι η ζωή συνεχίζεται. Και πως τελικά δεν νίκησε το κακό.

Στάθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Καψήδων. Στέκονταν εκεί σεμνός και λιτός.

Στέφανος Καψής: Σύζυγος, πατέρας και παππούς. “Στάθηκες για όλους μας οδηγός” το μικρό αφιέρωμα σκαλισμένο στη μαρμάρινη πλάκα. Οι σκέψεις όλων σιωπηρά πήγαν στις αλήθειες, που ήρθαν στο φως. Σε αυτές, που τόσα χρόνια έστεκαν βαριές στο παρασκήνιο για να εισβάλλουν ξαφνικά βίαια απειλώντας τα πάντα. 

“Πατέρα…” ψέλλισε η Ελένη, καθώς άφηνε με ευλάβεια τα κίτρινα χρυσάνθεμα στην πλάκα, “...πόσα πράγματα και οδύνες έκρυβες χρόνια ολάκερα κάτω από την επιφανειακή σου ηρεμία… τα πάθη των ανθρώπων, ο έρωτας κόντρα στις συμβάσεις των ανθρώπων…”

Δίπλα του, λίγο πιο πέρα η Βαλεντίνη Καψή, η λατρεμένη γιαγιά της νεαρής Βαλεντίνης, της χαϊδεμένης της εγγονή. Έσκυψε με ευλάβεια για να αφήσει τα λουλούδια της και να αγγίξει την εικόνα της. 

“Γιαγιά μου… νάμαστε πάλι εδώ. Χωρίς εσένα δεν θα ήξερα τι θα γινόμασταν… σε ευχαριστώ για όλα όσα μεγάλα έκανες για μας” ακούστηκε η Βαλεντίνη.

Λίγο πιο πέρα ο Ανδρέας Καψής, ο μεγάλος αδελφός. Με την ορμή του, πολλές φορές την αψάδα του, τις αυταπάτες του, τη σκληρότητα που άφησε να τον τυλίξει και να τον παρασύρει σε επιλογές γεμάτες χολή και πίκρα. Η λάμψη του χρήματος, ένα μονοπάτι που το διάβηκε με τη θέλησή του. Πλήρωσε σκληρά και άδικα πολύ σκληρό τίμημα, ήταν τα λόγια τους. Άναψαν το καντηλάκι, άφησαν το πανέμορφο άρωμα από το θυμιατό να τους αγκαλιάσει.

“Εκείνος;” ρώτησε η Βαλεντίνη

“Στο άλλο μπλοκ πιο κάτω…” απάντησε η Ελένη.

Ένας πολύ απλός τάφος, που έμελε να είναι το τελευταίο και πρόωρο σπιτικό του, έφερε απλά την επιγραφή: Δημήτρης Ερμόλαος, 1968-2025. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε κανένα λουλούδι, κανένα ίχνος ανθρώπινης επίσκεψης. Λες και ο άνθρωπος αυτός ερχόταν από το πουθενά. Στάθηκαν. Η Ελένη ένιωσε πάλι τη συγκίνηση που της κληροδότησε εκείνο το τραγικό πρωινό.

“Κρίμα… κρίμα πραγματικά. Είχες τη δυνατότητα να διαλέξεις αλλιώς αλλά επέλεξες το μίσος, την εκδίκηση και το σκοτάδι” Η Ελένη πλησίασε, την ακολούθησε η Βαλεντίνη όσο μπορούσε. Ένα μικρό χρυσάνθεμο κύλησε από τα χέρια της Ελένης  πέφτοντας στην μαρμάρινη πλάκα. Άφησαν λίγα βλέμματα, μήτε σκληρά μήτε συγκαταβατικά. Όμως βαθιά ανθρώπινα. Η ώρα είχε προχωρήσει και το δειλινό μαρτυρούσε ότι έπρεπε να φύγουν. Η συγκίνησε καταλάγιασε, καμιά κορύφωση δεν ήταν αναγκαία. Καμιά ανάγκη για εξηγήσεις. Ήταν ένα κάλεσμα της ψυχής τους να θυμηθούν όλους αυτούς τους ανθρώπους μετά τα όσα έγιναν. Στάθηκαν όλοι στην κεντρική πύλη του κοιμητηρίου. Ο Γιώργος πήρε το χέρι της Ελένης. Ο Αργύρης με το ένα του χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της Βαλεντίνης τη στιγμή που με το άλλο τη βοηθούσε στο αμαξίδιό της. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, που βάφτηκε ροζ και κεχριμπαρένιος.

“Και τώρα;” ρώτησε η Ελένη.

“Τώρα φυσικά πάμε σπίτι”, είπε η Βαλεντίνη “…έχουμε να ζήσουμε.

Μια ακόμα μέρα έσβηνε γλυκά μέσα στο καλοκαιρινό σύθαμπο. Κάτι την κρατούσε λες και δεν ήθελε να φύγει ακόμα. Ένα μικρό αεράκι, απόλυτα διακριτικό, με αλάτι από τον κόλπο της θάλασσας, που απλώνονταν χαμηλότερα ερχόταν να αναμιχθεί με το άρωμα του γιασεμιού, που ανέδυε ο κήπος του αρχοντικού. Τα δέντρα λικνίζονταν ευγενικά σε αυτό το καληνύχτισμα του ήλιου, ενώ οι γλάροι μαζεύονταν σιγά-σιγά στα δικά τους λημέρια να ξαποστάσουν από τον κάματο των ωρών. Ο ουρανός έπαιρνε το γνωστό του ανυπέρβλητα όμορφο χρώμα του καθώς η γη άπλωνε τα χέρια της να υποδεχτεί στην αγκαλιά της τον ήλιο. Είχαν κατέβει το διάδρομο από την αυλή του σπιτιού προς την άκρη εκεί, που η γη κόβονταν σε αρκετό ύψος από τη θάλασσα, που έσκαγε κάτω χαμηλότερα στα βράχια της ακτής. 

Η Βαλεντίνη καθόταν στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι. Το αμαξίδιο είχε μείνει στην αυλή καθώς τα τελευταία μέτρα έξω από τον κήπο τα κατέβηκε ομαλά με τα μεταλλικά της μπαστούνια. Ο Αργύρης έκατσε δίπλα της. Αυτή η στιγμή δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Μια στιγμή ανάπαυλας, μια στιγμή που μπορούσαν, για πρώτη φορά, μετά από τόσο καιρό, να αφήσουν το χρόνο να απλώσει, χωρίς φόβο.

Στα δεξιά τους, στον κόλπο ήδη τα πρώτα φώτα του μικρού οικισμού είχαν αρχίσει να ανάβουν. Στο βάθος πέρα του πελάγους, το πλοίο της γραμμής είχε ήδη πάρει πλεύση προς κάποιο άλλο Κυκλαδίτικο νησί. Τώρα στο λιμάνι στην Παροικιά αλλά και στις άλλες όμορφες παράλιες περιοχές του νησιού, η ζωή θα άρχισε να φουντώνει. Ο ρυθμός της μουσικής, τα ηλιοψημμένα κορμιά να σβήσουν την κάψα της μέρας.

Η Βαλεντίνη ρουφούσε με το βλέμμα όλη τη θέα μπροστά της. Ακούστηκε η φωνή της ήρεμη, γαλήνια:

“Αν μου το ‘λεγες πριν λίγους μήνες, ότι θα το περνούσαμε όλο αυτό, δεν θα το πίστευα. Αν βρισκόταν κάποιος να μου πει τρία χρόνια πρωτύτερα ότι θα ‘ρθει μια μέρα που θα περπατούσα χωρίς το αμαξίδιο, θα γελούσα πικρά…”

Ο Αργύρης ανταποκρίθηκε στο διάλογο:

“Ούτε εγώ. Τότε, θυμάσαι; Όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι εδώ; Όλα ήταν σαν σκιές, που δεν άφηναν να δούμε πιο πέρα. Εσύ όμως… τα κοίταξες κατάματα…”

Η Βαλεντίνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Τον ένιωθε σαν στήριγμά της.

“Ποιος θα μού το έλεγε; Μόνη, ηττημένη στην αρχή, σήμερα με τον επαγγελματικό μου συνεργάτη, να γίνεται ο σύντροφος της ζωής μου…”

“Της ζωής τα παιχνίδια, αγάπη μου και του έρωτα τα τερτίπια… Δεν είσαι μόνη τώρα, μήτε εσύ μήτε εγώ… γιατί και για μένα άλλαξαν όλα, Βαλεντίνη”

“Ναι, δεν είμαι μόνη. Όλο αυτό το πέρασα με κάποιον δίπλα. Με σένα κατά βάση. Με τη μητέρα μου, τον Ιάκωβο, με εκείνους που άντεξαν”

“Δεν ξέρω αν μάς έκανε διαφορετικούς όλο αυτό, αλλά μάς άλλαξε σίγουρα…”

“Ναι… είναι αδύνατο κάτι τέτοιο να περάσει αλώβητο από πάνω σου… Πόσοι άνθρωποι χάθηκαν, Αργύρη, το συνειδητοποιείς; Ο θάνατος, το μίσος, το σκοτάδι, πέρασε από πάνω μας, από δίπλα μας, ρήμαξε ζωές…”

“Τι σκέφτεσαι για μετά; Τι έχεις στο μυαλό σου;” τη ρώτησε.

“Έχουμε τις ζωές μας, έγιναν ένα, έχουμε τη δουλειά μας. Και έχουμε και το Αρχοντικό, Αργύρη. Αυτό το σπίτι κουβαλάει αστείρευτες αναμνήσεις. Τώρα μάλιστα με την αλήθεια για τον παππού μου, που ήρθε στο φως, έγιναν απείρως περισσότερες. Βάλε και το ότι γλίτωσε από την αλλοτρίωση και την καταστροφή. Θέλω να του δώσουμε ζωή, συνέχεια, να το γεμίσουμε με όνειρα”

Ο Αργύρης την κοίταξε ίσια στο πρόσωπο:

“Και τώρα; Σημασία, κορίτσι μου, είναι να σταθούμε και στο τώρα…”

Εκείνη χαμογέλασε ήρεμη “Τώρα… να μάθουμε πάλι να ζούμε! Να ζούμε, Αργύρη, όχι να επιβιώνουμε…” έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε “Και αν έχουμε ερωτήματα στο πώς, να το φτιάξουμε μαζί αγάπη μου! Βήμα-βήμα!”

Εκείνος πήρε μια ανάσα βαθιάς ανακούφισης “Θα είμαι κοντά σου! Θέλω να είμαι κοντά σου! Να γίνω μέρος της ζωής σου, της καθημερινότητάς σου. Να σε σπρώχνω όταν κουράζεσαι, να σε κρατάω όταν λυγίζεις. Ή να κάθομαι δίπλα σου, σιωπηλός, όταν απλώς θέλεις να βλέπεις τον ήλιο να φεύγει…”

Γύρισε το κεφάλι της στοργικά προς το πρόσωπό του. Ακούστηκε γλυκιά “...Αυτό υπαινίσσεται κάποια… ας πούμε ...πρόταση, κύριε Ραιδεστέ;”

Ο Αργύρης μένει για λίγο σιωπηλός. Κατεβάζει τα μάτια του. Χαμογελάει σαν μικρό παιδί, που τον ανακάλυψαν “Δεν το είχα προβάρει. Ούτε τις λέξεις, ούτε το πώς θα σταθώ μπροστά σου…” παίρνει μια ανάσα , “Ναι Βαλεντίνη. Σ’ το λέω όπως μου βγαίνει. Θες να γεράσουμε μαζί;”

“Είδαμε τον ήλιο πάλι μαζί! Και δεν μάς τρόμαξε πια το σκοτάδι. Αυτό να μην το ξεχάσουμε ποτέ!”

Ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Για κάποια δευτερόλεπτα οι ματιές τους αναμετρήθηκαν, τα χείλη τρεμόπαιξαν και μισάνοιξαν. Ένα γλυκό αλλά συνάμα δυνατό και εκφραστικό φιλί σφράγισε κουβέντες και όνειρα.

Στην πίσω αυλή ίσως να είχαν ήδη ανάψει τα φώτα. Οι γονείς της και ο Ιάκωβος, μορφές αγαπημένες, τους περίμεναν, ακόμα και η Αριάδνη...

Και έτσι, στο λυκόφως εκείνης της μέρας, το παλιό σπίτι έστεκε πίσω τους όπως πάντα ακλόνητο, σιωπηλό, γεμάτο μνήμες. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί είχε πια ειπωθεί. Ό,τι έπρεπε να πονέσει, είχε πονέσει. Στο αρχοντικό της σιωπής, δεν απέμεναν πια μυστικά. Μονάχα ησυχία και γαλήνη. Μια ησυχία, που δεν τρόμαζε, μα απάλυνε. Και που αγκάλιαζε τρυφερά όσους έμειναν, για να συνεχίσουν.

ΤΕΛΟΣ



Ένα μεγάλο Ευχαριστώ:

Φίλες μου και φίλοι αγαπημένοι, αναγνώστες και επισκέπτες. Για 22 ολάκερα κεφάλαια, (227 σελίδες), μείνατε μαζί μου, στην ανάγνωση και στη συμμετοχή της συζήτησης για αυτό το μυθιστόρημα. Προϊόν μιας αρχικής έμπνευσης για τον 3ο κύκλο του δρώμενού μας "Μια Ιδέα-Μια έμπνευση", που εξελίχθηκε αυθόρμητα και πηγαία σε ένα ολάκερο μυθιστόρημα. 

Αγάπησα κάθε σας σχόλιο, κάθε σας προσμονή, αγωνία, συμμετοχή και παρατήρηση. Ένιωσα απόλυτο σεβασμό στον πολύτιμο χρόνο σας, που αφιερώσατε και κοπιάσατε για να είστε εδώ.

Ομολογώ ότι αγάπησα και τους χαρακτήρες αυτού του έργου, θετικούς και αρνητικούς, καθένα για τα δικά του χαρακτηριστικά. Θα μού λείψει αυτή η αναμονή αλλά αυτό το έργο, θα λειτουργήσει ως παρακαταθήκη για το επόμενο. 

Μέσα από την καρδιά μου και πάλι σας ευχαριστώ για αυτό το υπέροχο, που έζησα στην αναγνωστική σας αγκαλιά. Συνεχίζουμε στο επόμενο.


Σημειώσεις:

Οι εικόνες αυτόυ εδώ του έργου, δημιουργήθηκαν όλες στην εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης Chatg pt σύμφωνα με τα δικά μου μέτρα και ορισμούς.

Επίσης η γραμματειακή υποστήριξη του έργου (Στοιχεία νομικά-επιστημονικά, αρχειοθέτηση χαρακτήρων και δεδομένων), έγινε με την ίδια εφαρμογή, για της οποία το ρόλο θα κάνουμε κουβέντα σε ένα άλλο ιδιαίτερο θέμα.


Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

"Το καλοκαίρι ήταν στιγμές..." (Ποιητικό δικτυακό δρώμενο: "Ένα ποίημα για το καλοκαίρι")

 "Το καλοκαίρι ήταν στιγμές..."




Η παλιά γειτονιά,

η προχωρημένη εφηβεία,

ο καυτός αέρας του Ιούλη

με τους αδειανούς δρόμους.

Τι πονούσε άραγε περισσότερο;

αυτή η δολερή αίσθηση της μοναχικής καρδιάς;

για οι χυμοί της ζωής παγωμένοι στο ψυγείο;


Κλειδωμένο ήταν να μην τους φτάσεις

και το κλειδί κρατημένο καλά

απ΄ αυτό που έστρωσαν στο διάβα σου.

"Υποχρέωση" το είπαν και "καθήκον" το ονόμασαν.


Και να δεις που το πίστεψες!

Το έκανες κτήμα σου, το μπόλιασες υπόθεσή σου!

Το άφησες να σε αφυδατώσει σύγκορμο

και να σε ευνουχίσει πάνω στα μυρωμένα ρόδα του καλοκαιριού.

Αμ δεν λογάριασες πως το τίμημα της ζωής θέλει βιασμό όλων εκείνων,

που σε κρατούσαν δεμένο.


Τι ήταν το καλοκαίρι για το δικό σου άνθισμα;

Μια άσφαλτος να τη σεργιανάς πέρα-δώθε,

στο ίδιο δρομολόγιο κάθε απόγευμα.

Με την “πίκρα σήμερα” να απλώνει τα ακκόρντα της

στην καρδιά σου, ίδια λειτουργία αναμονής.


Ήταν οι μοναχικές ιδρωμένες στιγμές σε εκείνο το πλίνθινο καμαράκι,

εκεί που το δικό σου καλοκαίρι γινόταν

των δικών σου χαμένων ηδονών ο βωμός.

Οι φαντασιώσεις κόντρα στο “πρέπει”.

Οι “αμαρτίες” κόντρα στις δικές τους “επιταγές”.


Ήταν το καλοκαίρι της εγκαρτέρησης,

όταν οι φίλοι έφευγαν για να γυρίσουν

κουβαλώντας τις δικές τους στιγμές,

για να τις ζήσεις και εσύ κοντά τους.


Ήταν σαν εκείνες τις νύχτες,

που τους ξεπροβόδιζες στου κήπου τα περάσματα,

τότες που φόρτωνες στη ράχη τους και τα δικά σου όνειρα,

για να τα περιμένεις να γυρίσουν πολλαπλά

να τα καρπολογήσεις.


Οι θάλασσες που δεν πήγες,

τα ακρογιάλια που δεν στάθηκες,

οι αγκαλιές που δεν έδωσες,

οι ηδονές που δεν έζησες,

τα ταξίδια που δεν διάβηκες,

τα γλέντια που απέμειναν μισά κι ανολοκλήρωτα.


Όλα τούτα τα “δεν”

Ναι… το καλοκαίρι ήταν στιγμές.



Αγαπημένες φίλες και φίλοι, το παραπάνω ποίημα είναι η δική μου συμμετοχή στο καλοκαιρινό ποιητικό δρώμενο


που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη, η Αριστέα εδώ.


Τι πιο όμορφο από ένα ποιητικό δρώμενο μέσα στις καλοκαιρινές μας στιγμές.
Να θυμηθούμε, να κλάψουμε, να γελάσουμε, να οριοθετήσουμε, να ονειρευτούμε.

Ο δημιουργικός οίστρος της καλής μας φίλης, λειτουργεί, μια ακόμα φορά, ως ο βωμός, που πάνω του θα απλώσουμε την πραμάτεια της ψυχής μας.

Ευχαριστούμε καλή μου φίλη, με την καρδιά μας.
Στο σύνδεσμο μπορείτε να βρείτε και τους συνδέσμους όλων των συμμετοχών.

Συνεχίζουμε δημιουργικά


Παρασκευή 27 Ιουνίου 2025

""Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 21 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"




Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 11ο

Κεφαλαιο 12ο

Κεφάλαιο 13ο

Κεφάλαιο 14ο

Κεφάλαιο 15ο

Κεφάλαιο 16ο

Κεφάλαιο 17ο

Κεφάλαιο 18ο

Κεφάλαιο 19ο

Κεφάλαιο 20ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Το σοκ της επερχόμενης συνάντησης της Ελένης με τον Ερμόλαο, πέφτει βαρύ στην οικογένεια από τη στιγμή, που ο Γιώργος αναγκάστηκε να το αποκαλύψει. Η ανησυχία τους απογειώνεται.

Ειδοποιείται άμεσα η αστυνομία καθώς ήδη υπάρχει σε εκκρεμότητα ένταλμα σύλληψης του Δημήτρη Ερμόλαου.

Η Βαλεντίνη φέρνει στις μνήμες της το ξωκκλήσι, που πήγαινε με τη γιαγιά της και το οποίο είχε ιδιαίτερη σημασία για τον παππού της. Το ξωκκλήσι αυτό ήταν για τον παππού, ένα είδος τοποθεσίας εξομολόγησης. "Κάτι είχε γίνει εκεί" θυμόταν τα λόγια της γιαγιάς της.

Η Βαλεντίνη είναι πλέον σίγουρη. Στο Παλιό Καρνάγιο, στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Ανακοινώνει το σημείο στους έκπληκτους δικούς της, ειδοποιούν την αστυνομία και ξεκινούν ολοταχώς προς τα εκεί. 

Ο φόβος να προλάβουν είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.

Φτάνουν στο χώρο στο εκκλησάκι αλλά ένας πυροβολισμός θα τους καθηλώσει με τον ανατριχιαστικό του ήχο.




Κεφάλαιο 21

Το Ξωκκλήσι των σβησμένων πορτραίτων


Εκείνο το πρωί

Η Ελένη κίνησε αποφασισμένη με τα βήματά της να ξεμακραίνουν από το σπίτι. Ήταν ακόμα πολύ πρωί και επικρατούσε ησυχία. Ευτυχώς κατεβαίνοντας από το δωμάτιό τους, δεν συνάντησε κανέναν άλλον. Προτίμησε να φύγει από την πόρτα της υπηρεσίας για να μην τη δουν και αρχίσουν τις ερωτήσεις. Είχαν, με το Γιώργο, ειδοποιήσει ταξί, το οποίο θα την περίμενε πιο κάτω από το αρχοντικό. Πριν δρασκελίσει τη μεγάλη σιδερένια εξώπορτα κοντοστάθηκε. Ένιωσε την καρδιά της να πεταρίζει λίγο άναρχα. 

“Άραγε θα τη διαβώ ξανά μετά τη συνάντηση;” σκέφτηκε μέσα της. Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα της φύσης, απόλυτα φυσιολογικό. Το ζητούμενο είναι πάντα να μπορείς να τον διαχειριστείς. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Γύρισε το βλέμμα της προς τα πίσω. Στον πάνω όροφο του σπιτιού στα δεξιά, στη βεράντα του δωματίου τους, είδε το Γιώργο να την κοιτά λες και ήθελε να γίνει ένα μαζί της. Η απόσταση δεν εμπόδισε τα βλέμματά τους να συναντηθούν. Τον είδε που σήκωσε το χέρι του λίγο σαν να της δίνει κουράγιο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άνοιξε τη μεγάλη πόρτα και βγήκε. Με βιαστικά βήματα απομακρυνόταν.

Ο ήλιος είχε ήδη πει την πρώτη του καλημέρα στο όμορφο νησί της Πάρου. Η θάλασσα κοιμόταν γαλήνια σαν αποχαυνωμένη από ένα νυχτερινό ερωτικό κρεσέντο με τον ουρανό. Ένα ελαφρύ αεράκι ήρθε στο πρόσωπό της. Κάποια πουλιά έκαναν τους πρώτους ανιχνευτικούς περιπάτους της ημέρας, ξεμουδιάζοντας τα φτερά τους. 

Το ταξί την περίμενε στην άκρη του δρόμου κάτω από τη συστάδα με τα αλμυρίκια. 

“Στη μαρίνα της Νάουσας, παρακαλώ”, επανέλαβε τον προορισμό στον οδηγό. 

Στη διαδρομή ήταν σιωπηρή και συγκεντρωμένη. Αρκετές φορές ένιωσε το παρατηρητικό βλέμμα του οδηγού από τον καθρέφτη να τη σκανάρει.

“Με συγχωρείτε για το θάρρος… είστε η κόρη του Στέφανου Καψή, του καπετάνιου;” 

Την ενοχλούσε η αναγνωρισιμότητα εκείνη τη στιγμή αλλά η ευγένεια του ανθρώπου που ρωτούσε δεν μπορούσε να απορριφθεί, έστω και στοιχειωδώς.

“Ναι…”

“Έχω ακούσει πολλά για τον καπετάνιο, πολλά και με σεβασμό…”

Το μυαλό της Ελένης πήγε αυτόματα στο πρόσωπο που θα συναντούσε σε λίγο, ένα από τα “πολλά” του πατέρα της. Απάντησε με ένα ζεστό αλλά μακρινό “ευχαριστώ”. Ένιωθε ότι δεν θα μπορούσε να συνεχίσει τη συζήτηση και εκείνος το σεβάστηκε. Το αυτοκίνητο κατάπινε την απόσταση και η σκέψη της έκανε αναδρομές στο μακρινό παρελθόν. Τότε που κατάλαβε τον εαυτό της, μεγάλο παιδί. Κάπου στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1970. Εκείνη στα δέκα της χρόνια, η κόρη της οικογένειας, δυο χρόνια μικρότερη από τον Ανδρέα, τον αδελφό της το μεγάλο. Στην αναζήτηση της σκέψης του ένιωσε μια μεγάλη στενοχώρια. Όχι δεν ήθελε ετούτη τη στιγμή να γεμίσει με πίκρα. Ήθελε να αισθάνεται το μεγάλο της αδελφό δίπλα, όπως τότε. Τότε που ήταν ο προστάτης της, όπως συνηθίζονταν. Μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ο πατέρας της, ο Στέφανος και η μητέρα της, η Βαλεντίνη. Κι όμως κάπου εκεί είχε αρχίσει ήδη να χτίζεται το μεγάλο αυτό παρασκήνιο στο σπιτικό της, ένα παρασκήνιο, που τους οδήγησε σήμερα ως εδώ. Να μετρούν, τραυματισμούς βαρείς της κόρης της, εντάσεις, θανάτους και πόσα ακόμα. Τότε, που εκείνη και ο Ανδρέας, ζούσαν ανέμελοι τα παιδικά τους χρόνια, ο πατέρας τους ζούσε και εκείνος το δικό του μαρτύριο. Να μπορούσες να το πεις άραγε έτσι γιατί τι να πει κανείς για αυτήν την νεαρή γυναίκα, τη Μαριλίζα Ξένου. Η δύναμη της αγάπης, του πάθους, που σαρώνει, ανατρέπει. Προσπάθησε να φανταστεί τη στιγμή, που εκείνη με τον αδελφό της έκαναν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή, στα δέκα τους χρόνια, τα πρώτα τους όνειρα, κάποια άλλη, έφευγε από τη ζωή στα είκοσι έξι της χρόνια αφήνοντας πίσω της ένα παιδί. Τον τρίτο αδελφό τους. Που να ήξερε για αυτήν την παράλληλη ζωή του Δημήτρη Ερμόλαου. Τα αξιώματα της επιστήμης λένε ότι οι παράλληλες ευθείες δεν συναντιούνται ποτέ. Εδώ όμως αυτές οι ζωές, έχασαν την παράλληλη ρότα τους και συγκρούστηκαν με τρόπο τραγικό.

Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του οδηγού:

“Σε ποιο σημείο θέλετε να σάς αφήσω ακριβώς;”

Είχαν φτάσει. Είχαν μπει στη μαρίνα. Δίπλα τους τα σκάφη στέκονταν αραδιασμένα, ήρεμα, λουσμένα στον πρωινό ήλιο.

“Κάπου εκεί, παρακαλώ…” είπε. Πλήρωσε με μηχανικές κινήσεις και βγήκε. Ο οδηγός έμεινε για λίγο να την παρατηρεί καθώς βάδιζε παράξενα στην άκρη της μαρίνας. Κούνησε λίγο το κεφάλι του, έκανε αναστροφή με το αυτοκίνητο και απομακρύνθηκε.

Η Ελένη καταμετρούσε με το βλέμμα τα ονόματα και τη μορφή των σκαφών δίπλα της. Το σκάφος του Ερμόλαου, την περίμενε σιωπηρό προτελευταίο στη σειρά. Κοντοστάθηκε…

“Εδώ λοιπόν…” ψέλλισε μόνη της. Μια μικρή σκάλα στην πρύμνη του σκάφους την περίμενε. Τα στόρια του ήταν κατεβασμένα. Ήταν πια η ώρα. Κοντοστάθηκε, το βλέμμα της ανέβηκε στην αντένα του σκάφους, μια σημαία ανέμιζε απαλά. Ήταν η τελευταία ευκαιρία να γυρίσει πίσω. Δεν το έκανε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ανέβηκε στην κουπαστή.

Στο σκάφος

Ανέβηκε τη μικρή σκάλα και πάτησε στο κατάστρωμα. Έριξε μια ματιά ολόγυρα στη μαρίνα. Κανείς δεν ήταν εκεί κοντά. Μπροστά της ήταν η είσοδος. Κίνησε αποφασιστικά το βήμα της. Παραμέρισε τη διάφανη πόρτα και μπήκε στο σαλόνι. 

Τον είδε! Έστεκε απέναντι, πλάτη προς αυτήν, με το βλέμμα έξω προς τη θάλασσα. Την άκουσε φυσικά που μπήκε. Ήταν εκείνα τα δευτερόλεπτα μιας απίστευτης αμηχανίας. Στην παύση ανάμεσά τους, χωρούσαν χίλιες κραυγές, που δεν ακούστηκαν ποτέ.

“Ήρθες λοιπόν…” η φωνή του βαριά, έσπασε τη σιωπή.

“Ναι, δεν θα μπορούσα να κάνω αλλιώς. Ήθελα να έρθω… δεν ήθελα να τελειώσει χωρίς να γίνει αυτό εδώ”

“Μήτε εγώ…”

Γύρισε προς το μέρος της. Ήταν πολύ αλλαγμένος από την τελευταία φορά, που τον είχε δει, ως δικηγόρο του αδελφού της. Εύρισκε να μην έχει σχέση με εκείνον τον εξωτερικά άκαμπτο και ήρεμο άνθρωπο. Τώρα το πρόσωπό του έδειχνε σκαμμένο, οι ρυτίδες εμφανείς, λες και πέρασαν χρόνια, οι συσπάσεις φανερές. Έμειναν όρθιοι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο όπως δύο μονομάχοι λίγο πριν διασταυρώσουν τα ξίφη τους.

“Γιατί με ζήτησες; Με ενδιαφέρει να μάθω…” ρώτησε η Ελένη έχοντας πλέον ανακτήσει την ψυχραιμία της.

Εκείνος χαμογέλασε πικρά.

“Δεν προφέρεις καν το όνομά μου, Ελένη… ούτε μία φορά δεν το άρθρωσες. Κι όμως είμαστε αδέλφια…” είπε, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να τον πονούσε η ίδια η λέξη. 

“Απορείς γι αυτό ε;”

“Δεν θα έπρεπε;”

“Περίμενα από σένα περισσότερη συναίσθηση στο τι έχεις κάνει, αν φυσικά έχεις την ικανότητα να το αντιληφθείς…” του είπε. Έκανε ένα βήμα μπροστά, τα μάτια της γυάλιζαν.

“Για πες μου! Σαν τι να σε προσφωνήσω; Σαν αδελφό; Σαν συνεργό σε φόνο; Σαν τον άντρα που... σχεδίασε τον θάνατο του παιδιού μου;" πέταξε στα μούτρα του με ένταση.

“Ήρθες όμως…. Είσαι εδώ μπροστά μου… γιατί;”  Το είπε χωρίς πρόκληση. Το είπε σαν να ήλπιζε πως η απάντηση θα τον λύτρωνε από κάτι. 

Ο Ερμόλαος έκανε ένα βήμα πίσω, πήγε προς την πόρτα.

“Περίμενε εδώ…” της είπε αποφασιστικά.

“Τι κάνεις; Τι θέλεις;” η Ελένη ανησύχησε, αντέδρασε σπασμωδικά. 

“Φεύγουμε…” της είπε.

“Είσαι τρελός; Φεύγουμε να πάμε πού;” η φωνή της έγινε σκληρή προσπαθώντας να αποδιώξει και το φόβο της.

“Ανησυχείς, Ελένη; Αναστατώνεσαι;”

Εκείνη έκανε μια προσπάθεια να κινηθεί στην έξοδο.

“Δεν έπρεπε να έρθω…” του είπε.

Της έφραξε το δρόμο χωρίς βία, μα και χωρίς περιθώριο διαφυγής.

“Μη βιάζεσαι Ελένη...θέλω να σου δείξω κάτι, είπες ότι θέλεις να δεις πώς τελειώνει όλο αυτό. Έχω και εγώ λοιπόν το δικαίωμα να το ζητήσω…”

“Τι πράγμα; Πού θα πάμε;”

“Θα καταλάβεις όταν φτάσουμε.”

“Πού; Πού θες να πάμε;”

Ο Ερμόλαος έριξε μια ματιά έξω από το φινιστρίνι. Ο ήλιος ανέβαινε.

“Σ' ένα μέρος που, όσο κι αν δεν το πιστεύεις, με περιμένει κάτι δικό μου. Κάτι αληθινό.”

Η Ελένη έσμιξε τα φρύδια. Εκείνος βγήκε έξω, έλυσε τον κάβο και επέστρεψε στο σαλόνι, έπιασε το πιλοτήριο, την πήρε μαζί του. Το σκάφος ξεκίνησε αργά βγαίνοντας ίσια μπροστά από το λιμάνι. 

“Στο Παλιό Καρνάγιο, στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Σου λέει κάτι το μέρος; Χτισμένο σε ένα βράχο, πάνω απ’ τα νερά;”

Δεν απάντησε. Τον κοιτούσε με καχυποψία, αλλά και με ένα είδος ασυνείδητης έλξης προς το άγνωστο που της πρότεινε. Εκείνη είχε διαλέξει να έρθει, τώρα θα έμενε ως το τέλος, όποιο κι αν ήταν αυτό.

“Δεν είναι μακριά, θα φτάσουμε πολύ γρήγορα. Άλλωστε δεν έχουμε και πολύ χρόνο στη διάθεσή μας...”

Εκείνη δεν κινήθηκε. Στο βλέμμα της υπήρχε κάτι που δεν υπήρχε πριν: περιέργεια; Ή ίσως… φόβος πως αυτή η διαδρομή θα της φανερώσει αλήθειες που δεν ήθελε να γνωρίζει;

Το σκάφος ξεκίνησε, βγήκε από τη μαρίνα και ανοίχτηκε ευθεία στον κόλπο της Νάουσας. Ο Ερμόλαος ήταν στο τιμόνι σιωπηρός. Η Ελένη κάθισε απέναντί του. Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στο νερό που άφριζε καθώς σκιζόταν από την πλώρη. Καμιά κουβέντα για την ώρα. Μονάχα ο μονότονος ήχος της μηχανής. Ο ήλιος είχε ανέβει ακόμα πιο ψηλά και η ζέστη άρχισε να δηλώνει την παρουσία της. Ο Ερμόλαος είχε το βλέμμα μπροστά, μα ένιωθε στην πλάτη του τη ματιά της. Ήξερε πως περίμενε. Όχι απαντήσεις μα εξηγήσεις.

“Το Παλιό Καρνάγιο το ξέρεις θαρρώ”, η φωνή του ήρθε χαμηλή, σχεδόν βυθισμένη στο θόρυβο του σκάφους.

“Φυσικά…” του απάντησε.

“Προφανώς γνωρίζεις και το Ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, εκεί δίπλα…”

Η Ελένη απάντησε θετικά, μέσα της κατάλαβε τον προορισμό αλλά δεν ήξερε το λόγο.

“Γιατί άραγε να πάμε εκεί, Ελένη;”

“Εσύ θα μού πεις”, του απάντησε ξερά.

“Πόσα αλήθεια πράγματα ξέρεις απ’ τον πατέρα σου, Ελένη. Ποιος ήταν ο άνθρωπος αυτός; Ποια η ζωή του; Τι ήταν και τι έδειχνε; Τίποτα δεν ξέρεις, αδελφή μου!”

“Ξέρω ποιοι πέθαναν και ξέρω ποιοι ζουν και κουβαλούν αυτούς τους θανάτους”, του είπε σκληρά.

“Ήταν ωραία η πλάνη σας, όλων! Ζούσατε σε ένα όμορφο σύννεφο. Ο μεγάλος και σεβάσμιος καπετάνιος, ο Στέφανος Καψής…”

“Ήταν πατέρας σου!”

“Ναι, ...πατέρας μου. Προφανώς έμαθες αλλά δεν ξέρω τι έμαθες, σε ποια έκταση και πώς…”

“Δεν έμαθα να κρύβομαι, η ιστορία της Μαριλίζας Ξένου, μάς συγκλόνισε όλους, αυτό ίσως να μην το καταλάβεις ποτέ. Το μίσος δεν αφήνει ξέρεις περιθώρια…Τι αλήθεια ψάχνεις σε εκείνο το μέρος, νομίζεις ότι θα λυτρωθείς εκεί;”

“Δεν ψάχνω καμία λύτρωση!” της είπε με ένταση “...κάποιες αλήθειες να μάθεις, κάποιες στιγμές, για μένα, για σένα…”

“Τίποτα δεν κράτησες, τα διέλυσες όλα στο πέρασμά σου. Κοίτα τι αφήνεις πίσω σου σε κάθε σου βήμα. Αυτό σε ικανοποιεί;” του είπε με ένταση για να γαληνέψει “...Αν έχει απομείνει κάτι, θέλω να μου το πεις. Γιατί τα έκανες όλα αυτά; Τι σού έφταιξαν οι αθώοι άνθρωποι, το παιδί μου, ο αδελφός σου, οι ξένοι γύρω σου; Αν έχει απομείνει κάτι, δείξ’ το μου εκεί. Εκεί που θέλεις να με πας. Εκτός… εκτός αν θα είμαι και εγώ η τελευταία στη λίστα σου για να αφανίσεις όλα τα παιδιά του ανθρώπου, που πιστεύεις ότι θέλεις να εκδικηθείς…”

Της έριξε μια φαρμακερή ματιά. Το σκάφος πλέον είχε ανοιχτεί για τα καλά, πήρε ρότα ελαφριά προς τα δεξιά.

“Εγώ τα έστησα όλα ναι! Δική μου η ευθύνη και η απόφαση…” ξεκίνησε εκείνος.

Η Ελένη ανατρίχιασε, “Το λες με τέτοιο κυνισμό…”

“Κυνισμό ε; Αυτό σε βολεύει! Ζήσατε στην ασφάλεια και στον πλούτο. Δεν ξέρατε τίποτα από τα έργα του. Όταν έμαθα την αλήθεια και τις λεπτομέρειες άνοιξε μια τρύπα κάτω από τα πόδια μου. Έβλεπα μια νέα γυναίκα, προδομένη, εγκαταλειμμένη, νεκρή… Εγώ σχεδίασα και εγώ σκότωσα ναι…”

“Τι πας να δικαιολογήσεις αλήθεια…”

“Αν αντέχεις ν’ ακούσεις τα υπόλοιπα, θα τ’ ακούσεις εκεί. Εκεί δεν έχει άλλους, ούτε φωνές, ούτε νόμους. Εκεί θα σου πω ποιος ήμουν και γιατί όλα αυτά έπρεπε να γίνουν. Αν θες να μ’ ακούσεις…αδελφή μου. Ο ίδιος άνθρωπος μάς έφτιαξε, εσάς όμως σάς αγάπησε, εμένα και τη μάνα μου με πέταξε”

“Λες ψέμματα στον ίδιο σου τον εαυτό και το ξέρεις. Λες την αλήθεια όπως σε βολεύει. Είσαι αυτό που είσαι σήμερα από αυτόν τον άνθρωπο που μισείς. Δεν θα ήσουν κληρονόμος αν δεν σε είχε αναγνωρίσει. Το ότι ήθελες να αφανίσεις τους άλλους είναι δική σου επιλογή απόλυτα. Τον μισείς, λες, μα απ’ τα χέρια του διεκδικείς σήμερα. Ποιος σου έδωσε λοιπόν αυτή τη δυνατότητα;”

Δεν μίλησε κανείς. Οι λέξεις είχαν εξαντληθεί — τουλάχιστον για τώρα. Ο Ερμόλαος έσφιξε τα δάχτυλά του στο τιμόνι, τόσο δυνατά που άσπρισαν οι κλειδώσεις. Δεν γύρισε να την κοιτάξει, μα ένιωθε κάθε ανάσα της, κάθε ταραχή στο στέρνο της.

Η Ελένη έσκυψε ελαφρά το κεφάλι, τα μάτια καρφωμένα στο νερό που χτυπούσε με ορμή την πλώρη. Ένας γλάρος πέταξε πλάι τους για λίγο κι ύστερα χάθηκε. Μια ριπή αέρα σάρωσε την επιφάνεια του κόλπου και ανακάτεψε τα μαλλιά της. Μα δεν τα έσπρωξε πίσω. Άφησε τη φύση να τη σκεπάσει όπως ήθελε. Ίσως για να ξεχάσει, έστω για λίγο, την πυκνότητα του ανθρώπινου πόνου.

Ο ήλιος, πλέον ανελέητος, καθρεφτιζόταν στο νερό με τέτοια ένταση που έκαιγε τα μάτια. Μα κανείς τους δεν τα έκλεισε. Σαν να τιμωρούσαν τον εαυτό τους με το φως.

Κι ύστερα, μέσα από τη σιωπή, ο ήχος από τα κύματα που χτυπούσαν στην καρίνα έγινε σχεδόν ρυθμικός. Σαν να μέτραγε ο χρόνος αντίστροφα. Κανείς δεν ήξερε τι θα ειπωθεί εκεί. Ήξεραν μόνο ότι όταν θα πατούσαν το βράχο εκείνου του τόπου, τίποτα δεν θα μπορούσε πια να αναστραφεί.

“Μού λες ότι κοροϊδεύω τον εαυτό μου. Μα εγώ το έζησα. Όχι όπως εσείς με τα χαρτιά και τα έπιπλα. Εγώ το ένιωσα να με καίει, από μέσα. Εσείς είχατε το όνομά του. Εγώ είχα τη σιωπή του. Και το σώμα της μάνας μου – να σαπίζει μόνη της, χωρίς λέξη, χωρίς φροντίδα. Δεν με πόνεσε που δεν ήμουν εκεί. Με πόνεσε που εκείνος δεν ήταν. Και τώρα; Τι απομένει; Να σε κάνω να καταλάβεις; Δεν ξέρω… Μα αν σου δείξω αυτό το μέρος... Αν σταθείς απέναντί μου και δεν τρέξεις... τότε ίσως... ίσως να ‘χει μείνει μέσα μου κάτι που δεν κατάφερε να σαπίσει.  Μια λέξη. Ένα δευτερόλεπτο. Αντέχεις να το δεις; Αντέχω να στο πω;"

Η Ελένη παρακολούθησε σιωπηρά αυτό το ξέσπασμα. Το μυαλό της γέμισε με σκέψεις, που τις άκουγε μόνο η καρδιά της.

"Δεν είναι ψέματα. Είναι η δική του αλήθεια. Η δική του πίκρα. Ένα παιδί που δεν το κοίταξε ποτέ κανείς. Και τώρα κάθεται απέναντί μου σαν κάτι παραπάνω από εχθρός. Σαν καθρέφτης ενός κόσμου που αρνηθήκαμε. Δεν με φοβίζει πια. Αυτό που με φοβίζει είναι πως κάποτε ήταν απλώς… ένα αγόρι. Τι θα μπορούσε να είχε γίνει άραγε αν κάποιος του είχε πει ένα ‘έλα’, ένα ‘σε βλέπω’; Ανάθεμα την αλήθεια. Δεν είναι φως. Είναι σίδερο που βαραίνει. Μα θα τον ακούσω. Όσο με καίει, όσο κι αν δεν θέλω. Θα τον ακούσω. Κι ύστερα… ό,τι βγει."

Στο ξωκκλήσι

Πλησίασαν στον προορισμό τους. Έκοψε δεξιά βγαίνοντας από τον όρμο της Νάουσας, κοντά στην ακτή, πέρασε από απόσταση τον κολπίσκο της Πλατειάς Άμμου και έφτασε στο Παλιό Καρνάγιο.

Το σκάφος έσβησε τη μηχανή λίγα μέτρα από την ακτή. Το κύμα έγλειφε ράθυμα την άμμο και τα βράχια. Ήταν εκείνη η παράδοξη ησυχία του πρώιμου μεσημεριού, που μοιάζει σχεδόν αφύσικη, σαν να κρατάει η φύση την ανάσα της. Κανένα άλλο σκάφος, καμιά φωνή, μονάχα οι γλάροι ψηλά, και ο ήλιος που βάραινε πάνω στα χαλίκια.

Ο Ερμόλαος πήδηξε πρώτος στη στεριά. Έδεσε με σιγουριά σε ένα βράχο, σχεδόν τελετουργικά. Γύρισε και της άπλωσε το χέρι χωρίς να μιλήσει. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο, δεν ήξερε αν ήθελε βοήθεια ή αν την προσκαλούσε να περάσει το κατώφλι ενός άλλου κόσμου. Το πάλεψε μόνη της κι αποβιβάστηκε. Το χέρι του έμεινε μετέωρο να χάσκει ανέγγιχτο.

Περπάτησαν χωρίς κουβέντα. Πέρασαν το στενό μονοπάτι που έμπαινε ανάμεσα στις χαμηλές πέτρες και στα θυμάρια. Η Ελένη άκουγε τον θόρυβο απ’ τα παπούτσια τους πάνω στο ξερό χώμα, κι από πίσω, σαν ηχώ, τις ίδιες της τις σκέψεις.

Το ξωκκλήσι στεκόταν απέναντί τους, μονάχο, λευκό και μικρό, χτισμένο σε ανηφοριά ελαφριά, σαν κάποιος να το φύτεψε εκεί για να βλέπει τη θάλασσα. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ένα αχνό αεράκι ανατάραξε τα φύλλα της αγριελιάς. Δεν ήταν μέρος που προκαλούσε φόβο. Ήταν τόπος για να ειπωθούν αυτά που δεν χωρούν αλλού.

Ο Ερμόλαος στάθηκε ένα βήμα πριν την πόρτα. Δεν την κοίταξε. Η Ελένη κοίταξε τον ουρανό, μετά τη θάλασσα. Ένιωσε για μια στιγμή σαν να είχε φύγει από τον χρόνο. Σαν το επόμενο της βήμα να μπορούσε να είναι και το τελευταίο. Εκείνος κοντοστάθηκε πριν την είσοδο.

“Δεν διάλεξα τυχαία αυτό το μέρος, θαρρώ το κατάλαβες. Λογικά το ξέρεις…” της είπε.

“Ναι, το ξέρω το μέρος, ερχόταν ο πατέρας μου εδώ αρκετές φορές, εσύ γιατί;”

“Είδες που δεν τα ξέρεις όλα; Εδώ παίχτηκε, στην ουσία, η τελευταία σκηνή του δράματος της σχέσης του πατέρα σου με τη Μαριλίζα”

Η Ελένη αιφνιδιάστηκε, αυτό δεν το ήξερε. Δεν ήξερε καν ότι η νεαρή αυτή γυναίκα είχε επισκεφτεί το νησί. Ο Ερμόλαος συνέχισε.

“Της ζήτησε να χωρίσουν. Τα μεγάλα λόγια αγάπης κάπως έτσι τελειώνουν πάντα…”

“Νομίζω η μητέρα σου πρέπει να ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτα από αυτή τη σχέση…”

“Ας το δεχτούμε, όμως δεν ήταν αυτός τρόπος, δεν ήταν έντιμη στάση ζωής. Όταν έμεινε έγκυος, ο Καψής είχε ξεκόψει μαζί της. Εκείνη προσπάθησε να τον βρει, να τον ενημερώσει, δεν ήταν μόνη σε αυτό, Ελένη, αλλά τραγικά μόνη έμεινε. Του τηλεφώνησε κάποιες φορές στο σπίτι σας. Τίποτα! Καμία απάντηση, λες και μια γόμα ήρθε να σβήσει την ίδια της την ύπαρξη, που τόσα χρόνια εκείνος γεύονταν τους χυμούς της. Λες και δεν την ήξερε, λες και ήταν αμέτοχος σε όλο αυτό. Απελπίστηκε και ήρθε στο νησί. Προσπάθησε να τον δει. Τίποτα! Έγινε πιο πιεστική και αναγκάστηκε πλέον να δεχτεί να συναντηθούν. Το μέρος το διάλεξε εκείνος γιατί ήταν τότε, απόλυτα άγνωστο για τους πολλούς…”

Η Ελένη ανέβαινε μαζί του, πολύ κοντά με αργά βήματα. Τον άκουγε με συναισθηματική φόρτιση, που μεγάλωνε.

“...Συναντήθηκαν εδώ. Του το είπε, περίμενε παιδί. Κάτι έπρεπε να κάνουν. Ήταν ανένδοτος. Δεν ήταν διατεθειμένος να διαταράξει την οικογένειά σας… Της είπε να της δώσει χρήματα...να…”

Η φωνή του ήταν οργισμένη ενώ η Ελένη έσκυψε διακριτικά το κεφάλι.

“...Μπορεί να μεγάλωσε μέσα στα μπαρ του Πειραιά, η Μαριλίζα Ξένου, αλλά ήταν περήφανη. Δεν έκλαψε, δεν παρακάλεσε. Σηκώθηκε και έφυγε, με το κεφάλι ψηλά, μόνο τη λέξη κρίμα, ψέλλισε…”

“Από που τα έμαθες όλα αυτά;” τον ρώτησε.

“Αυτό έχει σημασία; Θεωρείς ότι λέω ψέματα; Σε αυτό λοιπόν το ξωκκλήσι γράφτηκε ο επίλογος, Ελένη…”

“Και εδώ… εδώ τη θυμάσαι; Εσύ ή είναι η φαντασία σου, που έφτιαξε την εικόνα;”

“Τη φαντασία μου την τάισαν οι σιωπές. Και οι μισές λέξεις. Εδώ την ένιωσα, εδώ την έκλαψα. Εδώ ερχόμουν και εγώ πολλές φορές από τότε που πάτησα το πόδι μου στο νησί”

“Ξεχνάς κάποια πράγματα Ερμόλαε. Ναι, η στάση του πατέρα μου, δεν ήταν καθαρά έντιμη απέναντί της. Όμως μου κάνει εντύπωση, πως ξεχνάς συνεχώς ότι στη γέννα ήταν κοντά της, πήγε την είδε. Και όχι μόνο αλλά σε αναγνώρισε…”

“Με ένα παλιόχαρτο…”

“Αυτό το παλιόχαρτο σε κάνει κληρονόμο της περιουσίας του! Αυτό λογικά είναι και το κλειδί όλου του σχεδίου σου. Δεν λέω ότι απαλλάσσεται από τις ευθύνες του ο πατέρας μου αλλά την ύστατη στιγμή προσπάθησε κάτι να σώσει. Προφανώς αυτό το αποσιωπάς γιατί πρέπει να δικαιολογήσεις τα ανόσια εγκλήματά σου… Λοιπόν τι θες να γίνει εδώ τώρα; Να κλείσει ο κύκλος του αφανισμού των αδελφών σου;”

“Να σπάσει! Να σπάσει Ελένη!

“Να σπάσει ο κύκλος! Πολύ ωραία, Ερμόλαε, θες να σπάσει; Τότε πες μου, ποιος ήταν αυτός που σχεδίασε να χτυπηθεί το παιδί μου; Ποιος παρακολουθούσε τη Βαλεντίνη όταν επέστρεψε στην Αθήνα; Ποιος πλήρωσε και οργάνωσε το τροχαίο; Να ξεκινήσουμε λοιπόν από εκεί;”

Ο Ερμόλαος έδειξε να παγώνει. Το βλέμμα του χαμήλωσε για μια στιγμή.

“Δεν ήταν στόχος να πάθει κάτι… δεν ήξερα ότι θα καταλήξει έτσι…”

Η Ελένη αρπάχτηκε έντονα:

“Ποιον κοροϊδεύεις μωρέ; Από πού κρύβεσαι; Τον οδηγό, τον ήξερες. Τον πλήρωσες. Έβαλες τους ανθρώπους σου να κάνουν τις βρωμοδουλειές σου. Δεν ντρέπεσαι να κρύβεσαι; Τι πάει να πει ότι δεν ήξερες ότι θα καταλήξει έτσι η Βαλεντίνη. Να την σκοτώσεις ήθελες, κάθαρμα! Να τη βγάλεις απ’ τη μέση! Παραδέξου το ντε! Και ύστερα ήρθες εδώ να ξεπλύνεις την αμαρτία σου στο ξωκκλήσι; Πού είναι λοιπόν η αλήθεια σου; Πού είναι η μετάνοια σου;”

Τα λόγια της τον χτυπούσαν σαν κύματα που ξηλώνουν πύργο στην άμμο. Δεν αντιστεκόταν. 

“Ήθελα να την ...τρομάξω..δεν σκόπευα….όχι να τραυματιστεί έτσι…”

“Νόμιζα ότι θα είχα απέναντί μου κάποιον, που θα είχε έστω το θάρρος να παραδεχτεί τα σκοτάδια του. Μήτε αυτό είσαι ικανός να κάνεις. Και το μετά; Το τώρα; Ποιος έμπλεξε τη Βαλεντίνη ξανά στο φόνο του αδελφού σου ε; Ποιος σκηνοθέτησε το φουλάρι και τον ψευδομάρτυρα; Έτσι αντιλαμβάνεσαι εσύ το σπάσιμο του κύκλου; Με αίμα και φόβο;”

Η Ελένη συνέχιζε κατά ριπάς το αμείλικτο “κατηγορώ” της.

“Κι ο Ανδρέας; Αδελφός σου μωρέ, αίμα σου! Το σχεδίαζες χρόνια. Δεν ήταν έγκλημα της στιγμής. Ήταν προμελέτη κύριε δικηγόρε. Μπήκες στο περιβάλλον του, έγινες συνεργάτης του, άνθρωπός του…”

“Ναι, εγώ τον σκότωσα, εγώ το σχεδίασα. Δεν ήταν δα κανένα λουλούδι ο ...αδελφός μας. Δεν ξέρω τι ξέρεις για τις διαδρομές του και τις πρακτικές του…”

“Φτηνές δικαιολογίες… να τον βγάλεις απ’ τη μέση ήθελες και μετά έτρεξες να καλύψεις τα ίχνη σου, να τα ρίξεις στους άλλους. Να στήσεις φουλάρια και ψευδομάρτυρες. Να βυθίσεις το νησί σε μια παράσταση αίματος. Και μετά στο τέλος ο Αναγνωστίδης, πάει κι αυτός, βάρος… Ήθελα να ‘ξερα, έχεις αντιληφθεί τι έχεις σκορπίσει πίσω σου;”

“Ίσως δεν ξέρεις τι είχε ετοιμάσει για σένα και τη Βαλεντίνη. Το είδες πώς χειρίστηκε το θέμα της διαθήκης. Δεν θα τον σταματούσε τίποτα, ήταν αμείλικτος…”

“Κανένας δεν σού ζήτησε να γίνεις τιμωρός, κανείς δεν σου ζήτησε να ...καθαρίσεις για λογαριασμό μας. Ό, τι έκανες, το έκανες για σένα! Και ότι έσπειρες ήρθε η ώρα να το θερίσεις μονάχος, μπροστά στη δικαιοσύνη”

Εκείνος δεν απάντησε. Το βλέμμα του έσπασε. Ήταν σαν να ‘χε φάει γροθιά στο στομάχι. Πήγε να πει κάτι αλλά δεν βγήκε φωνή. Το μελτέμι είχε σηκωθεί για τα καλά και ο αέρας είχε δυναμώσει. Έμοιαζαν και οι δύο σαν παράταιρες φιγούρες μέσα στο λιοπύρι. Σαν αγάλματα. Βημάτισε σαν παγιδευμένο θηρίο. Τα λόγια της τον είχαν φέρει στα όριά του. 

“Πάψε!¨ούρλιαξε δυνατά μπροστά της. Εκείνη είδε την αναχώρηση και το παράλογο στο βλέμμα του. Μαζί όμως και τον κίνδυνο. Εκείνος ξέσπασε τρέμοντας. Οι λέξεις έβγαιναν παραμορφωμένες και το πρόσωπό του σε μια άλλη λες μορφή. Ένας διπολικός άνθρωπος

“Μη με φέρνεις στα άκρα, Ελένη… Δεν ξέρεις τι άλλο είμαι ικανός να κάνω όταν με στριμώχνουν… Δεν φαντάζεσαι…”

Δεν ήταν ώρα να κάνει πίσω, του απάντησε κατάμουτρα

“Το ξέρω, το ξέρω πολύ καλά! Λοιπόν;”

Το χέρι του τράβηξε από το πίσω μέρος του παντελονιού του ένα πιστόλι. Το έστρεψε απότομα στο μέρος της με το χέρι προτεταμένο.

“Καν’ το λοιπόν! Εδώ είμαι μπροστά σου, η τελευταία!” τον κοίταζε χωρίς φόβο, στα όρια του παράλογου, γεμάτη θλίψη.

“Ένα πάτημα είναι… ένα τίποτα… Και μετά… τέλος, σιωπή… Ξεκούραση… Ούτε ανακρίσεις, ούτε εξευτελισμοί, ούτε δημοσιότητα…. Τίποτα…”

Η Ελένη είδε στα μάτια του αυτό, που γύρευε να δει και κατάλαβε. Κατάλαβε πολύ καλά.

“Δεν ήρθες εδώ να σκοτώσεις, ήρθες να παραδοθείς…”

Την κοίταξε λίγο σαστισμένα και μετά με πικρό γέλιο: “Να παραδοθώ; Σε ποιον; Στην αλήθεια, στο νόμο; Σε μένα; Ξέρεις τι έμεινε, Ελένη; Η ντροπή! Αυτή η ρημάδα, δεν φεύγει. Και η σιωπή του νεκρού πατέρα, του νεκρού αδελφού, του φίλου, του συνεργάτη, η καταδίκη της ανιψιάς μου. Εγώ τους έσπρωξα όλους…”

Το οπλισμένο χέρι του χαμήλωσε. Η Ελένη έκανε μια κίνηση μπροστά του. Εκείνος αντέδρασε σπασμωδικά σηκώνοντας το όπλο στο κεφάλι του…

“Μείνε στη θέση σου Ελένη! ...Εγώ τους έσπρωξα όλους, για να κρύψω τα ίχνη μου. Και μετά, το φουλάρι, ο ψευδομάρτυρας… για να σωθώ. Για να μη φανούν τα λάθη. Μήτε η αγωνία, ούτε το παιδί, που δεν αγαπήθηκε ποτέ…” η φωνή του έσπασε. 

Η Ελένη έκανε ένα ακόμα βήμα κοντά του.

“Και όλα αυτά για μια θέση, που δεν πήρα ποτέ. Για μια ταυτότητα που δεν μου χάρισαν…”

“Υπάρχει χρόνος Δημήτρη ακόμα… η δικαιοσύνη δεν είναι εκδίκηση… θα την αντιμετωπίσεις όπως πρέπει…” 

Την κοίταξε με βλέμμα πικρό.

“Με είπες ...Δημήτρη! Πρώτη φορά ψέλλισες το όνομά μου. Μπορείς σίγουρα να πεις πως είμαι ένα τέρας. Δεν θα σε αδικήσω. Δεν γεννήθηκα έτσι. Με έφτιαξε η απόρριψη αν και αυτό ακόμα ακούγεται τώρα πολύ φτηνιάρικο…”

Από το βάθος της θάλασσας εμφανίστηκαν δύο σκάφη του Λιμενικού να έρχονται με ταχύτητα. Πάνω ψηλά από το μονοπάτι ακούστηκαν σειρήνες περιπολικών και κινητήρες αυτοκινήτων.

“Οι δικοί σου έφτασαν, Ελένη! Ώρα για το τέλος! Η αυλαία θα πέσει…” έστρεψε το όπλο στο κεφάλι του. Φάνταζε απόκοσμος έτσι όπως φαίνονταν λουσμένος στο φως. Η Ελένη έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά, το βλέμμα του την καθήλωσε.

“Μην τρομάξεις… δεν μπήκα μέσα στο εκκλησάκι...δεν θα το λερώσει η παρουσία μου…άναψε εσύ ένα κερί αν αξίζει για μένα”

“Δημήτρη! Δεν είσαι αθώος, μα δεν γεννήθηκες και ένοχος… διάλεξες συνειδητά το σκοτάδι αλλά τώρα γυρίζεις στο φως… σταμάτα σε παρακαλώ… πάμε να παραδοθείς… στο ζητάω σαν χάρη… τη δικαιούμαι αυτή τη χάρη από σένα!”

Τα σκάφη του Λιμενικού σχεδόν έφταναν στην ακτή, στο κατάστρωμα φαίνονταν οι άντρες. Πάνω στο δρόμο ακούγονταν φρεναρίσματα, οι σειρήνες ούρλιαζαν στον αέρα. Τα μάτια του βούρκωσαν. Έκλεισε τα βλέφαρα, σήκωσε το όπλο στο κεφάλι του. Ένα τελευταίο βλέμμα στην Ελένη.

“Ούτε μια φορά δεν είπε, είμαι περήφανος για σένα… με είδε σαν βάρος… και εκείνη...έφυγε τόσο μόνη... Μονάχα… να μη με θυμάστε σαν φόβο...αν γίνεται…”

“Δημήτρη!” ούρλιαξε αλλά ο αέρας σκόρπισε τη φωνή της.

“Ευχαριστώ, που δεν με σιχάθηκες ...αδελφή μου”

ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ…

Η Ελένη στο δευτερόλεπτο είδε και έκλεισε τα μάτια της… το άψυχο κουφάρι του κυλίστηκε λίγο πέρα από τα πόδια της παραδομένο στις ενοχές και στα αδιέξοδά του. Μια ψυχή που δεν βρήκε ποτέ λιμάνι, έφευγε τώρα με τον άνεμο. Η Ελένη έτρεμε σύγκορμη.

Τα δύο περιπολικά του Λιμενικού είχαν ήδη φτάσει στην ακτή. Κάποιο άντρες ήδη έτρεχαν προς το εκκλησάκι. Από το δρόμο ανέβαιναν οι αστυνομικοί, πιο πίσω στάθμευσε και ένα νοσοκομειακό του ΕΚΑΒ. Κάποιες φωνές έσκισαν τον αέρα:

“Πάνω εκεί στο εκκλησάκι, βιαστείτε!”

Η Ελένη ήταν καθιστή δίπλα στο άψυχο σώμα του Ερμόλαου. Το σώμα της έτρεμε, η ψυχή της είχε σπάσει σε κραυγές σιωπηλές. Έτρεμε ολόκληρη. Στο νου της ηχούσαν τα λόγια του “Δεν με σιχάθηκες….” Πρώτη φορά τόσο αντιφατικά συναισθήματα πάλευαν μέσα της σε ένα χορό τρομερό.

Τα αυτοκίνητα της οικογένειας είχαν φτάσει πριν την αστυνομία. Στον ήχο του πυροβολισμού, ξεχύθηκαν όλοι έξω προς το μέρος που ακούστηκε, στο εκκλησάκι. Ο Γιώργος, ο Διοφάντους με τους δύο συνεργάτες του. Πίσω του, ο Αργύρης.

Η Βαλεντίνη. Κανείς, μέσα στο σοκ της αγωνίας για τον πυροβολισμό, δεν φαντάστηκε την αντίδραση της.  Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε βίαια. Εκείνη αρπάχτηκε από την ανοιχτή πόρτα. Στο άλλο της χέρι κρατούσε τα μεταλλικά της μπαστούνια. Προσπάθησε, λύγισε, προσπάθησε ξανά! Καρφίτσωσε το κουρασμένο σώμα της στα μπαστούνια, σαν να σταύρωνε τον πόνο. Όμως το ένστικτό της την οδηγούσε εκεί, λίγα μέτρα πιο πέρα. Στη Μάνα της.

Ο Αργύρης την είδε αρκετά πίσω του. Πάγωσε. Μαζί και ο Ισίδωρος. 

“Θεέ μου, Βαλεντίνη, τι πας να κάνεις;” ψιθύρισε μέσα του. Πήγε προς το μέρος της, ο Διοφάντους έφτασε κοντά του. Είδε τη σκηνή. Τον κράτησε από τους ώμους.

“Άφησέ την!” είπε … “είναι η δική της ώρα”

Η Βαλεντίνη έκανε μπροστά βήματα ασταθή πεισματικά. Έπεσε στα γόνατα, γδάρθηκε αλλά σηκώθηκε. Συνέχισε τα βήματά της. Ο διοικητής και ο γιατρός που είχαν φτάσει φώναζαν να την απομακρύνουν. Κανείς δεν τόλμησε να την αγγίξει ή να την σταματήσει. Ο βοηθός του Καραναστάση ψιθύρισε εκστασιασμένος:

“Η κοπέλα περπατάει….περπατάει!”

Και ήταν όλοι σαν να αποδίδουν φόρο τιμής, βλέποντας αυτήν την αργή, θριαμβική πορεία της προς τη μητέρα της αλλά και κοντά στη σωρό ενός ανθρώπου, που την πλήγωσε βάρβαρα.

Είχαν όλοι φτάσει πια δίπλα στην Ελένη. Είδαν! Κατάλαβαν. Ο Γιώργος την πήρε στην αγκαλιά του.

“Σε χτύπησε;” τη ρώτησε

Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και τα μάτια της στην άκρη είδαν αυτό που δεν περίμενε να δει μήτε στα όνειρά της. Η Βαλεντίνη έφτασε μαρτυρικά κοντά της. Σωριάστηκε στα γόνατα δίπλα της.  Τα μάτια της έπεσαν στο σώμα του Ερμόλαου. Οι αγκαλιές τους δέθηκαν με απίστευτη δύναμη. Δυο γυναίκες, λες και μοιράζονταν ένα βάρος χρόνων. Ο Διοφάντους, έστεκε σε απόσταση, σιωπηρός με βλέμμα βουρκωμένο. Ο Σπύρος πλησίασε για να ρωτήσει χαμηλόφωνα:

“Φτάσαμε στο τέλος;”

“Ναι...κάτι σκοτεινό έφυγε, κάτι ζωντανό ήρθε… ” απάντησε ο Ισίδωρος. Ο Αργύρης πήγε κοντά στις δυο γυναίκες, που πλέον ήταν και γυναίκες της ζωής του. Η Ελένη σήκωσε το κεφάλι. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν πριν σβήσουν μέσα σε μια αγκαλιά γεμάτη μνήμη, σιωπή και συγχώρεση.

“Εκείνος έφυγε μπροστά μου, νικημένος από τον ίδιο του τον εαυτό. Από το σκοτάδι που του έκανε χώρο να τον κυριεύσει. Μετάνιωσε όμως και εμείς επιτέλους μείναμε με την αλήθεια. Δεν είναι ελαφρύτερη απ’ το ψέμα μα τουλάχιστον δεν σκοτώνει άλλο”

Εκείνο το μεσημέρι πλέον κανείς δεν ξαναμίλησε δυνατά. Όλοι άκουγαν τον άνεμο, που φύσαγε απ’ το πέλαγος με ορμή και τα θαλασσοπούλια, που κουβαλούσαν μια ψυχή, που δεν βρήκε ποτέ λιμάνι.

Στο επόμενο το τέλος και ο επίλογος