"Το Αρχοντικό της Σιωπής"
Δείτε τα προηγούμενα
Σύνδεση με το προηγούμενο: Στο Ξωκλήσι των σβησμένων πορτραίτων, εκείνο το μοιραίο πρωινό, θα παιχτεί η αυλαία της τραγικής ιστορίας του Δημήτρη Ερμόλαου, του νόθου γιου του Στέφανου Καψή, ετεροθαλούς αδελφού της Ελένης. Ο ένοχος όλου αυτού του δολερού παρασκηνίου και των δολοφονιών θα βρεθεί αντιμέτωπος με την Ελένη, πρόσωπο με πρόσωπο. Σε μια αναμέτρηση για τα πάντα. Για τις επιλογές, τη ζωή του, τις αποφάσεις του, τις δολερές του πράξεις.
Θα την πάρει μαζί του, με το σκάφος του, στο Ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου, εκεί που έμελε να γίνει η τελευταία συνάντηση της μητέρας του, Μαριλίζας και το Στέφανο Καψή, για να του ανακοινώσει την εγκυμοσύνη της.
Και σε εκείνο το σημείο ακριβώς, ο Δημήτρης Ερμόλαος, θα ακούσει κατά πρόσωπο το σκληρό κατηγορητήριο της αδελφής του για όλη του την πορεία.
Η αναμέτρηση με τον ίδιο του τον εαυτό και στο μεγάλο φινάλε, η τραγική του έξοδος με την αυτοκτονία του, μπροστά στα έντρομα μάτια της, αποζητώντας μια έσχατη λύτρωση στα αδιέξοδά του.
Κεφάλαιο 22-Το Τέλος
Ο οξύς ήχος του μαγνητικού τομογράφου είχε σταματήσει. Το σώμα της Βαλεντίνης βγαίνει πάνω στο πλαίσιο κύλισης του μεγάλου ιατρικού μηχανήματος. Το πρόσωπό της είναι ήρεμο. Στην καρδιά και στη σκέψη της καραδοκεί μια σοβαρή αγωνία για το αποτέλεσμα. Στο κέντρο υγείας άμεσης βοήθειας, που μεταφέρθηκε αμέσως μετά τα τραγικά γεγονότα στο Ξωκκλήσι, οι γιατροί ήταν εντυπωσιασμένοι και φυσικά την παρέπεμψαν άμεσα για μαγνητική τομογραφία, η οποία θα αξιολογούταν από το νευρολογικό τμήμα του νοσοκομείου στην Αθήνα, όπου και έστελναν ηλεκτρονικά τις απεικονίσεις. Όμως οι πρώτες γνώμες των γιατρών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές για τη συνέχεια.
Στο θάλαμο την περίμεναν οι δικοί της άνθρωποι. Οι γονείς της και ο Αργύρης. Η διάθεση ήταν συγκρατημένα αισιόδοξη. Ο επικεφαλής γιατρός βγήκε να τους μιλήσει:
“Λοιπόν η νεαρή κυρία μας είναι εδώ, σάς την παραδίνουμε…”
Έπεσαν πάνω τους με βλέμματα γεμάτα ερωτήματα και την απορία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Και ο Γιώργος και η Ελένη ενώ ο Αργύρης είχε σφιχτά στα χέρια του στο δικό της.
“Λοιπόν, είναι φανερό ότι έχουμε μεταβολή προς το καλύτερο…” μίλησε ο γιατρός, “...αλλά δεν θέλω να είμαι βιαστικός γιατί την πλήρη εικόνα θα μάς τη δώσουν οι συνάδελφοι που θα μελετήσουν τις απεικονίσεις. Θα τις στείλουμε υπηρεσιακά άμεσα με ηλεκτρονικό τρόπο και θα έχετε απαντήσεις άμεσα. Ως τότε θέλω απ’ τη Βαλεντίνη να προσπαθεί συγκρατημένα και μεθοδικά να επαναλάβει αυτά της τα βήματα…”
Τα χέρια τους ενώθηκαν με αυτά του γιατρού. Και το χαμόγελο της Βαλεντίνης ενώθηκε με το δικό τους. Δεν ειπώθηκαν πολλά λόγια. Ήταν σαν όλοι να συγκρατούσαν τα αισθήματά τους, φοβούμενοι μήπως η ελπίδα διαψευστεί πρόωρα. Ήταν όμως συγκινημένοι.
Ο Αργύρης τη βοήθησε να καθίσει στο αμαξίδιό της για να αποχωρήσουν όλοι μαζί κρατώντας άμεση συνεννόηση για τα αναλυτικά αποτελέσματα. Αποτελέσματα, που ήρθαν μετά από δύο ημέρες σε πλήρη παρουσίαση από την Αθήνα. Οι απεικονίσεις ήταν σαφείς! Το νευρικό σύστημα της Βαλεντίνης είχε εμφανώς βελτιωθεί και έδειχνε σοβαρή κινητοποίηση. Ο οργανισμός της κινητικά έπαιρνε μπρος! Και αυτό δεν θα είχε οπισθοδρόμηση. Όμως θα έπρεπε να την δουν από κοντά, να μελετήσουν προσεκτικά τα αντανακλαστικά της, να κάνουν σχετικά τεστ για να ξεκινήσει ένας νέος αγώνας. Αυτός της φυσικής αποκατάστασης ισορροπίας και ενδυνάμωσης του μυικού συστήματος των κάτω άκρων της.
Ήταν σαν ένα καινούργιο ξημέρωμα στη ζωή της αλλά και στις ζωές όλων. Οι γονείς της, ο Αργύρης, ο Ιάκωβος αλλά και ο Διοφάντους με τα παιδιά, ως και η Αριάδνη ακόμα, έγιναν κοινωνοί αυτής της νέας αυγής. Ένα φως που στόλισε το πρόσωπό της, σβήνοντας τις τελευταίες σκιές από μια εποχή σιωπής, πόνου και αντοχής. Η μνήμη της νύχτας στο ξωκκλήσι ήταν ακόμη νωπή, σαν ανάσα που είχε φέρει την ανατροπή. Από την αγωνία, στη ζωή.
…
Οι μέρες, που ακολούθησαν έκλεισαν μέσα τους την αντάρα των τραγικών γεγονότων στο Ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Τα νέα της αυτοκτονίας του Δημήτρη Ερμόλαου έσκασαν με πρωτοφανή θόρυβο στην τοπική κοινωνία αλλά και σε πανελλήνιο επίπεδο. Τις τελευταίες μέρες, η καταιγίδα των φημών, που φωτογράφιζαν τον διάσημο δικηγόρο ως το μεγάλο ένοχο στις δολοφονίες που τάραξαν το νησί, είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Η κοινή γνώμη είχε ετοιμαστεί για να αποδεχτεί το σκοτεινό ρόλο του αλλά τα όσα αποκαλύφτηκαν τόσο για την ιδιότητά του και τη συγγένειά του με την οικογένεια όσο και την τραγική του έξοδο, προκάλεσαν ορυμαγδό συζητήσεων και έκρηξη συγκίνησης και συναισθημάτων.
Η οικογένεια Καψή δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό της. Σε κοινή συνέντευξη τύπου με τον Ισίδωρο Διοφάντους, η Ελένη Βαρθαλίτη-Καψή, έδωσε τις πληροφορίες για την αλήθεια. Δεν υπήρχε χώρος μήτε για σεμνοτυφίες, που θα προκαλούσαν επώδυνες αντιδράσεις, μήτε για υπεκφυγές. Ο καλύτερος τρόπος στα δημόσια πράγματα είναι να φέρνεις την αλήθεια απόλυτη στο φως, οποιοδήποτε και αν είναι το κόστος.
Στο νομικό και δικαστικό επίπεδο οι εξελίξεις, όπως αναμενόταν, ήταν ραγδαίες και άμεσες. Το παλιό κατηγορητήριο ενάντια στη Βαλεντίνη και τον Αργύρη, κατέρρευσε και φυσικά η εισαγγελία απέσυρε κάθε κατηγορία. Για την Αριάδνη, δόθηκε αγώνας από τον ποινικολόγο να μην διωχθεί για την ενέργειά της καθώς η μεταμέλειά της και η συμβολή της στην αποκάλυψη της αλήθειας ήταν κορυφαίας σημασίας. Και η ίδια άλλωστε ήταν θύμα εκβιασμού. Ο Αναγνωστίδης ήταν ήδη νεκρός για να υποστεί τις συνέπειες της δικής του συνέργειας με τον Ερμόλαο. Ο δε τελευταίος δεν βρισκόταν πλέον στη ζωή για να βρεθεί αντιμέτωπος με τις συνέπειες των ειδεχθών πράξεών του. Τέλος η οικογένεια του Ανδρέα Καψή ήταν και εκείνη συγκλονισμένη από την αλήθεια που ήρθε στο φως. Η γέφυρα με τα λοιπά μέλη της οικογένειας ρίχτηκε και όλα θα έπαιρναν το δρόμο τους.
Τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν, μια ακόμα φορά, στο χειρισμό της υπόθεσης από τον Ισίδωρο Διοφάντους, του οποίου η δράση και παρέμβαση ήταν καταλυτική για την τελική έκβαση.
Απέμενε το πεδίο κοινωνία. Η ένταση των γεγονότων ήταν τέτοια, που η τοπική κοινωνία δεν είχε ξαναζήσει. Έτσι κι αλλιώς, εδώ και καιρό, η ασάφεια ως προς την αλήθεια, είχε διχάσει την κοινή γνώμη αν και ήταν πολλοί εκείνοι, που καλούσαν για αναμονή και αποφυγή βιαστικών συμπερασμάτων, στάση που δικαιώθηκε στην πορεία των γεγονότων. Έτσι κι αλλιώς θα έπαιρνε πολύ καιρό να κάτσει όλος αυτός ο κουρνιαχτός της δημοσιότητας της υπόθεσης. Όμως, όπως πάντα, ο χρόνος θα γινόταν σύμμαχος όσων άντεξαν την αλήθεια.
…
Τις επόμενες μέρες, η ατμόσφαιρα στο αρχοντικό προσπαθούσε δειλά να επιστρέψει στους ρυθμούς της καθημερινότητας. . Μια προς μία οι σοβαρές εκκρεμότητες έκλειναν. Όμως παρέμεναν ανοιχτές ακόμα πολλές αναταράξεις στις καρδιές όλων σαν αποτέλεσμα της θύελλας, που πέρασαν από πάνω τους.
Εκείνο το απόγευμα διατηρούσε, όπως πάντα, την κάψα του μεσημεριού. Ο ήλιος είχε πάρει το δρόμο του προς το απόγευμα, μα τα χρώματά του κυριαρχούσαν ακόμα στο σπίτι, απλώνοντας σιωπηλά τη ζεστασιά τους στους τοίχους και τα πατώματα. Στην κουζίνα, η Αριάδνη έπλενε τα πιάτα του μεσημεριανού γεύματος. Πλέον η ώριμη γυναίκα είχε, κατά κάποιο τρόπο, γίνει πλέον μέλος της οικογένειας. Εκείνη όμως πάντα κουβαλούσε μέσα της την ενοχή της “προδοσίας” όπως αυτή εκδηλώθηκε στην υπόθεση της αρπαγής του φουλαριού.
Η Βαλεντίνη μπήκε διακριτικά στο δωμάτιο με το αμαξίδιό της. Κατ’ εντολή των γιατρών, είχε μπει σε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα χρήσης των μπαστουνιών μέσα στο σπίτι αλλά και με πρόγραμμα φυσικοθεραπειών, που είχε δρομολογηθεί να ξεκινήσει. Έκατσε δίπλα στο μεγάλο τραπέζι και παρατηρούσε την Αριάδνη.
Εκείνη, κάποια στιγμή ξαφνιάστηκε βλέποντάς την έχοντας γυρίσει προς το μέρος της.
“Κυρία, εδώ είσαστε, δεν σας κατάλαβα; Θέλετε να κάνω κάτι;”
Η Βαλεντίνη την κοίταξε ήρεμα ίσια στα μάτια.
“Αριάδνη, δεν θέλω να φοβάσαι να μου μιλάς, δεν θέλω καμία απόσταση μεταξύ μας…”
Η γυναίκα ξαφνικά ένιωσε αναστολή, χαμήλωσε το κεφάλι και γύρισε προς τον πάγκο της κουζίνας. Παρ’ όλα αυτά απάντησε:
“Όχι φόβος, κυρία Βαλεντίνη… ντροπή είναι! Μια ντροπή που δεν λέει να φύγει…”
“Σε παρακαλώ…”, την έκοψε εκείνη “...δεν θέλω να συνεχιστεί αυτό. Έκανες ένα λάθος κάτω από συνθήκες ακραίου εκβιασμού. Το συζητήσαμε, το αναγνώρισες, ανέλαβες την ευθύνη. Εσύ είσαι εκείνη, που βρήκες το κουράγιο να το διορθώσεις. Κάποιος άλλος στη θέση σου, μπορεί να μη μιλούσε ποτέ! Να μη ρίσκαρε!”
“Φαντάζεστε όμως να έμεναν τα πράγματα όμως έτσι;”
“Εσύ Αριάδνη, φαντάζεσαι να μην είχες καταθέσει επώνυμα ότι εσύ πήρες το φουλάρι;… Λοιπόν;”
“Κυρία, μου δώσατε πίσω την αξιοπρέπειά μου, με τη στάση σας. Μου δώσατε πίσω τη ζωή μου και αυτή του παιδιού μου. Δεν θα το ξεχάσω αυτό, ούτε εγώ ούτε και εκείνος…”
Έμειναν για λίγο σιωπηρές.
“Τώρα είσαι κομμάτι αυτού του σπιτιού, Αριάδνη, αυτό ήθελα να σού μεταφέρω…. Και ...κόψε αυτόν τον πληθυντικό, μού κλέβεις ...χρόνια” της είπε με χαμόγελο στο τέλος.
“Εντάξει Βαλεντίνη μου… Ναι, πλέον αυτό εδώ είναι το σπίτι μου, έτσι πια το νιώθω να είστε όλοι σίγουροι…”
“Μήπως μάς ετοιμάζεις καμιά έκπληξη για το βράδυ; Πεθύμησα τη μυρωδιά από μια πίτα σου…”
…
Η Βαλεντίνη, πήρε το ποτήρι με τον καφέ της και τράβηξε κατά τη βεράντα. Ήταν μια ώρα που οι υπόλοιποι είχαν τις δικές τους ...”αποχωρήσεις” για τους χώρους τους, είτε για μια μικρή σιέστα είτε για κάτι προσωπικό. Η ζέστη δεν έλεγε να μετριαστεί αλλά η πίσω μεγάλη βεράντα του σπιτιού είχε τη δική της δροσιά. Οι λεμονιές είχαν μεγαλώσει και μαζί με τα δύο πεύκα και τα άλλα φυτά κρατούσαν εκεί ένα μικρό “παράδεισο” δροσιάς.
«Ε… και έλεγα, θα ’χω παρέα σήμερα ή θα πιω καφέ μοναχός μου; Κόπιασε, κυρά μου!» Η ζεστή φωνή του Ιάκωβου την υποδέχτηκε ζεστά. Έκανε χώρο εκεί κοντά για να πλησιάσει με το αμαξίδιο σε ένα μεγάλο πέτρινο τραπέζι
“Ιάκωβε, δεν ξεκουράζεσαι;” τον ρώτησε γλυκά καθώς βολεύτηκε. Εκείνος έκατσε σχεδόν απέναντί της.
“Ήρθα εδώ για τον ίδιο λόγο, τον απογευματινό μου καφέ…”
Για λίγο έπεσε ανάμεσά τους μια παράξενη σιωπή. Τα βλέμματά τους δεν έλεγαν ή δεν ήθελαν να χωρίσουν. Σαν να προσπαθούσαν, με τη σιωπή και την έκφραση να πουν όλα όσα ήθελαν.
“Ιάκωβε… καλέ μου, τέλειωσαν όλα, όπως είδες…”
“Κόρη μου...αν μού επιτρέπεις να σε λέω έτσι… ήταν δύσκολα, πολύ δύσκολα, για κάποια στιγμή φοβήθηκα ότι όλα ήταν χαμένα. Ειδικά όταν εκείνος ο εισαγγελέας σάς στρίμωξε με τον Αργύρη…”
“Και εγώ φοβήθηκα, Ιάκωβε! Κι όλοι μας! Και φοβήθηκα και τρόμαξα! Ήταν κάτι πολύ μεγάλο, πολύ σκληρό αυτό που έγινε, σαν να άλλαξε ολάκερη η ζωή μας…”
“Σάμπως αυτό δεν έγινε δα, παιδί μου;”
“Ιάκωβε, θέλω… νιώθω την ανάγκη να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες…”
“Κυρά μου…”
“Άσε με να το πω… πήρες πάνω σου ένα σταυρό μεγάλο. Πήγες να καταστραφείς για να μάς γλιτώσεις…”
«…Εγώ, παιδί μου… τα ψωμιά μου τα ’φαγα. Δεν γινόταν να σας δω στη φυλακή! Ήταν άδικο ήταν ...έγκλημα. Το έκανα με τη συνείδησή μου… δεν ξέρω… δεν είμαι δα και τίποτα σπουδαίο… ένας απλός χωριάτης… αλλά εκεί με οδήγησε το φτωχό μου μυαλό…”
Η Βαλεντίνη είδε αυτόν το γέροντα συγκινημένο, μία ακόμα φορά. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον τρόπο που η καρδιά του έβραζε μέσα του όταν εκείνη ήταν σε καθεστώς πίεσης από το μακαρίτη το θείο της. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του, τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε γλυκά.
“Γέρο μου αγαπημένε, σε ευχαριστώ… είμαστε τώρα εδώ μαζί… όλοι μαζί...και κοιτάμε το αύριο αλλιώτικα… πιο φωτισμένα… και έχουμε δα και ένα καλοκαίρι πίσω μας…”
“Να σε δω να περπατάς, κόρη μου! Αυτό είναι για μένα το καινούργιο μου τάμα, να το δω κι αυτό κι ύστερα θα μπορώ να φύγω ήσυχος…”
“Πάψε Ιάκωβε! Θα το δεις! Θα το δεις και θα το χαρείς αγαπημένε μου…”
...
Το φεγγάρι έλουζε με το φως του απλόχερα την παραλία χαρίζοντας άπλετα ένα λευκοκίτρινο φως. Το μέρος ήταν απόμακρο από βουερές και θορυβώδεις περιοχές και είχε μια υπέροχη ηρεμία και γαλήνη. Τα πλάσματα της νύχτας ήταν εκείνα που κέρδιζαν τις εντυπώσεις με τις δικές τους άριες.
“Πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε δυο μας έναν περίπατο, Ελένη;”
Ήταν ο ένας δίπλα στον άλλον. Περπατούσαν σαν νεαρό ερωτευμένο ζευγαράκι στην άμμο. Συντροφιά τους το μικρό κύμα, που έσκαγε λίγο πριν τα πόδια τους. Η Ελένη δεν μίλησε, εκείνος συνέχισε:
“Τριάντα εννέα χρόνια παντρεμένοι, μια ολάκερη ζωή μαζί και τώρα μας έμελε να ζήσουμε τα ανήκουστα…”, έριξε μια ματιά ψηλά στο φεγγάρι, “...λένε ότι οι μεγάλες δυσκολίες στη ζωή, αυτοί οι φουρτουνιασμένοι κάβοι, φέρνουν τους συντρόφους πιο κοντά… ίσως τα ύστερα τούτα χρόνια να αφήσαμε αποστάσεις να μπουν ανάμεσά μας… η ρουτίνα της ζωής, μια κανονικότητα που μεταβάλλεται σε αποδοχή… όμως η ζωή έχει πάντα τον τρόπο της να μας φέρνει αντιμέτωπους με τις μεγάλες της προκλήσεις για να τις περάσουμε…”
Η Ελένη γύρισε προς το μέρος του με ένα γλυκό βλέμμα, που έβγαζε μια αίσθηση ανακούφισης από κάτι που πέρασε γεμάτο οδύνες.
“Σε ευχαριστώ πολύ, που με εμπιστεύτηκες…”, του είπε και εκείνος ένιωσε μια θέρμη να χαϊδεύει την καρδιά του, “Σε ευχαριστώ που με άφησες να δώσω εγώ την τελευταία αυτή ….μάχη”
“Ελένη, αν ήξερες το φάσμα του τρόμου που φώλιασε μέσα μου σαν πήρες εκείνο το τηλεφώνημα! Πάγωσα! Μού πέρασε πολλές φορές από το μυαλό μια πιθανή τέτοια αναμέτρηση με τον αδελφό σου αλλά όχι κάτω από τέτοιες συνθήκες…”
“Δεν το περίμενα μήτε εγώ αυτό το τηλεφώνημα, Γιώργο… ήταν πάνω από κάθε μου πρόβλεψη. Και εγώ διαφορετικά είχα φανταστεί μια τέτοια συνάντηση και βέβαια όχι κάτω από τέτοιες συνθήκες…”
“Όταν σε είδα να φεύγεις, εκείνο το πρωί, για κάποια δευτερόλεπτα μού πέρασε η σκέψη, ότι μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που σε έβλεπα… τρελάθηκα… μα δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς”
“Και εγώ έτσι ένιωσα. Αλλά αυτό το τετ α τετ το ήθελα. Ήθελα να ξαλαφρώσω. Να του τα πω όλα, κατάμουτρα. Όσα κράταγα μέσα μου τόσα χρόνια.”
“Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί όταν η Βαλεντίνη ξέσπασε… δεν μπορούσα να την κοιτάξω στα μάτια… αν...αν συνέβαινε κάτι δεν είχα τόπο να σταθώ…”
Πάλι μια μικρή σιωπή ανάμεσά τους. Η σκέψη της Ελένης πήγε σε εκείνο το πρωί. Ο διάλογος, η ένταση, η σύγκρουση… ο πυροβολισμός. Έκανε μια ασυναίσθητη κίνηση να κλείσει τα μάτια της. Ο Γιώργος κατάλαβε
“Το θυμάσαι ακόμα ε;”
“Είναι κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ! Νομίζω ότι θα με στοιχειώνει σε όλη μου τη ζωή… όση απέχθεια ένιωθα γι αυτόν τον άνθρωπο, όσο θυμό και οργή, αυτό ήταν κάτι που δεν περίμενα…”
“Ελένη… Ο Ερμόλαος ήταν συγκροτημένος τύπος, εκεί που είχε φτάσει ήξερε ότι αυτός ο δρόμος δεν είχε επιστροφή. Δεν ήταν απ’ αυτούς που μπορούσε να δει τον εαυτό του σε ένα εδώλιο κατηγορουμένου και η ήττα του, η κατάρρευση των σχεδίων του ήταν γκρεμός. Συνεπώς μην έχεις ενοχές για τίποτα…”
“Δεν έχω ενοχές, Γιώργο… εκείνη την τελευταία του στιγμή είδα μπροστά μου τον ...αδελφό μου, το αίμα μου, για ένα κλικ λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη, στη λάμψη των ματιών του είδα κάτι σαν παραδοχή, σαν μετάνοια…”
Ο Γιώργος την κράτησε αγκαλιά. Έμειναν έτσι για λίγο, χωρίς λόγια. Μονάχα ο παλμός του στήθους τους, ένας ήχος από την καρδιά του ενός που άγγιζε την άλλη.
“Αγάπη μου είδες αυτό που ήθελε η καρδιά σου να δει…”
“Μπορεί… αλλά δεν γελιέμαι...”
Η Ελένη έγειρε στον ώμο του.
“Όλα πήγαν καλά, πάψε να τα σκέφτεσαι, πες πως όλα αυτά ήταν μια δοκιμασία, μια εμπειρία ζωής και για μας και για το παιδί μας…”
“Η Βαλεντίνη μας θα περπατήσει, Γιώργο! Γυρίζει στην ενεργή ζωή ξανά! Το πιστεύεις;”
“Η κόρη μας είχε πάντα ενεργή ζωή, Ελένη. Απλά τώρα θα τη ζει σωματικά όπως πρέπει… Ξέρεις πόσο χαίρομαι, που τη βλέπω σε καλά χέρια; Πιστεύω ότι ο Αργύρης μπορεί να γίνει ο άνθρωπός της, να χτίσουν μαζί τα όνειρά τους. Αυτό που πέρασαν, ήταν κάτι σαν καμίνι να τους δοκιμάσει…”
“Συμφωνώ! Και χαίρομαι και εγώ μαζί σου…”
“Έπρεπε να περάσουμε όλο αυτό για να καταλάβουμε ότι η αγάπη είναι ένα βίωμα, που πρέπει να το δείχνουμε καθημερινά, να το ζούμε, να το γευόμαστε;” της είπε. Δεν του απάντησε. Την κράτησε από τους ώμους αναγκάζοντάς την να σταματήσει. Για κάποια στιγμή βρέθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο. Την τράβηξε κοντά του, στην αγκαλιά του.
“Τι κάνεις…;” του είπε αμήχανα. Έφερε το πρόσωπό του τόσο κοντά στο δικό της.
“Πόσο καιρό έχουμε να φιληθούμε, Ελένη! Πόσο και γιατί; Γιατί οι άνθρωποι να περιμένουν να βουλιάξουν στον κίνδυνο, στην απόγνωση και στο φόβο για να νιώσουν πιο κοντά; Γιατί ευνουχίζουν τις ίδιες τις αισθήσεις τους;”
Τα χείλη τους ενώθηκαν τρυφερά. Το γλυκό τους φιλί λες και ξόρκιζε το κακό που πέρασε από πάνω τους. Έμεναν εκεί, λουσμένοι στο φως του φεγγαριού σε μια νύχτα που είχαν πολλά χρόνια να ζήσουν.
…
Το μεγάλο σαλόνι στο αρχοντικό φωτιζόταν απαλά. Οι μεγάλες πόρτες είχαν ανοίξει για να ενωθεί ο χώρος με τη βεράντα, που οδηγούσε στον κήπο. Στο τραπέζι υπάρχουν ποτήρια, μεζέδες και διάφορα γευστικά καλούδια. Το γέλιο δεν λείπει από τη συντροφιά και κάποιες ματιές είναι πολύ πιο στοχαστικές. Η Βαλεντίνη είχε φροντίσει την ατμόσφαιρα, η Αριάδνη είχε κάνει πράξη πολλές από τις επιθυμίες της.
Ήταν όλοι εκεί, η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη, ο Γιώργος, ο Ιάκωβος, η Αριάδνη. Και φυσικά το πρόσωπο αυτής της βραδιάς. Ο Ισίδωρος Διοφάντους με τα ...παιδιά του. Το Ζήση και το Σπύρο. Αύριο το πρωί νωρίς, το πλοίο τους περίμενε για την επιστροφή τους στον Πειραιά. Μια ακόμα αποστολή τους είχε τελειώσει με επιτυχία. Ο Ισίδωρος σήκωσε το ποτήρι του με το κρασί:
“Θέλω να σάς ευχαριστήσω, με την καρδιά μου και εγώ και τα παιδιά, για όλα. Για τον τρόπο, που μάς υποδεχτήκατε, για την αμεσότητα της φιλοξενίας σας, για το χώρο σας. Θέλω να πω ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον καθένα από εσάς. Να είστε σίγουροι ότι η σχέση μας μαζί σας, ξεπέρασε τα στενά επαγγελματικά πλαίσια και έγινε ανθρώπινη, ζεστή, γεμάτη αλήθεια και σεβασμό. Να πιω λοιπόν για τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ζήσαμε όλοι δύσκολες στιγμές αλλά το δίκιο δεν είναι πάντα μήτε λαμπερό μήτε ανώδυνο. Όταν όμως ξεχωρίζει με καθαρή ψυχή, τότε λυτρώνει. Στην υγειά σας λοιπόν…”
Σηκώνει το ποτήρι του, ακολουθούν όλοι. Είναι μια μικρή ανθρώπινη και ζεστή ιεροτελεστία, που στη θέση του τύπου έχουν μπει τα αληθινά αισθήματα. Πρώτη μίλησε η Βαλεντίνη εμφανώς συγκινημένη:
“Κύριε Ισίδωρε… Ζήση, Σπύρο, σας οφείλουμε πάρα πολλά… σώσατε τις ζωές μας… και σας οφείλουμε όχι μόνο για όσα κάνατε αλλά, το κυριότερο, για τον τρόπο που τα κάνατε…”
“Δεν είμαι σωτήρας, παιδί μου. Ήρθα γιατί ήξερα τον πατέρα σου και μέσα από αυτόν έμμεσα και όλους σας. Πέραν όμως αυτού ήρθα για να τελειώσω κάτι, που είχατε αρχίσει εδώ και καιρό με τον Αργύρη, χωρίς εμένα. Δικά σας είναι τα βασικά αποφασιστικά βήματα. Ήσασταν όλοι πιο δυνατοί από όσο νομίζετε”
“Εμείς όμως δεν θα ξεχάσουμε… ούτε το πώς μας σταθήκατε, ούτε το πώς μας κοιτάξατε όταν κάποιοι από εμάς ήδη ήταν χαμένοι” πρόσθεσε με θάρρος η Αριάδνη.
Επιδοκίμασαν και οι υπόλοιποι, ο καθένας με κάτι ξεχωριστό να πει και να εκφράσει. Όλοι! Ο Διοφάντους πλημμύρισε από συγκίνηση:
“Μη με κάνετε και κοκκινίζω τώρα, νιώθω σαν πρωτοετής φοιτητής. Η αλήθεια είναι ότι κάτι τέτοιες στιγμές επιβεβαιώνουν ότι καλώς έκανα τις επιλογές μου στη ζωή. Όταν είσαι χρόνια στις δικαστικές αίθουσες υπάρχει κίνδυνος να έχεις ξεχάσει πώς είναι να σε ευχαριστούν με αλήθεια και ανθρωπιά. Σε ρουφάει αυτό το πράγμα εκεί μέσα παιδιά…” στράφηκε στην Ελένη “…Κάποια ψυχή εδώ, μού είπε ότι γράφεις! Ό,τι κι αν γράφεις, είμαι σίγουρος ότι θα ‘χει μέσα ζωή. Νιώθω τι πέρασες, από αυτή τη δύσκολη πόρτα είχα κάποτε περάσει και εγώ. Κάποιες πληγές, κορίτσι μου, αξίζει να τις αφήνουμε λίγο ανοιχτές για να ανασαίνουν”
Η Ελένη τον κοίταξε με δέος. Ο Ιάκωβος έσκυψε λίγο το κεφάλι, η Αριάδνη έφερε ένα ακόμα δίσκο στη βεράντα. Η φωνή του Ιάκωβου ακούστηκε σπασμένη.
“Θα μας λείψετε, κύριε Διοφάντους… Να έρχεστε! Όλοι σας και τα παιδιά… το νησί δεν ξεχνάει…”
“Το κρατώ και εγώ και τα παιδιά από εδώ, Ιάκωβε. Αλλά με την προϋπόθεση να μην έχει πια σκοτεινά μυστικά αυτό το αρχοντικό...Εντάξει;” απάντησε με μια δόση χιούμορ στο λόγο του.
Τα χαμόγελα απλώθηκαν πιο θαρρετά και σίγουρα. Έτσι μετά από πολύ καιρό. Ο Ζήσης και ο Σπύρος ενώθηκαν με τους νεότερους, τον Αργύρη και τη Βαλεντίνη. Η βραδιά συνεχίστηκε με μια πιο ήσυχη διάθεση, λες και ένα κεφάλαιο έκλεινε ήρεμα και με αξιοπρέπεια.
…
Η επόμενη μέρα ξεκίνησε νωρίς. Είχαν αποφασίσει να φύγουν με το πλοίο της γραμμής, πιο χαλαρά. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει αλλά η ζέστη της ημέρας δεν είχε κάνει ακόμα έντονη την παρουσία της. Ο Ισίδωρος μαζί με τον Ζήση και το Σπύρο ήταν στην αποβάθρα έτοιμοι πλέον να επιβιβαστούν. Μαζί τους ήταν ο Γιώργος, η Ελένη, η Βαλεντίνη και ο Αργύρης. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε έντονα μια λανθάνουσα συγκίνηση.
Ο Γιώργος κάποια στιγμή πήρε τον Ισίδωρο να μείνουν λίγο μόνοι τους, το είχαν ανάγκη:
“Ισίδωρε, θέλω να σε ευχαριστήσω με την καρδιά μου...η παρουσία σου… αν δεν ήσουν εσύ, δεν ξέρω τι μπορεί να είχε γίνει…” του είπε ο Γιώργος.
“Πάψε! Τη δουλειά μου έκανα, Γιώργο, αυτό που όφειλα να κάνω…”
“Ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ τις λέξεις. Έγινες ένα μαζί μας, έγινες μέρος της οικογένειας. Το έζησες όλο αυτό, δεν ήταν ένας κρύος επαγγελματισμός…”
“Γιώργο, μην ξεχνάς, γνωριζόμαστε χρόνια. Τώρα απλά γνώρισα και τους άλλους” τον έπιασε από τους ώμους “...φρόντισε να κρατήσεις τη φωτιά του σπιτιού σας αλλά να μην καείς. Έχεις μια λεβέντισσα γυναίκα και μια υπέροχη κόρη, αγωνίστρια… και απ’ ότι διαπιστώνω και ένα σύντροφο αντάξιό της…”, έριξε μια ματιά στο λιμάνι της Παροικιάς ολόγυρα, “...και το νησί σας βρε αδελφέ! Να το προσέχετε, να το αγαπάτε, μην το βιάζετε με μεγαλόσχημες επενδύσεις και δήθεν αξιοποιήσεις που το έχουν ήδη πληγώσει…”
Αγκαλιάστηκαν θερμά, ο Γιώργος απάντησε:
“Θα τα θυμάμαι, φίλε μου. Σε ευχαριστούμε και πάλι και μόλις κουραστείς από την Αθήνα ...ξέρεις το δρόμο, σε περιμένουμε στο σπίτι ξανά… υπόσχεση;”
“Αυτό ναι σίγουρα!”
“Ε είμαστε και εμείς εδώ… τον πήρες μονοπώλιο”, φώναξε κάποια στιγμή η Ελένη. Σειρά της να τον αγκαλιάσει με θέρμη.
“Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις τελευταίες μεγάλες στιγμές, Ισίδωρε, τις σφράγισες με την παρουσία σου…” του είπε.
“Έγινες δικός μας, ένας από εμάς… να προσέχεις….” ήταν η σειρά της Βαλεντίνης.
Έγιναν όλοι ένα παράξενο κουβάρι. Το σήμα του πλοίου για την αναχώρηση απλώθηκε σε ολάκερο τον κόλπο. Η ηχώ του αντήχησε παντού. Ήταν πια η ώρα. Ο Ζήσης με το Σπύρο πήραν τις αποσκευές τους.
“Και εσείς να προσέχετε, όλοι σας. Τώρα πια είστε στην εποχή που γράφετε τη δική σας ιστορία. Μην αφήσετε κανέναν να την ξαναγράψει για λογαριασμό σας!” τους είπε τρυφερά. Σήκωσε τη βαλίτσα του, “πάμε παιδιά…”. Πήραν το δρόμο ίσια μπροστά. Έφτασαν στον καταπέλτη. Λίγο πριν χαθούν στο εσωτερικό μια στάση από τους τρεις τους, ένα τελευταίο βλέμμα και τα χέρια που απλώθηκαν σαν τα φτερά του γλάρου. Ο καταπέλτης άρχισε να κλείνει. Οι μηχανές ανέβασαν στροφές και η θάλασσα στο λιμάνι αντάριασε. Το πλοίο άρχισε να απομακρύνεται αργά.
Η Βαλεντίνη σκούπισε ένα δάκρυ, “Στο καλό… au revoir Ισίδωρε!”. Ο Αργύρης έβαλε το ένα χέρι του στον ώμο της τρυφερά και το άλλο στο αμαξίδιο. Ο Γιώργος πέρασε το χέρι του από τη μέση της Ελένης τραβώντας την κοντά του. Σιωπή. Μια καινούργια μέρα ξεκινούσε.
...
Το κοιμητήριο στέκονταν ψηλά στο ύψωμα. στη μικρή πλαγιά. Η μέρα είχε αρχίσει να πέφτει προσπαθώντας να πάρει και ένα μεγάλο κομμάτι της αφόρητης ζέστης χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Εκείνο το χρυσό καλοκαιρινό φως, που μαλακώνει τα πάντα είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του στον ουρανό κατά τα Δυτικά. Η γαλήνη έμοιαζε σχεδόν απόκοσμη, με τα κυπαρίσσια να στέκουν σαν σκιές ακίνητες. Οι πατημασιές τους στο δρόμο ηχούσαν λίγο παράξενα.
Η Ελένη με το Γιώργο και η Βαλεντίνη με τον Αργύρη είχαν ήδη ανέβει το δρόμο σιωπηρά. Ο Ιάκωβος είχε μείνει πίσω στο σπίτι, μα τους είχε μιλήσει πιο πριν.
“Μην πάτε να κλάψετε. Μονάχα να τους πείτε ότι η ζωή συνεχίζεται. Και πως τελικά δεν νίκησε το κακό.
Στάθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Καψήδων. Στέκονταν εκεί σεμνός και λιτός.
Στέφανος Καψής: Σύζυγος, πατέρας και παππούς. “Στάθηκες για όλους μας οδηγός” το μικρό αφιέρωμα σκαλισμένο στη μαρμάρινη πλάκα. Οι σκέψεις όλων σιωπηρά πήγαν στις αλήθειες, που ήρθαν στο φως. Σε αυτές, που τόσα χρόνια έστεκαν βαριές στο παρασκήνιο για να εισβάλλουν ξαφνικά βίαια απειλώντας τα πάντα.
“Πατέρα…” ψέλλισε η Ελένη, καθώς άφηνε με ευλάβεια τα κίτρινα χρυσάνθεμα στην πλάκα, “...πόσα πράγματα και οδύνες έκρυβες χρόνια ολάκερα κάτω από την επιφανειακή σου ηρεμία… τα πάθη των ανθρώπων, ο έρωτας κόντρα στις συμβάσεις των ανθρώπων…”
Δίπλα του, λίγο πιο πέρα η Βαλεντίνη Καψή, η λατρεμένη γιαγιά της νεαρής Βαλεντίνης, της χαϊδεμένης της εγγονή. Έσκυψε με ευλάβεια για να αφήσει τα λουλούδια της και να αγγίξει την εικόνα της.
“Γιαγιά μου… νάμαστε πάλι εδώ. Χωρίς εσένα δεν θα ήξερα τι θα γινόμασταν… σε ευχαριστώ για όλα όσα μεγάλα έκανες για μας” ακούστηκε η Βαλεντίνη.
Λίγο πιο πέρα ο Ανδρέας Καψής, ο μεγάλος αδελφός. Με την ορμή του, πολλές φορές την αψάδα του, τις αυταπάτες του, τη σκληρότητα που άφησε να τον τυλίξει και να τον παρασύρει σε επιλογές γεμάτες χολή και πίκρα. Η λάμψη του χρήματος, ένα μονοπάτι που το διάβηκε με τη θέλησή του. Πλήρωσε σκληρά και άδικα πολύ σκληρό τίμημα, ήταν τα λόγια τους. Άναψαν το καντηλάκι, άφησαν το πανέμορφο άρωμα από το θυμιατό να τους αγκαλιάσει.
“Εκείνος;” ρώτησε η Βαλεντίνη
“Στο άλλο μπλοκ πιο κάτω…” απάντησε η Ελένη.
Ένας πολύ απλός τάφος, που έμελε να είναι το τελευταίο και πρόωρο σπιτικό του, έφερε απλά την επιγραφή: Δημήτρης Ερμόλαος, 1968-2025. Τίποτα άλλο. Δεν υπήρχε κανένα λουλούδι, κανένα ίχνος ανθρώπινης επίσκεψης. Λες και ο άνθρωπος αυτός ερχόταν από το πουθενά. Στάθηκαν. Η Ελένη ένιωσε πάλι τη συγκίνηση που της κληροδότησε εκείνο το τραγικό πρωινό.
“Κρίμα… κρίμα πραγματικά. Είχες τη δυνατότητα να διαλέξεις αλλιώς αλλά επέλεξες το μίσος, την εκδίκηση και το σκοτάδι” Η Ελένη πλησίασε, την ακολούθησε η Βαλεντίνη όσο μπορούσε. Ένα μικρό χρυσάνθεμο κύλησε από τα χέρια της Ελένης πέφτοντας στην μαρμάρινη πλάκα. Άφησαν λίγα βλέμματα, μήτε σκληρά μήτε συγκαταβατικά. Όμως βαθιά ανθρώπινα. Η ώρα είχε προχωρήσει και το δειλινό μαρτυρούσε ότι έπρεπε να φύγουν. Η συγκίνησε καταλάγιασε, καμιά κορύφωση δεν ήταν αναγκαία. Καμιά ανάγκη για εξηγήσεις. Ήταν ένα κάλεσμα της ψυχής τους να θυμηθούν όλους αυτούς τους ανθρώπους μετά τα όσα έγιναν. Στάθηκαν όλοι στην κεντρική πύλη του κοιμητηρίου. Ο Γιώργος πήρε το χέρι της Ελένης. Ο Αργύρης με το ένα του χέρι χάιδεψε τα μαλλιά της Βαλεντίνης τη στιγμή που με το άλλο τη βοηθούσε στο αμαξίδιό της. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, που βάφτηκε ροζ και κεχριμπαρένιος.
“Και τώρα;” ρώτησε η Ελένη.
“Τώρα φυσικά πάμε σπίτι”, είπε η Βαλεντίνη “…έχουμε να ζήσουμε.
…
Μια ακόμα μέρα έσβηνε γλυκά μέσα στο καλοκαιρινό σύθαμπο. Κάτι την κρατούσε λες και δεν ήθελε να φύγει ακόμα. Ένα μικρό αεράκι, απόλυτα διακριτικό, με αλάτι από τον κόλπο της θάλασσας, που απλώνονταν χαμηλότερα ερχόταν να αναμιχθεί με το άρωμα του γιασεμιού, που ανέδυε ο κήπος του αρχοντικού. Τα δέντρα λικνίζονταν ευγενικά σε αυτό το καληνύχτισμα του ήλιου, ενώ οι γλάροι μαζεύονταν σιγά-σιγά στα δικά τους λημέρια να ξαποστάσουν από τον κάματο των ωρών. Ο ουρανός έπαιρνε το γνωστό του ανυπέρβλητα όμορφο χρώμα του καθώς η γη άπλωνε τα χέρια της να υποδεχτεί στην αγκαλιά της τον ήλιο. Είχαν κατέβει το διάδρομο από την αυλή του σπιτιού προς την άκρη εκεί, που η γη κόβονταν σε αρκετό ύψος από τη θάλασσα, που έσκαγε κάτω χαμηλότερα στα βράχια της ακτής.
Η Βαλεντίνη καθόταν στο χαμηλό πέτρινο πεζούλι. Το αμαξίδιο είχε μείνει στην αυλή καθώς τα τελευταία μέτρα έξω από τον κήπο τα κατέβηκε ομαλά με τα μεταλλικά της μπαστούνια. Ο Αργύρης έκατσε δίπλα της. Αυτή η στιγμή δεν χρειαζόταν πολλά λόγια. Μια στιγμή ανάπαυλας, μια στιγμή που μπορούσαν, για πρώτη φορά, μετά από τόσο καιρό, να αφήσουν το χρόνο να απλώσει, χωρίς φόβο.
Στα δεξιά τους, στον κόλπο ήδη τα πρώτα φώτα του μικρού οικισμού είχαν αρχίσει να ανάβουν. Στο βάθος πέρα του πελάγους, το πλοίο της γραμμής είχε ήδη πάρει πλεύση προς κάποιο άλλο Κυκλαδίτικο νησί. Τώρα στο λιμάνι στην Παροικιά αλλά και στις άλλες όμορφες παράλιες περιοχές του νησιού, η ζωή θα άρχισε να φουντώνει. Ο ρυθμός της μουσικής, τα ηλιοψημμένα κορμιά να σβήσουν την κάψα της μέρας.
Η Βαλεντίνη ρουφούσε με το βλέμμα όλη τη θέα μπροστά της. Ακούστηκε η φωνή της ήρεμη, γαλήνια:
“Αν μου το ‘λεγες πριν λίγους μήνες, ότι θα το περνούσαμε όλο αυτό, δεν θα το πίστευα. Αν βρισκόταν κάποιος να μου πει τρία χρόνια πρωτύτερα ότι θα ‘ρθει μια μέρα που θα περπατούσα χωρίς το αμαξίδιο, θα γελούσα πικρά…”
Ο Αργύρης ανταποκρίθηκε στο διάλογο:
“Ούτε εγώ. Τότε, θυμάσαι; Όταν ξεκινούσαμε το ταξίδι εδώ; Όλα ήταν σαν σκιές, που δεν άφηναν να δούμε πιο πέρα. Εσύ όμως… τα κοίταξες κατάματα…”
Η Βαλεντίνη έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του. Τον ένιωθε σαν στήριγμά της.
“Ποιος θα μού το έλεγε; Μόνη, ηττημένη στην αρχή, σήμερα με τον επαγγελματικό μου συνεργάτη, να γίνεται ο σύντροφος της ζωής μου…”
“Της ζωής τα παιχνίδια, αγάπη μου και του έρωτα τα τερτίπια… Δεν είσαι μόνη τώρα, μήτε εσύ μήτε εγώ… γιατί και για μένα άλλαξαν όλα, Βαλεντίνη”
“Ναι, δεν είμαι μόνη. Όλο αυτό το πέρασα με κάποιον δίπλα. Με σένα κατά βάση. Με τη μητέρα μου, τον Ιάκωβο, με εκείνους που άντεξαν”
“Δεν ξέρω αν μάς έκανε διαφορετικούς όλο αυτό, αλλά μάς άλλαξε σίγουρα…”
“Ναι… είναι αδύνατο κάτι τέτοιο να περάσει αλώβητο από πάνω σου… Πόσοι άνθρωποι χάθηκαν, Αργύρη, το συνειδητοποιείς; Ο θάνατος, το μίσος, το σκοτάδι, πέρασε από πάνω μας, από δίπλα μας, ρήμαξε ζωές…”
“Τι σκέφτεσαι για μετά; Τι έχεις στο μυαλό σου;” τη ρώτησε.
“Έχουμε τις ζωές μας, έγιναν ένα, έχουμε τη δουλειά μας. Και έχουμε και το Αρχοντικό, Αργύρη. Αυτό το σπίτι κουβαλάει αστείρευτες αναμνήσεις. Τώρα μάλιστα με την αλήθεια για τον παππού μου, που ήρθε στο φως, έγιναν απείρως περισσότερες. Βάλε και το ότι γλίτωσε από την αλλοτρίωση και την καταστροφή. Θέλω να του δώσουμε ζωή, συνέχεια, να το γεμίσουμε με όνειρα”
Ο Αργύρης την κοίταξε ίσια στο πρόσωπο:
“Και τώρα; Σημασία, κορίτσι μου, είναι να σταθούμε και στο τώρα…”
Εκείνη χαμογέλασε ήρεμη “Τώρα… να μάθουμε πάλι να ζούμε! Να ζούμε, Αργύρη, όχι να επιβιώνουμε…” έκανε μια μικρή παύση και συνέχισε “Και αν έχουμε ερωτήματα στο πώς, να το φτιάξουμε μαζί αγάπη μου! Βήμα-βήμα!”
Εκείνος πήρε μια ανάσα βαθιάς ανακούφισης “Θα είμαι κοντά σου! Θέλω να είμαι κοντά σου! Να γίνω μέρος της ζωής σου, της καθημερινότητάς σου. Να σε σπρώχνω όταν κουράζεσαι, να σε κρατάω όταν λυγίζεις. Ή να κάθομαι δίπλα σου, σιωπηλός, όταν απλώς θέλεις να βλέπεις τον ήλιο να φεύγει…”
Γύρισε το κεφάλι της στοργικά προς το πρόσωπό του. Ακούστηκε γλυκιά “...Αυτό υπαινίσσεται κάποια… ας πούμε ...πρόταση, κύριε Ραιδεστέ;”
Ο Αργύρης μένει για λίγο σιωπηλός. Κατεβάζει τα μάτια του. Χαμογελάει σαν μικρό παιδί, που τον ανακάλυψαν “Δεν το είχα προβάρει. Ούτε τις λέξεις, ούτε το πώς θα σταθώ μπροστά σου…” παίρνει μια ανάσα , “Ναι Βαλεντίνη. Σ’ το λέω όπως μου βγαίνει. Θες να γεράσουμε μαζί;”
“Είδαμε τον ήλιο πάλι μαζί! Και δεν μάς τρόμαξε πια το σκοτάδι. Αυτό να μην το ξεχάσουμε ποτέ!”
Ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Για κάποια δευτερόλεπτα οι ματιές τους αναμετρήθηκαν, τα χείλη τρεμόπαιξαν και μισάνοιξαν. Ένα γλυκό αλλά συνάμα δυνατό και εκφραστικό φιλί σφράγισε κουβέντες και όνειρα.
Στην πίσω αυλή ίσως να είχαν ήδη ανάψει τα φώτα. Οι γονείς της και ο Ιάκωβος, μορφές αγαπημένες, τους περίμεναν, ακόμα και η Αριάδνη...
Και έτσι, στο λυκόφως εκείνης της μέρας, το παλιό σπίτι έστεκε πίσω τους όπως πάντα ακλόνητο, σιωπηλό, γεμάτο μνήμες. Ό,τι έπρεπε να ειπωθεί είχε πια ειπωθεί. Ό,τι έπρεπε να πονέσει, είχε πονέσει. Στο αρχοντικό της σιωπής, δεν απέμεναν πια μυστικά. Μονάχα ησυχία και γαλήνη. Μια ησυχία, που δεν τρόμαζε, μα απάλυνε. Και που αγκάλιαζε τρυφερά όσους έμειναν, για να συνεχίσουν.
ΤΕΛΟΣ
Ένα μεγάλο Ευχαριστώ:
Φίλες μου και φίλοι αγαπημένοι, αναγνώστες και επισκέπτες. Για 22 ολάκερα κεφάλαια, (227 σελίδες), μείνατε μαζί μου, στην ανάγνωση και στη συμμετοχή της συζήτησης για αυτό το μυθιστόρημα. Προϊόν μιας αρχικής έμπνευσης για τον 3ο κύκλο του δρώμενού μας "Μια Ιδέα-Μια έμπνευση", που εξελίχθηκε αυθόρμητα και πηγαία σε ένα ολάκερο μυθιστόρημα.
Αγάπησα κάθε σας σχόλιο, κάθε σας προσμονή, αγωνία, συμμετοχή και παρατήρηση. Ένιωσα απόλυτο σεβασμό στον πολύτιμο χρόνο σας, που αφιερώσατε και κοπιάσατε για να είστε εδώ.
Ομολογώ ότι αγάπησα και τους χαρακτήρες αυτού του έργου, θετικούς και αρνητικούς, καθένα για τα δικά του χαρακτηριστικά. Θα μού λείψει αυτή η αναμονή αλλά αυτό το έργο, θα λειτουργήσει ως παρακαταθήκη για το επόμενο.
Μέσα από την καρδιά μου και πάλι σας ευχαριστώ για αυτό το υπέροχο, που έζησα στην αναγνωστική σας αγκαλιά. Συνεχίζουμε στο επόμενο.
Σημειώσεις:
Οι εικόνες αυτόυ εδώ του έργου, δημιουργήθηκαν όλες στην εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης Chatg pt σύμφωνα με τα δικά μου μέτρα και ορισμούς.
Επίσης η γραμματειακή υποστήριξη του έργου (Στοιχεία νομικά-επιστημονικά, αρχειοθέτηση χαρακτήρων και δεδομένων), έγινε με την ίδια εφαρμογή, για της οποία το ρόλο θα κάνουμε κουβέντα σε ένα άλλο ιδιαίτερο θέμα.