H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 11 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Η Βαλεντίνη δέχεται την αήθη επίθεση του θείου της, Ανδρέα Καψή, σε δημόσιο χώρο και θέα, κατά τη διάρκεια μιας έκθεσης ζωγραφικής. Ο Καψής είναι επιθετικός, προκαλώντας την αντίδραση του Αργύρη, ο οποίος μπαίνει αποφασιστικός υπερασπιστής της αγαπημένης του.

Η είδηση της ρήξης κυκλοφορεί στο νησί και γίνεται αντικείμενο σχολίων για τις σχέσεις της οικογένειας. Επίσης γίνεται αντικείμενο συζήτησης και στο εσωτερικό της οικογένειας, όπου τόσο η Ελένη, όσο και ο Ιάκωβος είναι εξοργισμένοι. Ειδικά ο τελευταίος.

Ο Αργύρης αποφασίζει, σε πείσμα των άλλων, να επισκεφτεί τον Ανδρέα Καψή για να τον βάλει προ των ευθυνών του σχετικά με τη συμπεριφορά του. Αναχωρεί για το γραφείο του νωρίς το βράδυ.

Το ίδιο βράδυ απουσιάζει και ο Ιάκωβος ενώ η Βαλεντίνη και η Ελένη περιμένουν με αγωνία την επιστροφή του. Ο Αργύρης θα επιστρέψει και προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του θα ενημερώσει ότι συνάντησε το θείο της, σε κλίμα έντασης και είπε όσα είχε να του πει.

Την επόμενη μέρα θα δεχτούν, νωρίς το πρωί, την επίσκεψη κλιμακίου της αστυνομίας, με επικεφαλής το διοικητή. Εμβρόντητοι θα μάθουν ότι ο Ανδρέας Καψής βρέθηκε στο γραφείο του, δολοφονημένος, με το φουλάρι της Βαλεντίνης να βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος.



Κεφάλαιο 11

Η επόμενη μέρα


“Δεν καταλαβαίνω… Πώς βρέθηκε εκεί το φουλάρι μου, δεν έχω ιδέα” απάντησε κομπιάζοντας με ολοφάνερη έκπληξη, η Βαλεντίνη.

“Στο χώρο που δολοφονήθηκε ο θείος σας βρέθηκε αυτό το γυναικείο φουλάρι, θεωρήσαμε σωστό να σάς ρωτήσουμε αν έχετε κάποια σχέση μαζί του” πρόταξε τη σκέψη του ο αστυνομικός.

“Και τι ήταν εκείνο, που σάς έκανε να σκεφτείτε την κόρη μου κύριε αστυνόμε;” μπήκε στο διάλογο η Ελένη. Εκείνος της έριξε μια ματιά και απάντησε αφοπλιστικά:

“Δεν ρώτησα τυχαία κυρία μου, θα σας διευκρινίσω αυτή μου την ερώτηση αργότερα”


Το σοκ ήταν κάτι παραπάνω από εμφανές σε όλους. Έμοιαζαν σαν αγάλματα ακίνητα και παγωμένα. 

“Πώς έγινε; Πώς τον βρήκατε;” ρώτησε η Ελένη, η οποία ήταν και η μόνη, η οποία διατηρούσε μια δυνατότητα διαχείρισης της κατάστασης.

“Ειδοποιηθήκαμε από την οικογένεια του θείου σας. Ο φόνος έγινε στο γραφείο του χθες το βράδυ…”

“Πώς;” κατάφερε να ψελλίσει η Ελένη νιώθοντας μια ανατριχίλα καθώς όλο και διαπίστωνε ότι μιλούσαν για τον αδελφό της.

“Είχε προηγηθεί πάλη στο χώρο, ο δολοφόνος τον ακινητοποίησε και τον έπνιξε…”

“Ω Θεέ μου!” μόλις κατάφερε να πει η Ελένη ενώ την ίδια στιγμή και η Βαλεντίνη έφερε τα δυο της χέρια στο πρόσωπό της.

“Επιτρέψτε μου να πω…” μίλησε ο αστυνομικός, “...καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο αυτό που κάνω και καθόλου ευχάριστο. Είμαι όμως αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να κάνω κάποιες πρώτες ερωτήσεις…”

“Συνεχίστε κύριε Καραναστάση, κάντε τη δουλειά σας!” απάντησε αποφασιστικά αυτή τη φορά η Βαλεντίνη.

“Κυρία Βαρθαλίτη μπορώ να ρωτήσω, πού ήσασταν χθες το βράδυ;”

Ο Αργύρης πετάχτηκε 

“Τι είναι αυτό τώρα κύριε Αστυνόμε; Για όνομα του Θεού”

“Αργύρη, σε παρακαλώ!” διόρθωσε η Βαλεντίνη, προλαβαίνοντας τον αστυνόμο, που κοίταζε έντονα προς το μέρος του.

“Ήμουν εδώ στο σπίτι μου, κύριε αστυνόμε. Δεν μετακινήθηκα καθόλου” απάντησε.

Ο Αστυνόμος γύρισε και κοίταξε τον συνεργάτη του. Ύστερα κάρφωσε με το βλέμμα του τον Αργύρη.

“Εσείς κύριε Ραιδεστέ;”

“Συναντήθηκα με τον κ. Καψή χθες βράδυ Αστυνόμε”

“Τι ώρα;”

“Γύρω στις εννέα”

“Μόνοι; Θέλω να πω ήταν κάποιος άλλος παρών;”

“Ο δικηγόρος κ. Δημήτρης Ερμόλαος αλλά αμέσως έφυγε”

“Ο σκοπός της επίσκεψής σας;”

“Μια συζήτηση με τον κ. Καψή”

“Με θέμα;”

“Τον τρόπο και τις μεθόδους, που διαχειρίζονταν μια οικογενειακή υπόθεση”

Ο αστυνόμος έριξε μια ματιά στον Ιακωβο, που όλην αυτή την ώρα παρέμενε σιωπηρός και προβληματισμένος. 

“Τι πιστεύετε ότι έγινε αστυνόμε;” ρώτησε η Ελένη

“Ω είναι πολύ νωρίς για κάθε σκέψη… Δεν θέλω να σάς ενοχλήσω άλλο, καταλαβαίνω… Απλά, θέλω να πω κάτι, είναι δυσάρεστο το ξέρω αλλά, με καταλαβαίνετε… Θα ήθελα να μείνετε στο νησί. Κυρία Βαλεντίνη, δεν θέλω να σάς ταλαιπωρήσω. Εκτιμώ την αμεσότητα και την ειλικρίνειά σας, να το ξέρετε. Αύριο θα έρθουμε για επίσημη κατάθεση, μην σάς τραβολογάμε στο τμήμα. Εσείς κ. Ραιδεστέ, θα κληθείτε στο τμήμα, καταλαβαίνετε.


Έφυγαν. Λες και κάτι πάγωσε τις κινήσεις τους. Τέσσερις άνθρωποι. Η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη και ο Ιάκωβος. Σαν αγάλματα. Ένα ολάκερο σπίτι ντύθηκε για λίγο στην απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα απολύτως. Λες και αυτή η σιωπή γινόταν πλέον μόνιμη επωδός στις στιγμές του αρχοντικού. Μόνο οι ανάσες τους. Κανείς δεν περίμενε αυτήν την τροπή στα γεγονότα. Ένα ολάκερο σπιτικό έπεφτε σε μια δίνη με ανυπολόγιστη εξέλιξη και δυναμική. Ένα παρόν γεμάτο οδύνη και ένα αύριο αμφίβολο. Η Ελένη, ήταν η πρώτη, που έκανε κάποια βήματα πιάνοντας το κεφάλι της. Η Βαλεντίνη κίνησε με το αμαξίδιό της κοντά στον Αργύρη. Ο Ιάκωβος προσπαθούσε να κρύψει το τρέμουλο στα άκρα του.


“Ω Θεέ μου…” έσπασε τη σιωπή η φωνή της Ελένης, “...καταλαβαίνετε τι έχει γίνει ή όχι” ακούστηκε προς όλους.

“Ναι μητέρα!” απάντησε η κόρη της, “...το φουλάρι, μάνα! Αργύρη το φουλάρι μου! Είναι τρομερό! Πώς βρέθηκε εκεί; Ποιος το πήρε;”

Ο Αργύρης ήταν βαθειά πεισμωμένος. Προσπαθούσε με κόπο να συγκρατήσει την οργή του.

“Μάς έστησαν, Βαλεντίνη, δεν το βλέπεις!”

“Τι θες να πεις;”

“Είναι ολοφάνερο κορίτσι μου! Το φουλάρι σου δεν το έχασες τυχαία. Το έχασες με πρόθεση! Και η πρόθεση είναι να σε ενοχοποιήσουν, δεν το είδες;”

“Ποιος;”

“Ο δολοφόνος του θείου σου!”

“Μπορεί το φουλάρι με το φόνο να είναι άσχετα μεταξύ τους”, πετάχτηκε ο Ιάκωβος.

“Θέλετε να πείτε….” σχολίασε η Ελένη.

“Θέλω να πω ότι έχουμε οργανωμένη δουλειά εδώ. Δεν περίμενα να φάνε το θείο σου! Με τίποτα! Δεν κολλάει πουθενά!”

“Μην ξεχνάς, ότι έχει ανοιχτές παρτίδες με τους Ιταλούς για τα σχέδιά τους για το ξενοδοχείο, Αργύρη…” είπε η Βαλεντίνη.

“Ναι, πιθανόν! Οι συνεργάτες του;”

“Προφανώς, κάτι δεν πήγε καλά, η ματαίωση των σχεδίων τους”

“Θες να πεις ότι ήταν χωμένος τόσο βαθιά με τέτοιες δεσμεύσεις;”

“Λογικό δεν το βρίσκεις;”

“Θα το εύρισκα λογικό αν δεν υπήρχε στη μέση η ιστορία με το φουλάρι. Δεν ξέρω αν είναι εκεί ο ένοχος!” απάντησε εκείνος.

“Πες τη σκέψη σου, παιδί μου!” ρώτησε η Ελένη.

“Χθες ήμουν στον Καψή. Τον είδα, μιλήσαμε. Με είδαν. Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος ήταν εκεί. Υπήρξε ένταση στην κουβέντα μας… Θα είμαι ο επόμενος στη λίστα των ενόχων. Και μαζί με το φουλάρι που φυτεύτηκε εκεί, μπαίνουμε με τη Βαλεντίνη στο κάδρο των βασικών υπόπτων. Κάποιος προσπαθεί να μας βγάλει απ’ τη μέση!”


Κάτι παγωμένο διάβηκε στο σώμα τους. Άρχισαν να συνειδητοποιούν τα λεγόμενα του Αργύρη για τα καλά. 

“Για ποιο λόγο όλο αυτό;”

Ο Αργύρης χαμογέλασε πικρά, κούνησε το κεφάλι του με αγωνία και είπε:

“Η Μαριλίζα Ξένου!”

“Αργύρη, τι λες;” είπε η Βαλεντίνη, “τι σχέση έχει η Μαριλίζα;”

“Η Μαριλίζα άμεσα δεν έχει. Όμως όλα αυτά δεν τα βλέπω ξεκομμένα από όσα βρήκαμε τελευταια για τη ζωή της και τη σχέση της με τον παππού σου. Κάποιος ενοχλήθηκε από τις έρευνές μας. Ακόμα και ο πελάτης μου, με ευγενικό τρόπο με προειδοποίησε.

“Που το πας, Αργύρη;” ρώτησε ο Ιάκωβος.

“Πάει μόνο του. Κάτι βρίσκεται σαν συνέχεια στη ζωή της Μαριλίζας. Φυσικά ο γιος της. Γιατί να μη μάθουμε γι’ αυτόν; Ποιος ενοχλείται; Από τη μία έχουμε αυτό. Από την άλλη το σπίτι και οι κληρονόμοι. Εσύ, Βαλεντίνη και ο θείος σου. Σταθείτε σε αυτό, μην παίρνετε υπ’ όψη τι έγινε μεταξύ σας. Η διαθήκη ταράζει τα νερά, ανακατεύει την εξέλιξη. Ξαφνικά ο θείος σου δολοφονείται και εσύ, μπαίνεις στο κάδρο των υπόπτων. Μαζί και εγώ. Εγώ βέβαια από ...σπόντα γιατί είμαι δίπλα σου…”

Τον παρακολουθούσαν με προσοχή και έκπληξη. Εκείνος συνέχισε:

“Δύο κληρονόμοι, εκτός μάχης! Ο πρώτος άμεσα και βίαια, ο δεύτερος με έμμεσο τρόπο. Ποιος έχει κίνητρο για κάτι τέτοιο; Ποιος άλλος εκτός από;…”

“Από τον άγνωστο γιο, που ξαφνικά μπαίνει δυναμικά στο προσκήνιο…” ψέλλισε η Βαλεντίνη.

“Ακριβώς αγάπη μου!”

“Και γιατί δεν εμφανίζεται;” πετάχτηκε η Ελένη.

“Γιατί δεν είναι ακόμα η ώρα… γιατί ίσως σχεδιάζει την είσοδό του στη σκηνή με κάποιο άλλο τρόπο” απάντησε ο Αργύρης.

“Άρα… ξέρει!” σχολίασε η Βαλεντίνη.

“Ξέρει ναι… ξέρει τα πάντα… έχει μελετήσει τα πάντα… και έρχεται να παίξει το δικό του σκάκι για να βγάλει τα πιόνια εκτός μάχης…” απάντησε ο Αργύρης.

“Ναι αλλά η αστυνομία, υποπτεύεται εσάς!” παρενέβη ο Ιάκωβος.

“Η αστυνομία δεν ξέρει την ιστορία του νόθου γιου”

“Μήπως πρέπει να μάθει;” μίλησε η Βαλεντίνη.

“Φυσικά και θα μάθει”, συμπλήρωσε ο Αργύρης, “και έπειτα ξεχνάτε και κάτι άλλο, που μάς έχει διαφύγει εντελώς…”

“Τι θέλεις να πεις;” ρώτησε με απορία η Βαλεντίνη.

“Η δολοφονία του Διονυσίου, Βαλεντίνη!”

“Τι σχέση έχει αυτό τώρα;” απόρησε εκείνη.

“Σοβαρά το ρωτάς; Ο τύπος έρχεται στο νησί. Έρχεται και σε βρίσκει. Εσένα! Και είναι ...κάπως, αφήνει υπονοούμενα για το ατύχημά σου. Και στη συνέχεια μόλις τον αναζητάς, αρνείται κάθε κουβέντας και ύστερα δολοφονείται, Βαλεντίνη! Γιατί;”


Οι τρεις τους ήταν έκπληκτοι με τη δομή της σκέψης του Αργύρη. Ο αγαπημένος της, έδειχνε θαυμαστή διορατικότητα να μπορεί να μαζέψει και να ενοποιήσει όλα αυτά τα γεγονότα, που έδειχναν ασύνδετα αλλά κάθε άλλο παρά πιθανά να ήταν.

“Αργύρη… ως πού θέλεις να φτάσεις τη σκέψη σου; Για όνομα του Θεού!” μίλησε ταραγμένα η νεαρή γυναίκα, που δεν τολμούσε να ανοίξει περαιτέρω τη σκέψη της.

“Βαλεντίνη…”, την κοίταξε ίσια στα μάτια, οι άλλοι γύρω του κοίταζαν σαν χαμένοι. 

“...Δεν ξέρω...ίσως…κάτι ήθελε να πει ο Διονυσίου και κάποιον ή κάποιους φόβισε… έτσι τον έβγαλαν από τη μέση…”

“Να έλεγε τι, παιδί μου;” ακούστηκε ξεψυχισμένη η φωνή της Ελένης.

Ο Αργύρης κόμπιασε για λίγο. Ήξερε, ένιωθε ότι έμπαινε σε μονοπάτια χωρίς επιστροφή. Οι συλλογισμοί του έβαζαν φωτιά στις ζωές των ανθρώπων, με τους οποίους είχε συνδεθεί άμεσα τελευταία. Όμως το ένστικτό του φώναζε ότι αυτή η ιστορία είχε πολύ μεγάλο κύκλο και πήγαινε πολύ μακριά.

“Αγάπη μου, θα σου πω κάτι, μια σκέψη… δεν είμαι σίγουρος… βέβαια κάποια πράγματα δεν φαίνεται να κολλάνε αλλά πρέπει να είσαι όμως ψύχραιμη…”

Κρεμάστηκαν απ’ το στόμα του.

“Ίσως δεν ήταν ο θείος σου ο πρώτος στόχος να βγείτε από τη μέση… Ίσως προηγήθηκε η δική σου στοχοποίηση…”


Όλοι ένιωσαν βαθιά μέσα τους τι ήθελε να πει, τι υπαινίχτηκε. Η Βαλεντίνη έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Ο Αργύρης έσπευσε να την αγκαλιάσει.


Η Ελένη έδειξε αποφασιστική. Σηκώθηκε.

“Τι κάνεις μάνα;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Παιδί μου είναι ώρα να ειδοποιήσω τον πατέρα σου. Πρέπει άμεσα να έρθει εδώ. Και όχι μονάχος. Με ένα δικηγόρο, που θα αναλάβει την κάλυψή σας”

“Έχει δίκιο η μάνα σου, κόρη μου. Τα πράγματα αγρίεψαν. Θα χρειαστείτε κάποιον που θα σάς υποστηρίξει” σχολίασε ο Ιάκωβος εμφανώς προβληματισμένος.


Οι ενέργειες της Ελένης Καψή ήταν άμεσες. Ο άντρας της, ο Γιώργος Βαρθαλίτης, πληροφορήθηκε σοκαρισμένος τις τελευταίες εξελίξεις. Ήταν το τελευταίο πράγμα, που θα μπορούσε να ακούσει. Η κόρη του μπλεγμένη με το φόνο του θείου της. Ήταν απίστευτο, ήταν ολοφάνερα επικίνδυνο και ακραίο. Η οικογένειά του ήταν σε άμεσο κίνδυνο. Το ένστικτό του το καταλάβαινε απόλυτα. Κινήθηκε άμεσα στον επαγγελματικό του χώρο. Το πρώτο τηλέφωνο, που έκανε ήταν στον γνωστό ποινικολόγο και στενό φίλο του, Ισίδωρο Διοφάντους. Ένας διαπρεπής και έμπειρος νομικός. Συναντήθηκαν και το μήνυμα, που πέρασε ο Γιώργος Βαρθαλίτης ήταν ότι η κόρη του κινδυνεύει άμεσα. Είχε τα πρώτα στοιχεία από τη γυναίκα του για τα τεκταινόμενα αλλά πρόσβαση σε λεπτομέρειες δεν είχε κανείς τους. Συνεπώς η αναχώρησή τους στο νησί ήταν όχι απλά επιβεβλημένη αλλά έπρεπε να γίνει χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή. Ήταν τυχερός καθώς ο Διοφάντους, δεν είχε άλλη υποχρέωση να τρέχει και έτσι, ανεπιφύλακτα, δέχτηκε ολόψυχα να συστρατευθεί στην νομική κάλυψη της κόρης του φίλου του, την οποία γνώριζε και ο ίδιος. Ο ποινικολόγος μίλησε λίγες ώρες μετά με όλους και οι οδηγίες του ήταν σαφέστατες. Στις πρώτες καταθέσεις να είναι άκρως επιφυλακτικοί και να ζητήσουν τη νόμιμη διορία για να επεξεργαστούν και να υποβάλλουν τις θέσεις τους. 


Πρώτες καταθέσεις-πρώτες σκέψεις


Όπως είχε ήδη προαναγγείλει, ο αστυνόμος Γιώργος Καραναστάσης, επισκέφτηκε με όλη την τυπική νομοτέλεια το αρχοντικό για να πάρει με τους δύο συνεργάτες του, την πρώτη επίσημη κατάθεση από την Βαλεντίνη.


“Κυρία Βαρθαλίτη, πριν ξεκινήσουμε, θα ήθελα να σάς πω ότι γνωρίζω την οικογένειά σας και συγκεκριμένα το θείο σας. Έχω κάθε σεβασμό απέναντί σας αλλά είμαι αναγκασμένος να κάνω το καθήκον μου, καταλαβαίνετε…”

Ήταν απολογητικός, ανθρώπινος αλλά αυτό δεν θα τον καθιστούσε καθόλου δοτικό απέναντί τους. Κάθε άλλο μάλιστα. Ο αστυνόμος υπήρξε άτεγκτος και σκληρός, θα έλεγε κανείς στις ερωτήσεις του, όπως και οι συνεργάτες του. Ξεκίνησε με τα τυπικά, ερωτήσεις διευκρινιστικές. Στη συνέχεια πέρασε στις σχέσει της με το θύμα. Ήταν πληροφορημένος.

“Κυρία Βαρθαλίτη, εδώ και καιρό βρισκόσαστε σε διαμάχη με το θείο σας για κληρονομικά ζητήματα, είμαι σωστά πληροφορημένος;”

Η Βαλεντίνη δεν είχε τίποτα να κρύψει, μήτε είχε την πρόθεση να το κάνει. Η στάση της ήταν ξεκάθαρη και ανοιχτή.

“Ναι είμαστε σε ρήξη, σωστά γνωρίζετε…”

‘Το διακύβευμα της ρήξης είναι θαρρώ η τύχη του παρόντος σπιτιού;”


Μίλησαν για την υπόθεση. Η Βαλεντίνη παρουσίασε αναλυτικά την υπόθεση της σύγκρουσης με το θείο της. Τα ερωτήματα συνεχίστηκαν.

“Πριν λίγο καιρό, είχαμε τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου, του ανθρώπου, που προκάλεσε το τραγικό τροχαίο ατύχημα με σάς θύμα, προσπαθούσατε να επικοινωνήσετε μαζί του, το θυμάστε ναι;”

“Κύριε Αστυνόμε, τι σχέση έχει αυτή η υπόθεση με το φόνο του θείου μου, δεν καταλαβαίνω” Η Βαλεντίνη θυμήθηκε άμεσα την υπόθεση που είχε κάνει ο αγαπημένος της εντελώς πρόσφατα.

“Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή για μάς, ψάχνουμε τα κίνητρα”

“Δεν πιστεύω να… αν είναι δυνατόν”, του είπε. Ο αστυνόμος το προσπέρασε ψυχρά για να κάνει την επόμενη ερώτηση.

“Πριν λίγες μέρες, στο φουαγιέ ενός ξενοδοχείου, είχατε μια έντονη σκηνή με το θύμα, σωστά;”

“Ναι, η στάση του ήταν ακραία προκλητική και ήταν εκείνος, που τη δημιούργησε”

“Μπορείτε να γίνεται πιο σαφής;”

“Προσωπικά ουδέποτε προκάλεσα το θείο μου. Η στάση μου ήταν συναινετική. Εκείνος πάντα, τον τελευταίο καιρό δημιουργούσε επεισόδια, έφτασε να το κάνει και σε δημόσιο χώρο”

“Μας είπατε ότι τη νύχτα του φόνου, δεν βγήκατε από το σπίτι σας”

“Ναι, δεν βγήκα”

“Υπάρχει κατάθεση μάρτυρα, που σάς είδε το επίμαχο βράδυ να μπαίνετε με τον κύριο Αργύρη Ραιδεστό στο γραφείο του θείου σας!”


Η Βαλεντίνη έμεινε άναυδη. Στη σκέψη ήρθαν τα λόγια του αγαπημένου της, (Θέλουν να μάς βγάλουν από τη μέση…)

“Τι λέτε αστυνόμε; Ποιος το λέει αυτό; Είναι ψέματα!” φώναξε έντονα.

“Η κατάθεση του μάρτυρα είναι στοιχείο της δικογραφίας, όμως υπάρχει…”

“Η κατάθεση είναι ψεύτικη και με δολερή πρόθεση!”

Ο Καραναστάσης κοίταξε τον συνεργάτη του εύλογα. Ήρθε η επόμενη ερώτησή του.

“Το φουλάρι σας; Μπορείτε να μάς εξηγήσετε πώς βρέθηκε στο γραφείο του θείου σας;”

“Η εξήγηση είναι ίδια με την ιστορία του μάρτυρα, αστυνόμε. Κάποιος μεθοδεύει την ενοχή μας…”

“Αναφέρεστε σε πληθυντικό αριθμό…”

“Μην παίζουμε με τις λέξεις αστυνόμε. Ο σύντροφός μου, ο κ. Ραιδεστός είναι στη λίστα των ανθρώπων, που θα σάς απασχολήσουν. Θα σάς δώσω τα ονόματα των καταστημάτων, που επισκεφτήκαμε εκεί όπου έχασα το φουλάρι μου, για τις ενέργειές σας”

“Θα ήταν χρήσιμο… να τελειώσουμε με μια ερώτηση ακόμα. Ποιος πιστεύετε ότι μπορεί να είναι ο  δολοφόνος του θείου σας”

“Ακούστε, πίσω από το θείο μου, υπάρχει ένα παρασκήνιο. Επαγγελματικό αλλά και πίσω από την οικογένειά μου ένα ακόμα σοβαρότερο. Επιφυλάσσομαι προς το παρόν… θα επανέλθω με το σχετικό έγγραφο υπόμνημά μου”, (Οι προφορικές συμβουλές του ποινικολόγου Διοφάντους...)

“Σάς ευχαριστώ πολύ για τη συνεργασία, να σάς ενημερώσω ότι δεν μπορείτε να φύγετε από το νησί. Επίσης να είστε έτοιμη γιατί πιθανά θα παρουσιαστείτε στον ανακριτή, δεν έχουμε κάτι άλλο τώρα”


Η Βαλεντίνη ένιωσε ένα σφίξιμο στο άκουσμα της λέξης “ανακριτής”. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο και προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία της.


Τα πράγματα για τον Αργύρη στη διαδικασία της δικής του πρώτης κατάθεσης δεν ήταν και δεν πήγαν καθόλου καλά. Ήταν πολύ στριμωγμένος από τις ενδείξεις των γεγονότων:

“Κύριε Ραιδεστέ, στο επεισόδιο του ξενοδοχείου με το θύμα μιλήσατε ότι θα τα πείτε μαζί. Η στάση σας μπορεί να θεωρηθεί ότι έκρυβε κάποια απειλή, πώς το εξηγείτε;” ήταν ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα των αστυνομικών.

“Η συμπεριφορά του Καψή απέναντι στην κ. Βαρθαλίτη ήταν αισχρή, απλά προσπάθησα να τον σταματήσω, θα σάς το επιβεβαιώσει και ο δικηγόρος του, άλλωστε και αυτός το ίδιο έκανε αλλά ματαίως…”

“Τι σκοπό είχατε με την επίσκεψή σας στο γραφείο του;”

“Να κάνω μια ανοιχτή κουβέντα μαζί του, να μπει ένα όριο στην αντιπαράθεσή του με την ίδια”

“Λειτουργείτε εξ ονόματός της;”

“Λειτουργώ ως σύντροφός της!”

“Βρεθήκατε στο γραφείο του περίπου την ώρα του φόνου, το ξέρετε;”

“Για να το λέτε. Όταν έφτασα ήταν εκεί ο δικηγόρος του, ο οποίος αποχώρησε και μείναμε μόνοι”

“Πήγατε μόνος σας;”

“Φυσικά!”

“Υπάρχει κατάθεση ότι πήγατε στο γραφείο του με την κ. Βαρθαλίτη”

“Να σας θυμίσω κ. Αστυνόμε ότι η κ. Βαρθαλίτη, κινείται με αμαξίδιο, σάς διαφεύγει;”

“Καθόλου κ. Ραιδεστέ! Το γραφείο του κ. Καψή διαθέτει ασανσέρ και είσοδο προσπελάσιμη σε άτομα με πρόβλημα στην κίνηση”


Ο Αργύρης ένιωσε την ίδια οργή και αηδία στο άκουσμα αυτής της διατύπωσης, με τη Βαλεντίνη. Μέσα του πια ήταν σίγουρος για όλα! 

“Τότε γιατί δεν την είδε ο κ. Ερμόλαος; Ήταν παρών όταν έφτασα, λογικά θα έχετε την κατάθεσή του…” απάντησε κατηγορηματικά. Αρνήθηκε βέβαια και κατήγγειλε σχέδιο ενοχοποίησής τους.

“Με ποιο σκοπό να γίνει κάτι τέτοιο;” ρωτήθηκε.

Επιφυλάχτηκε να απαντήσει επίσημα με το δικό του υπόμνημα εγγράφως για να συμπεριλάβει όλο το σκεπτικό του.

“Η ατμόσφαιρα στην κουβέντα σας σε ποια πλαίσια κινήθηκε;” ρωτήθηκε.

“Αν ρωτάτε αν τσακωθήκαμε ναι! Οι τόνοι ανέβηκαν πολύ! Ήταν εριστικός, προκλητικός όπως πάντα”

“Ήρθατε σε σωματική εμπλοκή κ. Ραιδεστέ;” ήταν το άμεσο ερώτημα.

“Αν εννοείτε ότι έπεσε ...ξύλο αστυνόμε μεταξύ μας όχι! Τα πέτα από τα ρούχα μας ναι, υπέφεραν λίγο γιατί ο Καψής άπλωνε τα χέρια του πολύ!”


Οι αστυνομικοί έκλεισαν τον κύκλο της πρώτης κατάθεσης από τον Αργύρη. Ακολούθησε η ίδια οδηγία και στον ίδιο να μην απομακρυνθεί από το νησί. 

“Κύριε Καραναστάση, με θεωρείτε ύποπτο;”

Ο αστυνόμος χαμογέλασε, η απάντησή του ήταν μάλλον διπλωματική.

“Κύριε Ραιδεστέ, δεν μελετάμε πρόσωπα αλλά γεγονότα. Χωρίς συναισθηματικές επιρροές, μόνο αυτά”

“Μπορώ να πηγαίνω;”

“Ναι φυσικά, θα ακολουθήσουν πιο επίσημες διαδικασίες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και σύμφωνα με τις έρευνές μας”


Ο Αργύρης έφυγε προβληματισμένος. Δεν ήταν αφελής να πιστέψει ότι οι ενδείξεις ήταν σε βάρος του. Και μάλιστα σημαντικές. Ήταν όμως αποφασισμένος να τις αντικρούσει και να υπερασπίσει, τόσο τον εαυτό του όσο και τη Βαλεντίνη, που βρισκόταν και εκείνη στην ίδια δίνη κινδύνου. Εκείνο που τον εξόργιζε και τον ανησυχούσε ήταν η αναφορά της αστυνομίας σε μαρτυρία, που τους έφερνε, με τη Βαλεντίνη, μαζί στο γραφείο του Καψή. Ποιος μπορούσε να το κάνει αυτό; Ήταν φανερά ψευδομαρτυρία με σκοπό ενοχοποίησης. Ποιος θα μπορούσε να το στήσει; Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος ήταν παρών στο γραφείο του Καψή όταν έφτασε εκείνος. Από την άλλη σκέφτηκε ότι, ο δικηγόρος αποχώρησε μετά από λίγο. Και ναι μεν στην αρχή θα βεβαίωνε ότι ο Αργύρης ήταν μόνος αλλά μετά; Κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Βαλεντίνη ήρθε μετά.  Αλλά δεν έστεκε καλά μια τέτοια λογική. Ήταν μπερδεμένος αλλά συνειδητά θα πήγαινε σε έναν αγώνα για την αλήθεια. Υπερασπιζόμενος φυσικά τον εαυτό του αλλά και τη γυναίκα που είχε μπει στη ζωή του.


Ακολούθησαν οι επίσημες καταθέσεις της Ελένης Βαρθαλίτη και του Ιάκωβου Δεπόντη. Δεν είχαν φυσικά να προσθέσουν κάτι το ιδιαίτερο στην υπόθεση πέραν του να βεβαιώσουν, ειδικά η μητέρα της, το ότι η Βαλεντίνη, δεν έφυγε καθόλου από το σπίτι της τη βραδιά του φόνου.


“Κύριε διοικητά τι λέτε; “ ήρθε ευθέως η ερώτηση από τον συνεργάτη του Καραναστάση. Στο γραφείο του, η ομάδα του, προσπαθούσε να κάνει μια πρώτη αποτίμηση της κατάστασης. Ο διοικητής, δεν απάντησε στο ερώτημα αλλά διατύπωσε ένα άλλο:

“Έχουμε την ιατροδικαστική εξέταση;”

“Ναι! Είναι στο γραφείο σας”

“Τι λέει, Βάνα;”

“Ο θάνατος προήλθε από πνιγμό, με τα χέρια. Μάλιστα, με κάποια λαβή πάλης, όχι με τον πιο αυθόρμητο τρόπο. Δεν χρησιμοποιήθηκε αντικείμενο. Τα στοιχεία σύγκρουσης δεν είναι πολλά. Δεν είχαμε δηλαδή μεγάλη πάλη. Ο δράστης αιφνιδίασε τον Καψή. Παραβίαση ή ίχνη διάρρηξης δεν έχουμε”

“Μάλιστα…”, είπε ο διοικητής ξεφυσώντας, “Τι άλλες καταθέσεις έχουμε;”

“Την κατάθεση του μάρτυρα έξω απ’ το γραφείο για την είσοδο σε αυτό ενός άντρα, που συνόδευε μια γυναίκα με αμαξίδιο…”


Ο Καραναστάσης άρχισε να γυροφέρνει στο γραφείο εμφανώς προβληματισμένος. Προσπαθούσε να σχηματίσει ένα πρώτο γύρο σκέψεων, τις οποίες άρχισε να λέει φωναχτά με τους συνεργάτες του.

“Θα περιμένουμε τις πλήρεις εξετάσεις του ιατροδικαστή και την εξέταση DNA της ανιψιάς του και του Ραιδεστού. Η Βαρθαλίτη είχε κίνητρο απέναντι στο θείο της. Όπως είχε κίνητρο και απέναντι στο Διονυσίου. Ήταν ο άνθρωπος που την άφησε ανάπηρη και ο θείος της αυτός που την απειλούσε ωμά. Η ίδια φυσικά είναι ανίκανη να δράσει αλλά αυτός ο Ραιδεστός είναι παντού μέσα…”


Ο Διοφάντους αναλαμβάνει δράση


Οι μέρες που περνούσαν επιτάχυναν τις εξελίξεις δίνοντάς τους μια καταιγιστική εξέλιξη. Και οι ενδείξεις γίνονταν όλο και πιο άσχημες. Κύρια για τον Αργύρη και δευτερευόντως για τη Βαλεντίνη. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε στοιχεία από το DNA του στα ρούχα του θύματος. Πέραν της δικής του ομολογίας για την επίσκεψή του στον Καψή ήταν και η κατάθεση του μάρτυρα, που έκαιγε και τους δύο. Ο Ερμόλαος, ο δικηγόρος κατέθεσε μεν ότι ο Αργύρης ήρθε μόνος στο γραφείο του Καψή αλλά ότι αποχώρησε αμέσως, κάτι που ήταν αλήθεια. Στη συνέχεια, η οικογένεια του Καψή τον όρισε ως νομικό συμπαραστάτη στην υποστήριξη κατηγορίας.

Ο Ισίδωρος Διοφάντους ήρθε άμεσα με τον Γιώργο Βαρθαλίτη, τον πατέρα της Βαλεντίνης από την Αθήνα. Ζήτησε άμεσα να ενημερωθεί για όλο το φάσμα της πολύκροτης αυτής υπόθεσης και τον ενημέρωσαν αναλυτικά για όλα, εμμένοντας τόσο στο θέμα της διαθήκης όσο και στο θέμα της παράνομης σχέσης του Στέφανου Καψή αλλά και τον νόθο γιο του.


Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη πήραν προθεσμία για να παρουσιαστούν και να απολογηθούν στον ανακριτή. Τις απολογίες τους ετοίμασε και οργάνωσε διεξοδικά ο ποινικολόγος, ο οποίος συμπεριέλαβε σε αυτές όλες τις τελευταίες ενέργειές τους και τι ακριβώς είχαν ανακαλύψει.


Το κλίμα και για τους δύο δεν ήταν καλό στον ανακριτή και η ατμόσφαιρα που υπόβοσκε και διέρρεε ήταν ότι θα είχαμε ευθεία παραπομπή του Αργύρη Ραιδεστού για φυσική αυτουργία στο φόνο του Καψή και της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη ως συναυτουργό. Η προφυλάκιση, για τον Αργύρη ήταν κάτι παραπάνω από δεδομένη.


Όμως ο Διοφάντους έδωσε σκληρή μάχη για να υπερασπίσει τους πελάτες του. Προέβαλε στον ανακριτή όλα τα στοιχεία, τα οποία προκάλεσαν ρωγμές στη σχηματοποιημένη εντύπωση. Μάλιστα έμεινε ιδιαίτερα στη βραδιά του φόνου ενώπιον του ανακριτή:


“Κύριε Ανακριτά, έχετε τη μαρτυρία ότι η πελάτης μου, η κ. Βαρθαλίτη, ήταν παρούσα με τον κ. Ραιδεστό στην επίμαχη επίσκεψή του στο γραφείο του θύματος. Η κ. Βαρθαλίτη κινείται με αμαξίδιο. Ανέβηκε λοιπόν στο γραφείο, με τη συνοδεία του κατηγορουμένου και έγινε ...θεατής της φονικής σύγκρουσης των δύο αντρών, όπου μάλιστα ξέχασε και το φουλάρι της. Πώς τώρα, κ. Ανακριτά, είναι δυνατόν, μέσα σε μια τόσο φονική συμπλοκή, σε ένα κλειστό γραφείο, να έμεινε η ίδια αλώβητη, ατσαλάκωτη; Απλώς θεατής; Το θύμα, κ. Ανακριτά ήταν εύσωμος άντρας και σε πολύ καλή φυσική κατάσταση, παρά τα χρόνια του. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε ότι ο δολοφόνος ήταν πιο ψηλός και φυσικά πιο χειροδύναμος άντρας από το θύμα. Μάλιστα και η θανάσιμη λαβή ήταν ...μελετημένη, καθόλου τυχαία. Βλέπετε αυτά τα χαρακτηριστικά στον σωματότυπο του κ. Ραιδεστού;…”


Ήταν πραγματικά “ποταμός” και τα στοιχεία του δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα μήτε από τον ανακριτή μήτε από τον εισαγγελέα. Η τελική απόφαση ήταν μια πρώτη θετική νίκη της υπεράσπισης. 


Στο αρχοντικό, πρώτος έφτασε ο Ισίδωρος Διοφάντους. Όλη η οικογένεια, η Ελένη, ο άντρας της ο Γιώργος και ο Ιάκωβος ήταν κρεμασμένοι από τα χείλη του. Περίμεναν με έκδηλη αγωνία για να μάθουν την απόφαση. Ο ποινικολόγος μπήκε με ένα συγκρατημένο χαμόγελο:

“Ισίδωρε, τι έγινε;” έπεσε πάνω του ο Γιώργος.

“Ησυχάστε! Πετύχαμε ένα βήμα που είναι σημαντικό”

“Τους κατηγορούν, επιμένουν;” ρώτησε σχεδόν τρέμοντας ο Ιάκωβος.

“Ναι Ιάκωβε. Παραπέμπονται ο Αργύρης για φόνο και η Βαλεντίνη για συναυτουργία…”

Η Ελένη λύγισε, ο Ιάκωβος ακόμα περισσότερο, μόνος ψύχραιμος εξωτερικά τουλάχιστον ήταν ο Γιώργος.

“Θεέ μου, είναι τρελοί, δεν βλέπουν;” ψέλλισε ο Ιάκωβος

“Ακούστε! Αποφύγαμε πολύ χειρότερα πράγματα. Δεν έχουμε δόλο στο φόνο και το κυριότερο, δεν έχουμε προφυλάκιση! Αυτό είναι νίκη μας!”

Πήραν όλοι μια ανάσα εκτός από τον Ιάκωβο, που έδειχνε καταβεβλημένος. Ο Διοφάντους συνέχισε:

“Θα πληρώσουμε εγγύηση βέβαια και έχουμε κατ’ οίκον περιορισμό και για τους δύο”

Έσφιξαν τα χέρια του με ευγνωμοσύνη.

“Χάρη σε σένα Ισίδωρε!” είπε ο Γιώργος.

“Χάρη στην αλήθεια, Γιώργο! Θα τους έχουμε κοντά μας. Θα μπορέσουμε να παλέψουμε, να βρούμε στοιχεία, να γκρεμίσουμε τη σκευωρία. Πρέπει να έχετε δύναμη…”


Μέσα στο γενικό κλίμα θλίψης, φάνηκαν κάποια αδιόρατα δειλά χαμόγελα, σαν το πρώτο φως της αυγής ανήμπορο ακόμα να νικήσει ολότελα το σκοτάδι της νύχτας. Μονάχα ο Ιάκωβος έστεκε κάπως πιο καταθλιπτικός.

“Ιάκωβε, τι συμβαίνει; Δεν είναι όλα χαμένα! “ τον πλαισίωσε η Ελένη.

“Δεν το περίμενα αυτό, κυρά μου, δεν μπορώ να το δεχτώ. Η κόρη μας κατηγορούμενη αλλά και αυτό το παλικάρι, ο Αργύρης; Ύποπτος για φόνο; Ένας άνθρωπος, που ήρθε κοντά μας να στηρίξει το κορίτσι μας και αντιμετωπίζει σήμερα τέτοια κατηγορία. Είναι από τα άγραφα!”

Η Ελένη τον αγκάλιασε, τον είδε που έτρεμε.

“Καλέ μου Ιάκωβε. Σκέφτεσαι πια σαν δεύτερος πατέρας μας. Μην απελπίζεσαι. Μια σκευωρία είναι, θα βγάλουμε την αλήθεια στο φως…”

Έσυρε τα βήματά του προς την έξοδο. Ένιωθε την ανάγκη να μείνει μόνος, σαν το πληγωμένο ζώο, που αποσύρεται στη φωλιά του για να γλύψει τις πληγές του.


Η επόμενη μέρα στο αστυνομικό τμήμα, βρήκε τον Καραναστάση στη θέση του. Η ομάδα του είχε λίγο χαλαρώσει καθώς πλέον οι πρωτοβουλίες πήγαιναν και στο δικαστικό κομμάτι χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ολοκλήρωσαν το έργο τους, κάθε άλλο. Ο προβληματισμός του ήταν έντονος. Αυτός ο αυτόκλητος υπερασπιστής, ο Αργύρης Ραιδεστός ήταν εκτεθειμένος μέχρι τα μπούνια αλλά απ’ την άλλη δεν ένιωθε και απόλυτα σίγουρος για την ενοχή του με το χέρι στην καρδιά. 


Αυτές του τις σκέψεις, διέκοψε ένας αστυφύλακας, που μπήκε στο γραφείο του:

“Κύριε διοικητά, έξω είναι κάποιος και θέλει να σας δει προσωπικά…”

“Πες του ότι είμαι απασχολημένος, να δει τον αξιωματικό υπηρεσίας”

“Θέλει να σας δει για την υπόθεση του Καψή!”

Ο αστυνόμος ένιωσε έναν συναγερμό να χτυπάει μέσα στο κεφάλι του.

“Πες του να περάσει!”

Η έκπληξή του ήταν αρκετή όταν μπροστά του στάθηκε ο Ιάκωβος Δεπόντης με ύφος βλοσυρό και άκαμπτο.

“Κύριε Διοικητά, είμαι ο Ιάκωβος Δεπόντης…”

“Ναι κύριε Δεπόντη, φυσικά σας θυμάμαι, τι συμβαίνει, ζητήσατε να με δείτε για την υπόθεση του εργοδότη σας”

“Ναι..έχω να σάς πω κάτι…” είπε εκείνος με ταραχή.

“Σας ακούω”

“Εγώ σκότωσα τον Ανδρέα Καψή!”

Συνεχίζεται...








Τρίτη 22 Απριλίου 2025

"Θέλω οξυγόνο" / Ποίημα συμμετοχή στο 33ο Δικτυακό Συμπόσιο Ποίησης

 33o Συμπόσιο Ποίησης

Διοργάνωση: Ιστολόγιο "Η ζωή είναι ωραία"




"Θέλω Οξυγόνο"

Θέλω οξυγόνο,

όχι σαν λέξη σκαλισμένη σε τοίχους με τα νύχια των χαμένων,

μα σαν άνοιξη, που σπρώχνει την πέτρα και βρίσκει τον δρόμο της μέσα απ’ το αίμα.



Θέλω οξυγόνο,

όχι σαν σιγή, που μας σφίγγει το στόμα,

μα σαν κραυγή, που σηκώνει το χώμα,

σαν τα χέρια που δένουν τις νύχτες κι υψώνονται μέρα να σπάσουν το γκρίζο.



Θέλω οξυγόνο,

για τα μάτια των παιδιών, που δεν πρόλαβαν να γευτούν της ζωής ηδονές.

Για εκείνα, που είδαν τον ήλιο να σβήνει για πάντα στα σκοτάδια.

Ποιοι μετράνε το μέλλον με νούμερα;

Ποιοι γροικάνε ασύστολα να αυγατίσουν τα κέρδη τους;

Ποιοι μπαζώνουν τα όνειρα στα μολεμένα τους χέρια;

Ποιοι αλυχτάνε, της τάξης τους τα νιτερέσα να σώσουν;



Θέλω οξυγόνο

για τους ανθρώπους, που ξέχασαν πώς να ανασαίνουν,

για εκείνους που σώριασαν τις ζωές σε αυταπάτες,

για όσους τα όνειρα προδώσανε, στου φόβου τα δίχτυα.

Για τις μάνες, που σκάβουν στο χώμα με δάκρυα,

για τους πατεράδες, που γυρεύουνε των παιδιών τους τη ζήση,

για εραστές κι ερωμένες, που έμειναν μ’ αδειανές τις αγκάλες,

για τις σιωπές, που φωνάζουν πιο δυνατά από εμάς όλους.



Τι γυρέψαμε άλλωστε;

Ένα παράθυρο ανοιχτό στων σπιτιώνε τους τοίχους,

ένα τραπέζι στρωμένο ακέργιο για όλους,

ένα τρένο, που φτάνει σωστά στο σταθμό του,

ένα όνομα, που δεν θα γραφτεί στα χαρτιά σαν χαμένο.

Θέλω οξυγόνο,

για να μην ξαναγραφτούν οι ίδιες οι λέξεις πάνω σε ματωμένους τοίχους.


Ας υψώσουμε τη φωνή μας, αδούλωτοι,


σε έναν κόσμο, που θα γραφτεί με του δίκιου το χέρι.


Κάθε δάκρυ να γίνει εποχής καινούργιας , το χάραμα, η σπορά και το γέννημα.



Φίλες και φίλοι,

αυτό το ποίημα ήταν η δική μου ταπεινή συμμετοχή στο 33ο Συμπόσιο Ποίησης, που διοργάνωσε, για μια ακόμα φορά, η αγαπημένη μας φίλη, Αριστέα, στο παραπάνω μπλογκ της.

Κυρίαρχη λέξη, αυτή τη φορά, το "Οξυγόνο". Μια λέξει κρίσιμης σημασίας ζωής. Μια λέξη άμεσα συνδεδεμένη με την ίδια την ύπαρξη. Μια λέξη, που συνδέθηκε με τραγικό τρόπο με τη μαζική Δολοφονία των Τεμπών.

Στο "Συμπόσιο" γράφτηκαν και δημοσιεύτηκαν 27 μικρά και μεγάλα ποιητικά διαμάντια από 23 φίλους. Ποιήματα, που άγγιξαν, μία ακόμα φορά βαθιά τις καρδιές μας και προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης.

Να δώσω τα συγχαρητήριά μου στην αγαπημένη φίλη Ελένη-Ποιώ, για το νικητήριο συγκλονιστικό της ποίημα "Επίκληση", που κέρδισε τις καρδιές μας.

Να συγχαρώ κάθε φίλο και φίλη για τη συμμετοχή τους και κάθε φιλο και φίλη για την ανάγνωση των ποιημάτων.

Τέλος, αγαπημένη μας Αριστέα! Ένα ακόμα "ευχαριστώ", με την καρδιά μας, για όσα, καιρό τώρα, μάς χαρίζεις με τη διοργάνωση του "Συμποσίου Ποίησης". Ένα κομμάτι από τη δημιουργική μας θέρμη, ένα δρώμενο, που έχει πλέον καταξιωθεί και αγκαλιαστεί και το κυριότερο, ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Διαβάστε το ΝΙΚΗΤΗΡΙΟ και ΟΛΑ τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ εδώ:

Λήξη 33ου Συμποσίου Ποίησης


Ευχαριστώ κάθε φίλο και φίλη για τα καλά του λόγια και τις τοποθετήσεις του. Νιώθω ευγνώμων αλλά και τυχερός, που βιώνω αυτό εδώ το δρώμενο.



Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 10 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

  "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Τα στοιχεία για τη ζωή της Μαριλίζας Ξένου, ερωμένης του Στέφανου Καψή, έρχονται στο φως ορμητικά και σαρωτικά, σοκάροντας την οικογένεια. Η διήγηση της Ανθής είναι αναλυτικότατη. Η νεαρή τότε γυναίκα γέννησε δύσκολα ένα αγόρι, το 1968.

Ο Αργύρης, κατόπιν συνεννόησης, φεύγει για την Αθήνα, μαζί με την Ελένη, για να συναντήσουν την Ανθή Βαλάσκου, στα Πετράλωνα, φίλη στενή της Μαριλίζας, η οποία έζησε από κοντά όλο το δράμα της νεαρής τότε γυναίκας.

Θα μάθουν ότι ο Στέφανος Καψής, επισκέφτηκε τη Μαριλίζα στο μαιευτήριο, αμέσως μετά τη γέννα και ότι η νεαρή λεχώνα, θα φέρει, μαζί με το μωρό στο σπίτι και έναν φάκελο, τον οποίο και θα παραδώσει στην Ανθή τονίζοντας την τεράστια σημασία του για το ίδιο της το παιδί.

Θα πληροφορηθούν για τις συνθήκες του πρόωρου και τραγικού της θανάτου και την περισυλλογή του νεαρού βρέφους στο κέντρο βρεφών, όπου και αποτελεί τον επόμενο σταθμό της αναζήτησής τους.

Στο κέντρο βρεφών, ο Αργύρης με την Ελένη, θα συναντήσουν τη φυσιολογική άρνηση του διευθυντή να τους παραχωρήσει πληροφορίες για την τύχη του μωρού καλώντας τους σε νομική υποστήριξη. Από μηχανής Θεός θα έρθει, η Άννα Στεργίου, συνταξιούχος κοινωνική λειτουργός, η οποία τότε χειρίστηκε την υπόθεση της γέννας της Μαριλίζας και της φροντίδας του βρέφους. Θα τους ενημερώσει ότι το βρέφος δόθηκε για υιοθεσία και στο φάκελό του υπήρχε η έγγραφη ιδιωτική αναγνώριση της πατρότητάς του από τον Στέφανο Καψή. Γεγονός που ανατρέπει τα πάντα στην οικογένεια και στη δομή της. Οι δυο τους αποφασίζουν να επιστρέψουν στο νησί και να ζητήσουν νομική κάλυψη και καθοδήγηση για τη συνέχεια.

Στο μεταξύ ο διευθυντής του κέντρου, ενημερώνει υπόγεια κάποιον τρίτο για την εμπλοκή του Αργύρη και της Ελένης στο θέμα υιοθεσίας του βρέφους. Κάποιον, που όλα δείχνουν ότι είναι το τότε βρέφος στο σήμερα. 


Κεφάλαιο 10

Κάποια παράξενη συζήτηση


Ο Αργύρης με την Ελένη, έφυγαν άπρακτοι από το κέντρο βρεφών. Η συμπεριφορά του προϊσταμένου φυσικά και τους φάνηκε σαν να ήθελε να κρατήσει αποστάσεις αλλά μετά, σκεπτόμενοι πιο ψύχραιμα, κατάλαβαν ότι περίπου έτσι υπηρεσιακά έπρεπε να αντιδράσει. Σε τέτοια θέματα απαιτείται απόλυτη προσοχή και εχεμύθεια.


Μίλησαν μία ακόμα φορά με την Άννα Στεργίου αλλά η ίδια δεν μπορούσε να τους βοηθήσει περαιτέρω. Άλλωστε πλέον ήταν εκτός υπηρεσίας για πολλά χρόνια έχοντας αποκοπεί παντελώς από οποιαδήποτε πρόσβαση στη λειτουργία του ιδρύματος. Μόνο που τους συμβούλεψε να κινηθούν νομικά σε αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών.


Ενημέρωσαν σχετικά τη Βαλεντίνη στο νησί και πήραν την απόφαση να επιστρέψουν έτσι ώστε να σκεφτούν όλοι μαζί τις μετέπειτα κινήσεις τους στο κομμάτι αυτό. Ο καθένας τους πήρε μια μέρα χρόνο παραμονής. Η Ελένη για να ρυθμίσει κάποια πράγματα με το σύζυγό της ο δε Αργύρης τα δικά του. 


“Ελένη, να περάσω λίγο από το γραφείο μας. Λείπουμε μέρες με τη Βαλεντίνη και πρέπει να δω αν τυχόν έχουμε τίποτα σημαντικό…”, εξήγησε ο Αργύρης στην Ελένη. Στο γραφείο τους, είδε τους συναδέλφους τους, έλεγξε εκκρεμότητες και τυχόν τρέχοντα ζητήματα. Μάλιστα τον ενημέρωσαν ότι θα ερχόταν να τον επισκεφτεί και ένας καλός πελάτης τους, που έτρεχαν μαζί του τη μελέτη για μια μικρή πανσιόν στην Αργολίδα.


“Χάθηκες και μάς εγκατέλειψες κ. Ραιδεστέ!”, του είπε χαριτολογώντας ανάμεσα στις συζητήσεις του.

“Εντάξει… για δουλειά πήγα, Ιορδάνη, αλλά ας πάρω και εγώ λίγες ανάσες, πώς το βλέπεις;” αποκρίθηκε ο Αργύρης.

“Μωρέ να πάρεις όσες θέλεις αλλά ρίξτε και μια ματιά στη μελέτη, έτσι κι αλλιώς με τη συνεταίρο σου είστε στο νησί, δώσε και λίγη σημασία και σε μάς…”

“Καλά, μην ….παραπονιέσαι βρε”, του είπε ο Αργύρης αλλά την ίδια στιγμή σκέφτηκε λίγο:

“Αλήθεια ποιος σού είπε ότι είμαστε με τη Βαλεντίνη μαζί;” τον ρώτησε με περιέργεια.

“Γιατί κακό ή κρυφό είναι;” σχολίασε ο πελάτης του.

“Μήτε το ένα μήτε το άλλο, απλά μου κινεί την περιέργεια πώς το έμαθες”

Ο πελάτης τους ο Ιορδάνης Αρμένης ήταν ένα σοβαρός και καταξιωμένος επιχειρηματίας στο χώρο των ακινήτων εδώ και χρόνια. Οι κουβέντες του πάντοτε ήταν μετρημένες. Χαμήλωσε λίγο τη φωνή του να γίνει πιο διακριτική, έλεγξε παραδόξως το χώρο του γραφείου αν τους ακούει κάποιος και είπε στον εμβρόντητο Αργύρη:

“Και αυτό το έμαθα Αργύρη και κάποια άλλα, που γίνονται εκεί έμαθα που αφορούν τους Καψήδες, στην αγορά είμαστε λεβέντη μου. Και όσον αφορά αυτούς, εντάξει… οικογένειά τους είναι… διαθήκες ακούγονται… διαμάχες βγαίνουν στο φως… λες λογικά, αλλά…”

Ο Αργύρης ξεπέρασε την απόλυτη έκπληξή του.

“Αλλά;”

“Από τη διαμάχη των Καψήδων μεταξύ τους ως το να ψάχνεις στα κέντρα βρεφών για εγκαταλειμμένα παιδιά εδώ και πενήντα χρόνια, έχει μεγάλη απόσταση!”

“Ιορδάνη, τι λες! Για όνομα του Θεού τι λες;”

Ο πελάτης του τον έπιασε από τον ώμο.

“Άκου αγόρι μου. Σάς ξέρω χρόνια και σένα και τη Βαλεντίνη. Έχω δουλέψει μαζί σας, γνωρίζω ότι είστε καθαροί άνθρωποι. Δικαιούμαι να σάς δώσω και μια συμβουλή, ναι;”

Ο Αργύρης τον κοίταξε στα μάτια ενώ ο άλλος συνέχισε:

“Μείνε μακριά από τέτοια μπλεξίματα, Αργύρη! Πες μου τώρα, τι δουλειά έχεις να ανακατεύεσαι με τις ιστορίες του καπετάν Στέφανου! Σωστά;”

“Βρε Ιορδάνη, τι ξέρεις;”

“Βρε αγόρι μου, αρκέσου σε ότι σου λέω! Σταμάτα να σκαλίζεις πράγματα, άστα να πάρει ο διάολος! Στο κάτω κάτω της γραφής το δικαιούνται και οι πρωταγωνιστές αυτό! Ποιο το νόημα να σκαλίζεις τις ζωές τους τόσα χρόνια μετά;”

“Πραγματικά μένω έκπληκτος… δεν ξέρω τι να πω… πώς μού τα λες τώρα αυτά…”

“Σαν πατέρας σου στα λέω! Πες το και στη Βαλεντίνη. Αφήστε τους νεκρούς στην ησυχία τους!”

“Ιορδάνη θα μού πεις το λόγο που μού τα λες όλα αυτά;”

“Έχω δουλειά φεύγω! Αν σε κάτι σε έκανα να νιώσεις άσχημα, δεν είναι με κακή πρόθεση, άκουσέ με! Περιμένω νέα σας για τη μελέτη ε;”


Ο ηλικιωμένος άντρας έφυγε χωρίς δισταγμό. Ο Αργύρης έμεινε ενεός στο μέσο του γραφείου να προσπαθεί να επεξεργαστεί στο μυαλό του κάποια πράγματα:

-Πού ήξερε τέτοιες λεπτομέρειες ο Ιορδάνης Αρμένης;

-Για ποιο λόγο αναφέρθηκε σε αυτές;

-Ποιο το νόημα της παρέμβασής του; Όλο αυτό είχε λίγο το χαρακτήρα της ευγενικής προειδοποίησης. Σαν να προσπαθούσε να τους προφυλάξει από κάτι, έμοιαζε όλο αυτό. 

-Και εντάξει η ιστορία με τους Καψήδες, ο Ιορδάνης είχε σχέση με τον κύκλο του Ανδρέα Καψή. Αλλά η ιστορία με το Κέντρο βρεφών; Πώς και γιατί;

Ένα πράγμα κατάλαβε ο Αργύρης Ραιδεστός. Κάποιος άνθρωπος υπήρχε πίσω από όλο αυτό, που καραδοκεί στις κινήσεις τους. Κάποιος που ενοχλείται. 


Μια δική τους όμορφη βραδιά


Ο Αργύρης με την Ελένη πήραν το πλοίο της επιστροφής για το νησί. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δράσουν μόνοι τους χωρίς κάποια προετοιμασία. Το θέμα του νόθου παιδιού του Στέφανου Καψή απαιτούσε άμεση νομική παρέμβαση γιατί εμπλέκονταν άμεσα με την υπόθεση που αφορούσε το μέλλον του σπιτιού. Ο Αργύρης ενημέρωσε την Ελένη για την κουβέντα του με τον πελάτη τους και τις αναφορές του. Και οι δύο ήταν πλέον σοβαρά προβληματισμένοι γιατί ένιωθαν ότι η ιστορία της οικογένειάς τους και οι τρέχουσες τριβές είχαν ξεφύγει από το συγγενικό περιβάλλον και διαχέονταν στον ευρύ κοινωνικό περίγυρο.


Επιτέλους σπίτι! Όλοι μαζί. Με έμφυτη πλέον την ανάγκη να νιώσουν ακόμα πιο δεμένοι. Η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη και ο Ιάκωβος, ο πιστός τους άνθρωπος. Στο σπίτι είχε προστεθεί εδώ και κάποιο καιρό μια μεσόκοπη γυναίκα, η Αριάδνη, κάπου κοντά στα πενήντα. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε απόλυτα να φροντίζει για τα πάντα και η Βαλεντίνη χρειαζόταν πρακτικά μια γυναίκα κοντά της υποστηρικτική. Τα όσα συγκλονιστικά έμαθαν στην Αθήνα για το νόθο γιο του Στέφανου Καψή, έγιναν πλέον κοινό κτήμα γνώσης σε όλους. Με κάθε λεπτομέρεια. Με όλες τις αναφορές και την ανάγκη να χαραχτεί μια νέα προοπτική. Η Βαλεντίνη ένιωθε ότι ο παλιός προσωπικός της κόσμος, αυτός που με τόση ομορφιά και εμπιστοσύνη είχε χτιστεί, έμπαινε ολάκερος σε μια κρίση αμφισβήτησης και ο κίνδυνος της συναισθηματικής κατάρρευσης ήταν προ των πυλών. 


Η νέα πραγματικότητα, τους έφερνε μπροστά στην ανάγκη να έχουν συγκεκριμένη νομική κάλυψη για να μπορέσουν να χειριστούν τις εξελίξεις. Ένιωθαν λίγο πελαγωμένοι. Δεν ήξεραν ποιο θέμα να προτάξουν πρώτα. Ήταν λογικός ο πανικός της πρώτης εντύπωσης αλλά ο Αργύρης προσπαθούσε να πάρει τις ψυχολογικές εκείνες πρωτοβουλίες να επαναφέρει τη Βαλεντίνη και τους υπόλοιπους σε μια αποδεκτή κατάσταση.


Αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλίες να αλλάξει λίγο την ατμόσφαιρα, κύρια για τη γυναίκα, που πλέον είχε κερδίσει την απόλυτη θέση στην καρδιά του. Η πρότασή του για μια όμορφη έξοδο, οι δυο τους ήρθε διεκδικητικά στα χείλη του. Ήταν τόσο όμορφα πειστικός, που η αρχική άρνηση της Βαλεντίνης μετατράπηκε σε κατάφαση.


“Θέλω να βγούμε έξω, αγάπη μου! Πέρα από όλα αυτά, μην ξεχνάς ότι υπάρχει η ζωή και η ομορφιά της. Αξίζουμε τις στιγμές της. Θα μάς κάνει καλό να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις”, της είπε με εκείνο το τρυφερό βλέμμα, στο οποίο η Βαλεντίνη εύρισκε μια μοναδική πειθώ θετική και υποσχόμενη. Δέχτηκε.

“Θα ντυθείς, θα στολιστείς, θα λάμπεις! Απόψε θα συνοδέψω έξω την κυρία της καρδιάς μου. Τη Βαλεντίνη Βαρθαλίτη”, τόνισε αποφασιστικά αλλά γλυκά ο Αργύρης. 

Πράγμα που τελικά κατάφερε. Κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά της με την Αριάδνη. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μπροστά του στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν τόσο όμορφη και λαμπερή, που έμεινε να την κοιτάζει και την απολαμβάνει.

“Δική σου κύριε Ραιδεστέ!” του είπε με μια μικρή υπόκλιση του κεφαλιού της στο αμαξίδιό της. Ο Αργύρης ήρθε κοντά, της έπιασε τρυφερά τα χέρια.

“Όχι δεν είσαι δική μου! Είσαι εσύ! Ο εαυτός σου. Έτοιμη να δώσεις το φως σου σε όλους γύρω σου”. 


Βγήκαν. Με οδηγό τον Αργύρη ξεκίνησαν έτσι χωρίς προορισμό. Με μια κουβέντα έξω από τα τελευταία που εισέβαλαν στη ζωή τους. Το βλέμμα τους αφέθηκε στην πανέμορφη ακτογραμμή του  νησιού αλλά και στο φρέσκο αέρα που γέμισε καθάριες ανάσες τις αναπνοές τους. 

“Αργύρη…” του είπε κάπου εκεί ανάμεσα στις κουβέντες τους.

“Παρακαλώ…”

“Έχεις καταλάβει ότι έχεις γίνει αναπόσπαστο μέλος αυτής εδώ της οικογένειας ε;”

“Η αλήθεια είναι πως ναι…” απάντησε χαριτολογώντας εκείνος.

“Μερικές φορές λέω ότι εισβάλλαμε στη ζωή σου, έτσι απόλυτα. Κάποιες στιγμές νιώθω σαν να βιάσαμε τον κόσμο σου…”

Της απάντησε με σαφήνεια:

“Αυτό δεν θέλω να το ξαναπείς! Ότι έγινε προέκυψε με τη θέλησή μου. Μπορείς να πεις ότι αυτή η υπόθεση αγκάλιασε και μένα…”

Έγειρε πάνω του όσο μπορούσε.


Πήγαν κάπου για φαγητό. Σε μια όμορφη νησιώτικη ταβέρνα, μακριά από τη βουή της τουριστικής περιοχής. Ήθελαν να απολαύσουν τις στιγμές τους. Η συνέχεια ήταν για ποτό και στο τέλος ένας ρεμβασμός στο βάθος της νύχτας. Επέστρεψαν αργά στο σπίτι γεμάτοι από όμορφη διάθεση, γεμάτοι από συναισθήματα αλλά και περισσότερη διάθεση να πάνε την υπόθεση μαζί ως το τέλος, ως εκεί που μπορούσαν.


Τη βοήθησε να ανέβει στο δωμάτιό της όπου εκεί την περίμενε η Αριάδνη. Λίγο πριν εγκαταλείψει, με τη βοήθεια της γυναίκας, το αμαξίδιο, έδειξε σκεπτική.

“Το φουλάρι μου! Πού είναι;”

“Μήπως το αφήσατε στο αυτοκίνητο, κυρία;” τη ρώτησε η Αριάδνη.

Σε συνεννόηση με τον Αργύρη η έρευνα ήταν άκαρπη. Η Βαλεντίνη έδειξε να δυσφορεί.

“Η λογική λέει ότι το ξέχασες σε κάποιο από τα μαγαζιά! Μην αγχώνεσαι, θα κοιτάξω να ρωτήσω εγώ αύριο…”

“Ε τώρα… δεν καταλαβαίνω… είχα την εντύπωση ότι το φορούσα συνέχεια…”

“Αν ρωτάς αν το πρόσεξα, προτιμούσα να εστιάζω στα μάτια σου παρά στο φουλάρι”, πρόσθεσε ο Αργύρης για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. “Εντάξει δεν ήρθε και η καταστροφή, ησύχασε…Είναι αμαρτία ένα φουλάρι να σου χαλάσει μια τόσο όμορφη βραδιά. Θα κοιτάξω να βρω τα τηλέφωνα από τα μαγαζιά που πήγαμε και θα ρωτήσω. A… αύριο να σού θυμίσω ότι έχουμε την έκθεση ζωγραφικής ε;”

“Ποια έκθεση;”

Ο Αργύρης ήρθε κοντά της, την αγκάλιασε.

“Αγάπη μου, εγώ θα στα λέω; Της φίλης σου στη χώρα, δεν είναι αύριο η έκθεση στο κεντρικό ξενοδοχείο;”

Η Βαλεντίνη αφέθηκε συγκινημένη στην αγκαλιά του.

“Δεν ξέρω τι να πω μαζί σου… κάθε φορά και μια ευχάριστη έκπληξη” τού είπε τρυφερά.

“Ο κόσμος σου είναι και δικός μου, δεν το είπα τυχαία κάποτε αυτό. Το είπα γιατί το νιώθω”


Ένιωσε ότι αυτός ο άντρας της χάριζε, με εκπληκτικό τρόπο, ένα αίσθημα ασφάλειας και τρυφερότητας. Μια σιγουριά που δεν είχε συναντήσει στη ζωή της και που τώρα πια, στη δύσκολη αυτή περίοδο, ήταν καταλυτική για εκείνη. Η Αριάδνη, εδώ και ώρα, είχε αποχωρήσει διακριτικά αφήνοντάς τους μόνους στο δωμάτιο. Η   τρυφερή και δοτική αγκαλιά του Αργύρη είχε τέτοια αύρα, που έδωσε μια υπέροχη ερωτική συνέχεια στη νύχτα τους.     


Η επιστροφή σε μια πραγματικότητα που επιδεινώνεται

Το “Ωκεανίς” ήταν ένα από τα πιο όμορφα και οργανωμένα ξενοδοχεία στη χώρα του νησιού. Σε καθαρά Κυκλαδίτικο ρυθμό, μια αρμονική σύνθεση της ντόπιας παράδοσης και ενός εκλεπτυσμένου πλούτου. Ο χώρος στο φουαγιέ είχε ήδη αρχίσει, από το πρωί, να γεμίζει από επισκέπτες. Η Φλώρα Μαγκανάρη, παιδική φίλη της Βαλεντίνης, ήταν ευρέως γνωστή ζωγράφος, στους καλλιτεχνικούς κύκλους των Κυκλάδων. Οι πίνακές της λουσμένοι στο Αιγαιοπελαγίτικο φως, στο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας και στις στιγμές των απλών λαϊκών ανθρώπων. Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη έφτασαν νωρίς το μεσημέρι, συναντήθηκαν με τη Φλώρα, μέσα σε εγκάρδιο κλίμα, γεμάτο συγκίνηση, φυσικά ειδικά για τη Βαλεντίνη και απόλαυσαν στη συνέχεια την έκθεση του έργου και της έκθεσής της. Γέμισαν τις αισθήσεις τους ομορφιά και μια θετική αύρα, που έφεραν οι πίνακες αλλά και η τόσο ζεστή ξενάγηση και παρουσίαση της δημιουργού στο χώρο. Την χρειάζονταν αυτήν την αύρα για να ξεφύγουν από τα δύσκολα εκείνα που τους τυραννούσαν τον τελευταίο καιρό. Και έτσι έγινε ως την αμέσως επόμενη στιγμή, που άλλαξαν όλα:


Είχαν μείνει με τον Αργύρη στο μπαρ του ξενοδοχείου να απολαύσουν τον καφέ τους και να ξεκουραστούν λίγο. Ώσπου μια φωνή στην πλάτη της Βαλεντίνης ήρθε να αλλάξει ριζικά τα πάντα.


“Καλημέρα ανιψιά!”

Ο Ανδρέας Καψής έστεκε στο πλάι της με την επιβλητική του παρουσία. Δίπλα του δύο ακόμα άντρες εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Δημήτρης Ερμόλαος. Η Βαλεντίνη ένιωσε ένα απότομο μούδιασμα στο κορμί της σαν ένας κουβάς κρύο νερό να την περιέλουσε απότομα.

“Καλησπέρα θείε!” 

“Χαίρομαι, που μέσα σε όλα σου τα προβλήματα βρίσκεις χρόνο και για κοσμικές εκδηλώσεις…” της είπε με εμφανή χαιρέκακο τρόπο.

Ο Αργύρης δίπλα ένιωσε τα νεύρα του να σφίγγονται αλλά δεν μίλησε. 

“Αχ θείε… βλέπω τον καλό λόγο τον έχεις τόσο εύκολα…” του απάντησε ήρεμα.

“Για να μην είμαι αγενής να σου συστήσω τον κύριο, τον Δημήτρη τον γνωρίζεις…”

Η Βαλεντίνη έκανε ένα νεύμα αποδοχής στο δικηγόρο, ο οποίος και ανταποκρίθηκε θετικά. Ο Καψής έδειξε τον κύριο δίπλα του.

“Ο κύριος Ματέο Ροσίνι, εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας που θα αναλάβει την επένδυση στο σπιτικό μας…”

Στο σώμα και της Βαλεντίνης και του Αργύρη πέρασε ένα ηλεκτρικό τικ. Αφού πέρασαν οι συστάσεις, η Βαλεντίνη αντέδρασε:

“Το σπιτικό μας θα μείνει στα χέρια της οικογένειάς μας, θείε, με όλο το σεβασμό στον κύριο από εδώ, ελπίζω να του έχεις εξηγήσει”

“Φυσικά και του έχω εξηγήσει και έχει δείξει την ανάλογη κατανόηση για τη χρονική μετάθεση της πώλησης...τα όποια εμπόδια ξέρει ότι θα φύγουν…”

Ο Αργύρης ήταν σίγουρος ότι ο Ανδρέας Καψής, εκείνη τη στιγμή μπροστά τους, έκανε έναν ωμό ψυχολογικό πόλεμο στην ανιψιά του. Δεν ήταν όμως σίγουρος για τη συναισθηματική σταθερότητα της αγαπημένης του, την οποία είδε να αρχίζει να ταράζεται.

“Θείε, τι λες…”

“Δεν λέω ανιψιά μου, αγαπημένη μου ανιψιά. Θεωρούσα ναι, ότι ήμασταν μια οικογένεια και τα σχέδιά μας κοινά μαζί με τα όνειρά μας. Όμως ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε έναν άλλον άνθρωπο. Με σχέδια και κινήσεις, που γίνονταν χρόνια στο πλευρό της ίδιας μου της μάνας!”

Η Βαλεντίνη ταράζονταν όλο και περισσότερο.

“Θείε… δεν είναι χώρος…”

“Δεν θα επιλέγεις εσύ το χώρο και το χρόνο για τα σχέδια σου, μικρή μου. Στάθηκα δίπλα σου όλα αυτά τα χρόνια…”

“Ανδρέα, σε παρακαλώ!” τον διέκοψε ο Ερμόλαος, προσπαθώντας να τον σταματήσει αλλά μάταια.

“Δίπλα σου ναι για να βρεθώ μπροστά σε τετελεσμένα, μέχρι εδώ λοιπόν. Ευτυχώς υπάρχουν οι άνθρωποι, που μού άνοιξαν τα μάτια, με τις μαρτυρίες τους για τον τρόπο που διπλάρωσες τη μάνα μου και γιαγιά σου…”

“Θείε, για όνομα του Θεού! Δεν διεκδικώ τίποτα από σένα, δεν τόλμησα ποτέ να σφετεριστώ κάτι, εσύ είσαι εκείνος που είχες τα σχέδιά σου κρυφά… Για ποιους ανθρώπους μιλάς τώρα;”

“Γι αυτούς που θα καταθέσουν για τις μεθόδους σου να παρασύρεις τη μάνα μου…”

“Ανδρέα!” φώναξε πιο δυνατά ο Ερμόλαος, πάλι μάταια. Ο Ιταλός δίπλα ήταν εμφανώς σε αμηχανία ενώ ο κόσμος ολόγυρα στο φουαγιέ είχε ήδη αντιληφθεί ότι κάτι παράξενο απασχολούσε τους Καψήδες, γιατί ήταν εκεί και κάποιοι, που τους γνώριζαν. Ο Ανδρέας έσκυψε μπροστά της και της είπε με λόγο σαφή και απόλυτο:

“Δεν θα καταφέρεις τίποτα. Θα χάσεις και αυτό που είχες αρχικά. Το σπίτι των γονιών μου, θα το πάρω πίσω! Και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα, γιατί στο τέλος δεν θα έχεις καν φωνή!”


Η Βαλεντίνη σοκαρίστηκε, ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει το κορμί της. Μπροστά της έβλεπε κάτι σκοτεινό, κάτι απίστευτα ξένο και εχθρικό που δεν της περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι θα συναντούσε μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Άρχισε να τρέμει και δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.

“Αρκετά ως εδώ!” ο Αργύρης μπήκε ανάμεσά τους, άμεσος, επιθετικός.

“Ο κύριος;” ρώτησε ειρωνικά ο Ανδρέας.

“Κύριε Καψή, αρκετά ως εδώ είπα! Η συζήτηση τελείωσε, μπορείτε να πηγαίνετε!” του είπε ορθώνοντας το ανάστημα του.

“Ανδρέα, πάμε!” τον πίεζε ο Ερμόλαος.

“Η μικρή μου ανιψιά εμφάνισε τον ...ιππότη της!” εξακολούθησε εκείνος ειρωνικά αλλά και αιφνιδιασμένος.

“Κύριε Καψή σάς παρακάλεσα να φύγετε τώρα! Θα δείξετε λίγη αξιοπρέπεια στην επιθυμία μας ναι ή όχι;”

“Γιατί αλλιώς;” απάντησε απειλητικά εκείνος.

“Μείνετε μακριά από τη Βαλεντίνη, είναι σαφές αυτό που λέω!”

Τα μάτια του Καψή αγρίεψαν προς τον Αργύρη ενώ την ίδια στιγμή η Βαλεντίνη προσπαθούσε να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της.

“Κύριοι, σάς παρακαλώ, γίναμε θέαμα!” είπε ο Ερμόλαος, τραβώντας τον Ανδρέα όπως το ίδιο έκανε και ο Ιταλός, ο οποίος εμβρόντητος παρακολουθούσε.

“Δεν καταλαβαίνω πώς και ανακατεύεσαι νεαρέ!” απευθύνθηκε ο Καψής στον Αργύρη για να πάρει την απάντησή του:

“Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά, κύριε!”


Ο χώρος στο μπαρ είχε θορυβηθεί. Κάποιοι άνθρωποι της ασφάλειας του ξενοδοχείου είχαν σπεύσει προσπαθώντας να δουν πώς μπορούσαν να παρέμβουν. Ο δικηγόρος πήρε σχεδόν τραβώντας τον Καψή απομακρύνοντάς τον από εκεί. Ο Αργύρης έστριψε την προσοχή του στη Βαλεντίνη δίπλα του, η οποία ήταν σε κακά χάλια.

“Θέλετε κάποια βοήθεια;” προσφέρθηκε ένας υπεύθυνος του ξενοδοχείου, που είχε σπεύσει κοντά της. 

Ο Αργύρης προσπάθησε διακριτικά να συνεφέρει την αγαπημένη του. Έτρεμε και ο ίδιος μέσα του από την οργή και την αγανάκτηση αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Σε κάποια διπλανά τραπέζια κάποιοι Παριανοί, έχοντας αναγνωρίσει τον Καψή, είχαν αρχίσει τα πρώτα σχόλια για το πρωτοφανές περιστατικό. Ήταν σίγουρο ότι την επόμενη μέρα, τα τοπικά μέσα θα είχαν πολλές στήλες να αφιερώσουν στο επεισόδιο κιτρινίζοντας την είδηση.


Πίσω στο σπίτι, τόσο ο Ιάκωβος όσο και η Ελένη, δεν πίστευαν στα αυτιά τους με όσα έμαθαν για το περιστατικό. Βλέποντας μάλιστα την συναισθηματική κατάσταση της Βαλεντίνης, θορυβήθηκαν ακόμα περισσότερο. Η νεαρή κοπέλα δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει για τα καλά. Το σοκ έδειχνε βαθύτερο από όσο ξεκίνησε.

“Ο αχρείος!” μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Ιάκωβος.

“Σταμάτα Ιάκωβε, γίνονται χειρότερα τα πράγματα”, απάντησε η Ελένη.

“Όχι κυρά, δεν σταματώ! Τα έβλεπα και δεν μίλαγα γιατί ήταν άνθρωπος του σπιτιού, εργοδότης μου, τον σεβόμουνα. Έβραζα μέσα μου για τα χούγια του και τους τρόπους του. Και να τώρα!”

“Σταμάτα σε παρακαλώ…” επέμεινε η Ελένη.

“Τον έβλεπα καιρό τώρα να γυροφέρνει με διάφορους ξένους και ήξερα ότι κάτι ετοίμαζε. Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει, κυρά! Καταλαβαίνεις; Κόντεψε να την πεθάνει σήμερα. Κάποιος πρέπει να του κόψει το βήχα! Αν δεν ήταν ο λεβέντης μας εδώ, θα τρέχαμε τώρα στα νοσοκομεία…”

Νοσοκομεία, σκέφτηκε η Ελένη Καψή και στο νου της ήρθαν οι εικόνες τότε που η κόρη της νοσηλεύονταν μετά το σοβαρό τραυματισμό της και ο θείος της, ο Ανδρέας Καψής, ναι, ο ίδιος άνθρωπος, έστεκε δίπλα στο μαξιλάρι της.

“Γιατί Θεέ μου όλο αυτό;” ψέλλισε σχεδόν μέσα από τα δόντια της.

“Αφήστε την λίγο, έχει ανάγκη από ηρεμία”, είπε ο Αργύρης. Είχαν βάλει τη Βαλεντίνη στο δωμάτιό της.


“Κυρία Ελένη, πείτε μου, σάς παρακαλώ, πού μπορώ να συναντήσω τον αδελφό σας;” ρώτησε ο Αργύρης χαμηλόφωνα. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. Έβλεπε μπροστά της έναν άντρα, έναν άνθρωπο, που σιγόβραζε από οργή και αγανάκτηση.

“Πριν ο Ιάκωβος, τώρα εσύ, τι θέλεις παιδί μου, τι τον θέλεις τον αδελφό μου;”

“Μια καλή και ξεκάθαρη κουβέντα, πρόσωπο με πρόσωπο, για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους, δεν μπορεί να φέρεται έτσι και μάλιστα σε δημόσιο χώρο”

“Αργύρη παιδί μου, πήγα και εγώ και τον βρήκα αλλά φαίνεται ότι έχει αφηνιάσει, μήτε εκείνος ο δικηγόρος μπορεί να τον συμμαζέψει, δεν βλέπεις;”

“Εγώ θα κάνω την προσπάθειά μου, δεν μπορώ να τη βλέπω έτσι, πείτε μου πού μπορώ να τον βρω. Αν δεν μού πείτε εσείς θα το βρω από αλλού”

“Εντάξει παιδί μου, θα σου δώσω τη διεύθυνση του γραφείου του”


Ο Αργύρης κράτησε τη διεύθυνση. Έδειχνε αποφασισμένος να μιλήσει στον Καψή, πρόσωπο με πρόσωπο. Ήθελε να προλάβει. Η Βαλεντίνη ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και προφανώς αυτό ήθελε και ο θείος της. Η κατάσταση κινδύνευε να γίνει ανεξέλεγκτη και κάποια πράγματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν, πριν ήταν αργά.


Η νύχτα με τις σκιές


Η επόμενη μέρα του επεισοδίου ήταν ήρεμη για τους ανθρώπους στο αρχοντικό των Καψήδων. Η Βαλεντίνη είχε βγει από μια άσχημη νύχτα με βαριά ψυχολογία και διάθεση αλλά και σωματικά με πολλά προβλήματα. Όταν ξεκινούσε αυτή η υπόθεση, της ήταν αδιανόητο να σκεφτεί ότι τα πράγματα θα έφταναν εδώ και στην οικογένειά τους θα προέκυπτε ένας τέτοιος “πόλεμος”. Όλοι οι άλλοι, προσπαθούσαν, με τη στάση και συμπεριφορά τους, να αποφορτίσουν την κατάσταση αλλά μέσα τους ένιωθαν την ίδια πίεση.

“Μαμά, πρέπει να βρούμε έναν δικηγόρο, το καταλαβαίνεις!” η Βαλεντίνη στράφηκε στην Ελένη, συνεχίζοντας: “Ο Ερμόλαος, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να μάς εκπροσωπήσει στην νομική επίθεση του θείου, το καταλαβαίνεις, δικηγόρος του είναι…”

Συμφώνησε η μητέρα της και θα ζητούσε τη μεσολάβηση του συζύγου της για αυτό.


Η υπόλοιπη μέρα κύλησε πιο ήρεμα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Κάποια στιγμή νωρίς το βράδυ, ο Αργύρης το ανακοίνωσε:

“Θα μού επιτρέψετε να λείψω λίγο…”

Τα μάτια της Βαλεντίνης και της Ελένης εστίασαν πάνω του.

“Συμβαίνει κάτι;” ήταν εκείνη που ρώτησε καθώς η Ελένη δεν είχε εύλογα ένα τέτοιο δικαίωμα. 

“Όχι είναι κάποιες δουλείες που πρέπει να κάνω, να δω κάποια πρόσωπα επαγγελματικά, έχουμε και ένα γραφείο…”

Η Βαλεντίνη δεν πείστηκε.

“Θα πας να τον βρεις;”

O Αργύρης για μια στιγμή κοντοστάθηκε διστακτικά.

“Βαλεντίνη, πες λοιπόν ότι πάω να τον συναντήσω. Το βρίσκεις άτοπο;”

“Το βρίσκω απόλυτα επικίνδυνο, Αργύρη!”

“Γιατί; Δεν είμαι παιδί, δεν πάω να μαλώσω, να συζητήσω πάω”

“Δηλαδή, μετά από αυτό που είδες χθες, πιστεύεις ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να εγγυηθεί μια συζήτηση όπως την αντιλαμβάνεσαι; Σε ρωτάω τώρα”

“Ναι, δεν θα μένει όμως ανεξέλεγκτος να κάνει ότι θέλει. Μια κατάσταση την επιβάλλεις, δεν την αφήνεις”


Ο Αργύρης ήταν αποφασισμένος, η Βαλεντίνη ζήτησε να πάει κοντά του, την παρακάλεσε να μείνει έξω με το σκεπτικό ότι ήταν το πρόσωπο της επίμαχης έντασης. Ένιωθε η ίδια ενοχές ότι ένας τρίτος, από την οικογένειά της, άνθρωπος γινόταν απόλυτα μέρος της σύγκρουσης.

“Παιδί μου, πρόσεχε! Ο αδελφός μου τελευταία έχει χάσει εντελώς το μέτρο. Δεν ήταν έτσι παλιά. Τότε με τις δύσκολες ώρες του ατυχήματος, ήταν στο πλάι της…” κατέθεσε τη σκέψη της η Ελένη.

“Κυρία Ελένη, μείνετε ήσυχη, κάποια όρια θέλω να βάλω, τίποτα άλλο”


Είχε πλέον βραδιάσει όταν ο Αργύρης έφυγε από το αρχοντικό. Ήταν αποφασισμένος να κάνει την προσπάθειά του, ήρεμα, ανθρώπινα αλλά και με σαφήνεια χωρίς διαπραγμάτευση. Με το αυτοκίνητο έφτασε στην Παροικιά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Καψή, που ήταν κοντά στο λιμάνι στον κεντρικό δρόμο. Στάθμευσε το αυτοκίνητο και πήρε άμεσα πορεία προς την είσοδο του γραφείου στο όμορφο παραδοσιακό Κυκλαδίτικο διόροφο κτίριο. Κατά την είσοδό του σε αυτό, ένα ζευγάρι μάτια εστίασε στη μορφή του και ένα κινητό τηλέφωνο βγήκε από την τσέπη για να χρησιμοποιηθεί.


“Ανησυχώ, μαμά!” ήταν τα λόγια της Βαλεντίνης, όπου έδειχνε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. 

“Εγώ αντίθετα τον θαυμάζω τον Αργύρη και ξέρεις; Είμαι τόσο χαρούμενη, που ένας τέτοιος άντρας, ώριμος, συγκροτημένος, βρίσκεται στο πλάι της κόρης μου…” απάντησε εκείνη.

“Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό μάνα, το θείο μου φοβάμαι… Μήπως είδες τον Ιάκωβο;”

“Δεν είναι εδώ, τον είδα νωρίτερα το απόγευμα, που έφευγε, τι τον ήθελες;”

“Να πήγαινε κοντά του, έστω εκείνος”

“Βγήκε τι να σου πω…”


Η ζέστη της καλοκαιρινής νύχτας έκαναν την αναμονή πιο αγωνιώδη για τις δύο γυναίκες. Δεν έκαναν κουβέντα γι’ αυτό αλλά μέσα τους ήξεραν καλά ότι όλα βρίσκονταν σε μια πολύ λεπτή και επικίνδυνη ισορροπία. Η Ελένη προσπαθούσε να πάρει τη σκέψη της κόρης της από εκεί με διάφορες κουβέντες. Μέσα τους είχε ηχήσει ένας παράξενος συναγερμός μετά τα γεγονότα στο ξενοδοχείο.

“Ο πατέρας τι λέει για όλα αυτά, μάνα;” τη ρώτησε.

“Ο πατέρας σου είναι θηρίο στο κλουβί. Με έχει φάει να έρθει εδώ να μάς βρει, με χίλια ζόρια τον κρατάω στην Αθήνα αλλά δεν ξέρω για πόσο”

“Τον καταλαβαίνω…” πρόσθεσε η Βαλεντίνη.


Η άφιξη του Αργύρη ήρθε αργότερα να τους επαναφέρει, με μεγάλη ένταση, στην πραγματικότητα. Στην εμφάνισή του, η Ελένη πετάχτηκε όρθια ενώ θαρρείς πως η Βαλεντίνη ήθελε, με τη δύναμή της, να σηκώσει στον αέρα το αμαξίδιό της.

“Επί τέλους…. Άργησες!” τον υποδέχτηκε κρεμασμένη στην κυριολεξία από τα χείλη του.

Ο Αργύρης φάνηκε κοντά τους σχετικά ήρεμος με ένα αόριστο σπάσιμο στο πρόσωπό του, που προσπαθούσε να μοιάσε με κάτι σαν χαμόγελο. Η Ελένη τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να δει μέσα από τις κόρες του, τι ακριβώς είχε γίνει. Εκείνος έδειχνε ήρεμος αλλά δεν μπορούσε να κρύψει τα σημάδια κάποιας μεγάλης έντασης, η οποία έμοιαζε να απομακρύνεται σαν την καταιγίδα που αργοσβήνει στον ορίζοντα.

“Λοιπόν; Τον είδες;” ρώτησε η Βαλεντίνη. Εκείνος έκατσε. Η Ελένη πρόσεξε ένα απροσδιόριστο τικ στα δάχτυλα των χεριών του, που προσπαθούσε να κρύψει.

“Ναι, τον βρήκα…”

“Ήταν μόνος;”

“Όχι ήταν και ο δικηγόρος του εκεί, ο Ερμόλαος αλλά ήμουν τυχερός γιατί αποχώρησε, προφανώς διακριτικά”

“Τι έγινε, μιλήσατε;”

“Φυσικά και μιλήσαμε! Γι αυτό πήγα άλλωστε”

“Πώς αντέδρασε παιδί μου, πώς σε δέχτηκε;” ρώτησε η Ελένη.

“Εντάξει δεν ήταν παρορμητικός όπως στο ξενοδοχείο αλλά δεν έστρωσε και ...κόκκινο χαλί στην επίσκεψή μου…”

“Τι είπατε; Μαλώσατε;” ρώτησε η Βαλεντίνη με αγωνία.

Η Ελένη πρόσεξε ένα μεγαλύτερο τικ αυτή τη φορά στα δάχτυλα του χεριού του.

“Όλα πήγαν καλά, αγάπη μου! Ησύχασε. Σού είπα, δεν είμαι παιδί. Είπα αυτά που είχα να πω στο θείο σου και πιστεύω να τα κατάλαβε καλά. Θέλω να πιστεύω ότι θα είναι πιο προσεκτικός στη συνέχεια…”

“Αργύρη, πες μου τι έγινε με λεπτομέρειες!” πιάστηκε από πάνω του η Βαλεντίνη.


“Ιάκωβε, πού ήσουν;” το βλέμμα της Βαλεντίνης μαζί με τη φωνή της, τράβηξε την προσοχή της από τον Αργύρη στην εμφάνιση του αγαπημένου τους ανθρώπου. 

“Έξω ήμουνα κοπέλα μου, είχα κάποια δουλειά…”

Ο ηλικιωμένος άντρας ήταν εμφανώς ταραγμένος. Το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο και η ομιλία του δεν έβγαινε αρμονικά. Έριξε μια πολύ παράξενη ματιά στον Αργύρη, θα την έλεγες διερευνητική, για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

“Με γυρεύατε κάτι;” ρώτησε τις γυναίκες.

“Εγώ σε ήθελα, Ιάκωβε, να πας με τον Αργύρη…”

“Πού να πηγαίναμε;”

“Στο θείο μου”

“Τι δουλειά είχαμε στο θείο σου, κορίτσι μου; Ελένη, τι λέει;”

“Τίποτα Ιάκωβε, μη δίνεις σημασία…” πετάχτηκε ο Αργύρης, “...τα κορίτσια εδώ νομίζουν ότι είμαι ...μωρό παιδί και σε θέλανε να είσαι κοντά μου”

“Πήγες και βρήκες τον Καψή;”

“Ναι, γιατί;”

“Δεν μού είπατε τίποτα…”

“Δεν χρειάστηκε Ιάκωβε”, απάντησε ο Αργύρης.

“Τον είδες, τον βρήκες;”

“Ναι, όλα καλά...μην έχεις έγνοια”


Ο Ιάκωβος έκανε μια παράξενη γκριμάτσα. Έδειχνε περισσότερο ταραγμένος από πριν.

“Ιάκωβε, συμβαίνει κάτι;” τον ρώτησε εύλογα η Ελένη.

“Όχι, όχι κυρά μου! Με θέλετε τίποτα άλλο; Αύριο έχω σηκωμό πρωί, είμαι κομμάτια…”

Καληνύχτισαν το δικό τους αγαπημένο άνθρωπο.

“Πάμε να πέσουμε και εμείς; Δεν είμαστε λιγότερο κουρασμένοι!” έριξε την ιδέα ο Αργύρης, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε περαιτέρω συνέχεια της κουβέντας. 

Ύστερα από λίγο όλοι είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Η Ελένη στο δικό της αφήνοντας τα δυο της παιδιά, έτσι πλέον ένιωθε τη θυγατέρα της με τον Αργύρη, να μένουν μαζί στο δωμάτιο της Βαλεντίνης. Έβλεπε με συγκίνηση τον τρόπο, που ο νεαρός άντρας συνόδευε και φρόντιζε τόσο τρυφερά και δοτικά το παιδί της και γέμιζε η καρδιά της αγαλλίαση. Η κούραση έπεφτε βαριά σε όλους μαζί με το ψυχολογικό βάρος. Ο ερχομός της μέρας που γεννιόνταν σε λίγο ήταν μοιραίο να φέρει μια θύελλα, χωρίς προηγούμενο.


Ένα αλλιώτικο ξημέρωμα


Κανείς από τους ένοικους του μεγάλου αρχοντικού δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τι επρόκειτο να φέρει εκείνο το ξημέρωμα που είχε χαράξει πλέον για τα καλά.


Δεν είχαν καλά-καλά προλάβει να σηκωθούν. Ο Ιάκωβος πολύ νωρίτερα όπως και η Ελένη. Οι δυο τους κουβέντιαζαν στη μεγάλη κουζίνα όταν έφτασε το αγαπημένο ζευγάρι. Ο Ιάκωβος είχε επιμεληθεί για όλους ένα πλούσιο πρωινό.


Ο ήχος του κουδουνιού της μεγάλης πόρτας ήχησε απρόσμενα για όλους.

“Περιμένουμε κανέναν;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Δεν ξέρω, όχι¨, είπε ο Ιάκωβος


Στο κατώφλι της πόρτας φάνηκαν δύο άντρες. Έδειχναν βλοσηροί. Στα πρόσωπά τους, η Βαλεντίνη αναγνώρισε τον έναν από αυτούς. Ήταν ο αστυνομικός, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος, που τους είχε επισκεφτεί και την προηγούμενη φορά. Έδειξαν τις ταυτότητές τους στον Ιάκωβο και μπήκαν στο χώρο της κουζίνας.

“Καλημέρα σας, φαντάζομαι με θυμάστε, είμαι ο αστυνόμος Καραναστάσης”, είπε ο γνωστός

“Ναι κύριε αστυνόμε τι συμβαίνει;” ρώτησε με αγωνία η Βαλεντίνη.

Εκείνος έριξε μια σύντομη αναλυτική ματιά στους τρεις παρόντες.

“Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα θα φανώ πολύ δυσάρεστος κυρία Βαρθαλίτη”

“Τι συμβαίνει, για όνομα του Θεού” σχολίασε η Βαλεντίνη.

“Έχω ένα πολύ δυσάρεστο νέο για την οικογένειά σας, λυπάμαι…”

Όλοι ένιωσαν ένα σφίξιμο στην καρδιά.

“Μιλήστε σάς παρακαλώ!” είπε εκείνη.

“Σήμερα νωρίς τα χαράματα… βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του ο κ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΨΗΣ, ο θείος σας!”


Η είδηση έσκασε σαν βόμβα ανάμεσά τους. Οι ανάσες κόπηκαν μονομιάς. Τα χέρια σφίχτηκαν, οι ματιές γέμισαν απόγνωση.

“Τι είπατε, ο αδελφός μου… νεκρός… πώς;” ψέλλισε η Ελένη.

“Κάποιος τον σκότωσε κυρία μου…”


Ο αστυνόμος πήρε από το χαρτοφύλακα του συνεργάτη του μια μεγάλη πλαστική σακούλα, την άνοιξε και πρόταξε το αντικείμενο μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Βαλεντίνης και των υπολοίπων


“Δικό σας είναι αυτό το φουλάρι κ. Βαρθαλίτη;” ρώτησε παγερά ψύχραιμος ο διοικητής.

“Ναι….” μόλις που κατάφερε να ψελλίσει η Βαλεντίνη, τη στιγμή που ο Ιάκωβος έκλεισε για λίγο απεγνωσμένα τα μάτια του.

“Το φουλάρι βρέθηκε στο χώρο του εγκλήματος, εκεί που δολοφονήθηκε ο θείος σας κ. Βαρθαλίτη”

Συνεχίζεται...