H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2025

"Μια νύχτα που χώρεσε το θαύμα" / "Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις"/ Το θαύμα

 Μια νύχτα που χώρεσε το θαύμα




Το χιόνι έπεφτε σιγά στη παγωμένη και αφιλόξενη νύχτα της μεγάλης πόλης. Τα μαγαζιά είχαν ήδη κλείσει και έμεναν φωτεινά τα λαμπερά εκείνα στενά των εμπορικών δρόμων. Η μικρή Θέλμα περπατούσε σκυφτή στα στενά πίσω από την αγορά, εκεί όπου τα φώτα των Χριστουγέννων έφταναν ξεθωριασμένα, σαν ανάμνηση άλλης ζωής και ο θόρυβος της γιορτινής μουσικής δεν έφτανε να ζεστάνει την καρδιά της. Εκείνα τα στενά της πόλης μύριζαν απ’ τα σκουπίδια στους βρώμικους κάδους. Οι γειτονιές των απόκληρων και των ξεχασμένων. Ώριμη έφηβη είχε μπει απότομα και για τα καλά στο μαγκανοπήγαδο της επιβίωσης. Απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία εδώθε-εκείθε, σε ακαθόριστα ωράρια, χωρίς νόμους. Όπως ορίζει το νομικό πλαίσιο της ολιγαρχίας. Κρατούσε το παλιό παλτό της κλειστό με δύναμη. Όχι τόσο από το κρύο, άλλωστε αυτό το είχε συνηθίσει, όσο για να μη σκορπίσει η μικρή ζεστασιά που είχε απομείνει μέσα της.

Τότε το είδε! Δίπλα σ’ έναν κάδο, κουλουριασμένο στο χιόνι, ένα μικρόσωμο σκυλάκι ήταν κουλουριασμένο και έτρεμε. Το τρίχωμά του μουσκεμένο από τα νερά του δρόμου. Τα μάτια του, μεγάλα και σκοτεινά, δεν ζητούσαν πολλά. μόνο να μην το προσπεράσουν. Κάποιος το είχε αφήσει εκεί, ίσως γιατί δεν χωρούσε πια στη ζωή του, ίσως γιατί είχε γίνει βάρος. Ήταν φανερό ότι ήταν κουρασμένο, μάλλον παραιτημένο από κάθε ελπίδα στην ύπαρξή του. Δεν διεκδικούσε τίποτα.

Η Θέλμα δίστασε. Δεν είχε σπίτι δικό της, ζούσε σε δομή αστέγων. «Δεν μπορώ…» ήταν η πρώτη αντίδραση, μέσα της. Σχεδόν το ψιθύρισε. Κι όμως, τα πόδια της έγινα ένα με την άσφαλτο. Τα μάτια της συνάντησαν το παγωμένο βλέμμα εγκατάλειψης του μικρού σκύλου. Όμως τα χέρια της απλώθηκαν από μόνα τους. Το σκυλάκι έδειξε να μην αντιδρά. Δεν πίστευε πια στα θαύματα. Όμως το κάλεσμα της νεαρής κοπέλας ήταν ζεστό και αληθινό. Σηκώθηκε, την πλησίασε και χώθηκε στο παλτό της, σαν να ήξερε πως εκεί, έστω για λίγο, ήταν ασφαλές.

Κάθισαν έτσι, ακίνητοι. Μια νεαρή έφηβη και ένα εγκαταλειμμένο σκυλί, δυο ψυχές κατατρεγμένες, να μοιράζονται την ίδια ανάσα, την ίδια σιωπή, ίσως το ίδιο αδιέξοδο.

Ένα παράθυρο ξεμαντάλωσε από πάνω τους. Ήταν από αυτά τα παλιά ξύλινα με τις γρίλιες σε ένα ισόγειο παλιό διαμέρισμα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα τους κοίταξε χωρίς απορία. Και το κυριότερο, χωρίς αποστροφή ή γκρίνια. Η παλιά σιδερένια πόρτα άνοιξε, η ώριμη γυναίκα κατέβηκε κρατώντας μια κουβέρτα. Η Θέλμα της εξήγησε, εκείνη κούνησε το κεφάλι της, μουρμούρισε ένα “στόλισμα” για τους παληανθρώπους, που πετάνε τα ζωντανά τους στο δρόμο.

“Πού θα το πας;” ρώτησε την κοπέλα. Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα σιωπηλή.

“Κατάλαβα… έρμη κι άλαλη και συ;” σχολίασε, “….που μένεις;” Η Θέλμα ντράπηκε να πει στο άλλο τετράγωνο, στη δομή των αστέγων.

Οι πραγματικοί άνθρωποι παίρνουν τις αποφάσεις τους γρήγορα, χωρίς να υπολογίζουν κόστος.

“Έλα κορίτσι μου, πάρε την ψυχούλα αγκαλιά και κοπιάστε μέσα!”

“Μα…”

“Μόνη μου μένω, μην ανησυχείς. Και απ’ ότι μαντεύω και εσύ σαν τούτο δω μοιάζεις… εγκαταλειμμένη, έλα μην το σκέφτεσαι, πάμε κάνει κρύο!”

Το φτωχικό της γυναίκας ήταν απλό μα γεμάτο από αυτήν την αληθινή ομορφιά και αξιοπρέπεια των ξωμάχων ανθρώπων του μόχθου. Όλα μοσχοβολούσαν από γλυκά. Στη γωνία, ένα μικρό δεντράκι παλιάς εποχής αναβόσβηνε τα φωτάκια του τραγουδώντας τη χαρά του. Στην άκρη ήταν μια σόμπα υγραερίου. Το σκυλάκι έμοιαζε να ζει ένα όνειρο. Το περιοποιήθηκαν, το σκούπισαν, του έδωσαν λίγο φαγητό. Πήρε ζωή και αντανακλαστικά. Το βλέμμα του γύρευε κάθε τρόπο να τους ανταποδώσει αυτό που ζούσε. Σε λίγο αποκοιμήθηκε, με μια γλυκύτατη όψη, τυλίγοντας το σώμα του σαν κουλούρι, δίπλα στη σόμπα. Ένιωσε, πίστεψε.

Η Θέλμα δεν θυμόταν πότε κάποιος της είχε χαμογελάσει έτσι, χωρίς να ρωτήσει τίποτα ή να ζητήσει εξηγήσεις ή προαπαιτούμενα.

“Ξέρεις τι είναι το θαύμα, κόρη μου;” είπε η γυναίκα του σπιτιού.
Η Θέλμα κούνησε το κεφάλι και απάντησε: “Είναι να μη σε προσπερνούν, ούτε εσένα, ούτε εκείνους που αγαπάς"

Έξω, οι καμπάνες ακούστηκαν μακριά. Δεν ήταν δυνατές. Μα έφτασαν σιμά τους. Εκείνη τη νύχτα δεν άλλαξε ο κόσμος. Όμως για ένα παιδί και ένα μικρό σκυλί, η ζωή σταμάτησε για λίγο να τα κυνηγά και τους έδειξε μια άλλη πόρτα. Μια άλλη όψη. Σε μια ώριμη και μόνη γυναίκα έδωσε μια συντροφιά και συνέχεια. Έτσι, εκεί, στο φτωχικό αυτό σπιτικό, τρεις μόνες ψυχές, δυο άνθρωποι και ένας μικρός σκύλος, έγιναν μια αγκαλιά και είπαν καλημέρα σε κάτι καινούργιο.

 Θα μπορούσες να το πεις και θαύμα.

Φίλες και φίλοι μου αγαπημένοι,

ήταν η δική μου συμμετοχή στην τρίτη πράξη του Χριστουγεννιάτικου δρώμενού μας: 

Χριστούγεννα σε τέσσερις πράξεις

"Το θαύμα"

Εύχομαι ολόψυχα στον καθένα, κάπου στη ζωή του, να καραδοκεί ένα μικρό ή μεγάλο θαύμα. Αρκεί να έχουμε τη δύναμη να το δούμε και να είναι έτοιμη και ανοιχτή η καρδιά μας να το δεχτούμε.

Καλή αναμονή για τη μεγάλη Γιορτή.


Σας ευχαριστώ, με την καρδιά μου, που αγκαλιάσατε και αυτό το δρώμενο, με την παρουσία και τη ζεστασιά της ψυχής σας.


2 σχόλια:

  1. Πόσο με συγκίνησε η ιστορία σου καλέ μου φίλε, είναι και η ώρα λίγο περίεργη... δεν θέλουν πολύ τα δάκρυα να τρέξουν. Να είσαι καλά Γιάννη μου. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα με όλα τα καλά στο σπιτικό σας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μια συγκινητική ιστορία, εναρμονισμένη στο πνεύμα των ημερών, αλλά με σαφή κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Μια ιστορία που μα θυμίζει ότι όλος ο κόσμος δεν συμμετέχει στις γιορτές και τις τυμπανοκρουσίες των ημερών όχι γιατί δεν θέλει , αλλά γιατί δεν μπορεί. Αλλά και μας επισημαίνει την ανάγκη της ανοιχτής αγκαλιάς, για όσους δεν έχουν την τύχη μας.
    Νάσαι καλά, Γιάννη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή