H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

"Το αρχοντικό της σιωπής" (Μέρος 2ο) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3

 Το αρχοντικό της σιωπής

Μέρος 2ο

Δείτε τα προηγούμενα:

1ο Μέρος




Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Περίληψη: Η νησιώτικη οικογένεια των Καψήδων, θρηνεί το θάνατο της Βαλεντίνης Καψή. Τα δυο της παιδιά, ο Ανδρέας και Ελένη, καθίστανται κληρονόμοι του μεγάλου αρχοντικού, τμήματος ενός ακινήτου με μεγάλη οικονομική αξία. Ο Ανδρέας επιθυμεί την πώληση του ακινήτου σε αντίθεση με την ανιψιά του, Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, η οποία-στενά δεμένη συναισθηματικά με τη γιαγιά-δεν δίνει τη συγκατάθεσή της. Το διαχειριστικό όμως βάρος ενός τραγικού ατυχήματος, που έχει βιώσει και την έχει οδηγήσει σε αναπηρία των κάτω άκρων, την οδηγεί στην τελική συναίνεσή της. Στην αναγγελία της είδησης κάτω στο νησί, ο Ιάκωβος, παλιός έμπιστος μπάτλερ της νεκρής, φεύγει επειγόντως για να αναγγείλει στη Βαλεντίνη κάτι, που θα αλλάξει τα πάντα.


ΜΕΡΟΣ 2ο

Αυτό που άλλαξε τα πάντα


Ο Ιάκωβος έφτασε μεσημέρι στον Πειραιά. Είχε ήδη ενημερώσει την Ελένη ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να τους δει και ήξερε ότι θα τους εύρισκε στο σπίτι τους. Ήταν τόσο σημαντικά αυτά, που ήθελε να προλάβει και προσπαθούσε να τα βάλει σε μια σειρά.


Τον δέχτηκαν με αγάπη και μεγάλη αγωνία. Η φωνή του στο τηλέφωνο πρόδιδε μεγάλη έξαψη. Είχαν καιρό να τον δουν και οι πρώτες κουβέντες εστίασαν πάνω στο χαμένο χρόνο και στο πώς ήταν. Η έγνοια του ήταν στην μικρή κυρά του, καθώς αποκαλούσε, με καμάρι, τη Βαλεντίνη.


“Πες μου παιδί μου, πώς είσαι; Τι λένε οι γιατροί;”

“Πάω καλύτερα, Ιάκωβε. Σίγουρα τα πόδια μου είναι πιο λειτουργικά από πριν αλλά έχω ακόμα μεγάλο βουνό μπροστά. Μπορώ και σηκώνομαι για λίγα λεπτά και με ελάχιστα βηματα”

“Μπράβο κόρη μου, αυτό δεν το ήξερα, να που όλα αλλάζουν. Με την επέμβαση τι λένε, πότε;” ρώτησε εκείνος με ενδιαφέρον και αγωνία.

“Θα γίνει μέσα στο χρόνο, Ιάκωβε αλλά πρώτα πρέπει να σταθεροποιήσουμε κάποια πράγματα” απάντησε η Βαλεντίνη.

“Αν δεν ήταν αυτός ο καταραμένος εκείνη τη νύχτα, τίποτα τώρα δεν θα είχε γίνει…”

“Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου, στιγμές! Είτε γεμάτες φως είτε σκοτάδι. Ικανές για το καλύτερο και το χειρότερο”

“Τι απέγινε αυτός, ξέρουμε;”

“Γιατί να ξέρουμε, Ιάκωβε. Τι θα κάναμε δηλαδή;” σχολίασε η Ελένη.

“Μα δεν μπορεί να σακατεύει έτσι έναν άνθρωπο και τώρα να κοιμάται ήσυχος”

“Μπορεί και να μην κοιμάται… ποτέ κανείς δεν ξέρει πώς η ζωή ξεπληρώνει κάποια πράγματα, αλλά άστα αυτά σε παρακαλώ, πες μου τι συμβαίνει;”


Ο Ιάκωβος πήρε ανάσα 

“Βαλεντίνη, έμαθα ότι αποφάσισες να δεχτείς να πουληθεί το αρχοντικό, είναι αλήθεια;”

“Ποιος στο είπε Ιάκωβε;” ρώτησε η Ελένη.

“Το έμαθε όλο το νησί αλλά μού το είπε ο κύριος Ανδρέας ο ίδιος προχθές, είναι αλήθεια, πείτε μου!” ρώτησε με πάθος.


Η Ελένη κοίταξε με νόημα στα μάτια την κόρη της. Η Βαλεντίνη χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. Οι ενοχές ήταν έντονες στο πρόσωπό της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και απάντησε:

“Αλήθεια είναι, Ιάκωβε…”

“Γιατί κόρη μου; Γιατί; Συγγνώμη που ρωτάω, ξέρω δεν είμαι τίποτα εγώ για να μπερδεύομαι αλλά… μέχρι τώρα είχατε άλλη γνώμη”

“Γιατί κουράστηκα αγαπημένε μου. Ξέρεις ότι η παρουσία σου για μένα είναι σημαντική. Μετά το χαμό του παππού και της γιαγιάς, εσύ παίζεις αυτό το ρόλο. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό πια. Βάλε και τα δικά μου προβλήματα. Η επέμβαση, το γραφείο, η πίεση του θείου…”

Ο Ιάκωβος αντέδρασε έντονα:

“Φαγώθηκε! Χρόνια τώρα τον τρώει το σπίτι, λες και του τρώει τα σωθικά…” είπε με χαρακτηριστικά οργής στο πρόσωπό του. Η Ελένη απόρησε.

“Ιάκωβε!”

Εκείνος δεν μαζεύτηκε, έκανε μια παύση και κοίταξε ίσια στα μάτια και τις δυο γυναίκες. Ύστερα ακούστηκε η φωνή του βαθιά, βαριά και αποφασιστική:


“Το σπίτι δεν μπορεί να πουληθεί!”


Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν η μία με την άλλη.

“Τι λες τώρα; Γιατί δεν μπορεί να πουληθεί;“

“Το σπίτι, λέω, δεν μπορεί να πουληθεί” επανέλαβε ο Ιάκωβος με το βλέμμα σκληρό.


“Ιάκωβε τι συμβαίνει, θα μάς εξηγήσεις;” ρώτησε η Ελένη.

“Η μακαρίτισσα η μάνα σου και γιαγιά σου, Βαλεντίνη, άφησε Διαθήκη, με την οποία άφηνε κληρονόμους τα παιδιά της αλλά με απόλυτο και απαράβατο όρο ότι το σπίτι δεν μπορεί να πουληθεί”


Οι γυναίκες έμειναν άναυδες. 

“Για ποια διαθήκη μιλάς, Ιάκωβε, τρελάθηκες; Η μάνα μου δεν άφησε διαθήκη” τόνισε η Ελένη.

“Είμαι ο μόνος άνθρωπος, που το γνωρίζει αυτό. Και το ξέρω κάτω από συγκεκριμένους όρους και περιστάσεις. Κάτω από τις οδηγίες εκείνης της ίδιας.

“Ω Θεέ μου, τι λες τώρα, άνοιξε το στόμα σου Ιάκωβε, δεν είναι ώρα για μισόλογα”

“Γι αυτό ήρθα εδώ κυράδες μου. Γιατί τα περιθώρια στένεψαν…”

“Λοιπόν; Ακούμε”


Ο Ιάκωβος ξεκίνησε:

“Όταν η μακαρίτισσα, Ελένη, σάς μίλησε με τον αδελφό σου, λίγες μέρες μετά, μού ζήτησε να μιλήσουμε απόλυτα εμπιστευτικά. Ήταν ανήσυχη και προβληματισμένη. Η πρόθεσή της ήταν ξεκάθαρη. Η περιουσία των Καψήδων μένει στην οικογένεια, άρα στα παιδιά της. Όμως ο κύριος Ανδρέας είχε δεύτερες σκέψεις και μάλιστα έδειχνε αποφασισμένος…”

“Πώς το ‘ξερε αυτό η μάνα μου, Ιάκωβε” ρώτησε η Ελένη.

“Κυρά μου, δεν ήταν αφελής η αρχόντισσα. Προφανώς είχε και άλλες κουβέντες με το γιο της και κατάλαβε”

“Για λέγε”

“Με έπιασε λοιπόν και μού είπε:   


(Αναδρομή σκηνής διαλόγου Βαλεντίνης Καψη-Ιάκωβου)

 

“Ιάκωβε άνοιξε τ’ αυτιά σου και βάλε καλά κατά νου, τι θα σου πω και κοίτα κακομοίρη μου, μην τολμήσεις κι ανοίξεις το στόμα σου πουθενά…”

“Κυρά μου, με τρομάζεις”

“Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Εγώ μιλάω τώρα και εσύ τα κρατάς στο μυαλό σου. Λοιπόν έχω κάνει διαθήκη για το σπίτι. Κληρονομούν τα δυο μου παιδιά, ο Ανδρέας με την Ελένη…”

“Έπραξες το λογικό και το πρέπον, κυρά”

“Μη βιάζεσαι! Η διαθήκη αυτή θα μείνει κρυφή, αυστηρά κρυφή, κατάλαβες;”

“Μα κυρά για ποιο λόγο;”

“Η Διαθήκη δεν ορίζει μόνο κληρονόμους, έχει και έναν όρο, όρο απαράβατο. Και αυτό θέλω να βάλεις στο μυαλό σου, μπορείς η τσάμπα μιλάω μωρέ;”

“Κυρά μου, το ρωτάς; Ο λόγος σου για μένα είναι προσταγή”

“Δεν θέλω να πουληθεί το σπίτι! Από κανέναν! Ακούς; Τους λόγους τους ξέρεις. Και επειδή φοβάμαι βάσιμα ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει…”

“Ποιος θα τολμήσει, κυρά μου;”

“Άκου που σού λέω και μη ρωτάς. Κανείς δεν ξέρει πού είναι η διαθήκη. Είναι χειρόγραφη. Δεν έβαλα συμβολαιογράφο γιατί δεν εμπιστεύομαι κανέναν τους. Θα βρίσκεται σε μέρος ασφαλές. Από σένα λοιπόν εξαρτάται αν θα σωθεί το σπίτι. Ρισκάρω, το ξέρω αλλά για μένα είστε με τη Δέσποινα σαν παιδιά μου. Μόλις μάθεις ότι το σπίτι πουλιέται θα μιλήσεις στην κόρη μου την Ελένη και την εγγόνα μου! Η διαθήκη πρέπει να έρθει στο φως”

“Ωραία, άρα πρέπει να μού πεις πού βρίσκεται”

“Όχι Ιάκωβε, δεν θα στο πω πού βρίσκεται. Γιατί φοβάμαι. Όχι μη με προδώσεις αλλά φοβάμαι τους άλλους ολόγυρα. Τα κοράκια. Τα νιώθω ήδη να χορεύουν ολόγυρα έξω…”

“Τι λες τώρα κυρά;”

“Δεν είμαι ηλίθια, Ιάκωβε. Και σε πληροφορώ κάτι έχουν αρπάξει οι κεραίες μου”

“Και πώς θα βρεθεί η διαθήκη;”

“Η διαθήκη είναι σε θυρίδα στην τράπεζα. Η θυρίδα είναι και στο όνομα της κόρης μου, της Ελένης αλλά δεν θα βγάλεις άχνα. Το που είναι το κλειδί της θυρίδας δεν θα το ξέρεις, Ιάκωβε”

“Και πώς θα το βρούμε;”

“Αυτό είναι δουλειά της Βαλεντίνης της εγγονής μου. Εκείνη ξέρει τα χούγια και της συνήθειές μου. Πού περνούσα τις ώρες μου στο σπίτι, πού καρτερούσα τον άντρα μου, πώς πέρναγα αυτές τις ώρες κάθε νύχτα κάνοντας παρέα με το φεγγάρι. Ακους Ιάκωβε; Αν δεν θυμάσαι, γράψτα αυτά τα λόγια, παναθεμά σε, δεν πρέπει να τα ξεχάσεις. Σαν έρθει η ώρα πρέπει η Βαλεντίνη να ψάξει. Κατάλαβες;”


Επιστροφή στην κουβέντα του Ιάκωβου με τις γυναίκες


“Ένιωσα να τρέμω εκείνες τις στιγμές, καθώς την έβλεπα τόσο συγκινημένη. Τα μάτια της γυάλιζαν καθώς με κοιτούσε. Τρόμαξα αληθινά. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν μέσα μου λες και ένα ραβδί πυρωμένο έκαψε το δέρμα μου. Διαμαρτυρήθηκα, της είπα δεν μού έχεις εμπιστοσύνη κυρά, με αφήνεις στο σκοτάδι…”

“Και τι σού αποκρίθηκε;” ρώτησε η Ελένη.

“Μου χαμογέλασε. Ιάκωβε, μού είπε. Σε σένα έχω εμπιστοσύνη, μέσα απ’ την καρδιά μου. Όμως μπορεί ποτέ να μην πάει ο νους σου ποιος θα είναι αυτός που θα σε πλησιάσει και θα σε προσεταιριστεί”


Η Ελένη με τη Βαλεντίνη έτρεμαν και εκείνες από τη συγκίνηση. Ένιωθαν να λυγάνε μπροστά σε όσα άκουσαν από το στόμα του Ιάκωβου. Για λίγες στιγμές έσφιξαν η μία τα χέρια της άλλης, έγιναν μια αγκαλιά, στην οποία χώθηκε λες σαν τρομαγμένο πουλί και ο έμπιστος άνθρωπός τους. Πέρασαν έτσι μερικές στιγμές μέχρι να συνέλθουν.


Πρώτη μίλησε με αποφασιστικότητα η Βαλεντίνη.

“Πρέπει να κινηθούμε και μάλιστα γρήγορα, δεν έχουμε καιρό. Μην ξεχνάτε έδωσα τη συγκατάθεσή μου για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες της πώλησης”

“Να τις σταματήσεις, κόρη μου”

“Για να τις σταματήσω, μάνα, πρέπει να έχω στα χέρια μου κάτι. Τι θα πω; Άλλαξα γνώμη;”

“Έχει δίκιο, κυρά” συναίνεσε ο Ιάκωβος.

“Και αυτό που πρέπει να έχω στα χέρια μου είναι η διαθήκη! Κανείς άλλος δεν πρέπει να μάθει. Αλλιώς ανοίγουμε τα χαρτιά μας και δεν ξέρω ποιες αντιδράσεις θα προκληθούν”

“Τι θα κάνουμε;” είπε η μητέρα της.

Η Βαλεντίνη μίλησε με μεθοδικότητα και σύνεση:

“Ιάκωβε, γυρίζεις πίσω στο νησί. Στη ρουτίνα σου, στην καθημερινότητά σου. Και έρχομαι και εγώ άμεσα! Έχω λόγο να έρθω, για να υπογραφούν τα χαρτιά. Στο μεταξύ πρέπει στο διάστημα αυτό να ψάξουμε μεθοδικά στο σπίτι”

“Εντάξει κυρά μου. Χαίρομαι και σε καμαρώνω να παίρνεις την κατάσταση στα χέρια σου”

“Εντάξει, γέρο μου! Βασίζομαι σε σένα, φεύγεις αύριο. Αν σε ρωτήσουν για την απουσία σου…”

“Έχω φροντίσει να δώσω δικαιολογία”, απάντησε ο Ιάκωβος.

“Μάνα, ώρα να συνέλθουμε λίγο. Βάλε να φάμε!”


Υποψίες…


“Σ΄ακούω Παντελή, ελπίζω να έχεις κάτι χρήσιμο να μού δώσεις”

Η ερώτηση του Ανδρέα Καψή ήταν σαφέστατη και το ύφος του κατηγορηματικό προς τον νεαρό άνδρα, που έστεκε μπροστά του, στο γραφείο της εταιρείας του στην Πάρο. Δίπλα του, καθόταν σιωπηρός ο Δημήτρης Ερμόλαος, ο δικηγόρος του, ο οποίος παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή τη συζήτηση.

“Ο Ιάκωβος κατέβηκε Πειραιά, δεν συναντήθηκε με κανέναν. Πήγε κατ’ ευθείαν σε ένα σπίτι στην Αθήνα. Σ’ αυτήν εδώ τη διεύθυνση. Έχω και τις σχετικές φωτογραφίες αν θέλετε…”

“Σε ποια διεύθυνση, δώσε μου να δω…”, έριξε μια ματιά στο κινητό του τηλέφωνο. Το πρόσωπό του σφίχτηκε. Κοίταξε με νόημα το δικηγόρο δίπλα του και συνέχισε.

“Λοιπόν; Τι άλλο;”

“Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, την άλλη μέρα πήρε το πλοίο της επιστροφής. Τα άλλα τα ξέρετε.

“Εντάξει Παντελή, έκανες καλή δουλειά. Συνεχίζεις να είσαι η σκιά του. Με προσοχή και διακριτικά. Χωρίς φασαρίες, χωρίς τίποτα. Με ενημερώνεις σε κάθε τι διαφορετικό”


Ο νεαρός άνδρας, έφυγε από το γραφείο κλείνοντας την πόρτα στους δύο άντρες. Ο Ανδρέας Καψής, μίλησε πρώτος:

“Πήγε στο σπίτι της ανιψιάς μου!” είπε με νεύρο στον Ερμόλαο.

“Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη να το φανταστεί κανείς” απάντησε ήρεμα εκείνος.

“Γιατί όμως, γιατί; Μου λες;”

“Γιατί έμαθε ότι το σπίτι πουλιέται και τού ήρθε ο κόσμος ανάποδα. Λογικό. Άλλωστε, μού είπες ότι εσύ τον ενημέρωσες και επίσημα”

“Ναι βρε Δημήτρη, είναι όμως μόνο αυτό; Και γιατί να μου πει ψέματα;”

“Αυτό είναι ένα σημάδι, που μπορεί να μάς καταστήσει ύποπτους. Άκου, δεν χρειάζεται πανικός. Άλλωστε αυτή τη στιγμή σκέψεις κάνεις. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Παρακολουθείς και έχουμε τον έλεγχο”

“Πού βρισκόμαστε με τα συμβόλαια;”

“Η ανιψιά σου έδωσε το οκ. Έχουμε ξεκινήσει τα γραφειοκρατικά. Φυσικά θα πρέπει να έρθει εδώ όταν φτάσουμε στο τελείωμα. Θα χρειαστούμε υπογραφές κι από εκείνη. Δεν είναι εύκολη υπόθεση”

“Να την κάνεις να γίνει!” του είπε χειριστικά.


Ο Καψής σηκώθηκε. Στράφηκε στο μεγάλο παράθυρο. Η φωνή του ακούστηκε βαθιά, υπόκωφη.


“Δεν ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι κάτι γίνεται κάτω από τα πόδια μας. Και ελπίζω να μην πάνε όλα άσχημα”

“Μην ανησυχείς, Ανδρέα…”

“Ανησυχώ Δημήτρη. Οι Ιταλοί είναι πιεστικοί. Δεν έχω περιθώρια να αποτύχω, κατάλαβες; Θα είναι καταστροφή. Έχω ανοίγματα μεγάλα γι’ αυτήν την υπόθεση…”


Ο Ερμόλαος έριξε μια ματιά στο φίλο και συνεργάτη του. Ήταν φανερό ότι μέσα του είχε ήδη φουρτουνιάσει.




Το μήνυμα…


Ο Ιάκωβος έφυγε το άλλο πρωί, όπως είχαν κανονίσει. Επέστρεψε στο νησί και στο αρχοντικό, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό σε τάξη και ηρεμία. Εκείνο, που δεν περίμενε ήταν το …καλωσόρισμα του εργοδότη του.

“Ιάκωβε! Την επόμενη φορά, που θα χρειαστεί να κάνεις κάτι, σε παρακαλώ θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια!” 

Έτσι απλά, σταράτα, στα μούτρα του. Χωρίς ίχνος συναισθήματος.

“Κύριε Καψή…. πώς…εγώ…”

“Α, Ιάκωβε, χαιρετίσματα από το γιό σου! Πέρασε όμορφα στην εκδρομή”

Ο Ιάκωβος έσκυψε το κεφάλι

“Έλα έλα βρε… μια οικογένεια είμαστε. Δεν είμαστε ξένοι. Εγώ σε θεωρώ κάτι σαν τον πατέρα μου. Αν εσύ με βλέπεις αλλιώς, τότε να μού το πεις…”

“Κύριε συγγνώμη!” απολογήθηκε ο γέροντας νιώθοντας την ήττα του για το μήνυμα που πήρε με σαφήνεια.


Οι μέρες έτρεξαν γρήγορα. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να κλείσει όσο μπορούσε τις επείγουσες υποθέσεις στο γραφείο για να μπορέσει να φύγει για το νησί. Ήταν κάποιες εκκρεμότητες, που έπρεπε να λυθούν. Είχαν με τον Αργύρη τη δουλειά τους, την πελατεία και τις δεσμεύσεις τους. Όλα αυτά έπρεπε να τακτοποιηθούν αρμονικά χωρίς απώλειες. Έπρεπε και η ίδια να προετοιμαστεί. Κυρίως ψυχολογικά. Όσα είχαν γίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα σηματοδότησαν μια επιτάχυνση χρόνου και εξελίξεων που δεν ήταν εύκολο να αφομοιωθούν. Στο νησί και δη στο αρχοντικό είχε να επιστρέψει εδώ και τρία χρόνια. Ήταν γερή την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί για να συνοδεύσουν τη γιαγιά στο ύστερο ταξίδι της. Τώρα θα γυρνούσε διαφορετική. Πάνω σε ένα αμαξίδιο, αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις. Και το κυριότερο με την πίεση του χρόνου αλλά και της προσπάθειας να βρουν τη διαθήκη.


Το μήνυμα, που έφτασε από τον Ιάκωβο ήρθε στο κινητό ένα μεσημέρι. Έτσι φάνταξε αδυσώπητο, βίαιο. Για να τη φέρει μπροστά στην πραγματικότητα:


“Φτάνουν στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”


Οι Ιταλοί και οι εκπρόσωποι της εταιρείας έφταναν τέλος του μήνα. Η υπογραφή των συμβολαίων έμπαινε στην τελική ευθεία. Άλλωστε το ήξερε αυτό από τα έγγραφα, που έστελνε στον Ερμόλαο για να ετοιμάσει την πώληση. Ο χρόνος έσφιγγε για τα καλά.


Στό σημερα-τρέχων χόνος-Μια Εξομολόγηση


Οι σκέψεις της Βαλεντίνης κόπηκαν από τον ήχο του θυροτηλεφώνου της εξώπορτας. Επανήλθε στην πραγματικότητα κοιτάζοντας την οθόνη. Ο Αργύρης έστεκε στην είσοδο. Η Βαλεντίνη άνοιξε.

“Άρχισα να ανησυχώ!” τού είπε απλώνοντας το χέρι της. 

“Άργησα ε, το ξέρω, κάποιες τελευταίες εκκρεμότητες”

Έσκυψε προς το αμαξίδιό της, την αγκάλιασε με τρυφερότητα μπαίνοντας στο εσωτερικό. Τον οδήγησε στο σαλόνι, τακτοποιήθηκαν και σε λίγο έστεκε ο ένας δίπλα στον άλλο στην προχωρημένη νύχτα του Ιούλη.

“Τα πράγματά σου έτοιμα;” τον ρώτησε.

“Ορίστε! Μια βαλίτσα, νομίζω είναι αρκετή!” της απάντησε χαμογελώντας. Σχεδόν συνομήλικοι, τρία χρόνια μεγαλύτερός της, στα 39 του. Το πρόσωπό του ήταν μια γλυκιά ζωγραφιά καλοσύνης και δοτικότητας. Καλοστεκούμενος άντρας, απλά αλλά όμορφα ντυμένος. Ο Αργύρης Ραιδεστός, δεν άκουσε κουβέντα από τις αντιρρήσεις της. Μόλις έμαθε αναλυτικά τα γεγονότα, άλλωστε ήταν ένα πρόσωπο για το οποίο δεν μπορούσε να αμφιβάλλει για την εμπιστοσύνη του, η δήλωσή του ήρθε αμέσως, χωρίς περιστροφές:

“Ωραία έρχομαι μαζί σου!”

Τι φώναξε, τι τον μάλωσε, τι του είπε διάφορα, τι τον έβαλε μπροστά στις υποχρεώσεις του γραφείου τους, ήταν ανένδοτος.

“Αυτό δεν θα το περάσεις μόνη σου!” της είπε εκτός αν δεν με εμπιστεύεσαι”

Η δεύτερη αντίδρασή της ήταν πιο οξεία από την προηγούμενη. Συγκινήθηκε από την προσφορά του. Ομολογουμένως δεν το περίμενε. Ξεπέρασε τις προσδοκίες της. 

“Μην ανησυχείς για το γραφείο μας, η Χριστίνα είναι κέρβερος! Θα μείνει στο πόδι μας με τα παιδιά. Συμβατικές υποχρεώσεις δεν έχουμε, οπότε…”


Είχε σηκωθεί να βάλει δυο ποτά να χαλαρώσουν. Λίγη μουσική, το τραγούδι απ’ τα τριζόνια του κήπου. Όλα έγιναν πιο βατά.

“Πού θα μείνουμε, κανόνισες;” τη ρώτησε.

“Στο αρχοντικό!”

“Ω τι λες τώρα!”

“Ήθελα να πάμε σε ένα ξενοδοχείο αλλά ο Ιάκωβος δεν σήκωνε κουβέντα..”

“Επιτέλους, θα γνωρίσω και εγώ το σπίτι, που σημάδεψε τη ζωή σου…” της είπε ήρεμα κοιτάζοντάς την στα μάτια. Το χέρι του απλώθηκε αργά στο δικό της. Άγγιξε τα ακροδάχτυλά της. Στην αρχή συνάντησε ένα τικ εκ μέρους της, σαν αν ήθελε να τα τραβήξει. Όμως έμειναν στη θέση τους. Συνάντησαν τα δικά του. Τα δυο τους χέρια ενώθηκαν προκαλώντας και στους δυο ανατριχίλα παράξενη.


“Σ’ ευχαριστώ!” τού είπε με τα χείλη της να κρέμονται στο πρόσωπό του. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν κοιταχτεί έτσι. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν έρθει τόσο κοντά έξω από το εργασιακό τους περιβάλλον. Η φωνή του Αργύρη ακούστηκε ζεστή, μιλούσε χωρίς να αφήνει το χέρι της. 

“Θα γνωρίσω το σπίτι που έζησες όμορφες και μεγάλες στιγμές! Θα κάνω τα ίδια βήματα με τα δικά σου εκεί που αντρώθηκαν τα όνειρά σου. Θα νιώσω την αύρα του, τις μορφές που αγάπησες. Θα γίνω ένα με τη σκιά και την ανάμνησή τους… Βαλεντίνη… Το ήθελα καιρό να μπω στον κόσμο σου…Να σε συναντήσω στα γέλια, στις χαρές, στα δάκρυα, στις λύπες σου, στις γιορτές σου. Με τους δικούς σου ανθρώπους…”


Η Βαλεντίνη άκουγε συγκινημένη αλλά και απόλυτα αιφνιδιασμένη. Αυτό που γινόταν ακριβώς μπροστά της, υπήρχε σαν μακρινή υποψία, που ξέφτιζε κάτω από το βάρος μιας αδυσώπητης λογικής αλλά τώρα… Ο Αργύρης συνέχισε.

“Είμαι κοντά σου χρόνια τώρα. Από το Πανεπιστήμιο. Μοιραστήκαμε τα πρώτα μας όνειρα, τις πρώτες απογοητεύσεις και νίκες. Για μένα ήσουν πάντα…. κάτι ιερό… απρόσιτο… Ήμουνα δειλός βλέπεις. Και σαν έμαθα την πρώτη σου σχέση, η ήττα μου έγινε μια λαθεμένη φυγή, που παρέσυρε και μια άλλη γυναίκα…”

“Αργύρη τι μού λες;”

“Ναι, γνώρισα την Ισμήνη και η σχέση μας ήταν μια φυγή για μένα. Όπως και ο γάμος μας… Ναι, δεν είναι έντιμο αυτό, το ομολογώ. Σεβαστήκαμε ο ένας τον άλλο, ζήσαμε σαν ζευγάρι, κάναμε έρωτα σαν ζευγάρι αλλά πάντα ανάμεσά μας υπήρχε η δική μου εμμονή. Η παρουσία σου!”

“Ω Θεέ μου! γιατί;”

“Βαλεντίνη, σημασία έχει το τώρα. Με την Ισμήνη είμαστε δυο εξαίρετοι φίλοι, παιδιά ευτυχώς δεν κάναμε, τώρα είμαστε ελεύθεροι. Και τώρα μπορώ εγώ να ελπίζω… να προλάβω το χαμένο χρόνο και την ατολμία μου. Άσε με να το κάνω, άσε με να δοκιμάσω…”

“Αργύρη… στην κατάστασή μου;”

“Πάψε! Ο έρωτας δεν κοιτάζει σωματικές αναλογίες. Άλλωστε χρωστάς μια ακόμα μάχη για σένα”


Η Βαλεντίνη ένιωσε μια απέραντη συγκίνηση να κατακλύζει κάθε της κύτταρο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, άναρχα, για πρώτη φορά ίσως στη ζωή της τόσο διαφορετικά.


Έγειρε πιο τρυφερά πλάι της. Πήρε στην αγκαλιά του το χέρι της, το ένωσε με το κορμί του. Με μια ηχηρή σιωπή να σκεπάζει τις αναπνοές τους. Τα τζιτζίκια του καλοκαιριού δεν έλεγαν να σωπάσουν μήτε τη νύχτα, ο δίσκος είχε τελειώσει στο πικαπ, τα ποτά επίσης στα ποτήρια. Έμειναν για ώρα έτσι.


“Τι ώρα φεύγουμε αύριο;” τη ρώτησε με χαμόγελο.


(Συνεχίζεται...)



Φίλες και φίλοι, το "Αρχοντικό της Σιωπής" είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση / 3ος Κύκλος".  Το διήγημα παρουσιάζεται σε συνέχειες και εδώ και στο μπλογκ μας φυσικά, για να μη σάς κουράζω. Όλα τα διηγήματα και τις υπέροχες συμμετοχές σας, καθώς θυμάστε, μπορούμε να τις διαβάσουμε συγκεντρωτικά εδώ:

Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο κύκλος μας μπορεί να άργησε λίγο αλλά πάντα παραμένει ζωντανός, σε δημιουργία και εξέλιξη. Και φυσικά θα συνεχιστεί στον επόμενο. Να σάς ευχαριστήσω, μία ακόμα φορά, για τη συμμετοχή, την αγάπη και τη  στήριξή σας.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου