Το αρχοντικό της σιωπής
Μέρος 2ο
Δείτε τα προηγούμενα:
Κεντρική ιδέα της πλοκής
Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.
Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.
Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:
“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.
Περίληψη: Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη, φτάνουν στο νησί και μένουν στο παλιό αρχοντικό με την υποδοχή του Ιάκωβου. Η Βαλεντίνη θα πληροφορηθεί ότι ο θείος της, έχει γίνει μέτοχος στην Ιταλική εταιρεία, που σκοπεύει να αγοράσει το ακίνητο και μάλιστα είναι και μέλος στο Δ.Σ.
Οι τρεις τους, θα ξεκινήσουν μια αγωνιώδη προσπάθεια να εντοπίσουν, μέσα στο σπίτι, σημείο, που πιθανά κρύβεται η διαθήκη της γιαγιάς. Στο τέλος θα βρουν ένα μικρό κλειδί, που συνδέεται με ένα αγαπημένο βιβλίο της γιαγιάς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο
Βαλεντίνη |
Η λύση ενός γρίφου
“Βόηθησέ με σε παρακαλώ προς τη βιβλιοθήκη”
Άρχισαν και οι δύο να σκανάρουν τα βιβλία στα ράφια. Ο Αργύρης τα ψηλά και η Βαλεντίνη τα χαμηλά. Η αγωνία τους είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Προσπαθούσαν να κρατήσουν τη ψυχραιμία τους για να μην κάνουν σπασμωδικές κινήσεις.
Εκείνος ήταν που στάθηκε τυχερός.
“Το βρήκα, εδώ είναι!” φώναξε, με φωνή μικρού παιδιού, που ανακαλύπτει κάτι το αγαπημένο του. Η Βαλεντίνη ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Ο Αργύρης κατέβασε το βιβλίο αλλά ένιωσε κάτι παράξενο και έκανε μια γκριμάτσα απορίας.
“Τι συμβαίνει, Αργύρη;”
Αργύρης |
Ο Αργύρης είχε προλάβει να ανοίξει το εξώφυλλο του βιβλίου, να δει αυτό που τον άφησε έκπληκτο και το έδωσε στα χέρια της Βαλεντίνης. Εκείνη επιβεβαίωσε τον τίτλο και άνοιξε το εξώφυλλο.
“Μα… εδώ, τι είναι αυτό; Αυτό δεν είναι βιβλίο!”
“Το είδα…” απάντησε και εκείνος.
Το εσωτερικό του βιβλίου δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα καλά καμουφλαρισμένο κουτί. Στο πάνω μέρος του είχε τη μικρή του κλειδαριά.
“Έτσι εξηγείται λοιπόν το μικρό κλειδί, νομίζω ότι βρήκαμε τη χρήση του, Αργύρη!”
Πήρε το μικρό κλειδί και προσπάθησε να το τοποθετήσει στην υποδοχή της κλειδαριάς. Το χέρι της έτρεμε, στο μέτωπό της είχαν ήδη σχηματιστεί δυο-τρεις σταγόνες ιδρώτα. Κράτησαν και οι δυο την ανάσα τους. Η Βαλεντίνη γύρισε προσεκτικά το μικρό κλειδί. Ένα μικρό κλικ ακούστηκε και το ιδιαίτερο καπάκι του κουτιού άνοιξε. Με το χέρι της έβγαλε από το εσωτερικό του ένα μεταλλικό κλειδί.
“Επιτέλους, εδώ είναι!” φώναξε δείχνοντάς του το κλειδί.
Ο Αργύρης έβγαλε έναν μακρόσυρτο αναστεναγμό. Ήταν όντως κλειδί τραπεζικής θυρίδας.
“Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, όμως σε ποια τράπεζα ανήκει η θυρίδα, ξέρεις;”
“Ναι στην Εθνική. Ήταν η μόνη τράπεζα, που είχε συνεργασία η γιαγιά”
“Αύριο, πάς εκεί, ανοίγεις τη θυρίδα και με το καλό βρίσκουμε τη διαθήκη”
Ένιωσαν σαν μια τεράστια πλάκα τσιμέντου να βγαίνει πάνω από τα στήθη τους. Γύρισαν στο σαλόνι να ηρεμήσουν. Ειδοποίησαν αμέσως τον Ιάκωβο, τον οποίο και ενημέρωσαν. Έγιναν και οι τρεις τους μια μεγάλη αγκαλιά με αισθήματα συγκίνησης και ανακούφισης. Το βήμα, που έκαναν ήταν μεγάλο. Η γιαγιά τελικά έλεγε την αλήθεια. Μια καινούργια μέρα ξημέρωνε με ένα μεγάλο δρόμο να ξανοίγεται μπροστά τους. Οι εξελίξεις δεν θα είναι μήτε εύκολες μήτε ανώδυνες.
Η διαθήκη
Η Βαλεντίνη δεν έχασε καθόλου χρόνο. Με την ένταση συνέχεια σε ψηλά επίπεδα επισκέφτηκε, με τον Αργύρη, το κατάστημα της Τράπεζας που τηρούσε τους λογαριασμούς της η γιαγιά αλλά και η ίδια. Η υπάλληλος φυσικά την οδήγησε, μέσω του ανελκυστήρα, στις θυρίδες. Εξήγησε ότι χρειάζεται απαραίτητα συνοδό μέσα στο χώρο των θυρίδων λόγω της κινητικής της αδυναμίας και έτσι ο Αργύρης μπήκε μαζί της. Ένιωσε την ίδια αγωνία με εκείνη που βίωσε και το χθεσινό βράδυ, που βρήκαν το ανασκευασμένο βιβλίο. Το άνοιγμα της θυρίδας από τον Αργύρη, έφερε τη Βαλεντίνη, μπροστά σε ένα μεγάλο ντοσιέ. Ήθελε σαν τρελή να το ανοίξει εκεί μπροστά. Κρατώντας το στα χέρια της, έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του. Διαπίστωσε ότι στο περιεχόμενό του ήταν ένας μεγάλος φάκελος και ένας μικρότερος. Δεν ήθελε να δώσει άλλο χρόνο στην παραμονή της εκεί. Κλείδωσαν και επέστρεψαν με την υπάλληλο στο ισόγειο. Υπέγραψε για την επίσκεψη στη θυρίδα και έφυγαν.
Αυτό που δεν είδε η Βαλεντίνη ήταν τον δικηγόρο, τον Δημήτρη Ερμόλαο, ο οποίος ήταν και αυτός στο τραπεζικό κατάστημα, σε διαφορετικό γκισέ. Ο Ερμόλαος, πριν κατευθυνθεί στο ταμείο για τη συναλλαγή του, χαιρέτισε την υπάλληλο, με την οποία προφανώς και γνωριζόταν.
“Νόμιζα ότι έλειπες σήμερα, Κωνσταντίνα, δεν σε είδα πριν…” της είπε χαμογελαστά.
“Όχι κ. Ερμόλαε, κάτω ήμουν στις θυρίδες…”
Δημήτρης Ερμόλαος |
Ο δικηγόρος σχεδόν ταυτοποίησε, με κομψό και νομότυπο τρόπο, το λόγο της καθόδου της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη στο υπόγειο της Τράπεζας. Ανέκφραστος συνέχισε τη συναλλαγή του στο ταμείο.
Τα λεπτά που χρειάστηκαν για να επιστρέψουν από την τράπεζα στο μεγάλο αρχοντικό, τους φάνηκαν ατελείωτα. Ο Ιάκωβος, εκείνος κι αν περίμενε φουντωμένος από την αγωνία. Ένιωθε και αυτός ένα μεγάλο βάρος ευθύνης στις πλάτες του. Λες και η εμπιστοσύνη, που του έδειξε η μεγάλη κυρά του, τον κατέστησαν υπεύθυνο για τη σωτηρία του κτήματος και του σπιτιού.
Έκατσαν και οι τρεις στο σαλόνι. Η Βαλεντίνη άνοιξε το ντοσιέ. Οι δύο φάκελοι στο εσωτερικό ήρθαν μπροστά τους. Ο μικρός είχε το όνομα της εγγονής της στο εξωτερικό του μέρος.
“Εκείνο, που μού κάνει μεγάλη εντύπωση”, είπε η Βαλεντίνη “είναι ότι αναφέρεται και σημειώνει εμένα, τη στιγμή που υπάρχουν τα δυο της παιδιά”.
“Σίγουρα υπάρχουν τα παιδιά της, κόρη μου, αλλά η σχέση που είχε με σένα ήταν διαφορετική. Χωρίς να μειώνει τους άλλους, για κάποιο λόγο σε θεωρούσε σαν πληρεξούσιό της”, τόνισε ο Ιάκωβος.
Ήταν όλοι έτοιμοι, όταν η Βαλεντίνη άνοιξε το μικρό φάκελο στο όνομά της. Με μεγάλη συγκίνηση και τρεμάμενα χέρια στο γράμμα που ξεδίπλωσε στο εσωτερικό του γνώρισε τα γράμματα της γιαγιάς. Ξεκίνησε να διαβάζει με αργό ρυθμό, προσπαθώντας να ελέγξει τη συγκίνησή της.
“
Αγαπημένη μου εγγονή Βαλεντίνη,
πιθανόν να σε παραξενεύει, που αυτό το γράμμα, απευθύνεται σε σένα και όχι στα παιδιά μου. Τη μητέρα και το θείο σου. Στη ζωή μου ακολουθούσα το ένστικτό μου και τα συναισθήματά μου και αυτά ακριβώς ήταν, που με οδήγησαν στην απόφαση να είσαι εσύ ο παραλήπτης αυτής της επιστολής και όσων συνοδεύει.
Στο ντοσιέ αυτό θα βρεις κάτι σημαντικό που σηματοδοτεί το αύριο, μετά το θάνατό μου. Είναι η προσωπική μου ΔΙΑΘΗΚΗ. Αφορά τη μοίρα του αρχοντικού μας σπιτιού με το κτήμα του.
Τους λόγους, που αυτή η διαθήκη δεν δημοσιεύτηκε εξ αρχής, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα στους έχει μεταφέρει ο Ιάκωβος Δεπόντης, ο πιστός μου επιστάτης. Σε κάθε περίπτωση έχω φροντίσει να φτάσει στα χέρια σου για αν την κοινοποιήσεις στη μητέρα και στο θείο σου.
Το σπίτι αυτό, όπως ήδη σάς έχω τονίσει, μεταφέροντας και τη θέληση του συζύγου μου και παππού σου, Στέφανου, είναι η ίδια η καρδιά της οικογένειάς μας. Δεν είναι απλά ένα ακίνητο με πολύ μεγάλη εμπορική αξία, αξιοποιήσιμο και εμπορεύσιμο. Το γράφω για να το καταστήσω σαφές απέναντι σε αντιλήψεις, που πιθανά να το δουν ως εφαλτήριο περιουσίας και κέρδους. Το σπίτι αυτό κρύβει προσωπικές στιγμές, κρύβει κοινωνικές στιγμές στην ιστορία του νησιού μας, κρύβει καλλιτεχνική αξία, αφού φιλοξένησε ανθρώπους, συζητήσεις, βραδιές, χορούς και εκδηλώσεις μιας κάποιας άλλης εποχής. Έσωσε τις οικογένειές μας από φτώχεια, έκρυψε στα κελάρια του αγωνιστές της αντίστασης, έκρυψε τρόφιμα για να στηρίξει σπίτια στην κατοχή. Το σπίτι αυτό, κάθε χώρος εξωτερικός και εσωτερικός, δεν είναι ένας σωρός πέτρες και ξύλα. Χωρίς αυτό διαλυόμαστε.
Έτσι λοιπόν καταθέτω συνημμένα τη διαθήκη μου, με τους όρους, που αυτή περιγράφει με σαφήνεια.
Βαλεντίνη μου, αυτό το ακίνητο περιβάλλεται από σκιές και πολλές άμεσες και έμμεσες επιβουλές. Η διαδικασία της διατήρησής του, δεν θα είναι εύκολη μήτε ανώδυνη. Μη με ρωτήσεις γιατί. Θα το καταλάβεις μόνη σου. Θέλω να ξέρεις ότι έχεις πάντα την ευχή μου να σε προστατεύει και να σκεπάζει πάντα τη ζωή σου.
Με παντοτινή αγάπη, η γιαγιά σου
Βαλεντίνη Καψή
“
Η Βαλεντίνη έσφιξε το γράμμα στην αγκαλιά της με τα μάγουλά της να πλημμυρίζουν δάκρυα, που με τόσο κόπο προσπαθούσαν να κρατηθούν στο διάστημα που διάβαζε. Ο Ιάκωβος την πήρε στην αγκαλιά του ενώ ο Αργύρης άπλωσε τρυφερά το χέρι του στον ώμο της. Η νεαρή γυναίκα ένιωσε ότι βρίσκεται ανάμεσα σε πολύ δοτικούς και υποστηρικτικούς δικούς της ανθρώπους, που αν πρόσθετε κάποιος και τους δυο γονείς της, θα έκλεινε αυτόν τον όμορφο κύκλο.
Ιάκωβος Δεπόντης |
Ο Ιάκωβος της έφερε λίγο νερό και της έδωσαν λίγο χρόνο για να προχωρήσουν. Πράγμα που έκαναν μόλις ένιωσε καλύτερα. Άνοιξαν το φάκελο της διαθήκης. Ήταν χειρόγραφη με καθαρά τα στοιχεία της και φυσικά επιβεβαίωσε την απόφαση της γιαγιάς. Όλο το ακίνητο κληροδοτούνταν στα δυο της παιδιά, Ανδρέα και Ελένη, εξ αδιαιρέτου υπό τον απαράβατο όρο απαγόρευσης κάθε πώλησης μέρους ή του όλου αυτού σε κάθε τρίτο πρόσωπο.
Πήραν βαθιές ανάσες. Η Βαλεντίνη τακτοποίησε τη διαθήκη μέσα στο ντοσιέ.
“Πρέπει να κατατεθεί σε δικηγόρο άμεσα Βαλεντίνη για να πάει στο πρωτοδικείο για τα τυπικά”, τόνισε ο Αργύρης. Πετάχτηκε ο Ιάκωβος:
“Να τον δώσουμε στο δικηγόρο του θείου σου; Τον Ερμόλαο; Είναι χρόνια συνεργάτες αλλά και γνωστός του πατέρα σου, παιδί μου”
“Θα δούμε Ιάκωβε. Το γράμμα της γιαγιάς, απευθύνεται σε μένα. Θα το φυλάξω εδώ. Όσον αφορά τη διαθήκη θα την παρουσιάσω στο θείο μου. Πρέπει να προσέχουμε.
“Και να βιαστούμε!” τόνισε ο Αργύρης.
“Πρέπει να ειδοποιήσω το θείο μου άμεσα! Η δική μου πλέον συμφωνία για την πώληση δεν έχει νόημα και να ακυρώσει τις διαδικασίες με τους Ιταλούς”
Ο Αργύρης αναστέναξε τη στιγμή που ο Ιάκωβος συμπλήρωνε:
“Να ετοιμάζεσαι για μεγάλο χαλασμό παιδάκι μου! Θα σκάσει σαν βόμβα αυτό σε ολάκερο το νησί όχι μονάχα σε μάς…”
“Έχει δίκιο ο Ιάκωβος, Βαλεντίνη, πρέπει να δείτε πώς θα το διαχειριστείτε και σαν οικογένεια και προς τα έξω”
Συνέχισαν τις κουβέντες και τις γνώμες τους πάνω στο ζήτημα. Κάποια στιγμή, το πρόσωπο της Βαλεντίνης φώτισε:
“Ιάκωβε, είπες πριν ότι ο Ερμόλαος ήταν γνωστός του πατέρα μου; Τον ήξερε;”
“Φυσικά και τον ήξερε. Ο Ερμόλαος είναι χρόνια εδώ παιδί μου, πριν πεθάνει ο παππούς σου. Τους είχα δει κάμποσες φορές μαζί. Προφανώς είχε υποθέσεις του. Έτσι γνωρίστηκε και με το θείο σου και έγινε στενός του συνεργάτης”
“Δεν ξέρω… κάτι με χαλάει σε αυτόν” παρατήρησε η Βαλεντίνη.
“Δηλαδή;” τόνισε ο Αργύρης.
“Δεν ξέρω. Κολλητός του θείου μου είναι, στενός συνεργάτης του, δεν ξέρω τι κίνητρα θα έχει μόλις μαθευτεί η διαθήκη”
“Θα το δούμε και θα το κρίνουμε. Όλα τώρα πια θα πηγαίνουν βήμα-βήμα. Έτσι κι αλλιώς η διαθήκη πρέπει να κατατεθεί νομότυπα στο πρωτοδικείο” συμπλήρωσε ο Αργύρης.
Η μέρα ήταν δύσκολη και με μεγάλη συναισθηματική ένταση. Είχαν απόλυτη ανάγκη να ηρεμήσουν, να καταλαγιάσει η συγκίνηση, να καθαρίσει το μυαλό και η σκέψη τους. Άφησαν την υπόλοιπη μέρα να κυλήσει πιο ήρεμα με πρώτο μέλημα της επόμενης μέρας, η ειδοποίηση του Ανδρέα Καψή για την κρίσιμη συνάντηση της αλήθειας που άλλαζε τα πάντα. Έπρεπε να ετοιμάσει τον εαυτό της για όλο αυτό.
Το απόγευμα τη βρήκε με τον Αργύρη να απολαμβάνουν την αύρα της θάλασσας στη μεγάλη βεράντα:
“Αν ο θείος μου με πίεζε μια φορά να δεχτώ την πώληση, φαντάσου τώρα την αντίδρασή του”, είπε στον Αργύρη.
“Εντάξει, λογικό το βρίσκω. Σκέψου τη θέση του, αλλάζουν τα πάντα στα σχέδιά του, θα είναι σοκ”
“Το καταλαβαίνω αλλά εκείνο που φοβάμαι είναι το είδος των αντιδράσεών του. Ο θείος μου τελευταία δεν είναι ο άνθρωπος που ήξερα παλιότερα. Έχει αλλάξει πολύ, έχει σκληρύνει, ώρες-ώρες με τρομάζει”
Ο Αργύρης άπλωσε το χέρι του στο δικό του.
“Μην προδικάζεις το κακό. Όλα θα τα περάσουμε μαζί!”
Η Βαλεντίνη, για μια ακόμα φορά, ένιωσε παράξενα με τον Αργύρη. Δίπλα της έβλεπε έναν άντρα, που πλέον νοιάζονταν πολύ παραπάνω από ένας απλός συνεταίρος ή συνοδός της. Και διαπίστωσε βαθιά στην καρδιά της ένα φανταστικό δωμάτιο, που όλο και μεγάλωνε για να χωρέσει τη σκέψη να νιώθει και εκείνη διαφορετικά για αυτόν.
Η σύγκρουση
Η Βαλεντίνη ειδοποίησε από βραδύς τους γονείς της για την εξέλιξη της διαθήκης, προκαλώντας ένα αντίστοιχο σοκ και στους ίδιους. Της ζήτησαν να κατέβουν στο νησί.
“Κορίτσι μου, δεν μπορείς να το περάσεις μόνη σου όλο αυτό, με τίποτα” τόνισε κατηγορηματικά ο πατέρας της. Τους ζήτησε να περιμένουν. Να είναι σε ετοιμότητα και να περιμένουν.
“Θα σάς κρατώ ενήμερους. Αφήστε πρώτα να δω πώς θα πάει η συνάντηση με το θείο και θα μιλήσουμε ξανά. Μη φοβάστε, δεν είμαι μόνη. Έχω δύο φύλακες αγγέλους. Τον Ιάκωβο και τον Αργύρη. Συμφώνησαν με το ζόρι να περιμένουν άμεσα νεότερη ενημέρωσή της.
Το τηλέφωνο του θείου της ήχησε και το όνομά της στην εισερχόμενη κλήση δεν τον αιφνιδίασε, άλλωστε πλέον περίμενε ότι θα είχαν συνεχείς συναντήσεις.
“Θείε Ανδρέα, σε παρακαλώ, πρέπει να μιλήσουμε, συμβαίνει κάτι σοβαρό”
Ανδρέας Καψής |
Ο Ανδρέας Καψής ένιωσε το πρώτο σφίξιμο.
“Τι έγινε;” ρώτησε ανήσυχος.
“Δεν μπορώ να σου πω από το τηλέφωνο. Πότε μπορείς το απόγευμα να έρθεις από εδώ, είμαι στο σπίτι…”
“Μπορείς να μού πεις τι συμβαίνει, Βαλεντίνη;”
“Αφορά το σπίτι, θείε, υπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι που αλλάζει τα πάντα, πρέπει να συναντηθούμε”
“Εντάξει. Θα είμαι εκεί νωρίς στις έξι…”
“Θέλω να ενημερώσεις το δικηγόρο σου, τον Ερμόλαο, πρέπει να είναι παρών”
“Βαλεντίνη με τρομάζεις…”
“Θα τα πούμε από κοντά, θείε”
Το τηλέφωνο έκλεισε. Ο Ανδρέας ένιωσε γύρω του ένα σκοτάδι να τον πλησιάζει, μια αδιόρατη απειλή. Έκατσε στην πολυθρόνα του γραφείου του και κάλεσε στο τηλέφωνο τον Δημήτρη Ερμόλαο.
Το μεγάλο τραπέζι του σπιτιού στη βιβλιοθήκη έμοιαζε σαν τόπος μελλοντικού πεδίου μάχης. Η Βαλεντίνη ήταν εκεί, με τα έγγραφα δίπλα της. Κοντά της πάντα ο Αργύρης μετρούσε με προσοχή την αγωνία και άγχος της. Ο Ιάκωβος είχε αποσυρθεί διακριτικά με το μάτι και το αυτί του εκεί. Ο θείος της με το δικηγόρο έφτασαν τη συμφωνημένη ώρα. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και οι τυπικές κουβέντες ήταν ελάχιστες.
“Σε ακούω Βαλεντίνη, τι συμβαίνει;”
Εκεινη ξεκίνησε την παρουσίαση των τελευταίων εξελίξεων. Η είδηση της ύπαρξης διαθήκης έσκασε σαν πραγματική βόμβα στο τραπέζι. Το πρόσωπο του Ανδρέα Καψή πήρε ένα κόκκινο χρώμα με την ένταση να παραμορφώνει σκληρά τα χαρακτηριστικά του. Ακόμα και ο δικηγόρος δίπλα του δεν έμεινε ατάραχος στο άκουσμα.
“Τι είναι αυτά που λες τρελάθηκες;” αντέδρασε ο θείος της.
“Η διαθήκη είναι στο ντοσιέ, χειρόγραφη, θείε. Γι αυτό σου είπα να καλέσεις και τον κ. Ερμόλαο να μάς δώσει κατευθύνσεις…”
Ο Καψής πετάχτηκε όρθιος. Η παλάμη του χεριού του έσκασε με δύναμη πάνω στο γραφείο προκαλώντας ένα σοκ φόβου στη Βαλεντίνη.
“Τι παιχνίδια μού παίζεις ανιψιά; Τι διαθήκη και αηδίες, η μάνα μου έχει πεθάνει εδώ και τέσσερα χρόνια. Από το Πρωτοδικείο πήραμε πιστοποιητικό περί μη δημοσιοποίησης διαθήκης και τώρα μου εμφανίζετε διαθήκη;”
Η φωνή του είχε παραμορφωθεί από την ένταση. Ο Αργύρης σηκώθηκε όρθιος, μέσα του μάζευε ένταση.
“Σάς παρακαλώ…” είπε
“Δεν σε αφορά το θέμα και δεν έχεις δικαίωμα καν να μιλάς. Παρατηρήσεις στην οικογένειά σου” αντέκρουσε ο Ανδρέας ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο την ένταση. Ο Ιάκωβος καραδοκούσε στο διπλανό δωμάτιο. Ο Ερμόλαος μπήκε στη κουβέντα:
“Σάς παρακαλώ! Ανδρέα! Να ηρεμήσουμε! Καθίστε σάς παρακαλώ… Βαλεντίνη, πρέπει να δω τη διαθήκη, τώρα!”
Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά στον Αργύρη, ο οποίος συναίνεσε διακριτικά. Το ντοσιέ ανοίχτηκε και έβγαλε ένα φωτοαντίγραφο της διαθήκης, το έσπρωξε στο δικηγόρο.
“Μα ….αυτό είναι φωτοτυπία”
“Εδώ είναι και το γνήσιο κ. Ερμόλαε, ρίξτε μια ματιά και διαβάστε σάς παρακαλώ….”
“Είσαι απίστευτη!” πετάχτηκε πάλι οργισμένος ο Καψής.
“Σάς παρακαλώ!” φώναξε ο Ερμόλαος και άρχισε να παρατηρεί το έγγραφο με την υπογραφή. Άρχισε να διαβάζει. Κάθε φράση ακουγόταν σαν έκρηξη στο κεφάλι του Καψή, δυσκολευόταν να μείνει σιωπηρός. Μόλις ο Ερμόλαος τελείωσε, φώναξε δυνατά:
“Πού το βρήκες αυτό το κωλόχαρτο, Βαλεντίνη;”
“Θείε…”
“Σε ρωτάω, πού το βρήκες, πώς έφτασε στα χέρια σου; Και γιατί στα δικά σου χέρια; Εγώ πού είμαι σε όλο αυτό; Καταλαβαίνεις; Μιλάμε για τη μάνα μου!”
“Θείε, σε διαβεβαιώνω, δεν ήξερα τίποτα, χθες ήρθε στα χέρια μου”
“Είμαι καλόπιστος για να σε πιστέψω, πώς έφτασε στα χέρια σου θέλω να μάθω και γιατί τώρα; Γιατί τώρα που είπες το ναι στην πώληση; Μήπως σαν άλλοθι;”
“Τι είναι αυτά που λες;”
“Τόσο καιρό δεν ήθελες να πουληθεί, μετά δέχτηκες ή είπες ότι δέχτηκες και σήμερα μού εμφανίζεις, δήθεν τελευταία στιγμή, αυτό εδώ!”
“Μπορώ να σού αποδείξω ότι χθες την πήρα απ’ την τράπεζα, ήταν σε θυρίδα;” του εξήγησε. Τα μάτια του δικηγόρου τρεμόπαιξαν στην αναγγελία και μέσα του επιβεβαίωσε αυτό που είδε στο τραπεζικό κατάστημα.
“Αλήθεια λέει η ανιψιά σου, Ανδρέα, την είδα και εγώ στην τράπεζα, ήμουν εκεί για να εισπράξω μια επιταγή”
“Και ποιος μού λέει ότι η διαθήκη δεν ήταν εκεί χρόνια και μού την έκρυβαν;”
Μια άλλη φωνή μπήκε απότομα στην κουβέντα τους μαζί με την παρουσία του.
“Εγώ!”
Ήταν ο Ιάκωβος, που πλέον κατάλαβε ότι δεν μπορεί να παραμένει σιωπηρός. Οι εξελίξεις τον έφερναν στο προσκήνιο. Μήτε μπορούσε να αφήσει την νεαρή Βαλεντίνη να σηκώσει το βάρος μονάχη. Τα μάτια όλων έπεσαν έκπληκτα πάνω του.
“Δεν καταλαβαίνω, Ιάκωβε, τι θέλεις εσύ εδώ;”
“Είναι ώρα να μιλήσω κύριε Καψή. Η κυρία μητέρα σας, η συγχωρεμένη κυρά μου, είχε εμπιστευθεί σε μένα προσωπικά την ύπαρξη προσωπικής διαθήκης…”
Ο Καψής τον έκοψε μιλώντας με τα χέρια του στο κεφάλι του: “Δεν είναι δυνατόν να το ζω αυτό! Μέσα στο σπίτι μου το ίδιο! Εγώ, θεατής! Θα τρελαθώ!”
Ο Ιάκωβος συνέχισε: “Η αρχόντισσα μού είχε ζητήσει να μιλήσω για τη διαθήκη μόνο στην περίπτωση, που το σπίτι επρόκειτο να πουληθεί. Όπως τώρα! Μού αναγγείλατε και οι δυο σας την απόφαση να το πουλήσετε. Έτσι μίλησα στην ανιψιά σας. Αυτός ήταν και ο λόγος της επίσκεψής μου στην Αθήνα…”
“Και εγώ, Ιάκωβε; Στο σκοτάδι; Γιατί δεν με ενημέρωσες εμένα; Μου λες; Τι στο διάολο παιχνίδια μού παίζετε όλοι σας, μωρέ!”
“Δεν έκανα απολύτως τίποτα παραπάνω, κύριε, από το να σεβαστώ τη θέληση και τις οδηγίες της μητέρας σας!”
“Μονομερώς! Δεν θέλω να σε βλέπω μπροστά μου…” κραύγασε ο Ανδρέας. Ένιωθε σαν θηρίο παγιδευμένο σε κλουβί.
“Ιάκωβε, πήγαινε σε παρακαλώ. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και πρέπει να την ηρεμήσουμε”, τόνισε η Βαλεντίνη.
“Να φύγεις απ’ το σπίτι, μ’ ακούς;” κραύγασε ακόμα μια φορά ο Καψής.
“Ο Ιάκωβος, θείε είναι σε κοινό μας χώρο. Για να φύγει πρέπει να υπάρχει συμφωνία και των δυο μας και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει”
“Συνωμοσία ε; Τι θράσος αλήθεια!”
“Δεν υπάρχει καμιά συνωμοσία, θείε. Εσύ το νιώθεις έτσι στον εκνευρισμό σου. Και εγώ έπεσα απ’ τα σύννεφα με την εξέλιξη αυτή…”
“Η οποία όλως τυχαίως σε βολεύει…” της απάντησε απότομα.
Η φωνή της Βαλεντίνης ακούστηκε δυνατή ξαφνιάζοντας όλους. Αποφασιστική και με διάθεση επιθετική απευθύνθηκε στο θείο της:
“Αρκετά! Εγώ είμαι αυτή που πρέπει να ζητήσω εξηγήσεις θείε!”
“Ε όχι!” την κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα.
“Ναι! Εσύ πρέπει να μού δώσεις εξηγήσεις! Μπήκες μέτοχος στην Ιταλική εταιρεία που θα αγόραζε το σπίτι, μπήκες στο Δ.Σ., είσαι στη διοίκηση. Συνεπώς έχεις άμεσο συμφέρον από αυτήν την πώληση με διπλό τρόπο. Δεν μού είπες ποτέ τίποτα και πιέζεις αφόρητα να πουλήσουμε. Εγώ λοιπόν τι να υποθέσω τώρα; Μήπως είναι η ώρα να μάς εξηγήσεις τις πραγματικές σου προθέσεις λοιπόν; Τα δικά σου σχέδια στο παρασκήνιο;”
Ο Καψής δέχτηκε την επίθεση κατά μέτωπο δεύτερη φορά σαν είδηση. Έμεινε μετέωρος, ταραγμένος, ευάλωτος. Ο Ερμόλαος δίπλα του αθέατα έκανε μια γκριμάτσα σαν να αναγνώριζε τη δύναμη της Βαλεντίνης, μια γκριμάτσα παράλληλα ψυχρή.
“Πού τα έμαθες αυτά;” ψέλλισε ο Καψής.
“Τα έμαθα, θείε. Στην αγορά κινούμαστε και εμείς. Είναι ψέματα;”
“Όχι… θα στο έλεγα… ήταν μια ακόμα κίνησή μου να κρατήσω το σπίτι έμμεσα στην οικογένεια…” σχολίασε σε μία θεαματική αναδίπλωση.
“Μάλλον στο περιουσιολόγιό σου, θείε και όχι στην οικογένεια!”
Στην κουβέντα μπήκε ο Ερμόλαος.
“Δεν ωφελούν οι συγκρούσεις, νομίζω έχετε κοινές επιδιώξεις. Πρέπει να γίνουν ενέργειες από εδώ και πέρα…”
“Θες να πεις ότι αυτό το παλιόχαρτο έχει ισχύ, Δημήτρη;” διέκοψε αυταρχικά ο Καψής.
“Αυτό θα πρέπει να το εξετάσω… Βαλεντίνη πρέπει να έχω στα χέρια μου την πρωτότυπη διαθήκη. Πρέπει να εξεταστεί και να κατατεθεί στο πρωτοδικείο. Όμως πρώτα απ’ όλα πρέπει να εξεταστεί. Γραφολογικά κλπ”
“Υπαινίσεστε κ. Ερμόλαε, πλαστότητα του εγγράφου; Ευθέως έτσι ωμά μπροστά μου; Από ποιον η παραχάραξη;”
“Τα κίνητρα μιλούν ανιψιά…”
“Θείε, έχεις χάσει την ψυχραιμία σου. Είχα συμφωνήσει στην πώληση, το ξεχνάς;”
“Βαλεντίνη…” διέκοψε ο δικηγόρος. “Πρέπει να έχω στα χέρια μου τη διαθήκη. Αν υπάρχει θέμα εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, το σέβομαι αλλά πρέπει να το πείτε τώρα εδώ. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει, νομότυπα, να κοινοποιηθεί η διαθήκη στο θείο σου. Πείτε μου ή τώρα ή αργότερα… όμως γρήγορα”
Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά στον Αργύρη, πήρε μια βαθιά ανάσα.
“Θα την πάρετε κ. Ερμόλαε. Θέλω ένα επικυρωμένο αντίγραφο στα χέρια μου από εσάς και πλέον, εντολέας σας είμαι και εγώ, σας παρακαλώ να βιαστείτε. Πρέπει να ενημερωθούν οι αγοραστές ότι η υπογραφή οδεύει σε ματαίωση, αν και… ο θείος μου μπορεί να ενημερώσει το σύνολο της εταιρείας. Μιας και είναι στο Δ.Σ. της εταιρείας, η εταιρεία είναι σαν να το γνωρίζει, νομίζω”
Ο Καψής σηκώθηκε όρθιος σε κατάσταση οργής.
“Δεν το περίμενα ποτέ αυτό από σένα, Βαλεντίνη! Ποτέ! Δεν θα το αφήσω έτσι αυτό, να το ξέρεις, το λέω ανοιχτά και ξεκάθαρα μπροστά σας. Πάμε να φύγουμε Δημήτρη!”
“Κύριε Ερμόλαε, θέλω να επικυρώσετε το αντίγραφο της διαθήκης πριν σας την παραδώσω, έχετε τα δέοντα;”
“Ανδρέα, περίμενέ με έξω σε παρακαλώ” του είπε ο δικηγόρος.
Έγινε η επικύρωση του αντιγράφου και η παράδοση της πρωτότυπης διαθήκης στα χέρια του. Σε λίγη ώρα ο Ερμόλαος, με το πρόσωπο σφιγμένο και έντονα προβληματισμένος, ήταν δίπλα στον Καψή, στο αυτοκίνητο, καθ’ οδόν της επιστροφής. Ο Καψής του μίλησε:
“Δεν δέχομαι τίποτα από όλο αυτό, το καταλαβαίνεις… να φροντίσεις να προσβάλλεις τη γνησιότητα σε αυτό το κωλόχαρτο. Τι στο διάολο επικύρωσες και αντίγραφο, μου λες;”
“Η πρωτότυπη διαθήκη έχει νομική ισχύ, Ανδρέα όχι το πρωτότυπο…”
“Τι σκοπεύεις να κάνεις;”
“Πρέπει να σκεφτώ. Θα προσβάλλουμε τη διαθήκη, μπορεί και ακραία αλλά πέφτουμε σε άλλο σκόπελο”
“Ποιον;”
“Η ανιψιά σου θα αρνηθεί να υπογράψει συμβόλαιο πώλησης. Θα υπαναχωρήσει… Πρέπει να σκεφτούμε πολύ πώς θα κινηθείς…”
“Η καριόλα! Το κωλόπαιδο, μού σήκωσε και το μπόι της η….” πήγε να το πει. Ο Ερμόλαος τον κοίταξε αυστηρά.
“Μπλέξαμε Ανδρέα!”
“Νομίζω πως πρέπει να πάρω τις κινήσεις πάνω μου” ψιθύρισε ο Καψής με τον Ερμόλαο να τον κοιτάζει ψυχρά.
Συνεχίζεται...
Σημείωση: Οι εικόνες δημιουργήθηκαν στο πρόγραμμα Open Art Al Image Creator, σύμφωνα με τις προδιαγραφές, που έχω βάλει στους χαρακτήρες μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου