H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

"Το αρχοντικό στης σιωπής" (Μέρος 3ο) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #3"

 Το αρχοντικό της σιωπής

Μέρος 2ο

Δείτε τα προηγούμενα:

1ο Μέρος

2ο Μέρος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.



Περίληψη: Ο Ιάκωβος, ο παλιός μπάτλερ των Καψήδων και έμπιστος άνθρωπος της γιαγιάς, Βαλεντίνης Καψή, ενημερώνει την Ελένη αλλά και την κόρη της, Βαλεντίνη για τη διαθήκη, που έχει αφήσει η γιαγιά, με την οποία θέτει απαράβατο όρο την μη πώληση του σπιτιού. Η διαθήκη, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει η γιαγιά, βρίσκεται κρυμμένη στο μεγάλο σπίτι για να προστατευθεί από παραβατικά χέρια και οφείλουν να την αναζητήσουν ακολουθώντας συνήθειες δικές της.

Η Βαλεντίνη ενημερώνεται από τον Ιάκωβο, με μήνυμα, ότι οι αγοραστές Ιταλοί, φτάνουν τέλος του μήνα για τις τελικές υπογραφές και πρέπει να βιαστεί. Θα αναχωρήσει για το νησί με τη συνοδεία του συνεταίρου της, Αργύρη Ραιδεστού, ο οποίος τρέφει ερωτικά συναισθήματα για τη Βαλεντίνη.


ΜΕΡΟΣ 3ο


Η επιστροφή

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά της. Το λιμάνι της Παροικιάς στην Πάρο τους υποδέχονταν με την ομορφιά του.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκεψε το κορμί της. Άπλωσε το βλέμμα της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια της. Πίσω και προς το πλάι της έστεκε ο Αργύρης κάτι σαν ακοίμητος …φρουρός, συνοδός.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνουν στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσάντα της. Ήταν έτοιμοι για αποβίβαση. Ο Αργύρης οδήγησε το αμαξίδιο προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις είχαν ήδη κατακλύσει το μυαλό της.

Είχαν κλείσει περισσότερα από τρία χρόνια από την τελευταία φορά, που επισκέφτηκε το νησί. Είχαν αλλάξει τόσα πολλά. Ο Ιάκωβος τους περίμενε στην είσοδο του αρχοντικού. Την βοήθησαν να κατέβει και να μπει στο αμαξίδιό της ξανά. Στάθηκε μπροστά στη μεγάλη εξωτερική είσοδο του κτήματος. Η καρδιά της είχε αρχίσει να χτυπά δυνατά και άναρχα. Λες και δεν είχε αλλάξει τίποτα, όλα ήταν στη θέση τους. Πέρασαν την αυλόπορτα και κινήθηκαν στο εσωτερικό. Ο Ιάκωβος φρόντιζε να διατηρεί το κτήμα ζωντανό όπως ήταν πάντα. Στάθηκαν μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά ολόγυρα. Ακούστηκε η φωνή του Ιάκωβου, που προσπαθούσε να μαλακώσει τη συναισθηματική φόρτιση.

“Όλα είναι εντάξει, κυρά μου, μην ανησυχείς και μην μας …μαλώνεις”.

“Ιάκωβε, αγαπημένε μου…”

Μπήκαν στο χολ της εισόδου και μετά στο μεγάλο σαλόνι. Έμεινε ακίνητη στο κέντρο του μεγάλου δωματίου. Ανατρίχιασε από τη συγκίνηση. Για μια στιγμή νόμισε ότι είδε τη γιαγιά της εκεί κάπου στα σκαλιά, όπως την περίμενε πάντα με μια μεγάλη ανοιχτή αγκαλιά. 

Οι υπόλοιπες ώρες κύλησαν στην τακτοποίηση των προσωπικών τους αντικειμένων και στο προσωπικό τους βόλεμα στο μεγάλο σπίτι. Ο Αργύρης έδειχνε κυριολεκτικά εντυπωσιασμένος όχι τόσο από το μέγεθος αλλά από την αισθητική και την αύρα, που έδινε απλόχερα αυτό το σπίτι στους ενοίκους του. Η Βαλεντίνη πήρε το παλιό εκείνο δωμάτιο, που είχε όταν ήταν μικρή. Δεν ήθελε να κοιμηθεί στο δωμάτιο του παππού και της γιαγιάς, το θεωρούσε κάτι σαν ένα είδος ιεροσυλίας. Ήθελε να αφήσει αυτό το χώρο παραδομένο στη σιωπή και στις αναμνήσεις. Ο Αργύρης φιλοξενήθηκε στο δωμάτιο του ξενώνα, δίπλα από αυτό της Βαλεντίνης. Γευμάτισαν, η Βαλεντίνη, με τη βοήθεια του συνεταίρου της, τον περιήγησε σε ολάκερο το κτήμα, να του δείξει κάθε γωνία που έκρυβε τις δικές της αναμνήσεις. 

Το πρώτο βράδυ στο αρχοντικό…

Η πρώτη νύχτα στο παλιό αρχοντικό για τη Βαλεντίνη ήταν πολύ ιδιαίτερη. Το δειλινό γέμισε την ατμόσφαιρα με μια παράξενη ησυχία. Ο Ιάκωβος αποσύρθηκε στο υποστατικό για να αφήσει τους δύο συνεργάτες μόνους. Του άρεσε έτσι όπως τους έβλεπε και τους δύο. Στο ένστικτό του διάβαζε κάτι στην ατμόσφαιρα της σχέσης τους. Ο Αργύρης κοίταζε τη μικρή κυρά του στα μάτια και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από την προσοχή του. Πιο πριν είχαν μιλήσει εντατικά για την κατάσταση στο σπίτι, τους χώρους, τα πάντα. Όλοι πλέον ήξεραν ότι μέσα εκεί κρυβόταν η σωτηρία του. Και εκεί έπρεπε πλέον να εστιάσουν, μεθοδικά και οργανωμένα.

Η Βαλεντίνη κινήθηκε με το αμαξίδιό της μέσα σε κάθε χώρο. Μάλιστα ο Αργύρης την βοήθησε να ανέβει και στο μεγάλο δώμα. Μπορούσε να δει όλα εκείνα που ήξερε από παλιά για την προσωπικότητα του σπιτιού. Ήταν στη θέση τους. Λες και δεν πέρασε χρόνος. Λες και όλα πάγωσαν. Όμως όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Οι παιδικές και νεανικές της αναμνήσεις, αποτυπωμένες σε κάθε χώρο και γωνιά. Λες και άκουγε τα βήματά της πάνω στα ξύλινα πατώματα καθώς έτρεχε εδώ και εκεί. Ένας ήχος μέσα στο μυαλό της, που έσπαγε την απόλυτη σιωπή. Αλλιώς τότε, αλλιώς σήμερα. Ελεύθερη τότε, ανέμελη, στιβαρή, δυνατή. Καθηλωμένη τώρα σε ένα αμαξίδιο εξαρτημένη έμμεσα από τρίτα πρόσωπα. Τα χέρια της σφίχτηκαν με δύναμη στο σίδερο του τροχού του αμαξιδίου της μαζί με το πρόσωπό της. 

Είχε κάνει νόημα στον Αργύρη να την αφήσει λίγο μόνη της. Εκείνος το σεβάστηκε αλλά το μάτι του, διακριτικά έστεκε άγρυπνο πάνω της. Κρατούσε μέχρι και την ανάσα του για να μην την αντιληφθεί. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να φέρει ξανά στη μνήμη της τις ακριβείς κινήσεις της γιαγιάς μέσα στο σπίτι. Εκεί βρίσκονταν η λύση της εύρεσης του σημείου, που έκρυβε το κλειδί. Εξέτασε με πρώτη ματιά τα πάντα εξωτερικά, σε μια πρώτη προσπάθεια να τα καταγράψει. Το πιάνο της γιαγιάς, το γραφείο του παππού, η τουαλέτα της στη δική τους κρεβατοκάμαρα, η μεγάλη μπερζέρα δίπλα στο τζάκι όπου πέρναγε το χρόνο της τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Τα κομμοδίνα, η μεγάλη βιβλιοθήκη, καμάρι και περηφάνεια των Καψήδων σε ολάκερο το νησί. Το ανάκλιντρο μπροστά της, με θέα πανόραμα σε όλο το μπαλκόνι. Τα πάντα.

Επέστρεψε κοντά στον Αργύρη.

“Νομίζω ότι μάς χρειάζεται μια καλή ξεκούραση, Βαλεντίνη. Για να καθαρίσει το μυαλό, να φύγουν οι συγκινήσεις και να απαλύνουν οι αναμνήσεις”

“Έχεις δίκιο. Πάμε λίγο στο μπαλκόνι να πάρουμε μια ανάσα, να χαλαρώσουμε…”

Βγήκαν και κάθισαν στις ξύλινες πολυθρόνες έξω. Στο βάθος προς την Ανατολή, ένα μεγάλο φεγγάρι είχε ήδη σηκωθεί στον νυχτερινό ουρανό ασημώνοντας τη θάλασσα και το μεγάλο κόλπο.

“Στο θείο σου, το είπες ότι θα έρθεις εδώ;” τη ρώτησε.

“Όχι αλλά δεν γίνεται να του το κρύψω. Και δεν θέλω να τον βάλω σε υποψίες. Θα τον ενημερώσω αύριο”

“Καλή σκέψη, πώς σκέφτεσαι να ξεκινήσουμε;”

“Ένα προς ένα να ψάξουμε τα προσωπικά μέρη της γιαγιάς, πρέπει να συγκεντρώσω το μυαλό μου και τις αναμνήσεις μου”

“Από αύριο, με το καλό”

Πέρασαν όμορφα στο μπαλκόνι. Ρούφηξαν την αύρα της θάλασσας και αποσύρθηκαν αργότερα στα δωμάτιά τους. Τελευταίος έφυγε από το δωμάτιό της ο Αργύρης, φροντίζοντας να την τακτοποιήσει διακριτικά και με σεβασμό. Η Βαλεντίνη μπορούσε, εκτός αμαξιδίου, να κάνει λίγα βήματα με τα ειδικά ανατομικά μπαστούνια της, χωρίς βέβαια να μπορεί να σταθεί για ώρα πολλή όρθια.

“Αργύρη…”

“Ναι;”

Τον κάλεσε κοντά της.

“Σε ευχαριστώ, με την καρδιά μου, για ότι κάνεις για μένα” του είπε με βαθιά συναισθήματα. Εκείνος έσκυψε, έπιασε το χέρι της και το φίλησε τρυφερά, δίνοντάς της ένα γλυκύτατο χαμόγελο. 

“Το δωμάτιό μου είναι δίπλα σου, ότι χρειαστείς… ξέρεις, είπε”

Καληνύχτησαν ο ένας τον άλλον.Ξάπλωσε στο κρεβάτι όπως τότε. Όσα περνούσε δεν της άφηναν περιθώρια να σκεφτεί τις πτυχές ενός έρωτα ή μιας σχέσης. Όμως, χωρίς να το θέλει, έδωσε θετική απάντηση στο ερώτημα του εαυτού της, μέσα της, αν ένιωθε πράγματα για το ενδιαφέρον και τη στάση του Αργύρη. 

Ύστερα ήρθαν στο νου της τα λόγια της γιαγιάς στον Ιάκωβο, για το κλειδί.

“Αυτό είναι δουλειά της Βαλεντίνης της εγγονής μου. Εκείνη ξέρει τα χούγια και της συνήθειές μου. Πού περνούσα τις ώρες μου στο σπίτι, πού καρτερούσα τον άντρα μου, πώς πέρναγα αυτές τις ώρες κάθε νύχτα κάνοντας παρέα με το φεγγάρι. Ακούς Ιάκωβε; Αν δεν θυμάσαι, γράψτα αυτά τα λόγια, παναθεμά σε, δεν πρέπει να τα ξεχάσεις. Σαν έρθει η ώρα πρέπει η Βαλεντίνη να ψάξει. Κατάλαβες;”


“Καληνύχτα γιαγιά! Από αύριο θα συναντηθούμε πολλές φορές!” είπε μια γλυκιά έκφραση στο πρόσωπό της καθώς έκλεινε τα μάτια στη δύναμη του Μορφέα, που διεκδικούσε την αγκαλιά της.


Κάποιος ανησυχεί για την άφιξη

Από το πρωί της επόμενης μέρας, ο Ανδρέας Καψής, είχε κιόλας μάθει για την άφιξη της ανιψιάς του στο νησί και μάλιστα στο αρχοντικό τους. Ο άνθρωπός του, είχε φροντίσει να τον ενημερώσει, τηρώντας πιστά τη δουλειά που έκανε.

“Γιατί είσαι εξοργισμένος, μού λες;” τον ρώτησε ο δικηγόρος του, ο Ερμόλαος, ο οποίος πλέον περνούσε αρκετές ώρες στο γραφείο του.

“Μού αρέσει που ρωτάς βρε Δημήτρη”

“Δεν καταλαβαίνω. Τέλος μήνα πρέπει να υπογραφούν τα συμβόλαια. Οι Ιταλοί είναι να έρθουν κι αυτοί, εσύ είσαι εδώ. Συνεπώς, γιατί να μην είναι η Βαλεντίνη;” ρώτησε με τη χαρακτηριστική του κυνική ηρεμία ο δικηγόρος, του οποίου η φύση της δουλειάς τον είχε κάνει άνθρωπο να ελέγχει απόλυτα τα αισθήματα και τις αντιδράσεις του.

“Έμαθα ότι την συνοδεύει και ένας άντρας”

“Και αυτό λογικό. Δυστυχώς η κατάστασή της, επιβάλλει συνοδό, μάλλον ξεχνάς…”

Ο Καψής δυσφόρησε σχολιάζοντας: “Θα μάθω γι αυτόν”

Την κουβέντα τους διέκοψε ο ήχος του κινητού τηλεφώνου του Ανδρέα. Ο ίδιος είδε την ειδοποίηση και έριξε μια ματιά ξαφνιασμένη στον Ερμόλαο δίπλα του.

“Καλημέρα! Βαλεντίνη, τι έκπληξη παιδί μου είναι αυτή;”

…..

“Πού βρίσκεσαι;”

Η Βαλεντίνη, όπως είχε αποφασίσει, τηλεφωνούσε στο θείο της για να του αναγγείλει την άφιξή της στο νησί για να ετοιμάζεται για την τελική φάση των διαδικαστικών.

“Αποφάσισα να μείνω στο αρχοντικό, θείε. Ο Ιάκωβος με ενημέρωσε ότι είναι απολύτως εντάξει, τακτοποιημένο, συντηρημένο”

“Α, αυτός ο σκύλος δεν αφήνει τίποτα στην τύχη. Σαν Κέρβερος το φυλάει το κτήμα και το έχει σε άριστη κατάσταση…”

“Έχεις πρόβλημα μ’ αυτό θείε;”

“Τι πρόβλημα να έχω παιδί μου; Ξένο είναι το σπίτι; Μόνη σου ήρθες;”

“Με συνοδεύει ο συνεταίρος μου απ’ την Αθήνα, είναι δικός μου άνθρωπος, μην ανησυχείς”

“Καλά έκανες…”

Συνέχισαν την κουβέντα σε ερωτήσεις που αφορούσαν την καθημερινότητά τους, οικογενειακές και τυπικές. Η επικοινωνία τελείωσε με αμοιβαία συμφωνία πλέον να βρίσκονται σε τακτική επικοινωνίαι. Ο Καψής έκλεισε το τηλέφωνο ενώ δίπλα του, ο δικηγόρος του, ξεκίνησε την …επίθεσή του.

“Για μια ακόμα φορά, εκτίθεσαι με τις ανησυχίες και την έντασή σου, Ανδρέα. Ορίστε! Η κοπέλα τηλεφώνησε αμέσως να σε ενημερώσει. Λοιπόν, είσαι ακόμα φουντωμένος;” του είπε καθώς σηκώθηκε από την πολυθρόνα του γραφείου. Ο Καψής ένιωσε λίγο άβολα όντως με όλο αυτό και τελικά δεν απέφυγε να σχολιάσει:

“Εγώ θα έχω το νου μου!”

“Φεύγω Ανδρέα, έχω πράγματα να κάνω. Έχε το νου σου αλλά έχε και το νου σου στους Ιταλούς γιατί πιέζονται”.

Νέα εξ …Ιταλίας

Η πρώτη μέρα στο αρχοντικό ξεκίνησε με την οργάνωσή τους. Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη ξεκίνησαν να ρίχνουν αναλυτικές ματιές στο χώρο του σπιτιού στα προσωπικά εκείνα μέρη που συνήθως η γιαγιά εστίαζε στην παραμονή της εκεί. Χαρτογραφούσαν, ερευνούσαν αντικείμενα, συρτάρια και ότι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν. Ο Ιάκωβος είχε και εκείνος ενεργοποιηθεί προς αυτή την κατεύθυνση καθώς ήταν από τα πρόσωπα, που με τη συγχωρεμένη τη γυναίκα του, έζησαν χρόνια ολάκερα κοντά στη Βαλεντίνη Καψή και ήξερε τα χούγια και τις συνήθειές της.

Ήταν μια διαδικασία δύσκολη, επίπονη και απαιτούσε μεγάλη συγκέντρωση από μέρους τους. Η Βαλεντίνη είχε κινητοποιήσει τις αναμνήσεις της ή τουλάχιστον προσπαθούσε να κάνει. Δεν ήταν εύκολο. Η περίοδος του ατυχήματος είχε αλλάξει πάρα πολύ τις προτεραιότητές της και το συναισθηματικό της βάρος. Όμως η αύρα του μεγάλου αρχοντικού άρχισε σιγά-σιγά να ζωντανεύει μέσα της τον παλιό της κόσμο. Είχε μπροστά της δουλειά να συναρμολογήσει το παζλ των αναμνήσεων. Η γιαγιά της, είχε τονίσει έντονα στον Ιάκωβο ότι το κλειδί το έχει η εγγονή της, γνωρίζοντας τις συνήθειές της και την καθημερινότητά της. Άρα η έρευνά της έπρεπε να πάει πίσω. Στα χρόνια και στις στιγμές που έμενε μαζί της την περίοδο των καλοκαιρινών διακοπών.

Τη συζήτησή τους έκοψε το ηχητικό μιας κλήσης στο κινητό της Βαλεντίνης. 

“Οι δικοί σου;” ρώτησε ο Αργύρης δίπλα της.

“Όχι μίλησα μαζί τους, το πρωί. Η Μαρία είναι…”

“Η τοπογράφος;”

“Ναι”

Η Βαλεντίνη απάντησε στην κλήση. Η Μαρία ήταν προσωπική τους γνωστή από τον ευρύτερο επαγγελματικό τους χώρο. Τοπογράφος με την οποία μάλιστα είχαν κάνει αρκετές συνεργασίες κατά καιρούς. Αντάλλαξαν κάποιες τυπικές κουβέντες στην αρχή.

“Μαρία, τι έκπληξη, πού βρίσκεσαι βρε θηρίο;”

“Είμαι στη Μπολόνια, στην Ιταλία”

“Ταξιδάκι;”

“Όχι επαγγελματικό είναι. Για άκου, είδα κάτι και χάρηκα και πήρα να το επιβεβαιώσω, να σε …συγχαρώ αλλά και να παραπονεθώ γιατί στα καλά νέα αφήνεις τους συνεργάτες σου απ’ έξω” 

Η Βαλεντίνη ξαφνιάστηκε εντελώς γιατί αυτό ακριβώς το σχόλιο δεν μπορούσε να εξηγήσει.

“Τι εννοείς βρε Μαρία;”

“Χαίρομαι με την καρδιά μου, που ανοίξατε τα φτερά σας εκτός Ελλάδος, ειλικρινά!”

Η έκπληξη της Βαλεντίνης έγινε ακόμα πιο μεγάλη.

“Δεν μου εξηγείς και μένα βρε συ;”

Ο Αργύρης δίπλα παρακολουθούσε τη συνεταίρο του να ακούει με απόλυτη προσοχή τι της έλεγε η Μαρία στην άλλη άκρη της γραμμής. Έβλεπε το πρόσωπο της Βαλεντίνης να σφίγγεται μαζί και το χέρι της στο σώμα της. Ψέλλισε κάποιες λακωνικές ερωτήσεις.

“Πού το έμαθες;”

….

“Πότε;”

Ο Αργύρης ήταν πλέον σίγουρος ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε για να αντιδρά έτσι η συνεργάτιδά του δίπλα του. Η Βαλεντινη ευχαρίστησε τη Μαρία στο τηλέφωνο και μετά από κάποιες τυπικές ακόμα κουβέντες έκλεισε τη γραμμή. Έμεινε για λίγο βυθισμένη στη σιωπή, ακίνητη και εντελώς αμήχανη.

“Βαλεντίνη, τι συμβαίνει;”

Εκείνη, βρήκε τη φωνή της, όχι όμως με τη σταθερότητα που την διέκρινε, στράφηκε προς το πρόσωπό του και είπε:

“Ο θείος μου, ο Ανδρέας…”

“Ναι;”

“Αγόρασε μετοχές από την Ιταλική εταιρεία, στην οποία πουλάμε το σπίτι!” του είπε αφήνοντάς τον άναυδο.

“Τι είπες;”

“Η Μαρία είναι στην Ιταλία, στη Μπολόνια για δουλειά. Στην προσοχή της έπεσαν κάποιες κινήσεις των συνεργατών της εκεί. Ανακοινώθηκε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της Ιταλικής εταιρείας και μπήκε ο Καψής με τη δική του, μάλιστα έγινε μέλος και στο Δ.Σ. Η κοπέλα το είδε και χάρηκε. Θεωρεί ότι αφορά όλη την οικογένεια και πήρε να με συγχαρεί αλλά να κάνει και τα παράπονά της ότι δεν της είχαμε πει τίποτα…”

“Πότε έγινε αυτό;”

“Δεν ξέρει ακριβώς αλλά τον τελευταίο καιρό…”

Η Βαλεντίνη κόμπιασε, η φωνή της βγήκε με δυσκολία.

“Αργύρη, τι γίνεται εδώ;”

Εκείνος προσπάθησε να είναι εφησυχαστικός.

“Εντάξει. είναι μια εμπορική κίνηση του θείου σου, προφανώς γνωρίζοντας το ενδιαφέρον των Ιταλών για το ακίνητο, έψαξε να δει να μπει στην εταιρεία, δεν το βλέπω εξωπραγματικό…”

“Αποκτώντας όμως ένα περαιτέρω ισχυρότατο κίνητρο για τη συμφωνία και την πώληση και φυσικά διπλό προσδοκόμενο όφελος. Και από την πώληση και από τα μελλοντικά σχέδια…”

“Βαλεντίνη, μπορεί να φαντάζει αδόκιμο ή unfair αν θέλεις επειδή δεν σάς το είπε αλλά, στενά κυνικά οικονομικά, λογικό είναι…”

“Αργύρη, είμαστε μια οικογένεια. Εδώ και καιρό με ψήνει να δεχτώ να πουλήσουμε, δεν μου λέει τίποτα για τη σχέση του με τους αγοραστές. Δεν νομίζεις ότι αυτό δεν είναι καθόλου φυσικό; Κάτι γίνεται εδώ και σε παρακαλώ μην προσπαθείς να με ησυχάσεις! 

“Βαλεντίνη, πρέπει να βρούμε το κλειδί για τη διαθήκη” ήρθε η απάντησή του κατηγορηματική.

Η μεγάλη ανακάλυψη

Ήταν πλέον φανερό ότι η ανακάλυψη της είδησης ότι ο Ανδρέας Καψής ταυτιζόταν και επιχειρηματικά με τους επίδοξους αγοραστές προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και προβληματισμό στη Βαλεντίνη, στους δικούς της, τους οποίους και ενημέρωσε σχετικά και φυσικά στον Ιάκωβο και τον Αργύρη. Ο τελευταίος μάλιστα είχε αρχίσει να μπαίνει ψυχικά στην υπόθεση με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να τον αφορούσε προσωπικά. Έκριναν σκόπιμο, σε αυτή τη φάση, να μη ζητήσουν την επιβεβαίωση της είδησης από τον ίδιο τον Καψή για λόγους τακτικής. Για να μπορέσουν να ανιχνεύσουν τις κινήσεις και τα κίνητρά του. Εκείνο, στο οποίο έπεσαν με τα μούτρα ήταν η προσπάθεια της Βαλεντίνης να αποκρυπτογραφήσει τις κινήσεις της γιαγιάς της. Ο χρόνος πίεζε και έπρεπε να κινηθούν.

Κύλησαν έτσι δυο μέρες με περισυλλογή και έρευνα, χωρίς επιτυχία. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να μην πανικοβληθεί. Ήταν το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ που κουρασμένη από το ψάξιμο επέλεξε πάλι να επικεντρώσει αυστηρά στις στιγμές που περνούσε με τη γιαγιά της, οι οποίες μάλιστα είχαν επαναληπτικό χαρακτήρα. Εκεί ήταν η λύση. Κάτι που έκαναν συχνά μαζί. 

“Πού περνούσα τις ώρες μου στο σπίτι, πού καρτερούσα τον άντρα μου, πώς πέρναγα αυτές τις ώρες κάθε νύχτα κάνοντας παρέα με το φεγγάρι…”


Αυτή η φράση γυρόφερνε στο μυαλό της. Πήγε στη μεγάλη βεράντα με την όμορφη θέα στο τζαμωτό. Προς τα κάτω απλώνονταν η θάλασσα. Στα δεξιά ήταν το ανάκλιντρο της γιαγιάς. Εκεί περνούσε τις ώρες της πολλά βράδια, διαβάζοντας και καρτερώντας. Πίσω από ανάκλιντρο, η μεγάλη βιβλιοθήκη από τοίχο σε τοίχο. Η Βαλεντίνη θυμήθηκε τις συχνές εκείνες φορές, που η γιαγιά της την καλούσε κοντά της σε ένα ξύλινο καλαίσθητο σκαμνί. Μοιράζονταν με την εγγόνα της την αγωνία και την προσμονή της καρτερώντας τον άντρα της, που θαλασσόδερνε μακριά στα ταξίδια του.


Η μνήμη και το μυαλό της Βαλεντίνης καθάρισε και οι εικόνες ήρθαν καθαρά μπροστά της…


Αριστερά της βιβλιοθήκης ήταν ένα κλασικό έπιπλο από τα παλιά εκείνα, που είχαν το χαρακτήρα του ραδιο-πικαπ. Ο δίσκος μπήκε στο πλατό και η εξαίσια φωνή της Μαρίας Κάλλας, αγαπημένης της γιαγιάς, ξεχύθηκε μελωδική, δραματική στο δωμάτιο.


“Γιαγιά, τι τραγούδι είναι αυτό;” ρώτησε η νεαρή εγγόνα της.

“Un bel vedremo”, κοριτσάκι μου! δηλαδή “Θα δούμε σε λίγο”. Είναι μια δραματική όπερα του Πουτσίνι. Το τραγούδι αυτό είναι η άρια της Μαντάμα Μπατερφλάι…”

“Τα λόγια τα ξέρεις;”


Η γιαγιά της άφησε το βλέμμα της να πετάξει πέρα μακριά εκεί που ο σκούρος ουρανός έσμιγε με τη θάλασσα. Ψηλά το ασημένιο μεγάλο φεγγάρι, ασήμωνε με το φως του ολόγυρα.


“Αυτό το τραγούδι, κόρη μου, το βάζω κάθε φορά, που με πιάνει η νοσταλγία να γυρίσει ο παππούς σου. Άκου τα λόγια…


Μια όμορφη μέρα θα δούμε

να υψώνεται καπνός στον ορίζοντα,

κι έπειτα θα φανεί ένα πλοίο

να μπαίνει στο λιμάνι.


Θα περιμένω,

θα μείνω στην κορυφή του λόφου,

και μόλις φτάσει,

θα του φωνάξω: “Εδώ είμαι!”


Θα κατέβει

και θα με πλησιάσει,

όπως συνήθιζε κάποτε.

Και τότε… τότε θα με κοιτάξει,

θα μου πει μια λέξη γλυκιά

και θα ξαναρχίσει η ζωή μας,

όπως παλιά.


Είναι πίστη τρελή;

Ίσως, μα για μένα είναι ευτυχία”


Η Βαλεντίνη επέστρεψε με το νου της στο σήμερα. Ναι, θυμάται πολύ καλά αυτή τη στιγμή. Οι στίχοι αυτης της υπέροχης άριας, λες και ήταν γραμμένοι για την προσδοκία της γιαγιάς της. Εκεί που τους άκουγε από τη μαγική φωνή της ντίβας της όπερας παρέα με το βιβλίο της.


“Εδώ κάθομαι κόρη μου, ώρες ολάκερες, με το βιβλίο μου, μετρώντας το φεγγάριι να κατεβαίνει χαμηλά και να χάνεται στη θάλασσα…”


Ασυναίσθητα και γεμάτη συγκίνηση η Βαλεντίνη γύρισε το αμαξίδιο προς τη μεριά του ραδιο-πικαπ. Ένιωσε πίσω της το μαλακό άγγιγμα του Αργύρη.

“Δεν σε τρόμαξα!”

“Όχι…”

“Τι ψάχνεις;”

“Κάτι που αγαπούσε η γιαγιά μου…”


Κινήθηκε προς τη μεριά εκεί αλλά οι δίσκοι ήταν τοποθετημένοι σε σημείο, που δεν μπορούσε να φτάσει.

“Σε παρακαλώ, ψάξε στους δίσκους. Κάπου θα βρεις κάποιο δίσκο όπερας της Μαρίας Κάλλας με την ερμηνεία της ως “Μαντάμα Μπατερφλάι”.

“Εκλεκτική η γιαγιά στα ακούσματα αλλά γιατί;”

“Ένιωσα την ανάγκη να ακούσω κάτι…”

Ο Αργύρης άρχισε να ψάχνει.

“Εδώ υπάρχει ολάκερος θησαυρός μουσικής…”

“Η γιαγιά μου λάτρευε την Όπερα…”

Βρήκε αρκετούς δίσκους της μεγάλης ερμηνεύτριας ώσπου στο τέλος έφτασε και στο προκείμενο.

“Νάτος!”


Η Βαλεντίνη πήρε το δίσκο στα χέρια της με συγκίνηση. Ήταν διατηρημένος σε άριστη κατάσταση. Τράβηξε το δίσκο μέσα από το εξώφυλλο και τότε…

Τότε πάνω στο προστατευτικό χαρτί του βινυλίου ήταν ένας φάκελος στερεωμένος εκεί. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν λες και τα διαπέρασε ρεύμα. Η Βαλεντίνη άφησε το δίσκο και τράβηξε το φάκελο. Ήταν κλεισμένος. Μέσα του περιείχε ένα μικρό μεταλλικό κλειδί.


“Το κλειδί της θυρίδας!” φώναξε ο Αργύρης. Η Βαλεντίνη κοίταξε προσεκτικά το κλειδί.

“Όχι, με τίποτα! Καμία σχέση με κλειδί για τραπεζική θυρίδα. Κοίτα! Είναι πολύ μικρό”, τόνισε με βεβαιότητα.

“Τότε, θα οδηγεί στο κλειδί της θυρίδας” σχολίασε εκείνος.

“Θες να πεις ότι ξεκλειδώνει κάτι άλλο!”

“Ακριβώς!”

“Ναι αλλά τι μπορεί να είναι αυτό;”

“Δώσε μου να ρίξω μια ματιά” είπε ο Αργύρης κρατώντας το στα χέρια του.

“Είναι μικρό, μεταλλικό. Δεν έχει ιδιαίτερη δομή. Σίγουρα κάτι μικρό και σχετικά απλό. Ένα κουτάκι, μια μπιζουτιέρα ίσως; Τι μπορεί να ενώνει το δίσκο με ένα κλειδί; Κάτι που γινονταν ταυτόχρονα”


Η Βαλεντίνη προσπαθούσε βασανιστικά να συγκεντρωθεί.


“Εδώ κάθομαι κόρη μου, ώρες ολάκερες, με το βιβλίο μου, μετρώντας το φεγγάρι να κατεβαίνει χαμηλά και να χάνεται στη θάλασσα…”


Η φράση αυτή της γιαγιάς ήρθε ξανά, δυνατή όσο ποτέ, στο νου της. 

“Η γιαγιά άκουγε μουσική και διάβαζε…”

“Ναι αλλά το κλειδί τι σχέση μπορεί να έχει με ένα βιβλίο;” σκέφτηκε ο Αργύρης.


Οι ανάσες τους ακούγονταν μέσα στη σιωπή του σπιτιού. 

“...με το βιβλίο μου, μετρώντας το φεγγάρι να κατεβαίνει χαμηλά και να χάνεται στη θάλασσα…”


Σταγόνες ιδρώτα μούσκεψαν το πρόσωπο της Βαλεντίνης. Ακούστηκε η φωνή της:

“Το φεγγάριι να κατεβαίνει χαμηλά…”

Ο Αργύρης κρατούσε απόλυτη ησυχία να μην επηρεάσει τη συγκέντρωσή της. Άξαφνα, εκείνη σχεδόν πετάχτηκε από το αμαξίδιό της

“Αυτό είναι!”

“Δηλαδή;”

“Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά”

“Δεν καταλαβαίνω…”

“Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά, Αργύρη. Το βιβλίο του Τζον Στάιμπεκ, αγαπημένο έργο της γιαγιάς. Το είχα δει άπειρες φορές δίπλα στη μεγάλη πολυθρόνα της. Το φεγγάρι κατέβαινε χαμηλά για να ζεστάνει τις καρδιές ενός ολάκερο λαού να αντισταθεί. Αλλά για τη γιαγιά κατέβαινε να ζεστάνει τη δική της καρδιά! Πρέπει να βρούμε το βιβλίο Αργύρη! Είμαι σίγουρη ότι ο δίσκος βινυλίου, το μικρό κλειδί και το βιβλίο θα μάς οδηγήσουν στο κλειδί της θυρίδας!”

Τα μάτια της είχαν πάρει μια ιδιαίτερη λάμψη και οι εκφράσεις στο πρόσωπο και των δυο τους ήταν τραβηγμένες στα άκρα. Η νύχτα θα ήταν μακριά.

Συνεχίζεται...



Φίλες και φίλοι, το "Αρχοντικό της Σιωπής" είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση / 3ος Κύκλος".  Η Νουβέλα παρουσιάζεται σε συνέχειες και εδώ και στο μπλογκ μας φυσικά, για να μη σάς κουράζω. Όλα τα διηγήματα και τις υπέροχες συμμετοχές σας, καθώς θυμάστε, μπορούμε να τις διαβάσουμε συγκεντρωτικά εδώ:

Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο κύκλος μας μπορεί να άργησε λίγο αλλά πάντα παραμένει ζωντανός, σε δημιουργία και εξέλιξη. Και φυσικά θα συνεχιστεί στον επόμενο. Να σάς ευχαριστήσω, μία ακόμα φορά, για τη συμμετοχή, την αγάπη και τη  στήριξή σας.


4 σχόλια:

  1. Φίλε μου, το έχεις απογειώσει... η αγωνία στο κατακόρυφο φροντίζοντας να μας δίνεις ένα ένα τα στοιχεία για την τελική λύτρωση. Δεν βλέπω την ώρα για το 4ο μέρος. Κι αυτός ο θείος, παίζει κάποιο παιχνίδι πολύ πιο πονηρό απ' ότι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, περιμένω να δω τον αληθινό του σκοπό.
    Καλή συνέχεια....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βασίλη μου, ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου, που αφιερώνεις στην ανάγνωση, τη συμμετοχή, το σχολιασμό. Ειλικρινά σε ευχαριστώ. Προχωρώ και συνεχίζω.

      Διαγραφή
  2. (Να και η Όπερα βρήκε τη θέση της!) Λοιπόν το κάνεις επίτηδες, η αγωνία έχει κλειδώσει σίγουρα. Σε ποιο σεντούκι, σε ποιο συρτάρι για να δούμε πόσο μικρό το κουτάκι του κλειδιού,αλλά της αγωνίας είναι σεντούκι σίγουρα.
    Πολύ με ανησυχεί ο θείος. Υποπτο μούτρο και δεν ξεχνώ αυτόν που τους παρακολουθεί συνεχώς. Εναγωνίως περιμένω το επόμενο. Αλήθεια στις πόσες συνέχειες τελειώνει να ξέρω;
    Φιλιά πολλά και καλή εβδομάδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Άννα μου, χαίρομαι πολύ, που μπορώ να κρατώ την αγωνία σου ενεργή και το ενδιαφέρον σου δυνατό. Ναι η αγαπημένη όπερα, βρήκε μια όμορφη θέση να εκφραστεί. Ο θείος έχει τις δικές του επιδιώξεις, είναι φανερό και κινείται στο σκοτάδι.
      Για το ερώτημα του αριθμού των συνεχειών, θα σου πω, ειλικρινά δεν ξέρω γιατί το γράφω τώρα. Δεν έχει τελειώσει για να το μοιράσω και να γνωρίζω τη διανομή.
      Να στείλω τα φιλιά μου και το μεγάλο μου ευχαριστώ, καλή μου φίλη.

      Διαγραφή