H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2025

"Το αρχοντικό της σιωπής" (Μέρος 2ο) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3

 Το αρχοντικό της σιωπής

Μέρος 2ο

Δείτε τα προηγούμενα:

1ο Μέρος




Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




Περίληψη: Η νησιώτικη οικογένεια των Καψήδων, θρηνεί το θάνατο της Βαλεντίνης Καψή. Τα δυο της παιδιά, ο Ανδρέας και Ελένη, καθίστανται κληρονόμοι του μεγάλου αρχοντικού, τμήματος ενός ακινήτου με μεγάλη οικονομική αξία. Ο Ανδρέας επιθυμεί την πώληση του ακινήτου σε αντίθεση με την ανιψιά του, Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, η οποία-στενά δεμένη συναισθηματικά με τη γιαγιά-δεν δίνει τη συγκατάθεσή της. Το διαχειριστικό όμως βάρος ενός τραγικού ατυχήματος, που έχει βιώσει και την έχει οδηγήσει σε αναπηρία των κάτω άκρων, την οδηγεί στην τελική συναίνεσή της. Στην αναγγελία της είδησης κάτω στο νησί, ο Ιάκωβος, παλιός έμπιστος μπάτλερ της νεκρής, φεύγει επειγόντως για να αναγγείλει στη Βαλεντίνη κάτι, που θα αλλάξει τα πάντα.


ΜΕΡΟΣ 2ο

Αυτό που άλλαξε τα πάντα


Ο Ιάκωβος έφτασε μεσημέρι στον Πειραιά. Είχε ήδη ενημερώσει την Ελένη ότι ήταν απόλυτη ανάγκη να τους δει και ήξερε ότι θα τους εύρισκε στο σπίτι τους. Ήταν τόσο σημαντικά αυτά, που ήθελε να προλάβει και προσπαθούσε να τα βάλει σε μια σειρά.


Τον δέχτηκαν με αγάπη και μεγάλη αγωνία. Η φωνή του στο τηλέφωνο πρόδιδε μεγάλη έξαψη. Είχαν καιρό να τον δουν και οι πρώτες κουβέντες εστίασαν πάνω στο χαμένο χρόνο και στο πώς ήταν. Η έγνοια του ήταν στην μικρή κυρά του, καθώς αποκαλούσε, με καμάρι, τη Βαλεντίνη.


“Πες μου παιδί μου, πώς είσαι; Τι λένε οι γιατροί;”

“Πάω καλύτερα, Ιάκωβε. Σίγουρα τα πόδια μου είναι πιο λειτουργικά από πριν αλλά έχω ακόμα μεγάλο βουνό μπροστά. Μπορώ και σηκώνομαι για λίγα λεπτά και με ελάχιστα βηματα”

“Μπράβο κόρη μου, αυτό δεν το ήξερα, να που όλα αλλάζουν. Με την επέμβαση τι λένε, πότε;” ρώτησε εκείνος με ενδιαφέρον και αγωνία.

“Θα γίνει μέσα στο χρόνο, Ιάκωβε αλλά πρώτα πρέπει να σταθεροποιήσουμε κάποια πράγματα” απάντησε η Βαλεντίνη.

“Αν δεν ήταν αυτός ο καταραμένος εκείνη τη νύχτα, τίποτα τώρα δεν θα είχε γίνει…”

“Έτσι είναι η ζωή, καλέ μου, στιγμές! Είτε γεμάτες φως είτε σκοτάδι. Ικανές για το καλύτερο και το χειρότερο”

“Τι απέγινε αυτός, ξέρουμε;”

“Γιατί να ξέρουμε, Ιάκωβε. Τι θα κάναμε δηλαδή;” σχολίασε η Ελένη.

“Μα δεν μπορεί να σακατεύει έτσι έναν άνθρωπο και τώρα να κοιμάται ήσυχος”

“Μπορεί και να μην κοιμάται… ποτέ κανείς δεν ξέρει πώς η ζωή ξεπληρώνει κάποια πράγματα, αλλά άστα αυτά σε παρακαλώ, πες μου τι συμβαίνει;”


Ο Ιάκωβος πήρε ανάσα 

“Βαλεντίνη, έμαθα ότι αποφάσισες να δεχτείς να πουληθεί το αρχοντικό, είναι αλήθεια;”

“Ποιος στο είπε Ιάκωβε;” ρώτησε η Ελένη.

“Το έμαθε όλο το νησί αλλά μού το είπε ο κύριος Ανδρέας ο ίδιος προχθές, είναι αλήθεια, πείτε μου!” ρώτησε με πάθος.


Η Ελένη κοίταξε με νόημα στα μάτια την κόρη της. Η Βαλεντίνη χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. Οι ενοχές ήταν έντονες στο πρόσωπό της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό και απάντησε:

“Αλήθεια είναι, Ιάκωβε…”

“Γιατί κόρη μου; Γιατί; Συγγνώμη που ρωτάω, ξέρω δεν είμαι τίποτα εγώ για να μπερδεύομαι αλλά… μέχρι τώρα είχατε άλλη γνώμη”

“Γιατί κουράστηκα αγαπημένε μου. Ξέρεις ότι η παρουσία σου για μένα είναι σημαντική. Μετά το χαμό του παππού και της γιαγιάς, εσύ παίζεις αυτό το ρόλο. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ όλο αυτό πια. Βάλε και τα δικά μου προβλήματα. Η επέμβαση, το γραφείο, η πίεση του θείου…”

Ο Ιάκωβος αντέδρασε έντονα:

“Φαγώθηκε! Χρόνια τώρα τον τρώει το σπίτι, λες και του τρώει τα σωθικά…” είπε με χαρακτηριστικά οργής στο πρόσωπό του. Η Ελένη απόρησε.

“Ιάκωβε!”

Εκείνος δεν μαζεύτηκε, έκανε μια παύση και κοίταξε ίσια στα μάτια και τις δυο γυναίκες. Ύστερα ακούστηκε η φωνή του βαθιά, βαριά και αποφασιστική:


“Το σπίτι δεν μπορεί να πουληθεί!”


Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν η μία με την άλλη.

“Τι λες τώρα; Γιατί δεν μπορεί να πουληθεί;“

“Το σπίτι, λέω, δεν μπορεί να πουληθεί” επανέλαβε ο Ιάκωβος με το βλέμμα σκληρό.


“Ιάκωβε τι συμβαίνει, θα μάς εξηγήσεις;” ρώτησε η Ελένη.

“Η μακαρίτισσα η μάνα σου και γιαγιά σου, Βαλεντίνη, άφησε Διαθήκη, με την οποία άφηνε κληρονόμους τα παιδιά της αλλά με απόλυτο και απαράβατο όρο ότι το σπίτι δεν μπορεί να πουληθεί”


Οι γυναίκες έμειναν άναυδες. 

“Για ποια διαθήκη μιλάς, Ιάκωβε, τρελάθηκες; Η μάνα μου δεν άφησε διαθήκη” τόνισε η Ελένη.

“Είμαι ο μόνος άνθρωπος, που το γνωρίζει αυτό. Και το ξέρω κάτω από συγκεκριμένους όρους και περιστάσεις. Κάτω από τις οδηγίες εκείνης της ίδιας.

“Ω Θεέ μου, τι λες τώρα, άνοιξε το στόμα σου Ιάκωβε, δεν είναι ώρα για μισόλογα”

“Γι αυτό ήρθα εδώ κυράδες μου. Γιατί τα περιθώρια στένεψαν…”

“Λοιπόν; Ακούμε”


Ο Ιάκωβος ξεκίνησε:

“Όταν η μακαρίτισσα, Ελένη, σάς μίλησε με τον αδελφό σου, λίγες μέρες μετά, μού ζήτησε να μιλήσουμε απόλυτα εμπιστευτικά. Ήταν ανήσυχη και προβληματισμένη. Η πρόθεσή της ήταν ξεκάθαρη. Η περιουσία των Καψήδων μένει στην οικογένεια, άρα στα παιδιά της. Όμως ο κύριος Ανδρέας είχε δεύτερες σκέψεις και μάλιστα έδειχνε αποφασισμένος…”

“Πώς το ‘ξερε αυτό η μάνα μου, Ιάκωβε” ρώτησε η Ελένη.

“Κυρά μου, δεν ήταν αφελής η αρχόντισσα. Προφανώς είχε και άλλες κουβέντες με το γιο της και κατάλαβε”

“Για λέγε”

“Με έπιασε λοιπόν και μού είπε:   


(Αναδρομή σκηνής διαλόγου Βαλεντίνης Καψη-Ιάκωβου)

 

“Ιάκωβε άνοιξε τ’ αυτιά σου και βάλε καλά κατά νου, τι θα σου πω και κοίτα κακομοίρη μου, μην τολμήσεις κι ανοίξεις το στόμα σου πουθενά…”

“Κυρά μου, με τρομάζεις”

“Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Εγώ μιλάω τώρα και εσύ τα κρατάς στο μυαλό σου. Λοιπόν έχω κάνει διαθήκη για το σπίτι. Κληρονομούν τα δυο μου παιδιά, ο Ανδρέας με την Ελένη…”

“Έπραξες το λογικό και το πρέπον, κυρά”

“Μη βιάζεσαι! Η διαθήκη αυτή θα μείνει κρυφή, αυστηρά κρυφή, κατάλαβες;”

“Μα κυρά για ποιο λόγο;”

“Η Διαθήκη δεν ορίζει μόνο κληρονόμους, έχει και έναν όρο, όρο απαράβατο. Και αυτό θέλω να βάλεις στο μυαλό σου, μπορείς η τσάμπα μιλάω μωρέ;”

“Κυρά μου, το ρωτάς; Ο λόγος σου για μένα είναι προσταγή”

“Δεν θέλω να πουληθεί το σπίτι! Από κανέναν! Ακούς; Τους λόγους τους ξέρεις. Και επειδή φοβάμαι βάσιμα ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει…”

“Ποιος θα τολμήσει, κυρά μου;”

“Άκου που σού λέω και μη ρωτάς. Κανείς δεν ξέρει πού είναι η διαθήκη. Είναι χειρόγραφη. Δεν έβαλα συμβολαιογράφο γιατί δεν εμπιστεύομαι κανέναν τους. Θα βρίσκεται σε μέρος ασφαλές. Από σένα λοιπόν εξαρτάται αν θα σωθεί το σπίτι. Ρισκάρω, το ξέρω αλλά για μένα είστε με τη Δέσποινα σαν παιδιά μου. Μόλις μάθεις ότι το σπίτι πουλιέται θα μιλήσεις στην κόρη μου την Ελένη και την εγγόνα μου! Η διαθήκη πρέπει να έρθει στο φως”

“Ωραία, άρα πρέπει να μού πεις πού βρίσκεται”

“Όχι Ιάκωβε, δεν θα στο πω πού βρίσκεται. Γιατί φοβάμαι. Όχι μη με προδώσεις αλλά φοβάμαι τους άλλους ολόγυρα. Τα κοράκια. Τα νιώθω ήδη να χορεύουν ολόγυρα έξω…”

“Τι λες τώρα κυρά;”

“Δεν είμαι ηλίθια, Ιάκωβε. Και σε πληροφορώ κάτι έχουν αρπάξει οι κεραίες μου”

“Και πώς θα βρεθεί η διαθήκη;”

“Η διαθήκη είναι σε θυρίδα στην τράπεζα. Η θυρίδα είναι και στο όνομα της κόρης μου, της Ελένης αλλά δεν θα βγάλεις άχνα. Το που είναι το κλειδί της θυρίδας δεν θα το ξέρεις, Ιάκωβε”

“Και πώς θα το βρούμε;”

“Αυτό είναι δουλειά της Βαλεντίνης της εγγονής μου. Εκείνη ξέρει τα χούγια και της συνήθειές μου. Πού περνούσα τις ώρες μου στο σπίτι, πού καρτερούσα τον άντρα μου, πώς πέρναγα αυτές τις ώρες κάθε νύχτα κάνοντας παρέα με το φεγγάρι. Ακους Ιάκωβε; Αν δεν θυμάσαι, γράψτα αυτά τα λόγια, παναθεμά σε, δεν πρέπει να τα ξεχάσεις. Σαν έρθει η ώρα πρέπει η Βαλεντίνη να ψάξει. Κατάλαβες;”


Επιστροφή στην κουβέντα του Ιάκωβου με τις γυναίκες


“Ένιωσα να τρέμω εκείνες τις στιγμές, καθώς την έβλεπα τόσο συγκινημένη. Τα μάτια της γυάλιζαν καθώς με κοιτούσε. Τρόμαξα αληθινά. Τα λόγια αυτά χαράχτηκαν μέσα μου λες και ένα ραβδί πυρωμένο έκαψε το δέρμα μου. Διαμαρτυρήθηκα, της είπα δεν μού έχεις εμπιστοσύνη κυρά, με αφήνεις στο σκοτάδι…”

“Και τι σού αποκρίθηκε;” ρώτησε η Ελένη.

“Μου χαμογέλασε. Ιάκωβε, μού είπε. Σε σένα έχω εμπιστοσύνη, μέσα απ’ την καρδιά μου. Όμως μπορεί ποτέ να μην πάει ο νους σου ποιος θα είναι αυτός που θα σε πλησιάσει και θα σε προσεταιριστεί”


Η Ελένη με τη Βαλεντίνη έτρεμαν και εκείνες από τη συγκίνηση. Ένιωθαν να λυγάνε μπροστά σε όσα άκουσαν από το στόμα του Ιάκωβου. Για λίγες στιγμές έσφιξαν η μία τα χέρια της άλλης, έγιναν μια αγκαλιά, στην οποία χώθηκε λες σαν τρομαγμένο πουλί και ο έμπιστος άνθρωπός τους. Πέρασαν έτσι μερικές στιγμές μέχρι να συνέλθουν.


Πρώτη μίλησε με αποφασιστικότητα η Βαλεντίνη.

“Πρέπει να κινηθούμε και μάλιστα γρήγορα, δεν έχουμε καιρό. Μην ξεχνάτε έδωσα τη συγκατάθεσή μου για να ξεκινήσουν οι διαδικασίες της πώλησης”

“Να τις σταματήσεις, κόρη μου”

“Για να τις σταματήσω, μάνα, πρέπει να έχω στα χέρια μου κάτι. Τι θα πω; Άλλαξα γνώμη;”

“Έχει δίκιο, κυρά” συναίνεσε ο Ιάκωβος.

“Και αυτό που πρέπει να έχω στα χέρια μου είναι η διαθήκη! Κανείς άλλος δεν πρέπει να μάθει. Αλλιώς ανοίγουμε τα χαρτιά μας και δεν ξέρω ποιες αντιδράσεις θα προκληθούν”

“Τι θα κάνουμε;” είπε η μητέρα της.

Η Βαλεντίνη μίλησε με μεθοδικότητα και σύνεση:

“Ιάκωβε, γυρίζεις πίσω στο νησί. Στη ρουτίνα σου, στην καθημερινότητά σου. Και έρχομαι και εγώ άμεσα! Έχω λόγο να έρθω, για να υπογραφούν τα χαρτιά. Στο μεταξύ πρέπει στο διάστημα αυτό να ψάξουμε μεθοδικά στο σπίτι”

“Εντάξει κυρά μου. Χαίρομαι και σε καμαρώνω να παίρνεις την κατάσταση στα χέρια σου”

“Εντάξει, γέρο μου! Βασίζομαι σε σένα, φεύγεις αύριο. Αν σε ρωτήσουν για την απουσία σου…”

“Έχω φροντίσει να δώσω δικαιολογία”, απάντησε ο Ιάκωβος.

“Μάνα, ώρα να συνέλθουμε λίγο. Βάλε να φάμε!”


Υποψίες…


“Σ΄ακούω Παντελή, ελπίζω να έχεις κάτι χρήσιμο να μού δώσεις”

Η ερώτηση του Ανδρέα Καψή ήταν σαφέστατη και το ύφος του κατηγορηματικό προς τον νεαρό άνδρα, που έστεκε μπροστά του, στο γραφείο της εταιρείας του στην Πάρο. Δίπλα του, καθόταν σιωπηρός ο Δημήτρης Ερμόλαος, ο δικηγόρος του, ο οποίος παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή τη συζήτηση.

“Ο Ιάκωβος κατέβηκε Πειραιά, δεν συναντήθηκε με κανέναν. Πήγε κατ’ ευθείαν σε ένα σπίτι στην Αθήνα. Σ’ αυτήν εδώ τη διεύθυνση. Έχω και τις σχετικές φωτογραφίες αν θέλετε…”

“Σε ποια διεύθυνση, δώσε μου να δω…”, έριξε μια ματιά στο κινητό του τηλέφωνο. Το πρόσωπό του σφίχτηκε. Κοίταξε με νόημα το δικηγόρο δίπλα του και συνέχισε.

“Λοιπόν; Τι άλλο;”

“Έμεινε εκεί όλη τη νύχτα, την άλλη μέρα πήρε το πλοίο της επιστροφής. Τα άλλα τα ξέρετε.

“Εντάξει Παντελή, έκανες καλή δουλειά. Συνεχίζεις να είσαι η σκιά του. Με προσοχή και διακριτικά. Χωρίς φασαρίες, χωρίς τίποτα. Με ενημερώνεις σε κάθε τι διαφορετικό”


Ο νεαρός άνδρας, έφυγε από το γραφείο κλείνοντας την πόρτα στους δύο άντρες. Ο Ανδρέας Καψής, μίλησε πρώτος:

“Πήγε στο σπίτι της ανιψιάς μου!” είπε με νεύρο στον Ερμόλαο.

“Δεν χρειάζεται πολύ σκέψη να το φανταστεί κανείς” απάντησε ήρεμα εκείνος.

“Γιατί όμως, γιατί; Μου λες;”

“Γιατί έμαθε ότι το σπίτι πουλιέται και τού ήρθε ο κόσμος ανάποδα. Λογικό. Άλλωστε, μού είπες ότι εσύ τον ενημέρωσες και επίσημα”

“Ναι βρε Δημήτρη, είναι όμως μόνο αυτό; Και γιατί να μου πει ψέματα;”

“Αυτό είναι ένα σημάδι, που μπορεί να μάς καταστήσει ύποπτους. Άκου, δεν χρειάζεται πανικός. Άλλωστε αυτή τη στιγμή σκέψεις κάνεις. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Παρακολουθείς και έχουμε τον έλεγχο”

“Πού βρισκόμαστε με τα συμβόλαια;”

“Η ανιψιά σου έδωσε το οκ. Έχουμε ξεκινήσει τα γραφειοκρατικά. Φυσικά θα πρέπει να έρθει εδώ όταν φτάσουμε στο τελείωμα. Θα χρειαστούμε υπογραφές κι από εκείνη. Δεν είναι εύκολη υπόθεση”

“Να την κάνεις να γίνει!” του είπε χειριστικά.


Ο Καψής σηκώθηκε. Στράφηκε στο μεγάλο παράθυρο. Η φωνή του ακούστηκε βαθιά, υπόκωφη.


“Δεν ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι κάτι γίνεται κάτω από τα πόδια μας. Και ελπίζω να μην πάνε όλα άσχημα”

“Μην ανησυχείς, Ανδρέα…”

“Ανησυχώ Δημήτρη. Οι Ιταλοί είναι πιεστικοί. Δεν έχω περιθώρια να αποτύχω, κατάλαβες; Θα είναι καταστροφή. Έχω ανοίγματα μεγάλα γι’ αυτήν την υπόθεση…”


Ο Ερμόλαος έριξε μια ματιά στο φίλο και συνεργάτη του. Ήταν φανερό ότι μέσα του είχε ήδη φουρτουνιάσει.




Το μήνυμα…


Ο Ιάκωβος έφυγε το άλλο πρωί, όπως είχαν κανονίσει. Επέστρεψε στο νησί και στο αρχοντικό, προσπαθώντας να βάλει το μυαλό σε τάξη και ηρεμία. Εκείνο, που δεν περίμενε ήταν το …καλωσόρισμα του εργοδότη του.

“Ιάκωβε! Την επόμενη φορά, που θα χρειαστεί να κάνεις κάτι, σε παρακαλώ θα ήθελα να μου πεις την αλήθεια!” 

Έτσι απλά, σταράτα, στα μούτρα του. Χωρίς ίχνος συναισθήματος.

“Κύριε Καψή…. πώς…εγώ…”

“Α, Ιάκωβε, χαιρετίσματα από το γιό σου! Πέρασε όμορφα στην εκδρομή”

Ο Ιάκωβος έσκυψε το κεφάλι

“Έλα έλα βρε… μια οικογένεια είμαστε. Δεν είμαστε ξένοι. Εγώ σε θεωρώ κάτι σαν τον πατέρα μου. Αν εσύ με βλέπεις αλλιώς, τότε να μού το πεις…”

“Κύριε συγγνώμη!” απολογήθηκε ο γέροντας νιώθοντας την ήττα του για το μήνυμα που πήρε με σαφήνεια.


Οι μέρες έτρεξαν γρήγορα. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να κλείσει όσο μπορούσε τις επείγουσες υποθέσεις στο γραφείο για να μπορέσει να φύγει για το νησί. Ήταν κάποιες εκκρεμότητες, που έπρεπε να λυθούν. Είχαν με τον Αργύρη τη δουλειά τους, την πελατεία και τις δεσμεύσεις τους. Όλα αυτά έπρεπε να τακτοποιηθούν αρμονικά χωρίς απώλειες. Έπρεπε και η ίδια να προετοιμαστεί. Κυρίως ψυχολογικά. Όσα είχαν γίνει το τελευταίο χρονικό διάστημα σηματοδότησαν μια επιτάχυνση χρόνου και εξελίξεων που δεν ήταν εύκολο να αφομοιωθούν. Στο νησί και δη στο αρχοντικό είχε να επιστρέψει εδώ και τρία χρόνια. Ήταν γερή την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί για να συνοδεύσουν τη γιαγιά στο ύστερο ταξίδι της. Τώρα θα γυρνούσε διαφορετική. Πάνω σε ένα αμαξίδιο, αντιμέτωπη με τις αναμνήσεις. Και το κυριότερο με την πίεση του χρόνου αλλά και της προσπάθειας να βρουν τη διαθήκη.


Το μήνυμα, που έφτασε από τον Ιάκωβο ήρθε στο κινητό ένα μεσημέρι. Έτσι φάνταξε αδυσώπητο, βίαιο. Για να τη φέρει μπροστά στην πραγματικότητα:


“Φτάνουν στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”


Οι Ιταλοί και οι εκπρόσωποι της εταιρείας έφταναν τέλος του μήνα. Η υπογραφή των συμβολαίων έμπαινε στην τελική ευθεία. Άλλωστε το ήξερε αυτό από τα έγγραφα, που έστελνε στον Ερμόλαο για να ετοιμάσει την πώληση. Ο χρόνος έσφιγγε για τα καλά.


Στό σημερα-τρέχων χόνος-Μια Εξομολόγηση


Οι σκέψεις της Βαλεντίνης κόπηκαν από τον ήχο του θυροτηλεφώνου της εξώπορτας. Επανήλθε στην πραγματικότητα κοιτάζοντας την οθόνη. Ο Αργύρης έστεκε στην είσοδο. Η Βαλεντίνη άνοιξε.

“Άρχισα να ανησυχώ!” τού είπε απλώνοντας το χέρι της. 

“Άργησα ε, το ξέρω, κάποιες τελευταίες εκκρεμότητες”

Έσκυψε προς το αμαξίδιό της, την αγκάλιασε με τρυφερότητα μπαίνοντας στο εσωτερικό. Τον οδήγησε στο σαλόνι, τακτοποιήθηκαν και σε λίγο έστεκε ο ένας δίπλα στον άλλο στην προχωρημένη νύχτα του Ιούλη.

“Τα πράγματά σου έτοιμα;” τον ρώτησε.

“Ορίστε! Μια βαλίτσα, νομίζω είναι αρκετή!” της απάντησε χαμογελώντας. Σχεδόν συνομήλικοι, τρία χρόνια μεγαλύτερός της, στα 39 του. Το πρόσωπό του ήταν μια γλυκιά ζωγραφιά καλοσύνης και δοτικότητας. Καλοστεκούμενος άντρας, απλά αλλά όμορφα ντυμένος. Ο Αργύρης Ραιδεστός, δεν άκουσε κουβέντα από τις αντιρρήσεις της. Μόλις έμαθε αναλυτικά τα γεγονότα, άλλωστε ήταν ένα πρόσωπο για το οποίο δεν μπορούσε να αμφιβάλλει για την εμπιστοσύνη του, η δήλωσή του ήρθε αμέσως, χωρίς περιστροφές:

“Ωραία έρχομαι μαζί σου!”

Τι φώναξε, τι τον μάλωσε, τι του είπε διάφορα, τι τον έβαλε μπροστά στις υποχρεώσεις του γραφείου τους, ήταν ανένδοτος.

“Αυτό δεν θα το περάσεις μόνη σου!” της είπε εκτός αν δεν με εμπιστεύεσαι”

Η δεύτερη αντίδρασή της ήταν πιο οξεία από την προηγούμενη. Συγκινήθηκε από την προσφορά του. Ομολογουμένως δεν το περίμενε. Ξεπέρασε τις προσδοκίες της. 

“Μην ανησυχείς για το γραφείο μας, η Χριστίνα είναι κέρβερος! Θα μείνει στο πόδι μας με τα παιδιά. Συμβατικές υποχρεώσεις δεν έχουμε, οπότε…”


Είχε σηκωθεί να βάλει δυο ποτά να χαλαρώσουν. Λίγη μουσική, το τραγούδι απ’ τα τριζόνια του κήπου. Όλα έγιναν πιο βατά.

“Πού θα μείνουμε, κανόνισες;” τη ρώτησε.

“Στο αρχοντικό!”

“Ω τι λες τώρα!”

“Ήθελα να πάμε σε ένα ξενοδοχείο αλλά ο Ιάκωβος δεν σήκωνε κουβέντα..”

“Επιτέλους, θα γνωρίσω και εγώ το σπίτι, που σημάδεψε τη ζωή σου…” της είπε ήρεμα κοιτάζοντάς την στα μάτια. Το χέρι του απλώθηκε αργά στο δικό της. Άγγιξε τα ακροδάχτυλά της. Στην αρχή συνάντησε ένα τικ εκ μέρους της, σαν αν ήθελε να τα τραβήξει. Όμως έμειναν στη θέση τους. Συνάντησαν τα δικά του. Τα δυο τους χέρια ενώθηκαν προκαλώντας και στους δυο ανατριχίλα παράξενη.


“Σ’ ευχαριστώ!” τού είπε με τα χείλη της να κρέμονται στο πρόσωπό του. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν κοιταχτεί έτσι. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν έρθει τόσο κοντά έξω από το εργασιακό τους περιβάλλον. Η φωνή του Αργύρη ακούστηκε ζεστή, μιλούσε χωρίς να αφήνει το χέρι της. 

“Θα γνωρίσω το σπίτι που έζησες όμορφες και μεγάλες στιγμές! Θα κάνω τα ίδια βήματα με τα δικά σου εκεί που αντρώθηκαν τα όνειρά σου. Θα νιώσω την αύρα του, τις μορφές που αγάπησες. Θα γίνω ένα με τη σκιά και την ανάμνησή τους… Βαλεντίνη… Το ήθελα καιρό να μπω στον κόσμο σου…Να σε συναντήσω στα γέλια, στις χαρές, στα δάκρυα, στις λύπες σου, στις γιορτές σου. Με τους δικούς σου ανθρώπους…”


Η Βαλεντίνη άκουγε συγκινημένη αλλά και απόλυτα αιφνιδιασμένη. Αυτό που γινόταν ακριβώς μπροστά της, υπήρχε σαν μακρινή υποψία, που ξέφτιζε κάτω από το βάρος μιας αδυσώπητης λογικής αλλά τώρα… Ο Αργύρης συνέχισε.

“Είμαι κοντά σου χρόνια τώρα. Από το Πανεπιστήμιο. Μοιραστήκαμε τα πρώτα μας όνειρα, τις πρώτες απογοητεύσεις και νίκες. Για μένα ήσουν πάντα…. κάτι ιερό… απρόσιτο… Ήμουνα δειλός βλέπεις. Και σαν έμαθα την πρώτη σου σχέση, η ήττα μου έγινε μια λαθεμένη φυγή, που παρέσυρε και μια άλλη γυναίκα…”

“Αργύρη τι μού λες;”

“Ναι, γνώρισα την Ισμήνη και η σχέση μας ήταν μια φυγή για μένα. Όπως και ο γάμος μας… Ναι, δεν είναι έντιμο αυτό, το ομολογώ. Σεβαστήκαμε ο ένας τον άλλο, ζήσαμε σαν ζευγάρι, κάναμε έρωτα σαν ζευγάρι αλλά πάντα ανάμεσά μας υπήρχε η δική μου εμμονή. Η παρουσία σου!”

“Ω Θεέ μου! γιατί;”

“Βαλεντίνη, σημασία έχει το τώρα. Με την Ισμήνη είμαστε δυο εξαίρετοι φίλοι, παιδιά ευτυχώς δεν κάναμε, τώρα είμαστε ελεύθεροι. Και τώρα μπορώ εγώ να ελπίζω… να προλάβω το χαμένο χρόνο και την ατολμία μου. Άσε με να το κάνω, άσε με να δοκιμάσω…”

“Αργύρη… στην κατάστασή μου;”

“Πάψε! Ο έρωτας δεν κοιτάζει σωματικές αναλογίες. Άλλωστε χρωστάς μια ακόμα μάχη για σένα”


Η Βαλεντίνη ένιωσε μια απέραντη συγκίνηση να κατακλύζει κάθε της κύτταρο. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, άναρχα, για πρώτη φορά ίσως στη ζωή της τόσο διαφορετικά.


Έγειρε πιο τρυφερά πλάι της. Πήρε στην αγκαλιά του το χέρι της, το ένωσε με το κορμί του. Με μια ηχηρή σιωπή να σκεπάζει τις αναπνοές τους. Τα τζιτζίκια του καλοκαιριού δεν έλεγαν να σωπάσουν μήτε τη νύχτα, ο δίσκος είχε τελειώσει στο πικαπ, τα ποτά επίσης στα ποτήρια. Έμειναν για ώρα έτσι.


“Τι ώρα φεύγουμε αύριο;” τη ρώτησε με χαμόγελο.


(Συνεχίζεται...)



Φίλες και φίλοι, το "Αρχοντικό της Σιωπής" είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση / 3ος Κύκλος".  Το διήγημα παρουσιάζεται σε συνέχειες και εδώ και στο μπλογκ μας φυσικά, για να μη σάς κουράζω. Όλα τα διηγήματα και τις υπέροχες συμμετοχές σας, καθώς θυμάστε, μπορούμε να τις διαβάσουμε συγκεντρωτικά εδώ:

Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο κύκλος μας μπορεί να άργησε λίγο αλλά πάντα παραμένει ζωντανός, σε δημιουργία και εξέλιξη. Και φυσικά θα συνεχιστεί στον επόμενο. Να σάς ευχαριστήσω, μία ακόμα φορά, για τη συμμετοχή, την αγάπη και τη  στήριξή σας.





Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

"Το αρχοντικό της σιωπής" (Μέρος 1ο) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3"

 Το Αρχοντικό της Σιωπής

(Μέρος 1ο)

Η εικόνα δημιουργήθηκε στο πρόγραμμα Imagine Al Art Generator
 

Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ο θόρυβος των μηχανών ελαττώθηκε. Οι στροφές έπεφταν καθώς το πλοίο ήδη έκοβε ταχύτητα. Έστεκε ψηλά στο κατάστρωμα, το θαλασσινό αγέρι ανέμιζε τα μαλλιά του/της. Στα δεξιά ο μεγάλος λιμενοβραχίονας του λιμανιού οριοθετούσε το λιμάνι. Ένα λιμάνι μεγάλο, όμορφο. Στα δεξιά δεμένα, σαν πολύχρωμα στολίδια διάφορα σκάφη και στα αριστερά στο κέντρο, ο άδειος χώρος για τον οποίο το πλοίο που τον/την μετέφερε ήδη είχε βάλει ρώτα.

Η καλοκαιρινή ζέστη του δειλινού ήταν εμφανής και η υγρασία μούσκευε το κορμί του/της. Άπλωσε το βλέμμα του/της σε όλο το μήκος του λιμανιού. Ένα υπέροχο καρτ-ποστάλ ήταν ζωγραφισμένο στα μάτια του/της.

Λίγα μέτρα χώριζαν το πλοίο από την αποβάθρα και έπρεπε να ετοιμάζεται για την αποβίβαση. Άνοιξε το κινητό του/της. Έψαξε τα μηνύματα, στάθηκε στο τελευταίο και διάβασε προσεκτικά:

“Φτάνει στο τέλος του μήνα. Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει πια χρόνος”

Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το είχε διαβάσει άπειρες φορές στη διαδρομή προς το νησί. Έβαλε το κινητό στην τσέπη και κινήθηκε προς την έξοδο. Ένιωθε τόσο παράξενα. Οι σκέψεις έρχονταν να πλημμυρίζουν το μυαλό του/της και έδεναν με την υπέροχη γαλήνη του νησιού.




ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

(Μέρος 1ο)


Οι σκέψεις ταξιδεύουν…


Το φως από το μεγάλο πορτατίφ στο βάθος του σαλονιού, είχε στήσει χορό με τις σκιές στις μεγάλες κουρτίνες, που έκλειναν το μεγάλο παράθυρο. Είχε ήδη βραδιάσει για τα καλά αλλά η ζέστη δεν έλεγε να υποχωρήσει. Ιούλης άλλωστε, στο κέντρο του καλοκαιριού και η κάψα δεν καταλάγιαζε εύκολα μήτε τη νύχτα. 

Πλησίασε προς το μεγάλο δρύινο μπουφέ. Το παλιό σκαλιστό κρυστάλλινο μπουκάλι, που έστεκε μόνο του εκεί στο μπαράκι, λες και την κάλεσε κοντά του με το καστανόξανθο υγρό του περιεχόμενο να στραφταλίζει στο φως. Πήρε ένα ποτήρι από δίπλα και γέμισε μέχρι τη μέση με λίγο ουίσκι. Στα αριστερά της ήταν η στήλη με τους κλασικούς δίσκους βινυλίου. Τα δάχτυλα και τα μάτια της ταξίδεψαν επιλεκτικά ανάμεσά τους ώσπου έκανε την επιλογή της.

Σε λίγο, η βελόνα του πικάπ απελευθέρωσε στην ήρεμη ατμόσφαιρα τους μαγικούς ήχους της άριας του Ναδίρ. Το μουσικό αυτό θέμα του Ζόρζ Μπιζέ από την όπερα: “Αλιείς μαργαριταριών” ήταν από τα αγαπημένα εκείνα που την συγκινούσαν από μικρή. Τότε που οι νότες της πλημμύριζαν το μεγάλο και επιβλητικό αρχοντικό του παππού και της γιαγιάς, στο κυκλαδίτικο νησί, στην Πάρο.





Η γεύση από το ποτό ήρθε στα χείλη της ενώ το άρωμα και η κάψα του, έδωσαν μέσα στα σπλάχνα της μια πρόσθετη ζωντάνια, που ένιωθε να έχει ανάγκη εκείνο το βράδυ. Ένα βράδυ σκέψεων και αναπολήσεων, που είχαν ξεχυθεί έντονα στο θυμικό της.


“Κυρία Βαλεντίνη, θα με χρειαστείτε τίποτα άλλο;” 

“Όχι κυρία Δήμητρα, απόψε το παρακάναμε, έπρεπε ήδη να είχες φύγει”

“Οι γονείς σας θα αργήσουν; Μήπως να τους περίμενα;”

“Μωρό παιδί είμαι βρε καλή μου; Πρώτη φορά θα μείνω μόνη;”


Η ώριμη καλόβολη γυναίκα, που φρόντιζε το σπίτι τους, εδώ και χρόνια, έφυγε με την καληνύχτα της, διακριτικά όπως διακριτικά κινούνταν ανάμεσα στο σπιτικό της Ελένης Καψή και του Γιώργου Βαρθαλίτη, των γονιών της δηλαδή. Ένα σοβαρό στήριγμα στην καθημερινότητά τους και την ίδια βασικά, την Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, μοναχοκόρη τους και καμάρι τους. 


Κινήθηκε λίγο προς τα δεξιά του δωματίου. Παρά τα τριάντα έξι της χρόνια, ζούσε ακόμα στο μεγάλο σπίτι των γονιών της. Όχι από επιλογή αλλά από ανάγκη. Μια ανάγκη, που προέκυψε εντελώς ξαφνικά δύο χρόνια πριν. Όλο ήθελε να την αποφύγει αυτή τη σκέψη αλλά, με έναν τρόπο, τη συναντούσε ως πραγματικότητα μπροστά της. Με το ποτήρι στο χέρι της και τη μουσική να γεμίζει το χώρο, περιπλανήθηκε αργά προς τη μεγάλη σερβάντα. Απόψε είχε μια έντονη διάθεση για αναπόληση. Τα τελευταία γεγονότα, που πήραν μορφή καταιγίδας ήταν αυτά που πυροδότησαν σκέψεις και μνήμες.


Η οικογένειά της πάντα ήταν από εκείνες, που έδινε μεγάλη σημασία στην οντότητα αυτού που αποκαλούμε “δικοί μας άνθρωποι” και η ιστορία τους. Ίσως γιατί έζησαν όμορφα και αρμονικά μέσα σε όλο αυτό. Ψηλά στον τοίχο δέσποζε με μεγάλη φωτογραφία πορτραίτο ενός ζευγαριού στα ώριμα χρόνια τους. Ο παππούς και η γιαγιά. 


Ο λεβέντης εκείνος εξηντάρης άντρας, που έστεκε όμορφος στο πορτραίτο ήταν ο Στέφανος Καψής, γεννημένος το 1928, Παριανός στην καταγωγή. Ο αεικίνητος εκείνος καπετάνιος, ο θεμέλιος λίθος της οικογένειάς τους. Χρόνια θαλασσοδαρμένος σε δύσκολες και μαύρες εποχές. Ταξίδια σε ποντοπόρα πλοία, γέμισε τη ζωή του με αγωνίες αλλά και απέραντες ιστορίες. Στα ύστερα χρόνια του, έγινε ένας μεσαίος καραβοκύρης, ονομαστός σε όλες τις Κυκλάδες όχι μόνο για την επαγγελματική του επιτυχία αλλά και για την ανθρωπιά του. Δίπλα του, σχεδόν στην αγκαλιά του, έστεκε μια όμορφη και επιβλητική γυναίκα. Το καμάρι και η αγαπημένη του Κυρά, καθώς διαλαλούσε όπου πατούσε και όπου περνούσε. Η Βαλεντίνη Ροσσολάτου. Δέκα χρόνια μικρότερή του, Συριανή στην καταγωγή. Το ερωτικό τους ειδύλλιο, κόντεψε να βάλει μπουρλότο στα δύο νησιά για το θορυβώδες ρομάντζο τους. Στα 1958 έσμιξαν σε γάμο. Τριάντα εκείνος, είκοσι εκείνη.


Η κοινή τους ζωή ήταν πλουσιότατη σε υλικά και σε ψυχικά αγαθά. Όλα ήταν εκεί, σε σειρά, μπροστά της. Στην επόμενη μεγάλη φωτογραφία, το ζευγάρι των Καψήδων, πόζαρε φωτεινό μπροστά στη κεντρική είσοδο του μεγάλου αρχοντικού τους, που χτίστηκε στην Πάρο. Ένα πολύ μεγάλο κτήμα, κοντά στη θάλασσα, σε μια πανέμορφη περιοχή του νησιού. Ένα αρχοντικό, που γνώρισε μέρες και στιγμές “δόξας”. Σε κάθε είδους κοινωνική εκδήλωση της τοπικής κοινωνίας. Το καμάρι τους, το δημιούργημά τους. Ένα ακίνητο που, σαν το παλιό καλό κρασί, ανέβαζε συνεχώς και κατακόρυφα την αξία του.


Όλα στη μεγάλη σερβάντα εδειχναν καλοβολεμένα “κουτακια” ζωής. Τα χρόνια πέρασαν και οι Καψήδες, εκτός από το αρχοντικό τους, έφεραν στη ζωή τους καρπούς της αγάπης τους. Το 1959 γεννήθηκε ο Ανδρέας Καψής, ο πρωτότοκος γιος τους και δυο χρόνια αργότερα, η Ελένη Καψή. Και στο πέρασμα των χρόνων, όπως γίνεται πάντα, η οικογένεια μεγάλωσε. Μαζί με την αγάπη και την προκοπή της. Και όπως είναι φυσικό, οι χαρακτήρες των ανθρώπων δεν ταυτίζονται ποτέ. 


Ο Ανδρέας Καψής στο δικό του δρόμο, άνθρωπος αποφασιστικός, δυναμικός. Άρπαξε τη ζωή ανενδοίαστα, χωρίς φόβο με περισσή αυτοπεποίθηση ίσως και αλαζονεία θα μπορούσε κάποιος να πει. Σπούδασε οικονομικά και άρχισε να ασχολείται με διάφορες επιχειρήσεις ώσπου κατέληξε στο εμπόριο ακινήτων, στα μεσιτικά. Ο πατέρας του, ο καπετάν-Στέφανος, τον καμάρωνε για την αλματώδη πορεία του στις επιρροές και την ανάπτυξη. Αλλά κρυφά μέσα του αργόπαιζε μια φωτιά αγωνίας και φόβου καθώς έβλεπε ότι τα μέτρα δεν ήταν εύκολα για το μεγάλο του γιο, ο οποίος στα σημερινά χρόνια διευθύνει μια μεγάλη επιχείρηση real estate και τουριστικές επενδύσεις, έχοντας απλώσει τα πόδια του στις γειτονικές Ευρωπαϊκές χώρες. Από νωρίτερα, στο είκοσι πέντε του, το 1984, είχε κάνει τη δική του οικογένεια με τη γυναίκα του τη Μάρθα, έναν άνθρωπο, που τον ακολουθούσε σχεδόν άβουλα σε κάθε του επιλογή.


Από την άλλη, η Ελένη Καψή ήταν μια διαφορετική προσωπικότητα από το μεγάλο αδελφό της. Γεννημένη δύο χρόνια αργότερα, η ζωή λες και κράτησε τη δοτικότητα και τρυφερότητα για εκείνη στον υπερθετικό βαθμό. Σε αντίθεση με τον Ανδρέα, η Ελένη ήταν ο κλασικός άνθρωπος με το χαμόγελο στα χείλη και έναν καλό λόγο για όλους. Την κέρδισε η εκπαίδευση. Καθηγήτρια φιλόλογος, σύντομα έγινε η αγαπημένη των μαθητών και συναδέλφων της. Στα είκοσι πέντε της, το 1986 παντρεύτηκε τον έντεκα χρόνια νεότερό της, Γιώργο Βαρθαλίτη απ’ τη Σύρο και ξεκίνησαν να χτίζουν τη δική τους όμορφη οικογένεια.


Δυο χρόνια μετά το γάμο τους, γεννήθηκε το μοναχοπαίδι τους. Η μικρή πήρε το όνομα της γιαγιάς της, Βαλεντίνη. Και όχι μόνο αυτό. Πήρε τη λεβεντιά της, πολλά στοιχεία από την προσωπικότητά και την ομορφιά της. 


Η Βαλεντίνη συνέχισε το ταξίδι των αναμνήσεών της στις εποχιακές εκείνες φωτογραφίες, που ήταν μωρό στην αρχή και μετά παιδί. Ένα παιδί, που μεγάλωσε μέσα σε μια γλυκύτατη οικογένεια και κράτησε ολόθερμες τις επαφές και τις σχέσεις της με τον παππού και τη γιαγιά. Δίπλα στις φωτογραφίες πορτραίτα υπήρχαν τα άλμπουμ που έκρυβαν στις σελίδες τους, το πέρασμα μιας ζωής. Ξεφυλλίζοντας έφτασε στις φωτογραφίες, που τα καλοκαίρια της, σαν παιδί, τα περνούσε στο μεγάλο αρχοντικό. Στο σπίτι, που έμελλε να χαράξει τα πρώτα της βιώματα. Στο σπίτι, που η Γιαγιά της, κατά βάση, της δίδαξε να εκτιμά τη δική του αύρα, τα μικρά του μυστικά, να το αγαπήσει, να το κάνει πνευματικό της κτήμα. Αυτά τα καλοκαίρια ήταν για την μικρή Βαλεντίνη, ο μίτος με τον οποίο δέθηκε συναισθηματικά με τον παππού και κύρια με τη γιαγιά. Η μεγάλη Βαλεντίνη υπήρξε ο πνευματικός μέντορας της μικρής. Και κοντά σε εκείνη έμαθε και αγάπησε τον κόσμο της μουσικής στην πιο λυρική και κλασική της μορφή. Η Βαλεντίνη Καψή, σαν Συριανή, κουβαλούσε την κουλτούρα των γονιών και της οικογένειάς της. Κοντά της η νεαρή της εγγονή, έμαθε και αγάπησε την Όπερα και την κλασική μουσική. Αλλά η γιαγιά είχε και ένα ακόμα πνευματικό καταφύγιο. Αυτό των βιβλίων. Γυναίκα ναυτικού, πώς άλλωστε θα μπορούσε να δαμάζει το κενό της απουσίας του αγαπημένου της Ανδρέα, παρά μόνο με τον υπέροχο κόσμο της λογοτεχνίας και της ποίησης. Η βιβλιοθήκη του μεγάλου σπιτιού της ήταν από τις πιο ονομαστές σε ολάκερες τις Κυκλάδες. Έτσι μυήθηκε και η εγγόνα της στον κόσμο των βιβλίων. Η γιαγιά Βαλεντίνη αγάπησε όλα της τα εγγόνια. Και την νεαρότερη Βαλεντίνη και τα δύο παιδιά του γιου της του Ανδρέα. Μόνο, που με εκείνα δεν είχε την ίδια σχέση καθώς ο γιος της αποτραβήχτηκε γρήγορα από κοντά τους διατηρώντας μεν σχέσεις αλλά τις πιο απαραίτητες και στοιχειώδεις.


Πώς να μη δεθεί λοιπόν, η νεαρή Βαλεντίνη με το μεγάλο εκείνο αρχοντικό, που τέτοιο υπήρξε όχι μονάχα για το εσωτερικό του αλλά και για το κτήμα του. Ένα κτήμα, που είχε “πιάτο” μια πανέμορφη παραλία στο νησί. Ένα κτήμα, που χαμογελούσαν άρωμα και χρώματα οι κήποι του και η χωροταξία του. Ένα κτήμα, που πολλά χρόνια μετά από τότε, θα γίνονταν το μήλο το έριδας καθώς μάτια, που κουβαλούσαν συμφέροντα και …επενδύσεις, το έβαλαν για τα καλά στο μάτι. 


Τα χρόνια κύλησαν και ο αμείλικτος χρόνος κουβαλάει και την ερημιά της απώλειας. Αυτή, που αφήνει πίσω της αδυσώπητα σημάδια και οδύνες. Ο παππούς Ανδρέας, έφυγε το 2013, στα ογδόντα πέντε του χρόνια χαράζοντας τη ζωή της αγαπημένης του γυναίκας με τρόπο σκληρό. Η γηραιά Βαλεντίνη, αντιμετώπισε το θάνατο του αγαπημένου της συντρόφου με θαυμαστή στωικότητα και αξιοπρέπεια. Οι κοντινοί της όμως άνθρωποι, ήξεραν καλά τι σήμαινε στην τρυφερή ψυχή της. Και ένας απ’ αυτούς ήταν και η αγαπημένη της εγγονή. Η ζωή της γιαγιάς γέμισε μοναξιά. Η γιαγιά δέθηκε ακόμα περισσότερο με το δικό της σπίτι. Ένα δέσιμο, που το μετέδωσε ατόφιο στην κόρη της Ελένη αλλά και στην εγγονή της. 


“Τούτο το σπίτι, παιδιά μου, κουβαλάει πάνω του ολάκερη την ιστορία της οικογένειάς μας…” τόνιζε συνέχεια.


Ήταν το απόγευμα εκείνο του Νοέμβρη του 2020, όπου η Γιαγιά είχε αντίκρυ της τα δυο της παιδιά, τον Ανδρέα και την Ελένη, σε μια καθάρια κουβέντα για το δικό τους αύριο.


“Το κτήμα και το σπίτι θα μείνουν στα χέρια σας…” αποφασιστικά τόνιζε η γιαγιά.

“Μάνα…”, πήρε το λόγο ο μεγάλος της γιος, “Δεν θέλουμε να παρεξηγήσεις το λόγο μας και την ανησυχία μας. Το ξέρεις…”

“Μίλα ξεκάθαρα, γιέ μου!”

“Πρέπει να τακτοποιήσουμε τα περιουσιακά μας τώρα, με ηρεμία και σύνεση. Χωρίς την πίεση του χρόνου και χωρίς τυχόν απρόοπτα”

“Μαμά, έχει δίκιο ο Ανδρέας…” συμπλήρωσε η Ελένη. 

Η γιαγιά κοίταξε τα δυο της παιδιά ίσια στα μάτια.

“Μα αυτό ακριβώς έχω κατά νου. Να σάς εξασφαλίσω!”

“Και πώς το έχεις στο νου σου, Μάνα;” ρώτησε ο Ανδρέας με αγωνία.

“Το ακίνητο μένει στα χέρια σας, αυτό θέλω. Και το εννοώ αυτό, θέλω να το καταλάβετε. Να μείνει στα δικά σας χέρια μόνιμα. Θα σάς προσφέρει ασφάλεια, σιγουριά και θα συνεχίσει και την ιστορία του σπιτιού μας”

Ο Ανδρέας ήταν πιεστικός.

“Θαυμάσια, ξέρεις ότι σε ευγνωμονούμε γι’ αυτό αλλά ας κάνουμε δυο γονικές παροχές σε οριζόντιες ιδιοκτησίες, να μην τρέχουμε μετά με διαδικασίες, φόρους και τέτοια”

“Παιδί μου τι μού λες; Να κόψω το σπίτι στα δυο; Πώς θα το κάνω αυτό; Για θα δώσω στον έναν το κτήμα και στον άλλο το κτίριο; Ένα πράγμα θέλω να καταλάβετε. Θέλω το σπίτι να μείνει στα δικά σας χέρια, χέρια ενωμένα”

“Ναι, βρε μάνα…” απάντησε η Ελένη, “...αλλά έχουμε παιδιά, δύο ο Ανδρέας, ένα εγώ”

“Αυτό είναι καθαρά δικό σας θέμα, κόρη μου. Εγώ στα παιδιά μου αφήνω την περιουσία της οικογένειας, ενωμένη και να σάς το πω καθαρά; Δεν θέλω να πουλήσετε το αρχοντικό”

“Και πώς το εξασφαλίζεις αυτό, βρε μάνα;” ρώτησε ο γιος της.

Η γηραιά γυναίκα σηκώθηκε αργά δείχνοντας ότι η κουβέντα τελείωσε. Άπλωσε τα χέρια της αγκαλιάζοντας τα παιδιά της και είπε με χαρακτηριστική ηρεμία:

“Έχετέ μου εμπιστοσύνη! Θα φροντίσω και εγώ το σπίτι να μείνει στα χέρια σας, να μην κινδυνεύσετε από τίποτα”


Και εκείνα τα Χριστούγεννα του 2020, σαν να το ένιωθε πως ήταν τα τελευταία της, επανέλαβε με σαφήνεια τη θέλησή της στο μεγάλο γιορτινό τραπέζι, όπου όλοι είχαν κρεμαστεί από τα χείλη της, μεγάλοι και μικροί.


“Σε κάθε δωμάτιο και γωνιά εδώ μέσα κρύβονται οι δικές σας μορφές, όλες! Νιώθω και ακούω το Στέφανο, τα βήματά του στο πλακόστρωτο της αυλής καθώς έρχεται από το μακρινό θαλασσινό του ταξίδι. Σε κάθε γωνιά του κρύβεται η αγωνία μου, οι προσευχές μου, τα δάκρυά μου για να εξευμενίσω τις θάλασσες να απλώσουν ήρεμες την αγκαλιά τους σε κείνον. Ακούω το γέλιο του στην ανοιχτή αγκαλιά του καθώς με σήκωναν ψηλά τα δυνατά του χέρια στη μεγάλη πόρτα. Ακούω εσάς, τα παιδιά μου, μικρά. Τον Ανδρέα, την Ελένη. Τις φωνές, τα όνειρά σας, τα παιχνίδια σας. Ύστερα τα εγγόνια μου…”


Όλοι την ακούγαμε προσεκτικά με τις καρδιές μας να χτυπούν δυνατά, ο καθένας για το δικό του λόγο. Και εκείνη συνέχισε:


“Σαν φύγω παιδιά μου, θέλω να μού το προσέξετε! Μη ρημάξει, να είναι ανοιχτό. Ξέρω, έχετε τα σπίτια σας και τις δουλειές σας στην Αθήνα αλλά υπάρχουν ο Ιάκωβος με τη Δέσποινα να μένουν στο υποστατικό και να το φροντίζουν. Εσείς μπορείτε να έρχεστε όποτε θέλετε.  Να συνεχίσετε να το αγαπάτε”


Αυτά ήταν τα λόγια της, εκείνα τα λόγια, που έκαναν τους γονείς της νεαρής Βαλεντίνης να δακρύζουν την ίδια στιγμή, που το βλέμμα του θείου της κοίταζε με ένα παράξενο νόημα τη γυναίκα του, τη Μάρθα.


Αυτά ήταν τα τελευταία Χριστούγεννα της γιαγιάς. Η απώλεια του αγαπημένου της Στέφανου, έδρασε καταλυτικά στην ψυχολογία της. Το δέσιμό τους ήταν απόλυτο και όλο αυτό επιβάρυνε τα προβλήματα υγείας που είχε. Την Άνοιξη του 2020, η Βαλεντίνη Καψή, σε ηλικία 82 ετών, έφυγε για να συναντήσει στο άπειρο, τον αγαπημένο της Στέφανο, επτά χρόνια μετά τη δική του φυγή. Η οικογένεια θρήνησε την απώλεια της γιαγιάς, όπως ακριβώς είχε θρηνήσει την απώλεια του ιδρυτή τους, του Στέφανου. Με οδύνη, αξιοπρέπεια και αισθήματα θλίψης. Όμως, όπως σε κάθε πορεία εξέλιξης της ζωής, η κόρη τους, η Ελένη, ήταν εκείνη που σεβάστηκε περισσότερο τις παρακαταθήκες τους. Ο γιος τους, ο Ανδρέας, μετά το πρώτο σοκ, είδε στο θάνατο της γιαγιάς, την απαρχή μιας σημαντικής ευκαιρίας για να ανασυνταχτούν τα περιουσιακά στοιχεία των Καψήδων.


Η Βαλεντίνη άφησε το μεγάλο μπουφέ με τις φωτογραφίες και με το ποτήρι με το ποτό της γύρισε στο κέντρο του σαλονιού. Κοίταξε το ρολόι της, οι δείκτες έδειχναν 10 το βράδυ. Ο Αργύρης είχε καθυστερήσει. Ο συνεταίρος της στο γραφείο εδώ και χρόνια. Αργύρης Ραιδεστός, στα 39 του χρόνια, πολιτικός μηχανικός, αρχιτέκτονας. Είχαν δέσει μαζί τόσο αρμονικά από την εποχή του γνωρίστηκαν στο Πολυτεχνείο, στο τέταρτο έτος. Οι σπουδές τους ένωσαν και στη ζωή και μια εξαίρετη, ζεστή, φιλία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Εκείνος είχε κάνει ένα γάμο νωρίτερα. Τον αποφάσισε λίγο βιαστικά, θυμήθηκε η Βαλεντίνη, κάτι που δεν μπορούσε να το κατανοήσει από τις πτυχές του χαρακτήρα του. Λες και ο φίλος της ήθελε να δραπετεύσει σε κάτι άλλο από αυτό που είχε κατά νου. Ο γάμος εκείνος δεν πήγε καλά, ευτυχώς δεν υπήρξε κάποιο παιδί να πληρώσει τη νύφη, ως συνήθως και το ακόμα καλύτερο, ο χωρισμός τους έγινε με καλές και ώριμες συνθήκες με την πρώην σύζυγό του.


Μαζί έστησαν ένα εξαίρετο γραφείο αρχιτεκτονικών μελετών και κατασκευών εδώ και καιρό. Η Βαλεντίνη είχε τις εμπνεύσεις, τα σχέδια, την αρχιτεκτονική και εκείνος την κατασκευή και την επίβλεψη. Ότι καλύτερο. Με αμοιβαίο σεβασμό και ανεξαρτησία ο ένας για τον άλλο, χωρίς να πνίγουν τις πρωτοβουλίες και απόψεις τους αλλά να τις συνθέτουν εποικοδομητικά.


Η τύχη του σπιτιού-οι σκέψεις της οικογένειας


Όπως συνήθως συμβαίνει, η ζωή και η οργάνωσή της, έρχεται να σκεπάσει το πένθος και να βάλει τους ανθρώπους μπροστά στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, πολλές φορές με τρόπο κυνικό. Η γιαγιά κατείχε μια μεγάλη περιουσία, που επικεντρώνονταν βασικά στο ακίνητο στην Πάρο. Τα δυο της παιδιά, ο Ανδρέας και η Ελένη ήταν οι δύο κληρονόμοι της. Η Ελένη Καψή όπως και ο σύζυγός της παραιτήθηκαν νομότυπα από κάθε κληρονομικό δικαίωμα υπέρ της κόρης τους και έτσι ρυθμίστηκαν σε πρώτη βάση τα κληρονομικά.

Η τύχη της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, κεφαλαιώδους σημασίας, ήταν αυτή, που προκάλεσε τις πρώτες διαφωνίες ανάμεσα στην οικογένεια. Ο Ανδρέας, διαχειριστής ακινήτων, με μεγάλες διασυνδέσεις στην αγορά, δεν άφησε καθόλου χρόνο να κυλήσει και λες και ήταν έτοιμος από καιρό, ήρθε με τη σκέψη και πρόταση να πουληθεί το ακίνητο. Η αγορά ήξερε για τις δραστηριότητες του Ανδρέα Καψή με γραφείο τόσο στην Αθήνα όσο και στην Πάρο. Οι διασυνδέσεις του με επενδυτές γης και ακινήτων, δεν κρύβονταν, άλλωστε δεν τις έκρυβε μήτε ο ίδιος. Εκείνο όμως, που ψέλλιζε η αγορά ήταν οι μέθοδοί του. Ο τρόπος, που εστίαζε στα πολύτιμα ακίνητα. Ο τρόπος που πλησίαζε τους ιδιοκτήτες και τα μέσα που έβαζε για να τους εξωθήσει σε πώληση. Εκεί λέγονταν πολλά και διάφορα, που μερικές φορές έφταναν και σε σκοτεινά μονοπάτια για τα μέσα και τους σκοπούς του. Με τις τοπικές πολεοδομικές αρχές είχε άριστη σχέση αλλά και εδώ πολλοί χαμογελούσαν με νόημα για κάποιες αποφάσεις στην αναδιάταξη χρήσης γης, που, όλως τυχαίως, ευνοούσαν τις επιλογές του Ανδρέα Καψή. 

Από την αρχή πίεσε την αδελφή του, Ελένη, να πουλήσουν το ακίνητο συναντώντας την άρνηση της τελευταίας. Το ακίνητο ήταν σε ιδιοκτησία εξ αδιαιρέτου ανάμεσα στον Ανδρέα και τη Βαλεντίνη πλέον και αν η μητέρα της δεν ήθελε να πουληθεί το αρχοντικό των γονιών της, η κόρη της ήταν απόλυτα ανένδοτη καθώς οι συναισθηματικοί λόγοι της σχέσης της με τη γιαγιά όπως και οι παρακαταθήκες της τελευταίας, βάσταγαν κραταιά αντίσταση στις επιλογές της εγγονής της.


Η δυσφορία του θείου της ήταν εμφανής όπως και οι συνεχείς του προσπάθειες να την μεταπείσει, πάντα με συγκροτημένο όντως τρόπο. Είτε ο ίδιος είτε, αν έλειπε, ο δικηγόρος και στενός του συνεργάτης, Δημήτρης Ερμόλαος. Όμως η απάντηση της Βαλεντίνης ήταν σθεναρά αρνητική. 


Όμως η λαϊκή σοφία λέει ότι “όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός χαμογελάει”. Και η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια, που αλλάζουν δραματικά κάθε επιλογή.


Το ατύχημα…


Οι σκέψεις της Βαλεντίνης, γύρισαν τρία ολάκερα χρόνια πίσω. Σε εκείνη την Άνοιξη του 2021, που σημάδεψε για πάντα τη ζωή της. Ήταν εκείνο το μοιραίο βράδυ. Οι φίλες της από το Πανεπιστήμιο, που είχαν κανονίσει ένα κλασικό reunion για να μοιραστούν τη χαρά και τις αναμνήσεις τους. Και ήταν όλα τόσο όμορφα. Πρώτα για φαγητό κάπου στο Χαλάνδρι και ύστερα μπαράκι για ποτό και κουβεντούλα. Και μετά, η επιστροφή. Άφησε δυο φίλες της στα σπίτια τους και πήρε μόνη, αργά τη νύχτα το δρόμο του γυρισμού στο δικό της προορισμό. 


Το σκοτάδι καρτερούσε στην επόμενη διασταύρωση. Το φορτηγό, βγήκε άναρχα και δολοφονικά στη μέση του κεντρικού δρόμου, παραβιάζοντας το stop, εμβολίζοντας το αυτοκίνητο της Βαλεντίνης στο μέρος του οδηγού. Η σύγκρουση ήταν τρομερή και τα αποτελέσματα καταστροφικά. 


Η Βαλεντίνη επανήλθε από την εντατική μέρες αργότερα με βαριά τραύματα σε όλο της το σώμα. Οι γιατροί έδωσαν τιτάνια μάχη για να της σώσουν τη ζωή. Οι γονείς της κρέμονταν στο προσκεφάλι της. Όλη η οικογένεια ήταν δίπλα στο δικό της αγώνα. Τα ξαδέλφια της, ο θείος της Ανδρέας, η θεία της η Μάρθα επίσης. Μάλιστα, ο θείος της ήταν εκείνος, που ζήτησε τη συνεργασία νευροχειρούργων εξειδικευμένων στα τραύματά της. Αλλά παρών και ο συνεταίρος της ο Αργύρης. Μάλιστα και η δική του παρουσία ήταν εξ ίσου συγκινητική και άμεση. Ώρες ολάκερες πέρασε για να είναι κοντά της.


Τα τραύματα της Βαλεντίνης έκλεισαν. Όλα εκτός από ένα. Ένα σημαντικό και καθοριστικό, που την καθήλωσε σε αναπηρία στα κάτω άκρα ανοίγοντας έναν διαρκή αγώνα για αποκατάσταση και προοπτικές λεπτής επέμβασης στο μέλλον, που θα προσπαθούσε να την σηκώσει στα πόδια της. Η αναπηρία αυτή, έστω και αν δεν είχε κριθεί ακόμα τελεσίδικη και οριστική, άλλαξε απόλυτα τη ζωή της. Χτύπησε τον συναισθηματικό της κόσμο, έπαιξε ακραία με τα όριά της, άλλαξε τα σχέδιά της, την οδήγησε σε έμμεση εξάρτηση από κάποιους ανθρώπους, που έπρεπε να είναι δίπλα της.


Ο οδηγός του φορτηγού, αναγνώρισε την ευθύνη του. Φρόντισε τότε για την ειδοποίηση των σωστικών μέσων, την επισκέφτηκε αρκετές φορές στο νοσοκομείο ώσπου στο πέρασμα του χρόνου, χάθηκε γιατί αυτά τα γεγονότα οι άνθρωποι έχουν την τάση να τα καταχωνιάζουν στις μνήμες. Η ασφαλιστική εταιρεία αναγνώρισε την αστικη ευθύνη απόλυτα και αυτά τα νομικίστικα θέματα λύθηκαν κάπως έτσι.


Η Βαλεντίνη ξεκίνησε το δικό της Γολγοθά. Ψυχολογικη στήριξη, σωματική αποκατάσταση, φυσικοθεραπείες εντατικές. Επόμενες μικρο-επεμβάσεις. Πάλαιψε και παλεύει ανάμεσα στην παραίτηση και στην επιστροφή. Έχοντας επιστρατεύσει κάθε στοιχείο, που της δίνει δύναμη και πάθος για ζωή και κάθε άνθρωπο, που στέκεται με θετικό τρόπο στη ζωή της.


Δυο μήνες πριν, η αποδοχή και η συμφωνία…


Η πόρτα στο ιδιαίτερο γραφείο της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη, χτύπησε διακριτικά. Η νεαρή γραμματέας μπήκε.

“Κυρία Βαλεντίνη, να σάς θυμίσω ότι σε μια ώρα έχετε το ραντεβού σας με τον κ. Ερμόλαο”

“Ναι, Ματίνα. Σε παρακαλώ, φρόντισε να μην μάς ενοχλήσει κανείς αν και δεν έχω κάτι σ’ αυτό το διάστημα”

Η νεαρή κοπέλα έφυγε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. H Βαλεντίνη κινήθηκε λίγο στο εσωτερικό του γραφείου της, με το αμαξίδιο. Ο Δημήτρης Ερμόλαος ήταν έμπειρος νομικός, 52 ετών, χρόνια συνεργάτης με το θείο της τον Ανδρέα, τον εκπροσωπούσε σε όλες του τις δουλειές. Το ραντεβού μαζί του ήταν πολύ σημαντικό γιατί θα καθόριζε μια ακόμα απόφαση μεγάλη για τη ζωή της. Μια απόφαση για την οποία δεν ήταν καθόλου μα καθόλου ήρεμη μήτε ένιωθε ότι μπορούσε να υπερηφανεύεται για τη λήψη της. Αφορούσε την τύχη του ακινήτου και του σπιτιού που κληρονόμησε από τη γιαγιά. Και φυσικά το δικό της μερίδιο στην εξ αδιαιρέτου οντότητά του. 

Η αρχική της απόφαση, τόσο της ίδιας όσο και των γονιών της ήταν να ακολουθήσουν τη θέληση του παππού και της γιαγιάς. Να μείνει το κτήμα με το σπίτι στην οικογένεια και θα έβρισκαν τρόπο να το χειριστούν με το θείο της. Όμως το ατύχημα ήρθε να αλλάξει σιγά τη στάση της και να διαβρώσει την αρχική της επιμονή. Όλος αυτός ο τιτάνιος αγώνας για την αποκατάσταση της υγείας της, την είχε κουράσει. Την είχε κρατήσει μακριά για καιρό από αυτού του είδους τις υποθέσεις. Ο θείος της, μπορεί να ήταν διακριτικός στην πίεσή του για την επιλογή του αλλά ποτέ δεν έπαψε να το αποζητά και έμμεσα να το υπενθυμίζει. Έτσι όλα έφτασαν σε ένα οριακό σημείο όταν ο Δημήτρης Ερμόλαος, ήρθε με μια σαφέστατη πλέον πρόταση. Μια μεγάλη ξένη εταιρεία είχε υποβάλει ενιαία την πρότασή της για να αγοράσει το κτήμα και το ακίνητο. Είχε εντάξει την επιλογή της στην πρόθεσή της να επενδύσει στην παραλία αυτή του νησιού με ένα μεγάλο ξενοδοχείο διατηρώντας το αρχοντικό με ανάλογες μετατροπές σε χώρο διαμονής vip προδιαγραφών.

“Αγαπητή Βαλεντίνη, η πρόταση είναι πολύ υψηλή για να μείνεις στην άρνησή σου…” της είχε πει με σαφήνεια ο δικηγόρος. 

“Οι Ιταλοί δίνουν πάρα πολλά λεφτά, θα είναι σκάνδαλο να μην το δεχτούμε, πίστεψέ με. Άλλωστε, παιδί μου, το αρχοντικό θα αναβαθμιστεί. Θα γίνει χώρος διαμονής υψηλών προδιαγραφών και εσείς, με το θείο σου, θα έχετε προνομιακή πρόσβαση σ’ αυτόν…”


Η Βαλεντίνη, ταλαντεύτηκε με βαριά καρδιά. Μπροστά της, πέρα από το γραφείο της με τον Αργύρη είχε και τη λεπτή εγχείρηση στη μέση της για την αναπηρία της. Ντράπηκε να δει ξανά, όπως συνήθιζε, τις φωτογραφίες της γιαγιάς και του παππού. Κρύφτηκε και παρακάλεσε να μην έρθει ποτέ ξανά η γιαγιά Βαλεντίνη στον ύπνο της, να της θυμίσει την υπόσχεσή της:

“Γιαγιά, στο υπόσχομαι με την καρδιά μου, θα προστατέψω το σπιτικό σου και με τη δική μου αγάπη”.

Μα η καρδιά της ράγισε όταν κάλεσε τηλεφωνικά, στον Ερμόλαο να συναντηθούν για να πάρουν τις τελικές αποφάσεις για την πώληση του ακινήτου. Σήμερα ήταν το κρίσιμο ραντεβού”.


Προσπάθησε να μην σκέφτεται, πήρε το αυστηρό επαγγελματικό της ύφος και οχυρώθηκε λες πίσω από το γραφείο της. Ο δικηγόρος ήταν ακριβής στο ραντεβού του και εμφανίστηκε μπροστά της με ένα εμφανέστατο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό του.


“Κυρία Βαρθαλίτη, Βαλεντίνη επέτρεψέ μου, σε καταλαβαίνω και τόσο καιρό σεβόμουν απόλυτα τα συναισθήματά σου. Όμως η απόφασή σου να συμφωνήσεις στο deal, πίστεψέ με, είναι η καλύτερη”


Δεν του απάντησε με λόγια. Δεν μπορούσαν εύκολα να βγουν από το στόμα της. Μονάχα με τη συγκατάθεση του κεφαλιού της. Άρχισαν να συζητούν τις λεπτομέρειες.


“Μέσα στο μήνα, πιστεύω να έχουμε τελειώσει. Δεν είναι και το πιο εύκολο, αλλά η γιαγιά σας, είχε ευτυχώς μαζέψει τις όποιες εκκρεμότητες με το σπίτι και δεν μένουν δύσκολα πράγματα”

“κ. Ερμόλαε, θα ήθελα να μού δώσετε ένα φάκελο με τα σχέδια και το business plan των αγοραστών. Θα το ήθελα αναλυτικά παρακαλώ, με ενδιαφέρει τόσο η προέλευσή τους, όσο και οι προθέσεις τους και για το ακίνητο και για την περιοχή”

“Το περίμενα το αίτημά σας, Βαλεντίνη και το θεωρώ απόλυτα λογικό. Άλλωστε δεν πουλάμε γουρούνι στο σακί…”  Άνοιξε τη δερμάτινη τσάντα του.

“Ορίστε, ο φάκελος. Είχα ζητήσει τα στοιχεία εδώ και δυο βδομάδες”

“Ιταλική εταιρεία ε;”

“Immobiliare Urbano SPA”

Ο δικηγόρος πέρασε το φάκελο μπροστά της. Η Βαλεντίνη τον τράβηξε δίπλα της με το χέρι της να τρέμει. Ο Ερμόλαος την κοίταξε ίσια στα μάτια χωρίς να μιλήσει. Τη σιωπή έσπασε η ίδια.

“Μπορείτε, ωστόσο,  να ξεκινήσετε τις προετοιμασίες και τα απαραίτητα με τα γραφειοκρατικά, εγώ θα κοιτάξω το φάκελο. Άλλωστε της …δουλειάς είμαι και εγώ κ. Ερμόλαε”

“Και μάλιστα με εξαιρετική φήμη”, πρόσθεσε εκείνος.


Αντάλλαξαν ακόμα μερικές σκέψεις, δόθηκαν οδηγίες και ο Ερμόλαος έφυγε μετά από έναν εγκάρδιο χαιρετισμό με το χαμόγελό του να διαγράφεται αδρό.


Ιάκωβος Δεπόντης


Οι φήμες για την πώληση του μεγάλου αρχοντικού έγιναν πια συγκεκριμένη είδηση και φυσικά αντικείμενο ανοιχτής συζήτησης στην τοπική κοινωνία της Πάρου. Κάποιες αιχμές του τοπικού τύπου και σκόρπιες αναφορές έγιναν πλέον πιο σαφείς και οι κουβέντες έδιναν και έπαιρναν στα καφενεία. 


Ο Ιάκωβος Δεπόντης, ήταν πια 78 χρονών. Πριν δυο χρόνια είχε χάσει την αγαπημένη του γυναίκα, τη Δέσποινα. Οι δυο τους ήταν τα πιο έμπιστα πρόσωπα της γιαγιάς Βαλεντίνης μετά την οικογένεια. Τους είχε διαλέξει η ίδια με προσοχή το 1978 καθώς ένιωθε το βάρος του χρόνου να γέρνει πάνω της και να έχει άμεση ανάγκη βοήθειας αλλά, το κυριότερο, εμπιστοσύνης στη διαχείριση της καθημερινότητας του κτήματος. Και το ζευγάρι την τίμησε με το παραπάνω. Για 46 ολάκερα χρόνια έζησαν κοντά της, δίπλα στους Καψήδες. Ο Ιάκωβος κάτι σαν μπάτλερ στο …Ελληνικό και η Δέσποινα κάτι σαν οικονόμος του σπιτιού. Έγιναν ένα με την οικογένεια, μοιράστηκαν τις αγωνίες τους, χαρές και λύπες τους, σχέδια και όνειρά τους. Και ζούσαν στήνοντας τη δική τους οικογένεια, στο υποστατικό του κτήματος, ένα άνετο και λειτουργικό σπίτι. Ο Ιάκωβος, συνέχισε να μένει στο σπίτι, έχοντας φυσικά τη σύμφωνη απόφαση των παιδιών της γιαγιάς, διατηρώντας το, με το λοιπό προσωπικό, σε άριστη κατάσταση.


Εκείνο που δεν άντεχε ο Ιάκωβος ήταν να μένει ή να περιπλανιέται στο μεγάλο αρχοντικό μόνος κάποιες δύσκολες ώρες. Αυτή την απόλυτη σιωπή στο χώρο δεν την άντεχε, ένιωθε το λαιμό του να πνίγεται. Είχε μάθει το σπίτι αυτό να ζει μέσα σε θορύβους και σε δημιουργία. Τώρα άκουγε μονάχα τα βήματά του στα ακριβά ξύλινα πατώματα. Ένα αρχοντικό τυλιγμένο στη σιωπή. Και ένιωθε και την απουσία της γυναίκας του επίσης επώδυνη. Έτσι, πολλές φορές, τριγυρνούσε στα μεγάλα δωμάτια και στις σκάλες καλώντας τις παλιές αναμνήσεις να πάρουν σάρκα και μορφή μπροστά στα δικά του μάτια, ξανά και ξανά.


Όταν έμαθε ότι το αρχοντικό πουλιέται έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του. Ήξερε την άκαμπτη στάση της Βαλεντίνης, της εγγονής της γιαγιάς, να μην αλλάξει χέρια η περιουσία και η αλλαγή στη θέση της, τον σοκάρισε.


“Δεν μπορεί, κάτι θα συνέβη!” μονολογούσε μονάχος “Δεν γίνεται η μικρή κυρά μου, να ξέγραψε την επιθυμία της γιαγιάς της. Αυτή, που με τόσο πάθος, τη στήριζε”

Παθιάστηκε έντονα, φούντωσε και ταράχτηκε ακόμα περισσότερο όταν μετά από δύο μέρες, είδε δύο μεγάλα αυτοκίνητα να σταματούν έξω από το κτήμα. Έτρεξε να δει και βρήκε τον Ανδρέα Καψή με το μεγάλο του γιο και τέσσερα ακόμα άτομα με χαρτοφύλακες να στέκουν μαζί του. Οι δυο μάλιστα μιλούσαν Ιταλικά.


“Ιάκωβε, άνοιξε, πρέπει να δούμε το σπίτι, να καταγράψουμε κάποια πράγματα”


Το έκανε με την καρδιά του να τρέμει. Ήταν αλήθεια λοιπόν! Προσπαθούσε να διαχειριστεί το τρέμουλο στο κορμί του. Κάποια στιγμή έστησε καρτέρι στον Ανδρέα και εκεί που τον πέτυχε μόνο του, τον πλεύρισε ρωτώντας:


“Κύριε Ανδρέα, είναι αλήθεια λοιπόν; Το πουλάτε;”

“Ναι, Ιάκωβε και αργήσαμε πολύ! Ίσαμε που προλαβαίνουμε γιατί οι ευκαιρίες πετάνε, δεν σε περιμένουν…”

“Μα η ανιψιά σας… θέλω να πω…. ήξερα ότι δεν ήθελε…”

“Ναι γνωστό αυτό αλλά δόξα το Θεό, η μικρή κυρά σου, το είδε διαφορετικά και συμφώνησε και νομίζω πολύ καλά έκανε, Ιάκωβε. Άλλωστε θα κερδίσει και εκείνη από αυτήν την πώληση”

“Κύριε… είναι η ζωή μας ετούτο το αρχοντικό”

“Ιάκωβε, μην αγχώνεσαι. Εσύ είσαι εξασφαλισμένος. Θα φροντίσουμε να συνεχίσεις εδώ με τη νέα του μορφή…”

“Σε τούτο το κτήμα, δεν κάθομαι με ξένους, έξω από σάς, κύριε Ανδρέα…αλλά, η μητέρα σας, η θέλησή της… το ξέρουμε όλοι… δεν ήθελε κάτι τέτοιο”

“Αλλάζουν τα πράγματα Ιάκωβε!”

“Ναι αλλά η ίδια μου έλεγε ότι…είχε τον τρόπο…”

“Τον τρόπο τι, Ιάκωβε;”

“Να μείνει το σπίτι στην οικογένεια…”

Ο Καψής τον κοίταξε προσεκτικά με βλέμμα βαθύ.

“Τι θέλεις να πεις;”

“Τίποτα, τίποτα, κύριε Ανδρέα. Συγχωράτε με! Είναι η συγκίνηση και δεν ξέρω τι λέω… άλλωστε εγώ… δεν μου πέφτει λόγος εμένα” μαζεύτηκε ο Ιάκωβος.

Ο Καψής χτύπησε φιλικά το γέροντα στην πλάτη.

“Ιάκωβε, όπως σού είπα, μην ανησυχείς για τίποτα, πάω τώρα με περιμένουν…”


Ο Καψής ξέκοψε να συναντήσει τους υπόλοιπους κρατώντας στο νου του με σφιγμένο στόμα την αναφορά του Ιάκωβου. Για κάποιο λόγο την ένιωσε λίγο περίεργη και ανεξήγητη.


Ο Ιάκωβος Δεπόντης, εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι. Δύο υποτασικά χάπια ήπιε να προλάβει το εγκεφαλικό με την πίεσή του. Δεν έχασε όμως καιρό. Την απόφασή του την πήρε και το πρωί νωρίς-νωρίς τηλεφώνησε στον Ανδρέα Καψή:


“Κύριε Ανδρέα, συγγνώμη αλλά θα κατέβω μεθαύριο Πειραιά…”

“Τι συμβαίνει Ιάκωβε, έγινε κάτι;”

“Ο γιος μου, ένα θέμα υγείας της γυναίκας του, πρέπει να λείψω 2-3 μέρες. Τα κλειδιά έμειναν στον κηπουρό, εκτός αν θέλετε να σάς τα φέρω…”

“Να με κρατήσεις ενήμερο Ιάκωβε και περαστικά στη νύφη σου, θα μιλήσω εγώ με τον κηπουρό, θα πεταχτώ εκεί αν χρειαστεί”


Το τηλέφωνο έκλεισε αλλά το βλέμμα του Ανδρέα Καψή είχε γίνει σκοτεινό. Ο διάβολος το έφερε ώστε να διαπιστώσει άμεσα το ψέμα του Ιάκωβου, από συγκυρία. Ο γιος του τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο για να γυρέψει κάποια στοιχεία για τον πατέρα του για τη σύνταξή του. Ο Ανδρέας Καψής έμαθε ότι γιος και η γυναίκα του θα έφευγαν ένα μικρό ταξίδι. Άρα ποιος ο λόγος να πει ψέματα ο Ιάκωβος; 


Ο Ιάκωβος ετοιμάστηκε πρόχειρα με τα απαραίτητα. Το σπίτι της Ελένης Βαρθαλίτη στην Αθήνα το ήξερε, το είχε επισκεφτεί πριν χρόνια. Το βλέμμα του είχε γίνει σκληρό, αλλαγμένο, αποφασισμένο.

Ο Ιάκωβος Δεπόντης μπήκε στο καράβι. Φυσικά δεν θα μπορούσε να καταλάβει ότι λίγα μέτρα πιο πέρα είχε αποκτήσει “ουρά” και ένα ζευγάρι μάτια είχαν παντρευτεί την περπατησιά του.

Ο ίδιος ήταν πλέον έτοιμος και αποφασισμένος. Ήταν πλέον η δική του ώρα. Έπρεπε να μιλήσει. Για αυτό που κανένας δεν ήξερε! Αυτό το μεγάλο μυστικό, με το οποίο είχε συνταχτεί χρόνια πριν! Αυτό, που θα άλλαζε τα πάντα!



Τέλος 1ου μέρους (Συνεχίζεται...)






Φίλες και φίλοι, το "Αρχοντικό της Σιωπής" είναι η δική μου συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση / 3ος Κύκλος".  Το διήγημα θα παρουσιαστεί σε συνέχειες και εδώ και στο μπλογκ μας φυσικά, για να μη σάς κουράζω. Όλα τα διηγήματα και τις υπέροχες συμμετοχές σας, καθώς θυμάστε, μπορούμε να τις διαβάσουμε συγκεντρωτικά εδώ:

Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση

Ο κύκλος μας μπορεί να άργησε λίγο αλλά πάντα παραμένει ζωντανός, σε δημιουργία και εξέλιξη. Και φυσικά θα συνεχιστεί στον επόμενο. Να σάς ευχαριστήσω, μία ακόμα φορά, για τη συμμετοχή, την αγάπη και τη  στήριξή σας.