H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Ανθρώπινες Εξομολογήσεις σε μια Δύσκολη Νύχτα

 


-"Πάμε για ένα ποτό ; τι λες", του είπε έτσι στα καθούμενα ο Στέφανος. Ήταν Σαββατόβραδο, δεν υπήρχε η πίεση του χρόνου, είχαν βαρεθεί στο σπίτι του Γιάννη και η πρόταση ακούστηκε δελεαστική στην ατμόσφαιρα. 

Έξω έκανε σχετικό κρύο. Ο Φλεβάρης είχε μπει με άγριες διαθέσεις. Η κλασική σόμπα πετρελαίου αγκομαχούσε να ζεστάνει το παλιό σπίτι αλλά η θέρμη της αγκάλιαζε μονάχα το χώρο άντε στα δύο κοντινά της δωμάτια, μέχρι εκεί. 

-"Και δεν πάμε¨, αποκρίθηκε ο Γιάννης, "βέβαια κάνει ψοφόκρυο ε ;" 

-"έλα μωρέ, γιατί έξω θα μείνουμε, άντε να κάτσει να περπατήσουμε λίγο, έλα ετοιμάσου" 

-"Άντε βρε παιδιά, Σάββατο είναι, καλά λέει ο Στέφανος" ακούστηκε η φωνή της Κυρά-Γιωργίας, της Μάνας του Γιάννη καθώς μπήκε στο δωμάτιο 

Ο Γιάννης σηκώθηκε και άρχισε να ετοιμάζεται. Ο Στέφανος γύρισε προς το μέρος της Κυρά-Γιωργίας. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν κάπου στο μέσο του δωματίου. Σαν να πάγωσαν για λίγα δευτερόλεπτα. 

-"Απόψε ;" τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον με έκδηλη αγωνία ίσια στα μάτια σαν να κρεμόταν απ την απάντησή του. Ο Στέφανος έβγαλε και άναψε ένα τσιγάρο, αργά, ο καπνός έκανε παράξενα σχέδια στο κέντρο του δωματίου, έκανε δυο βήματα στο πλάι 

- "Ναι, απόψε" 

Την είδε να σφίγγει νευρικά τα χέρια της και να στριφογυρίζει άναρχα γύρω απ τον εαυτό της. 

- "Φοβάμαι παιδί μου... πως να στο πω... δεν ξέρω..." 

Ο Στέφανος πήγε κοντά της, την έπιασε τρυφερά με σεβασμό απ τους ώμους 

- "Μην ανησυχείς Κυρά-Γιωργία, όλα θα πάνε καλά" 

- "Τι λέτε εσείς οι δυο ;" ακούστηκε η φωνή του Γιάννη καθώς μπήκε στο δωμάτιο, με το δερμάτινο μπουφάν στα χέρια του. 

- "Έτοιμος.... πάμε ;" 

- "Φύγαμε, θα πάμε με το δικό μου τ αμάξι, τόχω ήδη έξω" 

- "Εντάξει, Μάνα..." έκανε ο Γιάννης στην Κυρα-Γιωργία, η οποία τους κοίταγε λες και ήταν κρεμασμένη επάνω τους 

- "Μάνα, μην βιαστείς να σβήσεις τη σόμπα, έχει πολύ κρύο απόψε, άστην λίγο, θα την σβήσω εγώ σαν γυρίσουμε" 

- "Εντάξει παιδί μου, άντε να πάτε στο καλό, καλή σας διασκέδαση" έκανε εκείνη ενώ έδειχνε την αμηχανία της. 

- "Καληνύχτα Κυρα-Γιωργία, θα τα πούμε πάλι" είπε ο Στέφανος βγαίνοντας από την πόρτα προς την αυλή. 

- "Φύγαμε" είπε ο Γιάννης φορώντας το δερμάτινο μπουφάν

Ο Κρύος αέρας σκαμπίλισε έντονα τα πρόσωπά τους. Κινήθηκαν γρήγορα στην αυλή, πέρασαν την εξώπορτα και μπήκαν βιαστικά στο αυτοκίνητο του Στέφανου που ήταν έξω απ την πόρτα.

Ο εσωτερικός χώρος του Ford Cortina τους φάνηκε σαν ζεστό καταφύγιο. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. 

- "Πάμε στον "Μύθο" ; πρότεινε ο Στέφανος 

- "Πάμε ναι, καλά είναι", απάντησε ο Γιάννης. 

Ο "Μύθος" ήτανε ένα πολύ όμορφο κλασικό Bar όχι πολύ μακριά από τα σπίτια τους. Είχε πολύ ζεστό καλλιτεχνικό χρώμα, διακόσμηση ανάλογη, μουσική πολύ ατμοσφαιρική και κόσμο συμβατό με τα γούστα τους. 

Ο Γιάννης με τον Στέφανο ήταν συνομήλικοι. Αδελφικοί φίλοι, μεγάλωσαν αντάμα από τότε που κατάλαβαν τον κόσμο. Τα σπιτικά τους χωρίζονταν με έναν τοίχο. Οι οικογένειές τους επίσης ήταν δεμένες στο δικό τους αγώνα για τη ζωή σε πολύ δύσκολα και πονεμένα χρόνια. 

Στο δρόμο η κουβέντα τους ήταν κοινότυπη. Χωρίς τίποτα το ξεχωριστό. Άλλωστε σε δεκαπέντε λεπτά έφτασαν. 

Η Βαριά κλασική διπλή ξύλινη πόρτα του Bar άνοιξε στο πέρασμά τους. Κοντοστάθηκαν στην είσοδο. Είχε αρκετό κόσμο. Ένα όμορφο άρωμα πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, η μουσική ήταν εξαίρετη. Έριξαν μια ερευνητική ματιά ολόγυρα για να βρουν που να καθίσουν. 

- "Πάμε στη μπάρα να κάτσουμε ; είναι πιο ήσυχα" πρότεινε ο Στέφανος. Ο Γιάννης βρήκε τη σκέψη σωστή και βολεύτηκαν άνετα στα όμορφα δερμάτινα ψηλά καθίσματα στη μεγάλη ξύλινη μπάρα. Χαιρέτισαν τον ψηλό καλοσυνάτο μπάρμαν με τα μαλλιά και το μούσι και παρήγγειλαν 

- "Ένα Canadian club με πάγο" ζήτησε ο Στέφανος 

- "Το κλασικό για μένα Δημήτρη, Vodka με Καλούα" είπε ο Γιάννης 

Έπιασαν λίγο την κουβέντα με τον Δημήτρη τον κεντρικό μπάρμαν, η ατμόσφαιρα και η διάθεση ήταν πολύ καλή. Μαζί με την κουβέντα τους τα μάτια τους γυρόφερναν με τον συνήθη εξεταστικό τρόπο το χώρο μέσα στο bar. Παρατηρήσεις, σχόλια για γυναικείες παρουσίες, για ζευγάρια, για μοναχικούς πότες στη μπάρα. Χαμόγελα, πειράγματα, εναλλαγές στη σοβαρότητα της κουβέντας και τα ποτήρια διπλασιάστηκαν. 

Ο Ήχος του "Let me roll it" με τη φωνή του Paul McCartney πλημμύριζε όμορφα το χώρο. 

Η κουβέντα μεταξύ τους άρχιζε να γίνεται πιο προσωπική. Ο Στέφανος παράγγελνε τα τρίτα τους ποτά όταν κοίταξε τον Γιάννη στα μάτια εκφραστικά 

- "Πόσα έχουμε ζήσει ρε φίλε έχεις αναλογιστεί ; τι πράγματα μας έχουν δέσει, από παιδιά..." 

- "Θυμάσαι τότε που με τον Κώστα στη μεγάλη πέτρα στην αλάνα εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ αποφασίσαμε να εξομολογηθούμε ανοιχτά ποιος ήταν ο καλύτερός μας φίλος ;" πήρε τη σκυτάλη ο Γιάννης 

- "Τι πας και θυμάσαι χαχαχαχα, φυσικά το θυμάμαι" αποκρίθηκε ο Στέφανος. 

Ο Γιάννης αποτελείωσε τη γουλιά του μένοντας με το ποτήρι να αιωρείται στο χέρι του 

- "Εσύ ήσουνα ο καλύτερός μου φίλος" είχα πει τότε 

- "Το θυμάμαι μικρέ" απάντησε ο Στέφανος. Το προσωνύμιο "μικρέ" του το συνήθιζε για έναν άγνωστο λόγο. Χωρίς διακοπή συνέχισε 

- "Ξέρω ότι σε βαραίνουν πράγματα Γιάννη, ειδικά από τότε που έφυγε ο πατέρας σου. Όλη αυτή η φάση στο σπίτι σου, έμεινες μόνος, στα δεκαοκτώ σου, πάνε τόσα χρόνια..." 

- "Έξι χρόνια, έξι ολάκερα χρόνια" ακούστηκε σαν παρεμβολή η φωνή του Γιάννη. 

- "Σαν να μεγάλωσες απότομα ρε φίλε, σαν να φορτώθηκες πράγματα δύσκολα, δεν ξέρω... είναι και η Κυρά-Γιωργία...." 

Ο Γιάννης αντιλήφθηκε το φίλο του να κομπιάζει, να δίνει περισσότερο χρόνο να σκεφτεί τι θα ακολουθούσε στα λόγια του. 

- "Δύσκολη Γυναίκα και ψυχολογία" αποκρίθηκε ο Γιάννης. 

- "Ναι, ίσως κάτι να την βασανίζει, δείχνει να έχει κρεμαστεί στην κυριολεξία επάνω σου, παράξενα, ασυνήθιστα θα έλεγε κανείς, δεν σε προβληματίζει ;" 

- "Αρκετά Στέφανε, ήδη μου έχει δημιουργήσει προβλήματα, τα ξέρεις, αυτό το κόλλημα...." 

- "Ίσως να έχει και άλλες αιτίες" βάθυνε τη χροιά της φωνής του ο Στέφανος με ένα άλλο ύφος. Ο Γιάννης τον κοίταξε. 

- "Δηλαδή ; τι έχεις κατά νου" 

Ο Στέφανος έδειξε να σφίγγεται. Πήρε μια βαθιά ανάσα. 

- "Είναι μερικά πράγματα στη ζωή μας που μπορεί να γίνονται άθελά μας, να μην τα ξέρουμε, αλλά πιστεύω δεν πρέπει να μας κάνουν να αλλάξουμε απόψεις" 

Ο Γιάννης τον άφησε να συνεχίσει ρουφώντας το λίγο υπόλοιπο της γλυκιάς βότκας στο ποτήρι του. 

- "Δημήτρη πιάσε δυο καινούργια...." γύρισε ο Στέφανος στον μπάρμαν. Συνέχισε την κουβέντα του εμφανώς φορτισμένος. 

- "Άμα δένεσαι με έναν άνθρωπο και ξέρεις πράγματα για αυτόν, τότε το δέσιμο είναι πιο δυνατό, πιο ανθρώπινο, έτσι δεν είναι ;" είπε και τον κοίταξε. 

- "Ναι, είναι σωστό αυτό που λες, είναι πράγματα που κουβαλάμε και κάποια στιγμή το φορτίο τους είναι ασήκωτο....αληθινά", απάντησε ο Γιάννης. 

Τα ποτά ήρθαν, τα τέταρτα ποτήρια. 

Ο Ήχος της μουσικής των Moody Blues έφτανε στα αυτιά τους σαν χάδι. 

- "Γιάννη...." έκανε ο Στέφανος σαν να πήρε την απόφαση, "με βαραίνει κάτι μέσα μου, καιρό τώρα, νομίζω ότι πρέπει να στο πω, να το κουβεντιάσουμε", τα δάχτυλά του τρεμούλιασαν σπασμωδικά καθώς ξεκίνησε να παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο του, ο Γιάννης του ζήτησε τσιγάρο, του προσέφερε. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς η φωτιά του αναπτήρα άναβε διαδοχικά τα δυό τσιγάρα στο στόμα τους, ο Γιάννης τον άφησε σιωπηρός να συνεχίσει. 

- "Θέλω όμως ρε φίλε πριν στο πω να ξέρεις κάτι. Και αυτό το κάτι θα στο πω με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου..." κόμπιασε.

- "Προχώρα...." σαν κάλεσμα ακούστηκε η προστακτική του Γιάννη. 

- "Θέλω να σου πω.... κοίτα..... μικρέ θέλω να ξέρεις ότι δεν θα σε πουλήσω ποτέ....! ότι κι αν γίνει, ότι κι αν μάθεις, για μένα δεν θ αλλάξει τίποτα, είναι όλα όπως πριν... θα είμαι κοντά σου πάντα, σε κάθε στιγμή καλή ή κακή". 

Σταμάτησε. Στο πρόσωπο του Γιάννη ζωγραφίστηκε ένα απίστευτα ζεστό διακριτικό χαμόγελο. 

- "το ξέρω φίλε...." 

- "Είναι κάποια πράγματα που έχουν να κάνουν με τη Μάνα σου, με την Κυρά-Γιωργία, ξέρεις..." άρχισε πλέον με περισσότερη αποφασιστικότητα. 

- "Σε ακούω" 

- "Γιάννη, άκου.... η ζωή μας παίζει κάποια μεγάλα παιχνίδια. Πολλές φορές θα βρεθούμε σε στιγμές που δεν περιμέναμε. Που δεν φανταζόμασταν ότι συνέβαιναν σε μας". 

Ο Γιάννης άκουγε με προσοχή και μια παράξενη γαλήνη τον μονόλογο του φίλου του, που συνέχιζε: 

- "Ήρθε η στιγμή, δεν ξέρω... που πρέπει να μάθεις κάποια πράγματα για σένα" 

- "Για μένα ; δηλαδή ;" ρώτησε εκφραστικά ο Γιάννης. 

- "Ξέρω ότι ο Πατέρας σου ήθελε να σου μιλήσει για ένα μεγάλο μυστικό σαν ωριμάσει ο χρόνος. Ένα μυστικό για τη ζωή σου. Όμως ο θάνατός του τον πρόλαβε". 

Στο πρόσωπο του Γιάννη ζωγραφίστηκαν πολλά. Ο Στέφανος συνέχιζε 

- "Θα ξέρεις ότι η φωτογραφία στο σπίτι της Τομαζίνας Γιάννη δεν είναι τυχαία έτσι ; " 

- "Ναι το ξέρω, μου έχουν πει πολλές φορές", απάντησε ο Γιάννης ενώ ένα παράξενο χαμόγελο άρχισε να ζωγραφίζεται κρυφά στο πρόσωπό του σαν κοιτούσε ίσια μπροστά στους μεγάλους καθρέφτες μπροστά τους. 

- "Θέλω να μου υποσχεθείς ότι αυτό που θα σου πω θα το πάρεις ψύχραιμα, δεν θέλω να αντιδράσεις σπασμωδικά, δεν θέλω να βγάλεις συμπέρασμα έτσι πάνω στο άκουσμά του". 

- "Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα χάσω τον έλεγχό μου ; " 

- "Μικρέ.... δεν είναι απλό αυτό που θέλω να σου πω και μη με ρωτήσεις αμέσως που το ξέρω και γιατί" 

- "Προχώρα"...! έκανε ο Γιάννης τελειώνοντας το ποτό του. Ο Στέφανος ήπιε και εκείνος την τελευταία γουλιά ενώ με το βλέμμα του παράγγειλε τα επόμενα. Η Ζάλη στο κεφάλι τους πλέον είχε στρογγυλοκαθίσει για τα καλά, όμως αυτή η ελαφριά μέθη ήταν εκείνη που άνοιγε διάπλατα τις καρδιές. 

- "Άκου λοιπόν, θέλω να ξέρεις ότι η Κυρά-Γιωργία ..... (κόμπιασε σαν αν πνίγεται, ανάσανε βαριά και συνέχισε), η Κυρά-Γιωργία δεν είναι η πραγματική σου Μητέρα....! η πραγματική σου Μητέρα είναι η Τομαζίνα, ναι η γυναίκα της φωτογραφίας"


Ήταν σαν να έπεσε κεραυνός σιμά τους. Παρά το ότι η μουσική συνέχιζε τον υπέροχο ρυθμό της και τις μελωδίες της γύρω τους, παρά το ότι το μαγαζί ήταν ένα μικρό μελίσσι από κόσμο, εκείνοι βουτήχτηκαν στη σιωπή....! μια σιωπή που λες και έκανε τους χτύπους της καρδιάς να ηχούν σαν κύμβαλα. Ακούστηκε τρεμάμενη η φωνή του Γιάννη 

- "Το ξέρω.....!!!" 

Ο Στέφανος παραπάτησε από το σκαμπό του μπαρ σαν να δέχτηκε πιστολιά 

- "Τι είπες ;" 

- " Το ξέρω Στέφανε...!" 

- "Από πότε..... πως.... " 

- "Εδώ και έξι χρόνια....." έκανε ο Γιάννης ενώ τα μάτια του πια ήταν υγρά. 

Ο Στέφανος ήπιε μια δυνατή γουλιά από τα καινούργια ποτά που ήδη είχαν φτάσει, άναψε τσιγάρο έκθαμβος και είπε: 

- "Και πως άντεξες ρε φίλε να το κρατήσεις κρυφό ; πως ;" 

- "Άντεξα....! ναι.... εγώ το ξέρω....πως.... με τι κόστος, με τι βάρος συναισθηματικό.... " 

- "Στο είπε κανείς ; πως ;" 

- "Όχι όχι δεν μου το είπε κανείς. Τα βρήκα όλα στα απόκρυφα του γραφείου, στα συρτάρια. Είναι όλα γραμμένα φίλε μου, βρήκα τα πάντα. 

- ".................." 

- "Ο Πατέρας μου είχε αφήσει βιβλίο ολάκερο με τη μεγάλη αλήθεια που δεν πρόλαβε να μου πει. Έμαθα για εκείνη, την Τομαζίνα, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την απίστευτη και κυνηγημένη ιστορία της σχέσης τους, τα βιώματά τους, έμαθα για τα όνειρά της, για τις μεγάλες της αποφάσεις, για την υπέρτατη θυσία της, για Μένα....! ναι για μένα, για τον τραγικό χαμό της τρεις μέρες μετά τη γέννα μου, για την εξέλιξη, για την Κυρά-Γιωργία, όλα, τα πάντα" 

Ο Γιάννης έσπασε συναισθηματικά. Οι δυό φίλοι αγκαλιάστηκαν σε ένα θέαμα που οι άγνωστοι συνδαιτήμονες του μπαρ θεωρούσαν ανεξήγητο. 

- "Μέρες και Χρόνια ολάκερα ένιωθα το τεράστιο βάρος να με λιώνει να με συνθλίβει. Και τα πελώρια "γιατί", να με τσακίζουν αλλά δεν μίλαγα γιατί αυτή η Γυναίκα η Κυρά-Γιωργία δεν έπρεπε να κλονιστεί". 

- "Άκου Γιάννη, καιρό τώρα η Μάνα σου βασανίζεται από τον εφιάλτη αυτό. Πως θα το μάθεις, πως θα το πάρεις αν το μάθεις, ποιος θα στο πει, ποια θα είναι η συμπεριφορά και η αντίδρασή σου απέναντί της. Με φώναξε πολλές φορές να το κουβεντιάσουμε να βρούμε μια λύση. Διάλεξε εμένα πιεστικά να στο πω, εμένα ναι, σε παρακαλώ λοιπόν, σε εξορκίζω μην την ταράξεις, μην την απορρίψεις. Η θέση της κρέμεται από μια κλωστή. Ξέρω είναι παράξενη, δύσκολη, περίεργη, πιεστική αλλά δεν παύει να είναι η Μάνα που σε μεγάλωσε". 

- "Ποιος φόβος σε κάνει να πιστεύεις κάτι τέτοιο φίλε μου ; όλα αυτά τα χρόνια της σιωπής μου ήταν για αυτόν τον λόγο. Πόσες και πόσες φορές δεν άνοιγα πλάγια τέτοιο θέμα για θετούς γονείς στο σπίτι μόνο και μόνο για να τονίσω την ψυχολογία της και να σπάσω τους φόβους της. Δεν υπάρχει περίπτωση από μένα αγόρι μου να την απορρίψω. Κάθε άλλο. Και στο λέω από βάθους ψυχής." 

Ο Στέφανος ανάσανε σαν να έφυγε από πάνω του ένα βάρος. Τον κοίταξε και του είπε: 

- "Για μια ακόμα φορά είμαι περήφανος που είμαι φίλος σου, θέλω να το πιστέψεις". 

- "Τι σου είπε σαν σε έβαλε να μου το πεις ; " 

- "Είναι τρομοκρατημένη, με παρακάλεσε να σου μιλήσω, να σε προετοιμάσω" 

Ο Γιάννης χαμογέλασε... σαν να είχαν περάσει χρόνια ολάκερα από πάνω τους οι δύο φίλοι συνέχισαν να μιλούν, αυτή τη φορά πιο ελεύθερα, λιγότερο πιεστικά. Η Ζάλη του ποτού, η ατμόσφαιρα στο bar, το ίδιο το θέμα τους είχε λες απογειώσει σε συναισθήματα υπέρβασης και λύτρωσης 

- "Πάμε ; " είπε κάποια στιγμή ο Γιάννης. 

- "Ναι, πάμε, άλλωστε έχουμε να ...ολοκληρώσουμε το δεύτερο μέρος τούτης της βραδιάς, περιμένει, μας περιμένει. Για κείνην οι ώρες που είμαστε εδώ θα φαίνονται αιώνες ολάκεροι να περνάνε βασανιστικά από πάνω της, θα αφήσεις εμένα να ταιριάξω το θέμα έτσι ; " του είπε ο Στέφανος 

- "Μπορώ να κάνω κι αλλιώς ; είχες το ρόλο του μαέστρου σήμερα, οφείλεις να τον τελειώσεις αδελφέ μου..." 

Πλήρωσαν, μάζεψαν τα πράγματά τους, χαιρέτισαν τον μπάρμαν και τα παιδιά του μαγαζιού και μέσα στην αντάρα του ποτού στο κεφάλι τους αλλά και το βάρος στα συναισθήματά τους κίνησαν το δρόμο του γυρισμού. 

Μόλις δρασκέλισαν την αυλόπορτα του σπιτιού του Γιάννη, οι παλμοί στις καρδιές και των δύο χτύπησαν κόκκινο για διαφορετικούς λόγους προσμονής. 

Η Κυρά-Γιωργία άνοιξε έχοντας στο πρόσωπο ένα χρώμα ενός απόκοσμου ανθρώπου. Ο Γιάννης διακριτικά άφησε να μπει τελευταίος δίνοντας χρόνο στο φίλο του και στη Μάνα του να έχουν μια βιαστική κουβέντα στο διπλανό δωμάτιο. 

-" Τι έγινε ; " με κόπο άρθρωσε το ερώτημά της η Κυρά-Γιωργία έχοντας κρεμαστεί από το φίλο του γιου της. Εκείνος την πήρε αγκαλιά και αργά με σαφήνεια όσο μπορούσε της είπε για όλα τα αποψινά. 

- "Θεέ μου ηξερε ; ....τόσα χρόνια ; και δεν μίλησε ; δεν είπε κουβέντα ;" έκανε εμβρόντητη η Κυρά-Γιωργία. 

- "Ηξέρε Μάνα ναι.....!" έσπασε την κουβέντα τους η φωνή του Γιάννη που πλησίασε κοντά τους. 

-"Ήξερε ναι", συνέχισε, "ήξερε ότι δυο διαφορετικές γυναίκες έχουν την ίδια αποστολή, την ίδια μεγάλη προσφορά στη ζωή, χωρίς να αναιρεί η μία την άλλη" 

Την πήρε στην αγκαλιά του τρυφερά και ανθρώπινα. Εκείνη κούρνιασε μέσα της χωρίς να μιλά μονάχα με τα δάκρυα της λύτρωσης να λούζουν τα σκαμμένα από την αγωνία μάγουλά της. Ο Στέφανος είχε τραβηχτεί διακριτικά έξω απ το δωμάτιο συγκινημένος. 

- "Δυό γυναίκες λοιπόν Μάνα....! εκείνη που γεννά, που δίνει τη ζωή της για να ζήσει αυτό το θαύμα και το δώρο ζωής, αυτή που θυσιάζεται για να αφήσει πίσω της το πετράδι του έρωτά της, ανεξίτηλο στο χρόνο και εκείνη που το βρίσκει, το μαζεύει και το μεγαλώνει, το στηρίζει. Δύο ρόλοι συμπληρωματικοί Μάνα....! όχι ανταγωνιστικοί όπως φοβόσουνα." 

- "Παιδί μου...!" έκανε εκείνη αφήνοντας ακόμα περισσότερο τον εαυτό της να χαθεί στα νεανικά του χέρια. 

- "Μάνα...!... Έτσι είναι....! έτσι πρέπει να είναι....!" έκανε ο Γιάννης δακρυσμένος τη στιγμή που το βλέμμα του αντάμωσε το βλέμμα Εκείνης, της πανέμορφης Γυναίκας που τον κοίταζε τόσο εκφραστικά από τα βάθη του χαμένου χρόνου της μέσα από την Νικέλινη βαρύτιμη κορνίζα στην βαριά ξύλινη τουαλέτα. 

Σαν ένα δάκρυ θαμπό να αυλάκωσε το όμορφο πρόσωπό της.



Η Ιστορία αυτή είναι η προσωπική μου συμμετοχή εδώ: Family stories #2 της εξαίρετης Φίλης Αριστέας. Ειλικρινά την ευχαριστώ για το έναυσμα και το κίνητρο που μας έδωσε με το θέμα αυτό για να εκφραστούμε. Πάντα να είναι καλά και να μας δίνει τα ερεθίσματα για κάθε τι όμορφο που μπορεί να γεννηθεί στη δημιουργία μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου