Θυμηθείτε: "Ελουάζ" (Κεφάλαια 1 & 2)
Έχοντας ξεκινήσει αγαπητές Φίλες και Φίλοι την δημοσίευση των δύο πρώτων κεφαλαίων, για τα οποία σας δίνω τον σύνδεσμο, συνεχίζουμε σήμερα με τα επόμενα κεφάλαια 3 & 4.
Περίληψη
Ένα ψυχιατρείο με εξαίρετη φήμη. Μια αποθήκη ψυχών κάτω από το πολυτελές περιτύλιγμα. Εκείνη. Μια νεαρή γυναίκα, φορτωμένη με τους εφιάλτες της εφηβείας και την ψυχολογική κατάρρευση στη νιότη της. Το όνομα ενός πορτραίτου: "Ελουάζ". Με το χέρι εκείνου που λάτρεψε αλλά και μίσησε απόλυτα.
Για τον διαπλεκόμενο διευθυντή της κλινικής και τους συνεργάτες του δεν είναι παρά ένα σκουπίδι που πρέπει να ξεφορτωθούν άμεσα. Και εκείνη βρίσκεται αντιμέτωπη με το φάσμα του θανάτου.
Όλα θα ξεκινήσουν εκείνη τη σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα. Την νύχτα της φωτιάς.
Μπορείτε να κάνετε log-in στην πλατφόρμα χρησιμοποιώντας τον google account ή τον facebook account σας, ως αναγνώστες.
3. Συνάντηση με ένα αγρίμι
Ο Ισίδωρος Διοφάντους συνήθιζε τις μέρες που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο να τον απολαμβάνει κοντά στην μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα. Η μάχιμη δικηγορία δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. Στα πενηνταδύο του χρόνια είχε πλέον καταξιωθεί επαγγελματικά αλλά οι υποθέσεις του τον κυνηγούσαν πάντα με άγχος. Έτσι σήμερα που βρήκε την ευκαιρία, παρά το χειμωνιάτικο κρύο του Δεκέμβρη, έκανε τη βόλτα του στα βράχια της Πειραϊκής. Πήρε τις ανάσες του, απόλαυσε τα χρώματα του δειλινού και κίνησε προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του.
Το σκοτάδι της νύχτας είχε πέσει για τα καλά και ο κόσμος είχε ήδη αραιώσει. Το μυαλό του ταξίδευε σε διάφορες σκέψεις που κόπηκαν ξαφνικά μαχαίρι. Στα λίγα μέτρα μπροστά του στα δεξιά σε ένα πλάτωμα στα βράχια, το βλέμμα του έπεσε σε ένα ανθρώπινο σώμα. Τάχυνε το βήμα του και έφτασε κοντά του. Το σώμα μιας κοπέλας ήταν πεσμένο στο πλάι. Ο Δικηγόρος έριξε μια ματιά γύρω του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν απόλυτα μόνος. Έσκυψε με προσοχή πάνω στο σώμα της νεαρής γυναίκας. Ήταν ζωντανή, ανέπνεε εξασθενημένα. Σε μια πρώτη ματιά δεν είχε κάποιο εξωτερικό τραύμα, έδειχνε μάλλον να μην έχει καλή επαφή με το περιβάλλον. Έσκυψε πάνω της, την άγγιξε προσεκτικά. Της μίλησε. Η κοπέλα έδειχνε εμφανώς εξαντλημένη. Έβγαλε το μπουκαλάκι με το νερό που κουβαλούσε, την έβρεξε λίγο στο πρόσωπο. Εκείνη έδειξε να τρομάζει. Ο Ισίδωρος έβλεπε μπροστά στα μάτια του ένα πλάσμα που έμοιαζε περισσότερο με τρομαγμένο αγρίμι. Προσπάθησε να την καθησυχάσει με τα λόγια του και μάλλον το κατάφερε. Της έδωσε νερό να πιει. Εκείνη το τράβηξε απ το χέρι του με εμφανή βουλιμία και ήπιε λαίμαργα. Εξακολουθούσε να τον κοιτά επιφυλακτικά και να περιφέρει το βλέμμα της ολόγυρα.
“Ησύχασε, σε παρακαλώ ! Θέλεις βοήθεια ; τι σου συμβαίνει ;” την ρώτησε. Εκείνη τον κοίταζε ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα διαπεραστικό. Το πρόσωπό της δεν ήταν σε καλή κατάσταση όπως και τα ρούχα της επίσης.
“Να σε πάω σε κάποιο νοσοκομείο ;” της είπε, προκαλώντας την αντίδρασή της γεμάτη τρόμο.
“Εντάξει, εντάξει ! Ηρέμησε, μην φοβάσαι ! Όμως αν χρειάζεσαι βοήθεια ; δεν το ξέρουμε εμείς. Μόνο ένας γιατρός θα μπορούσε να….”
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει η κοπέλα έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Έδειχνε πιο ζωντανή αλλά το ίδιο φοβισμένη.
“Εντάξει, δεν θα πάμε πουθενά !” της είπε. Τον κοίταξε στα μάτια. Πρέπει να ήταν κοντά στα τριάντα αλλά έδειχνε σε ελεεινή κατάσταση.
“Θέλεις να σε πάω κάπου ; στο σπίτι σου ; σε κάποιον δικό σου ;” τη ρώτησε. Μια νέα άρνηση σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Την βοήθησε να ανασηκωθεί , την έβαλε να κάτσει πάνω σε έναν βράχο.
“Άκου κοπέλα μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ έτσι κατάλαβες ; πως σε λένε ποια είσαι ; να τηλεφωνήσω κάπου ;”
“Δεν έχω κανέναν !” επιτέλους, ήταν τα πρώτα λόγια της, σημάδι επιστροφής της.
“Τι έπαθες ; πως βρέθηκες εδώ ;”
“Έπεσα, χτύπησα, δεν ξέρω, πόση ώρα είμαι εδώ ;”
Ο Διοφάντους ήταν έμπειρος για να καταλάβει ότι αυτό το τρομαγμένο πλάσμα έκρυβε κάτι σοβαρό. Κάτι που την τρόμαζε.
“Κοίτα !” της είπε ήρεμα. “Είμαι δικηγόρος, δεν έχω σκοπό να σου κάνω κακό ή να σε ενοχλήσω. Αλλά να σε αφήσω έτσι εδώ και να φύγω, ξέχνα το ! Πρέπει να με εμπιστευθείς”
“Μπορείτε να φύγετε, είμαι καλά”, του είπε αλλά τα μάτια της πάντα κοιτούσαν ολόγυρά της.
“Σε κυνηγάει κάποιος ; τι φοβάσαι ; σε χτύπησε κανείς ; είσαι σε άθλια κατάσταση”
“Όχι κανείς...”
Είναι μερικές φορές που το ένστικτο στον άνθρωπο είναι πολύ πιο δυνατό από τη λογική και τη γνώση. Όλα όσα εξωτερικά ο Ισίδωρος Διοφάντους έβλεπε σε εκείνο το πλάσμα αλλά και αντίστροφα όσα ο ίδιος μετέδιδε με την παρουσία και την αύρα του σε εκείνην τους έκανε να εμπιστευθούν ο ένας τον άλλο.
Μίλησε μαζί της, την πίεσε και στο τέλος επέμεινε:
“Λοιπόν άκου….μικρή μου, δεν θα φάμε τη νύχτα μας εδώ, κάνει και κρύο, σήκω !” της είπε επιτακτικά.
Τον κοίταξε με ένα μεγάλο εκφραστικό ερωτηματικό.
“Μην με κοιτάς. Θα έρθεις μαζί μου, θα σε πάρω σπίτι μου, μέχρι να δούμε τι και πως...”
Του αρνήθηκε με ένταση, και εκείνος επέμεινε.
“Τότε πρέπει να ειδοποιήσω είτε την Αστυνομία είτε το ΕΚΑΒ να σε πάρει”, της είπε προκαλώντας τον έντονο τρόμο και αποστροφή της. Προσπέρασε το αναγκαστικό τέχνασμά του.
“Άκου, για να στο λέω δεν θα ενοχλήσεις. Έλα για τώρα απόψε και βλέπουμε. Εδώ μια φορά δεν σε αφήνω. τελείωνε…!”
Έδωσε τη “μάχη” του. Και την κέρδισε. Σε λίγο ήταν δίπλα του στο αυτοκίνητο στο δρόμο της επιστροφής.
Της έριξε μια ματιά πλέον στο εσωτερικό φως του μικρού σπιτιού. Είχε τα χάλια της. Η κοπέλα έστεκε σιωπηρή και απόλυτα σφιγμένη. Προσπάθησε να την καθησυχάσει. Το πρόσωπό της είχε σημάδια από χτυπήματα με μελανιές στα χείλη και στο μάτι της. Τα ρούχα της ήταν χάλια ενώ τα πόδια της πληγωμένα.
“Είσαι χάλια το ξέρεις ; Θεέ μου που έγιναν όλα αυτά ;”
Κατέβασε το βλέμμα της. Έστεκε μπροστά του σαν κρατούμενη. Προσπάθησε να την κάνει να νιώσει πιο ασφαλή.
“Λοιπόν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο και θα ψάξω να σου βρω κάποια ρούχα, της κόρης μου, πάνω κάτω στα μέτρα σου είναι”
Μετά από λίγο η νεαρή κοπέλα καθόταν δίπλα στην αναμμένη ξυλόσομπα. Ένας άλλος άνθρωπος στεκόταν μπροστά του.
“Έτσι μπράβο ντε ! Λοιπόν, ας κάνουμε τις συστάσεις: με λένε Ισίδωρο Διοφάντους και είμαι Ποινικολόγος-δικηγόρος, εσύ ;” την ρώτησε ήρεμα.
Η Κοπέλα τον κοίταξε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Έδειχνε σαν εκείνο το παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα εμπιστοσύνης με έναν μεγάλο. Στο βλέμμα της είχε πάντα κάτι παράξενο και αγριεμένο.
“Τι συμβαίνει ; δεν θα μου πεις ;”
“Ελουάζ”, του αποκρίθηκε….
Την κοίταξε έκπληκτος.
“Ξένη είσαι ;”
“Όχι Ελληνίδα..”
“Μα….”
“Έτσι με λένε”, του είπε με μια διάθεση που δεν σήκωνε κουβέντα.
Έκανε έναν μορφασμό και την κοίταξε προσεκτικά.
“Όμορφο όνομα”, απάντησε, “Χαίρομαι πολύ λοιπόν”
“Σας ευχαριστώ..”, του είπε λίγο ξεψυχισμένα εκείνη. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να αφήνει λίγο πιο ελεύθερα τον εαυτό της.,
“Για ποιο πράγμα ; αν εννοείς το ότι είσαι εδώ απόψε θα σε ρωτούσα τι θα έκανες στη θέση μου”
Η Κοπέλα δεν απάντησε.
“Κάθισε !, όρθια θα μείνεις όλη τη νύχτα ;”
Την άφησε. Είχε τον τρόπο του να την κάνε να νιώσει άνετα. Πήγε μέσα στην κουζίνα και άρχισε να ψάχνει κάτι φαγώσιμο πρόχειρα. Επέστρεψε με ένα μπολ δημητριακά και γάλα.
“Αυτό για να νιώσεις καλύτερα της είπε”
Εκείνη κοίταζε σαν χαμένη.
“Μην με κοιτάς και φάε, εδώ είμαστε στο Δασκαλειό της Κερατέας, είναι το μικρό εξοχικό μου σπίτι. Δεν έχω κάτι μαγειρευτό. Αν θες να κάνουμε κάτι πρόχειρο”.
Εκείνη αρνήθηκε με μια κίνηση. Την είδε πως έτρωγε τα δημητριακά με το γάλα αλλά και το πως κοίταζε το χώρο.
“Τι ψάχνεις ; δεν είναι κανένας άλλος εδώ. Μόνοι είμαστε. Πάω να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο”
Πριν φύγει άνοιξε λίγο την τηλεόραση και έφυγε για την κουζίνα. Κάποια στιγμή στο Δελτίο Ειδήσεων το αυτί του Ισίδωρου συντονίστηκε με τα λόγια της εκφωνήτριας στο ρεπορτάζ της.
“...Στο σκοτάδι εξακολουθούν να βρίσκονται οι έρευνες της Πυροσβεστικής για την δολοφονική πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο τμήμα της Ψυχιατρικής Πειραματικής Κλινικής στον Ασπρόπυργο χθες το βράδυ. Υπενθυμίζεται ότι στα ερείπια της πτέρυγας της Κλινικής βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα του 43χρονου Φώτη Δεβέλογλου, ο οποίος ανήκε στο νοσηλευτικό προσωπικό του ιδρύματος. Το πτώμα αναγνωρίστηκε έμμεσα από τις καταθέσεις των συναδέλφων του. Αναμένεται η ιατροδικαστική έκθεση και η επίσημη αναγνώρισή του. ...Για τον ρόλο της κλινικής υπάρχουν καταγγελίες κοινωνικών οργανώσεων που μιλούσαν για άθλιες συνθήκες νοσηλείας των ασθενών αλλά και αμφιλεγόμενη δράση των φορέων της...”
Ο Ισίδωρος άκουσε έντονο θόρυβο από το σαλόνι του σπιτιού. Πήγε να δει και σταμάτησε αθέατος στην ενδιάμεση πόρτα. Η νεαρή κοπέλα έδειχνε σοκαρισμένη από τις εικόνες της φωτιάς. Το ποτήρι με το γάλα είχε πέσει στο πάτωμα και εκείνη ήταν ζαρωμένη σε εμβρυακή θέση στον καναπέ μέσα στον τρόμο. Ο Ισίδωρος έμεινε προβληματισμένος να παρακολουθεί. Το ρεπορτάζ του καναλιού συνεχίστηκε
“Θα μιλήσουμε τώρα με τον Γενικό Διευθυντή της Κλινικής, καθηγητή κ. Δημοσθένη Αρμάγο για τις συνθήκες…...”
Στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε επιβλητικό το παγερό πρόσωπο ενός ώριμου άντρα.
Την ίδια ακριβώς στιγμή η νεαρή κοπέλα έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Μαζεύτηκε στην πολυθρόνα σαν να ζει έναν εφιάλτη. Άρχισε να τρέμει και να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ο Ισίδωρος έτρεξε αμέσως κοντά της.
“Ελουάζ ! Τι σου συμβαίνει παιδί μου ! Ηρέμησε !”
Την άρπαξε από τους ώμους αλλά στα χέρια του παλλόταν με ανεξέλεγκτη δύναμη ένα πλάσμα με νευρικούς σπασμούς. Πάλευε μαζί της προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Είδε τα μάτια της ανοιχτά σαν να βλέπει εφιάλτη καρφωμένα στο πρόσωπο του καθηγητή στην οθόνη της τηλεόρασης. Ο Ισίδωρος το κατάλαβε και την έκλεισε. Η νεαρή κοπέλα κατέρρευσε στην πολυθρόνα με ακανόνιστες ανάσες. Τα μάτια και το στόμα της ήταν υγρά και το πρόσωπό της μούσκεμα στον ιδρώτα.
Την ηρέμησε με μεγάλη δυσκολία.
“Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος Ελουάζ ;” την ρώτησε ήρεμα δίπλα της με μια πετσέτα στο πρόσωπό της. Εκείνη δεν απάντησε.
“Τι σου έκανε αυτός ο άνθρωπος Ελουάζ ;” ρώτησε ξανά ο έμπειρος Ποινικολόγος χωρίς να πάρει απάντηση. Μια ερώτηση που μάλλον ήταν για τον ίδιο καθώς είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζει ένα παζλ για το ιστορικό αυτού του τρομαγμένου και πληγωμένου πλάσματος που είχε γύρει πλέον στην πολυθρόνα αποκαμωμένη και εξαντλημένη.
Είχε κλείσει τα μάτια της παραδομένη σε έναν ύπνο βαθύ. Όπως ήταν την σκέπασε με μια κουβέρτα. Έκανε κάποιο τηλέφωνο ότι θα μείνει εκεί τη νύχτα. Έκατσε δίπλα στον μεγάλο καναπέ φέρνοντας το λαπ τοπ απέναντί του.
Τα χέρια του πληκτρολόγησαν στη μηχανή αναζήτησης “Πειραματική Ψυχιατρική Κλινική-Ασπροπυργος Αττική”. Άρχισε να διαβάζει και να κρατά σημειώσεις και μετά μπήκε στα ρεπορτάζ των ενημερωτικών sites για το θέμα.
Κάθε τόσο η Ελουάζ τιναζόταν με σπασμούς στον ταραγμένο ύπνο της λες και την διαπερνούσαν με ηλεκτρικό ρεύμα. Πήγε δίπλα της να την σκεπάσει με την κουβέρτα που είχε πέσει. Και τότε ανατρίχιασε ! Η ρόμπα της κόρης του που φορούσε η κοπέλα είχε τραβηχτεί στο πλάι. Μια μεγάλη ουλή με ράμματα σαν σημάδι από πριόνι διέτρεχε το μέρος του νεφρού της. Ένα σημάδι λες και κάποιος το έκανε με κτηνώδη αδιαφορία. Ο Ισίδωρος ένιωσε να τον πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό. Η Κοπέλα συνέχισε τον ύπνο της με ακατάληπτες φράσεις που έκρυβαν φόβο και πόνο μαζί. Επέστρεψε στον υπολογιστή του.
Έξω άρχισε να φυσά. Σε λίγο ξεσπούσε μια δυνατή καταιγίδα. Απόψε η νύχτα για τον Ποινικολόγο Ισίδωρο Διοφάντους θα κρατούσε πολύ.
4. Λίγες μέρες πριν…στον “Τομέα Μηδέν”
Άνοιξε τα μάτια της. Στο αρχικά θολό της βλέμμα σχηματίστηκε η εικόνα από το ταβάνι του διαδρόμου. Ζαλιζόταν έντονα. Έκανε μια προσπάθεια να κινηθεί αλλά διαπίστωσε ότι τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα με ιμάντες. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και κατάλαβε ότι βρισκόταν σε ένα κρεβάτι στον διάδρομο. Δεν είχε καμία αίσθηση του χρόνου και πόση ώρα είχε περάσει από την τελευταία “συνεδρία” της στα χέρια του Δημοσθένη Αρμάγου και των στενών συνεργατών του.
Η μνήμη της άρχισε να επανέρχεται σιγά-σιγά. Τα κενά καλύπτονταν, το παζλ σχηματιζόταν ξανά. Κάθε φορά μετά από το μαρτύριο και τις “θεραπείες” στα κτηνώδη χέρια του δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να επανέλθει σωστά στην πραγματικότητα.
Τα ψυχοφάρμακα που της χορηγούσαν για να την έχουν σε καταστολή, τα ηλεκτροσόκ όταν αντιστεκόταν αλλά και το ξύλο.
Από τότε που την μετέφεραν στον “Τομέα μηδέν” ήξερε ότι έφτανε στο τελευταίο στάδιο. Έτσι της είχε πει η Μαρία, μια σαρανταπεντάχρονη, κατ΄ ουσίαν κρατούμενη και αυτή σ’ αυτό το ίδρυμα του τρόμου. Της είχε περιγράψει τον “Τομέα μηδέν” με τα μελανότερα χρώματα. Λίγο πριν την δει για τελευταία φορά. Έκτοτε εξαφανίστηκε. Λες και δεν υπήρξε ποτέ.
Ήταν στιγμές που το κουράγιο της και ο εαυτός της την εγκατέλειπαν και βούλιαζε στο τίποτα έτοιμη να γίνει αναλώσιμη νεκρή.
Όμως μέσα της, η φλόγα της ζωής δυνάμωνε για να τις χαρίσει δύναμη και σκέψεις να σταθεί στα λογικά της.
“Μ’ αυτήν έχουμε τελειώσει !” άκουσε τη φωνή του Δημοσθένη Αρμάγου στο διπλανό γραφείο. Προφανώς μιλούσε στα στενά όργανά του. Την Μπέτυ Δαμασκηνού, την σαρανταοκτάχρονη επικεφαλής νοσηλεύτρια και τον Φώτη Δεβέλογλου, τον σαραντατριάχρονο “νοσοκόμο” στα χαρτιά αλλά βασανιστή στην πράξη. Τέντωσε τ’ αυτί της όσο μπορούσε να ακούσει.
“Τι εννοείς ;” άκουσε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει. Η Χοντρή φωνή της Δαμασκηνού.
“Ότι είχαμε να πάρουμε από δαύτη, το πήραμε. Δεν μας χρειάζεται πια. Ένα σαπάκι είναι που δεν αξίζει μήτε την βρωμοτροφή που της δίνουμε”
“Μα δεν καταλαβαίνω γιατί ;”, ρώτησε η Δαμασκηνού.
“Υπάρχει μια λοίμωξη που είναι επικίνδυνη. Η επέμβαση δεν έκλεισε καλά και η υγεία των άλλων μερών είναι επισφαλής”, της απάντησε και συνέχισε:
“Και ύστερα είναι και κάτι άλλο. Στη Βουλή έγινε επερώτηση για το ίδρυμα. Τα πράγματα δεν είναι καλά. Άμεσα θα έχουμε έλεγχο. Για αυτό φροντίστε να εξαφανίσετε όλα όσα είναι επικίνδυνα και καταλαβαίνετε καλά τι εννοώ”
Η Δαμασκηνού τον κοίταξε συναινετικά κατά πρόσωπο.
“Τι θα κάνουμε”, ρώτησε ο Δεβέλογλου.
“Αυτό που ξέρεις καλά.”, του είπε με βλέμμα παγωμένο.
“Πότε” ρώτησε ο Δεβέλογλου.
“Το συντομότερο, δεν έχουμε καιρό...”
Ο Δεβέλογλου έτριψε ξανά το πηγούνι του με εκείνο το εμετικό του ύφος.
“Ας με άφηνες να την γλεντήσω λίγο ακόμα...” ξέρασε το στόμα του.
Η Παγωμένη ματιά του καθηγητή Αρμάγου τον έκανε να επανέλθει αμέσως δηλώνοντας τη συμμόρφωσή του.
Η νεαρή κοπέλα πάγωσε από τρόμο. Η Προαναγγελία της δολοφονίας της ήχησε στα αυτιά της προκαλώντας σοκ. Άρχισε να τρέμει και να κλαίει εκεί πάνω στο φορείο. Ξαφνικά άκουσε βήματα. Έβγαιναν. Κάποιος πήγαινε προς το μέρος της. Άφησε τον εαυτό της να παριστάνει την αναίσθητη.
Ο Φώτης Δεβέλογλου, έσκυψε στο πρόσωπό της. Την κοίταξε λάγνα.
“Έλα μωρό μου και να δεις τι σου έχω για αργότερα…..” μούγκρισε πάνω απ το κεφάλι της, “Θα καλοπεράσουμε οι δυό μας….”.
Το κτηνώδες χνώτο του απλώθηκε σαν μίασμα στο πρόσωπό της. Ανατρίχιασε αλλά δεν έβγαλε άχνα. Έσυρε το φορείο σαν να ήταν κάρο στο βάθος του διαδρόμου. Μπήκε στο κελί της. Την έλυσε και την πέταξε σαν σακί στο κρεβάτι.
“Θα τα ξαναπούμε...” ακούστηκε η φωνή του καθώς έκλεινε την πόρτα.
Άνοιξε τα μάτια της. Αυτή τη φορά δεν έτρεμαν από φόβο. Ήταν ολάνοιχτα παγωμένα, γεμάτα μίσος και ένα βλέμμα που μύριζε θάνατο.
Τις επόμενες μέρες επικρατούσε μια θανάσιμη σιωπή στον “Τομέα Μηδέν”. Η νεαρή κοπέλα είχε αφεθεί στην τύχη της. Αυτή τη φορά ήξερε ! Αλλά αυτή τη φορά περίμενε ! Ήταν ήδη ψυχικά προετοιμασμένη ! Όμως αυτή η αναμονή ήταν θανάσιμη. Την σκότωνε. Προσπαθούσε να μείνει ξάγρυπνη, σε εγρήγορση. Είχε βάλει κάθε ικμάδα απ τις αισθήσεις της σε συναγερμό να ακούσει την “επίσκεψη” που καρτερούσε. Ένιωθε σαν μελλοθάνατη στο κελί της. Τα νεύρα της είχαν διαλυθεί απ την αγωνία. Ήταν κάτι που την ξεπερνούσε αλλά ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
Μέσα στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας άκουσε τα βήματα. Πετάχτηκε απ το κρεβάτι. Οι παλμοί της καρδιάς της εξακοντίστηκαν στα όριά τους. Άκουσε το κλειδί στη πόρτα να γυρίζει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έριξε μια τελευταία ματιά κάτω απ το μαξιλάρι της. Το σκουριασμένο σιδερένιο κομμάτι που είχε αφαιρέσει από το μικρό παράθυρο της τουαλέτας ήταν εκεί σαν λεπίδα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε τη λεκιασμένη ρόμπα της ψηλά. Η γυμνή σάρκα των ποδιών της ήταν το δόλωμα που έπεσε κατάμουτρα στην κτηνώδη διάθεση του δεσμοφύλακά της.
Ο Δεβέλογλου μπήκε μέσα και κλείδωσε. Την είδε. Κοντοστάθηκε. Γρύλισε σαν βρωμερό κτήνος.
“Και τώρα οι δυό μας”, της είπε αρρωστημένα και λάγνα. Την πλησίασε ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του. Η κοπέλα πρόσεξε την μακριά λεπτή αλυσίδα με τα κλειδιά που έπεσε στο πλάι στο κρεβάτι της. Άπλωσε τα χέρια του με βλέμμα που έσταζε από βουλιμία. Του αντιστάθηκε με τρόπο ελεγχόμενο.
“Έλα μη μου κάνεις τη ζόρικη παλιο-σκρόφα ! Απόψε σου έχω κάτι ξεχωριστό, θα σε πάω σε ένα ταξίδι που δεν έχεις ξανακάνει μωρό μου...” της φώναξε μέσα στο αυτί της.
Εκείνη τον ένιωσε σαν το θάνατο που ψιθυρίζει το δολοφονικό του κάλεσμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κουλούριασε το σώμα της στο πλάι του. Το κτήνος αφέθηκε να μολεύει το σώμα της με τα χέρια του. Τα μάτια λάγνα και υγρά. Μήτε καν πρόλαβε να δει το σιδερένιο αιχμηρό κομμάτι που η Κατερίνα κάρφωσε στο λαιμό του βαθιά. Άρχισε να σφαδάζει. Τα χτυπήματά της ήταν μαζεμένα. Κάρφωνε το μεταλλικό σίδερο όπου εύρισκε στο κορμί του σαν λυσσασμένη. Έγιναν ένα κόκκινο κουβάρι πάνω στο κρεββάτι. Σε δευτερόλεπτα ένιωσε την αλυσίδα με τα κλειδιά του να τυλίγεται στο λαιμό του σφιχτά. Όλη η υστερία της, το πάθος της, μια βαθιά κρυμμένη αλλόκοτη βία βγήκε από μέσα της σε μια θανάσιμη θηλιά που έσφιγγε στο λαιμό του βασανιστή και επίδοξου εκτελεστή της.
Οι ρόλοι αντιστράφηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα. Το αίμα του Δεβέλογλου έβαφε τα πάντα στο κρεβάτι.
Έφυγε πάνω από το άψυχο κορμί του. Αφουγκράστηκε να ακούσει ταραγμένη. Τίποτα, σιωπή. Έριξε άφθονο νερό επάνω της να καθαρίσει τα ίχνη. Ύστερα έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε το πορτοφόλι του. Αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος από κάποια χαρτονομίσματα που βρήκε. Τα έβαλε στην τσέπη της.
“Τομάρια !” βρυχήθηκε πνιγμένα. “Τόσα χρόνια κομματιάζατε το κορμί μου, λίγα εικοσάευρα είναι φιλοδώρημα μπροστά σε αυτά που βγάλατε απ το αίμα μου !”
Πήρε τον αναπτήρα του. Μάζεψε τα σεντόνια του κρεβατιού με τα μαξιλάρια. Τον σκέπασε με αυτά. Έριξε μια ματιά έξω. Κανείς. Απόλυτη σιγή. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έβαλε φωτιά στα σκεπάσματα και κράτησε ένα μαντήλι βρεγμένο στο στόμα της. Σε λίγο οι φλόγες με τον καπνό αντάριασαν τον “Τομέα Μηδέν”.
Ανάμεσα στις φλόγες που ξεπηδούσαν κολασμένες και τους καπνούς που θόλωναν τα πάντα, μια ανθρώπινη φιγούρα ξεχύνονταν σαν φάντασμα στους διαδρόμους της κλινικής. Κρυμμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σε έναν χώρο που τον ήξερε με κλειστά μάτια, έχοντας μαρτυρήσει σ’ αυτόν χρόνια, τρύπωσε μέσα στην σύγχυση και τις φωνές του φύλακα.
Σε λίγο η νύχτα τράβηξε στα σπλάχνα της τη μορφή της που χάθηκε τρέχοντας στα σκοτάδια της πόλης.
Ο Ισίδωρος Διοφάντους συνήθιζε τις μέρες που είχε λίγο ελεύθερο χρόνο να τον απολαμβάνει κοντά στην μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα. Η μάχιμη δικηγορία δεν του άφηνε και πολλά περιθώρια. Στα πενηνταδύο του χρόνια είχε πλέον καταξιωθεί επαγγελματικά αλλά οι υποθέσεις του τον κυνηγούσαν πάντα με άγχος. Έτσι σήμερα που βρήκε την ευκαιρία, παρά το χειμωνιάτικο κρύο του Δεκέμβρη, έκανε τη βόλτα του στα βράχια της Πειραϊκής. Πήρε τις ανάσες του, απόλαυσε τα χρώματα του δειλινού και κίνησε προς το μέρος που είχε παρκάρει το αυτοκίνητό του.
Το σκοτάδι της νύχτας είχε πέσει για τα καλά και ο κόσμος είχε ήδη αραιώσει. Το μυαλό του ταξίδευε σε διάφορες σκέψεις που κόπηκαν ξαφνικά μαχαίρι. Στα λίγα μέτρα μπροστά του στα δεξιά σε ένα πλάτωμα στα βράχια, το βλέμμα του έπεσε σε ένα ανθρώπινο σώμα. Τάχυνε το βήμα του και έφτασε κοντά του. Το σώμα μιας κοπέλας ήταν πεσμένο στο πλάι. Ο Δικηγόρος έριξε μια ματιά γύρω του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν απόλυτα μόνος. Έσκυψε με προσοχή πάνω στο σώμα της νεαρής γυναίκας. Ήταν ζωντανή, ανέπνεε εξασθενημένα. Σε μια πρώτη ματιά δεν είχε κάποιο εξωτερικό τραύμα, έδειχνε μάλλον να μην έχει καλή επαφή με το περιβάλλον. Έσκυψε πάνω της, την άγγιξε προσεκτικά. Της μίλησε. Η κοπέλα έδειχνε εμφανώς εξαντλημένη. Έβγαλε το μπουκαλάκι με το νερό που κουβαλούσε, την έβρεξε λίγο στο πρόσωπο. Εκείνη έδειξε να τρομάζει. Ο Ισίδωρος έβλεπε μπροστά στα μάτια του ένα πλάσμα που έμοιαζε περισσότερο με τρομαγμένο αγρίμι. Προσπάθησε να την καθησυχάσει με τα λόγια του και μάλλον το κατάφερε. Της έδωσε νερό να πιει. Εκείνη το τράβηξε απ το χέρι του με εμφανή βουλιμία και ήπιε λαίμαργα. Εξακολουθούσε να τον κοιτά επιφυλακτικά και να περιφέρει το βλέμμα της ολόγυρα.
“Ησύχασε, σε παρακαλώ ! Θέλεις βοήθεια ; τι σου συμβαίνει ;” την ρώτησε. Εκείνη τον κοίταζε ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα διαπεραστικό. Το πρόσωπό της δεν ήταν σε καλή κατάσταση όπως και τα ρούχα της επίσης.
“Να σε πάω σε κάποιο νοσοκομείο ;” της είπε, προκαλώντας την αντίδρασή της γεμάτη τρόμο.
“Εντάξει, εντάξει ! Ηρέμησε, μην φοβάσαι ! Όμως αν χρειάζεσαι βοήθεια ; δεν το ξέρουμε εμείς. Μόνο ένας γιατρός θα μπορούσε να….”
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει η κοπέλα έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Έδειχνε πιο ζωντανή αλλά το ίδιο φοβισμένη.
“Εντάξει, δεν θα πάμε πουθενά !” της είπε. Τον κοίταξε στα μάτια. Πρέπει να ήταν κοντά στα τριάντα αλλά έδειχνε σε ελεεινή κατάσταση.
“Θέλεις να σε πάω κάπου ; στο σπίτι σου ; σε κάποιον δικό σου ;” τη ρώτησε. Μια νέα άρνηση σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Την βοήθησε να ανασηκωθεί , την έβαλε να κάτσει πάνω σε έναν βράχο.
“Άκου κοπέλα μου, δεν μπορείς να μείνεις εδώ έτσι κατάλαβες ; πως σε λένε ποια είσαι ; να τηλεφωνήσω κάπου ;”
“Δεν έχω κανέναν !” επιτέλους, ήταν τα πρώτα λόγια της, σημάδι επιστροφής της.
“Τι έπαθες ; πως βρέθηκες εδώ ;”
“Έπεσα, χτύπησα, δεν ξέρω, πόση ώρα είμαι εδώ ;”
Ο Διοφάντους ήταν έμπειρος για να καταλάβει ότι αυτό το τρομαγμένο πλάσμα έκρυβε κάτι σοβαρό. Κάτι που την τρόμαζε.
“Κοίτα !” της είπε ήρεμα. “Είμαι δικηγόρος, δεν έχω σκοπό να σου κάνω κακό ή να σε ενοχλήσω. Αλλά να σε αφήσω έτσι εδώ και να φύγω, ξέχνα το ! Πρέπει να με εμπιστευθείς”
“Μπορείτε να φύγετε, είμαι καλά”, του είπε αλλά τα μάτια της πάντα κοιτούσαν ολόγυρά της.
“Σε κυνηγάει κάποιος ; τι φοβάσαι ; σε χτύπησε κανείς ; είσαι σε άθλια κατάσταση”
“Όχι κανείς...”
Είναι μερικές φορές που το ένστικτο στον άνθρωπο είναι πολύ πιο δυνατό από τη λογική και τη γνώση. Όλα όσα εξωτερικά ο Ισίδωρος Διοφάντους έβλεπε σε εκείνο το πλάσμα αλλά και αντίστροφα όσα ο ίδιος μετέδιδε με την παρουσία και την αύρα του σε εκείνην τους έκανε να εμπιστευθούν ο ένας τον άλλο.
Μίλησε μαζί της, την πίεσε και στο τέλος επέμεινε:
“Λοιπόν άκου….μικρή μου, δεν θα φάμε τη νύχτα μας εδώ, κάνει και κρύο, σήκω !” της είπε επιτακτικά.
Τον κοίταξε με ένα μεγάλο εκφραστικό ερωτηματικό.
“Μην με κοιτάς. Θα έρθεις μαζί μου, θα σε πάρω σπίτι μου, μέχρι να δούμε τι και πως...”
Του αρνήθηκε με ένταση, και εκείνος επέμεινε.
“Τότε πρέπει να ειδοποιήσω είτε την Αστυνομία είτε το ΕΚΑΒ να σε πάρει”, της είπε προκαλώντας τον έντονο τρόμο και αποστροφή της. Προσπέρασε το αναγκαστικό τέχνασμά του.
“Άκου, για να στο λέω δεν θα ενοχλήσεις. Έλα για τώρα απόψε και βλέπουμε. Εδώ μια φορά δεν σε αφήνω. τελείωνε…!”
Έδωσε τη “μάχη” του. Και την κέρδισε. Σε λίγο ήταν δίπλα του στο αυτοκίνητο στο δρόμο της επιστροφής.
Της έριξε μια ματιά πλέον στο εσωτερικό φως του μικρού σπιτιού. Είχε τα χάλια της. Η κοπέλα έστεκε σιωπηρή και απόλυτα σφιγμένη. Προσπάθησε να την καθησυχάσει. Το πρόσωπό της είχε σημάδια από χτυπήματα με μελανιές στα χείλη και στο μάτι της. Τα ρούχα της ήταν χάλια ενώ τα πόδια της πληγωμένα.
“Είσαι χάλια το ξέρεις ; Θεέ μου που έγιναν όλα αυτά ;”
Κατέβασε το βλέμμα της. Έστεκε μπροστά του σαν κρατούμενη. Προσπάθησε να την κάνει να νιώσει πιο ασφαλή.
“Λοιπόν, χωρίς δεύτερη κουβέντα, πήγαινε να κάνεις ένα μπάνιο και θα ψάξω να σου βρω κάποια ρούχα, της κόρης μου, πάνω κάτω στα μέτρα σου είναι”
Μετά από λίγο η νεαρή κοπέλα καθόταν δίπλα στην αναμμένη ξυλόσομπα. Ένας άλλος άνθρωπος στεκόταν μπροστά του.
“Έτσι μπράβο ντε ! Λοιπόν, ας κάνουμε τις συστάσεις: με λένε Ισίδωρο Διοφάντους και είμαι Ποινικολόγος-δικηγόρος, εσύ ;” την ρώτησε ήρεμα.
Η Κοπέλα τον κοίταξε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Έδειχνε σαν εκείνο το παιδί που έκανε τα πρώτα του βήματα εμπιστοσύνης με έναν μεγάλο. Στο βλέμμα της είχε πάντα κάτι παράξενο και αγριεμένο.
“Τι συμβαίνει ; δεν θα μου πεις ;”
“Ελουάζ”, του αποκρίθηκε….
Την κοίταξε έκπληκτος.
“Ξένη είσαι ;”
“Όχι Ελληνίδα..”
“Μα….”
“Έτσι με λένε”, του είπε με μια διάθεση που δεν σήκωνε κουβέντα.
Έκανε έναν μορφασμό και την κοίταξε προσεκτικά.
“Όμορφο όνομα”, απάντησε, “Χαίρομαι πολύ λοιπόν”
“Σας ευχαριστώ..”, του είπε λίγο ξεψυχισμένα εκείνη. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπε να αφήνει λίγο πιο ελεύθερα τον εαυτό της.,
“Για ποιο πράγμα ; αν εννοείς το ότι είσαι εδώ απόψε θα σε ρωτούσα τι θα έκανες στη θέση μου”
Η Κοπέλα δεν απάντησε.
“Κάθισε !, όρθια θα μείνεις όλη τη νύχτα ;”
Την άφησε. Είχε τον τρόπο του να την κάνε να νιώσει άνετα. Πήγε μέσα στην κουζίνα και άρχισε να ψάχνει κάτι φαγώσιμο πρόχειρα. Επέστρεψε με ένα μπολ δημητριακά και γάλα.
“Αυτό για να νιώσεις καλύτερα της είπε”
Εκείνη κοίταζε σαν χαμένη.
“Μην με κοιτάς και φάε, εδώ είμαστε στο Δασκαλειό της Κερατέας, είναι το μικρό εξοχικό μου σπίτι. Δεν έχω κάτι μαγειρευτό. Αν θες να κάνουμε κάτι πρόχειρο”.
Εκείνη αρνήθηκε με μια κίνηση. Την είδε πως έτρωγε τα δημητριακά με το γάλα αλλά και το πως κοίταζε το χώρο.
“Τι ψάχνεις ; δεν είναι κανένας άλλος εδώ. Μόνοι είμαστε. Πάω να ετοιμάσω κάτι πρόχειρο”
Πριν φύγει άνοιξε λίγο την τηλεόραση και έφυγε για την κουζίνα. Κάποια στιγμή στο Δελτίο Ειδήσεων το αυτί του Ισίδωρου συντονίστηκε με τα λόγια της εκφωνήτριας στο ρεπορτάζ της.
“...Στο σκοτάδι εξακολουθούν να βρίσκονται οι έρευνες της Πυροσβεστικής για την δολοφονική πυρκαγιά που κατέστρεψε ένα μεγάλο τμήμα της Ψυχιατρικής Πειραματικής Κλινικής στον Ασπρόπυργο χθες το βράδυ. Υπενθυμίζεται ότι στα ερείπια της πτέρυγας της Κλινικής βρέθηκε απανθρακωμένο το πτώμα του 43χρονου Φώτη Δεβέλογλου, ο οποίος ανήκε στο νοσηλευτικό προσωπικό του ιδρύματος. Το πτώμα αναγνωρίστηκε έμμεσα από τις καταθέσεις των συναδέλφων του. Αναμένεται η ιατροδικαστική έκθεση και η επίσημη αναγνώρισή του. ...Για τον ρόλο της κλινικής υπάρχουν καταγγελίες κοινωνικών οργανώσεων που μιλούσαν για άθλιες συνθήκες νοσηλείας των ασθενών αλλά και αμφιλεγόμενη δράση των φορέων της...”
Ο Ισίδωρος άκουσε έντονο θόρυβο από το σαλόνι του σπιτιού. Πήγε να δει και σταμάτησε αθέατος στην ενδιάμεση πόρτα. Η νεαρή κοπέλα έδειχνε σοκαρισμένη από τις εικόνες της φωτιάς. Το ποτήρι με το γάλα είχε πέσει στο πάτωμα και εκείνη ήταν ζαρωμένη σε εμβρυακή θέση στον καναπέ μέσα στον τρόμο. Ο Ισίδωρος έμεινε προβληματισμένος να παρακολουθεί. Το ρεπορτάζ του καναλιού συνεχίστηκε
“Θα μιλήσουμε τώρα με τον Γενικό Διευθυντή της Κλινικής, καθηγητή κ. Δημοσθένη Αρμάγο για τις συνθήκες…...”
Στην οθόνη της τηλεόρασης εμφανίστηκε επιβλητικό το παγερό πρόσωπο ενός ώριμου άντρα.
Την ίδια ακριβώς στιγμή η νεαρή κοπέλα έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της. Μαζεύτηκε στην πολυθρόνα σαν να ζει έναν εφιάλτη. Άρχισε να τρέμει και να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ο Ισίδωρος έτρεξε αμέσως κοντά της.
“Ελουάζ ! Τι σου συμβαίνει παιδί μου ! Ηρέμησε !”
Την άρπαξε από τους ώμους αλλά στα χέρια του παλλόταν με ανεξέλεγκτη δύναμη ένα πλάσμα με νευρικούς σπασμούς. Πάλευε μαζί της προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Είδε τα μάτια της ανοιχτά σαν να βλέπει εφιάλτη καρφωμένα στο πρόσωπο του καθηγητή στην οθόνη της τηλεόρασης. Ο Ισίδωρος το κατάλαβε και την έκλεισε. Η νεαρή κοπέλα κατέρρευσε στην πολυθρόνα με ακανόνιστες ανάσες. Τα μάτια και το στόμα της ήταν υγρά και το πρόσωπό της μούσκεμα στον ιδρώτα.
Την ηρέμησε με μεγάλη δυσκολία.
“Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος Ελουάζ ;” την ρώτησε ήρεμα δίπλα της με μια πετσέτα στο πρόσωπό της. Εκείνη δεν απάντησε.
“Τι σου έκανε αυτός ο άνθρωπος Ελουάζ ;” ρώτησε ξανά ο έμπειρος Ποινικολόγος χωρίς να πάρει απάντηση. Μια ερώτηση που μάλλον ήταν για τον ίδιο καθώς είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζει ένα παζλ για το ιστορικό αυτού του τρομαγμένου και πληγωμένου πλάσματος που είχε γύρει πλέον στην πολυθρόνα αποκαμωμένη και εξαντλημένη.
Είχε κλείσει τα μάτια της παραδομένη σε έναν ύπνο βαθύ. Όπως ήταν την σκέπασε με μια κουβέρτα. Έκανε κάποιο τηλέφωνο ότι θα μείνει εκεί τη νύχτα. Έκατσε δίπλα στον μεγάλο καναπέ φέρνοντας το λαπ τοπ απέναντί του.
Τα χέρια του πληκτρολόγησαν στη μηχανή αναζήτησης “Πειραματική Ψυχιατρική Κλινική-Ασπροπυργος Αττική”. Άρχισε να διαβάζει και να κρατά σημειώσεις και μετά μπήκε στα ρεπορτάζ των ενημερωτικών sites για το θέμα.
Κάθε τόσο η Ελουάζ τιναζόταν με σπασμούς στον ταραγμένο ύπνο της λες και την διαπερνούσαν με ηλεκτρικό ρεύμα. Πήγε δίπλα της να την σκεπάσει με την κουβέρτα που είχε πέσει. Και τότε ανατρίχιασε ! Η ρόμπα της κόρης του που φορούσε η κοπέλα είχε τραβηχτεί στο πλάι. Μια μεγάλη ουλή με ράμματα σαν σημάδι από πριόνι διέτρεχε το μέρος του νεφρού της. Ένα σημάδι λες και κάποιος το έκανε με κτηνώδη αδιαφορία. Ο Ισίδωρος ένιωσε να τον πνίγει ένας κόμπος στο λαιμό. Η Κοπέλα συνέχισε τον ύπνο της με ακατάληπτες φράσεις που έκρυβαν φόβο και πόνο μαζί. Επέστρεψε στον υπολογιστή του.
Έξω άρχισε να φυσά. Σε λίγο ξεσπούσε μια δυνατή καταιγίδα. Απόψε η νύχτα για τον Ποινικολόγο Ισίδωρο Διοφάντους θα κρατούσε πολύ.
4. Λίγες μέρες πριν…στον “Τομέα Μηδέν”
Άνοιξε τα μάτια της. Στο αρχικά θολό της βλέμμα σχηματίστηκε η εικόνα από το ταβάνι του διαδρόμου. Ζαλιζόταν έντονα. Έκανε μια προσπάθεια να κινηθεί αλλά διαπίστωσε ότι τα χέρια και τα πόδια της ήταν δεμένα με ιμάντες. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της και κατάλαβε ότι βρισκόταν σε ένα κρεβάτι στον διάδρομο. Δεν είχε καμία αίσθηση του χρόνου και πόση ώρα είχε περάσει από την τελευταία “συνεδρία” της στα χέρια του Δημοσθένη Αρμάγου και των στενών συνεργατών του.
Η μνήμη της άρχισε να επανέρχεται σιγά-σιγά. Τα κενά καλύπτονταν, το παζλ σχηματιζόταν ξανά. Κάθε φορά μετά από το μαρτύριο και τις “θεραπείες” στα κτηνώδη χέρια του δυσκολεύονταν όλο και περισσότερο να επανέλθει σωστά στην πραγματικότητα.
Τα ψυχοφάρμακα που της χορηγούσαν για να την έχουν σε καταστολή, τα ηλεκτροσόκ όταν αντιστεκόταν αλλά και το ξύλο.
Από τότε που την μετέφεραν στον “Τομέα μηδέν” ήξερε ότι έφτανε στο τελευταίο στάδιο. Έτσι της είχε πει η Μαρία, μια σαρανταπεντάχρονη, κατ΄ ουσίαν κρατούμενη και αυτή σ’ αυτό το ίδρυμα του τρόμου. Της είχε περιγράψει τον “Τομέα μηδέν” με τα μελανότερα χρώματα. Λίγο πριν την δει για τελευταία φορά. Έκτοτε εξαφανίστηκε. Λες και δεν υπήρξε ποτέ.
Ήταν στιγμές που το κουράγιο της και ο εαυτός της την εγκατέλειπαν και βούλιαζε στο τίποτα έτοιμη να γίνει αναλώσιμη νεκρή.
Όμως μέσα της, η φλόγα της ζωής δυνάμωνε για να τις χαρίσει δύναμη και σκέψεις να σταθεί στα λογικά της.
“Μ’ αυτήν έχουμε τελειώσει !” άκουσε τη φωνή του Δημοσθένη Αρμάγου στο διπλανό γραφείο. Προφανώς μιλούσε στα στενά όργανά του. Την Μπέτυ Δαμασκηνού, την σαρανταοκτάχρονη επικεφαλής νοσηλεύτρια και τον Φώτη Δεβέλογλου, τον σαραντατριάχρονο “νοσοκόμο” στα χαρτιά αλλά βασανιστή στην πράξη. Τέντωσε τ’ αυτί της όσο μπορούσε να ακούσει.
“Τι εννοείς ;” άκουσε μια γυναικεία φωνή να ρωτάει. Η Χοντρή φωνή της Δαμασκηνού.
“Ότι είχαμε να πάρουμε από δαύτη, το πήραμε. Δεν μας χρειάζεται πια. Ένα σαπάκι είναι που δεν αξίζει μήτε την βρωμοτροφή που της δίνουμε”
“Μα δεν καταλαβαίνω γιατί ;”, ρώτησε η Δαμασκηνού.
“Υπάρχει μια λοίμωξη που είναι επικίνδυνη. Η επέμβαση δεν έκλεισε καλά και η υγεία των άλλων μερών είναι επισφαλής”, της απάντησε και συνέχισε:
“Και ύστερα είναι και κάτι άλλο. Στη Βουλή έγινε επερώτηση για το ίδρυμα. Τα πράγματα δεν είναι καλά. Άμεσα θα έχουμε έλεγχο. Για αυτό φροντίστε να εξαφανίσετε όλα όσα είναι επικίνδυνα και καταλαβαίνετε καλά τι εννοώ”
Η Δαμασκηνού τον κοίταξε συναινετικά κατά πρόσωπο.
“Τι θα κάνουμε”, ρώτησε ο Δεβέλογλου.
“Αυτό που ξέρεις καλά.”, του είπε με βλέμμα παγωμένο.
“Πότε” ρώτησε ο Δεβέλογλου.
“Το συντομότερο, δεν έχουμε καιρό...”
Ο Δεβέλογλου έτριψε ξανά το πηγούνι του με εκείνο το εμετικό του ύφος.
“Ας με άφηνες να την γλεντήσω λίγο ακόμα...” ξέρασε το στόμα του.
Η Παγωμένη ματιά του καθηγητή Αρμάγου τον έκανε να επανέλθει αμέσως δηλώνοντας τη συμμόρφωσή του.
Η νεαρή κοπέλα πάγωσε από τρόμο. Η Προαναγγελία της δολοφονίας της ήχησε στα αυτιά της προκαλώντας σοκ. Άρχισε να τρέμει και να κλαίει εκεί πάνω στο φορείο. Ξαφνικά άκουσε βήματα. Έβγαιναν. Κάποιος πήγαινε προς το μέρος της. Άφησε τον εαυτό της να παριστάνει την αναίσθητη.
Ο Φώτης Δεβέλογλου, έσκυψε στο πρόσωπό της. Την κοίταξε λάγνα.
“Έλα μωρό μου και να δεις τι σου έχω για αργότερα…..” μούγκρισε πάνω απ το κεφάλι της, “Θα καλοπεράσουμε οι δυό μας….”.
Το κτηνώδες χνώτο του απλώθηκε σαν μίασμα στο πρόσωπό της. Ανατρίχιασε αλλά δεν έβγαλε άχνα. Έσυρε το φορείο σαν να ήταν κάρο στο βάθος του διαδρόμου. Μπήκε στο κελί της. Την έλυσε και την πέταξε σαν σακί στο κρεβάτι.
“Θα τα ξαναπούμε...” ακούστηκε η φωνή του καθώς έκλεινε την πόρτα.
Άνοιξε τα μάτια της. Αυτή τη φορά δεν έτρεμαν από φόβο. Ήταν ολάνοιχτα παγωμένα, γεμάτα μίσος και ένα βλέμμα που μύριζε θάνατο.
Τις επόμενες μέρες επικρατούσε μια θανάσιμη σιωπή στον “Τομέα Μηδέν”. Η νεαρή κοπέλα είχε αφεθεί στην τύχη της. Αυτή τη φορά ήξερε ! Αλλά αυτή τη φορά περίμενε ! Ήταν ήδη ψυχικά προετοιμασμένη ! Όμως αυτή η αναμονή ήταν θανάσιμη. Την σκότωνε. Προσπαθούσε να μείνει ξάγρυπνη, σε εγρήγορση. Είχε βάλει κάθε ικμάδα απ τις αισθήσεις της σε συναγερμό να ακούσει την “επίσκεψη” που καρτερούσε. Ένιωθε σαν μελλοθάνατη στο κελί της. Τα νεύρα της είχαν διαλυθεί απ την αγωνία. Ήταν κάτι που την ξεπερνούσε αλλά ήξερε ότι δεν είχε άλλη επιλογή.
Μέσα στο σκοτάδι εκείνης της νύχτας άκουσε τα βήματα. Πετάχτηκε απ το κρεβάτι. Οι παλμοί της καρδιάς της εξακοντίστηκαν στα όριά τους. Άκουσε το κλειδί στη πόρτα να γυρίζει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Έριξε μια τελευταία ματιά κάτω απ το μαξιλάρι της. Το σκουριασμένο σιδερένιο κομμάτι που είχε αφαιρέσει από το μικρό παράθυρο της τουαλέτας ήταν εκεί σαν λεπίδα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε τη λεκιασμένη ρόμπα της ψηλά. Η γυμνή σάρκα των ποδιών της ήταν το δόλωμα που έπεσε κατάμουτρα στην κτηνώδη διάθεση του δεσμοφύλακά της.
Ο Δεβέλογλου μπήκε μέσα και κλείδωσε. Την είδε. Κοντοστάθηκε. Γρύλισε σαν βρωμερό κτήνος.
“Και τώρα οι δυό μας”, της είπε αρρωστημένα και λάγνα. Την πλησίασε ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του. Η κοπέλα πρόσεξε την μακριά λεπτή αλυσίδα με τα κλειδιά που έπεσε στο πλάι στο κρεβάτι της. Άπλωσε τα χέρια του με βλέμμα που έσταζε από βουλιμία. Του αντιστάθηκε με τρόπο ελεγχόμενο.
“Έλα μη μου κάνεις τη ζόρικη παλιο-σκρόφα ! Απόψε σου έχω κάτι ξεχωριστό, θα σε πάω σε ένα ταξίδι που δεν έχεις ξανακάνει μωρό μου...” της φώναξε μέσα στο αυτί της.
Εκείνη τον ένιωσε σαν το θάνατο που ψιθυρίζει το δολοφονικό του κάλεσμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κουλούριασε το σώμα της στο πλάι του. Το κτήνος αφέθηκε να μολεύει το σώμα της με τα χέρια του. Τα μάτια λάγνα και υγρά. Μήτε καν πρόλαβε να δει το σιδερένιο αιχμηρό κομμάτι που η Κατερίνα κάρφωσε στο λαιμό του βαθιά. Άρχισε να σφαδάζει. Τα χτυπήματά της ήταν μαζεμένα. Κάρφωνε το μεταλλικό σίδερο όπου εύρισκε στο κορμί του σαν λυσσασμένη. Έγιναν ένα κόκκινο κουβάρι πάνω στο κρεββάτι. Σε δευτερόλεπτα ένιωσε την αλυσίδα με τα κλειδιά του να τυλίγεται στο λαιμό του σφιχτά. Όλη η υστερία της, το πάθος της, μια βαθιά κρυμμένη αλλόκοτη βία βγήκε από μέσα της σε μια θανάσιμη θηλιά που έσφιγγε στο λαιμό του βασανιστή και επίδοξου εκτελεστή της.
Οι ρόλοι αντιστράφηκαν μέσα σε δευτερόλεπτα. Το αίμα του Δεβέλογλου έβαφε τα πάντα στο κρεβάτι.
Έφυγε πάνω από το άψυχο κορμί του. Αφουγκράστηκε να ακούσει ταραγμένη. Τίποτα, σιωπή. Έριξε άφθονο νερό επάνω της να καθαρίσει τα ίχνη. Ύστερα έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε το πορτοφόλι του. Αφαίρεσε το μεγαλύτερο μέρος από κάποια χαρτονομίσματα που βρήκε. Τα έβαλε στην τσέπη της.
“Τομάρια !” βρυχήθηκε πνιγμένα. “Τόσα χρόνια κομματιάζατε το κορμί μου, λίγα εικοσάευρα είναι φιλοδώρημα μπροστά σε αυτά που βγάλατε απ το αίμα μου !”
Πήρε τον αναπτήρα του. Μάζεψε τα σεντόνια του κρεβατιού με τα μαξιλάρια. Τον σκέπασε με αυτά. Έριξε μια ματιά έξω. Κανείς. Απόλυτη σιγή. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Έβαλε φωτιά στα σκεπάσματα και κράτησε ένα μαντήλι βρεγμένο στο στόμα της. Σε λίγο οι φλόγες με τον καπνό αντάριασαν τον “Τομέα Μηδέν”.
Ανάμεσα στις φλόγες που ξεπηδούσαν κολασμένες και τους καπνούς που θόλωναν τα πάντα, μια ανθρώπινη φιγούρα ξεχύνονταν σαν φάντασμα στους διαδρόμους της κλινικής. Κρυμμένη από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σε έναν χώρο που τον ήξερε με κλειστά μάτια, έχοντας μαρτυρήσει σ’ αυτόν χρόνια, τρύπωσε μέσα στην σύγχυση και τις φωνές του φύλακα.
Σε λίγο η νύχτα τράβηξε στα σπλάχνα της τη μορφή της που χάθηκε τρέχοντας στα σκοτάδια της πόλης.
Συνεχίζεται.....
Την Νουβέλα συνολικά και ενιαία, μπορείτε, όπως πάντα να την έχετε εδώ:
Μπορείτε να κάνετε log-in στην πλατφόρμα χρησιμοποιώντας τον google account ή τον facebook account σας, ως αναγνώστες.
Πω πω πω πω έχω ανατριχιάσει! Τι πλοκή...τι σασπένς!!! Μπράβο Γιάννη κρατάς το ενδιαφέρον του αναγνώστη και το μεγενθύνεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω εναγωνίως
Καλημέρα σε μια χιονισμένη Αθήνα
Πολλές καλησπέρες Άννα μου ! ναι από μία λευκή Αθήνα με όμορφες πινελιές και χάρη. Για να νιώσουμε λίγο παιδιά.
ΔιαγραφήΧαίρομαι που σου άρεσε Άννα μου. Έχουμε να δούμε αρκετό σκοτάδι στην "Ελουάζ" σε μια ιστορία που φιλοδοξεί να αναδείξει πολλά.
Να σε ευχαριστήσω από καρδιάς.
Ειναι δυνατό ... Ανατριχιαστικο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιρήνη μου !
Διαγραφήκαλησπέρα ! ναι, έχει τέτοια χαρακτηριστικά η Νουβέλα εδώ. Και θα τα δούμε πως θα εξελιχθούν στη συνέχεια. Να σε ευχαριστήσω για το χρόνο σου.
Όμορφη ημέρα.
Λοιπόν Γιάννη, στο τσαφ είμαι να το διαβάσω μονομιάς ολόκληρο, αλλά όοοχι, θα παρατείνω την αγωνία μου και θα το απολαύσω κομμάτι κομμάτι, λαχταρώντας κάθε φορά τη συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΞανά μπράβο, που είναι τόσο λίγο!
Εξαιρετικό φίλε μου!!!
Δεν ήθελα να κουράσω τους φίλους αναγνώστες με την παράθεση του έργου μονομιάς. Πιστεύω η ανάρτηση σε επεισόδια-κεφάλαια, δίνει μια άλλη οντότητα από το παρελθόν, όπου δημοσιεύονταν μυθιστορήματα σε συνέχειες σε εφημερίδες.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πάρα πολύ, ειλικρινά χαίρομαι σαν παιδί που νιώθω να προσφέρω κάτι καλό και όμορφο.
Καλή συνέχεια κορίτσι μου.
Καλησπέρα Γιάννη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικά εξελίσσεται η νουβέλα σου, μου αρέσει πολυ η πλοκή κι είμαι σίγουρη ότι η συνέχεια θα είναι εξίσου υπέροχη!Μπραβο και καλή συνέχεια!! Καλό βραδυ!
Δήμητρα, καλή μου φίλη σε ευχαριστώ πολύ. Χαίρομαι ειλικρινά. Συνεχίζουμε λοιπόν για να δούμε την εξέλιξη. Καλό βράδυ με πολλά φιλιά.
ΔιαγραφήΜα ναι, όπως λέει παραπάνω και η Στέλλα, κομμάτι κομμάτι θα το απολαύσουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου αρέσει που κάθε φορά παρόλο το δράμα αφήνεις ένα παραθυράκι ελπίδας στην ηρωίδα σου και σε μας που το διαβάζουμε!
Ότι καλύτερο για μια παγωμένη νύχτα αποκλεισμού με -7 αλλά με ζεστή διάθεση!
Πολλά και τα ΑΦιλιά!
Παγωμένη νύχτα στο -7 ! Ουάου ! όμως ζεστή καρδιά σου Στεφανία μου και όμορφα αισθήματα, τέτοια που μου δίνουν ενθάρρυνση για την συνέχεια. Θα δούμε πως θα εξελιχθεί η συνέχεια της Νουβέλας καθώς τώρα ξεκινάει η απόλυτη δράση.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη.
ΚΑΛΗΣΠΈΡΑ ΓΙΆΝΝΗ ΜΟΥ!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔΕΝ ΘΑ ΚΟΥΡΑΣΤΩ ΝΑ ΣΟΥ ΛΈΩ ΌΤΙ ΤΟ ΕΧΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΞΙΟΠΟΙΉΣΕΙΣ, ΚΑΝΤΟ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΜΟΥ ΠΛΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΖΖΖΖ!!!!!!!!!
Ελένη μου,
Διαγραφήευχαριστώ για τα λόγια σου. Την κατάθεση της καρδιάς σου. Το κρατώ στα υπόψη καλό μου κορίτσι. Όμορφο βράδυ να έχεις.
Πολύ δυνατό Γιάννη, με σασπένς! Μια ωραία συντροφιά στο παγωμένο αυτό βράδυ. Περιμένω με χαρά τη συνέχεια! Καλό ξημέρωμα και καλή επιτυχία σε ότι κάνεις :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ για τον χρόνο σου Μαρίνα μου και τα γλυκά σου λόγια. Για μένα η καλύτερη ανταμοιβή. Καλό ξημέρωμα κορίτσι μου.
ΔιαγραφήΜωρέ ούτε μια φορά να μην ξεφύγουν τα μάτια να διαβάζουν διαγώνια... όύτε λέξη να μην χάσω, κοίτα είναι που σε αγαπώ, άρα ότι γράφεις θα το διαβάσω αλλά και πάλι να μην χάσω ούτε λέξη ή πάααααρα πολύ σε αγαπώ ή αυτό που διάβασα δεν με κράτησε. Βασικά όλα ήταν προβλέψιμα λέξη με λέξη εκτός από την τομή στην πρωταγωνίστρια, εκεί, πάνω είχα αρχισει να σκέφτομαι το διαγώνιο τσουπ με τράβηξε απότομα.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Σαπάκι" !!!! μικρέεεεε που την έμαθες εσύ αυτή τη λέξη? Δύο φορές την διάβασα για να την αρπάξω και να την κάνω δική μου χαχαχαχα Σαπάκι!!! Καθίκι ο διευθυντής με νευρίασε!
Καληνύχτα εκεί :)
"Σαπάκι"..... χμμμμ πως μου ήρθε ε ; έλα ντε ! εντελώς αυθόρμητα Μάνια μου.
ΔιαγραφήΝαι ο διευθυντής έτσι ανοίγει την πρώτη του εικόνα. Με αυτήν την προσωπικότητα, τις αντιλήψεις και το ρόλο.
Με ζεσταίνουν όσα λες, με κρατούν στην πρίζα για κάτι καλύτερο και πιο βελτιωμένο.
Σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου, για το χρόνο και τη διάθεσή σου.
Φιλιά.
Και συνεχιζω να σε διαβαζω απο το κινητο και ξερεις πως ειναι δυσκολο αλλα οταν ειδα οτι εβαλες τα επομενα δυο κεφαλαια μπηκα τρεχοντας! δεν μπορουσα να κρατηθω, ειλικρινα
ΑπάντησηΔιαγραφήεξαιρετικο και αναμενουμε!!!!
πολλα μπραβο
Χαίρομαι Κική μου ! χαίρομαι πολύ και σε ευχαριστώ ακόμα περισσότερο. Συνεχίζουμε ναι. Ευχαριστώ για τον χρόνο και τη διάθεσή σου. Φιλάκια.
ΔιαγραφήΣαν τον παλιό καλό καιρό, Γιάννη, με τα μυθιστορήματα σε συνέχειες στις εφημερίδες (Τόσο παλιό καλό καιρό που ούτε κι εγώ δεν τον καλοπρόλαβα. Πέρα από το ίδιο το κείμενο με την ιστορία του και το σασπένς του, αρχίζει και γίνεται ωραία και η συνήθεια της κατά τμήμα περιοδικής ανάγνωσης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι κάνω αυτή την παρατήρηση, ώστε να μαζέψω όοοοολες τις παρατηρήσεις και τα εύγε για το τέλος, για να μην επαναλαμβάνομαι κουραστικά.
Καλή συνέχεια. Βλέπεις πώς την περιμένουμε όλοι!
Διονύση μου, μήτε και εγώ την πρόλαβα αυτήν την εποχή. Πρακτική του 1960, της χρυσής αυτής έντυπης δεκαετίας με τον Γιάννη Μαρή κατά βάση να γράφει ιστορία ! Ευχαριστώ πολύ. Κράτα σημειώσεις, παρατηρήσεις, κριτικές, απορρίψεις, τα πάντα. Ξέρεις πόσο σέβομαι τη γνώμη σου.
ΔιαγραφήΝα είσαι καλά αγαπητέ φίλε.
Και μετά..και μετά?
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχαχαχαχαχα Μαρία μου !!!!! υπομονή σε λίγο θα έχουμε συνέχεια. Ανά 3ήμερο. Καλά να είμαστε. Τα φιλιά μου και τον σεβασμό μου.
ΔιαγραφήΚαλά προμηνύεται καταπληκτικό! Πω πω μιλάμε μου έχει σηκωθεί η τρίχα κάγκελο! Και με έχει πνίξει ο θυμός και η αγωνία συγχρόνως! Ξανά μπράβο Γιάννη μου! Περιμένω τη συνέχεια με ανυπομονησία! Φιλιά πολλά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαίρη μου !!!
Διαγραφήμε συγκινείς, με κάνεις να νιώθω πολύ όμορφα ειλικρινά. Συνεχίζουμε ναι. Κάθε 3 μέρες δημοσίευση.
Σε ευχαριστώ απ την καρδιά μου. Φιλιά πολλά.
Γιάννη έρχομαι μόλις από τα κεφάλαια ένα και δυο και ανυπομονώ να περάσω στα κεφάλαια πέντε και έξι! Πολύ καλή η "Ελουάζ" σου! Καλημέρα και εν αναμονή τής συνέχειας ✿
ΑπάντησηΔιαγραφήΩ Πέτρα μου ! σε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη. Ξέρεις, η γνώμη σου είναι σεβαστή και την θέλω. Σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου και τα καλά σου λόγια. Τα φιλιά μου.
ΔιαγραφήΚαλησπέρα Γιάννη μου !! Πραγματικά με ανυπομονησία περιμένω τη συνέχεια έχοντας διαβάσει όλα τα κεφάλαια !! Καλή συνέχεια !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝικόλ μου σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τον χρόνο και τη στήριξή σου. Να είσαι καλά. Συνεχίζουμε στα επόμενα. Καλό σου Σαββατοκύριακο.
Διαγραφήακόμα να καταλάβω γιατί κατάληξε στη ψυχιατρική η Κατερίνα-Ελουάζ
ΑπάντησηΔιαγραφήτα καθάρματα,τα τέρατα,τα αποβράσματα της κοινωνίας
είναι παραδείγματα τούτα, σίγουρα θα υπάρχουν και στην πραγματικότητα
πολλά καλά του έκαμε του ηλίθιου,του αρρωστημένου,του ξιμαρισμένου
πάω στα επόμενα
Δελφινάκι μου !
Διαγραφήτι να πω κορίτσι μου. Ο Τρόπος που "ζεις" την ανάγνωση με κάνει να νιώθω να με τιμάς τόσο. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ καλή μου φίλη.
Η Ελουάζ θα δεις πως βρέθηκε στην ψυχιατρική κλινική και κάτω από ποιες συνθήκες.
Σε ευχαριστώ ψυχή μου.