"Τα δώρα της Αρμονίας"
Ανάρτηση 4
Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"
Μια ματιά στα προηγούμενα
Κεφάλαιο 1.3 Η Φυγή
1.3.1 Η Συμφωνία για το θρόνο
Ο Κρέων σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε στη μέση του κεντρικού δώματος των ανακτόρων με το επιβλητικό του ύφος. Απέναντί του είχε την αδελφή του την Ιοκάστη και τα δυο της παιδιά. Τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Τους απηύθυνε το λόγο.
“Ο πατέρας σας έχει ήδη παραιτηθεί από το θρόνο. Εσείς έχετε πια ενηλικιωθεί. Νομίζω είναι καιρός η Θήβα να αποκτήσει πάλι σωστά το βασιλιά της”
Τον άκουγαν προσεκτικά και με σεβασμό, εκείνος συνέχισε: “Ήρθε η στιγμή να πάρετε τις αποφάσεις σας δεν νομίζετε. Εγώ πλέον δεν νομιμοποιούμαι να παίξω κάποιο ρόλο. Ο λαός της πόλης περιμένει κι αυτός τις επιλογές σας”
“Θείε δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε μαζί σου”, σχολίασε πρώτος ο Ετεοκλής.
“Άρα έχετε πάρει τις αποφάσεις σας” ρώτησε ξανά εκείνος. Η Ιοκάστη κοίταξε τους γιους της. Ήξερε τη λεπτή γραμμή που διαπερνούσε αυτό το καυτό θέμα. Ακόμα στα αυτιά της αντηχούσαν οι κατάρες του Οιδίποδα προς τα παιδιά του.
“Δώσε μας λίγο, ελάχιστο χρόνο αδελφέ μου. Οι γιοι μου σε λίγες μέρες θα πάρουν την απόφασή τους και θα στην ανακοινώσουμε”
Ο Κρέων έκανε κάποια βήματα στο δώμα. Έτριψε λίγο προβληματισμένος το πηγούνι του.
“Καταλαβαίνω. Θα σας αφήσω. Θα περιμένω σύντομα τις αποφάσεις σας”
Τον κατευόδωσε η αδελφή του στην έξοδο του μεγάλου δώματος των ανακτόρων. Ύστερα εκείνος χάθηκε κάπου στο διάδρομο. Η Ιοκάστη γύρισε προς τα παιδιά της.
“Λοιπόν; Τι σκέφτεστε;” Τους ρώτησε με έκδηλη αγωνία.
Ο Πολυνείκης σηκώθηκε όρθιος, κινήθηκε προς το μέρος της.
“Μητέρα, ο Ετεοκλής είναι ο πρωτότοκος, αυτός δικαιούται τη πρώτη μοίρα στο βασίλειο”
“Ναι, όμως υπάρχει και κάτι άλλο που δεν ξέρω αν θυμάστε…”
“Και πολύ καλά κάνεις μητέρα και τους το θυμίζεις” Ακούστηκε η φωνή της Αντιγόνης καθώς εκείνη τη στιγμή έμπαινε στο δώμα, μαζί με την αδελφή της την Ισμήνη, έχοντας πριν ακούσει τη συνομιλία τους.
“Τι άλλο;” πρόσθεσε ο Ετεοκλής.
“Τα σκοτεινά λόγια του πατέρα σας γιε μου! Τα ξεχάσατε; Την κατάρα του απέναντι και στους δυο σας δεν γίνεται να την έχετε ξεχάσει.
“Έχεις δίκιο μητέρα”, σχολίασε ο Πολυνείκης.
“Τι προτείνεις;” ρώτησε ο Ετεοκλής
“Ακούστε παιδιά μου. Μέσα στη ψυχή μου είναι ακόμα χαραγμένα τα μαύρα λόγια του πατέρα σας. Μπορεί εσείς να μην το συναισθάνεστε αλλά κάτι σέρνεται στον αέρα. Το δηλητήριο της έχθρας και της διχόνοιας”
“Μα μητέρα εμείς…” προσπάθησε να την αντικρούσει ο Ετεοκλής.
“Εσείς τώρα ναι. Το βλέπετε ψύχραιμα. Νηφάλια. Μην αψηφάτε όμως τα λόγια των γονιών. Μην υποτιμάτε τη δύναμή τους”
“Συνέχισε μητέρα”, διέκοψε η Ισμήνη.
“Τι προτείνεις δηλαδή να γίνει;” ρώτησε η Αντιγόνη.
“Ακούστε με. Πρώτος αναλαμβάνει το θρόνο ο Ετεοκλής. Ως πρωτότοκος, θα μείνεις γιε μου βασιλιάς για ένα χρόνο. Ο Πολυνείκης καλό είναι να μην είναι εδώ στο διάστημα αυτό…”
“Γιατί;” πετάχτηκε ο ίδιος.
“Δεν ξέρω, για καλό και για κακό. Φοβάμαι. Η έριδα για την εξουσία παραμονεύει παντού και παίζει άσχημα παιχνίδια στο νου μας. Στο τέλος του χρόνου θα επιστρέψεις και ο αδελφός σου θα σου παραδώσει την εξουσία. Για ένα χρόνο. Έτσι θα κυλάει αυτό. Χρόνο με το χρόνο. Για να μοιραστεί η βασιλεία με τη συμφωνία, με τη γαλήνη και την ηρεμία”
“Ότι πιο σοφό άκουσα τις τελευταίες μέρες”, προσέθεσε η Ισμήνη.
Έμειναν για λίγο σκεπτικοί όλοι. Αναμετρούσαν σκέψεις και συναισθήματα. Κάποια στιγμή η δυνατή φωνή του Ετεοκλή έσπασε τη σιωπή.
“Δέχομαι! Θα γίνει όπως είπες!”
Η Ιοκάστη με την Αντιγόνη και την Ισμήνη κοίταξαν στα μάτια τον Πολυνείκη.
“Δεν έχω λόγο να αρνηθώ κανένα. Μόνο το ότι πρέπει να λείψω για ένα χρόνο… αυτό είναι λίγο στενάχωρο, γιατί;”
“Γιατί δεν θέλω να είστε ο ένας κοντά στον άλλο σαν κάποιος απ τους δύο είναι βασιλιάς. Τουλάχιστον όχι στα πρώτα χρόνια”
“Δεν μας έχεις εμπιστοσύνη Μάνα” ρώτησε ο Ετεοκλής.
“Δεν είναι αυτό, φοβάμαι τη δύναμη των λόγων του Οιδίποδα”
“Εντάξει συμφωνώ” Κατέληξε ο Πολυνείκης.
Η τρεις γυναίκες ανάσαναν με ανακούφιση. Έγιναν εκεί και οι πέντε μια αγκαλιά.
Μια νέα εποχή ξεκινούσε για τη Θήβα. Ο Ετεοκλής έγινε βασιλιάς της πόλης. Σε ανακούφιση όλων. Του αδελφού του που θα είχε κίνητρο να τον περιμένει. Της μάνας του με τις δύο αδελφές του. Αλλά και του λαού της πόλης, που έβλεπε τον άνθρωπο που έφερε δυστυχία, τον Οιδίποδα να είναι πια μόνιμα στο παρασκήνιο της ζωής τους. Ο Πολυνείκης θα άφηνε την πόλη για ένα χρόνο, όπως είχαν συμφωνήσει. Κανείς όμως δεν πρόσεξε το παράξενο βλέμμα στα μάτια του Ετεοκλή σαν έριχνε μια τελευταία ματιά στον αδελφό του καθώς έφευγε.
1.3.2 Έντεκα μήνες μετά στη Θήβα
Η κουβέντα σε ένα από τα όμορφα μικρά καπηλειά της Θήβας είχε ανάψει για τα καλά. Αρκετοί οι θαμώνες, πολλές οι κουβέντες, θορυβώδεις συζητήσεις και άφθονες κούπες κρασί.
“Τους ακούς; Έμαθες τι γίνεται;” ρώτησε τον διπλανό του στο ξύλινο τραπέζι ένας ώριμος άντρας.
“Τι συμβαίνει Λύσσανδρε; Δεν ξέρω τίποτα. Χθες βράδυ γύρισα.
“Που ήσουνα;”
“Είχα πάει να φορτώσω στάρι απ την Τανάγρα”
“Αμ για αυτό σε είχα χάσει στην αγορά Φιλοκλή”
“Δεν είμαστε σαν τους άρχοντες φίλε μου. Έχουμε οικογένεια να ζήσουμε και η ζωή είναι σκληρή”
“Έχεις δίκιο…”
“Λοιπόν; Τι τρέχει πάλι στη Θήβα; Ήξερα ότι τα πράγματα είχαν βρει μια σειρά. Ο Ετεοκλής είχε αναλάβει βασιλιάς.” τον ρώτησε ο νεαρότερος άντρας.
“Όπως τα λες. Ο ένας απ τους γιους του Οιδίποδα έγινε βασιλιάς” απάντησε ο Λύσανδρος.
“Ο πατέρας του τι απέγινε;”
“Δεν είχε τόπο να σταθεί στην πόλη. Τον πήρε η κόρη του η Αντιγόνη και έφυγαν. Μάθαμε ότι πήγε ικέτης στην Αθήνα, στην πόλη του Θησέα. Εκεί τον δέχτηκαν και τον φιλοξενούν σε έναν τόπο, Κολωνό θαρρώ τον λένε”
“Δύσμοιρε Οιδίποδα. Παλιέ και ένδοξε βασιλιά μας. Πώς άλλαξαν έτσι οι καιροί για σένα. Απ το φως στο σκοτάδι και ύστερα στην εξορία. Άραγε θα δεις ξανά τα χώματα της πόλης που κάποτε σε αγάπησε;” μονολόγησε ο Φιλοκλής.
“Αχ μεγάλες συμφορές μας βρίσκουν πάλι, ησυχασμό δεν έχουμε”
“Μα τι έγινε, ήξερα ότι όλα ήταν καλά, τι έτρεξε, θα μου πεις η θα με σκάσεις;”
“Άκου! Έχει βουίξει η πόλη! Είναι μέρες που γύρισε ο Πολυνείκης”
“Ο αδελφός του βασιλιά;”
“Ναι!”
“Μα νομίζω ότι πρέπει τώρα να πάρει τη θέση του Ετεοκλή, έτσι δεν ξέραμε; Αυτό δεν μας μήνυσαν οι κήρυκες εδώ και μήνες;”
“Αυτό αλλά δεν ξέρω. Βλέπουμε μεγάλη φασαρία. Καβαλάρηδες αρματωμένους να τρέχουν πέρα-δώθε. Στρατιώτες να έχουν κυκλώσει το παλάτι”
“Πότε θα φέρουν οι Θεοί ηρεμία στην πόλη. Δύσμοιρη η γενιά του Λάιου, μόνο συμφορές σηκώνει”
Την ίδια στιγμή πλησίασε το τραπέζι τους ένα τρίτος άντρας συνομήλικος του Λύσανδρου. Έκατσε στο τραπέζι και έσκυψε κοντά τους.
“Δεν είναι καλά τα πράγματα, ακούσατε;”
Οι άλλοι γεμάτοι αγωνία δυνάμωσαν την προσοχή τους.
“Λέγε Εύβουλε τι έμαθες;” τον πίεσε όλο αγωνία ο Φιλοκλής.
“Ο Πολυνείκης, αδελφός του βασιλιά ήρθε να αναλάβει το θρόνο σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα ανάμεσα στα αδέλφια του Οιδίποδα”
“Είχανε πει να αλλάζουν κάθε χρόνο”
“Έτσι ξέραμε. Όμως ο Ετεοκλής δεν παραιτείται!”
Οι άλλοι έδειξαν να εκπλήσσονται δυσάρεστα.
“Γιατί; Είχε δώσει το λόγο του, αλλιώς;” ρώτησε ο Λύσανδρος.
“Δεν ξέρω το λόγο. Κείνο που έμαθα μέσα απ το παλάτι είναι ότι είπε στον αδελφό του ότι δεν στέκει η συμφωνία. Εκείνος είναι ο νόμιμος βασιλιάς σαν πρωτότοκος”
“Τότε γιατί συμφώνησε;” τον έκοψε ο Φιλοκλής.
“Αχ η εξουσία φθείρει τους άρχοντες, κάνει τους ανθρώπους σκληρούς!” απάντησε ο Εύβουλος.
“Τι στάση θα κρατήσει ο αδελφός του, μάθαμε;” ρώτησε όλος αγωνία ο Λύσανδρος.
“Είναι έξω φρενών. Έτσι λένε, δεν ξέρουμε. Μόνο στρατιώτες ζώσανε το παλάτι και καβαλάρηδες από τη συνοδεία του Πολυνείκη”
“Ω Όγκα Αθηνά! [1]Προστάτεψε τη πόλη σου από την έριδα! Κάνε Θεά μου μην μας εύρουν νέες συμφορές, δεν αντέχουμε άλλο πια”
“Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συμφορά από την Έριδα[2]. Αχ φοβερή πανάρχαια Θεά της νύχτας. Μείνε μακριά μας!” αναστέναξε γεμάτος αγωνία ο Εύβουλος.
Μια βαριά ανησυχία είχε αρχίσει πάλι να ζώνει την ταραγμένη τελευταία πόλης της Θήβας. Μια ανησυχία ότι κάτι βαρύ υπόβοσκε. Νέες αγωνίες και φόβοι άρχισαν να ζώνουν τους κατοίκους της πόλης λες και ζωντάνεψαν πάλι εκείνες οι σκοτεινές από τις κατάρες και το άγος δυνάμεις που χρόνια τους μάτωσαν και τους τρομοκράτησαν. Τι ήταν αυτό τώρα που πλανιόταν στη γη τους.
Η ερώτηση της Ιοκάστης στον Ετεοκλή ακούστηκε με φωνή φορτωμένη συναισθήματα.
“Παιδί μου τι αποφάσισες;”
Ο βασιλιάς σηκώθηκε όρθιος. Με την επιβλητική και αλαζονική του παρουσία τα λόγια του ακούστηκαν απόλυτα και σκληρά.
“Ότι προστάζουν οι νόμοι της φυσικής διαδοχής μάνα. Ήμουν ο πρωτότοκος γιος του Οιδίποδα και αυτό που έκανα είναι αυτό που είναι και το νόμιμο”
“Γιε μου, δεν πάει ένας χρόνος που εδώ, σε αυτό το δώμα δώσαμε όλοι μας μια υπόσχεση και κάναμε μια συμφωνία, την ξέχασες;”
“Δεν την ξέχασα αλλά από τότε μέχρι σήμερα άλλαξαν πολλά”
“Τι είναι λοιπόν αυτά που άλλαξαν;”
“Πράττω το νόμιμο μητέρα!”
“Και το ηθικό το βάζεις κατά πόδα παιδί μου;”
“Μάνα, διλήμματα μη μου βάζεις. Δεν έγινα βασιλιάς πάνω στ άδικο μήτε στο άνομο”
“Όχι δεν έγινες αλλά τώρα αυτό πας να κάνεις! Συμφωνήσατε με τον αδελφό σου, το ίδιο σου το αίμα, να αλλάζεται κάθε χρόνο τη διαδοχή. Και τώρα τι άλλαξε;”
“Δεν πάω να κάνω τίποτα άνομο”
“Ξέχασες το λόγο της συμφωνίας; Ποια δύναμη σε σπρώχνει να εκπληρώσεις την κατάρα του πατέρα σου; Ποια μοίρα σε οδηγεί στη ρήξη; Λες εκείνος δεν θα αντιδράσει;”
“Δεν με νοιάζει τι θα κάνει εκείνος. Με νοιάζει τι κάνω εγώ”
“Δεν σου περνά ο νους πως θα διεκδικήσει αυτό που του στερείς;”
“Δεν του στερώ εγώ αλλά οι νόμοι! Είμαι βασιλιάς! Και κανείς δεν θα αμφισβητήσει αυτό μου το δικαίωμα δοσμένο από τον κλήρο και το νόμο! Κανείς μάνα!”
“Έρχεσαι ο ίδιος ν’ αναιρέσεις το λόγο σου Ετεοκλή και θέλεις να βαστάς το κύρος σου έτσι;”
“Μάνα σε παρακαλώ!”
“Ποιος έξω στην πόλη θα σε λογαριάσει για έντιμο, για ευθύ, καθώς όλοι ξέρουν τη συμφωνία με τον αδελφό σου! Πως θα σε αντικρίζει ο λαός της Θήβας; Αυτό δεν το σκέφτεσαι; Δεν σε νοιάζει;”
“Ο λαός έχει βασιλιά! Και το καθήκον του είναι να υπακούει στο λόγο του”
“Ωιμέ! Ποια δύναμη σού έκαψε τη σκέψη Ετεοκλή; Είναι σαν ν’ ακούω άλλον άνθρωπο από εκείνον ένα χρόνο πριν! Και όλους αυτούς τους μήνες γιατί δεν μίλησες; Γιατί δεν κάλεσες τον αδελφό σου να μιλήσετε πάλι; Ίσως να βρίσκατε μια λύση. Γιατί δεν του έδωσες μια ευκαιρία! Τον σέρνεις μπρος στις αποφάσεις σου και θες να τις δεχτεί;”
“Ο αδελφός μου έχει μπροστά του το βασιλιά”
Η Ιοκάστη έπιασε το κεφάλι της με τα δυό της χέρια. Έμοιαζε απογοητευμένη και πανικόβλητη. Μπροστά της ανοίγονταν κάτι πολύ σκοτεινό. Κάτι που έβλεπε ότι οδηγούσε στην καταστροφή. Ο Ετεοκλής την κοίταξε με αυστηρότητα.
“Μάνα, μη χαλάς τα λόγια σου. Την απόφαση την έχω πάρει καιρό. Μη με φέρνεις σε δύσκολη θέση. Και μην μου ξανακάνεις κουβέντα για αυτό” Της είπε.
“Δεν θα πάψω ποτέ να προσπαθώ να σου αλλάξω μια γνώμη άδικη. Είμαι μάνα σας αλλά και είμαι και άνθρωπος με κρίση και γνώμη. Και πάνω σε όλο αυτό, έχεις πέρα για πέρα άδικο. Να το ξέρεις! Αλλά κι αν δίκαιη τη βρίσκεις με το δικό σου το μυαλό, την απόφασή σου, τότε σκέψου για τελευταία φορά τα λόγια του πατέρα σου. Με αίμα να μοιράσετε το βασίλειο τούτο, είχε πει τότε. Φρόντισε να μην τον βγάλεις αληθινό. Αυτό δεν θα το αντέξω”
Μάζεψε το χιτώνα της και έφυγε από το δώμα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Η Αντιγόνη στεκόταν βλοσυρή και ανήσυχη κοντά στο μεγάλο άνοιγμα του δικού της δώματος στο παλάτι. Ο αδελφός της ο Πολυνείκης ήταν απέναντί της με φανερή την έξαψη στο πρόσωπό του. Το βλέμμα της έδειχνε να είναι γεμάτο απόγνωση.΄Όμως περισσότερο από την δική της απόγνωση αυτό που την τρόμαζε παραπάνω ήταν η οργή που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του αδελφού της. Μια οργή που τον έκανε να τρέμει σύγκορμο. Τόσο που ένιωθε έναν ανεξέλεγκτο φόβο να την ζυγώνει με ταχύτητα.
“Αδελφέ μου τι σκέφτεσαι να κάνεις;”
Ο Πολυνείκης την κοίταξε ίσια στα μάτια. Προσπάθησε να συγκεντρώσει τη σκέψη του και να μιλήσει.
“Η ερώτηση, όπως τη βάζεις, δεν είναι σωστή αδελφή μου. Αυτό που έπρεπε να με ρωτήσεις είναι τι μού έχει απομείνει να κάνω”
“Μίλησες μαζί του;”
“Ναι!”
“Και δεν υπάρχει μια λύση; Δεν μπορείτε να συμφωνήσετε κάπου;”
Σηκώθηκε απότομα από τη θέση του και πήγε προς το μέρος της.
“Δεν έχει περάσει ακόμα χρόνος Αντιγόνη, που μια τέτοια κουβέντα είχαμε κάνει ακριβώς εδώ μέσα όλοι μας. Και τότε είχαμε επίσης συμφωνήσει. Τότε που η μητέρα έκανε την αρχική πρόταση. Και έσπευσε πρώτος να την δεχτεί”
“Το θυμάμαι ναι..”
“Οπότε σε τι ακριβώς να συμφωνήσουμε τώρα;”
“Ποτέ δεν είναι αργά για συμβιβασμούς, ότι και να έχει γίνει. Το θέμα είναι να μη φτάσουμε σε καταστάσεις που δεν έχουν γυρισμό”
“Έκανα αυτό που είχαμε συμφωνήσει. Ακολούθησα τις συμβουλές της μάνας μας. Για να γλιτώσουμε την οργή της κατάρας του πατέρα. Για έναν ολάκερο χρόνο έφυγα απ’ το σπίτι και την πόλη μου. Για να μην προκαλέσω, όπως είπαμε τότε. Ήρθα πίσω στην ώρα που έπρεπε. Και συναντώ μια άρνηση. Έναν μεγάλο πέτρινο τοίχο χτισμένο στην αλαζονεία και στην αμετροέπεια. Μια προσβολή. Τι άλλο θέλεις να κάνω λοιπόν; Τι μού απομένει;”
Η Αντιγόνη ένιωσε να μην έχει και πολλά επιχειρήματα. Πήγε δίπλα στον αδελφό της.
“Τι απόφαση πήρες;”
“Δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι Αντιγόνη! Δύο είναι. Να μείνω εδώ με τον αδελφό μου βασιλιά. Χωρίς κανένα δικαίωμά μου, χωρίς τίποτα”
“Και η άλλη;” τον ρώτησε γεμάτη αγωνία.
“Θα φύγω αδελφή μου!” της το είπε έντονα, αποφασιστικά.
“Θα φύγεις; Για που;”
“Εξόριστος από την ίδια μου την πατρίδα. Διωγμένος, Ντροπιασμένος”
Εκείνη συνειδητοποίησε ότι δεν ωφελούσε να προσπαθούσε να αντικρούσει καν αυτά που ένιωθε.
“Για να πας που Πολυνείκη; Και το πιο σημαντικό, για να κάνεις τι;”
“Δεν ξέρω που ακριβώς θα με βγάλει ο δρόμος μου. Θα κατέβω Νότια. Αττική ίσως Άργος”
“Ένδοξη γη και πόλεις, ειδικά το Άργος, έχω ακούσει για τους Δαναούς και τους Μυκηναίους”
“Όπου με βγάλει ο δρόμος μου αδελφή μου”
Χαμήλωσε τα μάτια της συγκινημένη. Τον έπιασε τρυφερά απ τον ώμο σαν να ήθελε να τον κρατήσει εδώ, κοντά της. Αφέθηκε και εκείνος στην αγκαλιά της. Για πρώτη φορά ένιωθε συγκινημένος. Σαν να ήθελε να βγει κάτι από μέσα του.
“Τι τριγυρνάει απ το μυαλό σου αδελφέ μου; Μίλα μου! Άνοιξέ μου την καρδιά σου”
“Δεν μου άφησε πολλά περιθώρια αδελφή μου. Και να θυμάσαι τούτο εδώ. Δεν είναι δική μου αυτή η επιλογή”
Έκλεισε τα μάτια της με τρόμο. Γύρισε προς το πρόσωπό του. Κάρφωσε τα μάτια της στα δικά του. Σαν να διάβαζε τις μύχιες σκέψεις του.
“Σε εξορκίζω μην το κάνεις! Είναι σαν εσύ να ανοίγεις τους ασκούς της κατάρας! Δεν το βλέπεις; Δεν νιώθεις για πού πάμε; Η δύσμοιρη η γενιά του Οιδίποδα, στο αίμα και στο άγος βουτηγμένη; αυτό θες να γίνει;”
Τραβήχτηκε λίγο από κοντά της λέγοντας:
“Σκέψου τι μου ζητάς. Είναι θέλημα των Θεών η αδικία; Είναι επιθυμία των Θεών οι προσβολές, η ατιμία; Σε ποια ζυγαριά να βάλω τη δολερή κρίση μιας κατάρας και το δίκιο αδελφή μου;”
Η Αντιγόνη σιώπησε.
“Συγχώρα με μα πρέπει να ετοιμάσω τα πράγματά μου. Η αυριανή μέρα δεν πρέπει να με βρει εδώ”
Κοντοστάθηκε με μιας. Μια τρελή ιδέα του πέρασε απ το νου. Της την είπε χωρίς δεύτερη σκέψη.
“Θέλετε να σας πάρω μαζί μου; Και τη μάνα και την Ισμήνη; Ελάτε!”
Η Αντιγόνη του χαμογέλασε πικρά.
“Αδελφέ μου, εδώ είναι το σπίτι μας, εδώ η γη μας. Και μην ξεχνάς και το άλλο. Κάτι που μέσα στην αντάρα του μυαλού σου διέφυγε. Ο πατέρας! Είναι στην Αθήνα. Ναι μεν βρήκε φιλοξενία εκεί αλλά είναι μόνος. Και μάς χρειάζεται. Και μένα και την αδελφή σου.
“Ο πατέρας…” σκέφτηκε ο Πολυνείκης με ανάμικτα συναισθήματα, “αν δεν ήταν αυτά του τα οργισμένα λόγια τώρα δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ…”
“Δεν είναι ώρα για άλλα αναθέματα αδελφέ μου. Είναι στιγμές να τα προσπεράσουμε όλα αυτά, όσο μπορούμε” του απάντησε.
Την ίδια στιγμή μπήκε στο δώμα η Ισμήνη. Κοίταξε πότε τον Πολυνείκη και πότε την Αντιγόνη.
“Πολυνείκη, είναι αλήθεια;”
“Ποιο αδελφή μου;”
“Αυτά που έμαθα, ο αδελφός μας δεν δέχεται να παραιτηθεί στη λήξη της θητείας του;”
“Σωστά το έμαθες”
“Και δεν σέβεται τη συμφωνία του;”
“Απ ότι βλέπεις…”
Η Ισμήνη έριξε μια ματιά στην Αντιγόνη. Είδε την απελπισία στο πρόσωπό της και κατάλαβε.
“Τι θα κάνεις;”
“Θα στα πει η Αντιγόνη αδελφή μου, δεν έχω ώρα. Πρέπει να ετοιμαστώ”
“Πολυνείκη μην φύγεις!” του είπε έντονα η Ισμήνη, “Δεν είναι λύση”
“Δεν σκοπεύω να αποδεχθώ τη μοίρα μου Ισμήνη μου, τώρα σας αφήνω”
“Είθε οι Θεοί να σε κάνουν να βρεις μια σοφή λύση αδελφέ μου, προσεύχομαι για αυτό” πρόλαβε να του πει η Αντιγόνη τη στιγμή που ο ίδιος έβγαινε βιαστικά από την πόρτα στο μεγάλο δώμα. Η Αντιγόνη πήρε στην αγκαλιά της την αδελφή της συντροφιά με τις σκέψεις τους που έδειχναν να σκοτεινιάζουν όλο και περισσότερο.
“Πρέπει να το σταματήσουμε όλο αυτό Αντιγόνη” Της είπε εκείνη δραματικά.
“Πολύ φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρουμε αδελφή μου”.
Έγειραν η μία στην αγκαλιά της άλλης σαν δύο μικρά δέντρα ευάλωτα στον άνεμο που λυσσομανούσε πάνω τους.
Στην ανατολή τα χρώματα της καινούργιας μέρας άρχιζαν να ροδίζουν τον ουρανό της Θήβας. Τα πρώτα κελαηδίσματα των πουλιών γέμιζαν διακριτικά με τη μουσική τους τον αέρα. Η πόλη ζούσε ακόμα μέσα στην ηρεμία της νύχτας που έφευγε. Έξω από το παλάτι στην ακρόπολη επικρατούσε μια μικρή κινητικότητα. Μια άμαξα έτοιμη να κινήσει περίμενε τους επιβάτες της . Μέσα στο εσωτερικό του παλατιού επικρατούσε επιφανειακή ηρεμία.
Στα βασιλικά δώματα σιγή. Ο βασιλιάς Ετεοκλής ήταν όρθιος. Κοιτούσε πέρα στον ορίζοντα της πόλης. Τα μάτια του απλώθηκαν στον κάμπο της Θήβας ως πέρα μακριά τα βουνά του Κιθαιρώνα. Ένας οπλισμένος άντρας στάθηκε στην είσοδο. Ο Ετεοκλής νιώθοντας την παρουσία του με ένα διακριτικό πλάγιο βήμα τον ρώτησε χωρίς να αλλάξει θέα στο βλέμμα του.
“Έφυγε;”
“Όχι ακόμα βασιλιά μου!” απάντησε δοτικά.
“Που είναι;”
“Στο παλιό δικό του δώμα τον είδα την τελευταία φορά”
“Να έχεις το νου σου”
“Έξω στο δρόμο είναι μια άμαξα που μάλλον θα τον πάρει”
“Και ποιος άλλος;”
“Δύο καβαλάρηδες, δεν τους ξέρω…”
“Να μην τους χάσετε απ τα μάτια σας ώσπου να βγουν απ τα τείχη της ακρόπολης, άκουσες;”
Ο οπλισμένος άντρας έκανε μια βαθιά υπόκλιση.
“Μάλιστα άρχοντά μου, όπως διέταξες”
“Φύγε τώρα, μην με ενοχλήσει κανείς!”
Ο οπλισμένος άντρας χαιρέτισε με μια υπόκλιση και έφυγε όπως ακριβώς ήρθε, διακριτικά και αθόρυβα. Ο Ετεοκλής γύρισε πάλι το βλέμμα του προς το μεγάλο αίθριο που έστεκε ψηλά στο παλάτι. Βγήκε στο χώρο με τα μάτια του χαμένα στον ορίζοντα.
Ο Πολυνείκης στάθηκε στην παλιά αίθουσα με τους μικρούς κίονες δεξιά και αριστερά. Με αργά βήματα πλησίασε προς τον ένα τοίχο όπου υπήρχε ένα μεγάλο μαρμάρινο κτίσμα στο δάπεδο. Στην επάνω του πλάκα ένας μεταλλικός δίσκος σκαλιστός έκαιγε σαν ένας μικρός βωμός. Δεξιά και αριστερά πιο πέρα ήταν δύο χάλκινες λαβές. Τις τράβηξε σύροντας μαζί και το πάνω μέρος. Ήταν κάτι σαν μικρή πλάκα που καθώς τραβήχτηκε άφησε το εσωτερικό ανοιχτό. Τα μάτια του έψαξαν ερευνητικά αλλά και εκστασιασμένα στο εσωτερικό του. Ανάμεσα στα άλλα βρήκε ένα μεγάλο σκαλιστό ξύλινο κουτί. Ο χρόνος πάνω του έδειχνε να έχει αφήσει άπειρα περάσματα. Καθώς το τράβηξε στα χέρια του και το έβγαλε έξω, εκείνο σαν να έβγαζε μια ξεχωριστή παράξενη λάμψη. Ένα περίεργο φως. Το πήρε λίγο πιο εκεί και το απόθεσε πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι. Στάθηκε λίγο με δέος πριν το ανοίξει. Το έκανε με μεγάλη προσοχή. Με μια αίσθηση λες και κάποιος περνούσε μέσα απ το κουτί σε μια άλλη διάσταση χρόνου άφησε το βλέμμα του να χαθεί στο εσωτερικό του.
Τα μάτια του έπεσαν σε ένα υπέροχο γυναικείο πέπλο, με χρυσοσκάλιστα σχέδια. Πόσο όμορφο. Πόσο ξεχωριστό. Λες και δεν το είχαν αγγίξει ανθρώπων χέρια. Κάτω από αυτό έλαμψε ξαφνικά ένα μυθικό περιδέραιο. Τα δάχτυλά του πέρασαν πάνω από το πέπλο με αιθέριο τρόπο ενώ άρχισαν να αγγίζουν και τις πέτρες που διακοσμούσαν το περιδέραιο. Ήταν μπροστά τους σαν μαγεμένος. Τα κομμάτια του, μέταλλα και κρύσταλλα, έλαμπαν με έναν απόκοσμο τρόπο. Στραφτάλιζαν στο φως, έκαναν δικά τους σχήματα ολόγυρα στο χώρο. Ένιωσε τα δάχτυλά του να τρέμουν χωρίς να ξέρει το γιατί. Ξάφνου την ησυχία έκοψε μια γυναικεία φωνή:
“Τα βρήκες;”
Ξαφνιάστηκε και γύρισε απότομα προς τα πίσω αφήνοντας το κουτί πάνω στο τραπέζι.
“Μητέρα!”
Εκείνη προχώρησε αργά προς το μέρος του τραπεζιού. Στάθηκε πάνω απ το κουτί, το άνοιξε αργά και θαμπώθηκε από το περιεχόμενό του.
“Τα δώρα της Αρμονίας!” ψιθύρισε συγκινημένη, “τα βρήκες;”
“Ναι μητέρα”
Το ύφος της έμοιαζε να ταξιδεύει αιώνες πίσω, ακούστηκε ήρεμη η φωνή της:
“Τα δώρα των Θεών στο γάμο των προγόνων μας, στην Αρμονία και στον Κάδμο, απ τα χέρια των Θεών! Το πέπλο και το περιδέραιο της Αφροδίτης. Κληρονομιά στη Θήβα”
“Θα τα πάρω μαζί μου μητέρα!” Της είπε σθεναρά.
“Τα βρήκα εδώ από τους προηγούμενους βασιλιάδες. Κληρονομιά γενιών και γενιών. Μού δίδαξαν οι παλιότεροι την ιστορία τους. Είναι κάτι σαν τα δώρα που σφράγισαν τη γέννα ετούτου εδώ του τόπου, γιε μου. Δεν τα φόρεσα ποτέ μου. Δεν μπορώ να σου πω να μην τα πάρεις παιδί μου”
“Θέλω να έχω κάτι και εγώ απ την πόλη μου και την ιστορία της. Δεν νομίζω να θεωρηθεί κι αυτό ατόπημά μου”
“Μακάρι γιε μου να σού φέρουν τύχη” είπε η Ιοκάστη με δυσκολία.
“Στεφάνωσαν ένα μεγάλο γάμο. Σφράγισαν μια δυνατή αγάπη”
“Ναι… αλλά… και βάσανα πολλά γιε μου… πάρα πολλά”
“Μητέρα, ήρθε η ώρα να φύγω!” της είπε πηγαίνοντας προς το κουτί.
“Η μεγάλη ώρα λοιπόν” Απάντησε εκείνη συγκινημένη.
Την κοίταξε κατά πρόσωπο. Σε λίγο ήταν στην αγκαλιά της, δυο τους, ένα σώμα, μια ψυχή.
“Παιδί μου!” της έφυγε η λέξη χωρίς καν να μπορεί να την σταματήσει. Τον έσφιγγε στην αγκαλιά της σαν να ήθελε να του δώσει ξανά ζωή.
“Πόσες ακόμα τραγικές στιγμές μού μέλει να ζήσω!” ψιθύρισε στο αυτί του με τα δάκρυά της να καίνε στο πρόσωπό της.
“Μην αποκάμεις μάνα! Τίποτα δεν κρίθηκε ακόμα! Το άδικο δεν μπορεί για πάντα να ηγεμονεύει” Της απάντησε με σθένος ψυχής. Εκείνη δεν ήθελε να δώσει συνέχεια σε μια τέτοια κουβέντα γιατί ήξερε ότι περπατούσε στο κενό έτοιμη να γκρεμιστεί από όλα.
“Θα γυρίσω Μάνα! Στο υπόσχομαι! Δώσε δύναμη στην καρδιά σου!” της είπε κοιτώντας την στα μάτια. Δυό βασανισμένα μα όμορφα ακόμα μάτια που πετάρισαν λίγο απ την ελπίδα.
Πήρε στα χέρια του το κουτί, το τύλιξε σε ένα μανδύα που είχε φέρει και έφυγε απ το δώμα.
“Θα σας δω πριν φύγω”, της είπε φεύγοντας.
Ο ήλιος θα είχε σηκωθεί για τα καλά στην πόλη της Θήβας καθώς η άμαξα κινούσε κάτω απ το παλάτι. Μπροστά της διάβαινε ένα κατάλευκο άλογο με τον Πολυνείκη στη σέλα του. Έδειχνε να λάμπει η πανοπλία του στις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Στην κρεμασμένη του ασπίδα και στο ξίφος στο θηκάρι του. Πιο πίσω δύο ακόμα καβαλάρηδες έκλειναν την μικρή εκείνη πομπή που είχε ξεκινήσει προς την έξοδο της πόλης.
Για μια στιγμή σταμάτησε. Γύρισε το βλέμμα του προς τα πίσω και ψηλά. Στο πάνω επίπεδο του παλατιού τρεις γυναικείες φιγούρες παρέστεκαν ακίνητες σαν παγωμένες στο αίθριο. Η Ιοκάστη με τις δυο της κόρες. Την Ισμήνη και την Αντιγόνη. Δεξιά και αριστερά της, σφιγμένες επάνω στο κορμί της βουτηγμένες στον φόβο και στην θλίψη. Σήκωσε το χέρι του κάνοντας ένα νεύμα χαιρετισμού στις τρεις αγαπημένες γυναίκες της ζωής του. Μέσα στα μάτια του ταξίδευε η θλίψη αλλά φώλιαζε και η οργή. Όσο μίκραιναν αυτές οι τρεις γυναικείες μορφές της ζωής του ο πόνος μεγάλωνε στο στήθος του. Γινόταν βρόγχος, τον έπνιγε. Ήθελε να φωνάξει. Να ακουστεί η κραυγή του και στις επτά πύλες της Θήβας. Και όσο εκείνες χάνονταν απ’ το βλέμμα του τόσο μια φωνή σχηματιζόταν στα χείλη του και προσπαθούσε να σπάσει το σφίξιμό τους για να ειπωθεί:
“Θα ξανάρθω! Θα γυρίσω μάνα και αδελφές μου! Να σας βαστάξω και πάλι στην αγκαλιά μου. Θα έρθω να διεκδικήσω το δίκιο και τη χαμένη μου ζωή. Αυτή που μου άδραξε με δόλιο τρόπο το ίδιο μου το αίμα. Ο αδελφός μου!”
Στο αμέσως πιο πάνω επίπεδο η μορφή ενός άντρα στεκόταν επίσης ακίνητη πάνω στις επάλξεις. Ο Ετεοκλής παρακολουθούσε βουβός, σιωπηρός, τον αδελφό του να φεύγει απ την πόλη. Με σφιγμένο στόμα και παγωμένες αισθήσεις. Με σφιγμένες γροθιές και όψη σκληρή. Έμενε εκεί ψηλά βλέποντας τη φιγούρα του να μικραίνει σιγά σιγά στον ορίζοντα του δρόμου προς τα τείχη. Ο Πολυνείκης είχε πάρει πια το δρόμο της φυγής. Βάδιζε με τη συνοδεία του για να βγει απ την πύλη της Ηλέκτρας, στα μεγάλα τείχη της Θήβας. Μιας πύλης που, αρκετό καιρό μετά, θα παιζόταν εκεί η τελευταία λέξη αυτού του δράματος βουτηγμένη στο αίμα.
ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ
[1] Όγκα, ήταν ονομασία στα Φοινικικά της ιερής δαμάλας που ακολούθησε ο Κάδμος για να στήσει τη Θήβα σύμφωνα με τον χρησμό. Ονομάστηκε έτσι και η Αθηνά στη Θήβα και χτίστηκε και βαρυσήμαντος ναός προς τιμήν της.
[2] Έριδα: πανάρχαια Θεότητα, κόρη της Νύχτας. Θεά της ζήλιας, της διχόνοιας και του τσακωμού.
Θαυμάσιο! Φεύγουμε πλέον από τα γνωστά μας μέσω των τραγωδιών και πάμε σε λιγότερο γνωστά μέρη της μυθιστορίας. Με εκνεύρισε ο Ετεοκλής αν και θεωρώ ότι ως πρωτότοκος έχει το δικαίωμα του θρόνου. Κι εδώ μπαίνει το διαχρονικό ερώτημα '' Ηθικό ή νόμιμο;'' Να μια ερώτηση να φιλοσοφήσουμε και να προβληματιστούμε. Καλή συνέχεια Γιάννη μου
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή σου μέρα και καλό μήνα κι από εδώ
Να ένα τεράστιο ερώτημα, που απασχολεί, διαχρονικά την πολιτική και όχι μόνο, διαχείριση στην κοινωνία, Άννα μου.
ΔιαγραφήΘυμάσαι την εποχή κυβέρνησης Καραμανλή νεώτερου, όταν το συγκεκριμένο ερώτημα, είχε τεθεί, μετ' επιτάσεως στον τότε υπουργό, Βουλγαράκη;
"Το νόμιμο είναι και ηθικό;"
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, πιστεύω και δεν είναι άλλη από ένα τεράστιο ΟΧΙ!
Το ότι υπάρχει ένας νόμος, που κάτι καθορίζει, δεν σημαίνει ότι αυτός υπερβαίνει τους άγραφους νόμους της φύσης.
Και αυτό στο Θηβαϊκό τραγικό κύκλο τέθηκε δύο φορές με ωμό τρόπο.
Πρώτον εδώ, όπου "νόμιμα" ο Ετεοκλής διατηρεί το θρόνο του αλλά ηθικά είναι έκθετος καθώς κάτι άλλο συμφώνησε με την οικογένειά του.
Και, δεύτερον στην κλασική σύγκρουση Κρεόντος-Αντιγόνης για την ταφή των νεκρών. Εκεί κι αν τέθηκε με τρόπο επιβλητικό.
Χάρηκα, όσο τίποτα τη συμμετοχή και την παρατήρησή σου, αγαπημένη μου φίλη. Και σε ευχαριστώ που δίνεις πάσα να ανοίξουμε το θέμα αυτό. Καλό Σαββατοκύριακο.
Τρελαίνομαι για τέτοιες συζητήσεις.
ΔιαγραφήΤο ηθικό δεν είναι πιστεύω, οι άγραφοι νόμοι της φύσης. Το ηθικό είναι οι άγραφοι νόμοι της κοινωνίας των ανθρώπων σε κάθε εποχή. Μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με τις επικρατούσες αντιλήψεις σε κάθε κοινωνία με την πάροδο των χρόνων. Εδώ έχουμε το νόμιμο που είναι γραπτοί νόμοι των ανθρώπων, να βασιλεύει ο πρωτότοκος όπως συμβαίνει και σήμερα σε πολλά κράτη που έχουν βασιλεία. Και έχουμε τον άγραφο νόμο της τιμής, της υπόσχεσης, του λόγου που έδωσαν τα δυο αδέλφια. Δώσανε τα χέρια, συμφώνησαν είναι άγραφος νόμος εντομότητας των ανθρώπων ακόμη και σήμερα. Τι είναι λοιπόν προτιμότερο; Οι γραπτοί νόμοι ή οι άγραφοι;
Ακολουθώ λοιπόν, Άννα μου, αυτήν την όμορφη και ενδιαφέρουσα συζήτηση.
ΔιαγραφήΠροτιμώ τους άγραφους νόμους, που παγιώνονται μέσα στο καμίνι της ζωής. Όπως ακριβώς τους ανέφερες. Στην περίπτωσή μας, ο Ετεοκλής πράττει το νόμιμο. Πρωτότοκος είναι, βασιλεύει. Σύμφωνα με τους νόμους της εποχής. Όμως, τι ακριβώς συμφώνησε με τους δικούς του; Προς τι η αλλαγή; Και μάλιστα χωρίς καν να τους ενημερώσει; Έχουμε μια ανέντιμη αλλαγή στη στάση του, που παραπέμπει σε υστεροβουλία.
Ευχαριστώ Άννα μου για τις αφορμές που έδωσαν αυτήν την κουβέντα μας.
Προτιμότερο και για μένα οι άγραφοι νομοι. Οι νόμοι συνείδησης και τιμής. Αν τους ακολουθούσαμε δεν θα είχαμε ανάγκη γραπτούς νόμους! Κι εγώ ευχαριστώ για τη συζήτηση
ΔιαγραφήΔεν θα διαφωνήσω Άννα μου. Και χάρηκα πολύ την όλη κουβέντα μας, πολύ σημαντική.
ΔιαγραφήΤι συμβαίνει στον άνθρωπο όταν δεν τηρεί τις υποσχέσεις του, συνήθως το πληρώνει ανάλογα με το πώς έχει ζήσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορεί μεν να πήρε ο Πολυνείκης τα δώρα της αρμονίας μαζί του, αλλά αυτό δεν θα τον προφυλάξει από την μανία της εκδίκησης που σίγουρα θα ακολουθήσει...
Τι "μέλη γενέσθαι", είμαι σίγουρη Γιάννη μου, πως μας ετοιμάζεις εκπλήξεις!
ΑΦιλιά χαμογελαστά και πάντα καρδιάς!
Ναι, Στεφανία μου. Ανάλογα ποιες αξίες προτάσσει ο άνθρωπος, αυτήν την επιλογή θα εισπράξει.
ΔιαγραφήΟ Ετεοκλής, προτάσσει την εξουσία, όπως-νομότυπα-δικαιούται. Όμως, αυτή η επιλογή θα τον οδηγήσει να πληρώσει το τίμημα.
Ο Πολυνείκης, πήρε μαζί του τα δώρα της Αρμονίας, με το συναισθηματικό σκεπτικό να έχει κάτι από την οικογένειά του, κειμήλιο μαζί του. Δεν γνωρίζει αυτή τη στιγμή ή δεν υπολογίζει σε κάτι άλλο πάνω σ' αυτά.
Merci beaucoup ma chère amie pour ton commentaire. Beaucoup de bisous de mon coeur.
Το Γαλλικό άψογο... bravo mon chèr Giannis! <3
ΔιαγραφήMille merci mon amie. Bon dimanche.
ΔιαγραφήΑχ η εξουσία τρέλανε πολλούς, περισσότερο κι από το χρήμα! Πάντα σε αυτήν την ιστορία ήμουν υπέρ του Πολυνείκη και κατά του Ετεοκλή και ποτέ δεν συμφώνησα με τις αποφάσεις που πήρε ο Κρέων αργότερα. Αυτό το κεφάλαιο Γιάννη μου άρεσε περισσότερο από τα προηγούμενα το ομολογώ. Πολλά μπράβο! Φιλιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚοίτα να δεις που ακουμπάς και στη δική μου ψυχοσύνθεση, Μαίρη μου. Και εγώ αυτό είχα στην καρδιά μου. Ο Πολυνείκης αδικήθηκε εμφανέστατα. Βέβαια θα δούμε και πώς αντέδρασε μετά για να μπορέσουμε να κρίνουμε πιο συνολικά. Όσον αφορά τον Κρέοντα, δεν το συζητώ. Υπερασπίστηκε αποφάσεις, που τον έφεραν απέναντι στα πάντα με τραγικό τρόπο.
ΔιαγραφήΧαίρομαι πολύ, που σού άρεσε το κεφάλαιο Μαίρη μου. Πιστεύω ότι τα επόμενα θα σε τραβήξουν ακόμα περισσότερο καθώς το ενδιαφέρον ανεβαίνει.
Ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου φίλη για όλα.
Πολλές αξίες συναντάμε σε αυτό το κεφαλαιο! Για την έννοια της τήρησης του λόγου, την δύναμη της αδικίας, το δίκαιο και το ηθικό.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤροφή για σκέψη σε έναν κόσμο που πρυτανεύει η αδικία! Λες και από την ιστορία μας δεν διδαχθήκαμε ποτέ.
Μπράβο Γιάννη, πολύ ωραίο και αυτό το μέρος. Με ενδιαφέροντες διαλόγους και γενόμενα. Φυσικά, ανυπομονούμε και για τα επόμενα.
Καλό απόγευμα :)
Από παλιά έρχονται τα διλήμματα Μαρίνα μου. Πάντα είναι παρόντα, πάντα ο σκεπτικισμός αλλά τα διδάγματα σκεπάζονται από τη σκοπιμότητα, την αλαζονεία, την αμετροέπεια.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ Μαρίνα μου για την παρουσία σου και τη συμμετοχή. Συνεχίζουμε.
Ακολουθούμε σταθερά τους ήρωές σου Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε το καλό να έρθει η 5η ανάρτηση.
Καλό βραδάκι
Μαρία μου, ευχαριστώ πολύ που είσαι πάντα εδώ, συμμέτοχος και αρωγός. Καλό βράδυ να έχεις καλή μου φίλη.
ΔιαγραφήΤα αιώνια διλήμματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους ξεπηδούν τόσο ανάγλυφα μέσα απ' το τραγικό αυτό κεφάλαιο. Συγκλονιστική η φιγούρα της μάνας που προφανώς και μαντεύει τις δυσοίωνες εξελίξεις αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν είμαι σίγουρη για τους λόγους που έκαναν τον Ετεοκλή να αθετήσει αυτά που είχε υποσχεθεί, προφανώς θα το δούμε παρακάτω. Όπως και να έχει, περιμένουμε τη συνέχεια στο νέο τόπο δράσης. Ένα μεγάλο "μπράβο" απ' την καρδιά μου, Γιάννη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι εγώ, Μαρία μου, ένα μεγάλο "ευχαριστώ" από τη δική μου καρδιά, αγαπημένη μου φίλη. Για την παρουσία, τη συμμετοχή σου και το βασικότερο, τον πολύτιμο χρόνο σου.
ΔιαγραφήΕλπίζω, το ταπεινό αυτό έργο, να τιμά τις στιγμές και τις προσδοκίες σου. Ναι, έχουμε να δούμε πολλά στη συνέχεια καλή μου φίλη. Η μάνα, Ιοκάστη είναι σε τραγική, πράγματι θέση. Πάνω της σκάνε όλα τούτα ισοπεδωτικά. Να είσαι καλά.
Θαυμάσια η απόδοση της συνέχειας! Εξουσία και ηθική σπανιότατα συμβαδίζουν. Η δύναμη της εξουσίας αλλοτριώνει δυστυχώς, κάτι που ήταν πάντα γνωστό, μα δεν έπαψε να επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα συνήθως με τραγικές συνέπειες.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝόμοι και ηθική είναι δημιουργήματα του ανθρώπου, όμως η διαφορά έγκειται στο τι ψιθυρίζει η καρδιά, καθώς αυτή δε λαθεύει όταν την ακούσει ο άνθρωπος προσεχτικά.
Πάω για τα επόμενα, γιατί έφυγα τελείως από τη σειρά με τέτοια καθυστέρηση. Οι υποχρεώσεις δεν επέτρεπαν να τα διαβάσω με ησυχία...
Δεν θέλω να πιέζεις τον εαυτό σου, καλή μου φίλη. Ξέρω το φόρτο σου και μην έχεις άγχος. Το έργο παραμένει εδώ και έχεις τη δυνατότητα, να σχολιάσεις, όποτε θες και αν θέλεις.
ΔιαγραφήΠραγματικά, σημασία έχει η καρδιά τι ψιθυρίζει. Πώς αντιλαμβάνεται, τι αφουγκράζεται.
Σε ευχαριστώ πολύ Γλαύκη μου απ' την καρδιά μου.
Μετα απο την περιπετεια μου εχω αρχισει να κανω σιγα σιγα παλι τις επισκεψεις μου και θα με συγχωρεσεις φιλε μου για το ατονο τον λεξεων...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟλα ετουτα που διαβασα και στις δυο συνεχειες ειναι για μενα που δεν ξερω την ιστορια αυτή (απλα τα ονοματα μου ειναι γνωστα χωρις να ξερω την συνδεση της ιστοριας τους) σαν μια εξαιρετικη ευκαιρια για μενα να μαθω και την ιστορια τους και να γινω λιγο σοφοτερη με τα γεγονοτα τις εποχης εκεινης, που δεν νομιζω οτι διαφερει και πολύ απο την σημερινη...
Τα διαβαζω σαν ενα επιμορφωτικο παραμυθι και θα περιμενω και εγω μαζι με τους φιλους την συνεχεια της!!
Να εισαι καλα , να ειναι το καλοκαιρι σου το πιο δημιουργικο απο καθε αποψη!!
Ρούλα μου, στο είπα και αλλού, καλή μου φίλη, δεν θέλω να αγχώνεσαι για επισκέψεις, σχόλια και τέτοια. Πάνω απ' όλα προέχει η γαλήνη και η ηρεμία μας. Σε παρακαλώ μην πιέζεσαι Ρούλα μου. Και να μην έρθεις καθόλου δεν αποτελεί αυτό κριτήριο για την επικοινωνία μας.
ΔιαγραφήΕπί της ουσίας του σχολίου σου, χαίρομαι που μπορώ να σού δίνω κάτι χρήσιμο. Μην το δεις σαν παραμύθι. Η δομή των γεγονότων αποτελεί ιστορία, Ρούλα μου. Φυσικά πάντα ντυμένη με τα φανταστικά στοιχεία, που ξεχωρίζουν.
Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη. Να είσαι δυνατή.