"Το Σπίτι στο Λόφο"
(Ερωτικό ρομαντικό δράμα)
Διαβάστε το με αυτήν τη μουσική
“Κώστα κοίτα!” Του είπε με το λαχάνιασμα στη φωνή της έντονο. Ο ανήφορος στο λόφο τους είχε καταβάλλει. Γύρισε προς το μέρος της να πάρει μια ανάσα.
“Τι έγινε;” Τη ρώτησε. Είχε σταθεί. Το χέρι της έδειχνε στην κορυφή του λόφου.
“Πόσο όμορφο!”
Ο νεαρός άντρας γύρισε τα μάτια του προς την κορυφή. Στεκόταν εκεί πληγωμένο, ερειπωμένο αλλά αγέρωχο. Στην κορυφή του λόφου. Ένα παλιό πέτρινο αρχοντικό με δύο πατώματα. Και γύρω-γύρω πολλά κυπαρίσσια, πανύψηλα, περήφανα λες και διαγωνίζονταν το ένα το άλλο ποιο θα αγγίξει πρώτο τον ουρανό.
Ο Κώστας έμεινε να το κοιτάζει με μια έκφραση γεμάτη συγκίνηση.
“Αυτό είναι ναι!” της είπε με κάποια σιγουριά στο λόγο του.
“Ποιο;”
“Το παλιό πέτρινο σπίτι στο λόφο”
Η νεαρή κοπέλα τον κοίταξε με μια έκφραση γεμάτη ερωτήματα.
“Το ξέρεις;”
Εξακολουθούσε να το κοιτάζει με θαυμασμό.
“Φυσικά και το ξέρω” της απάντησε με ένα γλυκό χαμόγελο.
“Και γιατί δεν μου είπες τίποτα πριν καθώς ανεβαίναμε;”
Την έπιασε τρυφερά από το χέρι.
“Γιατί ήθελα να σου κάνω έκπληξη, ήθελα να σε φέρω εδώ, να το δεις, έλα πάμε!”
Την τράβηξε με ενθουσιασμό.
“Είσαι θεότρελος” του απάντησε προσπαθώντας να συντονίσει τα βήματά της στα δικά του.
“Είμαι ερωτευμένος” της φώναξε χωρίς να την κοιτάξει.
Η Κατερίνα χαμογέλασε αυτάρεσκα. Άρχισαν σιγά-σιγά να ανεβαίνουν στην κορυφή. Ένα μεγάλο χωμάτινο μονοπάτι, παλιός δρόμος, οδηγούσε προς τα εκεί σαν ένα πελώριο φίδι στο λόφο. Ήταν γυμνός από δέντρα και μονάχα θάμνοι κάλυπταν την επιφάνειά του. Ολόγυρα στο μεγάλο σπίτι τα πανύψηλα κυπαρίσσια σχημάτιζαν κάτι σαν αυλόγυρο της φύσης που κρατούσε λες στην αγκαλιά του το μεγάλο σπίτι.
“Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το σπίτι Κώστα;” τον ρώτησε καθώς πια απείχαν λίγα μέτρα από εκεί.
“Οι παλιοί μιλάνε για μια πολύ παλιά ιστορία, κάπου στην αρχή του αιώνα μας”
“Ωωωωω ξέρουμε κάτι για αυτήν;”
“Ναι, ξέρω. Φρόντισα πριν έρθουμε να μάθω. Είχα διαβάσει κάποια πράγματα για την ιστορία του σπιτιού αλλά τώρα έχω κλείσει τον κύκλο των όσων έχω μάθει”
“Περιμένω να την ακούσω”, του είπε.
“Φτάσαμε!” Απάντησε εκείνος. Σταμάτησαν λίγα μέτρα πριν το κτίριο. Γύρισαν το βλέμμα τους προς τα πίσω από εκεί που ξεκίνησαν.
“Θεέ μου είναι υπέροχα από εδώ!” αναφώνησε η Κατερίνα. Άπλωσαν πέρα το βλέμμα τους ως κάτω εκεί που ξεκινούσε η παλιά κωμόπολη. Και ύστερα η θάλασσα. Μουντή, βαριά. Με τις ανταύγειες του χειμωνιάτικου ουρανού.
“Να εκεί βλέπεις; πέρα δεξιά, εκεί που τελειώνουν τα σπίτια ήταν το παλιό λιμάνι”
“Τώρα;”
“Με την κρίση του μεσοπολέμου μαράζωσε. Παλιά είχε μεταλλεία εδώ πίσω απ το βουνό. Όλη η παραγωγή ερχόταν εδώ στο λιμάνι και έφευγε με καράβια. Μετά ήρθε ο πόλεμος. Η εξόρυξη σταμάτησε, τα μεταλλεία έκλεισαν και έτσι το λιμάνι δεν είχε πια ζωή, έσβησε μαράζωσε”
“Όπως και το σπίτι στο λόφο”, του είπε η Κατερίνα σαν να συντόνιζε τις σκέψεις της μαζί του.
“Ακριβώς, μόνο που σβήνοντας το λιμάνι πήρε μαζί του και το σπίτι”
Τον κοίταξε στα μάτια.
“Δηλαδή”
“Η ιστορία του σπιτιού είναι άμεσα δεμένη με το λιμάνι Κατερίνα”
“Με ποιο τρόπο; ποιος έμενε εδώ; κάποια πλούσια οικογένεια της πόλης;”
“Όχι ακριβώς, και συγκεκριμένα τούτο το σπίτι και το λιμάνι κάτω τα έδενε κάτι συγκεκριμένο”
“Θα μου πεις; Αδημονώ”
“Ένα άλλο ας πούμε σπίτι, ένα σπίτι διαφορετικό”
“Δηλαδή;”
Σταμάτησε λίγο την αφήγησή του. Την έπιασε τρυφερά απ το χέρι.
“Πάμε να το δούμε όσο γίνεται. Γιατί μέσα δεν μπορούμε να μπούμε. Όλα είναι ερειπωμένα”
“Θέλω να μου πεις, μου ξύπνησες τη φαντασία μου τώρα…”
Την πήρε αγκαλιά και την τράβηξε προς τη μεγάλη κεντρική πόρτα του σπιτιού. Στάθηκαν μπροστά στη μεγάλη πόρτα. Τα σκαλίσματα στην σοβατεπί ήταν πανέμορφα αν και το πέρασμα του χρόνου και της εγκατάλειψης ήταν ολοφάνερα παντού. Στην είσοδο αλλά και παντού αγριόχορτα και αγριολούλουδα. Ο Δυνατός Βοριάς έδερνε το σπίτι από παντού όπως έστεκε εκτεθειμένο εκεί ψηλά. Από τα παντζούρια, βαριά και όμορφα ξύλινα, όσα είχαν μείνει, κρέμονταν στην εγκατάλειψη. Πολλά από αυτά χτυπούσαν στον γδαρμένο τοίχο απ’ τη δύναμη του αγέρα.
“Λοιπόν;” τον ρώτησε ξανά. Γύρισε προς το μέρος της. Πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του τρυφερά. Χάιδεψε τα καστανά μαλλιά της και ξεκίνησε. Αργά, ήρεμα, με μια διάθεση ποιητική αλλά και μια συγκίνηση που ολοένα δυνάμωνε καθώς περπατούσαν αργά κάνοντας την περίμετρο του μεγάλου σπιτιού. Έτσι νοερά η σκέψη και η φαντασία τους έτρεξε πολλές δεκαετίες πριν ζώντας την ίδια την ιστορία του.
@@@@@@@@@@@@@@@
Τα βήματά της μέσα στην ξανθή θάλασσα από τα στάχυα της έδιναν μια κίνηση σαν το μικρό κύμα που αναδεύει τη θάλασσα. Η Δάφνη. Στη φλόγα της νιότης. Ψηλή, λυγερόκορμη, έλαμπε μέσα στην απέριττη ομορφιά της. Τα καστανά της μαλλιά χύνονταν λεύτερα στο γλυκό της πρόσωπο. Ο αέρας πάνω ψηλά στο λόφο τα έκανε να ανεμίζουν άτακτα. Τα αμυγδαλωτά της μάτια ταξίδευαν πέρα μακριά στον ορίζοντα. Προσπαθούσαν να βρουν προσμονές να σκαλώσουν, όνειρα να σταθούν. Από τη μια το μεγάλο πέτρινο αρχοντικό που έστεκε περήφανο στην κορυφή του λόφου. Με τα ψηλά κυπαρίσσια που χάιδευαν τον ουρανό. Με τα χωράφια του ολόγυρα που ζωγράφιζαν πολύχρωμους καμβάδες πάνω στο κορμί της φύσης. Αλλά και με τον Κωνσταντή. Το μονάκριβο παλικάρι του σπιτιού. Σμιλεμένο μέσα στο πάθος και στην αψάδα της νιότης αλλά και της θέρμης της ψυχής του.
Από την άλλη κάτω η πόλη. Μια μικρή πολιτεία με τους ανθρώπους της, τα σπίτια τους, τις ζωές τους. Κάπου εκεί και το δικό της. Και το λιμάνι! Ναι το λιμάνι που τα βράδια στολίζονταν με μικρά και μεγάλα πολύχρωμα φώτα που έλαμπαν στην προβλήτα του αλλά και στα μικρά πλακόστρωτα στενά του. Το λιμάνι. Εκεί που τα καράβια έδεναν στο ντόκο για να πάρουν στα αμπάρια τους το πολύτιμο μετάλλευμα από τα μεταλλεία. Τα καράβια που ερχόταν και έφευγαν στολισμένα σαν πυγολαμπίδες τις νύχτες. Λουσμένα στο φως των αστεριών και του φεγγαριού.
Τα καράβια με τους αξιωματικούς και τους ναύτες, τους εμπόρους και επιβάτες, που ξεχύνονταν στο λιμάνι για να ξαποστάσουν τις λίγες ελεύθερες στιγμές τους μέχρι να ξαναπιάσουν πάλι τις θέσεις τους στο ξεφόρτωμα, στο φόρτωμα, να κλείσουν τις δουλειές τους και στο καινούργιο ταξίδι. Εκεί έπαιζαν τα μάτια της Δάφνης. Κάθε φορά που θα ανέβαινε ξέγνοιαστη στον ελεύθερο χρόνο της στο λόφο. Και κάπου εκεί θα μπλέκονταν τα όνειρά της για το αύριο της ζωής της.
“Δάφνη!”
Η κρυστάλλινη φωνή του Κωνσταντή σταμάτησε το ταξίδι των ματιών της. Γύρισε και τον είδε να στέκεται λίγο έξω απ την μεγάλη αυλή του πέτρινου σπιτιού. Το χαμόγελό του ήταν γεμάτο από το χρυσάφι που έδιναν οι ακτίνες του ήλιου στο γέρμα. Όπως κάθε σούρουπο, έτσι και τώρα την καρτερούσε να την ανταμώσει εκεί ψηλά και να αγκαλιάσει την καρδιά του με την παρουσία της και την προσδοκία του λόγου της.
“Γεια σου Κωνσταντή!”
Εκείνος την πλησίασε. Στάθηκε δίπλα της με το χαμογελαστό πρόσωπό του να αντικρίζει το δικό της. Ήταν καιρό ερωτευμένος μαζί της. Έναν έρωτα βαθύ, απόλυτο, φορτωμένο με την μορφή της, τα γραμμένα της χείλη, το χυμώδες κορμί της. Την καρδιά της ολάκερη μέσα στα χέρια του. Έναν έρωτα που κρυφόπαιζε στα λόγια τους φοβισμένος να ειπωθεί διάπλατα και ανοιχτά.
Και για τη Δάφνη δεν της ήταν αδιάφορος. Την τραβούσε η παρουσία του, η αύρα του. Την γοήτευε αφόρητα ο πόθος του, την κανάκευαν τα γλυκά του λόγια, την φούσκωναν το ότι γέμιζε τα όνειρά του με την ανάσα της.
“Γεια σου και σένα Δάφνη” Της αποκρίθηκε συνεχίζοντας “Σήμερα είσαι τόσο όμορφη”
“Βρίσκεις;” τον ρώτησε γεμάτη με εκείνο το παιχνιδιάρικο ύφος της, σαν το πέταγμα της άγουρης πεταλούδας πάνω στα ανθισμένα λουλούδια.
“Πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το νιώσεις Δάφνη”
Πετάρισε δίπλα του γεμάτη τσαχπινιά. Της άρεσε να τον αναστατώνει.
“Πάμε να περπατήσουμε;” Της είπε.
Άρχισαν να τρέχουν πάνω στο λόφο. Ξεμάκρυναν λίγο απ το σπίτι, τράβηξαν έξω απ τον αυλόγυρο, πέρασαν τα όρια απ τα μεγάλα κυπαρίσσια. Κίνησε τα βήματά της πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Σε λίγο έτρεχε ανάμεσα στα χωράφια με εκείνον ξωπίσω της. Την πρόφτασε. Άπλωσε τα δυνατά του χέρια και την άδραξε απ τους καρπούς.
“Περίμενε!”
Εκείνη γέλασε.
“Γιατί πρέπει πάντα να φεύγεις; ένα σου λόγο θέλω, ένα σου βλέμμα”
“Τι βλέμμα;” Του είπε γυρίζοντας απότομα στο πρόσωπό του. Τα χείλη τους ήρθαν πολύ κοντά, οι καυτές τους ανάσες έσμιξαν αναστατωμένες. Άπλωσε τα χέρια του στα δικά της, τα τράβηξε στην αγκαλιά του.
“Πες μου”, της είπε, “Δεν νιώθεις τίποτα για μένα; Δάφνη; Σ’ αγαπώ! Πόσες φορές πρέπει να στο πω”
Τον κοίταξε στα μάτια. Απ τη μια το ένιωθε ότι συνέβαινε, το περίμενε ότι κάποια στιγμή θα της το έλεγε. Απ την άλλη ξαφνιάστηκε, λες και τώρα συνειδητοποιούσε τη σημασία του.
“Δεν μιλάς; Ξέρεις ότι για μένα είσαι μια ολάκερη ζωή” της είπε.
“Δεν ξέρω….” Ψέλισε, “Ναι…” Κόμπιασε.
“Δεν είμαι τίποτα για σένα; τίποτα;” της είπε ικετευτικά.
“Είσαι Κωνσταντή, ναι, είσαι….”
Τα πρόσωπά τους πλησίασαν ακόμα πιο πολύ. Την τράβηξε απαλά στην αγκαλιά του, τα χείλη τους έσμιξαν σε ένα απαλό, τρυφερό φιλί. Η καρδιά της Δάφνης χόρευε σε έναν άναρχο ρυθμό. Τα συναισθήματα έστηναν χορό μέσα της. Τράβηξε το κεφάλι της να γείρει στον ώμο του στο πλάι και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της αλλά συνάμα το βλέμμα της όπως ήταν στραμμένο έβλεπε τα φώτα του λιμανιού να αρχίζουν να ανάβουν σιγά σιγά στο δειλινό που προχωρούσε. Αυτά τα φώτα που πάντα μέσα της ασκούσαν τη δική τους γοητεία και σιγοτραγουδούσαν το δικό τους κάλεσμα.
Άρχισαν πάλι να περπατούν.
“Θέλω να σε βάλω στο πλάι μου για μια ζωή Δάφνη, να γίνεις δική μου, γυναίκα μου στο σπιτικό μας”
“Εδώ στο λόφο; στη πόλη αυτή;”
“Ναι εδώ. Σε τούτο το λόφο, ψηλά. Λουσμένοι στον αγέρα και στον ήλιο. Στα αστέρια και στο φεγγάρι”
“Η ζωή Κωνσταντή; Η νιότη μας; που θα ζήσουμε τη νιότη μας; Εδώ; σε τούτο το χωριό;”
“Στο σπιτικό της δικής μας αγάπης Δάφνη” της είπε.
Την αγκάλιασε στο πλάι του ξανά. Εκείνη σκεφτόταν. Όλα! Τη φλόγα μέσα της. Τα ταξιδιάρικα όνειρά της. Το λιμάνι, τα φώτα του. Τα καράβια του έφευγαν και ξανοίγονταν για τις μεγάλες πολιτείες.
Εκείνο το βράδυ είχε βγει βόλτα στη παραλία με τις φίλες της. Εκεί, στο μεγάλο δρόμο που έμοιαζε με νυφοπάζαρο. Και να τα αγόρια της μικρής πόλης να τις ακολουθούν κατά πόδας. Να τα γέλια, τα πεταρίσματα. Το φλέρτ.
“Πω πω πέρασε η ώρα, βράδιασε, πρέπει να φύγουμε” Ακούστηκαν οι φίλες της. “Δάφνη καλό βράδυ, να γυρίσεις και εσύ”
“Ναι κορίτσια, θα γυρίσω και εγώ”
Αποχαιρετίστηκαν. Οι φίλες της χάθηκαν στα στενά προς τα σπίτια τους. Η Δάφνη κοντοστάθηκε. Για μια ακόμα φορά τα φώτα του λιμανιού πιο πέρα είχαν ήδη ανάψει. Το κάλεσμα, το δικό τους τραγούδι. Χωρίς να το καταλάβει άρχισε να περπατάει στην προβλήτα του λιμανιού. Έφτασε στα στενά του. Τα μάτια της έπεσαν σε δυό μεγάλα καράβια που έμεναν ακίνητα και φωτισμένα στο λιμάνι. Σαν δυο μεγάλα πουλιά ταξιδιάρικα σε άλλες πολιτείες και θάλασσες. Φορτωμένες υποσχέσεις.
Χωρίς να το καταλάβει είχε πια προχωρήσει για τα καλά στο λιμάνι. Πίσω της τα φώτα απ τα μαγαζιά την έλουζαν στα μαλλιά της. Γύρισε ξαφνικά το βλέμμα της προς τα εκεί. Μαγαζιά ολόφωτα, με άντρες πολλούς αλλά και γυναίκες φανταχτερές, προκλητικές, ατίθασες. Τα μάτια της καρφώθηκαν λαίμαργα στις αγκαλιές. Και πιο εκεί ένα μεγάλο σπίτι, το μικρό πανδοχείο στο λιμάνι με τα κόκκινα φώτα του, πόσο όμορφο και αινιγματικό έδειχνε. Είδε πολλά ζευγάρια να μπαινοβγαίνουν στα σκαλιά του και ρόδισε το πρόσωπό της.
“Προσέχετε θα χτυπήσετε!”
Η Δάφνη γύρισε απότομα. Το χέρι ενός άντρα την κράτησε λίγο πριν πέσει πάνω στον κάβο.
“Με συγχωρείτε” πρόλαβε να τραυλίσει. Τα μάτια της έμειναν ακίνητα στα δικά του. Ήταν όμορφος καλοντυμένος. Έλαμπε στη νιότη και στο ντύσιμό του. Κάποιος έμπορος θα είναι, σκέφτηκε.
“Έτσι απρόσεχτα περπατάτε πάντα;”
“Περπατούσα και αφαιρέθηκα λίγο”
“Είναι επικίνδυνο αυτό” της είπε με γοητεία χωρίς να την αφήνει απ τα μάτια του. Συνέχισε:
“Φοίβος” της είπε απλώνοντας το χέρι του στο δικό της. Είδε το δισταγμό της. Εξακολουθούσε να τον κοιτά ξαφνιασμένη.
“Εσεις;” επέμενε εκείνος.
“Δάφνη…” κατάφερε να ψελλίσει απλώνοντας και το δικό της χέρι. Στο άγγιγμά τους ένιωσε τη θέρμη του και την τόλμη του.
“Λοιπόν Δάφνη; να τολμήσω να ρωτήσω τι θέλει μια όμορφη γυναίκα εδώ στα δικά μας μέρη;”
“Δικά σας; θέλετε να πείτε…”
“Είμαι έμπορος και με έφερε κάποιο απ τα καράβια”, της είπε.
“Σε αυτά εδώ;” τον ρώτησε περισσότερο ξεθαρρεμένη τώρα, κοιτώντας με θαυμασμό.
“Ναι στον Ωκεανό” της είπε δείχνοντας το ένα από τα δύο καράβια στο βάθος.
"Κάνω συχνά αυτό το ταξίδι γιατί κλείνουμε κάποιες δουλείες με τα μεταλλεία, είσαι εδώ ντόπια;"
"Ναι, ναι..." Του απάντησε σφιγμένη η Δάφνη.
Ξεκίνησαν να περπατούν, να μιλούν για κάμποση ώρα.
“Πρέπει να φύγω, έχω αργήσει”, του είπε.
“Να σε συνοδεύσω”
“Όχι ευχαριστώ”
Άπλωσε το χέρι του στο δικό της, ένιωσε να ριγά στο σφίξιμο του.
“Χάρηκα που σε γνώρισα Δάφνη”, της είπε.
Του χαμογέλασε αμήχανα τραβώντας το χέρι της.
“Να σε περιμένω αύριο στις επτά το απόγευμα εδώ;” την ρώτησε.
"Έτσι είστε πάντα εσείς απ τις μεγάλες πόλεις; τόσο βιαστικοί;" αντέδρασε εκείνη.
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια,
"Αν κάτι μας τραβήξει σοβαρά την προσοχή ναι!" της είπε με περισσό θάρρος που την αναστάτωσε πιο πολύ.
“Καληνύχτα” Του είπε γυρίζοντας την πλάτη της και επιταχύνοντας τα βήματά της. Μέσα της η καρδιά της χόρευε έναν τρελό ρυθμό καθώς ένιωθε τη ματιά του στην πλάτη της. Ήθελε τόσο να γυρίσει να τον δει.
“Σηκώνει σύννεφα απόψε”, ακούστηκε η φωνή του Κωνσταντή καθώς το βλέμμα του απλώθηκε πέρα στον ορίζοντα στη θάλασσα.
“Που;” ρώτησε η Δάφνη.
“Να εκεί δεν βλέπεις απέναντι”, της έδειξε με το χέρι του. Την έσφιξε στο πλάι του καθώς είχαν σταθεί στην κορυφή του λόφου. Ο σημερινός τους περίπατος, όπως πάντα, δυό τους, στην αύρα του ανέμου που έδερνε βροχιάρης το λόφο. Ένιωσε το ελαφρύ τρέμουλο του κορμιού της.
“Τι έχεις απόψε;” την ρώτησε.
“Τίποτα, σαν τι να έχω”, του είπε.
“Να, σε βλέπω λίγο σφιγμένη, λίγο ταραγμένη”
“Όχι, απλά κάνει ψύχρα Κωνσταντή”, του είπε.
Εκείνος κοίταξε το ρολόι του.
“Επτά η ώρα, μίκρυνε πολύ η μέρα” είπε. Την τράβηξε στην αγκαλιά του. Αφέθηκε στα χέρια του σαν άβουλο μικρό πουλί. Τα χείλη του Κωνσταντή ταξίδευαν στο λαιμό της, στους ώμους της. Όμω το δικό της βλέμμα της απλώθηκε πέρα στο λιμάνι. Έψαξε τα φώτα του που ήδη είχαν ανάψει. Το σχήμα των καραβιών. Φαντάστηκε τον κάβο και κάποιον να περιμένει εκεί μόνος.
Η Ώρα πήγε οκτώ και ο Φοίβος σηκώθηκε από τον μεγάλο κάβο. Έριξε μια τελευταία ματιά ολόγυρα γυρεύοντας τη μορφή της. Ξεφύσηξε δυνατά και πήρε το δρόμο της επιστροφής προς το μικρό Πανδοχείο με μια μικρή μελαγχολία στο πρόσωπό του.
“Θέλω να ζήσουμε μαζί Δάφνη!” της είπε καθώς γύριζαν στο σπίτι για το δρόμο της επιστροφής.
“Αργήσαμε Κωνσταντή, πρέπει να γυρίσω”, του είπε.
Χώρισαν λίγο έξω από τη μεγάλη αυλή. Το φιλί της ήταν κρύο, τυπικό, αμήχανο. Και η νύχτα για το νεαρό παλικάρι ξεκινούσε με βαριές ανάσες και πολλά ερωτήματα καθώς την έβλεπε να κατεβαίνει το χωμάτινο μονοπάτι προς τη πόλη.
Την επόμενη μέρα την ίδια ώρα ο Φοίβος ήταν πάλι εκεί στο ίδιο μέρος. Και περίμενε. Ώσπου την είδε από μακριά να πλησιάζει προσεκτικά. Το χαμόγελο έλαμψε στο πρόσωπό του.
“Επιτέλους ήρθες!” Της είπε.
“Πάμε να περπατήσουμε;” τον ρώτησε.
Ξεκίνησαν. Στα χρώματα του δειλινού τα σώματά τους έτσι κοντά το ένα στο άλλο έγιναν δυο μαβιές σκιές από ψηλά κατά μήκος της παραλίας. Και της μίλησε, για εκείνον. Για τα όνειρά του, τη δουλειά του, τους άλλους κόσμους του. Και η Δάφνη ταξίδευε. Σε όνειρα που αποκτούσαν σχήμα, σε προσδοκίες που ντύνονταν με μέλλον. Γέμισε με καλούδια, με ζωή, με πολύχρωμα φώτα, με ταξίδια σε πολλούς τόπους. Αχ πόσο της άρεσαν τα ταξίδια.
Και εκεί κάπου στο τέρμα του γιαλού. Με τον ήλιο να έχει χαθεί στην αγκαλιά της θάλασσας έγειρε στην αγκαλιά του, γεύτηκε το φιλί του, τρυφερά στην αγκαλιά του. Μόνο που φεύγοντας το βλέμμα της πλανήθηκε αντίκρυ ψηλά στο λόφο. Και το μεγάλο σπίτι στο λόφο ορθώνονταν ψηλά ένας παγερός σκούρος όγκος.
“Κωνσταντή δεν έχουμε ζωή εδώ”, του είπε και εκείνος ένιωσε την καρδιά του να παγώνει σαν να την άγγιξε σκληρό μάρμαρο.
“Δάφνη!”
“Δεν θέλω να ριζώσω εδώ, δεν θέλω να βουλιάξω στη μιζέρια αυτής της πόλης και στα νοτισμένα γκρίζα σοκάκια της, θέλω να ζήσω…”
“Δάφνη! Με τι θα αντάλλαζες τη μαγεία αυτής της θέας. Τι καλύτερο θα ήταν απ το να αγγίζεις τον ουρανό κάθε πρωί και να τον αποχαιρετάς το βράδυ σαν σμίγουν τα χέρια σου με το φεγγάρι”
Δεν απάντησε. Μήτε σε αυτό μήτε σε πολλά.
“Θέλω να ζήσω Κωνσταντή!” του είπε σαν χώρισαν. Και εκείνος δεν ήξερε πως να νιώσει σαν τα τρεμάμενα χείλη της τον αποχαιρετούσαν με ένα φιλί στο μάγουλο.
“Αν μ αγαπάς πραγματικά κατάλαβε με”, του είπε καθώς γύρισε μια τελευταία φορά να τον κοιτάξει όπως την θωρούσε ενώ κατηφόριζε ήδη το μεγάλο χωμάτινο μονοπάτι.
Πολλά δειλινά τον βρήκαν να στέκει ολομόναχος εκεί ψηλά στο λόφο και τα μάτια του να πονούν απ την προσμονή. Η Δάφνη δεν ανέβαινε πια στο μεγάλο πέτρινο σπίτι. Ώσπου αποφάσισε εκείνος να πάρει την κατηφοριά και να πάει να την ψάξει, να την βρει. Και το έκανε εκείνο το σούρουπο. Έφτασε ως κάτω στη βάση του λόφου, πήρε το δρόμο προς το λιμάνι, πέρασε μέσα απ τα στενά του και βάδιζε προς τη πόλη, στο σπιτικό της.
Ώσπου λίγο έξω από το μικρό πανδοχείο την είδε! Γεμάτη φλόγα στο πρόσωπο και χάρη στο κορμί να πηγαίνει προς την είσοδο. Και παγωμένος χωρίς ανάσα την είδε να ρίχνεται στην αγκαλιά ενός άντρα. Και τους δυό τους τύλιξε το κόκκινο φως της εισόδου του Πανδοχείου σαν οι φιγούρες τους χάνοντας στα εσωτερικά σκαλιά του.
Αλλοπαρμένος και ασταθής έμεινε να κοιτά αποσβολωμένος τα φωτισμένα παράθυρα του πανδοχείου. Σε κάποιο δωμάτιο από αυτά ο Φοίβος τύλιγε τα χέρια του δυνατά γύρω απ το κορμί της Δάφνης που σπαρταρούσε στα χέρια του. Έβγαζε το φουστάνι της απαλά την ώρα που τα χείλη του έκαιγαν τα δικά της. Και με το βλέμμα του χάιδευε κάθε εκατοστό του γυμνού κορμιού της στα χέρια του. Το περίγραμμα των γυμνών σωμάτων τους έγινε γκρίζο πίσω απ την κουρτίνα καθώς οι σκληρές ρώγες από το στήθος της έγιναν μικρές πηγές ηδονής και ζωής στα χείλη του Φοίβου.
Ο Κωνσταντής πήρε αργά και βουβά το δρόμο του γυρισμού. Παγωμένος, ανέκφραστος. Με τα μάτια του να καίνε από τα πύρινα δάκριά του. Ναι τα δάκρυά που έκαναν υγρές γραμμές στο πρόσωπό του την ίδια στιγμή που ο Φοίβος την έκανε δική του. Την ίδια στιγμή που τα χέρια του ταξίδευαν στο μουσκεμένο της είναι και τα χείλη του σκορπούσαν φωτιά στα υγρά της πόδια.
Ο ανήφορος φαινόταν βουνό στον Κωνσταντή. Και αγκομαχούσε. Όπως αγκομαχούσε την ίδια στιγμή και η Δάφνη όταν τα ανοιχτά της πόδια τυλίχτηκαν στο δυνατό κορμί του Φοίβου και τα αδημονούντα χέρια της τον τραβούσαν την ώρα που μπήκε μέσα της με πάθος. Και τα πετράδια με τους θάμνους φάνηκαν αλλόκοτα απόψε στον Κωνσταντή. Σκληρά, κοφτερά, σαν βασανιστικά καρφιά στα πόδια του. Σαν τους αναστεναγμούς εκείνης την ώρα που κυμάτιζε το κορμί της ηδονικά και αχόρταγα.
Ο Γολγοθάς στην κορυφή του λόφου. Η Ανάβαση στην κορύφωση της ηδονής. Τέσσερις καρδιές που πάλλονταν για διαφορετικό λόγο. Και την ώρα που εκείνη φώναξε “Σε θέλω μέσα μου να τελειώσεις”, εκείνος στην άλλη άκρη είχε πια φτάσει στο τέλος. Στο τέλος του λόφου. Στο μεγάλο πέτρινο σπίτι.
Τη στιγμή που τα υγρά της κορύφωσης κυλούσαν ανάμεσα στα καυτά της πόδια και οι κραυγές τους άγγιζαν τις καρδιές τους, γίνονταν φωνές που έσμιγαν με τον αγέρα και έφταναν ως πάνω ψηλά στο λόφο. Την ίδια ακριβώς στιγμή το ύστατο δάκρυ κυλούσε στο μάγουλο του Κωνσταντή σαν αποχαιρετισμό στη ζωή καθώς το πόδι του πέταξε μακριά το σκαμνί κάτω απ τα πόδια του, αφήνοντας το κορμί του να αιωρείται άψυχο, κρεμασμένο στο σχοινί του μεγάλου πεύκου.
Οι ανάσες του Φοίβου και της Δάφνης γεννούσαν το δικό τους τραγούδι λες και συνόδευαν το βουή που έκαναν τα αψηλόκορφα κυπαρίσσια και τα πεύκα ολόγυρα στο πέτρινο σπίτι στο λόφο.
@@@@@@@@@@@@@
“Θεέ μου τραγικό, τι πόνος!” Είπε έντονα συγκινημένη ίσως και δακρυσμένη η Κατερίνα όταν ο Κώστας τελείωσε τη διήγησή του.
“Και τι αντίθεση!” Της απάντησε ο Κώστας αγκαλιάζοντάς την στοργικά.
“Ξέρουμε τι απέγινε η Δάφνη;”
“Έφυγε με τον Φοίβο αμέσως μετά. Κάποιοι λένε ότι παντρεύτηκαν πέρα μακριά σε άλλες πολιτείες”
“Και ο Κωνσταντής…..”
"Να εδώ!", της είπε καθώς στάθηκαν κάτω από ένα τεράστιο πεύκο που υψώνονταν αρχοντικά μπροστά τους με τα κλαδιά του απλωμένα ψηλά στον ουρανό.
Πήραν το δρόμο προς την εξώπορτα.
“Αυτή είναι η ιστορία του μεγάλου πέτρινου σπιτιού στο λόφο. Από τότε λένε, κανείς δεν έζησε ξανά εδώ. Το σπίτι ερήμωσε, χάνεται χρόνο με το χρόνο μέσα στη λήθη και στο πόνο.
“Σ’ αγαπώ!” Του είπε εκείνη αγκαλιάζοντάς τον.
“Και εγώ Κατερίνα!”
Έριξαν μια τελευταία ματιά στο σκούρο βαρύ όγκο του σπιτιού και πήραν τον κατήφορο στο μεγάλο χωμάτινο δρόμο. Βάδιζαν βουβοί. Και μέσα σε αυτή τη φορτισμένη σιωπή, γεμάτη συγκίνηση, ακούγονταν ανατριχιαστικά εκείνη η βουή που έκαναν τα κυπαρίσσια στην ένταση του αγέρα, εκείνη τη γνώριμη βουή στην απόλυτη νεκρική γαλήνη που συναντάς στα κοιμητήρια.
Τέλος
Γιάννη ωραίο και ευαίσθητο διήγημα. Οι περιγραφές μα περισσότερο οι διάλογοι το ζωντανεύουν. Μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρηκα που σου άρεσε Γιώργο! Η άποψή σου για μένα σημαντική πάντα. Να είσαι καλά αγαπητέ φίλε.
ΔιαγραφήΡομαντικά μας ταξίδεψες απόψε. Και ο ρομαντισμός έχει και δράμα σίγουρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι ο Κωνσταντής αγάπησε αληθινά, αλλά δεν αγαπήθηκε. Είχαν και τόσο διαφορετικές προσμονές από τη ζωή. Τόσο διαφορετικά όνειρα...
Έτσι γίνεται στη ζωή
Ωραίες περιγραφές.
Ευχαριστούμε Γιάννη για το ταξίδι αυτό
Καλό σου βράδυ
Ναι Άννα μου. Είχα καιρό να γράψω κάτι σε ρομαντικό δραματικό ύφος. Να μας ταξιδέψει πίσω σε λυρικές σχολές και προσμονές ονείρων. Αποκλίνοντα όνειρα καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ πολύ. Καλό βράδυ και βδομάδα να έχουμε.
ΔιαγραφήΚαλημέρα Γιάννη!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια ιστορία, που άνετα θα μπορούσε να περάσει στον κινηματόγραφο. Δεν ξεχνώ τη σχετική τριβή σου επί του θέματος...
Σωστή η ιδέα σου για ...μουσική κάλυψη, βοήθησε στην ανάπλαση του σκηνικού.
Νάσαι καλά!!!!
Καλησπέρα Βασίλη.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ αγαπητέ φίλε. Με συγκινείς. Να είστε καλά, να προσέχετε εκεί πάνω. Προχωράμε δυνατά.
Πειστικοί διάλογοι, ωραία γλώσσα, πλοκή ελκυστική.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα δυνατό ερωτικό διήγημα, που παρά την τραγική του πτυχή σού αφήνει τη γεύση ενός ωραίου αναγνώσματος.
Ένα ακόμα στοιχείο που αποδεικνύει συγγραφική δεξιοτεχνία, είναι η προοικονομία «Ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς της αλλά συνάμα το βλέμμα της όπως ήταν στραμμένο έβλεπε τα φώτα τού λιμανιού…».
Μπορεί να ενταχθεί αυτούσιο το διήγημα σ’ ένα μυθιστόρημα. Καλή συνέχεια, Γιάννη!
Άρη μου, οι συμβουλές σου για μένα ξέρεις ότι είναι και σημαντικές και γεμάτες συναισθήματα. Σε ευχαριστώ πολύ αγαπητέ φίλε για όλα. Να είμαστε καλά, καλή βδομάδα.
ΔιαγραφήΠάρα πολύ όμορφο ακόμη και αν μου άφησε μια πικρή επίγευση στο τέλος του. Πολύ έντεχνα μας δώσατε τις διάφορες πιθανότητες στον έρωτα, που ούτως ή άλλως είναι τζόκερ. Ο Κωνσταντής το έχασε, η Δάφνη το κέρδισε και τώρα άλλα δύο παιδιά, φαίνονται να ετοιμάζονται να παίξουν..Οι περιγραφές όμορφες και κατά κάποιο τρόπο μελαγχολικές από την αρχή τους κιόλας, που δεν γνωρίζουμε τι πρόκειται να γίνει και αυτή η παράλληλη δράση στο τέλος εξαιρετική! Μπράβο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάρη, αγαπητέ φίλε, καλώς όρισες στο δικτυακό σπιτικό μου. Τιμή και χαρά μου!
ΔιαγραφήΟι παράλληλες δράσεις είναι όμορφες και βοηθούν στην ανάπτυξη ενός διηγήματος πιστεύω.
Να είμαστε καλά να δημιουργούμε.
Υπεροχο Γιαννη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓεματο εικονες και συναισθηματα
Κική μου, σε ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη, να είσαι καλά για τα ζεστά σου λόγια.
ΔιαγραφήΠολύ ωραίο Γιάννη μου και όσο το διάβαζα άκουγα την αγαπημένη μου κέλτικη μουσική. Ευχαριστούμε πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιρήνη μου, σου άρεσε η μουσική; χαίρομαι κοπέλα μου. Και χαίρομαι και για τα λόγια και συναισθήματά σου. Στέλνω φιλιά για καλή βδομάδα.
ΔιαγραφήΗ γραφή σας με συγκίνησε για μια ακόμη φορά...αχ ο καημένος ο Κωσταντής...έτσι είναι ο πόνος του έρωτα...υπέροχο, και σου αφήνει μια αίσθηση μελαγχολίας..
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατερίνα μου σε ευχαριστώ πολύ κοπέλα μου. Χαίρομαι που σου άρεσε. Ευχαριστώ για τα συναισθήματά σου και το χρόνο σου. Την καλησπέρα μου.
ΔιαγραφήΗ ομορφιά κι ο πόνος, ο αδικαίωτος έρωτας και το πάθος, περιπλεγμένες αντιθέσεις με απροσδόκητο τέλος. Ένα πανέμορφο σπίτι με μια τόσο θλιβερή ιστορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧρειάζεται μαεστρία να πλέκεις μια ιστορία που η δομή της παρότι κατακλύζεται από συναισθήματα-κάτι που κατέχεις καλά- απρόβλεπτα οδηγεί σε ένα τέλος με εντελώς διαφορετική κατάληξη.
Εστιάζεις στο δυνατό συναίσθημα, στο πάθος χωρίς ωστόσο να το εκχυδαΐζεις.
Ξέρεις, Γιάννη μου θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν μαθαίναμε τι απέγινε εκείνο το μοιραίο πάθος που κάποιες φορές μπορεί να αποβεί αυτοκαταστροφικό, αλλά πάλι τι νόημα θα είχε αν δεν μπορούσε να δοκιμάζει τα όριά του.
Σε κάθε περίπτωση ένα όμορφο διήγημα που διαβάζεται ευχάριστα.
Μπράβο Γιάννη!
Καλό βράδυ και καλή εβδομάδα!
Αννίκα μου, ο χρόνος σου που ακούμπησες εδώ ήταν για μένα σεβασμός και σε ευχαριστώ. Οι αντιθέσεις της ζωής. Τη στιγμή που κάποιος ζει την ίδια στιγμή κάποιος πεθαίνει. Με το ίδιος πάθος και την ίδια συσχέτιση προσώπων.
ΔιαγραφήΚαλό βράδυ και βδομάδα καλή μου φίλη.
Θα συγκινούσε πολλούς αν παιζόταν σε μια αίθουσα κινηματογράφου, φίλε Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣαν το παλιό καλό κρασί.
Τέτοια γεύση μου άφησε.
Γλυκιά και πικρή, όπως είναι και η ζωή.
Αν και θέλω οι ιστορίες να έχουν happy end, με συνεπήρε.
Καλη συνέχεια και προσοχή στις εξόδους.
Αχ άραγε, Ρένα μου, υπάρχει στη ζωή "happy end" χωρίς πληγή; χωρίς κόστος; μερικές φορές ναι, κάποιες άλλες όχι. Κάπως έτσι γεννήθηκε αυτή η δραματική ρομαντική ιστορία. Βουτηγμένη στις μεγάλες αντιθέσεις της. Την ίδια ώρα που γεννιέται μια αγάπη, κάποια στιγμή κάτι άλλο θα πεθάνει. Ακραίο σίγουρα ως έκφραση.
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ πολύ που σου άρεσε, που το έζησες και το αγάπησες. Να είσαι καλά Ρένα μου.
Ο πόνος και η αμφιβολία είναι που θρέφουν τον έρωτα και στην προκειμένη περίπτωση οδηγούν τον εραστή στην αυτοκτονία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑκραία τραγική η ιστορία όπως ακραία τραγικός μπορεί να αποδειχτεί ο έρωτας που προδίδεται η δεν έχει ανταπόκριση.
Καλογραμμένοι οι διάλογοι εδικά στο πρώτο μέρος. Δυνατός ο παραλληλισμός της ερωτικής έκστασης της Δάφνης απ' τη μια με τον ανηφορικό δρόμο του Κωσταντή προς το θάνατο απ' την άλλη. Έχει γραφτεί άλλωστε πως ο οργασμός είναι ένας μικρός θάνατος!
Καλή συνέχεια Γιάννη μου :)
Οι παρατηρήσεις και οι επισημάνσεις σου, ξέρεις καλά Μαρία μου, είναι για μένα, μια λειτουργία στη γραφή και στην έκφραση.
ΔιαγραφήΚαι η αφιέρωση του χρόνου σου αντίστοιχα. Σε ευχαριστώ πολύ-πολύ για όλα.
Πράγματι ήθελα να καλλιεργήσω αυτήν την αντίθεση των δύο δρόμων ζωής και θανάτου.
Καλό βράδυ καλή μου και να προσέχεις.
Ευτυχώς που έχουμε έναν Γιάννη που με τόση φροντίδα σε δύσκολους καιρούς καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε καταστάσεις ερωτικές... δεν το τέλειωσα και επιστρέφω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΦιλιά καλέ μου και να σε προσέχεις!
Ω Στεφανία μου, τι τιμή και χαρά για μένα! Σε ευχαριστώ από καρδιάς. Φιλιά πολλά.
Διαγραφή