"Το Αρχοντικό της Σιωπής"
Δείτε τα προηγούμενα
Σύνδεση με το προηγούμενο: Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης, καλεί τον Ισίδωρο Διοφάντους, για να συναντηθούν με σκοπό τη συνεργασία του στην αποκάλυψη των στοιχείων.
Το 48ωρο, που ακολουθεί στις εξελίξεις είναι απόλυτα δραματικό.
Η είδηση της δολοφονίας του Αναγνωστίδη, την επομένη το πρωί, δημιουργεί ένα ακόμα σοκ στην οικογένεια. Ο ποινικολόγος αποφασίζει να ξεκινήσει την επίθεσή του. Με μια πρώτη του δήλωση στα ΜΜΕ, βάζει φωτιά μιλώντας άμεσα για πρόσωπο ευρύτερα γνωστό, που κρύβεται πίσω από όλες τις εξελίξεις και εγκλήματα.
Ο Δημήτρης Ερμόλαος, θα αντιδράσει ψύχραιμα με δηλώσεις και αυτός καλώντας όλους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Το σκηνικό θα αλλάξει δραματικά όταν ο φίλος του Αναγνωστίδη, θα εμφανιστεί στον Διοφάντους με ένα φλασάκι, μέσα στο οποίο είναι αρχειοθετημένα όλα όσα θα αποκάλυπτε το θύμα για τα εγκλήματα του Ερμόλαου.
Την ίδια στιγμή, Ο Ερμόλαος θα δεχτεί το μοιραίο πλήγμα από τους Ιταλούς, οι οποίοι μπροστά στον κατακλυσμό των επερχόμενων αποκαλύψεων διακόπτουν κάθε συνεργασία μαζί του και αποχωρούν από τη συμφωνία.
Ο Ισίδωρος Διοφάντους επισκέπτεται τον εισαγγελέα, ανοίγοντας όλα τα χαρτιά του, τις μαρτυρίες, τις φωτογραφίες, καλώντας επιτακτικά τις δικαστικές και ανακριτικές αρχές να προχωρήσουν όπως πρέπει.
Ο Ερμόλαος μαθαίνει τα γεγονότα και βρίσκεται στα πρόθυρα οριστικής διάλυσης.
Κεφάλαιο 19
Δημήτρης Ερμόλαος…
Οι εξελίξεις τις επόμενες μέρες έτρεξαν με καταιγιστικό και ανατρεπτικό ρυθμό. Εισαγγελέας και ανακριτής μελέτησαν τα νέα δεδομένα της υπόθεσης. Τα ειδησεογραφικά μέσα βοούσαν πλέον για τον πραγματικό ένοχο, που για πόσο ακόμα θα παρέμενε στη σχετική ανωνυμία. Όλοι φωτογράφιζαν το όνομά του αλλά ακόμα κανείς δεν αποτολμούσε το βήμα.
Ήταν όμως και αυτό καθαρά και απλά ζήτημα χρόνου. Και ο χρόνος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αμείλικτος. Ο Δημήτρης Ερμόλαος, εκείνη την ημέρα κλήθηκε επίσημα από τον ανακριτή και τον εισαγγελέα για μια πρώτη κατάθεση. Παρουσιάστηκε μπροστά τους, ήρεμος, παγωμένος. Άκουσε με προσοχή τα όσα του καταμαρτύρησαν οι δύο λειτουργοί. Του ζητήθηκαν ρητές εξηγήσεις. Τους παρέπεμψε σε αναλυτικό του υπόμνημα, που φυσικά θα κατέθετε.
Το πρωινό της μέρας εκείνης, τον βρήκε στο γραφείο του με τις δύο υπαλλήλους του. Ο δικαστικός κλητήρας έφερε λίγο πριν το μεσημέρι το σχετικό έγγραφο. Η μία από τις κοπέλες, το έφερε τρέμοντας στο γραφείο του για να το παραδώσει στα χέρια του. Εκείνος το παρέλαβε και επιβεβαίωσε: Ήταν η επίσημη κλήση σε απολογία του ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα. Ένα βήμα πριν...λοιπόν.
“Γεωργία…” είπε στην κοπέλα, “...πάρε τη Ζωή και φύγετε!”
Η κοπέλα κοντοστάθηκε έκπληκτη γεμάτη απορίες.
“Κύριε Ερμόλαε… μα έχουμε να ετοιμαστούμε…”
“Γεωργία… κάνε αυτό που σού είπα σε παρακαλώ. Δεν χρειάζεται για σήμερα. Μπορείτε να φύγετε. Και για να μην έχετε καμία ανησυχία, έχω φροντίσει για σας…”
“Δεν σας καταλαβαίνω κύριε Ερμόλαε…”
“Θα μελετήσω μόνος μου και θα συντάξω την απολογία μου, που καθώς βλέπεις πήρα. Και θα παρουσιαστώ, όπως πρέπει, μόνος μου!”
Η νεαρή κοπέλα αποχώρησε διακριτικά. Ήρθε και η Ζωή μετά να ρωτήσει αν θέλει κάτι. Τις κοίταξε με ένα βλέμμα απλανές και έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ. Οι κοπέλες αποχώρησαν.
Ησυχία! Απόλυτη σιωπή! Έκλεισε τα στόρια στο γραφείο μετριάζοντας το φως. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Δεν τον έψαχναν αλλά το σωστό ήταν ότι γνώριζαν πού να τον βρουν. Σηκώθηκε όρθιος, πήγε στο μικρό μπαρ στη βιβλιοθήκη. Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι, το οποίο και κατέβασε σχεδόν ως το τέλος άπληστα. Συμπλήρωσε και άλλο. Στεκόταν ολομόναχος στο γραφείο με το κινητό του ακουμπισμένο μπροστά του σαν βαρίδι. Η σιωπή μέσα του δεν ήταν ανακούφιση, ήταν αναμονή, σχέδιο. Από εκείνα που προηγούνται της πτώσης.
“Ήρθε η ώρα…”
Δεν το είπε φωναχτά. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Το ένιωσε στους κροτάφους του, που πίεζαν σαν μέγκενη, στο σφίξιμο του σαγονιού, στο βάρος πίσω από τα μάτια. Ο Δημήτρης Ερμόλαος δεν πίστευε ποτέ στο “μοιραίο”. Ό,τι του άξιζε, το είχε πάρει με νύχια και δόντια. Κι όμως αυτή τη φορά, το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεν έμοιαζε με σταθερό πάτημα αλλά με βούρκο που τον ρούφαγε. Ένας-ένας εξαφανίζονταν: Ο Διονυσίου, ο Ανδρέας Καψής, ο Αναγνωστίδης. Και τώρα ο ίδιος. Είχε γλιτώσει η Βαλεντίνη αλλά… Τη θυμάται γυναικάρα, επιβλητική, αέρινη. Ύστερα την είδε πάνω στο αναπηρικό της αμαξίδιο.
“Ήταν ανάγκη να φτάσω ως εδώ για να φανώ;” μίλησε σιγανά για να συνεχίσει “...ή μήπως αυτός ήμουν πάντα;”
Αργότερα έριξε μια ματιά στο γραφείο. Κλείδωσε και έφυγε. Τον περίμενε το προσωπικό του καταφύγιο. Το σπίτι του, ετούτη την ώρα, έμοιαζε αφιλόξενο. Προτίμησε το μικρό σκάφος στο λιμάνι. Εκεί τον βρήκαν οι επόμενες ώρες. Δεν ήξερε πια αν πολεμούσε για επιβίωση ή απλώς για να αρνηθεί τη συντριβή. Δεν είχε καν πια σχέδιο. Όλα γύριζαν στο κεφάλι του. Ο Στέφανος Καψής, η νεαρή Μαριλίζα, εκείνες οι φωτογραφίες, τα τηλέφωνα που δεν έγιναν. Οι συναντήσεις που καταχωνιάστηκαν. Τα συμπεράσματα που βγήκαν εύκολα και ανέξοδα. Οι ...ευθύνες, που καταχωρήθηκαν στο ρόλο κριτή. Όλα μια δίνη περισυλλογής. Μέσα του κάτι ξεχώριζε, κάτι έπαιρνε σχήμα και μορφή. Κάποια σκέψη μπορεί και απελπισία. Όχι από στοργή, μήτε από τύψεις. Μονάχα από ανάγκη. Από εκείνη την πηγαία, τερατώδη ανάγκη να μην είναι μόνος στο τέλος. Την φοβόταν τη μοναξιά! Την κληρονόμησε από την Μαριλίζα Ξένου. Βίωσε στη δική της ιστορία τον τρόμο της απόρριψης και τον στοίχειωσε. Σήκωσε το κινητό, κοίταξε την οθόνη. Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει για τα καλά. Το όνομά της υπήρχε ακόμα στις επαφές του. Τόσα χρόνια την κρατούσε εκεί, θαρρείς σαν πιθανή απόδραση. Δεν είχε απομείνει άλλος άλλωστε στον κύκλο. Ήταν η τελευταία.
Πίεσε την επιλογή κλήσης στην οθόνη. Το σήμα χτυπούσε. Άκουσε τη φωνή της μακρινή και απορημένη. Την ένδειξη άγνωστος αριθμός συνόδευε η κλήση του:
“Παρακαλώ;”
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα
“Καλησπέρα Ελένη…”
“Ποιος είναι;”
“Δημήτρης Ερμόλαος…”
“Εσύ;…”
Δίλημμα οδύνης
Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει, στο αρχοντικό των Καψήδων υπήρχε μια ησυχία καθώς όλοι αναζητούσαν μια ηρεμία. Το τηλέφωνο με την άγνωστη κλήση έκλεισε και για λίγα δευτερόλεπτα, η Ελένη έμεινε ασάλευτη, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Ο Γιώργος μπήκε στο δωμάτιό τους, ήρθε δίπλα της, συνειδητοποίσε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε στη σύντροφό του, κάτι αλλιώτικο και διαφορετικό. Ήταν πάντα διακριτικός κοντά της αλλά υποστηρικτικός. Είχε μάθει να μην την πιέζει, να της έχει εμπιστοσύνη. Αλλά αυτή τη φορά ένιωσε από τη χλωμάδα του προσώπου της ότι κάτι βαθύ και σκληρό είχε ακουμπήσει στην καρδιά της.
“Ήταν αυτός;” τη ρώτησε γιατί κατάλαβε από τη σύντομη συνομιλία που πρόλαβε να ακούσει στο τελείωμά της.
Η Ελένη έγνεψε καταφατικά αργά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, που περισσότερο έμοιαζε με προσπάθεια να μη λυγίσει και να σκεφτεί.
“Μού ζήτησε να τον δω!”
Ο Γιώργος πετάχτηκε όρθιος λες και ένα ηλεκτρικό ρεύμα πέρασε από μέσα του.
“Ελένη τρελάθηκες; Δεν έχεις την παραμικρή υποχρέωση, καμία! Το ξέρεις έτσι; Ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, το έχεις δει”
Η σκέψη λένε, τρέχει περισσότερο κι απ’ την ταχύτητα του φωτός. Στα δευτερόλεπτα αυτά, η Ελένη ζύμωνε στο κεφάλι της άπειρες σκέψεις:
“Μου ζητάει να πάω. Αλλά με περιμένει πώς; Με τι διάθεση; Κι αν η Βαλεντίνη κινδυνεύσει πάλι; Δεν πάω να τον σπλαχνιστώ, να βάλω ένα τέλος θέλω στις σκέψεις του, να του πω κατάμουτρα αυτά που οφείλει να ακούσει. Και πρέπει να τα ακούσει...”
“Το ξέρω… αλλά δεν είναι γι αυτό!” του είπε.
“Ελένη για όνομα του Θεού, αν δεν είναι γι’ αυτό τότε γιατί είναι; Για να του δώσεις τη δυνατότητα να σε επηρεάσει, να σε χειριστεί; Αυτό το τομάρι πήγε να σκοτώσει το παιδί μας, σκότωσε τον αδελφό σου, βούτηξε στο αίμα την οικογένειά σου…”
Σε κάθε του λέξη, η Ελένη ένιωθε και ένα μαχαίρι στην καρδιά. Ένα δίλημμα καυτό, βασανιστικό, αποτρόπαιο ήρθε να φωλιάσει στο λογισμό της.
“Γιατί, αν δεν πάω, θα μού μείνει σαν αγκάθι. Δεν το κάνω για εκείνον, Γιώργο. Για μένα το θέλω, για μάς όλους. Θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω τι έκανε! Όχι μονάχα σε μας αλλά σε όλους, δικούς και ξένους! Να του πω για τον πόνο που προκάλεσε. Να ξέρει ότι στάθηκα απέναντί του χωρίς φόβο…Να δώσει λογαριασμό!”
“Ελένη… μην τον εμπιστεύεσαι! Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, φοβάμαι! Δεν έχει δείξει αναστολές, έφαγε τον αδελφό του, μένεις εσύ!”
“Δεν θα με πειράξει…”
“Θαυμάζω τη σιγουριά σου”
“Δεν είναι σιγουριά, είναι ένστικτο, δεν μπορώ να το εξηγήσω, απλά το νιώθω”
Ο Γιώργος την πλησίασε. Άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μια έντονη σκηνή.
“Θέλω να ξέρω πού θα είσαι. Πότε και πού;”
“Νωρίς το πρωί αύριο θα με περιμένει στο σκάφος του, μού έδωσε διεύθυνση”
“Θέλω να έρθω μαζί σου, θα είμαι έξω…”
Τον άγγιξε απαλά.
“Θα μείνεις εδώ, μόνο σε παρακαλώ δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν μέχρι να γυρίσω, θα το χειριστούμε δυο μας…”
“Αν το πω στη Βαλεντίνη, θα φρίξει, ο δε Διοφάντους θα με φάει…”
“Δεν θα το πεις… Δεν θα του αφήσω το περιθώριο να ελιχθεί. Αυτό θέλω. Ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όχι συναισθηματισμούς. Δεν του χρωστάω τίποτα”
“Τρέμω στην ιδέα του τι θα μπορούσες να κάνεις έχοντας απέναντί σου αυτόν το μακελάρη…”
“Μπορεί αυτό να περιμένει, αλλά μια τέτοια ουρανοκατέβατη προσφορά δεν πρόκειται να του την κάνω, στ’ ορκίζομαι”
Έμειναν έτσι, για λίγο. Ήσυχα. Εκείνος την κοίταζε με εκείνο το σιωπηρό βλέμμα, που ήξερε να κρατά όταν δεν είχε τις λέξεις, μόνο την αγωνία.
“Σε εμπιστεύομαι” της είπε τελικά.
Εκείνη, σαν να του επέστρεφε την αλήθεια με μια ματιά, έγνεψε θετικά.
Πρωινό αγωνίας…
Το επόμενο πρωί, ξημέρωσε ζεστό με το καλοκαίρι να δείχνει τα δόντια του. Ευτυχώς και τα Κυκλαδίτικα νησιά είχαν το προνόμιο της φιλικής μεταχείρισης από τα μελτέμια του Αιγαίου, που τους χάριζαν κάποιες ανάσες δροσιάς. Το πρωινό εκείνο, πέραν όμως της κλιματολογικής ζέστης κυοφορούσε στις ώρες του στιγμές μεγάλες και πύρινες.
Η Ελένη Καψή-Βαρθαλίτη, έφυγε το πρωί εντελώς διακριτικά και αθόρυβα από το αρχοντικό. Πήρε το δικό της δρομολόγιο στην πηγή της φωτιάς και του κινδύνου. Ο Γιώργος, έμεινε πίσω, το ίδιο διακριτικός και σιωπηρός, ήρεμος επιφανειακά αλλά μόνο εκείνος ήξερε τι ακριβώς έκαιγε μέσα του. Μια-δυο φορές σκέφτηκε μήπως ήταν καλό να ενημερώσει και τον Ισίδωρο για τον προορισμό της συντρόφου του αλλά δίστασε προτιμώντας να τιμήσει την υπόσχεσή του.
Το αρχοντικό ξύπνησε εκείνη τη μέρα με πολλές προσδοκίες και αγωνία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της υπόθεσης που ταλάνιζε και την οικογένεια και το νησί, έμπαιναν στο τελικό στάδιο. Όλοι περίμεναν πλέον την κίνηση των ανακριτικών και δικαστικών λειτουργών. Η αναμονή δεν θα μπορούσε παρά να φωτογραφίζει ένα και μοναδικό πρόσωπο. Αυτό που όντως και ακούστηκε.
Στο καθιστικό ήταν σκορπισμένοι εδώ και εκεί, η Βαλεντίνη με τον Αργύρη, ο Ιάκωβος που μπαινόβγαινε για δουλειές στον κήπο και ο Ισίδωρος. Ο Γιώργος ήταν επίσης εκεί και αν κάποιος τον πρόσεχε καλά θα έβλεπε έντονη την ανησυχία στα μάτια του. Απέφευγε να είναι στα πόδια τους, ήξερε ότι κάτι θα πρόδιδε η συμπεριφορά του.
Κάποια στιγμή μπήκε στο καθιστικό η Αριάδνη. Ερχόταν από το δωμάτιο της Βαλεντίνης, έχοντας περάσει από την κουζίνα. Η ανοιχτή τηλεόραση και η αναγγελία της είδησης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
“Ακούστε τι είπαν σε μια πρωινή εκπομπή στην τηλεόραση!” φώναξε με κάποια αίσθηση ενθουσιασμού.
Ήταν κάτι σαν αφορμή να πλησιάσουν όλοι σαν μια μικρή ομάδα, εκείνη συνέχισε:
“Δόθηκε εντολή στην αστυνομία να συλληφθεί ο Ερμόλαος. Ο ανακριτής τον παραπέμπει στον εισαγγελέα για να απολογηθεί με θέμα ότι έκανε τους φόνους…Τον ψάχνουν λέει και δεν τον βρήκαν στο γραφείο του”
Ένα αίσθημα ανακούφισης ήρθε αυθόρμητα στα πρόσωπα όλων. Η Βαλεντίνη σχολίασε πρώτη:
“Επιτέλους! Ήρθε η ώρα του! Άρα το ξέρει! Και για να λείπει από το γραφείο το ξέρει σίγουρα…”
“Προφανώς κάτι θα ετοιμάζει ή να διαπραγματευτεί…” σχολίασε ο Αργύρης.
Ο Διοφάντους έδειξε ανήσυχος και προβληματισμένος:
“Είναι στριμωγμένος, είναι στα σχοινιά! Και τον έχω ικανό για όλα. Δεν είναι από τους ανθρώπους, που τα παρατάει. Και δεν έχει διστάσει να απαλλαγεί από ανθρώπους γύρω του…”
“Να κάνει τώρα τι; Δεν έχει να του προσφέρει τίποτα!” είπε η Βαλεντίνη.
“Ναι, σωστά. Έτσι λέει η λογική. Να παραδοθεί να εξασκήσει την επιρροή του για ευμενή μεταχείριση. Αλλά θα αντιδράσει έτσι; Ή θα σκάσει το μυαλό του και θα γίνει ανεξέλεγκτος;”
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο Γιώργος έδειξε ακόμα πιο ανήσυχος.
“Πού μπορεί να κρυφτεί εδώ στο νησί; Δεν είναι ηλίθιος, ξεχωρίζει, τον γνωρίζουν. Εκτός αν κατάφερε και έφυγε απ’ την Πάρο, αυτό αλλάζει τα πράγματα…” μπήκε στην κουβέντα ο Ιάκωβος.
“Νομίζω και η αστυνομία ξέρει ποια είναι τα πιθανά μέρη, πού θα τον βρει. Δεν μπορεί να πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια”, πρόσθεσε ο Ισίδωρος.
Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά ολόγυρα. Ήταν η πρώτη που πρόσεξε την απουσία της.
“Είδε κανείς την μητέρα μου; Δεν την έχω δει απ’ το πρωί καθόλου!”
Το ερώτημα ακούστηκε καταλυτικό στα αυτιά όλων. Για κάποιες στιγμές, έπεσε σιωπή. Πολλά μάτια διασταυρώθηκαν σε διαφορετικά πρόσωπα εκτός από ένα. Ο Γιώργος, έσκυψε το κεφάλι του προς τα κάτω. Ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή:
“Εγώ την είδα χθες το βράδυ αργά. Ήταν λίγο παράξενη, μακρινή. Μου είπε ότι κάτι την βασάνιζε σαν να ήθελε να το λύσει… δεν ξέρω”
“Πατέρα ξέρεις κάτι;”
Ο Γιώργος περίμενε το κρίσιμο ερώτημα, δεν θα μπορούσε πάντα να το αποφεύγει.
“… Βγήκε από το πρωί. Είχε μια προσωπική εκκρεμότητα…”
“Ξέρεις κανείς που πήγε βρε παιδιά;” ρώτησε ξανά η Ελένη στο σύνολο ...”Αριάδνη, μήπως την είδες, σου είπε κάτι;”
“Όχι κυρία Βαλεντίνη, δεν την είδα καθόλου”
“Αρα δεν ξέρει κανείς πού είναι;” συνέχισε η Βαλεντίνη για να μείνει για λίγο μετέωρη, “...πατέρα δεν σου είπε τι εκκρεμότητα είχε και έφυγε έτσι;”
Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής μέχρι να ακουστεί η φωνή του Γιώργου να βγαίνει πικρή:
“Ναι, ξέρω πού πήγε!”
Τα μάτια όλων εστίασαν μονομιάς επάνω του. Λες και κρέμασαν πάνω του ένα ασήκωτο σταυρό, που έπρεπε να τον κουβαλήσει.
“Λοιπόν;” ρώτησε η κόρη του.
“Πήγε να τον συναντήσει… μόνη της…”
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και η Βαλεντίνη ήταν ιδιαίτερα επιθετική.
“Πατέρα τι λες, τι έκανες; Πώς το άφησες αυτό; Είσαι καλά;”
“Μη βιάζεσαι κόρη μου! Ήταν απόλυτα δική της απόφαση, την πίεσα, πάλεψα να την κάνω να αλλάξει γνώμη, δεν έπαιρνε κουβέντα…”
“Και γιατί δεν πήγες μαζί της αλλά και γιατί μάς το έκρυψες;”
“Άκου παιδί μου! Η μητέρα σου κουβαλούσε όλον αυτόν τον καιρό ένα μεγάλο βάρος. Από τότε, που αυτός ο άνθρωπος αποδείχτηκε ότι ήταν ...αδελφός της, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήθελε να τον κοιτάξει στα μάτια, ήθελε να έχει εκείνη μια κουβέντα μαζί του…”
“Κουβέντα πάνω σε τι, πατέρα;”
“Τα ίδια ερωτήματα έβαλα και εγώ, Βαλεντίνη αλλά ήταν ανένδοτη. Δεν θα ησύχαζε ποτέ αν δεν στεκόταν μπροστά του, πρόσωπο με πρόσωπο. Να αναμετρηθεί μαζί του…”
“Πατέρα καταλαβαίνεις πού την άφησες να πάει; Κινδυνεύει το ξέρεις; Το καταλαβαίνεις;”
“Με τη μητέρα σου έχουμε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη δεχτώ τη θέλησή της. Δική της απόφαση ήταν να μην σας ενημερώσω. Φοβόταν ότι θα το χαλάγατε…”
“Πότε έγινε αυτό; Θέλω να πω, πώς θα πάει, πού; Πού ξέρει πού είναι;”
“Ο ίδιος ο Ερμόλαος την πήρε στο τηλέφωνο…”
“Αν είναι δυνατόν, δεν το πιστεύω…” ψέλλισε η Βαλεντίνη.
“Ναι την πήρε χθες αργά, ζήτησε να την δει…”
“Να την κάνει τι ρε πατέρα; Στο στόμα του λύκου πάει, ο άνθρωπος δεν έχει αναστολές πουθενά, τώρα που νιώθει να χάνει το παιχνίδι γίνεται και πιο απρόβλεπτος… Ω Θεέ μου, τι θα κάνουμε;”
Όλη αυτήν την ώρα του διαλόγου ανάμεσα στη Βαλεντίνη και τον πατέρα της, ο Διοφάντους έστεκε σιωπηρός. Καταλάβαινε ότι μπροστά του παιζόταν μια σκληρή σκηνή συναισθημάτων ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας και προσπαθούσε να μείνει, διακριτικά, έξω από αυτό. Όμως τώρα καταλάβαινε ότι ήταν η ώρα να αναλάβει δράση, τα πράγματα γινόταν ακραία ανεξέλεγκτα.
“Γιώργο… πρέπει να μας πεις πού θα συναντηθούν, ξέρεις; Δεν γίνεται να την αφήσουμε μόνη την Ελένη μαζί του…”
“Τι θες να πεις…”
“Είναι προφανές, ο Ερμόλαος δεν είναι πλέον σε θέση να δέχεται απλές επισκέψεις έστω και με χαρακτηριστικά ξεκαθαρίσματος. Κάτι ετοιμάζει. Και σε αυτό το κάτι, η Ελένη έχει κυρίαρχη θέση. Δεν θέλω να σε τρομάξω. Κοίτα τη σειρά. Βαλεντίνη, Ανδρέας Καψής, Ελένη. Τα άμεσα συγγενικά του πρόσωπα, καταλαβαίνεις; Ξέρεις πού είναι; Πρέπει να βιαστούμε! Δεν έχουμε χρόνο, άλλωστε σε λίγο ίσως βγει και ένταλμα σε βάρος του…”
“Θα την περίμενε στο σκάφος του!”
Ο Σπύρος πετάχτηκε.
“Το ΄χουμε! Ξέρουμε πού είναι!”
Στο χώρο ξαφνικά ξέσπασε μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση λες και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε τα κορμιά τους. Ο Γιώργος έδωσε τη διεύθυνση, την οποία άλλωστε γνώριζε και ο Σπύρος.
“Και αν μετακινήθηκε με το σκάφος;” ρώτησε ο Αργύρης προκαλώντας μια αναταραχή.
“Δεν είναι ώρα να κάνουμε εικασίες, Αργύρη…”
Ο Ισίδωρος κάλεσε το διοικητή του τμήματος, τον Καραναστάση.
“Έχει βγει ένταλμα…” τον ενημέρωσε ο διοικητής. Ο ποινικολόγος τον ενημέρωσε για το ραντεβού του με την Ελένη. Του ανέλυσε την κατάσταση, τους φόβους του και το αίτημά του:
“Πρέπει να προλάβουμε κ. Διοικητά! Είναι έρμαιο στα χέρια του και δεν ξέρω τι προθέσεις έχει. Θεωρώ ότι η Ελένη Βαρθαλίτη κινδυνεύει άμεσα η ζωή της ίσως ακόμα και με ομηρία…”
Δόθηκαν τα στοιχεία όλα στην αστυνομία. Ο Διοφάντους έκλεισε το κινητό και γύρισε στους υπόλοιπους.
“Σπύρο, Ζήση, φεύγουμε τώρα αμέσως!”
“Έρχομαι μαζί σας!” συμπλήρωσε ο Γιώργος, η Βαλεντίνη ακολούθησε με διάθεση θηρίου στο κλουβί.
“Πατέρα, πάρε με μαζί σου!”
“Όχι, είναι επικίνδυνο!” πετάχτηκε ο Διοφάντους.
“Θα έρθω εκεί έστω και μόνη έστω και μπουσουλώντας…” ξέσπασε εκείνη.
“Θα πάρω εγώ τη Βαλεντίνη!” ακούστηκε ο Αργύρης.
“Είσαι με τα καλά σου, είσαι σε περιορισμό, θα έχεις προβλήματα…” πρόσθεσε ο Διοφάντους.
“Δεν δίνω δεκάρα, δεν με νοιάζει, ο Ερμόλαος σήμερα τελειώνει…”
“Ακούστε με σας παρακαλώ!” μεσολάβησε ο Διοφάντους, “...δεν πάμε βόλτα, μήτε μπούγιο για εκδρομή… δεν έχουμε δικαίωμα να παρέμβουμε… έχει αναλάβει η αστυνομία… θα κάνουμε ζημιά, να είμαστε απλά σε απόσταση…”
Επικράτησε ένας αναβρασμός. Ο Ιάκωβος με την Αριάδνη σταυροκοπιούνταν να πάνε όλα καλά και ήρεμα. Ο Διοφάντους πήρε μαζί το Ζήση, το Σπύρο και το Γιώργο. Επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του τελευταίου. Ο Αργύρης, με τη βοήθεια της Αριάδνης, μετέφεραν τη Βαλεντίνη σε άλλο αυτοκίνητο.
Αγώνας δρόμου με σκέψεις...
Πήραν το δρόμο προς το λιμάνι της Νάουσας. Εκεί ήταν και το σκάφος του Ερμόλαου. Τα δύο αυτοκίνητα κινούνταν με ταχύτητα στον παραλιακό δρόμο. Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί για τα καλά πάνω από το γαλάζιο πέλαγος. Το νησί ντυνόταν στην κλασική ομορφιά του.
Διαδρομή προς το σκάφος
Τα δύο οχήματα κατηφόριζαν με ταχύτητα τον παλιό παραλιακό δρόμο, με τον άνεμο να μαστιγώνει τα παράθυρα και τον ήλιο να ξημερώνει αργά πάνω από το γκρίζο πέλαγος. Στο πρώτο αυτοκίνητο, οδηγούσε ο Γιώργος. Ο Ισίδωρος στη θέση του συνοδηγού, σκυφτός με βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Ο Γιώργος κρατούσε σφιχτά το τιμόνι. Τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Απ’ τη στιγμή που είχε πει “ξέρω πού είναι”, μια βαριά ασήκωτη ευθύνη άρχισε να βαραίνει στους ώμους του.
“Προλαβαίνουμε;” ρώτησε χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς επικέντρωσε το λόγο του.
“Αν δεν έχουν φύγει από εκεί, ναι!” απάντησε ο Διοφάντους, “… αλλά δεν έχουμε εμείς το πάνω χέρι σε αυτό…”
Ο Αργύρης με τη Βαλεντίνη ακολουθούσαν. Η σιωπή ήταν σχεδόν απόλυτη. Με το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο, είχε το νου του να μη χάσει τους άλλους αλλά και να επιτηρεί τη Βαλεντίνη. Εκείνη καθόταν δίπλα του, τα χέρια της σφιγμένα στα σχεδόν ακίνητα πόδια της. Το μόνο, που ακούγονταν μέσα στο αυτοκίνητο ήταν η ανάσα της, κομμένη και άναρχη.
Ο Διοφάντους γύρισε κάποια στιγμή προς το Γιώργο. Ένιωθε ότι έπρεπε να του το πει:
“Σε καταλαβαίνω απόλυτα στο ότι δεν μας το είπες απ’ την αρχή, μην έχεις ενοχές γι αυτό! Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα”
“Ελπίζω να μην το πληρώσουμε αυτό!” του απάντησε. Σιωπηρά έφερε στο νου του τη στιγμή που η Ελένη έφευγε από το σπίτι. “Δεν έπρεπε να την αφήσω. Μα… εκείνη κοίταξε πίσω μόνο μια φορά πριν φύγει. Σαν να με αποχαιρετούσε… Θεέ μου”
Έφτασαν στη Νάουσα, τα πρώτα όμορφα σπίτια φάνηκαν στον ορίζοντα. Η κίνηση δεν είχε αρχίσει ακόμα για τα καλά και αυτό τους εξυπηρετούσες. Στο βάθος η θάλασσα απλωνόταν ακίνητη, σχεδόν υποκριτικά γαλήνια. Ο Ισίδωρος κάλεσε κάποιον στο τηλέφωνο, ύστερα είπε:
“Η αστυνομία είναι πέντε λεπτά πίσω μας. Κανείς δεν πλησιάζει μόνος του, τόνισε με αποφασιστικότητα. Αλλιώς μπορεί να έρθει καταστροφή.
Έφτασαν στο λιμάνι. Ο Σπύρος τους έδειξε το μέρος στην μαρίνα. Το αυτοκίνητο του Αργύρη κόλλησε πίσω τους. Προχώρησαν κάποια μέτρα. Τα μάτια του Σπύρου χτένιζαν τη μαρίνα. Άρχισε να ανησυχεί, η αδρεναλίνη όλων ανέβαινε στα ύψη. Είχαν μπει πια στη μαρίνα. Έκοψαν ταχύτητα για να βρουν μέρος να προσεγγίσουν με ασφάλεια και διακριτικότητα. Σταμάτησαν.
“Τι συμβαίνει Σπύρο, πού ήταν το σκάφος;”
“Εκεί ακριβώς, το θυμάμαι καλά, ώρα το παρακολουθούσα! ...Δεν είναι! Δεν το βλέπω…”
“Ζήση κατέβα και πήγαινε στο αμάξι του Αργύρη, πες τους να περιμένουν εδώ στη γωνία. Μην μετακινηθούν!”
Οι σφυγμοί είχαν ανέβει στα ύψη.
“Γιώργο, κάνε μια γύρα πίσω μπρος στη μαρίνα, Σπύρο τα μάτια σου τεντωμένα!”
Το έκαναν αλλά το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Το σκάφος έλειπε! Ο Γιώργος άρχισε να τρέμει. Ο Διοφάντους άφησε μια βρισιά κάτω από το στόμα του.
“Γιώργο ηρέμησε, είναι ένα ενδεχόμενο πιθανό, γύρνα στους άλλους…”
Επέστρεψαν. Στο μεταξύ ο τόπος γέμισε αστυνομικές δυνάμεις. Μεγάλη αναταραχή έπεσε στη μαρίνα. Ο κόσμος ολόγυρα άρχισε να ανησυχεί έντονα. Κατέβηκαν, μαζί και ο Αργύρης. Η Βαλεντίνη έχασκε από το παράθυρο σαν να ήθελε να υπερβεί κάθε όριο του πληγωμένου της κορμιού.
“Τι συμβαίνει;” ρώτησε ο Καραναστάσης.
Ο Διοφάντους τον κοίταξε προβληματισμένος.
“Το σκάφος, δεν είναι εδώ, έφυγαν!”
Ο Γιώργος σωριάστηκε σε ένα πεζούλι χωρίς λέξη. Η Βαλεντίνη ένιωσε τα χέρια της να παγώνουν.
“Πού είναι; Πού είναι;” ούρλιαξε προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα. Ο Αργύρης έτρεχε κοντά της να προλάβει. Κάποιος δίπλα ψιθύρισε:
“Αργήσατε!”
Συνεχίζεται...