H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Πέμπτη 3 Απριλίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 10 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

  "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Τα στοιχεία για τη ζωή της Μαριλίζας Ξένου, ερωμένης του Στέφανου Καψή, έρχονται στο φως ορμητικά και σαρωτικά, σοκάροντας την οικογένεια. Η διήγηση της Ανθής είναι αναλυτικότατη. Η νεαρή τότε γυναίκα γέννησε δύσκολα ένα αγόρι, το 1968.

Ο Αργύρης, κατόπιν συνεννόησης, φεύγει για την Αθήνα, μαζί με την Ελένη, για να συναντήσουν την Ανθή Βαλάσκου, στα Πετράλωνα, φίλη στενή της Μαριλίζας, η οποία έζησε από κοντά όλο το δράμα της νεαρής τότε γυναίκας.

Θα μάθουν ότι ο Στέφανος Καψής, επισκέφτηκε τη Μαριλίζα στο μαιευτήριο, αμέσως μετά τη γέννα και ότι η νεαρή λεχώνα, θα φέρει, μαζί με το μωρό στο σπίτι και έναν φάκελο, τον οποίο και θα παραδώσει στην Ανθή τονίζοντας την τεράστια σημασία του για το ίδιο της το παιδί.

Θα πληροφορηθούν για τις συνθήκες του πρόωρου και τραγικού της θανάτου και την περισυλλογή του νεαρού βρέφους στο κέντρο βρεφών, όπου και αποτελεί τον επόμενο σταθμό της αναζήτησής τους.

Στο κέντρο βρεφών, ο Αργύρης με την Ελένη, θα συναντήσουν τη φυσιολογική άρνηση του διευθυντή να τους παραχωρήσει πληροφορίες για την τύχη του μωρού καλώντας τους σε νομική υποστήριξη. Από μηχανής Θεός θα έρθει, η Άννα Στεργίου, συνταξιούχος κοινωνική λειτουργός, η οποία τότε χειρίστηκε την υπόθεση της γέννας της Μαριλίζας και της φροντίδας του βρέφους. Θα τους ενημερώσει ότι το βρέφος δόθηκε για υιοθεσία και στο φάκελό του υπήρχε η έγγραφη ιδιωτική αναγνώριση της πατρότητάς του από τον Στέφανο Καψή. Γεγονός που ανατρέπει τα πάντα στην οικογένεια και στη δομή της. Οι δυο τους αποφασίζουν να επιστρέψουν στο νησί και να ζητήσουν νομική κάλυψη και καθοδήγηση για τη συνέχεια.

Στο μεταξύ ο διευθυντής του κέντρου, ενημερώνει υπόγεια κάποιον τρίτο για την εμπλοκή του Αργύρη και της Ελένης στο θέμα υιοθεσίας του βρέφους. Κάποιον, που όλα δείχνουν ότι είναι το τότε βρέφος στο σήμερα. 


Κεφάλαιο 10

Κάποια παράξενη συζήτηση


Ο Αργύρης με την Ελένη, έφυγαν άπρακτοι από το κέντρο βρεφών. Η συμπεριφορά του προϊσταμένου φυσικά και τους φάνηκε σαν να ήθελε να κρατήσει αποστάσεις αλλά μετά, σκεπτόμενοι πιο ψύχραιμα, κατάλαβαν ότι περίπου έτσι υπηρεσιακά έπρεπε να αντιδράσει. Σε τέτοια θέματα απαιτείται απόλυτη προσοχή και εχεμύθεια.


Μίλησαν μία ακόμα φορά με την Άννα Στεργίου αλλά η ίδια δεν μπορούσε να τους βοηθήσει περαιτέρω. Άλλωστε πλέον ήταν εκτός υπηρεσίας για πολλά χρόνια έχοντας αποκοπεί παντελώς από οποιαδήποτε πρόσβαση στη λειτουργία του ιδρύματος. Μόνο που τους συμβούλεψε να κινηθούν νομικά σε αναζήτηση περαιτέρω πληροφοριών.


Ενημέρωσαν σχετικά τη Βαλεντίνη στο νησί και πήραν την απόφαση να επιστρέψουν έτσι ώστε να σκεφτούν όλοι μαζί τις μετέπειτα κινήσεις τους στο κομμάτι αυτό. Ο καθένας τους πήρε μια μέρα χρόνο παραμονής. Η Ελένη για να ρυθμίσει κάποια πράγματα με το σύζυγό της ο δε Αργύρης τα δικά του. 


“Ελένη, να περάσω λίγο από το γραφείο μας. Λείπουμε μέρες με τη Βαλεντίνη και πρέπει να δω αν τυχόν έχουμε τίποτα σημαντικό…”, εξήγησε ο Αργύρης στην Ελένη. Στο γραφείο τους, είδε τους συναδέλφους τους, έλεγξε εκκρεμότητες και τυχόν τρέχοντα ζητήματα. Μάλιστα τον ενημέρωσαν ότι θα ερχόταν να τον επισκεφτεί και ένας καλός πελάτης τους, που έτρεχαν μαζί του τη μελέτη για μια μικρή πανσιόν στην Αργολίδα.


“Χάθηκες και μάς εγκατέλειψες κ. Ραιδεστέ!”, του είπε χαριτολογώντας ανάμεσα στις συζητήσεις του.

“Εντάξει… για δουλειά πήγα, Ιορδάνη, αλλά ας πάρω και εγώ λίγες ανάσες, πώς το βλέπεις;” αποκρίθηκε ο Αργύρης.

“Μωρέ να πάρεις όσες θέλεις αλλά ρίξτε και μια ματιά στη μελέτη, έτσι κι αλλιώς με τη συνεταίρο σου είστε στο νησί, δώσε και λίγη σημασία και σε μάς…”

“Καλά, μην ….παραπονιέσαι βρε”, του είπε ο Αργύρης αλλά την ίδια στιγμή σκέφτηκε λίγο:

“Αλήθεια ποιος σού είπε ότι είμαστε με τη Βαλεντίνη μαζί;” τον ρώτησε με περιέργεια.

“Γιατί κακό ή κρυφό είναι;” σχολίασε ο πελάτης του.

“Μήτε το ένα μήτε το άλλο, απλά μου κινεί την περιέργεια πώς το έμαθες”

Ο πελάτης τους ο Ιορδάνης Αρμένης ήταν ένα σοβαρός και καταξιωμένος επιχειρηματίας στο χώρο των ακινήτων εδώ και χρόνια. Οι κουβέντες του πάντοτε ήταν μετρημένες. Χαμήλωσε λίγο τη φωνή του να γίνει πιο διακριτική, έλεγξε παραδόξως το χώρο του γραφείου αν τους ακούει κάποιος και είπε στον εμβρόντητο Αργύρη:

“Και αυτό το έμαθα Αργύρη και κάποια άλλα, που γίνονται εκεί έμαθα που αφορούν τους Καψήδες, στην αγορά είμαστε λεβέντη μου. Και όσον αφορά αυτούς, εντάξει… οικογένειά τους είναι… διαθήκες ακούγονται… διαμάχες βγαίνουν στο φως… λες λογικά, αλλά…”

Ο Αργύρης ξεπέρασε την απόλυτη έκπληξή του.

“Αλλά;”

“Από τη διαμάχη των Καψήδων μεταξύ τους ως το να ψάχνεις στα κέντρα βρεφών για εγκαταλειμμένα παιδιά εδώ και πενήντα χρόνια, έχει μεγάλη απόσταση!”

“Ιορδάνη, τι λες! Για όνομα του Θεού τι λες;”

Ο πελάτης του τον έπιασε από τον ώμο.

“Άκου αγόρι μου. Σάς ξέρω χρόνια και σένα και τη Βαλεντίνη. Έχω δουλέψει μαζί σας, γνωρίζω ότι είστε καθαροί άνθρωποι. Δικαιούμαι να σάς δώσω και μια συμβουλή, ναι;”

Ο Αργύρης τον κοίταξε στα μάτια ενώ ο άλλος συνέχισε:

“Μείνε μακριά από τέτοια μπλεξίματα, Αργύρη! Πες μου τώρα, τι δουλειά έχεις να ανακατεύεσαι με τις ιστορίες του καπετάν Στέφανου! Σωστά;”

“Βρε Ιορδάνη, τι ξέρεις;”

“Βρε αγόρι μου, αρκέσου σε ότι σου λέω! Σταμάτα να σκαλίζεις πράγματα, άστα να πάρει ο διάολος! Στο κάτω κάτω της γραφής το δικαιούνται και οι πρωταγωνιστές αυτό! Ποιο το νόημα να σκαλίζεις τις ζωές τους τόσα χρόνια μετά;”

“Πραγματικά μένω έκπληκτος… δεν ξέρω τι να πω… πώς μού τα λες τώρα αυτά…”

“Σαν πατέρας σου στα λέω! Πες το και στη Βαλεντίνη. Αφήστε τους νεκρούς στην ησυχία τους!”

“Ιορδάνη θα μού πεις το λόγο που μού τα λες όλα αυτά;”

“Έχω δουλειά φεύγω! Αν σε κάτι σε έκανα να νιώσεις άσχημα, δεν είναι με κακή πρόθεση, άκουσέ με! Περιμένω νέα σας για τη μελέτη ε;”


Ο ηλικιωμένος άντρας έφυγε χωρίς δισταγμό. Ο Αργύρης έμεινε ενεός στο μέσο του γραφείου να προσπαθεί να επεξεργαστεί στο μυαλό του κάποια πράγματα:

-Πού ήξερε τέτοιες λεπτομέρειες ο Ιορδάνης Αρμένης;

-Για ποιο λόγο αναφέρθηκε σε αυτές;

-Ποιο το νόημα της παρέμβασής του; Όλο αυτό είχε λίγο το χαρακτήρα της ευγενικής προειδοποίησης. Σαν να προσπαθούσε να τους προφυλάξει από κάτι, έμοιαζε όλο αυτό. 

-Και εντάξει η ιστορία με τους Καψήδες, ο Ιορδάνης είχε σχέση με τον κύκλο του Ανδρέα Καψή. Αλλά η ιστορία με το Κέντρο βρεφών; Πώς και γιατί;

Ένα πράγμα κατάλαβε ο Αργύρης Ραιδεστός. Κάποιος άνθρωπος υπήρχε πίσω από όλο αυτό, που καραδοκεί στις κινήσεις τους. Κάποιος που ενοχλείται. 


Μια δική τους όμορφη βραδιά


Ο Αργύρης με την Ελένη πήραν το πλοίο της επιστροφής για το νησί. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσαν να δράσουν μόνοι τους χωρίς κάποια προετοιμασία. Το θέμα του νόθου παιδιού του Στέφανου Καψή απαιτούσε άμεση νομική παρέμβαση γιατί εμπλέκονταν άμεσα με την υπόθεση που αφορούσε το μέλλον του σπιτιού. Ο Αργύρης ενημέρωσε την Ελένη για την κουβέντα του με τον πελάτη τους και τις αναφορές του. Και οι δύο ήταν πλέον σοβαρά προβληματισμένοι γιατί ένιωθαν ότι η ιστορία της οικογένειάς τους και οι τρέχουσες τριβές είχαν ξεφύγει από το συγγενικό περιβάλλον και διαχέονταν στον ευρύ κοινωνικό περίγυρο.


Επιτέλους σπίτι! Όλοι μαζί. Με έμφυτη πλέον την ανάγκη να νιώσουν ακόμα πιο δεμένοι. Η Βαλεντίνη, ο Αργύρης, η Ελένη και ο Ιάκωβος, ο πιστός τους άνθρωπος. Στο σπίτι είχε προστεθεί εδώ και κάποιο καιρό μια μεσόκοπη γυναίκα, η Αριάδνη, κάπου κοντά στα πενήντα. Ο Ιάκωβος δεν μπορούσε απόλυτα να φροντίζει για τα πάντα και η Βαλεντίνη χρειαζόταν πρακτικά μια γυναίκα κοντά της υποστηρικτική. Τα όσα συγκλονιστικά έμαθαν στην Αθήνα για το νόθο γιο του Στέφανου Καψή, έγιναν πλέον κοινό κτήμα γνώσης σε όλους. Με κάθε λεπτομέρεια. Με όλες τις αναφορές και την ανάγκη να χαραχτεί μια νέα προοπτική. Η Βαλεντίνη ένιωθε ότι ο παλιός προσωπικός της κόσμος, αυτός που με τόση ομορφιά και εμπιστοσύνη είχε χτιστεί, έμπαινε ολάκερος σε μια κρίση αμφισβήτησης και ο κίνδυνος της συναισθηματικής κατάρρευσης ήταν προ των πυλών. 


Η νέα πραγματικότητα, τους έφερνε μπροστά στην ανάγκη να έχουν συγκεκριμένη νομική κάλυψη για να μπορέσουν να χειριστούν τις εξελίξεις. Ένιωθαν λίγο πελαγωμένοι. Δεν ήξεραν ποιο θέμα να προτάξουν πρώτα. Ήταν λογικός ο πανικός της πρώτης εντύπωσης αλλά ο Αργύρης προσπαθούσε να πάρει τις ψυχολογικές εκείνες πρωτοβουλίες να επαναφέρει τη Βαλεντίνη και τους υπόλοιπους σε μια αποδεκτή κατάσταση.


Αποφάσισε να πάρει πρωτοβουλίες να αλλάξει λίγο την ατμόσφαιρα, κύρια για τη γυναίκα, που πλέον είχε κερδίσει την απόλυτη θέση στην καρδιά του. Η πρότασή του για μια όμορφη έξοδο, οι δυο τους ήρθε διεκδικητικά στα χείλη του. Ήταν τόσο όμορφα πειστικός, που η αρχική άρνηση της Βαλεντίνης μετατράπηκε σε κατάφαση.


“Θέλω να βγούμε έξω, αγάπη μου! Πέρα από όλα αυτά, μην ξεχνάς ότι υπάρχει η ζωή και η ομορφιά της. Αξίζουμε τις στιγμές της. Θα μάς κάνει καλό να αλλάξουμε λίγο παραστάσεις”, της είπε με εκείνο το τρυφερό βλέμμα, στο οποίο η Βαλεντίνη εύρισκε μια μοναδική πειθώ θετική και υποσχόμενη. Δέχτηκε.

“Θα ντυθείς, θα στολιστείς, θα λάμπεις! Απόψε θα συνοδέψω έξω την κυρία της καρδιάς μου. Τη Βαλεντίνη Βαρθαλίτη”, τόνισε αποφασιστικά αλλά γλυκά ο Αργύρης. 

Πράγμα που τελικά κατάφερε. Κλείστηκε στην κρεβατοκάμαρά της με την Αριάδνη. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε μπροστά του στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν τόσο όμορφη και λαμπερή, που έμεινε να την κοιτάζει και την απολαμβάνει.

“Δική σου κύριε Ραιδεστέ!” του είπε με μια μικρή υπόκλιση του κεφαλιού της στο αμαξίδιό της. Ο Αργύρης ήρθε κοντά, της έπιασε τρυφερά τα χέρια.

“Όχι δεν είσαι δική μου! Είσαι εσύ! Ο εαυτός σου. Έτοιμη να δώσεις το φως σου σε όλους γύρω σου”. 


Βγήκαν. Με οδηγό τον Αργύρη ξεκίνησαν έτσι χωρίς προορισμό. Με μια κουβέντα έξω από τα τελευταία που εισέβαλαν στη ζωή τους. Το βλέμμα τους αφέθηκε στην πανέμορφη ακτογραμμή του  νησιού αλλά και στο φρέσκο αέρα που γέμισε καθάριες ανάσες τις αναπνοές τους. 

“Αργύρη…” του είπε κάπου εκεί ανάμεσα στις κουβέντες τους.

“Παρακαλώ…”

“Έχεις καταλάβει ότι έχεις γίνει αναπόσπαστο μέλος αυτής εδώ της οικογένειας ε;”

“Η αλήθεια είναι πως ναι…” απάντησε χαριτολογώντας εκείνος.

“Μερικές φορές λέω ότι εισβάλλαμε στη ζωή σου, έτσι απόλυτα. Κάποιες στιγμές νιώθω σαν να βιάσαμε τον κόσμο σου…”

Της απάντησε με σαφήνεια:

“Αυτό δεν θέλω να το ξαναπείς! Ότι έγινε προέκυψε με τη θέλησή μου. Μπορείς να πεις ότι αυτή η υπόθεση αγκάλιασε και μένα…”

Έγειρε πάνω του όσο μπορούσε.


Πήγαν κάπου για φαγητό. Σε μια όμορφη νησιώτικη ταβέρνα, μακριά από τη βουή της τουριστικής περιοχής. Ήθελαν να απολαύσουν τις στιγμές τους. Η συνέχεια ήταν για ποτό και στο τέλος ένας ρεμβασμός στο βάθος της νύχτας. Επέστρεψαν αργά στο σπίτι γεμάτοι από όμορφη διάθεση, γεμάτοι από συναισθήματα αλλά και περισσότερη διάθεση να πάνε την υπόθεση μαζί ως το τέλος, ως εκεί που μπορούσαν.


Τη βοήθησε να ανέβει στο δωμάτιό της όπου εκεί την περίμενε η Αριάδνη. Λίγο πριν εγκαταλείψει, με τη βοήθεια της γυναίκας, το αμαξίδιο, έδειξε σκεπτική.

“Το φουλάρι μου! Πού είναι;”

“Μήπως το αφήσατε στο αυτοκίνητο, κυρία;” τη ρώτησε η Αριάδνη.

Σε συνεννόηση με τον Αργύρη η έρευνα ήταν άκαρπη. Η Βαλεντίνη έδειξε να δυσφορεί.

“Η λογική λέει ότι το ξέχασες σε κάποιο από τα μαγαζιά! Μην αγχώνεσαι, θα κοιτάξω να ρωτήσω εγώ αύριο…”

“Ε τώρα… δεν καταλαβαίνω… είχα την εντύπωση ότι το φορούσα συνέχεια…”

“Αν ρωτάς αν το πρόσεξα, προτιμούσα να εστιάζω στα μάτια σου παρά στο φουλάρι”, πρόσθεσε ο Αργύρης για να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα. “Εντάξει δεν ήρθε και η καταστροφή, ησύχασε…Είναι αμαρτία ένα φουλάρι να σου χαλάσει μια τόσο όμορφη βραδιά. Θα κοιτάξω να βρω τα τηλέφωνα από τα μαγαζιά που πήγαμε και θα ρωτήσω. A… αύριο να σού θυμίσω ότι έχουμε την έκθεση ζωγραφικής ε;”

“Ποια έκθεση;”

Ο Αργύρης ήρθε κοντά της, την αγκάλιασε.

“Αγάπη μου, εγώ θα στα λέω; Της φίλης σου στη χώρα, δεν είναι αύριο η έκθεση στο κεντρικό ξενοδοχείο;”

Η Βαλεντίνη αφέθηκε συγκινημένη στην αγκαλιά του.

“Δεν ξέρω τι να πω μαζί σου… κάθε φορά και μια ευχάριστη έκπληξη” τού είπε τρυφερά.

“Ο κόσμος σου είναι και δικός μου, δεν το είπα τυχαία κάποτε αυτό. Το είπα γιατί το νιώθω”


Ένιωσε ότι αυτός ο άντρας της χάριζε, με εκπληκτικό τρόπο, ένα αίσθημα ασφάλειας και τρυφερότητας. Μια σιγουριά που δεν είχε συναντήσει στη ζωή της και που τώρα πια, στη δύσκολη αυτή περίοδο, ήταν καταλυτική για εκείνη. Η Αριάδνη, εδώ και ώρα, είχε αποχωρήσει διακριτικά αφήνοντάς τους μόνους στο δωμάτιο. Η   τρυφερή και δοτική αγκαλιά του Αργύρη είχε τέτοια αύρα, που έδωσε μια υπέροχη ερωτική συνέχεια στη νύχτα τους.     


Η επιστροφή σε μια πραγματικότητα που επιδεινώνεται

Το “Ωκεανίς” ήταν ένα από τα πιο όμορφα και οργανωμένα ξενοδοχεία στη χώρα του νησιού. Σε καθαρά Κυκλαδίτικο ρυθμό, μια αρμονική σύνθεση της ντόπιας παράδοσης και ενός εκλεπτυσμένου πλούτου. Ο χώρος στο φουαγιέ είχε ήδη αρχίσει, από το πρωί, να γεμίζει από επισκέπτες. Η Φλώρα Μαγκανάρη, παιδική φίλη της Βαλεντίνης, ήταν ευρέως γνωστή ζωγράφος, στους καλλιτεχνικούς κύκλους των Κυκλάδων. Οι πίνακές της λουσμένοι στο Αιγαιοπελαγίτικο φως, στο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας και στις στιγμές των απλών λαϊκών ανθρώπων. Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη έφτασαν νωρίς το μεσημέρι, συναντήθηκαν με τη Φλώρα, μέσα σε εγκάρδιο κλίμα, γεμάτο συγκίνηση, φυσικά ειδικά για τη Βαλεντίνη και απόλαυσαν στη συνέχεια την έκθεση του έργου και της έκθεσής της. Γέμισαν τις αισθήσεις τους ομορφιά και μια θετική αύρα, που έφεραν οι πίνακες αλλά και η τόσο ζεστή ξενάγηση και παρουσίαση της δημιουργού στο χώρο. Την χρειάζονταν αυτήν την αύρα για να ξεφύγουν από τα δύσκολα εκείνα που τους τυραννούσαν τον τελευταίο καιρό. Και έτσι έγινε ως την αμέσως επόμενη στιγμή, που άλλαξαν όλα:


Είχαν μείνει με τον Αργύρη στο μπαρ του ξενοδοχείου να απολαύσουν τον καφέ τους και να ξεκουραστούν λίγο. Ώσπου μια φωνή στην πλάτη της Βαλεντίνης ήρθε να αλλάξει ριζικά τα πάντα.


“Καλημέρα ανιψιά!”

Ο Ανδρέας Καψής έστεκε στο πλάι της με την επιβλητική του παρουσία. Δίπλα του δύο ακόμα άντρες εκ των οποίων ο ένας ήταν ο Δημήτρης Ερμόλαος. Η Βαλεντίνη ένιωσε ένα απότομο μούδιασμα στο κορμί της σαν ένας κουβάς κρύο νερό να την περιέλουσε απότομα.

“Καλησπέρα θείε!” 

“Χαίρομαι, που μέσα σε όλα σου τα προβλήματα βρίσκεις χρόνο και για κοσμικές εκδηλώσεις…” της είπε με εμφανή χαιρέκακο τρόπο.

Ο Αργύρης δίπλα ένιωσε τα νεύρα του να σφίγγονται αλλά δεν μίλησε. 

“Αχ θείε… βλέπω τον καλό λόγο τον έχεις τόσο εύκολα…” του απάντησε ήρεμα.

“Για να μην είμαι αγενής να σου συστήσω τον κύριο, τον Δημήτρη τον γνωρίζεις…”

Η Βαλεντίνη έκανε ένα νεύμα αποδοχής στο δικηγόρο, ο οποίος και ανταποκρίθηκε θετικά. Ο Καψής έδειξε τον κύριο δίπλα του.

“Ο κύριος Ματέο Ροσίνι, εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας που θα αναλάβει την επένδυση στο σπιτικό μας…”

Στο σώμα και της Βαλεντίνης και του Αργύρη πέρασε ένα ηλεκτρικό τικ. Αφού πέρασαν οι συστάσεις, η Βαλεντίνη αντέδρασε:

“Το σπιτικό μας θα μείνει στα χέρια της οικογένειάς μας, θείε, με όλο το σεβασμό στον κύριο από εδώ, ελπίζω να του έχεις εξηγήσει”

“Φυσικά και του έχω εξηγήσει και έχει δείξει την ανάλογη κατανόηση για τη χρονική μετάθεση της πώλησης...τα όποια εμπόδια ξέρει ότι θα φύγουν…”

Ο Αργύρης ήταν σίγουρος ότι ο Ανδρέας Καψής, εκείνη τη στιγμή μπροστά τους, έκανε έναν ωμό ψυχολογικό πόλεμο στην ανιψιά του. Δεν ήταν όμως σίγουρος για τη συναισθηματική σταθερότητα της αγαπημένης του, την οποία είδε να αρχίζει να ταράζεται.

“Θείε, τι λες…”

“Δεν λέω ανιψιά μου, αγαπημένη μου ανιψιά. Θεωρούσα ναι, ότι ήμασταν μια οικογένεια και τα σχέδιά μας κοινά μαζί με τα όνειρά μας. Όμως ξαφνικά βρέθηκα μπροστά σε έναν άλλον άνθρωπο. Με σχέδια και κινήσεις, που γίνονταν χρόνια στο πλευρό της ίδιας μου της μάνας!”

Η Βαλεντίνη ταράζονταν όλο και περισσότερο.

“Θείε… δεν είναι χώρος…”

“Δεν θα επιλέγεις εσύ το χώρο και το χρόνο για τα σχέδια σου, μικρή μου. Στάθηκα δίπλα σου όλα αυτά τα χρόνια…”

“Ανδρέα, σε παρακαλώ!” τον διέκοψε ο Ερμόλαος, προσπαθώντας να τον σταματήσει αλλά μάταια.

“Δίπλα σου ναι για να βρεθώ μπροστά σε τετελεσμένα, μέχρι εδώ λοιπόν. Ευτυχώς υπάρχουν οι άνθρωποι, που μού άνοιξαν τα μάτια, με τις μαρτυρίες τους για τον τρόπο που διπλάρωσες τη μάνα μου και γιαγιά σου…”

“Θείε, για όνομα του Θεού! Δεν διεκδικώ τίποτα από σένα, δεν τόλμησα ποτέ να σφετεριστώ κάτι, εσύ είσαι εκείνος που είχες τα σχέδιά σου κρυφά… Για ποιους ανθρώπους μιλάς τώρα;”

“Γι αυτούς που θα καταθέσουν για τις μεθόδους σου να παρασύρεις τη μάνα μου…”

“Ανδρέα!” φώναξε πιο δυνατά ο Ερμόλαος, πάλι μάταια. Ο Ιταλός δίπλα ήταν εμφανώς σε αμηχανία ενώ ο κόσμος ολόγυρα στο φουαγιέ είχε ήδη αντιληφθεί ότι κάτι παράξενο απασχολούσε τους Καψήδες, γιατί ήταν εκεί και κάποιοι, που τους γνώριζαν. Ο Ανδρέας έσκυψε μπροστά της και της είπε με λόγο σαφή και απόλυτο:

“Δεν θα καταφέρεις τίποτα. Θα χάσεις και αυτό που είχες αρχικά. Το σπίτι των γονιών μου, θα το πάρω πίσω! Και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα, γιατί στο τέλος δεν θα έχεις καν φωνή!”


Η Βαλεντίνη σοκαρίστηκε, ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει το κορμί της. Μπροστά της έβλεπε κάτι σκοτεινό, κάτι απίστευτα ξένο και εχθρικό που δεν της περνούσε ποτέ από το μυαλό ότι θα συναντούσε μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Άρχισε να τρέμει και δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια της.

“Αρκετά ως εδώ!” ο Αργύρης μπήκε ανάμεσά τους, άμεσος, επιθετικός.

“Ο κύριος;” ρώτησε ειρωνικά ο Ανδρέας.

“Κύριε Καψή, αρκετά ως εδώ είπα! Η συζήτηση τελείωσε, μπορείτε να πηγαίνετε!” του είπε ορθώνοντας το ανάστημα του.

“Ανδρέα, πάμε!” τον πίεζε ο Ερμόλαος.

“Η μικρή μου ανιψιά εμφάνισε τον ...ιππότη της!” εξακολούθησε εκείνος ειρωνικά αλλά και αιφνιδιασμένος.

“Κύριε Καψή σάς παρακάλεσα να φύγετε τώρα! Θα δείξετε λίγη αξιοπρέπεια στην επιθυμία μας ναι ή όχι;”

“Γιατί αλλιώς;” απάντησε απειλητικά εκείνος.

“Μείνετε μακριά από τη Βαλεντίνη, είναι σαφές αυτό που λέω!”

Τα μάτια του Καψή αγρίεψαν προς τον Αργύρη ενώ την ίδια στιγμή η Βαλεντίνη προσπαθούσε να βρει ξανά την αυτοκυριαρχία της.

“Κύριοι, σάς παρακαλώ, γίναμε θέαμα!” είπε ο Ερμόλαος, τραβώντας τον Ανδρέα όπως το ίδιο έκανε και ο Ιταλός, ο οποίος εμβρόντητος παρακολουθούσε.

“Δεν καταλαβαίνω πώς και ανακατεύεσαι νεαρέ!” απευθύνθηκε ο Καψής στον Αργύρη για να πάρει την απάντησή του:

“Αυτό θα το συζητήσουμε άλλη φορά, κύριε!”


Ο χώρος στο μπαρ είχε θορυβηθεί. Κάποιοι άνθρωποι της ασφάλειας του ξενοδοχείου είχαν σπεύσει προσπαθώντας να δουν πώς μπορούσαν να παρέμβουν. Ο δικηγόρος πήρε σχεδόν τραβώντας τον Καψή απομακρύνοντάς τον από εκεί. Ο Αργύρης έστριψε την προσοχή του στη Βαλεντίνη δίπλα του, η οποία ήταν σε κακά χάλια.

“Θέλετε κάποια βοήθεια;” προσφέρθηκε ένας υπεύθυνος του ξενοδοχείου, που είχε σπεύσει κοντά της. 

Ο Αργύρης προσπάθησε διακριτικά να συνεφέρει την αγαπημένη του. Έτρεμε και ο ίδιος μέσα του από την οργή και την αγανάκτηση αλλά προσπαθούσε να μη το δείχνει. Σε κάποια διπλανά τραπέζια κάποιοι Παριανοί, έχοντας αναγνωρίσει τον Καψή, είχαν αρχίσει τα πρώτα σχόλια για το πρωτοφανές περιστατικό. Ήταν σίγουρο ότι την επόμενη μέρα, τα τοπικά μέσα θα είχαν πολλές στήλες να αφιερώσουν στο επεισόδιο κιτρινίζοντας την είδηση.


Πίσω στο σπίτι, τόσο ο Ιάκωβος όσο και η Ελένη, δεν πίστευαν στα αυτιά τους με όσα έμαθαν για το περιστατικό. Βλέποντας μάλιστα την συναισθηματική κατάσταση της Βαλεντίνης, θορυβήθηκαν ακόμα περισσότερο. Η νεαρή κοπέλα δεν μπορούσε ακόμα να συνέλθει για τα καλά. Το σοκ έδειχνε βαθύτερο από όσο ξεκίνησε.

“Ο αχρείος!” μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Ιάκωβος.

“Σταμάτα Ιάκωβε, γίνονται χειρότερα τα πράγματα”, απάντησε η Ελένη.

“Όχι κυρά, δεν σταματώ! Τα έβλεπα και δεν μίλαγα γιατί ήταν άνθρωπος του σπιτιού, εργοδότης μου, τον σεβόμουνα. Έβραζα μέσα μου για τα χούγια του και τους τρόπους του. Και να τώρα!”

“Σταμάτα σε παρακαλώ…” επέμεινε η Ελένη.

“Τον έβλεπα καιρό τώρα να γυροφέρνει με διάφορους ξένους και ήξερα ότι κάτι ετοίμαζε. Κάποιος πρέπει να τον σταματήσει, κυρά! Καταλαβαίνεις; Κόντεψε να την πεθάνει σήμερα. Κάποιος πρέπει να του κόψει το βήχα! Αν δεν ήταν ο λεβέντης μας εδώ, θα τρέχαμε τώρα στα νοσοκομεία…”

Νοσοκομεία, σκέφτηκε η Ελένη Καψή και στο νου της ήρθαν οι εικόνες τότε που η κόρη της νοσηλεύονταν μετά το σοβαρό τραυματισμό της και ο θείος της, ο Ανδρέας Καψής, ναι, ο ίδιος άνθρωπος, έστεκε δίπλα στο μαξιλάρι της.

“Γιατί Θεέ μου όλο αυτό;” ψέλλισε σχεδόν μέσα από τα δόντια της.

“Αφήστε την λίγο, έχει ανάγκη από ηρεμία”, είπε ο Αργύρης. Είχαν βάλει τη Βαλεντίνη στο δωμάτιό της.


“Κυρία Ελένη, πείτε μου, σάς παρακαλώ, πού μπορώ να συναντήσω τον αδελφό σας;” ρώτησε ο Αργύρης χαμηλόφωνα. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια. Έβλεπε μπροστά της έναν άντρα, έναν άνθρωπο, που σιγόβραζε από οργή και αγανάκτηση.

“Πριν ο Ιάκωβος, τώρα εσύ, τι θέλεις παιδί μου, τι τον θέλεις τον αδελφό μου;”

“Μια καλή και ξεκάθαρη κουβέντα, πρόσωπο με πρόσωπο, για να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους, δεν μπορεί να φέρεται έτσι και μάλιστα σε δημόσιο χώρο”

“Αργύρη παιδί μου, πήγα και εγώ και τον βρήκα αλλά φαίνεται ότι έχει αφηνιάσει, μήτε εκείνος ο δικηγόρος μπορεί να τον συμμαζέψει, δεν βλέπεις;”

“Εγώ θα κάνω την προσπάθειά μου, δεν μπορώ να τη βλέπω έτσι, πείτε μου πού μπορώ να τον βρω. Αν δεν μού πείτε εσείς θα το βρω από αλλού”

“Εντάξει παιδί μου, θα σου δώσω τη διεύθυνση του γραφείου του”


Ο Αργύρης κράτησε τη διεύθυνση. Έδειχνε αποφασισμένος να μιλήσει στον Καψή, πρόσωπο με πρόσωπο. Ήθελε να προλάβει. Η Βαλεντίνη ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και προφανώς αυτό ήθελε και ο θείος της. Η κατάσταση κινδύνευε να γίνει ανεξέλεγκτη και κάποια πράγματα έπρεπε να αντιμετωπιστούν, πριν ήταν αργά.


Η νύχτα με τις σκιές


Η επόμενη μέρα του επεισοδίου ήταν ήρεμη για τους ανθρώπους στο αρχοντικό των Καψήδων. Η Βαλεντίνη είχε βγει από μια άσχημη νύχτα με βαριά ψυχολογία και διάθεση αλλά και σωματικά με πολλά προβλήματα. Όταν ξεκινούσε αυτή η υπόθεση, της ήταν αδιανόητο να σκεφτεί ότι τα πράγματα θα έφταναν εδώ και στην οικογένειά τους θα προέκυπτε ένας τέτοιος “πόλεμος”. Όλοι οι άλλοι, προσπαθούσαν, με τη στάση και συμπεριφορά τους, να αποφορτίσουν την κατάσταση αλλά μέσα τους ένιωθαν την ίδια πίεση.

“Μαμά, πρέπει να βρούμε έναν δικηγόρο, το καταλαβαίνεις!” η Βαλεντίνη στράφηκε στην Ελένη, συνεχίζοντας: “Ο Ερμόλαος, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να μάς εκπροσωπήσει στην νομική επίθεση του θείου, το καταλαβαίνεις, δικηγόρος του είναι…”

Συμφώνησε η μητέρα της και θα ζητούσε τη μεσολάβηση του συζύγου της για αυτό.


Η υπόλοιπη μέρα κύλησε πιο ήρεμα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο. Κάποια στιγμή νωρίς το βράδυ, ο Αργύρης το ανακοίνωσε:

“Θα μού επιτρέψετε να λείψω λίγο…”

Τα μάτια της Βαλεντίνης και της Ελένης εστίασαν πάνω του.

“Συμβαίνει κάτι;” ήταν εκείνη που ρώτησε καθώς η Ελένη δεν είχε εύλογα ένα τέτοιο δικαίωμα. 

“Όχι είναι κάποιες δουλείες που πρέπει να κάνω, να δω κάποια πρόσωπα επαγγελματικά, έχουμε και ένα γραφείο…”

Η Βαλεντίνη δεν πείστηκε.

“Θα πας να τον βρεις;”

O Αργύρης για μια στιγμή κοντοστάθηκε διστακτικά.

“Βαλεντίνη, πες λοιπόν ότι πάω να τον συναντήσω. Το βρίσκεις άτοπο;”

“Το βρίσκω απόλυτα επικίνδυνο, Αργύρη!”

“Γιατί; Δεν είμαι παιδί, δεν πάω να μαλώσω, να συζητήσω πάω”

“Δηλαδή, μετά από αυτό που είδες χθες, πιστεύεις ότι αυτός ο άνθρωπος μπορεί να εγγυηθεί μια συζήτηση όπως την αντιλαμβάνεσαι; Σε ρωτάω τώρα”

“Ναι, δεν θα μένει όμως ανεξέλεγκτος να κάνει ότι θέλει. Μια κατάσταση την επιβάλλεις, δεν την αφήνεις”


Ο Αργύρης ήταν αποφασισμένος, η Βαλεντίνη ζήτησε να πάει κοντά του, την παρακάλεσε να μείνει έξω με το σκεπτικό ότι ήταν το πρόσωπο της επίμαχης έντασης. Ένιωθε η ίδια ενοχές ότι ένας τρίτος, από την οικογένειά της, άνθρωπος γινόταν απόλυτα μέρος της σύγκρουσης.

“Παιδί μου, πρόσεχε! Ο αδελφός μου τελευταία έχει χάσει εντελώς το μέτρο. Δεν ήταν έτσι παλιά. Τότε με τις δύσκολες ώρες του ατυχήματος, ήταν στο πλάι της…” κατέθεσε τη σκέψη της η Ελένη.

“Κυρία Ελένη, μείνετε ήσυχη, κάποια όρια θέλω να βάλω, τίποτα άλλο”


Είχε πλέον βραδιάσει όταν ο Αργύρης έφυγε από το αρχοντικό. Ήταν αποφασισμένος να κάνει την προσπάθειά του, ήρεμα, ανθρώπινα αλλά και με σαφήνεια χωρίς διαπραγμάτευση. Με το αυτοκίνητο έφτασε στην Παροικιά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Καψή, που ήταν κοντά στο λιμάνι στον κεντρικό δρόμο. Στάθμευσε το αυτοκίνητο και πήρε άμεσα πορεία προς την είσοδο του γραφείου στο όμορφο παραδοσιακό Κυκλαδίτικο διόροφο κτίριο. Κατά την είσοδό του σε αυτό, ένα ζευγάρι μάτια εστίασε στη μορφή του και ένα κινητό τηλέφωνο βγήκε από την τσέπη για να χρησιμοποιηθεί.


“Ανησυχώ, μαμά!” ήταν τα λόγια της Βαλεντίνης, όπου έδειχνε να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. 

“Εγώ αντίθετα τον θαυμάζω τον Αργύρη και ξέρεις; Είμαι τόσο χαρούμενη, που ένας τέτοιος άντρας, ώριμος, συγκροτημένος, βρίσκεται στο πλάι της κόρης μου…” απάντησε εκείνη.

“Δεν αμφιβάλλω γι’ αυτό μάνα, το θείο μου φοβάμαι… Μήπως είδες τον Ιάκωβο;”

“Δεν είναι εδώ, τον είδα νωρίτερα το απόγευμα, που έφευγε, τι τον ήθελες;”

“Να πήγαινε κοντά του, έστω εκείνος”

“Βγήκε τι να σου πω…”


Η ζέστη της καλοκαιρινής νύχτας έκαναν την αναμονή πιο αγωνιώδη για τις δύο γυναίκες. Δεν έκαναν κουβέντα γι’ αυτό αλλά μέσα τους ήξεραν καλά ότι όλα βρίσκονταν σε μια πολύ λεπτή και επικίνδυνη ισορροπία. Η Ελένη προσπαθούσε να πάρει τη σκέψη της κόρης της από εκεί με διάφορες κουβέντες. Μέσα τους είχε ηχήσει ένας παράξενος συναγερμός μετά τα γεγονότα στο ξενοδοχείο.

“Ο πατέρας τι λέει για όλα αυτά, μάνα;” τη ρώτησε.

“Ο πατέρας σου είναι θηρίο στο κλουβί. Με έχει φάει να έρθει εδώ να μάς βρει, με χίλια ζόρια τον κρατάω στην Αθήνα αλλά δεν ξέρω για πόσο”

“Τον καταλαβαίνω…” πρόσθεσε η Βαλεντίνη.


Η άφιξη του Αργύρη ήρθε αργότερα να τους επαναφέρει, με μεγάλη ένταση, στην πραγματικότητα. Στην εμφάνισή του, η Ελένη πετάχτηκε όρθια ενώ θαρρείς πως η Βαλεντίνη ήθελε, με τη δύναμή της, να σηκώσει στον αέρα το αμαξίδιό της.

“Επί τέλους…. Άργησες!” τον υποδέχτηκε κρεμασμένη στην κυριολεξία από τα χείλη του.

Ο Αργύρης φάνηκε κοντά τους σχετικά ήρεμος με ένα αόριστο σπάσιμο στο πρόσωπό του, που προσπαθούσε να μοιάσε με κάτι σαν χαμόγελο. Η Ελένη τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, σαν να προσπαθούσε να δει μέσα από τις κόρες του, τι ακριβώς είχε γίνει. Εκείνος έδειχνε ήρεμος αλλά δεν μπορούσε να κρύψει τα σημάδια κάποιας μεγάλης έντασης, η οποία έμοιαζε να απομακρύνεται σαν την καταιγίδα που αργοσβήνει στον ορίζοντα.

“Λοιπόν; Τον είδες;” ρώτησε η Βαλεντίνη. Εκείνος έκατσε. Η Ελένη πρόσεξε ένα απροσδιόριστο τικ στα δάχτυλα των χεριών του, που προσπαθούσε να κρύψει.

“Ναι, τον βρήκα…”

“Ήταν μόνος;”

“Όχι ήταν και ο δικηγόρος του εκεί, ο Ερμόλαος αλλά ήμουν τυχερός γιατί αποχώρησε, προφανώς διακριτικά”

“Τι έγινε, μιλήσατε;”

“Φυσικά και μιλήσαμε! Γι αυτό πήγα άλλωστε”

“Πώς αντέδρασε παιδί μου, πώς σε δέχτηκε;” ρώτησε η Ελένη.

“Εντάξει δεν ήταν παρορμητικός όπως στο ξενοδοχείο αλλά δεν έστρωσε και ...κόκκινο χαλί στην επίσκεψή μου…”

“Τι είπατε; Μαλώσατε;” ρώτησε η Βαλεντίνη με αγωνία.

Η Ελένη πρόσεξε ένα μεγαλύτερο τικ αυτή τη φορά στα δάχτυλα του χεριού του.

“Όλα πήγαν καλά, αγάπη μου! Ησύχασε. Σού είπα, δεν είμαι παιδί. Είπα αυτά που είχα να πω στο θείο σου και πιστεύω να τα κατάλαβε καλά. Θέλω να πιστεύω ότι θα είναι πιο προσεκτικός στη συνέχεια…”

“Αργύρη, πες μου τι έγινε με λεπτομέρειες!” πιάστηκε από πάνω του η Βαλεντίνη.


“Ιάκωβε, πού ήσουν;” το βλέμμα της Βαλεντίνης μαζί με τη φωνή της, τράβηξε την προσοχή της από τον Αργύρη στην εμφάνιση του αγαπημένου τους ανθρώπου. 

“Έξω ήμουνα κοπέλα μου, είχα κάποια δουλειά…”

Ο ηλικιωμένος άντρας ήταν εμφανώς ταραγμένος. Το πρόσωπό του ήταν ξαναμμένο και η ομιλία του δεν έβγαινε αρμονικά. Έριξε μια πολύ παράξενη ματιά στον Αργύρη, θα την έλεγες διερευνητική, για ελάχιστα δευτερόλεπτα.

“Με γυρεύατε κάτι;” ρώτησε τις γυναίκες.

“Εγώ σε ήθελα, Ιάκωβε, να πας με τον Αργύρη…”

“Πού να πηγαίναμε;”

“Στο θείο μου”

“Τι δουλειά είχαμε στο θείο σου, κορίτσι μου; Ελένη, τι λέει;”

“Τίποτα Ιάκωβε, μη δίνεις σημασία…” πετάχτηκε ο Αργύρης, “...τα κορίτσια εδώ νομίζουν ότι είμαι ...μωρό παιδί και σε θέλανε να είσαι κοντά μου”

“Πήγες και βρήκες τον Καψή;”

“Ναι, γιατί;”

“Δεν μού είπατε τίποτα…”

“Δεν χρειάστηκε Ιάκωβε”, απάντησε ο Αργύρης.

“Τον είδες, τον βρήκες;”

“Ναι, όλα καλά...μην έχεις έγνοια”


Ο Ιάκωβος έκανε μια παράξενη γκριμάτσα. Έδειχνε περισσότερο ταραγμένος από πριν.

“Ιάκωβε, συμβαίνει κάτι;” τον ρώτησε εύλογα η Ελένη.

“Όχι, όχι κυρά μου! Με θέλετε τίποτα άλλο; Αύριο έχω σηκωμό πρωί, είμαι κομμάτια…”

Καληνύχτισαν το δικό τους αγαπημένο άνθρωπο.

“Πάμε να πέσουμε και εμείς; Δεν είμαστε λιγότερο κουρασμένοι!” έριξε την ιδέα ο Αργύρης, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε περαιτέρω συνέχεια της κουβέντας. 

Ύστερα από λίγο όλοι είχαν αποσυρθεί στα δωμάτιά τους. Η Ελένη στο δικό της αφήνοντας τα δυο της παιδιά, έτσι πλέον ένιωθε τη θυγατέρα της με τον Αργύρη, να μένουν μαζί στο δωμάτιο της Βαλεντίνης. Έβλεπε με συγκίνηση τον τρόπο, που ο νεαρός άντρας συνόδευε και φρόντιζε τόσο τρυφερά και δοτικά το παιδί της και γέμιζε η καρδιά της αγαλλίαση. Η κούραση έπεφτε βαριά σε όλους μαζί με το ψυχολογικό βάρος. Ο ερχομός της μέρας που γεννιόνταν σε λίγο ήταν μοιραίο να φέρει μια θύελλα, χωρίς προηγούμενο.


Ένα αλλιώτικο ξημέρωμα


Κανείς από τους ένοικους του μεγάλου αρχοντικού δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τι επρόκειτο να φέρει εκείνο το ξημέρωμα που είχε χαράξει πλέον για τα καλά.


Δεν είχαν καλά-καλά προλάβει να σηκωθούν. Ο Ιάκωβος πολύ νωρίτερα όπως και η Ελένη. Οι δυο τους κουβέντιαζαν στη μεγάλη κουζίνα όταν έφτασε το αγαπημένο ζευγάρι. Ο Ιάκωβος είχε επιμεληθεί για όλους ένα πλούσιο πρωινό.


Ο ήχος του κουδουνιού της μεγάλης πόρτας ήχησε απρόσμενα για όλους.

“Περιμένουμε κανέναν;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Δεν ξέρω, όχι¨, είπε ο Ιάκωβος


Στο κατώφλι της πόρτας φάνηκαν δύο άντρες. Έδειχναν βλοσηροί. Στα πρόσωπά τους, η Βαλεντίνη αναγνώρισε τον έναν από αυτούς. Ήταν ο αστυνομικός, ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος, που τους είχε επισκεφτεί και την προηγούμενη φορά. Έδειξαν τις ταυτότητές τους στον Ιάκωβο και μπήκαν στο χώρο της κουζίνας.

“Καλημέρα σας, φαντάζομαι με θυμάστε, είμαι ο αστυνόμος Καραναστάσης”, είπε ο γνωστός

“Ναι κύριε αστυνόμε τι συμβαίνει;” ρώτησε με αγωνία η Βαλεντίνη.

Εκείνος έριξε μια σύντομη αναλυτική ματιά στους τρεις παρόντες.

“Πολύ φοβάμαι ότι σήμερα θα φανώ πολύ δυσάρεστος κυρία Βαρθαλίτη”

“Τι συμβαίνει, για όνομα του Θεού” σχολίασε η Βαλεντίνη.

“Έχω ένα πολύ δυσάρεστο νέο για την οικογένειά σας, λυπάμαι…”

Όλοι ένιωσαν ένα σφίξιμο στην καρδιά.

“Μιλήστε σάς παρακαλώ!” είπε εκείνη.

“Σήμερα νωρίς τα χαράματα… βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του ο κ. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΨΗΣ, ο θείος σας!”


Η είδηση έσκασε σαν βόμβα ανάμεσά τους. Οι ανάσες κόπηκαν μονομιάς. Τα χέρια σφίχτηκαν, οι ματιές γέμισαν απόγνωση.

“Τι είπατε, ο αδελφός μου… νεκρός… πώς;” ψέλλισε η Ελένη.

“Κάποιος τον σκότωσε κυρία μου…”


Ο αστυνόμος πήρε από το χαρτοφύλακα του συνεργάτη του μια μεγάλη πλαστική σακούλα, την άνοιξε και πρόταξε το αντικείμενο μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Βαλεντίνης και των υπολοίπων


“Δικό σας είναι αυτό το φουλάρι κ. Βαρθαλίτη;” ρώτησε παγερά ψύχραιμος ο διοικητής.

“Ναι….” μόλις που κατάφερε να ψελλίσει η Βαλεντίνη, τη στιγμή που ο Ιάκωβος έκλεισε για λίγο απεγνωσμένα τα μάτια του.

“Το φουλάρι βρέθηκε στο χώρο του εγκλήματος, εκεί που δολοφονήθηκε ο θείος σας κ. Βαρθαλίτη”

Συνεχίζεται...

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2025

Ακούγοντας τη βροχή... (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Ιστορίες της βροχής")

 "Ακούγοντας το βροχή..."



Ακούγοντας τη βροχή να πέφτει,
στέκεις εκεί κολλημένος στο νοτισμένο παραθύρι,
καραδοκώντας με το βλέμμα σου τις σταγόνες,
που αρμενίζουν στο δικό τους ταξίδι στο τζάμι.

Ακούγοντας τη βροχή, καρτεράς να δεις ποιο τραγούδι θα διαλέξει.
Θα στήσει τη δική της ορχήστρα πάνω στην ξύλινη στέγη
τα δικά της βιολιά θα 'ναι στα γυάλινα του σπιτιού
και τα κρουστά της στα κεραμίδια της σκεπής.
Και ο ρυθμός θα αφήνεται στην αγκαλιά της.

Πότε είναι ένα απαλό θρόισμα που κάνουν οι λίγες σταλαγματιές,
λες και μετριούνται με τη δική τους συστολή,
ντροπαλές σαν τις μικρές παρθένες κόρες.
Πότε είναι ένα αλέγκρο τραγούδι, με ρυθμό και ήχο ξέχωρο,
με το δικό του ρεφραίν και στίχους.
Πότε γίνεται ένα κρεσέντο από ήχους ξέφρενους, 
να κραυγάζει, να απειλεί, να δυναμώνει,
σε παρασύρει, σε φοβίζει.

Ακούγοντας τη βροχή αναμετριέσαι με τη ζωή έξω απ' το τζάμι,
αυτά που συμβαίνουν έξω από σένα,
γνώριμα μα μακρινά.
Δεν μπορείς να απλώσεις τα χέρια να τα αγγίξεις,
μονάχα να τα δεις, να τα ποθήσεις, να τα ονειρευτείς,
μέχρι και να τα νοσταλγήσεις.

Ακούγοντας τη βροχή, πόσες και πόσες φορές δεν γύρισες με το νου σου
σ' αυτήν την εικόνα της αναπόλησης.
Πόσες φορές δεν θυμήθηκες αυτό σου το βλέμμα ανέκφραστο, γλυκό,
ν' αγναντεύει τον κόσμο γύρω του.
Εκεί σ' αυτό το παράθυρο έκανες το δικό σου στέκι.
Από εκεί το βλέμμα σου έπεφτε στην αυλή, έξω από αυτή,
απλώνονταν στη μάντρα, στο ξέφωτο, στην αλάνα.
Έπαιρνε τις σκέψεις σου και τις έκανε καραβάκι σε πλεούμενα ποτάμια.
Τον προορισμό τον όριζες εσύ, τον έπλαθες με της φαντασίας τον οίστρο,
με τα χρώματα της ψυχής σου, με τα πινέλα της καρδιάς.

Εκεί άπλωνες τις εικόνες του κόσμου σου, τα μικρά σου όνειρα.
Ώσπου τα χρόνια πέρασαν, διάβηκαν.
Άλλα γίνηκαν αλήθεια, άλλα χάθηκαν, άλλα ξεθώριασαν, 
άλλα δοκιμάστηκαν κι απέτυχαν.
Και εσύ ταξίδεψες μέσα σε όλο αυτό. 
Θα 'θελες μα δεν είσαι πια παιδί. 
Και το χειρότερο ξέρεις ποιο είναι; 
Ότι δεν υπάρχει πια εκείνο το ξύλινο παράθυρο να κρατηθείς,
δεν υπάρχει εκείνο το τζάμι με τις σταγόνες
δεν υπάρχει αυλή να απλώσεις το βλέμμα σου.
Μήτε η αλάνα, που την κατάπιε η ανοικοδόμησις.

Τώρα πια, δεν υπάρχουν οι στέγες που σου τραγουδούσε η βροχή
και το βλέμμα σου αντικρίζει μονάχα τσιμέντο γκρίζο και σιωπή.
Τίποτα από όλα εκείνα που το βλέμμα το παιδικό ατένιζε τότε.

Ακούγοντας τη βροχή τώρα, βλέπεις τις σταγόνες της να ρέουν στο παράθυρο,
για να ενωθούν με τις σταγόνες απ' τα μάτια σου,
για τα δάκρυα της καρδιάς σου.

Το όμορφο εκείνο παράθυρο χάθηκε για πάντα,
πυρπολήθηκε στα ανεκπλήρωτα όνειρα.
Ίσως να το πήρε η βροχή στο ορμητικό της διάβα,
να το έκανε ποτάμι βουερό, όπως το κλάμα σου και το κάλεσμά σου.

Γλυκιά μου βροχή, θα μού πεις ποτέ ξανά το τραγούδι σου;
Θα μού τραγουδήσεις τον καημό σου;
Να σε καρτερέψω γλυκιά μου;
Ή θα γίνω πετρωμένη μορφή κοιτώντας ίσως τον καθρέφτη της Μέδουσας



Φίλες και φίλοι,
το ποίημά μου αυτό ήταν η δική μου ταπεινή συμμετοχή ψυχής στο όμορφο δρώμενο, που διοργανώνει η αγαπημένη μας φίλη, Μαρία Νικολάου, εδώ στο μπλογκ της:



Μαρία, σε ευχαριστούμε πολύ, καλή μας φίλη για μια ακόμα ευκαιρία δημιουργικής έκφρασης, που μας δίνεις μέσα από το δικτυακό σου σπιτικό.

Να είστε όλοι καλά.



Πέμπτη 6 Μαρτίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 9 / (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια έμπνευση #3)

  "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Οι έρευνες του Αργύρη Ραιδεστού στον Πειραιά, για την Μαριλίζα Ξένου, προκαλούν στο άγνωστο παρασκήνιο, ανησυχία και κινητικότητα. Η αστυνομία έχει ξεκινήσει τις έρευνές της για τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου, οδηγού του αυτοκινήτου που ευθύνονταν για το τροχαίο στην Βαλεντίνη, που προκάλεσε την αναπηρία της. Στα πλαίσια των ερευνών, κλιμάκιο αστυνομικών επισκέπτεται την Βαλεντίνη για να βολιδοσκοπήσει την τελευταία επικοινωνία με το θύμα όπως και τις τηλεφωνικές κλήσεις της προς αυτό.

Ο δικηγόρος Δημήτρης Ερμόλαος, παραδίδει ιδιοχείρως στη Βαλεντίνη, την αγωγή του θείου της, με την οποία προσβάλει τη διαθήκη της γιαγιάς της, με το σκεπτικό της αθέμιτης επιρροής της ίδιας προς αυτήν. 

Η μητέρα της, Ελένη Καψή, επισκέπτεται τον αδελφό της και έχει μαζί του ένα φορτισμένο και συγκρουσιακό τετ-α-τετ με θέμα τη στάση και συμπεριφορά του απέναντι στην κόρη της. 

Τέλος, ο Αργύρης, θα δεχτεί ένα τηλέφωνο από την Ανθή Βαλάσκου, φίλη της Μαριλίζας από το παρελθόν. Στην πρώτη συζήτηση μαζί του, θα τον ενημερώσει ότι η νεαρή γυναίκα ήταν έγκυος.

Κεφάλαιο 9


Η αλήθεια για τη Μαριλίζα Ξένου


Ο Αργύρης προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς άκουσε από την συνομιλήτριά του. Κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα τη Βαλεντίνη δίπλα του, η οποία προσπαθούσε να συμμετάσχει σε αυτό που γινόταν.

Τι…. Ακριβώς είπατε;” ρώτησε ξανά για να βεβαιωθεί ότι άκουσε σωστά.

Η Μαριλίζα όταν ήρθε να νοικιάσει σε μένα ήταν έγκυος στους πρώτους μήνες!”

Πώς το ξέρετε… θέλω να πω…”

Μα το είδα κύριε Ραιδεστέ, τι πάει να πει πώς το ξέρω; Σε μένα πέρασε όλη την περίοδο της εγκυμοσύνης της…”


Η Βαλεντίνη έκανε ένα νόημα απορίας στον Αργύρη. Εκείνος δεν ήξερε πώς να το χειριστεί. Πλέον συνειδητοποίησε ότι τα πράγματα έπρεπε να βγουν στο φως. Ενεργοποίησε την ανοιχτή ακρόαση με ότι αυτό σήμαινε.


Σάς παρακαλώ πολύ, μπορείτε να μού πείτε τι ακριβώς είχε συμβεί τότε σε σάς;”

Ένα πρωί ήρθε στο σπίτι μου μια νεαρή κοπέλα…”

Μόνη;”

Ναι, μού είπε ότι έμαθε στη γειτονιά ότι νοίκιαζα το παλιό σπιτάκι στην αυλή. Ενδιαφέρθηκε και με παρακάλεσε να της το νοικιάσω.. Την είδα μαζεμένη, μού έβγαλε κάτι ανθρώπινο, κάτι… πώς να το πω, κυνηγημένο.. Συζητήσαμε τα τυπικά και συμφωνήσαμε. Έτσι η Μαριλίζα Ξένου μπήκε στην αυλή μου σαν νοικάρισα”

Και λοιπόν;”

Είχε μια υγεία εύθραυστη αλλά το κυριότερο η ψυχολογία της ήταν άθλια. Κάτι σοβαρό είχε συμβεί στη ζωή της και το να ανοιχτεί δεν ήταν και το πιο εύκολο…”

Την επισκέφτηκε κανείς; Κάποιος άντρας ίσως; Είδατε κάποιον ή κάτι;”

Όχι! Δεν ξέρω έξω από το σπίτι της τι έκανε αλλά εδώ, όχι! Προσπαθούσα να την πλησιάσω, να την βοηθήσω, να μού μιλήσει, να ανοιχτεί…”

Και;”

Το κατάφερα, δεν ξέρω γιατί αλλά αυτό το κορίτσι έβγαλε και σε μένα τον καλύτερο εαυτό μου και ίσως αυτό βοήθησε. Μού είπε ότι δούλευε σε ένα μαγαζί στον Πειραιά και είχε μια ερωτική απογοήτευση με έναν άντρα, που τον πίστεψε απόλυτα αλλά… κάτι δεν πήγε καλά… Μάλιστα έβγαζε ένα είδος απόλυτης απογοήτευσης…”


Η Βαλεντίνη και η μητέρα της, δίπλα, άκουγαν συγκλονισμένες τα όσα αφηγούταν η Ανθή και ένιωθαν σαν ένα κομμάτι του παλιού τους κόσμου να σπάει, να βουλιάζει και κάτι άλλο να αναδύεται από αυτόν. Ειδικά όταν η γυναίκα προχώρησε την αφήγησή της:


Την έβλεπα που υπέφερε στην υγεία της. Και τότε… τότε μου το είπε! Ήταν έγκυος τριών μηνών…”

Πότε γίνονται όλα αυτά;” ρώτησε ο Αργύρης.

Λίγο πριν τη χούντα, ήταν το 1967…”

Σάς μίλησε με λεπτομέρειες; Θέλω να πω για τον πατέρα;”

Μού είπε τα πάντα κύριε Αργύρη, όλα! Για τη δική της προσωπική ζωή, τους γονείς της, τη δουλειά της. Τη γνωριμία της με τον καπετάνιο, έναν άντρα που αγάπησε και δέθηκε μαζί του χρόνια, έναν παντρεμένο όμως, που στο τέλος έκανε την επιλογή του…”

Σάς είπε όνομα;”

Όχι…”

Λοιπόν;”

Ο καπετάνιος έμαθε την εγκυμοσύνη της φυσικά. Της είπε ότι η επιλογή του ήταν το σπίτι του και η γυναίκα του. Θα αναλάμβανε τις ευθύνες του αλλά για εκείνον προτεραιότητα ήταν η οικογένειά του”

Τι εννοείτε θα αναλάμβανε τις ευθύνες του”

Θα σάς πω στη συνέχεια γι αυτό”

Ωραία συνεχίστε...”

Η Μαριλίζα είδε τον κόσμο της να βουλιάζει. Δεν παρακάλεσε, δεν έκανε σκηνές, έτσι μού είπε τουλάχιστον. Δεν ξέρω. Εκείνος της έδωσε λεφτά! Αρκετά χρήματα αλλά εκείνη, περήφανη, δεν τα δέχτηκε, του τα γύρισε πίσω… Κύριε Αργύρη, ότι σάς λέω είναι δικά της λόγια, έτσι; Εγώ δεν γνωρίζω τι είχε προηγηθεί…”

Ναι, κυρία Άνθή, άλλωστε κανείς δεν θα σάς ζητήσει το λόγο, συνεχίστε σας παρακαλώ”

Η Μαριλίζα έκανε δύσκολη εγκυμοσύνη. Και γέννησε!”


Η φωνή της γυναίκας στο τηλέφωνο μαζί με αυτήν του Αργύρη ήταν το μόνο που ακούγονταν εκείνες τις στιγμές στο σπίτι. Η Βαλεντίνη και η Ελένη δίπλα μαζί με τον Ιάκωβο, που ήρθε έμεναν στήλες άλατος να αλληλοκοιτάζονται χλωμοί, βουβοί και συγκλονισμένοι. Η Μαριλίζα Ξένου, γέννησε ένα παιδί. Η ερωμένη του πατέρα και παππού… Ένα παιδί.


Πού έγινε αυτό, ξέρετε;” ρώτησε ο Αργύρης.

Στης Έλενας εδώ στην Αθήνα, το 1968, ένα αγοράκι…”

Η αγωνία είχε φτάσει στο κόκκινο

Πού βρίσκεται, τι έγινε αυτό το παιδί;”

Πριν τη γέννα, η Μαριλίζα είχε προσπαθήσει να μιλήσει στον άντρα αυτόν, στον πατέρα του παιδιού της. Τον πήρε πολλές φορές τηλέφωνο από εδώ μπροστά μου αλλά δεν δέχτηκε να της μιλήσει. Κάποια στιγμή πρέπει να βγήκε στη γραμμή και η γυναίκα του και η Μαριλίζα έκοψε κάθε επαφή”


Αυτό που μου λέτε τώρα αφορούσε πριν τη γέννα. Μετά; Εσείς το είδατε το μωρό; Θέλω να πω την επισκεφτήκατε στο μαιευτήριο;”

Φυσικά, δεν θα την άφηνα μόνη, είχε γίνει κομμάτι της ζωής μου πια αυτό το κορίτσι…”


Η Ελένη Καψή πιο δίπλα είχε μείνει πραγματικά συγκλονισμένη με όσα άκουγε. Όπως και ο Ιάκωβος αλλά και η Βαλεντίνη. Ένα παιδί λοιπόν, ένα νόθο παιδί του πατέρα της Ελένης. Ένας ετεροθαλής αδελφός της, με λίγα λόγια. Ένας θείος για τη Βαλεντίνη. Όλη η ζωή τους ξαναγράφονταν εκεί στην τηλεφωνική αυτή συνομιλία, που συνεχιζόταν αμείλικτη. Η αλήθεια για τη Μαριλίζα Ξένου, ερχόταν στο φως με πάταγο.


Μετά τη γέννα; Έγινε κάτι παράξενο;”

Έγιναν πολλά κύριε Αργύρη! Πάρα πολλά!”

Δηλαδή…”

Ο άντρας αυτός την επισκέφτηκε στο μαιευτήριο, δύο μέρες μετά τη γέννα…”

Τον είδατε;”

Όχι, η Μαριλίζα μού τα είπε μόλις επέστρεψε σπίτι με το μωρό”

Ποιος τον ενημέρωσε;”

Η Μαριλίζα αλλά δεν ξέρω το πώς, μη με ρωτάτε… Γύρισε σπίτι με το μωρό! Ένα γλυκούλι όμορφο μωρό. Όμως δεν γύρισε με το μωρό μόνο…”

Τι θέλετε να πείτε;” ρώτησε ο Αργύρης και όλων οι καρδιές κρεμάστηκαν στο ηχείο του τηλεφώνου.

Η Μαριλίζα έφερε μαζί της ένα φάκελο, έναν κλειστό φάκελο. Μού τον παρέδωσε και μού είπε να τον κρύψω στο πιο ασφαλέστερο σημείο που μπορεί να είχε. Να τον φυλάω σαν τα μάτια μου”

Τι αφορούσε όλο αυτό σάς είπε;”

Όχι! Όμως μού είπε ότι αυτός ο φάκελος περιέχει κάτι που αφορά το ίδιο το μωρό της. Κάτι που δένεται με τη ζωή του…”


Ο Αργύρης πήρε την απόφασή του χωρίς περιστροφές. Δεν υπήρχαν περιθώρια για παλινδρομήσεις.

Κυρία Ανθή, πείτε μου σάς παρακαλώ, πού μπορώ να σάς βρω στην Αθήνα. Να κρατήσω το κινητό σας αυτό εδώ και να συναντηθούμε”


Συνεννοήθηκαν με την ώριμη γυναίκα. Θα την καλούσε μόλις έφτανε στην Αθήνα. Η συνομιλία έληξε και όλοι έμειναν για ένα διάστημα μέσα στη σιωπή.

Ήσουν δέκα επτά χρονών κοπέλα όταν ήρθα σπίτι σας, Ελένη μου. Ήταν το 1978. Οκτώ χρόνια μετά τα γεγονότα που μάς είπε αυτή η γυναίκα. Δεν ήταν τέτοια η σχέση μου στο σπιτικό σας για να μπορέσω να καταλάβω τι συνέβαινε στον πατέρα σου. Να κρίνω κάποια του αντίδραση, να μοιραστεί μαζί μου κάποιες κουβέντες. Δυστυχώς είμαι στο σκοτάδι. Βέβαια μετά, τον έπιανα μερικές φορές να μελετάει διάφορα στο γραφείο του με περισυλλογή αλλά πού να πάει το μυαλό μου…” σχολίασε ο Ιάκωβος.

Αργύρη παιδί μου θέλω να έρθω μαζί σου…” πετάχτηκε η Ελένη.

Και η Βαλεντίνη;” ρώτησε ο Αργύρης.

Η Βαλεντίνη πρέπει να μείνει εδώ. Τρέχουν ζητήματα μεγάλα εδώ πέρα και θα έχει εξελίξεις”


Αργά το βράδυ, σαν έμειναν μόνοι ο Αργύρης με τη Βαλεντίνη, την έβλεπε μελαγχολική και με βαριά διάθεση.

Τι σκέφτεσαι;” τη ρώτησε.

Πόσα άλλαξαν μέσα σε λίγες μέρες, το συνειδητοποιείς; Δεν έχω ακόμα καλά-καλά προλάβει να χωνέψω τα γεγονότα, Αργύρη”

Σε καταλαβαίνω”

Το σπίτι μας, η οικογένειά μας, όλα ήταν σκεπασμένα σε κάτι ψεύτικο…Η εικόνα που είχαμε αλλάζει. Και εγώ… εγώ βρίσκομαι καθηλωμένη εδώ σε αυτό το διάολο σαν αγρίμι στο κλουβί. Δεν ξέρω πια σε ποια πλευρά να ρίξω το βάρος μου, στο πρόσωπο του θείου μου; ή στο παρελθόν του παππού μου;”

Ο Αργύρης κράτησε τρυφερά το χέρι της και την τράβηξε κοντά στην αγκαλιά του.

Θα σου πω κάτι, αγάπη μου, που ίσως σου φανεί παρεξηγήσιμο. Δεν ξέρω γιατί δεν νιώθω θυμό για τον παππού σου. Θα μου πεις… έξω απ’ το χορό είσαι, δεν έχεις εξ αίματος σχέση αλλά σαν άνθρωπος δεν νιώθω κάτι έντονα αρνητικό… Προς Θεού, δεν λέω ότι αυτό που έγινε ήταν σωστό. Οι ευθύνες του ήταν πολύ μεγάλες αλλά η δύναμη του έρωτα και της αγάπης πολλές φορές δεν ακολουθεί τις νόρμες της συμβατικής μας ζωής. Εγώ νιώθω κάτι σαν δέος, μια θλίψη, ένα μεγάλο κρίμα. Μπορείς να πεις και μια συμπόνοια. Για όλους. Για το Στέφανο Καψή, για τη Μαριλίζα, που ίσως ήταν το πιο αθώο θύμα αυτής της ιστορίας, τη γιαγιά σου….”

Αργύρη, ένα παιδί! Ζει; Υπάρχει; Λογικά πρέπει να ζει και σήμερα θα είναι κοντά στα εξήντα. Ξέρει άραγε; Πού μεγάλωσε, πως;”

Λογικά δεν ξέρει τίποτα αλλά πρέπει πρώτα να μάθουμε”

Δεν είμαι κριτής κανενός, Βαλεντίνη! Ζούμε με τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, τα πάθη και τις ευθύνες μας. Αυτή είναι η μοίρα μας”


Αφέθηκε στην εκφραστική αγκαλιά του. Την ένιωθε όσο ποτέ τόσο ασφαλή, τόσο έμπιστη. Το δικό της λιμάνι.


Στο κυνήγι των αποκαλύψεων


Η Ανθή Βαλάσκου κόντευε στα ογδόντα της. Ο χρόνος πάνω της είχε τα σημάδια του. Απλή γυναίκα του μόχθου και της λαϊκής οικογένειας. Υποδέχτηκε τον Αργύρη αλλά και την Ελένη Καψή στο απλό της σπιτάκι.

Δεν αποχωρίζομαι τη γειτονιά μου”, τους είπε. “Στα Πετράλωνα γεννήθηκα εδώ θέλω και να κλείσω τα μάτια μου, εδώ στο πατρικό μου. Τα παιδιά μου ζουν στα σπίτια τους αλλά είναι κοντά μου και αυτό είναι σημαντικό. Αυτό που έζησα τότε με εκείνη τη ρημαγμένη κοπέλα, σημάδεψε τη ζωή μου. Πώς είναι να είσαι μια γυναίκα, έγκυος, αστεφάνωτη, χωρίς τους γονείς σου, χωρίς κανέναν δικό σου στην εποχή του 1970. Μπορεί να μιλάμε για λαϊκές γειτονιές και ναι για φιλότιμο και καλά κάνουμε αλλά υπήρχε και η άλλη πλευρά. Της ατίμωσης, της αποξένωσης…”


Η Ελένη, ένιωσε την ανάγκη ότι έπρεπε να δώσει εξηγήσεις στην απλή εκείνη γυναίκα για το λόγο του ενδιαφέροντός τους.

Κυρία Ανθή, πρέπει να σου πω κάποια πράγματα γιατί θέλω να ξέρεις με ποιους ανθρώπους μιλάς. Δεν μπορούμε πια να κρυβόμαστε. Ονομάζομαι Ελένη Καψή και είμαι ...κόρη του ανθρώπου που για ένα διάστημα ήταν μαζί του η Μαριλίζα”

Η γηραιά γυναίκα ένιωσε έκπληξη και συγκίνηση. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της.

Τι λες παιδί μου! Θες να πεις ότι εκείνος ο καπετάνιος ήταν πατέρας σου;”

Ναι, κυρία Ανθή, από την νόμιμη φυσικά γυναίκα του. Και έχω και μια κόρη. Εδώ ο Αργύρης είναι ο σύντροφός της”

Θεέ μου τι μπορεί να σου σκαρώσει η ζωή, αν είναι δυνατόν” γόγγυξε η Ανθή.

Ο Αργύρης έβγαλε από το πορτοφόλι του τις δύο φωτογραφίες που είχαν βρει στο γραφείο. Τη Μαριλίζα και τον Στέφανο Καψή.

Κυρία Ανθή, μιλάμε για αυτά τα δύο πρόσωπα;”

Η ηλικιωμένη γυναίκα πήρε στα χέρια της τις δυο φωτογραφίες. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν ελαφρά. Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό της, η συγκίνησή της ήταν εμφανής. Στάθηκε περισσότερο στη φωτογραφία της Μαριλίζας.

Κορίτσι μου γλυκό, τι παράξενο! Εκείνη την εποχή ήμασταν συνομήλικες, φίλες, ενώ τώρα, για δες! Είναι σαν να μιλάω στην κόρη μου. Ναι, αυτοί είναι και οι δυο τους”

Κρεμόμαστε από το στόμα σου Ανθή, μίλησέ μας…” είπε η Ελένη.

Η Μαριλίζα γέννησε όπως σάς είπα. Το μικρό αγοράκι το έφερε εδώ. Στο μαιευτήριο, την επισκέφτηκε ο πατέρας σας κυρία Ελένη και εδώ εκείνη ήρθε με το φάκελο που σάς είπα. Δεν τον άνοιξα ποτέ! Ήταν σφραγισμένος αλλά μού έδωσε να καταλάβω ότι ήταν τα πάντα για το μωρό της. Ήταν σε απόγνωση, δεν ήξερε τι να κάνει με το μωρό. Από το μαιευτήριο της είπαν να πάει στο κέντρο βρεφών “Η Μητέρα”, να μιλήσει με μια κοινωνική λειτουργό να τη βοηθήσει. Την επισκέπτονταν τακτικά. Όλα αυτά όμως δεν κράτησαν πολύ…”

Γιατί;” πετάχτηκε ο Αργύρης

Γιατί η υγεία της επιδεινώθηκε απότομα. Σχεδόν κατέρρευσε”

Τι έπαθε;”

Τα πνευμόνια της χάλια μαύρα… δεν πρόλαβε να βαφτίσει το μωρό. Δεν την πρόλαβαν στο νοσοκομείο, μια νύχτα του χειμώνα κάπου στα 1969, ότι είχε χρονίσει το μωρό, έκλεισε τα μάτια της για πάντα…”


Η κυρία Ανθή σταμάτησε. Είχε ανάγκη από μια διακοπή να πάρει ανάσα, να πιει λίγο νερό, να ξεπεράσει τον ερχομό των αναμνήσεων. Η Ελένη πήγε κοντά της, της έσφιξε τα χέρια.

Αν ενοχλούμε να σταματήσουμε, κυρία Ανθή, δεν θέλουμε να σάς κάνουμε κακό”

Όχι κόρη μου. Καλό κάνει και σε μένα να τη θυμηθώ πάλι γιατί την είχα λησμονήσει, κακά τα ψέματα. Έτσι έφυγε στα νιάτα της, η Μαριλίζα! Τουλάχιστον ήμουν εγώ κοντά της”

Το μωρό τι απέγινε;” ρώτησε ο Αργύρης.

Ναι… ας πούμε ότι η Μαριλίζα έζησε μέσα απ’ το μωρό της. Το πήραν στο ίδρυμα, δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καταλαβαίνετε…”

Απόλυτα κυρία Ανθή…”

Δεν ήξερα τότε τον πατέρα του, μόνο η φωτογραφία του υπήρχε για μένα, ήταν τόσο διακριτική που κρατούσε το όνομά του μονάχα για εκείνη. Φοβόταν ότι αν μάθαινα κάτι γι’ αυτόν θα πήγαινε να τον αναζητήσω και δεν ήθελε. Ήταν τόσο διακριτική. Σεβάστηκε την οικογένειά του όσο κανείς. Πήγα λίγες φορές στο “Μητέρα”, το έβλεπα το μωρό, ήταν σε καλά χέρια. Αλλά όπως ξέρετε, σε αυτές τις υποθέσεις τα δίνουν για υιοθεσία. Έμαθα ότι το πήρε μια οικογένεια ενάμιση χρόνο μετά…”

Έχουμε όνομα, κυρία Ανθή;”

Όχι παιδιά μου, δεν μου έδωσαν τέτοια στοιχεία, καταλαβαίνετε, είναι απόρρητα…”
“Αυτό το έγγραφο που ανέφερες πριν, κυρία Ανθή, τι απέγινε;”

Θεώρησα καλό να το παραδώσω στους ανθρώπους του ιδρύματος. Νομίζω είναι κάτι που προφανώς αφορά το μωρό της. Αλήθεια τώρα πού να βρίσκεται; Να ζει; Να ξέρει κάτι από την ιστορία του; Ή οι καινούργιοι του γονείς του έκρυψαν τα πάντα…”


Κούνησε το κεφάλι της συγκινημένη.

Δεν έχω τίποτα άλλο να σάς πω, αυτή ήταν η ιστορία της Μαριλίζας. Θέλω μια χάρη από σάς”

Πές μας ότι θέλεις…”

Να κάνετε ένα τρισάγιο για την ψυχούλα της, να ανάψετε ένα κεράκι στη μνήμη της…”

Σού δίνω το λόγο μου ότι θα γίνει”, ακούστηκε συγκινημένη η Ελένη.

Αλήθεια ο πατέρας σου ζει, παιδί μου;”

Όχι τώρα πια, έχει φύγει από το 2013, έζησε τα χρόνια του…” απάντησε η Ελένη νιώθοντας κάτι σαν τύψεις να βαραίνει επάνω της.

Και να ξέρεις που μού έλεγε στα γεράματά του ότι κόρη μου έχω μετανιώσει πικρά για πράγματα που έχω κάνει… Να λοιπόν ποια ήταν αυτά τα πράγματα” πρόσθεσε.


Έτσι η Ελένη Καψή, κόρη του Στέφανου και της Βαλεντίνης, έμαθε τη μεγάλη αλήθεια για την παράλληλη σχέση του πατέρα της και το γιο του. Και μαζί μ’ αυτήν, φυσικά και ο Αργύρης. Αποχαιρέτισαν με συγκίνηση τη γηραιά εκείνη γυναίκα και την ευχαρίστησαν με όλη τους την καρδιά.

Σάς παρακαλώ…”, τους είπε, “αν μάθετε κάτι για το παιδί αυτό, μού υπόσχεστε ότι θα μού το πείτε; Νιώθω ότι έχω και εγώ ένα κομμάτι αγάπης απ’ την καρδιά μου αφημένο πάνω του”

Σας δίνουμε το λόγο μας κυρία Ανθή, άλλωστε νομίζω και εμείς θέλουμε να κρατήσουμε ένα δίαυλο επικοινωνίας μαζί σας” είπε ο Αργύρης.

Να...ξέρετε, έφυγε κι από εμένα ένα μεγάλο βάρος! Το κουβαλούσα στη ζωή μου. Κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί για αυτό το όμορφο κορίτσι. Ήταν κάτι που με πλήγωνε αυτό. Τώρα όμως… η παρουσία σας έφερε μια λύτρωση. Είναι σαν να βρήκε η ψυχή της ένα μικρό λιμάνι. Πιστεύω δεν της κρατάτε κακία, ε κυρία Ελένη;”

Ο χρόνος κυρία Ανθή, γιατρεύει τα αγκάθια που πλάθει το εγώ μας. Η κτητικότητά μας μαραζώνει, σβήνεται στο χρόνο...”


Ο Αργύρης, είδε τις δυο γυναίκες να πέφτουν η μια στην αγκαλιά της άλλης. Μια στιγμή φορτισμένη όσο λίγες στη ζωή του. Χαιρέτισαν τη γυναίκα και έφυγαν. Έκαναν ώρα να μιλήσουν στο δρόμο της επιστροφής. Μια παράξενη σιωπή τους είχε τυλίξει μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Αργύρης. Το βλέμμα της Ελένης Καψή, ήταν έξω από το παράθυρο, καρφωμένο σε ένα μόνο σημείο. Άραγε ποια σκέψη κυριαρχούσε στο μυαλό της; Ποιο συναίσθημα βάραινε στην καρδιά της;


Θέλετε να την προχωρήσουμε αυτήν την ιστορία, κυρία Ελένη;” ρώτησε εκείνος διστακτικά.

Ως το τέλος, παιδί μου! Άλλωστε μπορεί να αλλάξει τα πάντα στη ζωή όλων μας”

Επόμενος λοιπόν προορισμός μας, το Κέντρο βρεφών”

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Πήρε το κινητό της τηλέφωνο να ενημερώσει με λεπτομέρειες τη Βαλεντίνη.


Ο Ανδρέας Καψής οργανώνεται


Η Βαλεντίνη, πληροφορήθηκε εμβρόντητη και την νεώτερη αλήθεια για τη γυναίκα εκείνη που δέθηκε με τον παππού της τα παλιά εκείνα χρόνια. Ένιωθε πλέον καθαρά ότι η υπόθεση αυτή είχε πολύ μεγαλύτερη “ουρά” από όσο φανταζόταν. Μάλιστα τις τελευταίες μέρες είχε μονοπωλήσει απόλυτα το ενδιαφέρον της. Η ενημέρωση όμως που πήρε από τον άνθρωπο, που χειρίζονταν την υπόθεση της διαθήκης της γιαγιάς της, ήρθε να προσθέσει μια ακόμα ταραχή στο συναισθηματικό της κόσμο.


Ο Δημήτρης Ερμόλαος, ο δικηγόρος της υπόθεσης, την ενημέρωσε, ως όφειλε, με τις νομικές ενέργειες του θείου της. Ο Ανδρέας Καψής, δεν έμενε ανενεργός στο κομμάτι αυτό.

Οφείλω να σας πω κ. Βαρθαλίτη…” , τόνισε στην επικοινωνία του μαζί της ο Ερμόλαος, “...ότι ο θείος σας οργανώνει την υποστήριξη της προσβολής της διαθήκης. Και το λέω, με λύπη μου, γιατί είμαι στη δύσκολη αυτή θέση να σας το κοινοποιώ”

Και με τι τρόπο κ. Ερμόλαε, ο πελάτης σας, θα υποστηρίξει την προσβολή, πράγματι είμαι πολύ περίεργη να μάθω”

Ο Ερμόλαος έδειξε λίγο ενοχλημένος.

Θα ήθελα λίγο τον όρο, ο πελάτης μου, να τον αποφεύγουμε στις μεταξύ μας συνομιλίες. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι εγώ είμαι αυτός που χειρίστηκα και την υπόθεση της κατάθεσης της διαθήκης”

Ας προχωρήσουμε κ. Ερμόλαε, αυτήν την εποχή, παίζουμε πολύ με τις λέξεις και αυτό είναι κάτι που αρχίζει και με ενοχλεί αφόρητα”

Το προσπερνώ…”

Να το προσπεράσετε και να με ενημερώσετε σάς παρακαλώ. Και θα ήθελα να το κάνετε και νομότυπα, με όλες τις διαδικασίες, όπως προβλέπεται”

Ο δικηγόρος συγκράτησε την ενόχλησή του προχωρώντας.

Ο θείος σας...”

Ο κ. Ανδρέας Καψής, παρακαλώ, ο αντίδικος… είπαμε κ. Ερμόλαε, τυπικά όπως προβλέπεται”

Η αποφασιστικότητα της Βαλεντίνης ήταν τέτοια, που εκτός από την κρυφή ενόχλησή του, κατάλαβε πλέον εμφαντικά ότι απέναντί του είχε μια προσωπικότητα, που δεν γινόταν κανείς να την αγνοεί.

Ο κ. Καψής, λοιπόν, έχει αρχίσει και βολιδοσκοπεί μέλη της οικογένειάς σας, συγγενείς σας ή στενούς οικογενειακούς φίλους, από τους οποίους θεωρεί ότι θα εκμαιεύσει τη μαρτυρία τους στην υποστήριξη της άποψής του ότι, χειραγωγούσατε πνευματικά τη μητέρα του και την οδηγήσατε στην τελική της ενέργεια. Και μιας και μιλήσατε έτσι προηγουμένως, να σάς πω ότι δεν είμαι υποχρεωμένος να σάς ενημερώσω τυπικά, όμως το κάνω! Θα μπορούσατε να δείτε αυτά τα ονόματα ξαφνικά μπροστά σας χωρίς καν ενημέρωση. Όμως το κάνω και αυτό είναι το μήνυμά μου σε σάς”

Ήταν η προσπάθειά του να “απαντήσει”, κατά κάποιο τρόπο, στην επίθεση της Βαλεντίνης.

Και πρέπει να γνωρίζετε ότι είναι καθαρά προσωπικές του αποφάσεις όλες αυτές οι ενέργειες”, της είπε, με νόημα, πριν αποχωρήσει έχοντας ακολουθήσει κάποιες άλλες κοινοποιήσεις των σχετικών εγγράφων.


Αποχώρησε αφήνοντας τη Βαλεντίνη να αναρωτιέται, μια ακόμα φορά, για την τακτική αυτού του ανθρώπου. Η διακριτικότητά του, η έκδηλη μετριοπάθεια, η συναινετική του στάση δεν έμενε απαρατήρητη από την ίδια. Έψαχνε μερικές φορές να σκέφτεται αν κρύβεται κάτι άλλο πίσω από τις κουρτίνες της σκηνής. Όμως το θέμα της δεν ήταν ο Δημήτρης Ερμόλαος, αλλά ο θείος της και οι ενέργειές του. Θα έφτανε λοιπόν ως εκεί; Να προσεγγίσει μέλη της οικογένειας και να τα πετάξει μέσα στη διαμάχη του; Να τα επηρεάσει; Και η ηθική δεν είχε θέση σε όλη αυτή τη διαδικασία; Έπρεπε όμως να σκεφτεί κι αυτή τη στάση της και πώς θα το αντιμετωπίσει όλο αυτό. Προφανώς θα χρειαζόταν σίγουρα νομική στήριξη. Η υπόθεση θα έφτανε σίγουρα στα δικαστήρια. Θα περίμενε την επιστροφή του Αργύρη και της μητέρας της για να το αντιμετωπίσουν.


Στο κέντρο βρεφών


Παρακαλώ πολύ, θα θέλαμε να μιλήσουμε με κάποιον υπεύθυνο με το τμήμα αρχείου του κέντρου” απηύθυνε το ερώτημά του, ο Αργύρης στον άνθρωπο, που τους δέχτηκε στο κέντρο βρεφών. Η επίσκεψή τους είχε γίνει άμεσα, την επόμενη μέρα από τη σημαντική τους συνάντηση με την Άνθή Βαλάσκου.


Αφού διευκρίνισαν ακριβώς το θέμα, ο υπάλληλος, μετά από κάποια τηλέφωνα τους οδήγησε στον προϊστάμενο του αρμόδιου γραφείου του κέντρου. Ένας ευγενικός, συνεργάσιμος ώριμος άντρας ήταν ο προϊστάμενος της αντίστοιχης υπηρεσίας του ιδρύματος. Στο γραφείο του ήταν μαζί με τις δύο συνεργάτιδές του. Αφού ξεπέρασαν τις πρώτες συστάσεις, ο Αργύρης μπήκε άμεσα στο θέμα:

Κύριε προϊστάμενε, θα θέλαμε να ρωτήσουμε αν διατηρείτε αρχείο από παλιές υποθέσεις με περιπτώσεις άγαμης μητέρας όσο και υιοθεσίας”

Φυσικά και διατηρούμε, βέβαια έχουν σημασία δύο βασικά πράγματα: Το πόσο πίσω ψάχνουμε στο χρόνο και δεύτερο ποιος τα αναζητεί και ποια νομιμοποίηση έχει για να το κάνει, πείτε μου ακριβώς”

Μιλάμε για την περίοδο 1968-70…” είπε η Ελένη

Ω πάμε πολύ πίσω, έχει δυσκολίες η αναφορά σε τέτοιο βάθος χρόνου, πείτε μου τι ακριβώς αφορά για να δω σε τι μπορώ να σάς βοηθήσω”

Κύριε προϊστάμενε, το όνομα που μάς απασχολεί ονομάζεται Μαριλίζα Ξένου. Και έχουμε έννομο συμφέρον να κάνουμε μια έρευνα…”, είπε ο Αργύρης.

Τι ψάχνουμε για την κυρία;”

Το 1968 η Μαριλίζα Ξένου…”


Ο Αργύρης ενημέρωσε τον αρμόδιο λειτουργό με τις λεπτομέρειες που ήξερε χωρίς να αναφέρει, ακόμα τουλάχιστον, το όνομα του Στέφανου Καψή. Για την εγκυμοσύνη, την συνεργασία της με κοινωνική λειτουργό του ιδρύματος, το θάνατό της και την πιθανή υιοθεσία του βρέφους.

Κύριε Ραιδεστέ, η υπόθεση είναι και παλιά και λεπτή. Για σάς, θα έλεγα, μη προσβάσιμη. Αν έχει υπάρξει υιοθεσία του βρέφους τότε, δεν επιτρέπεται αυστηρά η παραμικρή παροχή πληροφοριών. Ποιος δηλαδή υιοθέτησε το παιδί. Εκτός αν αποδείξετε ότι έχετε άμεση συγγενική σχέση με τη μητέρα”

Από την πλευρά του πατέρα του παιδιού;”

Αν πιστεύετε ότι εκπροσωπείτε είτε εσείς είτε κάποιος άμεσος συγγενής, αυτό πρέπει να το δείτε νομικά, θέλω να πω ότι το θέμα αντιμετωπίζεται με αίτημα με νομική υπόσταση”


Τα πράγματα ήταν δύσκολα, κάτι που αναγνώριζαν και συμφωνούσαν και ο Αργύρης και η Ελένη. Η τόσο επιφανειακή τους εμφάνιση εκεί δεν θα μπορούσε να είχε καμία τύχη αν δεν είχε προηγηθεί κάποια συγκροτημένη προετοιμασία.

Κύριε προϊστάμενε…”, είπε η Ελένη “σίγουρα έχετε δίκιο, αυτό που θέλουμε από σάς είναι απλά να εντοπίσετε στα αρχεία σας το όνομα της γυναίκας, που σάς είπαμε. Αν γίνει αυτό, θα δούμε και εμείς τι θα κάνουμε”


Έφυγαν με ανάμικτα συναισθήματα. Άφησαν τα στοιχεία τους και οι δύο και το τηλέφωνό του ο Αργύρης. Κάπου στο βάθος ήλπιζαν ότι ίσως να εύρισκαν μια άκρη. Πολλές φορές το συναίσθημα μάς οδηγεί να πιστεύουμε σε κάτι χωρίς αυτό να έχει την παραμικρή πιθανότητα να πραγματοποιηθεί.


Φως από το πουθενά...


Ο ήχος κλήσης στο κινητό του Αργύρη εμφάνισε άγνωστη προέλευση.

Ο κύριος Αργύρης Ραιδεστός;” η γυναικεία φωνή φανέρωνε ηλικιωμένη γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής.

Ναι ο ίδιος, ποιος είναι παρακαλώ;” ανταποκρίθηκε εκείνος με προσμονή.

Ψάχνετε στοιχεία για τη Μαριλίζα Ξένου…”

Ο Αργύρης ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά.

Ποιος είναι...παρακαλώ”

Ονομάζομαι Άννα Στεργίου, κύριε Ραιδεστέ και είμαι η κοινωνική λειτουργός που χειρίστηκε αρχικά την υπόθεση, θα ήθελα να μιλήσουμε!”

Το κάλεσμα της ώριμης, καθώς έδειχνε, γυναίκας ήταν αποφασιστικό.

Πώς μάθατε για μάς; Θέλω να πω το τηλέφωνό μου, πώς το βρήκατε;”

Σημασία έχει ότι το βρήκα, λοιπόν πού μπορώ να σάς βρώ; Θα τα πούμε αυτά από κοντά”


Όλα άλλαξαν με μιας στη διάθεση της Ελένης και του Αργύρη. Ένα φως απρόσμενο από το πουθενά, ήρθε να κινήσει τα στάσιμα αδιέξοδα νερά. Έκλεισαν άμεσα το ραντεβού με τη γυναίκα το απόγευμα της ίδιας μέρας.


Η Άννα Στεργίου, ήταν μια ώριμη γυναίκα σίγουρα πάνω από τα εβδομήντα της χρόνια. Παρά το πέρασμα των δεκαετιών, διατηρούσε μια αξιοπρεπέστατη εμφάνιση αλλά το κυριότερο τη συμπεριφορά ενός καλοσυνάτου ανθρώπου. Το πέρασμά της στο κέντρο βρεφών, είχε αφήσει πίσω της συναδέλφους που την εκτιμούσαν αφάνταστα. Κάποιος γνωστός της άκουσε τη συζήτηση και το όνομα της Μαριλίζας Ξένου.

Κάποιοι ζητούν πληροφορίες για εκείνη…”, της είπε δίνοντας το τηλέφωνο του Αργύρη.

Η αφήγησή της, μετά τις πρώτες συστάσεις μεταξύ τους, έκανε τον Αργύρη και την Ελένη να κρεμαστούν από τα χείλη της


Ήμουν κοινωνική λειτουργός σε πολύ δύσκολα χρόνια και για μένα και για το λαό μας. Λίγο πριν τη χούντα είχα διοριστεί στο Κέντρο Βρεφών. Η φτώχεια και η εξαθλίωση οδηγούσαν άπειρες γυναίκες τότε στην απελπισία. Εγκαταλειμμένα μωρά, κυνηγημένες νεαρές γυναίκες, παρατημένες με ένα παιδί στην αγκαλιά να ακροβατούν στην ανυπαρξία. Αγοραπωλησίες βρεφών ακόμα και μέσα από ευαγή ιδρύματα της εποχής από πλούσιες οικογένειες, που διεκδικούσαν σαν άρπαγες παρατημένα βρέφη με άνομο τρόπο. Νέο κορίτσι τότε, κάπου στα είκοσί μου χρόνια, έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα σε όλα αυτά, να διατηρήσω την ανθρωπιά μου.

Εκεί γνώρισα τη Μαριλίζα Ξένου. Ήταν έγκυος, ήρθε μόνη της στο ίδρυμα, μαζί με μια στενή της φίλη. (Γύρισε προς την Ελένη) Ο πατέρας σας, όπως μου είπατε πως είναι, δεν έδειχνε τη παραμικρή διάθεση να την στηρίξει. Είχε γίνει άφαντος. Παρά τις προσπάθειές της. Προσπάθησα να την στηρίξω, αυτή ήταν η δουλειά μου αλλά κάθε τέτοια περίπτωση, για μένα, ήταν σχολείο ζωής. Τέλος πάντων. Η Μαριλίζα γέννησε, ορίστηκα σύμβουλός της. Έχασε τη μάχη με τη ζωή με τραγικό τρόπο, πρόωρα. Φυσικά το μωρό ήρθε σε μάς. Και μαζί με εκείνο ήρθε και στα χέρια μας κάτι ιδιαίτερο, ξεχωριστό…”

Τι ακριβώς;” ρώτησαν με αγωνία και οι δύο.

Ένας φάκελος! Ένας κλειστός φάκελος! Που συνόδευε το μωρό. Μάς το παρέδωσε η φίλη της εκείνη την εποχή”

Τι περιείχε ο φάκελος, κυρία Στεργίου;”

Η γηραιά γυναίκα κοίταξε και τους δυο ίσια στα μάτια. Το βλέμμα της σταμάτησε στην Ελένη.


Ένα ιδιόχειρο γράμμα. Σύμφωνα μ’ αυτό, ένας άντρας αναγνώριζε το βρέφος της Μαριλίζας, σαν δικό του παιδί σε σχέση χωρίς γάμο…”

Τα δευτερόλεπτα σιωπής έμοιαζαν χρόνια, η γυναίκα συνέχισε:

Ήταν μια πλήρης αναφορά και αναγνώριση της πατρότητας. Κάτι σαν ιδιωτικό έγγραφο”

Ποιος ήταν αυτός ο άντρας;” ρώτησε η Ελένη σε μια ερώτηση, που μέσα της περίμενε την απάντηση, η οποία ήρθε εκκωφαντικά να επιβεβαιώσει τις υποψίες της.

Ο Στέφανος Καψής. Το γράμμα έφερε και την υπογραφή του. Έμαθα ότι της το είχε παραδώσει ο ίδιος στο μαιευτήριο αμέσως μετά τη γέννα…”

Η Ελένη Καψή δεν μπορούσε να συνεχίσει. Μέσα της το ήξερε αλλά αυτή η επιβεβαίωση ήχησε μέσα της απόλυτα.

Πού βρίσκεται αυτό το γράμμα, κυρία Στεργίου;”

Στο φάκελο του βρέφους, στο αρχείο και φυσικά μετά στο φάκελο της υιοθεσίας. Βέβαια εγώ δεν μπορώ να εγγυηθώ την πιστότητα αυτής της επιστολής όπως και της υπογραφής αλλά σάς λέω τι παραλάβαμε…”


Ακολούθησε ένα διάστημα σιωπής για να μπορέσει πάλι ο Αργύρης να ρωτήσει κάποια πράγματα. Η Άννα τους συμβούλεψε να κινηθούν νομικά, αν βέβαια τους ενδιέφερε η συνέχεια αλλιώς δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Κράτησαν μίτο επαφής με την καλοδιάθετη γυναίκα και χώρισαν.


Όλα αλλάζουν, Αργύρη…” ακούστηκε η Ελένη.

Καταλαβαίνω…”

Τελικά η ζωή και οι άνθρωποι κρατούν πάντα μεγάλες εκπλήξεις… δεν ξέρω τι να πω για τον πατέρα μου… και δεν ξέρω τι να κάνουμε, ειλικρινά. Να ψάξουμε ή όχι;”

Κυρία Ελένη, προς το παρόν βρισκόμαστε σε ένα σκοτάδι, που δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτό το παιδί, μεγάλο άντρα πια. Αν ο ίδιος γνωρίζει, αν έμαθε ή όχι. Αν ξέρει, όλα αυτά τα χρόνια δεν σάς ενόχλησε πάντως. Νομίζω θα το είχε κάνει…”

Θα το είχε κάνει…” είπε σαν χαμένη λίγο η Ελένη.

Τι σκέφτεστε;” τη ρώτησε ο Αργύρης.

Τίποτα… τίποτα, κάτι πέρασε απ’ το μυαλό μου”


Κινήσεις στο παρασκήνιο


Η απάντηση που πήραν από τον προϊστάμενο του κέντρου, τις επόμενες μέρες ήταν εμφαντικά αρνητική. Με καθαρά υπηρεσιακή διάθεση, ο αρμόδιος λειτουργός, αρνήθηκε να τους δώσει την παραμικρή περαιτέρω λεπτομέρεια για την υπόθεση της Μαριλίζας Ξένου. Ακόμα και για αυτήν καθ’ εαυτήν την ίδια. Διέκριναν στον τρόπο του μια διακριτική αλλά ουσιαστική μεταστροφή. Τους είπε ότι ήταν δεσμευμένος από τους κανόνες των πρωτοκόλλων και τους παρέπεμψε να προσφύγουν σε νομικές ενέργειες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, αν φυσικά ήθελαν να συνεχίσουν. Επίσης τους αποθάρρυνε για τη συνέχεια. Τα 54 χρόνια από τότε ήταν πάρα πολλά για να αφήσουν ίχνη και στοιχεία πίσω τους.


Το κινητό τηλέφωνο του διευθυντή του κέντρου βρεφών έδωσε σήμα εισερχόμενης κλήσης. Ο ώριμος άντρας απάντησε:

Ναι…”

Από την άλλη άκρη μια αργή αντρική φωνή ήχησε στα αυτιά του:

Με κάλεσες!”

Ναι, σε πήρα…”

Συμβαίνει κάτι;”

Πήρα να σου πω ότι συνεχίζουν να σκαλίζουν την υπόθεση της Μαριλίζας Ξένου. Αυτή τη φορά έφτασαν ως εδώ”

Ποιος;”

Ένας άντρας, νεαρός και μια γυναίκα εξηντάρα, μαζί του”

Σού έδωσαν όνομα;”

Αργύρης Ραιδεστός και…”

Και;” ρώτησε ο άλλος πιεστικά.

Ελένη Καψή, κόρη του Στέφανου Καψή”

Ακολούθησε ένα μικρό διάστημα σιωπής εκ μέρους του καλούντος. Ύστερα ρώτησε:

Τι σού είπαν;”

Ξέρουν για το έγγραφο! Ο προϊστάμενος τους απέτρεψε, ήταν κάθετος”

Μάλιστα...σού είπαν από πού έμαθαν;”

Όχι… άκου, εγώ θεώρησα υποχρέωση να σε ενημερώσω. Η σχέση μας χρόνια με κάνει να σε βλέπω με άλλο μάτι. Όμως πρέπει να ξέρεις ότι το ψάχνουν, ίσως επανέλθουν νομικά…”

Σε ευχαριστώ πολύ, μην ανησυχείς. Το έγγραφο είναι εξασφαλισμένο…”

Πού;”

Στα χέρια μου Νικήτα!”

Η τηλεφωνική σύνδεση των δύο αντρών τερματίστηκε με αμοιβαίες ευχαριστίες. Ο άγνωστος άντρας, έμεινε στην πολυθρόνα του σκεφτικός και βλοσυρός. Μέσα στη μοναξιά του έφερε στα χείλη του το πορσελάνινο περίτεχνο φλυτζάνι τσαγιού μυρίζοντας το άρωμά του. Η φωνή του ακούστηκε σιγανή στην απόλυτη ησυχία:

Ο νόθος γιος του Στέφανου Καψή. Αναγνωρισμένος δια χειρός πατρός με την υπογραφή του, που δεν σηκώνει αμφισβήτηση. Εν δυνάμει διεκδικητής της περιουσίας του μακαρίτη και των συν αυτώ…”

Έβγαλε από το γραφείο του ένα μικρό μεταλλικό στρογγυλό κουτάκι. Ο λευκόχρυσος άστραψε στο φως. Σήκωσε το καπάκι και από κάτω φάνηκε η φωτογραφία της Μαριλίζας Ξένου, με το γλυκύτατο αφοπλιστικό εκείνο χαμόγελό της. Το πρόσωπό του πήρε μια παράξενη έκφραση με τα φυσιολογικά χαρακτηριστικά να έχουν απόλυτα παραμορφωθεί.

Μαμά… ζύγωσε η δική μας ώρα… Μαμά….”


Λες και το βλέμμα εκείνης της γλυκύτατης γυναίκας στράφηκε με έντονο φόβο προς το πρόσωπο που έσφιγγε το κουτάκι στην αγκαλιά του. Ο άνθρωπος που αντίκριζε τρόμαζε τη γλυκιά ψυχή της.

Συνεχίζεται...