H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2025

""Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 19 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 11ο

Κεφαλαιο 12ο

Κεφάλαιο 13ο

Κεφάλαιο 14ο

Κεφάλαιο 15ο

Κεφάλαιο 16ο

Κεφάλαιο 17ο

Κεφάλαιο 18ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης, καλεί τον Ισίδωρο Διοφάντους, για να συναντηθούν με σκοπό τη συνεργασία του στην αποκάλυψη των στοιχείων.

Το 48ωρο, που ακολουθεί στις εξελίξεις είναι απόλυτα δραματικό.

Η είδηση της δολοφονίας του Αναγνωστίδη, την επομένη το πρωί, δημιουργεί ένα ακόμα σοκ στην οικογένεια. Ο ποινικολόγος αποφασίζει να ξεκινήσει την επίθεσή του. Με μια πρώτη του δήλωση στα ΜΜΕ, βάζει φωτιά μιλώντας άμεσα για πρόσωπο ευρύτερα γνωστό, που κρύβεται πίσω από όλες τις εξελίξεις και εγκλήματα.

Ο Δημήτρης Ερμόλαος, θα αντιδράσει ψύχραιμα με δηλώσεις και αυτός καλώντας όλους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί. 

Το σκηνικό θα αλλάξει δραματικά όταν ο φίλος του Αναγνωστίδη, θα εμφανιστεί στον Διοφάντους με ένα φλασάκι, μέσα στο οποίο είναι αρχειοθετημένα όλα όσα θα αποκάλυπτε το θύμα για τα εγκλήματα του Ερμόλαου.

Την ίδια στιγμή, Ο Ερμόλαος θα δεχτεί το μοιραίο πλήγμα από τους Ιταλούς, οι οποίοι μπροστά στον κατακλυσμό των επερχόμενων αποκαλύψεων διακόπτουν κάθε συνεργασία μαζί του και αποχωρούν από τη συμφωνία.

Ο Ισίδωρος Διοφάντους επισκέπτεται τον εισαγγελέα, ανοίγοντας όλα τα χαρτιά του, τις μαρτυρίες, τις φωτογραφίες, καλώντας επιτακτικά τις δικαστικές και ανακριτικές αρχές να προχωρήσουν όπως πρέπει.

Ο Ερμόλαος μαθαίνει τα γεγονότα και βρίσκεται στα πρόθυρα οριστικής διάλυσης.




Κεφάλαιο 19


Δημήτρης Ερμόλαος…


Οι εξελίξεις τις επόμενες μέρες έτρεξαν με καταιγιστικό και ανατρεπτικό ρυθμό. Εισαγγελέας και ανακριτής μελέτησαν τα νέα δεδομένα της υπόθεσης. Τα ειδησεογραφικά μέσα βοούσαν πλέον για τον πραγματικό ένοχο, που για πόσο ακόμα θα παρέμενε στη σχετική ανωνυμία. Όλοι φωτογράφιζαν το όνομά του αλλά ακόμα κανείς δεν αποτολμούσε το βήμα.


Ήταν όμως και αυτό καθαρά και απλά ζήτημα χρόνου. Και ο χρόνος σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αμείλικτος. Ο Δημήτρης Ερμόλαος, εκείνη την ημέρα κλήθηκε επίσημα από τον ανακριτή και τον εισαγγελέα για μια πρώτη κατάθεση. Παρουσιάστηκε μπροστά τους, ήρεμος, παγωμένος. Άκουσε με προσοχή τα όσα του καταμαρτύρησαν οι δύο λειτουργοί. Του ζητήθηκαν ρητές εξηγήσεις. Τους παρέπεμψε σε αναλυτικό του υπόμνημα, που φυσικά θα κατέθετε.


Το πρωινό της μέρας εκείνης, τον βρήκε στο γραφείο του με τις δύο υπαλλήλους του. Ο δικαστικός κλητήρας έφερε λίγο πριν το μεσημέρι το σχετικό έγγραφο. Η μία από τις κοπέλες, το έφερε τρέμοντας στο γραφείο του για να το παραδώσει στα χέρια του. Εκείνος το παρέλαβε και επιβεβαίωσε: Ήταν η επίσημη κλήση σε απολογία του ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα. Ένα βήμα πριν...λοιπόν.


Γεωργία…” είπε στην κοπέλα, “...πάρε τη Ζωή και φύγετε!”

Η κοπέλα κοντοστάθηκε έκπληκτη γεμάτη απορίες.

Κύριε Ερμόλαε… μα έχουμε να ετοιμαστούμε…”

Γεωργία… κάνε αυτό που σού είπα σε παρακαλώ. Δεν χρειάζεται για σήμερα. Μπορείτε να φύγετε. Και για να μην έχετε καμία ανησυχία, έχω φροντίσει για σας…”

Δεν σας καταλαβαίνω κύριε Ερμόλαε…”

Θα μελετήσω μόνος μου και θα συντάξω την απολογία μου, που καθώς βλέπεις πήρα. Και θα παρουσιαστώ, όπως πρέπει, μόνος μου!”

Η νεαρή κοπέλα αποχώρησε διακριτικά. Ήρθε και η Ζωή μετά να ρωτήσει αν θέλει κάτι. Τις κοίταξε με ένα βλέμμα απλανές και έγνεψε κάτι σαν ευχαριστώ. Οι κοπέλες αποχώρησαν.


Ησυχία! Απόλυτη σιωπή! Έκλεισε τα στόρια στο γραφείο μετριάζοντας το φως. Για πρώτη φορά μετά από καιρό, το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Δεν τον έψαχναν αλλά το σωστό ήταν ότι γνώριζαν πού να τον βρουν. Σηκώθηκε όρθιος, πήγε στο μικρό μπαρ στη βιβλιοθήκη. Γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι, το οποίο και κατέβασε σχεδόν ως το τέλος άπληστα. Συμπλήρωσε και άλλο. Στεκόταν ολομόναχος στο γραφείο με το κινητό του ακουμπισμένο μπροστά του σαν βαρίδι. Η σιωπή μέσα του δεν ήταν ανακούφιση, ήταν αναμονή, σχέδιο. Από εκείνα που προηγούνται της πτώσης.


Ήρθε η ώρα…”


Δεν το είπε φωναχτά. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Το ένιωσε στους κροτάφους του, που πίεζαν σαν μέγκενη, στο σφίξιμο του σαγονιού, στο βάρος πίσω από τα μάτια. Ο Δημήτρης Ερμόλαος δεν πίστευε ποτέ στο “μοιραίο”. Ό,τι του άξιζε, το είχε πάρει με νύχια και δόντια. Κι όμως αυτή τη φορά, το έδαφος κάτω από τα πόδια του δεν έμοιαζε με σταθερό πάτημα αλλά με βούρκο που τον ρούφαγε. Ένας-ένας εξαφανίζονταν: Ο Διονυσίου, ο Ανδρέας Καψής, ο Αναγνωστίδης. Και τώρα ο ίδιος. Είχε γλιτώσει η Βαλεντίνη αλλά… Τη θυμάται γυναικάρα, επιβλητική, αέρινη. Ύστερα την είδε πάνω στο αναπηρικό της αμαξίδιο.


Ήταν ανάγκη να φτάσω ως εδώ για να φανώ;” μίλησε σιγανά για να συνεχίσει “...ή μήπως αυτός ήμουν πάντα;”


Αργότερα έριξε μια ματιά στο γραφείο. Κλείδωσε και έφυγε. Τον περίμενε το προσωπικό του καταφύγιο. Το σπίτι του, ετούτη την ώρα, έμοιαζε αφιλόξενο. Προτίμησε το μικρό σκάφος στο λιμάνι. Εκεί τον βρήκαν οι επόμενες ώρες. Δεν ήξερε πια αν πολεμούσε για επιβίωση ή απλώς για να αρνηθεί τη συντριβή. Δεν είχε καν πια σχέδιο. Όλα γύριζαν στο κεφάλι του. Ο Στέφανος Καψής, η νεαρή Μαριλίζα, εκείνες οι φωτογραφίες, τα τηλέφωνα που δεν έγιναν. Οι συναντήσεις που καταχωνιάστηκαν. Τα συμπεράσματα που βγήκαν εύκολα και ανέξοδα. Οι ...ευθύνες, που καταχωρήθηκαν στο ρόλο κριτή. Όλα μια δίνη περισυλλογής. Μέσα του κάτι ξεχώριζε, κάτι έπαιρνε σχήμα και μορφή. Κάποια σκέψη μπορεί και απελπισία. Όχι από στοργή, μήτε από τύψεις. Μονάχα από ανάγκη. Από εκείνη την πηγαία, τερατώδη ανάγκη να μην είναι μόνος στο τέλος. Την φοβόταν τη μοναξιά! Την κληρονόμησε από την Μαριλίζα Ξένου. Βίωσε στη δική της ιστορία τον τρόμο της απόρριψης και τον στοίχειωσε. Σήκωσε το κινητό, κοίταξε την οθόνη. Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει για τα καλά. Το όνομά της υπήρχε ακόμα στις επαφές του. Τόσα χρόνια την κρατούσε εκεί, θαρρείς σαν πιθανή απόδραση. Δεν είχε απομείνει άλλος άλλωστε στον κύκλο. Ήταν η τελευταία.


Πίεσε την επιλογή κλήσης στην οθόνη. Το σήμα χτυπούσε. Άκουσε τη φωνή της μακρινή και απορημένη. Την ένδειξη άγνωστος αριθμός συνόδευε η κλήση του:


Παρακαλώ;”

Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα

Καλησπέρα Ελένη…”

Ποιος είναι;”

Δημήτρης Ερμόλαος…”

Εσύ;…”


Δίλημμα οδύνης


Η νύχτα είχε ήδη προχωρήσει, στο αρχοντικό των Καψήδων υπήρχε μια ησυχία καθώς όλοι αναζητούσαν μια ηρεμία. Το τηλέφωνο με την άγνωστη κλήση έκλεισε και για λίγα δευτερόλεπτα, η Ελένη έμεινε ασάλευτη, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Ο Γιώργος μπήκε στο δωμάτιό τους, ήρθε δίπλα της, συνειδητοποίσε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε στη σύντροφό του, κάτι αλλιώτικο και διαφορετικό. Ήταν πάντα διακριτικός κοντά της αλλά υποστηρικτικός. Είχε μάθει να μην την πιέζει, να της έχει εμπιστοσύνη. Αλλά αυτή τη φορά ένιωσε από τη χλωμάδα του προσώπου της ότι κάτι βαθύ και σκληρό είχε ακουμπήσει στην καρδιά της.

Ήταν αυτός;” τη ρώτησε γιατί κατάλαβε από τη σύντομη συνομιλία που πρόλαβε να ακούσει στο τελείωμά της.


Η Ελένη έγνεψε καταφατικά αργά. Πήρε μια βαθιά ανάσα, που περισσότερο έμοιαζε με προσπάθεια να μη λυγίσει και να σκεφτεί.


Μού ζήτησε να τον δω!”

Ο Γιώργος πετάχτηκε όρθιος λες και ένα ηλεκτρικό ρεύμα πέρασε από μέσα του.

Ελένη τρελάθηκες; Δεν έχεις την παραμικρή υποχρέωση, καμία! Το ξέρεις έτσι; Ο άνθρωπος είναι επικίνδυνος, το έχεις δει”


Η σκέψη λένε, τρέχει περισσότερο κι απ’ την ταχύτητα του φωτός. Στα δευτερόλεπτα αυτά, η Ελένη ζύμωνε στο κεφάλι της άπειρες σκέψεις:

Μου ζητάει να πάω. Αλλά με περιμένει πώς; Με τι διάθεση; Κι αν η Βαλεντίνη κινδυνεύσει πάλι; Δεν πάω να τον σπλαχνιστώ, να βάλω ένα τέλος θέλω στις σκέψεις του, να του πω κατάμουτρα αυτά που οφείλει να ακούσει. Και πρέπει να τα ακούσει...”


Το ξέρω… αλλά δεν είναι γι αυτό!” του είπε.

Ελένη για όνομα του Θεού, αν δεν είναι γι’ αυτό τότε γιατί είναι; Για να του δώσεις τη δυνατότητα να σε επηρεάσει, να σε χειριστεί; Αυτό το τομάρι πήγε να σκοτώσει το παιδί μας, σκότωσε τον αδελφό σου, βούτηξε στο αίμα την οικογένειά σου…”

Σε κάθε του λέξη, η Ελένη ένιωθε και ένα μαχαίρι στην καρδιά. Ένα δίλημμα καυτό, βασανιστικό, αποτρόπαιο ήρθε να φωλιάσει στο λογισμό της.

Γιατί, αν δεν πάω, θα μού μείνει σαν αγκάθι. Δεν το κάνω για εκείνον, Γιώργο. Για μένα το θέλω, για μάς όλους. Θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια και να του πω τι έκανε! Όχι μονάχα σε μας αλλά σε όλους, δικούς και ξένους! Να του πω για τον πόνο που προκάλεσε. Να ξέρει ότι στάθηκα απέναντί του χωρίς φόβο…Να δώσει λογαριασμό!

Ελένη… μην τον εμπιστεύεσαι! Δεν ξέρω τι έχει στο μυαλό του, φοβάμαι! Δεν έχει δείξει αναστολές, έφαγε τον αδελφό του, μένεις εσύ!”

Δεν θα με πειράξει…”

Θαυμάζω τη σιγουριά σου”

Δεν είναι σιγουριά, είναι ένστικτο, δεν μπορώ να το εξηγήσω, απλά το νιώθω”


Ο Γιώργος την πλησίασε. Άνοιξε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μια έντονη σκηνή.

Θέλω να ξέρω πού θα είσαι. Πότε και πού;”

Νωρίς το πρωί αύριο θα με περιμένει στο σκάφος του, μού έδωσε διεύθυνση”

Θέλω να έρθω μαζί σου, θα είμαι έξω…”

Τον άγγιξε απαλά.

Θα μείνεις εδώ, μόνο σε παρακαλώ δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν μέχρι να γυρίσω, θα το χειριστούμε δυο μας…”

Αν το πω στη Βαλεντίνη, θα φρίξει, ο δε Διοφάντους θα με φάει…”

Δεν θα το πεις… Δεν θα του αφήσω το περιθώριο να ελιχθεί. Αυτό θέλω. Ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Όχι συναισθηματισμούς. Δεν του χρωστάω τίποτα

Τρέμω στην ιδέα του τι θα μπορούσες να κάνεις έχοντας απέναντί σου αυτόν το μακελάρη…”

Μπορεί αυτό να περιμένει, αλλά μια τέτοια ουρανοκατέβατη προσφορά δεν πρόκειται να του την κάνω, στ’ ορκίζομαι


Έμειναν έτσι, για λίγο. Ήσυχα. Εκείνος την κοίταζε με εκείνο το σιωπηρό βλέμμα, που ήξερε να κρατά όταν δεν είχε τις λέξεις, μόνο την αγωνία.

Σε εμπιστεύομαι” της είπε τελικά.

Εκείνη, σαν να του επέστρεφε την αλήθεια με μια ματιά, έγνεψε θετικά.


Πρωινό αγωνίας…


Το επόμενο πρωί, ξημέρωσε ζεστό με το καλοκαίρι να δείχνει τα δόντια του. Ευτυχώς και τα Κυκλαδίτικα νησιά είχαν το προνόμιο της φιλικής μεταχείρισης από τα μελτέμια του Αιγαίου, που τους χάριζαν κάποιες ανάσες δροσιάς. Το πρωινό εκείνο, πέραν όμως της κλιματολογικής ζέστης κυοφορούσε στις ώρες του στιγμές μεγάλες και πύρινες.


Η Ελένη Καψή-Βαρθαλίτη, έφυγε το πρωί εντελώς διακριτικά και αθόρυβα από το αρχοντικό. Πήρε το δικό της δρομολόγιο στην πηγή της φωτιάς και του κινδύνου. Ο Γιώργος, έμεινε πίσω, το ίδιο διακριτικός και σιωπηρός, ήρεμος επιφανειακά αλλά μόνο εκείνος ήξερε τι ακριβώς έκαιγε μέσα του. Μια-δυο φορές σκέφτηκε μήπως ήταν καλό να ενημερώσει και τον Ισίδωρο για τον προορισμό της συντρόφου του αλλά δίστασε προτιμώντας να τιμήσει την υπόσχεσή του.


Το αρχοντικό ξύπνησε εκείνη τη μέρα με πολλές προσδοκίες και αγωνία. Οι εξελίξεις στο μέτωπο της υπόθεσης που ταλάνιζε και την οικογένεια και το νησί, έμπαιναν στο τελικό στάδιο. Όλοι περίμεναν πλέον την κίνηση των ανακριτικών και δικαστικών λειτουργών. Η αναμονή δεν θα μπορούσε παρά να φωτογραφίζει ένα και μοναδικό πρόσωπο. Αυτό που όντως και ακούστηκε.


Στο καθιστικό ήταν σκορπισμένοι εδώ και εκεί, η Βαλεντίνη με τον Αργύρη, ο Ιάκωβος που μπαινόβγαινε για δουλειές στον κήπο και ο Ισίδωρος. Ο Γιώργος ήταν επίσης εκεί και αν κάποιος τον πρόσεχε καλά θα έβλεπε έντονη την ανησυχία στα μάτια του. Απέφευγε να είναι στα πόδια τους, ήξερε ότι κάτι θα πρόδιδε η συμπεριφορά του.


Κάποια στιγμή μπήκε στο καθιστικό η Αριάδνη. Ερχόταν από το δωμάτιο της Βαλεντίνης, έχοντας περάσει από την κουζίνα. Η ανοιχτή τηλεόραση και η αναγγελία της είδησης δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.


Ακούστε τι είπαν σε μια πρωινή εκπομπή στην τηλεόραση!” φώναξε με κάποια αίσθηση ενθουσιασμού.

Ήταν κάτι σαν αφορμή να πλησιάσουν όλοι σαν μια μικρή ομάδα, εκείνη συνέχισε:

Δόθηκε εντολή στην αστυνομία να συλληφθεί ο Ερμόλαος. Ο ανακριτής τον παραπέμπει στον εισαγγελέα για να απολογηθεί με θέμα ότι έκανε τους φόνους…Τον ψάχνουν λέει και δεν τον βρήκαν στο γραφείο του”

Ένα αίσθημα ανακούφισης ήρθε αυθόρμητα στα πρόσωπα όλων. Η Βαλεντίνη σχολίασε πρώτη:

Επιτέλους! Ήρθε η ώρα του! Άρα το ξέρει! Και για να λείπει από το γραφείο το ξέρει σίγουρα…”

Προφανώς κάτι θα ετοιμάζει ή να διαπραγματευτεί…” σχολίασε ο Αργύρης.

Ο Διοφάντους έδειξε ανήσυχος και προβληματισμένος:

Είναι στριμωγμένος, είναι στα σχοινιά! Και τον έχω ικανό για όλα. Δεν είναι από τους ανθρώπους, που τα παρατάει. Και δεν έχει διστάσει να απαλλαγεί από ανθρώπους γύρω του…”

Να κάνει τώρα τι; Δεν έχει να του προσφέρει τίποτα!” είπε η Βαλεντίνη.

Ναι, σωστά. Έτσι λέει η λογική. Να παραδοθεί να εξασκήσει την επιρροή του για ευμενή μεταχείριση. Αλλά θα αντιδράσει έτσι; Ή θα σκάσει το μυαλό του και θα γίνει ανεξέλεγκτος;”


Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο Γιώργος έδειξε ακόμα πιο ανήσυχος.

Πού μπορεί να κρυφτεί εδώ στο νησί; Δεν είναι ηλίθιος, ξεχωρίζει, τον γνωρίζουν. Εκτός αν κατάφερε και έφυγε απ’ την Πάρο, αυτό αλλάζει τα πράγματα…” μπήκε στην κουβέντα ο Ιάκωβος.

Νομίζω και η αστυνομία ξέρει ποια είναι τα πιθανά μέρη, πού θα τον βρει. Δεν μπορεί να πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια”, πρόσθεσε ο Ισίδωρος.


Η Βαλεντίνη έριξε μια ματιά ολόγυρα. Ήταν η πρώτη που πρόσεξε την απουσία της.

Είδε κανείς την μητέρα μου; Δεν την έχω δει απ’ το πρωί καθόλου!”


Το ερώτημα ακούστηκε καταλυτικό στα αυτιά όλων. Για κάποιες στιγμές, έπεσε σιωπή. Πολλά μάτια διασταυρώθηκαν σε διαφορετικά πρόσωπα εκτός από ένα. Ο Γιώργος, έσκυψε το κεφάλι του προς τα κάτω. Ο Ιάκωβος ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή:

Εγώ την είδα χθες το βράδυ αργά. Ήταν λίγο παράξενη, μακρινή. Μου είπε ότι κάτι την βασάνιζε σαν να ήθελε να το λύσει… δεν ξέρω”

Πατέρα ξέρεις κάτι;”

Ο Γιώργος περίμενε το κρίσιμο ερώτημα, δεν θα μπορούσε πάντα να το αποφεύγει.

“… Βγήκε από το πρωί. Είχε μια προσωπική εκκρεμότητα…”

Ξέρεις κανείς που πήγε βρε παιδιά;” ρώτησε ξανά η Ελένη στο σύνολο ...”Αριάδνη, μήπως την είδες, σου είπε κάτι;”

Όχι κυρία Βαλεντίνη, δεν την είδα καθόλου”

Αρα δεν ξέρει κανείς πού είναι;” συνέχισε η Βαλεντίνη για να μείνει για λίγο μετέωρη, “...πατέρα δεν σου είπε τι εκκρεμότητα είχε και έφυγε έτσι;”


Ακολούθησαν κάποια δευτερόλεπτα σιωπής μέχρι να ακουστεί η φωνή του Γιώργου να βγαίνει πικρή:


Ναι, ξέρω πού πήγε!”

Τα μάτια όλων εστίασαν μονομιάς επάνω του. Λες και κρέμασαν πάνω του ένα ασήκωτο σταυρό, που έπρεπε να τον κουβαλήσει.

Λοιπόν;” ρώτησε η κόρη του.

Πήγε να τον συναντήσει… μόνη της…”

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και η Βαλεντίνη ήταν ιδιαίτερα επιθετική.

Πατέρα τι λες, τι έκανες; Πώς το άφησες αυτό; Είσαι καλά;”

Μη βιάζεσαι κόρη μου! Ήταν απόλυτα δική της απόφαση, την πίεσα, πάλεψα να την κάνω να αλλάξει γνώμη, δεν έπαιρνε κουβέντα…”

Και γιατί δεν πήγες μαζί της αλλά και γιατί μάς το έκρυψες;”

Άκου παιδί μου! Η μητέρα σου κουβαλούσε όλον αυτόν τον καιρό ένα μεγάλο βάρος. Από τότε, που αυτός ο άνθρωπος αποδείχτηκε ότι ήταν ...αδελφός της, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ήθελε να τον κοιτάξει στα μάτια, ήθελε να έχει εκείνη μια κουβέντα μαζί του…”

Κουβέντα πάνω σε τι, πατέρα;”

Τα ίδια ερωτήματα έβαλα και εγώ, Βαλεντίνη αλλά ήταν ανένδοτη. Δεν θα ησύχαζε ποτέ αν δεν στεκόταν μπροστά του, πρόσωπο με πρόσωπο. Να αναμετρηθεί μαζί του…”

Πατέρα καταλαβαίνεις πού την άφησες να πάει; Κινδυνεύει το ξέρεις; Το καταλαβαίνεις;”

Με τη μητέρα σου έχουμε μια σχέση αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη δεχτώ τη θέλησή της. Δική της απόφαση ήταν να μην σας ενημερώσω. Φοβόταν ότι θα το χαλάγατε…”

Πότε έγινε αυτό; Θέλω να πω, πώς θα πάει, πού; Πού ξέρει πού είναι;”

Ο ίδιος ο Ερμόλαος την πήρε στο τηλέφωνο…”

Αν είναι δυνατόν, δεν το πιστεύω…” ψέλλισε η Βαλεντίνη.

Ναι την πήρε χθες αργά, ζήτησε να την δει…”

Να την κάνει τι ρε πατέρα; Στο στόμα του λύκου πάει, ο άνθρωπος δεν έχει αναστολές πουθενά, τώρα που νιώθει να χάνει το παιχνίδι γίνεται και πιο απρόβλεπτος… Ω Θεέ μου, τι θα κάνουμε;”


Όλη αυτήν την ώρα του διαλόγου ανάμεσα στη Βαλεντίνη και τον πατέρα της, ο Διοφάντους έστεκε σιωπηρός. Καταλάβαινε ότι μπροστά του παιζόταν μια σκληρή σκηνή συναισθημάτων ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας και προσπαθούσε να μείνει, διακριτικά, έξω από αυτό. Όμως τώρα καταλάβαινε ότι ήταν η ώρα να αναλάβει δράση, τα πράγματα γινόταν ακραία ανεξέλεγκτα.


Γιώργο… πρέπει να μας πεις πού θα συναντηθούν, ξέρεις; Δεν γίνεται να την αφήσουμε μόνη την Ελένη μαζί του…”

Τι θες να πεις…”

Είναι προφανές, ο Ερμόλαος δεν είναι πλέον σε θέση να δέχεται απλές επισκέψεις έστω και με χαρακτηριστικά ξεκαθαρίσματος. Κάτι ετοιμάζει. Και σε αυτό το κάτι, η Ελένη έχει κυρίαρχη θέση. Δεν θέλω να σε τρομάξω. Κοίτα τη σειρά. Βαλεντίνη, Ανδρέας Καψής, Ελένη. Τα άμεσα συγγενικά του πρόσωπα, καταλαβαίνεις; Ξέρεις πού είναι; Πρέπει να βιαστούμε! Δεν έχουμε χρόνο, άλλωστε σε λίγο ίσως βγει και ένταλμα σε βάρος του…”

Θα την περίμενε στο σκάφος του!”


Ο Σπύρος πετάχτηκε.

Το ΄χουμε! Ξέρουμε πού είναι!”

Στο χώρο ξαφνικά ξέσπασε μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση λες και μια ηλεκτρική εκκένωση διαπέρασε τα κορμιά τους. Ο Γιώργος έδωσε τη διεύθυνση, την οποία άλλωστε γνώριζε και ο Σπύρος.

Και αν μετακινήθηκε με το σκάφος;” ρώτησε ο Αργύρης προκαλώντας μια αναταραχή.

Δεν είναι ώρα να κάνουμε εικασίες, Αργύρη…”


Ο Ισίδωρος κάλεσε το διοικητή του τμήματος, τον Καραναστάση.

Έχει βγει ένταλμα…” τον ενημέρωσε ο διοικητής. Ο ποινικολόγος τον ενημέρωσε για το ραντεβού του με την Ελένη. Του ανέλυσε την κατάσταση, τους φόβους του και το αίτημά του:

Πρέπει να προλάβουμε κ. Διοικητά! Είναι έρμαιο στα χέρια του και δεν ξέρω τι προθέσεις έχει. Θεωρώ ότι η Ελένη Βαρθαλίτη κινδυνεύει άμεσα η ζωή της ίσως ακόμα και με ομηρία…”


Δόθηκαν τα στοιχεία όλα στην αστυνομία. Ο Διοφάντους έκλεισε το κινητό και γύρισε στους υπόλοιπους.

Σπύρο, Ζήση, φεύγουμε τώρα αμέσως!”

Έρχομαι μαζί σας!” συμπλήρωσε ο Γιώργος, η Βαλεντίνη ακολούθησε με διάθεση θηρίου στο κλουβί.

Πατέρα, πάρε με μαζί σου!”

Όχι, είναι επικίνδυνο!” πετάχτηκε ο Διοφάντους.

Θα έρθω εκεί έστω και μόνη έστω και μπουσουλώντας…” ξέσπασε εκείνη.

Θα πάρω εγώ τη Βαλεντίνη!” ακούστηκε ο Αργύρης.

Είσαι με τα καλά σου, είσαι σε περιορισμό, θα έχεις προβλήματα…” πρόσθεσε ο Διοφάντους.

Δεν δίνω δεκάρα, δεν με νοιάζει, ο Ερμόλαος σήμερα τελειώνει…”

Ακούστε με σας παρακαλώ!” μεσολάβησε ο Διοφάντους, “...δεν πάμε βόλτα, μήτε μπούγιο για εκδρομή… δεν έχουμε δικαίωμα να παρέμβουμε… έχει αναλάβει η αστυνομία… θα κάνουμε ζημιά, να είμαστε απλά σε απόσταση…”


Επικράτησε ένας αναβρασμός. Ο Ιάκωβος με την Αριάδνη σταυροκοπιούνταν να πάνε όλα καλά και ήρεμα. Ο Διοφάντους πήρε μαζί το Ζήση, το Σπύρο και το Γιώργο. Επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του τελευταίου. Ο Αργύρης, με τη βοήθεια της Αριάδνης, μετέφεραν τη Βαλεντίνη σε άλλο αυτοκίνητο.


Αγώνας δρόμου με σκέψεις...


Πήραν το δρόμο προς το λιμάνι της Νάουσας. Εκεί ήταν και το σκάφος του Ερμόλαου. Τα δύο αυτοκίνητα κινούνταν με ταχύτητα στον παραλιακό δρόμο. Ο ήλιος είχε ήδη σηκωθεί για τα καλά πάνω από το γαλάζιο πέλαγος. Το νησί ντυνόταν στην κλασική ομορφιά του.



Διαδρομή προς το σκάφος

Τα δύο οχήματα κατηφόριζαν με ταχύτητα τον παλιό παραλιακό δρόμο, με τον άνεμο να μαστιγώνει τα παράθυρα και τον ήλιο να ξημερώνει αργά πάνω από το γκρίζο πέλαγος. Στο πρώτο αυτοκίνητο, οδηγούσε ο Γιώργος. Ο Ισίδωρος στη θέση του συνοδηγού, σκυφτός με βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Ο Γιώργος κρατούσε σφιχτά το τιμόνι. Τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Απ’ τη στιγμή που είχε πει “ξέρω πού είναι”, μια βαριά ασήκωτη ευθύνη άρχισε να βαραίνει στους ώμους του.

“Προλαβαίνουμε;” ρώτησε χωρίς να ξέρει σε τι ακριβώς επικέντρωσε το λόγο του.

“Αν δεν έχουν φύγει από εκεί, ναι!” απάντησε ο Διοφάντους, “… αλλά δεν έχουμε εμείς το πάνω χέρι σε αυτό…”

Ο Αργύρης με τη Βαλεντίνη ακολουθούσαν. Η σιωπή ήταν σχεδόν απόλυτη. Με το βλέμμα του καρφωμένο στο δρόμο, είχε το νου του να μη χάσει τους άλλους αλλά και να επιτηρεί τη Βαλεντίνη. Εκείνη καθόταν δίπλα του, τα χέρια της σφιγμένα στα σχεδόν ακίνητα πόδια της. Το μόνο, που ακούγονταν μέσα στο αυτοκίνητο ήταν η ανάσα της, κομμένη και άναρχη.

Ο Διοφάντους γύρισε κάποια στιγμή προς το Γιώργο. Ένιωθε ότι έπρεπε να του το πει:

“Σε καταλαβαίνω απόλυτα στο ότι δεν μας το είπες απ’ την αρχή, μην έχεις ενοχές γι αυτό! Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα”

“Ελπίζω να μην το πληρώσουμε αυτό!” του απάντησε. Σιωπηρά έφερε στο νου του τη στιγμή που η Ελένη έφευγε από το σπίτι. “Δεν έπρεπε να την αφήσω. Μα… εκείνη κοίταξε πίσω μόνο μια φορά πριν φύγει. Σαν να με αποχαιρετούσε… Θεέ μου”

Έφτασαν στη Νάουσα, τα πρώτα όμορφα σπίτια φάνηκαν στον ορίζοντα. Η κίνηση δεν είχε αρχίσει ακόμα για τα καλά και αυτό τους εξυπηρετούσες. Στο βάθος η θάλασσα απλωνόταν ακίνητη, σχεδόν υποκριτικά γαλήνια. Ο Ισίδωρος κάλεσε κάποιον στο τηλέφωνο, ύστερα είπε:

“Η αστυνομία είναι πέντε λεπτά πίσω μας. Κανείς δεν πλησιάζει μόνος του, τόνισε με αποφασιστικότητα. Αλλιώς μπορεί να έρθει καταστροφή.

Έφτασαν στο λιμάνι. Ο Σπύρος τους έδειξε το μέρος στην μαρίνα. Το αυτοκίνητο του Αργύρη κόλλησε πίσω τους. Προχώρησαν κάποια μέτρα. Τα μάτια του Σπύρου χτένιζαν τη μαρίνα. Άρχισε να ανησυχεί, η αδρεναλίνη όλων ανέβαινε στα ύψη. Είχαν μπει πια στη μαρίνα. Έκοψαν ταχύτητα για να βρουν μέρος να προσεγγίσουν με ασφάλεια και διακριτικότητα. Σταμάτησαν.

“Τι συμβαίνει Σπύρο, πού ήταν το σκάφος;”

“Εκεί ακριβώς, το θυμάμαι καλά, ώρα το παρακολουθούσα! ...Δεν είναι! Δεν το βλέπω…”

“Ζήση κατέβα και πήγαινε στο αμάξι του Αργύρη, πες τους να περιμένουν εδώ στη γωνία. Μην μετακινηθούν!”

Οι σφυγμοί είχαν ανέβει στα ύψη.

“Γιώργο, κάνε μια γύρα πίσω μπρος στη μαρίνα, Σπύρο τα μάτια σου τεντωμένα!”

Το έκαναν αλλά το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Το σκάφος έλειπε! Ο Γιώργος άρχισε να τρέμει. Ο Διοφάντους άφησε μια βρισιά κάτω από το στόμα του.

“Γιώργο ηρέμησε, είναι ένα ενδεχόμενο πιθανό, γύρνα στους άλλους…”

Επέστρεψαν. Στο μεταξύ ο τόπος γέμισε αστυνομικές δυνάμεις. Μεγάλη αναταραχή έπεσε στη μαρίνα. Ο κόσμος ολόγυρα άρχισε να ανησυχεί έντονα. Κατέβηκαν, μαζί και ο Αργύρης. Η Βαλεντίνη έχασκε από το παράθυρο σαν να ήθελε να υπερβεί κάθε όριο του πληγωμένου της κορμιού.

“Τι συμβαίνει;” ρώτησε ο Καραναστάσης.

Ο Διοφάντους τον κοίταξε προβληματισμένος.

“Το σκάφος, δεν είναι εδώ, έφυγαν!”

Ο Γιώργος σωριάστηκε σε ένα πεζούλι χωρίς λέξη. Η Βαλεντίνη ένιωσε τα χέρια της να παγώνουν.

“Πού είναι; Πού είναι;” ούρλιαξε προσπαθώντας να ανοίξει την πόρτα. Ο Αργύρης έτρεχε κοντά της να προλάβει. Κάποιος δίπλα ψιθύρισε:

“Αργήσατε!”

Συνεχίζεται...



Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

""Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 18 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

   "Το Αρχοντικό της Σιωπής"



Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 11ο

Κεφαλαιο 12ο

Κεφάλαιο 13ο

Κεφάλαιο 14ο

Κεφάλαιο 15ο

Κεφάλαιο 16ο

Κεφάλαιο 17ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης, συναντίεται κρυφά στο σκάφος του Δημήτρη Ερμόλαου με θέμα συζήτησης, τις διαρροές αλλά και την περίπτωση της Αριάδνης Μέρκου με τους φόβους της. Η συνάντησή τους είναι γεμάτη ένταση και επιθετικότητα από μέρους του Ερμόλαου.

Εκείνο που δεν ξέρουν είναι ότι βρίσκονται στα "δίχτυα" της παρακολούθησης του Σπύρου, συνεργάτη του Διοφάντους με φωτογραφικό και βιντεοληπτικό υλικό. 

Από την ταυτοποίηση των στοιχείων προκύπτει ότι το σκάφος ανήκει στον Δημήτρη Ερμόλαο και συνεπώς αποδεικνύεται ότι ο Αναγνωστίδης είναι στενός του συνεργάτης. 

Ένα ακόμα σοκ για την οικογένεια, που κάνει πλέον τον απολογισμό της εν όψει των επόμενων κινήσεών της. Πριν όμως από τις θεσμικές κινήσεις, ο Διοφάντους, αποφασίζει να συνεχίσει τον πόλεμο πίεσης κατά του Ερμόλαου. Στέλνει σ' αυτόν τις φωτογραφίες που δείχνουν την επίσκεψη του συνεργού του στο σκάφος, προκαλώντας νέα έκρηξη του τελευταίου κατά του συνεργάτη του.

Ο Διοφάντους θα επισκεφτεί επίσης και τους Ιταλούς, τους οποίους ενημερώνει ότι σύντομα θα αποκαλυφτούν συγκλονιστικά στοιχεία για πρόσωπο με το οποίο συνεργάζονται.

Τέλος ο Ερμόλαος θα έχει μια ακόμα συνάντηση ακραίας έντασης με τον Αναγνωστίδη, τον οποίο ενοχοποιεί για το φωτογραφικό υλικό με έμμεσες απειλές. Ο τελευταίος πλέον κάνει δεύτερες σκέψεις να προσπαθήσει να απεμπλακεί από αυτόν. Ο φίλος του, προτείνει να ζητήσει συνεργασία με τον Διοφάντους και τις αρχές για να διευκολύνει την ήδη τραγική του θέση.



Κεφάλαιο 18

Το κλείσιμο μιας συνάντησης


“Είσαι ο Ισίδωρος Διοφάντους;”

Ο ώριμος άντρας, θα έλεγε κανείς, πως τρόμαξε λίγο τον ποινικολόγο καθώς περπατούσε στο δρόμο. Φάνηκε μπροστά του εντελώς απότομα, σχεδόν από το πουθενά.

“Εγώ είμαι τι θέλετε;”

“Εγώ τίποτα, ένα όμως πρόσωπο θέλει να σάς δει…”

“Και γιατί αυτό το πρόσωπο στέλνει προπομπό;”

“Αυτό θα το εξηγήσετε εσείς, πού μπορεί να σάς δει με απόλυτη ασφάλεια;”

“Κατ’ αρχήν ποιο είναι αυτό το πρόσωπο;”

“Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης!”


Ο ποινικολόγος έμεινε σε παύση χρόνου σαν να δέχτηκε ξαφνικά ένα δυνατό χτύπημα. 

“Στο γραφείο μου στο αρχοντικό των Καψήδων;”

“Προφανώς αστειεύεστε κύριε. Λοιπόν το βράδυ στις έντεκα στο χωριό Λεύκες, θα σας περιμένει στην πανσιόν Πεταλούδες, όχι αστυνομίες γιατί τον χάσατε”

“Μισό λεπτό, σάς είπε τι με θέλει;”

“Ναι, έχει να σας πει και να σας δώσει κάποιες πληροφορίες που τις ζητάτε στον ...ουρανό. Τώρα θα σας τις δώσει στο ...πιάτο”

“Δηλαδή;”

“Υπομονή κύριε δικηγόρε! Το μόνο που σάς λέω είναι ...Μπουμ… έκρηξη”

“Μπορώ να έρθω με κάποιον συνεργάτη μου;”

“Εξαρτάται…”

“Από τι;”

“Από το αν ο συνεργάτης σας φοράει φανερά ή κρυφά ..στολή”

“Δεν συνηθίζω σε τέτοιες εκπλήξεις τους ανθρώπους, που θέλουν να με βοηθήσουν”

“Χαίρομαι, τότε ναι μπορείτε…”


Όπως ήρθε έτσι και έφυγε γρήγορος και διακριτικός. Ο Διοφάντους ένιωσε κάποιες σταγόνες ιδρώτα να κατεβαίνουν στο μέτωπό του.

“Ποιος ήταν αυτός κ. Ισίδωρε;” τον ρώτησε ο Ζήσης, που μόλις είχε έρθει κοντά του.

“Δεν ξέρω… με πλησίασε για λογαριασμό άλλου”

“Ποιανού;”

“Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης θέλει να με δει!’

Ο Ζήσης πήρε ένα βλέμμα έντονης έκπληξης.

“Ουάου! Αυτό κι αν είναι από τα απρόσμενα! Σάς είπε τι θέλει;”

“Όχι αλλά το φλασάκι με τις εικόνες του Σπύρου νομίζω έκανε καλή δουλειά”


Επέστρεψαν στο αρχοντικό. Κοινοποίησαν το νέο στους υπόλοιπους. Ο Αργύρης ήταν πολύ ανήσυχος όπως και η Βαλεντίνη.

“Θα πάτε; Φοβάμαι παγίδα! Τα πράγματα αγρίεψαν πολύ. Μην πάτε!”

“Και εγώ φοβάμαι Αργύρη αλλά πρέπει να πάω, θα έχω μαζί μου και το Σπύρο”

“Νιώθω σαν παγιδευμένο αγρίμι εδώ μ’ αυτό το βραχιολάκι. Έτσι μού ‘ρχεται να σηκωθώ να έρθω” σχολίασε ο Αργύρης.

“Φρόνιμα!” του είπε ο Διοφάντους, “...οι στιγμές είναι σημαντικές. Κάθε λάθος μας θα στοιχίσει, δεν θα δώσουμε το παραμικρό δικαίωμα”.


Ένα μεγάλο 48ωρο


Οι ώρες που κύλησαν ως το βράδυ ήταν γεμάτες αγωνία αλλά και προσμονή. Αν όλα έβγαζαν στην επιφάνεια  αυτό που εννοούσε ο άγνωστος εκείνος άντρας, που έκλεισε το ραντεβού στον Ισίδωρο με τον Αναγνωστίδη, η αυριανή μέρα θα άλλαζε τα πάντα. Το φλασάκι με τις φωτογραφίες που έφτασε στον Ερμόλαο με την αποκάλυψη της σχέσης του με το Μάκη, προφανώς πυροδότησε γεγονότα. Σίγουρα ένταση. 

“Αν τα έσπασαν μεταξύ τους, τότε γιατί να μην κάνει το βήμα ο Αναγνωστίδης να ζητήσει καταφύγιο;” εξέφρασε τη σκέψη του δυνατά στο αυτοκίνητο. Ο Σπύρος απάντησε:

“Σε μάς θα ζητήσει καταφύγιο, κ. Ισίδωρε; Αν είναι δυνατόν!”.

Έφτασαν στις πανέμορφες Λεύκες μισή ώρα πριν το ραντεβού. Στα δρομάκια του χωριού υπήρχε κίνηση και έπρεπε να αφήσουν το αυτοκίνητο. Η πανσιόν ήταν κοντά στην κεντρική πλατεία. Πόσο όμορφη θα ήταν η διαμονή τους στην Πάρο αν δεν βάραινε αφόρητα αυτή η υπόθεση.

Έφτασαν. Ο Σπύρος κρατούσε στο κινητό του φωτογραφία του Αναγνωστίδη για να τον εντοπίσουν. Μπήκαν στο χώρο της πανσιόν. Έξω υπήρχε μια πανέμορφη μικρή αυλή και ένας μικρός μπουφές, κάτι σαν μπαρ. Μισογεμάτος ο χώρος αλλά το συγκεκριμένο πρόσωπο απόν. Έκατσαν στο μικρό μπαράκι. Η ώρα προχωρούσε, κανείς! Πέντε λεπτά μετά τις έντεκα, ο Διοφάντους πέρασε μέσα στο χώρο υποδοχής. Έδωσε το όνομά του και ρώτησε αν τον είχε ζητήσει κανείς. Αρνητική απάντηση. Πήγε έντεκα και τέταρτο… έντεκα και μισή… τίποτα. Με το Σπύρο άρχισαν να κοιτάζονται ανήσυχοι. Φοβήθηκαν την παγίδα. Δώδεκα παρά τέταρτο… δώδεκα… τίποτα. Ο κόσμος άρχισε πλέον να αραιώνει. Σίγουρα κάτι συνέβαινε.

“Τι κάνουμε κύριε Ισίδωρε;” 

“Ο μάγκας νομίζω μας τσεκάρει, Σπύρο ή παίζει μαζί μας”

“Λέω να φύγουμε”

“Ή ήταν μπλόφα όλο αυτό ή ένα δοκιμαστικό τεστ ή κάποιας μορφής παγίδα, Σπύρο”


Στις δώδεκα και μισή αποφάσισαν αμετάκλητα να φύγουν όπως και το έκαναν. Ένιωθαν απογοητευμένοι. Ίσως και να έχουν χρησιμοποιηθεί για κάποιο λόγο.


…...


Η απάντηση στα σοβαρά τους ερωτήματα δόθηκε την άλλη μέρα το πρωί. Και δεν ήταν καθόλου καλή, θα έλεγε κάποιος τραγική. Ο Ιάκωβος δεν είχε κάνει λάθος. Οι ειδήσεις των οκτώ το πρωί, που άκουσε στον τοπικό ραδιοσταθμό του νησιού ήταν ένα ακόμα χαστούκι.


“Ένα ακόμα στυγνό έγκλημα αναστατώνει το νησί μας μαζί με τα προηγούμενα, που παραμένουν ανεξιχνίαστα. Νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι, βρέθηκε σήμερα το πρωί στο γραφείο του στην Παροικιά, ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης, μεταφορέας. Ο άγνωστος δράστης τον πυροβόλησε στο χώρο του, πράγμα που δίνει στις αρχές τη βεβαιότητα ότι το θύμα γνώρισε το δολοφόνο του. Επίσης ο δράστης μπήκε στο χώρο του από άλλη είσοδο, αθέατη στις εξωτερικές κάμερες, γεγονός που εντείνει τις υποψίες ότι ήταν καλός γνώστης του χώρου και του θύματος. Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης ήταν ο μοναδικός μάρτυρας στο βράδυ της δολοφονίας του Ανδρέα Καψή, με την κατάθεση του οποίου, έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε δύο άτομα, του στενού του συγγενικού περιβάλλοντος. Μια ακόμα δολοφονία λοιπόν, που μεγαλώνει τον εφιαλτικό αυτό κύκλο που ταλανίζει τις αρχές και την τοπική κοινωνία, η οποία είναι ανάστατη και δύσκολα μπορεί να αποδεχθεί τη μετατροπή του νησιού σε πεδίο επίλυσης διαφορών…”


Η απογοήτευση όλων ήταν απόλυτη. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός ισοπεδώνοντας τις ελπίδες τους. 

“Τον έφαγε, το κάθαρμα!” ψέλλισε η Βαλεντίνη!

“Ναι… νομίζω πως χάσαμε τις αποδείξεις!” ακούστηκε ο Διοφάντους. Είχε χάσει το χρώμα του. Για πρώτη φορά έδειξε να χάνει τον έλεγχό του.

“Ποντάραμε τόσα πολλά στο φλασάκι με τις εικόνες και το πετύχαμε. Όμως δεν υπολογίσαμε την αντίδραση…” πρόσθεσε εμφανώς απογοητευμένος.

“Σας το είχα πει! Ο άνθρωπος είναι απρόβλεπτος και απίστευτα επικίνδυνος” ήρθε η Ελένη να προσθέσει. 


Ήταν όλοι σαν μαραμένα φύλλα. Το χτύπημα μεγάλο. 

“Χάνουμε τις αποδείξεις!” Σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Διοφάντους.

“Τι θα κάνουμε;”

Σηκώθηκε νευριασμένος πολύ. Δεν τον είχαν δει έτσι όλο αυτόν τον καιρό.

“Ως εδώ! Δεν πάει άλλο! Ήρθε η ώρα να κινηθώ και εγώ θεσμικά. Θα πάω στον εισαγγελέα. Θα απαντήσουμε με την κατάθεση της Αριάδνης. Ήρθε η ώρα να λογαριαστούμε κατά μέτωπο με τον κύριο αντίδικο!”


…...


Ο Διοφάντους έκανε πράξη την απόφασή του. Ένιωσε ότι δεν είχε πλέον περιθώρια να περιμένει άλλο. Έπρεπε να σηκώσει θόρυβο, έπρεπε να πιέσει θεσμικά, με τη σειρά του. Βγήκε τα ειδησεογραφικά κανάλια και τα τοπικά και έκανε δηλώσεις:


“Ακόμα μια δολοφονία γύρω από την ευρύτερη υπόθεση του Ανδρέα Καψή. Μια δολοφονία που μεγαλώνει τον κύκλο ενός δολοφόνου, που κινείται πλέον ανεξέλεγκτα απέναντι σε κάθε πρόσωπο, που θα μπορούσε να αποτελεί εμπόδιο στα μακροχρόνια σχέδιά του”

“Τι θέλετε να πείτε κύριε Διοφάντους;”

“Ο δράστης των φόνων έχει προσωπικά κίνητρα νομής της περιουσίας της οικογένειας Καψή. Στην πορεία του χρόνου, εξαφανίζει πρόσωπα, νόμιμους κληρονόμους για να επωφεληθεί”

Έγινε ένας σάλος, προκλήθηκε θόρυβος, οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή

“Θέλετε να πείτε ότι υπάρχει πρόσωπο νόμιμος κληρονόμος της περιουσίας Καψή;”

“Ναι, είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε αυτό. Από εκεί και πέρα, η λειτουργία του και η δράση του όλα αυτά τα χρόνια, κινείται εκτός ορίων νομιμότητας…”

“Κύριε Διοφάντους, καταλαβαίνετε τι σημαίνουν αυτές οι δηλώσεις σας; Μπορείτε να τα αποδείξετε όλα αυτά;”

“Ακούστε, λίγη υπομονή θέλω από εσάς, σύντομα η κοινή γνώμη θα μάθει ότι η ενοχοποίηση της πελάτιδός μου, Βαλεντίνης Βαρθαλίτη, έγινε με στημένα στοιχεία, προϊόν εκβιασμού αλλά το κυριότερο: Το θύμα της πρόσφατης δολοφονίας, Γεράσιμος Αναγνωστίδης, είχε άμεσες σχέσεις συνεργασίας με κορυφαίο σημαίνον πρόσωπο στην υπόθεση…”

Ορυμαγδός! Σπρωξίματα, ερωτήσεις

“Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο; Το γνωρίζετε;”

“Το γνωρίζετε πάρα πολύ καλά και εσείς! Σύντομα θα κληθεί να δώσει εξηγήσεις ενώπιον του νόμου!”


Τα κεντρικά ΜΜΕ έπαιξαν ψηλά τις δηλώσεις καθώς το θέμα είχε πλέον ανέβει στην κορυφή του αστυνομικού δελτίου. Για δε τα τοπικά, ούτε λόγος να γίνεται. Η τοπική κοινωνία έβραζε πλέον και στους κοινωνικούς χώρους είχε γίνει κυρίαρχο ζήτημα.


…...


Στο δικηγορικό γραφείο του Δημήτρη Ερμόλαου επικρατούσε μια ένταση. Τα νέα της δολοφονίας του Αναγνωστίδη είχαν γίνει γνωστά από το πρωί και φυσικά αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης στους συνεργάτες του. Εκείνος άργησε λίγο να έρθει. Τελευταία τον έβλεπαν να έχει χάσει το ρυθμό με τον οποίον τον είχαν συνηθίσει. Η παλιά του μεθοδικότητα και η ακριβολογία είχε χαλάσει για τα καλά και πολλές από τις αντιδράσεις του, τους παραξένευαν.


Δέχτηκε τα νέα με μια παράξενη απάθεια. Κουβαλούσε ένταση μέσα του και φαινόταν.

“Τον είχα προειδοποιήσει επανειλημμένα τελευταία να προσέχει! Ήταν βασικός μάρτυρας στην υπόθεση, δεν έχουν ιερό και όσιο…”

“Ακούσατε τις δηλώσεις του Διοφάντους;”

Το μάτι του γυάλισε απότομα, προσπάθησε πάλι να κρύψει το τικ με το χείλος του που έτρεμε

“Ναι τις άκουσα στο αυτοκίνητο. Δίνει παράσταση ο κύριος αντίδικος! Εξαίρετος ηθοποιός, μόνο που ήρθε η ώρα να ακουστεί και η δική μας φωνή…”

“Θα κάνετε σχόλιο;”

“Εννοείται! Κάλεσε τα τοπικά μέσα σε μια ώρα σε παρακαλώ, ώρα να κάνουμε και εμείς παιχνίδι!”


Ήταν με το βαρύ, σοβαρό του ύφος, αυτό που κλασικά τον ήξεραν, ξεκίνησε…


“Σήμερα είχαμε ένα ακόμα έγκλημα, που φορτώνεται στα προηγούμενα. Τέτοια εγκλήματα δεν είναι ανεκτά στην κοινωνία του νησιού μας όπως και σε καμία άλλη. Η δολοφονία του κεντρικού μάρτυρα κατηγορίας στην υπόθεση δολοφονίας του Ανδρέα Καψή μάς σοκάρει όλους. Έχω εμπιστοσύνη ότι οι αρχές θα διελευκάνουν άμεσα και γρήγορα το έγκλημα…”

“Θεωρείτε ότι το έγκλημα έχει σχέση με την ιδιότητά του ως μάρτυρα;”

“Δεν μπορώ να το ξέρω, δεν εκπροσωπώ τον ίδιο για να γνωρίζω παραμέτρους της ζωής του. Όμως υπάρχει το κίνητρο της εκδίκησης ή της φίμωσης απέναντι σε περαιτέρω αποκαλύψεις για την υπόθεση. Θέλω να τονίσω ότι τα εγκλήματα δεν μπορούν να γίνονται αντικείμενο προσωπικής εκμετάλλευσης…”

“Αναφέρεστε στην πλευρά των αντιδίκων σας;”

“Θα πω ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με όσους βιάζονται να βγάλουν συμπεράσματα και να παίξουν με τα αισθήματα της κοινής γνώμης. Οι θεσμοί δεν λειτουργούν με υπονοούμενα και λαϊκισμό αλλά με αποδείξεις…”

“Νιώθετε την ανάγκη να υπερασπίσετε τη θέση σας;”

“Ακούστε, εκπροσωπώ την οικογένεια του Ανδρέα Καψή και υπερασπίζομαι το δικαίωμά τους να δικάσουν τους ενόχους της δολοφονίας του δικού τους ανθρώπου. Είναι το λιγότερο άδικο, κάποιοι να σπιλώνουν ευθέως ή πλαγίως πρόσωπα χωρίς στοιχεία, επειδή προσπαθούν να αυτοεπιβεβαιωθούν στα δικά τους αδιέξοδα…”

“Υπαινίχτηκε η άλλη πλευρά ότι υπάρχει τρίτος κληρονόμος της περιουσίας Καψή, αυτό σημαίνει παρασκήνιο, κρυμμένη ζωή. Ποια η θέση σας απέναντι σε όλο αυτό;”

“Αυτό είναι ένα σοβαρό θέμα αλλά εδώ δικάζουμε την υπόθεση φόνου. Τα υπόλοιπα στην κατάλληλη στιγμή”

“Να το εκλάβουμε ως υπαινιγμό ότι γνωρίζετε;”

“Συνηθίζω να μιλώ με αποδείξεις. Όταν έρθει η ώρα θα κατατεθούν όπως πρέπει”


Οι μάχες δόθηκαν εκατέρωθεν. Κάθε πλευρά προσπάθησε να δημιουργήσει τις δικές της εντυπώσεις. Όμως η ορμή των γεγονότων, ήταν πλέον φανερό, ότι βάδιζε στην αλήθεια. Στην πλευρά του Διοφάντους είχε απόλυτα το πάνω χέρι. Πολλά στοιχεία, σοβαρές ενδείξεις και αποδείξεις, που διέλυαν κατά βάση την κατηγορία κατά της Βαλεντίνης. Θα είχαν ολοκληρώσει στο σύνολο της κατηγορίας και για τον Αργύρη αλλά τους πρόλαβε ο δολοφόνος.


…...


Ένας όμως δολοφόνος, που δεν γινόταν πλέον να προλάβει τα πάντα. Ο Διοφάντους, εντελώς απρόσμενα, δέχτηκε την επίσκεψη του Τάσου Μαρκαντωνάκη, του εξηντάχρονου στενού φίλου του Νίκου Διονυσίου. Ο άνθρωπος, που έδωσε στον ποινικολόγο της πληροφορίες για το σχέδιο δολοφονίας της Βαλεντίνης. 

Ο άνθρωπος ήταν αναστατωμένος και πολύ οργισμένος.

“Με τη σιωπή μας έχουμε δώσει στο δολοφόνο τη δυνατότητα να κάνει ότι θέλει…” είπε στον Διοφάντους, “...νομίζω ότι πρέπει να ανοίξουν τα στόματα για να βρεθεί αυτό το κάθαρμα ο κοστουμάτο, που όλοι έτρεμαν. Δικηγόρε, αυτό που σού είχα πει να μη με ανακατέψεις πουθενά, ξέγραψέ το. Είμαι εδώ να καταθέσω όσα ξέρω…”

Ο Ισίδωρος τον ευχαρίστησε με όλη του την καρδιά.

“Νομίζω κάθε τέτοια απόφαση, μάς φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην αλήθεια και τη δικαίωση εκείνων που υπέφεραν ή χάθηκαν εξ αιτίας του, σε ευχαριστώ. Θα κανονίσουμε τις λεπτομέρειες”

Συμφώνησαν να είναι απόλυτα διακριτικοί και να επικοινωνούν τηλεφωνικά μόνο μέχρι να παρουσιαστεί στον εισαγγελέα με την κατάθεσή του.


Ένα ακόμα μικρό λιθαράκι στο πριόνισμα των κατηγοριών έδωσε σε όλους συγκρατημένη αισιοδοξία και σφυρηλάτησε στην πίστη τους. Όμως αυτό, που ακολούθησε και ήρθε μετά, ήταν αυτό το μεγάλο, που πραγματικά περίμεναν. Και ήρθε εντελώς απρόοπτα. 


…...


“Ισιδωρε, κάποιος σε ζητά”, τον ειδοποίησε η Ελένη

“Ποιος είναι;”

“Δεν είπε, απλά μου είπε να σου πω ότι αφορά τον Μάκη Αναγνωστίδη!”

Ο Ισίδωρος πετάχτηκε πάνω από τη θέση του. Στο πρόσωπό του άστραψε μια λάμψη.

“Τι μπορεί να συμβαίνει, Ισίδωρε;” τον ρώτησε η Ελένη.

“Δεν ξέρω, πες του να περάσει”

Τα μάτια του Διοφάντους, στη θέα του ανθρώπου, που μπήκε έγιναν δυο μεγάλοι λαμπεροί  ήλιοι. Ο άντρας που του ανήγγειλε πρόσφατα την επιθυμία του Αναγνωστίδη να συναντηθεί μαζί του και το ραντεβού που έκλεισαν μαζί, στάθηκε αποφασιστικά μπροστά του. Ήταν ψύχραιμος, αποφασισμένος, οργισμένος. 

“Ομολογώ δεν σας περίμενα κύριε…”

“Λουκάς, απλά Λουκάς. Ούτε εγώ περίμενα να σας ξαναδώ αλλά η δολοφονία του Μάκη, άλλαξε τις σκέψεις μου…”

“Τι μπορώ να κάνω, τι συμβαίνει;”


Τον οδήγησε στο δωμάτιο, που χρησιμοποιούσε σαν γραφείο, κάθισαν. Ο άλλος ήταν ποταμός:

“Το βράδυ που με ζήτησε ο φίλος μου, του είπα ότι είχε στη διάθεσή του δύο επιλογές. Ή να ακολουθήσει τον Ερμόλαο και να τον πάρει μαζί του ή να συνεργαστεί και να δηλώσει συνεργασία…”

“Νομίζω ότι οι συμβουλές σας ήταν σωστές άσχετα αν…”

“Δεν μπόρεσα όμως να τον γλιτώσω! Τον πρόλαβε αυτό το τομάρι…”

“Πιστεύετε οτι ο…”

“Ναι, ο Ερμόλαος τον έφαγε, μην το ψάχνεις!”

“Όμως πώς θα το αποδείξουμε;” ρώτησε ο ποινικολόγος.

“Με αυτό εδώ!” 


Ο τύπος έβγαλε από την τσέπη του ένα φλασάκι, το κούνησε σαν όπλο.

“Εδώ μέσα είναι όλα, δικηγόρε!”

“Θέλετε να πείτε…”

“Αυτό ακριβώς, που έχεις κατά νου. Το βράδυ που συναντηθήκαμε κάτσαμε και φτιάξαμε αυτό εδώ πέρα. Ο Μάκης τον φοβόταν. Ποιος δεν το έκανε άλλωστε. Εδώ και καιρό ήθελε να ξεφύγει αλλά τα πράγματα είχαν σφίξει και έψαχνε την ευκαιρία. Άκου! Δεν θέλω να τον αγιοποιήσω! Ο Μάκης ήταν ένοχος. Βουτήχτηκε στο σκατό μέχρι το κεφάλι. Γλυκάθηκε από τις διευκολύνσεις. Ξέρεις πώς είναι αυτά. Αν δεν έχεις μέσα σου αντιστάσεις, γίνεσαι καρυδότσουφλο στα χέρια του κάθε λαμόγιου. Όμως δολοφόνος δεν είναι! Χέρια σε αίμα δεν έβαλε…”

Ο Διοφάντους τον κοίταξε λίγο αυστηρά.

“Ξέρω τι θα πεις και έχεις δίκιο, ήξερε και δεν μίλαγε. Αυτό τον έκανε συνένοχο αλλά όχι αυτουργό. Κάτσαμε και γράψαμε σε ένα αρχείο όλα όσα ήξερε για όλα αυτά τα χρόνια για το αφεντικό του…Θα με φάει, Λουκά, είπε. Πάψε ρε του είπα αλλά μέσα μου ήξερα ότι δεν αφήνει στην τύχη τέτοια ο τύπος. Είχε μυριστεί ότι έκανε νερά”

“Είπες όλα. Όταν λες όλα;”

“Δεν ξέρω τι γνωρίζεις, δικηγόρε αλλά εδώ μέσα μιλάει για εκείνο το τροχαίο για την νεαρή κοπέλα τότε, για τον οδηγό, για τα πάντα… έχεις στα χέρια σου τον Ερμόλαο, ανοιχτό σαν κονσέρβα. Με τη φωνή του Μάκη, την ομολογία του… Πάρτο λοιπόν και τράβα στον εισαγγελέα, μην αργείς. Όσο αργείς τόσο γίνεται πιο επικίνδυνος…”


Έδωσε το φλασάκι στον Διοφάντους. Ήταν φορτισμένος συναισθηματικά. 

“Λουκά, σε ευχαριστώ!” 

“Δεν το κάνω για μένα, για αυτή τη χαμένη ψυχή το Μάκη το κάνω, να βρει η ψυχή του ανάπαψη. Ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία του, ας πιάσει τόπο”


Κράτησε τα στοιχεία του, ίσως τα χρειαζόταν. Ο Λουκάς έφυγε όπως ήρθε. Σαν τον ερχομό του “από μηχανής Θεού” στην αρχαία τραγωδία. Ο Διοφάντους εμφανίστηκε στο σαλόνι. Κρατούσε στο χέρι του το φλασάκι με τα μάτια όλων κρεμασμένα επάνω του.

“Εδώ έχουμε τις απαντήσεις μας! Ο νεκρός Μάκης ...καταθέτει από τον άλλον κόσμο. Είναι ώρα να ακούσουμε λοιπόν τι ξέρει. Είμαστε πλέον κοντά, ένα βήμα πριν την κάθαρση. Τελειώνουμε, λίγη υπομονή ακόμα!”


…...


Η αναγνώριση της κλήσης στο κινητό του Δημήτρη Ερμόλαου, έδειχνε το όνομα Βιττόριο Φράνκι. Ανασκουμπώθηκε. Μια ελαφριά ανατριχίλα διαπέρασε την πλάτη του. 

-Pronto  (Εμπρός...)

-Il signor Ermolaos?

-Lo è   (Ο ίδιος)

-Signor Ermolaos, il signor Franki desidera vederla, la aspetta stasera alle 7 in hotel.  (κ. Ερμόλαε, ο κ. Φράνκι επιθυμεί να σας δει, σας περιμένει στις επτά στο ξενοδοχείο)


Έτσι αυστηρά, κοφτά, έληξε αυτή η αναγγελία για το κλείσιμο του ραντεβού. Μέσα του κάπου, την περίμενε αυτή τη συνάντηση. Οι τελευταίες εξελίξεις είχαν βάλει τους επίδοξους συνεργάτες του σε δεύτερο πλάνο. Δεν είχε επαρκή χρόνο να ασχοληθεί μαζί τους, να καλύψει τις ανησυχίες τους. Έτρεμε στην ιδέα μη βρεθεί μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα. Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει και αυτό. Έβγαλε από το συρτάρι του γραφείου του μια παλιά φωτογραφία. Η νεαρή όμορφη γυναίκα φαινόταν σαν να του χαμογελά.

“Όλοι στη σειρά… μάνα! Το σεργιάνι ξεκίνησε όπως κατάλαβες… εμείς, θα είμαστε εκεί όπως πάντα…”


……


Είχε ετοιμαστεί όσο γινόταν καλύτερα για αυτήν την κρίσιμη συνάντηση. Δεν μπορούσε να μην κατανοήσει και τη θέση των Ιταλών απέναντι στα γεγονότα, που έτρεχαν με καταιγιστικούς πλέον ρυθμούς. Θα έπρεπε να το χειριστεί καλά. Η επένδυση ήταν και το όλο διακύβευμα για τον ίδιο. Έφτασε στο ξενοδοχείο, τον υποδέχτηκε η γραμματέας του Βιττόριο και τον ανέβασε στη σουίτα του. Γνώριμος για αυτόν χώρος, εκεί άλλωστε είχε κάνει άπειρες συναντήσεις. Τον υποδέχτηκαν με την κλασική ευγένεια των τύπων. Μέχρι εκεί. Ο Ερμόλαος, ήταν έμπειρος νομικός και άνθρωπος των παρασκηνίων. Mύρισε αμέσως την ατμόσφαιρα στο χώρο και κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά. Ο Βιττόριο Φράνκι ήταν φυσικά εκεί, ένας Έλληνας συνεργάτης του και φυσικά η γραμματέας του. Δεν υπήρχαν περιθώρια για να μην μπει η συζήτηση στο άμεσο θέμα της.

Ξεκίνησε ο Βιττόριο. Ήταν κοφτός, με σκληρή γλώσσα χωρίς περιστροφές ή συναισθηματισμούς:

“Αγαπητέ Δημήτρη, θέλαμε να κάνουμε μια καθαρή και ειλικρινή κουβέντα μαζί σου…”

“Το εκτιμώ απόλυτα, άλλωστε πρέπει να επικαιροποιήσουμε και τα πράγματα”, απάντησε εκείνος.

“Είμαστε εξαιρετικά θορυβημένοι με όλα όσα συμβαίνουν, αγαπητέ Δημήτρη!”

Αυτό το “αγαπητέ Δημήτρη” τού ακούγονταν απειλητικό ή ειρωνικό.

“Σάς καταλαβαίνω αλλά δεν βλέπω το λόγο…” 

“Δεν βλέπεις το λόγο; Αγαπητέ μου, βράζει ο τόπος έξω, δεν είσαι αφελής. Έμπειρος νομικός είσαι. Έχουμε γεμίσει πτώματα, δεν νομίζεις;”

“Τι σχέση έχει η υπόθεση του φόνου του Καψή με την επένδυση;” απάντησε.

“Δεν περίμενα τέτοια αφέλεια από σένα. Δεν έχει, αλήθεια το πιστεύεις; Είσαι ανάμεσα στους κληρονόμους και πάμε να κλείσουμε μια συμφωνία μαζί σου. Στο μεταξύ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, εξαφανίζονται οι υπόλοιποι. Και όχι μόνο αυτοί αλλά και μια σειρά πρόσωπα, που είναι μπλεγμένα στην υπόθεση”.

“Δεν καταλαβαίνω τι υπονοείς Βιττόριο;”

“Άκου αγαπητέ Δημήτρη. Είμαι επιχειρηματίας με μια καταξίωση που δεν διατίθεμαι να την καταστρέψω…”

“Να την καταστρέψετε γιατί;”

“Γιατί δεν ήρθαμε να επενδύσουμε σε έναν τόπο, όπου οι εκατέρωθεν εμπλεκόμενοι πεθαίνουν βίαια. Αυτή δεν είναι κακή δημοσιότητα, είναι αυτοκτονία της φήμης της εταιρείας. Έπειτα, μάς διαβεβαιώσατε μετά το θάνατο του Ανδρέα Καψή για μια διαδικασία καθαρή και ομαλή. Αυτό που εμείς βλέπουμε είναι πτώματα, κρυμμένες ζωές, δηλώσεις στον τύπο. Δεν μπορούμε έτσι να προχωρήσουμε ούτε με το πλαίσιο, ούτε με τους ανθρώπους”

Ο Ερμόλαος ένιωθε το πάτωμα να μετατρέπεται αργά σε ένα βάλτο, που τον ρουφούσε ραγδαία. 

“Είναι παντελώς άδικο και εκτός πραγματικότητας αυτό που αναφέρετε. Δίνετε σημασία στην παράσταση και μάλιστα κακόγουστη ενός νομικού, ο οποίος δεν έχει τίποτα να παρουσιάσει, τίποτα!”

“Κύριε Ερμόλαε, δεν θα ρισκάρουμε να γίνουμε αντικείμενο έρευνας από τις Ιταλικές ή τις Ελληνικές αρχές. Εδώ έχουμε ονόματα, παρασκήνιο. Θα μάς τραβήξουν στο βυθό; Πως το βλέπετε;”

“Σας διαβεβαιώνω ότι όλα αυτά είναι καλά στημένα πυροτεχνήματα, Βιττόριο. Άλλωστε δεν έχει αλλάξει το παραμικρό στην κατηγορία…”

“Δυστυχώς κ. Ερμόλαε, δεν υπάρχει πια αξιοπιστία γύρω από το πρόσωπό σας. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε και εμείς κάποια πράγματα, που θα τα συναντήσετε σύντομα μπροστά σας. Δεν μπορούμε να έχουμε διαπραγμάτευση με κάποιον, που αύριο μπορεί βάσιμα να βρεθεί υπό δίωξη. Δεν θέλουμε να καούμε μαζί σας. Νομίζω σας το λέμε έντιμα και καθαρά…”


Ο Ερμόλαος οργίστηκε. Σηκώθηκε όρθιος κατακόκκινος από την ένταση. Η φωνή του έβγαζε επιθετικότητα.

“Τι είναι αυτά που λέτε; Ποια πράγματα ξέρετε Βιττόριο; Τι παιχνίδια παίζετε στην πλάτη μου; Είναι απαράδεκτο αυτό. Μετά από τόσον καιρό μαζί να ακούω τέτοια πράγματα από εσάς…”

“Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης, ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας κατά του Ραιδεστού, είναι στενός σας συνεργάτης, κύριε Ερμόλαε. Και ξαφνικά βρίσκεται δολοφονημένος. Γιατί;”


Σιωπή, ξαφνική σιωπή, σαν να δέχτηκε πιστολιά ο Ερμόλαος. Ήξεραν! Έμαθαν λοιπόν! Οι φωτογραφίες… Προσπάθησε να αναστρέψει το κλίμα με την εμπειρία του.

“Φυσικά και ήταν συνεργάτης μου! Δικηγόρος είμαι. Πελάτες έχω. Βασικός μάρτυρας είναι στη δίκη. Γιατί να μην έχω ξεχωριστή συνεργασία μαζί του;”

“Και δολοφονείται;”

“Εγώ χάνω το μάρτυρά μου κύριοι, όχι εσείς! Οι όποιες υποψίες σας θα έπρεπε να πέσουν στην υπεράσπιση των κατηγορουμένων, όχι σε μένα. Αν είναι δυνατόν, τι ακούω!”

“Ακριβώς! Δεν είναι θέμα εξηγήσεων, κύριε Ερμόλαε. Είναι πλέον θέμα επιβίωσης της εταιρείας μας. Λυπάμαι πολύ! Το έργο είναι καμένο και πολύ φοβόμαστε και εσείς μαζί του. Τελειώνουμε. Πλήγμα και για μάς, πιστέψτε μας! Είχαμε επενδύσει πολλά σε αυτό το έργο και μάλιστα εδώ και χρόνια. Και αναβάλαμε ή ματαιώσαμε άλλες επιλογές. Αλλά πλέον νιώθουμε ότι είμαστε σε κινούμενη άμμο και αυτό δεν το θέλουμε”


Ο δικηγόρος πάγωσε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Πήρε μια ανάσα, σηκώθηκε από την πολυθρόνα αργά, πήρε το χαρτοφύλακά του. Φορούσε στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο, που δεν έφτανε ποτέ στα μάτια του. Μίλησε:

“Ώστε έτσι λοιπόν! Μόλις φυσήξει ο πρώτος άνεμος, μόλις ξεκινήσει ο θίασος του Διοφάντους την παράστασή του, πετάτε σωσίβια και εγκαταλείπετε το πλοίο. Ενδιαφέρον… ίσως και αναμενόμενο. Μην ξεχνάτε όμως ότι εγώ ήμουν το πρόσωπο, που σάς άνοιξε αυτές τις πόρτες. Τον Ανδρέα Καψή μήτε που τον γνωρίζατε. Δική μου επιλογή ήταν. Εγώ ήμουν εκείνος  που σάς άνοιξα την ευκαιρία να κερδίσετε. Ξέρετε καλά τι σημαίνει αυτό. Κρίμα, κύριοι… Δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει να κρατάς όλα αυτά μαζί για χρόνια. Να τα διαχειρίζεσαι, να τα σχεδιάζεις. Ούτε εσείς, ούτε όσοι νομίζουν ότι με έχουν στο χέρι. Τώρα γυρίζετε την πλάτη; Κάντε το! Μη μου ζητήσετε όμως μετά επανεξέταση όταν όλα θα αποκατασταθούν. Προτείνω να το σκεφτείτε ξανά. Δεν είναι ώρα για πανικό αλλά για συμμαχίες”


Οι Ιταλοί έμειναν σιωπηροί. Είχαν ήδη πάρει τις αποφάσεις τους. Ο Ερμόλαος δεν είπε άλλη λέξη. Το βλέμμα του πέρασε ψυχρά πάνω από τα πρόσωπά τους, έναν προς έναν, σαν να ήθελε να τους θυμάται. Για μια στιγμή έμοιαζε με άνθρωπο, που θα προσθέσει κάτι, θα φωνάξει, θα απειλήσει. Δεν το έκανε. Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε στη σιωπή του διαδρόμου του ξενοδοχείου. 

“Κανείς δεν ξεμπλέκει έτσι απλά μαζί μου…” μουρμούρισε στις σκάλες αλλά δεν ήξερε πια αν το έλεγε σε εκείνους ή στον εαυτό του. 


Η θεσμική επίθεση του Ισίδωρου Διοφάντους


Το άνοιγμα του αρχείου που είχε συντάξει ο Μάκης Αναγνωστίδης λίγες ώρες πριν δολοφονηθεί, έριξε και τις τελευταίες πτυχές των ερωτημάτων για όλους. Ήταν μια εμπειρία συγκλονιστική καθώς μπροστά τους ξετυλίχτηκε μια πλεκτάνη τεσσάρων χρόνων. Ένας εφιάλτης. Το σχέδιο της δολοφονίας της Βαλεντίνης με το τροχαίο, ο επανασχεδιασμός, το αγκάθι του Νίκου Διονυσίου, ο εκβιασμός του, η δολοφονία του. Τέλος η δολοφονία του Ανδρέα Καψή, η ενοχοποίηση της Βαλεντίνης με το φουλάρι και του Αργύρη με τον στημένο μάρτυρα. Μια αδυσώπητη εγκληματική δολερή γραμμή, που πίσω της τραβούσε τις κουρτίνες για να φανεί το πρόσωπο που έστεκε ως δημιουργός και εκτελεστής. Ο Δημήτρης Ερμόλαος.


Οι τελευταίες αποκαλύψεις με το φλασάκι του Αναγνωστίδη ξεκλείδωσαν πλέον όλα τα όπλα στα χέρια της υπεράσπισης της Βαλεντίνης και του Αργύρη. Ο Ισίδωρος Διοφάντους, στο δικό του “στρατηγείο” ρύθμιζε και τις τελευταίες λεπτομέρειες της τελικής του επίθεσης. Ήταν τώρα πλέον σίγουρος ότι δεν υπήρχε κάτι να σταθεί εμπόδιο στην αλήθεια και την κατάρρευση των κατηγοριών.


Συνεργάστηκε με την Αριάδνη Μέρκου, μαζί έγραψαν το δικό της υπόμνημα-κατάθεση. Το ίδιο έγινε και από την πλευρά του Τάσου Μαρκαντωνάκη. Και οι δυο τους έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση του ποινικολόγου και παράλληλα του εισαγγελέα. Ακολούθησαν αναλυτικά τα συγκλονιστικά στοιχεία που περιείχε το αρχείο του δολοφονημένου Αναγνωστίδη. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν. Ορίστηκε άμεσα και με επείγοντα χαρακτήρα η συνάντηση με τον εισαγγελέα. Ήταν μια μεγάλη στιγμή. Την περίμεναν όλοι στο αρχοντικό. Έδωσαν έναν σκληρό αγώνα, που τους εξώθησε στα όριά τους, που δοκίμασε αντοχές και συναισθήματα.


Ο Διοφάντους έφυγε με τα στοιχεία ανά χείρας και τον Ζήση συνοδεία. Οι δημοσιογράφοι είχαν ενημερωθεί και όλα ήταν στο πόδι. Ο ποινικολόγος πέρασε την πόρτα του δικαστικού μεγάρου το πρωί και στη συνέχεια του εισαγγελέα, που τον περίμενε στο γραφείο του.


“Καλώς ήλθατε κ. Διοφάντους. Τελευταία σας βλέπουμε συχνά. Ήσασταν πολύ πιεστικός στο επείγον του αιτήματός σας για ακρόαση. Ορίστε λοιπόν! Ελπίζω να μη με επισκέπτεστε με δημοσιογραφικές εντυπώσεις…”

“Κατανοώ και σέβομαι το χρόνο σας κ. Εισαγγελέα. Σήμερα όμως ήρθα με κάτι πολύ βαρύ και σαφές”

“Σας ακούω λοιπόν…”

Ο Διοφάντους άνοιξε το χαρτοφύλακά του, έβγαλε τα δέοντα έγγραφά του:

“Εδώ έχω ένα υπόμνημα κατάθεσης από την κ. Αριάδνη Μέρκου, οικιακή βοηθό στο αρχοντικό των Καψήδων. Αναφέρει στο πώς η ίδια εκβιάστηκε για να υποκλέψει από την κατηγορούμενη το φουλάρι της, το οποίο ως αποδεικτικό υλικό, υπήρχε στη σκηνή του φόνου του Καψή…”

Στη συνέχεια του παρέδωσε και του ανέφερε την κατάθεση του Μαρκαντωνάκη για τις συνθήκες φόνου του Νίκου Διονυσίου. Ο εισαγγελέας ήταν έκπληκτος, ο Διοφάντους μπήκε στην τελική ευθεία:

“Εδώ σας φέρνω τις λέξεις ενός νεκρού! Του Γεράσιμου Αναγνωστίδη…” έβγαλε το φλασάκι όπως και εκτυπωμένο το αρχείο.

“Τι λέτε;” κατάφερε να αρθρώσει ο εισαγγελέας.

“Ο Αναγνωστίδης, λίγες ώρες πριν τη συνάντησή του μαζί μου, την οποία και ζήτησε, κατέγραψε σε αυτό το αρχείο τα πάντα! Τεσσάρων χρόνων προμελέτη, κακουργήματα κατά συρροή, κίνητρα, μέθοδοι, δολοφονίες…”

“Πώς βρέθηκε στα χέρια σας αυτό κ. Διοφάντους;”

“Το πρόσωπο που μού το παρέδωσε, θα καταθέσει ενόρκως, στενός φίλος του νεκρού και ….τέλος, ένα ακόμα φλασάκι αν και είναι περιττό στην αποδεικτική διαδικασία, που αποκαλύπτει τη στενή σχέση του Αναγνωστίδη με τον ιθύνοντα νου όλων των παραπάνω”

“Και ποιος είναι αυτός;”

“Ο Δημήτριος Ερμόλαος, κύριε Εισαγγελέα!”


Ο τελευταίος πετάχτηκε όρθιος, εμφανώς σε σοκ.

“Τι λέτε τώρα, έχετε επίγνωση όσων λέτε;” 

“Όλα τα αποδεικτικά στοιχεία είναι μπροστά σας, όπως επίσης και οι μάρτυρες, οι οποίοι θα καταθέσουν ενόρκως. Μάλιστα θα προτείνω να μπουν στην ειδική διαδικασία προστασίας μαρτύρων”

Ο εισαγγελέας ταλαντεύτηκε. Ο Διοφάντους είναι καταπέλτης:

“Κύριε εισαγγελέα, δεν ζητώ χάρη. Ζητώ προστασία για τους ανθρώπους που έμειναν πίσω ζωντανοί και μιλούν αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Ζητώ το αυτονόητο: να προχωρήσετε άμεσε σε προκαταρκτική εξέταση για τον κ. Δημήτριο Ερμόλαο”

“Δεν έχετε απόδειξη φυσικής εμπλοκής, τα στοιχεία είναι ενδεικτικά και όχι αποδεικτικά”

“Δείτε τα στοιχεία αναλυτικά κ. Εισαγγελέα και θα επανέλθουμε επ’ αυτού αν είναι ενδεικτικά. Εμείς θα προχωρήσουμε σε ευθεία κατά νόμο καταγγελία του”

“Θα μου δώσετε χρόνο για όλα αυτά”

“Φυσικά κ. Εισαγγελέα. Όμως, αν αύριο έχουμε ακόμα μια δολοφονία, το ερώτημα δεν θα είναι γιατί δεν μίλησαν πριν όλοι αυτοί. Το ερώτημα θα είναι: Τι έκανε ο εισαγγελέας όταν έλαβε τα στοιχεία. Το υλικό θα δοθεί στον τύπο”

Ο Εισαγγελέας κοκκίνισε από θυμό.

“Με εκβιάζετε! Είναι ανήκουστο και παράνομο! Δεν το περίμενα αυτό από εσάς κ. Διοφάντους”

“Κύριε εισαγγελέα, δεν είμαστε αντίπαλοι. Είμαστε συνεργάτες για την αλήθεια. Και αυτή θα πιστωθεί και στις δικές σας ενέργειες…”


Εκείνος σιώπησε για λίγο. Μέσα του στάθμιζε τις ραγδαίες εξελίξεις. Κάλεσε τη γραμματέα του.

“Κυρία Ραφαηλίδου, σάς παρακαλώ καλέστε μου τον ανακριτή, θέλω μια συνάντηση άμεσα μαζί του”

Γύρισε προς τον Διοφάντους, με τόνο βαρύ και αργό:

“Θα διαβιβάσω άμεσα τα στοιχεία. Ειδοποιείστε τους μάρτυρές σας, θα τους δω το απόγευμα. Ναι, έχετε δίκιο…”


Ο Διοφάντους βγαίνει από το γραφείο του εισαγγελέα συγκρατημένος αλλά αισιόδοξος. Ο Ζήσης τον περιμένει με αγωνία. Μέσα του έχει ένα αίσθημα ανακούφισης.

“Ο κύβος ερρίφθη, Ζήση!”

Βγήκαν στα σκαλιά του μεγάρου. Μπροστά τους γινόταν χαμός με μικρόφωνα και κάμερες.


Την ίδια ώρα στο γραφείο του Δημήτρη Ερμόλαου.

Μια από τις δύο κοπέλες στο γραφείο του χτύπησε την πόρτα. Δεν άκουσε απάντηση, άνοιξε την πόρτα χωρίς να περιμένει. Εκείνος ήταν στο γραφείο σκυθρωπός. Τον είδε και τρόμαξε.

“Έχετε κάτι; Είστε κατάχλωμος”

“Τι θέλεις Δήμητρα;” ρώτησε κατάκοπος.

“Με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου απ’ την εισαγγελία. Έγινε λέει χαμός. Ο Διοφάντους πήγε στον εισαγγελέα με σειρά αποδείξεων και καταθέσεις μαρτύρων. Οι δημοσιογράφοι και τα κανάλια βοούν. Κύριε Ερμόλαε…”

“Λέγε Δήμητρα, μη διστάζεις…”

“Μιλούν για σας… λένε ότι…”

“Εντάξει Δήμητρα, σε ευχαριστώ… φύγε τώρα”

“Θέλετε τίποτα, να κάνουμε κάτι;”

“Φύγε Δήμητρα είπα, φύγε!”


Η κοπέλα έκλεισε την πόρτα φοβισμένη. Πίσω της έμεινε μια αλλιώτικη φιγούρα στο γραφείο. Στα χείλη της είχε σχηματιστεί ένα αφύσικο χαμόγελο με συσπάσεις προσώπου σαν χαρακιές.

“Κοράκια, μάνα! ...κοράκια… μύρισαν αίμα… αλλά δεν με ξέρουν καλά, έτσι δεν είναι;”

Συνεχίζεται...