H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

"Φθινοπωρινό καλωσόριμα" /Ποίημα/ Δικτυακά δρώμενα

 Φθινοπωρινό καλωσόρισμα

Πηγή εικόνας: Διαδίκτυο

Τα φύλλα γύρω μου, σωρός μαραζωμένος,

αγέρας σέρνεται στην όψη αγριωπός.

Το βήμα σέρνω μοναχός και κουρασμένος,

σαν τον καιρό κι εγώ, βαρύς και σκυθρωπός.

Ο ουρανός επάνω μου μια ζωγραφιά μεγάλη,

με χρώματα και ανταύγειες πολλές και ζωηρές,

ο ήλιος παίζει το κρυφτό, σε ομίχλης την αγκάλη

χαμογελάει στα σύγνεφα με όψεις θαλερές.

Η γη κι αυτή αρπάζεται, μονάχη της ζηλεύει,

και τα δικά της χρώματα έρχεται να ντυθεί,

τα κάλλη της, το σφρίγος της αρχίζει να λαξεύει,

στου Φθινοπώρου την αχλή νοιάζεται να χυθεί.

Η θάλασσα το σκέφτεται και εκείνη να αλλάξει,

με χρώματα της εποχής κοντά τους να ζυγώσει,

με κύματα πιο ζωηρά τους άλλους να τρομάξει,

στη συντροφιά από κοντά να θέλει να στεριώσει.

Βλέπω τα δέντρα γύρω μου τα φύλλα τους να χάνουν

και τα λιβάδια ντύνονται σε πράσινο χαλί,

την κάψα του καλοκαιριού όλο χαρά να χάνουν,

σειρά να πάρουν θέλουνε στη νέα εποχή.

Στα πρωτοβρόχια αφήνομαι και στης βροχής τις στάλες,

ακούω το τραγούδι της, τη γη σα μαλακώνει,

η προσμονή της ξέχωρη, δεν είναι σαν τις άλλες,

μια νέα τώρα εποχή στη φύση ξημερώνει.

...

Την αγκαλιά μου απλόχερα Φθινόπωρο σ’ανοίγω,

να γείρω στη γαλήνη σου και στη γλυκιά σου θλίψη

με της καρδιάς μου τις ευχές στην εποχή σου σμίγω

και στη καρδιά σου βάλε μας, το φόβο μας να κρύψει.



Φίλες και φίλοι, το παραπάνω ποίημα είναι μια ακόμα συμμετοχή μου 

σε δύο όμορφα δικτυακά δρώμενα για την εποχή του Φινοπώρου.

Ένα είναι ποιητικό και φυσικά αναφέρομαι στο:


που αγόγγυστα τρέχει η αγαπημένη μας φίλη, Αριστέα στο μπλογκ της.


Και το δεύτερο είναι ένα γενικότερο, στο:



που διοργανώνει με έμπνευση η επίσης αγαπημένη μας φίλη, Αναστασία στο μπλογκ της

Στους παραπάνω συνδέσμους, μπορείτε να δείτε και να χαρείτε όλες τις πανέμορφες συμμετοχές.




Νομίζατε, τελικά ότι δεν αγαπώ το ...Φθινόπωρο ε; Σας γέλασα. Κάθε άλλο! Πώς είναι δυνατόν να μην αγαπήσει κάποιος αυτά τα υπέροχα γήινα χρώματα αλλά και αυτά τα γκριζογάλανα του συννεφιασμένου ουρανού.
Η ποίηση, τελευταία, έχει κερδίσει περισσότερο ειδικό βάρος στις συγγραφικές μου αναζητήσεις και το χρωστώ σε εσάς εδώ. Στις Κυρίες με τα δρώμενα αλλά και όλους εσάς με τη συλλογικότητά σας.

Εύχομαι να συνεχίσουμε να βιώνουμε τη σπάνια ομορφιά αυτής της διαδικασίας, πολύτιμης για τους καιρούς μας.


Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

"''Επαινος" / Μέρος 5ο: Έπαινος-τελευταίο (Δικτυακό δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

    Έπαινος


Η εικόνα έχει δημιουργηθεί με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης






Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ο καθηγητής, μεγαλογιατρός Λευτέρης Χατζηγιώργος, κλείνει την πολύχρονη ιατρική του καριέρα με μια τιμητική επετειακή εκδήλωση στο μεγάλο ιατρικό νοσοκομείο, που δουλεύει. Λίγες μέρες πριν, στο ιδιωτικό του ιατρείο, θα φτάσει ένα παράξενο δέμα. Ένα παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με ένα ιδιαίτερο μήνυμα.
Με έντονο σοκ θα διαπιστώσει ότι το κασετόφωνο αυτό και η νεαρή γυναικεία φωνή, ανήκουν στη Δήμητρα Ρούσσου, με την οποία το 1984, είχαν ερωτική σχέση. Εκείνη φοιτήτρια της ιατρικής, εκείνος τελειόφητος. Τα τραγικά γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού θα ζωντανέψουν εκ νέου στη μνήμη του. Η διήμερη εκδρομή τους στην Ερμιόνη, δίνει τη θέση της στη σύλληψή της με την κατηγορία της συμμετοχής της στην ομάδα που επιτέθηκε στον πρύτανη της σχολής προκαλώντας του θανατηφόρες σωματικές κακώσεις. 
Ο Χατζηγιώργος, με την ασφυκτική πίεση της οικογένειάς του, θα αρνηθεί να επιβεβαίωσει το άλλοθι, που αποδεικνύει την αθωότητά της, οδηγώντας την στην καταστροφή.
Θα μάθει ότι η Δήμητρα Ρούσσου, έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή έχοντας αποφυλακιστεί με καλή διαγωγή. Επίσης θα μάθει ο σβησμένος ήχος που ακούγεται στην κασέτα είναι ένα παλίο αγαπημένο τους τραγούδι των Pink Floyd.
Μια μέρα πριν τη μεγάλη εκδήλωση της βράβευσής του, θα δεχτεί στο ιατρείο του, την επίσκεψη ενός άντρα, ο οποίος θα ανοίξει την καταιγίδα των αποκαλύψεων για τη νεαρή εκείνη κοπέλα, που είχε τότε προδώσει και εγκαταλείψει. Και οι αποκαλύψεις θα αφορούν κάθε πτυχή αυτής της διαδρομής της. Όλα αυτά λίγο πριν τη μεγάλη εκδήλωση.

Μέρος 5ο:  Έπαινος-τελευταίο

Το μεγάλο ιδιωτικό νοσοκομείο ζούσε στο ρυθμό και στο κλίμα της μεγάλης εκδήλωσης. Ο Λευτέρης Χατζηγιώργος ήταν γιατρός με ευρύτατη καταξίωση στο χώρο της ιδιωτικής ιατρικής και το όνομά του ήταν τυλιγμένο με μεγάλη φήμη και αναγνωρισιμότητα. Μάλιστα η ίδια η πορεία του νοσοκομείου ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον ίδιο καθώς αυτός ήταν που χειρίζονταν και την ιατρική διεύθυνση.

Η είδηση της επίσημης πλέον αποχώρησής του από εκεί είχε προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον σε ευρύτερο κύκλο, επιστημονικό αλλά και διοικητικό. Επίσης είχε προκαλέσει και ανάλογη συγκίνηση καθώς τα χρόνια ήταν πολλά.

Στην εκδήλωση ήταν παρόντες πρόσωπα από τον επιχειρηματικό χώρο, διευθυντικά ανώτερα στελέχη εταιρειών, τραπεζίτες, πολλοί γνωστοί γιατροί, κάποιοι διπλωμάτες και διάφοροι πολιτικοί. Φυσικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν θα μπορούσαν να μην καλύψουν την εκδήλωση με αρκετούς ρεπόρτερ και συνεργεία.

Όλα ήταν έτοιμα. Από νωρίς το πρωί οι ρυθμοί ανέβαιναν καθώς η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη να ξεκινήσει στις 11 το πρωί. Τον Χατζηγιώργο συνόδευαν, η σύζυγός του και τα δυο του παιδιά. Έλαμπαν πραγματικά δίπλα του. 

Εκείνος; Εκείνος ήταν με την οικογένειά του και συνεργάτες στο φουαγιέ του νοσοκομείου. Ένας καφές και ένα καλό πρόγευμα ήταν αναγκαία. Έδειχνε λαμπερός, ομιλητικός, ανοιχτός και φυσικά εκδηλωτικός. Θα έπρεπε κάποιος να τον παρατηρήσει πάρα μα πάρα πολύ καλά για να προσέξει μια μικρή φλέβα που τρεμόπαιζε στο δεξιό του κρόταφο. Η γυναίκα του τον είχε παρατηρήσει το πρωί με κόκκινο πρόσωπο, ο ίδιος το είχε αποδώσει στο άγχος και καλού-κακού είχε πάρει ένα χάπι για την πίεση. Επίσης ένιωθε και ένα μικρό τρέμουλο ανεπαίσθητο στο δείκτη του δεξιού χεριού.  

Στο μυαλό και στα αυτιά του ηχούσαν τα λόγια του Ανδρέα, του τελευταίου επισκέπτη της χθεσινής μέρας στο ιατρείο του: “Καλή επιτυχία αύριο, γιατρέ και κάθε ευτυχία στη ζωή σας…”. 

Καλή επιτυχία… οι λέξεις ηχούσαν σαν σφυριά στο κεφάλι του ερχόμενες λες από εκείνο το μακρινό παρελθόν. Και κάπου στο βάθος σχηματιζόταν η μορφή της. Προσπαθούσε σκληρά να την φανταστεί πώς θα μπορούσε να είναι σήμερα. Ο άντρας αυτός του είχε πει ότι ήταν σε προχωρημένο στάδιο καρκίνου. Άξαφνα είδε, σαν όραμα, στο ανακριτικό γραφείο, τον εαυτό του να λέει στους αστυνομικούς ότι δεν ήταν μαζί της εκείνη τη μοιραία βραδιά, ότι δεν είχαν συναντηθεί καν. Είδε ξανά μπροστά του ολοζώντανα εκείνο το βλέμμα της, γεμάτο απόγνωση, τρόμο και απορία. Μια τεράστια απελπισία. Ένα πελώριο “γιατί”, που ήρθε τώρα, είκοσι ένα χρόνια μετά να θεριέψει μέσα του, να τον πνίγει. Και ύστερα την είδε να φωνάζει, να κραυγάζει κοιτάζοντας απελπισμένα προς το μέρος του, την ώρα που την έσερναν οι αστυνομικοί πίσω στο κρατητήριο. Εκείνα τα μάτια… εκείνα τα μάτια και οι φωνές…

Ξαφνικά έκανε μια απότομη βίαιη κίνηση με το χέρι του. Το σερβίτσιο με τον καφέ μπροστά του, πετάχτηκε στο πάτωμα και έγινε χίλια κομμάτια.
“Λευτέρη τι έχεις;”
Η φωνή της γυναίκας του τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Συνήλθε και είδε πολλά ζευγάρια μάτια των διπλανών του να τον κοιτούν με απορία. Ένας συνάδελφος φρόντισε να ρωτήσει:
“Λευτέρη, αισθάνεσαι καλά; Θέλεις κάτι;”
Τους κοίταξε όλους περιμετρικά και τελευταία τη γυναίκα του.
“Με συγχωρείτε, όχι, όχι, δεν είναι τίποτα! Λίγο η κούραση των ημερών, το τρακ της ημέρας, δεν είμαι και συνηθισμένος σε τέτοια… μη δίνετε σημασία…”
“Σε παρακαλώ, ηρέμησε! Δεν είσαι δα μαθητούδι να έχεις κάποιο τρακ…” τον ηρέμησε η γυναίκα του. Την ίδια στιγμή τους πλησίασε ένας  νεαρός άντρας.
“Είμαστε έτοιμοι, κύριε Χατζηγιώργο, ελάτε, ξεκινάμε, όλα είναι έτοιμα!”

Ναι, όλα ήταν έτοιμα, όπως πρέπει. Όπως άρμοζε στην επαγγελματική του διαδρομή. Τον περίμενε η τελευταία αναγνώριση. Ο δημόσιος έπαινος. Σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων. Μπροστά του δύο κάμερες τηλεοπτικών συνεργείων ήταν ο προπομπός του. Δεξιά και αριστερά, χειροκροτήματα και επιδοκιμασία. Άνθρωποι με λαμπερά κοστούμια και τουαλέτες χαμογελούσαν ενθαρρυντικά. Πίσω του οι δικοί του άνθρωποι και δίπλα του τα διοικητικά στελέχη του νοσοκομείου και αρκετοί μεγαλομέτοχοι. Και οι συνάδελφοί του ήταν συγκινημένοι. Αποθέωση!

Βάδιζε σταθερά μπροστά μοιράζοντας ένα συγκρατημένο χαμόγελο. Όμως… όμως μέσα του όλο αυτό γιατί άραγε έμοιαζε σαν την οδό του μαρτυρίου και η όμορφη αίθουσα στο βάθος σαν έναν ιδιότυπο Γολγοθά;

“Με έθαψες στα βάθη της μνήμης σου, προσδοκώντας να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις…” 

Η φωνή της μέσα από το μικρό κασετόφωνο, ήχησε στο μυαλό του και λες και τον απομόνωσε απόλυτα από όλον αυτόν το λαμπερό κόσμο ολόγυρά του. Ένιωσε να φουντώνει από μέσα του. 

“Τώρα πια δεν έχεις τον καιρό που πάντα αποζητούσες…” 

Την άκουσε ξανά λες και ήταν δίπλα του, λες και τον κρατούσε από το χέρι εκεί δίπλα του για να τον οδηγήσει στο χώρο της τιμής του. Στο βωμό της τιμής ή σε κάποιο ικρίωμα; Και προσπαθούσε να καταλάβει, αχ πόσο ήθελε να καταλάβει!

Έφτασαν. Όλα έμοιαζαν μέσα του σαν πομπή, σαν εξώδειος ακολουθία. Στο θρίαμβό του. Η αίθουσα φωτιζόταν εκτυφλωτικά. Μπήκε μέσα. Κατάμεστη από εκατοντάδες καλεσμένους που κατέκλυσαν το χώρο καθιστοί και όρθιοι. Με την εμφάνισή του, χειροκροτήματα σκέπασαν τα πάντα και διέλυσαν τις εσωτερικές του αναζητήσεις ή τους εφιάλτες του. Με ένα νεύμα του χεριού του χαιρέτισε τον κόσμο. Παντού έβλεπε χαμογελαστά πρόσωπα και μικρές κραυγές αποθέωσης. Έκατσε στο κεντρικό υπερυψωμένο βήμα. Η διάθεσή του ανέβηκε. Ο πρόεδρος του νοσοκομείου και μεγαλομέτοχος, σηκώθηκε μαζί με όλους για να τον υποδεχτούν. Όλα ήταν έτοιμα λοιπόν. Ξεκίνησε το διοικητικό στέλεχος την παρουσίαση και συνάμα το χαιρετισμό του στο Λευτέρη Χατζηγιώργο. Και μετά θα μιλούσε εκπρόσωπος του ιατρικού δυναμικού, οι συνάδελφοί του και στο τέλος εκείνος. Τα λόγια έρρεαν σαν χρυσό ποτάμι. Ύμνοι για την αρετή του, την επιστημονική του κατάρτιση, τη διαδρομή του, την ανιδιοτέλειά του. Το πώς ξεκίνησε στο νοσοκομείο, σαν ένας ταπεινός γιατρός και πώς εξελίχτηκε. 

Και εκείνος καθόταν στο κέντρο, σφιγμένος, κλειδωμένος, μα με το χαμόγελο καρφωμένο στα χείλη. Πώς ξεκίνησε στο νοσοκομείο… πάλι εκείνα τα χρόνια επέστρεψαν μπροστά του, λες και όλα κυλούσαν γύρω από μια δίνη του χρόνου, που εστίαζε εκεί, στο 1984. Πώς ξεκίνησε στο νοσοκομείο. Την πρώτη μέρα που ο μελλοντικός πεθερός του τον σύστησε στη διοίκηση για να ξεκινήσει η πρόσληψή του, απαλλαγμένος από το βάρος “εκείνης της θλιβερής ιστορίας”, που αποτελούσε βαρίδι στη λαμπερή του καριέρα. 

Η ομιλία του προέδρου τελείωσε μέσα σε χειροκροτήματα.

“Έτσι, σαν ελάχιστο φόρο τιμής στη μεγάλη αυτή διαδρομή και προσφορά, εμείς όλοι, η διοίκηση, το προσωπικό, οι συνάδελφοι, δίνουμε αυτόν εδώ το μικρό συμβολικό έπαινο στο Λευτέρη Χατζηγιώργο, ένα ταπεινό αναμνηστικό για όλα όσα προσέφερε…”

Μια όμορφη κορνίζα περίτεχνη μπήκε στα χέρια του ομιλητή έτοιμη να δοθεί στον εκλεκτό της εκδήλωσης.

 Ο Χατζηγιώργος σηκώθηκε από σεβασμό να τον ευχαριστήσει αλλά αν τον ρωτούσε κάποιος, “τι είπε”, δεν θα ήξερε να πει γιατί το μυαλό του ταξίδευε πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Είδε την κορνίζα στα χέρια του και την ένιωσε σαν πλάκα ασήκωτη. Μην ήταν άραγε μια ταφόπλακα;  Έκατσε πάλι στη θέση του καθώς ήταν η σειρά του διευθυντή του ιατρικού προσωπικού του νοσοκομείου να τον χαιρετίσει. Ο σεβάσμιος συνάδελφός του. Επιτυχημένος μεγαλογιατρός με όλα εκείνα τα μέγιστα προνόμια που συνοδεύουν ανάλογες περιπτώσεις. Ο διευθυντής ξεκίνησε την ομιλία του πλέκοντας το εγκώμιο του Χατζηγιώργου. Ένας ακόμα…

“Εκανες την ιατρική εργαλείο του ανθρωπισμού σου… Λευτέρη Χατζηγιώργο…” ήχησαν τα λόγια του ομιλητή σαν τις καμπάνες της εκκλησιάς. “Έβαλες σε δεύτερη μοίρα κάθε προσωπικό σου όφελος… ενάντια σε κάθε συμφέρον…” ακούστηκε και οι καμπάνες δυνάμωσαν μέσα στο κεφάλι του. “Θυσίασες τις δικές σου στιγμές, στάθηκες πάντα δίπλα σε κάθε άνθρωπο που είχε την ανάγκη σου…” είπε ο ομιλητής και οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του.

“Δίπλα σε κάθε άνθρωπο που είχε την ανάγκη σου…” σκέφτηκε και αυτή η φράση πόσο παράξενα ήχησε μέσα του. Τόσο παράξενα, που του ήρθε να χαμογελάσει πικρά, φαρμακερά. Μετά του προξένησε φόβο, ναι έναν αλλόκοτο φόβο. Πάλι τα λόγια του ομιλητή. “Αυτός ο έπαινος είναι μικρός μπροστά στην αλήθεια που υπηρέτησες γιατρέ Χατζηγιώργο…” είπε με στόμφο ο συνάδελφός του από το βήμα και στο μυαλό του, για κάποιο άγνωστο λόγο, ήρθαν τα λόγια εκείνης στην κασέτα, “...σου μένουν μόνο λίγες μέρες…”, χωρίς να μπορέσει να δώσει μια αιτία.

Η ομιλία του συναδέλφου τελείωσε μέσα σε χειροκροτήματα. Ήταν η σειρά του! Η δική του ώρα! Η ομιλία του, ο αποχαιρετισμός του, ο θρίαμβος. Σηκώθηκε από τη θέση του και πήγε στο κεντρικό βήμα. Ήταν έτοιμος. Εκατοντάδες ζευγάρια χέρια είχαν σηκωθεί να τον χειροκροτήσουν, χαμόγελα, επιδοκιμασίες. Ένας ολάκερος κόσμος, ο ...δικός του κόσμος. Οι άνθρωποι που τον πίστεψαν, οι ακόλουθοί του. 

Ήπιε λίγο νερό να νιώσει καλύτερα. Και τότε, μια μικρή αναστάτωση έγινε αισθητή στην είσοδο της μεγάλης αίθουσας απέναντι. Κάποιοι παραμέρισαν ευγενικά. Τα κεφάλια γύρισαν λόγω ενός θορύβου. Στον κεντρικό διάδρομο κάτι γινόταν. Σε λίγο εν μέσω εκνευρισμού, ξεχώρισε ένας ώριμος άντρας, που μπήκε αργά σπρώχνοντας ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Επάνω του ήταν μια ώριμη γυναίκα γύρω στα εξήντα. Χλωμή, καταβεβλημένη, σχεδόν διάφανη, με τις παροχές οξυγόνου στο πρόσωπο. Τα μάτια της σιωπηρά αλλά καρφωμένα ευθεία μπροστά στο τιμώμενο πρόσωπο.

Ο Λευτέρης Χατζηγιώργος, όρθιος, ένιωσε ένα ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά σύγκορμο. Μια φωτιά τύλιξε το κεφάλι του εσωτερικά. Ήταν εκείνη; Η Δήμητρα Ρούσσου… ή μάλλον αυτό που έμεινε πλέον από τη Δήμητρα Ρούσσου, απέναντί του, τον κοιτούσε σιωπηρή ίσια στα μάτια. Και πίσω της ο Ανδρέας, οδηγός στο αμαξίδιό της. Ανέκφραστος, σιωπηρός. Ναι δεν μπορεί να έπαιζαν μαζί του, αυτή πρέπει να ήταν διάολε.

Οι λέξεις στέρεψαν στο λαιμό του. Απότομα μια βαριά σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα. Σαν κάποιος διακόπτης να έκλεισε τον ήχο. Ένα κύμα ψιθύρων άρχισε να φουσκώνει. Ο Χατζηγιώργος πάγωσε. Το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της. Τα μάτια της. Αυτά τα μάτια της ύστερα από είκοσι ένα χρόνια. Ναι, αυτά ήταν τα δικά της μάτια! Δύο πρόσωπα διαφορετικά. Ένα νεανικό και ένα γερασμένο στο κατώφλι του θανάτου. Όμως το ίδιο βλέμμα. Τότε ήταν βλέμμα της απόγνωσης τώρα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό. Βλέμμα αποκάλυψης, αλήθειας, κάθαρσης. Τα χέρια του τρεμόπαιξαν σαν να γύρευαν κάτι να κρατηθούν. 

Η Δήμητρα Ρούσσου δεν μίλησε. Δεν χρειάστηκε. Το πρόσωπό της, ή ίδια της η παρουσία ήταν μια κραυγή που έσπασε τα πολυτελή κρύσταλλα της πλούσιας αίθουσας. Λες και τα έκανε χίλια κομμάτια ολόγυρα και τα σκόρπισε παντού ανάμεσα στα πολυτελή κοστούμια, στις τουαλέτες, στις γραβάτες και στα φλας των φωτογράφων. Ήταν η ίδια μια αλήθεια ολάκερη μπροστά στα μάτια του. Τα φλας των περίεργων φωτογράφων έπεσαν πάνω της. Κι εκεί, μπροστά σε όλους, ο χρόνος σταμάτησε, η αίγλη κατέρρεε, κι ένας άνθρωπος έμενε γυμνός απέναντι στην ίδια του τη σκιά. Ο μεγαλογιατρός Λευτέρης Χατζηγιώργος, συνειδητοποίησε τα λόγια της όπως βγήκαν από την κασέτα στο κασετοφωνάκι της. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες…

Τότε κατάλαβε…
Και πλέον το βλέμμα του, που συνεχώς γινόταν όλο και πιο θολό δεν μπορούσε να δει καθαρά τους ανθρώπους της ασφάλειας του νοσοκομείου να σπεύδουν να βγάλουν έξω τους παρείσακτους επισκέπτες. Λίγο πριν το απόλυτο μαύρο απλωθεί στα μάτια του μπροστά μόλις που κατάφερε να δει το τελευταίο βλέμμα της Δήμητρας Ρούσσου, που γύρισε από το αμαξίδιό της προς τα πίσω να συναντήσει το δικό του, την ώρα που την έσπρωχναν βίαια στην έξοδο.  Ένα βλέμμα άδειο, παγωμένο, ακίνητο. 

Και τότε θυμήθηκε εκείνους τους στίχους του τραγουδιού της κασέτας:

“And you run and you run, to catch up with the sun but it’s sinking….”

“Και τρέχεις, τρέχεις να προλάβεις τον ήλιο, αλλά αυτός βουλιάζει,
γυρίζοντας ολόγυρα για να ‘ρθει πίσω σου πάλι ξανά.
Ο ήλιος είναι πάντα ο ίδιος, στη συνηθισμένη του πορεία, αλλά εσύ είσαι πιο γέρος,
με λιγότερες ανάσες και μια μέρα πιο κοντά στο θάνατο…”

Και εκεί, την ώρα που όλα πάγωσαν και όλα τα βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω του, ένιωσε τα χείλη του να τρέμουν. Ήθελε να σηκώσει το χέρι του σαν νεύμα σε εκείνη, μόλις που το κατάφερε και μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, γλίστρησε μια λέξη που δεν ακούστηκε ποτέ, μα χάθηκε στον αέρα, σβησμένη: “Συγγνώμη”

ΤΕΛΟΣ



Φτάσαμε λοιπόν στο τέλος. Το παραπάνω διήγημα ήταν η προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό μας λογοτεχνικό δρώμενο:

"Μια ιδέα-μια έμπνευση" 4ος κύκλος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;




Για μια ακόμα φορά, φίλες και φίλοι, αναγνώστες και επισκέπτες, θέλω να σας ευχαριστώ, για τον πολύτιμο χρόνο σας και σε αυτό μου το έργο. Σας ευχαριστώ, που πάντα είστε εδώ με την παρουσία και τη συμμετοχή σας

Υ.Γ. Το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι δημιούργημα του λατρεμένου μου Βρετανικού γκρουπ της προοδευτικής ροκ σκηνής, Pink Floyd. Περιέχεται στο θρυλικό άλμπουμ "The dark side of the moon". Ηχογραφήθηκε στις 24/3/1973 στο Λονδίνο. Θεωρείται ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά έργα στο σύγχρονο κόσμο. Έχει πουλήσει 45 εκατομύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, μένοντας για 15 χρόνια στη λίστα με τα καλύτερα 100 τραγούδια του Billboard. Το άλμπουμ αναφέρεται στην πίεση της καταναλωτικής ζωής, τα πρότυπα, την απανθρωπιά του καπιταλισμού, την εξώθηση του ανθρώπου στη τρέλα και στην αλλοίωση. Την παρακμή των ανθρώπων, το θάνατο, τον πόλεμο και την απληστία. Το τραγούδι "Time" έχει σημείο αναφοράς τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το χρόνο και την υπόμνηση του πόσο ασήμαντοι είμαστε μέσα σε αυτόν. Οι στίχοι είναι του μεγάλου μουσικού και ακτιβιστή ROGER WATERS (γνωστού πρόσφατα για τη μαχητική του στάση τόσο ενάντια στα μνημόνια που φορτώθηκαν στον Ελληνικό λαό όσο και για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη).



Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2025

"''Επαινος" / Μέρος 4ο: Ο τελευταίος πελάτης (Δικτυακό δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

   Έπαινος


Η εικόνα έχει δημιουργηθεί με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης





Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ο καθηγητής, μεγαλογιατρός Λευτέρης Χατζηγιώργος, κλείνει την πολύχρονη ιατρική του καριέρα με μια τιμητική επετειακή εκδήλωση στο μεγάλο ιατρικό νοσοκομείο, που δουλεύει. Λίγες μέρες πριν, στο ιδιωτικό του ιατρείο, θα φτάσει ένα παράξενο δέμα. Ένα παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με ένα ιδιαίτερο μήνυμα.
Με έντονο σοκ θα διαπιστώσει ότι το κασετόφωνο αυτό και η νεαρή γυναικεία φωνή, ανήκουν στη Δήμητρα Ρούσσου, με την οποία το 1984, είχαν ερωτική σχέση. Εκείνη φοιτήτρια της ιατρικής, εκείνος τελειόφητος. Τα τραγικά γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού θα ζωντανέψουν εκ νέου στη μνήμη του. Η διήμερη εκδρομή τους στην Ερμιόνη, δίνει τη θέση της στη σύλληψή της με την κατηγορία της συμμετοχής της στην ομάδα που επιτέθηκε στον πρύτανη της σχολής προκαλώντας του θανατηφόρες σωματικές κακώσεις. 
Ο Χατζηγιώργος, με την ασφυκτική πίεση της οικογένειάς του, θα αρνηθεί να επιβεβαίωσει το άλλοθι, που αποδεικνύει την αθωότητά της, οδηγώντας την στην καταστροφή.
Θα μάθει ότι η Δήμητρα Ρούσσου, έμεινε δέκα χρόνια στη φυλακή έχοντας αποφυλακιστεί με καλή διαγωγή. Επίσης θα μάθει ο σβησμένος ήχος που ακούγεται στην κασέτα είναι ένα παλίο αγαπημένο τους τραγούδι των Pink Floyd.

Μέρος 4ο:  O τελευταίος πελάτης

Οι μέρες είχαν πια περάσει. Ήταν Παρασκευή και το Σάββατο ήταν η μεγάλη μέρα για εκείνον. Η μέρα της δικής του εξόδου. Του κλεισίματος μιας πολύ μεγάλης διαδρομής. Ήθελε πάρα πολύ να κινηθεί, να μάθει περισσότερα πράγματα για εκείνη. Η ενημέρωση που του έδωσε ο Πέτρος, έφτανε μέχρι το 2016 και την εκδήλωση για τις συνθήκες των φυλακών. Μετά; Μέχρι σήμερα μεσολαβούσαν εννέα ολάκερα χρόνια. Δεν είχε χρόνο! Για πρώτη φορά στη ζωή του συνειδητοποίησε ότι ο χρόνος έκλεινε ολόγυρά του με δραματικό μοτίβο. Το τραγούδι.

Από το νοσοκομείο θα σταματούσε αλλά είχε αποφασίσει να κρατήσει τη λειτουργία του προσωπικού ιδιωτικού του ιατρείου, τουλάχιστον μέχρι το τέλος αυτής της χρονιάς και μετά θα αποφάσιζε οριστικά. Οπότε τα προγραμματισμένα του ραντεβού συνέχιζαν να πραγματοποιούνται. 

Είχε κρατήσει λίγα για αυτήν την Παρασκευή το απόγευμα. Δεν ήθελε μεγάλη επιβάρυνση εν όψει του Σαββάτου. Ήδη τα τελευταία γεγονότα τον έκαναν να νιώθει πολύ κουρασμένος. Η ώρα είχε περάσει τις 8:30 όταν έφυγε και το τελευταίο του ραντεβού από το ιατρείο. Ξέσφιξε λίγο τη γραβάτα του να νιώσει πιο χαλαρά και έκατσε στην πολυθρόνα πιο άνετα. Η είσοδος της γραμματέας του στο γραφείο του τον επανέφερε:
“Κύριε Χατζηγιώργο”
“Τι συμβαίνει Βίκυ;”
“Είναι ένας κύριος έξω και ζητάει να σας δει…”
“Έχουμε ραντεβού;”
“Όχι…”
“Τότε;”
“Ζητάει να σας δει ιδιαιτέρως…”
“Δεν καταλαβαίνω Βίκυ…”
“Γιατρέ… νομίζω… θέλω να πω… είναι ο άνθρωπος που έφερε στο γραφείο, εκείνο το δέμα προ ημερών…”

Ο Χατζηγιώργος ένιωσε να τον διαπερνά κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Σηκώθηκε απότομα από το γραφείο του χλωμός.
“Πες του να περάσει, Βίκυ! Και σε παρακαλώ άφησέ με μόνο μαζί του, μπορείς να φύγεις, άλλωστε αύριο έχουμε δύσκολη μέρα…”
“Κύριε Χατζηγιώργο, είστε σίγουρος, δεν δείχνετε καλά, να μείνω, δεν θα σας ενοχλήσω…”
“Πήγαινε παιδί μου, δεν έχω τίποτα”
Η Βίκυ πέρασε τον άγνωστο άντρα στο γραφείο του γιατρού, εκείνος της έκανε ένα νόημα να αποχωρήσει.

Ο Χατζηγιώργος είχε μπροστά του έναν άντρα περίπου 55 ετών. Τα λευκά του μαλλιά του έδιναν ένα κύρος όπως και η έκφραση στο πρόσωπό του.
“Ο κύριος Χατζηγιώργος υποθέτω…” ήταν εκείνος που ξεκίνησε την κουβέντα. Έστεκε όρθιος μπροστά από το γραφείο του σε ικανή απόσταση.
“Ο ίδιος… είχαμε κάποιο ραντεβού;”
“Για την ιδιότητά σας, ως γιατρού όχι!” απάντησε εκείνος κοφτά.
“Τι αφορά η επίσκεψή σας λοιπόν;” ήξερε την απάντηση ο γιατρός αλλά ήθελε να βεβαιωθεί πριν προχωρήσει.
“Είμαι ο άνθρωπος που σας έφερε το δέμα!” 

“Αυτός ήταν λοιπόν”, σκέφτηκε από μέσα του. Ένιωσε τους παλμούς του να ανεβαίνουν. Ήξερε ότι έφτανε η ώρα να δοθούν απαντήσεις σε αυτήν την ιστορία. Απάντησε ψύχραιμα και ευγενικά:
“Καθίστε παρακαλώ…” του έδειξε την πολυθρόνα μπροστά του. Έκατσαν αμοιβαία και οι δύο. Τετ α τετ. Πρόσωπο με πρόσωπο.
“Θεωρώ ότι πήρατε το δέμα και γίνατε γνώστης του περιεχομένου του” ρώτησε εκείνος.
“Μπορώ να μάθω με ποιον μιλώ… ρωτάω καταλαβαίνετε…”
“Ανδρέας, κ. Χατζηγιώργο. Για την ...οικονομία της κουβέντας μας αν και δεν έχει σημασία, λοιπόν, δεν μου απαντήσατε, να θεωρήσω ότι είδατε το περιεχόμενο του δέματος…”
“Ναι το είδα…”
“Άρα ξέρετε για ποιο πρόσωπο μιλάμε”
Ο Χατζηγιώργος σκέφτηκε ότι ήταν μάταιο να μιλάει με υπεκφυγές. Ο άνθρωπος μπροστά του ήταν ενήμερος. Συνεπώς έπρεπε να ανοιχτεί.
“Τι σχέση έχετε μαζί της;”
Ο Ανδρέας έκανε έναν μορφασμό με αρκετή δόση θλίψης.
“Ας πούμε ότι περπάτησα μαζί της χρόνια ολάκερα κ. Χατζηγιώργο, πολλά περισσότερα από ότι εσείς”
“Ξέρει!” σκέφτηκε ο Χατζηγιώργος, δείχνει να ξέρει για μας.
“Να ρωτήσω αν έχετε κάποια άμεση σχέση μαζί της; Θέλω να πω γιατί το δέμα ήρθε σε μένα από τα δικά σας χέρια; Θα μπορούσε να το στείλει εκείνη”
“Πώς ξέρετε ότι είναι ζωντανή;”

Το ερώτημα αυτό ήρθε σαν χτύπημα στο κεφάλι του. Ήταν μια εκδοχή αλλά αν ίσχυε, τότε γιατί;
“Όχι δεν το ξέρω αλλά εύχομαι να ισχύει”
“Γιατρέ, μια καλή ερώτηση θα ήταν γιατί έφτασε στα χέρια σας αυτό το δέμα
“Να που επιτέλους συναντιέται η σκέψη μας κύριε Ανδρέα” απάντησε.
“Ήταν επιθυμία της να σας το στείλω. Βλέπετε εκείνη δεν σας ξέχασε ποτέ! Η μνήμη της κράτησε τις στιγμές σας, όσο και αν προσπαθήσατε να τις εξαφανίσετε, ίσως και την ίδια μαζί μ’ αυτές”
Ο Χατζηγιώργος τον διέκοψε: “Μιλάτε σαν να την εκπροσωπείτε, πείτε μου λοιπόν γιατί όχι η ίδια;”
“Είστε σίγουρος ότι θα μπορούσατε να σταθείτε απέναντι στην ίδια, γιατρέ; Ότι θα ήταν τώρα εδώ ακριβώς στη θέση μου και θα σας κοιτούσε ίσια στα μάτια μετά από 41 χρόνια από εκείνη τη μέρα;”
“Ποια μέρα εννοείτε;”
“Τη μέρα που την αρνηθήκατε! Που την ξεπουλήσατε για την ευτέλεια μιας πολυτελούς καριέρας και μιας ασφαλούς και εξαγορασμένης ζωής!”

Οι λέξεις έβγαιναν γροθιές κατά ριπάς στο πρόσωπο του Χατζηγιώργου. Προσπάθησε να αμυνθεί.
“Θα ήθελα να σας παρακαλέσω… θέλω να πω ήρθατε στο γραφείο μου να με βρίσετε; Δεν νομίζετε ότι πάει πολύ;”
Ο άλλος έγειρε μπροστά λίγο και τον κάρφωσε στα μάτια.
“Δεν ήρθα να σας βρίσω μήτε να σας απειλήσω κύριε Χατζηγιώργο. Την ύβρη την κουβαλάτε και την εκπροσωπείτε εσείς ο ίδιος!  Ήρθα να σας μιλήσω για εκείνη. Μου είπε να μην το κάνω, μου ζήτησε ότι όταν θα έφταναν οι μέρες να σας έστελνα μονάχα το δέμα και τίποτα άλλο. Όμως εγώ έκρινα ότι έπρεπε να σας μιλήσω για εκείνη! Για τη Δήμητρα Ρούσσου…”
“Είπατε ...όταν θα έφταναν οι μέρες… τι εννοείτε;”
“Κάθε πράγμα για να γίνει πρέπει να ωριμάσουν οι συνθήκες γι’ αυτό…”
“Άρα είναι ζωντανή”
Ο άλλος χαμογέλασε, “Η Δήμητρα Ρούσσου, γιατρέ πέθανε το 1985, όταν το δικαστήριο την έκλεισε στη φυλακή γιατί φορτώθηκε ένα έγκλημα, που δεν έκανε και το ξέρετε δα πολύ καλά ότι δεν το έκανε. Το ξέρατε και δεν κάνατε τίποτα για να τη γλιτώσετε από τη σκευωρία ή την πλάνη στην οποία την τύλιξαν…γιατί και στοχοποιημένη ήταν και ένας ακόμα βολικός ένοχος”
“Μια στιγμή…” πήγε να πει ο γιατρός.
“Δεν υπάρχει αυτή η στιγμή γιατρέ! Στα 19 της χρόνια σταμάτησαν τα όνειρα της Δήμητρας. Όνειρα που μοιράστηκε μαζί σας, με την αγάπη της για σας. Ήθελε να γίνει γιατρός σαν και σάς. Να προσφέρει όπως εσείς, να γιατρέψει όπως εσείς, να δώσει όπως εσείς. Η Δήμητρα ήθελε να γίνει γιατρός και όχι έμπορος σαν εσάς! Αλλά αυτά τα όνειρα ναυάγησαν σε μια εκδρομή στην Ερμιόνη, έτσι δεν είναι;”
“Πώς το ξέρετε;” ψέλλισε ο Χατζηγιώργος ενώ οι πρώτες σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να σχηματίζονται στο μέτωπό του.
“Μοιράστηκε την ιστορία της ζωής της μαζί μου, βλέπετε. Έμεινε δέκα ολάκερα χρόνια στη φυλακή. Στα καλύτερά της χρόνια. Εκεί τη γνώρισα σαν κοινωνικός λειτουργός, εκπρόσωπος μιας οργάνωσης για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές. Από το 1992 τη γνώρισα και έκτοτε την ακολούθησα στη διαδρομή της ζωής της. Φυσικά καταστράφηκε. Την ώρα που εσείς εξαγοράζατε την ανήκουστη και βρώμικη σιωπή σας με ένα πλούσιο γάμο και μια εξασφαλισμένη θέση, εκείνη αποκλείστηκε από παντού. Τα όνειρα για την επιστήμη της θάφτηκαν σε αυτό το κασετοφωνάκι. Άλλαξαν τα πάντα. Σημαδεύτηκε ως συνεργός σε φόνο και δόλια επίθεση. Βρήκε κάποιες δουλειές για να βιοποριστεί με ταπεινή αξιοπρέπεια αλλά δεν έσκυψε το κεφάλι. Έγινε μέλος της οργάνωσής μας και πάλεψε χρόνια για μια πιο δίκαιη και ανθρώπινη φυλακή επαναφοράς των ανθρώπων στην κοινωνία. Μέχρι που τη βρήκε ο καρκίνος…”

Ο Χατζηγιώργος ύψωσε το κεφάλι προς το μέρος του, οι κρόταφοί του βούιζαν από την ένταση, ο Ανδρέας συνέχισε:
“Βλέπετε οι συνθήκες κράτησης, το συναισθηματικό σοκ, η απόγνωση, η απογοήτευση των πρώτων χρόνων μέχρι να γίνει συνειδητοποίηση, έσκαψαν την υγεία της. Αλλά και αυτή ακόμα την αρρώστια την αντιμετώπισε όρθια, με αξιοπρέπεια, με περηφάνια, με ένα χαμόγελο που δεν θα μπορέσετε να έχετε ποτέ, γιατρέ!”
“Τώρα… πώς είναι;…” ψιθύρισε ο Χατζηγιώργος. Ο άλλος συνέχισε σαν να αγνόησε την ερώτηση.
“Μού μίλησε τότε για σας, για την ιστορία σας και όταν ο καρκίνος τη σημάδεψε πλέον χωρίς επιστροφή, μου παρέδωσε το περιεχόμενο του δέματος που παραλάβατε και μού ζήτησε να σας το στείλω. Ούτε να σας εκβιάσω! Ούτε να σας απειλήσω, ούτε να διεκδικήσω το παραμικρό από εσάς!  Απλά λίγο πριν το τέλος… ήθελε να το παραλάβετε. Το κασετοφωνάκι της, όπως μου έλεγε. Το πιο αγαπημένο της αντικείμενο. Αυτό που σημάδεψε τη νιότη της. Μαζί με την κασέτα. Δεν ξέρω τι λέει η κασέτα, γιατρέ και δεν επέμενα να μάθω. Αφορά εσάς τους δύο…”

Ο γιατρός, με φωνή που έτρεμε, είπε: “Είναι ζωντανή;…. Τι μπορώ να κάνω;….”
Ο άλλος χαμογέλασε πικρά, “...Τι σημασία έχει, ζωντανή, νεκρή; Αυτό που σας είπα δεν αλλάζει. Να κάνετε τι; Είναι κάποια πράγματα που η ζωή δεν μας δίνει δεύτερη ευκαιρία κ. Χατζηγιώργο! Δεν είναι δυνατό να μας δώσει! Η στάση σας ήταν σαν τις σφαίρες. Όταν φύγουν από την κάνη του όπλου δεν έχουν επιστροφή, το μόνο που παρακαλάμε είναι να μην πετύχουν το στόχο τους…”

Σηκώθηκε όρθιος, το ίδιο και ο γιατρός, κάτωχρος πλέον:  “Θα μπορούσα να σας ρωτήσω γιατί το κάνατε αυτό κ. Χατζηγιώργο; Γιατί καταδικάσατε μια γυναίκα που σας αγαπούσε τόσο; Αλλά δεν θα το κάνω ησυχάστε! Δεν θα το κάνω γιατί τρομάζω στο τι μπορούσα να ακούσω ως δικαιολογία ή σιωπή, δεν θα την άντεχα αυτή τη σιωπή… Αύριο είναι μια μεγάλη μέρα για σας. Θα τιμηθείτε με έπαινο από το ιδιωτικό χρυσωρυχείο στο οποίο δουλεύετε χρόνια για την προσφορά σας στην ιατρική. Δεν ξέρω τι σημαίνει ιατρική για σας κ. Χατζηγιώργο. Το κασετόφωνο θα το κρατήσετε. Είναι επιθυμία της. Άλλωστε δεν έχει σημασία πια, έκλεισε και αυτό τον κύκλο του. Λοιπόν… σας αφήνω…”

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. “Καλή επιτυχία αύριο, γιατρέ και κάθε ευτυχία στη ζωή σας…”

Ο Ανδρέας χάθηκε πίσω από την πόρτα αφήνοντας πίσω του την ηχώ των τελευταίων του λέξεων.
Ο Χατζηγιώργος έμεινε ακίνητος για λίγο, με τα μάτια θολά, σαν να προσπαθούσε να ξαναπιάσει τον έλεγχο του κόσμου γύρω του. Έκανε δυο βήματα, μα τα γόνατά του λύγισαν. Άρπαξε την άκρη του γραφείου για να μην σωριαστεί. Με τρεμάμενα χέρια έψαξε το κασετοφωνάκι και το κράτησε σφιχτά στο στήθος του, σαν φυλαχτό. Η ανάσα του ήταν βαριά, κοφτή, σάμπως κάθε σφυγμός του να ήταν κι ένας λογαριασμός που ερχόταν απ’ τα παλιά. Ένιωσε για πρώτη φορά πως η αυριανή μέρα μπορεί να μην του ανήκει, να ήταν τόσο ξένη γι’ αυτόν.

Συνέχεια και το τέλος στο επόμενο κεφάλαιο

@@@@@@@@@@@@@@@

Το παραπάνω διήγημα είναι η προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό μας λογοτεχνικό δρώμενο:

"Μια ιδέα-μια έμπνευση" 4ος κύκλος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;




Σας ευχαριστώ, που πάντα είστε εδώ με την παρουσία και τη συμμετοχή σας


Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2025

"''Επαινος" / Μέρος 3ο: Μηνύματα από το παρελθόν (Δικτυακό δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

  Έπαινος


Η εικόνα έχει δημιουργηθεί με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης




Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ο καθηγητής, μεγαλογιατρός Λευτέρης Χατζηγιώργος, ετοιμάζεται να κλείσει τη πολύχρονη ιατρική του καριέρα με μια τιμητική επετειακή εκδήλωση στο μεγάλο ιατρικό νοσοκομείο, που δουλεύει. Λίγες μέρες πριν, στο ιδιωτικό του ιατρείο, θα φτάσει ένα παράξενο δέμα. Ένα παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με ηχογραφημένο ένα ιδιαίτερο μήνυμα σαν απειλή η προειδοποίηση. 
Με έντονο σοκ θα διαπιστώσει ότι το κασετόφωνο αυτό και η νεαρή γυναικεία φωνή, ανήκουν στη Δήμητρα Ρούσσου, με την οποία το 1984, είχαν μια ερωτική σχέση. Εκείνη φοιτήτρια της ιατρικής, εκείνος τελειόφητος. Τα τραγικά γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού θα ζωντανέψουν εκ νέου στη μνήμη του. Η διήμερη εκδρομή τους στην Ερμιόνη, δίνει τη θέση της στη σύλληψή της με την κατηγορία της συμμετοχής της στην ομάδα που επιτέθηκε στον πρύτανη της σχολής προκαλώντας του θανατηφόρες σωματικές κακώσεις. 
Ο Χατζηγιώργος, με την ασφυκτική πίεση της οικογένειάς του, θα αρνηθεί να επιβεβαίωσει το άλλοθι, που αποδεικνύει την αθωότητά της, οδηγώντας την στην καταστροφή.

Μέρος 3ο:  Μηνύματα από το παρελθόν

Η σκέψη του ήρθε ξανά στο παρόν. Όλα τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή του εκείνον τον Ιούλη του 1984, πήραν ξαφνικά ζωή μπροστά του. Έσπασαν τα σκουριασμένα μάνταλα της λήθης, που τα είχε καταχωνιασμένα και ξεχύθηκαν να αλαλάζουν στη σκέψη του. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν μουσκέψει το μέτωπό του. Θυμήθηκε ναι, θυμήθηκε!

 Η Δήμητρα Ρούσσου, χωρίς το δικό του άλλοθι, δεν μπόρεσε να αποκρούσει τις καλοβαλμένες κατηγορίες που τις φόρτωσαν κακήν-κακώς. Ο δικηγόρος της πάλεψε με νύχια και με δόντια, επικαλέστηκε το άλλοθί της, ζήτησε από το δικαστήριο την κλήση του Χατζηγιώργου, ως μάρτυρα. Και εκείνος πήγε! Και αρνήθηκε κάθε συνάντηση εκείνο το διήμερο, αντιπαραθέτοντας μάλιστα το δικό του, κατασκευασμένο φυσικά άλλοθι. Απέφυγε τότε κάθε συνάντηση με το βλέμμα της. Με το κεφάλι χαμηλά και με την ενίσχυση του δικηγόρου του απέκρουσε και την επίθεση του συνηγόρου υπεράσπισης. Έφυγε ακούγοντας μόνο τις βαριές της ανάσες και τους λυγμούς της μαζί με ένα σβησμένο “Ντροπή σου”! 

Η Δήμητρα Ρούσσου, κρίθηκε ένοχη για συμμετοχή στην ομάδα επίθεσης και καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια φυλάκισης. Φυσικά ο ίδιος, ξέκοψε κάθε είδους επαφή με τα όσα πρόσωπα τους ένωναν μαζί τότε, συμφοιτητές και φίλοι. Οι όποιες ενοχές του πνίγηκαν κάτω από την αλλαγή περιβάλλοντος στη ζωή του. Έφυγε με την μέλλουσα γυναίκα του, τη Λένα στο εξωτερικό για μεταπτυχιακό και βούτηξε μέσα στην εξέλιξη. Με την επιστροφή του, η επαγγελματική του ανέλιξη ήρθε με καλπασμό. Μπήκε αμέσως στο ιατρικό ιδιωτικό κέντρο του μέλλοντα πεθερού του, σπρώχτηκε στην ιεραρχία σε διευθυντικές θέσεις αποκτώντας ένα καταξιωμένο όνομα στο χώρο των ιδιωτών μεγαλογιατρών. Σύντομα έγινε και ο γάμος του, που φυσικά συνέβαλε στην περαιτέρω  ισχυροποίησή του καθώς απέκτησε και οικονομική πλέον πρόσβαση στις μετοχές του ιατρικού κέντρου.

Η Δήμητρα, η 19χρονη νεαρή εκείνη γυναίκα, έγινε μια αχνή μορφή, παντελώς διάφανη, που πετάχτηκε στο καλάθι της απωθημένης μνήμης οριστικά και αμετάκλητα. Έτσι ήθελαν οι άλλοι, έτσι ήθελε και αυτός, έτσι έκανε. Αμετάκλητα όμως; Μέχρι χθες, πάλι Ιούλης του 2025, σαράντα ένα ολάκερα χρόνια μετά. 

Ένιωθε να είναι σε έναν ανεξέλεγκτο πανικό. Κατά βάση συναισθηματικό και στη συνέχεια ένα φόβο για αυτά που έρχονται. Ήταν όντως η φωνή της; Για το κασετόφωνο δεν είχε καμία αμφιβολία. Αλλά η φωνή; Είναι εκείνη; Πού βρίσκεται; Τι σκοπό έχει; Θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν κάποια άλλη, που έχει το κασετόφωνο στη διάθεσή της, που γνωρίζει και θα μπορούσε να λειτουργήσει αυτόβουλα ίσως και εκβιαστικά. Η αναφορά για τη χρονική προθεσμία, “...σου μένουν μόνο λίγες μέρες”, πού αναφέρεται; Αυτή είναι σαφής απειλή. Τι θα γίνει σε λίγες μέρες; “Τώρα πια δεν έχεις τον καιρό που πάντα αποζητούσες…” Αυτό ήταν έμμεση αναφορά σε ότι ακολούθησε. 

Ο Χατζηγιώργος είχε πέσει σε δίνη σκέψεων. Έπρεπε να κινηθεί, έπρεπε να μάθει. Και να ξεκαθαρίσει τι ρόλο έπαιζε αυτό το ίχνος μουσικής, που ακουγόταν στην κασέτα. Πήρε βαθιές αναπνοές, κοίταξε το ρολόι του, η ώρα είχε προχωρήσει. Έκατσε ξανά στο γραφείο του και μελέτησε τις κινήσεις του. Κατ’ αρχήν έπρεπε να μάθει γι’ αυτήν. Τι απέγινε; Πότε αποφυλακίστηκε και αν μπορούσε να αναζητήσει τα ίχνη της. Στο πρώτο, ο δικηγόρος του θα το εύρισκε εύκολα. Το δεύτερο θα είχε δυσκολίες καθώς δεν είχε συνδέσμους για τη ζωή της. Όσον αφορά τον ήχο στην κασέτα, ο Πέτρος, ο ηχολήπτης ο φίλος του, ήταν ο από μηχανής Θεός, που θα του έδινε την απάντηση. Έσβησε το τσιγάρο του, αναστέναξε βαριά και έγειρε στην καρέκλα. Είχε κατά νου τα βήματά του. Κι όμως, όσο πιο καθαρά έβαζε τις κινήσεις στο μυαλό του, τόσο πιο επίμονα ένιωθε το βλέμμα της επάνω του. Σαν να στεκόταν κάπου εκεί, αθέατη, να μετράει τις ανάσες του. Η καινούρια μέρα τον περίμενε∙ αλλά κάτι μέσα του ψιθύριζε πως ίσως να μην ήταν εκείνος που θα την υποδεχόταν.


Η απάντηση του δικηγόρου του ήρθε σχετικά σύντομα. Στο τέλος της επόμενης μέρας. Η δουλειά του, έδινε πρόσβαση σε αυτά τα στοιχεία όπως και οι άμεσες διασυνδέσεις του με τις κατάλληλες υπηρεσίες. 
“Λευτέρη, η Δήμητρα Ρούσσου, έμεινε στη φυλακή δέκα χρόνια. Με ευεργετική ρύθμιση, λόγω καλής διαγωγής και έργου τις χαρίστηκαν τα τελευταία τρία χρόνια. Αποφυλακίστηκε το 1994…”
“Έχουμε κάποια άλλα στοιχεία για το τι απέγινε μετά;”
“Δεν μού ζήτησες κάτι τέτοιο αλλά αυτό είναι έξω από τις δικές μου προσβάσεις, δεν μπορώ να σε βοηθήσω εδώ… αυτό, στο βαθμό που σε ενδιαφέρει, θα πρέπει να το ψάξεις μόνος σου”, ήταν η απάντηση του δικηγόρου του.
“Σε ευχαριστώ πολύ, Κώστα, ειλικρινά σε ευχαριστώ”

Είχε το πρώτο στοιχείο λοιπόν. Αποφυλακίστηκε το 1994. Δέκα χρόνια στη φυλακή. Δέκα ολάκερα χρόνια. Προσπάθησε να θυμηθεί την ηλικία της, τότε μόλις είχε μπει στη σχολή, άρα στα δεκαεννέα, συνεπώς θα ήταν περίπου τριάντα χρονών όταν βγήκε. Δέκα χρόνια… Τα πιο γόνιμα χρόνια της νιότης της! Τα χρόνια που θα έχτιζε το επαγγελματικό της προφίλ και θα έβαζε μπροστά τα πρώτα της όνειρα. Πάλι εκείνος ο κόμπος ένιωσε να τον σφίγγει στο λαιμό. Έκανε τους υπολογισμούς του. Σήμερα θα είναι… εξήντα χρονών. Αν ζούσε… Πώς θα ήταν άραγε, σε ποια κατάσταση; Επαγγελματικά, κοινωνικά, προσωπικά. Θα είχε κάνει οικογένεια; 

Κάποια στιγμή, σαν αντίδραση σε όλο αυτό, βλαστήμησε τον εαυτό του, που έβλεπε να παγιδεύεται στην ίδια τη ζωή της. Τι τον ενδιέφερε αυτόν άλλωστε; Όμως… εκείνο το κασετόφωνο… δεν τον άφηνε να κάνει αυτή τη σκέψη. Ήταν σαν τροχοπέδη στο μυαλό του. Σκέφτηκε ότι το έπρεπε να το παραδώσει στον ηχολήπτη το φίλο του, πράγμα που προγραμμάτισε άμεσα:

“Πέτρο, έχω κάτι για σένα, κάτι απόλυτα εμπιστευτικό και θέλω τη βοήθειά σου…” Ο φίλος του, ήταν όντως έμπιστος και άψογος επαγγελματίας, ήταν δώρο γι΄ αυτόν η ύπαρξή του σ’ αυτήν την περίσταση. Και το κυριότερο, μεταξύ τους υπήρχαν χρόνια δοκιμασμένης φιλίας. Την επόμενη μέρα ο Πέτρος πήρε την κασέτα. Του ζήτησε όσο ήταν δυνατόν πιο λεπτομερή ανάλυση. 


Ο εκνευρισμός αυτής της αναμονής ήταν έντονος, κάτι που έγινε αντιληπτό τόσο στο επαγγελματικό του περιβάλλον όσο και στη γυναίκα του. Πρόβαλε κάποιες δικαιολογίες όσο μπορούσε πιο πειστικές χωρίς όμως επιτυχία αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο. Στο μεταξύ η ημέρα της μεγάλης εκδήλωσης πλησίαζε και είχε και από εκεί έντονη πίεση. Προσπάθησε να βρει τρόπο να ψάξει για τη Δήμητρα αλλά δεν βρήκε άκρη. Ο Πέτρος ο ηχολήπτης, κινήθηκε πολύ πιο άμεσα απ’ όσο περίμενε και ζήτησε να βρεθούν για να του φέρει την κασέτα μαζί με τα αποτελέσματα της ανάλυσής του. Μαζί μ’ αυτά όμως του έφερε και κάτι ανέλπιστο. Ο Χατζηγιώργος είχε κρεμαστεί πάνω του:

“Λοιπόν, Λευτέρη… ας ξεκινήσουμε από τη φωνή. Όπως καθαρά άκουσες, είναι γυναικεία φωνή. Η ηλικία δείχνει ώριμα χρόνια…”
“Δηλαδή πόσο;”
“Σίγουρα πάνω από πενήντα ίσως και κοντά στα εξήντα αλλά δεν είμαστε σίγουροι εδώ απόλυτα. Εκείνο όμως που διαπίστωσα είναι ότι η ανάσα της γυναίκας αυτής είναι έντονα προβληματική…”
“Ναι το κατάλαβα και εγώ εκτός αν ήταν φτιαχτό επίτηδες…”
“Δεν δείχνει προσποίηση. Σίγουρα δυσκολεύεται σοβαρά να αναπνεύσει. Η γυναίκα δείχνει ότι δεν πρέπει να ήταν καλά όταν ηχογράφησε το μήνυμα…”
“Η μουσική…;”
“Πάμε στη μουσική. Εδώ τα πράγματα είναι πεντακάθαρα. Η μουσική είναι το τραγούδι TIME των PINK FLOYD…”
O Χατζηγιώργος ένιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη. Το μυαλό του ταξίδεψε άμεσα πίσω, χρόνια πριν, στο τότε. Ο ηχολήπτης είδε την αντίδρασή του.
“Τι έπαθες; Παίζει κάτι με το τραγούδι;”
“Θα ...σου πω, για συνέχισε!”
“Αυτό που ακούς στην αρχή σαν χτύπος είναι οι ήχοι από το ρολόι όπως ακούγονται στο τραγούδι. Το ξέρεις;…”
“Φυσικά και το ξέρω, Γρηγόρη! Από τα αγαπημένα μου τραγούδια και συγκροτήματα…”
“Μάλιστα! Συνεχίζω… το τραγούδι αυτό έχει διάρκεια 6:56’ αλλά φυσικά το ηχητικό της κασέτας είναι λιγότερο, οπότε κόβεται και το τραγούδι. Αυτά όσον αφορά την κασέτα…”
“Πέτρο, δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω, ειλικρινά...τέλεια δουλειά” του είπε προβληματισμένος.
“Έχω και κάποια άλλα πράγματα να σου πω όμως, κάτι πολύ ενδιαφέρον νομίζω…”
“Τι εννοείς;”
“Νομίζω έμαθα κάποια πράγματα για τη γυναίκα της κασέτας”
Τα μάτια του Χατζηγιώργου απέκτησαν μια έντονη λάμψη.
“Πες μου, πες μου!”
“Ο ήχος στο φόντο αλλά και η φωνή της τα είχα ακούσει ξανά. Το ηχητικό φόντο του τραγουδιού πήγαινε σε μια εκπομπή ραδιοφωνική, το 2016…”
“Τι θες να πεις;”
“Ο ραδιοφωνικός σταθμός είχε μια εκπομπή κοινωνικού περιεχομένου με ηχητικό σήμα το τραγούδι αυτό. Στο αρχείο που βρήκα ήταν μια εκπομπή με καλεσμένους. Συγκεκριμένα, παρουσίαση καλεσμένων. Εκεί υπήρχε μόνο μια γυναίκα, που η φωνή της μετά ταιριάζει σε μεγάλο βαθμό με τη φωνή της γυναίκας…”
“Τι εκπομπή ήταν αυτή; Θέλω να πω…”
“Ήταν μια εκπομπή για τα δικαιώματα των φυλακισμένων και τις συνθήκες κράτησης. Ακούγεται καθαρά το όνομά της: Δήμητρα Ρούσσου…”
Ο Χατζηγιώργος πάγωσε. Η φωνή του βγήκε αυθόρμητα κάτι μεταξύ ψιθυριστού και δυνατού:
“Ζει λοιπόν...και μιλάει δημόσια…”
“Τι είπες;”
“Τίποτα Πέτρο μου, δικά μου”
“Ελπίζω να βοήθησα…”
“Πολύ παραπάνω από κάθε σου πρόθεση, δεν έχω λόγια…”

Ο Λευτέρης Χατζηγιώργος ευχαρίστησε θερμά το φίλο του για την τόσο πολύτιμη βοήθειά του. Κλείστηκε στο γραφείο του μόνος, φροντίζοντας να μην τον ενοχλήσει κανείς. Μακριά ακόμα και από τη γυναίκα του. Η σκόνη που σήκωσε στον αέρα της μνήμης του η άφιξη αυτού του δέματος με το περιεχόμενό του, άρχισε σιγά-σιγά να κάθεται πάλι στη γη. Όμως είχε κάνει με βροντερό τρόπο τις αποκαλύψεις της. Η Δήμητρα Ρούσσου, δήλωνε πλέον δυναμικά το παρών της στη ζωή του. Στο πλευρό των φυλακισμένων λοιπόν, ακτιβίστρια για τα δικαιώματά τους και τις συνθήκες των φυλακών. Αυτή τη συγκεκριμένη εξέλιξη μπορούσε να την ερμηνεύσει. Από τα 19 της χρόνια, η Δήμητρα ήταν μια αγωνίστρια της ζωής. Και εκείνος…. Την έριξε στη φυλακή, με τη στάση του. Δεν ήξερε αν τα αισθήματα, που τον κυρίευαν ήταν τύψεις, ενοχές ή φόβος ή και τα δυο μαζί. Το τραγούδι; Γιατί αυτό το τραγούδι; 

Το μυαλό του, αναγκαστικά για μια ακόμα φορά, πήγε πίσω σε εκείνα τα χρόνια. Τότε που σε αυτό το κασετοφωνάκι που είχε πάλι μπροστά του, το θρυλικό αυτό τραγούδι των Pink Floyd αποτελούσε εμβληματικό τραγούδι και για τους δυο τους. Στους στίχους του τραγουδιού θα ήταν το μήνυμα; Ίσως. Τους έφερε μπροστά του μέσα από μια ιστοσελίδα στον υπολογιστή του.

“Ticking away the moment that make up a dull day…” Τύπωσε την απόδοση του τραγουδιού στα Ελληνικά:  “Διώχνοντας στις στιγμές που κάνουν μια μέρα βαρετή…”. Προχώρησε πιο κάτω. Το μάτι του έπεσε κάπου εκεί στην τελευταία στροφή:

“Και τρέχεις, τρέχεις να προλάβεις τον ήλιο, αλλά αυτός βουλιάζει,
γυρίζοντας ολόγυρα για να ‘ρθει πίσω σου πάλι ξανά.
Ο ήλιος είναι πάντα ο ίδιος, στη συνηθισμένη του πορεία, αλλά εσύ είσαι πιο γέρος,
με λιγότερες ανάσες και μια μέρα πιο κοντά στο θάνατο…”

Ανατρίχιασε σύγκορμος. Πάντα το ένιωθε αυτό το συναίσθημα ακούγοντας αυτή τη στροφή αλλά τώρα ακόμα περισσότερο. 

“Τώρα πια δεν έχεις τον καιρό που πάντα αποζητούσες. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες…” Τα τελευταία της λόγια ήρθαν πάλι να στοιχειώσουν το μυαλό του. Άραγε τι εννοούσε; Άραγε τι σχεδίαζε;

Ο Λευτέρης έγειρε πίσω στην καρέκλα. Η κασέτα συνέχιζε να γυρίζει, μα εκείνος δεν άκουγε πια τους στίχους παρά μόνο τη φωνή της, σπασμένη και ωστόσο ζωντανή. Ήταν σαν να είχε διασχίσει τα χρόνια για να τον βρει. Την έβαλε ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή η κασέτα έπαψε να γυρίζει, κι η σιωπή που ακολούθησε ήταν πιο βαριά κι από τη φωνή που μόλις είχε ακούσει. Ένιωσε το στήθος του να σφίγγεται. Δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι, ούτε μια μαρτυρία ξεχασμένη στα χρόνια. Ήταν προειδοποίηση. Κι είχε απομείνει σ’ εκείνον να την ακούσει, πριν να είναι πολύ αργά. 

Συνεχίζεται...

Το παραπάνω διήγημα είναι η προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό μας λογοτεχνικό δρώμενο:

"Μια ιδέα-μια έμπνευση" 4ος κύκλος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;




Σας ευχαριστώ, που πάντα είστε εδώ με την παρουσία και τη συμμετοχή σας


Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

"''Επαινος" / Μέρος 2ο: Εκείνο το καλοκαίρι του 1984 (Δικτυακό δρώμενο: "Μια ιδέα-μια έμπνευση #4)

 Έπαινος


Η εικόνα έχει δημιουργηθεί με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης



Σύνδεση με τα προηγούμενα: Ο καθηγητής, μεγαλογιατρός Λευτέρης Χατζηγιώργος, ετοιμάζεται να κλείσει τη πολύχρονη ιατρική του καριέρα με μια τιμητική επετειακή εκδήλωση στο μεγάλο ιατρικό νοσοκομείο, που δουλεύει. Λίγες μέρες πριν, στο ιδιωτικό του ιατρείο, θα φτάσει ένα παράξενο δέμα. Ένα παλιό κασετόφωνο και μια κασέτα με ηχογραφημένο ένα ιδιαίτερο μήνυμα σαν απειλή η προειδοποίηση. 
Με έντονο σοκ θα διαπιστώσει ότι το κασετόφωνο αυτό και η νεαρή γυναικεία φωνή, του είναι πάρα πολύ γνωστή.

Μέρος 2ο: Εκείνο το καλοκαίρι του 1984 (Flash back)

Τα Σάββατα του Ιούλη στο λιμάνι του Πειραιά, είχαν πάντα μεγάλη κίνηση. Και εκείνο το πρωινό δεν θα το άλλαζε αυτό. Το “Καμέλια” ήταν φορτωμένο με τους επιβάτες του. Έτοιμο να σαλπάρει για το γνωστό του δρομολόγιο στον Αργοσαρωνικό.

“Είσαι έτοιμη;” τη ρώτησε.
“Απολύτως” του είπε γέρνοντας στην αγκαλιά του. Είχε κρεμασμένο στον ώμο της μονάχα ένα σακ-βουαγιάζ. Και μαζί μ’ αυτό, τα όμορφα όνειρά της για ένα διήμερο με τον άντρα που αγαπούσε. 
“Μόνο αυτό;” τη ρώτησε χαριτολογώντας.
“Αν είμαι κοντά σου, δεν έχω ανάγκη από πολλά πράγματα. Λίγα ρούχα και αυτό…!” του είπε βγάζοντάς το από το εσωτερικό του. Ο Λευτέρης παραξενεύτηκε.
“Τι είναι αυτό; Ένα ...κασετόφωνο;”
“Ακριβώς κύριέ μου! Το κασετοφωνάκι μου! Δεν το αποχωρίζομαι ποτέ. Όπου πάω είναι κοντά μου, δίπλα μου. Και φυσικά θα μας κάνει εκπληκτική συντροφιά στο υπόσχομαι, είπε βγάζοντας και μια θήκη με αρκετές κασέτες…”
Έγειρε στην αγκαλιά του καθώς το πλοίο είχε ήδη πια ξεκινήσει και έβγαινε κιόλας από το λιμάνι. Εκείνος την αγκάλιασε.
“Δεν ήξερα ότι είχες κάτι τέτοιο…”
“Είναι η πρώτη μας φορά, που πάμε εκδρομή Λευτέρη! Πρώτη φορά που μένουμε μόνοι, επιτέλους…”

Αφέθηκαν στις ριπές του αγέρα από το Σαρωνικό. Είχαν προλάβει να πιάσουν δυο θέσεις σε μια απομονωμένη γωνιά στο μικρό καράβι.
“Γιατί διάλεξες Ερμιόνη;” τη ρώτησε.
“Γιατί λατρεύω αυτό το δασάκι που είναι έξω απ’ την πόλη. Μου είπαν ότι είναι υπέροχο, θα δεις…”
Έκοψε την ονειροπόλησή της με ένα διαφορετικό ερώτημα:
“Δήμητρα, τι έγινε χθες με τον Μεταλλινό; Σε δέχτηκε;”
“Ο σεβάσμιος πρύτανης της Ιατρικής σχολής, ο πολύς κύριος Γιώργος Μεταλλινός. Για να δεχτεί μια δευτεροετή του φοιτήτρια έπρεπε να παρακαλέσω ταπεινά…”
“Σε έχε βάλει στο μάτι ναι;” 
“Ναι και δεν ξέρω ειλικρινά γιατί. Από εκείνες τις κινητοποιήσεις για τον ν. 815 μου τη φύλαγε, αλήθεια εσύ από πότε τον είχες;” ρώτησε το Λευτέρη.
“Φέτος τελείωσα...απ’ την αρχή τον είχα, είναι παλιά καραβάνα…” της απάντησε.
“Ελπίζω να γλιτώσω απ’ αυτόν αλλά… ξέχασέ τον, έχουμε μπροστά μας ένα δικό μας Σαββατοκύριακο…” είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.


“Ο κανακάρης μας έφυγε πάλι;” ρώτησε ο ώριμος άντρας με έμφαση.
“Ναι πήγε διήμερο στην Ερμιόνη” απάντησε η γυναίκα του.
“Πάλι μ’ αυτή τη μικρή;” ήρθε η δεύτερη ερώτησή του με εμφανή δυσφορία.
“Νομίζω ναι, δεν μου λέει όμως και πολλά πράγματα;”
Ο Μιχάλης Χατζηγιώργος ήρθε δίπλα της, ευθυγράμμισε το βλέμμα του αποφασιστικά με τη γυναίκα του.
“Πες του, το καλό που του θέλω, μην το μάθει ο Δεπόντης ότι ο επίδοξος γαμπρός του, κερατώνει την κόρη του.. μυαλό δεν λέει να βάλει ο δικός μας…”
“Εντάξει μην ανησυχείς…. Ένα καπρίτσιο είναι… θα του περάσει…”
“Πόσο καιρό όμως σέρνεται αυτή η ιστορία; Θα μαθευτεί και μετά χαλάνε όλα!”
“Εντάξει κάτι μήνες είναι, τον πιέζω και εγώ…” 
“Γυναίκα, ο Λευτέρης πρέπει να είναι ηλίθιος. Η Λένα τον αγαπάει, είναι ένα χρόνο μαζί. Ο πατέρας της διευθύνει το μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο στην Αθήνα. Ο δικός μας τελείωσε τη σχολή. Σε αυτά ανήκει το χρήμα, τι νομίζεις;”
“Έλα πάψε τη γκρίνια, Μιχάλη, μια περιπέτεια είναι θα του περάσει…”


Κάπου αρκετά μακριά απ’ αυτόν τον μίζερο και τοξικό διάλογο, ανοίγονταν ένα άλλο πανέμορφο τοπίο. Ένας νυχτερινός ουρανός σαν καθρέφτης έστεκε πάνω απ’ τα κεφάλια του Λευτέρη και της Δήμητρας. Το δασάκι της Ερμιόνης είχε πάρει στην αγκαλιά του το νεαρό ζευγάρι. Τα τριζόνια και τα τζιτζίκια με τους ήχους και το τραγούδι τους, είχαν κρατήσει συντροφιά στον έρωτα του ζευγαριού λίγο πριν. Κάτω απ’ αυτόν τον ουρανό. Με αντιφέγγισμα τα άπειρα άστρα και το γαλαξία, που έστελνε από πάνω τους ένα μαγικό φως.

“Δεν είναι τόσο όμορφα;” τον ρώτησε καθώς κούρνιαζε στην αγκαλιά του. Τα χέρια του ήρθαν να την κλείσουν σε μια αγκαλιά, που την ένιωθε τόσο γεμάτη, τόσο ασφαλή.
“Λευτέρη, σ' αγαπώ πολύ!” ψιθύρισε στο αυτί του. Δεν εισέπραξε την απάντησή του αλλά η θέρμη της αντίδρασής του, την έκανε να νιώσει γεμάτη. Όλα ήταν τόσο αρμονικά. 

Και πιο δίπλα το μικρό κασετόφωνο! Τα ερωτικά τραγούδια του νέου κύματος ήρθαν να στήσουν το δικό τους soundtrack στις ερωτικές τους στιγμές. Η Καίτη Χωματά, ο Λάκης Παππάς και άλλοι πολλοί με τις μουσικές του Σπανού, του Χατζηδάκη, του Λοΐζου. Τι όμορφη και τρυφερή νύχτα! Οι κασέτες του μικρού κασετοφώνου της Δήμητρας έγιναν οι σπονδές στον έρωτά τους, το στολίδι τους. Στεφάνωσαν πολλές στιγμές από αυτή τη διήμερη καλοκαιρινή εκδρομή, που έμελλε να σφραγίσει τη ζωή τους. Ήταν κάτι σαν τη μασκότ ανάμεσά τους καθώς ήταν παντού. Εκεί που έτρωγαν, στον περίπατό τους, στην παραλία δίπλα στο κύμα, στην υπέροχη ερωτική τους νύχτα, δίπλα τους λίγο πριν κοιμηθούν. Το μικρό κασετόφωνο της Δήμητρας ήταν πάντα εκεί, κομμάτι της ζωής της. Μέχρι την επιστροφή τους. Μια επιστροφή που στις αμέσως επόμενες μέρες επιφύλασσε στον καθένα ξεχωριστά την απόλυτη και απίστευτη αντίθεση.


Η είδηση της βίαιης επίθεσης ομάδας αγνώστων στο γραφείο του πρύτανη της ιατρικής σχολής, έπεσε σαν βόμβα στην κοινωνία αλλά και στη φοιτητική και εκπαιδευτική κοινότητα. Ο Γιώργος Μεταλλινός είχε δεχτεί αργά προς το βράδυ του Σαββάτου, την επίθεση μικρής ομάδας αγνώστων, η οποία εισέβαλλε στο γραφείο του στοχοποιώντας τον ίδιο. Ο πρύτανης υπέστη βαριές κακώσεις και η κατάθεσή του ήταν σχετικά ασαφής. Πρόλαβε όμως να αναφέρει ότι ανάμεσα στους δράστες ήταν δύο φοιτητές, μια εκ των οποίων γυναίκα. Το σοκ ήταν μεγάλο. Η κοινωνία τότε ακόμα δεν ήταν εθισμένη σε τέτοιου είδους γεγονότα. Οι φοιτητικοί σύλλογοι καταδίκασαν απερίφραστα την επίθεση και παρέπεμψαν σε άτομα με σκοτεινές  και προβοκατόρικες προθέσεις. 


Ο Λευτέρης με τη Δήμητρα γύρισαν αργά την Κυριακή. Ζούσαν στο δικό τους μικρόκοσμο, στην ατμόσφαιρα αυτής της τρυφερής εκδρομής που γέμισε γλύκα την καθημερινότητά τους. Τα νέα της επίθεσης στον πρύτανη δεν είχαν φτάσει κοντά τους. Ο Λευτέρης ενημερώθηκε από τους γονείς του αργά το βράδυ.
“Έχει βουήξει ο τόπος, έχει αναστατωθεί το σύμπαν…”, του είπε ο πατέρας του. “Καλά, δεν άκουσες τίποτα; Πού ήσουν;...”
Έδειχνε προβληματισμένος. Την επόμενη μέρα μίλησαν στο τηλέφωνο με τη Δήμητρα το μεσημέρι. Είχε και η ίδια ενημερωθεί από συμφοιτήτριές της. Και ήταν φοβισμένη! Πολύ φοβισμένη!

Τα νέα για την κατάσταση του Μεταλλινού δεν ήταν καλά και η ατμόσφαιρα βαριά. Η Δήμητρα ήταν σε ανοιχτή επικοινωνία με συναδέλφισσες και φίλες πάνω στο συμβάν. Ώσπου την Τρίτη το πρωί ήρθε εκείνο το γεγονός, που σφράγισε τη ζωή της για πάντα. Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν το κουδούνι της εξώπορτας του σπιτιού της έσπασε την εσωτερική σιωπή. Δύο άγνωστοι βλοσυροί άντρες έστεκαν στην είσοδο, γκριζωποί σαν την καταιγίδα που καλπάζει ξαφνικά στον ορίζοντα.

“Η Δήμητρα Ρούσσου είναι εδώ;”  
Ήρθε μπροστά τους. Τα λόγια του αστυνομικού έσκασαν στο σπίτι τους σαν σεισμός, που ισοπεδώνει τα πάντα ξαφνικά.
“Πρέπει να μάς ακολουθήσετε στο τμήμα, δεσποινίς. Η καταιγίδα δεν άργησε να ξεσπάσει και ήταν ανεξέλεγκτη. Η Δήμητρα, κατηγορήθηκε για άμεση συμμετοχή στην ομάδα των δραστών της επίθεσης στον πρύτανη. Η παρουσία της στο γραφείο του άφησε τα αποτυπώματά της, που συνδυάστηκαν με τις μαρτυρίες που ανέφεραν την επίσκεψή της. Οι διωκτικές αρχές είχαν μεγάλη πίεση από την κοινή γνώμη αλλά και τις πολιτικές επιδιώξεις και η αναζήτηση των ενόχων ήρθε άμεσα να ταιριάξει στη φρικώδη λογική της ...κατασκευής ενόχων.

Η Δήμητρα βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση. Φώναζε, δήλωνε με κάθε δυνατό τρόπο ότι έχει άλλοθι. Και το άλλοθί της ήταν η εκδρομή με το Λευτέρη. Μέσω του δικηγόρου της αναφέρθηκε στο ότι ναι, επισκέφτηκε ώρες νωρίτερα τον πρύτανη αλλά την ώρα της επίθεσης ήταν σε άλλο τόπο με άλλον άνθρωπο.


“Λοιπόν, άκουσέ με καλά τι θα σου πω…”, η φωνή του πατέρα του Λευτέρη ήταν απόλυτη, ωμή και κυνική, “...ήσουν μ’ αυτήν… θα σε μεταχειριστεί σαν άλλοθι…”
“Μα ήμασταν μαζί πατέρα...δεν λέει ψέματα” 
“Πάψε ηλίθιε. Αν παραδεχτείς ότι ήσουν μαζί της, καταλαβαίνεις τι ακολουθεί ύστερα; Η Λένα; Οι δικοί της, ο πατέρας της ο Δεπόντης; Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα;…”
“Πατέρα η Δήμητρα κινδυνεύει, αν δεν μιλήσω είναι σε δύσκολη κατάσταση…”
“Αν μιλήσεις, τα σχέδια σου ξέχασέ τα! Θα τρέχεις σε κανένα ρημαδότοπο για το αγροτικό σου και μετά τρέχα γύρευε. Ο πεθερός μου όμως τα έχει όλα εξασφαλισμένα… είναι η μεγάλη σου ευκαιρία…”

Όλα κρίθηκαν στην κατ΄αντιπαράσταση κατάθεση του Λευτέρη με τη Δήμητρα. Ήταν απέναντί του. Δεν ήταν δυο τους όπως στις προσωπικές τους στιγμές. Τώρα δίπλα τους έστεκαν δικηγόροι και αστυνομικοί. Ο αστυνόμος σηκώθηκε από την καρέκλα. Η Δήμητρα έσφιξε τα χέρια της, γύρισε το βλέμμα στον Λευτέρη, περίμενε μια λέξη, ένα νεύμα, κάτι. Εκείνος απέφευγε ακόμα και να την κοιτάξει. Η απάντησή του ήρθε σαν τον άγγελο της κόλασης από τα σκοτάδια της.
“Όχι δεν ήμασταν μαζί, έμεινα στο σπίτι με την οικογένειά μου” 
“Μπορείτε να το βεβαιώσετε αυτό;” ρώτησε εκ νέου ο αστυνομικός.
“Ναι εκτός από τους γονείς μου είχαμε επίσκεψη και την οικογένεια Δεπόντη, οικογενειακούς φίλους” απάντησε δεύτερη φορά με φωνή που έτρεμε.

Η σιωπή που ακολούθησε ήταν βαρύτερη από κάθε κατηγορία. Η κοπέλα ένιωσε το αίμα να παγώνει στις φλέβες της. Ολόγυρά της, το δωμάτιο στένευε, σαν να την έσπρωχναν οι τοίχοι. Η απόγνωσή της έγινε κραυγή που παραμόρφωσε το μακρόσυρτο “γιατί”, που έβγαινε από το στόμα της. Ένα μεταλλικό κλικ από τις χειροπέδες, σφράγισε την ύβρη. Κι ύστερα, η έξοδός της σχεδόν βίαιη προς την πόρτα να ουρλιάζει για μια αλήθεια που την έχανε με βρώμικο τρόπο, χωρίς να ξέρει το γιατί. Ο Λευτέρης Χατζηγιώργος έμεινε πίσω. Με το δικηγόρο του αλλά στην ουσία μόνος. Το πρόσωπό του, μισό στο φως και μισό στη σκιά, έμοιαζε με μάσκα που δεν ήθελε να φορέσει, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ στη ζωή του πια να βγάλει.

Έτσι, με ένα ψέμα, σφραγίστηκε το μέλλον της Δήμητρας Ρούσσου, από τα 19 της χρόνια. Η θέση της πήρε χαρακτηριστικά καταδίκης καθώς ο πρύτανης έχασε τη μάχη για τη ζωή του καταλήγοντας στα τραύματά του. Έτσι οι κατηγορίες πήραν απόλυτα κακουργηματικό χαρακτήρα με βαρύτατους όρους και πρόθεση. Όλα έγιναν σκοτάδι σε λίγες μόνο μέρες. Δεν είχε πια τίποτα δικό της, μήτε τον άντρα που αγάπησε, μήτε το αγαπημένο της κασετόφωνο, που έμενε πλέον χωρίς εκείνη, μόνο σε κάποια γωνιά του σπιτιού της, θαμμένο μαζί με τα όνειρα για τη δική της ζωή. 

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...

Το παραπάνω διήγημα είναι η προσωπική μου συμμετοχή στο δικτυακό μας λογοτεχνικό δρώμενο:

"Μια ιδέα-μια έμπνευση" 4ος κύκλος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;




Σας ευχαριστώ, που πάντα είστε εδώ με την παρουσία και τη συμμετοχή σας