H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2025

"Έπαινος" (Μέρος 1ο) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #4

 Έπαινος



(Διήγημα σε Πέντε μέρη)

Συμμετοχή στο δικτυακό μας λογοτεχνικό δρώμενο:

"Μια ιδέα-μια έμπνευση" 4ος κύκλος


Κεντρική ιδέα της πλοκής

Ένα πρωινό, λαμβάνετε έναν φάκελο χωρίς αποστολέα. Μέσα υπάρχει μόνο ένα παλιό κασετόφωνο χειρός και μια κασέτα. Πατάτε το play.

Η φωνή μιας γυναίκας ακούγεται καθαρά:

«Ξέρω ότι με θυμάσαι. Ίσως προσπαθείς να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες.

Δεν λέει το όνομά της. Δεν εξηγεί τίποτε περισσότερο. Η φωνή της είναι ήρεμη, σχεδόν υπνωτιστική. Μα τα λόγια της κουβαλούν κάτι παράξενο: μια απειλή, ή μια κραυγή από το παρελθόν;

Το μυαλό σας αρχίζει να αναζητά. Ποια μπορεί να είναι; Από πού σας ξέρει; Τι εννοεί με τις λίγες μέρες; Μήπως κάποτε την πληγώσατε; Μήπως εσείς την εγκαταλείψατε; Ή μήπως ζητά τη βοήθειά σας;

Ξανακούτε την κασέτα. Στη δεύτερη ακρόαση, κάτι αλλάζει. Μια λέξη, μια αναπνοή, ένας ψίθυρος που δεν είχατε προσέξει πριν. Μια μελωδία ναι, με τον ήχο να αργοσβήνει. Ίσως ένα στοιχείο επί πλέον.

Η φωνή της επιμένει μέσα σας. Και τώρα, η αναμέτρηση αρχίζει. Πρέπει να τη βρείτε. Ή να ξεφύγετε.

Τι σας ενώνει; Τι σας χωρίζει; Ποιος πληγώθηκε και ποιος φεύγει τελευταίος;




Μέρος 1ο:  Η άφιξη



Ένα επιφώνημα ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη του. Μόλις είχαν φύγει και οι τελευταίοι πελάτες, ευτυχώς ήταν και ιδιαίτερα γνωστοί και έτσι μπόρεσε να πάρει μια μεγάλη ανάσα. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου απέναντι από το γραφείο του. Ήταν δέκα λεπτά μετά τις εννέα και ήδη τα φώτα της πόλης είχαν ανάψει προ πολλού. Πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας για να μιλήσει στη γραμματέα του:
“Βίκυ, έχουμε κάποιο άλλο ραντεβού;”
“Όχι κύριε Χατζηγιώργο, τελειώσαμε για σήμερα…”
Έβγαλε ένα νέο επιφώνημα ευχάριστης αποδοχής και χαλάρωσε στο κάθισμά του. Στο νου του ήρθαν οι κουβέντες του τελευταίου πελάτη και φίλου του.
“Βαστάς ακόμα βρε θηρίο! Ήθελα να ‘ξερα πότε θα αποσυρθείς; Δεν κουράστηκες πια; Σαράντα χρόνια στην ιατρική, νισάφι πια βρε! Τι άλλο δηλαδή να προσφέρεις παραπάνω; Καιρός να ξεκουραστείς, να δώσεις στον εαυτό σου μια ανάσα” ήταν τα λόγια του φίλου και πελάτη του.
“Έλα πάψε, λύσσαξες! Ένα καλό που θα μου κάνει που θα σταματήσω είναι πως θα γλιτώσω τη γκρίνια σου…”
Ο άλλος τον κοίταξε έχοντας μαζέψει τα πράγματά του, λίγο πριν αποχωρήσει.
“Πότε είναι η εκδήλωση;”
“Σε μια βδομάδα, στο Νοσοκομείο…”
“Ωραία, θα είμαστε εκεί, δεν πιστεύω να χρειαστούμε πρόσκληση ε;”
Χαμογέλασε και τον ξεπροβόδισε για να έρθει να κάτσει στο γραφείο του. Ήπιε λίγο νερό, το είχε ανάγκη. 

Λευτέρης Χατζηγιώργος, διευθυντής της χειρουργικής κλινικής σε ιατρικό ιδιωτικό κέντρο, από τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα. Στα 65 του χρόνια, είχε καλλιεργήσει πλέον ένα μεγάλο και καταξιωμένο όνομα στο χώρο της ιδιωτικής μεγαλο-ιατρικής. Παντρεμένος με δύο μεγάλα παιδιά πλήρως αποκατεστημένα στην προσωπικη τους ζωή. Ήταν τυχερός και θα έλεγε κάποιος και ευνοημένος καθώς στην προσωπική και επαγγελματική του ανέλιξη συνετέλεσε η άμεση και απόλυτη βοήθεια, οικονομική και προωθητική, που του προσέφερε αφειδώς ο πεθερός του από τη θέση του. Μεγαλογιατρός στο χώρο της ιδιωτικής υγείας με ευρύτατο φάσμα γνωριμιών, εκεί ακριβώς που “έπρεπε”.  Ο ίδιος αποφάσισε πλέον ότι ήρθε η ώρα της απόσυρσης. Δεν είχε πλέον τίποτα άλλο παρά να απολαύσει το λαμπερό αποτέλεσμα αυτής της διαδρομής ζωής, που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1980, ως απλός τότε φοιτητής ιατρικής.

“Βίκυ…” κάλεσε τη γραμματέα του, “...έχουμε κάτι άλλο;”
“Κύριε Χατζηγιώργο, ναι έχω ένα δέμα για σας, θέλετε να σάς το φέρω τώρα ή να το αφήσω για αύριο;”
“Δέμα, τι δέμα;”
“Το έφερε το πρωί ένας κύριος, ζήτησα τα στοιχεία του, μου άφησε κάποιο τηλέφωνο, μού είπε θα καταλάβετε από το περιεχόμενο…”
Ο Χατζηγιώργος έδειξε απόλυτα παραξενεμένος.
“Δεν καταλαβαίνω… δεν περιμένω τίποτα… πώς ήταν αυτός ο άνθρωπος;”
“Κοντά στα εξήντα… καταπονημένος, θα έλεγα κάτι το απλό, το συνηθισμένο”
Ζήτησε από τη γραμματέα του να του το φέρει, Η περιέργεια του Λευτέρη ξύπνησε. Η γραμματέας έφυγε και σύντομα έμεινε μόνος. Το δέμα ήταν πάνω στο γραφείο, ελαφρώς ογκώδες. Χωρίς στοιχεία αποστολέα. Το άνοιξε. 

Το δέμα ήταν πάνω στο γραφείο του. Ελαφρώς ογκώδες και έδειχνε να περιέχει κάτι παραπάνω από απλά έγγραφα. Εξωτερικά δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο αναφοράς. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα κρατούσε στα χέρια του το αντικείμενο που έκρυβε το κουτί. Στο πρόσωπό του σχηματίστηκε η έκφραση μιας απορίας. “Τι να θέλει ένα τέτοιο κασετόφωνο εδώ μέσα; Ήμαρτον… τι είδους πλάκα είναι αυτή;…”. Το κασετόφωνο ήταν ένα μικρό πλακέ παλιάς εποχής, από αυτά που κυριαρχούσαν στη δεκαετία 1980. Το περιεργάστηκε με όλο και μεγαλύτερη προσοχή.
“Δεν είναι δυνατόν…” ψέλλισε. Η φλέβα στο δεξί του κρόταφο άρχισε να τρεμοπαίζει και το κάτω χείλος του άρχισε να τρέμει αμυδρά. Προσπάθησε να ελέγξει την ταχυπαλμία, που άρχισε να τον κυριεύει με βαθιές ανάσες. Άρχισε να εξετάζει το κασετόφωνο με προσοχή. Έλειπε το καλώδιο παροχής ρεύματος. Το γύρισε ανάποδα, είχε κανονικά τις μπαταρίες του.
“Δεν… δεν γίνεται αυτό….” μουρμούρισε. Μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει ότι στη μικρή του θήκη υπήρχε μια κασέτα. Άνοιξε το καπάκι, ήταν σε καλή κατάσταση.

Ο Χατζηγιώργος βίωνε μια πρωτοφανή ταραχή. Ένιωσε να χάνει την επαφή με τον κόσμο γύρω του λες και αυτό το κασετόφωνο τον γύριζε σε μια παλιά εποχή.
“Θεέ μου… αυτό το κασετόφωνο…”

Μέσα του πάλευε ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα. Αυτό το κασετόφωνο έδειχνε να το ΞΕΡΕΙ! Το δάχτυλό του τρεμούλιασε για λίγα δευτερόλεπτα. Λες και ολάκερος αιωρούνταν ανάμεσα σε ένα παρελθόν που έπρεπε να αποφύγει και σε ένα παρόν που τον έσπρωχνε αμείλικτα να το κάνει. Πάτησε το “play”.  Η γυναικεία φωνή, που ξεπήδησε από το μικρό ηχείο ερχόταν μέσα από τα σπλάχνα του παρελθόντος. Λες και είχε ξεφύγει από ένα σκοτεινό κελάρι και γέμιζε τα πάντα γύρω της με ορμή και ανατροπή. Η φωνή ήταν αχνή, γαλήνια, ήρεμη, συνάμα υπνωτιστική αλλά και ταλαιπωρημένη. Μια προς μια οι λέξεις έφευγαν σαν σφυριά για να χτυπήσουν βίαια το μυαλό του.

“Ναι, τα χρόνια πέρασαν… Τα πάντα άλλαξαν. Όμως ξέρω ότι με θυμάσαι. Με έθαψες στα βάθη της μνήμης σου, προσδοκώντας να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις. Τώρα πια δεν έχεις τον καιρό που πάντα αποζητούσες. Σου μένουν μόνο λίγες μέρες…”

Ο Χατζηγιώργος ένιωσε να καίγεται. Ξεκούμπωσε τη λευκή ιατρική του ζακέτα. Έλυσε τη γραβάτα του. Ήπιε άφθονο νερό από το ποτήρι, που χόρευε στο χέρι του. 
“Όχι… όχι….δεν είναι αυτό… δεν μπορεί να είναι ΑΥΤΗ...μα πώς…”

Σηκώθηκε να αλλάξει παραστάσεις. Παρέσυρε μια κορνίζα από το γραφείο, πήγε στο παράθυρο, το άνοιξε αλλά τίποτα δεν άλλαξε μέσα του. Γύρισε στο γραφείο, έκατσε και άκουσε ξανά την κασέτα.   Δεύτερη και τρίτη φορά. Τα ίδια λόγια αλλά σαν κάτι να άλλαζε, μια αναπνοή, μια δύσκολη αναπνοή. Ναι, ήταν γιατρός. Καταλάβαινε ότι αυτή η αναπνοή δεν ήταν υγιής, είχε κάτι το άρρωστο, μια έντονη δυσκολία. Αλλά… πίσω της… ναι… ήταν σίγουρος… πόνεσε το αυτί του να ακούσει. Ένας ήχος, μια μουσική, ένα τραγούδι...δεν έπιανε τα λόγια.. μάλλον ξένα…

“Στο διάολο!” ούρλιαξε, πετώντας δεξιά αριστερά διάφορα πράγματα από το γραφείο του. Τι λέει αυτό το τραγούδι, κάτι σαν χτύποι ρολογιού ήταν...αλλά… Πώς θα το εύρισκε. Σωριάστηκε στη πολυθρόνα του. Μέσα του μεγάλωνε συνέχεια μια βεβαιότητα, την οποία έτρεμε να αποδεχτεί. Μια  βεβαιότητα που έγινε απόλυτη σαν επεξεργάστηκε το πίσω μέρος του κασετοφώνου. Εκεί στο καπάκι με τις μπαταρίες έχασκε μπροστά ένα τοσοδούλι αυτοκόλλητο με μια κόκκινη μικρή πασχαλίτσα!
“Είναι δικό της! Είναι ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΗΣ! Θεέ μου, αυτό είναι! Όμως… η φωνή… αυτή η φωνή…”

Βασανιζόταν από σκέψεις και ερωτήματα. ΑΥΤΟ το κασετόφωνο με ΑΥΤΟ το σημάδι, το ήξερε πολύ καλά. Γνώριζε την κάτοχό του. Όμως αυτή η φωνή όπως έβγαινε μάλλον στο σήμερα….δεν του έλεγε κάτι. Θυμήθηκε τα λόγια στην κασέτα: “...Τα πάντα άλλαξαν. Όμως ξέρω ότι με θυμάσαι. Με έθαψες στα βάθη της μνήμης σου, προσδοκώντας να με ξεχάσεις. Μην το κάνεις…”.

Ο γιατρός, Λευτέρης Χατζηγιώργος, ήταν αντιμέτωπος με ένα από τα πιο μεγάλα σοκ στη ζωή του. Ένα σοκ, που τον πήγαινε πάρα πολλά χρόνια πίσω για να συνδεθεί άμεσα με αυτά.

(Συνεχίζεται...)




Φίλες και φίλοι, αυτή είναι η δική μου συμμετοχή στον 4ο κύκλο του λογοτεχνικού μας δρώμενου, "Μια ιδέα-μια έμπνευση".
Είναι ένα διήγημα, που θα ολοκληρωθεί σε πέντε (5) μέρη.

Υπενθυμίζω ότι οι συμμετοχές στο δρώμενο είναι ανοιχτές και φυσικά μπορείτε να έχετε την συνολική του παρουσίαση εδώ στο μπλογκ του


Έχετε πάντα το σεβασμό και την εκτίμησή μου για τη συμμετοχή σας σε ένα δρώμενο, που συνεχίζει να πλουτίζεται με το θησαυρό της δικής σας δημιουργίας. Σας ευχαριστώ.