H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 11η ανάρτηση

 "Τα δώρα της Αρμονίας"


 "Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος "Περί Θεών και κόσμου"

Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7




Στην προηγούμενη 10η ανάρτηση, στο κεφάλαιο 2.6, στο πρώτο του μέρος, είδαμε τον Κρέοντα με το μυστικό του απόσπασμα να φτάνει στον Κολωνό, να βρίσκει το σπίτι όπου φιλοξενούνταν ικέτης ο Οιδίποδας με την Αντιγόνη και να προσπαθεί να πείσει το γέρο βασιλιά να τον ακολουθήσει στη Θήβα. Στη σθεναρή αντίστασή του, ο Κρέων θα απαντήσει απαγάγοντας βίαια τις δύο του κόρες για να τις χρησιμοποιήσει ως ομήρους πίεσης του Οιδίποδα.
Η άμεση παρέμβαση του Θησέα, βασιλιά της Αθήνας, όπου φτάνει στο μέρος επικεφαλής δύναμης Αθηναίων, ανατρέπει τα σχέδια του Κρέοντα και σώζει τον Οιδίποδα.
Οι Αθηναίοι ξεχύνονται πίσω από τους απαγωγείς, τους οποίους και εντοπίζουν επιστρέφοντας πίσω με τις δύο κόρες της Θήβας. Ο Θησέας απελευθερώνει την Αντιγόνη με την Ισμήνη και διώχνει άμεσα απ' την Αθήνα τον Κρέοντα, σώζοντας έτσι τον ικέτη του. 


Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, τα μουσικά θέματα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι δύο, ένα ξεχωριστά για τα δύο υποκεφάλαια που ακολουθούν


11η Ανάρτηση

Κεφάλαιο 2.6 (Συνέχεια)

Πατέρας και γιος

 

“Ένας άντρας έξω γυρεύει την άδεια να συναντήσει τον πατέρα σας” διέκοψε απότομα τις προηγούμενες στιγμές ένας από τους Αθηναίους στρατιώτες που φύλαγαν το σπίτι τους.

“Ποιος μπορεί να είναι;” ρώτησε ο Οιδίποδας απορημένος.

“Αφήστε να δω πρώτα εγώ” είπε ο Ρήσος και αποφασιστικά και προστατευτικά κινήθηκε προς το εξωτερικό μέρος του σπιτιού.

Οι στιγμές που μεσολαβούσαν έδειχναν να είναι βουτηγμένες στην απορία, την οποία μετέτρεψε σε τρομερή έκπληξη και αναστάτωση ο Ρήσος καθώς επέστρεφε ορμητικά στο εσωτερικό μην μπορώντας να κρύψει έναν συνδυασμό έντονων συναισθημάτων ανάμεσα στην ταραχή και τη χαρά.

“Οιδίποδα είναι ο γιος σου ο Πολυνείκης!” ξεφώνισε.

Τα μάτια της Αντιγόνης και της Ισμήνης συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα που ξαφνικά γέμισε φως και μια απροσδόκητη χαρά. Την αμέσως επόμενη στιγμή αφού έσφιξαν η μία τα χέρια της άλλης στράφηκαν στον πατέρα τους. Ένας πρωτόγνωρος ηλεκτρισμός ήρθε να απλωθεί αστραπιαία στην ατμόσφαιρα. Η αντίδραση, που άκουσαν από τα χείλη του, με την βαθιά φωνή του, τις γέμισε με απογοήτευση.

“Τι θέλει αυτός εδώ; Με ποιο περισσό θράσος με γυρεύει; Πείτε του να φύγει!” ήχησε στο σπίτι η αντάρα του Οιδίποδα. Τα πόδια και των δύο θυγατέρων του, κόπηκαν λες απ’ τη ρίζα τους. Η Αντιγόνη συνήλθε γρήγορα από το σοκ.

“Πατέρα! Γιατί;”

“Δεν θέλω να τον βλέπω στα μάτια μου!”

“Όχι! Σε παρακαλώ πατέρα! Άφησέ τον! Δεν ξέρουμε τι θέλει να μας πει, δεν ξέρουμε τι μπορεί να έχει γίνει!” συμπλήρωσε η Ισμήνη ικετευτικά με όση προσπάθεια μπορούσε να βγάλει απ’ την ψυχή της.

Ο Οιδίποδας σιώπησε για κάποιες στιγμές, ύστερα απάντησε.

“Μονάχα για το δικό σας λόγο, μόνο για αυτό, να το ξέρετε” απάντησε εκείνος συμβιβαζόμενος.

Η Αντιγόνη έκανε νόημα στον Ρήσο να οδηγήσει τον Πολυνείκη στο εσωτερικό.  Ο Οιδίποδας έδειχνε ατάραχος και παγωμένος. Λες και κανένα συναίσθημα δεν έτρεχε μέσα του για το γιο του,  που έφτανε κοντά του μετά από τόσον καιρό. Όμως δεν θα μπορούσε να πει κανείς το ίδιο για τις δύο κόρες του. Είχαν να δουν τον αδελφό τους μήνες ολάκερους, από τη μέρα εκείνη που εγκατέλειπε τη Θήβα διωγμένος και εξόριστος από τον άλλο τους αδελφό τον Ετεοκλή. Στα στήθη τους φτερούγισαν οι καρδιές τους. Η γλυκιά προσμονή για τον αγαπημένο τους τις κατέλαβε απόλυτα. Τα χείλη τους άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια τους έστεκαν καρφωμένα εκεί στην είσοδο του σπιτιού για να δουν τη μορφή του να γεμίζει το χώρο με την επιβλητική του κορμοστασιά και παρουσία.

 

Ο Πολυνείκης διάβηκε το κατώφλι της πόρτας. Η μορφή του, όμορφη, στιβαρή, στάθηκε ακίνητη στην είσοδο του δωματίου. Ήταν τόσο εντυπωσιακός. Η ματιά του, γεμάτη από μια γλυκιά προσμονή και νοσταλγία και όλη του η ψυχή έβγαζε τον αγέρα μιας αμέριστης χαράς και προσδοκίας. Ήταν εκεί! Απέναντί του! Οι δικοί του άνθρωποι, το αίμα του. Ο πλάστης με τις αδελφές του. Μυριάδες συναισθήματα έστησαν χορό να βγουν από μέσα του, να εκφραστούν, να φωνάξουν.

“Πατέρα! Αδελφές μου!” ήταν οι πρώτες δύο κουβέντες που βγήκαν απ τα χείλη του.

Η Ισμήνη με την Αντιγόνη σάρωσαν κάθε δισταγμό και ρίχτηκαν στην αγκαλιά του. Ο Οιδίποδας έμεινε εντελώς ακίνητος και ανέκφραστος στο βάθος του δωματίου. Τα πληγωμένα του μάτια έχασκαν ακίνητα στο πουθενά με ανατριχιαστικό τρόπο.

“Αδελφέ μας!” ήταν η φωνή που γέμισε το στόμα και των δυό τους. Ήταν η έκφραση της χαράς λουσμένης στον πόνο τόσων μηνών απουσίας, ήταν η λύτρωση μιας αγωνίας ριζωμένης στα γεγονότα που είχαν ακολουθήσει.

“Ήρθα αδελφές μου! Πόσο χαίρομαι αυτή τη στιγμή, πόσο η ψυχή μου πεταρίζει στην αγκαλιά σας. Ω Δία ύψιστε σε ευχαριστώ που αξίωσες, τη ζεστασιά τους να νιώσω ύστερα από τόσον καιρό”

Έμειναν για λίγο οι τρεις σε μια αγκαλιά που δεν ήθελε να χωριστεί. Πέρα στη γωνία, ο Ρήσος με την Νηρίτη, έστεκαν διακριτικά, συγκινημένοι κι αυτοί. Και τότε ήρθε η ώρα! Η δύσκολη στιγμή για το επόμενο βλέμμα. Κάποια στιγμή τα μάτια του Πολυνείκη διασταυρώθηκαν με το σκοτεινό βλέμμα του πατέρα του. Τον έβλεπε παντελώς παγωμένο εκεί απέναντί του και ένα βάρος άρχισε σιγά-σιγά να φορτώνεται στην καρδιά του. Κάποια στιγμή που τα χέρια απ τις αδελφές του κατέβηκαν απ το σώμα του κινήθηκε αργά με ένα βήμα προς τον Οιδίποδα. Μούδιασε ελάχιστα μπροστά του. Ήθελε να ριχτεί στην αγκαλιά του μα η απόκοσμη στάση του, τον εμπόδιζε.

“Πατέρα… είμαι ο γιος σου ο Πολυνείκης… γιατί στέκεις εκεί σιωπηρός; Ήρθα κοντά σου! Δεν με κράτησε μακριά σας τίποτα, το βλέπετε…”

Ο Οιδίποδας παρέμενε στη σιωπή. Σαν να μην υπήρχε καν στο χώρο. Ο Πολυνείκης έκανε το αποφασιστικό βήμα. Πλησίασε κοντά του, στάθηκε λίγα εκατοστά απέναντί του, άπλωσε τα χέρια του και άγγιξε τους ώμους του πατέρα του σαν να δήλωνε το μοίρασμα των συναισθημάτων του, συνέχισε:

“Πατέρα η σιωπή σου, απορίες μού γεννά, γιατί αυτή σου η παγωμάρα; Αδελφές μου, τι έχει ο πατέρας μαζί μου και στέκει έτσι…”

Τα χέρια του Πολυνείκη κρεμάστηκαν, λες νεκρά από τους ανέκφραστους ώμους του Οιδίποδα. Η Αντιγόνη διάβασε την ψυχή του πατέρα της και αποφάσισε να δώσει το δικό της αγώνα να σπάσει αυτήν την αποξένωση. Ακούστηκε η φωνή της:

“Πως ήξερες για μας αδελφέ μου; Πώς έμαθες ότι είμαστε εδώ;”

“Το φρόντισα αδελφή μου, κάθε φορά γύρευα τρόπο να μάθω νέα σας, πού είστε, τι κάνετε, τι γίνεται πίσω στην πατρίδα. Έτσι έμαθα για σας και τον ερχομό σας στην Αθήνα”

“Τι σε φέρνει εδώ αδελφέ μας;” ήταν η σειρά της Ισμήνης να ρωτήσει.

“Ρωτάς Ισμήνη τι με φέρνει εδώ; Κοντά σας; Γίνεται να μην καταλαβαίνεις την αντάρα της ψυχής μου; Την αγωνία μου για σας;”

Έκανε ένα ακόμα βήμα προς τον πατέρα του:

“Πατέρα, σε ξένη γη εξόριστος έφυγα, διωγμένος απ τη γη μου. Το ξέρεις δα. Ξέρεις και για τη στάση του αδελφού μου, του γιου σου Ετεοκλή. Ατίμασε τις συμφωνίες και με έδιωξε απ την πατρίδα. Όπως ακριβώς και σένα πατέρα! Το ένδοξο Άργος με περιμάζεψε. Ο βασιλιάς Άδραστος με έκανε γαμπρό του, ξεκίνησα μια νέα ζωή εκεί…”

“Το μάθαμε Πολυνείκη, μάς το είπε η Ισμήνη σαν ήρθε…” διέκοψε η Αντιγόνη.

 

Η φωνή του Οιδίποδα βγήκε απ το στόμα του βαθιά και υπόκωφη.

“Μάλλον θα ξέχασες, των λόγων μου το προμήνυμα, όπως μαζί μ’ αυτό και τόσα άλλα”

“Πατέρα τίποτα δεν ξέχασα! Των λόγων σου την κατάρα καλά θυμάμαι και ποτέ δεν την αψήφισα. Όμως δεν είμαι εγώ αυτός, που έκανα οδηγό μου το ανάθεμά σου. Δεν είμαι εγώ, που μοίρασα το βασίλειο με αίμα”

“Και τι άλλο κρύβει η πρόθεσή σου εκτός απ αυτό;”

“Τι ξέρεις για την πρόθεσή μου πατέρα;”

“Δεν τολμάς να την φωνάξεις μπροστά μου;”

“Κάθε άλλο! Για αυτό ήρθα εδώ, για αυτό σας ψάχνω μήνες τώρα, από τότε που στάθηκα στο Άργος και έσιαξα τη ζωή μου”

“Τότε θυμάσαι καλά, των λόγων μου το ανάθεμα και παρ’ όλα αυτά ίσια τραβάς σε αυτό”
“Πατέρα άκουσέ με! Και εσείς αδελφές μου. Κανείς δεν δέχεται βουβά το διώξιμο απ την πατρίδα του. Κανείς δεν υποκύπτει, στου σπιτιού του το χωρισμό και την εξορία. Κανείς δεν θα αδιαφορήσει μπροστά στο να χάσει την οικογένειά του. Και μάλιστα με τέτοιο τρόπο. Άδικο! Άνανδρο! Ναι! Θέλω να γυρίσω στη Θήβα! Γιατί να απολογηθώ για αυτό; Γιατί να νιώθω ένοχα; Θέλω να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει. Και η επιστροφή μου εκεί θέλω να οδηγήσει σε ένα πράγμα, σάς το λέω καθαρά. Πατέρα θέλω να γυρίσεις εκεί! Στη γη σου. Στη Θήβα που μεγαλούργησες. Έτσι έχω μαζί μου στο Άργος, τους Δαναούς όλους και το βασιλιά να στέρξουν στον αγώνα μου αυτό, κάνοντάς τον και δικό μου. Έλα μαζί μου πατέρα! Ας αφήσουμε πίσω τις πικρές στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή μας. Και εγώ τη στάση μου που σε πίκρανα και εσύ με την κατάρα σου τη μεγάλη. Πατέρα έλα μαζί μας! Με των Θεών τη δύναμη και των χρησμών τη κρίση θα φέρουμε τα πράγματα όπως πρέπει”

Ο Πολυνείκης σταμάτησε. Είχε φορτώσει με συγκίνηση και συναισθήματα. Καρτερούσε την απόκριση του πατέρα του. Εκείνος σηκώθηκε από εκεί που ακουμπούσε. Έκανε ένα διστακτικό βήμα μπροστά αδύναμο και ασταθές. Των λόγων του όμως η δύναμη κάθε άλλο παρά σβησμένα βγήκε απ τα χείλη του.

 

“Της εξουσίας ο πόθος και του θρόνου το χρυσάφι! Αυτό είναι όλο στη σκέψη σου…”

“Όχι πατέρα κάνεις λάθος…”

“Πάψε!” τον σταμάτησε με οργή, “Σ’ άκουγα ώρα να αραδιάζεις τα σχέδιά σου, να ανασκευάζεις τα γενόμενα και να προσπαθείς να μας κάνεις όργανά σου, στο να σηκώσεις το σπαθί στην ίδια σου την πατρίδα!”

“Ποια γενόμενα ανασκευάζω πατέρα! Πού λέω ψέματα; Δεν σηκώνω κανένα σπαθί πατέρα, να μετρηθώ με του αδελφού μου την ατιμία προσπαθώ…”

“Με τι τρόπο;” τού φώναξε.

“Θα προσπαθήσω να τον μεταπείσω. Θα κάνω τα πάντα, σού δίνω το λόγο μου για να μην είμαι αυτός, που θα ρίξω το πρώτο δόρυ. Έχω ύστατες ελπίδες ότι θα το σκεφτεί. Αδελφός του είμαι”

“Τα ξέχασες όλα λοιπόν. Λες, νοιάζεσαι για μένα και δεν ντρέπεσαι. Γιατί είσαι εσύ, που με έδιωξες απ τη γη μου, εσύ με τον αδελφό σου με φυλακίσατε σαν κλέφτη, στου δωματίου τη φυλακή να μην σας μολεύω. Και έρχεσαι τώρα να με σύρεις να σταθώ δίπλα σου σε πόλεμο ακόλουθος. Αν δεν είχα τις αδελφές σου, θα ήμουνα ήδη νεκρός. Αν δεν είχα το Θησέα και την Αθήνα να μού σταθεί θα ήμουνα ακόμα ζητιάνος και φυγάδας”

“Πατέρα και το Άργος με τους Δαναούς μαζί σου θα σταθεί…”

“Μέσα στο αίμα βαδίζεις μια ακόμα φορά αχρείε!” κραύγασε ο Οιδίποδας προκαλώντας το ρίγος στις δύο κόρες του. Έβλεπαν ότι όλα οδηγούνταν σε αδιέξοδο.

“Πατέρα! Ο θυμός απ τα περασμένα δεν είναι καλός σύμβουλος στο τώρα!” διέκοψε η Αντιγόνη.

 Ο Οιδίποδας όμως συνέχισε:

“Μαζεύεις στρατό και δόρατα, πόλεμο σχεδιάζεις λες στο νου σου. Κι ήρθες εδώ να γίνεις κήρυκάς του και σε μάς. Να μας κάνεις κοινωνούς του. Η εξουσία σε νοιάζει και τίποτα άλλο. Πρόσχημα είμαι εγώ όπως ήμουν και τότε. Να με χρησιμοποιήσεις θέλεις για να με βάλεις τρόπαιο στην εκστρατεία, που λες ότι ετοιμάζεις. Μού ζητάς να μπω μπροστά, να σταθώ απέναντι απ τις πύλες της πόλης που έσωσα απ τη κατάρα της Σφίγγας. Αναλογίζεσαι τι πραγματικά θέλεις; Να με βάλεις φόβητρο στον αδελφό σου…”

“Πατέρα, ναι σε πίκρανα! Το βάρος των ξένων της πόλης, η κοινή γνώμη, το τι λένε οι άλλοι, ήρθε νοσηρό να μάς κάνει, εμένα και τον αδελφό μου να σε κλείσουμε σε μια ζωντανή φυλακή στο παλάτι μέσα. Είναι κάτι που μετάνιωσα, που ντρέπομαι αν θες. Όμως, το άδικο δεν το συλλογιέσαι; Πώς γίνεται και δεν το βλέπεις; Τι το άνομο σου ζητώ; Να έρθεις μαζί μου, να γυρίσεις στο σπίτι σου”

“Με ποιον τρόπο θα γυρίσω σπίτι μου; Τροπαιούχο σε καμμένη πόλη; Πήγαινε λοιπόν να αναζητήσεις την εξουσία αυτή μονάχος σου και να ξέρεις ότι θα βουλιάξετε και οι δύο στο αίμα της αλληλοσφαγής σας!”

“Πατέρα για όνομα των Θεών!” είπε με δύναμη η Αντιγόνη.

“Πάψε θυγατέρα! Μιλάω εγώ τώρα! Σας το είχα πει τότε. Σαν τα αρπαχτικά του ουρανού στεκόσαστε πάνω απ το θρόνο μόλις παραιτήθηκα…”

“Τη διαδοχή σου φροντίζαμε πατέρα, ποιο το ατόπημα;”

“Με το δικό μου αφανισμό; Σάς ήμουν βάρος και μίασμα. Σύρε στο Άργος, δεν θέλω να σε ξέρω. Δεν υπάρχεις για μένα. Μήτε εσύ μήτε ο άλλος. Παρά μονάχα οι θυγατέρες και η γυναίκα μου αλίμονο και μάνα μου. Τράβα να διαλαλήσεις στους Αργείους πως η κατάρα του Οιδίποδα για πάντα θα βαστάει. Δεν θέλω να σε δω ποτέ πάλι μπροστά μου…”

 

Η Ισμήνη με την Αντιγόνη έμειναν καθιστές με λυγμούς μπροστά σε όσα άκουγαν. Ο Πολυνείκης έκανε κάποια βήματα σαν να τον χτύπησε αστροπελέκι. Εμφανώς συγκινημένος και κλονισμένος προσπάθησε να μιλήσει:

“Πατέρα κρίμα κι άδικο στα λόγια σου. Όχι... όχι δεν είναι δυνατόν αυτά να είναι τα λόγια σου. Δεν το πιστεύω. Δεν νιώθω να έχω μπροστά μου εκείνον που μάς ανάθρεψε. Αυτή η σκληρότητα δεν είναι του μεγάλου Οιδίποδα”, γύρισε στις αδελφές του “τουλάχιστον εσείς! Αίμα μου, αδελφές μου. Μην με αποδιώχνετε. Ας μένει η αγκαλιά σας το δικό μου αποκούμπι. Κι αν οι κατάρες του πατέρα, νεκρικό στρώσουν μονοπάτι, τότε θέλω με τα δικά σας χέρια να πάω όμορφος στον Άδη”

Η Αντιγόνη τον έπιασε ικετευτικά απ τους ώμους:

“Πολυνείκη, σε ικετεύω, σταμάτα κάθε τέτοια σκέψη μέσα σου. Μην φορτώσεις στα χέρια σου όπλα και φωτιά για τη Θήβα”

“Αγαπημένη μου αδελφή, ξέρεις τι κάνεις; Με κατηγορείς λες και μόνο εγώ θα κρίνω της απόφασης το βάρος. Σας είπα και πριν ότι θα κάνω τα πάντα να μεταπείσω τον αδελφό μου και εσείς με φωνάζετε βάρβαρο. Με κρίνατε ήδη να μείνω με της εξορίας το φαρμάκι; Το δίκιο μου να θάψω;”

“Τι κέρδος θα έχεις αν φωτιά βάλεις στη πόλη; Αν κάψεις τη γη σου τι θα κερδίσεις; Πες μου!”

“Με ανόσιους σκοπούς με συνδέεις αδελφή μου, δεν έχω τέτοια πρόθεση”

“Ακούστε τον Θεοί, το θράσος του ατέλειωτο” κραύγασε ξαφνικά ο Οιδίποδας, “ακόμα και τον πόλεμο μπορείς να τον ορίσεις; Ακούστε τον! Άρη, του πολέμου κήρυκα, ο γιος μου θα βάλει κανόνες, στης μάχης τη θύελλα. Θα ορίσει το αίμα των νεκρών, και στα ορφανά και τις χήρες θα βάλει μέτρο. Ακόμα κι αυτό το μπορεί…”

Ο Πολυνείκης άνεβασε λίγο τον τόνο της αγανάκτησής του.

“Το ότι περίγελος από έναν αδελφό ψεύτη έχω γίνει δεν μετράει αδελφές μου;  Εγώ είμαι ο κατηγορούμενος λοιπόν; Εγώ ο φταίχτης; Εγώ έσπασα τον όρκο; Με εκείνον συγκατοικείτε στη δή σας. Για αυτόν δεν έχετε ορμήνεια; Δεν έχετε σ’αυτόν λέξη να αποτανθείτε; Θα στείλω πρεσβευτές στην αυλή του. Να πειστεί, να κάνουμε καινούργια συμφωνία…”

“Αυτό ναι είναι το καλύτερο” φώναξε η Ισμήνη.

“Κι αν αρνηθεί; Τι με προστάζετε να κάνω;”

Σιωπή έπεσε στο δώμα.

 

“Τι με προστάζετε να κάνω πείτε μου!” φώναξε ξεσπώντας ο Πολυνείκης. Απάντηση δεν πήρε.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον πατέρα του. Το ύφος του ήταν πικραμένο αλλά γεμάτο συναισθήματα.

“Περίμενα αυτη μας η συνάντηση άλλη τροπή να είχε. Έλπιζα να καταλάγιαζε το αρχικό σου μένος. Ζούσα όλον αυτόν τον καιρό με τον όνειρο να αφήναμε πίσω το κακό,  που μας ακολουθεί. Όμως λάθεψα. Κρίμα... δεν το περίμενα ομολογώ.  Έχε γεια πατέρα! Πριν φύγω θέλω, μία ακόμα φορά,  να ζητήσω συγχώρεση για εκείνη μου τη στάση στη Θήβα. Αυτό μονάχα. Και να σας έχει ο Απόλλωνας καλά. Και εσάς αδελφές μου αγαπημένες. Εύχομαι να σάς ξαναδώ όλους. Εγώ θα κάνω αυτό που έχω στην καρδιά και στο νου μου. Κι αν είναι θέλημα Θεών μπροστά στη πόλη μου νεκρός να πέσω, ένα έχω και εγώ τελευταίο να ορίσω. Θέλω απ τα χέρια σας τον τελευταίο χαιρετισμό να έχω… τα νομίσματα στον Άδη και το χώμα που θα με σκεπάσει, δικό σας δώρο στερνό, θέλω να είναι”

Οι τελευταίες του κουβέντες βγήκαν ασυνάρτητες, πνιγμένες σε ένα βαθύ λυγμό μέσα απ’ την καρδιά του. Έγιναν πάλι οι τρεις τους μια αγκαλιά με προτροπές και ευχές.

"Ο Οιδίποδας καταριέται εκ νέου τον Πολυνείκη", John Perry, 1826. Λονδίνο Βρετανικό μουσείο


 

“Κάνε ότι μπορείς, τη στράτα του πολέμου να αποφύγεις αδελφέ μου, θα είναι συμφορά για όλους μας και μακάρι ο ίδιος ο Δίας, των Θεών ο άρχοντας να βοηθήσει για τούτο” τού είπε η Ισμήνη.

“Πατέρα….σε χαιρετώ…. Αδελφές μου αγαπημένες, όρκο δίνω βαρύ, να ξαναβρεθούμε. Να ασπαστείτε τη μητέρα όταν επιστρέψετε”.

 

Έριξε μια ματιά στον Ρήσο και την Νηρίτη που παράστεκαν αποβολωμένοι, σιωπηροί και έσυρε τα βήματά του έξω από το σπίτι. Πριν ανέβει, στου αλόγου του τη σέλλα, έριξε μια ματιά προς τα πίσω. Η Αντιγόνη έτρεξε προς το μέρος του. Στάθηκε στην πόρτα, κρεμάστηκε από αυτήν να μην σωριαστεί χάμω απ τη θλίψη της. Για δεύτερη φορά έβλεπε τον αδελφό της να φεύγει σχεδόν κυνηγημένος. Η πρώτη ήταν στη Θήβα διωγμένος απ τον αδελφό του, η δεύτερη τώρα απ τον πατέρα του. Σκέφτηκε με απέραντη θλίψη ότι οι επιλογές μας, πολλές φορές σημαδεύονται από παλιότερες πράξεις μας με τρόπο τραγικό για μας.

 




Το τέλος και η επιστροφή

 

Είχαν περάσει κάποιες μέρες από τα γεγονότα που ακολούθησαν την άφιξη της Ισμήνης στον Κολωνό. Ο καιρός είχε κρυώσει αρκετά. Το Φθινόπωρο έδειχνε τις πρώτες του διαθέσεις. Ανάμικτα ήταν τα συναισθήματα που βάραιναν τις δύο κόρες του Οιδίποδα. Σώθηκαν την τελευταία στιγμή απ τα αδηφάγα χέρια του Κρέοντα και τις βουλές του αδελφού τους, του Ετεοκλή. Αλλά απ την άλλη, για μια ακόμα φορά, έχασαν τον άλλο αδελφό τους τον Πολυνείκη. Το αγεφύρωτο χάσμα με τον πατέρα τους, έστεκε ανάμεσά τους αξεπέραστο. Ύστερα είχαν και ένα άλλο πρόβλημα που τις απασχολούσε αμέσως μετά από όλα αυτά. Η κατάσταση του Οιδίποδα είχε απότομα επιδεινωθεί. Έβλεπαν πάνω του κάτι που δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Κάτι παράξενο που τις τρόμαζε. Έβλεπαν τον τυφλό γέροντα, κάποτε επιβλητικό Οιδίποδα, να ακροβατεί ανάμεσα σε τούτον τον κόσμο αλλά και σε κάτι άλλο απρόσιτο για αυτούς. Τον έχαναν, δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τα λόγια του, έβλεπαν το ζάρωμά του, λαχτάριζαν με την σιωπή του, που γίνονταν όλο και πιο βαθιά. Ένας Οιδίποδας μακρινός όσο ποτέ. Σαν να έφευγε από κοντά τους και έψαχνε τρόπο να τους το πει. Έτρεμαν στην ιδέα αυτή αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι για να την ανακόψουν.

 

Ένα από τα βράδια που ακολούθησαν είδαν μια κάποια αλλαγή επάνω του. Έσπασε μετά από μέρες τη σιωπή του και ζήτησε να τους μιλήσει. Ήταν μια νύχτα, που ένας βροχάρης άνεμος είχε αρχίσει να σαρώνει την Αττική γη. Και ολόγυρα στον ουρανό φωτεινά φίδια αυλάκωναν το στερέωμά του.

“Θυγατέρες μου καθίστε κοντά μου, δεν ξέρω πόσες ακόμα τέτοιες ευκαιρίες θα βρούμε…”

Η Αντιγόνη κοιτάχτηκε με την Ισμήνη στα μάτια απορημένη και ανήσυχη. Ήρθαν κοντά του στο κρεβάτι που συνήθιζε να περνά τις ώρες του τελευταία. Άπλωσε τα χέρια του να τις αγγίξει, να τις σκεπάσει με την αγκαλιά του.

“Πόσα περάσαμε μαζί! Πόσα είδαν τα μάτια μας και ένιωσε η καρδιά μας…” Δεν μιλούσαν.

“Νομίζω πως ήρθε πια η ώρα…”

“Ποια ώρα πατέρα μου; Τι λες;” τον σταμάτησε η Αντιγόνη.

“Η ώρα παιδί μου που πρέπει να φύγω. Η ώρα του αποχωρισμού. Η ώρα που σήμαναν πια οι Θεοί για να ξεκουράσω το πληγωμένο μου σώμα και την πονεμένη μου ψυχή…”

“Πατέρα σταμάτα, δεν είναι λόγοι ετούτοι…” συμπλήρωσε η Ισμήνη. Όμως ο Οιδίποδας είχε ξεκινήσει τη δική του αφήγηση που έβγαινε μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς του. Προσπαθούσε με τα τυφλά του μάτια να τις “δει”. Άπλωσε τα χέρια του στα πρόσωπά τους ψηλαφώντας τα.

“Προσπαθώ να σας θυμηθώ στα χαρακτηριστικά σας. Στο πέρασμα των χρόνων σας. Διάβηκα μια μεγάλη πορεία κόρες μου στη ζωή μου. Γεμάτη μεγαλείο, δύναμη, κακορίζικη μοίρα, τραγωδία και θάνατο. Ήρθα απέναντι στους Θεούς…”

“Όχι εσύ πατέρα… άλλα έφταιξαν για τούτο και το ξέρεις, πάψε να κατηγορείς τον εαυτό σου…” τού είπε η Αντιγόνη.

“Σημασία έχει ότι εγώ ήμουν αυτός που προκάλεσα την οργή τους. Που έγιναν πρόξενος κακού και καταστροφής. Και δεν έφτανε αυτό, μετά συγκρούστηκα με τα παιδιά μου. Ήταν δική τους σειρά τα αγόρια μου να με ξεγράψουν χρεώνοντάς μου το μίασμα… Ποιος ξέρει, ίσως να είχαν δίκιο. Νιώθω ότι ήρθε η ώρα να εκπληρωθεί ο χρησμός”

“Ποιος χρησμός πατέρα;” ρώτησε ανήσυχη η Ισμήνη.

“Θα πεθάνω κόρη μου…”

“Πάψε!” είπαν με μια φωνή και οι δύο ανάστατες, ταραγμένες.

“Οι Ερινύες που χρόνια με κυνηγούσαν αδυσώπητες μετά το θάνατο του πατέρα μου και οι προσταγές των Θεών, με έφεραν εδώ. Σε ετούτον εδώ τον ιερό τόπο. Στο άλσος τους. Το αισθάνομαι ότι έφτασε και η δική μου ώρα”.

“Είμαστε εδώ κοντά σου, σε παρακαλώ, πάψε να μας τρομάζεις” προσπάθησε να τον μεταπείσει η Ισμήνη.

Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα πονεμένα σκοτεινά του μάτια.

“Κανείς δεν σάς αγάπησε όπως εγώ! Θυγατέρες μου λατρεμένες. Αυτό να το θυμάστε. Ύστερα από ότι γίνει να γυρίσετε στην πατρίδα σας. Στο σπιτικό σας. Ίσως κλείσει αυτός ο κύκλος της κατάρας και λυτρωθείτε όλοι σας. Σάς περιμένει η μητέρα σας και η πικραμένη μου μάνα και ομόκλινή μου αλίμονο”

“Πατέρα, η μοίρα μας είναι κοντά σου. Δεν θα σε αφήσουμε ποτέ!” είπε με πάθος η Αντιγόνη.

“Το ξέρω καλή μου. Το αποδείξατε. Μένω με τις μορφές σας στην ψυχή μου. Εκεί στους χθόνιους Θεούς του Άδη θα προσεύχομαι για το καλό σας. Δεν θέλω να φοβάστε. Δεν θέλω να λυγίσετε μπροστά σε τίποτα. Έχετε ζωή μπροστά και τα άνομα έργα των αδελφών σας να αντικρούσετε”

Λυγμοί είχαν καταβάλει και τις δύο τους. Ένα κλάμα βουβό και των τριών. Ένας αποχαιρετισμός φορτωμένος συναισθήματα και αγάπη.

“Πηγαίνετε τώρα να ακουμπήσετε και εσείς. Η νύχτα έχει προχωρήσει πολύ. Θέλω και εγώ να αναπαυτώ” τους είπε.

“Να μείνουμε κοντά σου;” ρώτησε η Ισμήνη.

“Όχι, δεν χρειάζεται. Θα προσπαθήσω να κοιμηθώ”

 

Σηκώθηκαν. Τον ξάπλωσαν τρυφερά στο κρεβάτι. Έριξαν μια ματιά λίγο πριν τον αφήσουν μόνο του. Έβλεπαν στα μάτια του, στα τυφλά του μάτια, ένα παράξενο φως. Σαν να τις έβλεπε. Ναι! Σαν να ακολουθούσε τη θωριά τους όπως έκλεισαν την πόρτα πίσω τους.

 

Η νύχτα είχε προχωρήσει πλέον πολύ. Έξω μια Φθινοπωριάτικη καταιγίδα ζύγωνε όλο και πιο κοντά. Οι βροντές από τα αστροπελέκια έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Ο Οιδίποδας άνοιξε τα μάτια του. Δεν είχε κοιμηθεί μήτε ένα λεπτό. Με την ανάσα του ολοένα να λιγοστεύει καρτερούσε. Στο υπόλοιπο σπίτι επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Λες και ο Μορφέας είχε πάρει στην αγκαλιά του όλους σε έναν βαθύ ύπνο ατάραχο και τους είχε αποκλείσει από τα γενόμενα γύρω τους. Ξαφνικά μια αστραπή γέμισε το σπίτι εκτυφλωτικό φως και μια βροντή κλόνισε συθέμελα τον Κολωνό. Ο Οιδίποδας σηκώθηκε με τα μάτια ορθάνοιχτα.

“Ω Δία, νεφεληγερέτη, άρχοντα Θεών και ανθρώπων, σήμανε η ώρα;”

Και εκεί λες μέσα στην αντάρα της καταιγίδας και των άλλων τον βαθύ σαν κώμα ύπνο, ο γέροντας σηκώθηκε ορθός. Λες και άρχισε να χωρίζει ή ύπαρξή του ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ετούτον εδώ των ζωντανών και έναν άλλο απόμακρο. Λες και το φως του επανήλθε στα μάτια του, σηκώθηκε και άρχισε να βαδίζει μέσα στο χώρο με το ραβδί στο χέρι του. Ένα παράξενο φως τον τύλιξε. Μέσα στις εναλλασσόμενες λάμψεις των κεραυνών άρχισε να κινείται παράξενα προς την έξοδο. Λίγο πριν διαβεί την πόρτα του δωματίου γύρισε και έριξε μια ματιά προς το κρεβάτι του. Εκεί είδε τον Οιδίποδα που ήξερε. Με τα μάτια του τυλιγμένα στο σκοτάδι να στέκει ακίνητος, χωρίς ανάσα και πνοή. Εκείνος τώρα ήταν ένα άλλο ον. Τα μάτια του είχαν αποκτήσει πάλι την παλιά τους λάμψη πριν τα ίδια του τα χέρια του τον τυφλώσουν. Ένα τελευταίο βλέμμα σε εκείνον τον Οιδίποδα και ένα δάκρυ στα μάτια του για τη ζωή που αποχαιρετούσε. Βγήκε από το δωμάτιο λες και περπάταγε στον αέρα. Βάδισε αχνά, αέρινα στο δώμα των κοριτσιών του. Πλησίασε και στάθηκε στην είσοδο. Έριξε μια τελευταία ματιά στις δύο κόρες του, που κοιμούνταν δίπλα η μία στην άλλη. Άπλωσε το χέρι του πάνω στα μαλλιά τους τρυφερά.  Όλα όσα μπορούσε να ευχηθεί για αυτές πέρασαν μπροστά σου σε μια στιγμή. Η αγάπη και το αίσθημα της φροντίδας. Προχώρησε μέσα στο σπίτι, άνοιξε αθόρυβα την εξωτερική πόρτα και βγήκε στο σκοτάδι.

 

Ένα σκοτάδι που πέθαινε κάτω από τις συνεχείς λάμψεις των κεραυνών, καθώς αυτές χτυπούσαν αλύπητα ολόγυρα. Ο μανδύας του ανέμιζε μέσα στον δυνατό άνεμο. Άρχισε να βαδίζει προς το ιερό άλσος. Εκεί, στα πρώτα τεράστια δέντρα, κάτι παράξενες σκιές τον υποδέχτηκαν. Ναι! Τρεις γυναικείες μορφές, ανάλαφρες, αέρινες, διάφανες σχεδόν. Οι τρείς κόρες της Νύχτας, γεννημένες απ’ το αίμα του Ουρανού. Οι πάλαι ποτέ ανατριχιαστικές στην όψη και αποκρουστικές στην οργή Ερινύες. Η Αληκτώ, η Μέγαιρα και η Τισιφόνη. Μόνο που αυτή τη φορά, η όψη τους δεν είχε καμία σχέση με τη γνωστή τερατώδη μορφή τους. Λες και κάτι είχε διώξει από πάνω τους το σκοτάδι και τη φρίκη. Άπλωσαν τα χέρια τους στα δικά του. Τον έπιασαν τρυφερά και άρχισαν να περπατούν μαζί του μέσα βαθιά στο δάσος. Ένιωθε μια παράξενη ηρεμία κοντά τους, μια απίστευτη γαλήνη. Λες και δεν είχε βάρος κανένα στην καρδιά του. Λες και όλα τούτα που τον πίκραιναν χρόνια τώρα, οι κατάρες, οι ανίερες πράξεις, είχαν φύγει. Ένιωθε λυτρωμένος. Και όλο και περπάταγε βαθύτερα μέσα στο δάσος του Κολωνού. Και μέσα εκεί σε αυτό το παράξενο ταξίδι, είδε πια τις γαλήνιες γυναικείες μορφές να τον κοιτούν κατάματα. Πόση ηρεμία τού έδιναν! Αμέσως μετά άκουσε τη φωνή τους, ανάλαφρη, μυστηριακή, τρυφερή:

 

“Καλώς όρισες στο ιερό άλσος των Ευμενίδων Οιδίποδα… ένας άλλος κόσμος σε προσμένει τώρα πια”

 

Η καταιγίδα είχε πια κοπάσει στον Κολωνό. Το πρώτο φως της μέρας είχε ήδη σπάσει το απόλυτο σκοτάδι της νύχτας. Η Αντιγόνη ξύπνησε πρώτη από τον ήχο μιας απόμακρης βροντής που τράνταξε μία ακόμα φορά γη και ουρανό. Τα μάτια της έμειναν να παρατηρούν την πόρτα απέναντί της στο δωμάτιο που ήταν ο πατέρας τους. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη κάτι που τράβηξε έντονα την προσοχή της. Θυμόταν καλά ότι την είχε κλείσει το προηγούμενο βράδυ. Άσχημα συναισθήματα ανάμικτα άρχισαν να φουντώνουν μέσα της. Ανησυχία, απορία αλλά και φόβος. Σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι της. Πλησίαζε στην πόρτα του δωματίου με την καρδιά της να χοροπηδά παράξενα. Το βλέμμα της αναζήτησε τη γνώριμη μορφή του πατέρα της στο κρεβάτι του. Ήταν εκεί. Έφτασε στην είσοδο, κοντοστάθηκε. Ο Οιδίποδας ήταν εκεί ακίνητος με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένος κάτω από τα σκεπάσματά του. Η Αντιγόνη πλησίασε αργά, διστακτικά. Βαστούσε την ανάσα της από την αγωνία. Έφτασε δίπλα του. Τίποτα δεν σάλευε απέναντί της.

“Πατέρα;” βγήκε ο πρώτος ψίθυρος απ’ το στόμα της. Απόλυτη σιωπή. Μονάχα ο ήχος μια απόμακρης βροντής έφτασε στα αυτιά της. Έβαλε το χέρι της στο σώμα του πατέρα της. Έβλεπε το πρόσωπό του ακίνητο, παράξενο. Προσπάθησε λίγο να τον ταρακουνήσει. Καμία ανταπόκριση.

“Πατέρα, κοιμάσαι;” Η απόλυτη σιωπή που εισέπραξε έκανε την καρδιά της να θέλει να πεταχτεί έξω από το στήθος της πανικόβλητη. Άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του. Η αίσθηση του κρύου δέρματος την γέμισε με τρομερές σκέψεις που έγιναν εφιαλτικές σαν το σώμα του πατέρα της δεν ανταποκρινόταν στα τραντάγματα που του έκανε.

“Πατέρα!” φώναξε. Ξανά και ξανά! Με μεγαλύτερο σπαραγμό κάθε επόμενη φορά. Αναστατώνοντας με τις φωνές της όλο το σπίτι. Η Ισμήνη σηκώθηκε και έντρομη πήγε κοντά της. Μαζί με τον Ρήσο και την Νηρίτη.

“Πατέρα!” έσκισε στα δύο το χάραμα της μέρας η σπαρακτική φωνή της Αντιγόνης. Μια φωνή που   έσβησε μέσα στο γοερό κλάμα. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Από κοντά της, στην ίδια ανταπόκριση και η αδελφή της η Ισμήνη. Τράνταζαν στην απελπισμένη τους αγκαλιά το νεκρό σώμα του πατέρα τους λούζοντας το ανέκφραστο πρόσωπό του από τα καυτά τους δάκρυα. Πίσω τους ακριβώς με θρήνο βουβό ο Ρήσος με την Νηρίτη. Προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς είχε γίνει. Να θυμηθούν τα παράξενα λόγια του της νύχτας που έφευγε. Λόγια που ήταν σαν ύστατος αποχαιρετισμός από κοντά τους. Ένα προμήνυμα για αυτό που ακολούθησε και τώρα το βίωναν με τόσο απόλυτο και έντονο τρόπο. Αυτή τη Φθινοπωρινή μέρα που ξημέρωνε τόσο διαφορετική, τόσο θλιμμένη.

"Ο θάνατος του Οιδίποδα" Fuseli, Henry 1783-4, National museum Liverpool


 

Τίμησαν τον νεκρό πατέρα τους αφήνοντάς τον για πάντα στην αγκαλιά εκείνης της φιλόξενης γης που τον δέχτηκε με τη θέρμη και το σεβασμό της. Το ιερό δάσος των Ευμενίδων, στο λόφο  του Ιππίου Κολωνού[1]. Εκεί μαζί με τους Αθηναίους και τον βασιλιά Θησέα, αποχαιρέτισαν για τελευταία φορά τον τραγικό αλλά συνάμα και αγαπημένο άνθρωπο που τις έφερε στη ζωή και τις τύλιξε αμέριστα με την αγάπη του. Ως το τέλος. Ευχαρίστησαν τον βασιλιά της Αθήνας για την αμέριστη βοήθεια και στήριξη που πήραν από αυτόν χωρίς το παραμικρό αντάλλαγμα.

 

Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει ολάκερος πέρα στην Ανατολή, χαρίζοντας στον Αττικό ουρανό χρυσαφένιες και κόκκινες ανταύγειες. Αρκετά λευκόγκριζα σύννεφα έπαιζαν τα δικά τους παιχνίδια εκεί ψηλά. Η ψύχρα της νύχτας που έφευγε κρατούσε ακόμα καλά σε εκείνο το Φθινοπωρινό πρωινό. Η Αντιγόνη, η Ισμήνη μαζί με τον Ρήσο και την Νηρίτη είχαν ξεκινήσει ήδη το δρόμο της επιστροφής. Από κοντά τους συνοδεία μέχρι τα σύνορα ψηλά στη Βοιωτία ακολουθούσε μια ομάδα Αθηναίων ιππέων. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να γυρίσουν στο σπιτικό τους στη Θήβα. Γνώριζαν πολύ καλά μέσα τους ότι αυτή η επιστροφή κάθε άλλο παρά εύκολη θα ήταν. Είχαν μπει πια για τα καλά στο μάτι του Κρέοντα και μέσα τους πλέον είχαν ένα άσχημο φόβο για το πώς αυτός θα είχε επηρεάσει ήδη τον αδελφό τους τον Ετεοκλή. Όμως η Θήβα για αυτούς ήταν μονόδρομος. Η άλλη επιλογή για το Άργος για να συναντήσουν τον άλλο αδελφό τους τον Πολυνείκη αποκλείστηκε αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη. Στη Θήβα ήταν και η μητέρα τους η Ιοκάστη. Μια επίσης τραγική μορφή σε όλα αυτά. Ο θάνατος του συζύγου της αλλά και, κατά την τραγική μοίρα, παιδιού της Οιδίποδα, ήταν σίγουρο ότι θα της έφερναν ένα απάνθρωπο κλονισμό. Έτσι, η παρουσία τους κοντά της, θα ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητη.

 

Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό όταν είχαν ήδη ανεβεί αρκετά ψηλά στο βουνό για να περάσουν προς τη Βοιωτία. Κάποια στιγμή η Αντιγόνη σε μια μικρή διακοπή της πορείας τους για να πάρουν μια ανάσα, στάθηκε σε έναν βράχο καθιστή. Το βλέμμα της απλώθηκε στην Αττική γη. Στο βάθος κάτω έβλεπε τα τείχη της πόλης της Αθήνας. Πέρα στο βάθος του ορίζοντα χρύσιζε η θάλασσα στις ακτίνες του ήλιου. Στο βάθος, μετά το πέλαγος, διαγράφονταν αδρά τα βουνά της Αργολίδας. Η σκέψη της έτρεξε εκεί, στο Άργος, στον αδελφό της τον Πολυνείκη. Άραγε θα τον ξανάβλεπε και πως; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Σαν να ένιωθε μέσα της τις δονήσεις της γης στον αχό του πολέμου. Ύστερα το μάτι της γύρισε πιο κοντά. Στάθηκε κάπου εκεί που έπρεπε να ήταν ο λόφος το Κολωνού. Προσπαθούσε με κόπο να διακρίνει τη μορφή του πατέρα της ανάμεσα στις σκιές που έκαναν το δάσος, ο λόφος και ο ουρανός. Σαν να ένιωσε την αύρα από την παρουσία του στο κορμί της. Ανατρίχιασε σύγκορμη από συγκίνηση. Ένιωσε ξάφνου το χέρι της Ισμήνης να δένεται στο δικό της. Έμειναν για λίγο έτσι δίνοντας έναν τελευταίο χαιρετισμό στον πατέρα τους. Ξεκίνησαν πάλι το δρόμο της επιστροφής. Άραγε ο θάνατός του θα τους λύτρωνε όλους από τα δεσμά της κατάρας; θα το μάθαιναν και αυτό εν καιρώ.

 



[1]     Το όνομά “Κολωνός” είχε να κάνει με έναν από τους εκατό επώνυμους ήρωες της Αττικής. Το επίθετο “Ίππιος” δόθηκε για να ξεχωρίζει από τον αγοραίο Κολωνό και έχει σημείο αναφοράς τα άλογα του Πωσειδώνα.


(Συνεχίζεται...)





15 σχόλια:

  1. Ωραία γεμάτα συναισθήματα σήμερα τα κεφάλαιά σου. Με όμορφη μουσική πλαισιωμένα.
    Τέλος για τον Οιδίποδα την πιο τραγική μορφή της εποχής εκείνης. Και πόσο σοφές σκέψεις και λέξεις βγήκαν από το στόμα του στο γιο του. Ωραιότατη η περιγραφή του θανάτου του Οιδίποδα στολισμένη με καιρικές συνθήκες ταιριαστές.
    Ξεκινά τώρα να γίνονται πράξεις οι σκέψεις του Πολυνείκη. Τι τραγική φιγούρα κι αυτός αλλά είχε επιλογές...Δικό του το κρίμα.
    Υπέροχα προχωρά Γιάννη μου
    Καλή σου μέρα και καλη αντοχή στον καύσωνα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν με ρωτήσεις, Άννα μου, βρίσκομαι σε σοβαρό δίλημμα να χρεώσω είτε στον Οιδίποδα είτε στον Πολυνείκη, την απόλυτη ευθύνη ή το βάρος αυτής της ρήξης.
      Από την πλευρά του Οιδίποδα, θεωρώ ότι υπήρχε μια υπέρβαση σκληρότητας απέναντι στο γιο του. Ήταν ωμά σκληρός απέναντί του.
      Από την πλευρά του Πολυνείκη βλέπουμε ότι δεν έχει επιλογές, Άννα μου. Τι θέλω να πω. Θέλει να προσπαθήσει να μεταπείσει τον αδελφό του. Μακάρι να το πετύχει. Από εκεί και πέρα, μία επιλογή έχει. Να δεχτεί την ήττα του, τον παραγκωνισμό του, την εξορία του. Κάτι άλλο δεν έχει. Είναι σε τραγική κατάσταση σπρωγμένα τα πράγματα.
      Σε ευχαριστώ καλή μου για τη συμμετοχή και την παρουσία. Εύχομαι, με την καρδιά μου, να περνάς καλά.

      Διαγραφή
    2. Θα συμφωνήσω ότι δεν έχει επιλογές ο Πολυνείκης αν το μόνο που θα τον δικαιώσει είναι η τιμωρία του αδελφού του για την αθέτηση του λόγου/ ορκου του στην διαδοχή του θρόνου.
      Συμφωνώ. Ο Ετεοκλής είναι αχαρακτήριστος
      Μα δεν περνάει από το νου του Πολυνείκη ...αν χάσει τι θα συμβεί; Το χαμό όλων θα έχει κρίμα. Αξίζει η ικανοποίηση του να χαθούν τόσοι; Μα τόσοι;;;;
      Και ο Οιδίποδας αυτό του χρεώνει με τη σκληρή του στάση.
      Και για τους δυο του γιους!

      Διαγραφή
    3. Είναι όπως τα λες ακριβώς, Άννα μου! Η τραγικότητα ήταν τέτοια, με τέτοιο τρόπο στημένη, που αλώβητος δεν θα περνούσε κανείς εκτός αν έκανε απόλυτα πίσω. Ο Οιδίποδας, σωστά παρατήρησε στον Πολυνείκη ότι, ο πόλεμος, δεν ορίζεται! Δεν υπάρχει "ελαφρύς" και "βαρύς" πόλεμος. Δεν μπορείς να βάλεις όρια στην καταστροφή. Αυτό προσπαθούσε να τού εξηγήσει ίσως για να τον κάνει να αντιληφθεί τα όρια της καταστροφής. Η κατάρα που βαραίνει τον οίκο των Λαβδακιδών καίει σύγκορμους στο πέρασμά της όλους, δικαίους και αδίκους της τραγικής αυτής οικογένειας.
      Άννα μου, ευχαριστώ πολύ για τη δευτερολογία σου, ειλικρινά ουσιαστική αυτή η κουβέντα. Φιλιά πολλά.

      Διαγραφή
  2. Βαθιά συναισθηματικό κεφάλαιο. Συγκλονίζει η δύναμη της στιγμής της συνάντησης πατέρα και γιου. Δυνατή στιγμή, γεμάτη αλήθειες και συναισθήματα από την αγωνία, την συγκίνηση, τη φιλοδοξία, το ανάθεμα, την αγάπη.
    Εξίσου δυνατή η φυγή του Οιδίποδα για την άλλη ζωή. Η περιγραφή της εξόδου της ψυχής από το σώμα, με ξετρέλανε.
    Ο επίλογος ατμοσφαιρικός πολύ ... ένα ωραίο κλείσιμο στο κεφάλαιο μας!
    Πολύ δυνατό και το σημερινό κεφάλαιο και υπέροχες και οι μουσικές επιλογές της Γλαύκης.
    Μπράβο Γιάννη! Καλό Σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αν σου πω ότι, κατά βάθος, περίμενα ότι θα σου αρέσει αυτό το κεφάλαιο ιδιαίτερα, Μαρίνα μου, τι θα πεις; Ομολογώ ότι έχουμε ένα πολύ δυνατά, συναισθηματικό κεφάλαιο καθώς και τα δύο γεγονότα του είναι με μεγάλη φόρτιση. Χαίρομαι πολύ, που το βρήκες καλό κορίτσι μου, που σε γέμισε συναισθήματα. Η μουσική της Γλαύκης και εδώ είναι εκπληκτική. Καλό Σαββατοκύριακο Μαρίνα μου, ευχαριστώ πολύ.

      Διαγραφή
  3. Αφέθηκα να παρασυρθώ σε ένα συγκλονιστικό κεφάλαιο, με πλημμύρα συναισθημάτων. Η συνάντηση του Πολυνείκη με τον πατέρα του και ο απίστευτα σκληρός τρόπος που αντιμετώπισε τον γιο του ο Οιδίποδας, στην αρχή σοκάρει. Όμως οι εξηγήσεις που δίνει ο Οιδίποδας για τη στάση του, θυμίζουν για ακόμα μια φορά την τραγική μοίρα που έχει σημαδέψει αυτή την οικογένεια. Ο θάνατος του Οιδίποδα κάτω από το σκοτάδι που πέθαινε από τις συνεχείς λάμψεις των κεραυνών, (είσαι πραγματικός ποιητής φίλε μου) φέρνει κορύφωση συναισθημάτων. Η υπέροχη μουσική του αγαπημένου Χάβασι, έδεσε απίστευτα και απογείωσε ακόμα περισσότερο το υπέροχο αυτό κεφάλαιο. Μπράβο και στη Γλαύκη για την επιλογή. Περιμένω και Χάουζερ τον δεύτερο αγαπημένο μου, να συνοδεύσει προσεχές κεφάλαιο. Προχωράμε λοιπόν με μεγάλη φόρτιση για τη συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κατερίνα μου, αγαπημένη μου φίλη. Χαίρομαι ειλικρινά, που σου άρεσε το ομολογουμένως συγκινητικό αυτό το κεφάλαιο, εξ ορισμού. Τραγικός ο Οιδίποδας, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τη τραγική κατάρα, που βαραίνει τον οίκο του. Και αυτή έχει δέσει με τρομακτικό τρόπο κάθε μέλος της οικογένειάς του.
      Η μουσική του Χάβασι είναι εκπληκτική όντως. Προχωράμε, Κατερίνα μου στη συνέχεια, που ανεβάζει ρυθμό και εντάσεις.
      Σε ευχαριστώ για το χρόνο και τα συναισθήματά σου.
      Καλή Κυριακή καλή μου.

      Διαγραφή
    2. Ευχαριστώ πολύ, Κατερίνα, για τα θερμά σου λόγια! Στο μυαλό μου ήσουν για Χάουζερ καθώς θα είναι μέσα στις επόμενες επιλογές!

      Διαγραφή
  4. Πολύ φορτισμένο συναισθηματικά αυτό το κεφάλαιο. Η συνάντηση πατέρα και γιου, η τραγική σύγκρουση, η συγκλονιστική αναχώρηση του Οιδίποδα, κι όλα αυτά που προμηνύουν τις δυσοίωνες εξελίξεις για την οικογένεια. Απόλυτα ταιριαστή και η μουσική επένδυση της Γλαύκης που απογειώνει την ανάγνωση και χρωματίζει τα συναισθήματα. Καλή συνέχεια Γιάννη μου, που προμηνύεται καταιγιστική...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρία μου, ναι, ιδιαίτερα φορτισμένο συναισθηματικά αυτό το κεφάλαιο. Τα θέματα που πραγματεύεται, δίνουν από μόνα του συγκίνηση και οριακές καταστάσεις στη ζωή. Ευχαριστώ πολύ Μαρία μου για τις παρατηρήσεις, χαίρομαι που είμαστε μια όμορφη αναγνωστική ομάδα εδώ, που δίνει μεγάλη τιμή σ' αυτή μου τη δουλειά. Να είσαι καλά.

      Διαγραφή
  5. Γιάννη, έχεις γίνει "μάστορας" του λόγου!
    Συγκλονιστικές στιγμές, τις οποίες αποδίδεις με απίστευτη λεπτότητα και επιδέξιους χειρισμούς το γραπτό σου. Θαύμασα τη σκηνή με τον θάνατο του ταλαίπωρου ήρωα, όπου συμμετέχει η φύση με έναν μεγαλειώδη τρόπο και ταυτόχρονα ο τραγικός πρωταγωνιστής μεταφέρεται εντελώς αέρινα στην αιωνιότητα!
    Μπράβο και πάλι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δύσκολη σκηνή, Γλαύκη μου ναι! Έχει το δικό της βάρος. Με ευχαριστεί που άγγιξε την ψυχή σου και τα συναισθήματά σου, το χαίρομαι αυτό. Έχει ένα επικό μεγαλείο αυτή η "αποχώρηση" του Οιδίποδα από τα δρώμενα, πράγματι.
      Σε ευχαριστώ για τη στήριξη και την πολύτιμη συμβολή σου Γλαύκη μου στην όλη ατμόσφαιρα. Όμορφη βδομάδα να έχεις.

      Διαγραφή
  6. Το πεπρωμένο του ανθρώπου φυγείν αδύνατον και το πεπρωμένο του Οιδίποδα καταδικασμένο απ’ τους θεούς γίνεται η λύτρωση για τον ίδιο. Θύτης και θύμα ταυτόχρονα, από άγνοια, ίσως γι αυτό στα μάτια της δικαιοσύνης δεν είναι ένοχος. Προικισμένος με μια πνευματική όραση, αναζητά μια κάθαρση της ψυχής και η ταπείνωση φέρνει και την ανύψωση.
    Συγκινητικές στιγμές, η συνάντηση πατέρα-γιού-αδελφών, προετοιμασία της ψυχής για αναχώρηση (απίστευτες περιγραφές) και η εξιλέωση, επιτέλους, του τραγικού Οιδίποδα. Τέλεια εναρμονισμένα με τις πολύ δυνατές μουσικές επιλογές. Μπράβο!
    Καλή εβδομάδα, υποφερτή όσο γίνεται!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό σου το "μπράβο", αγαπημένη μου φίλη, είναι ένα υπέροχο δώρο για το ξεκίνημα μιας δύσκολης βδομάδας για μένα. Και φυσικά πιστοποιεί μεγάλη τιμή καθώς έρχεται από το στόμα και τα συναισθήματά σου.
      Ο Οιδίποδας περνά στο δάσος των Ευμενίδων, επιτέλους καθαρμένος και λυτρωμένος. Σε μια άλλη διάσταση βέβαια κάτι, που δεν καλύπτει την τραγωδία που πέρασε ακούσιά του. Δεν ξέρω πώς μπορεί να νιώθει ο τρανός βασιλιάς και τραγικός αυτός άνθρωπος στο δείλι του βίου του. Πόνο; Πίκρα; Απογοήτευση; Δικαίωση; Ποιος ξέρει σε ποιο μέτρο μπορεί να το νιώσει όλο αυτό.
      Αννίκα μου, ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου για την τόσο ουσιαστική σου συμμετοχή σε αυτό το πόνημα. Απ΄την καρδιά μου.

      Διαγραφή