"Το Αρχοντικό της Σιωπής"
Δείτε τα προηγούμενα:
Τι διαβάσαμε στο προηγούμενο: Δύο φωτογραφίες από τα παλιά και συγκεκριμένα από το 1965, έρχονται να προκαλέσουν ένα ακόμα σοκ στη Βαλεντίνη. Στην αναζήτηση κάποιου ιδιόχειρου εγγράφου της γιαγιάς της για να το δώσουν για γραφολογική εξέταση, ανακαλύπτει σε ένα μυστικό συρτάρι του παππού της, Στέφανου, μια φωτογραφία δική του το 1965 και μιας νεαρής γυναίκας με μια ιδιόχειρη αφιέρωση προς τον ίδιο. Μαζί με αυτές θα ανακαλύψει και ένα κατεστραμμένο σημείωμα του παππού της και μια τραπεζική απόδειξη κατάθεσης ενός σημαντικού ποσού στο λογαριασμό μιας ΜΑΡΙΛΙΖΑΣ ΞΕΝΟΥ.
Πλέον η Βαλεντίνη, εκτός από το θέμα της διαθήκης, καλείται να λύσει έναν ακόμα γρίφο, που έρχεται από ένα , προφανώς, μεγάλο μυστικό του παππού της.
Στο μεταξύ ο Αργύρης αποφασίζει να μπει μπροστά στην ιστορία και να πάρει πρωτοβουλίες, αναχωρώντας για Πειραιά αναζητώντας στοιχεία για την άγνωστη αυτή γυναίκα.
Την ίδια στιγμή ο Ανδρέας Καψής και ο δικηγόρος του, ετοιμάζουν προσβολή της διαθήκης της γιαγιάς με τον όρο της ανήθικης επιρροής.
Κεφάλαιο 7
Ο Αργύρης έφυγε για Πειραιά αφήνοντας πίσω του κατευθύνσεις τόσο στη Βαλεντίνη όσο και στον Ιάκωβο. Στη Βαλεντίνη τη συμβούλεψε να αποφύγει κάθε κρίσιμη εμπλοκή με το θείο της και να είναι προσεκτική σε οποιεσδήποτε τυχόν επαφές. Εκείνη τον χαιρέτισε με εμφανή αγωνία και τού ζήτησε να έχουν συνεχή επικοινωνία.
“Μη με αφήσεις να περιμένω… σε παρακαλώ…”, τού είπε σχεδόν ικετευτικά.
Το τρυφερό φιλί στα χείλη της ήρθε να την ηρεμήσει και να απαλύνει τους φόβους της.
“Μη φοβάσαι, δεν θα γλιτώσεις από μένα! Θα σού γίνω στενός κορσές…”
Είχε ένα χάρισμα ο Αργύρης. Μπορούσε, με ένα λόγο, να αποσυμφορεί τις εντάσεις, να προσθέτει αυτή τη σωστή δόση του χιούμορ, που είχαν όλοι ανάγκη για να νιώσουν καλύτερα. Φυσικά, πριν φύγει, έκανε ολάκερο ...ιδιαίτερο μάθημα με τον Ιάκωβο, με τον οποίο είχαν αναπτύξει πλέον μια πολύ ζεστή και στενή σχέση αλληλοστήριξης.
“Ιάκωβε, την αφήνω στα χέρια σου! Να την προσέχεις έτσι; Είναι πάρα πολύ ευάλωτη, έχω ήδη αρχίσει να ανησυχώ, μη βλέπεις που δεν της λέω τίποτα. Θέλει πολύ λεπτούς χειρισμούς από εδώ και πέρα και δεν ξέρω μέχρι ποιες ανατροπές μπορεί, η Βαλεντίνη, πλέον να δεχτεί”
“Λεβέντη μου, μείνε ήσυχος! Σκυλί μαύρο θα είμαι δίπλα της, θα έρθω φυσικά να κοιμάμαι κοντά της”.
Μια συνομιλία με ένταση
Η Βαλεντίνη, με την αναχώρηση του Αργύρη, βρέθηκε μόνη να προσπαθεί να νοικοκυρέψει τις σκέψεις, που κατέκλυζαν το μυαλό της μετά τα νέα αυτά στοιχεία, που ήρθαν στο φως από τα αρχεία του παππού της. Κάποια στιγμή σκέφτηκε ότι, όλο αυτό έρχεται να αποπροσανατολίσει εντελώς όσα έπρεπε να οργανώνει για το θέμα της διαθήκης και του σπιτιού, να παίρνει εντελώς το μυαλό και την προσοχή της από εκεί. Μήπως όλο αυτό την έκανε ευάλωτη στις κινήσεις του θείου της; “Να δω τώρα τι θα σκαρφιστεί ο θείος σου;” θυμήθηκε τα λόγια που έβγαλε, με στόμφο, ο Ιάκωβος μετά το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης. Άραγε τι θα έκανε ο Ανδρέας Καψής; Θα συμβιβάζονταν πλέον με την πραγματικότητα και να καταλήξουν να βρουν ένα μορατόριουμ στις σχέσεις τους; Ή μήπως θα ετοίμαζε κάτι άλλο. Τα συναισθήματά της, έλεγαν το πρώτο, οι φόβοι της το δεύτερο.
Αποφάσισε να επικοινωνήσει με το δικηγόρο, τον Ερμόλαο και να τον ρωτήσει, να τον πιέσει, τι γίνεται με τη διαθήκη τώρα πια. Αν θα κατατεθεί πλέον νομότυπα στο Ειρηνοδικείο για να πάρει το δρόμο της. Οι απαντήσεις που πήρε δεν της άρεσαν καθόλου! Ο Ερμόλαος, ένιωθε ότι προσπαθούσε να υπεκφύγει, να κερδίσει χρόνο, να καθυστερήσει. Ο ίδιος της είπε ότι ο θείος της σχεδίαζε να προσβάλλει τη διαθήκη νομότυπα και η Βαλεντίνη αναρωτιόταν, πέρα από το γιατί και για το πώς. Έκανε το μεγάλο βήμα να καλέσει άμεσα, η ίδια, το θείο της. Ναι! Είχε το θάρρος να το κάνει. Του θύμισε το αποτέλεσμα της γραφολογικής εξέτασης για τη γνησιότητα και ζήτησε να μάθει τις προθέσεις του.
“Ομολογώ ότι δεν περίμενα το τηλέφωνό σου, ανιψιά!” της είπε με ελαφριά ειρωνική διάθεση.
“Θείε… η διαθήκη είναι γνήσια. Ζήσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια σαν οικογένεια, όλα αυτά είναι ο κόπος μας, η δημιουργία μας. Μήπως να βρούμε μια λύση να τελειώσει όλο αυτό;
“Ποια λύση να βρούμε, Βαλεντίνη; Τη ζημιά που σχεδίαζες, όλα αυτά τα χρόνια να μου κάνεις, την έκανες! Η πώληση, εκ των πραγμάτων, πηγαίνει χρονολογικά πίσω…”
“Θείε… δεν σχεδίαζα τίποτα απολύτως… θα μπορούσα εύκολα να πω ότι εσύ κινήθηκες κάτω απ’ το τραπέζι και μπήκες στην εταιρεία των αγοραστών, δεν το κάνω όμως σημαία… να βρούμε μια λύση, επιμένω;”
“Τα σχέδιά μου δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν…”
“Μα τα αλλάζει η επιθυμία της μητέρας σου, θείε!”
Εκεί ο Καψής το πέταξε!
“Δεν ξέρω κάτω από ποιες συνθήκες διαμορφώθηκε αυτή η επιθυμία, ανιψιά! Και πώς;”
“Τι εννοείς θείε;”
“Η μητέρα μου είχε κλείσει τα ογδόντα! Όσο κουβέντιαζε με μένα και τη μάνα σου, δεν είχε προκύψει κάτι τέτοιο. Καμιά κουβέντα για διαθήκη δεν έκανε. Δεν μπορώ να ξέρω πώς επηρεάστηκε και με τι τρόπο για να γράψει αυτό το χαρτί, Βαλεντίνη!”
Σφίχτηκε η καρδιά της. Ένας κόμπος έσφιξε το λαιμό της και ένα τρέμουλο ανέβηκε στα χέρια της να τα κυριεύσει.
“Δεν σε πιστεύω θείε Ανδρέα!…”
“Μήτε εγώ τα πίστευα όλα αυτά, ανιψιά μου αλλά…”
Δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τη συνομιλία. Κατάλαβε πολύ καλά τις προθέσεις του. Στη σκέψη της ήρθε το σημείωμα, που άφησε η γιαγιά της, συνοδευτικό της διαθήκης. Αλλά αποφάσισε να σιωπήσει, να μην ανοίξει τα χαρτιά της πλέον. Ο Ιάκωβος είχε ακούσει την ένταση της συνομιλίας και είχε σπεύσει. Την είδε σε αυτήν την κατάσταση και τρόμαξε:
“Παιδί μου, εσύ άσπρισες! Τι σού είπε αυτός ο….”
Την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του και εκείνη του εξήγησε μέσα σε λυγμούς.
“Ως εκεί θα φτάσει λοιπόν;” ψέλλισε ο γέροντας με θυμό και οργή.
“Ησύχασε παιδί μου! Ησύχασε! Δεν θα τολμήσει!”
“Θα το κάνει, Ιάκωβε!”
Τα μάτια του γυάλισαν, πρώτη φορά το γλυκό του πρόσωπο είχε πάρει τέτοια χαρακτηριστικά:
“Τότε θα τον εμποδίσω εγώ ο ίδιος! Για το καλό του, μην πάρει τέτοιο δρόμο!”
Η Βαλεντίνη είδε την έκφραση του προσώπου του Ιάκωβου και τρόμαξε. Ήταν κάτι που δεν είχε ποτέ δει στο βλέμμα του.
Ο Πειραιάς ...”μιλάει”
Ο Αργύρης είχε ήδη φτάσει στον Πειραιά και φυσικά στο σπίτι του στην Αθήνα. Πήγε, είδε τους δικούς του και οργάνωσε τις υπόλοιπες κινήσεις του. Φυσικά ενημέρωσε άμεσα τη Βαλεντίνη για την άφιξή του. Τον ενημέρωσε και η ίδια για τη συνομιλία με το θείο της και τις προθέσεις της. Τα μέτωπα είχαν αρχίσει να ανοίγουν.
Από την επόμενη κιόλας μέρα της παραμονής του στην Αθήνα, ο Αργύρης ξεκίνησε τις έρευνές του. Είχε στα χέρια του τα γενικά στοιχεία για το “Cheval noir”, το μέρος στο οποίο τραβήχτηκαν οι επίμαχες φωτογραφίες, που ανακάλυψε η Βαλεντίνη. Όμως το φημισμένο αυτό μπαρ, είχε κλείσει το 1970 και πουλήθηκε στον Ιορδάνη Αλεβίζο για να το μεταφέρει εκείνος, ως “Cavos cafe” πλέον στην Καστέλα. Το να επισκεφτεί ένα χώρο, στον οποίο το μπαρ δεν υπήρχε, το εύρισκε σε πρώτη φάση άχρηστο. Έτσι αποφάσισε να επισκεφτεί το καφέ, το οποίο έμαθε ότι λειτουργούσε. Το “Cavos cafe” ήταν μαγαζί με ακριβή αισθητική και διάκοσμο, ψηλά στην Καστέλα με μια πανέμορφη θέα στο Μικρολίμανο και στον κόλπο του Φαλήρου. Τον υποδέχτηκαν ευγενικά και ζήτησε να μιλήσει στον ιδιοκτήτη.
“Ο κύριος Ιορδάνης Αλεβίζος;”
Τον δέχτηκε ένας καλοστεκούμενος άντρας, γύρω στα πενήντα, ευγενικός και επικοινωνιακός.
“Ποιος τον ζητεί παρακαλώ;”
Ο Αργύρης συστήθηκε και εκδήλωσε προσωπικό ενδιαφέρον.
“Είναι νομίζω ο άνθρωπος που ξεκίνησε αυτό εδώ το μαγαζί, αν δεν κάνω λάθος”, είπε ο Αργύρης.
“Δεν κάνετε λάθος, είναι πατέρας μου. Φυσικά έχει αποσυρθεί, είναι πλέον συνταξιούχος. Πείτε μου εμένα, είμαι ο Ηρακλής Αλεβίζος”
Ο Αργύρης ήταν σε λεπτή θέση και έπρεπε να χειριστεί το ζήτημα προσεκτικά και διακριτικά.
“Κύριε Αλεβίζο πρόκειται για ένα λεπτό οικογενειακό θέμα της συντρόφου μου (πώς το ...πέταξε αυτό, μετά το σκεφτόταν). Αναζητούμε μια γυναίκα από το 1965…”
“Α προσφάτως δηλαδή…” σχολίασε ο άλλος με χιούμορ.
“Καταλαβαίνω ότι είστε και εσείς και εγώ εκτός εποχής αλλά ήθελα να ρωτούσα τον πατέρα σας για την τύχη της, αν γνωρίζει κάτι…”
Ο τρόπος, που χειριζόταν το αίτημά του ο Αργύρης έκανε τον Ηρακλή Αλεβίζο να άρει τις καχυποψίες και αναστολές του.
“Αν μπορείτε να περάσετε, θα βρείτε τον πατέρα μου εδώ το απόγευμα. Κάνει τη βόλτα του κατεβαίνοντας απ’ τον προφήτη Ηλία και έρχεται να ξαποστάσει για να συνεχίσει…”
Ο Αργύρης ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει και το έκανε. Το απόγευμα ήταν στο ίδιο τραπέζι με τον Ιορδάνη Αλεβίζο, απολαμβάνοντας τον καφέ τους. Ο Αργύρης αποφάσισε να μιλήσει. Έβγαλε από το πορτοφόλι του τις φωτογραφίες του καπετάνιου και της Μαριλίζας.
“Κύριε Αλεβίζο, σάς παρακαλώ, γνωρίζετε κάτι για αυτούς εδώ τους δύο ανθρώπους;”
Ο ηλικιωμένος άντρας κράτησε με προσοχή τις φωτογραφίες στο χέρι του. Παρατηρούσε και τους δύο. Κάποια στιγμή γύρισε στον Αργύρη με έκφραση αναπόλησης.
“Την κοπέλα όχι, δεν την έχω δει ποτέ μου. Τον καπετάνιο, που μού δείχνεις… τι να σου πω. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Από πότε είναι οι φωτογραφίες;”
“Από το 1965”
“Όχι! Εγώ πήρα το μαγαζί απ’ έναν Σομόπουλο το 1970. Τι να σου πω…”
“Ξέρετε κάποιον που θα μπορούσε να μού δώσει κάποια πληροφορία;”
Ο άλλος ξύστηκε λίγο προσπαθώντας να σκεφτεί.
“Κοίτα… όταν πήρα το μαγαζί κράτησα τους περισσότερους από τους παλιούς εκεί μέσα. Ήταν μια γυναίκα, αητός τότε, που ήταν η ψυχή του παλιού μαγαζιού. Αυτή έμεινε και σε μένα χρόνια. Αστέρι στη δουλειά της, ακόμα συναντιόμαστε και λέμε τα παλιά. Δούλευε εκεί από το 1960 μού είχε πει. Αυτή, δεν μπορεί, κάτι θα ξέρει”.
“Πού μπορώ να τη βρω, πώς τη λένε;”
“Χμμμ Βιολέτα Φραντζή! Στην ηλικία μου περίπου. Γράψε τηλέφωνο 69…..”
Ο Αργύρης ευχαρίστησε θερμά τον συνομιλητή του. Χαιρέτισε ευγενικά τον γιο του και έφυγε από το καφέ με μια ευχάριστη αίσθηση ότι κάτι ανακάλυψε. Δεν έχασε καιρό, έκλεισε το ραντεβού του με τη Βιολέτα Φραντζή για το επόμενο απόγευμα.
Ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, που παρά την έντονη φθορά της ηλικίας της, περασμένα τα 70, έδειχνε άνθρωπο, που φρόντιζε τον εαυτό της. Έδωσε τα στοιχεία της στη γυναίκα μαζί με τις φωτογραφίες. Εκείνη τις πήρε στο χέρι της. Εστίασε με προσοχή και στα δύο πρόσωπα και έδειξε συγκινημένη.
“Ήταν όμορφη, τη βλέπεις; Κούκλα! Περνούσε και σειόταν η γη, σφάζονταν οι άντρες ολόγυρά της…”
“Την ξέρατε;” ρώτησε με αγωνία ο Αργύρης.
“Αρκετά χρόνια… γίναμε φίλες κολλητές εκείνη την εποχή. Ήρθα στο Cheval noir στα 21 μου. Ότι είχα ενηλικιωθεί. Μη ρωτάς πως και γιατί; Πονάνε αυτές οι ιστορίες, θα γίνουμε μελό. Εκεί γνωριστήκαμε με τη Μαριλίζα…”
“Τι ήταν; Θέλω να πω τι δουλειά έκανε;”
“Γέννημα Πειραιά αγόρι μου. Σε άγρια χρόνια, το 1944. Τότε που διώξαμε με το αίμα μας τους Γερμαναράδες για να έρθουν οι ...Άγγλοι να μας φερθούν σαν να μασταν οι χειρότεροι εχθροί τους. Με τη τσογλανοσυμμορία του βασιλιά και των μπιστικών τους εδώ. Της Μαριλίζας ο πατέρας ήταν στον ΕΛΑΣ. Τον σκότωσαν το 1949 οι ταγματασφαλίτες. Η Μαριλίζα έμεινε στην ορφάνια από τα πέντε της. Άντε να σε δω εγώ, χήρα κομμουνιστή με ένα μωρό στην αγκαλιά να την αναθρέψεις….
“Καταλαβαίνω…” είπε σεμνά ο Αργύρης.
“Τίποτα δεν καταλαβαίνεις αν δεν τα ζήσεις αυτά τα χρόνια. Αυτό το κυνήγι και την εξόντωση. Να λες έδιωξα τους Ναζήδες και ήρθαν στη θέση τους οι συνεργάτες τους… Δεν φτάνει που ξεάκαν τον πατέρα, βάλανε στο μάτι και την οικογένειά του. Δεν μπορούσε η γυναίκα του να σταθεί πουθενά. Και η Μαριλίζα βγήκε στο …δρόμο, όπως τόσα κορίτσια από τις κολασμένες γειτονιές του Πειραιά. Έκανε στέκι το μαγαζί, έπιασε δουλειά εκεί και το 1964 γνώρισε τον καπετάνιο… Ξέρεις… στην αρχή, τα ...γνωστά. Κάθε λιμάνι και καημός, που έλεγε και το τραγούδι…”
Ο Αργύρης ένιωθε μια ολάκερη εποχή να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του με την αφήγηση της Βιολέτας. Εκείνη βουλιαγμένη στις αναμνήσεις συνέχιζε:
“Όπως εκείνη η σχέση δεν έμεινε στα ...γνωστά. Ο καπετάνιος, Στέφανος Καψής, τον θυμάμαι. Κιμπάρης τύπος, άρχοντας, ομορφάντρας, το βλέπεις και μόνος σου στη φωτογραφία. Ερχόταν, την έβλεπε μόνιμα, μετά έφευγε για το ταξίδι του, ξαναγύριζε. Κάθε επόμενη φορά, η σχέση τους σοβάρευε. Η Μαριλίζα έκοψε την παλιά ζωή. Όταν ο καπετάνιος ήταν στον Πειραιά, έδειχναν σαν να ήταν πλέον ζευγάρι…”
“Για φαντάσου…” σκέφτηκε ο Αργύρης με το μυαλό του στην οικογένεια του Καψή στο νησί.
“Τι εννοείς;” τον ρώτησε η Βιολέτα.
“Ο καπετάνιος ήταν παντρεμένος…”
Εκείνη χαμογέλασε…
“Αχ παλικάρι μου, δεν τα ξέρεις αυτά εδώ τα λημέρια. Μήτε τη ζωή των ναυτικών μήτε τη ζωή των γυναικών του λιμανιού. Άλλοι καιροί τότε αγόρι μου… Δεν λέω ότι ο καπετάνιος δεν σεβόταν την οικογένειά του. Αυτό δεν το ξέρω, εγώ γνώρισα μόνο την πλευρά του εδώ στο λιμάνι. Η Μαριλίζα τον αγάπησε πολύ. Το μοιραζόταν αυτό μαζί μου. Άρχισε να κάνει όνειρα, να βάζει σχέδια στη ζωή της αλλά και εκείνος έτσι έδειχνε, ώσπου…”
Η Βιολέτα σταμάτησε να πιει λίγο νερό.
“Ώσπου τι;” ρώτησε με την αγωνία της αφήγησης, που ζούσε ο Αργύρης.
“Την έχασα!”
“Τι εννοείτε, τη χάσατε”
“Την έχασα, σού λέω, άνοιξε η γη και την κατάπιε…”
“Πώς έγινε αυτό; Πού έμενε;”
“Θα ήταν στα 1967-68, εκεί με τη χούντα. Ο καπετάνιος έλειπε σε ταξίδι. Εξαφανίστηκε. Εκεί που νοίκιαζε δεν άφησε καμία εξήγηση. Λίγα πράγματα πήρε μαζί της…”
“Μάθατε τίποτα;”
“Την αναζήτησα όπου μπορούσα, έφαγα τα μαγαζιά, τα στέκια, γνωστούς παλιούς. Μέχρι και έναν χωροφύλακα ρώτησα να ψάξει…”
“Και…”
“Δεν ήξερα τίποτα… ή μπορεί να θέλανε εμείς να μην ξέρουμε”
“Τι εννοείς…”
“Δεν ξέρω αν την έβαλαν στο μάτι και την εξαφάνισαν. Ξέρεις πόσους έφαγε έτσι το σκοτάδι τότε;”
“Δεν έμαθες κάτι;”
Η Βιολέτα αναστέναξε.
“Έμαθα, το 1972. Η παλιά της σπιτονοικοκυρά μού είπε ότι έμαθε ότι πέθανε κάπου στα 1970!”
Ο Αργύρης ταράχτηκε πολύ.
“Πέθανε; Μα δεν θα είχε κλείσει τα τριάντα!”
“Πέθανε μάθανε, από πνευμονία. Και είχανε δίκιο. Γιατί πήγα και τη βρήκα. Είχε μάθει και εκείνη πού την είχαν. Στην Ανάσταση. Μια άσπρη ταφόπλακα ήταν ότι είχε απομείνει από εκείνη. Χωρίς φωτογραφία, χωρίς καντήλι. Μόνο ένα όνομα: Μαριλίζα Ξένου, ετών 26…”
Η γηραιά γυναίκα δάκρυσε. Και η φωνή της χάθηκε. Έκρυψε τα μάτια της προς τα κάτω. Ο Αργύρης σεβάστηκε απόλυτα τη στιγμή, νιώθοντας και ο ίδιος το βάρος των γεγονότων.
“Ο καπετάνιος;” τη ρώτησε μετά από λίγο.
“Δεν φάνηκε ποτέ! Μήτε στο Cheval Noir μήτε σε άλλο μαγαζί του Πειραιά. Κανείς γνωστός δεν τον είδε ποτέ ξανά…”
“Δεν υπήρξε άνθρωπος να μάθει κάτι, έστω να ακούσει για εκείνη;”
“Όχι… έτσι πέρασε στη σιωπή σαν την πεταλούδα που ζει τόσο μα τόσο λίγο… Αχ οι μεγάλες αγάπες! Αυτές που τις βλέπεις στην αρχή και τις καμαρώνεις με την καρδιά σου, αυτές που σε γεμίζουν ελπίδα για έναν άνθρωπο δικό σου, που χαίρεσαι σαν βίσκει ένα αποκούμπι. Μέχρι που έρχεται η προσγείωση…”
“Εννοείτε ότι ο καπετάνιος…”
Η Βιολέτα σηκώθηκε
“Εμ αυτό δα εννοώ αγόρι μου! Ξέραμε ότι ήταν παντρεμένος ο καπετάνιος. Δεν χρειάζεται να μαντέψεις τι μπορεί να έγινε. Η μοίρα των γυναικών του λιμανιού στις ...παράνομες σχέσεις… Πρέπει να φύγω, όμορφε. Συγγνώμη αν ξέφυγα…”
Ο Αργύρης την ευχαρίστησε με σεβασμό και εγκαρδιότητα. Κράτησε το τηλέφωνό της, καθώς της είπε. Χώρισαν αφήνοντάς τον γεμάτο σκέψεις και δυνατή συγκίνηση για τη μοίρα εκείνης της όμορφης γυναίκας των 26 χρόνων. Εκείνο το γλυκό χαμόγελο της φωτογραφίας, που έγινε μια άσπρη πέτρα πάνω στη γη. Εκείνη η αφιέρωση “Στον άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου”. Αλλά και το μισοκατεστραμμένο σημείωμα στο κάτι σαν ημερολόγιο του Στέφανου Καψή: “Ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις… Αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω” Γιατί άραγε αυτό το σημείωμα έμεινε στα αρχεία του καπετάνιου; Δεν πρόλαβε να το στείλει; Δεν ήθελε να το στείλει; ή το έστειλε και του επεστράφη πίσω;
Τα κομμάτια του παζλ της τραγικής ιστορίας αυτού του ζευγαριού κάπως πήραν ένα σχήμα και μορφή. Το θέμα τώρα ήταν πώς θα δεχόταν αυτές τις πληροφορίες η Βαλεντίνη και με τι ψυχολογία. Το επόμενο στοίχημα που έπρεπε να κερδίσει.
Το τηλεφώνημα στη μητέρα
Η Βαλεντίνη ήθελε να διώξει τη σκοτεινή αύρα, που άφησε η συνομιλία της με το θείο της. Άρχισε να σκέφτεται την υπόθεση των φωτογραφιών και των εγγράφων του παππού της. Ο πιο άμεσος άνθρωπος, που θα μπορούσε να της δώσει κάποιες πληροφορίες, αν φυσικά υπήρχαν, ήταν η μητέρα της, η Ελένη. Ταλαντεύτηκε αρκετά, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά της επιλογής να της μιλήσει για τα ευρήματα. Όμως κατέληξε ότι έπρεπε η μητέρα της να μάθει. Εκτός αν ήξερε. Την έτρωγε η αγωνία και αποφάσισε να το λύσει, σε αυτή τη φάση, με μια αναλυτική τηλεφωνική συνομιλία.
Η μητέρα της χάρηκε για την επικοινωνία τους αλλά προβληματίστηκε έντονα από την τροπή που είχε πάρει η υπόθεση της διαθήκης της γιαγιάς. Αφού η Βαλεντίνη την ενημέρωσε, εκείνο που δεν περίμενε με τίποτα να ακούσει ήταν η επόμενη ερώτηση της κόρης της:
“Μαμά… ξέρεις κάποια Μαριλίζα Ξένου;”
“Όχι παιδί μου! Ποια είναι αυτή;”
“Μαμά… σε παρακαλώ… δεν είμαστε πια παιδιά, δεν ζει κανείς τους. Μήτε ο παππούς μήτε η γιαγιά. Αν ξέρεις κάτι είναι σημαντικό να μού πεις!”
Η Ελένη ανησύχησε.
“Παιδί μου τι είναι αυτό που με ρωτάς; Δεν ξέρω καμία τέτοια γυναίκα, δεν έχω ακούσει ποτέ γι αυτήν, τι συμβαίνει, θα μού πεις;”
Η Βαλεντίνη μίλησε στη μητέρα της για τα ευρήματα με τις φωτογραφίες. Μίλησε γενικά και για την αφιέρωση χωρίς λεπτομέρειες. Η μητέρα της άκουσε με προσοχή:
“Βαλεντίνη, έρχομαι αύριο στο νησί!” ακούστηκε η φωνή της ταραγμένη αλλά σαφέσταση. “Αρκετά έμεινα μακριά από όλα αυτά!”
Ο Αργύρης είχε μια τελευταία έρευνα να κάνει. Πήγε στο κοιμητήριο της Ανάστασης στη Δραπετσώνα. Μίλησε με τη γραμματεία. Ζήτησε να μάθει αν υπήρχαν αρχεία ταφής αν και δεν μπορούσε από εκεί τίποτα να βγάλει. Μόλις τους είπε την ημερομηνία, έκοψαν κάθε συζήτηση. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά δεν υπήρχαν αρχεία διαθέσιμα. Το τελευταίο που έκανε ήταν να ρωτήσει ένα φίλο του διευθυντή καταστήματος της τράπεζας που βρήκαν την κατάθεση, ζητώντας στοιχεία για το λογαριασμό. Η απάντηση ήταν απόλυτη και αρνητική. Λογαριασμός με αυτό το όνομα: Μαριλίζα Ξένου, δεν υπήρχε και τα καρτελάκια τα παλιά των λογαριασμών είχαν ήδη κλείσει 25ετία που συνήθως φυλάσσονταν. Ήταν και τα τελευταία στοιχεία που έψαξε πριν δρομολογήσει την επιστροφή του στο νησί.
Η Ελένη Καψή φτάνει στο νησί
Η μητέρα της Βαλεντίνης τήρησε άμεσα την απόφασή της. Έφτασε στο νησί τη μεθεπόμενη μέρα. Μάλιστα ήταν ο Ιάκωβος εκείνος, που πήγε να την παραλάβει στο λιμάνι και την έφερε στο σπίτι. Οι αρχικές στιγμές της υποδοχής, πέρασαν όμορφα και ανθρώπινα. Και οι δυο τους, μάνα και κόρη ένιωσαν πολύ καλύτερα από αυτήν τη συνύπαρξη. Ο άντρας της έμεινε στην Αθήνα αλλά και αυτός έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, αν χρειαστεί να έρθει στο νησί.
Η Ελένη βρήκε την κόρη της προβληματισμένη και πολύ πιεσμένη. Ο Ιάκωβος βέβαια πρόλαβε να την ενημερώσει για τα καθέκαστα.
“Δεν έπρεπε να αφήσω το παιδί μου μόνο εδώ, το είπα απ’ την αρχή, Ιάκωβε!”
“Κυρά μου, σε καταλαβαίνω αλλά το κορίτσι μας δεν είναι μόνο!”
“Τι εννοείς;”
Ο Ιάκωβος μίλησε στην Ελένη για τον Αργύρη και την παρουσία του δίπλα στην κόρη της. Μίλησε με τα καλύτερα λόγια. Μίλησε για τη σχέση τους, που μπορεί να ήταν στα πρώτα της βήματα αλλά χτιζόταν σε δυνατά θεμέλια και τα σφυρηλατούσε η μεγάλη δυσκολία των προβλημάτων, που μαζί αντιμετώπιζαν. Μάλιστα την ενημέρωσε και για το ταξίδι του Αργύρη στον Πειραιά.
“Εκεί τι πήγε να κάνει;” ρώτησε μα αγωνία η Ελένη.
“Θα στα πει καλύτερα το παιδί, κυρά μου” αποκρίθηκε εκείνος διακριτικά.
Και όντως η Βαλεντίνη όχι μόνο τα είπε αλλά και έδειξε τα πάντα στην εμβρόντητη μητέρα της, η οποία πραγματικά βρισκόταν ξαφνικά μπροστά σε ένα χάσμα χρόνου και γεγονότων. Στο φως ερχόταν γεγονότα, που έμοιαζαν μυθιστορηματικά αλλά και πολύ παράξενα όντως. Αφού πέρασε ώρα να συνέλθει και να καταλάβει με διευκρινιστικές ερωτήσεις τι μπορεί να σήμαιναν όλα αυτά, δέχτηκε την ερώτηση της κόρης της, μια ακόμα φορά.
“Μαμά δεν είχες ακούσει τίποτα για αυτή τη γυναίκα;”
“Παιδί μου κατ΄ αρχήν, αντιλαμβάνεσαι ότι την εποχή της φωτογραφίας ήμουνα μωρό παιδί! Τεσσάρων χρονών!”
“Δεν εννοώ τότε μαμά, εννοώ αργότερα, στα μετέπειτα χρόνια. Κάτι πιθανά και από τη γιαγιά;”
Η μητέρα της σκέφτηκε για λίγο και είπε.
“Το μόνο που θυμάμαι έτσι αχνά είναι τη μάνα μου, τη γιαγιά σου, να δείχνει έντονο εκνευρισμό με τα συχνά τηλεφωνήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου. Παιδί ήμουνα αλλά για κάποιες μέρες τα τηλέφωνα ήταν μαζεμένα…”
“Και λοιπόν; Τι έλεγαν; Έμαθες ποτέ;”
“Ο πατέρας μου δεν ήθελε να βγει στο τηλέφωνο. Η γιαγιά σου τον ρωτούσε έντονα για την προέλευση αυτής της γυναίκας. Για μερικές φορές είχαν καυγαδίσει. Αλλά μετά… μετά σιωπή”
“Ο παππούς δεν είχε πει ποτέ τίποτα;”
Η Ελένη, έμεινε για λίγο σιωπηλή. Ήπιε λίγο από το τσάι της και συνέχισε αργά και με συναισθηματική φόρτιση:
“Όχι δεν είπε τότε τίποτα. Όμως είπε κάτι που έλεγε πάρα πολλά τελικά, ύστερα από χρόνια… Ναι… τώρα εξηγείται όλο αυτό…”
“Μαμά πες μπορεί να είναι σημαντικό!”
“Θυμάμαι κόρη μου, τον τελευταίο χρόνο πριν φύγει από κοντά μας, πολλές φορές ήταν βαρύς, καταθλιπτικός. Αρκετές φορές, που ήμουν μαζί του, τον έβλεπα ότι μυαλό του έφευγε, χανόταν. Δεν ήξερα τι μπορεί να ήταν όλο αυτό. Κάποια στιγμή τον ρώτησα…”
“Και τι απάντησε;”
“Γύρισε και με κοίταξε κουρασμένα. Από τις σπάνιες εκείνες φορές, που τον είδα έτσι. Γύρισε με χάιδεψε στα μαλλιά και μού είπε: Ελένη μου, έχω κάνει λάθη στη ζωή μου, τέτοια που… δεν μπορώ να διορθώσω… Τον πίεσα διακριτικά να μού μιλήσει. Όμως τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Σιωπή που έπεφτε να πλακώσει ολάκερο το αρχοντικό”
“Δεν το συζήτησες με τη γιαγιά;”
“Ναι αλλά το ενσωμάτωσε με την ανάγκη κάθε ανθρώπου για αυτοκριτική και εξομολόγηση. Τώρα πια καταλαβαίνουμε τι αφορούσε όλο αυτό”
“Κάποιος άλλος; Κάποιο άλλο πρόσωπο; Παρατήρησες ποτέ σου κάτι τέτοιο, να τον πιέζουν;”
“Ο παππούς σου είχε τις επαφές του φυσικά αλλά είχε και τους επαγγελματικούς του συνεργάτες, τον κύκλο του, στη δουλειά του και στον κοινωνικό του περίγυρο. Κανείς δεν είχε τα στοιχεία που να δείχνουν κάτι διαφορετικό”
“Να δούμε αν ο Αργύρης κατάφερε να μάθει τίποτα” παρενέβη η Βαλεντίνη.
Η μητέρα της την κοίταξε τρυφερά αλλάζοντας θέμα. Τη ρώτησε προσεκτικά για τον συνεταίρο και συνοδό της. Με ενδιαφέρον και διακριτικότητα. Και αυτό που έλαβε, ως απάντηση, από το παιδί της, την ευχαρίστησε. Η Βαλεντίνη άνοιξε την καρδιά της στη μητέρα της, άπλετα, γεμάτα φως. Και η Ελένη Καψή, διαπίστωσε με γαλήνη ψυχής ότι η κόρη της ήταν ερωτευμένη! Και χάρηκε ακόμα περισσότερο γιατί αυτός ο έρωτας εύρισκε ανταπόκριση σε έναν άνθρωπο, που στεκόταν δίπλα της με τρόπο θετικό.
Μίλησαν στη συνέχεια για τη διαθήκη και το μέτωπο που ανοίχτηκε με το θείο της. Η Ελένη Καψή στενοχωρήθηκε πολύ, που ο αδελφός της, το ίδιο της το αίμα, διάλεξε έναν απρεπέστατο δρόμο να διεκδικήσει αυτά που αποκαλούσε ή θεωρούσε συμφέρον του. Δεν το περίμενε με τίποτα. Είχε τις ενδείξεις της από τότε που ο Ανδρέας θύμωσε πολύ με την απόφαση τη δική της να εκχωρήσει τα δικαιώματα του σπιτιού στη Βαλεντίνη και εξοργίστηκε όταν διαπίστωνε την εμμονή της να μην ενδώσει στην πώληση του σπιτιού. Όλα αυτά βέβαια μέχρι το ατύχημα, το τραγικό ατύχημα που, σε βάθος χρόνου, άλλαξε τα πάντα.
Θα περίμεναν την επιστροφή του Αργύρη για να μαζευτούν όλοι μαζί να αντιμετωπίσουν όλα αυτά, που τούς είχαν τύχει. Εκείνο όμως που δεν περίμεναν ήταν αυτό που ακολούθησε. Και αυτό ήρθε σαν τη θύελλα, που ξαφνικά εμφανίζεται στον ορίζοντα, σχεδόν από το πουθενά.
Το μεσημέρι ο Ιάκωβος, επέστρεψε στο σπίτι απ’ τις δουλειές του. Ήρθε κοντά τους με πρόσωπο φανερά ανήσυχο, τρομαγμένο, αναστατωμένο. Στα χέρια του κρατούσε μια τοπική εφημερίδα του νησιού.
“Τι συμβαίνει Ιάκωβε;” τον ρώτησαν σχεδόν μαζί, Ελένη και Βαλεντίνη.
Εκείνος με δυσκολία να μιλήσει, ξεδίπλωσε την εφημερίδα και την άπλωσε στο τραπέζι μπροστά τους.
“Διαβάστε…” είπε, “Εδώ κάτω...”
Τα μάτια των δυο γυναικών, έπεσαν στην είδηση και στις φωτογραφίες:
“Άγριο έγκλημα στο νησί μας:
Χθες τη νύχτα βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Παροικιά, ο Νικόλαος Διονυσίου, ετών 51. Ο άτυχος άντρας εργαζόταν τελευταία σαν οδηγός στο νησί και διέμενε μόνος στο διαμέρισμά του. Το θύμα βρέθηκε νεκρό από συνάδελφό του νωρίς σήμερα το πρωί. Η αστυνομία κάνει λόγο για ένα δράστη, ο οποίος είχε εισβάλει στο διαμέρισμα για λόγους ληστείας. Ο άτυχος άντρας, κατά την επιστροφή του, δέχτηκε την επίθεση. Βρέθηκαν στοιχεία πάλης και το θύμα επλήγη μάλλον με μαχαίρι, το οποίο έφερε ο δράστης. Η αστυνομία μιλάει για ενδείξεις ληστείας αλλά με σοβαρές επιφυλάξεις καθώς στο διαμέρισμα βρέθηκαν χρήματα. Η υπόθεση είναι σε διερεύνηση…”
Η Ελένη Καψή κοίταζε τη φωτογραφία του θύματος στην εφημερίδα με απόλυτη έκπληξη στο πρόσωπό της
“Αυτός…. Μα αυτός είναι ο….”
“Ναι μαμά! Ο οδηγός του φορτηγού, που με χτύπησε…”
Κοιτάχτηκαν και οι τρεις με εμφανή τόσο την έκπληξη αλλά η Βαλεντίνη με τον Ιάκωβο, ένιωσαν κάτι απόλυτα κρύο να διαβαίνει στο κορμί τους.
Συνεχίζεται...
Από τη μια το μυστήριο με τον παππού καπετάνιο, που δεν έχει κλείσει ακόμα και από την άλλη, ο θείος, ο οποίος, όπως δείχνουν τα πράγματα είναι αδίστακτος. Δεν ξέρω πόσο μακριά μπορούν να μείνουν όλα αυτά από τη Βαλεντίνη... Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια, φίλε μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω πλέον ότι η πίεση, που ασκείται στην κεντρική μας ηρωίδα είναι πολύ μεγάλη και επίφοβη για το πόσο θα μπορέσει να τη διαχειριστεί.
ΔιαγραφήΒασίλη μου, ευχαριστώ πολύ για το χρόνο και την παρέμβασή σου, φίλε μου. Την καλημέρα μου.
Προφανώς με το φονικό του οδηγού κλείνει ο κύκλος των μαρτύρων εκείνης της απεχθούς ενέργειας που καταδίκασε την Βαλεντίνη στην αναπηρία. Κάπου πάει το μυαλό μου για τον ιθύνοντα νου αυτής της δολοφονίας. Μυστήριο και με την εμφάνιση της Μαριλίζας που μπλέκει πάλι τα πράγματα... Γιάννη, η ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής περιόδου στον Πειραιά και οι συνθήκες που επικρατούσαν στο λιμάνι αλλά και στην κοινωνία γενικότερα, είναι πολύ κατατοπιστική για τις εξελίξεις που θα έρθουν. Καλή συνέχεια στην ιστορία σου που ολοένα και κορυφώνει το ενδιαφέρον μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ. Ο θείος... γομάρι ολκής.
Χαμογελώ Μαρία μου με την άποψή μου για το θείο. Και, μεταξύ μας, δεν είναι σπόιλερ να πούμε ότι είναι γομάρι ολκής γιατί η όλη στάση ζωής του είναι μαύρη κι άραχλη.
ΔιαγραφήΗ εικόνα του Πειραιά πριν τη χούντα είναι χαρακτηριστική τότε με την Τρούμπα και τις κοινωνικές συνθήκες και χαίρομαι που άγγιξα τη δηλωμένη ευαισθησία σου, Μαρία μου. Η Μαριλίζα είναι ένα πρόσωπο σημαντικό στην πλοκή μας αν και απών στο σήμερα.
Μαρία μου, ευχαριστώ πάρα πολύ κορίτσι μου για τον πολύτιμο χρόνο σου, το τονίζω πάντα αυτό και τη συμμετοχή σου, που μού δίνει τόση χαρά.
Φιλιά πολλά.
Και εμένα κατι κρύο διάβηκε στο κορμί μου...δολοφονία ε; Κοίτα να δεις που ξεκίνησαν οι δολοφονίες και εύχομαι να μείνουμε εκεί αλλά δεν το βλέπω. Μας έχεις βάλει στην αγωνία τελείως. Και το μυαλό μου πάει σε διάφορα αλλά τελικά όλο εκπλήξεις ετοιμάζεις. Περιμένουμε και μην αργείς για την επόμενη συνέχεια
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό Σαββατόβραδο
Άννα μου, καλή μου φίλη. Πόσο χαίρομαι με την αλληλεπίδραση που έχετε πάνω στην εξέλιξη της πλοκής. Ναι, έχουμε ανατροπές και πολύ σκοτεινό παρασκήνιο τελικά καθώς τα συμφέροντα, που διακυβεύονται είναι πολλά. Κράτα τις σκέψεις σου, χαίρομαι να τις έχεις και να τις συζητάμε. Για μένα το καλύτερο συναίσθημα.
ΔιαγραφήΓράφω, ναι γράφω, Άννα μου. Τα φιλιά μου και όμορφο βράδυ, κοπέλα μου.
Πολλά τα μέτωπα και μεγάλα τα μυστικά. Που θα οδηγήσει αυτό το κουβάρι που ξετυλίγεται;
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραίο Γιάννη μου!!
Σε πολλαπλά επίπεδα, Χριστίνα μου ναι. Έχουμε εξελίξεις που επιταχύνονται. Καλησπέρα κορίτσι μου και τα φιλιά με το ευχαριστώ μου.
ΔιαγραφήΚαι ότι μου έλειπε η μητέρα από την φάση της ιστορίας Γιάννη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην χρειαζόταν κοντά της η Βαλεντίνη, αφού τα σύννεφα της ιστορίας σου συσσωρεύονται πάνω από τα πρόσωπα, που ευτυχώς είναι όλα μαζί μια γροθιά εναντίον του του θείου) του αχώνευτου...
Ο φόνος του οδηγού λέει πολλά!
Να δούμε τι άλλο θα συμβεί παρακάτω...
Ναι, πιστεύω δεν θα μπορούσε να λείψει η μητέρα της Βαλεντίνης σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή. Ανάγκη, καθώς λες να γίνουν όλοι γροθιά απέναντι σε αυτά που παραμονεύουν και είναι δύσκολα.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ Ρούλα μου. Στέλνω την αγάπη μου.