H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

"Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφάλαιο 8 (Συμμετοχή στο δικτυακό δρώμενο "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"


Δείτε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο


Τι διαβάσαμε στο προηγούμενο:  Η Βαλεντίνη επισκέπτεται το θείο της, Ανδρέα Καψή προσπαθώντας να βρει δίαυλο συνεννόησης. Η συνάντησή τους καταλήγει σε μεγάλη ένταση, η οποία εκπορεύεται από τις σκληρές και επιθετικές προβλέψεις του τελευταίου.

Ο Αργύρης στον Πειραιά, ανακαλύπτει μια παλιά στενή φίλη της Μαριλίζας Ξένου, η οποία τον ενημερώνει με στοιχεία για τη ζωή της, τη σχέση της με τον Στέφανο Καψή, καπετάνιο τότε. Η Μαριλίζα ξαφνικά εγκατέλειψε την κατοικία και τη δουλειά της σε άγνωστη κατεύθυνση και έμαθαν για τον αιφνίδιο θάνατό της το 1970.

Η Βαλεντίνη ενημερώνει τη μητέρα της, Ελένη, για τα ευρήματα στο αρχείο του παππού σχετικά με την Μαριλίζα. Η Ελένη αποφασίζει, ταραγμένη, να έρθει στο νησί.

Τέλος, όλοι μαθαίνουν για τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου, οδηγού στο τότε τραγικό τροχαίο ατύχημα της Βαλεντίνης. Μια δολοφονία κάτω από σκοτεινές συνθήκες.

Κεφάλαιο 8

Τα απόνερα ενός φόνου

Η είδηση της δολοφονίας του Νίκου Διονυσίου, έπεσε σαν κεραυνός αν αιθρία, στη Βαλεντίνη και στον Ιάκωβο κατά πρώτο λόγο και μετά στη μητέρα της, την Ελένη. Ο λόγος ήταν προφανής. Η επίσκεψή του στο αρχοντικό ήταν πολύ πρόσφατη για να ξεχαστεί, όπως και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε. Η Βαλεντίνη είχε βιώσει και προβληματιστεί πολύ πάνω σε όλο αυτό και το είχε μοιραστεί και με τον Αργύρη και με τον Ιάκωβο. Σειρά είχε η μητέρα της να πληροφορηθεί για αυτήν την απροσδόκητη επίσκεψη.

Ο Αργύρης ενημέρωσε τηλεφωνικά ότι τελείωσε η  έρευνά του στον Πειραιά και επιστρέφει με ότι προέκυψε σε αυτή. Όταν έμαθε από τη Βαλεντίνη την είδηση της δολοφονίας του οδηγού που την χτύπησε εκείνη τη μοιραία νύχτα, απαλλάχτηκε και από τις τελευταίες ενστάσεις που είχε μέσα του ότι αυτή η υπόθεση πλέον είχε γίνει άκρως επικίνδυνη. Είχε την αίσθηση ότι η αγαπημένη του έμπαινε σε ρόλο πρωταγωνιστή στο κεντρικό κάδρο των γεγονότων. Τους ειδοποίησε ότι παίρνει το πρώτο αεροπλάνο για να επιστρέψει στο νησί.

Άραγε ποιο να ήταν το κίνητρο της δολοφονίας; Το ρεπορτάζ μιλούσε για πιθανή ληστεία αλλά αυτό ήταν οι δημοσιογραφικές εκτιμήσεις. Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να ψάξει βαθύτερα, να αναζητήσει κίνητρα για την “εξαφάνιση” του Διονυσίου. Και εκείνη η φράση του στο τηλέφωνο “έγιναν περίεργα πράγματα τότε…” ακούγονταν όλο και πιο δυνατά στο εσωτερικό του κεφαλιού της σε βαθμό να της προκαλεί πονοκέφαλο.

Παράλληλα και κάποιοι άλλοι συζητούσαν το ίδιο γεγονός σε έναν άλλο χώρο. Ο Δημήτρης Ερμόλαος ρώτησε τον Ανδρέα Καψή:

“Έμαθες για τη δολοφονία χθες;”

“Ναι…” απάντησε εκείνος ψυχρά.

“Και δεν σού κάνει εντύπωση;”

Ο Καψής σχολίασε σαν να τοποθετούνταν σε έναν κοινότυπο ζήτημα:

“Αυτό που μού κάνει εντύπωση, Δημήτρη είναι ότι ήταν εδώ αυτός ο τύπος. Αυτό ναι, είναι παράξενο. Αλλά τα άλλα όχι”

“Πιστεύεις στο ενδεχόμενο της ληστείας;”

“Ας πάρουμε την περίπτωση ότι τον φάγανε. Δεν μού κάνει εντύπωση. Από τότε τις λίγες φορές, που είχα τη ...δοκιμασία να βρεθώ απέναντί του, τότε που σακάτεψε την ανιψιά μου, ε δεν μού έδωσε και την καλύτερη εικόνα”

“Θες να πεις;”

“Πιθανά κάπου να ήταν μπλεγμένος βρε Δημήτρη. Αλλά πρέπει να σού πω ότι κάτι άλλο με απασχολεί πολύ περισσότερο!” του είπε με έμφαση.

“Ποιο;”

“Πώς να σχολιάσω ότι ο άνθρωπος που σακατεύει κάποιον σε ένα τροχαίο, τον επισκέπτεται μετά από τρία ολάκερα χρόνια; Τι κίνητρο έχει για αυτήν την επίσκεψη;”

Ο δικηγόρος έδειξε να ξαφνιάζεται.

“Πού το ξέρεις αυτό, Ανδρέα;”

“Εδώ και καιρό έχω τα μάτια μου πάνω τους, οπότε… ο Διονυσίου πάει στο αρχοντικό, να κάνει τι; να δει το θύμα του; Για ποιο λόγο; Και ύστερα από λίγες μέρες βρίσκεται νεκρός, δολοφονημένος”

Ο Ερμόλαος ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο, ανασηκώθηκε από τη πολυθρόνα του.

“Ανδρέα! Πού το πας δεν σε καταλαβαίνω;”

“Εγώ δεν το πάω φίλτατε, δεν θα το πάει όμως η ...αστυνομία; Εσύ τι λες;”

“Με ξεπερνάς αλήθεια! Τι πας να αποδώσεις στη ανιψιά σου; Σε μια καθηλωμένη γυναίκα σε ένα αμαξίδιο!”

“Μια σκέψη έκανα, Δημήτρη μην ...αναστατώνεσαι! Άλλωστε…”

“Άλλωστε τι;” έκανε ο άλλος, αυστηρά.

Ο Καψής δεν απάντησε. Την υπόλοιπη σκέψη την έκανε σιωπηρά χωρίς να την ακούσει ο δικηγόρος του. Τον βόλευε πάρα πολύ αυτή η σύνδεση του φόνου με την ανιψιά του.

“Την ετοίμασες την αγωγή;” τον ρώτησε αλλάζοντας θέμα.

“Ναι είναι έτοιμη”

“Ωραία, προχώρα την σε παρακαλώ το συντομότερο. Μπορεί η απογοήτευση των Ιταλών για την αναβολή της συμφωνίας να έχει γίνει οργή αλλά και εγώ δεν θα μείνω με σταυρωμένα χέρια.

Ο Αργύρης ήταν πάλι κοντά τους νωρίς την επόμενη μέρα. Χάρηκε που συνάντησε εκεί την Ελένη, τη μητέρα της Βαλεντίνης. Μάλιστα ένιωσε σαν νεαρούδι με κοκκινισμένα μάγουλα όταν εκείνη τον ευχαρίστησε για όσα προσφέρει στην κόρη της αλλά και για τον νέο του ρόλο πλέον δίπλα της. Η σχέση τους πλέον γινόταν μέρος της οικογενειακής τους πραγματικότητας.

Μια ειδοποίηση

Στο τηλέφωνο σχηματίστηκε ο αριθμός του καλούντος, με την ένδειξη “Άγνωστος 1”. Το πρόσωπο,  αποδέκτης της κλήσης φάνηκε ότι αναγνώρισε την προέλευση και απάντησε. Είχε εξασφαλισμένο το απόρρητο της συνομιλίας καθώς ήταν εντελώς μόνος στον προσωπικό του χώρο.

“Σε ακούω”, του είπε κοφτά

“Άκου! Κάποιος εμφανίστηκε να σκαλίζει πράγματα για τη Μαριλίζα Ξένου!”

“Πού και ποιος;” ρώτησε πάλι ο άλλος κοφτά.

“Στον Πειραιά, στα γνωστά μέρη. Δεν τον έχουμε ξαναδεί στα στέκια. Ένας νεαρός άντρας…”

“Όνομα δεν έδωσε;”

“Αργύρης”

“Και τι έγινε;”

“Έδειξε διαβασμένος, είχε και κάτι φωτογραφίες… εκείνης και του λεγάμενου”

“Με ποιον μίλησε;”

“Με μια Βιολέτα Φραντζή… Άκου! Πρέπει να κινηθείς γρήγορα, οι Ιταλοί έχουν αρχίσει να χάνουν την υπομονή τους”


Ο άλλος έκλεισε την κλήση κάνοντας ένα μορφασμό με απόλυτα σφιγμένο και πανιασμένο πρόσωπο. Τίναξε τη στάχτη από το τσιγάρο του στο τασάκι και έδειξε πολύ προβληματισμένος.

Ενοχλήσεις και Υποψίες...

Ο Αργύρης τούς ενημέρωσε όλους για το τι ακριβώς βρήκε στον Πειραιά. Τα νέα δεδομένα ήρθαν να αλλάξουν πάρα πολλές σκέψεις του παρελθόντος και να συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συνέβαινε τότε. Το ότι ο παππούς, είχε παράλληλη ερωτική σχέση με αυτή τη νεαρή γυναίκα, τη Μαριλίζα, ήταν βέβαιο. Μάλιστα η σχέση αυτή είχε σοβαρά χαρακτηριστικά από τη χρονική της διάρκεια. Εκείνο που δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν, καθώς δεν είχαν στοιχεία, ήταν η απότομη διακοπή της, η κατάθεση χρημάτων στην νεαρή κοπέλα, αυτό φαινόταν σαν ενίσχυση ή σαν εξαγορά, όπως τόνισε ο Αργύρης. Άρα η σχέση τους διακόπηκε, κατέληξαν στο συμπέρασμα, εύλογα, όπως και το γεγονός της εξαφάνισης της νεαρής γυναίκας αλλά και του τραγικού της θανάτου. Τα τηλέφωνα στο σπίτι, η αγωνία της επικοινωνίας, η απόρριψη του παππού και ο εκνευρισμός της γιαγιάς. Αυτά φωτογράφιζαν την περίπτωση η γιαγιά να έμαθε. Είχαν ακόμα και εκείνο το σημείωμα του παππού. Ένα σημείωμα απολογητικό. Άραγε πώς έμεινε στα αρχεία του; Κάτι δεν πρόλαβε; Ίσως. Ο θάνατος της νεαρής γυναίκας; Ίσως! Ακόμα και η επιστροφή του από την παραλήπτρια σαν απαράδεκτο.

Όλες αυτές οι σκέψεις επεξεργάστηκαν στο μυαλό και στην καρδιά τους. Το σπίτι έβγαζε παλιά μυστικά, που δεν είχαν την παραμικρή υποψία γι αυτά. Τα ανθρώπινα πάθη, ο έρωτας, άφηνε πίσω του σοβαρά τα σημάδια στην οικογένεια των Καψήδων. Τελικά τίποτα δεν ήταν όπως έδειχνε. 

Δεν είχαν άλλα στοιχεία στα χέρια τους. Αυτή τη στιγμή ένιωθαν μπλοκαρισμένοι γιατί δεν ήξεραν πώς να συνεχίσουν. Όμως είχαν παράλληλα και τα άλλα θέματα που έτρεχαν και ένα πρωινό λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Διονυσίου, διαπίστωσαν με φόβο ότι η κατάσταση γινόταν πλέον άκρως επικίνδυνη.

“Κυρά σάς ζητούν!” ανήγγειλε ο Ιάκωβος εκείνο το πρωινό.

“Ποιος είναι;” ρώτησε η Βαλεντίνη.

“Από την αστυνομία, κόρη μου” είπε ο γέροντας με ξαφνιασμένο ύφος. Ένα τέτοιο ύφος, που απλώθηκε στα πρόσωπα της Βαλεντίνης αλλά και της μητέρας της και του Αργύρη. Κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.

“Πέρασέ τους μέσα, Ιάκωβε”

Οι επισκέπτες ήταν εξαιρετικά ευγενικοί και διακριτικοί. Χαιρέτισαν, έκαναν τις συστάσεις. Ήταν ένας αστυνόμος Β’ και μια συνάδελφός του. Ανάλογες συστάσεις έκανε και η Βαλεντίνη. Πέρασαν στο μεγάλο σαλόνι ενώ το βλέμμα τους έκανε έναν κύκλο ολόγυρα, φανερά εντυπωσιασμένοι.

“Είμαι στη διάθεσή σας, παρακαλώ” είπε η Βαλεντίνη ξεκινώντας την ουσιαστική συζήτηση.

“Κυρία Βαλεντίνη Βαρθαλίτη, ασφαλώς θα μάθατε για τη δολοφονία του Νίκου Διονυσίου ε;” πήρε το λόγο ο μεγαλύτερος από τους δύο.

“Ναι φυσικά!” απάντησε εκείνη.

“Ζητάμε συγγνώμη αν θα αναγκαστούμε να γυρίσουμε σε πράγματα και καταστάσεις επώδυνες για σάς, δεν θα το κάναμε αλλά προέκυψαν κάποια πράγματα, που δυστυχώς…”

“Σάς καταλαβαίνω…” είπε εκείνη, “...αλλά για ποια πράγματα μιλάτε;”

“Είναι αλήθεια ότι ο Νίκος Διονυσίου, σάς επισκέφτηκε λίγες μέρες πριν το θάνατό του εδώ;”

“Ναι αλήθεια είναι, το μάθατε από πού;”

“Ας αρκεστούμε ότι το επιβεβαιώνετε… τι μπορεί να ήθελε σπίτι σας ο άνθρωπος που ήταν υπαίτιος του σοβαρότατου τραυματισμού σας;”

“Αυτό αναρωτήθηκα και εγώ, αστυνόμε”

Η Βαλεντίνη είπε το πώς δικαιολόγησε ο Διονυσίου την επίσκεψη στο σπίτι.

“Θα κοιτάξουμε να διασταυρώσουμε αν σάς είπε την αλήθεια”

“Ο Ιάκωβος από εδώ θα σάς επιβεβαιώσει ότι όντως περίμενε ένα δέμα, το οποίο και παραδόθηκε την επομένη…”

“Από τον ίδιο;”

“Όχι άλλος ήρθε!” πετάχτηκε ο Ιάκωβος.

Η γυναίκα αστυνομικός έκανε την επόμενη ερώτηση, που ακούστηκε ...κάπως:

“Κυρία Βαρθαλίτη, στο κινητό του Διονυσίου, βρήκαμε πολλές κλήσεις από το τηλέφωνό σας, κάποια μάλιστα απαντήθηκε. Μπορείτε να μάς πείτε το λόγο αυτής της επιμονής σας να τον αναζητήσετε;”


“Τι πάτε να βγάλετε, κύριοι;” πετάχτηκε ενοχλημένος ο Αργύρης.

“Μια εύλογη ερώτηση κάναμε, δεν υπονοούμε τίποτα. Προσπαθούμε να μάθουμε τις τελευταίες του κινήσεις…”

Η Βαλεντίνη έκανε ένα νόημα στον Αργύρη να μείνει ήρεμος.

“Να σάς απαντήσω βέβαια! Έχω βαθιά την εντύπωση ότι ο Διονυσίου δεν με επισκέφτηκε τυχαία. Κάτι ήθελε να μου πει. Το θεώρησα σίγουρο. Αποφάσισα να τον καλέσω και να τον ρωτήσω ανοιχτά. Δεν το κατάφερα, δεν απάντησε. Μετά από μια μέρα νομίζω, απάντησε και ήταν απόλυτα αρνητικός να μιλήσει…”

“Τι περιμένατε να πει;”

“Δεν ξέρω, αυτήν την εντύπωση σχημάτισα. Όμως στην τελευταία μας συνομιλία, είπε κάτι, που δεν είναι μήτε αμελητέο και με προβλημάτισε σοβαρά…”

“Τι;”

“Ότι τότε, υπονοώντας την εποχή του τροχαίου, έγιναν περίεργα πράγματα…”

Οι αστυνομικοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.

“Τι σκεφτήκατε;”

“Εσείς τι θα σκεφτόσασταν αστυνόμε; Τότε έγιναν περίεργα πράγματα. Δηλαδή τι; Ποια είναι τα περίεργα πράγματα σε ένα τροχαίο ατύχημα; Το αφήνω σαν υπόθεση εργασίας σας”.


Οι αστυνομικοί έκαναν κάποιες ακόμα ερωτήσεις δευτερεύουσας σημασίας, ευχαρίστησαν, χαιρέτισαν ευγενικά και αποχώρησαν με την υπόμνηση πως αν χρειαστούν κάτι παραπάνω θα μπορούσαν να επανέλθουν. Ο Ιάκωβος τους ξεπροβόδισε στην έξοδο.

“Πού έχετε καταλήξει;” ρώτησε με ενδιαφέρον.

“Είναι πάρα πολύ νωρίς ακόμα για κάθε συμπέρασμα…”

“Λοιπόν προϊστάμενε τι συμπέρασμα έβγαλες;” ρώτησε η νεαρή αξιωματικός τον άντρα δίπλα της, στο αυτοκίνητο καθ’ οδόν της επιστροφής. Εκείνος έδειχνε συγκροτημένος και μεθοδικός.

“Ομολογώ θέλει πολύ μεγάλη θέληση και τσαγανό να ζητήσεις να συναντηθείς ξανά με τον άνθρωπο, που σε καθήλωσε σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο, Βάνα!”

“Πού πάει το μυαλό σας;”

“Ο Διονυσίου ήρθε στο νησί που βρίσκεται το θύμα του. Να κάνει τι; Βρήκε δουλειά. Εδώ βρήκε; Ή δεν ήξερε ότι η Βαλεντίνη Καψή είναι εδώ; Πώς το βλέπεις;”

“Τρελή σύμπτωση…”

“Για να είναι αληθινή, σωστά! Ο Διονυσίου δεν μάς είχε απασχολήσει με άλλα θέματα. Ήρθε εδώ για κάποιο λόγο. Και είμαι σίγουρος ότι αυτός ο λόγος είναι και η αιτία που δολοφονήθηκε”

“Εκβιασμός;”

“Είναι μια περίπτωση. Να εκβιάσει ποιον όμως; Ας το πάρουμε σαν εκδοχή. Είδες τη Βαρθαλίτη τι είπε;”

“Λέτε για τα περίεργα πράγματα…”

“Ναι. Βάνα διάβασα καλά το ιστορικό εκείνου του τροχαίου. Ο τύπος έπεσε κατ΄ ουσίαν πάνω της στα ίσια. Όμως μήτε η ίδια μήτε η οικογένειά της προσέγγισαν το τροχαίο με άλλο μάτι. Ο Διονυσίου έρχεται μετά από τρία χρόνια εδώ να πυροδοτήσει, με μια του φράση, την κρίση της”

“Θέλετε να πείτε ότι την πονηρεύει ότι το ατύχημα δεν ήταν καθαρό;”

“Γιατί αλλιώς να το πει; Αλλά διάολε, για ποιο λόγο να την προκαλέσει; Εκβίαζε κάποιον άλλον; Και αυτός ο άλλος είναι εδώ;”

“Τι ξέρουμε για τις άλλες συναντήσεις του;”

“Ακόμα ψάχνουμε”

“Η άλλη σας σκέψη;”

“Η άλλη μου σκέψη είναι πιο περίπλοκη, ίσως κινηματογραφική, τραβηγμένη αλλά…”

“Τι εννοείται;”

“Η Βαρθαλίτη μάς είπε αυτή τη φράση του Διονυσίου για τα ...περίεργα πράγματα. Ειπώθηκε όμως κάτι τέτοιο;”

“Πού το πάτε;”

“Τον βρίσκει και τον ψάχνει πιεστικά! Μετά ο τύπος δολοφονείται…”

“Προϊστάμενε πού το πάτε; Η γυναίκα είναι ανάπηρη!”

“Φόνος δι’ αντιπροσώπου, Βάνα, με εκτελεστή αλλά, όπως σού είπα, το πράγμα κινείται στα όρια του απίθανου, όμως… δεν ξέρω…”

“Δεν στέκει όμως η επίσκεψη του θύματος στο σπίτι της…”

“Ναι ισχύει, εκτός αν ...κλήθηκε εκεί”

“Το δέμα όμως;”

“Το επιβεβαίωσα ισχύει, παραδόθηκε τέτοιο δέμα από την εταιρεία εκεί”


Έπεσε αμήχανη σιωπή, γεμάτη ερωτηματικά, ανάμεσά τους. Η νεαρή αστυνομικός, η Βάνα, ένιωθε ότι ο προϊστάμενός της είχε κάνει, στην κυριολεξία, λάστιχο τις εικασίες του. Η πρώτη της άποψη ήταν ότι η νεαρή γυναίκα δεν είχε την παραμικρή σχέση.


“Προϊστάμενε, ποιος σας ενημέρωσε για την επίσκεψη του Διονυσίου στη Βαρθαλίτη;”

“Ο Ανδρέας Καψής! Ο θείος της! Στις ερωτήσεις, ανέφερε ότι τον είδε να φτάνει στο αρχοντικό…”

“Αυτόν πώς τον ρωτήσαμε, ως τι;”

“Ιδιοκτήτης του αρχοντικού είναι και αυτός, Βάνα…”

“Αυτό με προβληματίζει προϊστάμενε για το είδος των σχέσεων του Ανδρέα Καψή με την ανιψιά της, την επιβαρύνει έτσι…”

“Δεν έχεις άδικο. Αν κάνουμε μια πρόχειρη ανακεφαλαίωση δείχνει ότι ο Διονυσίου ήρθε στο νησί για κάποιο λόγο που έχει να κάνει με το ατύχημα του 2021. Η επίσκεψή του στο θύμα του λειτουργεί ως προσπάθεια να ανιχνεύσει την κατάστασή της. Να δει πώς είναι. Θες να το πεις τύψεις; Θες να το πεις κάτι άλλο; Της ξυπνάει υποψίες. Είδες τι της είπε, σύμφωνα πάντα βέβαια με τα δικά της λόγια. Της μίλησε για περίεργα πράγματα τότε. Τα περίεργα πράγματα τότε μπορεί να ήταν ένα σκόπιμο τροχαίο. Και ένας εκβιασμός σήμερα από τον Διονυσίου…”

“Σε ποιον;”

“Σε αυτόν που τον έβαλε να χτυπήσει τη Βαρθαλίτη…”

“Προϊστάμενε!”

“Εκεί πάνε τα πράγματα Βάνα”

“Άρα ο εμπνευστής είναι εδώ στο νησί…” σχολίασε εκείνη.

“Πολύ σωστά. Και είναι αυτός που τον έβγαλε απ’ τη μέση”

“Άρα εδώ έχουμε δύο υποθέσεις σε μία. Το τροχαίο, που δεν είναι ατύχημα και η δολοφονία”

“Μένει Βάνα να βρούμε το κίνητρο να βγει απ’ τη μέση η Βαρθαλίτη”

Η νεαρή αστυνομικός αναστέναξε. Ένιωσε ότι τους περίμενε σοβαρή δουλειά και ίσως να χρειάζονταν μια πιο έμπειρη υποστήριξη.

Πρόσωπο με πρόσωπο

Η επίσκεψη του Δημήτρη Ερμόλαου στο αρχοντικό με προορισμό τη Βαλεντίνη, δεν την ξένισε στην αρχή. Ανοιχτή υπόθεση είχε μαζί του, οπότε τι το πιο φυσικό να ζητήσει να τη δει. Εκείνο όμως, που την τάραξε, ήταν αυτό που κουβαλούσε μαζί του. Ο ίδιος ήταν πολύ προσεκτικός και θα έλεγε κανείς έδειχνε να κάνει κάτι, το οποίο δεν ήθελε.

“Κυρία Βαρθαλίτη, η θέση μου είναι λεπτή και δύσκολη. Πιστέψτε με δεν περίμενα και εγώ να εξελιχθεί έτσι αυτή η υπόθεση ανάμεσα σε σάς και το θείο σας, με τον οποίο μπορεί να είμαστε χρόνια συνεργάτες αλλά δεν παύω να είμαι και στη δική σας εν μέρει υπηρεσία”

“Σάς καταλαβαίνω κύριε Ερμόλαε. Πείτε μου ανοιχτά τι συμβαίνει. Με το θείο μου είχαμε μια συνομιλία. Προσπάθησα να είμαι διαλεκτική, θέλω έναν συμβιβασμό αλλά δεν είδα ανταπόκριση. Οπότε δεν θα με ξενίσει αυτό που θα μού κοινοποιήσετε. Βέβαια, τελευταία με το θείο μου, οι εκπλήξεις δεν σπανίζουν”

Ο δικηγόρος, χωρίς να μακρηγορήσει, έβγαλε από το χαρτοφύλακά του έναν φάκελο. Τον πέρασε στη Βαλεντίνη.

“Αυτό είναι ένα αντίγραφο της αγωγής που υπέβαλε, νομότυπα, σήμερα ο θείος σας…”

“Καταλαβαίνω το αντικείμενο της αγωγής…”

“Προσβάλλει τη διαθήκη με το σκεπτικό της αθέμιτης επιρροής στην κ. Βαλεντίνη Καψή, τη γιαγιά σας…”

“Και βέβαια στοχοποιεί εμένα, σωστά;”

“Σωστά! Υποστηρίζει ότι ασκούσατε χρόνια επιρροή αρνητικής χειραγώγησης στη γιαγιά σας και έτσι αποσπάσατε από αυτήν την παρούσα διαθήκη. Ισχυρίζεται ότι στις αρχικές της συζητήσεις με τα παιδιά της, εκείνον και τη μητέρα σας, Ελένη Καψή, δεν έγινε η παραμικρή αναφορά σε τέτοιους όρους παρά σε μια απλή επιθυμία της, να μην πουληθεί το αρχοντικό σας. Στη συνέχεια, υποστηρίζει από τη στιγμή, που η μητέρα σας αποσύρθηκε υπέρ σας, κάτι που επίσης θεωρεί αμφιλεγόμενο, όντας για χρόνια στο πλευρό της και μάλιστα σε φθίνουσα περίοδο για την ψυχολογία της και την υγεία της, ασκήσατε άμεσο ψυχολογικό καταναγκασμό, με αποτέλεσμα να την εξωθήσετε να γράψει διαθήκη, σύμφωνα με τις δικές σας επιθυμίες. Γνωρίζατε ότι ο θείος σας, επιθυμεί διακαώς την πώληση του ακινήτου, κατευθύνατε την επιθυμία σας εκεί που ήταν η θέλησή σας”

Η Βαλεντίνη ήταν ψύχραιμη αλλά μέσα της έβραζε. Σίγουρα περίμενε την κίνηση από το θείο της αλλά είναι άλλο να το υποθέτεις και διαφορετικά να το βλέπεις μπροστά στα μάτια σου. Ο δικηγόρος συνέχισε:

“Δεν είναι και ότι καλύτερο αυτό που ήδη γενικά σάς ανέφερα και θα διαβάσετε, λυπάμαι…”

“Πείτε μου κύριε δικηγόρε, πότε μπορώ να συναντήσω τον κ. Καψή;”

Η φωνή της Ελένης, ήχησε σκληρά μεταλλική. Ο Ερμόλαος κοίταξε με απορία τη Βαλεντίνη.

“Να σάς γνωρίσω τη μητέρα μου, η Ελένη Καψή, ο κ. Ερμόλαος”

“Σάς ακούω ώρα, αν δεν άλλαξε διεύθυνση ο πελάτης σας ενημερώστε τον, σάς παρακαλώ ότι είναι ώρα να δεχτεί την αδελφή του!”

Ο Ερμόλαος αποχώρησε διακριτικά και με ευγένεια. Ενημέρωσε τη Βαλεντίνη για τη συνέχεια. Κατά την έξοδό του, σχημάτιζε ήδη την εικόνα αυτής της συνάντησης και ένα παγωμένο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.

“Μαμά σε παρακαλώ, τι πας να κάνεις τώρα εκεί; Δεν έχει νόημα, δεν το βλέπεις;

Η Βαλεντίνη προσπαθούσε να μεταπείσει τη μητέρα της από την απόφασή της να δει κατά πρόσωπο τον Ανδρέα. Μάταια. Εκείνη ήταν ανένδοτη.

“Αρκετά ως εδώ, κόρη μου! Μπήκα στο περιθώριο, αποσύρθηκα για σένα, αλλά βλέπω ότι ο αξιότιμος αδελφός μου, νομίζει ότι απέναντί του έχει ένα ανυπεράσπιστο αρνί, έτοιμο να το κατασπαράξει”

“Και τι θα καταφέρεις; Νομίζεις ότι θα αλλάξει γνώμη;”

“Όχι, δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει γνώμη αλλά είναι καιρός να ακούσει κάποια πράγματα”

Κόντευαν δύο χρόνια που ο Ανδρέας και η Ελένη Καψή είχαν να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλο. Από τις δύσκολες εκείνες μέρες, μετά το τραγικό ατύχημα της Βαλεντίνης. Ομολογουμένως ο Ανδρέας Καψής ξαφνιάστηκε μόλις ο Ερμόλαος, τον ενημέρωσε ότι η αδελφή του είχε άμεσα την πρόθεση να τον επισκεφτεί. Ώστε ήταν και εκείνη εδώ λοιπόν. Με την Ελένη δεν είχαν έρθει ποτέ σε ευθεία αντιπαράθεση. Οι εντάσεις μεταξύ τους ήταν ελάχιστες. Διαφωνίες είχαν και φυσικά εντάθηκαν αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας τους όπου εκδηλώθηκαν και οι προθέσεις του Ανδρέα αλλά δεν ξεπέρασαν τα όρια. Τώρα όμως όλα ήταν διαφορετικά. Εκείνος είχε να αντιμετωπίσει μια διαφορετική πραγματικότητα. Όπως και μια Ελένη Καψή, η οποία έστεκε εμπρός του, με ένα ύφος που δεν την ποτέ ξαναδεί έτσι. Αποφασιστική, με σφιγμένα χαρακτηριστικά και επιθετική διάθεση. Τέτοια, που ξεπέρασε γρήγορα τις πρώτες τυπικές τους κουβέντες για να φτάσουν στα σημεία που έκαιγαν.

“Μόλις διάβασα το αντίγραφο της προσβολής της διαθήκης, αυτό δα, που μάς έφερε ο δικηγόρος σου…” ήχησε ήρεμη και σταθερή η φωνή της Ελένης Καψή, “...και άρχισα να διαβάζω αναλυτικά τους λόγους, που αναφέρονται, κοίταξα την υπογραφή του ενάγοντος στο τέλος του εγγράφου. Όταν είδα το όνομά σου, το όνομα του αδελφού μου, πίστευα πως έκανα λάθος… πως περί άλλου εγγράφου επρόκειτο.. Όμως… να που δεν έκανα λάθος… και να που, χρόνια μετά βλέπω τον ίδιο τον αδελφό μου να απευθύνει τέτοιες κατηγορίες απέναντι σε ποιον; Στην ίδια την πρωτο-ανιψιά του! Στο αίμα του! Σε ποιο δρόμο βαδίζεις, Ανδρέα;”


Εκείνος δεν περίμενε τέτοια ένταση και προσπάθησε να μετριάσει την φλόγα της ατμόσφαιρας.

“Ελένη… άκουσέ με… δεν πήρα κανένα δρόμο… τις προθέσεις μου τις ήξερες εδώ και καιρό…”

“Ναι αλλά φαίνεται δεν ήξερα τα μέσα και τους τρόπους σου, για να φτάσεις σε αυτές, αδελφέ μου!”

“Δεν είναι δική μου η ευθύνη, που ήρθαν έτσι τα πράγματα!”

“Αλλά ποιανού είναι;”

“Της Βαλεντίνης, Ελένη! Από τότε που τις εκχώρησες το κληρονομικό σου δικαίωμα, αντίκρισα έναν διαφορετικό άνθρωπο. Το γλυκό κορίτσι έγινε…”

“Έγινε τι;”

“Ήξερες εσύ για καμία διαθήκη, Ελένη; Άπειρες φορές μιλήσαμε γι’ αυτό το θέμα με τη μάνα μας, ποτέ μα ποτέ δεν έκανε λόγο για διαθήκη. Και πώς είναι δυνατόν να την έκρυψε από τα παιδιά της και να την φανέρωσε στην εγγόνα της; Άντε πες σε μένα να μην είχε εμπιστοσύνη γιατί ήξερε ότι ήθελα να πουλήσουμε το αρχοντικό, σε σένα όμως; Τι πιο φυσικό να το κάνει σε σένα;”

“Ξεχνάς το είδος της σχέσης μεταξύ τους, Ανδρέα! Και έπειτα μοιραζόταν μαζί της πολύ περισσότερα από εμάς!”

“Και εγώ; Τι ήμουν εγώ, Ελένη; Πού εγώ στάθηκα άσχημα στη μάνα μου; Στην αδελφή μου, στην ανιψιά μου; Γιατί να γίνομαι τώρα ο αποδιοπομπαίος τράγος;”

“Τις επιλογές σου χρεώνεσαι, Ανδρέα, τον κύκλο, τις πρακτικές σου”

“Διάβολε, δεν έχω δικαίωμα να έχω τα σχέδιά μου;”

“Φυσικά και να τα έχεις! Αλλά πως; Με ποια μέσα, αδελφέ μου;”

“Τι θες να πεις;”

“Μπήκες στην Ιταλική εταιρεία που θα αγόραζε το σπίτι και μετά το εμφάνισες σαν ευκαιρία να πουληθεί ενώ όλα φωτογραφίζουν εσένα. Και το κρατούσες και κρυφό…”

“Εκείνη στο είπε;”

“Ναι! Και κάτι άλλο μαζί. Ξέρεις ότι αυτός ο Διονυσίου την επισκέφτηκε πριν τον φάνε;”


Ο Καψής έδειξε ότι δεν γνωρίζει τίποτα.

“Τι θες να πεις;”

“Μίλησε στην Βαλεντίνη για κάποια περίεργα πράγματα που έγιναν τότε, με το ατύχημα”

“Τι περίεργα δηλαδή;” ρώτησε χλωμιάζοντας

“Τι περίεργα; Ποιος πήγε να βγάλει απ’ τη μέση το παιδί μου, Ανδρέα και γιατί;”

“Τι λες Ελένη, τρελάθηκες; Τι ιστορίες είναι αυτές;”

“Δηλαδή τα λόγια του Διονυσίου, τα φαντάστηκε η Βαλεντίνη κι αυτά; Ή τα προσχεδίασε για να υποστηρίξει τα σχέδιά της;”

“Έχεις τρελαθεί εντελώς; Ποιος να βγάλει απ’ τη μέση την κόρη σου και γιατί;”

“Γιατί θα είχε βγάλει απ’ τη μέση ένα εμπόδιο απ’ τα σχέδιά του…”


Ο Καψής έγινε κόκκινος σαν παντιέρα:

“Μπορώ να μάθω γιατί αυτή η ερώτηση απευθύνεται σε μένα;”

“Προφανώς για να μάθεις τι ειπώθηκε και τι μπορεί να έχει γίνει”

“Ως εκεί έφτασες λοιπόν; Μίλα καθαρά! Γιατί τρέμεις να το ξεστομίσεις; Μήπως γιατί ντρέπεσαι; Μίλα ντε, τι υποπτεύεσαι;”

Η Ελένη έδειξε να διστάζει, έκανε ένα βήμα πίσω:

“Ανδρέα πρόσεξε! Πάρε πίσω την προσβολή της διαθήκης ή τουλάχιστον βρες άλλο λόγο αν θες να επιμείνεις σε κάτι, που αποδείχτηκε αληθινό. Όχι όμως αυτό! Το παιδί μου, κουβαλάει τώρα εδώ και χρόνια ένα μεγάλο σταυρό, δεν θα του φορτώσεις κι άλλο, δεν θα σε αφήσω!”

“Ήμουν και εγώ δίπλα της, Ελένη. Σε αυτόν τον σταυρό, που λες, ήμουν και εγώ κοντά της...στάθηκα στο προσκεφάλι της, το ξέχασες και εσύ και εκείνη; Αλλά τώρα με πολεμάει”

“Όταν καταλάβεις ότι είναι εντελώς άδικο αυτό σου το συμπέρασμα τα ξαναλέμε. Ο πόλεμος, που λες είναι μέσα στο μυαλό σου, Ανδρέα, είναι το άλλοθί σου στις επιλογές σου. Και ελπίζω να το καταλάβεις σύντομα, δεν έχω κάτι άλλο να πω. Οι επιλογές και οι ευθύνες είναι δικές σου…”


Η Ελένη Καψή, ήρεμη αλλά αποφασιστική έστριψε την πλάτη στον αδελφό της και αποχώρησε. Εκείνος έμεινε μετέωρος να ακολουθεί νοερά τα βήματά της και μαζί να αναμετριέται με τις σκέψεις του.


Η είδηση που δεν περίμενε κανείς!

Η Ελένη Καψή επέστρεψε στο αρχοντικό. Την είδαν παραδόξως ήρεμη, λες και είχε βγει από μέσα της κάτι, που τη βάραινε. Είχε περάσει τα μηνύματά της, είχε δηλώσει την παρουσία της και σκόπευε να την συνεχίσει. Έπρεπε να ανασυνταχτούν και να δουν πώς θα διαχειριστούν τα νομικά ζητήματα, που είχαν προκύψει.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτά. Το ζήτημα που είχε ανοίξει το αρχείο του Στέφανου Καψή, όχι μόνο καταλάγιασε αλλά το όνομα Μαριλίζα Ξένου, καραδοκούσε στη σιωπή του σπιτιού για να κάνει εκκωφαντικά την επανεμφάνισή του.

Ο Αργύρης, δέχτηκε την κλήση εκείνο το πρωινό.

“Ο κύριος Αργύρης Ραιδεστός;” ακούστηκε η φωνή μιας ώριμης γυναίκας.

“Ο ίδιος, ποιος είναι;” ρώτησε με ενδιαφέρον.

“Ακούστε… λέγομαι Ανθή και το τηλέφωνό σας, μού το έδωσε η Βιολέτα Φραντζή…”

Ο Αργύρης σύνδεσε αμέσως το όνομα με το θέμα που πιθανά να έκρυβε αυτή η τηλεφωνική κλήση.

“Ναι, ναι, συναντηθήκαμε πολύ πρόσφατα, συνέβη κάτι…”

“Θα ήθελα να σάς δω από κοντά, πού βρίσκεστε;”

“Είμαι εκτός Αθηνών και θα εξακολουθώ να είμαι για ένα χρονικό διάστημα, εσείς από Αθήνα;”

“Ναι… θα ήθελα…. Κάποια πράγματα δεν λέγονται από το τηλέφωνο… καταλαβαίνετε… αλλά εσείς….θα αργήσετε να γυρίσετε…”

“Περί τίνος πρόκειται; Μπορείτε πάντως να μιλήσετε ελεύθερα… εκ μέρους μου, δεν υπάρχει πρόβλημα”

Η γυναίκα φάνηκε να διστάζει στην αρχή, μετά όμως, αποφάσισε να ανοιχτεί:

“Η Βιολέτα μού είπε ότι της φανήκατε άνθρωπος εμπιστοσύνης και επειδή την ξέρω… σάς έχω μια εμπιστοσύνη…”

“Ευχαριστώ, σάς ακούω…”


Και η Ανθή άρχισε να μιλάει. Και σε κάθε φράση που ολοκλήρωνε, ο Αργύρης γινόταν όλο και πιο σοβαρός, βαρύς και αμίλητος. Στο τέλος τον είδε η Βαλεντίνη να κάθεται στην πολυθρόνα.

“Ψάχνατε για τη Μαριλίζα Ξένου, σωστά;”

“Ναι, ξέρετε κάτι;” τη ρώτησε με αγωνία.

“Για πάνω από χρόνο έμεινε στην αυλή μου στα Πετράλωνα. Έμοιαζε πολύ αναστατωμένη, οργισμένη, ίσως και απελπισμένη…”

“Μόνη της;”

“Ναι, ναι εντελώς. Έμοιαζε σαν ένα μοναχικό πουλί σε μια τρομερή καταιγίδα. Κάτι έδειχνε να τη βασανίζει έντονα. Έκλεισε το μικρό σπίτι στην αυλή μου αλλά όπως ήταν τη φοβήθηκα πολύ στην κατάστασή της!”

“Τι εννοείτε στην κατάστασή της;”

“Η Μαριλίζα ήταν έγκυος, κύριε Αργύρη…!”

Συνεχίζεται...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου