H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

"To Aρχοντικό της Σιωπής" (Κεφ. 6) / Συμμετοχή στο δρώμενο "Μια ιδέα-μια έμπνευση #3

  "Το Αρχοντικό της Σιωπής"

Δείτε τα προηγούμενα:

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο




Περίληψη: Η ανακάλυψη της μυστικής διαθήκης της γιαγιάς Βαλεντίνης Καψή, έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα στη σχέση της νεαρής Βαλεντίνης με το θείο της. Και οι δύο πλέον σε διαφορετικά "χαρακώματα" αναμέτρησης σχετικά με τους όρους της διαθήκης. 

Το τραγικό παρελθόν του δυστυχήματος της Βαλεντίνης, που την οδήγησε σε κινητική αναπηρία, επιστρέφει καθώς ο Νίκος Διονυσίου, οδηγός του μοιραίου εκείνου φορτηγού, την επισκέπτεται, ως ...οδηγός κούριερ. Η Βαλεντίνη θεωρεί ότι η επίσκεψη αυτή δεν ήταν καθόλου τυχαία. 

Στο μεταξύ, στο σκιερό παρασκήνιο, ο οδηγός της μοιραίας εκείνης νύχτας, συναντιέται με άγνωστο άντρα, τον οποίο εκβιάζει ζητώντας του πρόσθετα χρήματα σε αντάλλαγμα για τη σιωπή του σχετικά με το βρώμικο ρόλο του στο δόλιο τροχαίο εκείνης της νύχτας.

Ο Ανδρέας Καψής, στο μεταξύ, κάνει αίτημα γραφολογικής εξέτασης στην ιδιόχειρη διαθήκη της μητέρας του ενώ η Βαλεντίνη ζητάει, χωρίς επιτυχία, συνάντηση με τον Νίκο Διονυσίου.

Κεφάλαιο 6

Καινούργια ευρήματα, παλιά μυστικά


Οι δύο επόμενες μέρες κύλησαν με απραξία στην υπόθεση της διαθήκης. Η Βαλεντίνη με τον Αργύρη και τον Ιάκωβο ήταν σε αναμμένα κάρβουνα καθώς αυτή η αναμονή στην κυριολεξία απογείωνε τον εκνευρισμό τους αλλά παράλληλα και τους φόβους τους για τις προθέσεις του Καψή. Μετά από τηλεφωνική συνεννόηση με τον Ερμόλαο, κλείστηκε ραντεβού για να έρθει ο γραφολόγος να πάρει, νομότυπα και με τα σχετικά έγγραφα, κάποιο χειρόγραφο της γιαγιάς για να γίνει η εξέταση. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένοι να βρουν και να παραδώσουν κάτι ανάλογο.


Πρέπει να ψάξουμε στο γραφείο του σπιτιού, δίπλα στη βιβλιοθήκη. Εκεί είναι και το secretaire της γιαγιάς. Εκεί θα βρούμε σίγουρα κάτι δικό της” είπε η Βαλεντίνη, “άλλωστε θέλω πάρα πολύ να το δεις αυτό το γραφείο, Αργύρη. Εκεί είναι μεγάλο κομμάτι και από τις δικές μου μνήμες…”

Αυτό πώς;”

Θα σού πω, με βοηθάς να πάμε;”


Η Βαλεντίνη έδειξε την κατεύθυνση και ο Αργύρης την οδήγησε στο δωμάτιο. Ο Ιάκωβος είχε κάνει άριστη δουλειά έχοντας διατηρήσει το χώρο σε τέτοια κατάσταση, που έλεγες ότι τα παλιά πρόσωπα του σπιτιού θα έκαναν σε λίγο την εμφάνισή τους. Το άρωμα του ακριβού ξύλου και των δερμάτινων καλυμμάτων των επίπλων έδινε μια αύρα μοναδική. Στους δύο από τους τοίχους υπήρχαν ράφια βιβλιοθήκης μέχρι ψηλά στο ταβάνι. Μπροστά έστεκε το μεγάλο βαρύ γραφείο, οι μεγάλες πολυθρόνες, το secretaire από τη δεξιά πλευρά. Οι παλιοί πίνακες ζωγραφικής, οι λάμπες και τα άλλα διακοσμητικά αποτελούσαν ένα εξαίρετο ντεκόρ. Ο Αργύρης έμεινε εντυπωσιασμένος. Κοντοστάθηκε στην είσοδο ατενίζοντας ολόγυρα με θαυμασμό.


Καλώς ήλθες στον προσωπικό κόσμο του παππού και της γιαγιάς, Αργύρη. Παρακαλώ…” του έκανε ένα νεύμα με το χέρι της και ένα γλυκύτατο χαμόγελο στο πρόσωπό της.

Πόσο δίκιο έχεις τελικά…” είπε εκείνος.

Αλήθεια δεν είναι; Πώς μπορείς να είσαι γέννημα και μέρος αυτού του σπιτιού και να αποζητάς με τόση εμμονή την πώλησή του; Μού λες πως εξηγείται αυτό;” τον ρώτησε.

Είναι πολλά εκείνα, που αλλοιώνουν τη σκέψη ενός ανθρώπου, Βαλεντίνη…”

Κινήθηκαν στο εσωτερικό του δωματίου. Στο ξύλινο πάτωμα, ακριβά χαλιά με το πάχος τους συντελούσαν στον κόσμο της σιωπής στο αρχοντικό.

Με ρώτησες πριν γιατί έχω δεθεί μ’ αυτό το γραφείο. Όταν ερχόμουν τα καλοκαίρια, εδώ μέσα περνούσα πολύ χρόνο. Το είχα αναγνωστήριο από τα βιβλία της βιβλιοθήκης. Εδώ μελετούσα, εδώ δενόμουνα με τον κόσμο των δικών μου. Λάβε υπόψη σου ότι το ίδιο έκανε και η μητέρα μου εδώ μέσα. Αν την ρωτήσεις τα ίδια θα σού πει, όπως και ο θείος μου...αλλά τώρα…”

Η Βαλεντίνη κίνησε το αμαξίδιο προς το γραφείο.

Μπορείς, σε παρακαλώ να τραβήξεις την πολυθρόνα να κάτσω στο γραφείο;”

Ο Αργύρης έμεινε δίπλα της.




Έβαλε τα χέρια της πάνω στο γραφείο, άγγιξε με προσοχή κάποια αντικείμενα. Κάποια στιγμή τράβηξε το μεγάλο συρτάρι. Δεκάδες αντικείμενα καλά τακτοποιημένα στο εσωτερικό του. Η Βαλεντινη έψαχνε για κάποιο έγγραφο της γιαγιάς. Στη συνέχεια πέρασε στα διπλανά συρτάρια του γραφείου. Στο πρώτο, μετά στο δεύτερο. Πίσω εκεί βρήκε ένα σύνολο από γράμματα, δεμένα με ένα κορδόνι χρωματιστό υφασμάτινο. Η Βαλεντίνη τα πήρε στα χέρια της.

Αργύρη, είναι υπέροχο! Κοίτα τι βρήκα;”

Τι;”

Γράμματα της γιαγιάς μου, στον άντρα της, τον παππού μου…”

Προφανώς όταν ήταν στο καράβι σε ταξίδια…”

Η Βαλεντίνη έλυσε το φιόγκο και αράδιασε μερικά γράμματα στην επιφάνεια του τραπεζιού. Έριξε μια ματιά σε ένα-δύο από αυτά, ήταν ανοιχτά.

Παππού μου αγαπημένε! Κράτησες όλα αυτά τα χρόνια τα γράμματα της αγαπημένης σου γυναίκας, σαν θησαυρό. Για να έρθουμε τώρα εμείς να τα βρούμε και να σάς συναντήσουμε ξανά”

Πόσο διαφορετικός ήταν εκείνος ο κόσμος, Βαλεντίνη ε; Δες την επικοινωνία των αγαπημένων ανθρώπων. Γράμματα! Υλικό ζωντανό. Χαρτί, μελάνι. Όλα αυτά έχουν ύλη, έχουν υφή, έχουν άρωμα. Τα βλέπεις, τα νιώθεις, τα αγκαλιάζεις!” έλεγε ο Αργύρης

Πόσο δίκιο έχεις…”

Ενώ τώρα… Τώρα κάποια e-mails… Ψηφία στην οθόνη. Χωρίς ψυχή, χωρίς χρώμα. Με ένα κλικ μπορούν να πάψουν να υφίστανται, να χαθούν για πάντα…” συμπλήρωσε εκείνη.


Η Βαλεντίνη διάλεξε ένα γράμμα της γιαγιάς, που ήταν στην πιο καθαρή κατάσταση από γραφικό χαρακτήρα.

Άραγε θα έχουμε πρόβλημα που τα γράμματά της εδώ είναι πάρα πολλά χρόνια πριν;”

Θα μάς πει ο γραφολόγος, δεν ξέρω. Αλλά δεν νομίζω, ο γραφικός χαρακτήρας δεν αλλάζει εκτός αν τα χέρια του γράφοντος έχουν κάποιο θέμα νευρολογικό”

Εκείνη εξακολουθούσε να σκαλίζει, κάποια στιγμή, διέκρινε στο βάθος του συρταριού ένα μικρό πορτάκι. Άρχισε να το περιεργάζεται. Κάπου υπήρχε μια μικρή εσοχή. Έβαλε το δάχτυλό της και ένα μικρό κλικ ακούστηκε για να ανοίξει.

Για δες εδώ!” ακούστηκε η φωνής της, εντυπωσιασμένη.

Τι βρήκες πάλι;” τη ρώτησε ο Αργύρης ερχόμενος πιο κοντά της.

Ένα μυστικό συρτάρι μέσα στο συρτάρι… κάτι έχει μέσα”

Ο Αργύρης προσπάθησε να τη σταματήσει:

Βαλεντίνη, μισό λεπτό! Είμαστε σε ένα αυστηρά προσωπικό χλωρι. Κάθε αντικείμενο εδώ είναι αυστηρά προσωπικό του παππού σου ή της γιαγιάς σου. Μήπως δεν πρέπει να συνεχίσεις;”


Εκείνη δεν άκουσε καν. Στο μικρό κρυφό συρτάρι βρήκε ένα φάκελο. Πρέπει να ήταν πολύ παλιός, είχε ήδη κιτρινίσει. Τον άνοιξε. Μια παλιά μαυρόασπρη φωτογραφία κύλησε στο χέρι της. Χαμογέλασε.

Έλα να σού δείξω τον παππού μου, στα νιάτα του, Αργύρη!” τον κάλεσε με χαρά.



Στη φωτογραφία ήταν ένας άντρας γύρω στα σαράντα. Όμορφος με καθάριο πρόσωπο. Καστανά κοντά μαλλιά. Φορούσε τη στολή του πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού.

Δες! Να σού γνωρίσω τον κύριο Στέφανο Καψή, τον καπετάνιο της οικογένειας. Για μένα λειτουργούσε σαν ο ιδρυτής της, τώρα για τη μητέρα μου, δεν ξέρω”

Πολύ όμορφος και βλέμμα ….γόη ο κύριος Καψής, παρακαλώ!” σχολίασε ο Αργύρης.

Αμέ τι μάς πέρασες, είμαστε ομορφόσογο”, του είπε χαριτολογώντας.

Κάπου τα πίνει βλέπω ο καπετάνιος!” σχολίασε εκείνος καθώς στη φωτογραφία ο άντρας έστεκε στη μπάρα και πίσω του ήταν ράφια με ποτά.

Ε ναυτικός, τι περιμένεις… αμέτρητα ταξίδια, λιμάνια… το αλκοόλ θα έρεε για τα καλά… Κάτσε να δούμε μη βρούμε καμία άλλη”

Η Βαλεντίνη κινήθηκε προς το φάκελο. Στο κράτημα του, μια δεύτερη φωτογραφία έπεσε μπροστά τους.


Η εικόνα μιας πολύ όμορφης νεαρής γυναίκας, με ένα γλυκύτατο χαμόγελο, μακριά μαύρα μαλλιά ως τους ώμους, τους χαμογελούσε. Είχε μια αισθησιακή κορμοστασιά με ένα αποκαλυπτικό και τολμηρό, για την εποχή, φόρεμα. Η νεαρή γυναίκα ακουμπούσε στη μπάρα ενός μπαρ και δίπλα της ένα ποτήρι ποτό.



Η Βαλεντίνη ένιωσε να ξαφνιάζεται απόλυτα.

Τι είναι αυτή η φωτογραφία;” είπε δυνατά με έντονη απορία αλλά και αγωνία μαζί. Ο Αργύρης έμεινε στο βλέμμα της νεαρής γυναίκας.

Πολύ γλυκιά γυναίκα και αυτό το χαμόγελο, υπέροχο, άδολο, συγγενής;”

Η Βαλεντίνη σιωπούσε λες και έβλεπε κάτι παράταιρο.

Τι έπαθες; Ποια είναι;”

Αργύρη, πρώτη φορά βλέπω αυτή τη γυναίκα, δεν τη γνωρίζω!”

Αναποδογύρισε τη φωτογραφία από την πίσω πλευρά και το βλέμμα της έπεσε σε μια χειρόγραφη αφιέρωση. Παρά τα χρόνια, μπορούσε κάποιος άνετα να τη διαβάσει:




Στον Άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου. “Cheval noir” Πειραιάς 1965”


Αργύρη, τι γίνεται εδώ;” πέρασε τη φωτογραφία στα χέρια του. Εκείνος την κοίταξε προσεκτικά. Επιβεβαίωση τη χειρόγραφη αφιέρωση, παρά τη φθορά της φωτογραφίας, που έφερε ξεθωριασμένη και τη σφραγίδα του φωτογραφείου, που βγήκε. Στην αρχή έδειξε έκπληξη, όμως μετά το πρόσωπό του γλύκανε ίσως και χαμογέλασε:

Ο καπετάνιος μάλλον έκαιγε καρδιές εκείνη την εποχή…”

Αργύρη διάβασες καλά; Στον άντρα που δεν μπόρεσε ποτέ να είναι δικός μου;”

Ναι! Προφανώς κάποια γυναίκα που τον διεκδίκησε βρε Βαλεντίνη αν δεχτούμε το προφανές, που είναι το ερωτικό”

Το 1965 ο παππούς μου ήταν ήδη παντρεμένος πολλά χρόνια, από το 1958 με τη γιαγιά μου…” είπε η Βαλεντίνη εξακολουθώντας να είναι έντονα αναστατωμένη και αιφνιδιασμένη.

Σχετίζεις την ημερομηνία με τον πραγματικό χρόνο μιας πιθανής σχέσης αυτής της γυναίκας με τον παππού σου. Είπες ότι ο παππούς σου παντρεύτηκε το 1958, δηλαδή επτά χρόνια πριν από αυτήν την αφιέρωση. Γιατί να μην ήταν η προηγούμενη σχέση του;”

Το φόντο πίσω της το είδες; Είναι το ίδιο με αυτό εδώ στον παππού, Αργύρη. Πιστεύω ότι και οι δύο αυτές φωτογραφίες τραβήχτηκαν την ίδια μέρα”

Ο Αργύρης πήρε στα χέρια του και τη φωτογραφία του καπετάνιου. Έφερε και αυτή την ίδια σφραγίδα με την προηγούμενη. Οι δυο φωτογραφίες είχαν εκτυπωθεί από το ίδιο φωτογραφείο.

Και ο ίδιος χώρος μάς δίνει απάντηση, βρε Βαλεντίνη. Μπαρ είναι. Προφανώς αυτό εδώ είναι το όνομά του. Λιμάνι είναι, προφανώς εκεί θα ήταν και ο τόπος συνάντησής τους”


Η Βαλεντίνη άρχισε να ψάχνει με προσοχή τον κιτρινισμένο φάκελο. Στο εσωτερικό του βρήκε ένα ακόμα διπλωμένο χαρτί και ένα σκισμένο κομμάτι από κάτι άλλο. Οι σφυγμοί της καρδιάς της είχαν ήδη ανέβει πολύ. Το χέρι της είχε ήδη αρχίσει να τρέμει:

Βαλεντίνη! Σε παρακαλώ, να σταματήσεις; Παραβιάζουμε πράγματα πολύ προσωπικά, καταλαβαίνεις;” της είπε προτρεπτικά ο Αργυρης αλλά εκείνη ζούσε ήδη σε άλλους κόσμος. Το σκισμένο κομμάτι ήταν απομεινάρι μιας παλιάς απόδειξης τραπεζικής κατάθεσης στην Αγροτική τράπεζα. Η Βαλεντίνη ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται σαν σφυρί. Κατάφερε να δει το ποσό της απόδειξης. Τριάντα χιλιάδες δραχμές! Με τρομερή αγωνία έψαξε να βρει κάποιο όνομα. Το βρήκε σβησμένο στο ήδη φθαρμένο αντίγραφο. Μαριλίζα Ξένου. Δίπλα ένα απομεινάρι σελίδας ημερολογίου. Κάποιο χέρι είχε σκίσει άτσαλα το φύλλο, στο οποίο μάλιστα είχε χυθεί και μελάνι.

Κοίτα εδώ, κάτι γράφει…” ακούστηκε η φωνή της.

"Ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις… Αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω"


Είναι αλήθεια κάποιες στιγμές που νιώθεις στο χώρο να απλώνεται μια απέραντη σιωπή, πραγματικά εντυπωσιακή. Αυτό συνέβη και αυτή τη στιγμή. Σταμάτησαν να μιλούν, σαν να μην είχαν κάτι να προσθέσουν, σαν να προσπαθούσαν να μαζέψουν τη σκέψη και τα συναισθήματά τους. Τα οποία φυσικά υπερτερούσαν για τη Βαλεντίνη, που ένιωθε σαν ένα μικρό χάσμα χρόνου και γεγονότων να χάσκει κάτω από τα πόδια της. Το αρχοντικό, για μια ακόμα φορά, είχε τυλιχτεί απόλυτα στη σιωπή.


Η Βαλεντίνη μάζεψε προσεκτικά τα ευρήματα, τα έβαλε μέσα στον αρχικό φάκελο, δεν βρήκε τίποτα άλλο στο μυστικό συρτάρι, το οποίο στη συνέχεια έκλεισε σαν να μην είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Τα ευρήματα αυτά είχαν ήδη ταράξει τον εσωτερικό της κόσμο σαν το ξαφνικό εκείνο μπουρίνι, που έρχεται και σαρώνει με τη δύναμή του.


Τι σκέφτεσαι;” την ρώτησε ο Αργύρης.

Δεν ξέρω… ειλικρινά δεν ξέρω… είμαστε μπροστά σε κάτι, που δεν μπορώ να το αξιολογήσω αυτή τη στιγμή. Ο παππούς μου είχε σχέση με μια πολύ νεαρότερή του γυναίκα, η οποία μάλλον λέγεται Μαριλίζα Ξένου. Στην οποία της καταθέτει τριάντα χιλιάδες δραχμές. Νομίζω μεγάλο ποσόν για εκείνη την εποχή και ύστερα έχουμε αυτό το χειρόγραφο σημείωμα, “ελπίζω μια μέρα να με συγχωρέσεις...αλλά δεν μπορώ να ρισκάρω…”, πώς φτιάχνεις το παζλ τώρα εσύ Αργύρη;”

Ο Αργύρης είχε τρομάξει από την ένταση που είδε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Έκατσε δίπλα της, έπιασε τρυφερά τα χέρια της:

Βαλεντίνη άκουσέ με προσεκτικά: Ναι, είναι προφανές ότι ο παππούς σου, όλα δείχνουν, ότι είχε έναν ερωτικό δεσμό με αυτήν εδώ την κοπέλα της φωτογραφίας. Τώρα αν λέγεται Μαριλίζα Ξένου, δεν το έχουμε σίγουρο, το εικάζουμε από την απόδειξη. Και της έδωσε κάποια χρήματα, αρκετά ναι. Δεν είναι μήτε ο πρώτος μήτε ο τελευταίος ναυτικός στον κόσμο, που είχε μια ερωμένη στη ζωή του. Δεν λέω ότι ακούγεται ορθολογικό αλλά είναι μια πραγματικότητα της ζωής. Εγώ σε ρωτάω το αυτονόητο: Τι σημασία έχει τώρα αυτό; Ποιο το νόημα; Θα κρίνουμε τη ζωή ενός ανθρώπου, που έχει πεθάνει και δεν έχει κάτι να μάς αντικρούσει;”

Αργύρη, δηλαδή μού λες να το αγνοήσω; Να κάνω ότι δεν το βρήκα;”

Δηλαδή βρε κοπέλα μου, σε ποιον να το πεις; Άντε στη μητέρα σου; Για ποιο λόγο; Το λιγότερο να νιώσει άσχημα πολύ”

Ξέρεις κάτι; Είμαι σίγουρη, έτσι νιώθω ότι αυτή η ιστορία δεν είναι και τόσο αθώα…”

Τι εννοείς δηλαδή;”

Νιώθω να υπάρχει παρασκήνιο, να κρύβει πολλά παραπάνω…Γιατί να της δώσει λεφτά και μάλιστα τόσα πολλά”

Και τι θέλεις να κάνεις λοιπόν;”

Να μάθω ποια ήταν αυτή η γυναίκα!”

Για ποιο λόγο βρε Βαλεντίνη; Εγγονή είσαι του παππού σου, όχι σύζυγός του να σού δώσω ένα κίνητρο!”

Δεν μου λες; Για ποιο λόγο επιμένεις στη σιωπή. Εδώ έχουμε ένα ψέμα, ένα μυστικό, δεν πρέπει να βγει η αλήθεια;”

Δεν θα σε πιέσω άλλο. Πρόσεξε όμως μήπως η όποια αλήθεια, που υποτίθεται θα ψάξεις μην προκαλέσει ανεξέλεγκτες καταστάσεις! Πολλές φορές ένα μυστικό καλό είναι να μένει για πάντα έτσι”

Αργύρη δεν είναι δική σου οικογένεια να κρίνεις, δική μου είναι!” του πέταξε έντονα.


Όπως ανοίγεις ξαφνικά ένα παράθυρο και εισβάλλει στο δωμάτιο ένα παγωμένο κύμα αέρα έτσι συνέβη αυτή τη στιγμή μεταξύ τους. Ο Αργύρης σηκώθηκε όρθιος.

Μάλιστα…” είπε, εμφανώς πληγωμένος “...Έχεις δίκιο, δεν είναι δική μου οικογένεια, εγώ είμαι ένας ξένος…”

Η Βαλεντίνη σε κλάσματα δευτερολέπτου, κατάλαβε ότι αυτή της η φράση λειτούργησε σαν σφαίρα στην καρδιά του. Το κατάλαβε, το ένιωσε. Γύρισε προς το μέρος του. Ασυναίσθητα έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να σηκωθεί από το αναπηρικό αμαξίδιο αλλά έπεσε πάνω του ανήμπορη.

Αργύρη, συγγνώμη! Συγγνώμη καλέ μου! Συγχώρεσέ με!”

Ήταν πραγματικά χάλια, συνέχισε:

Όλα αυτά ήρθαν μαζεμένα στη ζωή μου όλα αυτά τα χρόνια, το ατύχημα, η αναπηρία, τώρα η διαθήκη, η αντίδραση του θείου μου, ο Διονυσίου και οι μασημένες κουβέντες του για το τροχαίο, οι φωτογραφίες του παππού και της ερωμένης του. Όλα σπάνε ολόγυρά μου, Αργύρη, δεν το καταλαβαίνεις; Όλα αυτά πάνω στα οποία πατούσα σπάνε. Νιώθω να καταρρέω, μυστικά έρχονται στο φως, ερωτήματα μάς πλημμυρίζουν. Συγχώρεσέ με, σε παρακαλώ…”


Ο Αργύρης γύρισε προς το μέρος της. Έκατσε στον καναπέ και την τράβηξε κοντά του. Άπλωσε τα χέρια του στους ώμους της. Την κοίταξε στα μάτια.

Βαλεντίνη, σε αγαπώ, γλυκιά μου! Ναι, σε αγαπώ, εδώ και χρόνια, ανομολόγητα, σιωπηρά. Για αυτό και σε νιώθω. Δεν καταρρέεις, κορίτσι μου, απλά όλα ήρθαν όλα μαζεμένα να αναποδογυρίσουν τα σταθερά σου. Δεν είμαι ξένος, μάτια μου. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ. Αν αυτό σε ενοχλεί να μού το πεις…”

Όχι, όχι….” ψέλλισε εκείνη απλώνοντας το χέρι της στο στόμα του.

Τότε άσε με να είμαι απόλυτα κοντά σου. Δεν είσαι μόνη σου, Βαλεντίνη. Και όλο αυτό θα το περάσουμε μαζί, κατάλαβες; Θα βρούμε κάθε άκρη, πίστεψέ με. Αλλά, με σειρά, όχι άναρχα. Και με προσοχή. Δεν χρειάζεται να πληγώσουμε κανέναν”


Αφέθηκε απόλυτα στην αγκαλιά του. Έπεσε γύρω της κάθε αναστολή και επιφύλαξη. Είχε τόσο μα τόσο ανάγκη από έναν άνθρωπο, συναισθηματικά δεμένο μαζί της, για να στηριχθεί, να νιώσει την αγάπη και την έγνοια του. Και το εύρισκε στον συνεταίρο της και παλιό συμφοιτητή της. Λένε πως ο έρωτας μπορεί να φωλιάζει ασυνείδητα στις καρδιές των ανθρώπων, που είναι κοντά χωρίς οι ίδιοι να το συνειδητοποιούν. Όμως τώρα το είχε πλέον συνειδητοποιήσει. Αναζήτησε τα χείλη του όπως είχε σκύψει πάνω της. Η αγκαλιά τους έγινε πιο θερμή, ερωτική, αισθησιακή σε ένα φιλί, που ήταν ένα τρυφερό πρελούντιο ενός έρωτα στη γένεσή του.


Τη νύχτα αυτή η Βαλεντίνη περπάτησε πάλι, μετά από πάρα πολλά χρόνια, στα μονοπάτια της ερωτικής επαφής. Ξεχασμένα αντανακλαστικά έδωσαν πάλι ζωή στο πληγωμένο της σώμα, της θύμισαν τους χυμούς του έρωτα. Ο Αργύρης την πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του. Την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της και εκεί έκαναν έρωτα, όμορφα, ηδονικά, εκφραστικά. Η Βαλεντίνη θυμήθηκε ξανά ότι ήταν γυναίκα, με αισθήσεις. Θυμήθηκε πώς ήταν να δίνει και να παίρνει ηδονή, θυμήθηκε ότι ήταν ακόμα ζωντανή, χάρη στον άντρα που της έδινε αυτήν την όμορφη προσφορά.


Αγκαλιασμένους και γυμνούς, τους βρήκε το πρωί, σε μια καινούργια μέρα. Μια μέρα και ένα αύριο, που ξημέρωνε απαιτητικό, γεμάτο προκλήσεις και ζητήματα, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν. Μόνο, που αυτή τη φορά ήταν μαζί, ένα σώμα, μια ψυχή.

Καινούργια μέρα-καινούργιες προκλήσεις

Λοιπόν, έχουμε πράγματα να κάνουμε” ξεκίνησε ο Αργύρης, έχοντας σερβίρει τον πρωινό καφέ και το πρωινό τους.

Ναι, να βάλουμε μια σειρά” σχολίασε η Βαλεντίνη.

Να ενημερώσεις τον Ερμόλαο να πάρει το έγγραφο της γιαγιάς για τη γραφολογική. Αυτό είναι το άμεσο”

Θα το κάνω ναι…”

Σκοπεύεις να μιλήσεις τελικά σε κάποιον για τις φωτογραφίες;”

Όχι, τουλάχιστον όχι ακόμα… ο Ιάκωβος έτσι κι αλλιώς ήρθε στο σπίτι το 1978, άρα δεν θα γνωρίζει κάτι”

Ο Αργύρης Ραιδεστός παίρνει τα ηνία

Ο Αργύρης Ραιδεστός, στα 39 του χρόνια ήταν ένας άντρας, με δυνατή προσωπικότητα και εντυπωσιακή υποδομή στην επαγγελματική του καριέρα. Τα βιώματα της ζωής του περιελάμβαναν και αρνητικές και θετικές εμπειρίες. Όμως τα επαγγελματικά του βήματα ήταν θετικά και γεμάτα εξέλιξη. Ακόμα και τον αποτυχημένο πρώτο του γάμο, τον χειρίστηκε θετικά με την τέως σύζυγό του. Η μακρόχρονη σχέση του με τη Βαλεντίνη τον είχε οδηγήσει στο να την νιώσει, να την καταλάβει, να την προσεγγίσει σαν άνθρωπο. Τα συναισθήματά του για αυτήν ήταν πολύ βαθύτερα από όσο αρχικά υπέθετε απλά υπήρχαν σε λανθάνουσα κατάσταση. Τώρα πλέον την είχε αγκαλιάσει και σαν γυναίκα. Τα τελευταία γεγονότα στην υπόθεση, που διαχειρίζονται ήταν πλέον καταιγιστικά και την είδε να λυγίζει. Δεν ήταν εύκολο καν να αντιμετωπίσει το κινητικό της πρόβλημα μετά το τραγικό ατύχημα. Οχυρώθηκε πίσω από τις αναμνήσεις. Η υπόθεση του αρχοντικού οικογενειακού σπιτιού έφερε ξανά στην επιφάνεια την απίστευτη σχέση που είχε με τη γιαγιά της και την επιρροή που άσκησε πάνω της. Όλα όσα έρχονται στο φως αποτέλεσαν ένα σοκ για την ίδια.

Ο Αργύρης, μέτρησε τις παραμέτρους και αποφάσισε να βγει μπροστά σε αυτήν την ιστορία. Να πάρει την υπόθεση στα χέρια του. Δεν ήταν δυνατόν να την αφήσει μόνη της να βουλιάξει στο διαφαινόμενο χάος. Το θέμα της διαχείρισης της υπόθεσης των φωτογραφιών του παππού της αποφάσισε να το χειριστεί μόνος του αφού δεν την έπεισε να το αφήσει στη λήθη. Έπρεπε να χρησιμοποιήσει κάθε του γνωριμία και επαφή σε όλα τα επίπεδα καθώς ο επαγγελματικός του κύκλος ήταν μεγάλος.

Ζήτησε από τη Βαλεντίνη ξανά τις δύο φωτογραφίες με τα αντίστοιχα σημειώματα γιατί πίστευε ότι από εκεί θα ξεκινούσε το ξετύλιγμα του κουβαριού.

Βλέπεις εδώ στο πίσω μέρος της φωτογραφίας;” της είπε, “Έχουμε δύο στοιχεία: Το όνομα του φωτογράφου και το όνομα του μπαρ όπως αναφέρει η γυναίκα στην αφιέρωσή της. Από εκεί ξεκινάμε, Βαλεντίνη.

Φωτο Γ. Νικολάου, Γούναρη 20, Πειραιάς. Τα χρόνια είναι πολλά. Το πρώτο, που πρέπει να δούμε είναι αν υπάρχει αυτό το μαγαζί ακόμα. Δύσκολο, αλλά πιθανό αν έχει κληρονομική συνέχεια”

Θα μάς χρειαστεί που;” ρώτησε εκείνη.

Θέλω να φτάσω στο μαγαζί, Βαλεντίνη. Σε αυτό το Cheval noir. Στόχος είναι να βρούμε απομεινάρια αυτής της γυναίκας, της Μαριλίζας”


Τον έβλεπε να οργανώνει τις κινήσεις του και δεν έκρυψε το θαυμασμό της για τη μεθοδικότητά του. Ο Αργύρης άρχισε να της προσφέρει μια πρώτη αίσθηση ασφάλειας και στήριξης. Η πρώτη έρευνα ήταν αρνητική. Τα τηλεφωνήματά του σε γνωστούς και συνεργάτες οδήγησαν στη διαπίστωση ότι σε αυτήν τη διεύθυνση σήμερα δεν υπήρχε τέτοιο κατάστημα. Το περίμενε, δεν ήταν αισιόδοξος. Έριξε όλο του το βάρος στην δεύτερη εκδοχή. Στο μπαρ.

Γεράσιμε! Θέλω να ψάξεις παντού, στο Επιμελητήριο, στην ΑΑΔΕ, στην περιοχή εκεί στο λιμάνι, αμόλησε όποιους ξέρεις και δες τι μπορείς να κάνεις με ένα Cheval noir, κάπου στα 1965”

Ο φίλος του μουρμούρισε διάφορα αλλά χατήρι δεν μπορούσε να του χαλάσει, η έρευνα είχε ξεκινήσει, η αγωνία μεγάλωνε”

Ο Ανδρέας Καψής οργανώνεται

Η πρώτη νίκη τους ήταν σημαντική. Μετά από κάποιες μέρες, βγήκαν τα επίσημα αποτελέσματα της γραφολογικής εξέτασης της διαθήκης της γιαγιάς. Το πόρισμα ήταν ξεκάθαρο: Η ιδιόχειρη διαθήκη ήταν αυθεντική ως προς τη γνησιότητα του εγγράφου. Η Βαλεντίνη πήρε την πρώτη ανάσα μαζί με τους δικούς της, που φυσικά ενημέρωσε όπως επίσης και με τον Αργύρη και τον Ιάκωβο.

Να δω τώρα τι θα πει ο θείος σου;” βροντοφώναξε, σχεδόν πανηγυρίζοντας ο καλοκάγαθος γέροντας.


Η είδηση δεν ακούστηκε καλά στον Ανδρέα Καψή. Η ίδια του η μητέρα γινόταν παράγοντας αποσταθεροποίησης για τον ίδιο. Οι αντιδράσεις του ήταν στην αρχή παρορμητικές.

Δεν είναι δυνατόν η μάνα μου, να έκανε τέτοιο πράγμα από μόνη της, Δημήτρη! Το καταλαβαίνεις; Δεν μπορούσε να κρύψει στα παιδιά της τέτοιο πράγμα. Και καλά εμένα πες είχε μια επιφύλαξη. Αλλά στην κόρη της; Και να κάνει αποφασιστικό παράγοντα μιας μυστικής διαθήκης την ...εγγονή της; Είναι δυνατόν;”

Να που είναι, Ανδρέα” αντέταξε ο Ερμόλαος.

Κάτι έχει κάνει αυτό το βρωμοθήλυκο! Στο λέω να το ξέρεις, όλον αυτόν τον καιρό δούλευε υπόγεια. Ήταν δίπλα στη μάνα μου, την χειραγωγούσε, την έκανε ότι ήθελε…”

Ανδρέα, οφείλω να σε ρωτήσω ευθέως, πρέπει να ξέρω, γιατί οφείλουμε να δούμε πώς θα κινηθούμε”

Σ’ ακούω…”

Σκοπεύεις να αμφισβητήσεις την ικανότητα της μητέρας σου και την αντίληψή της ως προς τη λήψη αποφάσεων;”

Ο Καψής έριξε μια σκληρή ματιά στον Ερμόλαο.

Τι μού λες τώρα; Να βγάλω τη μάνα μου τρελή;”

Ανδρέα…”

Όχι Δημήτρη! Δεν θα με βάλει εμένα, ένα ανάπηρο πλάσμα, ένα νιάνιαρο να προσβάλω τη μνήμη της μάνας μου! Αυτή τη χάρη δεν θα της την κάνω, να σκάσει!”

Τότε πώς θα κινηθούμε;”

Έτσι κι αλλιώς τη ζημιά σε πρώτη φάση την έκανε, πανάθεμά την. Η πώληση αναβάλλεται. Έχω κι αυτό το σχοινί στο λαιμό μου!… Θα την πολεμήσω μέχρι εκεί που δεν το περιμένει. Θα μιλήσω ευθέως για χειραγώγηση της μάνας μου, θα μιλήσω για διαδικασία ανήθικη και εκβιαστική”

Αυτό ακριβώς θα σού έλεγα και εγώ! Λοιπόν άκου: Στόχος είναι η ευθεία προσβολή του κύρους της διαθήκης. Θα κάνουμε σε πρώτη φάση ασφαλιστικά μέτρα κατά της διαθήκης και δεύτερο και κυριότερο, αυτό είναι το σημαντικό, θα υποστηρίξουμε άνομη και ανήθικη άσκηση πίεσης και άνομης επιρροής από την ανιψιά σου. Undue influence, λέγεται διεθνώς”

Ναι, σαν ιδέα συμφωνώ απόλυτα. Τα νομικά είναι δική σου δουλειά, κάνε ότι πρέπει, δες πώς μπορούμε να το στήσουμε αυτό πρακτικά, θα την κάνω να μη βρίσκει ήσυχη μέρα πουθενά”


Κάποια στιγμή χώρισαν. Ο Καψής έμεινε μόνος. Είχε αγριέψει εντελώς, το ένιωθε. Δεύτερη φορά εύρισκε την ανιψιά του να του χαλάει τα σχέδια στη ζωή του.

Έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί, μικρή….” μουρμούρισε καθώς καλούσε στο γραφείο του, τον Παντελή, τον άνθρωπο για αυτές τις δουλειές του.

Η δουλειά σου συνεχίζεται. Τώρα προστέθηκε στο κόλπο και αυτός που συνοδεύει η ανιψιά μου. Αργύρης Ραιδεστός λέγεται έμαθα. Δεν θέλω να χάσεις τίποτα από τις κινήσεις τους”

Ο άλλος συμφώνησε και ο μηχανισμός στήθηκε.


Ο Ιάκωβος είδε τον Αργύρη να έρχεται κοντά τους χαμογελαστό. Απολάμβανε ήσυχα το καφεδάκι του με τη Βαλεντίνη δίπλα του.

Βλέπω το παλικάρι μας χαμογελαστό, κάτι καλό θα μάς φέρνει, να το δεις!” της είπε με ύφος προσμονής.

Τον καλωσόρισαν με χαρά. Ο Ιάκωβος σηκώθηκε να ετοιμάσει έναν καφέ και για εκείνον. Οπότε ο Αργύρης μίλησε στη Βαλεντίνη, που είχε ήδη κρεμαστεί στα χείλη του:


Οι κολλητοί μου έκαναν άριστη δουλειά. Κίνησαν γη και ουρανό, να το ξέρεις!

Λέγε και θα πάρεις τα ...εύσημα αργότερα!” του είπε εκείνη αδημονώντας.

Τα θέλω σε φιλιά…” της είπε χαριτολογώντας. Η γκριμάτσα της, τον ανάγκασε να ξεκινήσει:

Το Cheval noir βρισκόταν στην οδό Φίλωνος. Στην κακόφημη συνοικία με τα μπαρ του λιμανιού. Το είχε τότε το 1965, ένας Αλέξανδρος Σομόπουλος, ετών 35…”

Δεν ζει σήμερα...αλλά, περίμενε! Το μαγαζί πουλήθηκε το 1970 σε έναν Ιορδάνη Αλεβίζο, 25άρη περίπου, αυτός κάποια στιγμή το έκλεισε και πήγε στην Καστέλα με το όνομα CAVOS CAFE. Υπάρχει ακόμα, ως σήμερα…”

Μπορούμε να τον βρούμε αυτόν, δεν θα ξέρει κάτι;”

Δύσκολα να δουλεύει το καφέ ο ίδιος. Μεταξύ μας, Βαλεντίνη, ψάχνουμε ψύλλους στα άχυρα αλλά θα την κάνουμε την προσπάθεια, αλλιώς θα προσπαθήσουμε σε άλλο μονοπάτι…”

Καλέ μου Αργύρη, τι θα έκανα χωρίς εσένα. Τι σκέφτεσαι τώρα;” του είπε, με αγωνία.

Θα με χάσεις λίγες μέρες, φεύγω για Πειραιά!”

Συνεχίζεται...





6 σχόλια:

  1. Καλησπέρα Γιάννη μου
    Είχε μια τρυφερότητα τούτο το κεφάλαιο και πολλά αναπάντητα μυστικά, περιμένω την συνέχεια με αμείωτο το ενδιαφέρον.
    Καλή εβδομάδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή βδομάδα, Ελένη μου. Σε ευχαριστώ πολύ για τα συναισθήματα και τα λόγια σου. Ελπίζω πάντα να είσαι καλά, γερή και δυνατή. Συνεχίζουμε καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  2. Α με έχεις κάνει να τα βάζω με τη γιαγιά γιατί δεν σκέφτηκε τα παρελκόμενα της κρυφής διαθήκης. Και σκέφτομαι τι μας ετοιμάζεις με τη φώτο του παππού; Μήπως κανένα παιδί κρυφό; Και αν υπάρχει και το έχει αναγνωρίσει να ένας κληρονόμος ακόμη...
    Καλά ο θείος θα κάνει ζημιά στη Βαλεντίνη και τον αγαπημένο της. Πω πω τι έχουμε να δουμε;
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου, ναι, έχουμε σημαντικές εξελίξεις και ευρήματα, που αυτή τη στιγμή είναι ομιχλώδες πού μπορούν να μας οδηγήσουν. Η αλήθεια είναι ότι ανοίγονται μέτωπα. Ο Θείος πράγματι πάει σε μετωπική ρήξη με την ανιψιά του.
      Σε ευχαριστώ πολύ για το σχόλιο, καλή μου φίλη, να είσαι καλά. Όμορφο βράδυ.

      Διαγραφή
  3. Ααααα μπήκαμε σε άλλα μονοπάτια τώρα; Έχουμε μυστήριο και έρωτα; Νομίζω ότι θα βγουν στην επιφάνεια γεγονότα, που εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε, παρά μόνο το δικό σου μυαλό Γιάννη.
    Αναμένουμε την συνέχεια με ερωτηματικά...
    Καλή εβδομάδα να έχεις και καλό βράδυ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάτι σάς ...ετοιμάζω, Ρούλα μου. Για να δούμε αν θα είναι αντάξιο της δικής σας συμμετοχής, του χρόνου και της παρουσίας σας. Ναι, δεν θα μπορούσε να λείψει ο έρωτας από κάθε ιστορία, παρών και ζωογόνος. Ευχαριστώ καλή μου φίλη για την παρουσία σου. Στέλνω φιλιά και ευχές.

      Διαγραφή