H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

"Τα δώρα της Αρμονίας" (Μυθιστόρημα σε συνέχειες) 14η δημοσίευση

   "Τα δώρα της Αρμονίας"


"Όσα ποτέ δεν συνέβησαν αλλά ανέκαθεν υπήρχαν"

Σαλούστιος:  "Περί Θεών και κόσμου"


Μια ματιά στα προηγούμενα

Ανάρτηση 1

Ανάρτηση 2

Ανάρτηση 3

Ανάρτηση 4

Ανάρτηση 5

Ανάρτηση 6

Ανάρτηση 7








Στην προηγούμενη δημοσίευση, τελειώσαμε το κεφάλαιο 2.7 
Σ' αυτό παρακολουθήσαμε τον συναισθηματικά φορτισμένο διάλογο του Πολυνείκη με τη σύζυγό του, την Αργεία. Οι τοποθετήσεις της γυναίκας του είναι ένα ιστορικό αντιπολεμικό ντοκουμέντο από την πλευρά της γυναικείας οπτικής.  Το κεφάλαιο έληξε με τη σκηνή στο σπίτι του Αμφιάραου, όπου παρακολουθούμε έναν έντονο διάλογο ανάμεσα στο μεγάλο μάντη και στη σύζυγό του, Εριφύλη. Ο ίδιος, νιώθει το βάρος των επώδυνων γεγονότων, που έρχονται, γνωρίζει τον βαρυσήμαντο ρόλο της γυναίκας του ανάμεσα στον ίδιο και τον αδελφό της, βασιλιά Άδραστο και προσπαθεί να προλάβει τα γεγονότα.
Στη συνέχεια ανοίγει το κεφάλαιο 2.8 όπου θα παρακολουθήσουμε το πρώτο συμβούλιο στο παλάτι του βασιλιά Άδραστου, του ιδίου προεξάρχοντος, παρόντων των δύο γαμπρών του αλλά και από τους άρχοντες-ηγεμόνες των διπλανών περιοχών, συμμάχων του Άργους. Θα γνωρίσουμε τον Καπανέα, βασιλιά της Ωλένου, Ετέοκλο, βασιλιά του Ορχομενού και τους Ιππομέδοντα και Παρθενοπαίο.
Τελευταίος καλεσμένος, φυσικά ο Αμφιάραος, ο οποίος και θα καταθέσει με απόλυτη σαφήνεια και ένταση την αντίθεσή του σε κάθε σκέψη για πολεμική εκστρατεία στη Θήβα, προλέγοντας ότι τα σημάδια των χρησμών είναι προάγγελοι θανάτου και καταστροφής.
Ο Αμφιάραος αποχωρεί ενώ οι υπόλοιποι αποφασίζουν να σταλεί ο Τυδέας στη Θήβα σε μια προσπάθεια διαμεσολάβησης με τον Ετεοκλή. Κλείνοντας ο Άδραστος ανακοινώνει στη συγκέντρωση ότι η αδελφή του η Εριφύλη, είναι εκείνη που αποφασίζει σε περίπτωση διαφωνίας ανάμεσα στον ίδιο και τον Αμφιάραο.

Μουσική επιμέλεια έργου: Γλαύκη

Σήμερα, τα μουσικά θέματα, που επέλεξε η αγαπημένη μας φίλη, είναι δύο και θα συνοδεύσουν με τον πλέον αρμονικό τρόπο την ανάγνωσή μας.


Κεφάλαιο 2.8 (Συνέχεια)

Εριφύλη

 

Ο Αμφιάραος επέστρεψε στο σπίτι του . Η απογοήτευση και η ανησυχία ήταν εμφανής στο πρόσωπό του.

“Τι αποφασίσατε τελικά;” τον ρώτησε η Εριφύλη.

Εκείνος βρήκε κάπου να καθίσει. Έδειχνε κουρασμένος.

“Εκστρατεία στη Θήβα!”

Εκείνη χλώμιασε από το φόβο της.

“Γιατί;”

“Για να αποκατασταθεί ο γαμπρός του αδελφού σου στο θρόνο της πόλης”

“Και εμείς; Που μας αφορά όλο αυτό;”

“Υπόσχεση του Άδραστου στους γαμπρούς του”

“Η γνώμη η δική σου ποια είναι;”

Την κοίταξε καλά στα μάτια.

“Η εκστρατεία αυτή δεν πρέπει να γίνει”

“Υπάρχει κάτι που σε απασχολεί;”

“Ναι! Ο θάνατος παραμονεύει σε αυτήν!”

Η Εριφύλη προβληματίστηκε έντονα. Εκείνος σηκώθηκε, ήθελε να πάει προς το λουτρό. Είχε ανάγκη από λίγο νερό στο κεφάλι και στο πρόσωπό του. Της έριξε μια ματιά λίγο πριν φύγει.

“Κανείς δεν θα γυρίσει ζωντανός απ τη Θήβα εκτός από τον αδελφό σου!” της είπε ενώ εκείνη έμεινε άφωνη και ακίνητη στο μέσο του δώματος.

“Ελπίζω να θυμάσαι καλά αυτά που σού έχω πει για τον τρόπο, που θα θελήσουν να κινηθούν Εριφύλη” της είπε και χάθηκε στο εσωτερικό. Έμεινε φορτωμένη άπειρες σκέψεις, που γύριζαν με φρενήρη ρυθμό στο μυαλό της. Τα λόγια του άντρα της, την είχαν αναστατώσει έντονα.

“Πώς το ξέρεις;” κατάφερε να ψελλίσει μόλις επέστρεψε ο Αμφιάραος στο χώρο. Εκείνος προσπαθούσε ακόμα να σβήσει την ένταση που τον βασάνιζε.

“Δεν θα έπρεπε να ρωτάς κάτι τέτοιο γυναίκα! Ξέρεις σε ποιον μιλάς! Τα σημάδια εδώ και καιρό καίνε το μυαλό μου. Κάθε μέρα έρχονται και πιο δυνατά, σαν να φωνάζουν μέσα μου…”

“Θα μπορούσε να αλλάξει κάτι την απόφασή τους;” του είπε.

“Δεν ξέρω…” απάντησε απελπισμένος για να συνεχίσει “νομίζω ότι δεν μπορεί να αλλάξει κάτι, εκτός…”

“Εκτός τι…”

“Η διαφωνία μου γυναίκα! Η διαφωνία μου με τον αδελφό σου!” της έριξε ένα βλέμμα δυνατό, αποφασιστικό, “Καταλαβαίνεις λοιπόν τι εννοώ…” της είπε.

Τον κοίταξε προσεκτικά χωρίς να πει κάτι. Είχε ήδη αρχίσει να μουδιάζει.

 

Είχαν περάσει μέρες μετά το συμβούλιο στο παλάτι. Σε όλων, από όσους συμμετείχαν, στη σκέψη έτρεχε η έγνοια για το χρονοδιάγραμμα, που έπρεπε να ακολουθήσουν για να ξεκινήσουν τις ετοιμασίες. Εκείνος που είχε την μεγαλύτερη πίεση ήταν ο Τυδέας που θα έπρεπε να δει το σχέδιό του για να κάνει την πρώτη απόπειρα των επαφών με τον Ετεοκλή στη Θήβα. Από αυτό το αποτέλεσμα κρινόταν τα πάντα.

“Πότε σκοπεύεις να ξεκινήσεις;” τον ρώτησε ο Πολυνείκης. Είχαν ξεπεζέψει από τα άλογά τους. Περπατούσαν κατά μήκος του Ίναχου ποταμού. Έτσι μόνοι μπορούσαν να κουβεντιάσουν τις σκέψεις τους. Ο ουρανός ήταν βαριά συννεφιασμένος και προμήνυε βροχή. Ο ποταμός κουβαλούσε με ορμή τα νερά του κάτω στη θάλασσα.

“Προς το τέλος του χειμώνα, να ανοίξει ο καιρός. Αν εκεί δεν βρούμε άκρη πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως γιατί ο Ετεοκλής θα μας περιμένει. Και δεν θα πρέπει να τού δώσουμε μεγάλο χρόνο να ετοιμαστεί”

“Ξεχνάμε κάτι Τυδέα, κάτι που, μέχρι τώρα, στέκεται εμπόδιο”

“Τι εννοείς;”

“Την αντίρρηση του μάντη, του Αμφιάραου. Ο άντρας της αδελφής του βασιλιά είναι ανένδοτος. Και χωρίς αυτόν εκείνος δεν κινάει μήτε βήμα από το Άργος”

“Τι μπορούμε να σκεφτούμε για αυτό;” ρώτησε ο Τυδέας.

“Είναι κάτι που γυρίζει στο μυαλό μου μετά από το συμβούλιο αλλά και με κάτι κουβέντες, που μου εκμυστηρεύτηκε ο ίδιος ο Άδραστος”

Ο Τυδέας σταμάτησε και τον κοίταξε κατά πρόσωπο.

“Τι ακριβώς;”

Ο Πολυνείκης άπλωσε το βλέμμα του κάτω προς τον Αργολικό κόλπο. Ο δυνατός άνεμος έπαιζε με τα μαλλιά στο πρόσωπό του.

“Το πρόσωπο που κρατάει τα κλειδιά σε αυτή τη διαφωνία” είπε στον Τυδέα.

“Τι θες να πεις;”

“Ο βασιλιάς μου είπε ότι σε περίπτωση διαφωνίας με τον Αμφιάραο, τη λύση τη δίνει η αδελφή του!”

“Δηλαδή;”

“Θέλω να πω ότι αν η διαφωνία πάει μέχρι τέλους και κάποιος από τους δύο δεν υποχωρήσει, όπως  σίγουρα θα κάνει ο Αμφιάραος, τότε κριτής θα μπει η αδελφή του βασιλιά και γυναίκα του μάντη”

Ο Τυδέας παρακολουθούσε γεμάτος ερωτηματικά. Τα μάτια όμως του Πολυνείκη είχαν αρχίσει να αστράφτουν.

“Πρέπει με κάποιο τρόπο Τυδέα, να προσεγγίσουμε την Εριφύλη!”

“Πως μπορεί να γίνει αυτό; Δεν είναι εύκολο”

“Το ξέρω. Όμως πρέπει να γίνει με κάθε θυσία”

“Μίλα στο βασιλιά”

“Το έχω ήδη κάνει! Θα προσπαθήσω να την συναντήσω στο παλάτι. Κάποια μέρα που ο Άδραστος θα την έχει φέρει εκεί”

“Και τότε;”

“Εσύ, έχεις το ταξίδι στη Θήβα. Εγώ θα αναλάβω την Εριφύλη. Είναι κάτι που θα χειριστώ εγώ!”

Ήδη στο νου του επεξεργάζονταν κάθε σκέψη, κάθε πρόταση και κάθε πιθανό σχέδιο. Πώς θα το διοργάνωναν, τι θα της έλεγε, πώς θα το χειριζόταν. Μια σκέψη, που τις τελευταίες μέρες, είχε για τα καλά αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό του ως η μόνη πιθανότητα να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων.

 

Μια πρώτη συνάντηση

 Και δεν θα έπαυε ποτέ να την σκέφτεται για να δει πώς θα μπορούσε να την προχωρήσει με την καλύτερη δυνατή πιθανότητα επιτυχίας. Έπρεπε να συναντήσει την Εριφύλη. Όμως κάτι τέτοιο μόνο εύκολο δεν ήταν. Μίλησαν με τον πεθερό του ψάχνοντας να βρουν μια μέθοδο ανώδυνη που δεν συναντούσε εμπόδια μήτε θα σήκωνε υποψίες ώστε να εκθέσει κάποιον. Και η λύση ήταν μία. Ο Πολυνείκης πρότεινε και έπεισε με πιεστικό τρόπο τον Άδραστο να δεχτεί την αδελφή του στο παλάτι. Εκεί θα βρίσκονταν και ο Πολυνείκης που θα αναλάμβανε τα υπόλοιπα.

 Σε λίγες μέρες βρέθηκε η στιγμή που ο Άδραστος είχε την αδελφή του καλεσμένη. Και έπεσε στις μέρες, που ο άντρας της ο Αμφιάραος θα απουσίαζε από το Άργος για κάποια δουλειά. Έτσι κανείς δεν θα θεωρούσε αδόκιμο ή παραβατικό να καλέσει ο βασιλιάς την αδελφή του στο παλάτι και σπίτι του. Σε μια συνάντηση ενδοοικογενειακή όπου, εντελώς ...αθώα, θα βρίσκονταν εκεί την κατάλληλη ώρα ο γαμπρός του βασιλιά, ο Πολυνείκης.

 Η Εριφύλη ήταν εντυπωσιακή γυναίκα. Στο ανάστημα έμοιαζε με αυτό του αδελφού της όπως και στην ευστροφία του. Φιλάρεσκη και οξυδερκής. Όμως και ο Πολυνείκης ήταν από τους άντρες εκείνους που δεν περνάει απαρατήρητος μήτε αφήνει ασυγκίνητο κάθε βλέμμα απέναντί του. Μάλιστα έφτασε στο παλάτι τη στιγμή που είχαν τελειώσει το δείπνο τους τα δύο αδέλφια και η Αμφιθέη. Ο Άδραστος κάλεσε το γαμπρό του να κάτσει λίγο μαζί τους. Λίγες σκόρπιες κουβέντες, καθημερινά θέματα. Οι υπηρέτες μάζεψαν γρήγορα το τραπέζι.

“Θα πιούμε λίγο κρασί να μού επιτρέψετε” είπε ο Άδραστος προς τους υπόλοιπους. Η Εριφύλη φάνηκε λίγο διστακτική αλλά πείστηκε με την επέμβαση των άλλων.

“Δεν είναι πολλές οι φορές που είχα τη χαρά να δειπνήσω με την αδελφή μου” της είπε παρακλητικά καταβάλλοντας τις αναστολές της. Όλα είχαν ρυθμιστεί όπως έπρεπε και εκεί στην αίθουσα του θρόνου. Ο Άδραστος με τη γυναίκα του αποσύρθηκαν για λίγο διακριτικά για να δώσουν την ευκαιρία στον Πολυνείκη να μείνει μόνος λίγο με την Εριφύλη.

 “Είναι τιμή μου να γνωρίζω τη σύζυγο του αγαπημένου μας μάντη και συμπολεμιστή Αμφιάραου”, της είπε με μια σεμνή υπόκλιση. Εκείνη τον κοίταξε εντυπωσιασμένη από την ευγένειά του.

“Έχω ακούσει για σας Πολυνείκη, γιε του ξακουστού Οιδίποδα” ανταποκρίθηκε εκείνη.

“Ναι, η καταγωγή μου ευχή και κατάρα μαζί” πρόσθεσε εκείνος με μια δόση ελαφράς θλίψης.

“Ο Αμφιάραος μού έχει μιλήσει πολλές φορές για σας”

“Ελπίζω όχι με κακή εντύπωση”

“Μού μίλησε για τη σύγκρουση με τον αδελφό σας στη Θήβα και…”

“Και;” ρώτησε εκείνος με ενδιαφέρον.

“Δεν έχει σημασία…” τον κοίταξε για λίγο στα μάτια. Τελικά ο Πολυνείκης διαπίστωνε ότι δεν ήταν μια απλή γυναίκα της εποχής προορισμένη για τον αυστηρό της ρόλο.

“Τι περιμένετε από μια εκστρατεία στη Θήβα;” τον ρώτησε ευθέως. Ο Πολυνείκης κατάλαβε ότι θα έπρεπε να μιλήσει ισότιμα με την Εριφύλη αναγνωρίζοντας το ρόλο της.

“Την απόδοση στο δίκιο. Την επιστροφή στα χώματα της πατρίδας μου. Την αποκατάσταση μιας συμφωνίας που έγινε ενώπιον Θεών και γονέων”

“Πιστεύετε Πολυνείκη ότι ένας πόλεμος μπορεί να φέρει κάτι τέτοιο;”
“Κανείς δεν έχει το σπαθί και το αίμα κυβερνήτη της σκέψης του, Εριφύλη. Κανείς δεν γεννιέται με σκοπό να σκοτώσει για να επιβληθεί. Με κάθε τρόπο προσπαθώ και εγώ και όλοι μας να αποφύγουμε κάτι τέτοιο και με σύνεση να αποκαταστήσουμε αυτό που τότε είχαμε συμφωνήσει”

“Και αν ο αδελφός σας παραμείνει αμετακίνητος;”

“Τότε θα είναι εκείνος, που θα σύρει το χορό της φωτιάς”

“Τι ζητάτε από τον άντρα μου;” τον ρώτησε ευθέως. Ο Πολυνείκης δεν περίμενε τέτοια ευθύτητα στις ερωτήσεις.

“Ο Αμφιάραος είναι ένας ήρωας και ένα πρότυπο για μάς όλους. Η ιστορία, η φήμη του, η αντρειοσύνη του. Η πίστη του στο δίκαιο και στο ηθικό. Η υπεράσπιση των χρησμών και των συμφωνιών χαρακτηρίζει τη σκέψη του. Θα μάς ήταν αδύνατη η απουσία του από αυτόν τον σκοπό. Να γιατί θεωρώ και εγώ και όλοι μας ότι δεν είναι δυνατόν να λείπει από αυτήν την  εκστρατεία”

Τον κοίταξε σκεφτική.

“Με λίγα λόγια, τον καλείται σε έναν πόλεμο, σε ένα κάλεσμα στο θάνατο…”

Προσπάθησε να την διακόψει αλλά εκείνη συνέχισε απτόητη:

“Γιατί νομίζετε ότι αρνείται; Τον θεωρείτε δειλό; Φυγόπονο και ανεύθυνο;”

“Για όνομα του Απόλλωνα όχι! Κάθε άλλο, σάς είπα”

“Τότε τι τον κάνει τόσο απόλυτο;”

 Ήταν φανερό απ τη συζήτηση πως και οι δυο τους επεδίωκαν διαφορετικά πράγματα. Από τη μία πλευρά, η Εριφύλη είχε, για πρώτη φορά, τη δυνατότητα να συνομιλήσει με κάποιον από αυτούς που ο άντρας της ονομάτιζε “επικίνδυνους”, να δει τα επιχειρήματά τους, τη γνώμη τους. Από την άλλη ο Πολυνείκης δεν ήθελε να προτάξει την πρόβλεψη του Αμφιάραου για την φοβερή τύχη της εκστρατείας. Έπρεπε να κλονίσει το άκαμπτο της γυναίκας, που πιθανά να αποφάσιζε για όλα.

 “Το ιερό αίσθημα της ευθύνης που νιώθει για όλους. Αυτό πιστεύω τον κάνει να φοβάται και να ανησυχεί. Η ωριμότητά του. Αλλά Εριφύλη, είμαστε όλοι μαζί, ενωμένοι σε ένα σκοπό. Ο αδελφός σας επικεφαλής, εγώ, ο Τυδέας από την Καλυδώνα, ο Καπανέας ο βασιλιάς της Ωλένου, πολλοί τρανοί πολεμιστές αλλά και αγαθοί και σώφρονες άντρες. Ο Ετέοκλος, ο Ιππομέδων και άλλοι. Και έχουμε αποφασίσει να δώσουμε μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία στην συμφωνία. Ο Τυδέας θα πάει απεσταλμένος στη Θήβα για να προτείνει συμφωνία με τον σφετεριστή αδελφό μου…”

Την είδε να ακούει προσεκτικά. Συνέχισε απτόητος:

“Εριφύλη, στη Θήβα είναι η μητέρα μου, η Ιοκάστη. Έχω τις αδελφές μου εκεί που με προσμένουν. Εγώ ήμουν εκείνος που μπροστά στους Θεούς έδωσα τα χέρια με τον αδελφό μου σε αυτή τη συμφωνία. Πώς λοιπόν να έχω σκοπό να κάψω ή να κάνω κακό στη πόλη των γονιών μου, στο ίδιο μου το σπίτι; Για ποιο λόγο να θεωρήσουν οι Θεοί και οι Μοίρες άδικη ή αλαζονική την πρόθεσή μου. Για ποιο λόγο να την εκλάβουν ως ύβρη και να μας καταδικάσουν;”

Εκείνη χαμήλωσε τα μάτια. Δεν εύρισκε κάτι να αντιτάξει. Τα λόγια του συνομιλητή της ήταν εντυπωσιακά και στα μάτια του έβλεπε το πάθος της καρδιάς του για το σπιτικό του και τις ρίζες του.

“Κάντε κάτι Εριφύλη! Στο όνομα του Λοξία Απόλλωνα, προσπαθήστε να πείσετε τον άντρα σας να άρει τις επιφυλάξεις του. Έχετε τη δύναμη να το κάνετε” της είπε και την πλησίασε.

“Πώς πιστεύετε ότι μπορώ να πάω κόντρα στη γνώμη του άντρα μου;” του απάντησε.

Ο Πολυνείκης την πλησίασε πέραν των ορίων που έβαζε η θέση του.

“Μπορείτε! Δεν είστε μια συνηθισμένη γυναίκα. Δεν σας επέλεξαν τυχαία ένας βασιλιάς και ένας φημισμένος μάντης να στέκεται η γνώμη σας πάνω από τη δική τους. Η ζωή επιβραβεύει τους ανθρώπους που εκτιμούν εκείνους που σέβονται τις αξίες και τους όρκους”

Εκείνη έδειχνε λίγο μαγνητισμένη αλλά και εντυπωσιασμένη από τον οίστρο του Πολυνείκη.

“Πρέπει να φύγω. Είναι ήδη αργά” τού είπε απομακρυνόμενη από κοντά του φωνάζοντας τον Άδραστο. Λίγο πριν μπει στην αίθουσα ο πεθερός του με τη γυναίκα του, την κοίταξε στα μάτια και της είπε:

“Δώστε μου μια ύστατη ευκαιρία να ξαναδώ τη γη μου, τους γονείς και τις αδελφές μου. Να περπατήσω ξανά στα μέρη που μεγάλωσα και διώχτηκα, χωρίς τη θέλησή μου. Για μένα μια τέτοια σας προσφορά θα μείνει ανεκτίμητη”

 Ο Άδραστος με την Αμφιθέη μπήκαν στην αίθουσα. Η Εριφύλη αποχαιρετούσε τον αδελφό της και τη νύφη της. Όπως επίσης και τον Πολυνείκη. Καθώς έφευγε διασχίζοντας το μεγάλο διάδρομο του παλατιού ένιωθε ακόμα το καυτό του βλέμμα να μαγνητίζει το δικό της. .

 Η Εριφύλη επέστρεψε στο σπίτι της με άμαξα του βασιλιά. Σαν μπήκε στο κεντρικό δώμα η εμφάνιση του μεγάλου της γιου, έκοψε τις σκέψεις της μαχαίρι.

 “Πού ήσουν μητέρα; Η τροφός μας είπε ότι ήσουν στο βασιλιά”

“Ναι Αλκμαίωνα. Με είχε καλέσει ο αδελφός μου. Είχε καιρό να με δει όπως και εγώ…”
“Και διάλεξε μέρες που λείπει ο πατέρας;” ρώτησε με εμφανή καχυποψία.

Η Εριφύλη ένιωθε να εκνευρίζεται.

“Αδελφός μου είναι παιδί μου. Καταλαβαίνεις ότι δεν έχει την παραμικρή απρέπεια δύο αδέλφια να μπορούν να συναντηθούν ελεύθερα όποτε το επιθυμήσουν”

Ο γιος της δεν απάντησε. Προσπέρασε την απάντηση της μητέρας του και έφυγε προς το δωμάτιό του. Η Εριφύλη δεν ένιωσε καλά από αυτή τη στάση. Βίωνε μια προσβολή προς την ελευθερία της και την αξιοπρέπειά της. Και κατάλαβε ότι τα λόγια του συζύγου της είχαν ήδη φτάσει και στα ίδια της τα παιδιά.




2-9  Στο δρόμο προς τη Θήβα

 Προετοιμασίες

 Ο Χειμώνας εκείνη τη χρονιά στον Αργίτικο κάμπο ήταν σκληρός. Οι κορυφές των βουνών ολόγυρα, στο Αραχναίο και στον Κτενιά είχαν ντυθεί σε πυκνό ολόλευκο χιόνι. Η θερμοκρασία έπεφτε πολλές φορές χαμηλότερα από το συνηθισμένο με αποτέλεσμα η υγρασία να παγώνει και η αίσθηση του κρύου να γίνεται εντονότερη. Η ζωή στην πόλη αλλά και ολόγυρά της ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς. Ο Άδραστος με τον Πολυνείκη και τον Τυδέα ζούσαν το δικό τους πυρετό προετοιμασίας για την εκστρατεία στη Θήβα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι πολέμαρχοι στον τόπο τους. Με το πέρασμα των ημερών, καθένας συγκέντρωνε το δικό του στρατό. Τα χάλκινα όπλα βγήκαν από τις πέτρινες αποθήκες και άρχισαν να σφυρηλατούνται και άλλα. Σπαθιά, ασπίδες, δόρατα, τόξα και βέλη μαζί με όλα εκείνα τα σύνεργα των πολεμικών ενδυμασιών. Οι πιο κατάλληλοι διάλεγαν τα καλύτερα άλογα με τους πιο έμπειρους αναβάτες για να φτιάξουν το Ιππικό και να το οργανώσουν με άρματα.

 Όλοι καρτερούσαν να περάσει ο χειμώνας. Να καταλαγιάσει η κοίτη του Ίναχου ποταμού που το βουητό του σκορπούσε δέος και φόβο στους κατοίκους της πόλης. Πόσες και πόσες φορές τα νερά του πλημμύριζαν και οι ζημιές στα σπίτια και τη σοδιά ήταν μεγάλες. Να σταματήσουν τα μεγάλα κρύα και το χιόνι, να κοπάσουν οι βροχές. Έτσι αρχές της Άνοιξης να μπορούσαν να ξεκινήσουν.

 Από την άλλη, ο Τυδέας είχε μπροστά του τη δική του αποστολή. Είχε ήδη κάνει τις ετοιμασίες του. Μαζί του θα έφευγαν δύο ακόμα πιστοί του άντρες. Ο Γαληνός, που ήταν πάντα αχώριστος συναγωνιστής και φίλος του,  με τον Ίαμο. Θα έκαναν όλη τη διαδρομή από το Άργος, στην Κόρινθο, μετά στην Αττική και στη συνέχεια θα έμπαιναν στη Βοιωτία. Κάπου έξω από τη Θήβα ο Τυδέας θα συνέχιζε μόνος. Οι ακόλουθοί του θα τον περίμεναν σε κάποιο οικισμό έξω απ την πόλη.

 “Γιατί πρέπει να είσαι εσύ αυτός που θα πάει στη Θήβα;” τον ρώτησε μια ακόμα φορά η γυναίκα του η Δηιπύλη με κλάματα στα μάτια.

“Δεν πάω για πόλεμο αγαπημένη! Για μεσολάβηση πάω, πόσες φορές να στο εξηγήσω” της απάντησε προσπαθώντας να την καθησυχάσει.

“Μόνος, στο στόμα του λύκου Τυδέα! Μόνος μπροστά στον Ετεοκλή! Να τού πεις τι; Να αρνηθεί το θρόνο του; Και τι πιστεύεις ότι θα σού απαντήσει; Εδώ δεν σεβάστηκε το δικό του λόγο στον αδελφό του γιατί να σεβαστεί εσένα;”

“Δεν μπορεί να μού κάνει κακό γυναίκα. Μια συνάντηση θα κάνω μαζί του και θα φύγω. Θα προσπαθήσω να τον πείσω, ησύχασε…”

“Και αν σε προκαλέσει; Αν αυτό θελήσει να κάνει; Να σε φτάσει στα όριά σου για να μπορέσει κάλλιστα να σε σκοτώσει;”

Χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά της γυναίκας του. Με ήρεμες κινήσεις προσπαθώντας να της μεταφέρει όσο μπορούσε ένα αίσθημα γαλήνης και σιγουριάς.

“Δεν θα το κάνει Δηιπύλη, δεν μπορεί να το κάνει” της είπε με πρωτοφανή αυτοπεποίθηση, “μέσα στο μυαλό μου πάντα είσαι εσύ και το παιδί μας ο Διομήδης. Το καμάρι μας. Για μένα είστε ότι πολυτιμότερο έχω στη ζωή. Δεν πρόκειται έτσι να ρισκάρω για το τίποτα”

Η Δηιπύλη σφίχτηκε πάνω του με λαχτάρα.

“Λένε πολλά ολόγυρα άντρα μου για το τι έχει προβλέψει ο Αμφιάραος” του είπε μουδιάζοντάς τον.

“Σαν τι λένε δηλαδή και πού τ’ άκουσες;”

“Λένε ότι έχει άσχημα προμηνύματα γι’ αυτό αρνείται να έρθει μαζί σας”

Γύρισε και την κοίταξε στα μάτια.

“Μην δίνεις σημασία σε παρακαλώ σε φήμες ή σε ότι λένε ολόγυρα. Αν χρειαστεί να το ξέρεις, ο ευσεβής μάντης θα είναι πρώτος μαζί μας. Να θυμάσαι αυτό που σου λέω”

Έδειξε λίγο να γαληνεύει στην αγκαλιά του.

 

Φορτώθηκαν τα όπλα τους, τα εφόδιά τους για το ταξίδι και εκείνο που έμενε ήταν το καταλάγιασμα του καιρού για να ξεκινήσουν. Μέρα που δεν άργησε να έρθει. Πριν ανέβουν στα άλογά τους ο Τυδέας είχε την τελευταία συζήτηση με τον Άδραστο και τον Πολυνείκη. Πήρε τις οδηγίες τους, αποχαιρέτισε την Δηιπύλη αλλά και το γιο του Διομήδη, ενημέρωσε τον Γαληνό με τον Ίαμο και ένα πρωινό, την ώρα που χάραζε η καινούργια μέρα, ξεκινούσαν για το μακρύ και κρίσιμο ταξίδι τους.

 Ο Τυδέας ήταν αψύς χαρακτήρας. Δυνατός στο σώμα, ικανός στα όπλα. Η πολεμική του ικανότητα στην πεζή μάχη συνόδευε τη φήμη του. Ατρόμητος στο φρόνημα αλλά και μια άναρχη αγριάδα που πολλές φορές τον χαρακτήριζε, ικανή να του δώσει την πιο σκληρή και αποκρουστική συμπεριφορά. Πολλές φορές αναρωτήθηκαν μεταξύ τους ο Άδραστος με τον Πολυνείκη αν ήταν ο σωστός άνθρωπος αυτός, που θα έφερνε σε πέρας το ρόλο του πρεσβευτή στη Θήβα ή θα συμπεριφέρονταν μπροστά στον Ετεοκλή σαν θηρίο μέσα στο κλουβί του. Και είχαν επιμείνει να τον συνετίσουν με λόγια πολλά, να είναι προσεκτικός, μετρημένος και  συνετός.

 Στο δρόμο για τη Θήβα

 Το ταξίδι ήταν πολυήμερο και δύσκολο. Πώς να ταξιδέψει κανείς από το Άργος στην μακρινή Θήβα. Οι πρώτες μέρες ήταν καλές, ηλιόλουστες με τον καιρό φιλικό. Έφυγαν απ’ την πόλη με τα άλογα  με κατεύθυνση προς τις Μυκήνες. Εύκολα σχετικά έφτασαν στις Κλεωνές και ύστερα πήραν το δρόμο για Κόρινθο. Αναγκαίες οι στάσεις στο δρόμο τους για να πάρουν ανάσα τόσο τα άλογά τους όσο και οι ίδιοι. Στην Κόρινθο αποφάσισαν να μείνουν για να διανυκτερεύσουν. Τα δύσκολα ήταν μπροστά τους. Να διαβούν στην Αττική και να διασχίσουν τη διαδρομή που αποτελούσε φόβο και τρόμο για κάθε περαστικό. Οι Σκιρωνίδες πέτρες. Τα τρομακτικά περάσματα που έχασκαν στα πόδια κάθε περαματάρη προκαλώντας δέος. Κακοτράχαλα μικρά περάσματα, μονοπάτια γεμάτα παγίδες. Απόκρημνες πλαγιές που σε κάθε άτυχο πάτημα οδηγούσαν φονικά στα κοφτερά βράχια της ακτής. Ήταν και η φήμη που συνόδευε τη διαδρομή. Ο περιβόητος ληστής με τους θρύλους που συνόδευαν το πρόσφατο πέρασμα του Θησέα από την Τροιζήνα στην Αθήνα.

 Είχαν ανανεώσει τα εφόδιά τους, είχαν ξεκουραστεί λίγο και με το πρώτο φως του ήλιου άφησαν πίσω τους την Κόρινθο και πήραν το δρόμο προς τις Κεχρεές. Διάβηκαν το στενό πέρασμα του ισθμού και πήραν τα μονοπάτια για τα Γεράνεια. Ο καιρός στην αρχή ήταν ούριος και βοηθητικός. Όμως στη συνέχεια ξεκίνησε να φυσάει ένας δαιμονισμένος άνεμος που έκοβε προς τα κάτω στις πλαγιές των ψηλών βουνών.

“Τι τρομερή διαδρομή αλήθεια!” μουρμούρισε ο Τυδέας.

“Κάθε φορά που περνάω από εδώ, ανατριχιάζω, δεν ξέρω με πιάνει σύγκρυο” συμφώνησε λέγοντας ο Γαληνός με τον Ίαμο να συναινεί.

 Οι τρεις καβαλάρηδες προχωρούσαν με αργό ρυθμό που έγινε ακόμα δυσκολότερος σαν ο ουρανός γέμισε σύννεφα απειλητικά που έρχονταν πίσω απ τα Γεράνεια από το Βοριά. Ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλο αλλά το φρόνημα του Τυδέα ήταν τέτοιο που εμψύχωνε και τους άλλους δύο. Κοντά του ένιωθαν άλλοι άνθρωποι. Μια σιγουριά, μια ασφάλεια και σταθερότητα. Τον έβλεπαν πάντα μπροστά του στο λευκό του άλογο να δαμάζει τις πέτρες, τα στενώματα, τα χαλάσματα. Κάποια στιγμή αναγκάστηκαν να κατέβουν από τα άλογα. Η ορατότητα ήταν πολύ άσχημη. Δεν ήξερες τι σε περιμένει σε κάθε βήμα ή κάθε στροφή. Προχωρούσαν με χαλινάρια στα χέρια και τα νεύρα τους σε τέτοια ένταση που έλεγες πως θα σπάσουν. Πολλές φορές οι γροθιές τους έσφιξαν τη λαβή του σπαθιού τους μην μπορώντας να ξεχωρίσουν είτε ήχους είτε βοές είτε παράξενες μορφές στην ομίχλη. Όλα μπερδεύονταν στο μυαλό τους. Η βοή του αέρα, η σκόνη που έμπαινε στα μάτια, οι πέτρες που κυλούσαν στα πόδια τους, οι άκρες των κλαδιών από τα δέντρα. Στα αυτιά τους όλα έχαναν τη λογική τους ύπαρξη. Ουρλιαχτά ζώων αποκτούσαν φωνή τεράτων. Η οχλαγωγή της οργισμένης θάλασσας κάτω βαθιά στα πόδια τους λες και ένα αδηφάγο στόμα καρτερούσε να καταπιεί όποιον άτυχο έχανε το βήμα του.

“Δεν τρόμαξα σ’ εχθρούς και βαρβάρους….” ακούστηκε ο Γαληνός “αλλά εδώ ο φόβος φωλιάζει στην καρδιά μου!”

“Το θάρρος Γαληνέ, δεν είναι μονάχα απέναντι σε δόρατα και ασπίδες, το θάρρος δεν είναι μονάχα κόντρα σε σπαθιά και μανιασμένα άλογα. Πιο μεγάλο είναι το θάρρος απέναντι στην ίδια τη ζωή και τις προκλήσεις της!” ήρθε η φωνή του Τυδέα να ακουστεί στεντόρεια στον σύντροφό του. Συνέχιζε να τους μιλάει:

“Θάρρος είναι να αγαπάς και να σέβεσαι την ίδια τη φύση και την αγριάδα της. Να νιώθεις ταπεινός απέναντι στα στοιχειά της και στις μανίες της. Να μην έχεις έπαρση απέναντί της και να νομίζεις ότι μπορείς να την τιθασεύσεις… Κοιτάτε! Τι είμαστε μπροστά της; Τρεις κόκκοι ζωής που μπορεί, σε κάθε της στιγμή, να μας παρασύρει στην ανυπαρξία, στο γκρεμό, στον Άδη. Όσες φορές ο άνθρωπος σεβάστηκε τη μητέρα Γαία και τη φύση είχε πιθανότητες στη ζωή του να περπατήσει σωστά. Όσες όμως φορές την περιφρόνησε τότε βρήκε την οργή της μπροστά του”

Τον άκουγαν σιωπηροί αλλά με σέβαση στα λόγια του.

 “Πού είμαστε βασιλιά μου;” φώναξε με αγωνία ο Ίαμος.

“Περνάμε τη Μολουρίδα” [1]απάντησε αυτός.

Μόλις που ακούστηκε ο ήχος της φωνής του απ’ τη δύναμη του αγέρα που σάρωνε τα πάντα. Και τότε εκεί στις πλαγιές του βουνού λες και ο αγέρας με την ομίχλη έπαιζε τρομακτικά παιχνίδια στα μάτια τους μπροστά. Κάποιες σκιές άρχισαν να κατεβαίνουν στην πλαγιά του βουνού προς τα κάτω στα κοφτερά βράχια. Στην αρχή μια γυναικεία μορφή, αλλοπαρμένη, με τα μαλλιά της ξέπλεκα στη δύναμη του ανέμου. Μπόρεσαν για μια στιγμή να δουν το σκοτάδι στο βλέμμα της.

“Τι είναι αυτές οι σκιές;” έσκουξε έντρομος ο Γαληνός. Κοιτούσαν εκστασιασμένοι αυτό που συνέβαινε δίπλα τους. Ο Τυδέας γύρισε και του είπε συγκινημένος.

“Είναι η Ινώ! Η δοξασμένη αλλά και δύστυχη κόρη του Κάδμου και της Αρμονίας”

“Τι κάνει εδώ; Πώς είναι εδώ;” ρώτησε με αγωνία ο Ίαμος.

“Περιφέρεται λένε οι θρύλοι ολόγυρα στο μέρος που τρελάθηκε…. Είναι φορές που ξανάρχεται να θρηνήσει…”

“Γιατί Τυδέα;”
“Κοιτάξτε την!” είπε με συγκίνηση, “δείτε τα μάτια της, το φόβο, το αλλόκοτο. Με τον άντρα της τον Αθάμαντα μεγάλωναν τον Διόνυσο αλλά η Ήρα απ τη ζήλια της, την τρέλανε...”

“Κάτι βλέπω και κρατά στην αγκαλιά της δείτε!” φώναξε όσο μπορούσε για να ακουστεί μέσα στο χαμό, ο Γαληνός.

“Κρατά το μικρό της γιο, τον Μελικέρτη! Μ’ αυτόν γκρεμίστηκε σε τούτα εδώ τα βράχια… και ο γιος της ο Λέαρχος σκοτώθηκε απ τα χέρια του πατέρα του…” απάντησε ο Τυδέας σαν να έβλεπε ένα όνειρο.

Η γυναικεία σκιά στροβιλίστηκε ολόγυρά τους μέσα στη δίνη του ανέμου, κάποια στιγμή την είδαν καθαρά σαν διάφανη οπτασία κρατώντας στην αγκαλιά της ένα παιδί. Ήταν τόσο μα τόσο λυπημένη η ματιά της.

“Είναι καταραμένες τούτες οι πέτρες! Πάμε να φύγουμε γρήγορα, φοβάμαι!” ακούστηκε ο Ίαμος.

Προχωρούσαν πεζοί προσπαθώντας να μείνουν στο μονοπάτι να μην γκρεμοτσακιστούν κρατώντας  ο καθένας τα άλογά τους.

“Οι Σκιρωνίδες πέτρες….” είπε δυνατά ο Τυδέας με δέος. “Εδώ κάτω σε τούτο το γκρεμό πετούσε ο Σκίρωνας τους περαστικούς με την τεράστια σαρκοφάγα χελώνα, τη Φαία να καραδοκεί εδώ κάτω στην ακτή και να κατασπαράζει τα θύματά του”

“Ω Θεοί, να περάσουμε γρήγορα…” σχολίασε ο Γαληνός με φόβο.

 Θα είχε πια γείρει ο ήλιος στο δεύτερο μισό τ’ ουρανού σαν άφησαν πίσω τους τις τρομερές πέτρες. Ο καιρός καθάριζε λίγο και η ορατότητα βελτιώθηκε.

“Τυδέα, επιτέλους περάσαμε”, είπε κάποια στιγμή ασθμαίνων ο Γαληνός.

“Κοιτάξτε πέρα κάτω!” φώναξε ο Ίαμος.

Στα μάτια όλων απλώθηκε ο κάμπος στο Θριάσιο πεδίο.

“Τα Μέγαρα!” φώναξε ο Τυδέας!”

Σαν να λύθηκαν τα σφιγμένα κομμάτια απ το κορμί τους. Σαν οι ανάσες τους να έγιναν πιο τακτικές. Ο δρόμος άνοιξε κατηφορικός για τα καλά και τα άλογα άπλωσαν το ρυθμό και μετά τον καλπασμό τους.

“Θα σταθούμε στα Μέγαρα για μια ανάσα” είπε ο Γαληνός.

“Ναι αλλά όχι για πολύ, πρέπει οπωσδήποτε να φτάσουμε απόψε στην Ελευσίνα. Εκεί θα αποφασίσουμε για τη νύχτα μας” τους απάντησε ο Τυδέας.

Όπως και έγινε. Έκαναν μια ολιγόλεπτη στάση στα Μέγαρα να ανασάνουν τα άλογά τους και να ξαποστάσουν οι ίδιοι. Ο καιρός είχε ανοίξει για τα καλά και ο δρόμος προς την Ελευσίνα ήταν ανοιχτός.

(Συνεχίζεται...)



[1]     Η Μολουρίδα ήταν βράχος ιερός από την Λευκοθέα και τον Παλαίμονα


12 σχόλια:

  1. Ο Πολυνείκης έβαλε μπρος τη γοητεία του για να κερδίσει την εύνοια της Ερυφίλης. Με όμορφο,γαλήνιο τρόπο και με ευγένεια και σεβασμό παρουσιάζει τη θέση του. Πόσο εύκολο όμως θα είναι να επιρρεαστεί την Ερυφίλη όταν έχει ακούσει τη φοβερή εξέλιξη από το στόμα του άντρα της; Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία ξεκίνησαν. Το ταξίδι των τριών απεσταλμένων προς την Θήβα πάρα πολύ δύσκολο. Μου αρέσει ιδιαίτερα ο σεβασμός που δείχνει ο Τυδέας απέναντι στη φύση και την υπεροχή της μπροστά στον άνθρωπο. Η εμφάνιση της Ινούς, δημιουργεί φαντασμαγορική ατμόσφαιρα . Ως κόρη του πρώτου βασιλιά της Θήβας λες και εμφανίζεται μπροστά τους γεμάτη φόβο και απόγνωση σαν να προσπαθεί να τους δώσει ένα μήνυμα. Η μουσική επένδυση του κεφαλαίου, άλλη μια φορά πολύ ταιριαστή, δίνει την πινελιά της για να απολαύσουμε το υπέροχο γράψιμό σου Γιάννη μου. Μεγάλη αγωνία για τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γοητεία με σεβασμό και μεγάλη προσοχή καθώς όλα είναι τρομερά εύθραυστα, Κατερίνα μου. Όλα κρέμονται σε λεπτές ισορροπίες. Ο Πολυνείκης προσπαθεί και δεν ξέρουμε τι άλλο θα επινοήσει ακόμα.
      Το πέρασμα στις Σκιρωνίδες πέτρες αντικατοπτρίζει τις τρομερές δυσκολίες, που αντιμετώπιζαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής για να περάσουν από τη μία πόλη στην άλλη, στην κακοτράχαλη πατρίδα μας. Να γιατί η πολυδιάσπαση, πόλη-κράτος, ήταν τόσο πολύ τεμαχισμένη.
      Στο δρόμο τους ναι, έχουμε σημάδια, παρουσίες αλλά και τις σκέψεις του Τυδέα για τη φύση.
      Κατερίνα μου, ευγνώμων νιώθω, που είσαι εδώ, που συμμετέχεις και καταθέτεις την άποψή σου στο όλο έργο.
      Να είσαι καλά. Καλή Παναγιά κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  2. Εξαιρετικά συνεχίζουμε. Η μουσική συντροφιά υπέροχη, όπως και οι περιγραφές σου Γιάννη. Οι διάλογοι ζωντανοί, για να μας κρατούν σε εγρήγορση και οι περιγραφές χτίζουν ατμόσφαιρα επική, όπως αρμόζει στο διήγημα σου.
    Μου αρέσει που κάθε κεφάλαιο, έχει τα υποκεφάλαια του, είναι ευανάγνωστο και δεν κουράζει.
    Μπράβο σου Γιάννη. Συνεχίζουμε δυνατά. Χρόνια πολλά για την αυριανή ημέρα! Και του χρόνου, με υγεία. Η Παναγιά να μας φυλάει όλους υπό την σκέπη Της!
    Καλό ξημέρωμα :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή Παναγιά Μαρίνα μου! Ευχές μου από καρδιάς για σένα προσωπικά, αγαπημένη μου αλλά και για όλη σου την οικογένεια. Σε ευχαριστώ πάντα για την παρουσία και την προσφορά σου όλα αυτά τα χρόνια εδώ.
      Ναι προσπαθώ με τη δομή των κεφαλαίων να διατηρήσω εύκολη πρόσβαση και διαδικασία στην ανάγνωση, Μαρίνα μου.
      Καλό βράδυ κοπέλα μου.

      Διαγραφή
  3. Γιάννη, ένα θα πω εδώ. Κι αυτό είναι η αίσθηση που είχα κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Γράφεις σαν να είσαι μαζί με τους ήρωες και ζεις ό,τι βιώνουν. Όπως και η περιγραφή της φύσης κάνει ολοζώντανη την αφήγηση. Αισθάνομαι ότι κοιμάσαι και ξυπνάς μέσα την ιστορία σου... Έχω λάθος;
    Συνέχισε θαυμάσια όπως ήδη κάνεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ω αγαπημένη μου φίλη, τι διαπιστώσεις είναι αυτές! Ειλικρινά με συγκινείς! Μεγάλη η τιμή για μένα να δίνω τέτοια εντύπωση, Γλαύκη μου. Ναι, το προσπαθώ αυτό πάντα αλλά δεν ξέρω το βαθμό στον οποίο μπορώ να το προσεγγίσω. Η γνώμη σου για μένα πολύτιμη και μια ζωντανή παρόρμηση.
      Σε ευχαριστώ με την καρδιά μου.

      Διαγραφή
  4. Καλή Παναγία johnpit ;) Ειρήνη , Αγάπη , Υγεία στη ζωή σας ;) Το άλλο με το δάσος δεν το έχω τελειώσει και μου άρεσε .. Αρμονία μόνο την λέξη να πεις η να ακούσεις αισθάνεσαι ισορροπία, ηρεμόα , γαλήνη .
    Να είσαι πάντα καλά να μας χαρίζεις όμορφα διηγήματα ;) Εύχομαι να έχεις ένα όμορφο δροσερό καλοκαίρι ;)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή Παναγιά, χρόνια πολλά σου Κυριακή μου, αγαπητή μου φίλη. Σε ευχαριστώ για τις ευχές σου και τη στήριξή σου. Ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ. Μην αγχώνεσαι. Τα μυθιστορήματα είναι εδώ, πάντα στη διάθεσή σου.
      Καλό καλοκαίρι καλή μας φίλη.

      Διαγραφή
  5. Νιώσαμε την αγωνία των διαμεσολαβητών στο ταξίδι τους προς τη Θήβα και το πέρασμά τους απ΄ τις Σκιρωνίδες πέτρες, κι ό,τι κι αν αυτό συμβολίζει. Όντως κάτι που σήμερα φαίνεται εύκολο και προσβάσιμο, τότε ήταν μια επικίνδυνη εκστρατεία σε κακοτράχαλα μέρη. Η μουσική υπόκρουση είναι και πάλι πολύ ενισχυτική στην αφήγηση και περιμένουμε τις εξελίξεις στο δρόμο πια προς την Ελευσίνα.
    Καλή συνέχεια Γιάννη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρία μου, ξέρεις ότι απολαμβάνω στο μέγιστο αυτό το ταξίδι παρέα και με τη συντροφιά σου. Και σε ευχαριστώ πολύ, που το μοιραζόμαστε και καταγράφουμε τις εξελίξεις, τις εντυπώσεις και τα δρώμενα. Σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου. Χρόνια πολλά και από εδώ με την καρδιά μου. Προχωράμε καλή μου φίλη.

      Διαγραφή
  6. Πολύ ωραία η συζήτηση Πολυνείκη και Εριφύλης. Αγωνιώ γιατί δείχνει ο Πολυνείκης ότι κάτι έχει στο νου του για να πάρει με το μέρος του την αδελφή του βασιλιά...και δεν προβλέπω να είναι καλό!
    Ταξίδι στις Σκιρωνίδες πέτρες με τη μουσική παρέα είναι το αποκορύφωμα περιγραφής του έργου σου. Το έζησα παρέα με τους τρεις καβαλάρηδες. Το βίωσα μέσα από τη γραφή σου. Και τα λόγια σου στο στόμα του Τυδέα για το σεβασμό στη φύση είναι μήνυμα ζωής!
    Πολύ μου άρεσε αυτό το κεφάλαιο. Μάλλον και αυτό το κεφάλαιο.Το ρούφηξα στην κυριολεξία. Μπράβο Γιάννη συνεχίζουμε δυνατά παρέα με την πένα σου.
    Τα φιλιά μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Συνταξιδιώτισσα καλησπέρα! Περάσαμε μαζί τις κακοτράχαλες και δολοφονικές Σκιρωνίδες πέτρες με όλη αυτή την ιστορία που κουβαλούν, η οποία σού προκαλεί ένα δέος, το λιγότερο.
      Έβαλα στο στόμα του Τυδέα μια σκέψη ζωής για τη φύση τέτοια, που να δίνει μηνύματα. Υπήρχαν άνθρωποι τότε, που πατούσαν για τα καλά στη Γη. Υπολόγιζαν τη φύση, την σέβονταν. Μακάρι να ήταν αυτό μάθημα ζωής.
      Ο δε Πολυνείκης, κρύβει δεύτερες σκέψεις για τον τρόπο προσέγγισης της Εριφύλης καθώς διαβάζει ότι ο ρόλος της είναι πολύ κρίσιμος.
      Συνεχίζουμε Άννα μου. Σε ευχαριστώ για την παρουσία, τη στήριξη, τα καλά σου λόγια.

      Διαγραφή