"Το Αρχοντικό της Σιωπής"
Δείτε τα προηγούμενα
Σύνδεση με το προηγούμενο: Ο ποινικολόγος Ισίδωρος Διοφάντους παίρνει επάνω του, όλο το σχεδιασμό και το χειρισμό της δικής τους αντεπίθεσης στο δρόμο για την αλήθεια. Συγκεντρώνει στοιχεία για το Δημήτρη Ερμόλαο και αποφασίζει να χτυπήσει τις δύο παραμέτρους, που ενοχοποίησαν τη Βαλεντίνη με τον Αργύρη. Στόχος η υπόθεση με το χαμένο φουλάρι καθώς και ο βασικός μάρτυρας που "είδε" τη Βαλεντίνη να μπαίνει στη σκηνή του φόνου με τον Αργύρη.
Στο μεταξύ, ο γνώριμος πελάτης του Αργύρη και της Βαλεντίνης, ο Ιορδάνης Αρμένης, θα επικοινωνήσει μαζί τους και κάτω από την εξέλιξη των γεγονότων θα κάνει μια αποκάλυψη σοκ: Ο Δημήτρης Ερμόλαος είναι ο νόθος γιος του Στέφανου Καψή. Το γνώριζε χρόνια από τον ίδιο το θετό πατέρα του, ο οποίος ήταν πολύ στενός του φίλος και το είχε εξομολογηθεί στον ίδιο.
Την ίδια στιγμή της εξομολόγησης, ο Δημήτρης Ερμόλαος διαβαίνει την πόρτα του εισαγγελέα.
Κεφάλαιο 15
Τετ α τετ με τον εισαγγελέα
Ο Δημήτρης Ερμόλαος πέρασε με το γνωστό του βλοσυρό αλλά ατάραχο ύφος στο γραφείο του εισαγγελέα. Κάθισε στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του και πέρασε το χαρτοφύλακά του δίπλα. Μόνο κάποιος ιδιαίτερα προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε ένα απειροελάχιστο τρέμουλο στο μικρό δάχτυλο του δεξιού του χεριού.
“Σας ακούω κύριε Ερμόλαε, ζητήσατε να με δείτε, παρακαλώ”, τον προέτρεψε με τυπική ευγένεια ο εισαγγελέας.
“Κύριε εισαγγελέα, ναι και εκτιμώ πολύ τη δεκτικότητά σας. Αντιλαμβάνεστε ότι αφορά την υπόθεση που χειρίζεστε και δη τη δολοφονία του Ανδρέα Καψή, την οικογένεια του οποίου και εκπροσωπώ ως νομικός συμπαραστάτης…”
“Το γνωρίζω αυτό κ. Ερμόλαε ήδη…”
“Κύριε Εισαγγελέα, οι μέρες περνούν. Έχετε δώσει μια πρώτη απόφαση για τον Αργύρη Δεπόντη, περί ανικανότητός του να απολογηθεί λόγω της ιδιάζουσας συναισθηματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται, όπως και ιατρικά ερμηνεύτηκε. Όμως έχουμε στα χέρια μας και εμείς και εσείς παραμέτρους, οι οποίες γνωρίζετε καλά ότι η ανάμιξη αυτού του ατυχούς ανθρώπου είναι ανύπαρκτη στην υπόθεσή μας εκτός του ότι ήρθε για να αποπροσανατολίσει τις έρευνές σας παρά να τις διελευκάνει… Θα έπρεπε να σας προβληματίσει αυτό, δεν νομίζετε;”
“Τι εννοείτε;”
“Είναι απλό, έχετε ασκήσει δίωξη σε δύο άτομα. Και την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ένας άνθρωπος, ο Δεπόντης, από το περιβάλλον τους, με μύρια προβλήματα και συναισθηματικές επιβαρύνσεις και σας εκτροχιάζει από την αρχική σας γνωμάτευση. Ποιος κερδίζει χρόνο από αυτήν την δήθεν ...ομολογία; Και ναι, η μια πλευρά είναι η ψυχολογική πλευρά του Δεπόντη. Η άλλη όμως κ. Εισαγγελέα, είναι και η νομική. Ποιος ωφελείται από την ...ομολογία του; Ποιος λοιπόν τον έχει χειραγωγήσει προς τα εκεί;”
Ο εισαγγελέας ένιωθε στριμωγμένος.
“Συνεχίστε κύριε Ερμόλαε, σας ακούω”
“Υπάρχει η ιατροδικαστική έκθεση, η οποία αποδεικνύει πασιφανέστατα ότι ο γέροντας δεν θα μπορούσε ποτέ να δολοφονήσει τον Ανδρέα Καψή. Υπάρχει η μαρτυρία του Αναγνωστίδη, τη βραδιά του φόνου για την είσοδο στο γραφείο του θύματος του Ραιδεστού και της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη. Έχετε το DNA του Ραιδεστού πάνω στα ρούχα και στα χέρια του θύματος. Έχετε τα κίνητρα κύριε εισαγγελέα και, επιτρέψτε μου, σταθήκατε στην ομολογία ενός ανθρώπου που παραληρεί και είναι ψυχολογικά διαταραγμένος, άντε να το δεχτώ όπως το διατυπώσατε στη γνωμάτευσή σας αν και κατ’ εμέ, σάς είπα, είναι εντεταλμένος για αυτήν την ενέργεια και αφήσατε ελεύθερους τους δύο βασικούς υπόπτους”
“Κύριε Ερμόλαε. Ακούστε. Κατ’ αρχήν οι δύο βασικοί ύποπτοι δεν απαλλάχτηκαν, απλά πήραμε πίσω τους περιορισμούς…”
“Με αποτέλεσμα να κινούνται ελεύθεροι και να σχεδιάζουν ανεμπόδιστα τις κινήσεις τους! Και κατά δεύτερο, νομικά να έχει κλονιστεί η βάση της κατηγορίας”
“Και η ομολογία του Δεπόντη δεν έγινε επίσημα δεκτή, να σάς θυμίσω”
Ο Ερμόλαος κοίταξε ήρεμα τον εισαγγελέα.
“Το δίδυμο αυτό, κύριε εισαγγελέα, με τους συνεργάτες τους, είναι ελεύθεροι να σκαλίζουν παλιά πράγματα. Να σπιλώνουν οικογένειες. Να ανακατεύουν παρελθόντα και παλιές ιστορίες. Αυτά είναι επικίνδυνα πράγματα! Για όλους μας! Και εσείς έχετε οικογένεια, κύριε Εισαγγελέα και με καταλαβαίνετε!”
Το ύφος του ήταν άμεσο και ευθύ. Ο δικαστικός λειτουργός σφίχτηκε απότομα.
“Τι εννοείτε κύριε Ερμόλαε, ακούγονται παράξενα τα λόγια σας, ποιος σκαλίζει τι;”
“Οι δύο μας βασικοί ύποπτοι. Δεν ξέρω το λόγο που προσπαθούσαν να χτυπήσουν υπόγεια τον Ανδρέα Καψή, την καταγωγή του, την ίδια την ηθική των γονέων του”
“Τι εννοείτε με την ηθική των γονιών του θύματος. Για να πετύχουν τι κύριε Ερμόλαε;”
“Οι εσωτερικές συγκρούσεις στην οικογένεια είχαν ενταθεί. Τα κληρονομικά, η τύχη του σπιτιού και της περιουσίας. Το θύμα είχε έτοιμη επενδυτική συμφωνία, η οποία τινάχτηκε στον αέρα, εξ αιτίας τους”
“Τα ξέρω αυτά κύριε Ερμόλαε και σάς πληροφορώ ότι τα έχω λάβει σοβαρά υπ’ όψη…”
“Αυτοί οι άνθρωποι σκαλίζουν παλιές ιστορίες. Υπάρχουν πράγματα θαμμένα για κάποιο λόγο. Δεν γίνεται λοιπόν να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Πρέπει να καταλήξετε γρήγορα σε μια απόφαση. Τι θα κάνετε; Ως πότε θα περιμένετε τη νοσηλεία του Δεπόντη; Και τελικά θα δεχτείτε την ομολογία του;”
Ο λόγος του ακούστηκε ιδιαίτερα ανησυχητικός.
“Κύριε εισαγγελέα, με όλο το σεβασμό. Δεν θέλω να σάς βάλω σε δύσκολη θέση. Αλλά αν αποδειχθεί ή κυκλοφορήσει προς τα έξω ότι κάποιος εισαγγελέας βασίστηκε σε παραληρήματα ενός γέροντα για να στοιχειοθετήσει κατηγορία, θα βρεθείτε παντελώς μετέωρος στην ακροαματική διαδικασία!”
“Κύριε Ερμόλαε, με απειλείτε έμμεσα;” αντέτεινε ο εισαγγελέας ενοχλημένος.
“Το αντίθετο κύριε εισαγγελέα. Και οι δύο στην υπόθεση αυτή, εκπροσωπούμε την πλευρά της τάξεως και του νόμου. Την κατηγορούσα αρχή. Συνεπώς είμαι ευθέως συμπαραστάτης σας και όχι αντίπαλος. Και εκ της θέσεώς σας, γνωρίζετε καλά ότι όσοι σκαλίζουν το παρελθόν, πνίγονται μέσα σε αυτό. Δεν το λέω εγώ. Η ιστορία το λέει”
“Νομίζω άκουσα τα επιχειρήματά σας, κύριε Ερμόλαε, να είστε σίγουρος ότι θα πράξω το σωστό”, απάντησε προβληματισμένος και ενοχλημένος. Ο δικηγόρος σηκώθηκε.
“Είμαι σίγουρος κύριε Εισαγγελέα. Η υπόθεση αυτή βράζει έξω στην κοινωνική γνώμη. Δεν θα ήταν καλό να δοθούν αφορμές ότι την κουκουλώνουμε. Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Είμαι σίγουρος ότι θα πράξετε το φρόνιμο και το δίκαιο”
Ο Ερμόλαος έφυγε. Ένιωθε ικανοποιημένος με τη μάχη που έδωσε και σίγουρος για τα αποτελέσματά της. Ο Εισαγγελέας έμεινε στο γραφείο του σκεπτικός, προβληματισμένος και εξοργισμένος.
“Είσαι μεγάλο καθίκι, πανάθεμά σε!” μονολόγησε μέσα από τα δόντια του. Αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω ότι τα επιχειρήματά σου είναι απόλυτα βάσιμα.
Οι διώξεις παγιώνονται
Το σοκ στην οικογένεια από όσα ο Ιορδάνης Αρμένης εκμυστηρεύτηκε σε όλους, ήταν τρομερό. Η αλήθεια άρχισε να εισβάλλει από παντού με τρόπο σαρωτικό. Πρώτα ο Μαραγκουδάκης με την απόπειρα δολοφονίας στη Βαλεντίνη. Με ένα τροχαίο που κάθε άλλο παρά τέτοιο ήταν. Και τώρα η αποκάλυψη του νόθου γιου του Στέφανου Καψή στο όνομα του νομικού τους αντίδικου. Ούτε στους πιο άσχημους εφιάλτες τους δεν το περίμεναν.
“Τι θα κάνουμε, Ισίδωρε; Τώρα ξέρουμε!” μίλησε ο Γιώργος, ο πατέρας της Βαλεντίνης.
“Να του το τρίψουμε στη μούρη!” ξέσπασε ο Αργύρης.
Ο Διοφάντους ήταν προβληματισμένος και σκεπτικός.
“Μη βιάζεστε! Μην παίζετε παιχνίδια με κινήσεις άναρχες, που έχουν συναισθηματική και μόνο έκρηξη”
“Δηλαδή θα καθίσουμε με σταυρωμένα χέρια;” πρόλαβε η Βαλεντίνη.
“Όχι! Θα περιμένουμε. Κρατάμε στα χέρια μας ένα μεγάλο χαρτί. Ο Ερμόλαος δεν γνωρίζει ότι ξέρουμε. Και από την άλλη δεν έχουμε και εμείς ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς συνδέεται η υπόθεση. Έχουμε πολλά να κάνουμε”
Το κινητό τηλέφωνο του Διοφάντους διέκοψε το συλλογισμό του και τη συζήτησή τους. Τους έκανε νόημα.
“Είναι από το γραφείο του εισαγγελέα”
Όλοι σιώπησαν, όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Διοφάντους άκουγε τον συνομιλητή του, χωρίς να μιλάει. Κάποια στιγμή…
“Σας ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση. Φυσικά και θα περάσω, ναι”
Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα πάνω του. Ο Διοφάντους σκέφτηκε τη σημασία των δικών του λόγων:
“Ο Ερμόλαος ξέρει!”
“Τι εννοείτε;”
“Ο Ερμόλαος ξέρει ότι είναι ο Στέφανος Καψής είναι ο πραγματικός του πατέρας!”
“Πως το βγάζετε το συμπέρασμα;”
“Τι σάς είχα πει; Αν ο Ερμόλαος γνωρίζει την αλήθεια ή αυτήν θα τον καταστρέψει ή θα χτυπήσει πρώτος”
“Και;
“Άνοιξε τα χαρτιά του! Χτύπησε πρώτος! Έκανε παράσταση στον εισαγγελέα. Τον πίεσε. Ο Ιάκωβος απαλλάσσεται οριστικά, η ομολογία του θεωρείται άκυρη και παρελκυστική. Του ασκήθηκαν όμως κατηγορίες για παρακώλυση και αποπροσανατολισμό της ανακριτικής διαδικασίας με ενδεχόμενο δόλο καθώς συναυτουργία σε σχεδιασμό φόνου…”
“Τι λέτε, για όνομα του Θεού, θέλετε να πείτε;” είπε η Βαλεντίνη.
“Θέλω να πω ότι οι διώξεις επανέρχονται στα πρόσωπά σας. Θα εκδοθεί άμεσα απόφαση για σάς, περιοριστικοί όροι αυστηροί, ελπίζω δηλαδή. Ο Εισαγγελέας θεωρεί ότι χρησιμοποιήσατε τον Ιάκωβο Δεπόντη ως άλλοθι για ίδιον όφελός σας. Είναι ελεύθερος, γυρίζει σπίτι…”
“Μα τότε…” μουρμούρισε ο Αργύρης.
“Έχουμε πόλεμο μπροστά μας και φυσικά θα ανοίξουμε και εμείς τα χαρτιά μας με κινήσεις μεθοδευμένες. Στόχος μας είναι πλέον ο Δημήτρης Ερμόλαος και το κατηγορητήριο”
“Τουλάχιστον ο Ιάκωβος θα γυρίσει κοντά μας…” είπε η Ελένη.
“Ναι, είναι κι αυτό κάτι!” μονολόγησε η Βαλεντίνη.
“Αυτός ο άνθρωπος θέλει άμεση στήριξη, να το έχετε υπ’ όψη σας, δεν είναι καλά” θύμισε σε όλους ο Διοφάντους.
Ο Ιάκωβος πάλι κοντά τους
Τα γεγονότα έτρεξαν όπως τα περιέγραψε ο ποινικολόγος. Ο εισαγγελέας επανέφερε τις διώξεις κατά του Αργύρη Ραιδεστού και της Βαλεντίνης Βαρθαλίτη. Στον πρώτο επιβλήθηκαν αυστηροί περιοριστικοί όροι, με βραχιολάκι, στο σπίτι και στη Βαλεντίνη έλεγχος παρουσίας από το αστυνομικό τμήμα. Και στους δύο εγγύηση. Διώξεις ασκήθηκαν και κατά του Ιάκωβου σε βαθμό πλημμελήματος.
Η ατμόσφαιρα βάρυνε και πάλι στο αρχοντικό. Η περισυλλογή ήταν μεγάλη αλλά η προσωπικότητα του ποινικολόγου ήταν τέτοια, που απομάκρυνε τον πανικό και έφερε τη μαχητικότητα και το πείσμα για να αγωνιστούν για την αλήθεια. Ήταν η στιγμή να ξεκινήσει και η δική τους αντεπίθεση. Αυτό που τώρα προείχε ήταν η υποδοχή του Ιάκωβου, του ταλαιπωρημένου γέροντα. Τον έφερε ο Διοφάντους με την Ελένη. Η υποδοχή όλων ήταν τυλιγμένη σε μια ολόθερμη ανθρωπιά και αλληλεγγύη. Η συγκίνηση τούς είχε καταπιεί. Ο γέροντας έδειχνε όντως καταβεβλημένος.
Αγκάλιασε με πάθος τα δυο παιδιά του, καθώς έλεγε. Τον Αργύρη και τη Βαλεντίνη.
“Δεν κατάφερα να σάς βοηθήσω… και νομίζω ότι σάς έκανα περισσότερο κακό απ’ ότι πριν…” είπε με δυσκολία και δάκρυα στα μάτια.
“Σώπα, γέρο μου! Πάψε!” του είπε η Βαλεντίνη, “...αυτό που έκανες δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ! Έδωσες τον ίδιο σου τον εαυτό, θυσία για μάς, λίγο το λες;”
“Και τι κατάφερα, κόρη μου;”
“Πολλά Ιάκωβε, κερδίσαμε χρόνο. Και στο λίγο αυτό χρόνο έγιναν πάρα πολλά!”
“Τι έγινε;” ρώτησε εκείνος με αγωνία. Ήθελε τόσο κάτι να πιαστεί ηθικά.
“Πάρε μια ανάσα γέρο μου και θα στα πούμε όλα, πρώτα όμως να ξεκουραστείς λίγο”
Και όντως ο Ιάκωβος έμαθε τη μεγάλη αλήθεια. Για όλα. Και για το τροχαίο έγκλημα κατά της Βαλεντίνης και για το ποιος πραγματικά ήταν ο Δημήτρης Ερμόλαος. Και το σοκ για εκείνον ήταν τρομερό! Σε σημείο να φοβηθούν για την υγεία του. Όμως ήταν η Ελένη εκείνη που πήρε την πρωτοβουλία:
“Ιάκωβε! Ήρθε μια ακόμα στιγμή να σταθείς δίπλα στην κόρη σου, τώρα πια και στο σύντροφό της. Και δεν θα το κάνεις με το να λυγίσεις! Τέτοια χάρη δεν θα τους κάνεις! Έχουμε και εμείς όπλα, Ιάκωβε και δίπλα μας εδώ έναν εξαίρετο άνθρωπο και νομικό, τον Ισίδωρο. Είμαι σίγουρη ότι θα δούμε πάλι τον Ιάκωβο που ξέρουμε, αγέρωχο, ατρόμητο, αλύγιστο”
“Ναι κυρά μου! Θα γίνει όπως τα λες… όπως τα λες…”
Ένα νέο μονοπάτι ξεκινούσε για εκείνους. Ένα μονοπάτι κρίσιμο, οριακό. Για το οποίο όμως ήταν αισιόδοξοι ότι θα καταφέρουν να φτάσουν στην κορυφή με το φως και την αλήθεια.
Η πρώτη έρευνα για το μάρτυρα
Ο ποινικολόγος ανέβαζε συνεχώς το επίπεδο έντασης της δουλειάς του σε όλα τα επίπεδα. Ο Διοφάντους δεν ήταν από τους ανθρώπους, που λύγιζε εύκολα. Τον είχε πεισμώσει όλη αυτή η κατάσταση. Η πείρα του οσμίζονταν το παρασκήνιο και ένιωθε σαν θηρίο στο κλουβί. Είχε αγαπήσει όλα τα μέλη αυτής της οικογένειας. Πέραν του προσωπικού γνωστού του, του Γιώργου Βαρθαλίτη, ήρθε κοντά και εκτίμησε συναισθηματικά την καθαρότητα και των υπολοίπων, της Βαλεντίνης, του Αργύρη, του Ιάκωβου και της Ελένης. Σαν να δέθηκε προσωπικά με την υπόθεση αυτή.
“Ζήση! Ετοιμάσου για ένα ταξίδι στην Πάρο!”
Ήταν το σαφές μήνυμά του στον συνεργάτη του στο γραφείο. Η καθήλωση του Αργύρη στο σπίτι με αυστηρούς περιοριστικούς όρους, στερούσε τον ίδιο από έναν πολύτιμο συνεργάτη. Η Βαλεντίνη ήταν παρούσα αλλά η προσωπική της κατάσταση δεν μπορούσε να υποστηρίξει τις μάχες, που ήταν άμεσες μπροστά του για να τις δώσει. Έτσι λοιπόν έκρινε ως άμεσα αναγκαία την παρουσία του Ζήση κοντά του.
“Και το γραφείο εδώ κ. Διοφάντους;” τον ρώτησε ο Ζήσης.
“Είναι η κόρη μου εκεί, Ζήση επικεφαλής και φυσικά η Ελένη. Ξέρω, ξέρω, θα ...γκρινιάζει η Ελένη, που σε ...στερώ από κοντά της αλλά μην το αδειάσουμε εντελώς το γραφείο. Εδώ χρειάζομαι και κάποιον που πιθανά να εμπλακεί σε ...στενάχωρες καταστάσεις και σε θεωρώ κατάλληλο. Και να σου πω, θα πάρεις μαζί σου και το Σπύρο, θα έχουμε δουλειές εδώ”
“Θα φωνάζουν τα κορίτσια εδώ, κύριε Διοφάντους…”
“Βρε κάνε αυτό που σου λέω, θα τηλεφωνήσω εγώ στην κόρη μου να της εξηγήσω. Και ...μεταξύ μας, δεν θέλω να βάλω σε μπελάδες την Ελένη. Εδώ έχουμε κάποιους αδίστακτους, που σκοτώνουν”
“Έρχομαι με το πρώτο αεροπλάνο, κύριε Ισίδωρε”, απάντησε ο Ζήσης, πετώντας από ενθουσιασμό. Απολάμβανε να δουλεύει δίπλα στον αεικίνητο αυτό άνθρωπο και λειτουργό της δικαιοσύνης.
Ήρθε η ώρα για τον ποινικολόγο να πιάσει στα χέρια του το θέμα του μάρτυρα της βραδιάς του φόνου του Καψή. Ανέσυρε το φάκελο της δικογραφίας.
“Εδώ είμαστε! Για να σε δούμε και σένα κύριε… Γεράσιμος Αναγνωστίδης. Ετών 50. Διαζευγμένος… μάλιστα… κάτοικος Πάρου. Μεταφορέας με ιδιόκτητο φορτηγό…”
Ο ποινικολόγος διάβασε και μελέτησε την κατάθεσή του. Φυσικά ανέσυρε και τα στοιχεία του, διεύθυνση σπιτιού, επαγγελματική και τηλέφωνο.
“Εσένα πρέπει να σε γνωρίσουμε κύριε Αναγνωστίδη αλλά την πρώτη φορά χωρίς να πάρεις χαμπάρι…”
Κάλεσε το γραφείο του στο κινητό του τηλέφωνο.
“Ελένη… Ελένη, μη φωνάζεις κορίτσι μου, τα ...αγόρια τα θέλω εδώ άμεσα… άσε τώρα τη γκρίνια και έχω σοβαρή δουλειά να κάνεις, λοιπόν γράφε: Γεράσιμος Αναγνωστίδης…” έδωσε τα στοιχεία του στην συνεργάτιδά του, “...θέλω ποινικό μητρώο και στοιχεία προσωπικά ότι έχουμε… άντε κορίτσι μου”
Έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. Φώναξε τον Ιάκωβο. Καθώς ο συμπαθής γέροντας ζούσε χρόνια στο νησί, τον ρώτησε αν ξέρει για τον άνθρωπο αυτόν κάτι, επαγγελματικά ή προσωπικά.
“Όχι εγώ δεν γνωρίζω κάτι κ. δικηγόρε αλλά θα φροντίσω να μάθω ότι μπορώ…”
“Άντε λεβεντιά μου! Ευκαιρία να μπεις και εσύ πάλι στη μάχη, για δες στα καφενεία κάτω στη χώρα, αν τον ξέρει κανείς…”
Όλα είχαν πάρει φωτιά! Οι άνθρωποι του σπιτιού, έμαθαν για τις κινήσεις του καθώς είχαν πάντα άμεση ενημέρωση. Για μια ακόμα φορά θαύμασαν τη μαχητικότητά του αλλά και ένιωσαν ακόμα μεγαλύτερη εμπιστοσύνη και ασφάλεια κοντά του.
Το φουλάρι...
Ο Διοφάντους ήξερε ότι ο Αργύρης τον είχε ενημερώσει αναλυτικά για το θέμα του φουλαριού, του άλλου κρίσιμου αποδεικτικού στοιχείου για το βράδυ του φόνου. Αναλυτικά ήξερε για την έξοδο του ζευγαριού και την διαπίστωση της απώλειάς του, στην επιστροφή τους.
“Αργύρη, τι έκανες με τα μαγαζιά που πήγατε εκείνο το βράδυ;”
“Πήγα και στα δύο, ευτυχώς που πρόλαβα. Θυμόταν την παρουσία μας, η Βαλεντίνη δεν ξεχνιέται εύκολα λόγω του αμαξιδίου…”
“Ναι, μην της το λες όμως αυτό ε;…”
“Ισίδωρε, η Βαλεντίνη είναι απόλυτα συνειδητοποιημένη γυναίκα. Ξέρει τι μπορεί να την ενοχλήσει και τι όχι στην περίπτωσή της…”
“Ακόμα ένας λόγος να σάς συμπαθήσω… για πες”
“Φυσικά και να μην θυμούνταν την παρουσία μας, οι εξωτερικές κάμερες κάπου θα μάς έπιαναν. Όμως μέσα στο χώρο δεν έχουμε τίποτα. Και δεν μπορεί το προσωπικό να θυμηθεί κάτι ή κάποιον να πλησίασε το ζευγάρι εκτός από αυτούς…”
Ο Διοφάντους τον κοίταξε, ο Αργύρης κατάλαβε
“Τι να σάς πω τώρα, προσωπικά δεν μπορώ να ενοχοποιήσω κάποιον από τα παιδιά εκεί…”
“Καταλαβαίνω αλλά το κρατάμε. Οι κάμερες δεν δείχνουν πριν και μετά τη Βαλεντίνη να το φοράει;”
“Όχι, το φόραγε μέσα από το πουκάμισο και η θέση του σώματος στο αμαξίδιο, δεν βοηθάει…”
Ο Διοφάντους ξεφύσηξε.
“Πού στο διάολο χάθηκε αυτό το φουλάρι, μου λες; Τι πιστεύεις; Κάποιος το πήρε, είναι σίγουρο αλλά πού και πώς; Υπάρχει περίπτωση να έχει συμβεί κάποια διάρρηξη στο σπίτι χωρίς να την αντιληφθήκατε ή τέλος πάντων κάποιος άλλος επισκέπτης…”
Η Ελένη άκουσε τη συζήτηση και παρενέβη.
“Όχι δεν είχαμε κανένα τέτοιο σημάδι και κανείς δεν ήρθε στο διάστημα αυτό”
Είχαν και διατήρησαν τον προβληματισμό τους στο ακέραιο μαζί με όλα τα υπόλοιπα. Αλλά δεν είχαν καιρό για να παγώσει η δράση τους. Η ανταπόκριση της Ελένης στο κάλεσμα του Διοφάντους ήταν σχεδόν άμεση. Μετά από λίγες ώρες ήταν σε εξέλιξη άμεση βιντεοκλήση μεταξύ τους.
Στοιχεία και πληροφορίες που πληθαίνουν
“Τι βρήκες, Ελένη;”
“Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης. Είναι 53 χρονών. Διαζευγμένος. Έζησε στην Αθήνα και τα τελευταία χρόνια στην Πάρο. Παλιότερα εργάστηκε σαν οδηγός ταξί και σε διάφορες εταιρείες. Στην Πάρο ξεκίνησε μια μικρή ατομική επιχείρηση μεταφορών. Ποινικό μητρώο τώρα…”
“Ναι για πες!”
“Κατά σειρά, κάποιες τροχαίες παραβάσεις, συνελήφθη δύο φορές…”
“Ώπα…”
“Παλιότερα. Μία για έργω εξύβριση και απειλές και τη δεύτερη φορά για σωματικές βλάβες…”
“Ενδιαφέρον, μάλιστα και αποφάσεις δικαστικές;”
“Δεν έχουμε”
“Γιατί;”
“Δεν πήγαν ποτέ σε ακροαματική διαδικασία, οι μηνυτές απέσυραν τις κατηγορίες, εξωδικαστικός συμβιβασμός”
Ο Διοφάντους έτριψε το πηγούνι του.
“Μάλιστα…. Έχεις φωτογραφία;”
“Ναι σάς τη στέλνω στο mail”
“Ελένη είσαι θησαυρός, σε ευχαριστώ. Θα είμαστε σε επαφή γιατί προφανώς θα χρειαστούμε πράγματα”
Η Ελένη ήταν θησαυρός όντως. Όμως άλλο τόσο θησαυρό θα χαρακτήριζες και τα νέα που έφερε ο Ιάκωβος αργά το βράδυ μετά την επιστροφή του από τα στέκια της χώρας. Ο Διοφάντους κατάλαβε ότι κουβαλούσε σημαντικές πληροφορίες από το ύφος του, που έδειχνε κάτι σαν ...καμάρι.
“Λέγε γέρο μου, τι μάς έφερες;” τον υποδέχτηκε η Βαλεντίνη στη βεράντα, όπου προσπαθούσαν όλοι να βρουν ψήγματα χαλάρωσης και γαλήνης. Ήταν όλοι εκεί, με την Αριάδνη την οικιακή βοηθό να τακτοποιεί διάφορα καλούδια.
“Λέγε Ιάκωβε!” πρόσθεσε ο Διοφάντους.
“Νομίζω έχω κάποια νέα και εσείς θα κρίνετε. Εγώ νομίζω με το φτωχό μυαλό μου ότι αξίζουν. Λοιπόν, ο Μάκης, έτσι λένε τον τύπο, ήρθε εδώ το 2021. Κλείνει τώρα τέσσερα χρόνια. Κλειστός τύπος στην αρχή, δεν είχε πολλά πάρε-δώσε. Δεν ξέρω γιατί αλλά όλοι απέφευγαν να μιλήσουν γι’ αυτόν!”
Η παρέα αλληλοκοιτάχτηκε με νόημα, ο Ιάκωβος συνέχισε:
“Λες και φοβούνται. Μισές κουβέντες και δισταγμοί. Μόνο ένας μού έβγαλε 3-4 πράγματα και αυτά με το ζόρι λόγω της γνωριμίας μας χρόνια. Ο Μάκης, μου είπε, δεν ήταν για μας, το λαουτζίκο. Νταραβεριζόταν με κάτι κοστουμάτους. Περίεργους τύπους για τη φάτσα του. Ήταν παντρεμένος. Χώρισε ή εγκατέλειψε τη γυναίκα του, δεν ήξερε να μου πει. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι την καταχέριαζε…”
Η παρέα αντάλλαξε πάλι βλέμματα.
“Έχουμε κανένα όνομα, Ιάκωβε;”
“Όχι αλλά θα ρωτήσω… μού είπε και κάτι άλλο. Το μαγαζί εδώ που έστησε όταν ήρθε ήταν με πολλά λούσα. Η πιάτσα έλεγε ότι χρώσταγε σε πολλούς αλλά…”
“Αλλά;” Ο Διοφάντους τεντώθηκε λες και περίμενε αυτό που πέρασε απ’ τη σκέψη του.
“Ξεχρέωνε μαζεμένα διάφορους και χοντρό χαρτί”
“Πότε έγινε αυτό;”
“Τώρα τώρα κοντά!”
Όλοι έμειναν έκπληκτοι. Ο Διοφάντους σηκώθηκε και αγκάλιασε τον απορούντα Ιάκωβο.
“Μπράβο λεβεντιά μου, σου το ‘πα πόσο σημαντική δουλειά μπορείς να κάνεις”
“Γιατί χαίρεσαι κυρ-δικηγόρε;”
“Γιατί αυτά τα νέα μαζί με εκείνα που πήρα απ’ την Αθήνα, είναι περίφημα, Ιάκωβε!”
Ο Ισίδωρος γύρισε στην παρέα. Καταλαβαίνετε τι έχουμε έτσι; Ο Αναγνωστίδης, συλλαμβάνεται με καταγγελίες, οι οποίες αποσύρονται. Κάνει παρέα με τύπους που δεν δείχνουν της σειράς του, έρχεται εδώ με πλούσιο μαγαζί το 2021, χρωστάει και ξαφνικά ξεχρεώνει τώρα… τώρα μετά το φόνο στον οποίο είναι βασικός μάρτυρας, δηλαδή ψευδομάρτυρας, που πληρώθηκε αδρά. Τι έγινε άραγε και ξεκουβάλησε το 2021 στην Πάρο; Τι έγινε τότε;”
“Το τροχαίο…” ψέλισε η Βαλεντίνη με σβησμένη φωνή. Ο Διοφάντους γύρισε απότομα στο μέρος της.
“Πες το πάλι!” της είπε δυνατά.
“Τότε έγινε το τροχαίο…”
“Που δεν ήταν τροχαίο αλλά σχεδιασμένη απόπειρα δολοφονίας, στην οποία μεταχειρίστηκαν τον Νίκο Διονυσίου, ο οποίος ...δολοφονήθηκε εδώ!”
Το μάτι του ποινικολόγου γυάλιζε με τη δυνατή του φωνή. Μέχρι και η Αριάδνη τον άκουσε για να προστρέξει μην έχουν ανάγκη τίποτα. Την έδιωξαν διακριτικά.
“Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ο κύριος Γεράσιμος Αναγνωστίδης είναι το βασικό εργαλείο του ανθρώπου που είναι πίσω από όλα! Μπορεί να μην είναι ένας αλλά είναι βασικός γιατί τον βρίσκουμε παντού”
“Άρα το μεγάλο αφεντικό είναι ο…” συμπλήρωσε ο Αργύρης για να τον διακόψει ο Διοφάντους.
“Μη βιάζεσαι, Αργύρη. Όλα στην ώρα τους. Και πίστεψέ με ότι η ώρα αυτή είναι πολύ κοντά μας”
“Τι θα κάνετε;” ρώτησε η Ελένη
“Ελένη μου, αύριο έρχεται ο Ζήσης. Δυστυχώς δεν έχω πάρει το αυτοκίνητο μαζί μου και θα κάνεις αγγαρεία…”
“Τι λέτε τώρα!”
“Νωρίς πρωί θα πάρουμε από το αεροδρόμιο το Ζήση. Πριν είναι ώρα να ...παρενοχλήσουμε λιγάκι το ...φίλο μας το Μάκη. Έτσι να τον τρομάξουμε λίγο”
Μια συνάντηση που αλλάζει τα πάντα
Έφτασαν νωρίς το πρωί στο μαγαζί του Αναγνωστίδη.
“Ελένη, άφησε το αυτοκίνητο εδώ απέναντι, δεν θέλω να εκτεθείς πουθενά εσύ. Σε ξέρουν, εγώ είμαι άγνωστος. Θα με περιμένεις εδώ” είπε ο Διοφάντους.
“Τι θα κάνετε”
“Μια διερευνητική κουβέντα με το Μάκη, αν είναι βέβαια εκεί”
Ο ποινικολόγος βγήκε. Πέρασε απέναντι. Το μαγαζί ήταν όμορφο, καλοστημένο. Μεταφορές-μετακομίσεις. Ο Διοφάντους κρατούσε τη φωτογραφία του Αναγνωστίδη στην τσέπη του, αφού είχε απομνημονεύσει τα χαρακτηριστικά. Η κοπέλα τον υποδέχτηκε ευγενικά.
“Θα ήθελα παρακαλώ τον κύριο Αναγνωστίδη”
“Δεν είναι αυτή τη στιγμή εδώ, τον θέλετε για δουλειά;”
“Περίπου, θα αργήσει ξέρετε;”
Το κατώφλι της πόρτας πέρασε ένας άντρας πενηντάρης. Βαρύς σωματότυπος, ογκώδης με σκληρά χαρακτηριστικά των ανθρώπων της πιάτσας.
“Ήρθε...κύριε Μάκη, ο κύριος…”
Ο Διοφάντους γύρισε ευγενικός και με χαμόγελο αφοπλιστικό στο μέρος του.
“Καλημέρα σας, Ισίδωρος Διοφάντους”
“Τι θέλετε;”
Ο Διοφάντους άπλωσε το χέρι του
“Ποινικολόγος Διοφάντους, είμαι ο συνήγορος της κυρίας Βαλεντίνης Βαρθαλίτη και του κυρίου Αργύρη Ραιδεστού, κύριε Αναγνωστίδη”
Το χέρι του ποινικολόγου έμεινε μετέωρο. Ο άλλος σφίχτηκε απότομα. Έδειξε να κατάλαβε αμέσως. Η διάθεσή του ήταν εχθρική.
“Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε λίγο ιδιαιτέρως παρακαλώ, λίγο από το χρόνο σας”
“Φανή πήγαινε δίπλα, θα σε φωνάξω” είπε στην κοπέλα. Έμειναν δυο τους όρθιοι. Δεν έδειξε ότι ήθελε την παραμονή του.
“Τι θέλετε από μένα; Ότι ήταν να πω τα είπα στην κατάθεσή μου”
“Καταλαβαίνετε κύριε Αναγνωστίδη, η κατάθεσή σας είναι σοβαρή, ενοχοποιεί δύο ανθρώπους…”
“Δεν ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό…”
“Προς Θεού, δεν είπα κάτι τέτοιο αλλά και εγώ, σαν συνήγορος της άλλης πλευράς θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, προσπαθώ…”
“Άκούστε κύριε, ότι ήταν να πω τέλος. Μην με μπλέκετε με τα δικά σας. Αν θέλετε κάτι ρωτήστε το δικηγόρο μου…”
“Δικηγόρο σας;…”
“Ναι τον κύριο Ερμόλαο…”
“Νόμιζα ότι ο κύριος Ερμόλαος είναι δικηγόρος της οικογένειας του μακαρίτη του Ανδρέα Καψή, είναι και δικός σας;”
Ο άλλος άναψε.
“Αυτό ήθελα να πω εγώ είμαι μάρτυρας, τίποτα άλλο. Δεν έχω να σάς πω τίποτα άλλο. Διαβάστε την κατάθεσή μου…”
“Κύριε Αναγνωστίδη, στην κατάθεσή σας υπάρχουν πολλά κενά, δεν θα ήθελα να βρεθούμε στη θέση να γίνουμε δυσάρεστοι απέναντί σας…”
Ο Διοφάντους έπαιζε με τα νεύρα του με ...Βρεταννικό φλέγμα. Ο άλλος ξέφυγε. Του έδειξε την πόρτα.
“Μην με ενοχλήσεις ξανά, άκουσες; Θα σε καταγγείλω στην αστυνομία για παρενόχληση!”
“Ζητώ συγγνώμη κύριε Αναγνωστίδη, λυπάμαι, καλημέρα σας”
Άνετα θα μπορούσε να δει κανείς στο πρόσωπο του Ισίδωρου Διοφάντους να έχει σχηματιστεί ένα μεγάλο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο, που τον συνόδευσε μέχρι το αυτοκίνητο λίγο πιο πέρα προκαλώντας την εύλογη απορία της Ελένης.
“Τι συνέβη, πώς πήγε;”
“Πολύ καλύτερα από ότι περίμενα, Ελένη μου…Λοιπόν έχουμε κοντά δυο ώρες μέχρι την άφιξη του Ζήση. Κερνάω καφέ και τα ...νέα”
Πέρασαν λίγο πιο πέρα με τα πόδια. Ένα όμορφο καφέ στο λιμάνι τους υποδέχτηκε. Χαλάρωσαν λίγο. Ο Διοφάντους παρουσίασε στην αγωνιούσα Ελένη όλη τη σκηνή που διαδραματίστηκε στο μαγαζί καθώς και τις αντιδράσεις του. Δεν παρέλειψε να την ενημερώσει για την αναφορά του Αναγνωστίδη στον Ερμόλαο.
“Ο κύριος Ερμόλαος πάλι μπροστά μας, με ένα ακόμα… πιθανό ρόλο…” είπε.
“Αξιοπρόσεκτη η παρατηρητικότητά σου να μείνεις στην κουβέντα του Μάκη για το ...δικηγόρο του…”
“Αυτή η οικειότητα!”
“Να δούμε πόσο ...αθώα ήταν” συμπλήρωσε εκείνος.
Κοίταξε το ρολόι του αλλά αμέσως μετά το βλέμμα του πάγωσε! Έμεινε να παρακολουθεί κάτι λίγα μέτρα πιο πέρα από τα καθίσματά τους. Ένας άντρας βάδιζε με μια ώριμη γυναίκα. Το χέρι του ήταν στους ώμους της. Θα έλεγε κανείς ότι την τραβολογούσε.
“Ελένη! Κοίτα με τρόπο εκεί, προσεκτικά!
“Τι είναι;”
“Εκεί στο δρόμο, τώρα!”
Η Ελένη έστρεψε το βλέμμα της. Όταν συνάντησε το ζευγάρι που είχε δει πριν ο Ισίδωρος, αναγνώρισε τη γυναίκα.
“Η Αριάδνη… η οικιακή μας βοηθός. Μα γιατί στέκεις σαν χαμένος; Ξέρεις τον άντρα δίπλα της;”
“Ο Γεράσιμος Αναγνωστίδης! Ο ...Μάκης!” ακούστηκε η φωνή του Διοφάντους.
Τα μάτια της Ελένης έγιναν μεγάλα και ακίνητα σαν φεγγάρια.
“Τι σημαίνει τώρα αυτό, Ισίδωρε”, κατάφερε να ρωτήσει.
“Αυτό σημαίνει πάρα πολλά και εξηγεί άλλα τόσα. Τώρα τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν να μπαίνουν στη θέση τους…”
Συνεχίζεται...