H ζωή είναι δώρο. Σαν ένα σπιτικό ηδύποτο σε ακριβό σκαλιστό ποτηράκι, γεμάτο γεύσεις

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

""Το Αρχοντικό της σιωπής" / Κεφ. 20 (Συμμετοχή στο δρώμενο: "Μια Ιδέα-Μια Έμπνευση #3)

 "Το Αρχοντικό της Σιωπής"



Δείτε τα προηγούμενα

Κεφάλαιο 1ο

Κεφάλαιο 2ο

Κεφάλαιο 3ο

Κεφάλαιο 4ο

Κεφάλαιο 5ο

Κεφάλαιο 6ο

Κεφάλαιο 7ο

Κεφάλαιο 8ο

Κεφάλαιο 9

Κεφάλαιο 10ο

Κεφάλαιο 11ο

Κεφαλαιο 12ο

Κεφάλαιο 13ο

Κεφάλαιο 14ο

Κεφάλαιο 15ο

Κεφάλαιο 16ο

Κεφάλαιο 17ο

Κεφάλαιο 18ο

Κεφάλαιο 19ο


Σύνδεση με το προηγούμενο:  Στο 19ο κεφάλαιο παρακολουθήσαμε αρχικά το Δημήτρη Ερμόλαο να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς ο ίδιος βιώνει τη δική του προσωπική κάθοδο μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις, οι οποίες θα τον φέρουν στα πρόθυρα της κατηγορίας.

Θα αποσυρθεί στο ιδιωτικό του σκάφος όπου και εκεί, σε μια απελπισμένη προσωπική του επιλογή, θα καλέσει την Ελένη Καψή, την ετεροθαλή αδελφή του σε συνάντηση.

Η Ελένη, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του συζύγου της, θα αποδεχτεί την πρόσκληση, καθώς θέλει να αναμετρηθεί με τον ίδιο και τις επιλογές του. 

Όμως, κοινή συναινέσει με το σύζυγό της, δεν θα ενημερώσουν την οικογένεια, η οποία και την αναζητεί το επόμενο πρωί καθώς ανησυχούν βάσιμα για την ασφάλειά της. Ο Γιώργος τελικά θα αποκαλύψει τον τόπο του ραντεβού της.

Σπεύδουν στη μαρίνα, που έχει το σκάφος ο Ερμόλαος αλλά με τρόμο θα διαπιστώσουν ότι το σκάφος έχει αναχωρήσει. 




Κεφάλαιο 20


Φόβος και ερωτήματα

Ο Αργύρης έτρεξε να συνεφέρει τη Βαλεντίνη, που πραγματικά ήταν εκτός εαυτού. Ήταν τέτοια η κατάστασή της, που είχε ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και είχε γαντζωθεί πάνω της, σαν να ήθελε να νικήσει τις αδυναμίες του σώματός της. 

“Στο είπα! Στο είπα… πού την άφησες να πάει, πατέρα!” φώναζε την ίδια στιγμή, που ο Γιώργος ένιωθε να ήθελε να χαθεί, να εξαφανιστεί, η Βαλεντίνη συνέχισε:

“Αν την σκοτώσει… αν τη σκοτώσει τι θα κάνεις; Πες μου!”

“Βαλεντίνη πάψε, για όνομα του Θεού!” ήταν η πρώτη φορά, που ο Αργύρης την ταρακούνησε τόσο πολύ! Την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε σε μια προσπάθεια να τη συνεφέρει, να τη σοκάρει. Εκείνη σταμάτησε, αφέθηκε σε ένα κλάμα βουβό αλλά έντονο.

“Άφησέ την να ξεσπάσει!” είπε ο Διοφάντους στον Αργύρη, ο οποίος την είχε βοηθήσει να κάτσει ξανά στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Ο ποινικολόγος γύρισε στο Γιώργο:

“Μην την συνερίζεσαι….σε παρακαλώ...και προσπάθησε να ηρεμήσεις. Πρέπει να μείνουμε ήρεμοι, ψύχραιμοι”

“Μπορεί να έχει και δίκιο”, είπε εκείνος.

Ο Ισίδωρος έβαλε τα χέρια του στον ώμο του ανθρώπινα:

“Δεν είναι ώρα τώρα, πρέπει να βρούμε πού μπορεί να πήγαν “

Ο Καραναστάσης είχε, στο μεταξύ ενημερώσει, το Λιμενικό. Έδωσε τις εντολές του, όλοι μπήκαν σε συναγερμό. Σε λίγο το Λιμενικό θα άρχισε να χτενίζει την περιοχή. Ο Σπύρος είχε δώσει τα στοιχεία του σκάφους. Έδωσε εντολή στους παριστάμενους αστυνομικούς.

“Κάντε ένα γύρο, ρωτήστε αν είδαν το σκάφος να φεύγει, δεν μπορεί, κάποιο μάτι θα τους είδε…”

Και είχε δίκιο. Σε λίγο έφτασε κοντά τους ένας ώριμος άντρας, φαινόταν ψαράς. Έπεσαν πάνω του με αγωνία.

“Πες μας άνθρωπέ μου, αν είδες κάτι…”

“Ναι, η βάρκα μου είναι εκεί δα. Είχα γυρίσει απ’ το ψάρεμα. Είδα ένα ταξί να σταματάει εκεί κάτω. Κατέβηκε μια γυναίκα, (μια πρόχειρη περιγραφή του έμοιαζε με της Ελένης), κοίταζε τα σκάφη. Ανέβηκε στο προτελευταίο…”

“Είδες κανέναν να την περιμένει, να είναι στο σκάφος;”

“Όχι κανείς… η γυναίκα ανέβηκε και μπήκε μέσα. Αμέσως μετά, έβαλε μπροστά και έφυγε…”

“Είδες κατά πού τράβηξε;”

“Έβαλε πλώρα για το άνοιγμα… μετά δεν ξέρω… συνέχισα τη δουλειά μου”

“Πριν πόση ώρα θυμάσαι; έχει σημασία…”

“Θα ‘ναι μια ώρα γεμάτη”

Ο Καραναστάσης επικαιροποίησε τις εντολές του στο Λιμενικό. Γύρισε στο Γιώργο.

“Έχουμε κάτι να υποθέσουμε πού μπορεί να την πήγε;”

“Όχι, όχι…”

Ο Καραναστάσης ζήτησε πληροφορίες για το πώς και με ποιο σκοπό είχε γίνει αυτή η συνάντηση. Ο Διοφάντους έδωσε όλα τα στοιχεία. Ο διοικητής ήταν ανήσυχος.

“Δεν έχει περιθώρια να ξεφύγει. Τι νόημα έχει λοιπόν; Να την κρατήσει όμηρο; Να κάνει τι; Δεν είναι ηλίθιος, δικηγόρος είναι, ξέρει ότι τέτοιες ιστορίες δεν βγάζουν πουθενά. Άρα;…”

“Μια μεγάλη έξοδος! Η τελευταία παράσταση;” είπε ο Διοφάντους.

“Αυτό φοβάμαι… δεν έχει λογική η κίνησή του. Θα κοίταζε να ελαφρύνει τη θέση του, τώρα την οδηγεί στα άκρα…” είπε ο διοικητής.

“Με λίγα λόγια…. Η Ελένη είναι το τελευταίο από τα παιδιά του Στέφανου Καψή…” είπε ο Ισίδωρος.

“Φοβάμαι πολύ, σάς το λέω, μην τους το πείτε αλλά δεν είμαι αισιόδοξος…” έκλεισε την κουβέντα ο διοικητής.

Ήταν τυλιγμένοι στις απορίες και στα ερωτήματα. Με την αγωνία να καίει τα σωθικά τους ως το μεδούλι. Δεν είχε πλέον νόημα να μένουν εκεί στη μαρίνα. Κάπου έπρεπε να πάνε. 

“Τι θα κάνετε κύριε διοικητά;” ρώτησε ο Αργύρης.

“Θα μείνω στην Νάουσα και θα είμαι συντονισμένος με το Λιμενικό”

“Θα μείνουμε μαζί σας”, είπε αποφασισμένος ο Γιώργος.

Οι μνήμες της Βαλεντίνης

Γύρισαν πίσω στη Νάουσα. Έμειναν στο αίθριο ενός ξενοδοχείου, περιμένοντας τα πρώτα νέα από το Λιμενικό και την Αστυνομία. Η Βαλεντίνη είχε συνέλθει από το πρώτο σοκ. Ήταν νηφάλια, τουλάχιστον εξωτερικά. Το μυαλό και η σκέψη της ήταν στη μητέρα της προσπαθώντας να καταλάβει τη στάση της και το παράλογο της απόφασής της να συναντηθεί με τον Ερμόλαο. Είχε τις πρώτες αναλαμπές στο να έχει ψήγματα κατανόησης της επιλογής της. Να την νιώσει, να την καταλάβει. Όπως το ίδιο και για τον πατέρα της και τη δική του στάση.

Τους είχε ζητήσει να την αφήσουν λίγο διακριτικά μόνη και το σεβάστηκαν. Έμειναν διακριτικά λίγο σε απόσταση. Εκείνη αφέθηκε στις σκέψεις, τις αναμνήσεις και τις προσπάθειες να σκεφτεί. Να σκεφτεί… Τι μπορούσε άραγε να σκεφτεί; Χωρίς να ξέρει το λόγο, εκείνη τη στιγμή, ένιωσε όσο ποτέ άλλοτε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τη γιαγιά της. Να την αναζητήσει. Θυμήθηκε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια όταν είχε τις συννεφιές της, τους καημούς και τα ερωτήματά της, όταν ήθελε να αποφύγει την “επισημότητα” των γονιών της, εύρισκε το δικό της λιμάνι στην αγκαλιά της, στη θαλπωρή και την επικοινωνία της.

“Γιαγιά μου… γλυκιά μου Γιαγιά, γιατί να μην είσαι τώρα εδώ κοντά μου; Δίπλα μου. Μια γνώμη, μια βοήθεια να μάς δώσεις… να ήξερες πόσο σε χρειάζομαι!”

Ένιωσε μια έντονη ανατριχίλα να την αγκαλιάζει ολόκληρη. Δεν ήξερε τι μπορούσε να είναι αυτή η αίσθηση. Μέσα της, ολόγυρά της σαν “κάτι” να την είχε αγκαλιάσει, να την είχε μεταφέρει σε έναν άλλο χωρόχρονο. Άκουσε τη φωνή της, βαθιά μέσα στην καρδιά της. Μακρινή και αχνή στην αρχή, δυνατότερη μετά:

“Είμαι εδώ εγγονούλα μου! Είμαι πάντα κοντά σας, το ξέρεις ότι δεν σε έχω αφήσει ποτέ…”

Σίγουρα το μυαλό της έκανε παιχνίδια, σίγουρα το σοκ της είχε προκαλέσει παραισθήσεις για να νιώθει αυτήν την παρουσία, όμως ήταν αλήθεια.

“Γιαγιά μου… σε χρειάζομαι… πού είσαι;” ψέλλισε σιγανά λες και εκείνη η παρουσία θα την άκουγε.

“Είμαι πάντα εδώ καρδούλα μου να μού μιλήσεις, όπως κάναμε πάντα οι δυο μας… Σας βλέπω όλους… είστε τυλιγμένοι στο σκοτάδι, στην αγωνία και στο φόβο…”

Η Βαλεντίνη άφηνε όλο της το “είναι” να επικοινωνήσει με αυτό που μιλούσε στη σκέψη της. Τα μάτια της δάκρυσαν, τα χέρια της σφίχτηκαν. Έπιασε χωρίς να το καταλάβει, την άκρη του μικρού σταυρού στον αριστερό της καρπό. Έμενε πάντα εκεί, φορεμένο στο χέρι της…”

“Το θυμάσαι αυτό, κορίτσι μου; Πού το είχαμε πάρει; Θυμάσαι; … κάθε φορά που θέλαμε να μείνουμε μόνες οι δυο μας και είχαμε την ανάγκη να μιλήσουμε στο Θεό, να προσευχηθούμε, πού πηγαίναμε;…”

Οι πόρτες της μνήμης της Βαλεντίνης άνοιξαν με μιας. Μεταφέρθηκε σε εκείνες τις παλιές στιγμές. Σε πολλές φάσεις της ζωής της. Άλλοτε σαν κοριτσάκι, άλλοτε σαν έφηβη, άλλοτε σαν μεγαλύτερο κορίτσι, πάντα εκεί… πάντα στο ίδιο μέρος… Άρχισε πάλι να βλέπει ολοζώντανα μπροστά της μια τέτοια στιγμή ίσως η τελευταία που θυμόταν.

Αναδρομή στο χρόνο...

Το μικρό ξωκλήσι του Αγίου Στεφάνου, έστεκε πάντα εκεί, σύριζα στο βράχο, δίπλα στην παραλία. Μικρό, ταπεινό αλλά πάντα φιλόξενο για τους κατατρεγμένους και εκείνους που ήθελαν να αναζητήσουν μια ξέχωρη προσευχή. Μαζί με το τραγούδι των γλάρων, τον μικρό παφλασμό, που έκαναν τα κύματα δίπλα στην παραλία. Εδώ είχαν έρθει πολλές φορές με τη γιαγιά της αλλά αυτή τη φορά είχε το κάτι ξεχωριστό. Ο παππούς ο Στέφανος είχε πεθάνει και η γιαγιά, πρώτη φορά μοιραζόταν αυτήν την εμπειρία με την εγγονή της.

“Δεν το έχω συζητήσει με κανέναν, μήτε με τα παιδιά μου καν…” είπε η γιαγιά Βαλεντίνη ανάβοντας ένα μικρό κεράκι στο απλοϊκό μανουάλι που βρίσκονταν μέσα στο ξωκκλήσι. 

“Ποιο γιαγιά;”

“Ο παππούς σου ερχόταν εδώ πάντα από παλιά. Ήταν ένας δικός του τόπος. Ερχόταν πάντα στη γιορτή του, όταν ήταν εδώ, να ανάψει το κερί του και να προσευχηθεί. Όμως τα τελευταία χρόνια ένιωθα ότι κάτι τον βάραινε! Κάτι γέμιζε θλίψη την ψυχή του και τούτος ο μικρός εδώ τόπος ήταν ένα μέρος σαν σπονδή…”

“Δηλαδή γιαγιά;”

“Κάτι τον βασάνιζε, κόρη μου, δεν μάς είπε ποτέ τίποτα. Ποτέ! Όμως σε μένα δεν μπορούσε να κρυφτεί. Κάτι είχε γίνει εδώ… κάτι τον είχε στοιχειώσει…”

“Τι μπορούσε να είχε γίνει δηλαδή;”

“Αχ… μακάρι να ήξερα, εγγονούλα μου… Υποπτευόμουνα αλλά δεν μπορούσα να ξέρω. Ζούσα και εγώ με την αμφιβολία… Κάποια εποχή, κάποια γυναίκα τηλεφωνούσε σπίτι και τον ζητούσε επιτακτικά…”

“Και; Ποια γυναίκα μπορούσε να είναι αυτή;”

“Δεν ξέρω. Δεν απάντησε όμως ποτέ στο τηλέφωνο. Και… κάτι μού λέει ότι αυτό που δεν απάντησε σε εκείνο το τηλέφωνο… το έζησε εδώ…”

“Γιατί το πιστεύεις αυτό, Γιαγιά;”

“Πολλές φορές, παιδί μου, νιώθουμε πράγματα και δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Είναι σαν να τα βλέπουμε με διαφορετικά μάτια, τα μάτια της καρδιάς… Πιστεύω λοιπόν ότι κάτι έγινε εδώ ανάμεσα στον παππού σου και σε εκείνη τη γυναίκα…”

“Γιαγιά… θες να πεις…”

“Τίποτα, τίποτα, ξέχασέ το, αγάπη μου. Είναι φορές που το μυαλό μου τρέχει και η αλλοπαρμένη εγώ φτιάχνω ιστορίες με το κεφάλι μου…”

… … …

Η Βαλεντίνη πνιγόταν από την ένταση της προσπάθειας να καταλάβει αυτό που τώρα ένιωθε, να πιάσει το συμβολισμό της επικοινωνίας αυτής της γιαγιάς της. Ήρθε στο νου της όλη η ιστορία του παππού της, Στέφανου με την αδικοχαμένη παράνομη εκείνη αγάπη του, τη Μαριλίζα Ξένου. Ο τρόπος που χώρισαν. Η απόσταση που έβαλε ανάμεσά τους, ο παππούς της. Η είδηση της εγκυμοσύνης, οι αγωνιώδεις προσπάθειες της Μαριλίζας να επικοινωνήσει μαζί του, να του το πει. Όλα αυτά συνδέθηκαν με τα λόγια εκείνα της γιαγιάς, που “φρόντισε” να ξαναφέρει στη μνήμη της.

«Είναι ένα ξωκλήσι που μόνο εκείνος ξέρει, κι όποτε χάνεται, εκεί πάει. Μονάχος, μες στη σιωπή, και ανάβει ένα κερί στη σκιά του βράχου.»

Η Βαλεντίνη τότε δεν έδωσε σημασία, το θεώρησε παραξενιά. Αλλά τώρα, με όσα έμαθε για τον Ερμόλαο και τον δεσμό του με τον Καψή, κατάλαβε!

Εκείνος που “χάνεται” είναι ο ίδιος ο Ερμόλαος.

Η γιαγιά ήξερε τελικά αλλά δεν μιλούσε.

Το ξωκλήσι ήταν ο κρυφός δεσμός τους, ακόμα και χωρίς λέξεις.


“Γιαγιά μου! Γιαγιά μου…. Ήξερα ότι δεν θα μάς αφήσεις μόνους…. Το ήξερα, το ‘ξερα!”

Μάζεψε τις δυνάμεις της, ήπιε λίγο νερό, έσιαξε τα μαλλιά της. Έβαλε τα χέρια της αποφασιστικά στο αμαξίδιο και κινήθηκε προς το μέρος των υπολοίπων

“Ξέρω που είναι!” φώναξε!

Οι άλλοι γύρισαν με μιας με μια απέραντη έκπληξη και απορία στα πρόσωπά τους.

“Τι με κοιτάτε; Ξέρω που είναι, ξέρω πού την έχει πάει!”

“Βαλεντίνη τι λες;” ρώτησε πρώτος ο Αργύρης.

Ήρθε δίπλα τους, άπλωσε επιτακτικά τα χέρια της.

“Στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, στο Παλιό Καρνάγιο, στην παραλία, δεξιά  από τον κόλπο της Νάουσας...πρέπει να βιαστούμε!”

Ο πατέρας της πήρε το λόγο.

“Βαλεντίνη, είσαι σίγουρη; Θέλω να πω… πώς; Πώς είσαι σίγουρη; Γιατί εκεί;”

“Μού το είπε!”

“Ποιος παιδί μου;”

“Η γιαγιά μου πατέρα!…  μην με κοιτάτε δεν είμαι τρελή…. Μη ζητάτε εξηγήσεις για όλα….”

“Γιατί πάνε εκεί, Βαλεντίνη;” ρώτησε ο Διοφάντους, ο οποίος προσπαθούσε να χειριστεί το χρόνο που πίεζε.

“Πάντα εκεί πηγαίναμε με τη γιαγιά μου, ήταν ένα μέρος… πώς να σας το πω… ένα δικό του μέρος του παππού. Τώρα τα κατάλαβα όλα, το παζλ ολοκληρώθηκε!…”

Την κοιτούσαν σαν χαμένοι οι ίδιοι. Μόνο ο Διοφάντους έδειχνε ψύχραιμος ενώ ο πατέρας της άρχισε να κάνει και αυτός του συνειρμούς του.

“Όταν χώρισαν, όταν η Μαριλίζα έμεινε έγκυος, προσπάθησε να τον δει. Πρέπει να ήρθε εδώ. Θυμάσαι Αργύρη τι μάς είπαν οι φίλες της; Ότι τηλεφώνησε στο σπίτι αλλά δεν το σήκωσε ποτέ. Τώρα εξηγούνται όλα! Εκεί της είπε να συναντηθούν! Ήταν το μόνο ασφαλές μέρος στο νησί. Ο Ερμόλαος ξέρει! Εκεί έγινε η μοιραία συνάντηση και σε εκείνο ακριβώς το μέρος θέλει να παιχτεί η τελευταία πράξη…”

Ανατρίχιασαν σύγκορμοι. Καταλάβαιναν την ψυχική κατάσταση και παρόρμηση του Δημήτρη Ερμόλαου. Και οι σκέψεις, που έκαναν ήταν ζοφερές.

“Βωμός… θυσιαστήριο… κάθαρσις… εκεί θέλει να το τελειώσει!” είπε ο Διοφάντους, “… γι’ αυτό και ζήτησε τη μητέρα σου κοντά του…”

“Τι θα κάνει;” ρώτησε τρέμοντας με την ιδέα, ο Γιώργος.

Ο Διοφάντους δεν θέλησε να απαντήσει. Σήκωσε το κινητό του και κάλεσε το διοικητή. Η φωνή του ήταν αποφασιστική. Έδωσε το κινητό του στη Βαλεντίνη να μιλήσει η ίδια. Έδωσε στον έκπληκτο αστυνομικό, την τοποθεσία. Γύρισε στους υπόλοιπους.

“Φεύγουμε, πρέπει να γίνουμε πουλιά, να προλάβουμε και στο δρόμο να ….προσευχηθούμε”

“Κύριε διοικητά, τι συμβαίνει;” ρώτησε απορημένος ο νεαρός υπαστυνόμος τον προϊστάμενό του. 

“Φεύγουμε! Στο Παλιό Καρνάγιο, στο ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου, ειδοποίησε το Λιμενικό!”

“Μα πώς, ποιος σάς το είπε;”

“Η Βαλεντίνη Βαρθαλίτη…”

“Και πώς το ξέρει;”

“Μη με ρωτάς υπαστυνόμε! Αυτή η γυναίκα πραγματικά είναι γεμάτη εκπλήξεις…”

“Και όλη η οικογένεια, κύριε διοικητά, ποιος το περίμενε...οι Καψήδες…”

“Πάμε δεν έχουμε χρόνο!”


Όλα οδηγούν στο ξωκκλήσι

Το αυτοκίνητο τρανταζόταν στο χωμάτινο δρόμο. Η ομίχλη της πρωινής θάλασσας είχε αρχίσει να διαλύεται.

Η Βαλεντίνη κοίταζε σιωπηλή έξω, εκεί που οι ελιές τρεμόπαιζαν σαν σκιές περασμένων χρόνων. Ο Αργύρης της άγγιξε το χέρι.

“Είσαι σίγουρη γι’ αυτό το μέρος;”

“Όχι με το νου, Αργύρη... Μόνο με την ψυχή. Η γιαγιά… μού έδειξε τον δρόμο.

“Και γιατί εκεί;”

“Το ξωκκλήσι του Αγίου Στεφάνου. Εκεί πήγαινε μόνος του, ο παππούς, σαν να ζητούσε συγχώρεση από κάποιον που δεν μπορούσε να του τη δώσει.

Στο αυτοκίνητο που προπορεύονταν, ο Γιώργος προσπαθούσε να μένει συγκεντρωμένος στο στενό δρόμο.

“Ελένη… ας μη φτάσαμε αργά”, το επαναλάμβανε από μέσα του συνεχώς σαν ικεσία. Σιωπή.

Οι ρόδες έτριζαν σε μια απότομη στροφή. Κανείς δεν μιλούσε πια. Μόνο ο αέρας χτυπούσε τα φύλλα, σαν αναστεναγμός. 

Δεν ήταν μακριά το Παλιό Καρνάγιο. Ο δρόμος ήταν δίπλα στην παραλία. Κάποια στιγμή έπαιρνε ύψος λίγο πριν τον μικρό κολπίσκο. Από εκεί κάποια στιγμή μπόρεσαν να έχουν μπροστά τους την ανοιχτή θέα.

“Το σκάφος! Να το! Εκεί πέρα!” φώναξε ο Σπύρος, έχοντας εντοπίσει με το βλέμμα του το σκάφος του Ερμόλαου.

“Είσαι σίγουρος;” τον ρώτησε ο Διοφάντους.

“Φυσικά!”

Οι σφυγμοί όλων ξαφνικά ανέβηκαν επίπεδο. Οι καρδιές τους άρχισαν να χτυπούν δυνατά και με ταχύτητα. Η αγωνία απότομα ανέβηκε στα κόκκινα. Κατέβηκαν γρήγορα προς τα εκεί. Ο χωμάτινος δρόμος έφτανε ως το μικρό Ξωκκλήσι. Τώρα, το έβλεπαν, ήταν μπροστά τους κάποιες δεκάδες μέτρα. Το σκάφος ήταν δεμένο την άκρη της παραλίας σε ένα βράχο, εντελώς πρόχειρα.

“Βλέπεις τίποτα;” άρχισε ο ένας να ρωτάει τον άλλο. Από το μέρος εκείνο του δρόμου, είχαν θέα στο σκάφος αλλά όχι στην πρόσοψη από το μικρό εκκλησάκι καθώς κινούταν στην πλάτη τους.

Η καρδιά της Βαλεντίνης κόντευε να σπάσει, ο Αργύρης το ίδιο. Ο Γιώργος στο άλλο αυτοκίνητο είχε πανιάσει από την αγωνία μαζί με τους συνεπιβάτες του.

“Περίμενε Γιώργο! Μην πας καταπάνω τους, όχι! Μείνε κάπου εδώ…”

Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου αρκετές δεκάδες μέτρα πριν το Ξωκκλήσι. Τίποτα δεν φαινόταν στο σκάφος. Ερημιά απόλυτη, σιωπή. Βγήκαν από τα αυτοκίνητα. Ο Γιώργος έκανε μια κίνηση να χυμήξει προς τα εκεί. Ο Διοφάντους τον άρπαξε από το χέρι την ύστατη στιγμή

“Στάσου τρελάθηκες, μπορεί να τη βάλεις σε κίνδυνο, να έρθει η αστυνομία!”

Ο Αργύρης βγήκε από το αυτοκίνητο ενστικτωδώς και κινήθηκε προς το μέρος του. Η Βαλεντίνη πίσω είχε ανοίξει την πόρτα και προσπαθούσε να γαντζωθεί με τα μπαστούνια της στην πόρτα. Από τη θάλασσα ακούστηκε η μηχανή του σκάφους του Λιμενικού, που πλησίαζε με ταχύτητα. Πίσω τους, οι σειρήνες των περιπολικών της αστυνομίας άρχισαν να δημιουργούν πανδαιμόνιο.

Και τότε… σαν να το περίμενε η γη να σωπάσει, ένας ήχος ξεχώρισε ανατριχιαστικός. Την ηχώ του την πήραν τα βράχια και κύλησε πέρα κάτω μακριά. Απλώθηκε στα βράχια και χάθηκε.

ΠΥΡΟΒΟΛΙΣΜΟΣ!

“Από το εκκλησάκι! Εκεί πάνω!” έδειξε ο Ζήσης.

“Ελένη…” ψέλλισε ο Γιώργος.

Οι αστυνομικοί πίσω τους ήδη κατέβαιναν και έπαιρναν θέσεις. Πάγωσαν!

“Καλυφτείτε!” ακούστηκε η φωνή του επικεφαλής.

Η Βαλεντίνη κρατήθηκε όρθια με νύχια και με δόντια.

“Τελείωσε…” ψιθύρισε. Ή μόλις άρχισε… Για μια αιώνια στιγμή, δεν ήξεραν αν είχαν φτάσει πολύ αργά ή στην ώρα τους...

Συνεχίζεται...

2 σχόλια:

  1. Πω πω Γιάννη στο καλύτερο μας άφησες. Τι έχει συμβεί, σκότωσε την Ελένη ή αφού της είπε ό,τι είχε να της πει αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να αντέξει το βάρος των πράξεων του;
    Η συμβολή της γιαγιάς στην ανεύρεση της Ελένης ήταν πολύ ωραία πινελιά.
    Και όπως το εκκλησάκι του Αγίου Στέφανου, ως συμβολικό στοιχείο για μια πολύ δυνατή σκηνή της ιστορίας.
    Αναμένουμε τις απαντήσεις.
    Καλό ξημέρωμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, Μαρίνα μου, μένουμε κρεμασμένοι στα κάγκελα για το μεγάλο τέλος. Που χάσκει στα πόδια μας ανοιχτό σε κάθε εξέλιξη. Τι έχουμε άραγε να δούμε; Πώς θα πάει αυτή η μεγάλη συνάντηση;
      Χαίρομαι, που σού άρεσε η πινελιά της επιρροής της γιαγιάς στον εντοπισμό του τόπου.
      Το ξωκκλήσι μάς περιμένει λοιπόν.
      Καλό ξημέρωμα με μια αγκαλιά ευχές με την καρδιά μου και το ευχαριστώ μου, κοπέλα μου.

      Διαγραφή